ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ"

Transcript

1

2

3 ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

4 COPYRIGHT: ΑΦΟΙ ΚΑΠΟΠΟΥΛΟΙ & ΣΙΑ Ε.Ε. ΖΩΟΔΟΧΟΥ ΠΗΓΗΣ ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ FAX:

5 ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΟΜΟΣ Α' αβατάρα - Γρηγόριος ο Σιναίτης ΕΚΔΟΣΕΙΣ: IC ΚΑΠΟΠΟΥΛΟΣ ΑΘΗΝΑ 1994

6 ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΠΡΟΛΟΓΙΖΕΙ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΕΣΠΟΤΟΠΟΥΛΟΣ Ακαδημαϊκός Χιωτάκης Τάκης Διδάκτωρ Φιλοσοφίας ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΕΣ Χωραφάς Ευστράτιος Φιλόλογος, πρώην εκπαιδευτικός σύμβουλος ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ Αναπολιτάνος Διονύσιος Καθηγητής του Τμήματος Μεθοδολογίας, Ιστορίας και Θεωρίας της Επιστήμης του Πανεπιστημίου Αθηνών Αλατζόγλου - Θέμελη Γραμματική Δρ. Φιλοσοφίας, πρώην Ερευνήτρια Κέντρου Φιλοσοφίας της Ακαδημίας Αθηνών Ανδριανοπούλου Αθανασία Κοινωνιολόγος Αργυροπούλου Ρωξάνη Δρ. Φιλοσοφίας, Ερευνήτρια Κέντρου Νεοελληνικών Ερευνών Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών Βελισσαρόπουλος Δημήτριος Πρέσβυς ε.τ. Βιτσαξής Βασίλειος Πρέσβυς ε.τ. Βώρος Φανούριος Δρ. Φιλοσοφίας, Σύμβουλος Παιδαγωγικού Ινστιτούτου ΓιωργοβασΙλης Δημοσθένης Διδάκτωρ Φιλοσοφίας Δελλής I. Γ. Αναπληρωτής Καθηγητής Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Πατρών Ζιάκας Γρηγόριος Καθηγητής Ιστορίας Θρησκειών Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Θεοτοκάς Νίκος Κοινωνιολόγος Ιελό Μαριάντζελα Φιλόλογος (Πανεπιστημίου Αθηνών) Καράς Γιάννης Δρ. Φιλοσοφίας, Ερευνητής του Κέντρου Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών Κασσωτάκη - Μαριδάκη Αθανασία Δρ. Ψυχολογίας, ειδική συνεργάτις στο Τμήμα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών ΚεσσΙδης θεοχάρης Καθηγητής Φιλοσοφίας, αντεπ. μέλος της Ακαδημίας Αθηνών Κοκαλάς Θεόδωρος Φιλόλογος Κοκολόγος Αθανάσιος Φιλόλογος, Ερευνητής Κρητικός Γιάννης Κοινωνιολόγος

7 Κύρκος Βασίλης Καθηγητής Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Κωσταράς Γρηγόριος Καθηγητής Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Αθηνών ΛεοντσΙνη - Γλυκοφρύδη Αθανασία Επίκουρος Καθηγήτρια Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Αθηνών Λιακόπουλος Ευστάθιος Δικηγόρος - Συγγραφέας Μαμούρης Ζήσης Βιολόγος, Δρ. Γενετικής, Λέκτωρ του Γενικού Τμήματος Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Μανουράς Ευάγγελος Ψυχολόγος Μόπη - Στεφανίδη Ευφροσύνη Επίκουρος Καθηγήτρια Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών Μπαλιάς Ευστάθιος Διδάκτωρ Πολιτικής πιστήμης Μπαρτζελιώτης Λεωνίδας Αναπληρωτής Καθηγητής Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Αθηνών Μπέγζος Μάριος Επίκουρος Καθηγητής Φιλοσοφίας της Θρησκείας Πανεπιστημίου Αθηνών Μπιτσάκης Ευτυχής Καθηγητής Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Υφηγητής Θεωρίας της Φυσικής Πανεπιστημίου Αθηνών Νάτσης Αθανάσιος Φιλόλογος (Πανεπιστημίου Αθηνών) Νόβα Καλτσούνη Χριστίνα Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας Νούτσος Παναγιώτης Καθηγητής Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Οικονόμου Αντώνιος Οικονομολόγος - Μηχανικός Παπαγούνος Γεώργιος Ιστορικός Φιλοσοφίας και Επιστήμης Πατέλης Δημήτριος Διδάκτωρ Φιλοσοφίας Πολίτης Νικόλαος Αναπληρωτής Καθηγητής Βυζαντινής Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Αθηνών Ρούσσος Ευάγγελος Διδάκτωρ Φιλοσοφίας Σαρρής Νεοκλής Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Τμήμα Κοινωνιολογίας ΣτεργΙου Νίκος Κοινωνιολόγος Τερέζης Χρήστος Επίκουρος Καθηγητής Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Πατρών Τζαφερόπουλος Απόστολος Φιλόλογος, πρώην Σύμβουλος Εκπαίδευσης EE Τσατσούλης Δημήτριος Δρ. Σημειολογίας - Κοινωνιολογίας Τσινόραμα Σταυρούλα Επίκουρος Καθηγήτρια Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Φαραντάκης Πέτρος Διδάκτωρ Φιλοσοφίας Ψημμένος Νίκος Καθηγητής Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

8 ΠΡΟΛΟΓΟΣ Κάθε Λεξικό, μη απλώς μεταφραστικό λέξεων από μια σε άλλη γλώσσα, πρέπει, για την εκπλήρωση της αποστολής του, να είναι όχι απλώς αποθήκη γνώσεων, αλλά εύστοχα διαρθρωμένη σύντομη έκθεση καίριων νοημάτων, εκφρασμένων με ακρίβεια και σαφήνεια, ώστε ο αναγνώστης να βρίσκει εύκολα στην οικεία σελίδα και να κατανοεί δίχως άλλο βοήθημα ό,τι σε κάθε στιγμή επιθυμεί να μάθει. Το Λεξικό Φιλοσοφίας ειδικότερα πρέπει να είναι πρόσφορη για την α- ποστολή του έκθεση φιλοσοφικών εννοιών, προβλημάτων, θεωρημάτων, είτε σε μικροσυστηματική μορφή, είτε με αναφορά στον βίο και στο έργο των φιλοσόφων, ενώ η έκθεση αυτή έχει πάντοτε ως αφετηρία και βάση α- ντίστοιχες λέξεις, διαταγμένες κατ' αλφαβητική σειρά. Η φιλοσοφία είναι πνευματική πρόσβαση αυτοδύναμη και αυτούπόλογη προς και από «κάτι» ακέραιο και απόλυτο: καθώς ενέχει αδήριτη αυτοσυνειδησία του ανθρώπου και αυτοβεβαίωση για την ύπαρξή του, μάλιστα μέσα και αντίκρυ στον κόσμο, ή και με υπέρβαση κάπως του κόσμου, αλλά και συνδρομή, αδήριτη επίσης, βεβαίωση της αυθυπαρξίας του κόσμου, και ακόμη εδραία ηθική αυτοθεσία του ανθρώπου και συμπαράσταση παραμυθητική του σε ώρες υπαρξιακά οριακές. Εξ άλλου, ως συλλογικό έργο, έργο ανθρώπινο, η φιλοσοφία έχει και ι- στορία, μάλιστα και ιστορικότητα. Και αποτελεί φαντασμαγορία, καθώς παρελαύνουν στον ιστορικό χρόνο τα έξοχα έργα των φιλοσόφων. Η επιδιωγμένη αυτοτέλεια του έργου κάθε γνήσιου φιλοσόφου προέρχεται προπάντων από την ίδια την πνευματική λειτουργία του. Από αυτήν είναι υποχρεωμένος ο φιλόσοφος «λόγον διδόναι» για κάθε γνώμη του, και άρα να μη αναδέχεται παθητικά τις επιτεύξεις των προγενεστέρων του, αλλά να προβαίνει σε αναμόχλευση της φιλοσοφίας έως και τα θεμέλιά της ώστε παρά την γαλούχησή του από την Ιστορία της ή και παρά τους όποιους επηρεασμούς του από την εποχή και περιοχή της ζωής του, να κατορθώνει το έργο του ως αυτο-ανάπτυκτο και αυθυπόστατο και αυτο-έγκυρο. Η ριζική όμως πνευματική αναζήτηση και η απότοκή της ιδιοσυστασία TCU έργου κάθε γνήσιου φιλοσόφου, παρά την επακόλουθή τους εντύπωση αστάθειας ή και ασυνέπειας της φιλοσοφίας στη διαδρομή της Ιστορίας της, δεν συνεπάγονται και αντίστοιχη καταδίκη της φιλοσοφίας: ως από τη φύση της πνευματικής ματαιοπραξίας. Η κορυφαία και υπερβατική αυτή δράση του ανθρώπινου πνεύματος δεν είναι πηνελόπειο έργο ούτε σισύφειο έργο. Τα μεγάλα φιλοσοφικά προβλήματα δεν έχουν επί αιώνες παραμερισθεί και παραμένουν ως οδηγητικά του φιλοσοφικού στοχασμού, ενώ και πολλές από τις δοσμένες λύσεις τους και από τις θεσπισμένες έννοιες και από τις

9 επιχειρημένες συστηματοποιήσεις παραμένουν επίσης, ολικά ή μερικά, έ- γκυρες ή τουλάχιστον υποκινούν ή και στηρίζουν μεταγενέστερες προσβάσεις της φιλοσοφίας. Η εκθαμβωτική αυτή μεγαλουργία του ανθρώπινου πνεύματος, και υπερπολύτιμη εξ άλλου στην υπηρεσία του ανθρώπου και της κοινωνίας, είναι το ευρύτατο αντικείμενο του Λεξικού Φιλοσοφίας. Και άρα εύλογα προβάλλει το ερώτημα: Ποιοι έχουν τη δυνατότητα να μελετήσουν γόνιμα τις σελίδες του; Μήπως μόνο οι καταρτισμένοι κάπως με προηγούμενες σπουδές φιλοσοφίας ή επίσης και οι μη καταρτισμένοι, έστω με προσπάθεια μεγαλύτερη; Η ακραία γνώμη του Πλάτωνος, εκφρασμένη στο έργο Φα ίδρος (276α- 278b), περιορίζει τη δυνατότητα διδασκαλίας της φιλοσοφίας στον προφορικό πάντοτε διάλογο, και μόλις αναγνωρίζει τη βοηθητική αξία των συγγραμμάτων ως μνημονίων, ενέχει άρα δυσπιστία και προς όποιο Λεξικό Φιλοσοφίας. Η γνώμη αυτή όμως δεν εμπόδισε τον ύπατο φιλόσοφο να κληροδοτήσει ο ίδιος στο ανθρώπινο γένος αριστουργήματα γραπτού λόγου φιλοσοφικού, έστω με λογοτεχνική μορφή διαλόγου. Εμείς, άρα, έχομε το δικαίωμα να εμπιστευθούμε τα συγγράμματα φιλοσοφίας, μάλιστα και τα με ορθό τρόπο συνταγμένα Λεξικά, ως μέσα πρόσφορα για τη γνωριμία και του ακατάρτιστου αναγνώστη με τη φιλοσοφία, χωρίς όμως και να λησμονούμε τις επιφυλάξεις του Πλάτωνος. Μας ενθαρρύνει άλλωστε και η γνώμη του Αριστοτέλους, η εκφρασμένη στο έργο του Περί ποιητικής (1448b13-14) "μανθάνειν ου μόνον φιλοσόφοις ήδιστον, αλλά και τοις άλλοις ομοίως". # * Δεν είχα την τιμή να μετάσχω ενεργά στον σχεδιασμό του προκείμενου Λεξικού. Δικαιούμαι όμως να βεβαιώσω ότι συνεργάσθηκαν στη σύνταξή του, και με άκρα επιμέλεια, πολλοί από τους γνωστούς εκπροσώπους της φιλοσοφίας στη σημερινή Ελλάδα, ή τουλάχι. τον προσκλήθηκαν να συνεργασθούν, και ότι άρα το Λεξικό αυτό αποτελεί έργο πολλών επιλέκτων συνεργατών, και προπάντων εκπροσωπεί κάπως τις επιδόσεις της σύγχρονης ελληνικής φιλοσοφίας, ή μάλλον των σύγχρονων διακόνων της φιλοσοφίας στην Ελλάδα, με άνοιγμα εξ άλλου προς το σύνολο της ευρωπαϊκής, αλλά και της μη ευρωπαϊκής φιλοσοφίας. Εύχομαι, το πολυφρόντιστο αυτό Λεξικό να λειτουργήσει ευεργετικά ως όργανο παιδείας στη χώρα, τη γενέτειρα της φιλοσοφίας, της ήδη επιβεβλημένης οικουμενικά. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ I. ΔΕΣΠΟΤΟΠΟΥΛΟΣ Ακαδημαϊκός

10 Οι κυριότερες συντομογραφίες αγγλ. - αγγλικά ΟΕΔΒ - Οργανισμός Εκδόσεως ανατ. - ανατύπωση Διδακτικών Βιβλίων Ακαδ. Επ. - Ακαδημία Επιστημών ό.π. - όπου παραπάνω αποσπ. - απόσπασμα παράγρ. - παράγραφος βιβ. - βιβλίο π.χ. - παραδείγματος χάρη βιβλιογ. - βιβλιογραφία πρβλ. -παράβολε βλ. - βλέπε Σ.Ε. - Σύγχρονη Εποχή βουλγ. - βουλγαρικά σανσκ. - σανσκριτικά γεν. - γέννηση στερ. - στερητικό εκδ. - έκδοση σ.σ. - σελίδες ΕΚΚΕ - Εθνικό Κέντρο στο ίδιο - στο προαναφερόμενο Κοινωνικών Ερευνών έργο εξ- - και εξής τ. - τόμος επαν. - επανέκδοση του ίδιου - του ίδιου συγγραφέα επιμ. - επιμέλεια Χ Χ - χωρίς χρονολογία ετυμ. - ετυμολογία έκδοσης θιβ. - θιβετιανά κ.ά. - και άλλα Bd - τόμος κεφ. - κεφάλαιο Hrsg - εκδότης κ.ο.κ. - και ούτω καθεξής PG - Patrologia Graeka λ. - λήμμα PUF - Presse Universitaire λ.χ. - λόγου χάρη de France μαρτ. - μαρτυρία μερ. - μέρος Αθ. - Αθήνα ΜΙΕΤ - Μορφωτικό Ιδρυμα LPZ. - Λιψία Εθνικής Τραπέζης Ν.Υ. - Νέα Υόρκη μτφ. - μετάφραση Φρανκ. - Φρανγκφούρτη Σημείωση: Οι χρονολογίες που αναγράφονται μετά το όνομα του προσώπου στο οποίο αναφέρεται το λήμμα, σημαίνουν τον χρόνο γέννησης και θανάτου του [π.χ. Αβελάρδος (Νάντη, Cluny, 1142)]. Ο αστερίσκος που συνοδεύει μια λέξη (π.χ. Αριστοτέλης*, υλισμός* κ.ά.) δείχνει ότι για τη συγκεκριμένη λέξη υπάρχει στο Λεξικό ειδικό λήμμα. Ο μικρός αριθμός που βρίσκεται στο τέλος μιας χρονολογίας δείχνει τη σειρά έκδοσης (π.χ. το " " υποδηλώνει ότι πρόκειται για τη 2η έκδοση του έργου στο οποίο αναφέρεται το κείμενο). Οι τίτλοι των βιβλίων και γενικά των έργων, γράφονται στο κείμενο με πλάγια στοιχεία (π.χ. Πολιτεία του Πλάτωνα, Τα Μετά τα φυσικά του Αριστοτέλη).

11 A σβατόρα (σανσκρ., από το "avatar"= κάθοδος, μεταφ. ενσάρκωση). Η λέξη με τη σημασία "απεσταλμένος" χρησιμοποιείται, κυρίως, για να δηλώσει τις ενσαρκώσεις φωτισμένων όντων. Στην ευρύτερη έννοιά της αναφέρεται σε κάθε θεϊκό απεσταλμένο, π.χ. στους ιδρυτές των θρησκειών. Βιβλιογρ.: R. Gu6non, Aperfus sur I' initiation, Editions Traditionnelles. Paris, 1986 (βλ. το κεφ. XLVIII, La naissance de I' AvatAra, σσ ). - Βασ. Βιτσαξής. Ο στοχασμός και η πίστη (Αρχαιύτητα-Χριστιανισμός), 2 τόμ., Εστία, Αθήνα, Δημ. Βελισσαρόπουλος. Ιστορία της ινδικής φιλοσοφίας, Δωδώνη, Αθήνα- Γιύννινα, 1992*. Ε.Χ. Αβελάρδος Πέτρος (Le Pallet, Νάντη, Cluny, 1142). Γεννήθηκε από οικογένεια ευγενών. Σπούδασε στην Tours και στη Loches και μετά στο Παρίσι, όπου ήλθε σε αντίθεση με τον Γουλιέλμο του Champeaux*. Ιδρυσε σχολή πρώτα στην Corbeille και μετά στο Melun, ενώ αργότερα στον λόφο της Αγίας Γενοβέφας στο Παρίσι, όπου και δίδαξε Λογική και θεολογία. Ερωτεύτηκε την Ελοΐζα, μια νεαρή μαθήτριά του, την οποία και παντρεύτηκε κρυφά. Αυτό τον γάμο δεν ενέκρινε ο θείος της Ελοϊζας, κληρικός Fulbert - ήταν τέτοια μάλιστα η οργή του που έφθασε να ευνουχίσει τον Αβελάρδο. Έκτοτε το αντρόγυνο, αφού χώρισε, α- κολούθησε τον μοναστικό βίο, διατηρώντας όμως πάντα επαφή με επιστολές. Αυτές οι επιστολές αποτέλεσαν το έργο του Αβελάρδου Διήγηση των συμφορών μου, ένα από τα πιο σπάνια αυτοβιογραφικά έργα του Μεσαίωνα. Πέθανε στη Μονή του Cluny το Τα έργα του Αβελάρδου είναι: De logica Ingredientibus, De Trinitate, Dialectica, Sic et non, Introductio ad theologiam, Scito te ipsum, Dialogus inter Philosophum Judaeum et Christianum. 0 Αβελάρδος αντιλαμβάνεται τη λογική ως την επιστήμη που καθορίζει την αλήθεια ή μη μιας πρότασης, και γι' αυτό της αποδίδει αυτόνομη θέση ανάμεσα στη ρητορική και τη γραμματική. Με βάση αυτά τα στοιχεία επανέρχεται στο θέμα των «universalia» με ένα νέο, επαναστατικό τρόπο, απομακρυνόμενος από τον καθαρό νομιναλισμό του δασκάλου του Rosselino, ο ο- ποίος θεωρούσε τις έννοιες ως απλές αρθρωμένες ηχητικές αποχρώσεις (flatus voci), καθώς και από τον έσχατο πραγματισμό του Γουλιέλμου του Champeaux, ο οποίος απέδιδε στα "universalia" μια πραγματικότητα που βρίσκεται έξω από τον νου. Για τον Αβελάρδο στην πραγματικότητα δεν υπάρχει τίποτε καθολικό: η καθολικότητα είναι καρπός μιας νοητικής λειτουργίας, με την οποία λαμβάνονται υπόψη οι μορφές ή status, στις οποίες τα επιμέρους πράγματα συγκλίνουν κατ' αναλογία. Το καθολικό είναι επομένως "σημαίνουσα φωνή" (vox significative) ή "λόγος" (sermo), μία νοητική παράσταση πλήρης σημασίας για την εξωτερική πραγματικότητα. Στο θεολογικό πεδίο η εφαρμογή που ο Αβελάρδος κάνει στη λογική ανάλυση σε επίπεδο διαλογισμού περί του αποκεκαλυμμένου θέτει τις βάσεις της συστηματικής θεολογίας. Με το Sic et non ο φιλόσοφος εξετάζει διάφορες περιπτώσεις, στις οποίες οι πατερικές και συνοδικές αυθεντίες έρχονται σε αντίθεση μεταξύ τους, και ως λύση προτείνει την ενεργοποίηση μιας προσωπικής έρευνας, της μόνης ικανής να αποκαλύψει την αλήθεια. Μια τέτοια εφαρμογή της σωκρατικής μεθόδου στη θεολογία βρίσκεται στις αρχές της σχολαστικής θεώρησης, έτσι όπως αυτή υπερίσχυσε κατά τους 13ο-15ο αιώνες, και κατά την οποία η επίλυση της "quaestio" επιτυγχάνεται μέσω της μελέτης των θετικών (videtur quod sic) και αντιθέτων (sed contra) απόψεων προς τη διατυπωθείσα θέση. Ο Αβελάρδος δεν επιχειρεί με αυτό να υποβαθμίσει την αυθεντία ή να υποτάξει την Πίστη στον Λόγο. Ο φιλόσοφος υπερασπίζεται την υπεροχή του αποκεκαλυμμένου, ενώ 11

12 Αβεμπάτσε επικαλείται τη διαλεκτική για να προσδιορίσει τα ασαφώς τιθέμενα από τις Ιερές Γραφές ζητήματα. Σημαντική από ιστορική άποψη είναι η θέση του Αβελάρδου στο πεδίο της ηθικής: ο φιλόσοφος υποστηρίζει ότι το κριτήριο της ηθικότητας των πράξεων δεν προσδιορίζεται μόνο από έξωθεν κανόνες, αλλά και από αυτή τη συνείδηση, από την πρόθεση με την οποία το υ- ποκείμενο πράττει: αγαθή είναι μόνο η πράξη που σαφώς νοούμε και επιθυμούμε ως τέτοια. Βιβλιογρ.: Chenu M.D., La th6o!ogie au Xlle sidcle. Paris. 1957, 1966'.- Vasoli C.. La filosolia medievale, Milano, 1961, 1967', σσ Αθαν. Νάτσης Αβεμπάτσε, βλ. Ιμπν Μοσάντζα. Αβενάριους Ριχάρδος (Avenarius Richard, Παρίσι, Ζυρίχη, 1896). Γερμανός φιλόσοφος, ιδρυτής του ακαδημαίκο-φιλοσοφικού κύκλου της Λιψίας, δημιουργός και θεμελιωτής του Εμπειριοκριτικισμού* (Empiriokritikismus), ενός φιλοσοφικού συστήματος ιδεαλιστικού και εμπειρικού περιεχομένου, συγγενούς προς του Χιουμ* (Hume) και του Μπέρκλεϋ* (Berkley). Κατά τον Αβενάριους οι αισθηματικές συγκινήσεις και οι συναισθηματικές εκδηλώσεις δεν είναι δυνατόν να έχουν επίδραση στην ανθρώπινη σκέψη. Αντίθετα, επιβάλλεται η απομάκρυνση από τη συνείδησή μας κάθε στοιχείου μεταφυσικού ή υπερφυσικού χαρακτήρα, προκειμένου να μείνει ελεύθερος ο δρόμος προς τον σχηματισμό και τη χρησιμοποίηση της καθαρής εμπειρίας. Καμία διαφορά μεταξύ φυσικού και ψυχικού στοιχείου δεν υπάρχει. Ατομο και περιβάλλων κόσμος δεν διαφέρουν κατά τρόπο που να επιβάλλει τον διαχωρισμό τους αλλά ανήκουν στην ίδια εμπειρία* η διάκριση σε υποκείμενο και αντικείμενο, σε ψυχικό και υλικό αποτελεί διάσπαση του εμπειρικού κόσμου και γι' αυτό πρέπει να απορρίπτεται ως άχρηστη, διότι "χωρίς υποκείμενο δεν υπάρχει αντικείμενο και χωρίς αντικείμενο δεν υπάρχει υποκείμενο" ("αρχική συναρμογή"). Επομένως, πραγματικότητα έξω και ανεξάρτητα από τη συνείδηση δεν υπάρχει - η διαρκής σύνδεση α- νάμεσα στη συνείδηση και στο ον, ανάμεσα στο υποκείμενο και το αντικείμενο είναι αναγκαία - δεν υπάρχει ον χωρίς συνείδηση, δεν υ- πάρχει συνείδηση δίχως το ον. Τα έργα του Αβενάριους, που θεωρούνται ως τα αντιπροσωπευτικότερα των φιλοσοφικών του αντιλήψεων, είναι δύο: Kritik dor reinen Erlahtung, (Κριτική της καθαρής πείρας) και Der menschliche Weltbegriff, 1891 (Η ανθρώπινη αντίληψη περί του κόσμου). Μεταξύ των οπαδών του συγκαταλέγονται οι I. Πέτσολντ, Φ. Καρστάνγιεν, Ρ. Βίλλι, Φ. Αντλερ κ.ά. Η διδασκαλία του Αβενάριους είχε ε- πίδραση και επί πολλών σημαντικών οπαδών του ρωσικού μαρξισμού, όπως οι Λουνατσάρσκι, Μπαζάροφ, Μπογκντάνοφ κ.ά. Παράλληλα όμως προκάλεσε και την αντίδραση των ιστορικο-υλιστών και ιδίως του Λένιν*, ο οποίος με το έργο του Υλισμός και εμπειριοκριτισμός ασκεί αυστηρή κριτική στη φιλοσοφία του Αβενάριους, χαρακτηρίζοντάς την ως παραλλαγή του υποκειμενικού ιδεαλισμού του Μπέρκλεϋ και του αγνωστικισμού του Χιουμ. Απ. Τζαφερόπουλος Αβερρόης (Κόρντοβα, 1126-Μαρρακές, 1198). Με αυτό το όνομα είναι γνωστός στη Λατινική Δύση ο αραβοϊσπανικής καταγωγής φιλόσοφος και επιστήμονας Muhammad ibn Ahmad Muhammad ibn Rushd. Γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, σπούδασε δίκαιο και ιατρική, ελληνική φιλοσοφία και αστρονομία και, χάρη στην υποστήριξη του Ibn Tufail*, έγινε δεκτός στην αυλή του Μαρρακές, όπου και κατέλαβε διάφορα ανώτερα αξιώματα. Γύρω στα 1195 ε- ξορίσθηκε, οι θεωρίες του καταδικάστηκαν και απαγορεύθηκε η μελέτη της φιλοσοφίας του. Λίγο πριν από τον θάνατό του, ωστόσο, αποκαταστάθηκε και πάλι. Ο Αβερρόης είναι γνωστός για τα σχόλιά του στα αριστοτελικά κείμενα, γεγονός που του χάρισε στη Δύση την ε- πωνυμία του «Σχολιαστή». Μας παραδίδονται τρία είδη σχολίων του: το Σχόλιον Μείζον (μετά το 1180), στο οποίο ερμηνεύει διεξοδικά το αριστοτελικό κείμενο - το Μέσον (Σχόλιο), στο οποίο περιορίζεται στη διασαφήνιση του κειμένου εν γένει, και το Σχόλιον Έλασσον ή Παράφρσσις ( ), στο οποίο συνοψίζει το παραλειπόμενο αριστοτελικό κείμενο. Σχολίασε ακόμη μεταξύ άλλων την Πολιτεία' του Πλάτωνα*. Ανάμεσα στα πρωτότυπα κείμενά του αξίζει ν' αναφέρουμε: την Έσχατη Καταστροφή, έργο στο οποίο υπερασπίζεται τη φιλοσοφία απέναντι στις κατηγορίες του al GhazSli' τις θεολογικές πραγματείες Έκθεσις των μεθόδων αποδείξεως των σχετικών προς τα δόγματα της θρησκείας και το Δοκίμιον καθοριστικόν και Έκθεσις της μεταξύ θρησκευτικού νόμου και Φιλοσοφίας υφιστάμενης σύ- 12

13 Αβικέννας γκλισης, έργα που αγνοήθηκαν από τους Λατίνους- διάφορα πονημάτια σχετικά με τη νόηση και την ουσία του κόσμου - τέλος, ένα ε- κτεταμένο έργο ιατρικής φύσεως, γνωστό στην Ευρώπη ως Colligeto, όρος που παραπέμπει στον Αραβα al KuliyySt (Βίβλος γενικών αρχών). Για πολύ καιρό ο Αβερρόης θεωρήθηκε ως ο δημιουργός της θεωρίας της "διπλής αλήθειας". Στην πραγματικότητα όμως, η έννοια αυτή δεν υφίσταται στα έργα του. Ο φιλόσοφος, δηλαδή, υποστηρίζει ότι υπάρχει μία μόνη αλήθεια, εκείνη στην οποία κατέληξαν οι φιλόσοφοι, που απαιτούν πάντοτε ακριβείς αποδείξεις θεμελιωμένες στην αιτιώδη σχέση, και ως εκ τούτου απολύτως απαραίτητες. Οι θεολόγοι ερίζουν επί ζητημάτων πιθανών, διαλεκτικού τύπου, ενώ η πλειονότητα των ανθρώπων αρκείται σε προτρεπτικούς, ρητορικούς λόγους, όπως εκείνοι που παρουσιάζονται στο Κοράνιο. Ο Αβερρόης απορρίπτει την αβικεννική θεωρία της προέλευσης του κόσμου από τον Θεό κατ' εκπόρευση: ο κόσμος είναι αιώνιος, όπως αιώνια είναι η ύλη, νοούμενη ως καθαρή α- προσδιοριστία που περιέχει «εν σπέρματι» όλες τις μορφές. Περαιτέρω, ο φιλόσοφος α- νασκευάζει την Ψυχολογία του Αβικέννα* θεωρώντας αυτήν ως μη σύμφωνη προς τη διδασκαλία του Αριστοτέλη*, καθώς και ανεπαρκή να ερμηνεύσει την καθολικότητα της επιστήμης. Ο Αβερρόης υποστηρίζει, πράγματι, ότι τόσο το "ενεργεία" όσο και το "δυνάμει" ον είναι μοναδικά, διακρίνονται από τα σώματα και συμπίπτουν προς την κινούσα διάνοια μόνον αυτή η τελευταία είναι άυλη και γι' αυτό αθάνατη, ενώ οι μεμονωμένοι άνθρωποι είναι θνητοί. Η ατομική γνώση είναι δυνατή στο μέτρο που οι προσλαμβανόμενες μέσω των αισθήσεων παραστάσεις καθίστανται νοητές από την ενέργεια του μερικού όντος. Η επιστήμη, όχι ο μυστικιστικός ασκητισμός, συνιστά την επανασύνδεση με το θείο. (Σχετικό με την εμφανή επίδραση του Αβερρόη στον πολιτισμό της Λατινικής Δύσης βλέπε το επόμενο λήμμα). Βιβλιογρ.: Renan Ε.. Averrois Μαριάντζελα Ιέλο el I' averroisme, Paris. αβερροϊσμός. Όρος που αποδίδει τον φιλοσοφικό και επιστημονικό στοχασμό του Αβερρόη και της σχολής του. Οι πλέον χαρακτηριστικές θέσεις του αβερροισμού είναι: α) η υπαγωγή της πίστης στις αλήθειες της λογικής, η οποία αποτελεί και το μόνο κατάλληλο όργανο για την κατάκτηση των επιστημονικών γνώσεων, β) η αιωνιότητα της ύλης και του κόσμου, γ) η μοναδικότητα του "δυνάμει όντος" για όλους τους ανθρώπους, θέση γνωστή επίσης με τον όρο «μονοψυχισμός». Στον αραβικό κόσμο ο αβερροϊσμός γνώρισε περιορισμένη διάδοση, ενώ βρήκε πολλούς ο- παδούς μεταξύ των Εβραίων και των Λατίνων. Πράγματι, περί το 1270 δημιουργήθηκε μια φιλοσοφική κατεύθυνση γνωστή ως «λατινικός αβερροϊσμός». Οι εισηγητές αυτής της κίνησης, αποκαλούμενοι averroistae από τους συγχρόνους τους, είναι οι Siger de Brabante, Βοήθιος εκ Δακίας, Bernier de Nivelles και Gosvin de la Chapelle. Οι οπαδοί αυτής της κίνησης συμφωνούν με την αβερροική ερμηνεία του Αριστοτέλη* σχετικά με τον μονοψυχισμό και το αίδιον του κόσμου, αλλά απομακρύνονται από τον Αραβα σχολιαστή όσον αφορά στις σχέσεις μεταξύ "πίστης" και "λόγου"' μεταξύ των δύο εννοιών δεν υπάρχει αντίθεση, αλλά διαχωρισμός, υπό την έννοια ότι οι λογικές αλήθειες μπορούν να αντιτίθενται προς τις αποκεκαλυμμένες, χωρίς αυτό να επιφέρει την ακύρωσή τους. Στη θέση αυτή εναντιώθηκε η πλειονότητα των διανοητών της εποχής, κυρίως οι Bonaventura* και Θωμάς ο Ακινάτης*, οι οποίοι αναγνώριζαν σ' αυτήν τον κίνδυνο να περιπέσουν σ" ένα είδος διπλής αλήθειας. Αναβίωση του λατινικού αβερροισμού έλαβε χώρα στην Ιταλία, ιδιαίτερα στη Bologna, κατά τον 14ο αιώνα, μέσα από το έργο μιας πολυάριθμης ομάδας δασκάλων της Σχολής των Τεχνών, μεταξύ των οποίων γνωστοί είναι οι Taddeo da Parma, Angelo d' Arezzo, Anselmo da Como, Matteo da Gubbio και Giacomo da Piacenza. Κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης, προς τον υλιστικό αριστοτελισμό του Pietro Pomponazzi, που αξιοποιεί την ερμηνεία του Αριστοτέλη όπως αυτή δόθηκε από τον Αλέξανδρο Αφροδισιέα*, αντιτίθεται μία ομάδα ο- παδών του αβερροισμού, υποστηρικτών της α- ριστοτελικής ερμηνείας από τον Αραβα σχολιαστή γνωστότεροι από αυτούς υπήρξαν οι Achillinus και Nifus. Μαριάντζελα Ιέλο Αθικέβρων, βλ. Ιμπν Τζεμιρόλ. Αβικέννας, βλ. Ιμπν Σίνα. 13

14 ΑΘΙντια αβίντια (σανσκρ. avidya, πάλι avijja, θιβ. Ma rigpa: μη γνώση, άγνοια). Βασικός ινδουΐσπκάς και βουδιστικός όρος. Αναφέρεται στην "άγνοια", όχι με την έννοια ότι δεν γνωρίζει κανείς κάτι το συγκεκριμένο, κάτι από τον χώρο του επιστητού, αλλά με την αντίληψη ότι δεν έχει καθαρή αίσθηση της πραγματικότητας ως συνόλου, ότι ζει μέσα σε μια πνευματική συσκότιση. Είναι το αντίθετο της Γνώσης, της Σοφίας. Στον Ινδουισμό*, εκφράζει ένα καθολικό χαρακτηριστικό του γήινου επιπέδου πάνω στο οποίο στηρίζεται η αυταπάτη των φαινομένων και των εμπειριών, η υποκειμενική θέαση του κόσμου, η μάγια*. Κυρίως δημιουργεί την ψευδή αντίληψη της ύπαρξης ενός "εγώ", που είναι η πρωταρχική αιτία του πόνου και της δυστυχίας και της σώρευσης του κάρμα*. Στην πραγματικότητα η μάγια δεν είναι παρά το σύνολο της επί μέρους άγνοιας, σε αντίθεση με το Brahman* που εκφράζει την ανεκδήλωτη υ- περβατική πραγματικότητα και, κατά συνεκδοχή, τη Σοφία. Στον Βουδισμό της Χιναγιάνα* πάνω από όλα είναι άγνοια της πραγματικής φύσης του "εγώ", η οποία δεν επιτρέπει να συνειδητοποιήσουμε τις "τέσσερις επιφανείς α- λήθειες" που θα μας οδηγήσουν να απαλλαγούμε από τον πόνο και τη δυστυχία. Στον Βουδισμό της Μαχαγιάνα* γεννά την αλυσίδα των 12 Nidanas, των "δεσμών" ή των "αλληλοεξαρτώμενων αιτίων και καταγωγών", που όσο υπάρχουν "επί τω αυτώ" συντηρούν και περιστρέφουν συνεχώς τον τροχό της ζωής στον ατέλειωτο κύκλο των γεννήσεων και των θανάτων, στα βασίλεια της Σαμσάρα*, που είναι: 1) Η άγνοια, 2) η παρόρμηση-σύλληψη, 3) η συνείδηση, 4) το σώμα και ο νους, 5) τα έξι όργανα των αισθήσεων, 6) η επαφή, 7) η αισθαντικότητα (ή εντύπωση), 8) η επιθυμία, 9) η προσκόλληση, 10) η ύπαρξη (το γίγνεσθαι), 11) η γέννηση και 12) (τα γηρατειά, η ασθένεια, ο πονος και τελικά) ο θάνατος. Και μετά ξεκινάει πάλι από την αρχή, με την άγνοια. Στο σύστημα της Madhyamika, η άγνοια εκφράζεται με την ανάπτυξη των αντιλήψεων και των εννοιών που επικαλύπτουν την πραγματικότητα. Αντίθετα, η Γνώση εδώ, που είναι μη δύίκή, μας οδηγεί στην αλήθεια, γιατί η Γνώση και η Πραγματικότητα ταυτίζονται. Στη Γιόγκα*, η ά- γνοια γεννά τον εγωισμό, την προσκόλληση, την αποστροφή και τον φόβο και είναι η αιτία της έλλειψης ικανότητας συγκέντρωσης στον διαλογισμό. Βιβλιογρ.: Βαα Βιτσαξής, Ο στοχασμός και η πίστη (Αρχαιότητα - Χριστιανισμός), 2 τόμ., Εστία, Αθήνα, Δημ. Βελισσαρόπουλος, Ιστορία της Ινδικής φιλοσοφίας, Δωδώνη, Αθήνα - Γιάννινα, 1992V Nirad Chaudhuri. Hinduism, σελ Hiriyanna. Essentials ot Indian Philosophy, σελ Herbert Guenter, Buddhist Philosophy, 85, T.RV. Murti, The Central Philosophy ot Buddhism, σελ. 212, Bhagwan Shri Pa tanjali, Aphorisms of Yoga (Faber) II3,4. Ε. Λιακόπουλος Αβουκάρας Θεόδωρος (πέθ. 770;). Το επώνυμό του προέρχεται από την αραβική ή συριακή προσφώνησή του ως Abu Cara, ως πατέρα ή ε- πίσκοπου της πόλης των Καρών είναι πάντως αμφίβολο αν πρόκειται για την πόλη που βρισκόταν στην Παλαιστίνη ή για τη Χαράν της Μεσοποταμίας. Ευρισκόμενος στο πεδίο της διαμάχης μεταξύ των υπερασπιστών των εικόνων και των αντιθέτων, ο Θεόδωρος υποστηρίζει την άποψη ότι είναι επιτρεπτή η ύπαρξη των εικόνων, αφού η τιμή αποδίδεται με αυτές στο εικονιζόμενο πρόσωπο. Παρουσιάζει τις θέσεις του σε ένα έργο, το ΕγχειρΙδιον κατά αιρετικών, Ιουδαίων και Σαρακηνών, με το οποίο ελέγχει κυρίως τους Μωαμεθανούς και τους Ιουδαίους, πλην όμως στρέφεται εναντίον και άλλων αιρετικών, όπως των οπαδών του Σεβήρου, των ωριγενιστών κ.ά. Στο έργο του δεν περιορίζεται μόνο στην αναίρεση των δοξασιών των αιρετικών, αλλά συνεξετάζει διάφορα φιλοσοφικά ζητήματα. Ετσι, γράφει για τη σχέση πραγμάτων και ονομάτων (PG ) υποστηρίζει δια μακρών την ύπαρξη του θεού ( ) αναφέρεται στην πάλη του Χριστού με τον διάβολο ( ) ασχολείται επίσης μεταξύ άλλων και με το πρόβλημα του χρόνου (1585). Βιβλιογρ.: PG Νικ. Γ. Πολίτης αβουλία (στερητ. α + βουλή, βούληση). Ελλειψη βούλησης, αδυναμία της θέλησης, α- ναποφασιστικότητα. Εμφανίζεται σε περιπτώσεις μελαγχολίας, υποχονδρίας και νευρασθένειας και μπορεί επίσης να προκληθεί από τη διάσταση παραστάσεων και αισθημάτων ή, σε προφανείς περιπτώσεις αδιεξόδου, από τη βεβαιότητα ότι κάθε πράξη είναι ανώφελη. Ε. Ν. Ρούσσος αγαθό, το: (του επιθ. αγαθός, ετυμολ. ίσως από το άγαν: πάρα πολύ). Το επίθετο σημαίνει αρχικά τον αξιοθαύμαστο και κατ' επέκταση αυτόν που έχει δύναμη και τόλμη, τον γενναίο. 14

15 Ηδη στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία η χρήση του ουδετέρου, το αγαθό (ν), προσέλαβε αξιολογική και οντολογική σημασία και αποτελεί μία από τις θεμελιώδεις έννοιες της ελληνικής ηθικής φιλοσοφίας. Η πρώτη έννοια και χρήση του όρου το αγαθό (ν) στην αρχαία ελληνική φιλοσοφική σκέψη συναρτάται προς την έννοια της καταλληλότητας προς τι, για κάτι, άρα προς συγκεκριμένο "έργον", π.χ. στον Πλάτωνα, πριν συνδεθεί με την οντολογική και αξιολογική σημασία. Συναφείς χρήσεις του όρου αναφέρονται συχνά: το αγαθό ως "χρήσιμον" ή ως "οικείον" προς το πράγμα που δέχεται τη χρησιμότητά του - και, τέλος, η έννοια του αγαθού οδηγεί προς την ο- λοκλήρωση τα όντα ή τον άνθρωπο και τότε προσλαμβάνει το ον ή ο άνθρωπος τον χαρακτηρισμό του "τελείου". Πολλές χρήσεις του όρου αυτού άλλωστε συνάπτονται προς τις έννοιες του συμφέροντος και του λυσιτελούς, πράγμα εύλογο βέβαια, αφού το αγαθό (ν) έχει άμεση σχέση σε πρώτη χρήση, ως προς τη λειτουργία του, με τη χρησιμότητα που απορρέει από την εφαρμογή του. Αυτή η σημασία του έχει φιλοσοφική χροιά, αλλά δεν αναφέρεται άμεσα στην αυστηρά φιλοσοφική, δηλ. την ο- ντολογική και ηθική ή αξιολογική χρήση του όρου. Ο Πλάτων* πρώτος έδωσε στην έννοια του α- γαθού εύρος φιλοσοφικό και την ανύψωσε στη σφαίρα της οντολογικής κατηγορίας. Στην Πολιτεία του (505 α κ. έ.) συλλαμβάνει την ιδέα του αγαθού ως την ύψιστη κατάκτηση της ψυχής και ως κριτήριο της χρησιμότητας όλων των αρετών, δηλ. οι αρετές καταξιώνονται μόνο και όσο συνάπτονται προς το αγαθό ("η του αγαθού ιδέα μέγιστον μάθημα" κ.λπ.). Το αγαθόν, ακριβέστερα η ιδέα του αγαθού, κατέχει την ακρότατη θέση στην κλίμακα του νοητού και μετά δυσκολίας γίνεται προσιτή στην ψυχή (Πολιτεία, 517b: "εν τω γνωστώ τελευταία η του αγαθού ιδέα και μόγις οράσθαι"). Το αγαθό εν τέλει στον Πλάτωνα επενεργεί ως ζωογόνος δύναμη των όντων. Ο φιλόσοφος παρομοιάζει το αγαθό και την πολυδύναμη φύση του με την αντίστοιχη του ήλιου. Ορίζει, λοιπόν, το αγαθό ως την ύψιστη ιδέα και το τοποθετεί "επέκεινα της ουσίας" (Πολιτεία 509b). Και στον Αριστοτέλη* το "αγαθό (ν)" Ί- σαχώς λέγεται τω όντι". Στο 1ο βιβλίο των Ηθικών Νικομαχείων (και στα άλλα ηθικά έργα του βέβαια) συναρτά το αγαθό προς την ευδαιμονία και την αρετή. Ωστόσο από την άποψη αγάπη της οντολογικής κατηγορίας συνδέει τη χρήση του όρου με την αναγωγή του σε γενική κατηγορική αρχή (Ηθ. Νικ., ). Το αγαθό στην ηθική φιλοσοφία του Σταγιρίτη φιλοσόφου κατέχει το σημείο αναφοράς όλων των η- θικών ενεργημάτων του ανθρώπου (των "πράξεων"): "ου πάντ' εφίεται". Εν τούτοις προσιδιάζει στον χαρακτήρα και τη φύση του κάθε ανθρώπου: "εκάστω τη φύσει οικείον". Στην κλίμακα ή την ιεραρχία των επιδιωκόμενων αξιών από τον άνθρωπο το αγαθό κατέχει την ύψιστη θέση και χαρακτηρίζεται ως ύψιστη επιδίωξη ταυτιζόμενο με την ευδαιμονία. Με τους Λατίνους και τον Αυγουστίνο*, η έννοια του αγαθού (ως "bonum") θα επανασυνδεθεί με την αριστοτελική παράδοση, κυρίως με τον Θωμά Ακινάτη*. Από τον λατινικό Μεσαίωνα πέρασε στη φιλοσοφία της νεότερης Ευρώπης και προσέλαβε διάφορες αποχρώσεις: από τον ωφελιμισμό των Αγγλων (Τζ. Στιούαρτ Μιλλ*) ως την καντιανή και την χεγκελιανή αντίληψη του αγαθού ως ταυτότητα της υποκειμενικής βούλησης με το αγαθό. Η α- ντίληψη αυτή, όπως είναι φυσικό, συνδέεται με τη φιλοσοφική παράδοση της Δυτ. Ευρώπης - οι μακρινές καταβολές ωστόσο της έννοιας του αγαθού παραμένουν αμετακίνητες στην αρχαία ελληνική φιλοσοφική σκέψη. Βασ. Κύρκος αγάπη, 1. (λατ. amor). Ο όρος "αγάπη" στη φιλοσοφία αλλά και στη γλώσσα της καθημερινής ζωής είναι πολυσήμαντος. Από ψυχολογική άποψη, η αγάπη είναι ένα εσωτερικό αίσθημα έλξης ενός προσώπου προς ένα άλλο πρόσωπο, προς μια κοινότητα ανθρώπων, προς μιαν ιδέα. Ωστόσο, από την ελληνική αρχαιότητα ήδη έχουμε μια διαφοροποίηση των μορφών της αγάπης με την αντίστοιχη ορολογία: "έρως", "φιλία", "στοργή", "αγάπη", "φιλότης". Με την τελευταία αυτή σημασία της, η αγάπη εξομοιωνόταν με μιαν ενεργό κοσμική δύναμη (στον Εμπεδοκλή* αντιτίθεται στο «νείκος»*, στο μίσος). Την ιδέα αυτή μιας συμπαντικής α- γάπης ασπάζεται και ο Αριστοτέλης' και, αργότερα, ο Ποσειδώνιος*, του οποίου η θεωρία περί παγκόσμιας "συμπαθείας" είχε πέραση μέχρι την Αναγέννηση και τους Νέους Χρόνους (τη συναντούμε και στον Γκαίτε*). Σε ό,τι αφορά στη θεμελιώδη σημασία της έννοιας της αγάπης (του έρωτα) για τη φιλοσοφία, για πρώτη φορά αυτή επισημαίνεται από τον Πλάτωνα*. Στους διαλόγους του Συμπό- 15

16 αγάπη σιον' και Φαιδρός', ο Πλάτων εκθέτει τη θεωρία του για την αγάπη (τον έρωτα): η αγάπη, γράφει, είναι η έλξη που ασκεί το ωραίον. Οι τύποι της αγάπης είναι τόσοι, όσοι και οι τύποι του ωραίου. Η αγάπη γεννιέται στην επαφή με την αισθητή ομορφιά, αλλά ανελίσσεται απ' αυτήν στην ψυχική ομορφιά και, σκαλί σκαλί, ανεβαίνει ως τη διανοητική ομορφιά, που είναι η αληθινή ομορφιά. Οι αισθητές ομορφιές του υλικού κόσμου δεν είναι παρά χονδροειδή σχεδιάσματα ή ωχρές ανταύγειες. Η αγάπη είναι, επομένως, η λαχτάρα του ανθρώπου να ξεπεράσει την αισθητή πραγματικότητα, για να καταλήξει στη θέαση του κόσμου των ιδεών. Έτσι, η αγάπη είναι επιθυμία εκείνου που δεν έχουμε, είναι έλλειψη και ανεπάρκεια, και ταυτόχρονα ατέλειωτη ανησυχία, αγωνία και λαχτάρα. Τη θεωρία αυτή της αγάπης τη συνεχίζει ο Πλωτίνος*, ο οποίος και επιτείνει τον μυστικιστικό της χαρακτήρα: οποιαδήποτε αγάπη α- νάγεται στην αγάπη του Θεού, εφόσον αντικείμενό της, σύμφωνα με την πλατωνική διδασκαλία, είναι το καλό ("αγαθόν"). Και επειδή ο Θεός είναι το απόλυτο καλό, έπεται ότι είναι και το αληθινό τέρμα και το ιδανικό αντικείμενο της κάθε αγάπης. Ο Αυγουστίνος*, αργότερα, θα προσαρμόσει την άποψη αυτή στο χριστιανικό δόγμα και η νεοπλατωνική και αυγουστίνεια θεωρία της αγάπης θα συνεχίσει να επικρατεί σε όλο τον Μεσαίωνα. Αυτήν θα επικαλούνται και οι στοχαστές του Ουμανισμού* και της Αναγέννησης (Λέων Εβραίος, Μαρσίλιο Φιτσίνο* κ.ά.). Γενικά για τον χριστιανισμό, η αγάπη αποτελεί την ουσία του Θεού και τη βασική εντολή του προς τον άνθρωπο: είναι η ανιδιοτελής αγάπη προς τον πλησίον, ακόμα κι αν αυτός είναι εχθρός. Ωστόσο, στην περίοδο της Αναγέννησης εμφανίζεται και μια νατουραλιστική αντίληψη της αγάπης ως ζωτικής ορμής, ως μιας κοσμικής δύναμης που διαπερνά και κινεί όλα τα όντα. Στους Νέους Χρόνους η ψυχολογική έρευνα του αισθήματος της αγάπης υπερισχύει των θεωριών θεολογικού χαρακτήρα. Για τον Καρτέσιο* και τον Σπινόζα* η αγάπη είναι ένα πάθος που ο άνθρωπος, για να το δαμάσει, πρέπει να κάνει χρήση του λογικού, το οποίο θα μετατρέψει το πάθος σε αίσθημα νηφάλιο και γαλήνιο. Για τον Λάιμπνιτς*, "αγαπώ σημαίνει χαίρομαι την ευτυχία του άλλου, δηλαδή κάνω δική μου την ευτυχία ενός άλλου". Για τον Ρομαντισμό* (Σλέγκελ*, Σίλλερ", νεαρό Χέγκελ*), η αγάπη είναι η πηγή όλων των συναισθημάτων, είναι, κατά τον Χέγκελ, ένα α- πέραντο αίσθημα "δια του οποίου δύο όντα υ- πάρχουν μόνο ως μία τέλεια ενότητα και εναποθέτουν α' αυτήν όλη την ψυχή τους και τον κόσμο ολάκερο". Για τον πεσσιμιστή όμως Σοπενάουερ* η αγάπη είναι μια παγίδα που στήνει στον άνθρωπο "το δαιμόνιο του είδους" για να διαιωνίσει τη ζωή. Για τον Μαρξ* και τον Ένγκελς* η αγάπη, ο έ- ρωτας, είναι μια ιστορική κατάκτηση του ανθρώπου. Η συναισθηματική ζωή του ανθρώπου αλλάζει σε συνάρτηση με τις αλλαγές στο κοινωνικό γίγνεσθαι. "Η σύγχρονη γενετήσια αγάπη διαφέρει ουσιαστικά από την απλή σαρκική έλξη, από τον έρωτα των αρχαίων" (Ένγκελς), γιατί προϋποθέτει την αμοιβαία αγάπη, "ενώ στον αρχαίο έρωτα δεν ήταν πάντα απαραίτητη η συγκατάθεση της γυναίκας". Εδώ ο συνειδητός χαρακτήρας του έρωτα συνδυάζεται με τα ασύνειδα, ενορμητικά στοιχεία που εκδηλώνονται και κατά την ίδια τη γέννηση αυτού του συναισθήματος και κατά την εκλογή του αντικείμενου της αγάπης, καθώς και στις μορφές εκδήλωσής της (Α. Σπίρκιν*). Για τον Φρόυντ* και την ψυχανάλυση, η αγάπη, ακόμα και στις υψηλότερες εκφάνσεις της, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η εξιδανίκευση μιας πρωτογενούς ενστιγματικής ε- νόρμησης, της "λίμπιντο". Ωστόσο, η θεωρία αυτή δεν εξηγεί την "εκλογή", που είναι πανταχού παρούσα α' όλες τις μορφές της αγάπης. Μιαν απάντηση σε τούτο το πρόβλημα δίνει ο Μαξ Σέλλερ*: η εκλογή, τονίζει, καθορίζεται από την αναγνώριση μιας κάποιας «αξίας» (βιοτικής, διανοητικής, ηθικής) στο α- γαπώμενο πρόσωπο. Για άλλους, αντίθετα, τους υπαρξιστές, η εκλογή δεν συνδέεται με καμιά αξιολογική άποψη, έστω και αποκλειστικά προσωπική, αλλά έχει έναν ολότελα ατομικό, υπαρξικό χαρακτήρα: αγαπώ ένα πρόσωπο γιατί είναι αυτό και κανένα άλλο. Γιόν. Κρητικός αγάπη, 2. Έννοια της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, συγγενική με τον Ερωτα και τη Φιλία. Αντίθετα από τον έρωτα και την τάση του για ολοκλήρωση, η αγάπη χαρακτηρίζεται σαν απλή αυτοπροσφορά του ατόμου, με ελεύθερη απόφασή του και για το ελάχιστο. Βιβλιογρ.: J. Β. Lolz, Die drei Stolen der Liebe. Eros. Philia. Agape. Frankfurt E.N. Ρούσσος 16

17 αγνωσία "Αγία Οικογένεια". Από τα πρώτα έργα των θεμελιωτών του μαρξισμού. Το έγραψαν από κοινού ο Μαρξ* και ο Ενγκελς" για να ασκήσουν κριτική κατά του ιδεαλισμού του Χέγκελ* και των οπαδών του. Το βιβλίο γράφτηκε το 1844, την περίοδο που οι συγγραφείς του συνελάμβαναν και διαμόρφωναν την υλιστική α- ντίληψη της ιστορίας. Στο έργο τους αυτό εξετάζουν τις γνωσιολογικές ρίζες του ιδεαλισμού, σκιαγραφούν την πάλη του υλισμού με τον ιδεαλισμό από τον 17ο αιώνα ως τις αρχές του 19ου, τονίζουν τη σύνδεση του υλισμού με τις σοσιαλιστικές ιδέες και επεξεργάζονται σειρά προβλημάτων της υλιστικής διαλεκτικής. Αναπτύσσουν επίσης ορισμένες κεντρικές ιδέες, όπως ο καθοριστικός ρόλος της υλικής παραγωγής στην ανάπτυξη της κοινωνίας, το πρόβλημα της αλλοτρίωσης, ο ρόλος των μαζών και της προσωπικότητας στην ιστο'ρία, και προβάλλουν τον ρόλο του προλεταριάτου στην πάλη για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Ο πλήρης τίτλος του βιβλίου είναι: Η Αγία Οικογένεια. Κριτική της κριτικής. Κατά του Μπρούνο Μπάουερ και της παρέας του. Βιβλιογρ.: Κ. Μαρξ και Φ. Ενγκελς. «Απαντα», τ. 2. Μόσχα, 1981'.- Η Μαρξιστική φιλοσοφία τον 19ο αιώνα. Μόσχα Ν. Στ. Αγίου ΒΙκτωρα σχολή. Θεολογική σχολή αυγουστινιανών μοναχών, κέντρο της ορθόδοξης καθολικής θεολογίας κατά τον 12ο αιώνα - πήρε το όνομά της από το ομώνυμο αβαείο στο Παρίσι, όπου και η έδρα της. Τη σχολή ίδρυσε ο Γκυγιώμ του Σαμπώ* (περ ) και σημαντικότεροι εκπρόσωποι της είναι ο άγιος Βερνάρδος* ( ), αβάς του Κλαιρβώ, ο Ούγος του Σαιν-Βικτώρ ( ) και ο Ριχάρδος του Σαιν-Βικτώρ (;-1173). Η διδασκαλία των Βικτωρίνων, στηριζόμενη στον ιερό Αυγουστίνο* και, έμμεσα, στον ψευδο- Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη*, αποβλέπει στην ο- λοκληρωμένη, καθολική μόρφωση των μοναχών (θεολογία, ελευθέριες τέχνες). Ο μυστικισμός εδώ δεν είναι θεωρητικός, αλλά καλλιεργεί τη θρησκευτικότητα και το συναίσθημα, με σκοπό την επίτευξη του μοναχικού ιδεώδους, που είναι βίωμα. Για τον σκοπό αυτό ακριβώς επιβάλλονται πνευματικές ασκήσεις: προηγείται άνοδος από τρεις βαθμίδες και ακολουθούν πέντε άλλοι ανοδικοί τρόποι, με τους οποίους προσεγγίζεται η θεότητα - τότε ο μοναχός γνωρίζει και "θεάταγ τον Θεό. Ε. Χωραφάς Αγκνι (σανσκρ. Agni, λατιν. ignis). Προσωποποίηση και θεοποίηση του στοιχείου του πυρός. Ο θεός Αγκνι κατέχει ιδιαίτερη θέση στην αρχαία ινδουισπκή παράδοση, γιατί κυρίως συνδέεται με το τέλεσμα της θυσίας. Σύμφωνα με αυτήν, η φωτιά για τον άνθρωπο έχει τρεις ιδιότητες: την καταστροφική, την ω- φέλιμη και αυτήν της θαλπωρής. Λέγεται ότι, όταν οι άλλοι θεοί αποφάσισαν να αναχωρήσουν για τους ουρανούς, ζήτησαν από τον Αγκνι να παραμείνει στη γη ως αντιπρόσωπός τους. Τότε αυτός διερωτήθηκε πώς είναι δυνατόν να το κάνει, μια και οι καταστρεπτικές του ιδιότητες ήταν γνωστές και γι' αυτό τον λόγο δεν τον τιμούσαν ιδιαίτερα οι άνθρωποι. Οι θεοί βρήκαν την παρατήρηση σωστή, διεχώρισαν και υπέταξαν τις καταστρεπτικές του εκδηλώσεις και ενίσχυσαν τις θετικές και χρήσιμες, κάτι που θυμίζει σε άλλη έκδοση την Προμηθείκή μας επανάσταση. Βιβλιογρ.: Βασ. Βιτοαξής. Ο στοχασμός και η πίστη (Αρχαιότητα-Χριστιανισμός), 2 τόμ.. Εστία. Αθήνα Δημ. Βελισσαρόπουλος. Ιστορία της ινδικής φιλοσοφίας. Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα, 1992*. Ε. Λιακόπουλος αγνωσία. Κατάσταση πραγματικής άγνοιας ή παραδοχής αδυναμίας για γνώση. Διάφορες παραλλαγές αγνωστικισμού ή σχετικισμού, που προβάλλουν ως επιχείρημά τους την αδυναμία προσέγγισης στην απόλυτη γνώση-αλήθεια, αποδέχονται κάποια μορφή αγνωσίας. Οι αρχαίοι Σκεπτικοί* ειδικά μιλούσαν για ισοδύναμα επιχειρήματα που επιτρέπουν ίση βεβαιότητα και αμφιβολία - και τότε αυτή η ισοσθένεια λόγων οδηγεί σε αγνωσία. Υποκριτική έκφραση γνωσιολογικής σεμνότητας μπορεί να θεωρηθεί η ομολογημένη αγνωσία του Σωκράτη: "εν οίδα ότι ουδέν οίδα". Είναι μια παραδοχή που γίνεται δημιουργική αφετηρία για έρευνα, αναζήτηση της αλήθειας, όπως πολλούς αιώνες αργότερα αποδείχτηκε επίσης δημιουργική η διατύπωση της καρτεσιανής αμφιβολίας. (Βλ. λ. αγνωστικισμός, γνώση, γνωσιολογία, σκεπτικισμός, σχετικισμός). Φ. κ. Βώρος αγνωσία (θρησκειοφιλοσοφική). Πρόκειται για φιλοσοφική θεώρηση του θείου με κύριο γνώρισμα την αδυνατότητα της ανθρώπινης διάνοιας να εγγυηθεί τη γνώση του Θεού. Το υ- περβατικό δεν ανακηρύσσεται ανύπαρκτο (αθεϊσμός*), αλλά άγνωστο (αγνωστικισμός*). Αφετηρία του αγνωστικισμού είναι η διχοτόμη- Φ.Α., Α-2 17

18 αγνωστικισμός ση της πραγματικότητας σε δύο σφαίρες: τη φυσική και την υπερφυσική, ή τη γήινη και την επουράνια, την ενδοκοσμική και την υπερβατική, την έλλογη και την υπέρλογη. Με κριτήριο τον επιστημονισμό*, τον εμπειρισμό* και τον ορθολογισμό*, η γνώση της φυσικής πραγματικότητας θεωρείται έγκυρη και ανακηρύσσεται αντικειμενική, επειδή πιστοποιείται ανεξάρτητα από το υποκείμενο, κατά τον ίδιο τρόπο, παντού και πάντοτε, χωρίς κανένα περιορισμό (χωρικό, χρονικό, προσωπικό). Αντίθετα όμως η γνώση της υπερφυσικής πραγματικότητας δεν είναι εμπειρική και θεωρείται υποκειμενική, αφού η πιστοποίηση της εξαρτάται από το ανθρώπινο υποκείμενο, το οποίο αποφαίνεται αν υπάρχει θεός. Ο όρος "αγνωστικισμός" επινοήθηκε από τον βρετανό βιολόγο, υπέρμαχο του δαρβίνειου ε- ξελικτισμού, Τόμας Χένρυ Χάξλεϋ* ( ). Πρόδρομοι του αγνωστικισμού είναι οι σοφιστές (κυρίως ο Πρωταγόρας*), οι Σκεπτικοί* κ.ά. στην αρχαιότητα και, αργότερα, ο ε- μπειριστής Χιούμ* ( ), ο ιδεαλιστής Καντ* ( ) και ο θετικιστής Κοντ* ( ). Ο νεότερος αγνωστικισμός από τα τέλη του 19ου αι. μέχρι σήμερα αντλεί την έμπνευσή του από τις παραπάνω τρεις πηγές: τον βρετανικό εμπειρισμό του Χιούμ, τον γερμανικό ιδεαλισμό του Καντ και τον γαλλικό θετικισμό του Κοντ. Εκφραστές του σύγχρονου αγνωστικισμού, που ακμάζει κυρίως στο πολιτιστικό κλίμα της αγγλοσαξωνικής φιλοσοφίας, είναι πρωταρχικά ο Χάξλεϋ και ο Σπένσερ* τον 19ο αι. Στον 20ό αι. διακρίνονται ο Ράσσελ* ( ), ο Αιερ* (1910-), καθώς και το σύνολο των στοχαστών του νεοθετικισμού*, ο "Κύκλος της Βιέννης"* με ηγήτορα τον Κάρναπ* ( ) και η σχολή της γλωσσοαναλυτικής φιλοσοφίας. Ο αγνωστικισμός συνιστά τη φιλοσοφία της θρησκείας του θετικισμού* και του εξελικτισμού*. Ο αγνωστικισμός τοποθετείται μεταξύ θείσμού και αθεϊσμού. Ο κλασικός παραδοσιακός "θεϊσμός" ομολογεί την ύπαρξη θεού και αποδέχεται τις αποδείξεις περί αυτού σύμφωνα με τα δόγματα της καθιερωμένης θρησκείας. Ο α- γνωστικισμός αρνείται αφετηριακά και κατηγορηματικά κάθε δυνατότητα τεκμηριωμένης γνώσης για την ύπαρξη θεού. Στη θεΐστική βεβαιότητα αντιπαρατίθεται η αβεβαιότητα του αγνωστικιστή. Εξίσου διαφοροποιημένος εμφανίζεται ο αγνωστικισμός έναντι του "αθεϊσμού". Ενώ ο τελευταίος πρεσβεύει την "ανυπαρξία" του θεού, ο πρώτος αρκείται στην "αγνωσία" αυτού. Η διαφορά τους εντοπίζεται στο πεδίο της άρνησης (ο αθεϊσμός συνιστά ο- ντολογική άρνηση, ενώ ο αγνωστικισμός αποτελεί γνωσιολογική επιφύλαξη) και στη μεθόδευση της: ο αθεϊστής επιχειρεί να καταργήσει τη θρησκεία περιορίζοντάς την ή απαγορεύοντάς την ολότελα, ενώ ο αγνωστικιστής αφήνει τη θρησκεία να αυτοκαταργηθεί χάνοντας την αξιοπιστία της μέσα σε μια σύγχρονη τεχνοκρατούμενη κοινωνία. Βιβλιογρ.: R. Α. Armstrong. Agnosticism and Theism in the Nineteeth Century, London, H. J. Ayer, Language, Tmth and Logic, London, του Ιδιου, The Central Questions ot Philosophy, London, Μ. Μπέγζος. Φιλοσοφική ανθρωπολογία της θρησκείας, Αθήνα, Ν. Νησιώτης, Προλεγόμενα εις την θεολογικήν γνωοιολογίαν. Αθήναι, Μάριος Π. Μπέγζος αγνωστικισμός ή αγνωσιαρχία (agnosticismus). φιλοσοφική αντίληψη η οποία αρνείται, ολοκληρωτικά ή εν μέρει, τη γνωσιμότητα του κόσμου και τη δυνατότητα συγκρότησης επιστημονικής φιλοσοφίας. Αρνείται τη δυνατότητα αντικειμενικής γνώσης του συνόλου του επιστητού το οποίο δεν αντανακλάται στην ε- μπειρία, και συνεπώς των αιτίων της αντικειμενικής πραγματικότητας, του θεού, της ουσίας των όντων και του συνόλου των "μεταφυσικών" ουσιών. Ο αγνωστικισμός πρωτοεμφανίστηκε ως σκεπτικισμός* κατά την αρχαιότητα. Ο Πύρρων ο Ηλείος*, θεωρεί αδύνατη τη βέβαιη γνώση και προτρέπει τον εχέφρονα άνθρωπο να αποφεύγει τις κρίσεις και να επιδιώκει την αταραξία της ισορροπίας. Ο Χιούμ' θεωρούσε ανέφικτη τη διέξοδο της γνώσης από τα πλαίσια των γεγονότων της υποκειμενικής εμπειρίας, άρα και τη δυνατότητα του ανθρώπου να κρίνει για τη σχέση εμπειρίας και πραγματικότητας. Ο Καντ*, αν και παραδεχόταν την αντικειμενική ύπαρξη των πραγμάτων, με τη διχοτομία "πράγματος καθ' εαυτό" και "φαινομένου" που εισήγαγε θεωρούσε την ουσία των πραγμάτων απροσπέλαστη για τη γνώση. Ολα τα μετέπειτα ρεύματα του αγνωστικισμού, υιοθετώντας ουσιαστικά τη βασική επιχειρηματολογία των Χιούμ και Καντ, παραιτούνται από την επίλυση όλων των παραδοσιακών κοσμοθεωρητικών ζητημάτων μετατρέποντας αυτή την παραίτησή τους σε κοσμοθεωρητική τοποθέτηση. Ο αγνωστικισμός απολυτοποιεί την έλλειψη πληρότητας και επάρκειας, τον περιορισμένο χαρακτήρα και τις δυσκολίες της 18

19 αγρότες γνωστικής διαδικασίας σε διάφορες βαθμίδες της γνώσης, τη διάσταση μεταξύ φαινομένου (φαινομενικότητας) και ουσίας. Ο άγγλος φυσιοδίφης Τζούλιαν Χάξλεύ* εισάγει τον όρο "αγνωστικισμός" (1869) για να ορίσει την κοσμοθεωρητική του στάση στις θρησκευτικές συζητήσεις της εποχής του. Πριν από αυτόν ο Σερ Γουίλιαμ Χάμιλτον*. στο άρθρο του Η φιλοσοφία του απροσδιόριστου (1829), θεωρεί ανέφικτη τη γνώση του απόλυτου και αδικαιολόγητο το γεγονός ότι η επιστήμη αποκαλύπτει μια πραγματικότητα η ουσία της οποίας παραμένει άγνωστη. Ο θεμελιωτής του θετικισμού* Α. Κοντ* θεωρεί την αποκάλυψη της ουσίας των πραγμάτων μάταιη προσδοκία και ένδειξη της αδυναμίας του ανθρώπινου πνεύματος. Ο Χ. Σπένσερ*. διακρίνοντας τα όρια του νου από τα όρια του πραγματικού σχετικά με την έσχατη φύση και την αρχή των πραγμάτων, δηλώνει: "Δεν γνωρίζω τίποτε, γι" αυτό και πρέπει να είμαι ευχαριστημένος. Δεν αρνούμαι τίποτε και δεν ισχυρίζομαι τίποτε". Ο θετικισμός* και ο νεοθετικισμός* οδηγούν τον αγνωστικισμό στα έσχατα όριά του, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα και την ε- σωτερική αντιφατικότητά του (βλ. μαχισμός, ε- μπειριοκριτικισμός, λογικός θετικισμός, αναλυτική φιλοσοφία). Κοινό γνώρισμα όλων αυτών των τάσεων είναι η άρνηση της ουσίας, της νομοτέλειας των πραγμάτων (και ιδιαίτερα της κοινωνικής νομοτέλειας) και συνεπώς η όρνηση της διαλεκτικής*, της διάκρισης διάνοιας και λόγου*, της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο* κ.λπ. Ο βρετανός θετικιστής Αιερ* διατείνεται ότι ο θετικιστικός αγνωστικισμός "στερείται κάθε λογικού ερείσματος", δεδομένου ότι κάθε πρόταση περί της γνωσιμότητας ή μη των πραγμάτων στερείται κάθε νοήματος (α-νόητη), συμπεριλαμβανόμενης και της πρότασης: "υπάρχει μία καθαυτό πραγματικότητα που δεν γνωρίζουμε". Τον αγνωστικισμό υιοθετεί και ο υπαρξισμός* στον βαθμό που, βάσει της αντίθεσης ύπαρξης-ουσίας, προτάσσει τη βιωματική εμπειρία του ατόμου κ.λπ. και προτρέπει σε παραίτηση από τις αφαιρέσεις, τις γενικεύσεις και γενικά από την αναζήτηση ουσιωδών ιδιοτήτων. Στοιχεία αγνωστικισμού υπάρχουν σε πολλά ρεύματα επιστημονιστικού και ανπεπιστημονιστικού προσανατολισμού του 20ού αι. Ο αγνωστικισμός θέτει στον ένα ή στον άλλο βαθμό φραγμούς στη γνώση και υπονομεύει την εμβέλεια και το βάθος των κοινωνικών στοχοθεσιών και δραστηριοτήτων. Γνωρίζει άνθηση ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης και συντείνει ο ίδιος στη διάδοση του ανορθολογισμού*, του μυστικισμού*, ακόμα και σκοταδιστικών ιδεών (βλ. και λ. αγνωσία, σχετικισμός, Σκεπτικοί, θεωρία της γνώσης). Βιβλίο γρ.: Χιούμ Ντ., Ο άνθρωπος και η εμπειρία,, εκδ. Αναγνωστίδη (χ.χ.).- Καντ, Κριτική του καθαρού λόγου, εκδ. Παπαζήση.- του ίδιου, Προλεγόμενα σε κάθε μελλοντική μεταφυσική, Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα, Russel Β., Our Knowledge ol the External World, Chicago, Flint R., Agnosticism, N.Y., Ward J.. Naturalism and agnosticism, v. 1-2, London. 1906'.- Μαρξ Κ.. Οι θέσεις για τον Φόυερμπαχ, στο Κ Μαρξ και Φ. Ενγκελς: "Γερμανική Ιδεολογία", τ. 1, Gutenberg, Αθ Hepburn R. W.. Agnosticism, "Encyclopaedia of Philosophy", εκδ. P. Endwards. N.Y.-London, Huxley J. H Agnosticism and Christianity, Collected Essays, v.1-5, London Ayer Α., The Central Questions ol Filosophy, London, James World, Naturalism and Agnosticism, London, Δ. Πατέλης ΑγρΙππας (1ος αι. μ.χ.). Σκεπτικός* φιλόσοφος. Περιόρισε σε πέντε τους δέκα "τρόπους" των προγενέστερων από αυτόν Σκεπτικών, όπως τους είχε διατυπώσει ο Αινησίδημος*, οι οποίοι δικαιολογούν την "εποχή" (=αποφυγή έκφρασης γνώμης, αποδοχής ή απόρριψης) (βλ. Σκεπτικοί). Ε. χ. ΑγρΙππας Ερρίκος Κορνήλιος φον Νεττεσχάιμ (Κολωνία, 1486-Γκρενόμπλ, 1535). Γιατρός, μυστικιστής, ερμητιστής και αλχημιστής. Είχε περιπετειώδη ζωή. Στις δοξασίες του έχει επηρεασθεί από τον χριστιανισμό και τον νεοπλατωνισμό*: ο κόσμος μας, αντανάκλαση των Ιδεών, απαρτίζεται από τέσσερα στοιχεία (γη, νερό, αέρας, φωτιά)' η μαγεία (φυσική, ουράνια, θρησκευτική) σκοπό έχει τη γνώση του θεού. Έγραψε στη λατινική τα έργα: De incertitudine et varietate scientiarum declamatio invectiva (=Επικριτική μελέτη της αβεβαιότητας και κενότητας των επιστημών), De occulta philosophia (Περί της μυστικής φιλοσοφίας) και μία μελέτη αναφερόμενη στην υπεροχή του γυναικείου φύλου. Ε. Χ. αγρότες (αγροτιά). Κοινωνικό στρώμα το οποίο διαμορφώνεται ιστορικά κατά την αποσύνθεση του πρωτόγονου κοινοτικού συστήματος και τη βαθμιαία ανάδειξη του ατομικού οικογενειακού νοικοκυριού σε κύρια μορφή συγκρότησης του αγροτικού πληθυσμού. Η ε- 19

20 αγρότες νίσχυση του ρόλου του ατομικού οικογενειακού νοικοκυριού οδηγεί βαθμιαία από τις συγγενικές κοινότητες στις εδαφικές (γειτονικές), στη διαμόρφωση της ατομικής ιδιοκτησίας, στην περιουσιακή και κοινωνική διαφοροποίηση της υπαίθρου. Η εν λόγω διαδικασία συνδέεται με τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, με τον διαχωρισμό γεωργίας και κτηνοτροφίας, φερέοικου (νομαδικού, ημινομαδικού) και εδραίου (μόνιμα εγκατεστημένου) τύπου χειροτεχνίας και αγροτικής οικονομίας, με την εμφάνιση και κλιμάκωση της "αντίθεσης μεταξύ πόλης και υπαίθρου"*. Η αγροικία, το μικρό αγροτικό νοικοκυριό παρουσιάζει μια σημαντική διαχρονικότητα και σταθερότητα σε διάφορες ιστορικές εποχές, ως παραγωγική μονάδα βασικά ιδιοσυντηρούμενη και αυτάρκης, μέσω του συνδυασμού α- γροτικής οικονομίας-οικοτεχνίας και της κατανομής εργασιακών λειτουργιών κατά ηλικία και φύλο. Η εργασία έχει εδώ ιδιάζοντα συγκεκριμένο χαρακτήρα, ενώ το προϊόν της, το καταναλωτικό αγαθό, προβάλλει ως αξία χρήσης. Η διεύρυνση και εμβάθυνση των εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων υπονομεύει βαθμιαία τον φυσικό χαρακτήρα και τον (γεωγραφικό, οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό) α- πομονωτισμό. Ωστόσο, παρ' όλες τις ιστορικές αλλαγές ο αγροτικός βίος παρουσιάζει ορισμένα προεξάρχοντα, σχετικά σταθερά γνωρίσματα (πατριαρχική δομή, παραδοσιακή νοοτροπία, στενότητα ενδιαφερόντων, απομόνωση κ.λπ.), τα οποία απορρέουν σε τελική ανάλυση από το γεγονός ότι στην αγροτική οικονομία α- ποφασιστικό ρόλο διαδραματίζουν κατ' εξοχήν δεδομένα από τη φύση μέσα παραγωγής: η γη και τα ζώα. Κατά την κλασική αρχαιότητα, επί δουλοκτησίας, η διατηρούμενη κοινοτική (κρατική) ιδιοκτησία έθετε υπό έλεγχο την κοινωνική διαφοροποίηση και εξασφάλιζε την ελευθερία των (μη δούλων) αγροτών ή, ακριβέστερα, τον βαθμό ελευθερίας τους σύμφωνα με την κληρονομικά προκαθορισμένη σχέση τους προς την κοινότητα. Οι απασχολούμενοι και στις α- γροτικές εργασίες δούλοι βρίσκονταν (ως "ομιλούντα εργαλεία") εκτός αυτής της ιεραρχίας των διαβαθμισμένων ως προς τα προνόμιά τους δουλοκτητών. Επί φεουδαρχίας χαρακτηριστική γίνεται πλέον η σχετική σύμπτωση κληρονομικά αξιωματικής ιεραρχίας και ταξικής διαίρεσης της κοινωνίας. Η αγροτιά σχεδόν στο σύνολό της ανήκει στην κατώτερη κοινωνική τάξη (στους δουλοπάροικους), ενώ το σημαντικότερο μέρος των γαιοκτημόνων επιμερίζεται σε κατηγορίες της επίσημης ιεραρχίας της αριστοκρατίας, των ευγενών (δούκες, βαρώνοι, αυλικοί, κλήρος κ.λπ.). Η φεουδαρχική έγγεια πρόσοδος ως ι- στορική μορφή ιδιοποίησης μέρους της εργασίας των άμεσων παραγωγών, των αγροτών, πέρασε από τρεις διαδοχικές βαθμίδες: ως εργασία, σε είδος και σε χρήμα. Η τελευταία βαθμίδα χαρακτηρίζει τις φεουδαρχικές σχέσεις που διαβρώνονται πλέον από την ανάπτυξη των εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων. Η ταξική πάλη παίρνει συχνά τη μορφή απεγνωσμένων αγροτικών εξεγέρσεων (με θρησκευτικά, αιρετικά κ.λπ. ιδεολογήματα) και παρατεταμένων αγροτικών πολέμων. Με την άνοδο της κεφαλαιοκρατίας επέρχεται έντονη διαστρωμάτωση στον αγροτικό πληθυσμό σε ανομοιογενείς κοινωνικές ομάδες υπαγόμενες προοπτικά στη βασική αντίθεση της κεφαλαιοκρατίας, στην αντίθεση μεταξύ κεφαλαίου και μισθωτής εργασίας. Ο χαρακτήρας, οι ρυθμοί και η μορφή της περίπλοκης διαδικασίας αποσύνθεσης του μικροαγροτικού νοικοκυριού και της διείσδυσης των εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων στην ύπαιθρο συνδέονται με τους συσχετισμούς δυνάμεων, με τις ιδιαιτερότητες (παραδόσεις κ.λπ.) και με τη (διεθνή και εθνική) συγκυρία που επικρατεί κατά τη μετάβαση στην κεφαλαιοκρατία. Η μετάβαση αυτή μπορεί να είναι ταχεία ("αμερικανικού" τύπου) ή παρατεταμένη, συμβιβαστική με φεουδαρχικές σχέσεις κ.λπ. ("πρωσικού" ή "ρωσικού" τύπου). Η βαθμιαία εκμηχάνιση της αγροτικής παραγωγής, τα ευρείας κλίμακας εγγειοβελτιωτικά έργα, η χρήση χημικών λιπασμάτων, επιλεγμένων σπόρων κ.λπ. τείνουν να καταστήσουν την αγροτική οικονομία κλάδο της βιομηχανίας. Οι αγρότες χωρίζονται σε μισθωτούς εργάτες, μικρούς, μεσαίους και μεγάλους γαιοκτήμονες. Οι μικροί και μεσαίοι αγρότες συγκαταλέγονται στα παραδοσιακά κεφαλαιοκρατικά μεσαία στρώματα, με ιδιότυπα χαρακτηριστικά μικροαστικής αμφιταλαντευόμενης νοοτροπίας, στάσης ζωής, στοχοθεσιών και συμπεριφοράς. Ως εργαζόμενοι που υφίστανται εκμετάλλευση, ρέπουν προς την εργατική τάξη* ως ατομικοί ιδιοκτήτες ρέπουν προς την αστική τάξη*. Ο ατομικισμός, οι έντονες συναισθηματικές φορτίσεις και οι ανορθολογικοί τρόποι αντιμετώπισης της πραγματικότητας, που 20

21 αγροτική επανάσταση συχνά τους χαρακτηρίζουν, προσδίδουν στις κινητοποιήσεις τους αυθορμητισμό και οι διαμαρτυρίες τους παίρνουν τη μορφή συναισθηματικών εκρήξεων. Ο παραδοσιακός συντηρητισμός των μικροαστικών αγροτικών μαζών σε συνδυασμό με την προτίμησή τους για ισχυρή πατερναλιστική κρατική εξουσία και "νομιμότητα" συνέβαλαν κατά πολύ στην άνοδο και ε- δραίωση του βοναπαρτισμού και του φασισμού. Στις ανεπτυγμένες κεφαλαιοκρατικές χώρες, η εντατική εκβιομηχάνιση της αγροτικής παραγωγής, σε συνδυασμό με τον ρόλο του χρηματιστικού κεφαλαίου, προωθεί τη συγκέντρωση και συγκεντροποίησή της μειώνοντας δραστικά το ποσοστό των αγροτών στο σύνολο του οικονομικά ενεργού πληθυσμού. Στις αναπτυσσόμενες χώρες, οι αγρότες αποτελούν το βασικό μέρος του πληθυσμού. Η έ- νταξη τους στο διεθνές κεφαλαιοκρατικό σύστημα μέσα από το δίπολο "εξάρτηση-υπανάπτυξη" προωθεί την ταξική διαφοροποίηση διατηρώντας και αναπαράγοντας προκεφαλαιοκρατικές σχέσεις. Το φαινόμενο επιτείνεται με τις μεθόδους της "αγροτικής νεοαποικιοκρατίας" (μονοκαλλιέργειες, οικολογική καταστροφή, διεθνές νομισματικο-πιστωτικό σύστημα κ.λπ.). Στις χώρες που επιχείρησαν να δρομολογήσουν εναλλακτικό ως προς την κεφαλαιοκρατία τύπο ανάπτυξης (π.χ. στην τέως ΕΣΣΔ), κατά κανόνα οι αγρότες αποτελούσαν σημαντικό μέρος του πληθυσμού. Μετά από μια περίοδο ανάπτυξης των εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων στην ύπαιθρο (ΝΕΠ), προχώρησαν στην "κολλεκτιβοποίηση" (ίδρυση κρατικών νοικοκυριών και παραγωγικών συνεταιρισμών), η οποία λειτούργησε και ως πηγή εσωτερικής συσσώρευσης για την εκβιομηχάνιση. Η αγροτική παραγωγή εντάχθηκε στον κρατικό σχεδιασμό, ο οποίος απέβλεπε στην ε- ξάλειψη της αντίθεσης μεταξύ πόλης και υπαίθρου. Η ανατροπή του εν λόγω τύπου ανάπτυξης δεν μας επιτρέπει να συναγάγουμε άμεσα πορίσματα για τους στόχους και τα αποτελέσματά του στον αγροτικό τομέα. Το γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού του πλανήτη είναι αγρότες, υπαγορεύει την ανάγκη διεπιστημονικής συστηματικής διερεύνησης της θέσης, του ρόλου και των προοπτικών τους στην κοινωνία. Βιβλιογρ.: Μ. Bloch. Caract6res Originaux de /' Histoire Rurale Francaise, T Colin. Paris K. Μαρξ. Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, Σ. Ε., Αθήνα.- Φ. Ενγκελς. Ο πόλεμος των χωρικών στη Γερμανία. F. Braudel. Les Structures du Quobdien: Civilisation matirielle, 6conomie et capitalisms, XV* - XVII* siedes. tomes 1.2,3. Librairie Armand Colin. Paris Newby H. et. al Farming for Survival: the small Farmer in the Contemporary Rural Class Structure, in: "The Petite Bourgeoisie. Comparative Studies ol the Uneasy Stratum", London Π. Παπαδόπουλος. Η ταξική διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας. Σ.Ε., Αθήνα, 1987'. Δ. Πατέλης αγροτική επανάσταση. Για την κοινωνιολογία αποτελεί την πρώτη από τις τρεις μεγάλες ε- παναστάσεις της ανθρωπότητας. Τοποθετείται γύρω στο π.χ. και ολοκληρώνεται το 7000 π.χ. περίπου. Με την αγροτική επανάσταση οι μέχρι τότε νομαδικοί λαοί, που τρέφονταν από το κυνήγι και το ψάρεμα ή ήσαν καρποσυλλέκτες, εγκαθίστανται σε ένα συγκεκριμένο μέρος δημιουργώντας τους πρώτους "αγροτικούς οικισμούς". Πραγματοποιείται έτσι το πρώτο βήμα αποδέσμευσης του ανθρώπου από τη φύση, αφού ο άνθρωπος, με την παραγωγή από την καλλιέργεια της γης, θέτει υπό τον έλεγχό του ένα σημαντικό μέρος των μέσων συντήρησής του. Ο "πρωτόγονος καλλιεργητής", όπως καλείται ο αγρότης της περιόδου αυτής που λήγει με την "αστεακή επανάσταση" ( π.χ.), την εμφάνιση δηλαδή των πόλεων (του άστεως), ζει απομονωμένος από τον έξω κόσμο, οργανωμένος σε κοινότητες σύμφωνα με τη συγγένεια, την ηλικία και το φύλο. Με την περιβάλλουσα κοινωνία διατηρεί πρωταρχικά σχέσεις πολέμου και σπανιότερα ανταλλαγών. Χαρακτηρίζεται από μια πλήρη αυτονομία, ενώ η οικονομική αυτάρκεια της κάθε κοινότητας είναι πλήρης: παράγει για την αυτοκατανάλωσή της και η έννοια του υπερπροϊόντος τής είναι άγνωστη. Ολα τα άτομα-μέλη της κοινότητας συμμετέχουν στην παραγωγή τροφής. Δεν υπάρχει διαχωρισμός καθηκόντων μεταξύ τους και επομένως δεν υ- πάρχει κοινωνικός καταμερισμός εργασίας, μόνο φυσικός. Μετά την αστεακή επανάσταση, τα παραπάνω χαρακτηριστικά αλλάζουν, αφού οι "χωρικοί", όπως πλέον αποκαλούνται οι καλλιεργητές της περιόδου αυτής που φθάνει μέχρι τη "βιομηχανική επανάσταση", είναι εξαρτώμενοι από την ευρύτερη κοινωνία στην οποία ανήκουν, πράγμα που σημαίνει σχετική αυτονομία της κοινότητας, σχετική οικονομική αυτάρκεια και υποχρεωτική παραγωγή υπερπροιόντος, εμφάνιση του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας και οργάνωση της κοινωνικής ομάδας με βάση την οικιακή μονάδα. Η πλήρης 21

22 αδιάφορα κοινωνικο-οικονομική αναδιάρθρωση επέρχεται παρ' όλα αυτά με τη βιομηχανική επανάσταση: ο "γεωργός" στις σύγχρονες κοινωνίες βλέπει τη γη ως οικονομικό αγαθό πάνω στο οποίο επενδύει, απεξαρτοποιεί την παραγωγή του από την οικογενειακή κατανάλωση και την προσαρμόζει στις ανάγκες της αγοράς και του ευρύτερου συστήματος στο οποίο ανήκει ισότιμα. Ο αγρότης είναι πλέον απλά ένα επάγγελμα. Δημ. Τσατσούλης αδιάφορα. Έννοια της ηθικής φιλοσοφίας. Κατά τη διδασκαλία των Κυνικών* και των Στωικών* ό,τι υπάρχει ανάμεσα στο καλό και στο κακό, στην αρετή και στην κακία, δηλαδή το ηθικά αδιάφορο. Ο στωικός Ζήνων* χώριζε τα πράγματα από ηθική άποψη σε "αγαθά" (δικαιοσύνη, ανδρεία κ.λπ.), "κακά" (αδικία, δειλία κ.λπ.) και "αδιάφορα" (ζωή / θάνατος, υγεία / νόσος, ηδονή / πόνος, πλούτος / πενία, δόξα / αδοξία κ.λπ.). Στον 16ο αιώνα παρατηρήθηκε μια έριδα μεταξύ των "Αδιαφοριστών", οπαδών του Μελάγχθονα*, και των ορθόδοξων Λουθηρανών, όπως ο Φλάκιος, που ισχυριζόταν ότι στα πράγματα της πίστης δεν υπάρχουν αδιάφορα. Επίσης, κατά τον Φίχτε*, στην Ηθική* δεν υπάρχουν αδιάφορα. Ε. Ν. Ρούσσος αδιαφορία, θρησκειοφιλοσοφική. Η αρνητική στάση του σύγχρονου ανθρώπου απέναντι στη θρησκεία εκδηλώνεται με δύο τρόπους: ως αθεΐα και ως αδιαφορία. Ο άθεος αρνείται τη θρησκεία ρητά και ριζικά, ενώ ο αδιάφορος ε- πιφυλάσσεται απέναντι της. Ο ένας την πολεμά κι ο άλλος την ανέχεται. Ο πρώτος δυσφορεί και ο τελευταίος αδιαφορεί για τη θρησκευτικότητα. Στον άθεο έχουμε απόλυτη άρνηση του θεού. Στον αδιάφορο παρατηρείται σχετική μόνο άρνηση με τρόπο ρητό ή σιωπηρό. Ο θεός είναι ανύπαρκτος για τον άθεο και άγνωστος για τον αδιάφορο. Τρία είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της θρησκευτικής αδιαφορίας: επιφυλακτικότητα, ουδετερότητα και ανεκτικότητα. Η θρησκευτική αδιαφορία εμφανίζεται στη Δυτική Ευρώπη ως απόρροια των θρησκευτικών πολέμων της Μεταρρύθμισης και Αντιμεταρρύθμισης, κατά τους Νέους Χρόνους, ιδίως στον 18ο αι., και μάλιστα στις Κάτω Χώρες, Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία, για να αποκρυσταλλωθεί κοσμοθεωρητικά στη "φυσική θρησκεία" ("Σαν φυσική θρησκεία εννοώ τις ηθικές αξίες που είναι κοινές στο ανθρώπινο γένος", Βολταίρος*), η οποία αποτελεί την εκκοσμικευμένη θεολογία του Διαφωτισμού*. Ο αγνωστικισμός*, ο δείσμός*, ο ελευθεροτεκτονισμός* και ο φιλελευθερισμός* (λιμπεραλισμός, λιμπερτινισμός) αποτελούν εκφάνσεις της "φυσικής θρησκείας", η οποία διατυπώνεται πρώτα από τους Βρετανούς εμπειριστές φιλοσόφους (Τζ. Λοκ* κ.ά). Ο ουμανισμός* της Αναγέννησης και ο νομιναλισμός* των υστερομεσαιωνικών χρόνων οδήγησαν στον νεότερο Διαφωτισμό*, ο οποίος εξαγόρασε τη θρησκευτική ειρήνευση της Ευρώπης με τη θρησκευτική αδιαφορία, την ανεξιθρησκεία (tol6rance) και την ισότιμη πολιτειακή κατοχύρωση των θρησκευτικών ελευθεριών κάθε ομολογίας. Βιβλιογρ.: Η. Blumenberg. Die Legitimilet der Neuzeit, Frankfurt P. Hazard, Die Krisis des europaischen Geistes , Hamburg, R. Koselleck, Kritik und Krise, Frankfurt, H. Kung. Existiert Gott? Miinchen, Μ. Μπέγζος, Δοκίμια φιλοσοφίας της θρησκείας, Αθήνα, 1988', 1991'.- Ν. Νησιώτης. Υπαρξισμός και Χριστιανική πίστις, Αθήναι, Μάριος Π. Μπέγζος Άδραστος ο Αφροδισιεύς. Περιπατητικός φιλόσοφος του 2ου αι. μ.χ. Έγραψε για τη σειρά, τους τίτλους και τη γνησιότητα των αριστοτελικών έργων, σχολίασε τις Κατηγορίες* και τα Φυσικά" και πραγματεύτηκε προβλήματα της Ηθικής όχι μόνο του Αριστοτέλη* αλλά και του Θεόφραστου*. Από υπόμνημά του στον πλατωνικό Τίμαιο' συμπεραίνομε τις μαθηματικές και αστρονομικές γνώσεις του. Τα υπομνήματά του, σύμφωνα με μαρτυρία του νεοπλατωνικού Πορφύριου*, (Περί του Πλωτίνου βίου 14), τα μελετούσαν και στη σχολή του Πλωτίνου* στη Ρώμη, τον 3ο αι. μ.χ. Ε. Ν. Ρούσσος Αέτιος. Πλασματικό πρόσωπο, στο οποίο αποδίδεται συνήθως η σύνταξη μιας σωζόμενης δοξογραφικής επιτομής, επιγραφόμενης Συναγωγή περί των αρεσκόντων και βασιζόμενης στο θεοφράστειο έργο Φυσικών δόξαι. Η αναφορά του ονόματος του Αέτιου, σε γνωστές για την αναξιοπιστία τους πηγές, εξηγείται από σύγχυση με το όνομα του Αρείου. (Βλ. λ. Αρειος ο Δίδυμος). Ε. Ν. Ρούσσος αθανασία. Είναι η πεποίθηση ότι η ψυχή εξα- 22

23 αθανασία κολουθεί να ζει -διατηρώντας μάλιστα τα κύρια γνωρίσματα της ιδιαιτερότητας της- και μετά τον χωρισμό της από το σώμα, που επέρχεται όταν ο άνθρωπος πεθαίνει. Η πίστη στην αθανασία της ψυχής, που είναι κοινή στις περισσότερες θρησκείες, μπορεί να ερμηνευτεί ως έκφραση του αισθήματος της αυτοσυντήρησης του ανθρώπου, που δεν μπορεί ή δεν θέλει να εννοήσει πως ό,τι έχει μια αρχή θα έχει κάποτε κι ένα τέλος. Έτσι ο θάνατος του ανθρώπου προβλήθηκε και προβάλλεται ακόμη ως απλός χωρισμός της ψυχής από το σώμα, που είναι το μόνο που πραγματικά πεθαίνει. Η ψυχή μεταβαίνει σε κάποιο υπερπέραν, όπου ή ζει αιώνια ή περιμένει την κατάλληλη στιγμή να επανέλθει στη γη με τη γέννηση ενός νέου ανθρώπου εξασφαλίζοντας έτσι την αιώνια παράταση της ζωής της. Είναι χαρακτηριστικό ότι η τελευταία σκέψη α- ποτέλεσε τον πυρήνα της πρώτης φιλοσοφικής προσέγγισης της όλης προβληματικής. Πρόκειται για τη διδασκαλία των Πυθαγορείων* για τη μετεμψύχωση, που έγινε αποδεκτή από πάρα πολλούς ανθρώπους σ' όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας. Τη μετεμψύχωση α- ποδέχτηκε ακόμη και ο Πλάτων*, που παράλληλα προσπάθησε να καταδείξει -όσο, ίσως, κανένας άλλος φιλόσοφος- ότι η ψυχή είναι α- θάνατη. Τα κυριότερα επιχειρήματα, που ανέπτυξε στους διαλόγους Φαίδων' και Φαιδρός", είναι τα εξής πέντε: 1. Το επιχείρημα των "εναντίων", σύμφωνα με το οποίο όλα προκύπτουν από τα αντίθετά τους. Από τη ζωή προκύπτει ο θάνατος και από τον θάνατο η ζωή, με αποτέλεσμα η ψυχή να παραμένει αθάνατη. 2. Το επιχείρημα της "ανάμνησης", που στηρίζεται στην άποψη πως ό,τι ονομάζουμε μάθηση είναι στην πραγματικότητα ανάμνηση γνώσεων αποκτημένων σε προγενέστερες ζωές και διατηρημένων στην ψυχή μας. Η ψυχή δεν έχει λοιπόν ποτέ πεθάνει και ούτε πρόκειται να πεθάνει ποτέ. 3. Το επιχείρημα της συγγένειας της ψυχής με τα όντως όντα, που είναι αιώνια και που κάνουν και την ψυχή αιώνια, δηλαδή αθάνατη. 4. Το επιχείρημα της ουσιαστικής συνάφειας της ψυχής με τη ζωή: Η ιδέα της ζωής είναι πάντοτε παρούσα στην ψυχή καθιστώντας την έτσι αθάνατη. 5. Το επιχείρημα του "αεικινήτου" της ψυχής: Η συνεχής κίνηση της ψυχής σημαίνει ότι η αρχή της κίνησής της βρίσκεται σ" αυτήν την ίδια. Αυτό δείχνει πως η ψυχή είναι αγέννητη και επομένως αθάνατη. Και από την απλή ανάγνωση των επιχειρημάτων που απαριθμήσαμε, γίνεται φανερό πως αυτά αντλούν την αποδεικτική αξία τους είτε από πεποιθήσεις που η ορθότητά τους κάθε άλλο παρά αναμφισβήτητη είναι είτε από αρχές που σε τελευταία ανάλυση δεν προσφέρονται για την απόδειξη της αθανασίας. Αυτό το διέκρινε και ο ίδιος ο Πλάτων, που ήδη στην αρχή της διεξοδικής συζήτησης του Σωκράτη* με τον Κέβητα για την αθανασία της ψυχής στον Φαίδωνα (70 Β) υπογράμμισε πως χρειάζεται κανείς μεγάλη "παραμυθία" και "πίστη" για να παραδεχτεί ότι η ψυχή είναι αθάνατη. Η όλη επιχειρηματολογία φαίνεται έτσι να αποσκοπεί όχι τόσο στο να αποδείξει την αθανασία της ψυχής, όσο στο να την εμφανίσει ως μια ευλογοφανή υπόθεση. Τα επιχειρήματα του Πλάτωνα* δεν έμειναν ω- στόσο χωρίς συνέχεια, παρόλο που σχεδόν όλοι οι φιλόσοφοι της αρχαιότητας -εκτός κυρίως από τον Κικέρωνα* και τον Αυγουστίνο*- δεν δέχονταν την αθανασία της ψυχής. Το επιχείρημα του "αεικινήτου" της ψυχής μάλιστα εμφανίζεται ιδιαίτερα λειτουργικό στην αρχαία διανόηση: Ακόμη και οι διδασκαλίες του Αριστοτέλη* για τον θεό και για το "κινούν α- κίνητον", όπως και η διδασκαλία των Στωικών* για την αιωνιότητα του έλλογου κόσμου, διατηρούν τελικά κάποιες απηχήσεις του επιχειρήματος αυτού. Επαναδιατύπωση των επιχειρημάτων του Πλάτωνα θυμίζουν εξάλλου μερικά από τα επιχειρήματα, με τα οποία νεότεροι φιλόσοφοι θέλησαν να αποδείξουν την αθανασία της ψυχής. Τα σπουδαιότερα από αυτά είναι το οντολογικό, το τελολογικό και το ηθικό επιχείρημα. Το πρώτο, που το ανέπτυξαν κυρίως ο Καρτέσιος* και ο Λάιμπνιτς*, δέχεται την ψυχή ως απλή, αδιαίρετη και μη υλική ουσία, που παραμένει αναλλοίωτη και επομένως αθάνατη. Το δεύτερο βασίζεται στην τάση του ανθρώπου προς ένα τέλος, μια τάση που θα πρέπει να συνεχίζεται και μετά τον θάνατο, αφού σε τούτη τη ζωή κανένας άνθρωπος δεν κατορθώνει να φτάσει σ" αυτό το τέλος. Το τρίτο επιχείρημα θεμελιώνεται στην έννοια της δικαιοσύνης, που επιβάλλει την αμοιβή της αρετής και την τιμωρία της κακίας, ακόμη και μετά τον θάνατο του ανθρώπου. Σε ανάλογο ηθικό προβληματισμό ανάγεται και η καντιανή προβολή της αθανασίας της ψυχής ως ένα αίτημα του πρακτικού λόγου, και μάλιστα ως το 23

24 Αθανάσιος ο Μέγας αίτημα του ανθρώπου να μπορεί να πραγματωθεί ηθικά με τη μορφή μιας χωρίς τέλος προόδου προς την αγιότητα. Η προβολή της αθανασίας της ψυχής ως ανθρώπινο αίτημα δίπλα στο αίτημα για την ελευθερία και στο αίτημα για την ύπαρξη του Θεού φανερώνει τη μεταφυσική και θρησκευτική φόρτιση κάθε απόπειρας να αποδειχτεί με λογικά επιχειρήματα ότι η ψυχή εξακολουθεί να ζει και μετά τον θάνατο του ανθρώπου. Δεν είναι γι' αυτό παράξενο που η σχετική επιχειρηματολογία αποτέλεσε αντικείμενο οξείας κριτικής πολλών διανοητών τόσο του γαλλικού διαφωτισμού* όσο και του διαλεκτικού υλισμού*, οι οποίοι θεωρούσαν το αίτημα της α- θανασίας της ψυχής ως συντελεστή της δημιουργίας του "φανταστικού κόσμου" των θρησκευομένων ανθρώπων, που δεν είναι τίποτε άλλο από το ιδεολογικό εποικοδόμημα ενός α- πατηλού κόσμου που συγκροτεί η "πλαστή συνείδηση". Βιβλιογρ.: Πλάτωνος. Φαίδων και Φαιδρός. Καρχεσίου, Μεταφυσικοί στοχασμοί, Αθήνα χ.χ.- G. W. Leibniz, Μεταφυσική πραγματεία, θεσσαλονίκη, I. Kant, Κριτική του πρακτικού λόγου, Αθήνα χ.χ.- Georg Scherer. Das Problem des Todes in der Philosophie. Darmstadt, Aloys Wenzl, Unsterblichkeil. Ihre metaphysische und anthropologische Bedeutung, Bern, Νίκος Κ. Ψημένος Αθανάσιος ο Μέγας (περ ). Γεννήθηκε από χριστιανούς και ενάρετους γονείς" αφού τελείωσε νωρίς τις σπουδές του, στράφηκε στη μελέτη της Αγίας Γραφής. Εγινε πατριάρχης Αλεξανδρείας το 326. Στα έργα του διακρίνεται η βαθιά πίστη του και η οξύνοια με την οποία επιλύει θέματα που έχουν σχέση με δογματικά, ερμηνευτικά και άλλα ζητήματα. Σε όσα έχουν αντιρρητικό χαρακτήρα ο Αθανάσιος στρέφεται αμέσως εναντίον των Αρειανών, εμμέσως και κατά των Ελλήνων φιλοσόφων, αφού οι αιρέσεις πολλές φορές μεταχειρίζονταν διδάγματα της αρχαίας φιλοσοφίας. Στρέφεται εναντίον της ά- ποψης για την αυτόματη παραγωγή των όντων και για τη δημιουργία του κόσμου από τον Θεό, βέβαια, αλλά από προϋπάρχουσα ύλη. Ο Αθανάσιος είναι οπαδός της αντίληψης που α- ποδέχεται τη δυνατότητα της γνώσης των πραγμάτων επεκτείνει μάλιστα την άποψη αυτή με τη θέση του περί της δυνατότητας του ανθρώπου όχι μόνο να γνωρίζει τον περιβάλλοντα χώρο. αλλά, μέσω της γνώσης των κτισμάτων, να φθάνει και στη γνώση του Θεού (Καιά Ελλ.. κεφ. 33). Σχετικά με τη διδασκαλία του περί του κακού, ο Αθανάσιος ασπάζεται την άποψη περί της μη οντότητας του κακού (Κατά Ελλήνων, κεφ. 2) η παρουσία του όμως δικαιολογείται από το ότι οι άνθρωποι το επινόησαν λόγω της πτώσης τους έτσι πίστεψαν όσα δβν υπάρχουν ("τα μη όντα") σαν να υπάρχουν ("ως όντα"), με αποτέλεσμα να στραφούν στη λατρεία των ειδώλων (ό.π., κεφ. 7). Η διδασκαλία για την ενανθρώπηση του Χριστού καταλαμβάνει μεγάλο μέρος στα έργα του Αθανασίου. Είναι φανερή η έφεσή του να αποδείξει τη διαφορά της χριστιανικής από την ελληνική φιλοσοφία, αλλά και από την ιουδαϊκή θρησκεία, με το να θέτει τον Χριστό ως τον συνοχέα των δύο φύσεων, της ανθρώπινης δηλαδή και της θείας. Σενεξετάζονται ε- πίσης απόψεις περί θανάτου, αλλά και το κοσμολογικό πρόβλημα, ιδιαίτερα εκείνο που έχει σχέση με την προΰπαρξη ή όχι της ύλης, αλλά και με τη "συμβολή" της ή όχι στη σύσταση του κόσμου. Ο Αθανάσιος υποστηρίζει τη δημιουργία του κόσμου από τον Θεό και κατακρίνει τη διδασκαλία του Επίκουρου* για την αυτόματη παραγωγή του κόσμου. Τη διδασκαλία αυτή απαγορεύει, λέει ο Αθανάσιος, η ανομοιομορφία - αφού, αν τα πράγματα είχαν γίνει αυτομάτως, έπρεπε να ήσαν όλα ίδια και όχι διάφορα (Περί ενανθρωπήσεως, 2.). Κατά των Αρειανών έχει γράψει τέσσερις λόγους, όπου υποστηρίζει ότι ο Χριστός δεν είναι κτίσμα ούτε ποίημα, αλλ' ομοούσιος προς τον Πατέρα' αν ήταν κτίσμα ή ποίημα θα ήταν έργο του θεού (Κατά Αρειανών, Β" 72.). Το έργο του Αθανασίου είναι μεγάλο, αφού, εκτός από τα παραπάνω έργα, που έχουν ειδικότερη φιλοσοφική χροιά, έχει γράψει και άλλα ερμηνευτικά και ποιμαντικά αλλά και επιστολές, με τις οποίες άλλοτε τονώνει, άλλοτε κρίνει και άλλοτε εξηγεί και διδάσκει για διάφορα ζητήματα. Ηργα του Μ. Αθανασίου: PG Λόγος κατά Ελλήνων. PG 25,4-96. Λόγος Περί ενανθρωπήσεως του Λόγου (F. L. Gross, Athanasius De incarnatione, "Society (or promoting Christian Knowledge* 39, London 1939.).- Λόγοι Κατά αρειανών τέσσαρες (PG Κριτ. έκδ. W. Bright, The Oration ot St. Athanasius against the Arians..., Oxlord, 1873.). NIK. Γ. Πολίτης Αθ '""oc Πάριος (περίπου 1721, Κόστο Πάρου - 24.b. 1813, Ρευστό Χίου). Κληρικός και λόγιος, ένας από τους διδασκάλους του Γένους στην περίοδο από τα μέσα του 18ου ώς 24

25 την πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνα. Επί έξι χρόνια φοίτησε στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης. Στο Άγιον Όρος μελέτησε φιλοσοφία με δάσκαλο τον Ευγένιο Βούλγαρη* και το 1760 στην Κέρκυρα παρακολουθεί τις παραδόσεις φιλοσοφίας, φυσικής και ρητορικής του Νικηφόρου Θεοτόκη*. Γρήγορα απέκτησε φήμη ικανού δασκάλου, θεολόγου και φλογερού ιεροκήρυκα. Το 1771 κλήθηκε στο Αγιον Ορος και ανέλαβε τη διεύθυνση της εκεί Αθωνιάδας σχολής. Σύντομα όμως ήρθε σε σύγκρουση με τους μοναχούς πάνω σε τελετουργικά θέματα, παραιτήθηκε και επέστρεψε στη θεσσαλονίκη όπου επί δώδεκα χρόνια διεύθυνε το εκεί σχολείο. Οταν επέστρεφε στην πατρίδα του, την Πάρο, το πλοίο προσάραξε στη Χίο και ο Αθανάσιος έμεινε εκεί. Με δικές του ενέργειες ιδρύθηκε το 1792 στη Χίο Δημόσια σχολή, ανέλαβε ο ίδιος τη διεύθυνσή της και δίδαξε τα «σχολαστικά λεγόμενα μαθήματα: Λογική, Ρητορική, Μεταφυσική και Θεολογία». Στη σχολή αυτή φοίτησαν μαθητές όχι μόνον από τα άλλα μέρη της Ελλάδας, αλλά και από την Αίγυπτο, τη Συρία, την Παλαιστίνη και την Αρμενία. Ο Αθανάσιος Πάριος, παράλληλα με το διδακτικό του έργο, ασχολήθηκε με συγγραφική, μεταφραστική και εκδοτική εργασία. Εγραψε πολυάριθμα έργα θεολογικού κυρίως περιεχομένου (Αντιφώνησις και Ραψάκης), που στρέφονταν ιδιαίτερα κατά των αντιπάλων της Ορθοδοξίας, και Επιτομή των θείων δογμάτων, μετάφραση από ιταλικά θεολογικά κείμενα. Εκτός από τα θεολογικά, έγραψε Ρητορική πραγματεία, σχολιασμό, βασικά, του έργου του Ερμογένους του Ταρσέως (Βενετία, 1799) και Στοιχεία μεταφυσικής, μετάφραση από ιταλικά κείμενα (Βενετία, 1802). Σχεδίαζε να γράψει ένα βιβλίο με θέμα Περί του τι εστίν φιλοσοφία, αλλά δεν πρόλαβε. Από τα ανέκδοτα έργα του τα σημαντικότερα είναι: Περί του τι εστίν έθος, συνήθεια και παράδοσις, και θεματογραφία - χάριν γυμνασίων των μαθητών, εγκώμιον ούσα καθαυτό της φιλοσοφίας. Στις ιδεολογικές απόψεις και τους προσανατολισμούς του ο Πάριος ήταν συντηρητικός και μονόπλευρος. Ο ίδιος ο Κοραής αναγκάστηκε να τον επιτιμήσει για τον φανατισμό και την ε- μπάθειά του.καταδίωκε κάθε ιδέα που ερχόταν σε αντίθεση με τις κυρίαρχες απόψεις. Πολέμησε με φανατισμό τον ευρωπαϊκό φιλελευθερισμό και κατηγορούσε τους Ελληνες που στέλναν τα παιδιά τους να σπουδάσουν αθεϊσμός στη Δύση. Θεωρούσε ότι το ατύχημα για το ελληνικό Γένος δεν ήταν ότι «δεν ανέδειξε νέους Δημόκριτους και Πλάτωνες», αλλά ότι «έλλειψαν οι Βασίλειοι, οι Αθανάσιοι, οι Κύριλλοι, οι Αυγουστίνοι». Βιβλιογρ.: Σάθα Κ.. Νεοελληνική φιλολογία σελ Ν. Στ. αθεϊσμός. Φιλοσοφική άποψη που αρνείται την ύπαρξη του Θεού. Η λέξη έχει ελληνική προέλευση. Απαντάται στην αρχαία γραμματεία (Πλάτωνος, Νόμοι, 967 c, Απολ. 26 c ) και στην Καινή Διαθήκη (Εφεσ. 2, 12: "ελπίδα μη έχοντες και άθεοι εν τω κόσμω"). Χρησιμοποιείται στην ευρωπαϊκή φιλοσοφική ορολογία από τον 17ο αι. με την έννοια της αντίθεσης προς τη θρησκεία. Ο όρος έχει τρεις σημασίες στη φιλοσοφία της θρησκείας, (α) Αθεϊσμός σημαίνει κυριολεκτικά την άρνηση του Θεού (και όχι της θρησκείας οπωσδήποτε). Με αυτή την έννοια της αμφισβήτησης του προσωπικού θεού, ο αθεϊσμός αντιτίθεται στον θεϊσμό. Πρόκειται κυρίως για αντιθεισμό, που δεν κλιμακώνεται πάντα σε α- ντιθρησκευτικότητα. (β) Αθεϊσμός σημαίνει την άρνηση των ξένων θεών, της λατρείας των δημοσίων (κρατικών) θεοτήτων ή των αλλότριων θρησκευμάτων. Σε αυτή την περίπτωση η λέξη "άθεος" υπονοεί τον "αλλόθρησκο", ακόμα και τον "ετερόδοξο" ή "ανορθόδοξο" θειστή. (γ) Αθεϊσμός σημαίνει κατά τους νεότερους χρόνους την ολοσχερή άρνηση της θρησκείας, θεϊστικής και μη. Αυτή είναι η επικρατούσα κοινής χρήσης πλέον σημασία του όρου σήμερα. Ο αθεϊσμός δεν σημαίνει μόνο τον α- ντιθεϊσμό ούτε απλώς την άρνηση κάποιας άλλης ή ξένης θεότητας. Αναφέρεται συνολικά στο θρησκευτικό φαινόμενο, οπότε πλέον αθεϊσμός είναι η αντιθρησκευτικότητα γενικά. Ο νεότερος δυτικοευρωπαϊκός αθεϊσμός εμφανίζεται με τρεις εκδοχές: την επιστημονική, την ανθρωπιστική και την κοινωνιστική. Η άρνηση του Θεού συμβαίνει στο όνομα της επιστήμης, του ανθρώπου και της κοινωνίας. Η ύ- παρξη του θεού θεωρείται περιττή, άρα η θρησκεία δεν χρειάζεται, διότι: (α) η επιστήμη ερμηνεύει ικανοποιητικά τη φυσική πραγματικότητα του κόσμου και η τεχνολογία εγγυάται την ευημερία του ανθρώπου, (β) ο άνθρωπος είναι ελεύθερος από τα δεσμά του ηθικού νόμου, της θρησκευτικής παράδοσης και της κοινωνικής συμβατικότητας, και (γ) η ιδεολογία 25

26 αθεϊσμός εγγυάται την κοινωνική ελευθερία και η πολιτική προοδεύει από τη θεοκρατική μοναρχία στην ανθρωπιστική (αστική ή λαϊκή) δημοκρατία. Σε μια τέτοια προοπτική η θρησκεία είναι περιττή και επιβλαβής, αφού (κατά την αθεϊστική άποψη) λειτουργεί συντηρητικά, αντιδρα-. στικά και αναχρονιστικά. Και αναλυτικότερα: (α) "επιστημολογικός αθεϊσμός". Η ανάδυση της νεότερης φυσικής στη Δ. Ευρώπη κατά τον 17ο αι. (Κοπέρνικος*, Κέπλερ*, Γαλιλαίος*, Νεύτων*) έδωσε αφορμή στη γένεση του επιστημολογικού αθεϊσμού, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η ίδια η επιστήμη ή ακόμα οι σκαπανείς της είχαν αθείστικές προθέσεις. Η επιστημονική αντιθρησκευτικότητα έχει ρίζες ιστορικές. Αποτελεί ένα πολιτιστικό φαινόμενο πέρα από τη δικαιοδοσία της θεολογίας ή της επιστημολογίας. Ο ιεροεξεταστικός διωγμός του Γαλιλαίου* πυροδότησε την ένταση των σχέσεων θρησκείας-επιστήμης, με αποτέλεσμα να ταυτισθεί η τελευταία με την αντιθρησκευτικότητα και να καταστεί προπύργιο του αθεϊσμού. Με τον Δαρβίνο* και την εξελικτική βιολογία στον 19ο αι. παίρνει την εκδίκησή του ο επιστημολογικός αθεϊσμός ανταποδίδοντας στον ιεροεξεταστικό Θεϊσμό τη φίμωση του πρωτοπόρου φυσικού του 17ου αι. Οι δύο πρωτοποριακοί κλάδοι της επιστήμης (φυσική και βιολογία), οι θεμελιωδέστερες Θεωρίες τους (μηχανικισμός και εξελικτισμός), οι επιφανέστεροι σκαπανείς τους (ο Γαλιλαίος στον 17ο αι. και ο Δαρβίνος* στον 19ο αι.) υπό την επήρεια ιστορικών συμπτώσεων εδραίωσαν την εσφαλμένη εντύπωση για το ασυμβίβαστο της πίστης με την επιστήμη και την εξίσωση του αθεϊσμού με τον επιστημονισμό*. Οι νεοϊδρυμένες τον 17ο αι. επιστημονικές εταιρείες απαγόρευαν στα μέλη τους να προφέρουν τη λέξη "θεός" στις δημόσιες συνεδριάσεις τους. Οταν ο Ναπολέων ρώτησε τον περίφημο αστρονόμο Λαπλάς* "ποια είναι η θέση του θεού μέσα στο σύμπαν;", πήρε τη μνημειώδη απάντηση: "Δεν μου χρειάζεται η υπόθεση - θεός". Το εκλαϊκευτικό εγχειρίδιο του Χαίκελ* (Ε. Haeckel, ) με τίτλο Το αίνιγμα του κόσμου (Die Weltratsel, 1899) κυκλοφόρησε σε εκατομμύρια αντίτυπα και μεταφράσθηκε σε τριάντα γλώσσες. Ανάλογη τύχη είχε το κλασικό βιβλίο του Δαρβίνου, το 1859, που η πρώτη έκδοσή του εξαντλήθηκε αμέσως την ημέρα της εμφάνισής της στα βιβλιοπωλεία, αποσπώντας τη διθυραμβική κριτική του Μαρξ* και του Ενγκελς*. (β) "ανθρωπολογικός αθεϊσμός". Μια σοβαρή πηγή αθεϊσμού είναι το πρόβλημα της θεοδικίας*: "Ο πόνος είναι ο βράχος του αθεϊσμού" (Μόλτμαν). Η ύπαρξη του κακού στην ιστορία, του πάθους στον άνθρωπο και του πόνου της ανθρωπότητας θεωρούνται ασυμβίβαστα με την ύπαρξη του θεού. Πώς ο πανάγαθος επιτρέπει το κακό; Αραγε ο παντογνώστης δεν προβλέπει την έλευση του πάθους; Γιατί ο παντοδύναμος θεός δεν παρεμβαίνει στη ζωή και στην ιστορία για να αποτρέψει τον πόνο του ανθρώπου; Αφού λοιπόν το κακό θριαμβεύει, άρα δεν υπάρχει θεός. Έτσι στο όνομα του ανθρώπου κηρύσσεται η αθεΐα. Ο ανθρωπολογικός αθεϊσμός παίρνει σοβαρά υπόψη του την ύπαρξη του κακού (θάνατος, ασθένεια, αδικία, αλλοτρίωση, ανισότητα κ.λπ.). ΓΓ αυτό διαμαρτύρεται εναντίον του και καταγγέλλει την ύ- παρξη του θεού. Στη φιλοσοφία της θρησκείας του Φόυερμπαχ* (Feuerbach, ) πρωτοεμφανίζεται συγκροτημένη η ανθρωπολογική αθεΐα με τη βασική πρόταση ότι "ο άνθρωπος δημιούργησε τον θεό κατ" εικόνα του". Η θρησκεία θεωρείται μια ανθρώπινη επινόηση (η περίφημη "projection", προέκταση, προβολή του ανθρώπου), σαν προσπάθεια ικανοποίησης των ανεκπλήρωτων πόθων του. "Αν δεν υπήρχε θάνατος, δεν θα υπήρχε θρησκεία". Με την ίδια λογική στα τέλη του 19ου αι. ο Νίτσε* (Nietzsche, ) θα μιλήσει για τον "θάνατο του θεού" που καθιέρωσε η δυτικοχριστιανική παράδοση από τον σχολαστικισμό* μέχρι τον διαφωτισμό*. Τη σκυτάλη θα παραλάβει στον 20ό αι. ο Σάρτρ* (J. P. Sartre, ). Στην ίδια όχθη συναντάμε τον Καμύ* (Α. Camus, ) που κάνει λόγο για τον "επαναστατημένο άνθρωπο". Ο Φρόυντ* (Freud, ) θα εκπροσωπήσει τον ανθρωπολογικό αθεϊσμό με στήριγμα την ψυχαναλυτική θεωρία. Η θρησκεία θα θεωρηθεί "παιδική αδυναμία", μια μορφή "νεύρωσης", θεμελιωμένη στο "οιδιπόδειο σύμπλεγμα" της ανθρωπότητας. Οι θρησκευτικές δοξασίες είναι "αυταπάτες, ικανοποίηση των πιο παλαιών, ισχυρών και πιεστικών επιθυμιών της ανθρωπότητας", (γ) "κοινωνιολογικός αθεϊσμός". Η κοινωνικοπολιτική ιδεολογία του διαφωτισμού συνάπτεται με τον αθεϊσμό στις δύο εκδοχές της, τον αστικό φιλελευθερισμό με κύριο εκπρόσωπο τον Κόντ* (Α. Comte, ) και τον σοσιαλισμό με πρωταγωνιστή τον Μάρξ* (Κ. Marx, ). Η διαφορά τους είναι ζήτη- 26

27 αθεϊσμός μα διαβάθμισης στον τόνο της αντιθρησκευτικής κριτικής. Ο φιλελευθερισμός είναι ηπιότερος και ανεκτικότερος, γγ αυτό αρκείται στον αγνωστικισμό* τις περισσότερες φορές. Ο σοσιαλισμός* είναι οξύτερος και ριζοσπαστικότερος διακηρύσσοντας ανοικτά τον αθεϊσμό. 0 κοινωνιολογικός αθεϊσμός είναι συνέπεια και κλιμάκωση του ανθρωπολογικού αθεϊσμού. Το ζήτημα της "θεοδικίας" μπαίνει σε ιστορική και κοινωνικοπολιτική βάση, όχι πια ατομοκεντρικά και υπαρξιακά. Ο Ένγκελς* (Engels, ) εκλαΐκευσε τον Μάρξ και σ' αυτό το θέμα. Ο Λένιν* (Lenin, ) όξυνε τις αντιθρησκευτικές αιχμές κάνοντας πια λόγο για τη θρησκεία σαν το "όπιο για το λαό" (αντί του μαρξικού "όπιου του λαού"). Ο Στάλιν σκλήρυνε τη στάση του σοβιετικού καθεστώτος έναντι της θρησκείας. Στον νεομαρξισμό* της Δ. Ευρώπης του 20ού αι. (ευρω-κομμουνισμός, νέα Αριστερά, Σχολή της Φρανκφούρτης), στα τριτοκοσμικά εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα (Λ. Αμερική) και σε στοχαστές όπως ο Γκαρωντύ* (Garaudy, 1913), ο Μπλόχ* (Bloch, ) κ.ά. έχει αμβλυνθεί ο αθεϊσμός, τονίζεται ότι δεν πρόκειται για δογματικό-μεταφυσικό αξίωμα του μαρξισμού, αλλά αποτελεί μόνο μεθοδολογικό, περιστασιακό όρο του κοινωνικού αγώνα. Έτσι φθάνουν στον διάλογο με τον χριστιανισμό κατά τη μεταπολεμική εποχή, ιδίως από τη δεκαετία του 1960, που διαλύει πολλές παρεξηγημένες θέσεις του κοινωνιολογικού αθεϊσμού από το παρελθόν. Αλλά και από τη θεϊστική πλευρά, ιδίως του χριστιανισμού, έχουν σημειωθεί σοβαρότατες διαφοροποιήσεις στον αιώνα μας, όπως είναι η άρθρωση νέων γόνιμων θεολογικών προτάσεων με ποικίλα σχήματα (η υπαρξιακή θεολογία σε διάλογο με τον ανθρωπολογικό αθεϊσμό, η πολιτική θεολογία και η θεολογία της απελευθέρωσης σε διάλογο με τον κοινωνιολογικό α- θεϊσμό, καθώς επίσης η εξελικτική θεολογία σε διάλογο με τον επιστημολογικό αθεϊσμό). Βρισκόμαστε λοιπόν σήμερα μπροστά σε μια κατάσταση ριζικά διαφορετική από εκείνη του περασμένου αιώνα με κύριο χαρακτηριστικό τη μετατροπή του εριστικού αντίλογου σε κριτικό διάλογο. Η σύγχρονη φιλοσοφία της θρησκείας τηρεί α- πέναντι στην αθεΐα στάση θετική και επιφυλακτική. (α) Η "θετική αποδοχή" συνίσταται στο ότι, μεταξύ άλλων, ο αθεϊσμός κρίνεται ότι είναι το καθαρτήριο του θεϊσμού* και αποτελεί μια λυδία λίθο της γνησιότητας της θρησκείας. Ο αθεϊσμός εκπηγάζει από τα λάθη της θεολογίας και υπενθυμίζει με την έντονη παρουσία του τις παραλείψεις του θεϊσμού. Με τη διαμαρτυρία του ο αθεϊσμός παραδίδει στη θεολογία ένα μάθημα συνέπειας, που αν προσεχθεί μπορεί να δρομολογηθεί μια ευεργετική διαδικασία αποκάθαρσης της θρησκείας από τα στοιχεία νοσηρής θρησκευτικότητας, τα οποία ακριβώς καθιστούν αναπόφευκτη -ίσως απαραίτητη- την ανάδυση του αθεϊσμού, (β) Η "κριτική επιφύλαξη" έναντι του αθεϊσμού αφορά στην εκκρεμότητά του και την ασυνέπειά του. Ο επιστημολογικός αθεϊσμός δεν α- ναιρεί τις προϋποθέσεις μιας απάνθρωπης τεχνοκρατίας, όπου η οικουμένη υφήλιος απειλείται από τον διπλό θάνατο: τον αιφνίδιο ενός θερμοπυρηνικού ολοκαυτώματος και τον αργό θάνατο του οικολογικού μαρασμού. Ο ανθρωπολογικός αθεϊσμός ελευθερώνει τον άνθρωπο από τα δεσμά της θρησκείας, αλλά ταυτόχρονα θραύει τους δεσμούς του με τον κοινωνικό περίγυρο και την ιστορική του παράδοση, έτσι ώστε ο σύγχρονος άνθρωπος να είναι καταδικασμένος στην ελευθερία και στη μοναξιά ταυτόχρονα (Σάρτρ: "ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος" - "Οι άλλοι άνθρωποι είναι η κόλασή μου"). Ο κοινωνιολογικός αθεϊσμός δεν λύνει ικανοποιητικά το ζήτημα της ελευθερίας, αφού αναγκάζεται, στη γραφειοκρατική εκδοχή του, να θυσιάζει την ατομική ελευθερία στον βωμό της κοινωνικής ισότητας. Έτσι από το ένα άκρο της ατομικότητας περνάμε στο άλλο άκρο της μαζικότητας δίχως ελεύθερη προσωπικότητα. Η αξία του αθεϊσμού έγκειται στο ότι θέτει, με τρόπο δραματικό και αποκαλυπτικό, το δίδυμο θεμελιακό πρόβλημα: το ζήτημα της ελευθερίας και το πρόβλημα του κακού (θεοδικία). Η βασική αδυναμία του αθεϊσμού είναι ότι δεν μπορεί να δώσει επαρκή απάντηση στο παραπάνω δίπτυχο ζήτημα. Ενδεχομένως να χρειάζεται ο αθεϊσμός σαν ένα πείραμα και μια απόπειρα για να συνετισθεί ο στρεβλωμένος θεϊσμός. Οπωσδήποτε όμως δεν επαρκεί ο αθεϊσμός, σήμερα πια, για να απαντήσει μόνος του με επαρκή τρόπο στα υπαρξιακά και ιστορικά προβλήματα του ανθρώπου. Βιβλιογρ.: Μ. Μπέγζος, Δοκίμια φιλοσοφίας της θρησκείας, Αθήνα, του ίδιου, Ελευθερία ή θρησκεία; Αθήνα, του ίδιου, Φιλοσοφική ανθρωπολογία της θρησκείας, Αθήνα, Ν. Νησιώτης, Υπαρξισμός και Χριστιανική Πίστις, Αθήνα, Μ. Φαράντος. Το περί θεού ερώτημα, Αθήνα, Ν. Berdiaev, Les sources et le sens du communisme russe, Paris, S. Bulgakov, 27

28 Αθηναγόρας Christentum im Soziahsmus. Gotlingen E. Bloch, Atheismus im Christentum. Frankfurt, H. Cox. The Secular City. New York P. Evdokimoff. "Phenomenologie de /' atheisme". "Contacts' 16 (1964), R. Garaudy. Dieu est mort, Paris, του ίδιου, De /' anatheme au dialogue. Paris Μάριος Π. Μπέγζος Αθηναγόρας. Αθηναίος χριστιανός απολογητής, με πλούσιες γνώσεις από την ελληνική φιλοσοφία, απέκρουσε κατηγορίες για χριστιανικό αθεϊσμό, καννιβαλισμό και σεξουαλική διαστροφή (στην Πρεσβεία του, ανοιχτή επιστολή στον αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο*, 177 μ.χ.). ΕΝ. Ρούσσος Αθήναιος (περ μ.χ.) από τη Ναύκρατη της Αιγύπτου. Δίδαξε ρητορική και γραμματική στην Αλεξάνδρεια και στη Ρώμη. Είναι κυρίως γνωστός ως συγγραφέας του αποτελούμενου από δεκαπέντε βιβλία έργου Δειπνοσοφισταί, από το οποίο σώθηκαν ελάχιστα αποσπάσματα. Σ' αυτό περιγράφεται ένα συμπόσιο σοφών που έγινε το 228 μ.χ. στο σπίτι ενός πλούσιου Ρωμαίου. Σώζεται μία επιτομή του έργου από άγνωστο συγγραφέα του 11 ου αι. μ.χ., που όμως περιέχει τα τρία πρώτα βιβλία, του τρίτου μόνο την αρχή. Αν έχουμε υπόψη ότι, σύμφωνα με μαρτυρίες, στο έργο αναφέρονταν επτακόσιοι συγγραφείς και πάνω από χίλια πεντακόσια, χαμένα σήμερα, έργα, καθώς και πλήθος πληροφοριών, εύκολα κατανοούμε πόσο πολύτιμο θα ήταν αυτό το σύγγραμμα για την ιστορία της φιλοσοφίας, αν είχε διασωθεί ολόκληρο. Ε.χ. "Αθηναίων Πολιτεία" του Αριστοτέλη. Η Αθηναίων Πολιτεία αποτελεί το πρώτο κεφάλαιο ενός εκτενέστερου αλλά χαμένου έργου του Αριστοτέλη με τίτλο Πολιτείαι (=πολιτεύματα). ΙΗταν ένα μεγαλεπήβολο συλλεκτικό έργο, που συγκέντρωνε και περιέγραφε πολιτεύματα διαφόρων πόλεων - κρατών, ελληνικών και μη. Μόλις το 1891 ανακαλύφθηκε πάπυρος με το πρώτο κεφάλαιο του έργου, δηλ. την Αθηναίων Πολιτεία. Αποτελείται από δύο μέρη: στο πρώτο περιγράφεται με αυστηρή χρονική ακολουθία η ε- ξέλιξη του αθηναϊκού πολιτεύματος από τη βασιλεία στην τυραννία και τη δημοκρατία με όλες τις φάσεις και τις επαναστάσεις που έγιναν σ' αυτές τις πολιτειακές μεταβολές- στο δεύτερο περιγράφονται συστηματικά οι θεσμοί της πόλης, όπως λειτουργούσαν την εποχή του Αριστοτέλη. Περιγράφεται πώς οι νέοι "εγγράφονταν" ως πολίτες, πώς απαρτίζονταν η Βουλή και η Εκκλησία του Δήμου και ποιες ήταν οι δικαιοδοσίες της καθεμιάς, ποιοι άρχοντες εκλέγονταν και ποιοι "κληρώνονταν", ποιες ήταν οι αρμοδιότητές τους και, τέλος, πώς καταρτίζονταν τα δικαστήρια και ποια ήταν η διαδικασία μιας δίκης (βλ. και λ. Αριστοτέλης). Γοαμμ. θέμελη - Αλατζόγλου "Αθλιότητα της Φιλοσοφίας". Εργο του Μάρξ*. Ο πλήρης τίτλος του: Η αθλιότητα της φιλοσοφίας. Απάντηση στη "Φιλοσοφία της α- θλιότητας" του κ. Προυντόν. Γράφτηκε το Αποτελείται από δύο κεφάλαια: την Επιστημονική ανακάλυψη και τη Μεταφυσική της Πολιτικής Οικονομίας. Στο πρώτο ασκείται κριτική στις οικονομικές απόψεις του Προυντόν, ενώ στο δεύτερο γίνεται κριτική των φιλοσοφικών του βάσεων. Ασκώντας κριτική στον ιδεαλισμό και στη μεταφυσική του Προυντόν*, καθώς και στην α,.όπειρά του να χρησιμοποιήσει την ιδεαλιστική διαλεκτική* του Χέγκελ* στην πολιτική οικονομία, ο Μάρξ αναλύει τις αφετηριακές θέσεις της οικονομικής του διδασκαλίας και ταυτόχρονα θέτει τις βάσεις της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας, που επεξεργάστηκε με τον Φ. Ενγκελς*. Ασκεί κριτική στις ουτοπικές απόψεις του Προυντόν, που υποστήριζε ότι η αστική κοινωνία μπορεί να βελτιωθεί αν εξαλειφθούν με μεταρρυθμίσεις οι "κακές" πλευρές της και διατηρηθούν οι "καλές", και διακηρύσσει ότι μόνο ο επαναστατικός μετασχηματισμός της κοινωνίας μπορεί να οδηγήσει στον σοσιαλισμό*. Αργότερα ο Μάρξ, αναφερόμενος στο έργο του αυτό, σημείωνε ότι στο βιβλίο αυτό περιέχεται σε εμβρυακή κατάσταση εκείνο που ύστερα από είκοσι χρόνια αναπτύχθηκε στο κύριο έργο του, στο Κεφάλαιο'. Βιβλιογρ.: Κ. Μάρξ και Φ. Ενγκελς, «Απαντα», τ. 4, Μόσχα, Τ. I. Οιζερμαν, Η διαμόρφωση της φιλοσοφίας του Μαρξισμού, Μόσχα, 1974, μερ. 2.- Η Μαρξιστική φιλοσοφία του 19ου αιώνα, βιβ. I, Μόσχα, Ν. Στ. Αιδέσιος (;-355 μ.χ.). Νεοπλατωνικός φιλόσοφος από την Καππαδοκία, μαθητής του Ιάμβλιχου* και ιδρυτής της σχολής της Περγάμου, που ήταν ένα είδος παραρτήματος της Συριακής σχολής. Ο Αιδέσιος καταγινόταν και με 28

29 τη θεουργία και, ενώ ο Χριστιανισμός είχε ήδη επικρατήσει, αγωνιζόταν για την επόνοδο του πολυθεισμού. Μαθητές του υπήρξαν ο Πρίσκος* και οι δάσκαλοι του αυτοκράτορα Ιουλιανού*, Ευσέβιος*, Μάξιμος* και Χρύσανθος*, από τους οποίους οι δύο τελευταίοι ήταν σφοδροί πολέμιοι του Χριστιανισμού. ε χ. αιδώς. Σύμφωνα με όσα γράφει ο Πλάτων' για τον Πρωταγόρα* στον ομώνυμο διάλογο (Πλάτων, Πρωταγόρας, 322 c-d), η ειρηνική πολιτική ζωή των ανθρώπων προϋποθέτει δύο αρετές: "αιδώ" και "δίκην" (αίσθηση ντροπής, αίσθημα σεβασμού και αντίληψη δικαιοσύνης). Ο Δημόκριτος* μάλιστα θεωρεί ότι το αίσθημα του αυτοσεβασμού ("σαυτόν αιδείσθαι") αποτελεί την προϋπόθεση για να αποφύγει κανείς οποιαδήποτε άπρεπη πράξη στη ζωή του. Στο απόσπασμα 264 διαβάζουμε: «...εαυτόν μάλιστα αιδείσθαι και τούτον νόμον τη ψυχή καθεστάναι, ώστε μηδέν ποιείν ανεπιτήδειον». Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Πρωταγόρας θεωρούσε τόσο σημαντικές αυτές τις δύο αρετές, ώστε να θεωρεί πως δεν μπορεί κάποιος να είναι μέλος της κοινωνίας χωρίς αυτές. Στον γνωστό μύθο, που φέρεται να αφηγείται στον πλατωνικό διάλογο (Πρωταγόρας, 322 d), παρουσιάζει ως υπόδειξη θεού τούτα τα λόγια: «νόμον γε θες παρ' εμού, τον μη δυνάμενον αιδούς και δίκης μετέχειν κτείνειν ως νόσον πόλεως». Φ. Κ. Βώρος Αιλιανός Αιερ (Ayer), λόρδος Αλφρεντ Τζούλιους ( ). Βρετανός φιλόσοφος που δίδαξε κυρίως στα Πανεπιστήμια της Οξφόρδης και του Λονδίνου. Με το έργο του Γλώσσα, Αλήθεια και Λογική (1936) εισήγαγε τις αρχές του λογικού θετικισμού* στη Βρετανία, επιδιώκοντας τη σύνδεση του τελευταίου με την παράδοση του βρετανικού εμπειρισμού και τη φιλοσοφία της γλωσσικής ανάλυσης. Η απάλειψη της μεταφυσικής* υπέρ της εμπειρικής επιστήμης α- ποτελεί τη βάση του φιλοσοφικού του εγχειρήματος. Υποστήριζε ότι τα παραδοσιακά προβλήματα της φιλοσοφίας είτε είναι ψευδοπροβλήματα ή μπορούν να μετασχηματισθούν σε εμπειρικά προβλήματα ικανά να αντιμετωπισθούν από τις μεθόδους των επιστημών. Υιοθέτησε το κριτήριο νοήματος του λογικού θετικισμού*, σύμφωνα με το οποίο μια πρόταση έχει νόημα, εάν και μόνον εάν είναι είτε "αναλυτική", δηλαδή αληθής ή ψευδής με βάση τους ορισμούς των λέξεων και μόνον, ή "εμπειρικά επαληθεύσιμη", δηλαδή αληθής ή ψευδής με βάση την εμπειρική παρατήρηση (αρχή της επαλήθευσης). Σταδιακά, οδηγήθηκε στην έκφραση επιφυλάξεων σχετικά με το εύρος και την ακριβή διατύπωση της αρχής αυτής. Ποτέ όμως δεν εγκατέλειψε τη θέση ότι η παρατήρηση και η επιστημονική μέθοδος αποτελούν θεμέλιο για κάθε έρευνα της αλήθειας, όπως και για την οριοθέτηση του νοήματος από την ανοησία. Ασχολήθηκε με προβλήματα της αντίληψης και του νοήματος, με τη φύση της επιστημικής βεβαιότητας, με την έννοια του παρελθόντος και της πιθανότητας. Συνέγραψε επίσης ιστορικοφιλοσοφικές πραγματείες. Εργάτου: Language, Truth and Logic. Λονδίνο. 1936' The Foundations of Empirical knowledge, Λονδίνο. 1940' Philosophical Essays. Λονδίνο, The problem ot Knowledge, Λονδίνο, 1956' Probability and Evidence, Λονδίνο The Central Questions in Philosophy. Λονδίνο, Σταυρούλα Τοινόρεμα αιθήρ. 1. όρος της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας για να δηλωθεί το πέμπτο στοιχείο ("πεμπτουσία") πέρα από τα γνωστά μας τέσσερα (γη, ύδωρ, αήρ, πυρ). Κατά την ινδουιστική διδασκαλία πρόκειται για το πρωταρχικό στοιχείο από το οποίο προήλθαν τα άλλα' ο αιθήρ (akasha) θεωρείται σε άμεση συσχέτιση με τον ήχο, που τα κύματά του επεκτείνονται από ένα "σταθερό κέντρο" προς την περιφέρεια με ομόκεντρους κύκλους και αναπαριστούν έτσι την έναρξη της δημιουργίας (πρβλ. "Λόγος", "Και είπεν ο Θεός")" η αίσθηση που αντιστοιχεί στον αιθέρα είναι η ακοή. 2. υποτιθέμενη ύλη, αποτελούμενη από λεπτότατα σωματίδια, μέσω της οποίας, όπως πίστευαν μέχρι την εμφάνιση της θεωρίας της σχετικότητας, μεταφέρονταν το φως και τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα. Ε. Ν. Χωραφάς Αιλιανός Κλαύδιος (2ος/3ος αι. μ.χ.) από την ι- ταλική Πραίνεστο. Αν και Ιταλός, ήταν άριστος γνώστης της ελληνικής και σ' αυτήν έγραψε τα έργα του. Εδίδαξε ρητορική στη Ρώμη την εποχή του Αδριανού. Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι το έργο του Ποικίλη ιστορία σε δεκατέσσερα βιβλία, που περιέχει σύντομες διηγήσεις και ανέκδοτα αναφερόμενα σε παλαιότερους Ελληνες φιλοσόφους και παρέχει αρκετά ση- 29

30 Αινείας ο ΓαζαΙος μαντικές πληροφορίες για την αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Ε. χ. Αινείας ο ΓαζαΙος (5ος αι. μ.χ.). Σύγχρονος του Προκόπιου', επίσης από τη Γάζα, μαθητής του νεοπλατωνικού Ιεροκλή*. Σώζονται 25 επιστολές του και ο διάλογος Θεόφραστος, πραγματεία για τη δημιουργία, την ψυχή και την α- νάσταση. ΕΝ. Ρούσσος Αινησίδημος. Ο Αινησίδημος, ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του "Πυρρώνειου" σκεπτικισμού, τον οποίο ο ίδιος ανανέωσε, εσυστηματοποίησε και ανέπτυξε διαλεκτικά, γεννήθηκε στην Κνωσό και έζησε στην Αλεξάνδρεια κατά τον πρώτο π.χ. αιώνα. Οι απόψεις του συμφωνούν με εκείνες του Πύρρωνα* σε όλα σχεδόν τα βασικά σημεία. Η μέθοδος και τα επιχειρήματα που εχρησιμοποίησε κατά του δογματισμού των μετά τον Πύρρωνα Ακαδημεικών δικαιολογούν την ένταξή του μεταξύ των σπουδαιοτέρων προδρόμων των Καντ* και Χιουμ*. Η στροφή των Ακαδημεικών προς τον δογματισμό φαίνεται ότι α- πετέλεσε την αιτία διαφοροποίησής του από αυτούς και την επιστροφή του στον "αυθεντικό" σκεπτικισμό του Πύρρωνα. Στο έργο του υπό τον τίτλο Υποτύπωσις εις τα Πυρρώνεια, που πιθανόν είναι το πρώτο από τα οκτώ βιβλία των Πυρρωνείων λόγων και περιλαμβάνει "τύπω και κεφαλαιωδώς" τη θεωρία του σκεπτικισμού, προσπαθεί να δείξει ότι "ουδέν βέβαιον εις κατάληψιν, ούτε δγ αισθήσεως, αλλ' ούτε δια της νοήσεως" και ότι κάθε απόλυτη κατάφαση ή απόλυτη άρνηση αποτελεί δογματισμό. Σ' αυτό ακριβώς απέβλεπαν οι δέκα "τρόποι": στην αναίρεση των θέσεων του δογματισμού, από το ένα μέρος, και στην υπεράσπιση της σχετικότητας της γνώσης, από το άλλο μέρος. Οι Ακαδημεικοί* είναι δογματικοί στον βαθμό που βεβαιώνουν ή αρνούνται κάτι κατά τρόπο απόλυτο. Οι Σκεπτικοί*, αντίθετα, ποτέ δεν ισχυρίζονται ότι ένα πράγμα είναι ή δεν είναι αληθές ούτε αποφαίνονται για κάτι, ακόμη και για το ότι δεν αποφαίνονται για τίποτε. Οι Ακαδημεικοί, με άλλους λόγους, ευρίσκονται συχνά σε συμφωνία με τους Στωικούς*, έτσι ώστε οι "Στωικοί φαίνονται μαχόμενοι Στωικοίς". Επιπλέον, οι Σκεπτικοί ευρίσκονται σε πλεονεκτικότερη θέση έναντι των Ακαδημεικών κατά το ότι δεν αντιφάσκουν προς εαυτούς γιατί αποτελεί αντίφαση ο ισχυρισμός ότι δεν είμαστε για τίποτε βέβαιοι, και, ταυτόχρονα αποφαινόμαστε περί του αληθούς ή του ψεύδους ή περί του καλού και του κακού. Η στοχοθεσία του συγγραφέα των Πυρρωνείων λόγων φωτίζεται καλύτερα με την παρουσίαση και ανάλυση των δέκα "τρόπων", όπως αυτοί διασώθηκαν, εκτός από τη σύντομη περίληψη του Φωτίου* (Ευγγ. προπ. ΙΔ' ), κατά πρώτον λόγο από τον Σέξτο Εμπειρικό* (Πυρ. υποτ. Α ) και κατά δεύτερο λόγο από τον Διογένη Λαέρτιο* (θ 79-88). Η κυριότερη και αυθεντικότερη πηγή των "τρόπων" είναι ασφαλώς εκείνη του Σέξτου, του κατ' εξοχήν εκπρόσωπου του Πυρρώνειου σκεπτικισμού' η απόσταση όμως των δύο αιώνων που χωρίζουν τον Σέξτο από τον Αινησίδημο καθιστά σχεδόν "φυσιολογική" τη διαφορά της μορφής υπό την οποία ο ίδιος παρουσιάζει τους "τρόπους" από εκείνης του Αινησίδημου. Αποτελεί, συνεπώς, υπεραπλούστευση ο ισχυρισμός ότι η παράδοση των "τρόπων" των Πυρρωνιστών είναι ενιαία και ομοιόμορφη. Με τον όρο "τρόποι", "τόποι" ή "λόγοι", οι αρχαίοι Σκεπτικοί υποδηλώνουν τους διάφορους τρόπους ή λόγους μέσω των οποίων υποτίθεται ότι επιτυγχάνεται η "εποχή", η αναστολή δηλαδή της κρίσεως. (Βλ. λ. Σκεπτικοί). Βιβλιογρ.: V. Brochard, Les sceptiques grecs, Paris, 1934, επαν Λεων. Κ. Μπαρτζελιώτης Αϊνστάιν Αλμπερτ (Einstein Albert). Γεννήθηκε στο Ουλμ της Γερμανίας το Πέθανε στο Πρίνστον (ΗΠΑ) το Ο Αϊνστάιν καταγόταν από εβραϊκή οικογένεια. Σπούδασε στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης απ' όπου απεφοίτησε το Στην περίοδο εργάσθηκε στο γραφείο Ευρεσιτεχνιών της Βέρνης. Η νεότητα του Αϊνστάιν σενέπεσε με τις ανακαλύψεις του τέλους του 19ου αιώνα (ραδιενέργεια, δομή του ατόμου, πειράματα για την ανακάλυψη της κίνησης της γης μέσω του αιθέρα), οι οποίες ανέδειξαν τα όρια της κλασικής - νευτώνιας φυσικής και προετοίμασαν τις δύο μεγάλες επαναστάσεις, των κβάντα και της σχετικότητας. Ο Αϊνστάιν πρωτοστάτησε και στις δύο επαναστάσεις. Με μια σειρά εργασίες στην περίοδο εξήγησε τις κινήσεις Brown. Το 1905 εξήγησε το φωτοηλεκτρικό φαινόμενο. Η ερμηνεία αυτή, μετά από την κβαντική υπόθεση του Πλανκ (1900), αποτελεί την αφετηρία της κβαντικής θεωρίας. Τον ίδιο 30

31 Αϊντουκέβιτς χρονο, πάντα υπάλληλος στη Βέρνη, εδημιούργησε την Ειδική θεωρία τη Σχετικότητας. Στην περίοδο εδημιούργησε τη Γενική θεωρία της Σχετικότητας. Ενα μεγάλο μέρος της ζωής του το αφιέρωσε στην προσπάθεια να δημιουργήσει μια ενοποιημένη θεωρία των φυσικών αλληλεπιδράσεων. Ο Αϊνστάιν επηρεάστηκε από τον εμπειρισμό* του Χιούμ* και τον εμπειριοκριτικισμό* του Μαχ*. Όπως γράφει στις Αυτοβιογραφικές Σημειώσεις του (1951), το βιβλίο του Μαχ* Ιστορία της Μηχανικής τον ξύπνησε από τον δογματικό του λήθαργο. Πράγματι ο Μαχ θεωρούσε τις απόλυτες έννοιες της νευτώνιας φυσικής (χώρος, χρόνος, κίνηση, μάζα κ.λπ.) ως κατάλοιπα της θρησκευτικής αντίληψης. Αντίστοιχα ο Αϊνστάιν εύρισκε ότι οι έννοιες αυτές υπέφεραν από "δογματική ακαμψία". Με την "Ειδική θεωρία", απέδειξε τη σχετικότητα του χώρου και του χρόνου, αλλά και την ενότητά τους σε μια τετραδιάστατη πολλαπλότητα. Με τη "Γενική θεωρία" απέδειξε την ενότητα χώρου, χρόνου και ύλης. Στα πλαίσια της Ειδικής θεωρίας απέδειξε τη σχέση μάζας και ενέργειας. Για τον λόγο αυτό η Ειδική σχετικότητα αποτελεί το ευρύτερο πλαίσιο των μικροφυσικών θεωριών και, μέσω αυτών, μία από τις βάσεις της σύγχρονης αστροφυσικής και κοσμολογίας. Αντίστοιχα η Γενική σχετικότητα, της οποίας το φυσικό περιεχόμενο είναι μια "χρονογεωμετρική θεωρία της βαρύτητας" (V. Fock), αποτελεί το γενικό πλαίσιο των σύγχρονων κοσμολογικών θεωριών. Συνολικά οι σχετικιστικές θεωρίες του Αϊνστάιν αποτελούν τη βάση της νεότερης φυσικής. Αντίθετα, ο Αϊνστάιν δεν ασχολήθηκε με την περαιτέρω α- νάπτυξη των κβαντικών (μικροφυσικών) θεωριών. Εντούτοις, μια εργασία του σε συνεργασία με τους Podolsky και Posen αποτελεί την αφετηρία σημερινών ερευνών και αντεγκλήσεων σχετικών με την ισχύ της ατομικότητας και της τοπικότητας στη φυσική. Ο Αϊνστάιν υπήρξε ο βασικότερος εκπρόσωπος της ρεαλιστικής Σχολής της σύγχρονης φυσικής. 0 Αϊνστάιν υπήρξε μέγας επαναστάτης στον τομέα της φυσικής. Αντίστοιχα, και σε όλη του τη ζωή, ασχολήθηκε με φιλοσοφικά και κοινωνικά ζητήματα. Γιος "ολοκληρωτικά άθεων Εβραίων", είχε μια βαθιά θρησκευτικότητα στα πρώτα του χρόνια. Ομως γύρω στα 12 τέλειωσαν απότομα οι σχέσεις του με τη θρησκεία. Οπως γράφει ο ίδιος, κατάλαβε ότι οι ιστορίες της Βίβλου δεν ήταν αληθινές. Εκτοτε αφοσιώθηκε στη μελέτη της φύσης. Η απασχόληση με τους νόμους της φύσης του έδινε το αίσθημα μιας "εσωτερικής ελευθερίας". Ο Αϊνστάιν φιλοσοφικά συνδύαζε τον υλισμό του φυσικού επιστήμονα με ένα είδος σπινοζικού πανθείσμού. Κοινωνικά ήταν υπέρ της απελευθέρωσης των ανθρώπων, της κοινωνικής δικαιοσύνης και πίστευε στην ανάγκη μιας παγκόσμιας σοσιαλιστικής κοινότητας. Αγωνίστηκε, πριν από τον ναζισμό, υπέρ της Σοβιετικής Ενωσης, μετείχε στο εργατικό κίνημα της Γερμανίας και καταδιώχτηκε από τους Ναζί. Με την επικράτηση των Ναζί αναγκάστηκε να αυτοεξορισθεί στις ΗΠΑ. Ως γνωστόν, η θεωρητική βάση για την κατασκευή της ατομικής βόμβας ήταν η περίφημη εξίσωση E=mc 2.0 Αϊνστάιν αγωνίστηκε σε όλη του τη ζωή εναντίον της χρήσης της πυρηνικής ενέργειας για πολεμικούς σκοπούς, υπέρ της ειρήνης και της κοινωνικής προόδου. Στις ΗΠΑ, παρά τη διεθνή ακτινοβολία και τον παγκόσμιο θαυμασμό, έζησε ουσιαστικά σε μια διακριτική απομόνωση, εξαιτίας των φιλοσοφικών και των πολιτικών ιδεών του. Βιβλιογρ.: Η σχετική βιβλιογραφία είναι απέραντη. Δίνουμε μόνο δύο βασικά κείμενα του Αϊνστάιν και της ελληνικής μετάφρασης ορισμένων βιβλίων του. Einstein, Lotentz, Weyl, Minkowski: The Principle of Relativity, Dover, A. Einstein, 'Autobiographical Notes' στο 'Albert Einstein, Philosopher - Scientist', Ν. Y ιδ.. Η κίνηση Μπρόουν, εκδ. Κοροντζή, ιδ., Πώς βλέπω τον Κόσμο, εκδ. Μακρή, ιδ.. Σχετικότης, μετ. Γ. Βουδούρη, Ιδ., Οι διαλέξεις του ΠρΙνστον, εκδ. Κοροντζή.- Α. Einstein - L. Infold. Η εξέλιξη των Ιδεών στη φυσική. Δωδώνη, Ε. Μπιτσάκης Αϊντουκέβιτς (Ajdukiewicz) Καζιμίρ (Τερνόπολ Ουκρανίας, Βαρσοβία, ). Πολωνός φιλόσοφος και λογικός. Μεταξύ 1920 και 1930 ανήκε στη σχολή Λβοφ - Βαρσοβίας, θεωρείται ως ένας από τους σημαντικούς φιλοσόφους του 20ού αιώνα, ο οποίος ασχολήθηκε, μεταξύ άλλων, με τη θεωρία νοήματος, ισχυριζόμενος ότι το νόημα ενός όρου καθορίζεται από την ενδοσυστημική χρήση του, δηλαδή από τη χρήση του στα πλαίσια ενός εννοιολογικού συστήματος. Η άποψή του αυτή συνδυαζόταν με τη θέση ότι οι βασικές ε- πιστημονικές αρχές και έννοιες, οι συμπερασματικοί κανόνες καθώς και οι κανόνες της ε- μπειρικής αντιστοιχίας των θεωρητικών προτάσεων στηρίζονται ή είναι αποτελέσματα συμβάσεων. Ετσι θεωρούσε ότι μία επιστημονική θεωρία αποτελεί ένα λογικο-σημασιολογικά 31

32 αίρεση συμβατικό και κλειστό σύστημα, το οποίο καθορίζει την εικόνα της πραγματικότητας, που υπ' αυτή την έννοια δεν αποτελεί μια ανεξάρτητη από το σύστημα πραγματικότητα, αλλά μεταβάλλεται και αλλάζει, καθώς μεταβαίνουμε από ένα σύστημα σε κάποιο άλλο. Οι απόψεις αυτές του Αιντουκέβιτς θεωρήθηκαν ότι ανήκουν στον λεγόμενα "ριζοσπαστικό συμβατισμό". Η κλειστότητα και ο αυτοκαθορισμός των επιστημονικών θεωριών, καθώς και η κατά τον Αιντουκέβιτς συστημική σχετικότητα της εικόνας της πραγματικότητας, τον οδήγησαν στην άποψη της αδυναμίας μετάφρασης ενός θεωρητικού συστήματος σε ένα άλλο. Ως βασικό λόγο γγ αυτό θεωρούσε τη μη ύπαρξη γλώσσας ουδέτερης και ανεξάρτητης από τον εννοιολογικό μηχανισμό της θεωρίας, στηριγμένης στην αντικειμενικότητα των εμπειρικών δεδομένων και ικανής να αποτελέσει το όργανο της μετάφρασης. Εξ αιτίας της ακραίας μορφής του συμβατισμού τον οποίο είχε υιοθετήσει ο Αιντουκέβιτς και της συνακόλουθης σύγκρουσής του με το αίτημα της αντικειμενικότητας της επιστημονικής γνώσης, αναγκάσθηκε γύρω στα 1950 να απαρνηθεί βασικά χαρακτηριστικά της φιλοσοφικής θεωρίας του. Μεταξύ αυτών που απαρνήθηκε συγκαταλέγεται και η ακραία άποψη περί μη μεταφρασιμότητας μιας επιστημονικής θεωρίάς σε μια άλλη. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονισθεί ότι οι θέσεις του Αιντουκέβιτς γειτνίαζαν με αρκετές από τις θέσεις και ιδέες των Λογικοθετικιστών του κύκλου της Βιέννης. Σε επίπεδο λογικής, η ερευνητική δουλειά του Αιντουκέβιτς υπήρξε εντυπωσιακή. Εργάσθηκε στη θεωρία ορισμού, στην επαγωγική λογική, στη θεωρία σήμανσης, καθώς και στον καθορισμό των λογικών συστημάτων, που αντιστοιχούν στις ιδιομορφίες συγκεκριμένων επιστημονικών θεωριών. Δίον. Αναπολιτάνος αίρεση. Διδασκαλία αντίθετη προς την ορθοδοξία. Η διασκεππκή εκδοχή της πίστης σε μια θρησκεία γνωρίζει δύο εκδοχές: την ορθόδοξη και την αιρετική. Η επίσημη, έγκυρη, αναγνωρισμένη θεώρηση της πίστης επονομάζεται ορθοδοξία. Η ανεπίσημη, αντίθετη ("ανορθόδοξη") άποψη τιτλοφορείται αιρετική από τους α- ντιπάλους της, ενώ ταυτόχρονα διεκδικεί για τους οπαδούς της τον τίτλο της ορθοδοξίας. Η σχέση ανάμεσα στην ορθόδοξη και την αιρετική διδασκαλία παραμένει διαλεκτική. Υφίσταται διαρκής ένταση και ασίγαστη αντιπαλότητα μεταξύ τους, που συνήθως καταλήγει στην ε- πίσημη καταδίκη της αίρεσης, με συνέπεια την αποκοπή των αιρετικών από την ορθόδοξη κοινότητα. Παράλληλα όμως, σε ιστορικό επίπεδο, η ορθοδοξία είναι ανύπαρκτη χωρίς την αίρεση, αφού κάθε ορθοδοξία δρομολόγησε την ιστορική της εμφάνιση ως αίρεση (η χριστιανική εκκλησία παρουσιάσθηκε ως ιουδαϊκή παρασυναγωγή, ο βουδισμός" εμφανίσθηκε ως μεταρρύθμιση του ινδουισμού* κ.λπ.). Η μοίρα της αίρεσης είναι να καταλήγει στην εγκαθίδρυση μιας νέας ορθοδοξίας, αφού παγιωθεί σε ένα κοινά αποδεκτό θρήσκευμα, με κλασικό παράδειγμα τον προτεσταντισμό, ο οποίος α- νέκυψε ως αίρεση του ρωμαιοκαθολικισμού στη θρησκευτική Μεταρρύθμιση του 16ου αιώνα και στη συνέχεια εξέθρεψε πάμπολλες προτεσταντικές παραφυάδες (καλβινισμός, πιετισμός, μεθοδιστές, βαπτιστές κ.ά.). Από φιλοσοφική άποψη η αίρεση χαιρετίζεται θετικά ως δημιουργικό φαινόμενο ζωτικότητας του θρησκευτικού γεγονότος. Στον νεομαρξιστή φιλόσοφο Ερνστ Μπλόχ* ( ) οφείλουμε την άποψη πως "το καλύτερο που έχει η θρησκεία είναι ότι αναδεικνύει αιρετικούς" (Atheismus im Christentum), εννοώντας τον πλουραλισμό απόψεων και τη ζωτικότητα της θεολογικής σκέψης. Βιβλιογρ.: Α. V. Harnack, Dogmengeschichte, Tubingen. 1931'.- J. Ν. Kelly. Early Christian Doctrines, New York G. L. Prestige. God in the Patristic Thought, London Μάριος Π. Μπέγζος αίσθημα. Το αίσθημα, ως το απλούστερο στοιχείο της ζωής και της γνώσης, οφείλει την προέλευση του στους εξωτερικούς ερεθισμούς, όπως είναι ο κόσμος που μας περιβάλλει, και στους εσωτερικούς ερεθισμούς, που έχουν αφετηρία το ανθρώπινο σώμα. Οι ερεθισμοί διακρίνονται επίσης σε ειδικούς, όταν επιδρούν σε ένα αισθητήριο όργανο, και σε γενικούς, όταν ερεθίζουν περισσότερα του ενός αισθητήρια όργανα. Τα αισθήματα διακρίνονται μεταξύ τους βάσει των δύο, κυρίως, ιδιοτήτων τους: το ποιόν και την ένταση. Ποιόν του αισθήματος είναι το ι- διαίτερο γνώρισμα ή περιεχόμενο κάθε αισθήματος, που το διαφοροποιεί από τα άλλα. Το ποιόν του αισθήματος εξαρτάται και από την ειδική ενέργεια των νεύρων που διεγείρονται και από τη λειτουργία του κεντρικού νευρικού συστήματος όπου μεταβιβάζεται η διέγερση. Η 32

33 αίσθηση ένταση του αισθήματος εξαρτάται από τον βαθμό ζωηρότητας ή δύναμης των ερεθισμών που το προκαλούν. Από τη διάκριση των αισθημάτων βάσει των ε- ρεθισμών προκύπτουν δύο μεγάλες κατηγορίες αισθημάτων: τα οργανικά, τα κινητικά και της ισορροπίας, που προκύπτουν από τους ε- σωτερικούς ερεθισμούς, και τα αισθήματα της αφής (πίεσης, θερμοκρασίας, πόνου), γεύσης, όσφρησης, ακοής και όρασης. Τον όρο "αίσθημα" χρησιμοποιεί ο Whitehead, για να δηλώσει τον ενύπαρκτο και δημιουργικό χαρακτήρα της εμπειρίας. Ο όρος "αίσθημα" (feeling) έχει ευρύτατο περιεχόμενο και αναφέρεται σε κάθε επίπεδο της εμπειρίας, είτε συνειδητή είναι η εμπειρία αυτή είτε ασύνειδη. Η νοητική λειτουργία, λ.χ., είναι μία μορφή του αισθάνεσθαι που ανήκει, σε κάποιο βαθμό, σε όλες τις συντιθέμενες και αφομοιούμενες πραγματικότητες, σε όλες τις φάσεις της ε- μπειρικής δραστηριότητας. Βιβλιογρ.: Αριστοτέλους, Περί αισθήσειοςκαι αισθητών. Κ. Σπετσιέρη, Η ψυχική ζωή του ανθρώπου. Αθήναι, I960 - Α, Ν. Whitehead, Process and Reality. New York, the Macmillan Co., 1929 (The Free Press, New York. 1969). Λεων. Κ. Μπαρτζελιώτης αίσθηση. Η έννοια της αίσθησης έχει κατά καιρούς διαφορετικά ερμηνευθεί. Αλλοτε διακρίνεται ριζικά από την αντίληψη και άλλοτε ταυτίζεται με αυτήν άλλοτε νοείται ως συμφυής σχέση μεταξύ των συμβάντων και της διάρκειας και άλλοτε συνδέεται με τον δυϊσμό σώματος και ψυχής - άλλοτε ως αντανάκλαση της πραγματικότητας και των ιδιοτήτων του αντικειμενικού κόσμου και άλλοτε συνδέεται με την ψυχολογία, τη φυσιολογία και τη φαινομενολογία. Από εδώ και οι διαφορετικές και διαμετρικά αντίθετες θεωρίες για την αίσθηση και την αντίληψη. Από σύγχρονη σκοπιά θα πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ αίσθησης και αντίληψης. Η αίσθηση είναι αναγκαίος όρος για την αντίληψη, η δε αντίληψη είναι επαρκής όρος για την αίσθηση. Από γνωσ.οθεωρητική άποψη η αίσθηση υποδηλώνει την ύπαρξη ενός ανεξάρτητου αντικειμένου, η δε αντίληψη την ύπαρξη του παρόντος αντικειμένου και της πίστης μας σ' αυτό. Στην πραγματικότητα, όπως διαπιστώνουμε κατά την εξέταση του αισθήματος, ποτέ δεν έχουμε "αίσθημα" του συγκεκριμένου αντικειμένου, αλλά πάντοτε κάποια οπτική ή ακουστική αντίληψη που δεν αποτελείται από απλά ακουστικά ή οπτικά στοιχεία - η ίδια αποτελεί, ωστόσο, το απλούστερο γνωστικό γεγονός και την αφετηρία της εμπειρίας. Ειδικότερα, οι αισθήσεις είναι οι εντυπώσεις που προκύπτουν από τα ερεθίσματα των αντικειμένων επί των αισθητηριακών οργάνων του σώματος και των αισθητικών νεύρων. Τα αισθητήρια όργανα μεταβιβάζουν τους ερεθισμούς στη φλοιώδη ουσία του εγκεφάλου, όπου γεννώνται τα επιμέρους αισθήματα. Ο άνθρωπος έχει πέντε αισθήσεις: την όραση, την ακοή, την όσφρηση, τη γεύση και την αφή, στις οποίες οι νεότεροι ψυχολόγοι προσθέτουν τη γενική αίσθηση. Η σημασία των αισθήσεων και των αισθητηριακών οργάνων συνίσταται στο ότι δημιουργούν το πλαίσιο επικοινωνίας με τον κόσμο που μας περιβάλλει: τον φυσικό, τον κοινωνικό και τον πολιτισμικό. Από την επικοινωνία αυτή που είναι, κατά βάση, αντιληπτική διαδικασία, σχηματίζονται οι παραστάσεις που αποθησαυρίζονται με τη μνήμη ή δημιουργούνται νέες με τη φαντασία, ή, ακόμη, οδηγούν σε σύνθετες νοητικές διεργασίες -μέσω συγκρίσεων, διακρίσεων και συσχετισμών- στη δημιουργία των εννοιών, που αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο τού θεωρητικού οικοδομήματος, του λόγου και της μάθησης. Ο Δημόκριτος* είχε ήδη παρατηρήσει ότι τα "είδωλα" των πραγμάτων εισδύουν δια των αισθητηρίων στην ψυχή και συντελούν στην α- νάπτυξη της γνώσης. Ο Πλάτων*, παρόλο ότι απέδωσε στην αίσθηση τα ηρακλείτεια χαρακτηριστικά της ροής, της μεταβολής και του γίγνεσθαι, τα οποία παρεμποδίζουν την ανάπτυξη της επιστήμης, ο ίδιος, ωστόσο, δεν παρέλειψε να αποδώσει και κάποιο θετικό ρόλο σ' αυτήν, όταν εμφανίζει τα αισθήματα να επηρεάζουν τη γνωστική διαδικασία ως αφορμές γνώσεως, όταν δηλαδή αφυπνίζουν τη μνήμη και προκαλούν την ανάμνηση. Ο ίδιος φιλόσοφος εξυμνεί την αίσθηση της όρασης ως "εναργεστάτη" και "οξυτάτη" των αισθήσεων. Ο Αριστοτέλης* εντάσσει την αίσθηση στο πλαίσιο της φυσικής του, η δε συμβολή της στην α- πόκτηση της γνώσης είναι αποφασιστικής σημασίας, επειδή αυτή προσφέρει την ουσιαστική μορφή των πραγμάτων "άνευ της ύλης". Ετσι ο Σταγιρίτης, σε αντίθεση προς τον δυϊσμό του Πλάτωνος, κατά τον οποίον η αίσθηση αποτελούσε αυτόνομη μεσολαβητική λειτουργία, μεταφέρει την αφετηρία της αίσθησης από την ψυχή προς τα αισθητά αντικείμενα. Το πε- Φ.Α., Α-3 33

34 αισθησιαρχία ριεχόμενο των εικόνων της ψυχής έχει άμεση σχέση με την αίσθηση, η δε φαντασία τοποθετείται στη λειτουργία της αίσθησης και "ου γίγνεται άνευ αισθήσεως". Χωρίς την αίσθηση είναι αδύνατον στην ψυχή να ασκήσει την α- ντιληπτική της λειτουργία και τη δημιουργική της ενέργεια. Η μνήμη, επίσης, χρησιμοποιεί ουσιαστικά εικόνες και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να είναι αισθητική παρά νοητική λειτουργία. Κατά τη μεταριστοτελική περίοδο οι Στωικοί* με μεγάλη σαφήνεια ετόνισαν το γεγονός ότι η γνώση είναι η ικανότητα της ψυχής να αποτυπώνει τις εντυπώσεις των πραγμάτων τα οποία υποπίπτουν στις αισθήσεις μας. Όταν γεννηθεί ο άνθρωπος, ισχυρίζονται, έχει το η- γεμονικό μέρος της ψυχής "ώσπερ χάρτην ευεργόν εις απογραφήν", σαν λευκό χαρτί. Στους νεότερους χρόνους η διδασκαλία αυτή ανανεώθηκε από τον Τζ. Λοκ*, ο οποίος υπεστήριξε ότι δεν υπάρχει έννοια, ιδέα ή γνώση στην ανθρώπινη νόηση η τελευταία είναι λευκό χαρτί, όπου η εμπειρία εγγράφει αργότερα κάθε επιμέρους γνώση. Ο Λοκ δεν δέχεται μόνο γνώση που προέρχεται από την εξωτερική αίσθηση, αλλά και εσωτερική εμπειρία που προέρχεται από την εσωτερική αίσθηση. Κατά τη λενινιστική θεωρία της αντανάκλασης* οι αισθήσεις μάς δίδουν μια υποκειμενική, κατά το μάλλον ή ήττον πιστή, εικόνα των α- ντικειμενικών ιδιοτήτων των πραγμάτων, αν και οι διάφορες αισθήσεις δεν μπορούν να α- ποδώσουν με την ίδια ακρίβεια τις ιδιότητες αυτές. Η φαινομενολογική προσέγγιση της αίσθησης αντιλαμβάνεται την αισθητική ψυχή όχι απλώς ως ευρισκόμενη μέσα στο σώμα, αλλά εξ ολοκλήρου αναμειγμένη με το σώμα. Το ίδιο το σώμα είναι ολοκληρωτικά εμψυχωμένο και όλες του οι λειτουργίες συμβάλλουν στη σύλληψη των αντικειμένων. Η κατ' αίσθηση αντίληψη του εξωτερικού χώρου, παρατηρεί ο Merleau - Ponty, πραγματοποιείται με τη σωματική μας κατάσταση. Η "σωματική ή τοπική" μορφή παρέχει κάθε στιγμή μια σφαιρική, πρακτική και συγκεχυμένη έννοια της σχέσης μεταξύ του σώματος και των πραγμάτων, καθώς και του τρόπου κατά τον οποίο τα αντιλαμβανόμαστε. Το σώμα μας είναι η έκφρασή μας. Τέλος, κατά την οργανισμική ή συνδυαστική προσέγγιση της κατ' αίσθηση αντίληψης του Α. Ν. Whitehead, υπάρχουν δύο μορφές ε- πικοινωνίας μας με τον εξωτερικό κόσμο, η "αιτιώδης αποτελεσματικότητα", που είναι πρωτογενής, και η "παραστατική αμεσότητα", που είναι δευτερογενής. Η πρώτη προσφέρει τα αισθήματα, τα οποία είναι "ασαφή, ανεξέλεγκτα και συγκεχυμένα", τη γενική αίσθηση της ύ- παρξής μας 1 η δεύτερη προσφέρει τα "αντιληπτικά δεδομένα", τα οποία είναι σαφή, ορισμένα και ελεγχόμενα. Στην πρώτη περίπτωση είμαστε παθητικοί δέκτες των αντιληπτικών αισθημάτων, ενώ στη δεύτερη περίπτωση προσαρμόζουμε ενεργητικά τα αντιληπτικά μας αισθήματα προς τον κόσμο. Βιβλιογρ.: Θ. Βορέα. Ψυχολογία. Αθήναι. 1942'.- Πλάτωνος, Θεαίτητος. Αριστοτέλους, Περί ψυχής. του Ιδιου, Περί μνήμης και αναμνήσεις. John Locke. An essay concerning human understanding, ίκδ. D. S. Yolton. London, Β. I. Λένιν, Υλισμός και εμπειριοκριτικισμός, "Απαντα", τόμ Μ. Merleau - Ponty. The primacy of perfection and other essays, έκδ. J. M. Edie. North - Western University A. N. Whitehead. Symbolism, its meaning and etfect. New York. The Macmillan Co Λεων. Κ. Μπαρτζελιώτης αισθησιαρχία (ή αισθησιοκρατία ή σενσουαλισμός). Θεωρία της γνωσιολογίας κατά την οποία όλες οι ανθρώπινες γνώσεις, οι ιδέες και ο ψυχικός κόσμος ακόμη, για μοναδική πηγή τους έχουν τις αισθήσεις αληθινά και υπαρκτά είναι όσα γίνονται αντιληπτά από τις αισθήσεις - κανένα έμφυτο ψυχικό στοιχείο δεν υπάρχει. Πρόκειται ουσιαστικά για μιαν υλιστική θεωρία, εφόσον ως μόνη πραγματικότητα δέχεται τον υλικό κόσμο. Μ' αυτή την έννοια βρίσκεται παράπλευρη προς τον εμπειρισμό*, σύμφωνα με τον οποίο κάθε γνώση παράγεται άμεσα από την εμπειρία, αλλά και σε αντίθεση προς τη νοησιαρχική ή ορθολογική θεωρία, κατά την οποία πηγή και κριτήριο της αληθινής γνώσης είναι μόνον η καθαρή νόηση. Οι αρχές της αισθησιαρχίας ανάγονται στην ελληνική αρχαιότητα και πρωτεργάτες της είναι οι Σοφιστές*. Ο πιο αντιπροσωπευτικός από αυτούς, ο Πρωταγόρας*, ταυτίζει τη γνώση με την αίσθηση και θεωρεί τον άνθρωπο, με την αυτοτελή λειτουργία της συνείδησης, μέτρο μιας πραγματικότητας που διαρκώς μεταβάλλεται. Αλλά αντιμετωπίζει τη σκληρή κριτική του Πλάτωνα' στον Θεαίτητο', όπου ε- πισημαίνεται ότι παραγνωρίζει άλλες πηγές γνώσης, όπως η μνήμη και η κρίση. Ακολούθησε όμως ο Επίκουρος* και έδωσε καθαρά υλιστικό χαρακτήρα στην αισθησιαρχία, σε μια προσπάθεια να καλύψει τα κενά της θεωρίας του Πρωταγόρα, στην οποία παρατηρούνται 34

35 και στοιχεία ιδεαλισμού. Παρόμοιες τάσεις κάνουν την εμφάνιση τους παράλληλα και σε μερικούς Στωικούς* και Κυρηναίκούς*. Συγκροτημένη σε αυτοδύναμο σύστημα, η αισθησιαρχία, με σαφώς διαμορφωμένα τα ρεύματα της υλιστικής και ιδεαλιστικής αισθησιαρχίας, παρουσιάζεται κατά τους νεότερους χρόνους μεταξύ 17ου και αρχών 19ου αιώνα. Η υ- λιστική αισθησιαρχία εκπροσωπείται τώρα από τους επιφανείς Αγγλους φιλοσόφους Θωμά Χομπς*, Δαυίδ Χιουμ*, Τζον Λοκ*. Βάση της θεωρίας του τελευταίου ήταν ότι στο ανθρώπινο πνεύμα δεν υπάρχει καμιά έμφυτη ιδέα και ότι όλες οι γνώσεις προέρχονται από εσωτερική ή εξωτερική εμπειρία. Διασημότεροι όμως στον χώρο αυτό υπήρξαν οι φιλόσοφοι του γαλλικού Διαφωτισμού* Κοντιγιάκ*, Λαμεττρί*, Ελβέτιος*, Ντιντερό*, Χολμπάχ*. οι οποίοι διακηρύττουν ότι βάση της γνώσης στο σύνολό της είναι οι αισθήσεις και ότι αυτές συνδέονται με τον αντικειμενικό κόσμο, που είναι η πηγή από όπου αντλούν το υλικό τους. Με τη θεωρία τους αυτή προσπαθούν να διορθώσουν τα αδύνατα σημεία των Αγγλων θεωρητικών της αισθησιαρχίας, τα οποία επιχείρησε να εκμεταλλευθεί ο Μπέρκλεϋ*, υποστηρίζοντας ότι δεν υπάρχει αντικειμενικός κόσμος και ότι οι παραστάσεις δεν έχουν υπόσταση έξω από τη συνείδηση μας (υποκειμενικός ιδεαλισμός*). Πλάι στους Γάλλους υλιστές έρχεται να συνταχθεί και ο Γερμανός Φόυερμπαχ*, με τον οποίο η αισθησιαρχία αποκτά και στοιχεία ορθολογισμού. Κάποια διαφοροποίηση, αντίθετα, σημειώνεται με τους οπαδούς της εμπειριοκρατίας, όπως τον Αυστριακό Ερν. Μαχ* και τον Γερμανό Αβενάριους*, οι οποίοι αποκρούουν την ουσιαστική διάκριση μεταξύ νόησης και εξωτερικού κόσμου. Τέλος, με τον Μαρξ* κάνει την εμφάνισή του ο διαλεκτικός υλισμός*, ο οποίος δέχεται ότι οι αισθήσεις φωτογραφίζουν τον εξωτερικό κόσμο, αλλά δεν υ- ποτιμά και τη λογική πλευρά της γνώσης. Από τη συνεργασία των αισθήσεων και της αφηρημένης σκέψης προκύπτει, κατά τον Μαρξ, η α- ντικειμενική αλήθεια. J. Locke, An essay concerning human understanding, G. Berkley. Treatise concerning the Principles ol Human Knvowledge. Απ. Τζαφερόπουλος αισθητική αισθητική. Κλάδος της φιλοσοφίας, που τα όρια του αντικειμένου και το εύρος του πεδίου του έχουν χαρτογραφηθεί με διαφορετικούς τρόπους, η αισθητική δεν παρέχει τη δυνατότητα ακριβούς και ικανοποιητικού ορισμού της, αφού ορίζεται άλλοτε ως επιστήμη ή μελέτη του ωραίου και των ωραίων αντικειμένων ή μελέτη της τέχνης ή ορισμένων καταστάσεων του νου, και άλλοτε ως φιλοσοφική μελέτη του αισθητικού. Ο όρος αισθητική δηλώνει τη συστηματική διερεύνηση προβλημάτων που θέτουν η θεώρηση, δημιουργία και αξιολόγηση του ωραίου κάθε φορά που το πνεύμα έρχεται σ' επαφή με τον κόσμο της φύσης και της τέχνης ή τη συστηματική, ιστορικά προσανατολισμένη, ανάλυση και ερμηνεία των διαδικασιών της αισθητικής δημιουργίας και ανταπόκρισης των αντικειμένων τους, τόσο των φυσικών όσο και των δημιουργημένων από τον άνθρωπο. Οσοι ταυτίζουν την αισθητική με τη φιλοσοφία της τέχνης την ορίζουν ως φιλοσοφικό κλάδο που ασχολείται με τη δημιουργία, αξιολόγηση και εμπειρία της τέχνης και με την ανάλυση προβλημάτων που σχετίζονται μ' αυτές. Ο όρος αισθητική, που είναι φανερό ότι προήλθε από την ελληνική λέξη αίσθηση και συνδέεται άμεσα με την ενέργεια του αισθάνεσθαι, συνιστά νεολογισμό που η εισαγωγή του στη φιλοσοφική ορολογία στα μέσα του 18ου αιώνα οφείλεται στον γερμανό φιλόσοφο Alexander Baumgarten* ( ), ο οποίος, ορίζοντας την αισθητική ως "τη θεωρία των ελευθερίων τεχνών... επιστήμη της αισθητηριακής γνώσης", χρησιμοποίησε τη λέξη για νά δηλώσει την επιστήμη που ασχολείται με τη διερεύνηση του ωραίου της φύσης και της τέχνης. Οι ιστορικοί της αισθητικής διαφωνούν, ωστόσο, για το αν η επιστήμη αυτή γεννήθηκε στη Γερμανία με τον Baumgarten, που προσπάθησε στα μέσα του 18ου αιώνα να διερευνήσει τον τρόπο με τον οποίο επιτυγχάνεται η τελειότητα της αισθητηριακής γνώσης, ή στην Αγγλία, στις αρχές του 18ου αιώνα, με τον Antony Cooper, Earl of Shaftesbury, που διέκρινε την αισθητική εμπειρία από άλλα είδη ε- μπειρίας, ή, τέλος, στην Ιταλία με τον Giambatista Vico, που ανύψωσε την ποιητική φαντασία στο ίδιο επίπεδο με την επιστημονική διάνοια. Το ότι η αισθητική απέκτησε την αυτοτέλειά της κατά τον 18ο αιώνα, όταν περιγράφηκε με τον όρο αυτό μια πνευματική δραστηριότητα, τούτο δεν σημαίνει βέβαια ότι ο αισθητικός στοχασμός δεν ήταν επίκαιρος σε προγενέστερες εποχές. Μολονότι το θέμα των απαρχών του αισθητικού στοχασμού είναι συζητήσιμο, ωστόσο η αντίληψη, δημιουργία και αξιολόγηση κάθε αντικειμένου που παρουσιά- 35

36 αισθητική ζει αισθητικό ενδιαφέρον απασχόλησε ιδιαίτερα την κλασική αρχαιότητα κατά την οποία ο φιλοσοφικός στοχασμός εκτείνεται στη διερεύνηση προβλημάτων που αναφέρονται στην έννοια του ωραίου και δευτερευόντως στην έννοια της τέχνης, η οποία συχνά παίζει απλώς επικουρικό ρόλο στην πραγμάτευση του ωραίου και περιορίζεται σε μια μεμονωμένη καλλιτεχνική μορφή. Κατά την εποχή αυτή οι συζητήσεις για το ωραίο συνδέονται πρωταρχικά με τη γνωσιοθεωρία και την οντολογία ή με την ηθική και τη λογική. Ο Πλάτων* α- νέπτυξε μια μεταφυσική θεωρία του ωραίου, όπως φανερώνουν οι αναφορές του στο απόλυτο ωραίο (Φαίδων', Φαιδρός', Πολιτεία') ή στο ιδεατό ωραίο (Συμπόσιο'). Κατά την πλατωνική αντίληψη το ωραίο, που ταυτίζεται με το αγαθό, δεν είναι τόσο αισθητό όσο νοητό, ιδέα αυθύπαρκτη, ένα καθαρά ιδεατό αντικείμενο της συνείδησης. Τη μεταφυσική αυτή α- ντίληψη αποδέχεται ο Αριστοτέλης*, ο οποίος θεωρεί το ώραίο όχι ως ιδέα αλλά ως αντικειμενική λογική οντότητα που διέπεται από τάξη και συμμετρία και διακρίνεται από το αγαθό, ε- πειδή αυτό συνδέεται πάντοτε με κάποια σκοπιμότητα. Οι μεταφυσικές θεωρίες του ωραίου του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη συνδέονταν με τον κόσμο της κοινωνικής πραγματικότητας, ωστόσο η πλατωνική διάκριση του κοινωνικού και του ιδεατού άνοιξε τον δρόμο στις μυστικιστικές θεωρήσεις του νεοπλατωνισμού*. Στη φιλοσοφία του Πλωτίνου* η έννοια του ωραίου και αυτή της τέχνης παραμένει κεντρική. Η αντίληψή του για την ιεραρχία των εκδηλώσεων του ωραίου και την υπεροχή του νοητού κάλλους έναντι του αισθητού επηρέασε τη μεσαιωνική αλλά και τη νεότερη φιλοσοφική διανόηση. Τόσο οι φιλόσοφοι όσο και οι ιστορικοί της αισθητικής θεωρούν ότι ο Μεσαίωνας δεν παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον από άποψη καθαρά αισθητικού προβληματισμού. Ωστόσο, μολονότι το αισθητικό ενδιαφέρον ελαττώνεται, το ωραίο, συνδεόμενο πλέον με τον θεό και όχι με την τέχνη, εξακολουθεί να κατέχει κεντρική θέση στις φιλοσοφικές συζητήσεις, αφού ο πλατωνικός μυστικισμός του Bonaventura* και ο αριστοτελικός ρεαλισμός του Ακινάτη* συνδέονται πλέον μ' έναν θεολογικό προσανατολισμό. Στα διακόσια χρόνια που μπορούν, αν και κάπως αυθαίρετα, να χαρακτηρισθούν ως Αναγέννηση ( ) αναπτύσσονται κριτικές θεωρίες της τέχνης που τταδιακά απήλλαξαν τη φιλοσοφική αισθητική από τον κλοιό της θεολογίας, και σ' αυτό βοήθησαν το πνεύμα και οι αντιλήψεις του νεοπλατωνισμού' σκοπός της τέχνης είναι το ωραίο, το οποίο αυτό καθ' αυτό είναι μια αξία αρμονικής αναλογίας, που προκύπτει από τον κόσμο της τέχνης. Στη νεοκλασική περίοδο, ιδιαίτερα στον 16ο και 17ο αιώνα, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στις προϋποθέσεις του ωραίου, που αναπτύσσονται διεξοδικά, τυποποιούνται και επικυρώνονται θεσμικά από τις νέες "Ακαδημίες". Γράφονται τότε ποικίλες πραγματείες αφιερωμένες σε ε- πιμέρους τέχνες ή είδη τα οποία υπόκεινται σε "κανόνες" εγγενείς στην ιδιαίτερη φύση και λειτουργία της κάθε τέχνης. Στον 18ο αιώνα το ωραίο δεν είναι πια η κεντρική έννοια της φιλοσοφικής αισθητικής αλλά αντιπροσωπεύει απλώς ένα είδος εμπειρίας ανάμεσα στις άλλες, που ορίζεται και α- ναλύεται μόνο αν αναφερθεί στην έννοια της αισθητικής αντίληψης. Η εξέγερση εναντίον των κανόνων γίνεται στο όνομα της ανταπόκρισης του δέκτη αντιλήπτορα προς το ωραίο. To Oxford English Dictionary ορίζει την αισθητική ως "φιλοσοφία ή θεωρία της καλαισθησίας ή ως την αντίληψη του ωραίου στη φύση και στην τέχνη", ορισμός που προσδιορίζει την προβληματική της αγγλικής φιλοσοφικής διανόησης του 1θου αιώνα. Οι εκπρόσωποι της ε- μπειριστικής αισθητικής, εκφράζοντας ορθολογιστικές, ενορατικές και αισθησιοκρατικές τάσεις και συνδέοντας την αισθητική με τη γνωσιοθεωρία και την ψυχολογία (Shaftesbury, Hutcheson, Hume*, Burke, Gerard, Reid, Smith, Blair, Alison, Lord Karnes), ασχολούνται με προβλήματα της φιλοσοφικής αισθητικής και της λογοτεχνικής κριτικής και για πρώτη φορά διακρίνουν με τρόπο σαφή διάφορα είδη αισθητικής ανταπόκρισης που προκαλούνται από τα αντικείμενα που εκάστοτε προσελκύουν το ενδιαφέρον του δέκτη αναλύοντας, εκτός από το ωραίο, έννοιες όπως υψηλό, γραφικό, τραγικό, κ.ά. Με αυτούς η αισθητική από αντικειμενική αποβαίνει υποκειμενική, αν και από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα ο διαχωρισμός υ- ποκειμενιστικών και αντικειμενιστικών θεωριών, οι οποίες συνδέονται άμεσα με το ερώτημα αν οι αισθητικές κρίσεις αφορούν μια εγγενή ποιότητα του αντικειμένου ή μια στάση του νου, παραμένει ένα πρόβλημα που δεν έχασε ποτέ την επικαιρότητά του. Αν και η καθιέρωση της αισθητικής ως ξεχωρι- 36

37 αισιοδοξία και απαισιοδοξία στού κλάδου της φιλοσοφίας αποδίδεται στον Baumgarten, σ" αυτήν φαίνεται ωστόσο ότι συνέβαλε πρωτίστως ο Kant*, ο οποίος τόνισε την ανεξαρτησία της αισθητικής συνείδησης στον χώρο της ανθρώπινης εμπειρίας και θεώρησε την αισθητική κρίση, που δεν είναι ούτε θεωρητική (δηλαδή γνωστική) ούτε πρακτική (δηλαδή ηθική), ως κρίση συναισθήματος και συναίσθημα κρίσης, που παρείχε τη δυνατότητα σύνδεσης θεωρίας και πράξης και συμφιλίωσης των κόσμων της φύσης και της βούλησης. Η αισθητική θεωρία του Kant, που οριοθετεί το τέλος της παραδοσιακής αισθητικής, βρήκε την καλύτερη έκφραση της στο έργο μεταγενέστερων γερμανών φιλοσόφων (Schiller*, Schopenhauer*, Hegel*). Από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα η αισθητική, κρινόμενη στο πλαίσιο των αισθητικών θεωριών που διατυπώθηκαν, εκπροσωπείται από διάφορες τάσεις. Η ρομαντική αισθητική χαρακτηρίζεται ως αισθητική του συναισθήματος και επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στην ανάλυση της φαντασίας και της τέχνης, διερευνά τη σχέση του καλλιτέχνη με την τέχνη και τον ρόλο της στην ανθρώπινη κοινωνία. Την εποχή αυτή καθιερώνεται και ο όρος "αισθητισμός", που στην ευρύτερη σημασία του δηλώνει αφοσίωση στην ομορφιά σε αναφορά προς τις τέχνες και ειδικότερα τη λογοτεχνία. Με το δόγμα "η τέχνη για την τέχνη" καλλιτέχνες και κριτικοί διεκδικούν την ελευθερία της καλλιτεχνικής έκφρασης και επιδιώκεται η αυτονομία της τέχνης από την ηθική, την πολιτική, τη θρησκεία. Η αισθητική του 19ου αιώνα χαρακτηρίζεται από ρομαντισμό*, ιδεαλισμό*, ρεαλισμό* και επιστημονισμό*. Η αισθητική αποβαίνει "επιστημονική" και "πειραματική" και συνδέεται πλέον όχι μόνο με κλάδους της φιλοσοφίας αλλά και με επιστήμες όπως η φυσιολογία, η ψυχολογία, η ψυχιατρική, η βιολογία, η εθνολογία και η κοινωνιολογία. Ο σύγχρονος αισθητικός προβληματισμός μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ιδεοκρατικός και πραγματοκρατικός και έχει καρπωθεί τα διδάγματα μεγάλων συνθετικών διανοιών και πρωτότυπων ερμηνευτών των αισθητικών προβλημάτων (Dessoir, Croce*, Santayana*, Dewey*). Ο ιδεαλισμός βρίσκεται διάχυτος στη φαινομενολογική, υπαρξιστική και ψυχαναλυτική αισθητική, ο πραγματισμός στην πειραματική και μαρξιστική. Η αναθεωρητική μορφή της τελευταίας εκφράζεται από τους εκπροσώπους της Σχολής της Φραγκφούρτης (Adomo*, Marcuse*, Benjamim). Οι σημειολογικές προσεγγίσεις των φαινομένων της τέχνης (Cassirer*, Langer, Morris) άνοιξαν νέους ορίζοντες στη σύγχρονη αισθητική, η οποία ως εμπειρική επιστήμη παραμένει, τουλάχιστον στον αγγλοσαξωνικό χώρο, "επιστημονική" και "αναλυτική" (Wittgenstein*). Εργο της τελευταίας είναι η κριτική εξέταση βασικών εννοιών και παραδοχών που υπεισέρχονται σ' όλες τις δοξασίες και κρίσεις μας, ειδικότερα αυτών που αφορούν στην τέχνη. Η αναλυτική αισθητική είναι, σε τελική ανάλυση, λογική της αισθητικής αξιολόγησης και κρίσης. Η προσέγγιση της αισθητικής είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί με διάφορους τρόπους που την καθιστούν κοινωνιολογική, ψυχολογική, κριτική ή ιστορική. Σήμερα, εκτός από τη φιλοσοφικά θεμελιωμένη αισθητική, γίνεται λόγος για βιομηχανική, τεχνολογική ή περιβαλλοντική αισθητική. Οποιοδήποτε η σύγχρονη αισθητική ούτε μεταφυσική του ωραίου ή αισθητισμός, ούτε κανονιστική ή μόνο εμπειρική επιστήμη είναι, αλλά κυρίως αξιολογούσα φιλοσοφική ενασχόληση που ενδιαφέρεται για όλο το φάσμα των αισθητικών φαινομένων, και ειδικότερα για την τέχνη και την κριτική της. Βιβλιογρ.: Μ. Beardslew. Ιστορία των αισθητικών θεωριών, μετάφρ. Δ. Κούρτοβικ - Π. Χριστοδουλίδη. Νεφέλη, Αθήνα, Ε. Μουτσύπουλος, Φιλοσοφικοί προβληματισμοί, τόμ. Α', Αθήνα Κ. ΚωβαΙος, Η γραμματική του αισθητικού λόγου, G. Hospers, Problems ol Estetics, Enc. Philo., v. 1, Αθαν. Γλυκοφρύδη - Λεοντσίνη αισιοδοξία και απαισιοδοξία. Με τις έννοιες αυτές αποδόθηκαν οι διεθνείς φιλοσοφικοί όροι οτττιμισμός και πεσσιμισμός. Αισιοδοξία είναι φιλοσοφική θεωρία περί του κόσμου και του βίου κατά την οποία ο κόσμος είναι ο τελειότατος των δυνατών κόσμων και κυβερνιέται από το αγαθό ως δημιούργημα του Θεού. Θρησκευτική φιλοσοφική αντίληψη κατά βάση, η αισιοδοξία διακηρύχθηκε από τις κύριες θρησκείες της ανθρωπότητας (Χριστιανισμός*, Ιουδαϊσμός*, Μωαμεθανισμός*) ως τρόπος ζωής. Πολύ νωρίτερα όμως καλλιεργήθηκε από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία (Προσωκρατικοί*, Πλάτων*, Αριστοτέλης*, Στωικοί*, Κυρηναϊκή Σχολή*, Δημόκριτος*, Επίκουρος*). Θεμελιωτής όμως της μεταφυσικής αισιοδοξίας υπήρξε κατά τους νεότερους χρόνους ο Γερμανός Λάιμπνιτς*, και ακολούθησαν οι Τζιορντάνο Μπρούνο*, Καρτέσιος", Σπινόζα*, Καντ*, Γκαίτε* κ.ά. Αισιόδοξοι είναι και οι πε- 37

38 Αισχίνης ο Σφήττιος ρισσότεροι από τους μεταγενέστερους φιλοσόφους, όπως ο Νίτσε*, ο Μπερξόν* κ.ά. Στον αντίποδα της αισιοδοξίας βρίσκεται η α- παισιοδοξία κατά την οποία ο κόσμος είναι ο χειρότερος μεταξύ αυτών που υπήρξαν ή υ- πάρχουν, διότι το κακό υπερισχύει του καλού και η ζωή είναι γεμάτη συμφορές και οδύνη η μόνη πραγματικότητα του βίου είναι ο πόνος, ενώ η φύση είναι αδιάφορη, τόσο για το ηθικό καλό ή κακό όσο και για την ευτυχία ή δυστυχία των δημιουργημάτων, ώστε η ανυπαρξία να είναι προτιμότερη και ο θάνατος απολύτρωση. Οπαδοί της απαισιοδοξίας κατά την αρχαιότητα ήταν οι Θέογνις, Ηγησίας ο Πεισιθάνατος*, Πρόδικος", Αντιφών*. Από τις θρησκείες ο Βουδισμός* κυριαρχείται από τη μεταφυσική απαισιοδοξία, διότι, κατ' αυτόν, ο κόσμος είναι πλάνη, ψέμα, ματαιότητα, θλίψη και αθλιότητα. Κατά τους νεότερους χρόνους ο επισημότερος κήρυκας της απαισιοδοξίας υπήρξε ο Σοπενάουερ*, ο οποίος τη διδάσκει ως τρόπο ζωής. Αλλοι απαισιόδοξοι είναι ο μαθητής του Χάρτμαν*, ο Βολταίρος* και μερικοί ποιητές, όπως ο Ιταλός Λεοπάρντι και ο δικός μας Δημ. Παπαρρηγόπουλος. Μεταξύ των δύο αυτών, εκ. διαμέτρου αντίθετων, θεωριών βρήκε έδαφος να καλλιεργηθεί και μία τρίτη, η "βελτιοδοξία". Με την έννοια αυτή αποδόθηκε ο διεθνής φιλοσοφικός όρος meliorismus, που οφείλεται στην Αγγλίδα μυθιστοριογράφο Μαρία Αννα Εβανς, γνωστή με το ψευδώνυμο Τζωρτζ Έλλιοτ. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, ο κόσμος και η ζωή δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ούτε με αισιοδοξία ούτε με απαισιοδοξία, αλλά με την αντίληψη ότι ο κόσμος βελτιώνεται και ότι στο χέρι του ανθρώπου είναι να καλυτερεύσει τη ζωή του μέσα στον κόσμο αυτό. Κατά τον φιλόσοφο και κοινωνιολόγο Ερβέρτο Σπένσερ*, η ζωή μέσω της εξέλιξης θα φθάσει κάποτε να παρέχει περισσότερη ηδονή παρά οδύνη για την εξέλιξη αυτή επικαλείται το προηγούμενο του αρχικού άμορφου νεφελώματος, που διαμορφώθηκε με την πάροδο του χρόνου στον τέλειο κόσμο μας, καθώς και την εξέλιξη των αρχικών ατελών μονοκυττάρων οργανισμών σε πολυπλοκότερες και τελειότερες μορφές ζωής. Η εξέλιξη αυτή προς το καλύτερο μπορεί να επιτευχθεί με την προσπάθεια των ανθρώπων, κατά τον Αγγλο φιλόσοφο Ιάκωβο Σώλλυ, ο οποίος με την εκδοχή του αυτή αναβαθμίζει τον ρόλο του ανθρώπου στη διαδικασία βελτίωσης του κόσμου και της ζωής. Τη θεωρία της βελτιοδοξίας τη συμμερίζονται επίσης ο Βουντ*, ο Γκολντσάιντ* κ.ά. Βιβλιογρ.: G. Jung - W. Ziegenfuss, Philosophisches Lexicon. J. Sully. Pessimisme (1877).- Χ. Ανδρούτσου. Σύστημα ηθικής (1925). An. Τζαφερόπουλος Αισχίνης ο Σφήττιος (περίπου π.χ.). Μαθητής του Σωκράτη* και φίλος του Αρίστιππου του Κυρηναίου*, γνωστός ως συγγραφέας "σωκρατικών" διαλόγων, όμοιων με τους πλατωνικούς. Χαρακτηριστικά αυτών των έργων ήταν, όπως πιστεύεται, η πιστότητα στην απόδοση του σωκρατικού ήθους και των παραστατικών εκφραστικών τρόπων του Σωκράτη. Από αυτά έχουν περισωθεί αποσπάσματα. Βιβλιογρ.: Β. Ehlers, Eine vorptatonische Deutung des sokratischen Eros. Der Dialog 'Aspasia' des Sokratikers Aischines. Munchen. Beck 1966 (Zetemata 41). E.N. Ρούσσος αίτημα (λατ. postulatum). Πρόκειται για θέση (κρίση, απόφανση) η οποία διατυπώνεται με μία καταφατική πρόταση και η οποία αποτελεί βασικό συστατικό του αξιωματικού μέρους μιας επιστημονικής θεωρίας. Το νοηματικό περιεχόμενο κάθε αιτήματος προσιδιάζει στο α- ξιωματικό πλαίσιο στο οποίο ανήκει. Έτσι τα αιτήματα δεν ανήκουν στα λογικά αξιώματα τα οποία είναι κοινά για όλες τις επιστημονικές θεωρίες. Από την άλλη πλευρά, στα πλαίσια της επιστημονικής θεωρίας στην οποία ανήκουν, θεωρούνται, και είναι προφανώς, αληθή. Αυτό σημαίνει ότι, τουλάχιστον από πλευράς αλήθειας, ο ρόλος του αιτήματος είναι εντελώς ανάλογος προς αυτόν του αξιώματος. Χρησιμεύουν όπως και τα αξιώματα για την ε- ξαγωγή θεωρημάτων μέσω αποδεικτικών κανόνων, στα οποία θεωρήματα μεταφέρεται η αλήθεια των αξιωμάτων ή αιτημάτων από τα οποία προκύπτουν. Στις σύγχρονες επιστημονικές θεωρίες, ιδιαίτερα στις μαθηματικές, δεν χρησιμοποιείται πλέον ο όρος "αίτημα", αλλά ο όρος "αξίωμα" για όλες τις αρχικά αποδεκτές ως αλήθειες προτάσεις της αντίστοιχης επιστημονικής θεωρίας. Η παραδοσιακή χρήση του όρου, σύμφωνη και με την αρχαία παράδοση την προερχόμενη από τα Στοιχεία του Ευκλείδη, συνδέεται με την άποψη ότι τα αιτήματα σε σχέση με τα αξιώματα αποτελούν τις βασικότερες από τις αρχικές θέσεις στις οποίες στηρίζεται η εκάστοτε συγκεκριμένη επιστημονική θεωρία. Παραδείγματα αιτημάτων είναι η αρχή της αδράνειας στην κλασική φυσι- 38

39 αίτιο και αιτιατό κή, η αρχή της σταθερής και ανεξάρτητης από συστήματα αναφοράς ταχύτητας του φωτός στη σχετικιστική (ρελατιβιστική) φυσική και το αίτημα των παραλλήλων στην Ευκλείδεια Γεωμετρία, σύμφωνα με το οποίο από σημείο εκτός ευθείας άγεται ακριβώς μία μόνο ευθεία παράλληλη προς την πρώτη. Δίον. Αναπολιτάνος αιτία και αποτέλεσμα, βλ. αίτιο και αιτιατό. αιτιατό, βλ. αίτιο και αιτιατό. αίτιο και αιτιατό (αποτέλεσμα). Απλή παρατήρηση των φυσικών φαινομένων (π.χ. της βροχής ή της ροής των υδάτων στην κοίτη ενός ρυακιού) προσφέρει στον παρατηρητή τις ακόλουθες εντυπώσεις: τα φαινόμενα αυτά παρουσιάζουν "ομοιομορφία" και "αλληλουχία" σταθερή, έτσι που η εμφάνιση ενός φαινομένου γεννά την προσδοκία ότι θα ακολουθήσει και το επόμενο της σειράς (αλληλουχίας). Λόγουχάρη, αν η θερμοκρασία πέσει για πολλές ώρες κάτω από το μηδέν, παγώνει το νερό στο ρυάκι - και, αντίστροφα, αν η θερμοκρασία α- νέλθει μερικούς βαθμούς πάνω από το μηδέν για αρκετές ώρες λιώνει ο πάγος στο ρυάκι και γίνεται τρεχούμενο νερό, προς τα εκεί που ο- δηγεί η κλίση του εδάφους. Η επανάληψη της ίδιας παρατήρησης οδηγεί σε κάποια συμπεράσματα (που απορρέουν από την "ομοιομορφία των φαινομένων", τη "σταθερή αλληλουχία"). Τα φαινόμενα που εντάσσονται σε μια αλληλουχία φαίνονται να έχουν μια εσωτερική σχέση: κάθε επόμενο φαίνεται να γεννιέται από το προηγούμενο, το ένα έχει πι δύναμη να προκαλεί το άλλο' η άνοδος της θερμοκρασίας συνεπιφέρει τήξη (λιώσιμο) του πάγου, η πτώση θερμοκρασίας συνεπιφέρει πήξη του νερού σε πάγο. Το φαινόμενο που προηγείται ονομάζεται "αίτιο" και φαίνεται να απαιτεί ("αιτεί") τη συνέχειά του, να ακολουθήσει δηλαδή το αποτέλεσμα ή "αιτιατό". Το φαινόμενο της σταθερής ακολουθίας αιτίου αιτιατού ονομάζεται "αιτιότητα" και η σχέση που συνδέει το αίτιο και το αιτιατό λέγεται "αιτιώδης". Η έννοια της αιτιότητας οδηγεί στη σκέψη ότι για κάθε φαινόμενο μπορεί να αναζητηθεί ένα άλλο ως αίτιο που προηγείται και ακόμη ένα που ακολουθεί ως αιτιατό. Αν αυτή η σκέψη - παρατήρηση αληθεύει και αν γενικευτεί, οδηγεί λογικά στο συμπέρασμα ότι όλα τα φαινόμενα της φύσης εντάσσονται σε μια ενιαία και ατελεύτητη αλληλουχία, όπου κανένα φαινόμενο δεν συμβαίνει χωρίς αίτιο και α- ποτέλεσμα (παρατήρηση του Λεύκιππου*: "ουδέν χρήμα μάτην γίγνεται, αλλά πάντα εκ λόγου τε και υπό ανάγκης"). Λογική συνέπεια της ομοιομορφίας και αλληλουχίας των φαινομένων είναι τούτη: η αιτιώδης σχέση που συνδέει κάθε προηγούμενο με το επόμενό του (αίτιο - αιτιατό) είναι αναγκαία, εκφράζει "φυσική αναγκαιότητα" και είναι καθοριστική για το τι πρόκειται κάθε φορά να α- κολουθήσει ως αιτιατό ενός ορατού αιτίου. Είναι τέτοια η βεβαιότητα του νου, ώστε μέσα σε κάθε αίτιο μπορεί να διακρίνει το αιτιατό ("πρόβλεψη") και μέσα στο αιτιατό να αναζητήσει το αίτιο ("εξήγηση"). Αν μάλιστα κατορθωθεί η μέτρηση αιτίου και αιτιατού διαπιστώνεται εξίσωση, που σημαίνει ότι η αιτιώδης σχέση μπορεί να διατυπωθεί ως "νόμος" με α- ριθμητική, ποσοτική έκφραση. Λογουχάρη, αν αφεθεί κάποιο σώμα βάρους 1000 γραμμαρίων να πέσει στο έδαφος από ύψος 20 μ., θα φτάσει στο έδαφος με επιτάχυνση / τελική ταχύτητα τόση (X) και θα προσκρούσει με ορμή τόση (Ψ). Η αιτιώδης σχέση εκφράζει φυσική αναγκαιότητα. Η γνώση των νόμων που διέπουν τη φύση δίνει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να αξιοποιεί τη φυσική αιτιότητα / αιτιώδη σχέση για την ε- ξυπηρέτηση των σκοπών του (όλη η τεχνολογία βασίζεται σ" αυτή την προσδοκία και σκοπιμότητα). Και πάντα η διερεύνηση της φύσης προσφέρει ανείπωτη γοητεία. Ο Δημόκριτος* έλεγε ότι θα προτιμούσε να βρει την αιτία ενός φαινομένου παρά να κερδίσει τη βασιλεία των Περσών (τους θησαυρούς της γης, θα λέγαμε σήμερα). Πάντως, η αναζήτηση του αιτίου και ο ποσοτικός προσδιορισμός της σχέσης του με το αποτέλεσμα, καθώς και η επιμέτρηση όλων των συνθηκών που συνοδεύουν και διευκολύνουν την αιτιακή σχέση είναι τα αναγκαία συστατικά του επιστημονικού λόγου. Όταν η επιστημονική αναζήτηση αδυνατεί να προσδιορίσει την αιτία ενός φαινομένου, επικαλείται μια δύναμη αόρατη: την "τύχη". Από τους παλαιούς χρόνους αμφισβητήθηκε η ύ- παρξη της- ο Δημόκριτος έγραψε (απόσπ. 11): "Ανθρωποι τύχης είδωλον επλάσαντο πρόφασιν ιδίης αβουλίης". Η νεότερη Φυσική σε φαινόμενα μικροφυσικής επικαλέστηκε την αρχή της "απροσδιοριστίας" (παραδοχή ότι υπάρχουν φαινόμενα που δεν μπορούν να προσδιοριστούν τα αίτιά τους ή τα αποτελέσματά 39

40 αιτιοκρατία τους). Μάλλον πρόκειται για υποκειμενική α- δυναμία του ανθρώπου να εισδύσει στα μυστήρια της φύσης παρά για αντικειμενική ύπαρξη - εμφάνιση φαινομένων που δεν μπορούν να προσδιοριστούν. Οταν η εμφάνιση και πορεία ενός φαινομένου δεν εξηγούνται εντελώς από ένα μόνο αίτιο, τις συνοδευτικές του φαινομένου περιστάσεις τις ονομάζουμε "συνθήκες" (αναγκαίες και ε- παρκείς). Λόγου χάρη, σώμα που αφήνουμε από ύψος 100 μ. πέφτει προς τη γη με επιτάχυνση g, εφόσον έχει πυκνότητα μεγαλύτερη από αυτή του αέρα και δεν επηρεάζεται από πλευρικόν άνεμο ή από κάποια πλευρική έλξη (την επιτάχυνση την υπολογίζουμε όταν το σώμα πέφτει σε χώρο κενό). Οι αντιλήψεις μας για το αίτιο, το αιτιατό, την αιτιακή σχέση, την εξίσωση αιτίου - αποτελέσματος, την αναγκαιότητα κ.λπ. ισχύουν για τα φυσικά φαινόμενα και αποτελούν τη βάση της Φυσικής Επιστήμης, όχι όμως και για τις πράξεις των ανθρώπων, μολονότι συχνά μιλάμε για αίτια και αποτελέσματα πράξεων. Στην περίπτωση αυτή γίνεται λόγος για ανάγκες, κίνητρα, σκέψεις, ιδέες, αποφάσεις, που λαμβάνονται με ελευθερία βούλησης του ανθρώπου. Η ελευθερία αυτή μπορεί να επηρεάζεται από α- νάγκες, περιστάσεις, εκτιμήσεις, αξίες που πρεσβεύει το άτομο, αλλά οι ανθρώπινες πράξεις δεν καθορίζονται με την αναγκαιότητα του φυσικού φαινομένου. Πάντα θα λιώνουν οι πάγοι όταν η θερμοκρασία ανεβαίνει και παραμένει πάνω από το μηδέν, πάντα οι αδικημένοι θα ζητούν δικαιοσύνη και οι πεινασμένοι τροφή, αλλά δεν είναι βέβαιο ούτε προβλέψιμο το πώς θα αντιδράσουν μπροστά στη βιτρίνα ενός αρτοπωλείου οι συγκεκριμένοι πεινασμένοι. Επειδή το αίτιο φαίνεται να αποτελεί μια δύναμη αόρατη που μέσα στο ηγούμενο φαινόμενο ενεργεί για την παραγωγή του επόμενου, του παράγωγου φαινομένου, πολύ νωρίς έγινε α- ντικείμενο φιλοσοφικού στοχασμού: "τι είναι το αίτιο", "από πού κατάγεται", "πώς" και "γιατί" εκδηλώνεται; Πρώτος θεωρητικός ερευνητής της φύσης του αιτίου υπήρξε, όσο γνωρίζουμε, ο Αριστοτέλης*. Στο έργο του Μετά τα Φυσικά, αφιέρωσε ειδικό κεφάλαιο (983α 24 κ.π.) για τα αίτια και διέκρινε: "υλικό" αίτιο, "ειδικό" αίτιο (είδος - μορφή), "ποιητικό" αίτιο (τη δύναμη που ενεργεί), "τελικό" αίτιο (σκοπό, τέλος) προς το οποίο τείνει κάθε μεταβολή. Και υποστήριξε ότι επιζητούμε τη γνώση των αιτίων, γιατί τότε μόνο μπορούμε να πούμε ότι γνωρίζουμε κάτι, όταν νομίσουμε ότι γνωρίζουμε την αιτία του ("τότε γαρ ειδέναι φαμέν έκαστον, όταν την πρώτην αιτίαν οιώμεθα γνωρίζειν", Μετά τα Φυσικά, 983α 25-26). Ο ίδιος σοφός έγραψε στο Περί ζώων μορίων Α4: "η δημιουργήσασα φύσις αμηχάνους ηδονάς παρέχει τοις δυναμένοις τας αιτίας γνωρίζειν...". Οι έννοιες αίτιο - αποτέλεσμα (αιτιατό) από πολύ παλιά χρησιμοποιήθηκαν και για την αφήγηση ιστορικών περιστατικών, κοινωνικών φαινομένων, τα οποία όμως δεν υποτάσσονται σε αυστηρή αναγκαιότητα ούτε επιτρέπουν εξίσωση ανάμεσα σε κάποιο φαινόμενο που προηγείται και κάποιο άλλο που ακολουθεί. Αλλωστε, τα κοινωνικά φαινόμενα είναι πολύ σύνθετα και πολύπλοκα και είναι δύσκολη η α- πομόνωση τους. Προκειμένου γι' αυτά οι παρατηρητές - μελετητές διατυπώνουν μόνο γενικευτικές κρίσεις, που μπορούν να έχουν περίπου το κύρος νόμου και να προδιαγράφουν νομοτελειακές εξελίξεις, όχι όμως με τη βεβαιότητα που εγκλείουν οι φυσικοί νόμοι. Μερικά παραδείγματα: "Ολες οι εξουσίες φθείρουν και η απόλυτη εξουσία φθείρει απόλυτα" (δεν έχει διαψευστεί ως γενική κρίση, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι κάθε άτομο που υπηρετεί αυτή την εξουσία είναι διεφθαρμένο, χωρίς εξάλλου οι αδιάφθοροι να αποτρέπουν τη γενικευμένη από τους άλλους διαφθορά και φθορά των συνειδήσεων). "Οι ανθρώπινες ανάγκες αποτελούν το πιο ισχυρό κίνητρο της ανθρώπινης δράσης". Και επειδή οι οικονομικές ανάγκες είναι οι πιο πιεστικές και μόνιμες, τα αντίστοιχα (οικονομικά) κίνητρα αποτελούν τον πιο ι- σχυρό παράγοντα που επηρεάζει την ιστορική πορεία της ανθρωπότητας. Και οι ιδέες των ανθρώπων και ο τρόπος που σκέφτονται και δρουν απορρέουν άμεσα ή έμμεσα από τα οικονομικά τους συμφέροντα. Αυτές οι γενικεύσεις δεν αποκλείουν την πιθανότητα κάποια άτομα να αδιαφορούν για τον πλούτο, χωρίς όμως και να αποτρέπουν τον γενικό κανόνα. Συνολικά: η αιτιώδης σχέση (ανάγκες - ιδέες - πράξεις) ισχύει και στην κοινωνική πραγματικότητα, όχι όμως με την αυστηρή νομοτέλεια της φυσικής αναγκαιότητας. Υπάρχει πάντα ένα περιθώριο ελευθερίας σε ατομικό επίπεδο, που όμως δεν ανατρέπει τη συλλογική πορεία μιας κοινωνίας (Β. λ. ελευθερία). Φ. κ. Βώρος αιτιοκρατία (ντετερμινισμός από το λατ. deter 40

41 μορφές φυσικής αιτιοκρατίας mino = καθορίζω). Φιλοσοφική θεωρία η οποία παραδέχεται την ύπαρξη της αιτιότητας*, την καθολική αιτιώδη και νομοτελειακή συνάφεια όλων των φαινομένων. Το ευθέως αντίθετο της αιτιοκρατίας πρεσβεύει ο ιντετερμινισμός* (αναιτιοκρατία). Οι απαρχές της αιτιοκρατίας απαντώνται στην αρχαία ατομιστική. Κατά τον Αριστοτέλη "Δημόκριτος δε το ου ένεκα αφείς λέγειν πάντα α- νάγει εις την ανάγκην οις χρήται η φύσις" (Περί ζώων γενέσεως, 789β 2), θέσεις οι οποίες αναπτύχθηκαν από τους επικούρειους* και τον Λουκρήτιο*. Η περαιτέρω εξέλιξη της αιτιοκρατίας συνδέεται με τη φυσιογνωσία και τη φιλοσοφία των νέων χρόνων (Φ. Μπέικον*, Γαλιλαίος*, Ντεκάρτ*, Νεύτων*, Λομονόσοφ*, Λαπλάς*, Σπινόζα*, γάλλοι υλιστές του 18ου αι.). Ο μηχανιστικός και αφηρημένος χαρακτήρας των εν λόγω περί αιτιοκρατίας αντιλήψεων εκφράζεται με την απολυτοποίηση της μορφής της αιτιοκρατίας (η οποία περιγράφεται από τους αυστηρά δυναμικούς νόμους της μηχανικής) και συνεπώς με την ταύτιση της αιτιοκρατίας με την αναγκαιότητα* και την απόρριψη του αντικειμενικού χαρακτήρα της τυχαιότητας (ενδεχομενικότητας κ.λπ.). Κατά τον ντετερμινισμό του Λαπλάς* έχει καθολική ισχύ η αναγωγή των σύνθετων φαινομένων σε απλά, των ποιοτικών διαφορών σε ποσοτικές, όλων των κινήσεων της υλης στην απλή μηχανική μετατόπιση σωματίων, ενώ η γνώση των συντεταγμένων και της κινητικής κατάστασης όλων των σωματίων του σύμπαντος τη δεδομένη στιγμή καθορίζει μονοσήμαντα την κατάστασή του σε κάθε στιγμή του παρελθόντος ή του μέλλοντος (βλ. μηχανικισμός, αναγωγισμός). Αυτού του είδους η απόλυτη μηχανιστική αιτιοκρατία οδηγεί σε μυστικιστικού χαρακτήρα φαταλιστικές απόψεις. Παρά το γεγονός ότι η περαιτέρω ανάπτυξη της φυσικής αλλά και του συνόλου των επιστημών έχει α- νατρέψει προ πολλού το λαπλασιανό κοσμοείδωλο, συχνά μέχρι σήμερα ως αιτιοκρατία εννοείται ο ντετερμινισμός του Λαπλάς. Ιδιαίτερη σημασία αποκτά η αιτιοκρατία σχετικά με την κοινωνική πραγματικότητα, η οποία διέπεται από την πλέον περίπλοκη αιτιότητα, η παραδοχή και η θεωρητική διάγνωση της οποίας συνδέεται αμέσως με το πρόβλημα της ε- λευθερίας και του ρόλου του υποκειμένου. Η διαλεκτικά εννοούμενη αιτιοκρατία εξετάζει ως οργανικό όλο την κάθε στιγμή στην κοινωνία, ως ιστορικά αναπτυσσόμενο φάσμα δυνατοτήτων, στο οποίο σημαντικό ρόλο διαδραματίζει το τυχαίο, η ενδεχομενικότητα, οι παλινωδίες κ.λπ., απορρίπτοντας τη μοιρολατρία και την τελεολογία*. Ωστόσο η μηχανιστική αιτιοκρατία εμφανίζεται στην κοινωνική θεωρία ως οικονομικός ντετερμινισμός (οικονομιστική ερμηνεία του μαρξισμού*), ως βιολογισμός (Σπένσερ* κ.ά.), ως τεχνολογικός ντετερμινισμός (Τ. Veblen*, Όγκμπορν* κ.ά.), αλλά και ως πολιτισμικός ντετερμινισμός σε διάφορες παραλλαγές (Μ. Βέμπερ*, Α. Καρντίνερ, Μ. Μιντ, Πάρσονς κ.ά.). Σε περιόδους κρίσης (της επιστήμης και της κοινωνίας), η προσήλωση σε ιστορικά παρωχημένες μορφές αιτιοκρατίας κλονίζεται και σταδιακά παραχωρεί τη θέση της στον ιντετερμινισμό*. στη βουλησιαρχιά*, στον ανορθολογισμό* κ.λπ. Η ιστορική ανάπτυξη της κοινωνικής πρακτικής και της επιστημονικής νόησης εμβαθύνει και συγκεκριμενοποιεί τον φιλοσοφικό στοχασμό και ως αιτιοκρατία. (Βλέπε και: αιτιότητα, αίτιο και αποτέλεσμα, στατιστικοί και δυναμικοί νόμοι και τη βιβλιογραφία τους). Δ. Πατέλης μορφές φυσικής αιτιοκρατίας. Οι εξελίξεις των φιλοσοφικών αντιλήψεων για την αιτιότητα* και την αιτιοκρατία* καθορίστηκαν σε μεγάλο βαθμό από την εξέλιξη των φυσικών θεωριών. Κι αυτό, επειδή η φυσική διερευνά τα "έσχατα" (για τη δεδομένη ιστορική περίοδο) συστατικά της ύλης και τις νομοτέλειες που τα διέπουν. Κατά την περίοδο της διαμόρφωσης της Μηχανικής (17ος-18ος αιώνες), κυριάρχησε η μηχανιστική αντίληψη για τους νόμους της φυσικής και γενικότερα για τη φύση (μηχανιστικό κοσμοείδωλο). Σύμφωνα μ' αυτή την αντίληψη, η ύλη, κατασπαρμένη σ' έναν ευκλείδειο, άπειρο, κενό χώρο, αποτελείται από αναλλοίωτα άτομα, τα οποία αλληλεπιδρούν με δυνάμεις που διαδίδονται με άπειρη ταχύτητα (αξίωμα της δράσης από απόσταση). Τα άτομα, για τη μηχανική, έχουν ένα και μοναδικό κατηγόρημα: τη μάζα. Ετσι οι μηχανικές σχέσεις είναι στερημένες από ποιοτικά χαρακτηριστικά. Αντίστοιχα, τα μόρια και τα μικροσκοπικά σώματα, δομημένα από άτομα, έχουν ιδιότητες οι οποίες μπορούν να αναχθούν απ" ευθείας στα δομικά στοιχεία τους: στις μηχανικές ιδιότητες των ατόμων και στις μηχανικές αλληλεπιδράσεις τους. Η μηχανιστική κοσμοαντίληψη διατυπώθηκε σε ολοκληρωμένη μορφή από 41

42 μορφές φυσικής αιτιοκρατίας τον Λαπλάς. Κατά τον Γάλλο σοφό, ένα ευρύ πνεύμα, το οποίο θα μπορούσε να συλλάβει σε μια δεδομένη στιγμή το σύνολο των ατόμων του σύμπαντος, τις ταχύτητες και τις δυνάμεις με τις οποίες αλληλεπιδρούν, θα μπορούσε όχι μόνο να προβλέψει το μέλλον, αλλά και να α- νασυστήσει το παρελθόν του κοσμικού μηχανισμού. Σύμφωνα με την αναγωγική-μηχανιστική αντίληψη, τα πάντα, από την κίνηση των ατόμων μέχρι τη ζωή, τη σκέψη και τα αισθήματα, θα μπορούσαν να εξηγηθούν με βάση τη μηχανιστική αιτιοκρατία. Βέβαια, η κλασική φυσική γνώριζε επίσης "πιθανοκρατικούς νόμους". Αλλά στην περιόδο αυτή οι στατιστικοί-πιθανοκρατικοί νόμοι εθεωρούντο προϊόν ατελούς γνώσης της πραγματικότητας και γινόταν δεκτό ότι θα μπορούσαν, κατ' αρχήν, να αναχθούν σε αιτιοκρατικούς νόμους με την εισαγωγή συμπληρωματικών παραμέτρων στην καταστατική εξίσωση του συστήματος. Η διαμόρφωση του ηλεκτρομαγνητισμού και των σχετικιστικών θεωριών ενίσχυσε την αντίληψη για την αιτιοκρατική δομή του σύμπαντος. Και στην περίπτωση των νόμων του ηλεκτρομαγνητισμού και της θεωρίας της βαρύτητας του Αϊνστάιν*, η γνώση των αρχικών συνθηκών επιτρέπει να προβλέψουμε με βεβαιότητα την εξέλιξη του συστήματος. Οι νέες θεωρίες φαινομενικά επιβεβαίωναν τη μηχανιστική αντίληψη (Νεύτων*, Λαπλάς* κ.ά.) για την αιτιοκρατία. Εντούτοις οι νόμοι της σχετικιστικής φυσικής έδειξαν τα όρια της μηχανιστικής φυσικής: κατά τις σχετικιστικές θεωρίες οι φυσικές αλληλεπιδράσεις μεταδίδονται με πεπερασμένη ταχύτητα Τα φαινόμενα, συνεπώς, είναι "διαδικασίες" στον χώρο και στον χρόνο (τοπικότητα). Επιπλέον, οι οντότητες της νέας φυσικής έχουν ποιοτικά χαρακτηριστικά και οι νόμοι της περιγράφουν τη γένεση και την καταστροφή (τον μετασχηματισμό) φυσικών ο- ντοτήτων. Η αλληλεπίδραση είναι κεντρική έννοια των σχετικιστικών θεωριών. Στα πλαίσιά τους η αιτιακή σχέση δεν είναι πλέον μια απλή, γραμμική σχέση αιτίας-αποτελέσματος, είναι μια περίπλοκη σχέση, συχνά μη γραμμική, όπου το αποτέλεσμα αντεπιδρά στην αιτία. Οι αιτιακές σχέσεις συνεπάγονται μη αντιστρεπτά φαινόμενα, τα οποία καθορίζουν το "βέλος του χρόνου", δηλαδή τη χωρο-χρονική εξέλιξη των φυσικών συστημάτων. Η νέα αυτή μορφή αιτιοκρατίας ονομάζεται "δυναμική". Εντούτοις η ανάπτυξη της κβαντικής μηχανικής και, ευρύτερα, της μικροφυσικής φάνηκε να ανατρέπει την αιτιοκρατική αντίληψη για τη φύση. Πράγματι, οι ανισότητες του Χάιζεμπεργκ* (οι λεγόμενες σχέσεις απροσδιοριστίας) δεν επιτρέπουν την ταυτόχρονη μέτρηση ορισμένων μεγεθών,όπως π.χ. η θέση και η ορμή ενός σωματίου (γενικότερα: δύο μεγεθών που οι τελεστές τους δεν αντιμετατίθενται). Ετσι όμως δεν είναι δυνατόν να υπάρξει μια πλήρης περιγραφή της μικροφυσικής πραγματικότητας. Μπορούμε, π.χ., να πετύχουμε μια αιτιοκρατική ή μια χωροχρονική περιγραφή κ.λπ. Βεβαίως οι μικροφυσικές οντότητες δεν είναι μηχανικά συστήματα, άρα η γνώση των μηχανικών παραμέτρων δεν θα αρκούσε για την περιγραφή ή εξήγηση των μικροφυσικών διαδικασιών. Αλλά, γενικότερα, οι νόμοι της μικροφυαικής είναι νόμοι "πιθανοκρατικοί": η γνώση των αρχικών συνθηκών επιτρέπει να προβλέψουμε την πιθανότητα καθεμιάς από τις δυνατές καταστάσεις του στατιστικού συνόλου. Ο πιθανοκρατικός χαρακτήρας της μικροφυσικής θεωρήθηκε από ορισμένες σχολές (Σχολή της Κοπεγχάγης, φυσικός ιδεαλισμός, χριστιανική ανθρωπολογία) ότι σημαίνει πως η φύση δεν σέβεται την αρχή της αιτιότητας, ότι η μακροκοσμική αιτιοκρατία είναι επιφαινόμενο κ.λπ. Οριακά, ότι η ελεύθερη βούληση των μικροσωματίων αποτελεί το θεμέλιο (και την α- πόδειξη) της ελεύθερης βούλησης του ανθρώπου. Η ρεαλιστική σχολή αντίθετα (Αϊνστάιν*, ντε Μπρέιγ, Σραίντιγκερ, Πλανκ κ.λπ.) επιχείρησε να δώσει μια αιτιοκρατική εξήγηση της συμπεριφοράς των μικροσωματίων. Ο ντε Μπρέιγ το 1927 διατύπωσε μια αιτιοκρατική θεωρία του μικρόκοσμου (θεωρία της διπλής λύσης). Μετά το 1952 οι Bohr, Vigier και άλλοι διατύπωσαν πιο συγκεκριμένες αιτιοκρατικές θεωρίες ή αιτιοκρατικά μοντέλα. Εντούτοις, πρόκειται για θεωρητικά πρότυπα. Πρόσφατα μάλιστα πειραματικά δεδομένα φαίνεται να αμφισβητούν και την ισχύ της "τοπικότητας" στον μικρόκοσμο. Εντούτοις, η γνώση των αρχικών συνθηκών επιτρέπει να προβλέψουμε τις δυνατές τελικές καταστάσεις και τις αντίστοιχες πιθανότητες. Αυτό σημαίνει: 1) ότι ισχύει η αρχή της αιτότητας (τα φαινόμενα προκαλούνται από αιτίες) και 2) ότι οι αιτίες "καθορίζουν" τα φαινόμενα. Πράγματι, μια αλλαγή των αρχικών συνθηκών μεταβάλλει την τελική κατανομή των καταστάσεων και αυτό αποτελεί απόδειξη ότι οι αιτίες καθορίζουν το αποτέλεσμα, άρα ότι και στη μικροφυσική ισχύει κάποια μορφή αιτιοκρα- 42

43 Γίας, ο "κβαντικός στατιστικός καθορισμός". Για να κατανοήσουμε τη φυσική σημασία της νέας έννοιας, πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι κατά τους κβαντικούς μετασχηματισμούς έ- χουμε δημιουργία νέων στοιχείων πραγματικότητας χάρη στην αλληλεπίδραση των συστημάτων με το όργανο της μέτρησης ή μεταξύ τους. Εδώ συνεπώς απαιτούνται οι κατηγορίες της δυνατότητας και της πραγματικότητας (του "δυνάμει" και "ενεργεία") και της πολλαπλής δυνατότητας. Ο κβαντικός στατιστικός καθορισμός δεν αποτελεί άρνηση της αιτιότητας και της αιτιοκρατίας, αλλά γενίκευση των κλασικών μορφών. Βιβλιογρ.:ΑιαΛεκπκή (συλλογή άρθρων), Gutenberg.- Ν. Κιτσίκη, Η Φιλοσοφία της Νεότερης Φυσικής, Gunteberg.- Ε. Μπιτσάκη, Διαλεκτική και Νεότερη Φυσική, ι. Ζαχαρόπουλος. - του Ιδιου. Physipue at Materialisms, Ed. Soaales, Paris.- F. Selleri, Η διαμάχη στην κβαντική μηχανική, Gutenberg - του ίδιου. Παράδοξα και Πραγματικότητα, Τροχαλία. Ε. Μπιτοάκης απιότητα. Φιλοσοφική κατηγορία που επισημαίνει την αναγκαία γενετική και εσωτερική συνάφεια μεταξύ φαινομένων, από τα οποία το μεν οροθετεί το δε, το ένα τίθεται ως όρος του άλλου (βλ. αίτιο και αποτέλεσμα/αιτιατό). Η οντική αιτιότητα που διέπει την αντικειμενική πραγματικότητα συνιστά τη βάση της αιτιότητας ως φιλοσοφικής, γνωσεολογικής και ε- πιστημολογικής αρχής (γνωσιμότητας, πρόγνωσης κ.λπ.), αλλά και του συνόλου της υλικής και πνευματικής δραστηριότητας του ανθρώπου. Είναι μορφή της αμοιβαίας συνάφειας, σχέσης και αλληλεξάρτησης των φαινομένων, η οποία, συναρτώντας το (προ)ηγούμενο με το επόμενο, το "είναι" με το "γίγνεσθαι", το "ενεργεία" με το "δυνάμει" κ.λπ., διαφέρει από τις υπόλοιπες διατακτικού χαρακτήρα συσχετίσεις πραγμάτων, σχέσεων και διαδικασιών. Η αμοιβαία εσωτερική συνάφεια αλλεπάλληλων φαινομένων ονομάζεται αιτιακή ακολουθία (ή αλυσίδα) και χαρακτηρίζεται από μεταφορά (μετασχηματισμό) ύλης, ενέργειας, κίνησης, δομής και πληροφορίας. Στην αιτιώδη σχέση το ίδιο το αποτέλεσμα αντεπιδρά στο αίτιό του, γεγονός που χαρακτηρίζει τα αναδραστικά και αυτορρυθμιζόμενα συστήματα. 0 μη γραμμικός χαρακτήρας της χρονικής αλληλουχίας της αιτιότητας εκδηλώνεται στα α- ναπτυσσόμενα συστήματα με τη δυνητική ύ- παρξη του αιτιατού στο αίτιο (πριν αυτό καταστεί κυριολεκτικά αίτιο του εν λόγω αιτιατού) αιτιότητα με τη δυναμική συνύπαρξη-μετασχηματισμό αιτίου-αιτιατού κατά το γίγνεσθαι του δεύτερου και με την εμφάνιση στο ώριμο αιτιατό των προϋποθέσεων του νέου αιτιατού (που θα καταστήσει αίτιο το νέο αιτιατό). Ο χαρακτήρας του κάθε γνωστικού αντικειμένου εκδηλώνεται εν πολλοίς στην ιδιοτυπία της αιτιότητας που το διέπει. Η επιστημονική έρευνα, σε διάφορες βαθμίδες της, αποκαλύπτει διαφορετικά επίπεδα εγνωσμένης αιτιότητας που διέπει το αντικείμενο, η ανεπάρκεια και τα όρια εφαρμοσιμότητας των οποίων διακριβώνονται μόνο με την επίτευξη της πλήρους και επαρκούς γνώσης του αντικειμένου με την ωρίμανση της επιστήμης. Η ιδιοτυπία της αιτιότητας και της νομοτέλειας* που διέπει το κάθε αντικείμενο καθορίζουν, σε τελική ανάλυση, τη μέθοδο επιστημονικής έρευνάς του (τρόπο συγκρότησης, τεκμηρίωσης, απόδειξης της επιστήμης κ.λπ.) και τον τρόπο πρακτικής επενέργειας, μετασχηματισμού του εν λόγω αντικειμένου από τον άνθρωπο. Υπάρχει λοιπόν η φυσική αιτιότητα, η χημική αιτιότητα, η βιολογική αιτιότητα, η κοινωνική αιτιότητα κ.λπ., τα είδη και τα επίπεδα των οποίων αποκαλύπτονται ευρύτερα και βαθύτερα με την ανάπτυξη των επιστημών. Η Φυσική, λόγου χάριν, από την κλασική μηχανιστική αντίληψη περί αιτιότητας (γραμμική αιτιότητα, τυπικές, ποσοτικές και μονοσήμαντα καθορισμένες συνάφειες και μεταβολές κατά τη λαπλασιανή αιτιοκρατία), πέρασε στην ενσωμάτωση στατιστικών θεωριών, α- προσδιοριστίας και μη μονοσήμαντων σχέσεων, πιθανοκρατικών αντιλήψεων κ.λπ. (βλ. πιθανότητα). Η πλέον περίπλοκη μορφή αιτιότητας διέπει την κοινωνική πραγματικότητα, η μη διαλεκτική προσέγγιση της οποίας (μέσω γραμμικά και μηχανιστικά εννοούμενων αιτιακών ακολουθιών είτε μέσω πληθώρας παραγόντων -βλ. παραγόντων θεωρία- που οδηγούν σε σχήματα "κακής απειρίας") ανάγει την πηγή της ανάπτυξης της κοινωνίας στην πλήρη απροσδιοριστία: όλες οι πλευρές της κοινωνίας θεωρούνται ισότιμοι παράγοντες της λειτουργίας και ανάπτυξής της, γεγονός που εκδηλώνει τον ε- γκλωβισμό της γνώσης στη χαώδη αντίληψη. Κατά τον Πλάτωνα* "παν γαρ το γιγνόμενον υπ" αιτίου ανάγκη γίγνεσθαι - παντί γαρ αδύνατον χωρίς αιτίου γένεσιν σχειν" (Πλάτ. Τίμ. 28Α). Ο Αριστοτέλης* διέκρινε ποιητικά και τελικά αίτια ("αίτιον λέγεται όθεν η αρχή της με- 43

44 αιτιώδης σχέση ταβολής η πρώτη ή της ηρεμήσεως, έτι το τέλος", Μετά τα φυσικά 1013α 24 κ.ε., 983α 26, 1027α 29). Κατά τον Καρτέσιο* τίποτε δεν γίνεται εκ του μηδενός ("nihil θχ nihilo fit"). Ο υ- ποκειμενικός ιδεαλισμός* είτε απορρίπτει την αιτιότητα ανάγοντάς την σε συνήθη για τον άνθρωπο αλληλουχία αισθημάτων (Χιούμ*) είτε τη θεωρεί προεμπειρική (a priori*) κατηγορία μέσω της οποίας το υποκείμενο τακτοποιεί τον χαώδη κόσμο των φαινομένων (Καντ*). Ο αντικειμενικός ιδεαλισμός* παραδέχεται την ύπαρξη ανεξάρτητης από το υποκείμενο αιτιότητας ως.εκδήλωσης του πνεύματος, της "απόλυτης ιδέας"* (Χέγκελ*) κ.λπ. Κατά τον διαλεκτικό υλισμό* η νόηση, μέσα από τη διαλεκτική της ανάπτυξη, αποκαλύπτει διαρκώς την αιτιότητα που διέπει την αντικειμενική πραγματικότητα και την κοινωνική μετασχηματιστική δραστηριότητα του ανθρώπου (πρακτική). Η κοινωνική αιτιότητα ανάγεται συχνά σε μηχανικές μορφές (Durkheim*), είτε απορρίπτεται παντελώς ως ταυτόσημη με τη μεταφυσική (μοιρολατρία, τελεολογισμό) από θετικιστικές απόψεις. Βιβλιογρ.: θ. Βείκου. θεωρία και μεθοδολογία της Ιστορίας, θεμέλιο,. Αθ., Engels F., Η διαλεκτική της φύσης. Σ.Ε.. Αθ Ε. Μπιτσάκη, Το είναι και το γίγνεσθαι. Δωδώνη, Αθ., 1975'.- του ίδιου. Διαλεκτική και νεότερη Φυσική, Ζαχαρόπουλος, Αθ., 1982V του ίδιου. Η δυναμική του ελάχιστου Α-Β Ζαχαρόπουλος, Αθ., Λένιν Β.Ι..Υλισμός και εμπειριοκριτικισμός, Απαντα, Σ.Ε., τομ του ίδιου, Φιλοσοφικά τετράδια. Απαντα. Σ.Ε., τ Μ.Ε. Omelyanovsky, Dialectics in modem Physics, Progress Publ., Moscow, Δ. Πατέλης αιτιώδης σχέση, βλ. αίτιο και αιτιατό. αιών. Ο χρόνος της ζωής κάποιου, η διάρκεια της ύπαρξής του κατά τον Ομηρο (/Α. Τ27). Στους προσωκρατικούς* η λέξη παίρνει επιπλέον και κάποιαν απόχρωση της μεταγενέστερης σημασίας, δηλαδή του χρόνου απροσδιόριστης διάρκειας, της "αιωνιότητας", ιδίως στις εκφράσεις "δι' αιώνος" (Αναξίμαν. Α, 10), "έμπεδος αιών" (Εμπεδ. Β, 16) κ.λπ. Από τον Πλάτωνα (Τίμ. 37d κ.α.) ο αιών γίνεται κλασικός φιλοσοφικός όρος για την επισήμανση της αιωνιότητας και διακρίνεται από τον "χρόνο", από το ποσοτικό δηλαδή χρονικό διάστημα, που κυλάει στον κόσμο του αισθητού γίγνεσθαι και συνδέεται ουσιαστικά με την κίνηση από το παρελθόν προς το μέλλον. Ο ακίνητος αιών βρίσκεται ακατάπαυστα στο Εν*. Γι' αυτόν δεν ισχύει το "ήταν" ή " θα είναι" παρά μόνον το "είναι". Κατά τον Πλωτίνο* (Εννεάδες. III, 7, 4, 37), ο αιών είναι "η απόλυτη και συνολική ουσία του Είναι". Κατά την Αλεξανδρινή περίοδο ο αιών αποκτά υπόσταση, προσωποποιείται και θεωρείται θεότητα, προς την οποία προσφέρεται δημόσια λατρεία, ιδίως κατά τον εορτασμό των γενεθλίων του παιδιού-αιώνα (5-6 Ιανουαρίου). Στην ιουδαϊκή και χριστιανική παράδοση ο ελληνικός "αιών" γίνεται χρονικό διάστημα, το οποίο ορίζεται σαφώς και χαρακτηρίζεται ως εποχή, περίοδος θείας οικονομίας. Ετσι, "ο αιών ούτος" (= ο παρών κόσμος) αντιτίθεται προς τον "μέλλοντα αιώνα" (Ευαγγ. Ματθ. ιγ, 22). Από εδώ προέκυψε και η χρήση του πληθυντικού "εις τους αιώνας των αιώνων" (Παύλ. Επιστολή προς Εφεσ. γ, 9). Στον Ερμητισμό* (Corpus Hermeticum 11,23) ο "αιών" θεωρείται "δεύτερος θεός" και είναι απόρροια της "πρώτης θεότητας". Η αντίληψη του ανώτατου υπερούσιου θεού ως "βασιλέως των αιώνων" (Παύλ. Επιστ. Προς Τιμόθ. 1,17) οδηγεί στην χαρακτηριστική για τον Γνωστικισμό* ιδέα της ιεράρχησης του πλήθους των αιώνων ως μεσολαβητών ανάμεσα στον απρόσιτο και άναρχο θεό και τον υλικό κόσμο. Η λέξη δηλαδή αποκτά και αποκρυφολογική σημασία, δηλώνοντας το πνεύμα που ενώνει την ανθρώπινη με τη θεία υπόσταση και παράγει την ενότητα του κόσμου, του σύμπαντος, το Εν. Οι αιώνες, κατά τον Βαλεντίνο*, είναι αρσενικοί και θηλυκοί και αποτελούν δεκαπέντε συζυγίες (νους - αλήθεια, λόγος - ζωή, άνθρωπος - εκκλησία κ.λπ.). Αλλοι όμως ανεβάζουν τους αιώνες σε 365. Βιβλιογρ.: Norden Ε., Die Geburt des Kindes. Lpz., Reitzenstein R., Die Hellenistischen Mysterienreligionen, Lpz., Lowe R.. Kosmos und Aion, Gutersloh, Απ. Τζαφερόπουλος αιωνιότητα. Η άπειρη και χωρίς αρχή και τέλος χρονική διάρκεια. Η ιδιότητα του όντος που βρίσκεται πέρα από τον χρόνο και, ως ά- ναρχο και ατελεύτητο, δεν επηρεάζεται από αυτόν. Εννοια αφηρημένη και ασύλληπτη από τις περιορισμένες πνευματικές δυνάμεις του ανθρώπου, λόγω του ότι αυτός βρίσκεται σε πλήρη αδυναμία να σχηματίσει συγκεκριμένη περί αυτής ιδέα. Κατά τον Πλάτωνα* αιώνιες και αμετάβλητες είναι μόνον οι "ιδέες", υπάρχουν "καθ' εαυτός", είναι υπεραισθητές και προσιτές μόνο στο πνεύμα. Στη θεολογία το αιώνιο, το χωρίς αρχή και τέλος είναι, ο άναρχος και ατελεύτητος θεός. 44

45 "Ακαδημεικά" Αυτός βρίσκεται πάνω από τα όρια του χρόνου, μέσα στα οποία υπάρχουν τα πεπερασμένα και φθαρτά όντα (Αποκάλυψη 1,4 κ.α., Προς Ρωμ. 1,23 κ.α.), άφθαρτος και πέρα από κάθε διαδοχή και περίοδο χρόνου. Την έννοια αυτή μπορεί να την προσεγγίσει ο άνθρωπος μόνο με την αποκάλυψη, η οποία εντείνει μέσα του τη φυσική του τάση να ξεπεράσει κι αυτός το πεπερασμένο και να υψωθεί στην ανώτερη σφαίρα του απείρου, να ξεφύγει από τη χρονικότητα και να ανοίξει την προοπτική της αιωνιότητας. Κατά τους πρώτους χριστιανούς φιλοσόφους (Κλήμης ο Αλεξανδρεύς*, Ωριγένης*, κ.ά.) ο κόσμος είναι και αυτός αιώνιος, όπως δίδασκε και ο Αριστοτέλης*, διότι δεν δημιουργήθηκε μέσα στον χρόνο, αλλά είναι τετελεσμένο έργο του θεού μέσα στην αιωνιότητα. Τη θεολογική άποψη τη συμμερίζονται και οι ι- δεαλιστές φιλόσοφοι, όπως ο Σπινόζα* κ.ά. Αυτοί ερμηνεύουν την αιωνιότητα ως ιδιότητα του άπειρου και τέλειου θεού ή του απόλυτου πνεύματος*. Τα πάντα δημιουργούνται και εξαφανίζονται στον χρόνο, ενώ η αιωνιότητα, που είναι χαρακτηριστικό του θεού, έχει απόλυτη τελειότητα και μονιμότητα. Αντίθετη προς τη θεολογική και ιδεαλιστική άποψη είναι η υλιστική άποψη. Κατά τον διαλεκτικό υλισμό* αιώνια είναι μόνον η ύλη, η οποία καταλαμβάνει τον άπειρο χρόνο, μεταστοιχειώνεται και αλλάζει συνεχώς μορφές, τις οποίες μπορούμε να τις γνωρίσουμε. Η αιωνιότητα του χρόνου ύπαρξης της ύλης έχει κατά την υλιστική άποψη δύο όψεις: την "ποσοτική", δηλαδή την απεραντοσύνη των χρονικών διαστημάτων της ύπαρξης των υλικών συστημάτων, που εναλλάσσονται με συνέπεια, και την "ποιοτική", που περιλαμβάνει την ατέλειωτη διαδοχή των ποιοτικών αλλαγών της ύλης αλλά είναι αδύνατες οποιεσδήποτε καταστάσεις που οδηγούν στο τέλος όλου του κόσμου, όπως π.χ. ο θερμικός θάνατος του σύμπαντος ή η συμπίεση όλης της ύλης του κόσμου σε απέραντα μεγάλη πυκνότητα με σταματημένο τον χρόνο ή η αντιστροφή του χρόνου. Απ Τζ. "Ακαδημεικά" (Academics). Με την ονομασία αυτή είναι γνωστό ένα από τα φιλοσοφικά συγγράμματα του Κικέρωνα* σε διαλογική μορφή. Αρχικά το έργο αυτό αποτελούσαν δύο βιβλία, τα οποία ο Κικέρων ονόμασε με τα ονόματα των προσώπων που κρατούν τους κύριους ρόλους στο κάθε βιβλίο, δηλαδή Κάτουλος (Catulus) το πρώτο και Λεύκουλλος ή Λούκουλλος (Lucullus) το δεύτερο. Μετά την "έκδοση" του έργου ο Κικέρων πληροφορήθηκε από τον φίλο του Αττικό* (Atticus) ότι ο ι- στορικός Ουάρρων (Varro) επιθυμούσε πολύ να έχει μια θέση στα πρόσωπα του έργου. Επειτα από αυτό ο Κικέρων ξαναδούλεψε την αρχική μορφή του έργου και το διεύρυνε σε τέσσερα βιβλία. Σ" αυτή τη νέα έκδοση ο Ουάρρων κατέχει μια σπουδαία θέση στα πρόσωπα του διαλόγου, στα οποία εξάλλου ο Κικέρων πρόσθεσε και τον φίλο του Αττικό. Από τις δύο αυτές "εκδόσεις" σώθηκαν από την πρώτη το δεύτερο βιβλίο, δηλ. ο Λούκουλλος, που το ονόμασαν Ακαδημεικά πρότερα (Academica priora) και από την επαυξημένη δεύτερη "έκδοση" το μεγαλύτερο μέρος του πρώτου βιβλίου και μερικά αποσπάσματα από τα υπόλοιπα που πήραν την ονομασία Ακαδημεικά ύ- στερα (Academica posteriora). Ο Κικέρων άρχισε να γράφει τα Ακαδημεικά μετά το 46 π.χ., ενώ η υπόθεση του έργου τοποθετείται ανάμεσα στο 63 και 60 π.χ. Το θέμα των Ακαδημεικών είναι οι γνωσιοθεωρητικές αναζητήσεις του Ρωμαίου ρήτορα: εξετάζει το πρόβλημα της αλήθειας, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί στα δόγματα των φιλοσοφικών σχολών του καιρού του. Και πρώτα πραγματεύεται τις γνωσιοθεωρητικές θέσεις του Αντιόχου* και υπερασπίζεται τις απόψεις του δασκάλου του Φίλωνα του Λαρισαίου*, ο οποίος κατά τη γνώμη του εκπροσωπεί τη γνήσια παράδοση της πλατωνικής φιλοσοφίας. Το έργο αυτό του Κικέρωνα αποτελεί για την Ιστορία της Φιλοσοφίας πολύτιμη πηγή πληροφοριών, κυρίως για την ελληνική φιλοσοφία της μετακλασικής εποχής, και αναντικατάστατη μαρτυρία για τους φιλοσόφους και τη διδασκαλία της Νέας Ακαδημίας*. Ο ίδιος εκτιμούσε πολύ αυτό το έργο του και πίστευε πως στο είδος του δεν υπήρχε στους Ελληνες παρόμοιο έργο (in tal genere ne apud Graecos quidem simile quicquam) και πως δεν μπορούσε να γίνει καλύτερο στην ακρίβειά του (ita accurate, ut nihil posset supra). Η γλώσσα του έργου έχει όλα τα προτερήματα του κικερώνειου λόγου: ύφος κομψό, ειρωνική διάθεση και λεπτό χιούμορ με λογοπαίγνια. Ο Πλούταρχος* το ονομάζει "σύγγραμμα πάγκαλον" (Λούκ. 42, 3) ο ιερός Αυγουστίνος* το διάβαζε με θαυμασμό και το χρησιμοποίησε πολύ, παρά την αντίθεσή του προς τις σκεπτικές θέσεις των Ακαδημεικών 45

46 Ακαδημία φιλοσόφων, για να γράψει το δικό του έργο Contra Academicos. Από το έργο αυτό άλλωστε μπορούμε σήμερα να ανασυστήσουμε σε ι- κανοποιητικό βαθμό τα βιβλία που χάθηκαν από τα Ακαδημεικά του Κικέρωνα. Βιβλιογρ.: Krische, Uber Ciceros Academics, Cotbngen, H. Rackhom, Cicero, De nature deonim, Academica. κείμ. - μτφ., London, (1933), 1962 (σειρά Loeb classical Libfary).- Lorscher Α., Zu Ciceros, De finibus und den Academica. Hildesheim IN. York, 1975, (Halle 1911). βασ. Κύρκος Ακαδημία (του Πλάτωνα). Ο Πλάτων* ήταν περίπου σαράντα χρονών όταν, το 387 π.χ., ί- δρυσε την Ακαδημία στην περιοχή έξω από τα τείχη της τότε Αθήνας που και σήμερα λέγεται "Ακαδημία Πλάτωνος". Στη θέση αυτή υ- πήρχε ιερό του ήρωα Ακάδημου, από τον ο- ποίο και πήρε τό όνομά του το ίδρυμα - το σωστό και πρώτο όνομα ήταν Ακαδήμεια. Μετά τα ταξίδια του στη Σικελία, ταξίδια που πραγματοποιούσε με την ελπίδα να επηρεάσει την εκεί πολιτική κατάσταση, ο Πλάτων εγκατέλειψε οριστικά τα όνειρά του για πολιτική δράση ή πολιτική επιρροή και αφοσιώθηκε ο- λοκληρωτικά στην Ακαδημία και την εκεί συντελούμενη έρευνα και διδασκαλία. Ισως, αν είχε κατορθώσει να δράσει πολιτικά είτε στην Αθήνα είτε στη Σικελία, να ήταν άλλη η εξέλιξη και δράση της Ακαδημίας. Το κύριο έργο της Ακαδημίας ήταν φιλοσοφικό και επιστημονικό: η αναζήτηση της καθαρής γνώσης. Ωστόσο, τη συνόδευε ως δεύτερος σκοπός η πράξη, δηλ. η πολιτική δράση. Ο Πλάτων προσπαθούσε να μορφώσει μερικούς εξαιρετικούς νέους που θα μπορούσαν αργότερα να επηρεάσουν την πολιτική ζωή της πατρίδας τους, είτε ήταν αυτή η Αθήνα είτε άλλη πόλη - και ο' αυτό, όπως και σε άλλα, είχε ως πρότυπο τη φιλοσοφική κοινότητα των Πυθαγορείων*. Η πλατωνική Ακαδημία δεν έμοιαζε με κανένα από τα σύγχρονα εκπαιδευτικά ιδρύματα και, φυσικά, δεν έμοιαζε καθόλου με τα σύγχρονα πανεπιστήμια. Για να βρούμε κάτι ανάλογο με την Ακαδημία, πρέπει να πάμε πίσω, στα πρώτα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, ή μάλλον στους πρώτους πυρήνες τους, στα κολλέγια, μια κληρονομιά του Μεσαίωνα, που οι τρόφιμοι τους είχαν θρησκευτικούς δεσμούς, το ιδανικό της κοινής ζωής και, ιδιαίτερα, της κοινής τράπεζας. Ομως η πλατωνική Ακαδημία δεν ήταν μόνο ένα κολλέγιο δασκάλων και μαθητών, ήταν και μια κοινότητα ερευνητών, που ο καθένας τους μπορούσε να ακολουθεί τη μέθοδό του και να υποστηρίζει τα συμπεράσματά του. Από τον Αριστοτέλη* μαθαίνουμε ότι δεν υ- πήρχε μία δεσπόζουσα άποψη, αλλά ποικιλία απόψεων και θεωριών, ανάμεσα στις οποίες φυσικά και η δική του. Οσο για τον Πλάτωνα, έπαιζε τον ρόλο του καθοδηγητή, που αυτοπεριοριζόταν στο να ρυθμίζει την ελεύθερη α- νταλλαγή απόψεων. Όλες οι επιστήμες -που εξάλλου τότε είχαν πρωτοδημιουργηθεί- καλλιεργήθηκαν στην Ακαδημία, κάτι που φαίνεται, έμμεσα έστω, από τον μεγάλο μαθητή του Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, ο οποίος, εκτός των άλλων, θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως εγκυκλοπαιδιστής, ακριβώς γιατί καλλιέργησε και "έγραψε" για όλες τις επιστήμες. Μεγαλύτερη βέβαια έμφαση δινόταν στα Μαθηματικά, όπου περιλαμβάνονταν η Γεωμετρία, η Αστρονομία και η θεωρία της μουσικής Αρμονίας. Χαρακτηριστική είναι η φράση που ως προμετωπίδα δέσποζε στην είσοδο της Ακαδημίας: "μηδείς α- γεωμέτρητος εισίτω" (όποιος δεν ξέρει γεωμετρία να μην εισέλθει). Αξίζει να θυμόμαστε ότι όλοι οι γνωστοί και σημαντικοί συγγραφείς γεωμετρικών εγχειριδίων που έζησαν στο διάστημα μεταξύ της ίδρυσης της Ακαδημίας και της εμφάνισης των επιστημονικών σχολών της Αλεξάνδρειας ήταν "ακαδημεικοί". Στην Ακαδημία μαθήτευσαν πολλοί που αργότερα έγιναν γνωστοί, όπως ο μαθηματικός Θεαίτητος*, συγγενής του Πλάτωνα, στον οποίο ο μεγάλος φιλόσοφος αφιέρωσε και διάλογο, ο μαθηματικός, αστρονόμος και γιατρός Εύδοξος*, οι έπειτα διάδοχοι του Πλάτωνα στη διεύθυνση της Ακαδημίας Σπεύσιππος* και Ξενοκράτης*, ο αξεπέραστος Αριστοτέλης και άλλοι λιγότερο γνωστοί: Φίλιππος ο Οππούντιος*, Ηρακλείδης ο Ποντικός*, Φιλιστίων' από τη Σικελία. Ο Πλάτων πέθανε το 348 π.χ. και από τότε την Ακαδημία διηύθυναν φίλοι και μαθητές του. Η μετά τον Πλάτωνα ζωή της Ακαδημίας χωρίζεται σε τρεις ή και περισσότερες -κατ' άλλουςπεριόδους. Γνωστότερες είναι η αρχαία και η μέση. Η αρχαία Ακαδημία, με εξέχοντες σχολάρχες τον Σπεύσιππο* ( π.χ.) και τον Ξενοκράτη* ( π.χ.), έμεινε αρκετά πιστή στο πνεύμα του Πλάτωνα: συνέχισε να καλλιεργεί τα μαθηματικά ως την κατεξοχήν ε- πιστήμη, ενώ, ακολουθώντας τις τάσεις του ώ- ριμου Πλάτωνα, ανέπτυσσε την κοσμολογία του Τιμαίου'. 46

47 ΑκροπολΙτης Η μέση Ακαδημία αναλώθηκε στον πόλεμο ε- ναντίον των Στωικών*, κυρίως στο γνωσιοθεωρητικό πεδίο, ενώ καλλιέργησε τη Σκεπτική φιλοσοφία με κύριους εκπροσώπους, που διετέλεσαν και σχολάρχες, τον Αρκεσίλαο" ( π.χ.) και τον Καρνεάδη' ( π.χ.). Αργότερα, με σχολάρχη τον Φίλωνα* τον Λαρισαίο ( π.χ.), η πλατωνική Ακαδημία μετριάζει την κριτική της προς τους Στωικούς, ενώ ο μαθητής και διάδοχος του Αντίοχος Ασκαλωνίτης* ( π.χ.) ήταν τόσο μετριοπαθής, ώστε τον κατηγόρησαν ότι "εν Ακαδημία φιλοσοφεί τα στωικά". Μετά τον Αντίοχο ενισχύθηκε το πνεύμα της μετριοπάθειας στους κόλπους της Ακαδημίας, ενώ ταυτόχρονα άρχισε να αναπτύσσεται μια τάση εκλεκτισμού, έτσι που η κύρια κατεύθυνση των σπουδών ήταν η εναρμόνιση της φιλοσοφίας του Πλάτωνα με τη φιλοσοφία του Αριστοτέλη. Τον πέμπτο μ.χ. αιώνα άρχισε να καλλιεργείται και στην Ακαδημία ο Νεοπλατωνισμός* με εξέχοντες εκπροσώπους τους σχολάρχες Πρόκλο* ( ) και Δαμάσκιο ( ) ο Δαμάοκιος* ήταν και ο τελευταίος σχολάρχης της πλατωνικής Ακαδημίας, αφού το 529 με διάταγμα του αυτοκράτορα Ιουστινιανού έ- κλεισαν όλες οι ειδωλολατρικές φιλοσοφικές σχολές των Αθηνών. Με την αναγέννηση του Πλατωνισμού* στην Ι- ταλία τον 15ο αιώνα ιδρύθηκε από τον Κόσιμο Μέδικο πλατωνική Ακαδημία στη Φλωρεντία - σ" αυτήν κατέφυγαν πολλοί βυζαντινοί λόγιοι μετά την Αλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους. Στη φλωρεντινή Ακαδημία καλλιεργήθηκε ο Νεοπλατωνισμός*, ενώ παράλληλα δέσποζε το πνεύμα της σύνθεσης πλατωνισμού και αριστοτελισμού. Βιβλιογρ.: Τσέλλερ Νεστλέ. Ιστορία της ελληνικής φιλοσοφίας (μετάφραση από τη 13η έκδοση Χ. Θεοδωρίδη), Αθήνα W.K.C. Guthrie, A History ol Greek Philosophy. Cambridge (University Press), 1978, Ο. Gigon, Zur Geschichte der Netien Akademie ( Studium 2. antike Philosophic. 1972). Γραμμ. Αλατζόγλου Θέμελη ακαταληψία. Ως φιλοσοφικός όρος η μη δυνατότητα γνώσης του όποιου γνωστικού αντικειμένου, η αδυναμία ανεύρεσης της αντικειμενικής αλήθειας (βλ. λ. Σκεπτικοί). EX. Ακίνδυνος Γρηγόριος (14ος αι.) από τη Μυσία. Κατά την έριδα των Ησυχαστών* βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη και, ενώ αρχικά ήταν ή προσποιόταν τον φίλο του Παλαμά* και εδήλωνε εχθρός του αντιπάλου του Βαρλαάμ του Καλαβρού*, μετά την καταδίκη του τελευταίου από τη Σύνοδο του 1341 και τη φυγή του στην Ιταλία, έγινε αρχηγός των ανππαλαμικών, δηλαδή των βαρλααμιτών, στράφηκε κατά των Ησυχαστών και δημιούργησε μεγάλες ταραχές στην αυτοκρατορία. Σ' ένα σύγγραμμά του από εφτά βιβλία, που τα δύο πρώτα είναι κατά λέξη μετάφραση αποσπασμάτων από τη Summa contra gentiles του Θωμά Ακινάτη*, επιτίθεται στους ησυχαστές που έλεγαν ότι βλέπουν το άκτιστο φως, κάτι που καταλήγει σε υ- λοποίηση του Θεού, και αντιτάσσει σ' αυτό ότι το πραγματικό φως είναι η γνώση, σύμφωνα άλλωστε και με τη δυτική σχολαστική. Δεν μας είναι γνωστά τα του θανάτου του Ακίνδυνου (βλ. Ησυχασμός βυζαντινός, Παλαμάς Γοηγόριος, Βαρλαάμ ο Καλαβρός). Βιβλιογρ.: Β. Ν. Τατΰκης, Η βυζαντινή φιλοσοφία, μετάφρ. Εύας Καλμπουρτζή,Εταιρεία Σπουδών... Μωραίτη. Αθήνα, 1977, σ Ε. Χ. Ακομινάτος Νικήτας ο Χωνιάτης (Χώνες Φρυγίας, μέσα 12ου αι.-1206). Σπούδασε νομικά στην Κωνσταντινούπολη, όπου με την υποστήριξη του λόγιου αδελφού του Μιχαήλ, μητροπολίτη της Αθήνας αργότερα, κατέλαβε α- νώτερα κρατικά αξιώματα. Έγραψε την ιστορία των ετών , όπου και ακριβέστατη περιγραφή της άλωσης της Κων/πολης από τους Φράγκους. Το σύγγραμμά του Θησαυρός Ορθοδοξίας έχει συντεθεί, κατά τον Τατάκη, με σκοπό να καταπολεμηθεί "το κίνημα των ιδεών που ξεσήκωσε ο Ιταλός και όλες οι ορθολογιστικών τάσεων αιρέσεις, που αρχίζουν πάλι να πολλαπλασιάζονται στο Βυζάντιο". Ο Ιωάννης ο Ιταλός* είχε καταδικασθεί τότε από την Ιερά σύνοδο ως αιρετικός, κυρίως για τις νεοπλατωνικές δοξασίες του και, γενικότερα, επειδή θεωρούσε ανώτερη τη φιλοσοφική σκέψη από τη θρησκευτική πίστη (βλ. Ιωάννης ο Ιταλός). Βιβλιογρ.: Β. Ν. Τατύκης, Η βυζαντινή φιλοσοφία. Εταιρεία Σπουδών... Μωραίτη, Αθήνα. 1977, σ Ε. Χ. ΑκροπολΙτης Γεώργιος (Κωνσταντινούπολη, ). Εζησε στην αυλή των αυτοκρατόρων της Νίκαιας, όπου άκουσε τα μαθήματα του Νικηφόρου Βλεμμύδη*, και κατέλαβε ανώτατα αξιώματα - έγινε μέγας λογοθέτης, δηλαδή πρωθυπουργός, του Θεόδωρου Β' Λάσκαρη, 47

48 «ικτουαλισμός ο οποίος τον έστειλε αργότερα και στον Πάπα να διαπραγματευθεί την ένωση των εκκλησιών. Στο ιστορικό του έργο Χρονική συγγραφή εκθέτει τα γεγονότα από την πρώτη άλωση της Πόλης από τους Σταυροφόρους (1204) μέχρι την ανακατάληψη της (1261). Δίδαξε μετά Πλάτωνα" και Αριστοτέλη* στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης. Πλατωνικός, θεωρείται από τους κυριότερους εκπροσώπους του ανθρωπισμού και της βυζαντινής αναγέννησης των τριών τελευταιών αιώνων μαζί με τους Νικηφόρο Βλεμμύδη, Μάξιμο Πλανούδη*, Γεώργιο Παχυμέρη*, Νικηφόρο Γρηγορά* κ.ά. Ο Ακροπολίτης είναι γνήσιος εκπρόσωπος της εποχής του και στην πολιτική σκέψη, που, όπως γράφει ο Τατάκης, "κατευθύνεται όλο και περισσότερο προς τις θεωρίες της φωτισμένης δεσποτείας", και, γνήσιος μαθητής του Βλεμμύδη, "αποκαλεί τον βασιλιά προστάτη, που πρέπει ν' αγρυπνά για το καλό όλων". Βιβλιογρ.: Β. Ν. Τατάκης, Η βυζαντινή φιλοσοφία. Εταιρεία Σπουδών... Μωραίτη, Αθήνα ο Ε. Χωραφάς ακτουαλισμός (actuality = πραγματικότητα). Βασικός νόμος της υποκειμενικής ιδεαλιστικής διδασκαλίας, που απλοποιεί την αρχή της δραστηριότητας και ταυτίζει την πραγματικότητα με την ενεργητικότητα του υποκειμένου. Τον ακτουαλισμό, ως ολοκληρωμένο φιλοσοφικό σύστημα, τον παρουσίασε ο Gentile. Στον "ενεργητικό ιδεαλισμό" του ταυτίζει την ιδέα με τη δημιουργική ενεργητική σκέψη και υποστηρίζει ότι όλα τα πράγματα είναι δημιουργήματα της ενεργητικότητας του πνεύματος. Ο όρος ακτουαλισμός, νοούμενος ως "ομοιομορφισμός", χρησιμοποιείται και στη φυσιογνωσία και ιδιαίτερα στη γεωλογία ως βασική αρχή, σύμφωνα με την οποία οι φυσικοί νόμοι, που ι- σχύουν σήμερα και επηρεάζουν τον φλοιό της γης, ίσχυαν οι ίδιοι και κατά το παρελθόν. Κατά συνέπεια η γνώση των σύγχρονων φαινομένων μας παρέχει τη δυνατότητα να κατανοήσουμε όλες τις προηγούμενες περιόδους του γεωλογικού χρόνου, καθώς και να επανασυνθέσουμε το παρελθόν με τη χρησιμοποίηση της αρχής του ακτουαλισμού. Στην ψυχολογία, όπου επίσης γίνεται η χρήση του όρου ακτουαλισμός, αυτός εκφράζει την άρνηση της ύπαρξης ενιαίου υποκειμένου της ψυχικής δραστηριότητας και τον περιορισμό της σε σύνολο συνειδητών ενεργειών. Βιβλιογρ.: Lyell. Principles of the Geology ( ). Απ. Τζ. Αλ ΚΙντι, βλ. Κίντι Αλ Φάραμπι, βλ. Φάραμπι Αλαμπέρ, βλ. Λ/r' Αλαμπέρ Αλανός (Alain de Lille, λατ. Alanus ab insulis) (Λιλ, Σίτο, 1202). Γάλλος φιλόσοφος, θεολόγος και ποιητής. Ενας από τους εκπροσώπους της πρώιμης σχολαστικής, στον οποίο, λόγω των πολλών του γνώσεων, αποδόθηκε η προσωνυμία Doctor universalis (καθολικός διδάκτωρ). Στο βιβλίο του Regulae de sacra theologia (Κανόνες της ιερής θεολογίας), με εμφανή την επίδραση του Βοηθίου*, εκθέτει το δογματικό και ηθικό σύστημα της Εκκλησίας. Με άλλο θεολογικό του έργο, το Contra haereticos (Κατά των αιρετικών) στρέφεται κατά των Αλβιγηνών, των Βαλδίων, των Εβραίων και των Αράβων, έχοντας ως βάση τη Γραφή, τους πατέρες της Εκκλησίας και τον ορθό λόγο, τον οποίο χρησιμοποιεί με εξαιρετική επιτυχία στην αντιδιαστολή των περιοχών της πίστης και της γνώσης. Από τα κοσμικά του έργα ξεχωρίζουν: Το κλάμα της φύσεως, στο οποίο παριστάνεται η φύση να θρηνεί για την κακία του ανθρώπου, και Anticlaudianus (1183-4), μια αλληγορική ηθική εποποιία, που διαπλέκεται γύρω από την κεντρική ιδέα ότι η φύση σε συνεργασία με την αρετή δημιουργεί τον τέλειο άνθρωπο. Βιβλιογρ.: Matth. Baumgartner, Die philosophie des Alanus de Insulis, "Zusammenhange mil dem Anschanungen des 12 jahrhunderts" (Muensler 1896).- Raynaud de Lage G.. Alain de Lille. Po6le du XII sime (Paris, 1952). Απ. Τζ. Αλβέριχος (Albericus Aquensis). Γάλλος μεσαιωνικός στοχαστής και μεταρρυθμιστής του μοναχισμού. Εζησε τον 12ο αιώνα και υπήρξε ηγούμενος περίφημων αβαείων, όπως του Μολέμ και του Σιτώ. Φέρεται ως συγγραφέας χρονικού και έγινε διάσημος για τη μεταρρύθμιση που έμεινε γνωστή ως κιστερσιανή, συνώνυμη του μοναχικού τάγματος της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας. Αγιοποιήθηκε από τη δυτική εκκλησία. Βιβλιογρ.: Ε. Gilson. La philosophie au rnqyen ige. Paris Μάριος Μπέγζος Αλβέρτος ο Μέγας (Albertus Magnus), θεμελιωτής του χριστιανικού αριστοτελισμού* στον δυτικοευρωπαϊκό Μεσαίωνα, διακεκριμένος 48

49 άλγεβρα της λογικής φυσιοδίφης, πρώτος ονοματοδότης γερμανικών επωνυμίων σε φυτά και ζώα, ο αρχαιότερος γερμανός μεσαιωνικός στοχαστής που συνέθεσε χριστιανικές, αρχαιοελληνικές, αραβικές και ιουδαϊκές παραδόσεις μέσα στα πλαίσια του σχολαστικισμού*. 0 επονομαζόμενος "doctor universalis" (καθολικός δάσκαλος) γεννήθηκε στη Γερμανία, στην περιοχή της Σουαβϊας (σημερινή Βυρτεμβέργη) μεταξύ 1193/1200. Μετά από φυσιογνωστικές σπουδές χειροτονήθηκε δομινικανός, πραγματοποίησε διδακτική σταδιοδρομία (σε Γαλλία και Γερμανία), αναδείχθηκε επίσκοπος Ρέγκενσμπουργκ (Βαυαρία) και πέθανε το 1280 στην Κολωνία. Το πολυσχιδές συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει κείμενα φιλοσοφικά, όπου υπομνηματίζονται όλα σχεδόν τα γνωστά αριστοτελικά έργα, φυσικοεπιστημονικά και θεολογικά, όπως υπομνήματα σε όλα περίπου τα βιβλία της Αγίας Γραφής, σχόλια στα αρεοπαγιτικά κείμενα και συστήματα θεολογίας (Summa Theologiae). Μαθητής του υπήρξε ο Θωμάς Ακινάτης*, που οφείλει πάμπολλα στον δάσκαλό του. Η έντονη και άμεση επίδραση του Αλβέρτου ανιχνεύεται σε περιώνυμους μεσαιωνικούς στοχαστές, όπως είναι ο Μάιστερ Έκκαρτ*, ο Νικόλαος Κουζάνος* κ.ά. Η φιλοσοφική συμβολή του συνίσταται στο ότι πέτυχε να συνθέσει πολλά ετερόκλητα στοιχεία από ποικίλες διαφορετικές παραδόσεις χωρίς να απομονώσει κάποιο από αυτά ή να α- ποκλείσει κάτι. Από τις εξωχριστιανικές παραδόσεις αφομοίωσε την αραβική, την ιουδαϊκή και την αρχαιοελληνική φιλοσοφία, για να προ- (Ιεί στη σύνθεση του χριστιανικού αριστοτελισμού, που αποτέλεσε τη σπονδυλική στήλη του μεσαιωνικού σχολαστικισμού*. Κατάφερε να συνδυάσει τις φυσιογνωστικές μεθόδους του 13ου αιώνα με τα θεολογικά δεδομένα και τις φιλοσοφικές παραδοχές του καιρού του. Ο ίδιος επιδιδόταν σε αστρολογικές και αλχημικές έρευνες επινοώντας για πρώτη φορά γερμανικές ονομασίες στα φυτά και τα ζώα, καθώς επίσης βελτιώνοντας τις καλλιέργειες στην περιοχή του Ρήνου και της Κολωνίας στον 13ο αι. Οι θεμελιώδεις φιλοσοφικές θέσεις του Αλβέρτου συστοιχούν με τις βασικές μεταφυσικές πεποιθήσεις του δυτικού μεσαιωνικού κοσμοειδώλου. Η διάκριση λόγου - πίστης με το αδιαμφισβήτητο πρωτείο της θεολογίας α- πέναντι στη φιλοσοφία, η προτεραιότητα της ουσίας έναντι του όντος και η πραγματοκρατική εκδοχή των "καθόλου" συνιστούν τον κορμό της αλβερτινής μεταφυσικής, που δημιούργησε "σχολή" στη Γερμανία (Κολωνία, 13ος αι.) και στην Πολωνία (Κρακοβία, 17ος αι.). Σε σύγκριση με τον περιώνυμο μαθητή του, Θωμά Ακινάτη, υστερεί ο Αλβέρτος σε πρωτοτυπία, μοιάζοντας περισσότερο με συμπιλητή παρά με καινοτόμο διανοητή. Αναμφισβήτητα όμως ανήκει σε αυτόν η εμπνευσμένη πρωτοβουλία για την εισήγηση του χριστιανικού αριστοτελισμού στη Δύση με όλα τα θετικά και αρνητικά στοιχεία της ημιτελούς διαμεσολάβησης του Σταγιρίτη στον Μεσαίωνα εξαιτίας του αραβικού νεοπλατωνισμού. Βιβλιογρ.: Alberti Magni Opera Omnia, Ed. Coloniensis. Koln, 1951, 40 Bde.- E. Gilson. la philosophie au moyen Age, Paris, M. Grabmann. Der heilige Albert der Grosse, (Munchen 1932).- H. U. Vonler, Geschichte der mittelalierlichen Philosophie (Berlin, 1990).- B. Αντωνιάδης, Εγχειρίδιον ιστορίας της φιλοσοφίας, τόμ. Β' : Η Μέση Φιλοσοφία, Κωνσταντινούπολις, Κ. Λογοθέτης, Η φιλοσοφία των Πατέρων και του Μέσου Αιώνος, 2 τόμοι, Αθήναι 1930/ Μ. Μπέγζος. Ελευθερία ή θρησκεία;, Αθήνα, Μάριος Π. Μπέγζος ΑλβΙνος (2ος αι. μ.χ.). Πλατωνικός φιλόσοφος, δίδαξε γύρω στο 150 στη Σμύρνη, όπου τον άκουσε ο Γαληνός*. Τα σωζόμενα έργα του Εισαγωγή εις τους Πλάτωνος διαλόγους και Διδασκαλικός των Πλάτωνος δογμάτων α- ποτελούσαν ίσως μέρη ευρύτερης εργασίας του για το πλατωνικό έργο. Ο Αλβίνος, όπως και ο δάσκαλός του Γάιος*, δεν αναγνώριζε μεγάλες διαφορές ανάμεσα στα φιλοσοφικά συστήματα του Πλάτωνα* και του Αριστοτέλη*, γι' αυτό και δεν δίσταζε κατά την ερμηνευτική εργασία του να ενσωματώνει στην πλατωνική φιλοσοφία αριστοτελικά και στωϊκά στοιχεία. Ωστόσο, ο Αλβίνος, μαζί με τον δάσκαλό του, θεωρείται από τους θεμελιωτές μιας μεθόδου για την ερμηνεία του Πλάτωνα. Ακόμα, ο Αλβίνος υπερασπίστηκε με αποφασιστικότητα τον ορθολογικό και διαλεκτικό δρόμο προς τη φιλοσοφία από τις μυστικιστικές και μαγικές τάσεις της εποχής του. Βιβλιογρ. R.E. Witt, Albinos and the History of Middle- Platonism, Cambridge, 1937 (Amsterdam, 1971). E.N. Ρούσσος άλγεβρα της λογικής. Ο όρος 'Αλγεβρα της λογικής" προέρχεται από τις πρώτες εργασίες και παραδόσεις στη μαθηματική λογική κατά τον 19ο αιώνα (π.χ. G. Boole). Από τις εργα- Φ.Λ., Α-4 49

50 αλγόριθμος οίες αυτές προέκυψε η άλγεβρα του Boole, καθώς και η τάση για αλγεβροποίηση της λογικής, η οποία με τη σειρά της οδήγησε στην αλγεβρική λογική. Η άλγεβρα της λογικής είναι ένα σύστημα αλγεβρικών μεθόδων λύσης προβλημάτων της λογικής. Στην άλγεβρα της λογικής περιλαμβάνονται όλες εκείνες οι κατασκευές που οδηγούν στην αλγεβροποίηση της κλασικής προτασιακής λογικής, της κατηγορηματικής ή πρωτοβάθμιας λογικής, καθώς kcu των διαφόρων πλειότιμων λογικών. Αλγεβροποίηση σημαίνει δημιουργία ενός συστήματος διαδικασιών και αλγορίθμων*,που μέσω συγκεκριμένων αλγεβρικών πράξεων μπορούν να ο- δηγήσουν σε αλγεβρικές λύσεις λογικών προβλημάτων. Αντικείμενο, δηλαδή, της άλγεβρας της λογικής είναι η ίδια η λογική (δίτιμη* ή πλειότιμη*) με το σύνολο πράξεων και σχέσεών της, οι οποίες προσαρμόζονται και τυποποιούνται κατάλληλα, ώστε να γίνουν αντικείμενο αλγεβρικής αλγοριθμοποίησης προς λύση, όπως ήδη ειπώθηκε, των αντίστοιχων λογικών προβλημάτων. Διον ΑνοποΜτάνος αλγόριθμος, (από το algorithm!, algorismus, λατινική μεταγραφή του ονόματος του επιστήμονα της Μέσης Ασίας του 9ου αιώνα Μουχαμέντ μπεν Μουσά αλ Χορεζμί). Σύστημα που καθορίζει, μέσω ενός συνόλου πεπερασμένα ελέγξιμων κανόνων, πεπερασμένες διαδικασίες και συμπεριφορές για την αποτελεσματική επίλυση προβλημάτων. Χαρακτηριστικά του αλγόριθμου είναι η μαζικότητα, ο καθορισμένος χαρακτήρας και η παραγωγικότητά του. Η "μαζικότητα" είναι ένα χαρακτηριστικό που α- ναφέρεται στο πλήθος των περιπτώσεων (το οποίο καθορίζεται από τη δυνατότητα προσαρμογής του αλγορίθμου σε διαφορετικές αρχικές συνθήκες) στις οποίες μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο αλγόριθμος. Ο "καθορισμένος χαρακτήρας" του αλγόριθμου αναφέρεται στη διαδικασία της εφαρμογής των κανόνων στα αρχικά δεδομένα, η οποία διαδικασία οφείλει να είναι μονοσήμαντα ορισμένη. Η "παραγωγικότητα" είναι χαρακτηριστικό που αναφέρεται στη δυνατότητα γνώσης του αποτελέσματος του υπολογισμού σε κάθε βήμα της υπολογιστικής διαδικασίας. Η περιγραφή του αλγόριθμου περιλαμβάνει την πλήρη υπόδειξη των παραμέτρων που υπεισέρχονται ή που είναι δυνατόν να υπεισέλθουν στην υπολογιστική διαδικασία. Το πλήθος των παραμέτρων καθώς και των τιμών που λαμβάνουν αυτές είναι αριθμήσιμο. Το αλφάβητο της γλώσσας στην οποία λειτουργεί ο αλγόριθμος είναι αριθμήσιμο. Ο αλγόριθμος στα πλαίσια αυτά μπορεί να θεωρηθεί ως μηχανισμός πεπερασμένων ακολουθιών αποτελεσματικών μετασχηματισμών λέξεων ή σημάτων. Το μονοσήμαντο των αλγοριθμικών διαδικασιών, ο αυστηρά καθορισμένος χαρακτήρας τους και η ανεξαρτησία τους από παράγοντες εξωτερικούς ως προς την υ- πολογιστική διαδικασία αποκλείει τη δυνατότητα αυθαίρετων λύσεων και έτσι οδηγεί στην τυποποίηση ή αυτοματοποίηση των αλγοριθμικών διαδικασιών. Αυτό το χαρακτηριστικό καθιστά τον αλγόριθμο συνώνυμο της αυτόματης μηχανής. Επίσης τον τοποθετεί στη βάση της αυτοματοποίησης των διαδικασιών μετασχηματισμού της πληροφορίας. Η νομιμοποίηση της χρήσης ενός δεδομένου αλγόριθμου περνάει μέσα από την απόδειξη της αντιστοιχίας του με τις διαδικασίες επίλυσης του εκάστοτε συγκεκριμένου προβλήματος, που με αυτή την έννοια μπορεί να ονομασθεί λογαριθμικό. Παραδείγματα λογαριθμικώς επιλύσιμων προβλημάτων είναι της εύρεσης της αληθοτιμής τυχόντος προτασιακού τύπου στα πλαίσια του προτασιακού λογισμού, καθώς και του καθορισμού των αποδείξιμων τύπων στα πλαίσια του ίδιου λογισμού. Μέσω του καθορισμού του συνόλου των προβλημάτων που επιλύονται λογαριθμικά είναι δυνατόν να επιδιωχθεί η εύρεση των ορίων αυτοματοποίησης των διαδικασιών της νόησης. Η μελέτη των λογαριθμικών διαδικασιών συνδέεται άμεσα με την ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης. Στα πλαίσια των μαθηματικών και της λογικής, μέχρι τουλάχιστον το 1931, κυριαρχούσε η πίστη στη δυνατότητα αλγοριθμικής επιλυσιμότητας όλων των αντίστοιχων προβλημάτων. Το 1931, όμως, ο Κ. Γκέντελ* απέδειξε ότι στα μαθηματικά η πλειοψηφία των αξιωματικών συστημάτων πάσχει από την εγγενή αδυναμία ύπαρξης προβλημάτων μη αλγοριθμικά επιλύσιμων με τις προβλεπόμενες σ' αυτά αλγοριθμικές διαδικασίες. Το θεώρημα αυτό, το οποίο ονομάζεται "θεώρημα μη πληρότητας", οδήγησε στο πρόβλημα της περιγραφής όλων των τύπων αλγορίθμων στα πλαίσια μιας αυστηρής και τυποποιημένης θεωρίας αλγορίθμων. Γύρω στα 1936, διατυπώθηκε από τον Α. Τσερτς* n εμπειρικά στηριγμένη περίφημη θέση του, σύμφωνα με την οποία όλοι οι αλγόριθμοι που ικανοποιούν τη διαισθητικά περιεκτική έννοια 50

51 Αλέξανδρος ο Αφροδισιεύς του αλγόριθμου ταυτίζονται με αυτούς που δίνονται αναδρομικά μέσω συγκεκριμένης γλωσσικής τυποποίησης. Παρόλο που η θέση αυτή φάνηκε να ολοκληρώνει το πρόβλημα της αναζήτησης του συνόλου των αλγορίθμων, η ανάπτυξη της Ιδιας της έννοιας του αλγόριθμου στη λογική και τα μαθηματικά συνεχίστηκε και μετά το Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 απετέλεσε τη βάση εκκίνησης του κλάδου των κατασκευαστικών μαθηματικών. Επίσης στους τομείς της επιστήμης των υπολογιστών και της πληροφορικής έγινε η βάση της λύσης με μηχανές μαθηματικών προβλημάτων, της αλγοριθμικής επεξεργασίας της πληροφορίας, της ανάπτυξης των υπολογιστικών τεχνικών. Ακόμη βοήθησε στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης και της κατασκευής μοντέλων αυτοματοποίησης των διαδικασιών της παραγωγής. Τέλος, σημαντικό σταθμό στην α- νάπτυξη των αλγορίθμων απετέλεσε η θεωρία των κανονικών αλγορίθμων του Α. Α. Μάρκοφ, η οποία επιτυγχάνει να προσδιορίσει επακριβέστερα και αμεσότερα αυτό που θεωρείται ως η "διαισθητική" έννοια του αλγόριθμου. Διον. Αναηολιτάνος Αλεξανδρινή φιλοσοφία. Φιλοσοφική κίνηση των τελευταίων προχριστιανικών και των πρώτων χριστιανικών αιώνων με επίκεντρο την Αλεξάνδρεια. Αποτελέστηκε από όψιμα ελληνικά, ιουδαϊκά και πρώιμα χριστιανικά στοιχεία. Κυριότεροι εκπρόσωποι της ο Ιουδαίος Φίλων* και οι εκκλησιαστικοί πατέρες Κλήμης* και Ωριγένης*. Σ' αυτήν, τη λεγόμενη και «Αλεξανδρινή σχολή», επιχειρήθηκε η δημιουργία μιας χριστιανικής φιλοσοφίας που θα έ- παιρνε τη θέση της όψιμης ελληνικής φιλοσοφίας. Από την «Αλεξανδρινή σχολή» πρέπει να διαχωρίζεται η νεοπλατωνική σχολή της Αλεξάνδρειας (4ος - 6ος αι. μ.χ.), που κυριότεροι εκπρόσωποι της ήταν η Υπατία*, ο Συνέσιος*, ο Ιεροκλής*, ο Ολυμπιόδωρος*, ο Νεμέσιος* και ο Ιωάννης ο Φιλόπονος*. Η νεοπλατωνική σχολή της Αλεξάνδρειας ήταν μία από τις σχολές στις οποίες διαμορφώθηκε ο ό- ψιμος νεοπλατωνισμός*, μετά τον Ιάμβλιχο*, και στάθηκε το τελευταίο οχυρό της εθνικής ελληνικής φιλοσοφίας στην Ανατολή. Με την κατάκτηση της Αλεξάνδρειας από τους Αραβες το 640, οι τελευταίοι εκπρόσωποι της* νεοπλατωνικής σχολής της πέρασαν άλλοι στην αραβική κοινωνία και άλλοι στη βυζαντινή, και με αυτούς πέρασε και το ελληνικό πνεύμα στον μεσαιωνικό κόσμο. Αντίθετα από άλλες νεοπλατωνικές σχολές, που τις χαρακτήριζαν μυστικιστικές τάσεις, η σχολή της Αλεξάνδρειας χαρακτηριζόταν για τη νηφάλια στάση της στην έρευνα, την καλλιέργεια της Λογικής, των Μαθηματικών και της Αστρονομίας, καθώς και για την πραγματολογική ερμηνεία των πλατωνικών και των αριστοτελικών ιδεών (βλ. και Νεοπλατωνισμός). Βιβλιογρ. E.V. Ivdnka, Plato Christianus. Ubemahme und Umgestaltung des Platonismus durch die Vater, Einsiedeln, W. Bousset, Judisch-christlicher Schulbetrieb in Alexandria und Rom, Gottingen A. Momigliano, (ed.). The Conflict between Paganism and Christianity in the Fourth Century. Oxlord E.N. Ρούσσος Αλέξανδρος ο Αλης (ή του Χαίηζλ, Hales). Αγγλος σχολαστικός διανοητής του 13ου αιώνα, ιδρυτής της παλαιάς σχολής των Φραγκισκανών. Γεννήθηκε περί το 1170 στην Αγγλία, σπούδασε στο Παρίσι, χειροτονήθηκε φραγκισκανός το 1231, διετέλεσε καθηγητής στο πανεπιστήμιο των Παρισίων και πέθανε το Στους μαθητές του συγκαταλέγεται ο Μποναβεντούρα*. Στη σκέψη και στο έργο του εμπνέεται από τον Αυγουστίνο*. Μελέτησε, στα λατινικά, έργα ανατολικών θεολόγων (αρεοπαγιτικά κείμενα, Ιωάννης Δαμασκηνός*) και σχολίασε το θεολογικό σύστημα του Πέτρου Λομβαρδού*. Με τη συνεργασία των μαθητών του έγραψε θεολογικό σύστημα με τίτλο Summa universae theologiae. Προσανατολίζεται στον αριστοτελισμό* φιλοσοφικά και εμμένει στον αυγουστινισμό* θεολογικά. Παραμένει ουσιοκράτης (προτεραιότητα της ουσίας απέναντι στο ον) και πραγματοκράτης (προτεραιότητα των γενικών εννοιών). Αποτελεί τον εκπρόσωπο του βρετανικού σχολαστικισμού στην ακμή της μεσαιωνικής φιλοσοφίας κατά τον 13ο αιώνα. Βιβλιογρ.: F. C. Copleston, A History of Medieval Philosophy, London, Ε. Gilson, La philosophie au moyen ige, Paris, H. U. Wohler, Geschichte der mittelalterlichen Philosophie, Berlin, Μάριος Π. Μπέγζος Αλέξανδρος ο Αφροδκηεύς (ακμή περ. 200 μ.χ.). «Περιπατητικός» φιλόσοφος, ο σπουδαιότερος σχολιαστής και εξηγητής του Αριστοτέλη*. Γεννημένος στην Αφροδισιάδα της Καρίας, όπως και ο Αδραστος*, επίσης σχολιαστής έργων του Αριστοτέλη, μαθητής του Ερμίνου*, του Σωσιγένη* και του Αριστοκλή* από τη 51

52 Αλέξανδρος ο ΛυκοπολΙτης Μεσσήνη της Σικελίας, φίλος των Ρωμαίων αυτοκρατόρων Σεβήρου και Αντωνίνου, πατέρα και γιου, ο Αλέξανδρος δίδαξε στην Αθήνα, τουλάχιστον από το 198 ως το 211, ως «σχολάρχης», δηλαδή διευθυντής του «Περιπάτου», της σχολής του Αριστοτέλη. Από το ερμηνευτικό έργο του σώθηκαν τα Υπομνήματα στα αριστοτελικά συγγράμματα Αναλυτικά πρότερα, Τοπικά, Μετεωρολογικά, Περί αισθήσεως και Μετά τα Φυσικά, χάθηκαν τα Υπομνήματά του στα αριστοτελικά έργα Κατηγορίαι και Φυσική ακρόασις. Από τα πρωτότυπα συγγράμματά του σώθηκαν το Περί ψυχής, το Περί ειμαρμένης και το Περί κράσεως και αυξήσεως. Τα παραδομένα με το όνομά του Ιατρικά απορήματα και φυσικά προβλήματα, Περί πυρετών και Προβλήματα ανέκδοτα δεν είναι έργα δικά του. Νους οξύς, απελευθερωμένος από τις μυστικιστικές τάσεις της εποχής του, με φιλολογική ακρίβεια στην αυστηρά ορθόδοξη ερμηνεία της αριστοτελικής διδασκαλίας, από έντονο α- ντιπλατωνισμό, κάποτε όχι χωρίς αυθαιρεσία, παρεκκλίνει από τα αριστοτελικά κριτήρια και προσεγγίζει τον Στράτωνα* και τους Ατομικούς. Ετσι, κατά τη θεωρία του Αλέξανδρου, προτεραιότητα έχει το ειδικό; όχι το γενικό: Στις κανονικές κινήσεις των ουράνιων σωμάτων οφείλει η ύλη τις ποιότητες που εμείς τις ταυτίζουμε με τη μορφή, με το «είδος» των στοιχείων. Οι κινήσεις αυτές επιφέρουν και τους ποικίλους συνδυασμούς ανάμεσα στα απλά σώματα και έτσι παίρνουν μορφές τα σύνθετα σώματα. Και η ψυχή των ζωντανών οργανισμών δεν είναι παρά η φύση ή η δύναμη που έχει προκύψει από κάποια πρόσμιξη' ακόμα και στον άνθρωπο η ψυχή είναι αχώριστη από το σώμα και θνητή, όπως θνητός είναι και ο νους. Τον Αλέξανδρο τον χαρακτήρισαν «εξηγητήν κατ' εξοχήν» και δεύτερο Αριστοτέλη. Τον τιμούσαν πολύ και τον χρησιμοποιούσαν σε μεγάλη κλίμακα, όχι μόνο οι μεταγενέστεροι σχολιαστές, αλλά και οι Νεοπλατωνικοί και οι άλλοι φιλόσοφοι σ' ολόκληρη-τη Βυζαντινή περίοδο. Σ' αυτόν στηρίχτηκαν στην Αναγέννηση οι Νεοαριστοτελικοί, ιδιαίτερα οι «Αλεξανδριστές», που αμφισβητούσαν την αθανασία της ψυχής, και στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα ο Θεόφιλος Κορυδαλεύς*, για να παραμερίσουν τη σχολαστική και την αραβική ερμηνεία του Αριστοτέλη. Ε.Ν. Ρούσσος Αλέξανδρος ο ΑυκοπολΙτης (3ος αι. μ.χ.). Νεοπλατωνικός φιλόσοφος της Αλεξανδρινής σχολής* από τη Λυκόπολη της Ανω Αιγύπτου και εθνικός αρχικά, έγινε κατόπιν οπαδός του Μανιχάίσμού*, τον οποίο καταπολέμησε στη συνέχεια, αφού έγινε Χριστιανός. Ε. Χ. Αλέξανδρος ο Πολυϊστωρ (1ος αι. π.χ.). Ελληνας συγγραφέας από τη Φρυγία. Από το σαραντάτομο ιστορικό και γεωγραφικό του έργο σώζονται σήμερα ελάχιστα αποσπάσματα. Μας είναι γνωστός κυρίως από μια περίληψη της κοσμολογίας των νεότερων πυθαγορείων, των μαθηματικών, όπου αναμειγνύονται και στωικές δοξασίες, την οποία συνέταξε από Πυθαγορείους σημειώσεις, ίσως από το σύγγραμμα ενός από αυτούς τους μαθηματικούς, του Ξενόφιλου του Χαλκιδέα. Σύνοψή της μας διέσωσε ο Διογένης ο Λαέρτιος* (VII, 24 κ.ε.). Η κοσμολογία αυτή των νεοπυθαγορείων* έχει επηρεαστεί πολύ από τις δοξασίες των Ιώνων φυσιοκρατών της τελευταίας περιόδου (Αλκμαίων*, Διογένης*) και των ιατρών του 4ου αιώνα: αποδίδεται Θεϊκός χαρακτήρας στη θερμότητα, που αποτελεί την αιτία της ζωής η ψυχή είναι μέρος του θερμού αιθέρα ανακατωμένου με το ψυχρό και αθάνατη η ψυχή διαιρείται σε νου, θυμό και φρένες (τα δύο πρώτα και στα ζώα, οι φρένες μόνο στον άνθρωπο)' ουσία του κόσμου και της θεότητας είναι η αρμονία. Βιβλιογρ.: Τοέλλερ - Νεστλέ, Ιστορία της ελληνικής φιλοσοφίας, μετάφρ. Χ. Θεοδωρίδη, Εστία, Αθήνα, σσ Ε. Χωραφάς Αλεξάντερ (Alexander) Σαμουήλ (Σίδνεϋ Αυστραλίας, Μάντζεστερ, 1938). Αγγλος νεορεαλιστής φιλόσοφος, ένας από τους ιδρυτές της θεωρίας της "αναδυόμενης εξέλιξης", η οποία αποτελεί τον άξονα, περί τον οποίο περιστρέφεται το φιλοσοφικό του σύστημα. Στο βασικό του έργο Space, Time and Deity (Χώρος, Χρόνος και θεότητα, τόμ. 2, Μάντσεστερ, 1920) υποστηρίζει ότι ο χώρος και ο χρόνος δεν είναι δύο οντότητες ανεξάρτητες η μία από την άλλη, αλλά συνεχείς, και αποτελούν όψεις της μίας πραγματικότητας, του "χωροχρόνου". Οταν δύο ή περισσότερες πραγματικότητες ενώνονται, τότε προβάλλουν. πέρα από τις σύμφυτες με αυτές, και άλλες ιδιότητες, εντελώς διαφορετικού χαρα- 52

53 αλήθεια κτήρα. Έτσι, ο αρχικά ακαθάριστος χωρο-χρόνος αποκτά βαθμιαία νέες όψεις, μια εξέλιξη δηλαδή από το ομοιογενές στο ετερογενές, ένα γίγνεσθαι, στο οποίο η κάθε στιγμή περιέχει όλες τις προηγούμενες και ταυτόχρονα υ- περέχει από όλες αυτές. Οι αλλεπάλληλες προβολές είναι κατά σειρά: η καθαρή κίνηση, η φυσική ύλη, οι υλικές ιδιότητες, η ζωή και η σκέψη. Προχωρώντας στο πρόβλημα της γνώσης, ο Αλεξάντερ συνεχίζει και ως προς αυτό τις νεορεαλισπκές του αντιλήψεις για τον άμεσο χαρακτήρα της γνωστικής διαδικασίας. Πρόκειται, κατ' αυτόν, για μιαν απλή και καθαρή "παρουσίαση" της πνευματικής λειτουργίας και ενός αντικειμένου, που μπορούν να συνυπάρχουν έτσι η ιδέα ενός πράγματος δεν έχει χαρακτήρα καθαρά πνευματικό, αλλά είναι, κατά βάθος, ένα άλλο αντικείμενο του πραγματικού κόσμου, χωρίς και να παύει να είναι μια πράξη πνευματική. Από τη σύζευξη διάνοιας και αντικειμένου γεννιούνται οι αξίες: αλήθεια, αγαθότητα, κάλλος. Η "ύψιστη προβολή" όλων των προγενέστερων συμπλεγμάτων είναι το "θείον", η μετά τη διάνοια δηλαδή υψηλότερη εμπειρική ιδιότητα. ΓΓ αυτό και το θρησκευτικό συναίσθημα είναι η μόνιμη τάση του σύμπαντος να υψωθεί προς μιαν ιδιότητα πληρέστερη, που είναι η "θεότητα". Ετσι ο θεός παρουσιάζεται ως σώμα και ψυχή: σώμα είναι το σύμπαν, ψυχή η συνεχώς "αναδυόμενη" θεότητα και δημιουργός ο χωρο-χρόνος. Με τον τρόπο αυτό ο Αλεξάντερ προχωρεί στη δική του μεταφυσική ερμηνεία. Βιβλιογρ.: Ντεβώ Π., Το σύστημα του Αλεξάντερ, Mc Carthy J. W., The naturalism of S. Alexander, Ν. Y, Απ. Τζαφερόπουλος Αλεξοντρόφ Γκεόργκι Φιοντόροβιτς ( , Πετρούπολη , Μόσχα). Ρώσος φιλόσοφος, ακαδημαϊκός, διευθυντής του Ινστιτούτου φιλοσοφίας της Ακαδ. Επιστ. της πρώην ΕΣΣΔ. Πήρε μέρος στη συγγραφή της Ιστορίας της φιλοσοφίας (1967). Τα κυριότερα έργα του: Ο Αριστοτέλης (1940), Ιστορία των κοινωνιολογικών θεωριών. Η αρχαία Ανατολή (1959), Η ιστορία της κοινωνιολογίας ως επιστήμης (1958). Ν. Στ. ΑλεξΙνος ο Ηλείος (4ος / 3ος αι. π.χ.). Μαθητής του Στίλπωνα του Μεγαρέα* ή, κατ" άλλους, του Ευβουλίδη* και αντίπαλος του στωικού Ζήνωνα*. Οι δοξασίες των Μεγαρικών ήταν ένα κράμα ελεατικών στοιχείων και σωκρατικής διδασκαλίας. Εκείνη την εποχή η σχολή αυτή είχε τραπεί σε στείρο έλεγχο των προηγούμενων φιλοσοφικών διδασκαλιών και εριστικότητα την τάση αυτή ακολουθεί και ο Αλεξίνος, που γγ αυτόν τον λόγο επονομαζόταν "Ελεγξίνος". Στο μοναδικό απόσπασμα που σώθηκε από το έργο του, ο Αλεξίνος παρωδεί την απόδειξη του Ζήνωνα για τη λογικότητα του κόσμου. Επίσης, ο επικούρειος Ερμαρχος* διασώζει ένα απόσπασμα της χαμένης του συγγραφής Περί παιδείας, όπου στην αντίθεση ρητορικής και φιλοσοφίας παίρνει το μέρος της πρώτης. Ακόμη, αναφέρεται και ένα βιβλίο του με το αποίο στρέφεται κατά του Αριστοτέλη*. Ε. χ. αλήθεια. Στο μέγαρο της αλήθειας υπάρχουν πολλά διαμερίσματα ή, καλύτερα, πολλές προσεγγίσεις για τον ορισμό της έννοιας της αλήθειας. Ο συσχετισμός πίστης και δόξας προς τη γνώση είναι το απλούστερο παράδειγμα για την ύπαρξη διαβαθμίσεων στην απόκτηση της γνώσης, οι οποίες επηρεάζουν και την έννοια της αλήθειας, καθότι η αληθής γνώση είναι η μόνη βάσιμη και βέβαιη γνώση, που δύσκολα όμως αποκτά ο επιστήμονας ή ο φιλόσοφος. Η έννοια της αλήθειας χρησιμοποιείται για να δηλώσει την υποχρέωση που έχει ο επιστήμονας να αναζητεί την αλήθεια, καθώς και τη συμφωνία ή την ασυμφωνία (προκειμένου περί ψεύδους) της έννοιας αυτής προς κάποιον κανόνα. Οι σημαντικότερες προσεγγίσεις στο πρόβλημα της αλήθειας έγιναν από τον ορθολογισμό*, τον εμπειρισμό* και τον ιδεαλισμό*, τον διαλεκτικό υλισμό* και τη γλωσσική ανάλυση*. Κατά τον ορθολογισμό, οι αλήθειες του λόγου γίνονται γνωστές "εκ των προτέρων" ("a priori"), με την έννοια πως ό,τι ισχύει για τη γενική εκφορά ισχύει και για τη μερική - ατομική εκφορά. Ο λόγος για τον οποίο οι "αλήθειες του λόγου" δεν γίνονται γνωστές "εκ των υ- στέρων" ("a posteriori") είναι ότι οι αλήθειες αυτές αναφέρονται σε ιδιότητες που δεν παρατηρήθηκαν ποτέ. Ο Leibniz* ισχυρίζεται ότι υπάρχουν δύο είδη αλήθειας: οι αλήθειες του λόγου και οι αλήθειες της εμπειρίας. Οι πρώτες είναι αναγκαίες και οι αντίθετες αυτών είναι συμπτωματικές. Η θεωρητική ή η αλήθεια του λόγου είναι ανεξάρτητη από την αλήθεια 53

54 αλήθεια των αισθητών πραγμάτων. Ο Descartes* εξαρτά τη βέβαιη και ασφαλή γνώση από το ορθολογικό σύστημα που οικοδομείται με βάση την ενόραση* και την παραγωγή*. Η επιστήμη που μας προσφέρει αυτού του είδους τη βεβαιότητα και αναγκαιότητα είναι τα μαθηματικά. Ο εμπειρισμός, λαμβανόμενος είτε στην αυστηρή είτε στην ασθενή του μορφή, δέχεται ότι η ασφαλής και σταθερή γνώση θεμελιώνεται στην εμπειρία, αφού οι ιδέες (έννοιες, παραστάσεις) προκύπτουν, άμεσα ή έμμεσα, από την εμπειρία και ειδικότερα από την "κατ" αίσθησιν" αντίληψη. Ο Locke* υποστήριξε ότι ο ανθρώπινος νους είναι, από τη φύση του, λευκό χαρτί, όπου εγγράφεται κάθε επιμέρους γνώση. Κατά τον Hume*, η γνώση παράγεται από τον συνειρμό των εντυπώσεων σύμφωνα με τους νόμους της ομοιότητας, της συνάφειας και του αιτίου - αποτελέσματος*. Οι εντυπώσεις όμως δίνονται "χωριστές" μεταξύ τους, η δε νόηση ποτέ δεν μπορεί να συλλάβει την πραγματική τους σχέση. Ο Kant* εισηγήθηκε την "κοπερνίκεια επανάσταση", δηλαδή την αλλαγή της στάσης του υ- ποκειμένου έναντι του κόσμου. Η γνώση δεν διαμορφώνεται σύμφωνα με τα πράγματα, αλλά τα πράγματα αντανακλούν τη δομή της νόησης και τις κατηγορίες της. Τα ίδια τα πράγματα δεν υπόκεινται στη γνώση και είναι για πάντα απρόσιτα στην ανθρώπινη νόηση. Τα μόνα που μπορούμε να γνωρίσουμε είναι τα φαινόμενα. Ο ίδιος φιλόσοφος εισηγήθηκε τη διάκριση των κρίσεων σε αναλυτικές και συνθετικές. Στην αναλυτική κρίση το κατηγορούμενο δεν προσθέτει τίποτε στην έννοια του υ- ποκειμένου, η δε αρχή πάνω στην οποία βασίζεται είναι εκείνη της αντίφασης. Στη συνθετική κρίση το κατηγορούμενο δεν αναφέρεται στο υποκείμενο, αλλά διευρύνει το περιεχόμενό του, η δε άρνησή της δεν δημιουργεί αντίφαση. Τη διάκριση των κρίσεων σε αναλυτικές και συνθετικές άλλοι την αποδέχθηκαν και τη συνέδεσαν με τη διαψευσιμότητά τους (P. F. Strawson* και Η. P. Grice*) και άλλοι αρνήθηκαν τη σαφή οριοθέτηση μεταξύ τους (W. V. Quine*), επειδή η συνθετική κρίση δεν περιέχει μόνο στοιχεία που έχουν σχέση με την εμπειρία, ούτε η αλήθεια της έχει άμεση σχέση προς αυτήν. Κατά τον Quine, η "λογική αλήθεια" είναι μια πρόταση που είναι αληθής και παραμένει αληθής κάτω από όλες τις επανερμηνείες των συστατικών της στοιχείων. Η "λογική αλήθεια" δεν περιορίζεται στις κατηγορικές προτάσεις, όπως συμβαίνει με τις αναλυτικές και τις συνθετικές, αλλά είναι ευρύτερη των τελευταίων αυτών. Ο διαλεκτικός υλισμός* συνδέει την έννοια της αλήθειας με τη διαδικασία των εσωτερικών α- ντιθέσεων και της συνεχούς προσπάθειας υ- πέρβασης των εμποδίων και των σφαλμάτων. Αποτέλεσμα του συνδυασμού αυτού είναι η δημιουργία της αντικειμενικής, αλλά και ταυτόχρονα σχετικής αλήθειας. Η αντικειμενικότητα της αλήθειας συνάγεται από την ανεξαρτησία του περιεχομένου των παραστάσεών μας από το υποκείμενο και τον άνθρωπο, ενώ η σχετικότητά της προέρχεται από τους περιορισμούς του ιστορικού γίγνεσθαι και των συνεχώς μεταβαλλόμενων κοινωνικοπολιτικών συνθηκών. Οι δυσκολίες οντολογικής και λογικής θεμελίωσης της αλήθειας οδήγησαν στη "γλωσσική" προσέγγιση της αλήθειας. Εκπρόσωποι του λογικού θετικισμού* και της γλωσσανάλυσης* προσπάθησαν, με την αποκλειστική χρήση της σημαντικής* και της λειτουργικότητας της γλώσσας, να παραμερίσουν τις δυσκολίες της μεταφυσικής* και τα σφάλματα της ε- πιστημολογίας* τελικά, οδήγησαν στον επιστημονισμό* και στον ανορθολογισμό*. Η διάκριση μεταξύ περιγραφικών και συγκινησιακών προτάσεων ή μεταξύ της τεχνητής - επιστημονικής γλώσσας και της ποιητικής γλώσσας δείχνει τη "διγλωσσία" τους: την "καθαρή" γλώσσα της επιστήμης και την "κοινή" γλώσσα της αμφιβολίας και του προβληματισμού. Όλες αυτές οι προσεγγίσεις σχηματοποιούνται στις θεωρίες για την αλήθεια και, συγκεκριμένα, στις θεωρίες της αντιστοιχίας, του πραγματισμού, της συνάφειας και στην οργανισμική και τη σημαντική θεωρία. Κατά τη θεωρία της αντιστοιχίας*, μεταξύ του λόγου και του αντικειμένου ή του λόγου και των γεγονότων και πραγματικών καταστάσεων υπάρχει συμφωνία ή αντιστοιχία. Ωστόσο, υπάρχει μεγάλη ασυμφωνία ως προς τον αριθμό των όρων που πρέπει να ευρίσκονται σε α- ντιστοιχία όσο και ως προς την έννοια των χρησιμοποιούμενων όρων. Νεότερες και σύγχρονες θεωρίες της αντιστοιχίας αντιπαραθέτουν, συνήθως, δύο όρους: (I) τις πεποιθήσεις ή τις προτάσεις και (II) τα γεγονότα, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι τα προβλήματα που οι θεωρίες αυτές αντιμετωπίζουν είναι λιγότερα. Ο πραγματισμός* επεδίωξε την γεφύρωση του χάσματος μεταξύ της υποκειμενικής διάθεσης 54

55 της πίστης και της αντικειμενικής πραγματικότητας συνδυάζοντας: (I) το νόημα των σημείων με τη διάθεση της πίστης, (II) τη διάθεση της πίστης με τις προτάσεις της αντικειμενικής πραγματικότητας και (III) τις προτάσεις με τις φίσεις ή τις λογικές αλήθειες με τις συνθήκες. Η πρώτη προσπάθεια έγινε από τον Charles S. Peirce*, η δεύτερη από τον William James* και η τρίτη από τον John Dewey*, ο οποίος στο πλαίσιο της λειτουργικής του θεωρίας (instrumentalism) προσπαθεί να συνδυάσει τα λογικά ενδιαφέροντα του Peirce με τα ψυχολογικά ενδιαφέροντα του James. Κατά τη θεωρία της συνάφειας η αλήθεια συνίσταται στη χωρίς αντίφαση* συμφωνία των προτάσεων ενός συστήματος μεταξύ τους. Αν μια δεδομένη πρόταση συνάπτεται χωρίς αντίφαση προς άλλες, αποδεκτές ήδη προτάσεις, τότε η πρόταση αυτή είναι αληθής. Συνεπώς, μια κρίση είναι αληθής αν έχει συνέπεια προς τον εαυτό της και συνάπτεται προς το σύστημα των κρίσεών μας. Οπως λέγει ο Hegel*, η α- λήθεια είναι δυνατόν να χαρακτηρισθεί, από γενική και αφηρημένη άποψη, ως η συμφωνία του περιεχομένου της νόησης προς τον εαυτό του. Η οργανισμική* θεωρία για την αλήθεια, όπως διατυπώθηκε από τον Α. Ν. Whitehead*, μπορεί να χαρακτηρισθεί και ως συνδυαστική θεωρία, γιατί συνδυάζει τη θεωρία της αντιστοιχίας με τη θεωρία της συνάφειας. Η αλήθεια είναι όρος που αναφέρεται μόνο στη φαινομενικότητα, ενώ η πραγματικότητα ταυτίζεται προς τον εαυτό της και δεν έχει νόημα να ερωτά κανείς αν αυτή είναι αληθής ή ψευδής. Αλήθεια είναι η συμφωνία της φαινομενικότητας προς την πραγματικότητα, ορισμός που επιτρέπει την ενότητα της εμπειρίας και δεν αποκλείει την ύπαρξη επιμέρους αληθειών μέσα στο μέγαρο της αλήθειας. Τέλος, η σημαντική* θεωρία, όπως την εισηγήθηκε ο Alfred Tarski*, επιδιώκει να ορίσει την α- λήθεια έτσι, ώστε ο ορισμός να είναι τυπικά ορθός και να ανταποκρίνεται στα πράγματα. Από την άποψη αυτή, η σημαντική θεωρία αποτελεί τροποποίηση της θεωρίας της αντιστοιχίας για την αλήθεια. Η τροποποίηση συνίσταται στη δημιουργία μιας τεχνητής γλώσσας ή μεταγλώσσας*, η οποία, με τη σαφήνεια και την ακριβολογία της, είναι σε θέση ν' αποφύγει τις αντινομίες και τις αντιφάσεις που συνεπάγεται η φυσική γλώσσα. Βιβλιογρ.: R. Descartes. Regulae ad direclionem ingenii. αλήθεια ιστορική -Oeuvres de Descartes». IV.- J. Locke, An Essay Concerning Human Understanding, έκδ. D. W. Yotton, τόμ. 2, London, I. Kant, Kritik der reinen Vemuntt, Hamburg, Felix Meiner Verlag, W. V. Quine, From a Logical Point of View, Cambridge, University Press, R. Camap, Philosophy and Logical Syntax, London, Κ eg an Paul, Β. I. Lenin, -Απαντα-, τόμ Η. S. Thayer, Meaning and Action. A Study of American Pragmatism. New York. The Bobbs - Merrill Co., G. Hegel. Logic, μετ. W. Wallace, London, Oxford University Press, A. N. Whitehead, Process and Reality, New York, The Free Press, Α. Κ. Μπαρτζελιώτη. Φιλοσοφία και επιστημονική έρευνα. Γνωσιοθεωρία, Αβήνα, Λεων. Κ. Μπαρτζελιώτης αλήθεια ιστορική (η έννοια της "αλήθειας" στην ιστορία). Όλη η θεωρία της γνώσης συνοδεύεται από το αίτημα ή την προσδοκία της αλήθειας - αλλά συνήθως οι γνωσιολογικές συζητήσεις γίνονται με παραδείγματα παρμένα από τις μαθηματικές ή τις φυσικές επιστήμες, όπου η "έννοια της αλήθειας" ορίζεται είτε ως "εσωτερική λογική συνοχή" μιας αποδεικτικής διαδικασίας (στα μαθηματικά) είτε ως "ανταπόκριση" ή "αντιστοιχία" μιας φυσικής διαδικασίας, ενός φαινομένου, προς ό,τι έχει στον νου του ή εκφράζει με τον λόγο του ο παρατηρητής του φαινομένου (στις φυσικές επιστήμες). Όμως οι ιστορικοί, πρώτοι στην ιστορία του επιστημονικού στοχασμού, έκαμαν πρόβλημα την "αναζήτηση της αλήθειας" στον τομέα της έρευνάς τους. Είναι γνωστή η αγωνιώδης προσπάθεια του Θουκυδίδη* (luyγραφή, Α 20-22) να ερευνά για την "αλήθεια" και η δραματική διαπίστωσή του ότι: «οι άνθρωποι τας ακοάς των προγεγενημένων αβασανίστως παρ' αλλήλων δέχονται... αταλαίπωρος τοις πολλοίς "η ζήτησις της αληθείας"... ε- πιπόνως δε ευρίσκετο (η ακρίβεια, η αλήθεια των έργων), διότι οι παρόντες τοις έργοις εκάστοις ου ταυτά περί των αυτών έλεγον, αλλ' ως εκατέρων τις ευνοίας ή μνήμης έχοι...». Αργότερα ο Πολύβιος* (Ιστορίαι Α, ) υ- πογράμμισε με έμφαση την ανάγκη αναζήτησης της αλήθειας, για να έχει αξία η ιστορική αφήγηση' γιατί «εξ ιστορίας αναιρεθείσης της αληθείας το καταλειπόμενον αυτής ανωφελές γίνεται διήγημα...». Αλλά τι είναι "αλήθεια ι- στορική"; Υποχρεωτικά θα απαντήσουμε χωριστά: 1) Για την "αλήθεια ενός απλού γεγονότος" που, όσο απλό και αν είναι φαινομενικά (π.χ. η διάβαση του Ρουβίκωνα από τον Καίσαρα το 44 π.χ.), αποτελεί περιληπτική σύνθεση άπειρων λεπτομερειών, γενίκευση άπειρων επιμέρους όμοιων κινήσεων, τότε το γεγονός είναι 55

56 αληθινός σοσιαλισμός "αληθινό", αν η "αφήγηση" που δίνεται γι" αυτό "αντιστοιχεί" -έστω γενικευτικά- σε ό,τι ακριβώς έχει συμβεί, έτσι που ένας αναγνώστης να μπορεί να αναπλάσει φανταστικά το γεγονός. 2) Για τα "κίνητρα" και τις σκέψεις των δρώντων προσώπων. Τα κίνητρα όμως είναι αθέατα και ο αφηγητής μπορεί μόνο κατ' αναλογία να τα εικάσει - τότε η εικασία είναι "αληθινή", αν πραγματικά αποδίδει τα κίνητρα εκείνων που έδρασαν, κάτι που σπάνια επιβεβαιώνεται από τις πηγές, αλλά και σπάνια διαψεύδεται (ότι λ.χ. ο Καίσαρ με τη διάβαση του Ρουβίκωνα παραβίαζε νόμο της πολιτείας και ανέτρεπε το πολίτευμα). Η επισήμανση των κινήτρων δεν μπορεί να έχει τη βεβαιότητα μέτρησης ενός φυσικού φαινομένου, αλλά ε- γκλείει την πιθανότητα ενός αναλογικού συλλογισμού, που θεμελιώνεται στη θουκυδίδεια λογική "κατά το εικός και το αναγκαίον": η επισήμανση των κινήτρων μπορεί να συνοδεύεται από "εικασία που είναι λογικά αναγκαία" (π.χ. οι Αθηναίοι το 4t5 π.χ. ανέλαβαν την εκστρατεία στη Σικελία κινούμενοι από τούτα τα κίνητρα... Θουκυδίδης, Συγγραφή, 6. 24). 3) Για τις "αξιολογικές κρίσεις" που διατυπώνονται στην ιστορία (για πράξεις και πρόσωπα, καταστάσεις και θεσμούς) ο "βαθμός αλήθειας" είναι αντίστοιχος προς τις πράξεις (και πρόσωπα, καταστάσεις και θεσμούς), όπου α- ναφέρεται. 4) Για την "αλήθεια των ερμηνευτικών κρίσεων" (π.χ. η ιστορία είναι παράγωγο της ανθρώπινης δραστηριότητας για πλούτο και εξουσία) θα γίνει λόγος στο λήμμα Φιλοσοφία της Ιστορίας. Βιβλιογρ.: Ε. Π. Παπανούτσος, Γνωσιολογ/α (κεφ. Δ': Ιστορική Γνώση).- W. Η. Walsh, Εισαγωγή στη Φιλοσοφία της Ιστορίας (μετ. Φ. Κ. Βώρου).- Φ. Κ. Βώρος, Το πρόβλημα της ιστορικής γνώσης, ("Φιλοσοφία", 5-6, 1976). Φ. Κ. Βώρος αληθινός σοσιαλισμός. Γερμανικής προέλευσης μικροαστική αντίληψη περί σοσιαλισμού, που εμφανίσθηκε κατά τη δεκαετία του 1840 (Κ. Γκρούν, Μ. Χες, Γ. Κρίγκε, Ο. Λούνιγκ, Γ. Πούτμαν). Η φιλοσοφία του "αληθινού σοσιαλισμού" αποτελεί έναν εκλεκτικιστικό συνδυασμό ιδεών γάλλων και άγγλων σοσιαλιστών ουτοπιστών, νεαρών χεγκελιανών και ηθικής του Φόυερμπαχ*. Οι εκπρόσωπο! του θεωρούσαν τον σοσιαλισμό θεωρία υπεράνω τάξεων, η οποία αίρει την αλλοτρίωση* μέσω της πραγμάτωσης κάποιας πανανθρώπινης ουσίας και του κατευνασμού των κοινωνικών αντιφάσεων. Διακήρυσσαν επίσης την αποχή από την πολιτική δράση. Κατά την επανάσταση του πολλοί από τους εκπρόσωπους του "αληθινού σοσιαλισμού" τάχθηκαν με τη μικροαστική δημοκρατία. Εξιδανικεύοντας προκεφαλαιοκρατικές μορφές θεωρούσαν εφικτή για τη Γερμανία τη μετάβαση στον σοσιαλισμό παρακάμπτοντας τη μεγάλη κεφαλαιοκρατική παραγωγή (πρβλ. ομοιότητα Κ ναροντνικισμό). Βιβλιογρ.: Κ. Μάρξ. Φ. Ηνγκελς, Η γερμανική ιδεολογία, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 1979, τόμ των Ιδιων: Μανιφέστο του κομμουνιστικού κόμματος, Σ.Ε. Αθήνα Forder Η., Marx und Engels am Vorabent dot Revolution ( ), Perlin, Πατέλης «Αλκιβιάδης μείζων» ή «πρώτος». Φιλοσοφικός διάλογος του Πλάτωνα, γραμμένος μεταξύ π.χ. Με τον υπότιτλο ή περί ανθρώπου φύσεως ως θέμα αυτού ορίζεται η διερεύνηση της φύσης του ανθρώπου, ενώ με τον χαρακτηρισμό «μαιευτικός» δηλώνεται ότι από τη συζήτηση των δύο προσώπων, του Σωκράτη και του Αλκιβιάδη, έρχονται στο φως έννοιες που από την φύση ενυπάρχουν στην ψυχή του ανθρώπου. Σκοπός του διαλόγου είναι να φωτιστεί η διδασκαλία του Σωκράτη, τον οποίο οι κατήγοροι του τον θεωρούσαν υπεύθυνο της πολιτικής στάσης του Αλκιβιάδη, και συγχρόνως να ερμηνευθεί η πραγματική σημασία του Δελφικού ρητού "γνώθι σαυτόν". Το τελευταίο αυτό θεωρείται, κατά τον Πρόκλο*, και το κύριο θέμα του διαλόγου, καθώς η αυτογνωσία παρουσιάζεται να υπερβαίνει τα όρια της εσωτερικής ενδοσκόπησης του μεμονωμένου ατόμου και ανάγεται σε βάθρο, επάνω στο οποίο οικοδομείται η πολιτική κοινότητα και πραγματώνεται η πολιτική πράξη. Ειδικότερα, διασαφηνίζονται οι σχέσεις δικαίου - αγαθού, καλού - συμφέροντος. Ασκείται έ- ντονη κριτική στο αθηναϊκό σύστημα αγωγής, διότι αυτό αγνοεί τη διδασκαλία της δικαιοσύνης, χωρίς τη γνώση της οποίας ούτε από τον πόλεμο ούτε από την ειρήνη μπορεί κανείς να ωφεληθεί' διότι χρήσιμο και δίκαιο είναι ταυτόσημα, εφόσον ό,τι είναι δίκαιο είναι και ωραίο και καλό και ό,τι είναι καλό είναι και χρήσιμο. Με την αποκάλυψη ότι όλα αυτά τα αγνοεί ο Αλκιβιάδης και ότι σ' αυτό ευθύνεται ο θείος και κηδεμόνας του Περικλής, που είχε εμπιστευθεί την αγωγή του σε έναν Θρακιώτη δούλο, εξάγεται το συμπέρασμα ότι οι άρχοντες της πόλεως, ρόλο τον οποίο φιλοδοξεί να 56

57 Αλκμαίων ο Κροτωνιάτης παίξει και ο Αλκιβιάδης, πρέπει μέσω της παιδείας να γίνουν ενάρετοι, για να ευτυχήσει η πόλη, πρέπει δηλαδή να αναπτυχθεί στενός σύνδεσμος ανάμεσα στην πολιτική και την παιδεία. Η παιδεία όμως θα πρέπει να στηριχθεί στην αυτογνωσία και την ανάταση της ψυχής προς το θείο. Η πορεία λοιπόν του πολιτικού πρέπει να περάσει από την αγωγή, η αγωγή από την ηθική και η ηθική από τη μεταφυσική. Ετσι θα μπορέσει κανείς να γνωρίσει τον εαυτό του, την ψυχή του, που τον διατηρεί σε επαφή με το θείο και με τις αρετές του, για να γίνει και ο ίδιος ενάρετος, αλλιώς θα είναι ένας αιώνιος δούλος και κατά συνέπεια ανίκανος να αναλάβει την διαχείριση των κοινών. 0 Ιάμβλιχος* θεωρεί το έργο αυτό ως τον πρώτον στη σειρά των δέκα διαλόγων που κατά την άποψή του περιέχουν το σύνολο της πλατωνικής φιλοσοφίας. Η γνησιότητα του έργου πέρασε από το στάδιο της αμφισβήτησης κατά τα νεότερα χρόνια. Η σχετική όμως έρευνα α- πέδειξε τελικά ότι ο διάλογος αυτός είναι γνήσιος του Πλάτωνα. Απ. Τζαφερόπουλος «Αλκιβιάδης ο δεύτερος». Φιλοσοφικός διάλογος, που δεν είναι του Πλάτωνα (νόθος), στον οποίο συζητείται η χρησιμοποίηση και α- ποτελεσματικότητα της προσευχής, όπως δηλώνεται και στον υπότιτλο: Περί προσευχής, μαιευτικός. Σκοπός του Σωκράτη εδώ είναι να "υπενθυμίσει", με την προσφιλή του μαιευτική μέθοδο, στον Αλκιβιάδη ότι οι άνθρωποι πρέπει να είναι προσεκτικοί και συνετοί στις προσευχές που απευθύνουν στους θεούς. Διότι, αν μας λείπει η ευθυκρισία, διατρέχουμε τον κίνδυνο να ζητήσουμε από τους θεούς κάτι που νομίζουμε ("οίεσθαι") ότι είναι καλό, χωρίς τις περισσότερες φορές να γνωρίζουμε ("ειδέναι") αν αυτό είναι και πραγματικά καλό και όχι κακό για μας. ΓΓ αυτό είναι προτιμότερο να μην εύχεται ή απεύχεται κανείς κάτι συγκεκριμένο, αλλά να ζητάει από τους θεούς κατά έναν γενικό τρόπο το καλό και να εξορκίζει κατά έναν γενικό επίσης τρόπο το κακό. Από την πλευρά τους πάλι οι θεοί εισακούουν και εκπληρώνουν τις παρακλήσεις των ανθρώπων, εφόσον αυτοί είναι φρόνιμοι και δίκαιοι. Απ Τζ. Αλκιδάμας ο Ελεάτης (4ος αι. π.χ.). Σοφιστής* και ρήτορας, μαθητής του Γοργία*. Σώζονται δύο λόγοι του - στον ένα απ' αυτούς, Περί των σοφιστών, στρέφεται κατά του Ισοκράτη και αμφισβητεί την όλη διδακτική του, που απέβλεπε μόνο στην απόκτηση δεξιότητας για συγγραφή ρητορικών λόγων και όχι στην ικανότητα προφορικού αυτοσχεδιασμού. Κατ' αυτόν, ο κύριος ρόλος της φιλοσοφίας είναι η επίθεση στον νόμο και το έθιμο, «τους καθιερωμένους βασιλιάδες των πολιτειών». Πίστευε ακόμα, πεποίθηση που εκφράζει στον χαμένο του λόγο Μεσσηνιακός, ότι το φυσικό δίκαιο επιβάλλει την κατάργηση της δουλείας, και αυτή την άποψη αναφέρει ο Αριστοτέλης* (Ρητορ. Ill 3 ρ 1406 β 11, 1406 α 22): ο θεός έκανε ελεύθερους όλους τους ανθρώπους, η φύση δεν έπλασε κανέναν για σκλάβο. Σχετικές ίσως με τις παραπάνω θέσεις είναι και κάποιες νύξεις για χειραφέτηση της γυναίκας, τάση που διαφαίνεται στο έργο του Ευριπίδη και του Αριστοφάνη. Ε. Χ. Αλκμαίων ο Κροτωνιάτης (ακμή περ. 500 π.χ.). Προσωκρατικός φιλόσοφος και φυσιολόγος γιατρός. Γιος του Πειρίθου, ο Αλκμαίων γεννήθηκε και έζησε στον Κρότωνα της Κάτω Ιταλίας, στα χρόνια που δρούσαν εκεί οι πρώτοι Πυθαγόρειοι*. ΓΓ αυτό, και σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο Αλκμαίων έχει σχέση με την πυθαγορική θεωρία των αντιθέτων, ήδη από την αρχαιότητα τον νόμιζαν Πυθαγόρειο, ενώ πρόκειται για αυτοδύναμο φιλόσοφο. Ο Αλκμαίων, ακολουθώντας τον Ξενοφάνη* και τον Ηράκλειτο*, δίδαξε ότι η γνώση δεν είναι αυτονόητο κτήμα του ανθρώπου, αλλά κατάκτηση ύστερα από αγώνα: ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να προσπορίζεται τεκμήρια "περί των αφανέων", όπως και "περί των θνητών" πραγμάτων. Αυτό γίνεται, αφού ο άνθρωπος, κατά τον Αλκμαίωνα, διαφέρει από τα άλλα ζώα "ότι μόνον" αυτός έχει συνείδηση, "ενώ τα άλλα αισθάνονται, βέβαια, αλλά δεν έχουν συνείδηση". Με τη συνείδηση ο άνθρωπος κατανοεί την πραγματικότητα. Σχετικά ο Αλκμαίων, ως φυσιολόγος, διαπίστωσε ότι οι αισθήσεις λειτουργούν όχι μεμονωμένα, με τα φυσικά στοιχεία του αέρα, της φωτιάς κ.λπ., όπως πίστευαν ως τότε, αλλά με αναφορά στον εγκέφαλο, που πρώτος ο Αλκμαίων τον είδε σαν κέντρο αναφοράς για τις σωματικές και τις ψυχικές λειτουργίες. Προηγούμενο γγ αυτή τη θέση του Αλκμαίωνα υπάρχει, σε άλλο επίπεδο βέβαια, στον Ξενοφάνη και στον 57

58 Αλκουΐνος Επίχαρμο*: Η πέρα από όργανα συνολική αίσθηση και νόηση διακηρύχτηκε σαν ιδιότητα του ξενοφανικού θεού: "Ούλος ορά, ούλος δε νοεί, ούλος δε τ" ακούει" από όπου και ο πολύ γνωστός στίχος του Επίχαρμου: "Νους ορή και νους ακούει' τάλλα κωφά και τυφλά". Προσδιορισμένος από τον πραγματωμένο σε πολλές ελληνικές πόλεις της εποχής του δημοκρατικό πλουραλισμό, ο Αλκμαίων, με βάση την πυθαγορική θεωρία των αντιθέτων και την ηρακλειτική της αντιθετικής αρμονίας, κατακτά τη διπολικότητα σαν λογική αρχή μέσα στη φύση, τόσο στο σύνολο όσο και στα μέρη. Ετσι ξεπερνά τον αρχαϊκό μονισμό, που, τυπικά βέβαια, ευθυγραμμιζόταν με τη θεοκρατική μοναρχία. Ο Αλκμαίων καταλαβαίνει ότι οι δύο πόλοι του όντος συμπίπτουν σε κάθε σημείο της πραγματικότητας, αφού έχει διαβάσει στον Ηράκλειτο (34) και στον Παρμενίδη (5) ότι είναι κοινό "αρχή και πέρας επί κύκλου". Ετσι και ο ίδιος διδάσκει ότι γι' αυτό χάνονται και οι άνθρωποι, "ότι ου δύνανται την αρχήν τω τέλει προσάψαι" (2). Με συνέπεια στη δημοκρατική ιδεολογία και στον φιλοσοφικό πλουραλισμό του, ο Αλκμαίων προεκτείνει τη διαρχία ως κριτήριο και στις έρευνές του πάνω στη φυσιολογία. Ετσι εξηγεί ότι, όταν ανάμεσα στις δυνάμεις του οργανισμού επικρατεί "ισονομία", έχομε ως αποτέλεσμα την υγεία, ενώ, όταν ε- πικρατεί η "μοναρχία", έχομε την ασθένεια. Σύμφωνα με την επικρατούσα στα χρόνια του υλοζωιστική αντίληψη για την "ανώλεθρον" και "αείζωον" ύλη του σύμπαντος, ο Αλκμαίων θεωρούσε τον κόσμο από τη Σελήνη και πέρα αιώνιο και τα ουράνια σώματα αεικίνητα και έμψυχα. Αεικίνητη και άφθαρτη πίστευε ο Αλκμαίων και την ψυχή. Την αιωνιότητα του σύμπαντος και της ψυχής την απέδιδε στην α- εικινησία. Επίδραση του Αλκμαίωνα ανιχνεύομε σε φιλοσόφους του 5ου αι. π.χ., κυρίως στον Εμπεδοκλή*, στον Αναξαγόρα* και στον Διογένη* τον Απολλωνιάτη, που όπως και ο Αλκμαίων ήταν και φυσιολόγοι γιατροί. Ιδιαίτερος ήταν ο ρόλος του Αλκμαίωνα στη διαμόρφωση της ιπποκρατικής ιατρικής, που είχε την ακμή της επίσης στον 5ο αιώνα. Τέλος, ακόμα και ο Πλάτων*, που βασικά είναι προσδιορισμένος από την ελεατική έννοια της ακινησίας του όντος, ίσως οφείλει στον Αλκμαίωνα την έννοια της αεικίνητης και αυτοκίνητης ψυχής. Ε. Ν. Ρούσσος Αλκουΐνος (Alcuinus). Ο πρωτεργάτης της καρολίγγειας αναγέννησης του 8ου αιώνα, πρωτοπόρος στη θεμελίωση της παιδείας στη μεσαιωνική Δύση, εισηγητής της συστηματικής αντιγραφής αρχαίων κειμένων με βάση τη λεγόμενη "καρολίγγεια γραφή" και συγγραφέας της πρώτης ψυχολογικής πραγματείας στον Μεσαίωνα. Γεννήθηκε μεταξύ 730 / 732 στη Βρετανία, χειροτονήθηκε μοναχός, διεύθυνε την καθεδρική σχολή της Υόρκης (Γιορκ), προσκλήθηκε από τον Καρλομάγνο και ανέλαβε την αναμόρφωση της περίφημης σχολής του Ααχεν (Αιξ λα Σαπέλ), η οποία αναδείχθηκε σε μορφωτικό κέντρο της Δυτικής Ευρώπης στον 8ο αιώνα χάρη στις παιδευτικές πρωτοβουλίες του, και πέθανε το 804 στη μονή του Αγίου Μαρτίνου κοντά στην πόλη Τουρ. Το σχέδιο του ΑλκουΓνου ήταν να "οικοδομήσει μια νέα Αθήνα μέσα στη Γαλλία", όπως α- ποκαλύπει σε επιστολή του στον Καρλομάγνο με την υποστήριξη του οποίου πραγματώνει το μεγαλεπήβολο σχέδιό του. Ενθάρρυνε την καλλιέργεια των επτά ελευθερίων τεχνών (γραμματική, ρητορική, διαλεκτική, αριθμητική, γεωμετρία, αστρονομία, μουσική).θεμελίωσε σχολές, όπως της Υόρκης και του Ααχεν, που αποτέλεσαν το πρότυπο των μεσαιωνικών μοναστηριακών σχολών και τον πρόδρομο του παρισινού πανεπιστημίου. Στην ψυχολογία του ακολούθησε τη σκέψη του Αυγουστίνου* και υιοθέτησε πλατωνικές ανθρωπολογικές θέσεις. Συνέθεσε έμμετρη ιστορία της επισκοπής της Υόρκης και οι πολυάριθμες επιστολές του διακρίνονται για την αξία των ιστορικών πληροφοριών τους. Βιβλιογρ.: Ε. Gilson, La philosophie au moyen Sge, Paris Μάριος Π. Μπέγζος αλλαγή. Φυσικό φαινόμενο, που επηρεάζει όλα τα αντικείμενα και τα φαινόμενα και εμφανίζεται ως μετατροπή, μεταβολή, μεταμόρφωση. Στην αλλαγή υπάγεται λ.χ. η τήξη και η πήξη και γενικότερα κάθε κίνηση, αλληλεπίδραση και μετάβαση από μια κατάσταση σε άλλη. Στην αλλαγή περιλαμβάνονται και όλες οι διαδικασίες ανάπτυξης και εμφάνισης νέων φαινομένων στον κόσμο. Η αλλαγή μπορεί να είναι ποσοτική (αυξομείωση) ή ποιοτική (μετασχηματισμός). Αυτή επεκτείνεται, πέρα από τα αντικείμενα, και στους νόμους που διέπουν την κίνηση της ίδιας της ύλης. Στον αντίποδα της αλλαγής βρίσκεται η αδράνεια, η ιδιότητα 58

59 αλληλεγγύη δηλ. των σωμάτων κατά την οποία αυτά δεν μεταβάλλουν την κατάσταση της κίνησης τους, αν δεν επιδράσει επάνω τους εξωτερική δύναμη. Απ.Τζ. αλληγορία. Μορφή του λόγου, προφορικού ή γραπτού, κατά την οποία κάτω από την επιφάνεια μιας έννοιας καλύπτεται άλλη, η οποία και αποτελεί το κύριο νόημα. Πρόκειται δηλαδή για έναν έμμεσο τρόπο μετάδοσης πληροφοριών. Η επικοινωνία του είδους αυτού θεωρείται επιτυχής από τη στιγμή που ο δέκτης θα α- ποκωδικοποιήσει πλήρως τις ενδιάμεσες εποπτικές μορφές και θα τις μετασχηματίσει σύμφωνα με τις προθέσεις του πομπού, χωρίς παρανοήσεις ή παρερμηνείες. Η σημασία της α- ποκωδικοποίησης αυτής είναι μεγάλη, δεδομένου ότι το νόημα της αλληγορίας είναι συνήθως ηθικό ή διδακτικό, με την ευρύτερη έννοια του όρου. Η αλληγορική έννοια συγγενεύει με το σύμβολο', υπάρχει όμως ουσιαστική διαφορά ανάμεσά τους. Με το σύμβολο, που είναι κάποιο γράμμα, λέξη, φράση ή αντικείμενο, δηλώνεται συνθηματικά ορισμένη έννοια, ενώ με την αλληγορία έχουμε ένα ευρύτερο σύνολο πολλών εννοιών και σχέσεων συγχρόνως. Διαφορά υπάρχει επίσης ανάμεσα στην αλληγορία και τη μεταφορά. Αλληγορίες υπάρχουν στις θρησκευτικές διδασκαλίες (παραβολές κ.λπ.), στους λαϊκούς μύθους, στις παροιμίες, στα γνωμικά, στα αινίγματα, στους συγγραφείς και ποιητές, καθώς και στα έργα των εικαστικών τεχνών. Από τις χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις συγγραφέων που χρησιμοποίησαν την αλληγορία είναι ο Πλάτων*, ο οποίος στην Πολιτεία του παρουσιάζει τη θεωρία των "ιδεών" με τη γνωστή αλληγορία του σπηλαίου. Από τους νεότερους ο Δάντης είναι ο σημαντικότερος θιασώτης της αλληγορίας. Προσπάθειες αλληγορικής ερμηνείας γραπτών έργων διαπιστώνουμε τόσο κατά την αρχαιότητα με τους Στωικούς*, στην ποίηση του Ομήρου κ.ά., όσο και με τον Φίλωνα' τον Αλεξανδρέα στη Βίβλο*. Στην αλληγορία οδηγήθηκε ο άνθρωπος από την επιθυμία του να συμπυκνώσει και να κάμει πιο συγκεκριμένες τις γενικές και αφηρημένες έννοιες ή να βοηθήσει στην κατανόηση σύνθετων εννοιών με τη μεσολάβηση ενός απλού και ευκολονόητου τρόπου προσέγγισης της ουσίας, η οποία για μιαν απευθείας προσέγγιση και κατανόηση θα απαιτούσε λεπτότερους και αφηρημένους τρόπους σκέψης, ή ακόμη για να μεταβιβάσει απαγορευμένες ή απλώς μη αποδεκτές έννοιες πίσω από την προστατευτική ασπίδα της αλληγορίας, που και νόμιμη και θεμιτή είναι. Η αλληγορία με την τελευταία αυτή επιδίωξή της λειτούργησε ως κιβωτός διάσωσης πολλών απαγορευμένων εννοιών και ιδεών, που χωρίς αυτήν ίσως και να μην επιβίωναν. Απ. Τζαφερόπουλος αλληλεγγύη. Έννοια που συναντάμε για πρώτη φορά στο έργο του Emile Durkheim (Εμίλ Ντυρκαίμ*) Περί καταμερισμού της κοινωνικής εργασίας (1893) και υποδηλώνει τον τρόπο με τον οποίο τα άτομα ενός κοινωνικού σχηματισμού συνδέονται μεταξύ τους, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η κοινωνική συμβίωση και συνοχή. Ο Durkheim κάνει διάκριση μεταξύ δύο ειδών αλληλεγγύης, της "μηχανικής" και της "οργανικής", που αντιστοιχούν σε δύο διαφορετικά είδη κοινωνικής οργάνωσης, στις αρχαϊκές "τομεακές" κοινωνίες και στις σύγχρονες "βιομηχανικές". Στις "τομεακές" - παραδοσιακές κοινωνίες, με τον χαμηλό καταμερισμό της εργασίας, τα άτομα είναι αδιαφοροποίητα μεταξύ τους και πλήρως ταυτισμένα με την ομάδα, τις κοινές αξίες και πεποιθήσεις και τα κοινά ιδανικά της ("συλλογική συνείδηση"). Η αλληλεγγύη που επικρατεί εδώ είναι η "μηχανική". Πρόκειται για "αλληλεγγύη μέσω της ομοιότητας". Στις κοινωνίες αυτές ο καθένας είναι ό,τι και οι άλλοι, χωρίς συνειδητοποίηση της ατομικότητάς του, η δε "συλλογική συνείδηση" καλύπτει εξ ολοκλήρου τις ατομικές συνειδήσεις. Αντίθετα, στις βιομηχανικές κοινωνίες, που χαρακτηρίζονται από υψηλό δείκτη καταμερισμού της εργασίας, τα άτομα, διαφορετικά μεταξύ τους, συνυπάρχουν χάρη στη συνεργασία από την οποία είναι απόλυτα εξαρτημένα, η δε αλληλεγγύη που τα συνδέει είναι "οργανική". Ο Durkheim αποκαλεί τη μορφή αυτή αλληλεγγύης "οργανική", κατ' αναλογία προς τα όργανα ενός έμβιου όντος, καθένα από τα οποία, διαφορετικό από τα υπόλοιπα, επιτελεί συγκεκριμένες λειτουργίες, όλες στον ίδιο βαθμό α- παραίτητες για την επιβίωση του οργανισμού. Η συνοχή της κοινότητας στην περίπτωση αυτή απορρέει ή εξασφαλίζεται όχι μέσω της ομοιότητας, αλλά μέσω της διαφοροποίησης 59

60 αλληλεπίδραση των ατόμων και της συναίνεσης που αυτή επιβάλλει. Η συλλογική συνείδηση δεν χαρακτηρίζεται πλέον, όπως στις παραδοσιακές κοινωνίες, από αυστηρότητα, με αποτέλεσμα το άτομο να γνωρίζει έναν μεγάλο βαθμό αυτονομίας στη σκέψη και στη δράση. Βιβλιογρ.: Durkheim Ε., The Division of Labour in Society, Yhe Free Press. London, Alport H Emile Durkheim and his Sociology, New York, Aron R Η εξέλιξη της κοινωνιολογικής σκέψης, εκδ. Γνώση. Αθήνα Χρ. Νόβα-Καλτοούνη αλληλεπίδραση, θεμελιακός λογικός τρόπος ("κατηγορία", Καντ*) με τον οποίο η διάνοια συνδέει τα πράγματα και τα φαινόμενα και σχηματίζει την ενότητα του αντικειμένου της πείρας. Πρόκειται για την αμοιβαία σχέση μεταξύ των φαινομένων στη φύση και στην κοινωνία. Κατά τη θεωρία της αλληλεπίδρασης, κανένα πράγμα της αντικειμενικής πραγματικότητας ή κοινωνικό φαινόμενο δεν μπορεί να νοηθεί ανεξάρτητο και απομονωμένο, αλλά σε σχέση προς τα άλλα που το περιβάλλουν. ΓΓ αυτό και η μελέτη των πραγμάτων οφείλει να γίνεται κάτω από το πρίσμα της συνάφειας και των σχέσεών τους προς αυτά που βρίσκονται γύρω τους. Ετσι λ.χ. τα ζώα πρέπει να εξετάζονται σε σχέση με τις γεωγραφικές συνθήκες κάτω από τις οποίες ζουν, όπως επίσης οι κοινωνικές κινήσεις στην ιστορία και την καθημερινή πραγματικότητα σε σχέση με τις συνθήκες που τις δημιούργησαν και με τις οποίες βρίσκονται σε απόλυτη συνάφεια. ΓΓ αυτό, και σε επίπεδο γνωσιολογίας, γνώση των πραγμάτων σημαίνει γνώση της αλληλεπίδρασής τους. Αλλά και το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης αυτής ασκεί τις δικές του επιδράσεις στο αίτιο που το γέννησε. Ετσι, οι παραγωγικές δυνάμεις μέσα στο συγκεκριμένο κοινωνικό περιβάλλον γεννούν και διαμορφώνουν τις παραγωγικές σχέσεις, αλλά κι αυτές με τη σειρά τους επιδρούν και επηρεάζουν την ίδια την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Η αλληλεπίδραση λοιπόν αιτίας και αιτιατού είναι καθοριστική στην εξέλιξη των φυσικών και κοινωνικών γεγονότων. Πρέπει να σημειωθεί όμως ότι η αλληλεπίδραση μεταξύ των φαινομένων δεν σημαίνει ότι όλες οι αιτίες και τα αποτελέσματα έχουν την ίδια σπουδαιότητα. ΓΓ αυτό επιβάλλεται η αναζήτηση της βασικότερης και ο προσδιορισμός εκείνης που ασκεί τον πιο αποφασιστικό ρόλο στην εξέλιξη των πραγμάτων. Βιβλιογρ.: Φ. Ενγκελς, Η διαλεκτική της φύσης. Μπ. Μ. Κέντροφ. Ο Ένγκελς και η διαλεκτική της φυσιογνωσίας. I. Θεοδωρακόπουλος. Εισαγωγή στη φιλοσοφία, τόμ. Α". Απ. Τζαφερόπουλος αλληλόδραση. Ο όρος δηλώνει τη δυναμική σχέση που δημιουργείται μεταξύ δύο ή περισσότερων μεταβλητών λόγω της δράσης που α- ναπτύσσουν η μία προς την κατεύθυνση της άλλης. ' Εχει καθιερωθεί περισσότερο ως "διαντίδραση". Στην κοινωνιολογία, η κοινωνική διαντίδραση αναφέρεται στη συμπεριφορά των ατόμων ή ομάδων που προκύπτει στα πλαίσια μιας επικοινωνιακής διαδικασίας. Σε α- ντίθεση με τον Συμπεριφορισμό* (Μπηχαβιορισμό), ο οποίος ερμηνεύει την ανθρώπινη συμπεριφορά με βάση τον μηχανισμό ερέθισμααπόκριση, η Σχολή της κοινωνικής διαντίδρασης εξηγεί τη συμπεριφορά με βάση τους κοινωνικούς παράγοντες. Όπως θα υποστηρίξει ο εκφραστής της Σχολής της συμβολικής διαντίδρασης, Τζωρτζ Χέρμπερτ Μηντ* ( ), σε αντίθεση με τα ζώα, τα οποία αντιδρούν είτε με γενετικής καταγωγής σήματα είτε με α- νακλαστικά σε συγκεκριμένα ερεθίσματα, οι άνθρωποι μπορούν να προβλέπουν αλλά και να έχουν καταγράψει προηγούμενες αντιδράσεις συνανθρώπων τους, ώστε να μπορούν να υπολογίζουν την αντίδραση που θα προκαλέσει η κάθε τους πράξη. Επομένως, η δράση των ατόμων γίνεται αντιληπτή ως συμβολική συμπεριφορά και η αλληλόδρασή τους στηρίζεται σε κοινές συμβολικές σημασίες που έχουν εκμαθηθεί κατά τη διάρκεια της κοινωνικοποίησης. Ο Μηντ θα υπογραμμίσει τον ρόλο της γλώσσας ως κατεξοχήν κοινωνικοποιητικού θεσμού, αφού οι σημασίες των πραγμάτων είναι αυθαίρετες και παράγονται μέσα από τις συμβολοποιήσεις της γλώσσας. Ο Χέρμπερτ Μπλούμερ, κύριος εκπρόσωπος της συμβολικής διαντίδρασης, θα δεχτεί ότι η σημασία δεν παράγεται από το ίδιο το αντικείμενο αλλά από τις συμβολικές ερμηνείες που θα του αποδώσουν οι εκάστοτε χρήστες του. Αλλοι εκπρόσωποι της Σχολής αυτής, που έ- μεινε γνωστή ως "Σχολή του Σικάγου", είναι οι Ελ. Φάρις, Κ. Γιαγκ, Ε. Χιούζ, ενώ μια διαφοροποιημένη θεωρητική εκδοχή εκφράζει η "Σχολή της Αϊόβα", με κύριο εκπρόσωπο τον Μάνφορντ Κουν ( ). Αυτό για το οποίο επικρίθηκε ιδιαίτερα η "Σχολή του Σικάγου" ήταν η έλλειψη επιστημονικής ακρίβειας, η αοριστία της και η υπερβολική βαρύτητα που έδωσε στη διαίσθηση, αρνούμενη τα 60

61 άλμα εργαλεία που θα επέτρεπαν μια εμπειρική επιβεβαίωση. Απορρίπτοντας τα ερωτηματολόγια, χρησιμοποίησε κυρίως τα προσωπικά έγγραφα και κατέφυγε στη μελέτη περιπτώσεων και στη συμμετοχική παρατήρηση. Η επίδραση της "Σχολής της συμβολικής διαντίδρασης" στις κοινωνικές επιστήμες εξακολουθεί να είναι σημαντική, άμεσα και έμμεσα, στη διαμόρφωση νεότερων θεωριών. Δημ. Τσατσούλης αλληλουχία, βκ.σύνδεση αλλοτρίωση (λατ. alienatio, γερμ. Entfremdung). Ο όρος "αλλοτρίωση" είχε χρησιμοποιηθεί για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα μόνο για τη μεταβίβαση κυριότητας (ενός κτήματος, π.χ.). Τον 18ο αιώνα, στις θεωρίες περί "κοινωνικού συμβολαίου" (Χομπς*, Ρουσσώ*) η έννοια της αλλοτρίωσης σημαίνει τη μεταβίβαση ορισμένων "φυσικών" δικαιωμάτων και ελευθεριών σε μιαν ανώτερη αρχή (κράτος, κοινωνία). Τον 19ο αιώνα, με τον Χέγκελ* (Φαινομενολογία του Πνεύματος, Φιλοσοφία του Δικαίου), η έννοια για πρώτη φορά χρησιμοποιείται για συγκεκριμένα ιστορικο-κοινωνικά δεδομένα, ι- δωμένα μέσα από το πρίσμα του ιδεαλιστικού διαλεκτικού συστήματος του γερμανού φιλόσοφου. Ολες αυτές οι θεωρίες είχαν περιορισμένη απήχηση, και η έννοια της αλλοτρίωσης, που ήταν πλατιά γνωστή, παρέμενε στα πλαίσια του εμπράγματου δικαίου, ως μεταβίβαση δηλαδή ενός πράγματος σε ξένη κυριότητα. Από τη δεκαετία όμως του 1950 άρχισε να πλουτίζεται με νέες και διαφορετικές σημασίες: μιας αίσθησης "αποξένωσης" ή αδυναμίας μέσα στην κοινωνία, της αποπροσωποποίησης του ατόμου μέσα στις μεγάλες και γραφειοκρατούμενες οργανώσεις, όπου εκείνο που ανήκει στον άνθρωπο ως ατομικότητα ή που είναι προϊόν της δραστηριότητάς του τού γίνεται ξένο, κάτι άλλο από τον ίδιο, όπου η ε- σωτερικότητα του ανθρώπου χάνεται: δεν είναι πια δικά του τα πράγματα που ο ίδιος δημιούργησε, τα εργαλεία που ο ίδιος έφτιαξε και χρησιμοποίησε για να δαμάσει τη φύση. Η κοινωνία, η εργασία, η γλώσσα, η κουλτούρα στρέφονται εναντίον του, γίνονται "μια άρνηση του ανθρώπινου όντος": η κοινωνία μπορεί να μετατραπεί σε όργανο καταπίεσης για ένα τμήμα των μελών της, η εργασία μπορεί να γίνει ένα βάρος εξουθενωτικό και άδικο, η γλώσσα ένα σκέτο παιχνίδι εικόνων και αφαιρέσεων κενών περιεχομένου και, τέλος, η φιλοσοφία και η επιστήμη μπορεί να σημαίνουν την κακοδαιμονία της ανθρωπότητας. Η αλλοτρίωση αναδείχθηκε έτσι σε μια από τις κεντρικές έννοιες της σύγχρονης κοινωνιολογίας. Οι λόγοι αυτής της εξέλιξης ήταν η κοινωνική και ιδεολογική αναστάτωση που ακολούθησε τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, η αύξηση του ειδικού βάρους των διανοουμένων, που έβλεπαν προβληματικό τον ρόλο τους και τη θέση τους μέσα στην κοινωνία. Εδώ την πιο άμεση και βασική επίδραση είχε η ανακάλυψη των Οικονομικών - Φιλοσοφικών Χειρογράφων του 1844 του Καρλ Μαρξ*, όπου ο νεαρός τότε Μαρξ, κάτω από την ισχυρή ακόμα επίδραση του Χέγκελ*, και αμεσότερα του Φόυερμπαχ* (της ανάλυσής του για τη θρησκευτική αλλοτρίωση), χρησιμοποιεί την έννοια της αλλοτρίωσης ως θεμελιακή έννοια στην ανάλυση του καπιταλισμού. Στα Χειρόγραφα ο Μαρξ συγκεντρώνει την προσοχή του στην αλλοτρίωση της εργασίας και τονίζει τις απεχθείς πλευρές της. Χρησιμοποιεί τρεις όρους, που και οι τρεις έχουν συγγενικό εννοκκό περιεχόμενο: "Vergegenstandichung" (εξανπκειμένωση), Tntfremdung" (αλλοτρίωση ή ατοξένωση) και "Entausserung" (αποχωρισμός από τον ίδιο τον εαυτό μου ή πούλημα του εαυτού μου σαν εμπορεύματος). Κατά τον Μαρξ, στις συνθήκες της αλλοτρίωσης ο εργάτης χάνει τον έλεγχο των διαδικασιών της εργασίας, του προϊόντος της εργασίας του, και γίνεται ένα πράγμα, ένα "αντικείμενο" (Gegenstand). Η αναβίωση του όρου "αλλοτρίωση" στις τελευταίες δεκαετίες, ιδιαίτερα από δυτικούς μαρξιστές, εγγράφεται στην προσπάθειά τους να αποκαταστήσουν την ευρύτερη, την ανθρωπιστική πλευρά της σκέψης του Μαρξ. Γιάν. Κρητικός άλλως Είναι. Φιλοσοφική κατηγορία στον Χέγκελ*, αναφερόμενη σε μία από τις μορφές εξέλιξης του Είναι. Δηλαδή το Είναι στη σχετική ολοκλήρωσή του παρουσιάζεται συχνά με διάφορη μορφή - με "ξένη", "μη αληθινή" μορφή - που όμως προϋπήρχε "δυνάμει" μέσα στην προηγούμενη μορφή του. Μέσα στο όλο χεγκελιανό σύστημα, το Είναι μεταβάλλεται σε άλλως Είναι στη φύση, και αυτό το τελευταίο συναιρείται μέσα στο πνεύμα. Ε.χ. άλμα. Η διαδικασία διαλεκτικής μετατροπής 61

62 Άλμπερτ των ποσοτικών αλλαγών σε ποιοτικές, αλλά και η μετάβαση από μιάν ορισμένη ποιότητα σε μιάν άλλη, όταν το αναπτυσσόμενο αντικείμενο φτάνει στα όρια του "μέτρου". Κατά τον Χέγκελ* το βαθμιαίο, το συνεχές της αλλαγής αφορά μόνο στην εξωτερική ποσοτική πλευρά της. Από ποιοτικής όμως πλευράς εκδηλώνεται η απόλυτη ασυνέχεια, η διακοπή της καθαρά ποσοτικής κίνησης προς τα εμπρός. Και ε- φόσον η εμφανιζόμενη νέα ποιότητα ως προς την καθαρά ποσοτική συσχέτιση της συνιστά, σε σύγκριση με την εκλείπουσα, ένα απροσδιόριστο έτερο, μιαν αδιάφορη ποιότητα, η μετάβαση συνιστά άλμα (Sprung) και οι δύο ποιότητες είναι τεθειμένες ως εντελώς εξωτερικές μεταξύ τους (Επιστήμη της λογικής, μέρος 3ο, κεφ. 2ο, υποκεφάλαιο Β'). Κάθε γέννηση και κάθε θάνατος - διευκρινίζει ο Χέγκελ - δεν συνιστά κάτι το συνεχιζόμενο βαθμιαία, αλλά "διακοπή του βαθμιαίου και άλμα από την ποσοτική αλλαγή στην ποιοτική" (στο ίδιο). Κατά τον φιλόσοφο, η διάνοια (βλ. διάνοια και λόγος) αδυνατεί να συλλάβει το άλμα που έ- γκειται στην ποιοτική μετάβαση ενός αντικειμένου, ενός πράγματος στην ετερότητά του, στο αντίθετά του, γι' αυτό και βαυκαλίζεται με την παράσταση περί ταυτότητας και περί αλλαγής ως αδιάφορης εξωτερικής, ποσοτικής, δηλαδή εξελικτικής αλλαγής (βλ. εξελικτισμός). Το άλμα είναι στιγμή της αυτοανάπτυξης του όλου και όχι προϊόν εξωτερικής παρέμβασης. Ο Μαρξ*, σε αντιδιαστολή με τον Χέγκελ, εφόσον εξετάζει ιστορικά συγκεκριμένα αντικείμενα (π.χ. τις σχέσεις παραγωγής της κεφαλαιοκρατίας), δεν βλέπει στο άλμα στιγμή, αναβαθμό της νόησης στην πορεία προς την απόλυτη ιδέα, αλλά στιγμή της αυτοανάπτυξης του α- ντικειμενικά υπαρκτού όλου (βλ. επίσης: μετάβαση των ποσοτικών αλλαγών σε ποιοτικές, α- νάπτυξη, διαλεκτική και τη βιβλιογραφία σε αυτά). Δ. Πατέλης Άλμπερτ (Albert) Χανς (γεν. 1921). Γερμανός φιλόσοφος, κοινωνιολόγος και οικονομολόγος, διακεκριμένος εκπρόσωπος του κριτικού ορθολογισμού*. Αφετηρία του είναι το πρόβλημα της συνάφειας γνώσης και δραστηριότητας, δηλαδή το πρόβλημα της ορθολογικότητας της ανθώπινης πρακτικής. Έργα του: Okonomische Ideologie und politische Theorie, Gottingen, MarMsoziotogie und Endscheidungslogik, Berlin, Konstruction und Kritik, Hamburg, Aufklarung und Steuerung, Hamburg, Traktat liber rational Praxis, Tubingen, Wissenschaft und die Fehlbarkeit der Vernunft, Tubingen, Δ. n. Αλμπιζουά (Αλβιγηνοί). Παρακλάδι της αίρεσης των "Καθαρών" (βλ. λ.) στη νοτιοδυτική Γαλλία κατά τον 12ο αι. ε. χ. αλογισμός. Είναι τρόπος σκέψης ο οποίος, συγκαλυμμένος συχνά από μια τυπική ορθότητα της διατύπωσής του, αγνοεί τους νόμους και τους κανόνες της λογικής, καθώς και τις αρμόζουσες αντιστοιχίες ανάμεσα στη νόηση και στην εξωτερική ή εσωτερική εμπειρική πραγματικότητα. Από το τέλος του 19ου αι. εμφανίστηκαν μερικές ενορατικές θεωρίες της φιλοσοφίας σύμφωνα με τις οποίες ένα είδος αλογισμού θεωρείται θεμελιώδους σημασίας, με την έννοια ότι, σε αντιδιαστολή προς τη λογική γνωστική διαδικασία, γίνεται αποδεκτή η δυνατότητα άμεσης ενορατικής σύλληψης της αλήθειας. Οι αλογισμοί είναι δυνατόν να ανακαλυφθούν μόνο με εμπεριστατωμένη λογική και αναδρασιακή ανάλυση της σχέσης νόησης και πραγματικότητας. Δίον. Αναπολιτάνος Άλπορτ (Allport) Γκόρντον ( ). Αμερικανός ψυχολόγος, ο οποίος διατύπωσε ένα συγκεκριμένο θεωρητικό μοντέλο για τη δομή και την πορεία ανάπτυξης της ανθρώπινης προσωπικότητας. Σε αντίθεση με άλλες προσεγγίσεις (όπως η ψυχανάλυση), οι οποίες διαμόρφωσαν τα θεωρητικά τους μοντέλα ξεκινώντας από την κλινική παρατήρηση, ο Αλπορτ μελέτησε τη δομή και την ανάπτυξη της υγιούς προσωπικότητας. Βασική αρχή της θεωρίας του είναι ότι η προσωπικότητα αποτελεί ανοικτό σύστημα που βρίσκεται σε διαρκή αλληλεπίδραση με την κοινωνία. Για τον λόγο αυτό η φυσιολογική κατάσταση για την προσωπικότητα είναι εκείνη της δυναμικής ισορροπίας, η οποία καταργείται και αναδομείται στις πράξεις του υποκειμένου. Η διαρκής ανατροπή της ομοιόστασης είναι το μέσον με το οποίο ο άνθρωπος πραγματώνει τις μελλοντικές του δυνατότητες και αυτό αποτελεί και την κινητήρια δύναμη ανάπτυξής του. Από τη θέση αυτή α- πορρέει η αντίληψη του Αλπορτ σύμφωνα με 62

63 Αλτουσέρ την οποία, για να κατανοήσουμε τη συγκεκριμένη προσωπικότητα στο παρόν της, πρέπει να ερευνήσουμε όχι το μακρινό παρελθόν της (όπως πίστευε π.χ. η ψυχανάλυση), αλλά τους μελλοντικούς της προσανατολισμούς. Παραφράζοντας τη λαϊκή παροιμία "πες μου τον φίλο σου να σου πω ποιός είσαι", ο Αλπορτ έλεγε "πες μου πώς φαντάζεσαι το μέλλον σου, να σου πω ποιος είσαι τώρα". Ως δομικά στοιχεία της προσωπικότητας ο Αλπορτ διέκρινε τα «γνωρίσματα», τα οποία λειτουργούν με βάση την αρχή της λειτουργικής αυτονομίας. Στον άνθρωπο υπάρχουν δύο κατηγορίες γνωρισμάτων: τα "θεμελιώδη", που συνθέτουν τη σφαίρα των κινήτρων και των αξιών, και τα "λειτουργικά", τα οποία διαμορφώνουν τη συμπεριφορά.τέτοια γνωρίσματα είναι η ευγένεια, το φιλότιμο, τα οποία, αν και δεν παρακινούν στην εκδήλωση συγκεκριμένων συμπεριφορών, ωστόσο τις διαμορφώνουν. Ο Αλπορτ διακρίνει τα παρακάτω γνωρίσματα ως στοιχεία της υγιούς προσωπικότητας: την ενεργό στάση απέναντι στην πραγματικότητα, την ικανότητα παρατήρησης των γεγονότων της εσωτερικής ζωής χωρίς τη χρησιμοποίηση της ψυχολογικής άμυνας, τη σταθερότητα στις καταστάσεις απογοήτευσης και τη διαρκή προσπάθεια ατομικής ολοκλήρωσης. Η θεωρία του Αλπορτ, αν και συνέβαλε σημαντικά στη διερεύνηση της δομής και της λειτουργίας της προσωπικότητας, αδυνατεί να διακρίνει τον ι- στορικό και πολιτισμικό χαρακτήρα της. Σημαντικότερο έργο του: Personality and Social Encounter, Ν. Υ., Βιβλιογρ.:Ζειγκάρνικ Β. Β., θεωρίες της προσωπικότητας στις χώρες της Δύσης. Μόσχα Ευάγγ. Μανουράς Αλτουσέρ (Althusser) Λουί (1918, Αλγερία , Γαλλία). Γάλλος φιλόσοφος, επικεφαλής σχολής ερμηνείας του μαρξισμού, εκπρόσωποι της οποίας βρίσκονται και στην Ιταλία, στην Ισπανία, στις ΗΠΑ, στην Ελλάδα (Ν. Πουλαντζάς κ.ά.) και ιδιαίτερα στη Λ. Αμερική (Μ. Harnecher κ.ά.). Στο έργο του διακρίνονται δύο κύριες περίοδοι: 1) της δεκαετίας του 1960, όπου επικεντρώνει την προσοχή του στήν επεξεργασία της φιλοσοφίας ως «θεωρίας των θεωρητικών πρακτικών» και 2) της δεκαετίας του 1970, οπότε εννοεί τη φιλοσοφία ως τεκμηρίωση της πολιτικής πάλης, ως «πολιτική εντός της θεωρίας«, ως «σε τελική ανάλυση, πάλη των τάξεων εντός της θεωρίας». Η πρώτη περίοδος χαρακτηρίζεται από την πολεμική κατά της πραγματιστικής ερμηνείας του μαρξισμού (κατά της εργαλειακής και επιλεκτικής χρήσης του στην τρέχουσα πολιτική), κατά της κυρίαρχης στη μεταπολεμική Γαλλία υπαρξιστικής*, περσοναλιστικής', φαινομενολογικής* κ.λπ. ερμηνείας του μαρξισμού. Έμφαση δίνει στα «ώριμα» (μετά το 1844) έργα του Μαρξ*, στην αυτοτέλεια της ε- πιστημονικής νόησης από την καθημερινή συνείδηση (της «θεωρίας» από την «ιδεολογία»), στον μεθοδολογικό ρόλο της φιλοσοφίας, στην προσέγγιση της γνωστικής διαδικασίας ως πνευματικής παραγωγής κ.λπ. Αυτοπροσδιορίζει τη στάση του ως «θεωρητικό αντιανθρωπισμό», όπου το συγκεκριμένο άτομο δεν συνιστά το αφετηριακό σημείο αλλά το τελικό αποτέλεσμα της ανάλυσης της κοινωνίας. Απολυτοποιεί την ασυνέχεια στην ανάπτυξη της σκέψης του Μαρξ*, την οποία οριοθετεί με την έννοια της (προερχόμενης από τον Μπασελάρ*) «επιστημολογικής τομής». Η «συμπτωματική ανάγνωση» (lecture symptomate) του Κεφαλαίου που προτείνει στοχεύει στην κάθαρση του μαρξισμού από τη διαλεκτική* και συνολικά απ' το «φενακισμένο περίβλημα» για την αποκάλυψη του «αληθινού» πυρήνα του. Στην «ιστορικιστική» διαλεκτική της ολότητας αντιπαραθέτει τη μελέτη της «δομής με δεσπόζουσα» και «επικαθορισμό» (surd6termination). Κατά τη δεύτερη περίοδο (μετά την «αυτοκριτική» του) ο Αλτουσέρ αμβλύνει κάπως τις «θεωρητικίστικες» θέσεις του, χωρίς να τις εγκαταλείπει, και επιχειρεί να τις καταστήσει συμβατές με τον νέο ορισμό της φιλοσοφίας κατά τον οποίο η τελευταία ανάγεται στην πολιτική. Ο τρόπος με τον οποίο ο Αλτουσέρ έθεσε τα θεμελιώδη προβλήματα της μαρξιστικής θεωρίας εκ των πραγμάτων α- πορρίπτει τη συστηματική ανάλυση των νομοτελειών ανάπτυξης της επιστημονικής νόησης (βλ. ιστορικό και λογικό, ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, διάνοια και λόγος, διαλεκτική λογική κ.λπ.). Έργα του: Pour Marx, Paris, 1965, Lire le «Capital» (avec Balibar E Estabtet R.) v. 1-2, Paris. 1965, L0nine et la philosophie, Paris, 1969, R6ponse 6 John Lewis. Paris. 1973, Positions ( ), Paris, 1976, Elements d' Autocritique, Hachette, Paris Στην ελληνική έχουν μεταφρασθεί τα έργα του: Γι α τον Μαρξ, Γράμματα. Αθήνα, θέσεις, θεμέλιο (πολ. εκδόσεις).- Στοιχεία αυτοκριτικής, Πολύτυπο. Αθήνα, Απάντηση στον Τζ. Λιούις, θεμέλιο, Αθήνα, Γι α την κρίση του μαρξισμού, Αγώνας, Αθήνα, Τι πρέπει ν' αλλάξει στο Κ.Κ, Αγώνας. Αθήνα. 63

64 αλτρουισμός Συζήτηση για το κράτος. Αγώνας, Αθήνα, Ο Λένιν και η φιλοσοφία, Ηριδανός, Αθήνα (χ.χ.).- Το μέλλον διαρκεί πολύ. Τα γεγονότα. Αυτοβιογραφίες. Πολίτης, Αθήνα, Σειρό άρθρων στα περιοδικά: Ό Πολίτης, "Αγώνας", "θέσεις". "Σχολιαστής". "Σύγχρονα θέματα" κ.ά. Δ. Πατέλης αλχφ<μίύχψ6βτ HfiwA win ura^oijtiiti. μέχρι αυτοθυσίας αγάπη προς τους άλλους (αντίθετό του ο εγωισμός). Ο όρος καθιερώθηκε διεθνώς από τον ιδρυτή του θετικισμού* Αύγ. Κοντ*, κατά τον οποίο ο αλτρουισμός έχει ενστικτώδεις ρίζες στον άνθρωπο, πρέπει όμως να εξυψώνεται σε συνειδητή αρχή και ηθικό ι- δεώδες. Ως όρος ο αλτρουισμός μπορεί να είναι καινούριος, ως ηθική όμως αρχή είναι αρχαιότατος. Τον διακηρύττει ο βουδισμός*, ο στωικισμός* (Υστερη Στοά), ο Χριστιανισμός*, για τον οποίο ο αλτρουισμός είναι συνώνυμο της προς τον πλησίον αγάπης χωρίς καμιά διάκριση. Αργότερα τον προβάλλουν η αγγλική ηθική του 18ου αιώνα, καθώς και οι Λάιμπνιτς*, Σοπενάουερ*, Φόυερμπαχ*. Πολύπλευρη όμως υπήρξε και η κριτική κατά του αλτρουισμού. Ο Σπένσερ*, αντίθετα προς τον Κοντ, δεν δέχεται την ενστικτώδη προέλευση του αλτρουισμού, αλλά τον θεωρεί προϊόν προσαρμογής, που διαμορφώνεται στην πορεία της φυσικής εξέλιξης (εξελικτισμός*). Ως τάση, δηλαδή, θεωρεί τον αλτρουισμό μεταγενέστερο του εγωισμού, αλλά τον προβάλλει ως "υποκειμενική επιλογή", που συμβάλλει στην ευημερία της κοινωνίας. Ο Νίτσε* προσθέτει ότι δεν είναι παρά δημιούργημα ενός ομαδικού εγωισμού, που προσπαθεί να καλύψει τις μετριότητες και να τις αντιπαραθέσει προς την υπεράνθρωπη τελειότητα. Ο Φρόυντ* χαρακτηρίζει τον αλτρουισμό νευρωτικό αντιστάθμισμα ενός απωθημένου πρωτόγονου εγωισμού, ενώ οι θεωρητικοί του μαρξισμού* δέχονται την ύπαρξη του αλτρουισμού στις πρωτόγονες κοινωνίες, πριν εμφανιστεί η ιδιοκτησία- με την εμφάνιση όμως της ταξικής κοινωνίας ο αλτρουισμός καταργήθηκε και τη θέση του πήρε ο νόμος της εκμετάλλευσης. Όσο για την αντίθεση μεταξύ αλτρουισμού και εγωισμού, που διαπιστώνεται από την αστική ηθική, αυτήν τη θεωρούν φαινομενική, απατηλό φαινόμενο, που έχει τις ρίζες του στο κοινωνικό καθεστώς και θα εξαλειφθεί με την αλλαγή του καθεστώτος αυτού. Βιβλιογρ.: F. S. Marvin, Compte the founder ol Soaologie, London, Α. I. Γιατρότσκι, Η αλτρουιστική ηθική και η ατομιστική της τεκμηρίωση, Γιούριεφ, D. Gusli. Egoismus und Altruismus. Leipsig, Απ. Τζαφερόπουλος αλχημεία. Η χημεία του Μεσαίωνα, που οι κυριότεροι σκοποί της ήταν η κατασκευή "ευγενών" μετάλλων (χρυσού, αργύρου) με τη μετουσίωση και μεταβολή των "αγενών" (σίδηρος, χαλκός κ.λπ.) και η εύρεση της "φιλοσοφικής λίθου", η οποία θα εξασφάλιζε στον κάτοχο του μυστικού της το "ελιξήριο" της αιώνιας νεότητας. Η λέξη Αλχημεία είναι αραβική, διότι η τέχνη αυτή αναπτύχθηκε για πρώτη φορά στην Αίγυπτο, όπου θεωρούσαν ως εφευρέτη αυτής τον θεό θωθ*, τον Ερμή τον Τρισμέγιστο των Ελλήνων. Με τον καιρό η Αλχημεία των Αιγυπτίων δέχθηκε την επίδραση των επιστημών της Ανατολής (Βαβυλωνία, Περσία, Συρία κ.λπ.), δηλαδή της μαγείας και της αστρολογίας. Στους Βαβυλώνιους ιδιαίτερα αποδίδεται η παρομοίωση των επτά αλχημικών μετάλλων με τους επτά γνωστούς πλανήτες. Η αντιστοιχία αστρονομικών συμβόλων και μετάλλων ήταν η εξής: Ήλιος = χρυσός, Σελήνη = άργυpos, Κρόνος = μόλυβδος, Αρης = σίδηρος, Αφροδίτη = χαλκός, Ερμής = κασσίτερος, Δίας = ήλεκτρο (= κράμα χρυσού και αργύρου). Οι Αραβες κατακτητές της Ισπανίας μετέφεραν στη Δύση και την αλχημεία, η οποία γνώρισε ε- ξαιρετική άνθηση εκεί κατά τον Μεσαίωνα, ενώ η λατινική έγινε η γλώσσα των μεταφράσεων των σχετικών συγγραμμάτων διάσημοι μεταφραστές υπήρξαν ο Μοριένος, ο Ροβέρτος Καστρένσις κ.ά. Κατά τον 13ο αι. εμφανίστηκαν και συγγραφείς κύρους, όπως οι Αλβέρτος ο Μέγας* (Τα θαύματα του κόσμου, Περί ορυκτών κ.ά.), Ρότζερ Μπέικον* (Μέγα έργο. Μικρό έργο, Τρίτο έργο), Βενσάν ντε Μπωβαί (Τετραπλό κάτοπτρο της φύσης), Αρνόλντο ντε Βιλλανόβα* (Βιβλίο επονομαζόμενο ο θησαυρός των θησαυρών, κομποσκοίνι των φιλοσόφων) κ.ά. Οι προσπάθειες των αλχημιστών μπορεί να μην απέδωσαν τους αναμενόμενους καρπούς, βέβαιο όμως είναι ότι συνετέλεσαν στη γέννηση της επιστήμης της χημείας οι πρακτικοί αλχημιστές ήταν οι πρώτοι που ανακάλυψαν λ.χ. τον φώσφορο, το αρσενικό κ.ά. Παράλληλα όμως αναπτύχθηκε και ο μυστικιστικός κλάδος της αλχημείας, ο οποίος με τους διάφορους α- γύρτες κατάντησε στη "μαύρη μαγεία" και προκάλεσε την περιφρόνηση, αλλά και τον φόβο 64

65 Αμβρόσιος γι" αυτό και σε πολλές περιπτώσεις καταδιώχθηκαν οι αλχημιστές, τόσο από την πολιτεία όσο και από την Εκκλησία. Το γεγονός αυτό, συνδυαζόμενο με τη διάψευση των ελπίδων περί μεταστοιχείωσης των μετάλλων και της ανακάλυψης της φιλοσοφικής λίθου, οδήγησαν στη σταδιακή εγκατάλειψη της αλχημείας, την οποία διαδέχθηκε και αντικατέστησε η επιστήμη της Χημείας με την έναρξη της Αναγέννησης. Βιβλιογρ.:Ε. J. Holmyard. Alchemy. London, Η. Μ. Leicester, Alchemy. San Fransisco, Stan. Klossowski de Rola, Alchemy, the secret art. M. Hall, The secret teachings ol all arts. Απ. Τζ. αμαρτία. To αντίθετο της αρετής, η αρνητική σχέση του ανθρώπου με το θείο, το συνώνυμο του κακού στη θρησκεία. Σύμφωνα με τη χριστιανική πίστη υπάρχουν δύο εντελώς διαφορετικές εκδοχές για την αμαρτία. Η μία αναπτύχθηκε στον δυτικό μεσαιωνικό χριστιανισμό, διατυπώθηκε σε λατινική γλώσσα, χαρακτηρίζει τον ρωμαιοκαθολικισμό και τον προτεσταντισμό και επονομάζεται "νομική" αντίληψη περί αμαρτίας. Η άλλη εμφανίσθηκε στον ανατολικό ελληνόγλωσσο χριστιανισμό του Βυζαντίου, προσιδιάζει στην Ορθοδοξία και τιτλοφορείται "ιατρική" αντίληψη περί αμαρτίας. Η δυτική χριστιανική θεώρηση της αμαρτίας, που λέγεται "νομική", ταυτίζει την αμαρτία με την παρανομία, εκδέχεται το αμάρτημα ως παράπτωμα και αντιλαμβάνεται το κακό ως παράβαση του θείου νόμου. Συνέπεια της νομικής η- θικής είναι η θεώρηση της σωτηρίας ως ικανοποίηση της θείας δίκης, τιμωρία του αμαρτωλού και εκδίκηση. Η εκκλησία εξισώνεται με σωφρονιστήριο και ο αμαρτωλός ισοδυναμεί με κακοποιό, ένοχο, εγκληματία, ενώ ο άγιος είναι ο δικαιωμένος αμαρτωλός, κι ο εξομολόγος πιστεύεται ότι μοιάζει με ανακριτή, δικαστή και εισαγγελέα. Πρωταίτιος αυτής της ηθικής είναι ο Αυγουστίνος* στον 5ο αι., συνεχιστής παραμένει ο Θωμάς Ακινάτης* στον 13ο αι. και διατηρητής είναι οι σύνοδοι του Τριδέντου στον 16ο αι., η Α' Βατικανή στον 19ο αι. κ.λπ. Η ανατολική ορθόδοξη θεώρηση, η "ιατρική" ηθική, θεωρεί την αμαρτία ως αστοχία, υπαρξιακή αδυναμία, ανθρώπινη ασθένεια και οντολογικό νόσημα. Πιστεύει ότι η σωτηρία σημαίνει τη θεραπεία της ανθρώπινης φύσης, την ίαση και την ιατρεία της βούλησης για την ακεραίωση του ανθρώπου, ώστε να γίνει σώος (σώζω, σωτηρία), δηλαδή ακέραιος, ολόκληρος, ατόφιος. Η εκκλησία φαίνεται ιατρείο ψυχών και παθών, ο αμαρτωλός είναι άρρωστος, ασθενής και αδύναμος, ο άγιος μοιάζει με τον μετανοημένο αμαρτωλό, ο εξομολόγος ταυτίζεται με τον ψυχοθεραπευτή, τον ιατρό και πνευματικό πατέρα, ο οποίος δεν δικάζει αλλά θεραπεύει. Αυτή η αντίληψη κυριάρχησε στην ελληνική πατερική θεολογία του Βυζαντίου και επισκιάσθηκε στα μεταβυζαντινά χρόνια της τουρκοκρατίας από αθέμιτες προσμίξεις με δυτικές (ρωμαιοκαθολικές και προτεσταντικές) αντιλήψεις, έτσι ώστε να ε- πέλθει μια σύγχυση της ανατολικής "ιατρικής" ηθικής με τη δυτική "νομική" ηθική. Βιβλιογρ.:Χ. Γιανναράς, Η ελευθερία του ήθους, Αθήνα Ν. Ματσούκας. Δογματική και συμβολική θεολογία, 2 τάμοι, θεσσαλονίκη, Μ. Μπέγζος, Ελευθερία ή θρησκεία; Αθήνα, I. Ρωμανίδης. Το προπατορικών αμάρτημα, Αθήναι, Γ. Φλωρόφοκυ, Εργα, τόμ. 3: Δημιουργία και απολύτρωση, θεσσαλονίκη, Μάριος Π. Μπέγζος Ε. Χ. Αμαρτωλός Γεώργιος (9ος αι.). Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και εμόνασε στην Αλεξάνδρεια, απ" όπου και το προσωνύμιο "αμαρτωλός", συνηθισμένο στους μοναχούς. Είναι γνωστός ως συγγραφέας ενός Χρονικού (από κτίσεως κόσμου μέχρι το 842 μ.χ.), όπου μεταξύ μυθολογικών και ιστορικών γεγονότων βρίσκει την ευκαιρία να εκφράσει τον θαυμασμό του για τον Πλάτωνα* και να αποδοκιμάσει τον Αριστοτέλη*, ακολουθώντας έτσι το κλίμα της εποχής, όπως είχε διαμορφωθεί με τη φιλοσοφική διάσταση πλατωνικών και αριστοτελικών. Αμαφίνιους (C. Amafinius, 2ος αι. π.χ.). Αναφέρεται από τον Κικέρωνα* (Τουσκουλαναί ΔιατριβαΙ IV 3,6 κ.ε.) ως συγγραφέας λατινικών πεζών συγγραμμάτων που αναφέρονταν στην επικούρεια φιλοσοφία. Ε. Χ. Αμβρόσιος, Αγιος (Treviri, Milano, 397). Γόνος επιφανούς οικογένειας Ρωμαίων συγκλητικών, διετέλεσε κυβερνήτης στο Μιλάνο. Από αυτή τη θέση παρενέβη με επιτυχία στη διαμάχη μεταξύ αρειανών και χριστιανών και λόγω αυτού του γεγονότος τον ανεκήρυξαν ε- πίσκοπο, αν και ήταν ακόμη κατηχούμενος. Η ΦΑ, Α-5 65

66 ΑμεινΙας φιλολογική και φιλοσοφική του κατάρτιση σφραγίζει τους Λόγους του, τα αντιαρειανικά του έργα και τις θεολογικές μελέτες του: (De fide, Hexaemeron, De incarnatione κ.ά.) Στα έργα του Αμβρόσιου, ειδικά στους Λόγους του, είναι εμφανή τα στοιχεία που δείχνουν άμεση γνωριμία με τον Πλωτίνο* και τον Πορφύριο'και, οπωσδήποτε, νεοπλατωνικές ε- πιρροές. Ωστόσο ο Αμβρόσιος δεν ασχολείται ιδιαίτερα με θεολογικά και μεταφυσικά ζητήματα περισσότερο τον ενδιαφέρουν προβλήματα ηθικής και ποιμαντικής φύσης. Στο De officiis ministrorum εκθέτει το κατά την άποψή του δικαίωμα των χριστιανών για γνώση του ειδωλολατρικού πολιτισμού. Και αναφέρεται στα στοιχεία εκείνα αυτού του τελευταίου που θεωρεί χρήσιμα για μια πιο ολοκληρωμένη κατάρτιση ιδίως του κλήρου, η οποία με τη σειρά της θα τον οδηγήσει στην επιτυχία της αποστολής του. Σε αυτό τον στόχο θα βοηθήσει και η οργάνωση της εκκλησίας σε μια ιεραρχική δομή, καθώς και η κατάλληλη προετοιμασία των κληρικών από τις μονές. Αξιοσημείωτο στοιχείο της προσωπικότητας του Αμβροσίου είναι η ανεξαρτησία του από την πολιτική εξουσία, και συγκεκριμένα από τον ίδιο τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο, στον οποίο δεν δίστασε να επιβάλει την ποινή της αυτοτιμωρίας, για να εξιλεωθεί για τη σφαγή της θεσσαλονίκης. Γνώστης της ελληνικής γλώσσας, έκανε γνωστούς στη Δύση τους α- νατολικούς ιεράρχες, όπως τον Μέγα Βασίλειο*, τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό* και τον Γρηγόριο Νύσσης*. Ο Αμβρόσιος, επίσης, επηρέασε τον Αγιο Αυγουστίνο*, τον οποίο μάλιστα βάπτισε το 387. Βιβλιογρ.: Πατρολογία Migne, τόμ, Γο. Φ. Κίασταράς ΑμεινΙας ο πυθαγόρειος* (περίπου π.χ.). Μαθητής του ήταν ο Ελεάτης Παρμενίδης* και, όπως παραδίδεται, αυτός ο τελευταίος, ακολουθώντας τις υποδείξεις του δασκάλου του, εγκατέλειψε την επιτυχημένη πολιτική του σταδιοδρομία και στράφηκε "εις η- συχίαν", δηλ., ακολούθησε την οδό της φιλοσοφίας. Είναι επίσης πολύ πιθανό ότι στους πυθαγόρειους οφείλονται και οι κοσμολογικές γνώσεις του Παρμενίδη, όπως τις εκθέτει στο Περί φύσεως φιλοσοφικό ποίημά του: η σφαιρικότητα της γης, η κίνηση των πλανητών, η αρμονία των σφαιρών. ε. χ. Αμέλιος Γεντιλιανός (3ος αι. μ.χ.). Νεοπλατωνικός* φιλόσοφος, ο σπουδαιότερος μαθητής και συνεργάτης του Πλωτίνου' στη Ρώμη (περίπου ). Ο Αμέλιος έμεινε πιστός στα διδάγματα του δασκάλου του, παρουσίασε όμως διαφορές σε τρία σημεία της θεωρίας του για τις "υποστάσεις" του όντος - δηλαδή υ- ποστήριζε ότι η ψυχή, αν και ενιαία, γίνεται πολλαπλή μέσα στον χρόνο, ότι οι ιδέες, ή μορφές, είναι άπειρες σε πλήθος και ότι ο νους είναι τριαδικός. Ε. Ν. Ρούσσος άμεση γνώση. Το είδος της γνώσης που συλλαμβάνεται απευθείας από το υποκείμενο χωρίς την παρεμβολή κάποιας λογικής διεργασίας και, ως εκ τούτου, ανεπίδεκτο οποιουδήποτε κριτικού ελέγχου και επιστημονικής τεκμηρίωσης. Η γνώση αυτή που, αρκετέ*? φορές, ταυτίζεται με την ενόραση, είναι αυστηρά προσωπική, υποκειμενικού χαρακτήρα και μοναδική εφόσον δυσχερώς μεταδίδεται. Κάτω από το πνεύμα αυτό, η ενατένιση των ιδεών, ως αιώνιων οντοτήτων με πραγματική υπόσταση, και η "ομοίωσις θεώ", που πρέσβευαν ο Πλάτων* και οι Νεοπλατωνικοί*, αβίαστα μπορούν να θεωρηθούν ως η πρώτη πρσπάθεια που κατεβλήθη στην ιστορία της φιλοσοφίας για αποτύπωση της άμεσης γνώσης. Στους νεότερους χρόνους, ο Ντεκάρτ* τη συνέδεσε με τη σαφή έννοια, απαλλαγμένη από κάθε ενδεχόμενη αμφιβολία, που, ωστόσο, ορίζεται από τη δύναμη του λόγου και όχι από την αστάθεια των αισθήσεων ή τη σαθρή κρίση που μας παρέχει η φαντασία. Παράλληλα, ο συγγραφέας της διατριβής: Δοκίμιο για τα άμεσα δεδομένα της Συνείδησης (1889), ο Μπερξόν*, πίστευε πως μόνο με την άμεση γνώση είμαστε σε θέση να αχθούμε στο απόλυτο αλλά και στην εσώτατη υφή των όντων, η οποία από τη φύση της είναι απροσπέλαστη σε κάθε άλλη μη διαισθητική προσέγγιση. Στο πλαίσιο ύπαρξης της άμεσης γνώσης βρίσκει πεδίο δράσης και η φαινομενολογία του Χούσσερλ*. Σύμφωνα με αυτόν, η συνείδηση στρέφεται διαρκώς προς ό,τι εκδηλώνεται αυθεντικά, έχοντας ως απώτερο στόχο την επανεύρεση των πρωταρχικών μη αναγώγιμων ι- διοτήτων των πραγμάτων, εισχωρώντας στην ουσία τους, στον χώρο δηλαδή που δεν υφίστανται συμβεβηκότα. Πρόκειται, με λίγα λόγια, για μια άμεση σύλληψη του νοήματος των πραγμάτων βασιζόμενη σε μια μη περιέ- 66

67 άμεση γνώση χουσα συνείδηση, που όμως κατευθύνεται σε περιεχόμενα ετερογενή προς την ίδια - πορεία της οποίας το εύρος ολοένα διευρύνεται. Από την άλλη πλευρά, ο Ράσσελ* προτείνει τη διάκριση ανάμεσα στη γνώση της άμεσης πληροφόρησης (knowledge by acquaintance) και της περιγραφικής γνώσης (knowledge by description). Στην πρώτη περίπτωση αναφερόμαστε στη βέβαιη και αλάθητη γνώση των αισθήσεων, των δεδομένων της μνήμης και του εγώ, ενώ στη δεύτερη εννοούμε τη γνώση που μας παρέχεται από τις προτασιακές σχέσεις. Καθίσταται πάντως φανερό, παρά την απουσία σχετικών διευκρινίσεων στο θέμα αυτό από τον Αγγλο φιλόσοφο, ότι η σχέση μεταξύ πρώτου και δεύτερου είδους γνώσης είναι άρρηκτη, επειδή είναι αδύνατο να υπερβούμε τα όρια της άμεσης γνώσης χωρίς την αρωγή της αντίστοιχης περιγραφικής. Κατά τον Γουάιτχεντ*, αναγκαίες προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της άμεσης γνώσης είναι:1. Το "πλήρες συμβάν" (complete event), δηλαδή ολόκληρη η φύση σε μια δεδομένη στιγμή, 2. Η "αισθητηριακή εποπτεία" (sense awareness), η οποία μας τροφοδοτεί με άμεσες πληροφορίες για τον αισθητό κόσμο και 3. Το "αντιληπτικό συμβάν" (percipient event), κατά το οποίο η αντίληψή μας ενώνεται με το ίδιο το γεγονός. Η ανάπτυξη λοιπόν και η ολοκλήρωση της γνώσης, σύμφωνα με τον Αμερικανό στοχαστή, είναι αποτέλεσμα διαφόρων διαδοχικών σταδίων στα οποία συντελείται η σύνθεση και η αφομοίωση παλαιότερων και νεότερων συλλήψεων. Η βιωσιμότητα της άμεσης γνώσης επικρατεί και στον εμπειρισμό*, στον βαθμό που αυτός τη θεωρεί ως ο- λότητα στοιχειωδών εντυπώσεων πάνω στις αισθήσεις. Οι εμπειρικές σχολές, πιστεύοντας ότι η σημαντικότερη πηγή γνώσης είναι οι αισθήσεις, απορρίπτουν την ύπαρξη προεμπειρικών συστατικών - όπως αυτά καταγράφονται στις έμφυτες ιδέες - και καθετί το μεταφυσικό, επειδή τούτο υπερβαίνει τα όρια της εμπειρίας. Κυριότεροι αντιπρόσωποι των πεποιθήσεων αυτών είναι ο Μπέικον*, ο Λοκ*, ο Κοντιγιάκ*, ο Μιλλ*, ο Μπέρκλεϋ* και ο Χιούμ*. Επιθυμώντας μάλιστα η Σκωτική σχολή* να προστατεύσει τον στοχασμό από τον σκεπτικισμό του τελευταίου (Ντέιβιντ Χιούμ), επινόησε τη θεωρία της εμφυτοκρατίας, σύμφωνα με τις δοξασίες της οποίας ο άνθρωπος εκ γενετής διαθέτει ορισμένες αντιληπτικές ικανότητες, που τον βοηθούν στην αναζήτηση των αιτίων καθώς και στην αναγωγή του νου από τα επιμέρους στα καθόλου. Κύριος εισηγητής των α- πόψεων αυτών εμφανίζεται ο Ρίιντ*, ο οποίος, ως εκφραστής της θεωρίας του κοινού νου, α- ποδεχόταν την άμεση γνώση κάτω από διαφορετικό πρίσμα από αυτό των εμπειριστών. Υποστήριζε, δηλαδή, τη δυνατότητα του νου να συλλαμβάνει πρωτότυπες, ενορατικές κρίσεις αλλά και να τις υποβάλλει συγχρόνως σε λογικό έλεγχο παρά τον αδιαμφισβήτητα πραγματικό χαρακτήρα τους. Στον ελληνικό χώρο των ιδεών, οι αντιλήψεις για την άμεση γνώση δεσπόζουν στη διδασκαλία των Πατέρων της Ανατολικής Εκκλησίας στο σημείο που αυτές αναφέρονται στην προσωπική μας επικοινωνία με τον θεό. Συγκεκριμένα, απορρίπτεται η σχολαστική λογοκρατία λόγω του ότι αναστέλλει ατελεύτητα το αποτέλεσμα της γνώσης θεωρούμενη ως "νόσος του νοός". Στη θέση της προτείνεται η άσκηση του σώματος, που μαζί με την αδιάλειπτη προσευχή (Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του θεού, ελέησόν με), την κατάνυξη του πνεύματος και τη συντριβή της καρδιάς μάς οδηγούν στη θέαση του "ακτίστου φωτός" κατά τους Ησυχαστές* (βλ. και λ. Βυζαντινή φιλοσοφία). Την ενορατική αυτή μέθοδο θα ενωτισθούν και ορισμένοι εκπρόσωποι της νέας ελληνικής φιλοσοφίας, όπως για παράδειγμα ο Βικέντιος Δαμωδός*, ο Ευγένιος Βούλγαρης*, ο Αθανάσιος Ψαλίδας*, ο Πέτρος Βράιλας-Αρμένης* κ.ά. Αυτοί, παρόλο που διακρίθηκαν στη δραστηριότητά τους να συμβιβάσουν τη διανόηση της εσπερίας με τη δική μας αριστοτελική και πλατωνική παράδοση, παραβίασαν μεγαλοπρεπώς το άβατο της λογικής του διαφωτισμού*, εμμένοντας στο ορθόδοξο θέσμιο πως το καταλληλότερο ενδιαίτημα για συνύπαρξη του πεπερασμένου με το άπειρο είναι η πίστη. Η τελευταία συνιστά ασφαλώς μορφή της άμεσης γνώσης, επειδή δεν είναι μόνο διανοητική βεβαιότητα εδραζόμενη σε υποκειμενικά ερείσματα, αλλά και εσωτερική πεποίθηση μέσω της οποίας εισδύουμε στο πεδίο των μυστικών θρησκευτικών αληθειών. Η ακλόνητη, τέλος, πεποίθηση, που προέρχεται από τη θεία Χάρη, για την έκβαση διαφόρων ζητημάτων καλείται στη μυστική θεολογία και "πληροφορία". Βιβλιογρ.: Γλυκοφρύδη-ΛεοντσΙνη Α.. Η Γνωσιοθεωρητική θεμελίωση της Αισθητικής του Thomas Raid, διδ. διατρ., βιβλιοθήκη Σοφίας Σαριπόλου, Αθήνα, θεοδωρακώπουλος I., Φιλοσοφικά και Χριστιανικά Μελετήματα. 2τ\ έκδ Μουτσόπουλος Ε.. Γνώσεις και Επιστήμη. Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα,

68 μεταβλητότητα Μπαρτζελιώτης Λ., Φιλοσοφία και Επιστημονική Ερευνα. Γνωσιοθεωρία. Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα, Νούτσος Π., Η λειτουργία του νεωτερικού πνεύματος στη "Λογική' του Βούλγαρη. Ανάτυπο από τον ΙΓ τόμο της "Δωδώνης". Επιστημονικής Επετηρίδας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Ιωάννινα, Bergson Η.. Οι δύο Πηγές της Ηθικής και της θρησκείας, μτφ. Β. Τατάκης, Πανεκδοτική, χ.χ. Π. Φαραντάκης αμεταβλητότητα, στη λογική. Αποτελεί ενδοσυστημική ή εξωσυστημική ιδιότητα συσχετισμών και αφορά κυρίως στη χωρο-χρονική σταθερότητά τους κατά τη διάρκεια ορισμένων μετασχηματισμών. Ακόμη μπορεί να σημαίνει την ανεξάρτητη από χώρο και χρόνο δομική σταθερότητα και το αναλλοίωτο οντολογικών πραγματικοτήτων σύμφωνα με τις υπαρκτικές οντολογικές υποθέσεις φιλοσοφικών συστημάτων. Το χαρακτηριστικό μιας τέτοιας αμεταβλητότητας διαθέτει, για παράδειγμα, το πλατωνικό σύμπαν των Ιδεών. Η αμεταβλητότητα, εκτός από εσωτερική ιδιότητα πλευρών ή όψεων μιας δομής, μπορεί να είναι και εξωτερικό στοιχείο της ίδιας, με την έννοια ότι ακόμη και προβλεπόμενες από την ίδια τη δομή ενός συστήματος εσωτερικές μεταβολές αποτελούν στοιχείο μιας αχρονικά προσδιορισμένης και αναλλοίωτης τάξης πραγμάτων. Ετσι η αιτιοαιτιατή δομή πλευρών του κόσμου, παρά την εσωτερική κινητικότητά της, εμφανίζει καθεαυτήν αμεταβλητότητα, με την έννοια ότι δεν μετασχηματίζεται χωροχρονικά σε μια δομή που δεν θα ήταν αιτιοαιτιατής υφής. Στα πλαίσια των επιστημών η αναζήτηση σταθερών κόμβων καθώς και αρχών διατήρησης α- ποτελεί βασικό χαρακτηριστικό της ηγεμονίας της ανάγκης εύρεσης στοιχείων αμεταβλητότητας στον γνωσιακό χώρο. Τα στοιχεία αυτά αποτελούν τους σταθερούς "κόμβους" πάνω στους οποίους στηρίζεται η ίδια η περιγραφή δυναμικών φαινομένων ροής. Οι αρχές διατήρησης της ορμής και της υλοενεργειακής πραγματικότητας σε κλειστά φυσικά συστήματα αποτελούν βασικό παράδειγμα τέτοιων σταθερών κόμβων στην περιοχή της φυσικής. Στις φυσικές επιστήμες, γενικότερα, η αναζήτηση στάσεων και ισορροπιών σε ένα ρέον σύστημα αποτελεί το βασικό συστατικό της μελέτης τους. Ιδιαίτερα στις κοινωνικές επιστήμες καθώς και στις επιστήμες του ανθρώπου, το χαρακτηριστικό της αμεταβλητότητας εμφανίζεται ως καθοριστικό της έννοιας της αντικειμενικότητας. Στα μαθηματικά η αμεταβλητότητα δεν εμφανίζεται μόνο ως συνολικό τους χαρακτηριστικό, αλλά και ως χαρακτηριστικό συσσώρευσης και σταθεροποίησης στα πλαίσια μιας μεταβολής συναρτησιακής υφής. Η α- μεταβλητότητα, τέλος, είναι δυνατόν να έχει και χαρακτηριστικά μεταβλητότητας και χαρακτηριστικά αμεταβλητότητας κατά τη μετάβαση από την περιοχή των αρχών και νόμων ενός επιπέδου στην περιοχή των αρχών και νόμων του οντολογικά ή γνωσιολογικά αμέσως επόμενου απ' αυτό επιπέδου. Διον. Αναπολιτάνος αμεταβλητότητα, στην ψυχολογία. Αφορά στην ιδιότητα ορισμένων παραμέτρων ενός συστήματος να μη μεταβάλλονται, όταν το σύστημα υφίσταται μετασχηματισμούς. Στην Ψυχολογία, και ιδιαίτερα στην Εξελικτική Ψυχολογία, η γνωστική διατήρηση αναφέρεται στην κατανόηση από το παιδί ότι η σχέση των φυσικών μεγεθών δύο αντικειμένων παραμένει σταθερή, ανεξάρτητα από τις εξωτερικές αλλοιώσεις που μπορεί να υποστεί ένα από τα δύο αυτά αντικείμενα. Εξωτερική αλλοίωση θεωρείται οποιαδήποτε μεταμόρφωση του α- ντικειμένου που δεν περιλαμβάνει κάποια πρόσθεση ή αφαίρεση από το φυσικό μέγεθος του αρχικού αντικειμένου. Ο Piaget* περιέγραψε την ικανότητα για γνωστική διατήρηση και ανέφερε ότι αυτή παρατηρείται στην περίοδο της "συγκεκριμένης σκέψης" της ανάπτυξης της νόησης, θεωρεί την ι- κανότητα για γνωστική διατήρηση βασικό δείκτη ότι το παιδί πέρασε από την ωροσυλλογιστική περίοδο στην περίοδο της συγκεκριμένης σκέψης. Ένα κλασικό πείραμα που αφορά στην ικανότητα για γνωστική διατήρηση είναι το εξής: 0 εξεταστής παρουσιάζει στο παιδί τρία γυάλινα δοχεία (Α, Β, Γ). Τα δύο γυάλινα δοχεία (Α, Β) είναι ακριβώς όμοια, ενώ το τρίτο δοχείο (Γ) είναι ψηλότερο και λεπτότερο από τα άλλα δύο. Αρχικά, ο εξεταστής βάζει την ίδια ποσότητα νερού στα δύο όμοια δοχεία (Α και Β). Εφόσον τα δύο δοχεία είναι του ίδιου μεγέθους, το ύψος του νερού είναι το ίδιο στα δύο δοχεία. Το παιδί πρέπει να διαβεβαιώσει τον ε- ξεταστή ότι καταλαβαίνει πως τα δύο δοχεία έχουν την ίδια ποσότητα νερού. Στη συνέχεια, ο εξεταστής χύνει το περιεχόμενο του δοχείου Β στο δοχείο Γ. Παρόλο που οι δύο ποσότητες νερού παραμένουν οι ίδιες, το φυσικό μέγεθος των δύο αντικειμένων δεν μοιάζει να είναι πλέον το ίδιο. Εφόσον το δοχείο Γ είναι 68

69 ψηλότερο και λεπτότερο από το δοχείο Β, το ύψος του νερού στο δοχείο Γ θα είναι μεγαλύτερο από το ύψος του νερού στο δοχείο Α. Το παιδί που βρίσκεται στην ωροσυλλογιστική περίοδο της εξέλιξης της νόησης συγκεντρώνει την προσοχή του σε ένα μόνο χαρακτηριστικό του προβλήματος, στο ύψος ή στο πλάτος ενός δοχείου, με αποτέλεσμα να θεωρήσει ότι τα δύο δοχεία περιέχουν διαφορετική ποσότητα νερού. Το παιδί που βρίσκεται στην περίοδο της συγκεκριμένης σκέψης της εξέλιξης της νόησης έχει την ικανότητα να συνυπολογίσει πολλές διαστάσεις συγχρόνως και να εξετάσει την αλληλεπίδρασή τους. Το παιδί καταλαβαίνει, δηλαδή, ότι η αλλαγή στο ύψος του δοχείου αντισταθμίστηκε με αντίστοιχες αλλαγές στο πλάτος του, με αποτέλεσμα να παραμένει ίδια η ποσότητα του νερού στα δύο δοχεία. Εκτ:, από την ικανότητα για γνωστική διατήρηση της ποσότητας έχει μελετηθεί και η ικανότητα για γνωστική διατήρηση άλλων φυσικών μεγεθών. Εχει δε αποδειχθεί ότι η ικανότητα για γνωστική διατήρηση δεν κατακτάται συγχρόνως για όλες τις ιδιότητες των φυσικών μεγεθών, αλλά σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Το παιδί κατακτά πρώτα, στο 7ο περίπου έτος της ζωής του, τη διατήρηση της ποσότητας και του αριθμού. Στο 9ο περίπου έτος της ζωής του κατακτά τη διατήρηση του βάρους και, τέλος, στο 11ο έτος της ζωής του, τη διατήρηση του όγκου. Το φαινόμενο αυτό της σταδιακής κατάκτησης της έννοιας της γνωστικής διατήρησης διαφόρων φυσικών μεγεθών λέγεται "οριζόντια κλιμάκωση" (deralage horizontale). Βιβλιογρ.: Brainerd. C.J.. Piaget's Theory ol Intelligence. New Jersey, Prentice-Hall Flavell J. H., Cognitive Development. New Jersey, Prentice-Hall, Παρασκευόπουλος I. Ν., Εξελικτική Ψυχολογία: σχολική ηλικία. Αθήνα, Παρασκευώπουλος 1. Ν.. Εξελικτική Ψυχολογώ προσχολικής ηλικίας, Αθήνα Ευφρ. Μόττη-Στεφανίδη Αμμώνιος ο ΕρμεΙου (περ μ.χ.). Νεοπλατωνικός* φιλόσοφος, διευθυντής της νεοπλατωνικής σχολής της Αλεξάνδρειας* και σχολιαστής έργων του Αριστοτέλη*. Ο Αμμώνιος γεννήθηκε και δίδαξε στην Αλεξάνδρεια - ήταν γιός του Ερμεία και της Αιδεσίας, νεοπλατωνικών φιλοσόφων, και αδελφός του Ηλιόδωρου, επίσης νεοπλατωνικού φιλοσόφου και αστρονόμου. Τυπικά χριστιανός, είχε δάσκαλο τον συμμαθητή και φίλο του πατέρα αμοραλισμός του Πρόκλο*. Ο ίδιος είχε μεγάλη επίδραση και ως δάσκαλος και ως σχολιαστής των, λογικών κυρίως, συγγραμμάτων του Αριστοτέλη. Και στις δύο επιδόσεις του διακρίθηκε για τη νηφαλιότητα της σκέψης του περισσότερο από τους σύγχρονούς του Ακαδημαϊκούς. Από τους μαθητέ- του, ο Ασκληπιός και ο Ιωάννης ο Φιλόπονος* εξέδωσαν τα έργα του και τα χρησιμοποίησαν ευρύτατα στα δικά τους υπομνήματα σε αριστοτελικά έργα. Επίσης σημαντικό ρόλο έπαιξε το έργο του Αμμώνιου και σε άλλους σχολιαστές του Αριστοτέλη, όπως ο Σιμπλίκιος*, ο Ολυμπιόδωρος*, ο Ηλίας, ο Δαβίδ*, ο Στέφανος* και ο Δαμάσκιος*. ΕΝ. Ρούσσος Αμμώνιος Σακκός (περίπου μ.χ.). Πλατωνικός φιλόσοφος, κατά την παράδοση ι- δρυτής του Νεοπλατωνισμού*, δάσκαλος του Πλωτίνου*, του Λογγίνου* και του Ωριγένη*. Δίδαξε στην Αλεξάνδρεια και είχε βαθιά επίδραση στους μαθητές του, χωρίς όμως ν' αφήσει γραμμένη τη διδασκαλία του. Δεχόταν τον κόσμο δημιουργημένο όχι από προϋπάρχουσα ύλη, αλλά από το μηδέν και με μόνο το θέλημα του θεού, που κατά τον Αμμώνιο προνοεί γι' αυτόν, χωρίς όμως η πρόνοιά του να αναιρεί την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου. Ο Αμμώνιος ταύτιζε την ψυχή με τη ζωή και, α- ντίθετα από την κατοπινή διδασκαλία του μαθητή του Πλωτίνου, αυτός, σε οντολογικό επίπεδο, δεν θεωρούσε την ψυχή κατώτερη από τον νου. Ε Ν. Ρούσσος αμοραλισμός. Όρος της Ηθικής που μπορεί ν' αποδοθεί στην ελληνική με τον όχι εύχρηστο όρο "αηθικισμός" και που θα πρέπει ν' αντιδιαστέλλεται από τον "ανηθικισμό". Με τον αηθικισμό δηλώνεται η τέλεια απουσία ηθικών αρχών, η αμφισβήτηση ή άγνοια της αξίας και της σημασίας τους - ενώ ο ανήθικος παραβαίνει τους ηθικούς κανόνες έχοντας λίγο πολύ συνείδηση του τι κάνει. Αμοραλιστές ήταν οι Κυνικοί* και ορισμένοι σοφιστές* κατά την αρχαιότητα, ο Μακιαβέλλι* και ο Νίτσε*, για ν" α- ναφέρουμε μερικούς απ' αυτούς. Στον αιώνα μας ο αμοραλισμός ήταν ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά των ολοκληρωτικών καθεστώτων, ενώ στις μέρες μας αποτελεί ένα ανησυχητικό κοινωνικό φαινόμενο. Ε. χ. 69

70 Αμπανιάνο Αμπανιάνο ( Abbagnano) Νικόλα (Σαλέρνο ). Ιταλός φιλόσοφος. Δίδαξε σε πολλά πανεπιστήμια της Ιταλίας είτε ως ιστορικός της Φιλοσοφίας είτε ως θεωρητικός της. Είναι ένας από τους πρώτους που ανέπτυξαν στην Ιταλία τη θεματική του υπαρξισμού*, συμβάλλοντας έτσι στην υπέρβαση της υπερέχουσας στο φιλοσοφικό αυτό ρεύμα ιδεαλιστικής επιρροής. Μετά τον πόλεμο επικέντρωσε το ενδιαφέρον του στον αγγλοαμερικανικό πραγματισμό* και ινστρουμενταλισμό*. Μια σύνθεση αυτών των ρευμάτων με τη θεματική του υπαρξισμού μπορεί να θεωρηθεί η πρότασή του για έναν "θετικό υπαρξισμό", ο οποίος στα μηδενιστικά συμπεράσματα συγγραφέων του υπαρξιστικού ρεύματος αντιπαραθέτει την έννοια της ύπαρξης ως της "δυνατότητας του Είναι", που ο άνθρωπος πραγματοποιεί, αλλά πάντα διακινδυνεύοντας, με τη χρήση της λογικής. Αυτή η τελευταία νοείται εδώ ως ικανότητα ανακάλυψης νέων μεθόδων. Κύρια έργα του Abbagnano είναι: Η δομή της ύπαρξης (1939), Εισαγωγή στον Υπαρξισμό (1942), θετικός Υπαρξισμός (1948) κ.ά. Μαριάντζελα Ιέλο Αμπέρ Ανδρέας-Μαρία (Andr6-Marie Ampere, Λυών ). Γάλλος φυσικός, γνωστός από τη θεωρία του για τον ηλεκτρομαγνητισμό. Επιχείρησε επίσης μια ταξινόμηση των ε- πιστημών και των ψυχικών φαινομένων και διατύπωσε δική του θεωρία της νόησης. Σχετικό με αυτές τις τελευταίες ενασχολήσεις του είναι και το έργο του Essai sur la philosophie des sciences ou Exposition analytique d' une classification naturelle de toutes les connaissances humaines, 1834 (Δοκίμιο για τη φιλοσοφία των επιστημών ή αναλυτική έκθεση μιας φυσικής ταξινόμησης όλων των ανθρώπινων γνώσεων). Ε. Χ. Αμπιντάρμα (σανσκρ., Abhidharma, θιβ.: chos ngo pa). Μία από τις τρεις διαιρέσεις (σανσκρ., Tripitaka = τρεις κάλαθοι) των Βουδιστικών Κανονικών Διδασκαλιών, που στηρίζεται κυρίως στη λογική και την ανάλυση. Οι άλλες δύο διαιρέσεις είναι: Βινάγια* (= κανόνες ηθικής και τυπικά μοναχικού βίου) και Σούτρες* (= διδασκαλίες του ίδιου του Βούδα). Το Αμπιντάρμα, σύμφωνα με τον Ασάγκα*, έχει τέσσερις εξαίρετες ιδιότητες: 1) βρίσκεται πρόσωπο με πρόσωπο με τον υπέρτατο σκοπό και τη φύση της πραγματικότητας, β) διδάσκει τις αναγκαίες βαθμίδες για την πραγμάτωση του σκοπού αυτού και τις παρουσιάζει από πολλές πλευρές, γ) στέκεται πάνω από τις μικροαντιθέσεις όσο αφορά στη φύση της Πραγματικότητας και μπορεί να δώσει οριστική απάντηση, δ) εισχωρεί στη βαθύτερη ουσία των βουδιστικών διδασκαλιών. Βιβλιογρ.: Herbert V. Guenther. Philosophy A Psychology in the Abhidharma. Βασ. Βιτσαξής, Ο στοχασμός και η πίστη 'Αρχαιότητα-Χρισπανισμός), 2 τόμ., Εστία, Αθήνα, 1991.,ημ. Βελισσαρόπουλος, Ιστορία της ινδικής φιλοσοφίας, Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα, 1992*. Ε. Λιακόπουλος Αμπουμπάκερ, βλ. Ιμπν Τουφάιλ. αμφιβολία. Με τον όρο "αμφιβολία" δηλώνουμε την αμφιταλάντευση του πνεύματος μεταξύ δύο προτάσεων και τον δισταγμό του να αποφανθεί ποια από αυτές τις δύο είναι η σωστή ή ποια πρέπει να αποδεχθεί. Επιπλέον, αυτές οι δύο προτάσεις είτε εμφανίζονται στον ανθρώπινο νου ως αντίθετες είτε οι λόγοι αποδοχής της μιας ή της άλλης είναι ισοδύναμοι. Στην καθημερινή ζωή πολλές φορές αμφιβάλλουμε και απέχουμε από τη διατύπωση μιας κρίσης, χωρίς να είμαστε υποχρεωμένοι να αιτιολογήσουμε τη στάση μας αυτή. Στην φιλοσοφική σκέψη άμως η έννοια της αμφιβολίας παίρνει μια διαφορετική διάσταση. Εδώ η αμφιβολία πρέπει να είναι λογική και να αιτιολογείται η ύπαρξή της, αλλά και η έκτασή της. Κατ' αυτόν τον τρόπο η αμφιβολία αποτέλεσε αφετηριακό σημείο του "φιλοσοφείν" αλλά και σημαντική μέθοδο προς αναζήτηση της βεβαιότητας. Η ανθρώπινη σκέψη τις περισσότερες φορές κυμαίνεται μεταξύ άρνησης και κατάφασης. Χαρακτηριστικό της αμφιβολίας είναι η "ισοσθένεια των λόγων" για την αποδοχή της μιας ή της άλλης πρότασης, αλλά και οι συνθήκες: κάτι που είναι εύλογο να αμφισβητηθεί υπό ο- ρισμένες συνθήκες, υπό άλλες αυτό φαίνεται να είναι αδύνατον. Οι φιλόσοφοι δεν ασχολήθηκαν μόνο με την αμφιβολία ως μεθοδολογικό εργαλείο, αλλά μέσω αυτής τις περισσότερες φορές προσπάθησαν να βρούν και να καθορίσουν αυτά που υπό όλες τις συνθήκες είναι αναμφίβολο, που αποτελεί ύψιστη και αδιαμφισβήτητη βεβαιότητα από την οποία θα μπορούσαν να προκύψουν άλλες, μικρότερες βεβαιότητες για τον άνθρωπο και τον κόσμο. Ετσι, τουλάχιστον σ' 70

71 αμφιθυμία ένα θεωρητικό επίπεδο, η αμφιβολία, είτε ως καθολική απόρριψη ή "εποχή" είτε ως μεθοδολογικό όπλο, αποτέλεσε πρωταρχή και έναυσμα της ανθρώπινης γνώσης. Οι περιπέτειες του "αμφιβάλλειν" στην ιστορία του ανθρώπινου πνεύματος μας δίνουν μια α- νάγλυφη εικόνα της ιστορίας των φιλοσοφικών ρευμάτων μιας και κάθε στοχασμός περιέχει την αμφιβολία ως αφετηρία του, είτε συνειδητά είτε όχι. Αν και είναι δυνατόν να την ανιχνεύσει κανείς από τους προσωκρατικούς* στοχαστές (όπως στον Ηράκλειτο*) μέχρι και τους Σοφιστές* (Γοργία*, Πρωταγόρα*), μπορούμε να πούμε ότι για πρώτη φορά συνειδητοποιείται και προβάλλεται ως κύριο μεθοδολογικό εργαλείο στον Σκεπτικισμό*. Ο αρχαίος Σκεπτικισμός είτε υπό τη μορφή του ακαδημαϊκού, είτε υπ' αυτή του πυρρώνειου, ξεκινά από την αμφιβολία για τα δεδομένα του εξωτερικού κόσμου και των αισθήσεων, για να υποστηρίξει την αδυναμία του ανθρώπου να γνωρίσει οτιδήποτε με βεβαιότητα, την ανυπαρξία ασφαλούς κριτηρίου για την αλήθεια, και επομένως να προτείνει την "αταραξία"*. Η αμφιβολία για τη δυνατότητα της γνώσης χρησιμοποιείται από τους αρχαίους σκεπτικιστές ως μέσο για να αποδειχτεί η αναγκαιότητα της ψυχικής ηρεμίας για την απόκτηση της ευδαιμονίας, αλλά και ως αυτοσκοπός πολλές φορές. Η ολοκληρωτική αμφιβολία των αρχαίων Σκεπτικών και η αποχή από την υποστήριξη ο- ποιασδήποτε θέσης θα λάβει στα νεότερα χρόνια νέα μορφή, θα χρησιμοποιηθεί η αμφιβολία άλλες φορές ως κύριο όπλο για να κατοχυρωθεί η θρησκευτική γνώση, άλλες για να καταστεί αδιαμφισβήτητη η βεβαιότητα της συνείδησης ή, τέλος, για να αποδειχθεί οριστικά η δυνατότητα της γνώσης. Ο Montaigne* θα προσπαθήσει να κατοχυρώσει τη βεβαιότητα της θρησκευτικής γνώσης πάνω στην πίστη με κύριο μέσον την αμφιβολία σχετικά με την ισχύ των ορθολογικών επιχειρημάτων που α- φορούν στα θρησκευτικά ζητήματα. Ο ιερός Αυγουστίνος* βρίσκει στην αμφιβολία το μέσον από το οποίο προκύπτει η βεβαιότητα της συνείδησης για τον εαυτό της. Αυτή η αρχή της εσωτερικής αυτογνωσίας, που αποτελεί αφετηριακό σημείο της φιλοσοφίας, προκύπτει κατά κύριο λόγο από την αμφιβολία. Η διατύπωση της πρότασης "si fallor, sum" τον ο- δηγεί όχι μόνο στο "καθώς αμφιβάλλω, ξέρω ότι εγώ που αμφιβάλλω υπάρχω", αλλά και στην επέκταση του ενεργήματος της αμφιβολίας, έτσι ώστε αυτή να περικλείει όλες τις καταστάσεις της συνείδησης (νόηση, κρίση, μνήμη, γνώση, βούληση). Για τον Αυγουστίνο όποιος αμφιβάλλει κατέχει αναγκαστικά την α- λήθεια γιατί μόνο εξαιτίας αυτής αμφιβάλλει. Με την αμφιβολία, κατά παρόμοιο τρόπο, κατοχυρώνει και ο Descartes* τόσο τη βεβαιότητα για την ύπαρξη όσο και τη δυνατότητα της γνώσης. Η βασική του αρχή "de omnibus dubitandum", η αρχή της καθολικής αμφιβολίας, τον οδηγεί από τη μια πλευρά στην ανεύρεση της μόνης αδιαμφισβήτητης γενικά πρότασης "cogito ergo sum", και κατ' επέκταση λειτουργεί ως προς τη δυνατότητα της γνώσης διττά: μας απελευθερώνει από προλήψεις και δεισιδαιμονίες, αλλά και λειτουργεί ως το μόνο βέβαιο κριτήριο για να διακρίνουμε το ορθό από το εσφαλμένο, κι έτσι προλειαίνει το έδαφος για την αληθινή γνώση. Μπορούμε να δούμε λοιπόν ότι η αμφιβολία άλλες φορές χρησιμοποιήθηκε από τους φιλοσόφους ως κύριο αποδεικτικό μέσο για την α- δυναμία υιοθέτησης όποιασδήποτε θέσης και άλλες φορές ως έχουσα στη βάση της το αίτημα της απόλυτης βεβαιότητας της γνώσης, της συνείδησης ή της πίστης. Επίσης, όπως εύστοχα παρατηρεί ο D. Hume*, άλλες φορές υιοθετείται ως δεδομένη και πριν από την εξερεύνηση των νοητικών λειτουργιών, ενώ άλλες φορές προκύπτει ή προβάλλει ως αποτέλεσμα της εξερεύνησης αυτής. Σε κάθε περίπτωση αποτέλεσε βασική έννοια και μέσον του "φιλοσοφείν", που στη χρήση του αντικαθρεφτίζονται τα φιλοσοφικά προβλήματα και οι ανάγκες κάθε εποχής. Βιβλιογρ.: W. Windelband, Εγχειρίδιο ιστορίας της φιλοσοφίας, τόμος Β'.- R. Popkin. Scepticism, The Encyclopaedia ol Philosophy', Macmillan and the (ree Press t. 7.- R. Popkin, The history of Scepticism.- H. Franklurt, Doubt, "The Encydopaidia of Philosophy", o.rt., T. 2. Αθαν. Κοκολόγος αμφιθυμία. Η ταυτόχρονη εκδήλωση αντίθετων συναισθημάτων προς κάποιο πρόσωπο, σκοπό, σχέση ή φαινόμενο. Τον όρο εισήγαγε πρώτος ο Ελβετός ψυχολόγος Μπλόυερ, ο ο- ποίος διέκρινε τρεις μορφές αμφιθυμίας: τη βουλητική, τη συναισθηματική και τη νοητική αμφιθυμία. Σήμερα ο όρος αμφιθυμία χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό αντιφατικών συναισθηματικών καταστάσεων εξαιτίας τόσο της πολυπλοκότητας της ανθρώπινης προσωπικότητας, της σφαίρας των κινήτρων και των αναγκών της, όσο και της κοινωνικής πραγμα- 71

72 ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο τικότητος, η οποία περιβάλλει το άτομο από φαινόμενα και καταστάσεις που μπορεί να έλκουν και να απωθούν ταυτόχρονα. Ευάγγ. Μανουράς ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο (γερμ. Aufsteigen vom Abstrakten zum Konkreten). Βασική επιστημονική μέθοδος, τρόπος α- πεικόνισης της εσωτερικής νομοτέλειας, της ουσίας του αντικειμένου ως οργανικού όλου, σε συνδυασμό με την ενότητα λογικής και ιστορικής εξέτασης. Αποτελεί τον «μηχανισμό» διαλεκτικής διεύρυνσης, εμβάθυνσης και συστηματοποίησης της έρευνας, αλλά και έκθεσης των α- νεπτυγμένων αποτελεσμάτων της τελευταίας. Το Κεφάλαιο' του Κ. Μαρξ* είναι κλασικό υπόδειγμα διερεύνησης ενός αντικειμένου (των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής) ως οργανικού όλου, όπου η ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο παρουσιάζεται στην πλέον ανεπτυγμένη μορφή της. Εδώ αίρεται διαλεκτικά το κεκτημένο της προμαρξικής κλασικής οικονομικής σκέψης (το οποίο παρέμενε προσκολλημένο στην εξωιστορική αφαίρεση του μεμονωμένου ατόμου - Ροβινσώνα, φορέα της ιδιωτικής ιδιοκτησίας), αλλά και το κεκτημένο της μεγαλειώδους χεγκελιανής Επιστήμης της Λογικής (η οποία αντιλαμβανόταν το οργανικό όλο ως αρχέγονο, αποκλειστικά πνευματικό προϊόν, αποκομμένο από την υλική πραγματικότητα). Στη διαδικασία της γνώσης η νόηση κινείται αρχικά από τη χαώδη αντίληψη περί του όντως υπάρχοντος όλου, δηλαδή από το συγκεκριμένο, όπως αυτό είναι δεδομένο στη ζωντανή ε- ποπτεία, προς όλο και απλούστερους προσδιορισμούς, μέχρι τελικά να διακριθεί η "απλούστερη πλευρά" (σχέση) του όλου (π.χ. το ε- μπόρευμα στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία). Πρόκειται για μιαν αντιφατική διαδικασία κατά την οποία υπερτερεί μεν η ανάλυση του αντικειμένου ως αμέσως δεδομένου, όμως στην ε- νότητά της με κάποιες συνθετικές εικασίες περί της ουσίας. Η διάκριση της απλούστερης σχέσης (τυχόν παραπέρα διαμελισμός της ο- δηγεί πλέον έξω από τα πλαίσια του δεδομένου αντικειμένου, έξω από την ιδιαιτερότητά του) είναι "το αποτέλεσμα της κίνησης της νόησης από τη χαώδη αντίληψη περί του όλου, από το αισθητηριακό συγκεκριμένο προς το α- φηρημένο", το οποίο γίνεται το αφετηριακό σημείο του επόμενου σταδίου της γνωστικής διαδικασίας, της ανάβασης από το αφηρημένο στο νοητά συγκεκριμένο. Στο στάδιο αυτό της γνώσης η νόηση δεν περιορίζεται πλέον στον εντοπισμό της συνάφειας ως απλής συνύπαρξης διαμελισμένων πλευρών του αντικειμένου (ως αλληλουχία ή ως εξωτερική συνάφεια των πλευρών), αλλά αντανακλά κατ' εξοχήν συνθετικά την εσωτερική συνάφεια, την εσωτερική ενότητα των πλευρών, έτσι ώστε η κάθε πλευρά να προβάλλει ουσιωδώς προσδιορισμένη α- κριβώς λόγω της συνάφειάς της με τις άλλες πλευρές του οργανικού όλου. Κατά την ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο η διαφορά παρίσταται μέσω της ενότητας, ενώ η ε- νότητα συνίσταται στην εσωτερική συνάφεια του διαφορετικού, δηλαδή η σύνθεση πραγματοποιείται μέσω της ανάλυσης, ενώ η ανάλυση μέσω της σύνθεσης. Η όλη διαδικασία της βαθμιαίας άρσης της απροσδιοριστίας του γνωστικού αντικειμένου έχει ως αποτέλεσμα το "νοητά συγκεκριμένο", το οποίο αποτελεί ενότητα (κατά κύριο λόγο εσωτερική) διαφόρων πολλαπλών προσδιορισμών του αντικειμένου, το σύνολο των νόμων* και νομοτελειών* που διέπουν το οργανικό όλο. Η απόσπαση της πρώτης κίνησης (από το αισθητηριακό συγκεκριμένο στο αφηρημένο, της ανάλυσης κ.λπ.) από το επόμενο στάδιο της γνώσης και η απολυτοποίησή της οδηγεί σε μιαν άτακτη, χαώδη συσσώρευση γνώσεων, στην άρνηση της ουσίας (των εσωτερικών και αόρατων στην επιφάνεια συναφειών), που χαρακτηρίζει τον εμπειρισμό* και τον θετικισμό* αλλά και τους αγοραίους οικονομολόγους. Η απόσπαση και άπολυτοποίηση της ανάβασης από το αφηρημένο στο νοητά συγκεκριμένο (της σύνθεσης κ.λπ.) αποκόβει την πορεία της σκέψης από την αντιπαραβολή της με τα αισθητηριακά δεδομένα (με τη ζωντανή εποπτεία, με τα γεγονότα κ.λπ.) και οδηγεί σε μια χεγκελιανού τύπου ιδεαλιστική αντίληψη, που θεωρεί τη νόηση ως αποκλειστικά αυτογεννώμενη διαδικασία. Για τη γόνιμη χρησιμοποίηση της εν λόγω μεθόδου είναι απαραίτητο: 1) να υφίσταται ως οργανικό όλο επαρκώς ώριμο και ανεπτυγμένο το γνωστικό αντικείμενο - 2) να έχει προηγηθεί η κίνηση της γνώσης από το αισθητηριακά συγκεκριμένο στο αφηρημένο (στην επιστήμη αλλά και στο άτομο - ερευνητή)' 3) και τα δύο στάδια της γνώσης να λαμβάνονται στην ενότητά τους, έτσι ώστε να διακρίνεται σε ποια βαθμίδα της γνώσης θα υπερτερεί η μεν είτε η δε πορεία. 72

73 ανάγκες Ο «μηχανισμός» της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο αποτελείται από τις εξής εννοιολογικές, κατηγοριακές ομάδες: της επιφάνειας (του "είναι"), της ουσίας, του φαινομένου και της πραγματικότητας. Η μεθοδολογία της εν λόγω ανάβασης έχει συμβάλει ήδη στη θεμελιώδη ανάπτυξη της θεωρίας της ιστορίας της ανθρωπότητας ως ολότητας, χαράζοντας την πορεία ανάπτυξης, διαλεκτικής «άρσης» του επιστημονικού κεκτημένου της κοινωνικής θεωρίας του μαρξισμού*. Η ευρετική σημασία της διαφαίνεται και σε σχέση με τα επικείμενα συνθετικά εγχειρήματα στο πεδίο των βιολογικών επιστημών αλλά, μακροπρόθεσμα, και σε όλο το φάσμα των κοινωνικών και φυσικών επιστημών. Δ. Πατέλης αναγκαιότητα, φυσική. Είναι το ουσιώδες γνώρισμα της αιτιώδους σχέσης στη φύση" κάθε φαινόμενο ως αίτιο παράγει "αναγκαία" το αιτιατό του (το αποτέλεσμα) και κάθε φαινόμενο, ως αιτιατό, προϋποθέτει "αναγκαία" το αίτιό του. Η "αναγκαιότητα" βασιλεύει στη φύση. Συχνά αντιδιαστέλλεται προς το "τυχαίο", το μη προβλέψιμο (βλ. και λ. τύχη). Επίσης α- ντιδιαστέλλεται προς την ελευθερία*. Φ. Κ. Βώρος ανάγκες ή ανάγκη. Δυναμική πλευρά της αλληλεπίδρασης του ανθρώπου (οργανισμού, προσωπικότητας, κοινωνικής ομάδας, συνολικά της κοινωνίας) με τους αντικειμενικούς (φυσικούς και τεχνητούς, όρους ύπαρξης και ανάπτυξής του, η οποία εκφράζει την εξάρτηση του ανθρώπου από το αντικειμενικό περιεχόμενο αυτών των όρων και τον απαραίτητο (αναγκαίο) χαρακτήρα τους. Η ανάγκη ψυχολογικά βιώνεται ως δοκιμασία λόγω της έλλειψης (στέρησης) του αντικειμένου της, γεγονός που ωθεί το υποκείμενο σε ενεργό στάση και σε πρακτική μετασχηματιστική δραστηριότητα. Η άμεση κατανάλωση ως ικανοποίηση των βιολογικών αναγκών του ανθρώπου συνιστά την απλούστερη σχέση της ανθρώπινης κοινωνίας. Στην πορεία της ανθρωποκοινωνιογένεσης α- ναπτύχθηκε η αλληλεπίδραση του ανθρώπου με το περιβάλλον του (αναπτύχθηκε η σχέση του ανθρώπου με τη φύση, τα μέσα επενέργειας στη φύση, τα υλικά, τα αντικείμενα, αλλά και ο ίδιος ο άνθρωπος), με αποτέλεσμα να α- ναπτύσσονται και οι ανάγκες. Η ανάπτυξη των αναγκών του ανθρώπου δεν πραγματοποιείται εξελικτικά-γραμμικά, αλλά μέσω μιάς "διαδικασίας διαμεσολάβησης ποιοτικής, ποσοτικής και ουσιώδους αναβάθμισής τους": από τις βιολογικές (διατροφή, ένδυση, υπόδηση, γενετήσιααναπαραγωγική κ.λπ.) μέχρι την ανάγκη για εργασία (που σταδιακά υπερτερεί της ανάγκης για αποφυγή της εργασίας), για δημιουργία (επιστημονική, αισθητική κ.λπ.), αλλά και για ο- λόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας του κάθε ατόμου και της ανθρωπότητας στο σύνολό της. Μέσα από την ανάπτυξη του πολιτισμού οι ανθρώπινες ανάγκες βαθμιαία υπερβαίνουν τη ζωώδη (ενστικτώδη, αμέσως εξαρτημένη από το δεδομένο φυσικό περιβάλλον και τον μεταβολισμό κ.λπ.) μορφή τους και συγκροτούν ένα ιεραρχημένο όλο, το οποίο σε τελική ανάλυση εδράζεται στον "τρόπο παραγωγής"*. Οι βιολογικές ανάγκες διατηρούνται στον άνθρωπο σε ανηρμένη, μετασχηματισμένη μορφή (βλ. λ. άρση), διαμεσολαβημένες από την κοινωνική ανάπτυξη. Η ανάπτυξη των αναγκών του ανθρώπου ξεκινά ιστορικά από ανάγκες που η ικανοποίησή τους εξαρτάται αμέσως από την αυτενέργεια της φύσης (του περιβάλλοντος και του ανθρώπινου οργανισμού) και περνά βαθμιαία σε ανάγκες, η ικανοποίηση των οποίων πραγματοποιείται μέσω της εργαλειακής (αρπακτικής, ληστρικής κ.λπ.) εκμετάλλευσης της φύσης αλλά και του μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας. Στην περίπτωση που θα αποφευχθεί η αυτοκαταστροφή (με πόλεμο, οικολογική καταστροφή ή με χρόνιο εκφυλισμό), η ικανοποίηση των νέων αναγκών θα πραγματοποιείται από τη συνειδητά ενοποιημένη ανθρωπότητα μέσω της "αυτενέργειας", της εγνωσμένης, σχεδιοποιημένης και αρμονικά αναπτυσσόμενης αλληλεπίδρασης ανθρώπου-φύσης. Οι συνειδητοποιημένες ανάγκες προβάλλουν ως συμφέροντα, τα οποία, όσο η κοινωνική α- νάπτυξη πραγματοποιείται μέσω της διάκρισης, της αντίθεσης, της αντίφασης μεταξύ α- τόμων, ομάδων, τάξεων κ.λπ. και κοινωνικού όλου, οδηγούν σε στάσεις ζωής, στοχοθεσίες και συμπεριφορές αλληλοσυγκρουόμενες, αλληλοαποκλειόμενες είτε και ανταγωνιστικές. Οι ανάγκες αποτελούν προϋπόθεση και προϊόν όχι μόνο της εργασίας για την παραγωγή υλικών αγαθών, υπηρεσιών κ.λπ., αλλά και της εργασίας για την παραγωγή (συστηματοποίηση, διάδοση κ.λπ.) γνώσεων. Η ικανοποίηση κάποιας ανάγκης του ανθρώπου συνιστά μια 73

74 ανάγκη διαδικασία αφομοίωσης ορισμένης μορφής δραστηριότητας, αλλά και συμβολή στην παραπέρα ανάπτυξη αυτής της δραστηριότητας. Η εξέταση των αναγκών ως αποκλειστικά ατομικών ιδιοτήτων φυσικής υφής χαρακτηρίζει σημαντικό μέρος της κλασικής αστικής σκέψης και του διαφωτισμού* (ροβινσωνάδα, ατομισμός κ.λπ.). Η αντιδιαστολή της σφαίρας των αναγκών, των ιδιωτικών συμφερόντων, με τα γενικά εκφράζεται στην αντίθεση "κοινωνίας των ιδιωτών" και "πολιτείας" (Χέγκελ* κ.ά.). Στη συνέχεια αποκαλύπτεται ο ρόλος της εργασίας και του συστήματος: παραγωγή-διανομή-ανταλλαγή-κατανάλωση στην ιστορική πορεία των αναγκών (Κ. Μαρξ*, Φ. Ένγκελς* κ.ά.). Η ψυχανάλυση επιχειρεί την αποκάλυψη του ασυνείδητου μηχανισμού των αναγκών, των κινήτρων και της συμπεριφοράς ανάγοντάς τον στη γενετήσια ορμή (Φρόυντ*, νεοφροϋδισμός*). Η περιγραφή της ανάγκης ως λειτουργικού χαρακτηριστικού της δράσης των φυσιολογικών μηχανισμών, ως διαμεσολαβητικού μηχανισμού της σχέσης οργανισμού-κινήτρου, ως μηχανισμού "ετοιμότητας" κ.λπ. απασχολεί τον συμπεριφορισμό*. Ο νεοσυμπεριφορισμός επιχειρεί μια περιγραφή της συμπεριφοράς και των αναγκών με όρους αγοραπωλησίας (J. K.Homans*, P. Μ. Blau). Η πολιτισμική-ιστορική σχολή της ψυχολογίας εξετάζει τη συσχέτιση αναγκών-κινήτρων-δραστηριότητας στη διαδικασία κοινωνικοποίησης της προσωπικότητας (Λ. Βιγκότσκι*, Α. Λεόντιεφ*, κ.ά.). Η κριτική σχολή επέκρινε τον καταναλωτισμό και τις επίπλαστες ανάγκες (Μαρκούζε*). Ο Λακάν* συσχέτισε τις ανάγκες με τις έννοιες του αιτήματος και της επιθυμίας. Οι ανάγκες εξετάζοντα 1 από τη βιολογία, την ηθολογία, την οικονομολογία, την κοινωνιολογία, την ψυχολογία και τη φιλοσοφία (βλ. και λ. κίνητρα, συμφέροντα κοινωνικά, συνείδηση και νόηση). Βιβλιογρ.: G. Lukacs, Prolegomena Zur Ontologie des gesellschattlichen Seins. Luchtemand, Lewin K., Vorsati, Wille und Bedurinis, Berlin του Ιδιου, A dynamic theory ot personality, Ν. Y. - London Mc Dougall W., The energies ot men. Ν. Y Skinner B. F., The behavior ot organisms, Ν. Y., Πιαζέ Ζαν, Προβλήματα γενετικής ψυχολογίας, Υποδομή. Αθ., Κ. Μαρξ-Φ. Ηνγκελς, Η γερμανική ιδεολογία, Gutenberg, τόμ. 1-2, Αθ Β. Α. Βαζιούλιν. Η διαλεκτική του ιστορικού προτσές και η μεθοδολογία της έ- ρευνύς του, Σ. Ε., Αθήνα Α. Heller, Η θεωρία των αναγκών στον Μαρξ. Εξάντας, Αθ., Δ. Πατέλης ανάγκη, θεμελιώδης αρχή της φιλοσοφίας, η οποία από τον Αριστοτέλη* ορίζεται ως "το μη ενδεχόμενον άλλως έχειν", ό,τι δηλαδή δεν είναι δυνατόν να είναι ή να νοηθεί διαφορετικά. Με την έννοια αυτή η ανάγκη εκφράζει τη νομοτελειακή σχέση των φαινομένων της φύσης και της κοινωνίας. Συνδέεται δηλαδή με τις έννοιες αιτίας - αποτελέσματος* (αιτιοκρατία). Η αναγκαιότητα της παραγωγής του αποτελέσματος από το αίτιο, που είναι ανεξάρτητη από την ανθρώπινη βούληση, δεν αποκλείει την αντικειμενική ύπαρξη του τυχαίου. Το τελευταίο, κατά την υλιστική αντίληψη, οφείλεται στην περιπλοκή των δυνάμεων (Μπύχνερ*). Κριτική της φιλοσοφικής αυτής αρχής άσκησαν μεταξύ άλλων ο Αγγλος φιλόσοφος Χιούμ*, ο οποίος τοποθέτησε στη θέση αυτής την αρχή της απλής διαδοχής των φαινομένων, και ο Γάλλος φιλόσοφος Μπουτρού*, ο ο- ποίος υποστήριξε ότι και οι φυσικοί άκόμα νόμοι δεν έχουν αναγκαία, αλλά ενδεχόμενη εφαρμογή. Επίσης, στους αρχαίους Έλληνες, "ανάγκη δαιμόνων", "αι εκ θεών ανάγκαι" είναι η μοίρα, το πεπρωμένο, και συχνά προσωποποιείται στους ποιητές και ανάγεται σε ενδοκόσμια δύναμη με αδήριτη ισχύ φυσικού νόμου: "ανάγκα δ' ουδέ θεοί μάχονται". Οι παρεμφερείς δυνάμεις / έννοιες "Αίσα" και "Μοίρα" αναφέρονται στο ειδικότερο ατομικό πεπρωμένο. Απ. Τζ. αναγωγή, φαινομενολογική (λατ. reductio). Αναφέρεται στις διαδικασίες εξηγητικής απλοποίησης ενός αντικειμένου, ενός φαινομένου κ.λπ., και αποτελεί όρο που σημαίνει τη μετάβαση σε πρώτες αρχές, πρώτα στοιχεία ή πρώτες καταστάσεις. Στο επίπεδο της κατό Χούσσερλ* φαινομενολογικής προσέγγισης, η αναγωγή αναφέρεται στη μεθοδολογική αρχή απόρριψης κάθε εξωτερικού εμπειρικού στοιχείου κατά την έρευνα των πραγμάτων. Η φαινομενολογική αναγωγή οδηγεί στην έρευνα των πραγμάτων με στοιχεία που προσιδιάζουν στην καθαρή συνείδηση. Αυτά έχει ως αποτέλεσμα την αποβολή όλων των ξένων προς την καθαρή συνείδηση στοιχείων και την αποδοχή στο πραξιακό επίπεδο των εγγενών της ενεργημάτων. Μέσα από αυτή τη διαδικασία της κάθαρσης συντελείται ένα είδος επιστροφής, με την έννοια ότι τα ήδη αποκλεισθέντα, ως ε- ξωτερικά προς τη συνείδηση, ερευνώνται, όχι τα ίδια με την έννοια του εμπειρικού τους εν- 74

75 αναίρεση δύματος, αλλά χα (δια με την έννοια της καθαρής τους ουσίας. Διον. Αναπολιτάνος σναγωγισμός (reductionism, από το λστιν. reductio = επαναγωγή, αποκατάσταση, αναγωγή, υπαγωγή). Μεθοδολογική αρχή η οποία απολυτοποιεί τον γόνιμο μέχρι ενός ορίου ρόλο της αναγωγής*, θεωρώντας εφικτή και αναγκαία την πλήρη αναγωγή ανώτερων (συνθετότερων, περιπλοκότερων κ.λπ.) φαινομένων σε κατώτερα (απλούστερα, θεμελιώδη κ.λπ.). Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι οι ανώτερες μορφές συγκρότησης και ανάπτυξης της αντικειμενικής πραγμσπκότητας ανακύπτουν από κατώτερες και τις διατηρούν σε "ανηρμένη" (υποταγμένη, μετασχηματισμένη κ.λπ.) μορφή (βλ. άρση), είναι μη α- ναγώγιμες σε αυτές. Ο αναγωγισμός βασίζεται σε μια μηχανιστικού χαρακτήρα (βλ. μηχανικισμός) γραμμική ιεράρχηση των επιπέδων της πραγματικότητας, στην οποία οι ποιοτικές και ουσιώδεις διαφορές (βλ. ποιότητα, ουσία) υποβαθμίζονται είτε αγνοούνται παντελώς και ανάγονται σε ποσοτικές και μορφικές (δομικές κ.λπ.). Ο αναγωγισμός εκδηλώνεται π.χ. στην ε- ξέταση του ψυχισμού ως αποκλειστικού αποτελέσματος της φυσιολογίας, πληροφοριακών διαδικασιών κ.λπ., στη βιολογικοποίηση της κοινωνικής ζωής, στον οικονομισμό, στην τεχνική αιτιοκρατία κ.λπ. Διαδεδομένη μορφή αναγωγισμού είναι η θετικιστική τάση "απαλλαγής της φιλοσοφίας από τη μεταφυσική" μέσω της αναγωγής της γνώσης σε προτάσεις-κρίσεις περί των αισθημάτων, των πειραματικών δεδομένων, των μετρήσεων (φαινομεναλισμός, φυσικαλισμός) είτε σε λογική-γλωσσολογική ανάλυση της επιστημονικής γνώσης (νεοθετικισμός*). Στη φαινομενολογία* του Χούσσερλ* ο υπερβατολογικός αναγωγισμός αποσκοπεί στην κάθαρση της σκέψης από τα ανθρωπολογικά, ψυχολογικά, εμπειρικά και χωροχρονικά γνωρίσματα της γνώσης για την αποκάλυψη της καθαρής αποβλεππκότητας (Intentionalitat) της ενόρασης των ουσιών. Προϊόν γόνιμης και δημιουργικής αναγωγής είναι οι τυποποιήσεις, οι εξιδανικεύσεις, οι τεχνητες τυποποιημένες γλώσσες, η κυβερνητική*, η γενική θεωρία των συστημάτων (Bertalanfly), οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, η συνεργετική κ.λπ. παρά τις συχνά υπέρμετρες α- ξιώσεις των θεμελιωτών και οπαδών τους αναφορικά με την εμβέλεια και το πεδίο εφαρμοσιμότητάς τους. Δ. Πατέλης ανάδραση. Με τον όρο σημαίνεται η κυκλική συσχέτιση δύο χρονικά (και ίσως αιτιακά) ε- πάλληλων γεγονότων (συμβάντων) ή ομάδων γεγονότων (συμβάντων). Έτσι αν το συμβάν τύπου Β είναι το αποτέλεσμα και το συμβάν τύπου Α το αίτιο, με τον όρο "ανάδραση" εννοούμε τον εκ των υστέρων επηρεασμό και την πιθανή τροποποίηση του Α από την εμφάνιση του Β, με την έννοια ότι το μελλοντικό Α δεν θα είναι Α, αλλά Α". Τα χαρακτηριστικά της α- νάδρασης διαθέτουν συστήματα που συναντά κανείς στην έμβια φύση, στην κοινωνία, στην ι- στορία και στα προϊόντα της τεχνολογίας. Στην ανάδραση διακρίνουμε τη θετική ανάδραση, όπου τα αποτελέσματά της την ενισχύουν, και την αρνητική ανάδρασή τους, όπου τα αποτελέσματά της την εξασθενούν. Σε διαδικασίες όπου υπάρχει ανάδραση είναι δυνατόν να έχουμε σταθεροποίηση αν οι θετικές ή αρνητικές μεταβολές και αλληλοεπιδράσεις τείνουν προς ένα πεπερασμένο όριο. Η ανάδραση σε πολύπλοκα συστήματα δεν είναι, πολλές φορές, δυνατόν να περιγραφεί. Παρά ταύτα η μελέτη της είναι απαραίτητη για τη γνωσιακή προσπέλαση των εμφανιζόμενων διαδικασιών στην εμπειρική πραγματικότητα. Αναδρασιακά συστήματα με βασικό χαρακτηριστικό τους τη μετάδοση και συνακόλουθη τροποποίηση της πληροφορίας λέγονται "πληροφοριακά". Διον. Αναπολιτάνος αναθεωρητισμός, βλ. ρεβιζιονισμός. αναίρεση (ανασκευή). Λογική πράξη της απόδειξης, της θεμελίωσης του ψεύδους ή του ε- σφαλμένου προβαλλόμενων ισχυρισμών (κρίσεων, απόψεων, προτάσεων, αποδείξεων ή θεωριών). Μπορεί να επιτευχθεί μέσω της επίκλησης γεγονότος μη συμβατού με την ορθότητα ορισμένης κρίσης (βλ. γεγονός, πείραμα). Η αναίρεση της απόδειξης επιτυγχάνεται μέσω: 1) της αναίρεσης του συμπεράσματος της απόδειξης αποδεικνύοντας το ψεύδος του ή το αληθές αντίθετης προς αυτό πρότασης 2) της αναίρεσης των προκείμενων (των επιχειρημάτων) της απόδειξης- 3) της αναίρεσης του τρόπου, της μορφής της απόδειξης, καθιστώντας σαφές ότι το συμπέρασμα δεν συνάγεται λογικά από τις προκείμενες προτάσεις. Οι περιπτώσεις 2 και 3 ανασκευάζουν τη δεδομένη απόδειξη αφήνοντας ανοικτό το ζήτημα της δυνατότητας ορθής απόδειξης του εν λόγω συμπεράσματος (βλ. επίσης λ. απόδειξη). Βιβλιογρ.: Lakatos I.. Μεθοδολογία των προγραμμάτων 75

76 αναιτιοκρατία επιστημονικής έρευνας. Σύγχρονα θέματα, θεσ/κη, Αριστοτέλη, Περί ερμηνείας, Αναλυτικά πρότερα, Αναλυτικά ύστερα, Περί σοφιστικών ελέγχων. Ε. Παπανούτσου, Λογική, Δωδώνη. Δ. Πατέλης αναιτιοκρατία, βλ. ιντετερμινισμός. ανακύκληση. Φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία το σύμπαν, η ζωή, τα φαινόμενα ακολουθούν μιαν ομοιόμορφη κυκλική πορεία, ε- πανερχόμενα αενάως στο σημείο από το οποίο έγινε η εκκίνησή τους. Επομένως η αιωνιότητα είναι ένας κύκλος, μια ατελεύτητη επιστροφή, ενώ τα γεγονότα και τα πράγματα φθείρονται και αναδημιουργούνται συνεχώς και τα πρόσωπα ξαναγεννιούνται ομοιόμορφα, ύστερα από μεγάλες χρονικές περιόδους, όπως έγινε άπειρες φορές στο παρελθόν και θα ξαναγίνεται αιώνια στο μέλλον. Ταυτόσημος είναι ο όρος "παλιγγενεσία" των Πυθαγορείων*, δηλαδή η επιστροφή στη ζωή μετά τον θάνατο, η α- ναγέννηση, η παλινόρθωση, η γένεση για δεύτερη φορά, αλλά σαφώς διάφορος από τον όρο εξέλιξη και το περιεχόμενό της. Η ιδέα της ανακύκλησης εμφανίζεται στις θρησκευτικές δοξασίες και τη μυθολογία διαφόρων λαών, και ως αφετηρία έχει την παρατήρηση της περιοδικότητας ορισμένων φυσικών φαινομένων, όπως είναι η αέναη αλληλοδιαδοχή του ημερονυκτίου, ίων εποχών του έτους κ.λπ. Την ανακύκληση λ.χ. συμβολίζει η παράσταση του αιγυπτιακού πτηνού φοίνικα, που ξαναγεννιέται από τη στάχτη του. Από τους αρχαίους φιλοσόφους την ιδέα αυτή την συναντούμε στους Αναξιμένη*, Αναξίμανδρο*, Διογένη τον Απολλωνιάτη*, Πυθαγόρα*, Εμπεδοκλή*, Στωικούς* κ.ά. Οι Πυθαγόρειοι λ.χ. έλεγαν ότι τα πρόσωπα που τώρα βλέπουμε μπροστά μας θα εμφανιστούν και στο μέλλον και οι πράξεις τους θα επαναληφθούν πανομοιότυπα. Και οι Στωικοί ότι τα πάντα ξεκίνησαν από το "πυρ" και ότι το σύστημα του κόσμου, ύστερα από την πάροδο κάποιας περιόδου της αιωνιότητας, θα καταστραφεί με μια παγκόσμια πυρκαγιά και έπειτα θα ανοικοδομηθεί πάλι, κατά την ίδια διαδικασία, όμοιο προς το προηγούμενο σύστημα, και θα ακολουθήσει την ίδια πορεία. Αλλά και η χριστιανική πίστη περί αναστάσεως νεκρών και περί αιώνιας ζωής, που θα επακολουθήσει, αποτελεί επίσης επιβεβαίωση της ανακύκλησης, την οποία με παραστατικότητα περιγράφουν οι χριστιανοί συγγραφείς και ιδίως ο Ωριγένης*. Κατά τους νεότερους χρόνους την επιστροφή των πάντων την υποστήριξαν από διάφορες σκοπιές πολλοί φιλόσοφοι, όπως οι Βίκο*, Χέρντερ*, Γουσταύος Λεμπόν*, Νίτσε* κ.ά. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Βίκο, ο οποίος κατά τον 17ο αι. μετέφερε την αρχή της ανακύκλησης στην έρευνα της φιλοσοφίας της ιστορίας και δίδασκε ότι η ιστορία αποτελεί μια σειρά τέλειων κύκλων, οι οποίοι διαδέχονται ο ένας τον άλλο, μια ανακύκληση ομοιόμορφων γεγονότων που επαναλαμβάνονται αιώνια. Βιβλιογρ.: Μποννέ Κ. ( ), Φιλοσοφική παλιγγενεσία. Μπαλλάνς Π. ( ), Δοκίμια κοινωνικής παλιγγενεσίας. Νίτσε Φρ., Χαρούμενη Επιστήμη (1882). Απ. Τζαφερόπουλος αναλογία. Στα μαθηματικά ο όρος αναλογία μεταξύ δύο μεγεθών σημαίνει την ανάλογη μεταβολή τους, δηλαδή αν το πρώτο μέγεθος από Α μεταβάλλεται σε Α' και το δεύτερο από Β σε Β', τότε ο λόγος (το πηλίκον) του Α προς το Α' είναι ίσος προς τον λόγο (το πηλίκον) του Β προς το Β'. Στην περίπτωση αυτή τα μεγέθη αυτά ονομάζονται "ανάλογα". Ο όρος αναλογία, χρησιμοποιούμενος γενικά και όχι στα αυστηρά πλαίσια μιας μαθηματικοποιημένης επιστημονικής γλώσσας, σημαίνει ομοιότητα α- ντικειμένων, ιδεών, συλλήψεων, φαινομένων, διαδικασιών κ.λπ. Στα πλαίσια της σκέψης, η α- ναλογική σκέψη, η οποία μεταφέρει δομές από μια περιοχή αντικειμένων, ιδεών κ.λπ. σε μία άλλη με παρεμφερή χαρακτηριστικά, μπορεί να είναι γόνιμη, αλλά είναι και γεμάτη κινδύνους. Το να συμπερασματολογεί κανείς κατ' α- ναλογίαν σημαίνει υιοθέτηση χαρακτηριστικών με αληθοφανή υφή, στηριγμένη στη μη προσεγμένη μεταφορά δομικών στοιχείων μιας περιοχής που μόνον χονδρικά εμφανίζονται ως ανάλογα προς τα δομικά στοιχεία της δεύτερης. Παρά ταύτα, η κατ' αναλογίαν μεταφορά στοιχείων μιας περιοχής σε άλλη μπορεί να είναι γόνιμη σε δύο περιπτώσεις: πρώτον, αν οι δύο περιοχές είναι ισόμορφες ή ομοιόμορφες και, δεύτερον, αν, παρά το ότι οι δύο περιοχές δεν είναι ισόμορφες ή ομοιόμορφες, τα κατ" αναλογίαν μεταφερόμενα μπορούν να α- ποτελέσουν πηγή για τη διατύπωση επιστημονικών υποθέσεων ή επαγωγικών κρίσεων. Διον. Αναπολιτάνος αναλογία του όντος, αναλογία του Είναι (λατ. Analogia Entis). Αρχή του καθολικού σχολαστι- 76

77 "Αναλυτικά" κισμοιι* κατά την οποία ύλη και μορφή πρέπει πάντοτε να βρίσκονται σε αναλογία η μία με την άλλη. Η αναλογία δηλώνει πάντοτε τον συγκεκριμένο τρόπο με τον οποίο συνδέεται η ύλη με τη μορφή. Κατά τον Αριστοτέλη* "ουσία ή τε ύλη και το είδος και τα εκ των τοιούτων" (Μετά τα φυσ α 2). Δηλαδή η συνάντηση ύλης και μορφής, η συγκεκριμένη σύνθεση αυτών των δύο χαρακτηρίζει την κυρίως ουσία. Προκειμένου λοιπόν να οριστεί η ουσία, πρέπει να τονιστεί η ενεργός σύνθεση των δύο στοιχείων που την συναποτελούν. Αρα το Είναι, κατά τον Αριστοτέλη, συνίσταται στην ενέργεια μορφής και ύλης, που βρίσκονται σε μιαν αναλογία μεταξύ τους. Απ. Τζ. ανάλυση. Ο όρος σημαίνει την πρακτική ή νοητική διαδικασία του διαχωρισμού και της συλλογής όλων των συστατικών του αναλυόμενου αντικειμένου, φαινομένου, διαδικασίας κ.λπ. Στα συστατικά αυτά περιλαμβάνονται τα μέρη του αντικειμένου, τα στοιχεία του αντικειμένου, οι ιδιότητες των μερών ή των στοιχείων του αντικειμένου και οι σχέσεις μεταξύ των μερών ή των στοιχείων ή των μερών και των στοιχείων του. Η ανάλυση αποτελεί μέθοδο μετάβασης από το ειδικό στο λιγότερο ειδικό ή στο γενικότερο, ιδιαίτερα όταν αυτή αφορά στη μελέτη ιδιοτήτων ή σχέσεων που εδρεύουν στο αντικείμενο ανάλυσης ή που συγκροτούν το αντικείμενο αυτό. Η αντίστροφη διαδικασία της ανάλυσης είναι αυτή της σύνθεσης, της συγκρότησης δηλαδή του αντικειμένου από την απλή συλλογή όλων των συστατικών του. Οι διαδικασίες της ανάλυσης και της σύνθεσης αποτελούν οργανικό συστατικό κάθε ε- πιστημονικής έρευνας. Η ανάλυση αποτελεί μεθοδολογικό εργαλείο κάθε επιστήμης. Επίσης αποτελεί αντικείμενο μελέτης της ψυχολογίας, της θεωρίας της γνώσης, της φιλοσοφικής λογικής και της μεθοδολογίας της ε- πιστήμης. Η αναλυτική διαδικασία, ως νοητική διαδικασία, αν και κάνει την εμφάνισή της αρχικά στο επίπεδο της αισθητηριακής αντίληψης, εν τούτοις έχει ως κύρια περιοχή δράσης της την αφηρημένη σκέψη. Στα πλαίσια αυτά μπορούμε να διακρίνουμε συγκεκριμένες μορφές ανάλυσης. Στην πρώτη κατηγορία τοποθετείται το είδος της ανάλυσης που επιχειρείται σε συγκεκριμένο αντικείμενο, ως αντιπροσωπευτικό όμως μιας κλάσης αντικειμένων. Συμπεράσματα μιας τέτοιας ανάλυσης συνήθως γενικεύονται και χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό της ενιαίας δομής των αντικειμένων της κλάσης. Στη δεύτερη κατηγορία τοποθετείται το είδος της ανάλυσης που οδηγεί στην αλλαγή αντικειμένου σπουδής με την έννοια της απομόνωσης και μελέτης ιδιοτήτων και σχέσεων ανεξάρτητα από το αρχικά αναλυόμενο αντικείμενο. Στην τρίτη κατηγορία α- νήκει η ανάλυση ως διαίρεση συνόλων (κλάσεων) αντικειμένων σε υποσύνολα. Στην τέταρτη κατηγορία ανήκει η εννοιολογική ανάλυση, η οποία μπορεί να οδηγήσει στην ανακάλυψη πρώτων αρχών και αξιωμάτων. Στην πέμπτη κατηγορία ανήκει η γλωσσική ανάλυση, η οποία βοηθά στην απομόνωση τυπικών χαρακτηριστικών των φυσικών γλωσσών, τα οποία είναι βασικά στη λογική δομή τους, και στην α- νασύνθεση και δημιουργία τυπικών γλωσσών, στα πλαίσια των οποίων είναι δυνατόν να επιχειρηθεί η αυστηρή διατύπωση και μελέτη επιμέρους χαρακτηριστικών συγκεκριμένων επιστημονικών περιοχών. Τέλος, ο όρος "ανάλυση" μαζί με τον όρο "σύνθεση" χρησιμοποιούνται στην Ευκλείδεια γεωμετρία και σημαίνουν διαδικασίες επεξεργασίας γεωμετρικών προβλημάτων με ανάλογο νόημα προς αυτό που δόθηκε παραπάνω. Διον. Αναπολιτάνος "Αναλυτικά" του Αριστοτέλη. Έργο του Σταγιρίτη φιλοσόφου, που αποτελείται από δύο βιβλία: τα Αναλυτικά Πρότερα και τα Αναλυτικά Ύστερα. Μαζί με τις Κατηγορίες?, το Περί Ερμηνείαςτα Τοπικά" και τους Σοφιστικούς Ελέγχους' συναποτελούν το λεγόμενο Όργανον"*, δηλαδή τα λογικά συγγράμματα του Αριστοτέλη, τα οποία από την εποχή του Κικέρωνα* και μετά θεωρήθηκε ότι συγκροτούν την αριστοτελική λογική και αποτελούν το όργανο της ορθής διανόησης και της επιστήμης. Στα Αναλυτικά Πρότερα εξετάζονται οι παντός είδους συλλογισμοί και οι κανόνες που διέπουν την τυπική ορθότητα των συλλογισμών, ανεξάρτητα από την αλήθεια ή μη των προτάσεων που τις απαρτίζουν. Στα Αναλυτικά Υστερα εξετάζεται ο συλλογισμός από την άποψη της ουσιαστικής ορθότητας, ως μέσο για την εύρεση της αλήθειας και τη συγκρότηση της επιστήμης επίσης διατυπώνονται γενικότερες κρίσεις για το πώς συγκροτείται η γνώση, για τον ρόλο των αισθήσεων και του νου - το τελευταίο μάλιστα κεφάλαιο αποτελεί 77

78 αναλυτικές και συνθετικές κρίσεις ένα είδος "εξομολόγησης" των επιστημολογικών "πιστεύω" του Αριστοτέλη. Τόσο τα Αναλυτικά Πρότερα όσο και τα Αναλυτικά Υστερα χωρίζονται σε δύο μέρη: Α και Β. (Βλ. λ. Αριστοτέλης). Γραμμ. Αλατζόγλου - θέμελη αναλυτικές και συνθετικές κρίσεις. Οι όροι είναι καντιανής προέλευσης και σημαίνουν τη διαίρεση των κρίσεων (ισχυρισμών, προτάσεων) σε δύο κατηγορίες. Οι κατηγορίες αυτές εμφανίζονται ενωρίτερα στα έργα του Λάιμ- Γτνιτς*, ο οποίος χρησιμοποιεί αντί του όρου "συνθετικός" τον όρο "ενδεχομενικός" και αντί του όρου "κρίση" τον όρο "αλήθεια". Επίσης, για τις αναλυτικές αλήθειες χρησιμοποιούσε την φράση "αλήθειες του λόγου" και για τις συνθετικές τη φράση "αλήθειες του γεγονότος". Σύμφωνα με τον Λάιμπνιτς οι αναλυτικές αλήθειες είναι εκείνες στις οποίες καταλήγει κανείς μετά από πεπερασμένη πνάλυσή τους. Οι ενδεχομενικές αλήθειες είναι εκείνες για την εύρεση της αλήθειας των οποίων απαιτούνται άπειρα, ως προς το πλήθος τους, βήματα. Σύμφωνα με έναν δεύτερο ορισμό του Λάιμπνιτς, αναλυτικές αλήθειες είναι εκείνες που εκφράζονται με προτάσεις αληθείς σε κάθε δυνατό κόσμο, ενώ οι ενδεχομενικές με προτάσεις οι οποίες είναι αληθείς σε κάποιους δυνατούς κόσμους και ψευδείς σε κάποιους άλλους. Η έννοια της ανάλυσης στον Λάιμπνιτς πολλές φορές ταυτίζεται με την έννοια της απόδειξης*. Ο Χιούμ* υιοθετούσε κατά έναν τρόπο την παραπάνω διάκριση όταν διεχώριζε τη "σχέση των ιδεών" από τα "γεγονότα". Στο έργο του Καντ* η διάκριση αυτή έλαβε την καθαρότερή της διατύπωση και καθιερώθηκε ο όρος "αναλυτικές και συνθετικές κρίσεις". Κοντά στη διάκριση αυτή ο Καντ εισήγαγε και αυτήν των "a priori" και "a posteriori" κρίσεων. Σύμφωνα και με αυτή τη νέα διάκριση, οι αναλυτικές κρίσεις είναι a priori, ενώ οι συνθετικές μπορεί να είναι ή a priori ή a posteriori. Οι λογικές αλήθειες, όπως αυτή που εκφράζεται με την αρχή του αποκλεισμού του τρίτου, είναι a priori αναλυτικές κρίσεις, ενώ οι συνήθεις μαθηματικές αλήθειες, όπως αυτή σύμφωνα με την οποία το άθροισμα των γωνιών ενός τριγώνου είναι ίσο με δύο ορθές γωνίες, είναι a priori συνθετικές κρίσεις και, τέλος, οι καθαρά εμπειρικές αλήθειες, όπως αυτή που εκφράζεται με τη φράση "ο αναπτήρας μου είναι μαύρος", είναι a posteriori συνθετικές κρίσεις. Οι λογικοί θετικιστές* ταυτίζουν τις συνθετικές α- λήθειες με τις εμπειρικές "προτάσεις της παρατήρησης", ενώ τις αναλυτικές με τις λογικά έγκυρες προτάσεις, δηλαδή αυτές που είναι αφ" ενός αληθείς, ανεξάρτητα από τον κόσμο της εμπειρίας ή της νόησης, και, αφ' ετέρου, κενές πληροφοριακού περιεχομένου για τον κόσμο. Στα πλαίσια της σύγχρονης λογικής, η διάκριση μεταξύ αναλυτικότητας και συνθετικότητας διατηρείται. Οι αναλυτικές αλήθειες εκφράζονται από τους λογικά έγκυρους τύπους, οι οποίοι δεν έχουν μαθηματικό πληροφοριακό περιεχόμενο, ενώ οι συνθετικές αλήθειες από τους μη λογικά έγκυρους τύπους, οι οποίοι έχουν και στους οποίους συμπεριλαμβάνονται τα προσιδιάζοντα σε μια θεωρία α- ξιώματα*. Διον. Αναπολιτάνος αναλυτική. Η σημασία του όρου, όπως καθιερώθηκε από τον Αριστοτέλη', συνδέεται με τη μελέτη των στοιχειωδών αρχών βάσει των ο- ποίων ο συλλογισμός αποκτά αποδεικτικό χαρακτήρα. Στα Τοπικά" και στα Αναλυτικά ύστερα* διαχωρίζονται η λογική (ή η διαλεκτική με την πλατωνική της σημασία) από την αναλυτική. Η πρώτη χρησιμοποιείται για τη μελέτη και ανάλυση της δομής του λόγου. Στα πλαίσιά της η δεύτερη αναφέρεται σε συλλογισμούς με αυστηρό αποδεικτικό χαρακτήρα. Μια σοβαρή αλλαγή της χρήσης του όρου συντελείται στον Καντ*. Εκεί, η αναλυτική είναι το μέρος της υπερβατικής φιλοσοφίας του που σχετίζεται με τον λόγο, δηλαδή με τις αρχές της λογικής ως γνώσης. Διον. Αναπολιτάνος αναλυτική φιλοσοφία. Οι φιλόσοφοι όλων των αιώνων επιδίωξαν να συνθέσουν φιλοσοφικά συστήματα με τομείς Αισθητικής, Ηθικής, Γνωσιολογίας, Μεταφυσικής ή επιχείρησαν να αναλύσουν σημαντικές φιλοσοφικές έννοιες. Η Αναλυτική φιλοσοφία, που εμφανίστηκε κυρίως στις αγγλοσαξονικές χώρες στον αιώνα μας, παραμερίζει συνειδητά τα άλλα φιλοσοφικά προβλήματα, ιδιαίτερα τα μεταφυσικά, και δεν διστάζει να τα χαρακτηρίζει ψευδοπροβλήματα ή και ανοησίες (nonsensical). Οι εκφραστές της Αναλυτικής φιλοσοφίας υποστηρίζουν ότι το κύριο έργο της φιλοσοφίας είναι η ανάλυση και κατανόηση της γλώσσας. Ρητά ή όχι, φαίνονται να έχουν αφετηρία την καντιανή διάκριση των προτάσεων σε "συνθετι- 78

79 Αναξαγόρας κές" και "αναλυτικές" αναλυτική είναι η πρόταση εκείνη που το κατηγόρημά της προκύπτει από τη λογική ανάλυση του υποκειμένου. Λογουχάρη, η πρόταση: "το σώμα έχει έκταση" είναι απλή ανάλυση της έννοιας σώμα (που σημαίνει αντικείμενο που κατέχει χώρο, έχει διαστάσεις). Στοχαστές όπως οι G. Ε. Moore*, Β. Russell*, Α. J. Ayer* ασχολήθηκαν πολύ με την ανάλυση της γλώσσας και προώθησαν τη "φιλοσοφία της γλώσσας"* και τη "θεωρία της Γνώσης"* (Γνωσιολογία). Ενδεικτικό των τάσεων της Αναλυτικής φιλοσοφίας είναι το θεματολόγιο ενός βιβλίου (του John Hospers) που έχει τον τίτλο: An Introduction to Philosophical Analysis' τα περιεχόμενά του είναι: Σημασία των λέξεων. Ορισμός, Κενολογία (vagueness, προτάσεις χωρίς περιεχόμενο), Σημασία της πρότασης, Έννοια της γνώσης, οι Έννοιες, Η Αλήθεια, Πηγές της γνώσης, Τι είναι η γνώση, Η αλήθεια της αναλυτικής πρότασης, Η αναγκαία (λογική) αλήθεια, Η εμπειρική γνώση, Η έννοια της αιτίας, της αιτιοκρατίας, της Ελευθερίας, Αναγκαιότητα (στη φύση) και Ελευθερία (στην ανθοώπινη συνείδηση) κ.λπ. Αν είναι επιτρεπτή μια κρίση ιστορική, μπορεί κανείς να σημειώσει ότι η Αναλυτική φιλοσοφία εκφράζει την αγγλική πολιτική και διπλωματία, όπως η αρχαία Σοφιστική* εξέφραζε την κλασική Αθήνα. Σημαντική επίδραση για τη διαμόρφωση της Αναλυτικής φιλοσοφίας άσκησε το έργο του Ludwig Wittgenstein*, Tractatus Logico- philosophicus. ΐ αυτόν οφείλονται οι αποφθεγματικές διατυπώσεις: "ο κόσμος είναι τα όρια της γλώσσας μου" και "η σημασία μιας λέξης βρίσκεται στη χρήση της". Πρόκειται για δυναμική αλλά εξωτερική προσέγγιση στη φιλοσοφία. Φ. Κ. Βώρος ανάμνηση (πλατωνική θεωρία). Η πλατωνική θεωρία της ανάμνησης προϋποθέτει τη θεωρία των ιδεών και τη θεωρία περί ψυχής του μεγάλου φιλοσόφου. Σύμφωνα με την τελευταία, ή ψυχή του ανθρώπου έζησε σ" έναν άλλο κόσμο, πριν ενσωματωθεί και γεννηθεί στη δική μας κατάσταση ύπαρξης. Σ" εκείνον τον άλλο κόσμο, η ψυχή "είδε τις ιδέες", τις οποίες και θυμάται ("αναμιμνήσκεται" - "ανάμνησις") κατά τη διάρκεια της γήινης ζωής της με α- φορμή τα πράγματα του κόσμου τούτου. Οι ιδέες είναι τα αιώνια και αναλλοίωτα "πρότυπα" των φθαρτών, υλικών πραγμάτων, ενώ τα φθαρτά πράγματα αποτελούν τα "έκτυπα" των ιδεών. Μ" αυτή την έννοια, η γνώση για τον Πλάτωνα είναι ανάμνηση. Σε πολλούς διαλόγους του αναφέρεται στην ανάμνηση, στον Μένωνα', στον Φαίδωνα* και αλλού. Όμως χαρακτηριστικότερο είναι ένα χωρίο του Φαιδρού' (249 ε): "Κάθε ανθρώπινη ψυχή έχει δει τις ιδέες, αλλιώς δεν θα έμπαινε σε ανθρώπινο σώμα - όμως δεν είναι εύκολο για την κάθε ψυχή να θυμάται τις ιδέες με αφορμή τα παρόντα". Μόνο λίγες ψυχές, και κυρίως η ψυχή του φιλοσόφου, που κατορθώνει να πάρει απόσταση από τα υλικά πράγματα και να σκεφθεί μόνη της, "καθ" εαυτήν", μόνο αυτή κατορθώνει να φθάσει στην πραγματική γνώση. Με τις μυθικές και ποιητικές του αυτές διατυπώσεις, ο Πλάτων θέλει να δείξει το a priori της γνώσης, όπως είπαν οι νεότεροι φιλόσοφοι, και να τονίσει ότι η εμπειρία είναι μόνο αφορμή για την πραγματική - νοητική γνώση. Επίσης, τονίζοντας ότι όλες οι ψυχές έχουν δει τις ιδέες, αλλά λίγες τις θυμούνται στην εδώ ζωή τους, θέλει να δείξει ότι "δυνάμει" όλοι οι άνθρωποι μπορούν να συμμετέχουν στη γνώση, αλλά λίγοι είναι εκείνοι που στην πράξη κατορθώνουν να πραγματοποιήσουν τις δυνατότητες που έχουν από τη φύση τους. (Βλ. λ. Πλάτω\ή. Γοαμμ. Αλατζόγλου - θέμελη Αναξαγόρας (περ π.χ.). Προσωκρατικός* φιλόσοφος, ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της όψιμης φυσικής φιλοσοφίας της Ιωνίας, εισηγητής της έννοιας του Νου ως κοσμολογικής αρχής. Γιός του Ηγησιβούλου ή Ευβούλου, ο Αναξαγόρας γεννήθηκε στις Κλαζομενές, κοντά στη Σμύρνη. Μεταγενέστεροι συγγραφείς ανέφεραν ότι ήταν γόνος αρχοντικής και πλούσιας οικογένειας και ότι τη μεγάλη περιουσία του την άφησε στους συγγενείς του, για να μπορέσει απερίσπαστα να επιδοθεί στη φιλοσοφία. Πέρασε τα πιο ώριμα χρόνια του, σχεδόν τριάντα (περίπου π.χ.), στην Αθήνα της χρυσής εποχής, πριν από τον Πελοποννησιακό πόλεμο, και του ανήκει η τιμή ότι μεταφύτεψε τη φιλοσοφία από την Ιωνία στην Αττική. Στην Αθήνα διαμόρφωσε τη διδασκαλία του, δίδαξε και είχε μαθητές τον Περικλή, τον Ευριπίδη και τον Αρχέλαο* τον Αθηναίο, δάσκαλο του Σωκράτη*. Στο τέλος κατηγορήθηκε για αθεΐα. Σε εποχή που οι πολλοί πίστευαν ακόμα ότι τα ουράνια σώματα είναι θεοί, θεωρίες όπως αυτή του Αναξαγόρα για τον ήλιο, ότι είναι πυρα- 79

80 Αναξαγόρας κτωμένο πέτρωμα, ήταν επόμενο να στοιχειοθετούν την κατηγορία της αθεγας. Ωστόσο, όπως ακριβώς συνέβη αργότερα και στις περιπτώσεις του Σωκράτη* και του Αριστοτέλη*, η ποινική δίωξη είχε ελατήρια πολιτικά, και συγκεκριμένα κινήθηκε από τους αντιπάλους του Περικλή, που προστάτευε τον δάσκαλο και φίλο του. Εξόριστος από την Αθήνα, ο Αναξαγόρας μετέφερε τη σχολή του στη Λάμψακο, στη νότια ακτή του Ελλησπόντου, όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Αργότερα τον τιμούσαν και στη Λάμψακο και στην ιδιαίτερη πατρίδα του, στις Κλαζομενές, όπου του έστηναν αγάλματα και είχαν τη μορφή του πάνω σε νομίσματα' και από την πλατωνική Απολογία Σωκράτους ξέρομε ότι πολλά χρόνια μετά τον θάνατο του Αναξαγόρα τα βιβλία του. πουλιόνταν ελεύθερα και μέσα στην Αθήνα. Αφετηρία της φιλοσοφίας του Αναξαγόρα ήταν η απορία του πάνω στη θρέψη: Δεν του φαινόταν ευεξήγητο το φαινόμενο του ότι με την τροφή που εισάγουμε στο σώμα διαμορφώνονται πράγματα που πριν δεν υπήρχαν, δηλαδή σάρκα από μη σάρκα, οστά από μη οστά, τρίχες από μη τρίχες κ.λπ. Ότι βέβαια από το τίποτα δεν μπορεί να γίνει τίποτα, αυτό ήταν αξίωμα ήδη πριν από τη γένεση της φιλοσοφίας" και πάνω σ' αυτή τη βάση οι πρόδρομοι του Αναξαγόρα, οι παλαιότεροι Ιωνες φιλόσοφοι, υποστήριζαν την αφθαρσία της ύλης και εξηγούσαν τη γένεση των σωμάτων από τις αλλοιώσεις της (από την πύκνωση και την αραίωση του αέρα ο Αναξιμένης*, από τις μεταμορφώσεις της φωτιάς ο Ηράκλειτος*). Για τον Αναξαγόρα αυτή η εξήγηση δεν ήταν πλέον επαρκής, αφού στη συνέχεια ο Παρμενίδης* είχε δείξει ότι το ον δεν μεταβάλλεται γιατί δεν κινείται, και δεν κινείται γιατί δεν έχει χώρο έξω από τον εαυτό του - με άλλα λόγια, ο Παρμενίδης είχε δείξει ότι όχι μόνο από το τίποτα δεν μπορεί να γίνει τίποτα αλλά και, αντίστροφα, από το ον δεν μπορεί να γίνει μη ον. Με αυτά τα δεδομένα και με τις σύγχρονες του Αναξαγόρα θεωρίες, του Ζήνωνα* του Ελεάτη για την "εις άπειρον τομήν", προέκταση του αξιώματος ότι το ον σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να γίνει μη ον, και του Εμπεδοκλή* για τη σύνθεση των σωμάτων από τέσσερα, καθαυτά αναλλοίωτα, στοιχεία της ύλης (νερό, γη, αέρα, φωτιά) σε ποικίλους συνδυασμούς, ο Αναξαγόρας ανατρέχει στον οικείο του χώρο της πρώιμης Ιωνικής φυσικής, στον Αναξίμανδρο*, που είχε θέσει κοσμολογική αρχή το "άπειρον" ως αδιαμόρφωτη μάζα, και φτάνει στο συμπέρασμα ότι η ύλη απαρτίζεται από μόρια κάθε είδους, μορφής, σχήματος, μεγέθους και αριθμού, ότι σε κάθε φυσικό σώμα υπάρχουν μόρια κάθε είδους ("εν παντί παντός μοίρα ένεση", απόσπ. 11) και ότι κάθε σώμα χαρακτηρίζεται μόνο από την επικρατούσα μέσα σ' αυτό ομάδα από ομοειδή μόρια. Σύμφωνα με αυτά και με πάγια ήδη προσωκρατική αντίληψη, για τον Αναξαγόρα το ποσό της ύλης παραμένει σταθερό (απόσπ. 5) και ό,τι λέμε γένεση και φθορά δεν είναι παρά πρόσμιξη των μορίων της ύλης σε διαφορετικούς συνδυασμούς και σε διαφορετικές αναλογίες κάθε φορά (απόσπ. 17). Όταν ο Αναξαγόρας ανταποκρίθηκε στην απορία για τη σύσταση της ύλης, χρειάστηκε να ε- ξηγήσει και τη γένεση στις διαδικασίες της, κυρίως όμως την κινητήρια και μορφοπλαστική δύναμη του κόσμου. Αυτό το πρόβλημα δεν υ- πήρχε στους παλαιότερους Ιωνες φιλοσόφους,.γιατί εκείνοι εννοούσαν την ύλη όχι απλώς άφθαρτη αλλά και "αείζωον", με επακόλουθο την αυτοκίνηση, πράγμα που σημαίνει ότι ως τότε την ύλη και την ενέργεια τις εννοούσαν ως πράγματα σύμφυτα και σε αδιάσπαστη ενότητα. Όταν όμως με την ελεατική ο- ντολογία φάνηκε ότι η αφθαρσία και το αμετάβλητο της ουσίας ήταν συνάρτηση της ακινησίας της, η αιτία της κίνησης μέσα στον φυοικό κόσμο έπρεπε να εξηγηθεί πάνω σε άλλη βάση. Σύγχρονος του Αναξαγόρα ο Εμπεδοκλής, προσδιορισμένος από βαθιά ριζωμένες δαιμονοκρατικές αντιλήψεις, επινόησε την κίνηση να επιβάλλεται απ" έξω πάνω στα στοιχεία με δύο δυνάμεις, τη "Φιλότητα" και το "Νείκος", που γι' αυτόν ενεργούσαν σαν έλξη και απώθηση κατά τη σύνθεση και αποσύνθεση των σωμάτων. Ο Αναξαγόρας σκέφτηκε με τρόπο ανάλογο και, έχοντας προηγουμένως την έννοια του Ξενοφάνη* για τον θεό, που "νόου φρενί πάντα κραδαίνει", την "γνώμην" του Ηράκλειτου, "οτέη εκυβέρνησε πάντα διά πάντων", και την "ιερήν φρήνα" του Εμπεδοκλή, υπέθεσε ως αίτιο για την κίνηση τον Νου, που γγ αυτόν ήταν ουσία εντελώς ξεχωριστή από τα συστατικά της ύλης, που είναι "ομού πάντα": Ό Νους όμως είναι άπειρο και αυτοδύναμο και δεν σμίγει με κανένα από τα πράγματα, αλλά είναι μόνος αυτός με τον εαυτό του... Είναι δηλαδή το λεπτότερο από όλα το πράγματα και το καθαρότερο, και έχει κάθε γνώση για κάθε πράγμα και δύναμη στον μέγιστο 80

81 Ανάξαρχος ο Αβδηρίτης βαθμό... Ο Νους όλος είναι ομοιόμορφος και ο μεγαλύτερος και ο μικρότερος..." (απόσπ. 12). Σύμφωνα με αυτή την κοσμολογική αρχή του Αναξαγόρα, "και όσα βέβαια έχουν ψυχή, και τα μεγαλύτερα και τα μικρότερα, σε όλα ο νους επικρατεί. Και στην περιστροφή του σύμπαντος ο νους επικρότησε, ώστε να περιστρέφεται από την αρχή. Και πρώτα από κάποιο μικρό σημείο άρχισε να περιστρέφεται, και όλο περισσότερο περιστρέφεται, και θα περιστρέφεται όλο και περισσότερο. Και αυτά που σμίγουν και εκκρίνονται και ξεχωρίζουν όλα τα αναγνωρίζει ο νους. Και ποιας λογής έ- μελλε να είναι και ποιας λογής ήταν, όσα τώρα δεν είναι, και όσα τώρα είναι, και ποιας λογής θα είναι, όλα τα έβαλε σε τάξη ο νους, και την περιστροφή αυτή, που τώρα περιστρέφονται και τα άστρα και ο ήλιος και η σελήνη και ο αέρας και ο αιθέρας που ξεχωρίζουν. Και η περιστροφή αυτή έκανε να ξεχωρίζουν. Και ξεχωρίζει από το αραιό το πυκνό και από το ψυχρό το θερμό και από το σκοτεινό το λαμπρό και από το υγρό το ξηρό" (απόσπ. 12). Έτσι, κατά τη γένεση του κόσμου, τα βαριά υλικά μαζεύτηκαν στο κέντρο και σχημάτισαν τη Γη, ενώ τα ελαφρά τραβήχτηκαν προς την περιφέρεια και αποτέλεσαν τα ουράνια σώματα, που είναι διάπυρα. Με αυτές τις διεργασίες διαμορφώνονται όχι μόνο ο κόσμος ο δικός μας αλλά και άλλοι: "Αφού λοιπόν αυτά τα πράγματα έτσι έχουν, πρέπει να ξέρομε ότι υ- πάρχουν πολλά και από κάθε είδος μέσα σε όλα όσα σμίγουν και σπέρματα από όλα τα πράγματα και ότι έχουν μορφές κάθε είδους και χρώματα και γεύσεις. Και ότι διαμορφώθηκαν και οι άνθρωποι και τα άλλα ζώα όσα έχουν ψυχή. Και ότι από τους ανθρώπους είναι και πόλεις κατοικημένες και έργα κατασκευασμένα, όπως και σ' εμάς, και ότι υπάρχει και σ' αυτούς και ήλιος και σελήνη και τα άλλα, όπως και α' εμάς, και ότι η γη και σ' αυτούς φύει πολλά και κάθε είδους... Αυτά λοιπόν τα έχω πει για το ξεχώρισμα, γιατί δεν θα μπορούσε μόνο ο' εμάς να ξεχωρίσουν αλλά και αλλού" (απόσπ. 4). 0 Αναξαγόρας, όπως έκαναν και οι άλλοι Προσωκρατικοί φιλόσοφοι, βοηθώντας τον λαό να ελευθερωθεί από τον φόβο και τις δεισιδαιμονίες, συμπλήρωνε τη φυσική θεωρία του με λεπτομερειακές εξηγήσεις πάνω σε αστρονομικά, μετεωρολογικά και γεωλογικά φαινόμενα, που για την Ελεατική φιλοσοφία ήταν βέβαια "βροτών δόξαι", χωρίς σημασία για το ον, γι' αυτόν όμως ήταν "όψις αδήλων" (απόσπ. 21α), δηλαδή φανέρωμα αφανών πραγμάτων. Ετσι ο Αναξαγόρας δίδασκε "τον ήλιον μύδρον είναι διάπυρον και μείζω της Πελοποννήσου", θέση που ενισχύθηκε στον καιρό του από πτώση μεγάλου μετεωρίτη στους Αιγός ποταμούς το 467 π.χ. Ακόμα δίδασκε ότι η ζωή γεννήθηκε μέσα στο νερό και ότι οι αισθήσεις είναι "μετά λύπης", γιατί λειτουργούν με την προσβολή από αντίθετα στοιχεία, ενώ η επαφή με όμοια στοιχεία έχει αποτέλεσμα την απάθεια. Ο Αναξαγόρας, με τη θεωρία του για την ύλη και τον νου, ανανέωσε την παλαιότερη Ιωνική φυσική φιλοσοφία, ιδιαίτερα τη διδασκαλία του Αναξίμανδρου για το "άπειρον" ως αδιαμόρφωτη μάζα, από όπου εκκρίνονται σε σπερματική μορφή ("γόνιμον") τα στοιχεία της ύλης, και επηρέασε στη διαμόρφωση τους, θετικά και αρνητικά, τόσο την Ατομική φιλοσοφία όσο και τα πνευματοκρατικά συστήματα του Σωκράτη*, του Πλάτωνα* και του Αριστοτέλη*. Από τον ευρύτερο πνευματικό χώρο επιδράσεις της διδασκαλίας του Αναξαγόρα έχουν διαπιστωθεί και στις τραγωδίες του Ευριπίδη, που ήταν μαθητής του φιλοσόφου. Βιβλιογρ.: Anassagora, di D. Lanza. Firenze, Anaxagore de Qazom6ne, par J. Zafiropulo, Paris. 194Θ. - The Fragments ol Anaxagoras. Edited with an Introduction and Commentary by D. Sider, Meisenheim, Hain, 1981, 147 p.(beitrage zur Klassischen Philologie 118).- F. Cleve, The philosophy ol Anaxagoras, The Hague, Nijhoff. 1975, 166 p.- D.J. Furley, Anaxagoras in Response to Parmenides, Canadian Journal ol Philosophy, Suppl. 2 (1976) (- Essays in Ancient Greek Philosophy, edited by J.P. Anton & A. Preus, 2. Albany N.Y., State Univ. ol New York press ).- N.W. Konig, Anaxagoras on Differentiation and Change, Univ. of Washington Satle, 1980,302 p.- M. Scholield. An Essay on Anaxagoras, Cambridge Univ. Press. 1980,187 p. E.N. Ρούσσος Ανάξαρχος ο Αβδηρίτης (περ π.χ.). Οπαδός της Ατομικής φιλοσοφίας με σοφιστικές και "σκεπτικές" τάσεις. Δάσκαλος του Πύρρωνα* του Ηλείου, ακολούθησε μαζί του τον στρατό του Μ. Αλέξανδρου ως τις Ινδίες. Ως ο- παδός της Ατομικής φιλοσοφίας δίδασκε την απειρία των κόσμων μέσα στο σύμπαν και την ηθική του Δημόκριτου*, αντικαθιστώντας μόνο την αθαμβίη και την ευθυμίη με την απάθεια και την ευκολία. Σκοπό της αγωγής ο Ανάξαρχος θεωρούσε την ευδαιμονία, γι' αυτό και του α- πέδωσαν την επωνυμία του «Ευδαιμονικού». Ε. Ν. Ρούσσος ΦΑ, Α-6 81

82 Αναξίμανδρος Αναξίμανδρος (περ π.χ.). Προσωκρατικός* φιλόσοφος, ίσως ο αρχαιότερος συστηματικός νους της Ιωνικής φυσικής και ο- πωσδήποτε ο κορυφαίος εκπρόσωπος του Υλοζωισμού* της Μιλήτου. Ο Αναξίμανδρος, γιός του Πραξιάδη, γεννήθηκε και έδρασε στη Μίλητο, πόλη όπου γεννήθηκαν και έδρασαν επίσης και οι δυο άλλοι κύριοι εκπρόσωποι του Υλοζωισμού, ο Θαλής*, λίγο μεγαλύτερος στην ηλικία, δάσκαλος και φίλος του Αναξίμανδρου, και ο Αναξιμένης*, μια γενιά νεότερος και ίσως μαθητής του Αναξίμανδρου. Στην ιδιαίτερη πατρίδα του ο Αναξίμανδρος φαίνεται ότι δέχτηκε έντονα ε- ρεθίσματα για τη μελέτη του φυσικού κόσμου, όχι μόνο από τις θεωρίες του Θαλή αλλά και από άλλες, γνωστές εκεί, συγγενικές ιδέες και εφαρμογές, που προέρχονταν από τους Πέρσες, τους Βαβυλώνιους και τους Αιγύπτιους. Έτσι ανέπτυξε πλούσια ενδιαφέροντα, που τον ώθησαν να επιδοθεί τόσο στην καθαρή θεωρία του φυσικού κόσμου όσο και σε πρακτικές λύσεις και εφαρμογές πάνω σε προβλήματα σχετικά με τα μετεωρολογικά και τα ημερολογιακά φαινόμενα και να ανταποκριθεί έτσι πρωτοποριακά στην ανάγκη της εποχής του να ελευθερωθούν οι μάζες από τις κρατούσες δεισιδαιμονίες γύρω από τα φυσικά φαινόμενα και να οργανωθούν με ασφαλέστερους τρόπους οι καλλιέργειες και τα ταξίδια. Έτσι ο Αναξίμανδρος είναι ο πρώτος Έλληνας που έ- γραψε ολοκληρωμένο επιστημονικό σύγγραμμα Περί φύσεως, συνοδευμένο με χάρτες του ουρανού και της υδρογείου, πάνω σε πρότυπο βαβυλωνιακό, και με ενδείξεις για τις αποστάσεις ανάμεσα στα ουράνια σώματα, πάνω σε πρότυπο περσικό. Σχετική είναι και η σημασία της μαρτυρίας ότι ο Αναξίμανδρος επισκέφτηκε τη Σπάρτη και ότι εκεί κατασκεύασε ηλιακό ρολόι και πρόβλεψε μεγάλο τοπικό σεισμό. Στη γενική θεωρία του φυσικού κόσμου ο Αναξίμανδρος, με αφετηριακά δεδομένα τις θεογονικές, σχεδόν ταυτόσημες στην προεπιστημονική αντίληψη, παραστάσεις βασικά του Χάους και βοηθητικά της Νύχτας, του Αέρα και του Ωκεανού, καθώς επίσης και τη σχετική παράσταση του νερού από τη διδασκαλία του Θαλή, πέτυχε να κατανοήσει την προκοσμική κατάσταση του δομήσιμου υλικού του κόσμου και να συλλάβει την έννοια της άμορφης, της αδιαμόρφωτης μάζας ως αρχής του σύμπαντος. Αυτή την έννοια ο Αναξίμανδρος ίσως την ονόμασε ο ίδιος με τον όρο "άπειρον", που τον εισηγήθηκε στη φιλοσοφία, ουσιαστικοποιώντας το ουδέτερο του επιθέτου "άπειρος". Ο Αναξίμανδρος, σύμφωνα με τη μαρτυρία 15, θεώρησε τη μάζα του απείρου "αθάνατον" και "ανώλεθρον". Μεταβιβάζοντας αυτά τα γνωρίσματα από τα πρόσωπα των θεών στην κοσμολογική αρχή, ο Αναξίμανδρος πέτυχε να κατακτήσει, ως έννοια, την αφθαρσία της ύλης. Για τη γένεση του κόσμου ο Αναξίμανδρος, μαρτ. 10, δίδασκε ότι αυτή άρχισε από την α- διαμόρφωτη μάζα του "απείρου", όταν ξεχώρισε με έκκριση το "γόνιμον", δηλαδή το σπέρμα του θερμού και του ψυχρού, που κατά την εποχή πριν από τον Δημόκριτο* τα εννοούσαν γενικά ως ουσίες, όχι ως ποιότητες. Έτσι, με πυρήνα το ψυχρό, που αποτέλεσε τη μάζα της Γης, διαμορφώθηκε, "ως τω δένδρω φλοιόν", σφαίρα από τη μάζα του θερμού, που έσκασε, και τα κομμάτια της περικλείστηκαν μέσα σε μικρότερες σφαίρες και αποτέλεσαν τα ουράνια σώματα. Σύμφωνα με αυτή την υπόθεσή του, ο Αναξίμανδρος θεωρούσε τα ουράνια σώματα πύρινα, με σχήμα τροχού και περίβλημα μια αέρινη σφαίρα με στόμια, που κάνουν ορατό το πύρινο εσωτερικό τους και που όταν φράζουν γίνονται αιτία για τις εκλείψεις. Με βάση κάποιο περσικό πρότυπο ο Αναξίμανδρος πίστευε ότι από τη Γη πιο πολύ απέχει ο Ήλιος, πιο λίγο η Σελήνη και ακόμα πιο λίγο οι πλανήτες και οι απλανείς. Με μέτρο τη Γη, που κατά τον Αναξίμανδρο πλησιάζει το ελλειπτικό σχήμα, αφού νοείται σαν σπόνδυλος από κίονα, με ύψος το 1/3 του πλάτους της, ο Ηλιος έχει περιφέρεια 27 και η Σελήνη 18 φορές μεγαλύτερη από την περιφέρεια της Γης. Οι μαρτυρίες για τέτοιες μετρήσεις, μόλο που έρχονται σε αντίθεση με τις απόψεις που επικρατούσαν γενικά στην πρώιμη Ιωνική φυσική για τα ουράνια σώματα, δεν αποκλείεται να είναι αυθεντικές, γιατί οι αναφερόμενες μετρήσεις δίνουν τιμές με συντελεστή τον ιερό αριθμό 3, που ήταν πρότυπο για ημερολογιακές, λατρευτικές και κοινωνικές δομές ως την εποχή του Αναξίμανδρου. Για τη Γη ο Αναξίμανδρος δίδασκε ότι μένει μετέωρη, επειδή απέχει το ίδιο ακριβώς από όλα τα σημεία του σύμπαντος, ότι κάποτε ήταν σκεπασμένη ολόκληρη από το υγρό στοιχείο, ότι η θάλασσα είναι υπόλειμμα του αρχικού υγρού και ότι με τις εξατμίσεις μπορεί η Γη κάποτε να γίνει ολόκληρη στεριά. Από θερμοκρασιακές μεταπτώσεις πάνω στην επιφάνεια της Γης θα πρέπει κατά κάποιον τρόπο να αιτιολο- 82

83 Αναξιμένης γούσε ο Αναξίμανδρος και την εμφάνιση της ζωής, αφού, κατά τις μαρτυρίες 10, 11 και 30, δίδασκε ότι "τα ζώα γίνεσθαι εξ υγρού εξατμιζομένου υπό του ηλίου", ότι τα πρώτα ζώα είχαν γεννηθεί μέσα στο υγρό στοιχείο, ότι ήταν κλεισμένα μέσα σε "φλοιούς" αγκαθωτούς και ότι σε προχωρημένη ηλικία ξεραίνονταν, έσκαζε ο φλοιός τους και σε λίγο πέθαιναν. Οσο για την καταγωγή του ανθρώπου, ο Αναξίμανδρος φανερώνεται πρόδρομος του Δαρβίνου: ξεκινώντας από το ότι ο άνθρωπος είναι Ισως το μόνο ζώο που δεν έχει αυτάρκεια με τη γέννησή του αλλά χρειάζεται για πολύν καιρό τις μητρικές φροντίδες, ο Αναξίμανδρος σκέφτηκε ότι, αν ο άνθρωπος ήταν ανάμεσα στα πρώτα ζώα της γης, θα μπορούσε πολύ εύκολα να εξαφανιστεί' έτσι ο φιλόσοφος υπέθεσε ότι ο άνθρωπος θα πρέπει να βρίσκεται στο τέρμα κάποιας εξελικτικής πορείας και να έχει προέλθει "εξ αλλοειδών ζώων". Ας σημειωθεί ότι στην Ελλάδα, πριν από τον Αναξίμανδρο, σκέψη για καταγωγή του ανθρώπου από άλλα ζώα είχε διατυπωθεί, αλλά μόνο μυθικά. Η σημασία και η επίδραση του έργου του Αναξίμανδρου φάνηκε προσδιοριστική για τη διαμόρφωση ολόκληρης της προσωκρατικής σκέψης, όχι μόνο της φιλοσοφικής. Η αποθεοποίηση των φυσικών φαινομένων από τον Αναξίμανδρο ήταν τόσο ριζική, που ακόμα και επαναστατικοί επικριτές της κατεστημένης λατρείας, όπως ο Ξενοφάνης* και ο Ηράκλειτος*, δεν ετόλμησαν να την ακολουθήσουν σε όλα τα σημεία. Ειδικότερα, ο Αναξίμανδρος με τον χάρτη της υδρογείου έδωσε στον Φερεκύδη* την ιδέα του πέπλου της Χθονίης, που έχει επάνω του ζωγραφισμένες τις στεριές και τις θάλασσες. Με τις έννοιες του απείρου, του κύκλου, της σφαίρας και με τις επιδόσεις του στην αστρονομία γενικά ώθησε τους Πυθαγόρειους* και τους Ελεάτες* στην κοσμολογία και στην οντολογία. Με την έννοια της αδιαμόρφωτης μάζας του απείρου, από όπου ξεχωρίζονται με έκκριση οι φυσικές ουσίες, επηρέασε τον Αναξαγόρα στη θεωρία του για την ύλη, με το "ομού πάντα χρήματα", από όπου ξεχωρίζονται με έκκριση τα "ομοιομερή" σώματα. Τέλος, με τη θεωρία του για την καταγωγή του ανθρώπου "εξ αλλοειδών ζώων" επηρέασε τον Εμπεδοκλή στην ανθρωπογονία του, που δίδασκε ότι η μορφή του ανθρώπου κατορθώθηκε ύστερα από πλήθος εξελικτικές φάσεις και μέσα από πολύπλοκες τερατογονικές διασταυρώσεις. Βιβλιογρ.: Ch. Η. Kahn, Anaximander and the Origins ol Greek Cosmology, New York/London, I960.- C.J. Classen. Anaximander and Anaximenes. The Earliest Greek Theories ot Change, Thronesis" 22 (1977) Θ R. Fetter. Der Ursprung der Wissenchatt bei Anaximander von Milet, "Philosophia Naturalis" 24 (1987), M. Concha, Anaximandros. Fragments et t6moignages, PUF, Paris E.N. Ρούσσος Αναξιμένης (περ π.χ.). Προσωκρατικός* φιλόσοφος, ύστερα από τον Θαλή* και τον Αναξίμανδρο*, τρίτος και τελευταίος εκπρόσωπος του "υλοζωισμού"* της Μιλήτου. Ο Αναξιμένης, γιος του Ευρύστρατου, γεννήθηκε και έδρασε στη Μίλητο. Ήταν ίσως εκεί μαθητής του συμπολίτη του Αναξίμανδρου*, του μεγαλύτερου από τους τρεις φιλοσόφους της Μιλήτου. Αφετηρία της θεωρίας του για τον κόσμο φαίνεται ότι ήταν η επιθυμία του να κάνει αμεσότερα νοητό το "Απειρον", την κοσμολογική αρχή του Αναξίμανδρου. Ετσι, με βάση την εμπειρία της γήινης ατμόσφαιρας και τις κρατούσες αερογονικές παραστάσεις του μύθου, ο Αναξιμένης υπέθεσε ότι το σύμπαν α- παρτίζεται αποκλειστικά από τη μάζα του αέρα και ότι από την πύκνωση και την αραίωσή του προέρχονται όλες οι ουσίες, όλα τα φυσικά σώματα και φαινόμενα. Η χαοτική φύση του αέρα και η κινητικότητά του, που προϊδεάζει για την ενέργεια και την αιτία της γένεσης και κάθε μεταβολής, ίσως είναι τα γνωρίσματα που υπέβαλαν στον Αναξιμένη την ιδέα της ε- κλογής αυτού του σώματος σαν αρχής του κόσμου. Οπωσδήποτε, σύμφωνα με πάγια υλοζωιστική αντίληψη, ο Αναξιμένης εννοούσε τον σέρα σαν ύλη και ενέργεια μαζί, σαν ένα σώμα πάντα ζωντανό ή, καλύτερα, με αυθεντικούς υ- λοζωισπκούς όρους, "αθάνατον", όπως πρωτύτερα το άπειρο ο Αναξίμανδρος, και "αείζωον", όπως αργότερα το πυρ ο Ηράκλειτος*. Ο Αναξιμένης εξηγούσε τη δομή του σύμπαντος από τους βαθμούς πυκνότητας του αέρα. Ετσι, κατά τον Αναξιμένη, ο αέρας, όταν αραιώνεται, γίνεται φωτιά, όταν πυκνώνεται, γίνεται άνεμος, ύστερα νέφος, νερό, χώμα και από αυτά όλα τα άλλα. Κατά τη γένεση του κόσμου, σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, με τη συμπύκνωση του αέρα διαμορφώθηκε πρώτα η Γη και ύστερα, από τη μάζα της, με εξατμίσεις, αραιώσεις και αναφλέξεις, τα ουράνια σώματα. Παίρνοντας αυτή τη θέση, ο Αναξιμένης α- ποσαφήνισε το γεωκεντρικό κριτήριο της ως τότε κοσμολογίας, χωρίς να παρεκκλίνει ούτε από τη θέση του Αναξίμανδρου, που θεωρούσε 83

84 Αναξιμένης ο Λαμψακηνός τα ουράνια σώματα αποσπάσματα της αρχέγονης μάζας με πυρήνα τη Γη, ύστερα από έκρηξη, ούτε και από τις κρατούσες θεογονικές α- ντιλήψεις, που παρίσταναν σαν απογόνους της "παμμήτειρας" Γης τον Ουρανό, τον Ήλιο, τη Σελήνη και τους άλλους θεοποιημένους α- στερισμούς. Ο Αναξιμένης, μάλιστα, με αυτή τη θέση του, επηρέασε άμεσα και τον λίγο νεότερό του Ξενοφάνη', που δίδασκε ότι τα ουράνια σώματα είναι κυριολεκτικά εφήμερα προϊόντα από τις αναθυμιάσεις της Γης. Για τον κόσμο ο Αναξιμένης δίδασκε ότι έχει σχήμα ημισφαιρικό, με τη Γη στη βάση και από πάνω τον ουρανό, σαν θόλο διαμορφωμένο από κάποια ουσία περίπου κρυσταλλική, ίσως ανάλογη με το "γόνιμον" του Αναξίμανδρου, που κατά την κοσμογένεση εκκρίνεται από την αδιαμόρφωτη μάζα του απείρου. Εδώ, εκτός από τη διδασκαλία του Αναξίμανδρου, ο Αναξιμένης έχει προηγούμενα, για την ιδέα της κρυσταλλικής επιφάνειας του ουράνιου θόλου, τόσο τις οπτικές εντυπώσεις του προεπιστημονικού ανθρώπου όσο και τις εμπειρίες του χαλαζιού, του χιονιού και του πάγου και ευθυγραμμίζεται με την επική ποίηση, όπου ο ουράνιος θόλος περιγράφεται πάντα σαν σώμα στέρεο, χάλκινος ή σιδερένιος. Στην ε- σωτερική επιφάνεια του ουράνιου θόλου οι α- πλανείς είναι, κατά τον Αναξιμένη, όπως υποθέτουν με βάση αιγυπτιακό πρότυπο, σαν καρφιά καρφωμένα πάνω στο κρυσταλλοειδές ("ήλων δίκην καταπεπηγμένα τα άστρα τω κρυσταλλοειδεί"). Αντίθετα υπό τους απλανείς, οι πλανήτες, μαζί με τον Ηλιο και τη Σελήνη, κινούνται ακολουθώντας τροχιές που περνούν όχι κάτω από τη Γη αλλά γύρω από αυτήν, όπως ο γύρος του καπέλου στο κεφάλι ("ωσπέρεί περί την ημετέραν κεφαλήν στρέφεται το πιλίον"). Σ" αυτή τη θέση ο Αναξιμένης έχει ίσως βαβυλωνιακό πρότυπο, με μυθική προϋποτύπωση το αστροκεντημένο καπέλο του θεού Ηλιου και το καθημερινό ταξίδι του, κατά τη νύχτα, από τη Δύση στην Ανατολή, μέσα σε χρυσό κύπελλο ή σ' ένα "ηφαιστότευκτο" κρεβάτι, πάνω στον Ωκεανό, ολόγυρα στη Γη. Για την ίδια τη Γη, που, όπως σημειώθηκε ήδη, βρίσκεται στη βάση του ουράνιου θόλου, δηλαδή στο κέντρο του σύμπαντος, ο Αναξιμένης, παραλλάσσοντας το επίπεδο σχήμα του Θαλή και τον σπόνδυλο του Αναξίμανδρου, δίδασκε (μαρτ. 20) ότι αυτή είναι "τραπεζοειδής" και ότι το μεγάλο πλάτος της κάνει ώστε να μένει μετέωρη πάνω στην αέρινη μάζα: "ου γαρ τέμνειν, αλλ' επιπωματίζειν τον αέρα τον κάτωθεν". Στο σύνολό του ο κόσμος, σε μορφή ημισφαιρική, με τη Γη στη βάση και από πάνω τον ουράνιο θόλο, κατά τον Αναξιμένη, περιστρέφεται σαν μυλόπετρα ("μυλοειδώς"). Ο Αναξιμένης δεν διέθετε τη μεγαλοφυία του Αναξίμανδρου, και η θεωρία του Αέρα φαίνεται απλοϊκή, όχι μόνο με τα σημερινά κριτήρια αλλά και με τα κριτήρια της εποχής της. Ωστόσο ο Αναξιμένης πέτυχε να κάνει ορισμένα βήματα, που αποδείχτηκαν καθοριστικά για την εξέλιξη της Ιωνικής φυσικής: διδάσκοντας ότι ο αέρας είναι όχι μόνο πριν από τη γένεση του κόσμου αλλά και τώρα και πάντα η μοναδική ουσία του, προωθούσε το πρόβλημα από την Κοσμογονία στην Κοσμολογία, δηλαδή από την περιγραφική εξήγηση της καταγωγής του κόσμου στη λογική θεώρηση της δομής του καθαυτήν. Και θεωρώντας το θερμό και το ψυχρό, το υγρό και το ξηρό καταστάσεις του αέρα, έφτανε να κατανοήσει τις ποιότητες, και μάλιστα να τις εξηγήσει από τις ποσότητες. Ετσι ο Αναξιμένης οδήγησε τον "μονισμό" ως την άκρα συνέπειά του και προετοίμασε την κορυφαία έκφρασή του στον Ηράκλειτο*. Οπαδός του Αναξιμένη, έναν αιώνα αργότερα, ο Διογένης ο Απολλωνιάτης*, ανανέωσε τη θεωρία του Αέρα, εμπλουτίζοντάς την με τα δεδομένα της όψιμης Ιωνικής φυσικής. Το απόσπ. 5 του Διογένη θα μπορούσε να θεωρηθεί ως το αρχαιότερο ερμηνευτικό σχόλιο στη θεωρία του Αναξιμένη: "Και μου φαίνεται ότι αυτό που έχει τη νόηση είναι ο αποκαλούμενος από τους ανθρώπους αέρας και ότι από αυτόν κυβερνώνται τα πάντα και ότι στα πάντα επικρατεί" δηλαδή μου φαίνεται ότι αυτό το ίδιο είναι θεός και ότι φτάνει μέσα στο καθετί και ότι διαθέτει τα πάντα και ότι είναι μέσα στα πάντα". Βιβλιογρ.: W. Κ. C. Guthrie, A History ol Greek Philosophy. 1, Cambridge, 1962, Ε. Ν. Ρούσσος Αναξιμένης ο Λαμψακηνός (4ος αι. π.χ.). Μαθητής του Διογένη* και παιδαγωγός του Μ. Αλεξάνδρου, που τον ακολούθησε στην εκστρατεία του. Έγραψε Ιστορία του Αλεξάνδρου, από την οποία σώζονται λίγα αποσπάσματα. Εργο του είναι και η Ρητορική προς Αλέξανδρον, που παλαιότερα τη θεωρούσαν έργο του Αριστοτέλη. Βιβλιογρ.: P. Wendland, Anaximenes von Lampsakos Ε. Χ. 84

85 ανάπτυξη αναπλήρωση. Μία από τις πιο σημαντικές έννοιες η οποία αναπτύχθηκε στα πλαίσια της ψυχολογίας του βάθους και ιδιαίτερα στην α- τομική ψυχολογία του Αντλερ*. Ο Αντλερ συσχέτιζε την αναπλήρωση με εκείνον τον μηχανισμό της προσωπικότητας τον οποίο χρησιμοποιεί το άτομο για να ξεπεράσει τα συναισθήματα μειονεκτικότητας που βιώνει στην πορεία του για διάκριση. Το ξεπέρασμα των συναισθημάτων αυτών πραγματοποιείται με την ανάπτυξη των αντίθετων γνωρισμάτων και συμπεριφορών προς εκείνα που προκαλούν τα συναισθήματα μειονεκτικότητας. Ο Αντλερ διακρίνει διάφορες μορφές αναπλήρωσης, οι οποίες διαμορφώνουν και διαφορετικό "στυλ ζωής": 1. την "επιτυχή αναπλήρωση" του συναισθήματος μειονεκτικότητας ως αποτέλεσμα της σύμπτωσης της τάσης για διάκριση με τους κοινωνικούς κανόνες, 2. την "υπεραναπλήρωση", κατά την οποία το άτομο υπεραναπτύσσει κάποιο συγκεκριμένο γνώρισμα ή συμπεριφορά, και 3. την "παθολογική απόσυρση", κατά την οποία το άτομο αδυνατεί να απελευθερωθεί από τα συναισθήματα μειονεκτικότητας με αποτέλεσμα την εμφάνιση νευρωσικών συμπτωμάτων. Με την ευρύτερη έννοια η αναπλήρωση σημαίνει την αποκατάσταση της διαταραχής με την επίτευξη ισορροπίας των φυσιολογικών και ψυχικών διαδικασιών μέσω της επεξεργασίας συμπεριφορών αντίθετης κατεύθυνσης από ε- κείνη που προκάλεσε τη διαταραχή της ισορροπίας. Βιβλιογρ.: Α. Αντλερ, ΑνθρωπογνωσΙα (ελληνική μετάφραση από τα Γερμανικά), Αθήνα, Adler Α., Individual psychology. Lindzey G. - Holl C Theories ol personality. Ν. Υ., 1978\- Βιγκότσκι Λ. Σ.. "Μειονεκτικότητα και υπεραναπλήρωση", στο βιβλίο Νοητική καθυστέρηση. τυφλά και κωφάλαλα άτομα. Μόσχα, Ευάγγ. Μανουράς ανάπτυξη. Η νομοτελειακή διαδικασία της αλλαγής των πραγμάτων και των φαινομένων, στην πορεία της οποίας επικρατεί μια τάση προοδευτική, μια υπέρβαση της ποιότητάς τους από τις κατώτερες στις ανώτερες κι από τις απλές στις πολύπλοκες μορφές. Χαρακτηριστικά της ανάπτυξης είναι η αναντιστρεπτότητα και η ορισμένη κατεύθυνσή της. Βασικό στοιχείο της διαδικασίας της ανάπτυξης είναι ο "χρόνος" - μόνο μέσα στη ροή του χρόνου θα φανερωθεί η κατεύθυνσή της. Στην ιστορία της αρχαίας φιλοσοφίας και επιστήμης δεν υπήρξε μια σαφής ιδέα της ανάπτυξης, διότι ακόμα και οι μεγάλοι "φυσικοί της Ιωνίας", ο Θαλής*, ο Αναξίμανδρος* και ο Αναξιμένης*, ακόμα κι ο Ηράκλειτος* και ο Εμπεδοκλής* θεωρούσαν τον χρόνο σαν ένα ποτάμι που κυλάει κυκλικά και σύμβολό του είναι ο τροχός. Το ρεύμα του ποταμού του χρόνου δεν έβγαινε από την αιώνια κυκλική κοίτη του. Για την αρχαία φιλοσοφία δεν υπήρχε πρόβλημα αναντίστρετττων αλλαγών παρά μόνο το πρόβλημα της προέλευσης του κόσμου και των αντικειμένων του. Η χριστιανική σκέψη, ακολουθώντας την πλατωνική διδασκαλία (Τίμαιος'), θεωρεί ότι ο χρόνος γεννήθηκε με τη δημιουργία του κόσμου και θα τερματιστεί με το τέλος του κόσμου. Η ροή του χρόνου από κυκλική (και αιώνια) γίνεται γραμμική. Με την εμφάνιση της πειραματικής επιστήμης στους Νέους Χρόνους, η ιδέα της γραμμικής ροής του χρόνου στη μελέτη της φύσης οδηγεί στην αντίληψη για μια φυσική ιστορία με κατευθυνόμενες και αναντίστρεπτες αλλαγές στη φύση, στην κοινωνία και στη σκέψη. Από την κοσμολογία του Καρτέσιου* και τη θεωρία του για τη γένεση του πλανητικού συστήματος και τη Γενική Ιστορία της Φύσης και θεωρία του Ουρανού του Καντ* ως τις θέσεις του Μπυφόν για τη μεταβλητότητα των οργανισμών και τη θεωρία του Λαμάρκ* για την εξέλιξη των ειδών σε συνάρτηση με τις μεταβαλλόμενες συνθήκες του περιβάλλοντος και, παραπέρα, ως το κορυφαίο σημείο της θεωρίας της ανάπτυξης στην περιοχή της οργανικής φύσης με τις εργασίες του Δαρβίνου* και του Χαίκελ*, η ιδέα της ανάπτυξης κερδίζει συνεχώς έδαφος και παράλληλα γίνεται αντικείμενο φιλοσοφικής μέλετης. Ο Χέγκελ* είναι ο φιλόσοφος που συνέλαβε πρώτος, στο ιδεαλιστικό του σύστημα και με τη διαλεκτική του μέθοδο, ολόκληρο τον φυσικό, ιστορικό και πνευματικό κόσμο σαν μια διαδικασία, δηλαδή σαν έναν κόσμο σε διαρκή κίνηση, αλλαγή, μετασχηματισμό και ανάπτυξη, και προσπάθησε να δείξει την εσωτερική συνάφεια σ" αυτή την κίνηση και ανάπτυξη. Αποκάλυψε έτσι τον μηχανισμό και την πηγή της ανάπτυξης: την πάλη και την υπέρβαση των αντιθέτων, γιατί, όπως γράφει ο ίδιος (Λογική II, 1, 2), "μόνον εφόσον κάτι έχει μέσα του μιαν αντίφαση, έχει ενέργεια και δράση". Ο διαλεκτικός υλισμός* εννοεί την ανάπτυξη ως καθολική ιδιότητα της ύλης, ως πραγματικά γενική αρχή, που αποτελεί, με τη μορφή του ι- στορισμού, τη βάση και για την ερμηνεία της ι- 85

86 αναρχισμός στορίας, της κοινωνίας και της γνώσης. Τις κύριες ιδιομορφίες των διαδικασιών της ανάπτυξης εκφράζουν οι βασικοί νόμοι του διαλεκτικού υλισμού: ενότητα και πάλη των αντιθέτων, μετάβαση από τις ποσοτικές αλλαγές σε ποιοτικές, άρνηση της άρνησης. Σύμφωνα με τη διαλεκτική - υλιστική θεωρία της ανάπτυξης, "η ανάπτυξη μοιάζει να επαναλαμβάνει τις βαθμίδες που ήδη έχει περάσει, όμως τις επαναλαμβάνει διαφορετικά, σε ανώτερη βάση είναι α- νάπτυξη "σπειροειδής", όχι "ευθύγραμμη". Ο μαρξισμός* βλέπει ριζική τη διαφορά και συνάμα οργανική την ενότητα μεταξύ των δύο βασικών τύπων ανάπτυξης: της "εξέλιξης" και της "επανάστασης". Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, που η ιδέα της ανάπτυξης διαδίδεται πλατιά, ο μαρξισμός ασκεί την κριτική του αφενός στον ρηχό "εξελικτισμό" και αφετέρου στις θεωρίες της λεγόμενης "δημιουργικής εξέλιξης" (Μπερξόν* κ.ά.), που εκφράζουν ιντετερμινιστικές και αλογικές τάσεις. Στον 20ό αιώνα, τα κοινωνικά κινήματα και η ραγδαία ανάπτυξη των επιστημών ανέτρεψαν πριν απ' όλα τη θετικιστική άποψη ότι η ανάπτυξη είναι μια γραμμική πρόοδος. Τόσο στις φυσικές, όσο και στις κοινωνικές επιστήμες δίνεται πρωταρχική σημασία στη μελέτη των "εσωτερικών μηχανισμών" της ανάπτυξης. Ο νέος αυτός προσανατολισμός πλούτισε σημαντικά τις γενικές αντιλήψεις για την ανάπτυξη. Όχι μόνο η βιολογία αλλά και η ιστορία του πνευματικού πολιτισμού έδειξαν ότι η διαδικασία της ανάπτυξης δεν είναι ούτε καθολική ούτε ομοιογενής, ότι η γενική προοδευτική γραμμή της διαπλέκεται με αλλαγές που οδηγούν την εξέλιξη σε αδιέξοδο ή και σε οπισθοδρόμηση. Η ανάλυση όμως των μηχανισμών της ανάπτυξης απαίτησε μια βαθύτερη μελέτη της "εσωτερικής δομής" των αναπτυσσόμενων αντικειμένων, και ιδιαίτερα της οργάνωσης και λειτουργίας τους. Ετσι, στα μέσα του 20ού αιώνα παρατηρήθηκε κάποια απομόνωση των κλάδων που μελετούν την οργάνωση και τη λειτουργία των αναπτυσσόμενων αντικειμένων. Όσο όμως δικαιολογημένη κι αν είναι από μεθοδολογική άποψη αυτή η απομόνωση, στον βαθμό που οι διαδικασίες λειτουργίας της συνιστούν πράγματι ένα αυτοτελές αντικείμενο μελέτης, η μεγαλοποίηση από μερικά επιστημονικά ρεύματα αυτής της λειτουργικής πλευράς σε βάρος της εξελικτικής προκάλεσε συζητήσεις σχετικά με την προτεραιότητα της "δομικής" ή της "λειτουργικής" προσέγγισης (συζητήσεις ιδιαίτερα έντονες στην ιστορική ε- πιστήμη, την εθνογραφία και τη γλωσσολογία). Η πείρα των σύγχρονων ερευνών δείχνει ότι τόσο η πλευρά της ανάπτυξης όσο και η πλευρά της οργάνωσης μπορούν να έχουν αυτοτελή σημασία κατά τη μελέτη των αναπτυσσόμενων αντικειμένων. Ωστόσο, είναι απαραίτητο να συνυπολογίζονται οι αντικειμενικές δυνατότητες και τα όρια της καθεμιάς απ' αυτές τις προσεγγίσεις, καθώς και το ότι σε ο- ρισμένο στάδιο γνώσης προβάλλει η ανάγκη της σύνθεσης των αναπτυξιακών και των οργανωτικών αντιλήψεων για το αντικείμενο (όπως γίνεται λ.χ. στη θεωρητική βιολογία). Γιόν. Κρητικός αναρχισμός. Κοινωνικοπολιτικό ρεύμα που θέτει ως σκοπό του την απελευθέρωση της προσωπικότητας από κάθε μορφή πολιτικής, οικονομικής και πνευματικής εξουσίας. Βάση της αναρχικής κοσμοθεωρίας είναι ο ατομικισμός, ο υποκειμενισμός και ο βολονταρισμός. ]<ύρια χαρακτηριστικά του αναρχισμού είναι η εχθρική στάση σ' όλες τις μορφές κρατικής ε- ξουσίας, η υπεράσπιση της μικρής ατομικής ι- διοκτησίας, η μη κατανόηση της αξίας των μεγάλων μέσων παραγωγής, η άρνηση όλων των νόμιμων μορφών πολιτικού αγώνα, η εφαρμογή της τακτικής της "άμεσης δράσης" και η ε- γκαθίδρυση του κομμουνισμού χωρίς τη μεσολάβηση της δικτατορίας του προλεταριάτου. Το μελλοντικό κοινωνικό σύστημα ο αναρχισμός το φαντάζεται με τη μορφή ομοσπονδιών, όπου κάθε ανταλλαγή προϊόντων ανάμεσα στις κοινότητες θα γίνεται μέσω εργατικών συνεταιρισμών. Ο αναρχισμός, που δεν υπήρξε ποτέ ενιαία ιδεολογία, έχει τις ρίζες του στην ποιητική φαντασία των Ελλήνων. Οι πρώτοι αναρχικοί ήταν οι Κύκλωπες γιατί "δεν έχουν προεστών βουλές μήτε από νόμους ξέρουν" (Ομήρ. Οδ., Ε. 103). Η ένταση της οικονομικής και κοινωνικής ανισότητας στην αρχαία Ελλάδα γίνεται αφορμή εμφάνισης αναρχικών τάσεων, που εκφράζονται αλλά και κρίνονται στον χώρο της φιλοσοφίας. Ο Πλάτων*, στο βιβλίο Η' της Πολιτείας, πέρα απ' το συμπέρασμά του ότι δεν μπορεί να υ- πάρξει ιδανική Πολιτεία επειδή κάθε μορφή κυβέρνησης γλιστρά στην αντίστοιχη εκφυλισμένη μορφή της, καταδικάζει την αναρχία και τη θεωρεί αιτία εμφάνισης τυραννικών καθεστώτων. Αλλά και ο πυρήνας της φιλοσοφίας των Κυνικών* έχει αναρχικό χαρακτήρα. Δεν κα- 86

87 αναρχισμός τόρθωσαν όμως να διαμορφώσουν επιστημονική θεωρία με τη βοήθεια της οποίας θα ανακάλυπταν την αντικειμενική ιστορική νομοτέλεια. Οι Κυνικοί στην προσπάθειά τους να ελευθερώσουν τον άνθρωπο πρότειναν την απαλλαγή του από τις τρέχουσες υλικές ανάγκες, εξιδανικεύοντας την αυτάρκεια και την πρωτόγονη κοινωνία. Κατά τον Μαρξ*, αυτές οι αντιλήψεις χαρακτηρίζουν γενικά τον "κομμουνισμό του στρατώνα", που στηρίζεται στην αφηρημένη άρνηση του πολιτισμού με την επιστροφή στην απλότητα του φτωχού πρωτόγονου ανθρώπου που δεν έχει καμιά ανάγκη. Στον Μεσαίωνα οι πιο πολλές αιρέσεις ήταν επαναστατικά κινήματα με θρησκευτικό μανδύα. Η αίρεση των Βογομίλων*, που εμφανίστηκε τον 10ο μ.χ. αι. στη Βουλγαρία, είχε αντιφεουδαρχικό χαρακτήρα.τον ίδιο χαρακτήρα είχε και η εξέγερση στη Βοημία των οπαδών του Γιαν Χους, των Χουσιτών, που απαιτούσαν ταυτόχρονα και τη δήμευση της εκκλησιαστικής περιουσίας. Στην εποχή πάλι της Μεταρρύθμισης ο Τόμας Μύντσερ ήταν πανθείστής ταυτίζοντας τις έννοιες του θεού και του Κόσμου. Ηγήθηκε της επανάστασης των χωρικών στη Γερμανία και κήρυξε την επιστροφή στον "κομμουνισμό" του πρώιμου χριστιανισμού, γιατί "omnia sunt communia". Κάποιες αναρχικές αντιλήψεις διακρίνονται στα έργα των Γάλλων Διαφωτιστών*, Ρουσώ* και Ντιντερό*, ενώ στη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης του 1789 ο Μπαμπέφ* και ο Μαρά πίστευαν στη λυτρωτική δύναμη της επαναστατικής βίας και απαιτούσαν την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας. Ο Αγγλος αναρχικός φιλόσοφος Γκόντουιν ( ) με το έργο του Έρευνα για την Πολιτική Δικαιοσύνη αποκαλύπτει ένα κοινωνικό όραμα και εκφράζει την απεριόριστη εμπιστοσύνη του στη λογική φύση του ανθρώπου και στις δυνατότητες βελτίωσής του. Στη Γερμανία ο Στίρνερ* με το έργο του Ο άνθρωπος και η ιδιοκτησία κηρύσσει έναν άκρατο α- τομικό αναρχισμό, που δεν είχε όμως μεγάλη απήχηση στο αναρχικό κίνημα. Ο Προυντόν* ( ) θεωρείται ένας από τους πρώτους μεγάλους θεωρητικούς του αναρχισμού. Στον Προυντόν ανήκει η περίφημη φράση "η ιδιοκτησία είναι κλοπή". Πρότεινε την ίδρυση Τράπεζας του Λαού που δεν θα διέθετε κεφάλαια και δεν θα απεκόμιζε κέρδη. Οι φιλοσοφικές ιδέες του Προυντόν είναι αντιφατικές. Αν και επιτέθηκε στη θρησκεία και στην Εκκλησία (κάτι που, σύμφωνα με τον Μαρξ*, ήταν "μεγάλη υπηρεσία στις συνθήκες της Γαλλίας εκείνης της εποχής, όταν οι Γάλλοι σοσιαλιστές θεωρούσαν χρήσιμο να βλέπουν στη θρησκευτικότητα το σημείο της υπεροχής τους πάνω στον αστικό βολταιρισμό του 18ου αι. και στον γερμανικό αθεϊσμό του 19ου αι.") ο Προυντόν ήταν πλατωνιστής. Προσπάθησε να διαμορφώσει τη θεωρία του για τις ιδέες της ισότητας, της δικαιοσύνης και της ισορροπίας των δυνάμεων σε γενικό και κατηγορικό νόμο της ύπαρξης. Η αντίθεση είναι για τον Προυντόν η αιώνια αρχή της ανθρώπινης ζωής. Για τη μεταβολή όμως των κοινωνικών θεσμών δεν αναζήτησε τα πολιτικά και επαναστατικά μέσα, αλλά την ορθή ιδέα που μέσα στην αφαίρεσή της θα κατέλυε τις αντιθέσεις. Η ιδέα αυτή είναι η ιδέα της δικαιοσύνης, που μέσα της εξισορροπούνται οι αντίθετες δυνάμεις. Ηγετική θέση στην ιστορία του αναρχικού κινήματος κατέχει ο Μπακούνιν* ( ). Είχε επηρεασθεί από τη φιλοσοφία του Hegel*, στον οποίο όμως εναντιώθηκε σχετικά με την έννοια της αντίφασης. "Η ουσία της αντίφασης δεν είναι η εξισορρόπηση των αντιθέτων, αλλά η προτίμηση της άρνησης. ΓΓ αυτό τον λόγο η δημιουργία του μέλλοντος απαιτεί την καταστροφή της υφιστάμενης πραγματικότητας. Η χαρά της καταστροφής είναι δημιουργική χαρά". Για τη βελτίωση της κοινωνίας είναι αναγκαία η καταστροφή του Κράτους, γιατί το Κράτος καταστρέφει ό,τι είναι ανθρώπινο μέσα στον άνθρωπο. Ηταν αντίθετος στις επιστημονικές α- φαιρέσεις και τις θεωρούσε βρυκόλακες που τρέφονται με ανθρώπινο αίμα. Απεχθανόταν την ορθολογικοποίηση της ζωής και στον "επιστημονικό σοσιαλισμό" του Μαρξ αντέταξε τον δικό του "ενστικτώδη σοσιαλισμό". Ο Μπακούνιν όμως δεν κατανοούσε ότι η σοσιαλιστική επανάσταση προσδιορίζεται απ" τις α- ντικειμενικές κοινωνικές συνθήκες, δεν καταλάβαινε πως η "βία είναι οικονομική δυνατότητα", όπως είπε ο Μαρξ. Ο Μαρξ, χαρακτηρίζοντας την κοσμοθεωρία του Μπακούνιν, γράφει: "Η βούληση, και όχι οι οικονομικές συνθήκες, αποτελεί τη βάση της κοινωνικής του επανάστασης". Ο Κροπότκιν* συστηματοποίησε κάπως τον αναρχισμό. Στο έργο του Κατάκτηση του ψωμιού οραματίζεται την αναρχική κοινωνία όπου θα επικρατεί η αρχή "στον καθένα α- νάλογα με τις ανάγκες του". Στο ζωικό βασίλειο δεν είδε μόνο τον "αγώνα για επιβίωση", αλλά και την αμοιβαία βοήθεια και συνεργασία. Πάνω σ' αυτές τις ανθρωπιστικές αρχές θεμε- 87

88 Αναστάσιος ο Σιναΐτης λιώνει το πιο αξιόλογο έργο του, την Ηθική. Πολλές ιδέες του Κροπότκιν σχετίζονται με τον χριστιανικό αναρχισμό του Τολστόη, που ήθελε κι αυτός την εξαφάνιση του Κράτους, όχι όμως με τη βία αλλά με την παθητική αντίσταση. Ο εμφύλιος στην Ισπανία και η συμμετοχή στην κυβέρνηση του 1936 αναρχικών υ- πουργών απέδειξε έμπρακτα ότι αναρχία και ε- ξουσία δεν συμβιβάζονται. Ο σημερινός πνευματικός κόσμος ύστερα και από την αποτυχία του "Γαλλικού Μάη" του 196Θ απέρριψε την "ολική άρνηση" του Μαρκούζε*. Επιβεβαιώθηκε στην πρακτική η αλήθεια της σκέψης του Λένιν* ότι "ο αναρχισμός δεν έδωσε τίποτε εκτός από γενικές φράσεις ενάντια στην εκμετάλλευση". Ο αναρχισμός σήμερα διατηρείται ακόμη σε πολλές χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής, αλλά η επίδρασή του όλο και περισσότερο χαλαρώνει. Την ιδεολογία του κυρίως εκφράζουν ορισμένες εξτρεμιστικές ομάδες που, στηριζόμενες στον ακραίο ατομικιστικό α- ναρχισμό του Στίρνερ, προβαίνουν σε τρομοκρατικές ενέργειες. Βιβλιογρ.: Nettlau Μ.. Der Anarchismus von Proudon zu Kropolkin.-Walicki Α., A History ol Russian Thougt.- Zenkovsky V., A History of Russian Philosophy. Harmel C., Histoire de /' anarchie. JollS., The Anarchists, θεόδ. Κοκάλας Αναστάσιος ο ΣιναΤτης (7ος αι. μ.χ.), ηγούμενος της μονής του Σινά. Για ν' αντιμετωπίσει τους αιρετικούς μελέτησε και χρησιμοποίησε πολύ στα έργα του τον Αριστοτέλη* γι' αυτό και τα συγγράμματά του θεωρούνται τα πρώτα σχολαστικά θεολογικά έργα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το έργο του Οδηγός κατά Ακεφάλων, όπου αναφέρει και αναλύει τους όρους που πρέπει να χρησιμοποιεί ο πιστός για να παραμένει μέσα στα πλαίσια της ορθοδοξίας, αλλά και για ν' αντιμετωπίζει τους αιρετικούς, ιδιαίτερα τους Μονοφυσίτες. Αξιοσημείωτη είναι και η όλη θεολογία και ανθρωπολογία που εκθέτει ο Αναστάσιος, ο οποίος εδώ, κατά τον Τατάκη, "εμπνέεται, παρά τους αριστοτελικούς όρους που χρησιμοποιεί, από έννοιες πιο οικείες στον Πλάτωνα*". Βιβλιογρ.: Β. Ν. Τατάκης, Η Βυζαντινή φιλοσοφία, μετάφρ. Εύας Καλπουρτζή, Εταιρεία Σπουδών... Σχολή Μωραίτη, Αθήνα, 1977, σελ Ε. Χ. αναστόχαση (λατ. reflexio). Με τον όρο εκφράζεται η δυνατότητα της ανθρώπινης νόησης για αυτοπαρατηρησία, για αυτοσυνείδηση, για προσανατολισμό της προς ολική θέαση των ίδιων της των δομικών στοιχείων, μορφών και προϋποθέσεων. Επίσης σημαίνεται η εξέταση του φαινομένου της γνώσης μέσω διαδικασιών αυτογνωσίας και η κριτική ανάλυση όλων των επιμέρους χαρακτηριστικών της γνωστικής διαδικασίας. Το βασικό στοιχείο της αναστόχασης είναι όχι μόνο τα κριτικά χαρακτηριστικά της, αλλά και αυτά που οδηγούν στη δημιουργία νέας γνώσης μέσω της μελέτης της ίδιας της γνώσης ως αντικειμένου. Τα βασικά είδη αναστόχασης είναι τρία: η αναστόχαση ως γνωσιακή αυτοπαρατηρησία η αναστόχαση ως κριτική και ανάλυση της επιστημονικής γνώσης η αναστόχαση ως προσέγγιση και συνειδητοποίηση των γνωσιακών μας ορίων. Η φιλοσοφική προσέγγιση της αναστόχασης ουσιαστικοποιείται με τον Σωκράτη*, ο οποίος προβάλλει ως πρώτιστο καθήκον την αυτογνωσία*. Ο Πλάτων* και ο Αριστοτέλης* θεωρούν την αναστόχαση ύψιστη δραστηριότητα συνδεδεμένη με την ολική θέαση, μέσω της οποίας αποκαλύπτεται το ενιαίο του νοητού και της σκέψης. Η αναστόχαση μέσω του νεοπλατωνισμού* φθάνει στη μεσαιωνική φιλοσοφία και θεολογία, εκφράζοντας τη θεϊκή δραστηριότητα της δημιουργίας του κόσμου ως απορρέουσα από τη θεϊκή αυτογνωσία. Στον Ντεκάρτ* η αναστόχαση είναι η βάση κατανόησης των άμεσα αντιληπτών θεμελίων της συνείδησης. Στον Λάιμπνιτς* είναι το χαρακτηριστικό που διαφοροποιεί τον άνθρωπο, ως έλλογο ον, από τα ζώα. Η αυτογνωσία ως αυτοσυνειδησία αρχίζει με την αναστόχαση. Σύμφωνα με τον Καντ*, η αναστόχαση επικεντρώνεται στη συσχέτιση γνώσης και γνώστη, και, σύμφωνα με τον Χέγκελ*, η αναστόχαση αποτελεί την κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης του παγκόσμιου πνεύματος και εκδηλώνεται ως ιστορική αυτοσυνείδηση του. Κατά τους Μαρξ* και Ενγκελς*, η αναστόχαση εκδηλώνεται ως θεώρηση της σχέσης του ανθρώπου με τον κόσμο και ως συνείδηση καθοδηγούσα προς το πραξιακά αναγκαίο. Διον. Αναπολιτάνος. ανατολική σοφία. Η ελληνική παράδοση, συνθετική από τη φύση της και τον γεωγραφικό της χώρο, δεν έχει στα γονίδιά της την προκατάληψη κατά της Ανατολικής Σοφίας που υποβόσκει στη Δυτική σκέψη, η οποία την αντιμετωπίζει σαν πρωτόγονη και εξωπραγματική. Εμείς ξέρουμε ότι η Δυτική σκέψη δεν προ- 88

89 αναφορικότητα σφέρει μια σφαιρική κάλυψη στις ανησυχίες μας. Μπορεί και η Ανατολή να μην έχει απαντήσει σε όλα τα μεγάλα ερωτήματα ικανοποιητικά, αλλά σχεδόν όλοι οι στοχαστές της προσπάθησαν να θεμελιώσουν και να περιγράψουν τις συνθήκες μιας κατανοητής ενότητας. Πέρα δε από την προσπάθεια μιας εναδικής α- ντίληψης, πλούτισαν την ανθρώπινη έκφραση με τον διαλογισμό και τη γιόγκα*, υπογραμμίζουν την ύπαρξη των πνευματικών δυνάμεων και επιχειρούν να εισχωρήσουν στη λειτουργικότητά τους, ερμηνεύουν την παρουσία του κακού με τον νόμο του κάρμα* και την κατάσταση της αβίντια*. Μας πρόσφεραν επίσης έννοιες όπως η μάγια*, η σαμσάρα', η νιρβάνα* και η κενότητα, που χωρίς αυτές η ανθρώπινη σκέψη θα ήταν αφάνταστα φτωχότερη. Αντίθετα, ο δυτικός τρόπος σκέψης δεν εκτιμά τον "βίο θεωρητικό", που φαίνεται σαν ξένος και απόκοσμος μέσα στα σωρεύματα της τεχνολογίας του. Δεν θεωρεί υγιές να ασχολείται κανείς με τα μη φυσικά φαινόμενα και δεν τα εξηγεί ικανοποιητικά. Η τελεολογία, με ε- ξαίρεση ίσως την αστροφυσική, απουσιάζει εμφατικά από την επιστημονική θέαση των πραγμάτων. Η ζωή του δυτικού ανθρώπου, μετά από την παιδική αθωότητα και τον νεανικό ενθουσιαμό, εμφανίζεται μονότονη, αποπνευματοποιημένη και χωρίς μεταφυσική διέξοδο και προοπτική γιά τις ώριμες ηλικίες. Τέλος, δεν είναι σε θέση να εξηγήσει την ύπαρξη της αδικίας, του πόνου και του θανάτου, του κακού γενικά, το οποίο όμως αναγκάζεται να αποδεχθεί σαν εχθρικό μεν αλλά αξεπέραστο υπολειτούργημα σε ένα αγαθό, μονιστικό σύμπαν. Αυτή κυρίως η αποδοχή αποτελεί την πρόχειρα επικαλυπτόμενη ρωγμή της όποιας μεταφυσικής του. Βιβλιογρ. :Βασ. Βιτσαξής, Ο στοχασμός και η πίστη (Αρχαιότητα-Χριστιανισμός), Εστία, Αθήναι, Δημ. Βελιοσαρόπουλος, Ιστορία της ινδικής φιλοσοφίας, Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα, 1992*.- του Ιδιου, Ιστορία της κινεζικής φιλοσοφίας, τόμ. 2, Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα, Ε. Λιακόπουλος Ανατόλιος ο Αλεξανδρεύς (3ος αι. μ.χ.). Μαθηματικός και φιλόσοφος με αριστοτελική κατεύθυνση. Λίγο νεότερος του νεοπλατωνικού φιλοσόφου Πλωτίνου*, υπήρξε δάσκαλος του επίσης νεοπλατωνικού Ιάμβλιχου*. Στην Αλεξάνδρεια ίδρυσε και διηύθυνε μιά αριστοτελική σχολή φιλοσοφίας. Αργότερα ασπάστηκε τον χριστιανισμό και χειροτονήθηκε επίσκοπος Λαοδικείας (269). Έγραψε ένα μεγάλο έργο εισαγωγής στα Μαθηματικά, σε 10 βιβλία, με τον τίτλο Αριθμητικοί εισαγωγαί. Αυτό το έργο, που είναι ταυτόσημο με το Περί δεκάδος και των εντός αυτής αριθμών, περιείχε και αναλύσεις της αριθμολογίας των Μυστικών και, κατά ένα μέρος του, ενσωματώθηκε στα θεολογούμενα της αριθμητικής, έργο του μαθητή του Ιάμβλιχου. Από ένα άλλο έργο του Ανατόλιόυ με τον τίτλο Εκ των περί του Πάσχα κανόνων, για τον χρονικό προσδιορισμό της ε- ορτής του Πάσχα, σώζονται αποσπάσματα στο ελληνικό πρωτότυπο και ολόκληρο σε λατινική μετάφραση. ΕΝ. Ρούσσος ανατροφοδότηση, βλ. ανάδραση. αναφορικότητα. Στη λογική και στη θεωρία του νοήματος, είναι η σχέση ανάμεσα σ' έναν όρο ή μια έκφραση και σε αυτό στο οποίο ο όρος ή η έκφραση αναφέρεται, στο αντικείμενο ή στην ομάδα αντικειμένων για τα οποία μιλάει. Ο ρόλος της αναφορικότητας στη διαμόρφωση του νοήματος έχει ερμηνευθεί ποικιλοτρόπως. Σύμφωνα με μια απλουστευτική εκδοχή της αναφορικής θεωρίας, το νόημα μιας έκφρασης ταυτίζεται με αυτό στο οποίο αναφέρεται. Σε μια πιο επιτηδευμένη εκδοχή της, η ίδια θεωρία υποστηρίζει ότι το νόημα μιας έκφρασης ταυτίζεται με τη σχέση ανάμεσα στην έκφραση και στο αντικείμενο αναφοράς, ότι δηλαδή η αναφορική σχέση είναι αυτή που συγκροτεί το νόημα. Μολονότι η συγκεκριμένη θεωρία προκύπτει από μια ορθή διαισθητική θέση, σύμφωνα με την οποία η γλώσσα χρησιμοποιείται για να μιλάει για πράγματα έξω από (αλλά και μέσα σε) αυτήν, εντούτοις, μέσω υ- περαπλούστευσης, οδηγείται σε αμφίβολα συμπεράσματα. Όπως έχουν επισημάνει οι αντίπαλοι της, το νόημα δεν μπορεί να ταυτίζεται ούτε με το αναφερόμενο αντικείμενο ούτε με την αναφορική σχέση, καθώς ορισμένες γλωσσικές εκφράσεις έχουν μεν νόημα, αλλά δεν συνδέονται, με σημασιολογικά σημαντικούς τρόπους, με πράματα έξω από αυτές. Επιπλέον, ακόμα και στην περίπτωση των αναφορικών εκφράσεων, έχει υποστηριχθεί ότι η αναφορική σχέση δεν συγκροτείται ατομιστικά, ως αντιστοιχία ένα προς ένα, γλωσσικών μερών με διακριτά στοιχεία του κόσμου, αλλά ολιστικά, βάσει του ρόλου που έχει η έκφραση μέσα στο ευρύτερο γλωσσικό πλαίσιο στο οποίο λειτουργεί. 89

90 Ανάχαρσις Η εξήγηση της αναφορικότητας έχει αποτελέσει αντικείμενο διαφορετικών προσεγγίσεων στα πλαίσια της σχολής της φιλοσοφικής ανάλυσης. Ένα σημαντικό είδος προβλημάτων που έχει προκαλέσει εξηγητικές διαφοροποιήσεις αφορά στη σχέση αναφορικότητας και ύ- παρξης. Πώς μπορούμε να αναφερθούμε ή να μιλήσουμε με νόημα για κάτι που δεν υπάρχει, που είτε είναι φανταστικό (ο μονόκερως) ή α- νήκει στο μέλλον (ο θάνατός μου) ή είναι λογική κατασκευή (ο μέσος καταναλωτής); Ο Μάινονγκ* υπέθεσε ότι αυτά τα πράγματα έχουν ένα είδος ύπαρξης, ενώ ο Ράσελ* υποστήριξε ότι δεν αναφερόμαστε πραγματικά σε αυτά. Οι πλέον γνωστές εξηγήσεις της αναφορικότητας είναι η θεωρία της σημασίας (sinn) και της αναφοράς (bedeutung) του Φρέγκε*, η θεωρία των περιγραφών του Ράσελ* και η θεωρία της αναφοράς του Στρόσον*. Βιβλιογρ.: FregeG., Uber Sinn und Bedeutung, "Zeitschrift fur Philosophic und philosophische Kritik", τ. 100, Russell B.. Denoting, "Mind", Strawson P. F., On Riferring, "Mind", Platts Μ. (εκδοτ.), Reference. Truth and Reality. Essays on the Philosophy of Language, London Σταυρούλα Τοινόρεμα Ανάχαρσις (6ος αι. π.χ.). Σκύθης ηγεμόνας και σοφός, γνωστός μόνο από ελληνικές πηγές. Κατά τον Ηρόδοτο 4, 76, πολυταξιδεμένος, θαυμαστής του ελληνικού πολιτισμού, επιχείρησε να εισαγάγει στην πατρίδα του τη λατρεία της Μητέρας των θεών και γι' αυτό βρήκε τον θάνατο από τους δικούς του. Για τους φιλοσόφους, ιδιαίτερα για τους Κυνικούς*, από τον 4ο αιώνα και έπειτα, με την τάση για εξιδανίκευση της φυσικής ζωής, ο Ανάχαρσις έγινε το πρότυπο του συνετού και επιδεκτικού βαρβάρου, κυρίως του αδιάφθορου φυσικού ανθρώπου. Ετσι, όπως διαβάζουμε στον Διογένη τον Λαέρτιο*, 1, , του απέδωσαν και ελληνίδα μητέρα, τον έκαναν φίλο του Σόλωνα*, τον κατέταξαν ανάμεσα στους Εφτά σοφούς* και απέδωσαν και σ' αυτόν, όπως και σ' εκείνους, μια σειρά από γνωμικά ή μάλλον ευφυείς απαντήσεις σε απορίες ή παρατηρήσεις. Από Κυνικούς έχουν γραφτεί επίσης ορισμένες επιστολές και άλλα κείμενα, που κατά την αρχαιότητα κυκλοφορούσαν σαν έργα του Ανάχαρση. Κυνικά κριτήρια διαθέτει ο Ανάχαρσις και ως πρόσωπο στους διαλόγους του Λουκιανού*. Ε.Ν. Ρούσσος Ανδρόνικος Κάλλιστος (θεσσαλονίκη, Λονδίνο, 1486). Έλληνας λόγιος, ο οποίος μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, όπου ήταν εγκαταστημένος τότε, κατέφυγε στη Δύση. Δίδαξε ελληνική φιλοσοφία στην Ιταλία, Γαλλία και Λονδίνο. Στη Ρώμη σχετίστηκε με τον Βησσαρίωνα* και συνεργάστηκε μαζί του. Στο Παρίσι, κατά τον Γάλλο σοφό Κλαβιέρο, με τον Ανδρόνικο άρχισε η συστηματική διδασκαλία των ελληνικών γραμμάτων. Ο Ανδρόνικος ήταν θερμός οπαδός της αριστοτελικής φιλοσοφίας και πολλοί από τους μετέπειτα ονομαστούς σοφούς της Ευρώπης υπήρξαν μαθητές του. Τίτλοι φιλοσοφικών έργων του: Περί παθών, Περί αρετών και κακών, Περί ψυχής, Περί τύχης κ.ά. Βιβλιογρ.: Κ. Σύθα, Νέος Ελληνομνήμων, τ. Ε, ο. 201 κ.ε.- Migne, Patrologia Greece, vol. 161, col κ.ε. Απ. Τζ. Ανδρόνικος ο Ρόδιος (1ος αι. π.χ.). Περιπατητικός* φιλόσοφος, γνωστός κυρίως ως ανανεωτής του αριστοτελισμού* στην εποχή του, με φιλολογική και φιλοσοφική δραστηριότητα στην Αθήνα και στη Ρώμη. Ο Ανδρόνικος, σε συνεργασία με τον δάσκαλό του, τον αλεξανδρινό Τυραννίωνα*, ανέλαβε την προσπάθεια να συγκεντρώσει, να κατατάξει, να επιμεληθεί και να εκδώσει τα διδακτικά συγγράμματα του Αριστοτέλη*, δηλαδή τα αυτόγραφα που ο μεγάλος φιλόσοφος χρησιμοποιούσε κατά τη διδασκαλία τού και που μετά τον θάνατό του είχαν αποθηκευτεί από τους κληρονόμους του και σχεδόν λησμονηθεί. Τα αριστοτελικά έργα, στη μορφή που δημοσιεύτηκαν από τον Ανδρόνικο στη Ρώμη, περίπου π.χ., έγιναν η βάση όχι μόνο για την ανανέωση της α- ριστοτελικής διδασκαλίας στον "Περίπατο", στην Αθήνα, αλλά και για τις αριστοτελικές σπουδές γενικά. Ο Ανδρόνικος δίδαξε την αριστοτελική φιλοσοφία στην Αθήνα, αλλά δεν είναι γνωστό αν ήταν απλός συνεργάτης ή διευθυντής του «Περιπάτου» και αν αυτό έγινε πριν (περίπου π.χ.) ή μετά (30 π.χ.) ή και πριν και μετά την οπωσδήποτε μακρόχρονη α- πουσία του με την εκδοτική απασχόληση του στη Ρώμη. Για την κατανόηση του αριστοτελικού συστήματος στο σύνολό του, αλλά και της φιλοσοφίας γενικά, ο Ανδρόνικος κατά τη διδασκαλία του απέδιδε θεμελιακή, προπαιδευτική σημασία στα λογικά συγγράμματα του Αριστοτέλη. Ε.Ν. Ρούσσος 90

91 ανθρωπολογισμός Ανδρούτσος Χρήστος (1669, Κίος Βιθυνίας , Αθήνα). Ένας από τους σημαντικότερους εκπρόσωπους της θεολογικής και φιλοσοφικής σκέψης στη νεότερη Ελλάδα. Καθηγητής της θεολογικής σχολής της Χάλκης και του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Σπούδασε στην Κεντρική Ιερατική Σχολή της Κωνσταντινούπολης ( ) και στη θεολογική σχολή της Χάλκης ( ). Πήγε κατόπιν στην Ευρώπη, όπου συμπλήρωσε τις θεολογικές και φιλοσοφικές του σπουδές στο Πανεπιστήμιο της ΛιψΙας. Εκεί αναγορεύτηκε διδάκτωρ της φιλοσοφίας και η διατριβή του Το κακόν παρά Πλάτωνι βραβεύτηκε. Το 1895 διορίστηκε καθηγητής στη θεολογική σχολή της Χάλκης. Αρκετό διάστημα διετέλεσε καθηγητής στα ελληνικά σχολεία της Ρουμανίας. Οταν γύρισε στην Ελλάδα διορίστηκε καθηγητής γυμνασίου στην Κρήτη και στη Μαράσλειο Ακαδημία ( ). Τέλος, στην περίοδο ήταν καθηγητής της Δογματικής και της Χριστιανικής Ηθικής στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Ν. Στ. ανεξαρτησία, στη λογική και στα μαθηματικά. 0 όρος συνήθως χρησιμοποιείται για να εκφράσει την μη αποδειξιμότητα ενός τύπου (πρότασης), καθώς και τη μη αποδειξιμότητα της άρνησής του από τα αξιώματα μιας αξιωματικής θεωρίας. Στην περίπτωση αυτή λέμε ότι ο συγκεκριμένος τύπος είναι ανεξάρτητος από τα αξιώματα της θεωρίας. Ένα παράδειγμα τέτοιου τύπου είναι το αξίωμα* της επιλογής, το οποίο είναι ανεξάρτητο από τα αξιώματα της κατά Ζερμέλο-Φρένκελ θεωρίας των συνόλων. Ένα δεύτερο παράδειγμα, ιστορικής μάλιστα σημασίας, είναι η ανεξαρτησία του αιτήματος* των παραλλήλων από τα υπόλοιπα α- ξιώματα της ευκλείδειας γεωμετρίας. Στην περίπτωση κατά την οποία ένας τύπος είναι ανεξάρτητος από ένα σύνολο αξιωμάτων, τότε είναι δυνατόν είτε αυτός είτε η άρνησή του να προστεθεί στα αξιώματα χωρίς το νέο σύνολο αξιωμάτων να καταστεί αντιφατικό. Έτσι, δεδομένου ενός συνόλου αξιωμάτων και ενός α- νεξάρτητου απ' αυτά τύπου, είναι δυνατόν να επεκταθεί το σύνολο αξιωμάτων προς δύο αλληλοαποκλειόμενες κατευθύνσεις. Κατ' αναλογίαν τύπων ή προτάσεων μπορούμε να ορίσουμε τη συναρτησιακή ανεξαρτησία, δηλαδή την ανεξαρτησία των εκφραστικών μέσων. Με αυτό εννοούμε ότι ένας όρος (έννοια) στα πλαίσια μιας τυπικής γλώσσας είναι ανεξάρτητος, αν δεν μπορεί να ορισθεί μέσω άλλων όρων (εννοιών) της γλώσσας. Η έννοια αυτής της ανεξαρτησίας συνδέεται με την ύ- παρξη συνθηκών ορισιμότητας, οι οποίες δεν μπορούν να παραβιάζονται. Διον. Αναπολιτάνος Ανθρακίτης Μεθόδιος, βλ. Μεθόδιος Ανθρακίτης ανθρωπισμός, βλ. ουμανισμός ανθρωποκεντρισμός. Φιλοσοφική και θεολογική αντίληψη, η οποία θεωρεί τον άνθρωπο ως κέντρο και ανώτερο σκοπό του σύμπαντος και της δημιουργίας στα πλαίσια της αρχής της τελεολογίας*. Εκφράστηκε στη διδασκαλία του Σωκράτη*, των σοφιστών*, των Πατέρων της Εκκλησίας*, των σχολαστικών*, αλλά και σε τάσεις των Νέων και Νεότερων Χρόνων (Βολφ*, υπαρξισμός*, Τεγιάρ ντε Σαρντέν*, φιλοσοφική ανθρωπολογία*). Ο Κ. Β. Hundeshagen αντιπαρέθετε τον χριστιανικό θεοκεντρισμό στον ανθρωποκεντρισμό του Ρουσώ* (J. J. Rousseau), ενώ ο νεοκαντιανός Βίντελμπαντ* θεωρούσε τη χριστιανική θρησκεία ανθρωποκεντρική. Η ε- ξέλιξη της επιστήμης, με την υπέρβαση του γεωκεντρικού κοσμοειδώλου, τη θεώρηση του ανθρώπου ως προϊόντος της εξέλιξης κ.λπ. υ- πονόμευσε σοβαρά τον ανθρωποκεντρισμό. Δ. Πστέλης ανθρωπολογία φιλοσοφική, βλ. ανθρωπολογία φιλοσοφική ανθρωπολογική αρχή, βλ. ανθρωπολογισμός ανθρωπολογική σχολή, βλ. σχολή ανθρωπολογίας ανθρωπολογισμός. Φιλοσοφική τάση κατά την οποία θεμελιώδης και αφετηριακή κατηγορία του φιλοσοφικού στοχασμού είναι ο άνθρωπος, είτε ως ατομική οντότητα είτε ως εκπρόσωπος του ανθρώπινου γένους. Συνδέεται κυρίως με την αδυναμία θεωρητικής εξέτασης της ανθρωποκοινωνιογένεσης αλλά και της διαλεκτικής του όλου πλέγματος κοινωνικών σχέσεων της ανεπτυγμένης ανθρωπότητας. Κατ' αυτό τον τρόπο, ο άνθρωπος ως φυσική - βιολογική οντότητα, δηλαδή οι προϋποθέσεις 91

92 ανθρωπομορφισμός του κοινωνικού ανθρώπου εκλαμβάνονται ως ουσία του ανθρώπου. Η θέση αυτή αποδίδει στη φύση του εξωίστορικά θεωρούμενου ατόμου και διάφορες συγκεκριμένου ιστορικού χαρακτήρα κοινωνικές ιδιότητες (π.χ. την ροβινσονάδα της κλασικής αστικής οικονομικής σκέψης, τα «φυσικά δικαιώματα», αναπόσπαστο μέρος των οποίων θεωρούσαν την ιδιωτική ιδιοκτησία κ.λπ.). Από τον 17ο μέχρι τις αρχές του 19ου αι. ο ανθρωπολογισμός τεκμηρίωνε τα επαναστατικά κινήματα της ανερχόμενης α- στικής τάξης αντιτάσσοντας στο φεουδαρχικό καθεστώς την αυθεντική φύση του ανθρώπου, το φυσικό δίκαιο* κ.λπ. Σημαντικότεροι εκπρόσωποι αυτής της κατ' εξοχήν υλιστικής τάσης ήταν οι: Ελβέτιος*, Φόυερμπαχ* και Τσερνισέφσκι*. Από τα μέσα του 19ου αι. εμφανίζονται υποκειμενικές ιδεαλιστικές τάσεις ανθρωπολογισμού, οι οποίες σε διάφορες παραλλαγές τους χαρακτηρίζουν και πολλά σύγχρονα φιλοσοφικά ρεύματα (Φ. Νίτσε*, Β. Ντίλταϊ*, Γκ. Ζίμμελ*, Μ. Σέλερ*, Α. Γκέλεν* και υπαρξισμός*, πραγματισμός*, φιλοσοφία της ζωής*, φιλοσοφική ανθρωπολογία*, ανθρωποκοινωνιολογία, κοινωνικός δαρβινισμός*, κοινωνιοβιολογία*, φρουδισμός* κ.λπ.). Βιβλιογρ.: Helvetius Κ.. De V Homme, de ses facultes intellectuelles et de son 6ducation, Paris, Feuerbach L., Zur Kritik der Hegelschen Philosophie, στο "Hallische jahrtoucher lur deutsche Wissenschaft und Kunst", Τσερνισέφσκι Ν. Γκ., Η ανθρωπολογική αρχή στη φιλοσοφία, στο "Σοβρεμένικ", 1960, βλ. Έργα", ρωσ. έκδ.. Μόσχα, 1987, τόμ. 2, σελ , (ελλ. έκδ. Τα φιλοσοφικά, Ηριδανός. Αθ., χ.χ.).- Μπιτσάκη Ε., Φιλοσοφία του ανθρώπου, Gutenberg, Αθ Δ. Πατέλης ονθρωπομορφισμός. Παράσταση με ανθρώπινη μορφή, απονομή ανθρώπινων (σωματικών, ψυχικών κ.λπ.) ιδιοτήτων σε φυσικά φαινόμενα συνδεόμενα με τη φανταστική, μυθολογική κ.λπ. υποστασιοποίηση αυτών των ιδιοτήτων (θεότητες, δαίμονες, πνεύματα κ.λπ.) ως προσωποποίηση θρησκευτικών και μυθολογικών α- πεικασμάτων. Στις πρώιμες δοξασίες συνδέεται με τον τοτεμισμό*, τη μαγεία*, τον ζωομορφισμό, τον φυτομορφισμό, τον ανιμισμό* και τη μετεμψύχωση*. Κλασική περίπτωση ρεαλιστικού ανθρωπομορφισμού αποτελούν οι ολύμπιοι θεοί της ελληνικής αρχαιότητας. Παρά την επίσημη αντιανθρωπομορφική θέση τους, μερικές παγκόσμιες θρησκείες υιοθετούν ανθρωπόμορφες γλυπτές ή εικονογραφικές παραστάσεις (όπως π.χ. ο Βουδισμός* και ο Χριστιανισμός*). Στοιχεία ανθρωπομορφισμού υπάρχουν στον λαϊκό παραδοσιακό πολιτισμό, σε καλλιτεχνικά εκφραστικά μέσα, σε γλωσσικούς ιδιωματισμούς που απηχούν αρχέγονες ανθρωπομορφικές αντιλήψεις (π.χ. «βρέχει», «χαράζει»), αλλά και στην ορολογία που αφορά στη σύγχρονη επιστημονική και τεχνολογική δραστηριότητα (π.χ. μηχανοργάνωση, μνήμη ηλεκτρονικού υπολογιστή κ.λπ.). Η φιλοσοφική κριτική κατά της αναπαράστασης θεοτήτων κατ' εικόνα και ομοίωση του ανθρώπου εκφράζεται στην αρχαιότητα μαχητικά από τον ιδρυτή της Ελεατικής σχολής Ξενοφάνη* και κατά τον 19ο αι. από τους Λ. Φόυερμπαχ*, Κ. Μαρξ* κ.ά. Δ. Πατέλης άνθρωπος (Human, Man). 1) Το ανθρώπινο άτομο από τη σκοπιά των φυσικών (και βιολογικών) και των κοινωνικών του ιδιοτήτων το άτομο ως κοινωνικό φαινόμενο, ως προϊόν και υποκείμενο της κοινωνικής δραστηριότητας. 2) συνώνυμο της λέξης ανθρωπότητα. Στα ανατομικά και φυσιολογικά χαρακτηριστικά του έμφρονος ανθρώπου (homo sapiens) συγκαταλέγονται η όρθια στάση, η δίποδη βάδιση, η δομή και η λειτουργία των άνω άκρων κ.ά. γνωρίσματα τα οποία διαμορφώθηκαν κατά την ανθρωποκοινωνιογένεση. Στην πορεία της τελευταίας αυξήθηκε ο όγκος του ε- γκεφάλου, πραγματοποιήθηκε μια ιδιότυπη νευρολογική εξέλιξη των ανθρωποειδών σε σύγκριση με τα άλλα πρωτεύοντα, αναπτύχθηκε η ικανότητα χρησιμοποίησης συμβόλων, χειρισμού και παραγωγής εργαλείων, η γλώσσα και η συμβολική - πολιτισμική συμπεριφορά. Η "φυλετική" ενδογενετική εξέλιξη του ανθρώπου (οι αλλαγές γονιδιακού αποθέματος που οδηγούν στη διαφοροποίηση νέων ειδών ή ταξινομικών βαθμίδων) σταμάτησε ουσιαστικά τα τελευταία χρόνια (από τα τέλη της Μέσης Πλειστόκαινης). Ως εκπρόσωπος της ώριμης, της ανεπτυγμένης κοινωνίας, ο άνθρωπος συνιστά ένα πολυεπίπεδο ιεραρχημένο και διατεταγμένο σύστημα, μιαν ολότητα στοιχείων, σχέσεων, ιδιοτήτων και διαδικασιών οργανικά συνδεόμενων μεταξύ τους. Η αλληλεπίδραση των ανθρώπων με το περιβάλλον για τη διατήρηση της ζωής τους, αλλά και μεταξύ τους για τη διαιώνιση του βιολογικού τους είδους συνιστά την α- πλούστερη σχέση της κοινωνίας. Η εργασιακή (παραγωγική) επενέργεια των ανθρώπων στο 92

93 άνθρωπος (φυσικό και τεχνητό) περιβάλλον τους και οι συνδεόμενες με αυτήν μεταξύ τους σχέσεις συνιστούν την ουσία της κοινωνίας, από την οποία (σε συνδυασμό με την απλούστερη σχέση) απορρέει όλο το φάσμα των μορφών κοινωνικής συνείδησης του ανθρώπου (γνώση, επιστήμη, ηθική, πολιτική, αισθητική, θρησκεία, φιλοσοφία κ.λπ.). Ο άνθρωπος ως εσωτερική ενότητα κοινωνικού και ατομικού (βιολογικού, ψυχοφυσιολογικού κ.λπ.), από τη σκοπιά της αφομοίωσης των ιστορικά διαμορφωνόμενων συγκεκριμένων ειδών δραστηριότητας και κοινωνικών σχέσεων συνιστά την "προσωπικότητα". Η βαθμιαία εμφάνιση και ανάπτυξη της εργασιακής δραστηριότητας μετασχημάτισε ριζικά τις αναγκαίες και ικανές για την εμφάνιση του κοινωνικού ανθρώπου φυσικές προϋποθέσεις (περιβαλλοντικές συνθήκες, έμβια όντα, homo sapiens, αγελαίος τρόπος ζωής κ.λπ.). Ολη η ι- στορία της εμφάνισης και διαμόρφωσης του ανθρώπου είναι μια αντιφατική διαδικασία βαθμιαίου μετασχηματισμού του κατ' εξοχήν φυσικού σε καθαυτό κοινωνικό, κατά την οποία το πρώτο αίρεται (βλ. άρση) από το δεύτερο ως υ- ποταγμένη στιγμή του. Η κορύφωση της διαμόρφωσης της ανθρώπινης ιστορίας οδηγεί στην κυριαρχία του κοινωνικού, με μιαν άκρως εξωτερική και πραγματοποιημένη μορφή ληστρικής εκμετάλλευσης του φυσικού περιβάλλοντος και χειραγώγησης του ανθρώπου, η οποία εμπεριέχει την αρνητική πλευρά των δημιουργικών δυνάμεων του ανθρώπου ως καταστροφική και αυτοκαταστροφική δυνατότητα (οικολογική κρίση, πόλεμος μαζικής εξόντωσης). Η αυθεντικά ανθρώπινη ιστορία, η ώριμη αταξική κοινωνία θα χαρακτηρίζεται, κατά τον Μαρξ', από την ολόπλευρη ανάπτυξη των δημιουργικών ικανοτήτων του κάθε ανθρώπου ως αυτοσκοπού. Το κάθε ανθρώπινο άτομο, από τη γέννησή του μέσω της κοινωνικοποίησής του, αφομοιώνει σταδιακά το κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο και τα είδη της ανθρώπινης δραστηριότητας και επικοινωνίας, επαναλαμβάνοντας σε ανηρμένη μορφή την ανθρωποκοινωνιογένεση (η ο- ντογένεση «επαναλαμβάνει» τη φυλογένεση). Οι περιπτώσεις παιδιών που «διαπαιδαγωγήθηκαν» σε ζωώδες περιβάλλον αποδεικνύουν ότι είναι ανέφικτη η διαμόρφωση του ανθρώπου έξω από την κοινωνία. Ακόμα και η δίποδη βάδιση είναι επίκτητη ικανότητα, ακόμα και καθαρά φυσιολογικές λειτουργίες του ανθρώπινου οργανισμού μετασχηματίζονται κοινωνικά υπό την επίδραση του υλικού και πνευματικού πολιτισμού (π.χ. η επιλεκτική λειτουργία των αισθήσεων). Ο άνθρωπος εξετάζεται από διάφορες επιστήμες: από την κοινωνιολογία, την ανθρωπολογία, την εθνογραφία, την παιδαγωγική, την α- νατομία, τη φυσιολογία, την ψυχολογία κ.ά. Η φιλοσοφία, ως η βαθύτερη μορφή κοινωνικής συνείδησης και ορθολογικής κοσμοαντίληψης, στον βαθμό που επιδιώκει να είναι επιστημονική, εξετάζει τον άνθρωπο, το κοινωνικό είναι, λαμβάνοντας υπόψη και τα σχετικά πορίσματα των επιστημών, αλλά και των διεπιστημονικών προσεγγίσεων του ανθρώπινου φαινομένου. Η ιστορία του φιλοσοφικού στοχασμού περιστρέφεται κατά πολύ γύρω από τα βασικά προβλήματα της προέλευσης, της φύσης, της ουσίας και του προορισμού του ανθρώπου. Η αρχαία κινεζική, ινδική και ελληνική φιλοσοφία θεωρούσε τον άνθρωπο μέρος της υπερχρονικής τάξης του σύμπαντος, ως μικρόκοσμο (Δημόκριτος*) που απεικόνιζε και συμβόλιζε τον ανθρωπομορφικά εννοούμενο μακρόκοσμο. Κατά τη μετενσωμάτωση της ινδικής φιλοσοφίας, ρευστοποιούνται τα όρια μεταξύ έμβιων όντων, αλλά μόνο ο άνθρωπος επιδιώκει τη λύτρωση από την εμπειρική ύπαρξη και τον νόμο του κάρμα - σαμσάρα*. Σε αντιδιαστολή με την πλατωνική αντίληψη του ανθρώπου ως φορέα πνεύματος (η αρχή του οποίου εννοείται ως υπερατομική και α- πρόσωπη), ο Πρωταγόρας* προβάλλει ως μέτρο, κριτήριο και κανόνα των πάντων τον άνθρωπο. Η αρχαία αντίληψη περί ανθρώπου συμπυκνώνεται στο έργο του Αριστοτέλη*, κατά τον οποίο ο άνθρωπος είναι φύσει «πολιτικόν ζώον», ένα ον προικισμένο με ψυχή και λογικό και ικανό για κοινωνική ζωή. Στον χριστιανισμό* τονίζεται η εσωτερική διττότητα της φύσης του ανθρώπου (που αποτελείται από ψυχή και σώμα), η οποία είναι μεν «εικόνα και ομοίωση του θεού», ωστόσο ωθείται από το σώμα (το «σαρκίον») σε αμαρτωλά παραπτώματα. Η μορφή του θεανθρώπου παρέχει τη δυνατότητα εσωτερικής επικοινωνίας κάθε ανθρώπου με τη «θεία χάρη», η οποία μέσω εσωτερικών ρυθμιστικών αρχών (βιωμάτων, συνείδησης) και υπό το πρίσμα μιας ιεραρχίας αρετών διασφαλίζει τη «σωτηρία». Η φιλοσοφία της Αναγέννησης αναδεικνύει την αυτονομία της ατομικότητας και το απεριόριστο των δημιουργικών δυνατοτήτων του ανθρώπου. Η αν- 93

94 άνθρωπος θρωποκεντρική κοσμοθεώρηση της εποχής ε- δράζεται στην παραδοχή της τελειότητας της φύσης του ανθρώπου, στην αρμονία ψυχής και σώματος, στον κόσμο των αισθημάτων και των συναισθημάτων του ανθρώπου (Πίκο ντέλλα Μιραντόλα*, Νικόλαος Κουζάνος* κ.ά.). Ο ευρωπαϊκός ορθολογισμός* των νέων χρόνων, ξεκινώντας από τον Ντεκάρτ*, θεωρεί τη νόηση όχι μόνο ειδοποιό και ουσιώδες χαρακτηριστικό του ανθρώπου, αλλά και τη μοναδική αξιόπιστη μαρτυρία της ύπαρξής του (cogito ergo sum). Η καρτεσιανή παράδοση ενισχύει τον δυϊσμό ψυχής και σώματος, ταυτίζοντας την ψυχή με τη συνείδηση και ανάγοντας το σώμα σε φυσικά και μηχανικά φαινόμενα (βλ. ψυχοφυσικό πρόβλημα, αναγωγισμός). Η παράδοση αυτή ωθείται στα άκρα της από τον Λαμετρί* (Ο άνθρωπος μηχανή). Ο διαφωτισμός* τονίζει τη δυνατότητα και την αναγκαιότητα αυτοδιαμόρφωσης του ανθρώπου μέσω του πολιτισμού και της γλώσσας. Ο Β. φρανκλίνος* ορίζει τον άνθρωπο ως «ζώο που κατασκευάζει εργαλεία». Ο γερμανικός ιδεαλισμός (τέλη 18ου - αρχές 19ου αι.) επικεντρώνει την προσοχή του στην ενεργό αυτοσυνείδηση του ανθρώπου. Ο I. Καντ* θεωρεί βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας τον άνθρωπο, διακρίνοντας σε αυτόν τον κόσμο της φυσικής αναγκαιότητας και τον κόσμο της ηθικής ελευθερίας. Η φυσική φιλοσοφία του ρομαντισμού* (Χέρντερ*, Γκαίτε* κ.ά.) επιστρέφει κατά κάποιον τρόπο στον αναγεννησιακό ανθρωποκεντρισμό* προβάλλοντας τον άνθρωπο ως ζωντανή ολότητα, η σωματική «ανεπάρκεια» του οποίου έναντι άλλων ζώων αντιστρέφεται σε υπεροχή με την αυτοδιαμόρφωσή του και τον πολιτισμό. Η νομικοπολιτική αυτοτέλεια του ατόμου που χαρακτηρίζει την άνοδο της κεφαλαιοκρατίας οδηγεί σε κοινωνικο-φιλοσοφικές θεωρήσεις ατομικιστικού χαρακτήρα, οι οποίες έβλεπαν την κοινωνία ως συνονθύλευμα εξωιστορικά θεωρούμενων ατόμων, στη φύση των οποίων απέδιδαν και ιδιότητες του εξιδανικευμένου αστού (βλ. τη «ροβινσονάδα» της κλασικής αστικής οικονομολογίας, τον homo economicus, τα «φυσικά δικαιώματα», με αναπόσπαστο στοιχείο τους την ιδιωτική ιδιοκτησία κ.λπ.). Βαθμιαία αναπτύσσεται η ιδέα του ιστορισμού του ανθρώπου. Ο Νοβάλις* θεωρεί την ιστορία «εφαρμοσμένη ανθρωπολογία». Ο Χέγκελ* βλέπει τον άνθρωπο ως υποκείμενο της πνευματικής δραστηριότητας, δημιουργό του πολιτισμού και φορέα της απόλυτης ιδέας, της καθολικής ιδεατής αρχής, του αυτοανελισσόμενου "απόλυτου πνεύματος"*. Ο φόυερμπαχ* α- ναπροσανατολίζει τη φιλοσοφία ανθρωπολογικά, θέτοντας στο κέντρο της την αισθησιακή - σωματική οντότητα του ανθρώπου. Ο Κ. Μαρξ* ορίζει την ουσία του ανθρώπου ως διατεταγμένο σύνολο των κοινωνικών του σχέσεων και την κοινωνία ως διαδικασία και παράγωγο της αλληλεπίδρασης των ανθρώπων. Εξετάζει την ιστορία του ανθρώπου ως φυσικο-ιστορική νομοτελειακή διαδικασία και θεωρεί όλη την προταξική και ταξική ανάπτυξη της κοινωνίας «προϊστορία» του ανθρώπου, από την οποία νομοτελειακά θα ανακύψει η «αυθεντικά ανθρώπινη» ιστορία, η αταξική κοινωνία. Ο στενός συνεργάτης του Ένγκελς* ε- πιχειρεί να γενικεύσει θεωρητικά τα δεδομένα των ιστορικών επιστημών του 19ου αι. και αποκαλύπτει τον ρόλο της εργασίας στην ανθρωπογένεση. Ο Τσερνισέφσκι* αναπτύσσει την ανθρωπολογική αρχή της φιλοσοφίας ως θεμελίωση του επαναστατικού δημοκρατικού κινήματος. Ο Νίτσε* παρουσιάζει τον άνθρωπο ως παίγνιο ζωτικών, συναισθηματικών και βουλητικών δυνάμεων και ανορθολογικών έλξεων. Ο Κίρκεγκορ* προτάσσει τη βουλητική πράξη και την εκλογή του ανθρώπου ως αυτοκαθοριζόμενη πνευματική ουσία. Οι φιλοσοφικές απόψεις από τα τέλη του 19ου αι. επικεντρώνουν την προσοχή τους σε κάποιες ιδιαιτερότητες του ανθρώπινου φαινομένου: στη "διαίσθηση"* (Μπερξόν*), στην εργαλειακή δραστηριότητα (Ντιούι*), στα βιώματα του φόβου και του πεπερασμένου της ύπαρξης (Χάιντεγκερ*), στους μηχανισμούς του ασυνείδητου και της γενετήσιας ορμής (φροϋδισμός*), στην προσωπικότητα και στην ύπαρξη (υπαρξισμός*, περσοναλισμός*), στις δομές των φαινομένων της «καθαρής» συνείδησης (Χούσσερλ,* φαινομενολογία*) κ.λπ. (βλ. και λ. προσωπικότητα, κοινωνία, φιλοσοφική ανθρωπολογία, ανθρωπολογισμός και τη βιβλιογραφία τους). Βιβλιογρ.: R. Foley, Another Unique Species. Patterns in human evolutionary ecology, Ν. Y. - London, Σ. Δημητρίου, Η εξέλιξη του ανθρώπου, 2-3. εκδ. Καστανιώτη. Μπ. Γκ. Ανάνιεφ, Περί των προβλημάτων της σύγχρονης ανθρωπογνωσίας, Μόσχα, Κ. Μαρξ Φ. Ένγκελς, Η Γερμανική Ιδεολογία, τόμ. 1-2, Gutenberg. Αθήνα, θ. Βέικου, Αρχαίος Ελληνικός Διαφωτισμός, Αθήνα Γ. Αλατζόγλου - θέμελη. Πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος. Η πλατωνική και η αριστοτελική μαρτυρία, Αθήνα, Α. Σαφ, Φιλοσοφία του ανθρώπου, θεμέλιο. Αθήνα, Ε. Μπιτσάκη, Φίλο- 94

95 ανομία σοφία του ανθρώπου. Gutenberg, Αθήνα, Α. Μπαγιώνα, Η ιστορικότητα της συνείδησης στη φιλοσοφία του γαλλικού διαφωτισμού. Ολκός. Αθήνα, Δ. Πατέλης ΑνθρωποσοφΙα. Μυστικιστική θεωρία, παρακλάδι της θεοσοφίας*, την οποία διετύπωσε ο Ρούντολφ Στάινερ* ( ). Δεχόμενος τις θεωρίες της θεοσοφίας, που αποτελούν ένα συμπίλημα βουδιστικών και χριστιανικών, κυρίως προτεσταντικών, δοξασιών, ο Στάινερ θέλει να μεταφέρει στην πράξη τις αρχές της σκοπός αυτής της πρακτικής πλέον θεοσοφίας θα είναι η ανακάλυψη και αποκάλυψη των κρυμμένων ικανοτήτων και δυνατοτήτων του ανθρώπου, που μπορεί ν' αποκαλυφθούν και να καλλιεργηθούν με την κατάλληλη αγωγή και ο- ρισμένες ασκήσεις. Στις διδασκαλίες της Ανθρωποσοφίας, πέρα από τη θεοσοφική της βάση, θα βρούμε και άλλα στοιχεία προερχόμενα από τα αρχαία μυστήρια, τον νεοπλατωνισμό*, την ιδεαλιστική φιλοσοφία κ.λπ. Ο Στάινερ, επιδιώκοντας να μεταφέρει τις θεωρίες του στην πράξη, προτείνει τη διαίρεση της κοινωνίας σε τρεις τομείς (κράτος, δικαιοσύνη, οικονομία) και νέα μέθοδο για την κατάργηση των μηχανών στη γεωργία. Ο ίδιος ίδρυσε Εταιρεία για τη διάδοση και εφαρμογή των ιδεών του (Ντόρναχ Ελβετίας, 1913), οι οποίες είχαν στην εποχή του και έχουν ακόμη κάποια απήχηση σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες (βλ. και λ. Θεοσοφία), ε. χ. ανιμισμός (από το λατ. animus = ψυχή) ή ψυχοκρατία, σε ελληνική απόδοση. Αρχαιότατη λαϊκή και κατόπιν φιλοσοφική δοξασία, κατά την οποία τα πάντα στη φύση έχουν ψυχή. Πίσω από κάθε αντικείμενο ή φαινόμενο της φύσης (άνεμος, βροχή, αστραπή, βροντή) και της ζωής (επιδημίες) κρύβεται ένα άυλο και α- όρατο πνεύμα, που κυβερνά σύμφωνα με τη θέλησή του. 0 ανιμισμός εμφανίζεται στις απαρχές της ανθρώπινης ιστορίας σε πολλά μέρη του κόσμου, μεταξύ λαών με διαφορετική φυλετική καταγωγή και πολιτιστική ανάπτυξη, όταν ακόμη ο άνθρωπος ήταν αδύναμος μπροστά στη φύση, της οποίας αγνοούσε τους νόμους. Η πίστη ότι οι ψυχές των πεθαμένων προγόνων υπάρχουν στη φύση ως πνεύματα, τα οποία αναπτύσσουν δραστηριότητες που επηρεάζουν τη ζωή των ζωντανών, προς το καλό τα αγαθά και προς το κακό τα κακοποιό, οδήγησε στη λατρεία των πνευμάτων αυτών και στη διαμόρφωση πρωτόγονων θρησκειών. Στη φιλοσοφία ανιμισμός καλείται η θεωρία ε- κείνη που θεωρεί ως πρωταρχική αιτία όλων των φαινομένων της ζωής την ψυχή. Διαμορφώθηκαν μάλιστα δύο είδη φιλοσοφικού ανιμισμού. Ο πρώτος θεωρεί ότι το σώμα παράγεται και οργανώνεται από την ψυχή. Ο δεύτερος θεωρεί το κάθε κύτταρο ως είδος μικροσκοπικού ζώου και ότι το σώμα παράγεται από τη συμφωνία όλων αυτών των στοιχειωδών ψυχών ("πολυζωικός ανιμισμός"). Ο διάσημος Αγγλος ανθρωπολόγος Edward Tylor υιοθέτησε (1871) τον όρο ανιμισμός για να χαρακτηρίσει μ" αυτόν την "πίστη σε πνευματικά όντα", στην ύπαρξη δηλαδή ατομικών ψυχών, που είναι ικανές να συνεχίσουν την ύπαρξή τους μετά τον θάνατο. Την άποψή του αυτή τη στηρίζει στην εμπειρία των ονείρων και των οραμάτων, οπότε η ψυχή απομακρύνεται από το σώμα και παίρνει άλλα σχήματα και μορφές' και πιστεύεται ότι κάτι ανάλογο πρέπει να συμβαίνει και μετά τον θάνατο. Απ. Τζ. ΑννΙκερις ο ΚυρηναΙος (περ π.χ.). Φιλόσοφος της Κυρηναϊκής σχολής και αρχηγός της μιας από τις τρείς γνωστές ομάδες της ("ΑννικέρειοΓ, "θεοδώρειοι", "Ηγησιακοί"), μαθητής του Αντίπατρου του Κυρηναίου και δάσκαλος του Θεόδωρου* του Αθεου. Ο Αννίκερις διεύρυνε το κριτήριο της Κυρηναϊκής φιλοσοφίας, αναγνωρίζοντας την ηδονή όχι μόνο ως "ιδιοπαθητική", δηλαδή ατομική, αλλά και ως "συμπαθητική", δηλαδή κοινωνική. Ετσι ο Αννίκερις, αντίθετα από τον Επίκουρο* και τον Αρίστιππο*, τον ιδρυτή της Κυρηναϊκής σχολής, παραδεχόταν και ορισμένες υποχρεώσεις του ατόμου απέναντι στην πατρίδα, στους συγγενείς και στους φίλους, ύστερα από τη διαπίστωσή του ότι η ηδονή εξαρτάται και από τις σχέσεις του ατόμου με το περιβάλλον του. Ε. Ν. Ρούσσος ανομία. 1. Εννοια που για πρώτη φορά εισήγαγε στην κοινωνιολογική ανάλυση ο Εμίλ Ντυρκαίμ* και υποδηλώνει την απουσία ή τη χαλάρωση του συστήματος κανόνων και αξιών μιας κοινωνίας. Σε ανομικές καταστάσεις εξασθενούν όλα εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν ρυθμιστικό παράγοντα της ανθρώπινης συμπεριφοράς, όπως κοινά ιδανικά, κοινά συναισθήματα, κοινές αξίες και κοινοί κανόνες, 95

96 ανόμοια με αποτέλεσμα να διαταράσσεται η σχέση του ατόμου με την ομάδα του. Η έννοια της ανομίας γνώρισε διαφορετικές εκδοχές, ακόμη και στο έργο του ίδιου του Ντυρκαίμ. Για πρώτη φορά τη συναντάμε στο έργο του Περί καταμερισμού της κοινωνικής εργασίας (1893) και αποδίδεται με τον όρο αυτό εκείνη η κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ηθικών και νομικών κανόνων, κυρίως στην οικονομική οργάνωση της κοινωνίας. Αντίθετα, στο έργο Η αυτοκτονία (1897) το κεντρικό πρόβλημα για τον Ντυρκαίμ είναι η σχέση του ατόμου με την κοινότητα. Η ανομία δεν εξηγείται εδώ με βάση το επίπεδο της οικονομικής / κοινωνικής οργάνωσης, αλλά με βάση τη σχέση του ατόμου με το σύστημα αξιών και κανόνων. Ως ανομία μεταφράζεται η αδυναμία του ατόμου να περιστείλει τις επιθυμίες του, να παραιτηθεί από τις συνεχείς διεκδικήσεις, να προτάξει το συμφέρον της ομάδας έναντι του ατομικού - προσωπικού. Οι συνεχείς διεκδικήσεις οδηγούν σε ενίσχυση του ανταγωνισμού, διαταράσσουν τη συνεργασία καθώς και τη σχέση του υποκειμένου με την κοινότητα στην οποία ανήκει και δυσχεραίνουν την ενσωμάτωση του σ' αυτή. Οι κανόνες δεν είναι πλέον δεσμευτικοί για το κοινωνικό υποκείμενο, που χάνει τον προσανατολισμό του και οδηγείται σε μορφές αποκλίνουσας συμπεριφοράς, όπως είναι η αυτοκτονία, το έγκλημα κ.λπ. Ανομία με την έννοια αυτή είναι η κρίση των σύγχρονων βιομηχανικών κοινωνιών ως α- πορροια της χαλάρωσης όλων των συνεκτικών δεσμών του ατόμου με την κοινότητα. 2. Την έννοια της ανομίας διαπραγματεύθηκε ο Ρόμπερτ Μέρτον* περισσότερο από τη σκοπιά των συνεπειών που αυτή έχει στο κοινωνικό υποκείμενο, δίνοντάς της συγχρόνως μια ψυχοκοινωνική διάσταση. Ως ανομία ορίζεται η δυσαρμονία μεταξύ πολιτισμικών στόχων που θέτει η κοινωνία και νόμιμων μέσων που το άτομο έχει στη διάθεσή του για την επίτευξη αυτών των στόχων. Στις σημερινές βιομηχανικά αναπτυγμένες κοινωνίες, ενώ προπαγανδίζεται η "κοινωνική επιτυχία", η οποία εννοείται ως υλική κυρίως επιτυχία, δεν γίνεται λόγος για τα νόμιμα μέσα που το κοινωνικό υποκείμενο πρέπει να χρησιμοποιήσει προκειμένου να ανταποκριθεί στα προβαλλόμενα κοινωνικά πρότυπα. Στο οπτικό πεδίο των αναλύσεων του Μέρτον υπάρχει η αμερικανική κοινωνία και συγκεκριμένα το "αμερικανικό όνειρο". Ο δρόμος για την επίτευξη τέτοιων στόχων και, ειδικότερα, για κοινωνική ανέλιξη και απόκτηση πλούτου γίνεται ιδιαίτερα δύσκολος για όσους διαθέτουν χαμηλό επίπεδο μόρφωσης και περιορισμένο εισόδημα. Σ' αυτές τις περιπτώσεις τα άτομα καταφεύγουν σε διάφορα πρότυπα κοινωνικής προσαρμογής Ο Μέρτον διακρίνει πέντε πρότυπα κοινωνικής προσαρμογής, που συγχρόνως αποτελούν και τον καθρέφτη των στάσεων του ατόμου απέναντι στους πολιτισμικούς στόχους και τα θεσμικά μέσα για την επίτευξη αυτών των στόχων: κονφορμισμός (conformity), καινοτομία (innovation), τυπολατρία (ritualism), απόσυρση (retreatism), εξέγερση (rebellion). Βιβλιογρ.: Durkheim Ε.. The Division ol Labour in Society. The Free Press, London, Durkheim Ε., Η αυτοκτονία. εκδ. ΑναγνωστΙδη, Αθήνα, χ.χ.- Merton R. Κ.: "Social Structure and Anomie". στο έργο του: Social Theory and Social Structure. The Free Press, Glencoe, Alperl H Emile Durkheim and his Sociology. New York Xp. Νόβα - Καλταούνη ανόμοια. Ο όρος εμφανίζει πολυσημία. Μπορούμε να διακρίνουμε τρεις σημασίες του όρου. Κατά τον Βοήθιο* ανόμοιοι είναι οι όροι που είναι διάφοροι αλλά όχι αντίθετοι. Κατά τον Λάιμπνιτς*, ο όρος αναφέρεται σε δύο έννοιες που δεν βρίσκονται σε σχέση γένους και είδους, σε δύο έννοιες, δηλαδή, που η μία δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κατηγόρημα της άλλης. Γενικότερα και ορθότερα, ανόμοιες λέγονται δύο έννοιες που δεν βρίσκονται ούτε σε σχέση είδους και γένους, ούτε σε σχέση ενός είδους προς άλλο είδος του ίδιου γένους. Διον. Αναπολιτάνος ανορθολογισμός (ιρρασιοναλισμός, από το λατ. irrationalis = ανορθολογικός). Στην ιστορία της φιλοσοφίας κίνηση ενάντια στον "ορθολογισμό" και τον "Διαφωτισμό"*, η οποία αμφισβητεί λίγο ή πολύ ριζικά την ικανότητα της λογικής, της επιστημονικής σκέψης να γνωρίσει και να εκφράσει τις καθοριστικές σχέσεις και νομοτέλειες της αντικειμενικής πραγματικότητας, και θέλει να την αντικαταστήσει με άλλες -για τον ανορθολογισμό ανώτερεςγνωστικές λειτουργίες, που τις βλέπει σε διάφορες εξωλογικές πλευρές της πνευματικής ζωής: τη βούληση, τη διαίσθηση (ενόραση), την άμεση βιωματική εμπειρία, τη μυστική "φώτιση", τη φαντασία, το ένστικτο, το "ασυνείδητο" κ.λπ. 96

97 Άνσελμος της Αόστης Ετσι, ο ανορθολογισμός δεν είναι κάποιο αυτοτελές φιλοσοφικό ρεύμα, αλλά ένα στοιχείο και συστατικό μέρος διαφορετικών φιλοσοφικών συστημάτων και ρευμάτων. Καταρχήν, α- νορθολογικές ως προς το βασικό τους περιεχόμενο είναι όλες οι θρησκείες και θρησκευτικο-φιλοσοφικές διδασκαλίες, μ' όλο που σε μεταγενέστερα στάδιά τους επικαλούνται στοιχεία λογικής σκέψης. Για τη "βουλησιαρχία"* του Σοπενάουερ* το ύ- στατο θεμέλιο της πραγματικότητας είναι μια τυφλή δύναμη, η "βούληση", που δρα χωρίς κανένα κίνητρο. Ολα επομένως τα συμβαίνοντα "στερούνται νοήματος" και η ιστορία δεν έχει καμιά λογικότητα. Στο ίδιο περίπου μήκος κύματος κινείται και η φιλοσοφία του ώριμου Σέλλινγκ* (η "φιλοσοφία της αποκάλυψης") και του Κίρκεγκορ", καθώς και του Νίτσε", ιδρυτή της "φιλοσοφίας της ζωής" (Lebensphilosophie), όπως επίσης και του Εντουαρντ Χάρτμαν", ιδρυτή της "φιλοσοφίας του ασυνείδητου". Στις αρχές του 20ού αιώνα (1907) ο Μπερξόν* δημοσιεύει το έργο του Η δημιουργική εξέλιξη, που άσκησε ισχυρή επίδραση κατά το διάστημα του μεσοπολέμου ως η κύρια θεωρητική θεμελίωση του ενορατισμού (ιντουϊσιονισμού), όπου η "ενόραση"", μια μορφή άμεσης γνώσης που "εισδύει μεμιάς στην ουσία των πραγμάτων", είναι το μοναδικό έγκυρο όργανο της (μεταφυσικής) γνώσης, ενώ η διάνοια, η λογική σκέψη, είναι εντελώς ανεπαρκής για μια βαθιά κατανόηση της εξέλιξης του κόσμου, η οποία συντελείται χάρη σε μια μυστηριώδη ε- νέργεια, τη "ζωική ορμή". Η μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο περίοδος σημαδεύεται από μιαν έξαρση των ανορθολογικών επιθέσεων κατά του λογικού και της επιστήμης, στις προόδους των οποίων αποδίδεται η πολύπλευρη κρίση, κοινωνική, πολιτισμική, υπαρξιακή, αξιών. Ο ούγγρος φιλόσοφος Λούκατς* συνόψισε, στο έργο του Η καταστροφή του λογικού (1954, στα γερμανικά), την αναβίωση και ενδυνάμωση στη φιλοσοφία και την κοινωνιολογία ανορθολογικών αντιλήψεων, δείχνοντας την κοινωνική ρίζα τους, ιδιαίτερα στις οικονομικά και τεχνολογικά αναπτυγμένες χώρες την εποχή της "επιστημονικο-τεχνικής επανάστασης". Γιόν. Κρητικός ανοχή. Ενας από τους ψυχικούς παράγοντες οι οποίοι συνιστούν ισχυρή βούληση. Το να α- νέχεται, να υπομένει κανείς το να δείχνει ηρεμία μπροστά στις ανυπέρβλητες δυσκολίες και τα ανεπανόρθωτα δυστυχήματα. Το να υπομένει αδιαμαρτύρητα μια προσβολή που θίγει τα στοιχειώδη δικαιώματά του, ενώ θα μπορούσε να αντιδράσει, απαγορεύοντάς την ή τιμωρώντας τον δράστη. Ο τρόπος, κατ" επέκταση, με τον οποίο μια εξουσία αντιμετωπίζει κάποιες παραβιάσεις νόμων ή κανονισμών, που έχει την υποχρέωση να εφαρμόζει. Ακόμη, το να σέβεται ή να υπομένει κανείς κάτι που ο ίδιος δεν παραδέχεται, το να αφήνει δηλαδή στον καθένα την ελευθερία να εκφράζει τις γνώμες του και όταν αυτές είναι αντίθετες προς τις δικές του γνώμες, χωρίς αυτό να συνεπάγεται ότι εγκαταλείπει τις πεποιθήσεις του ή αποφεύγει να τις εκδηλώνει, να τις διαδίδει και να τις υπερασπίζεται. Με την έννοια αυτή, κατά τους νεότερους χρόνους, γίνεται χρήση του όρου ανοχή και προκειμένου περί της ανεξιθρησκείας, δηλαδή της αποφυγής απαγόρευσης λειτουργίας άλλων, πλην της αναγνωρισμένης, θρησκειών ή της δίωξης των ετεροθρήσκων. Απ Τζ. Άνσελμος της Αόστης, Αγιος (Αόστη, Λονδίνο, 1109). Σπουδάζει στους Βενεδικτίνους της Aosta και μετά τον θάνστο της μητέρας του περιπλανιέται για τρία χρόνια πριν ε- γκατασταθεί στη Μονή της Bee, όπου γίνεται μοναχός το Το 1078 εκλέγεται αβάς και το 1093 αρχιεπίσκοπος του Canterbury. Το 1098 βρίσκεται στην αυλή του Πάπα Ουρβανού II, όπου ξαναγυρίζει όταν εξορίζεται από την Αγγλία, το Στην Αγγλία επιστρέφει μετά τη Σύνοδο του Λονδίνου το 1106 και εκεί τον βρίσκει ο θάνατος. Από τα έργα του Ανσελμου αξιομνημόνευτα είναι τα: De grammatico, Monologion, Proslogion, De veritate, De libertate arbitrii, De casu diaboli, De fide Trinitatis, Cur Deus homo, De conceptu virginali et originali peccato, De processione S. Spiritus. Ο Άνσελμος είναι ο τελευταίος από τους μοναχούς - διδασκάλους, γιατί η Μονή της Bee ήταν από τις λίγες που είχαν κρατήσει την καρολίγγεια παράδοση των Μονών - Σχολών. Στο Monologion και το Proslogion φαίνεται καθαρά η κρίση που περνούσε το εκπαιδευτικό σύστημα στις μονές. To Monologion, όπως φανερώνει ο τίτλος του, είναι ένας ιδεαλιστικός μονόλογος, μία «ακολουθία συλλογισμών», που κα- Φ.Α., Α-7 97

98 ανταγωνισμός ταλήγουν στο συμπέρασμα πως ο Θεός υπάρχει. Παρατηρώντας εδώ τη φύση των πραγμάτων, ανακαλύπτει τη διαβάθμιση των επιπέδων, βασιζόμενος στην άποψη ότι ο κόσμος διέπεται από μία τάξη. Στο Proslogion, αντίθετα, φαίνεται να πιστεύει ότι η παρατήρηση, τα πράγματα, τα επίπεδα, η τάξη είναι περιττά - όλα ανάγονται σε μία λέξη: Θεός. Σε αυτό το έργο, εξάλλου, βρίσκεται και το περίφημο ο- ντολογικό επιχείρημα για την a priori ύπαρξη του Θεού. Ο Ανσελμος ξεκινά από τη διαπίστωση ότι όλοι οι άνθρωποι θεωρούν τον Θεό ως «το ον εκείνο τελειότερο του οποίου ο άνθρωπος δεν μπορεί να νοήσει». Αυτό το ον, λοιπόν, υπάρχει, τουλάχιστον στον νου μας. Αυτό, όμως, είναι παράλογο, γιατί αυτό το ον δεν μπορεί να υφίσταται μόνο κατ' αυτό τον τρόπο, δηλαδή μέσα στο νου μας, αλλά μπορεί να υποτεθεί πως ένα άλλο ον υπάρχει τόσο στον νου μας όσο και στην πραγματικότητα, και αυτό θα ήταν τελειότερο από το προηγούμενο. Έτσι, λοιπόν, οδηγούμαστε σε μια αντίφαση: πώς είναι δυνατόν να υπάρχει μέσα στο μυαλό μας ένα ον για το οποίο έχουμε δεχτεί ότι δεν υπάρχει άλλο τελειότερο και ταυτόχρονα να παρουσιάζουμε ένα άλλο ον τελειότερο από αυτό; Για να αποφύγουμε την αντίφαση πρέπει να δεχτούμε ότι το ον, του οποίου τελειότερο δεν μπορεί να νοηθεί, πρέπει να υπάρχει όχι μόνο στον νου μας, αλλά και στην πραγματικότητα. Η ισχύς αυτής της διαπίστωσης αμφισβητήθηκε από έναν σύγχρονο του Ανσέλμου, τον μοναχό Gaunilo, ο οποίος στο έργο του Liber pro insipiente υποστηρίζει ότι από τον ορισμό του Θεού ως όντος του οποίου δεν μπορούμε να νοήσουμε τίποτε τελειότερο δεν μπορούμε να συμπεράνουμε την ύπαρξή του, όπως ακριβώς από την έννοια ενός τελειότατου νήσιού δεν μπορούμε να βγάλουμε το πόρισμα ότι το νησί υπάρχει στην πραγματικότητα. Σε αυτή την κριτική ο Ανσελμος απαντά προβάλλοντας τη θέση ότι μόνο στην περίπτωση του τελειότερου όντος είναι θεμιτή η διατύπωση της άποψης ότι η αληθινή ύπαρξη είναι τελειότητα, που αναφέρεται απαραίτητα σ' αυτό - διαφορετικά αυτό το ον δεν θα ήταν το τελειότερο. Για τη σχέση πίστης και λόγου, ο Ανσελμος στο Monologion αποδίδει στον λόγο το έργο της μετάφρασης της βεβαιότητας της πίστης σε λογική απόδειξη: «intelligo ut credam». Στα επόμενα έργα τροποποιεί την άποψή του και θεωρεί το περιεχόμενο της πιότης ως βάση της λογικής έρευνας. Η λύση που προβάλλεται από τον Ανσελμο στο πρόβλημα των universalia (= καθολικές έννοιες) συνίσταται σε έναν ρεαλισμό πλατωνικού τύπου, κατά τον οποίο η αληθινή ουσία των πραγμάτων συμπίπτει με τις υποδειγματικές ιδέες που υπάρχουν στον Νου του Δημιουργού. Στα έργα της Λογικής, De grammatico και De veritate, ο Ανσελμος προαναγγέλλει σε πολλά σημεία τις θεωρίες της σημασίας, της υπόθεσης και της ονομασίας. Βιβλιογρ.: Vegetti Μ. - Alessio F.. Filosolie β Society, vol. I, Zanichelli editore. Bologna. 1978, σο Γοηγ. Φ. Κωσταράς ανταγωνισμός. Μία από τις μορφές της αντίφασης, η πάλη, η διαμάχη των αντίθετων και α- ντιμαχόμενων δυνάμεων. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε από τα θρησκευτικά συστήματα ως πάλη του καλού και του κακού, αλλά και από τις φιλοσοφικές θεωρίες του Καντ*, του Σοπενάουερ* κ.ά. Ως κοινωνιολογικός όρος σημαίνει την προσπάθεια της επικράτησης επάνω στον αντίπαλο και της εξασφάλισης πλεονεκτημάτων. Στην κοινωνική οικονομία ειδικότερα, ανταγωνισμός είναι η προσπάθεια για την κατάκτηση της αγοράς. Τη μορφή αυτή του ανταγωνισμού την υποστήριξαν οι Γάλλοι φυσιοκράτες οικονομολόγοι. Συνεχιστές αυτών υπήρξαν οι Αγγλοι Ανταμ Σμιθ* και Δαβίδ Ρικάρντο, οι ο- ποίοι διακήρυξαν τον "ελεύθερο ανταγωνισμό", συνδέοντάς τον με το γενικό δόγμα του φιλελευθερισμού*. Κατά τον μαρξισμό*, ο α- νταγωνισμός παρατηρείται στις κοινωνίες σε όλη την ιστορική περίοδο της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής κατά τα διαδοχικά στάδια των κοινωνικών σχηματισμών (δουλοκτητικό, φεουδαρχικό, καπιταλιστικό). Σε όλα αυτά τα στάδια κυριαρχούν μέσα στην κοινωνία αντίπαλες μεταξύ τους τάξεις, που ο- δηγούνται σε διαρκείς συγκρούσεις (αστοί - προλετάριοι). Γι' αυτό ως μόνη θεραπεία του κακού θεωρεί τη μετάβαση στην αταξική κοινωνία και την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής. Απ. Τζ. αντανάκλαση. Καθολική ιδιότητα της αντικειμενικής πραγματικότητας, πλευρά της αλληλεπίδρασης που συνίσταται στη διαφόρων βαθμίδων αναπαραγωγή γνωρισμάτων, δομικών χαρακτηριστικών, ιδιοτήτων και σχέσεων του α- ντανακλώμενου αντικειμένου ή διαδικασίας. 98

99 αντανάκλαση Σε διαφορετικές βαθμίδες συγκρότησης, διάρθρωσης κ.λπ. της πραγματικότητας προσιδιάζουν διαφορετικά ως προς τα ποιοτικά και ουσιώδη χαρακτηριστικά τους είδη αντανάκλασης: στα σώματα της μη ζώσας φύσης (π.χ. ίχνη μηχανικής αλληλεπίδρασης) στα φυτά και στους απλούστερους οργανισμούς (π.χ. "ερεθιστικότητα", ως μεταβολή της φυσιολογικής κατάστασης υπό την επίδραση εξωτερικών και εσωτερικών ερεθισμάτων) σε ανώτερα είδη έμβιων όντων (π.χ. "αισθαντικότητα" ως ι- κανότητα σχηματισμού πρωταρχικών απεικασμάτων κ.λπ., που παρέχουν τη δυνατότητα χωροχρονικού προσανατολισμού, προσαρμογής, αλλά και προτρέχουσας επενέργειας στο περιβάλλον βάσει της οικολογικής ιδιοτυπίας του και των αναγκών του οργανισμού) κ.λπ. Στη βαθμίδα του ανθρώπου παρατηρείται η α- νώτερη και η πλέον περίπλοκη μορφή αντανάκλασης: η "συνείδηση" και η "αυτοσυνείδηση". Πρόκειται για ιδιότητες, η εμφάνιση, η διαμόρφωση και η ανάπτυξη των οποίων συνδέεται με την ιστορία του πολιτισμού, και ιδιαίτερα με την εργασιακή δραστηριότητα και την επικοινωνία. Η ανάγκη μετασχηματισμού της φύσης με την από κοινού δραστηριότητα, μέσω των εργαλείων (μέσων) εργασίας, καθορίζει τον "επιλεκτικό" και "σκόπιμο" χαρακτήρα της αντανάκλασης στον άνθρωπο, ο ψυχισμός του οποίου συνδυάζει την "αισθητηριακή νόηση" με τη "λογική σκέψη" (έννοιες, υποθέσεις, θεωρίες κ.λπ.) και με τη "δημιουργική φαντασία" και αντικειμενοποιείται σε υλικά και ι- δεατά αντικείμενα που έχουν παραχθεί από τον άνθρωπο (συμπεριλαμβανόμενων και των συστημάτων σημάτων όπως η γλώσσα). Η ύ- παρξη ορισμένης διαμεσολαβημένης και ενεργά μετασχηματιζόμενης αντιστοιχίας μεταξύ της αντανάκλασης και των αντικειμενικών χαρακτηριστικών της πηγής της, μεταξύ της επεξεργασίας των νευρικών ερεθισμάτων στον ε- γκέφαλο και των ψυχικών μορφωμάτων του διασφαλίζει ορισμένη αποτελεσματικότητα στη δραστηριότητα του υποκειμένου. Η επιστημονική έρευνα αποσκοπεί στη βέλτιστη δυνατή αντανάκλαση του αντικειμένου, στην αληθή αναπαράσταση των νόμων που το διέπουν με εγγύτερο ή απώτερο στόχο τον δημιουργικό μετασχηματισμό του. Η αισθητική α- ντανάκλαση μέσω αισθητηριακών απεικασμάτων - αισθητηριακών ισοδυνάμων της ουσίας (της αρτιότητας, της νομοτέλειας κ.λπ.) των α- ντικειμένων, συγκροτεί ένα πεδίο που απαρτίζεται από την αισθητική μορφή της συνείδησης (συνδεόμενη στενά και με τη γνωστική λειτουργία της νόησης), από την αισθητική σχέση προς την πραγματικότητα, από τα αισθητικά βιώματα και την αισθητική δημιουργία (παρούσα σε κάθε δημιουργική δραστηριότητα). Η ανάπτυξη της πληροφορικής και της κυβερνητικής* παρέχει τη δυνατότητα μοντελοποίησης - τυποποίησης και εμπειρικής - μετρικής προσέγγισης των διαφόρων μορφών και επιπέδων της αντανάκλασης από τη σκοπιά της παραγωγής, επεξεργασίας και μετάδοσης πληροφοριών. Η παράδοση του εμπειρισμού* εξετάζει την α- ντανάκλαση κατ' εξοχήν ως παθητική διαδικασία εμπλουτισμού της ψυχής μέσω της εμπειρίας και των παραστάσεων. Οι Στωικοί* και αργότερα οι αισθησιοκράτες αποκαλούσαν την ψυχή του νεογνού tabula rasa (άγραφο πίνακα). Η γραμμική, μηχανιστική και μονόπλευρη θεώρηση της αντανάκλασης ανήγαγε το πρόβλημα στον απλό αντικατοτττρισμό. Η γερμανική κλασική φιλοσοφία έθεσε το ζήτημα του α- νακλαστικού χαρακτήρα της συσχετικότητας των προσδιορισμών του αντικειμένου στο επίπεδο της ουσίας, ανάγοντάς το τελικά στον α- ναστοχασμό και στην ανασκοπική λειτουργία της υποστασιοποιημένης νόησης (reflexion στον Χέγκελ*). Ο διαλεκτικός υλισμός* ανέδειξε τη διαβάθμιση των τύπων της αντανάκλασης, στα πλαίσια της καθολικής αλληλεπίδρασης, ως πυρήνα της γνωσιολογίας (Β. I. Λένιν*). Διάφορες νεομαρξιστικές προσεγγίσεις προσάπτουν στη λενινιστική θεώρηση μηχανιστικά χαρακτηριστικά αντιπαραθέτοντας σ" αυτή την υποκειμενικά νοούμενη πράξη (βλ. σχολή της Πράξης). Η υπερεκτίμηση της εξάρτησης του περιεχόμενου της αντανάκλασης από τις νευροφυσιολογικές ιδιαιτερότητες των αισθητηρίων οργάνων χαρακτηρίζει τον φυσιολογικό ιδεαλισμό (MUller J.). Για τη θεωρία των ιερόγλυφων τα απεικάσματα της αντανάκλασης είναι σύμβολα, σημεία των πραγμάτων συμβατικού χαρακτήρα (G. Helmholtz*). Η αντανάκλαση αποτελεί το αντικείμενο διεπιστημονικών προσεγγίσεων (βλ. και: ψυχισμός, συνείδηση, αυτοσυνείδηση, θεωρία της γνώσης). Βιβλιογρ.: Josel de Vri6s. Die Erkennlnis theorie des dialeklishen Matenalismus. Munchen - (κ.α.), Παβλόφ Τ., Θεωρία της αντανάκλασης. Δωδώνη.- Ρ. Η. Lindsay- D. Α. Norman. Human Inlormalion Processing. An Introduction to Psychology. Ν. Y.- London Θ. Βακαλιάς, Είναι και συνείδηση, γνώση και αλήθεια. 99

100 αντβάιτα Gutenberg. Αθ Ε. Ξενόπουλος. Η διαλεκτική της συνείδησης, Ιωλκός, Αθ Δ. Πατέλης αντβάιτα (σανσκρ. advaita). Μη διττότητα. Ε- νας όρος σχεδόν ξένος προς τη δυτική σκέψη, αν εξαιρέσουμε τον Ηράκλειτο*, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει τη φιλοσοφία της Βεντάντα* (σανσκρ. Vedanta), που α- ποτελεί ένα από τα έξι συστήματα της ορθόδοξης ινδουίστικής σκέψης (1) και ειδικότερα όπως αυτή έρμηνεύτηκε από τον Σανκάρα*. Η φιλοσοφική αυτή σχολή υπογραμμίζει ότι ο κόσμος, το Είναι και ο Θεός μπορεί να μην είναι απόλυτα ένα, αλλά συγχρόνως δεν είναι ξεχωριστά, δεν διαφέρουν στην ουσία τους. Ο θεός (το Βράχμαν*, Brahman) είναι ασύλληπτος ως έννοια από την ανθρώπινη εμπειρία. Εξάλλου, ο εμπειρικός κόσμος είναι απλά φαινομενικός, ούτε υπάρχει ούτε δεν υπάρχει. Ετσι δεν μπορεί να εξηγηθεί με πληρότητα. Μπορεί να πούμε ότι ο κόσμος "αναπαύεται" πάνω στον θεό, σαν το θεμέλιό του, αλλά ο θεός δεν ε- μπλέκεται άμεσα, ως αιτία του κόσμου, με το συγκεκριμένο αυτό αποτέλεσμα. Ο κόσμος α- ναπτύσσεται μέσα από την αυταπάτη (μάγια*) και είναι "εφήμερος, ακάθαρτος και ανούσιος, όπως το ρεύμα του ποταμού, ή σαν τη φλόγα ενός καντηλιού, δεν έχει συνεκτικότητα όπως μια μπανάνα, μοιάζει με αφρό, με οφθαλμαπάτη, με όνειρο". Τελικά βέβαια ο Σανκάρα δεν α- πέφυγε μια αμεσότερη σύνδεση του θεού με τη δημιουργία και δηλώνει ότι ο κόσμος αυτός φανερώθηκε χάρη στη δημιουργό, προσωπική εκδήλωση (Ishvara*) του ανεκδήλωτου θεού (Βράχμαν) (βλ. και Αουρομπίντο). 1. Τα συστήματα αυτά είναι: Νυάγια* (Nyaya) = Λογική Βαισέσικα* (Vaisheshika) = Ανάλυση Γιόγκα* (Yoga) = Ενωση - Πούρβα - Μ^άνσα* (Purva - Mimansa) = Ερμηνεία' Σάμκυα* (Samkhya) = Απαρίθμηση και Βεντάτα* (Vedanta) = Μετά πς Βέδες. Βιβλιογρ.: Κ. Μ. Sen, Hinduism, οελ Ν. Chaudhuri, Hinduism, σελ Βασ. Βιτσαξής, Ο στοχασμός και η πίστη (Αρχαιότητα - Χριστιανισμός), 2 τόμ., Εστία, Αθήνα, Δημ. Βελισσαρόποολος, Ιστορία της ινδικής φιλοσοφίας, Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα, 1992*. Ε. Λιακόπουλος αντεπανάσταση. Ο αντίποδας της επανάστασης, η αντίδραση που αποσκοπεί στην κατάπνιξη ανερχόμενων επαναστατικών κινημάτων ή στην ανατροπή εδραιωμένων από την επανάσταση κοινωνικών και οικονομικών καθεστώτων και, γενικά, στη διατήρηση ή στην παλινόρθωση ιστορικά παρωχημένων καθεστώτων. Κάθε επαναστατική διαδικασία, ιδιαίτερα στα πρώιμα στάδιά της, συνοδεύεται νομοτελειακά από την αντεπανάσταση ως ετερότητά της. Σε καθαρή μορφή εμφανίζεται από την εποχή που οι κοινωνικές επαναστάσεις αρχίζουν να διαδραματίζουν αποφασιστικό ρόλο στην ιστορία της κοινωνίας, δηλαδή από την εποχή των πρώιμων αστικών επαναστάσεων (π.χ. μετά τη Μεταρρύθμιση και τον πόλεμο των Χωρικών στη Γερμανία τον 16ο αι., στις Κάτω χώρες τον 16ο αι., στην Αγγλία τον 17ο αι. κ.λπ.). Στον βαθμό που διεθνοποιείται η κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή παρακολουθώντας την εμβέλεια των επαναστατικών διαδικασιών διεθνοποιείται και η αντεπανάσταση (βλ. π.χ. την Ιερά Συμμαχία του 1815). Ιδιαίτερη ένταση και έκταση χαρακτηρίζει την αντεπανάσταση που συνιστά τον αντίποδα της σοσιαλιστικής επανάστασης, σε βαθμό που η επικράτησή της και η δρομολόγηση κεφαλαιοκρατικής παλινόρθωσης να συμπαρασύρει το σύνολο σχεδόν των χωρών στις οποίες είχαν επικρατήσει σοσιαλιστικές επαναστάσεις. Μετά την εδραίωση του νέου κοινωνικού και πολιτικού καθεστώτος, η αντεπανάσταση ενισχύεται αξιοποιώντας ερείσματα, σε διεθνές και εθνικό επίπεδο, από τις ηττημένες δυνάμεις, από τη δυσαρέσκεια που προκαλούν οι δυσκολίες της αντιφατικής πορείας του νέου καθεστώτος, από τη διάσταση μεταξύ κοινωνικών προσδοκιών και νέας πραγματικότητας, από κρισιακά φαινόμενα - επακόλουθα της προτρέχουσας δυναμικής της επανάστασης και της γραφειοκρατικοποίησης του νέου καθεστώτος, καθώς και από τις οικονομικές, στρατιωτικές, ιδεολογικές, πολιτικές και ψυχολογικές πιέσεις που ασκεί ο διεθνής περίγυρος (ιδιαίτερα σε συνθήκες κατά τις οποίες η αντίθεση επανάστασης-αντεπανάστασης μορφοποιείται σε αντίπαλα κοινωνικο-οικονομικά συστήματα) σε παγκόσμια κλίμακα. Οι μορφές της αντεπανάστασης ποικίλλουν: από την ένοπλη αντίσταση, τον εμφύλιο πόλεμο, τα πραξικοπήματα, τις συνωμοσίες, τη δολιοφθορά, την τρομοκρατία και την εξωτερική επέμβαση (εξαγωγή αντεπανάστασης) μέχρι τις πιο εκλεπτυσμένες μορφές ιδεολογικής και ψυχολογικής χειραγώγησης (ιδιαίτερα με τα σύγχρονα μέσα μαζικής επικοινωνίας). Ιδιότυπες αντεπαναστάσεις είναι ο βοναπαρτισμός' και ο φασισμός*. 100

101 αντίδραση Στον βαθμό που αποκτά κοινωνικά ερείσματα, η αντεπανάσταση αυτοπροβάλλεται και θεωρείται προσωρινά ως φορέας του νέου, ως ε- πανάσταση. Η περίπλοκη δυναμική του συσχετισμού επανάστασης-αντεπανάστασης στην ιστορία εκδηλώνει τον μη γραμμικό χαρακτήρα της κοινωνικής ανάπτυξης, η οποία χαρακτηρίζεται και από παλινωδίες, οπισθοδρομήσεις και τυχαιότητες. Μια περιορισμένη θεώρηση της εν λόγω δυναμικής ανάγει το πρόβλημα στην ύ- παρξη κάποιου μοιραίου "θερμιδοριανού νόμου", κατά τον οποίο η αντεπαναστατική μετεξέλιξη και η παλινόρθωση της παλαιάς τάξης πραγμάτων είναι αναπόφευκτη για κάθε επανάσταση (Λ. Έντβαρντς, Ντ. Πίττι, Κ. Μπρίντον - ΗΠΑ). Η επικράτηση της αντεπανάστασης φτάνει να αυτοανακηρύσσεται ως τέλος της Ιστορίας (Φουκογιάμα-ΗΠΑ). Αλλά μόνο η προοπτική θεώρηση της ιστορίας μάς επιτρέπει να εντάξουμε τις ήττες του πρώτου ρεύματος των επαναστάσεων - οι οποίες μάλιστα, εφ' όσον εκδηλώνονται αρχικά στην καθυστερημένη περιφέρεια, στους "ασθενείς κρίκους" του κυρίαρχου παγκόσμιου συστήματος, κληρονομούν, προκαλούν και αναπαράγουν ανεπίλυτα προβλήματα - στη νομοτέλεια που διέπει την ανάπτυξη της ανθρωπότητας ως ολότητας. Οι δυνατότητες παλινόρθωσης του ιστορικά παρωχημένου καθεστώτος είναι αντιστρόφως ανάλογες του εύρους και του βάθους των αλλαγών που έχει επιφέρει η επανάσταση. Αλλά καμία αντεπανάσταση δεν μπορεί να καταστρέψει ολοσχερώς τις επαναστατικές κατακτήσεις που αντιμάχεται. Α. Πατέλης "ΑντερασταΙ" (ή περί σοφίας, ηθικός). Νόθος διάλογος του Πλάτωνα, έργο πιθανόν κάποιου ανώνυμου οπαδού της Μέσης Ακαδημίας, γραμμένο κατά τα μέσα του 3ου π.χ. αι. Το γενικό συμπέρασμα του διαλόγου: φιλοσοφία δεν είναι η πολυμάθεια, αλλά η μάθηση, με την οποία ρυθμίζεται ο πολιτικός και κοινωνικός βίος. Μόνο αν νοηθεί έτσι η ενασχόληση με τη φιλοσοφία, μπορεί αυτή να είναι ωφέλιμη, καλή και αγαθή. Απ. Τζ. Αντερσον (Anderson) Perry (γεν. το 1938). βρετανός φιλόσοφος μαρξιστικής αναφοράς. Ασχολείται με θέματα κοινωνικής φιλοσοφίας και ιστορίας της φιλοσοφίας. Εισηγητής του όρου "Δυτικός μαρξισμός". Μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού: "New Left Review". Εργα του: Considerations on Western Marxism. Verso. London-New York, 1976 (ελληνική έκδοση: Ράππα, 1978).- In the tracks of Historical Materialism. Verso. London-New York, To απολυταρχικό κράτος, Οδυσσέας, Αθήνα, Από την αρχαιότητα στη φεουδαρχία, Οσυσσέας, Αθήνα, Θεωρίες για το τέλος της ιστορίας, Στάχυ, Αθήνα, Δ. Π. Αντίγονος ο Καρύστιος (περ π.χ.). Εζησε στην Ερέτρια, όπου είχε δάσκαλο τον Μενέδημο*, και αργότερα στην Αθήνα και την Πέργαμο. Εγραψε τους Βίους φιλοσόφων, όπου εκτός από τα γεγονότα της ζωής αναφέρεται και στον χαρακτήρα των σοφών που βιογραφεί' αποσπάσματα του έργου διέσωσε ο Διογένης ο Λαέρτιος*. Αλλα έργα του, που έχουν χαθεί, είναι το σχετικό μάλλον με την ι- στορία της φιλοσοφίας Ιστορικά υπομνήματα και το Περί λέξεως, δηλαδή περί ύφους. Σώζεται και μία Ιστοριών παραδόξων συναγωγή, η οποία αποδίδεται στον Αντίγονο και περιλαμβάνει παράξενα συμβάντα, που έχει συγκεντρώσει από τα έργα άλλων συγγραφέων. Ε. Χ. αντίδραση. Δράση αντίθετη προς άλλη ν, αντενέργεια, αντίσταση. Ειδικότερα: Στη φυσιολογία η αντενέργεια του οργανισμού που εκδηλώνεται ως απάντηση σε κάποιον ερεθισμό, είτε αυτός είναι εξωτερικά αντιληπτός είτε όχι, όπως λ.χ. στην περίπτωση που ως αποτελέσματα αντίδρασης σε μη ορατούς ερεθισμούς έχουμε τις εσωτερικές εκκρίσεις οργάνων του σώματος. Στη φυσική, η δύναμη που αντιτάσσσεται από κάποιο σώμα και είναι ίση και αντίθετη προς μιαν άλλη δύναμη που ενεργεί πάνω σ" αυτό, με σκοπό την εξουδετέρωση της, όπως λ.χ. η φυγόκεντρος δύναμη αποτελεί αντίδραση προς την κεντρομόλο. Στη χημεία, η εκδήλωση φαινομένων που χαρακτηρίζουν μιαν ουσία, εκδήλωση που προκαλείται με την επίδραση μιας άλλης ουσίας (αντιδραστήριο). Στην πολιτική, οι ενέργειες και η δράση εναντίον ενός κινήματος, μιας επανάστασης. Στην κοινωνιολογία, αντίπραξη εναντίον νέων κοινωνικών ιδεών, είτε με τη μορφή απλής αποδοκιμασίας είτε με τη μορφή ενεργητικής αντιπαράθεσης για εξουδετέρωση των αποτελεσμάτων τους και την επιστροφή στο 101

102 αντίθεση προηγούμενο καθεστώς. Στην ψυχολογία, ε- νέργεια που έρχεται ως επακόλουθο σε κάποιο ερέθισμα. Ο χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ ερεθισμού-αντίδρασης καλείται "ψυχικός χρόνος αντίδρασης". Από την ταχύτητα της α- ντίδρασης κρίνεται η ετοιμότητα (λ.χ. των οδηγών αυτοκινήτων), μετριέται ο βαθμός προσοχής (λ.χ. των μαθητών), η ταχύτητα των απαντήσεων σε ερωτήσεις, η ευχέρεια συνειρμών κ.λπ. Απ. Τζ. αντίθεση. Ο αλληλοαποκλεισμός ή η νοηματική εναντίωση δύο όρων ή δύο προτάσεων. Πολλές φορές χρησιμοποιείται και με την έννοια της αντίφασης. Σε επίπεδο χαρακτήρων, κοινωνικών τάξεων, τάσεων, απόψεων, θέσεων κ.λπ. σημαίνει επίσης την εναντίωση (πραξιακή, δυναμική, γλωσσική κ.λπ.). Στα πλαίσια της φιλοσοφίας, και μάλιστα στη διαλεκτική του Χέγκελ* και στην υπερβατική λογική του Καντ*, η αντίθεση είναι το δεύτερο σκέλος του ζεύγους θέση-αντίθεση, που σημαίνει εναντίωση λογική ή δυναμική. Στις αντινομίες του Καντ οι αντιθέσεις χρησιμοποιούνται για τη βεβαίωση επ" άπειρον αναδρομών στα αντίστοιχα θέματα, για τα οποία ο αντικειμενικός στόχος είναι η απόδειξη μη ύπαρξης πρώτου στοιχείου. Διον. Αναπολιτάνος αντίθεση πόλης (άστεως) και υπαίθρου. Πρόκειται για μια σχέση που χαρακτηρίζει διαφορετικές μορφές εποικισμού των ανθρώπων σε διάφορες βαθμίδες της ιστορικής ανάπτυξης της κοινωνίας. Σε ορισμένες βαθμίδες της ανάπτυξης της κοινωνίας η σχέση αυτή αποκτά α- ντιθετικό και ανταγωνιστικό χαρακτήρα που εκφράζεται στη διαφορά του επιπέδου ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, της εκπαίδευσης, της επιστήμης, του πολιτισμού, του επιπέδου ζωής (βλ. βιοτικό επίπεδο) και του τρόπου ζωής. Η αντίθεση μεταξύ άστεως και υπαίθρου ανακύπτει πρωταρχικά όταν η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας οδηγεί στον λειτουργικό και γεωγραφικό αποχωρισμό κατ" αρχήν της χειροτεχνίας από την αγροτική οικονομία. Η χειροτεχνία ως δευτερογενής, τριτογενής κ.λπ. επεξεργασία προϊόντων της αγροτικής οικονομίας και της συλλεκτικής δραστηριότητας με τη βοήθεια χειροκίνητων εργαλείων εργασίας μαζί με μια σειρά διοικητικές, πολιτικές, θρησκευτικές, πολιτιστικές κ.λπ. δραστηριότητες εγκαθίσταται στην πόλη, ήδη από την εποχή της δουλοκτησίας*. Επί φεουδαρχίας, παρά το γεγονός ότι η πόλη εκμεταλλεύεται όλο και πιο πολύ οικονομικά την ύπαιθρο (με τις μονοπωλιακές τιμές, το εμπόριο, τις συντεχνίες, τη φορολογία, την τοκογλυφία κ.λπ.), ο οικονομικός κορμός της, η χειροτεχνία, διαδραματίζει υποταγμένο στις φεουδαρχικές α- γροτικές σχέσεις ρόλο. Επί κεφαλαιοκρατίας το άστυ μετατρέπεται σε σημείο συγκέντρωσης της βιομηχανίας, του ε- μπορίου, των υπηρεσιών, της παιδείας, των ε- πιστημών και του πολιτισμού. Η ύπαιθρος αρχικά, κατά την περίοδο της λεγόμενης πρωταρχικής συσσώρευσης, εντάσσεται βίαια και ληστρικά στην τροχιά της επικεντρωμένης στα α- στικά κέντρα δραστηριότητας του κεφαλαίου. Βαθμιαία ο πλούτος και ο πολιτισμός συγκεντρώνεται στα αστικά κέντρα, ενώ η ύπαιθρος χαρακτηρίζεται από τεχνολογική, πολιτιστική και πνευματική καθυστέρηση. Οι κεφαλαιοκρατικές σχέσεις αναπτύσσονται στην ύπαιθρο υπό την αποφασιστική και κυρίαρχη επίδραση της πόλης, ο πληθυσμός της οποίας αναπτύσσεται ραγδαία (βλ. αστυφιλία). Η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση της αγροτικής παραγωγής σε συνδυασμό με την εκμηχάνιση της α- γροτικής οικονομίας συρρικνώνουν περισσότερο τον πληθυσμό της υπαίθρου, ιδιαίτερα στις ανεπτυγμένες βιομηχανικά χώρες. Η αντίθεση πόλης-υπαίθρου εκδηλώνεται επί κεφαλαιοκρατίας με τις σχέσεις πολιτικής κυριαρχίας, με την οικονομική, τεχνολογική κ.λπ. ε- ξάρτηση της υπαίθρου, αλλά και με τη διατηρούμενη τελμάτωση και καθυστέρηση της τελευταίας. Στις χώρες όπου επιχειρήθηκε η δρομολόγηση εναλλακτικού ως προς την κεφαλαιοκρατία τύπου ανάπτυξης, η ύπαιθρος αξιοποιήθηκε ε- πίσης ως πηγή συσσώρευσης για τη βιομηχανία με παράλληλη ραγδαία άνοδο της αστυφιλίας και ένταξη της αγροτικής οικονομίας στον κεντρικό σχεδιασμό με τη μορφή συλλογικών και κρατικών μονάδων. Όσο υπερτερεί η μηχανοποιημένη παραγωγή η αγροτική οικονομία διαδραματίζει υποδεέστερο ρόλο και, στον βαθμό που αναπτύσσεται η μηχανοποιημένη παραγωγή, τείνει να υποβαθμίζεται σε κλάδο της βιομηχανίας. Ομως όσο κι αν τελειοποιείται και διευρύνεται η χρήση μηχανών, χημικών ουσιών κ.λπ. στην αγροτική 102

103 αντίθεση χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας οικονομία, βασικά χαρακτηριστικά μέσα παραγωγής της παραμένουν η γη και τα ζώα, δηλ. μέσα παραγωγής κατ' εξοχήν φυσικής (και όχι τεχνητής, κοινωνικής) προέλευσης. Αλλά όσο ισχύει αυτό θα παραμένει ανέφικτη η άρση* της αντίφασης, η κατάργηση των ουσιωδών διαφορών μεταξύ βιομηχανίας και αγροτικής οικονομίας, μεταξύ πόλης και υπαίθρου. Στους νέους χρόνους οι φυσιοκράτες (Francois Quesnay, Anne Turgot) προσδίδουν άθελά τους μιαν αγροτική - φεουδαρχική επίφαση στον οικονομικό και φιλοσοφικό στοχασμό τους, ενώ διερευνούν τις κεφαλαιοκρατικές σχέσεις που εδραιώνονται στα αστικά κέντρα. Η ρομαντική φιλοσοφική και κοινωνική σκέψη εξιδανικεύει τη ζωή της υπαίθρου και τις πατριαρχικές δομές (π.χ. ο J. Ch. Leonard Simonde de Sismondi). Ο ουτοπικός σοσιαλισμός* προέβαλε αρχικά την ιδέα της εξάλειψης της αντίθεσης πόλης-υπαίθρου. Ο Κ. Μαρξ* ανέδειξε τις ιστορικές βαθμίδες της εν λόγω αντίθεσης και τη σχέση της με τις εκάστοτε ταξικές αντιθέσεις, προεικάζοντας την εξάλειψή της στην αταξική κοινωνία του μέλλοντος. Ο G. Tonnies εξετάζει αυτή την αντίφαση μέσα από την αντίληψη του για το δίπολο "κοινότητα-κοινωνία", αντιπαραθέτοντας τις αστικές και τις αγροτικές μορφές κοινωνικής ζωής. Ο Μ. Βέμπερ* αναλύει την πόλη από την άποψη της ιστορικής ανάπτυξης της κοινωνίας, του οικονομικού καθεστώτος της, του πολιτισμού και των πολιτικών θεσμών της. Η σχολή του Σικάγου (R. Park κ.ά.) εισάγει την οικολογική ανάλυση της εν λόγω αντίθεσης, ιδιαίτερα α- ναφορικά με τα αστικά κέντρα ως πεδία χωροχρονικών διατάξεων και δυναμικών κοινωνικών ομάδων, φαινομένων κ.λπ. Η αντίληψη του ουρμπανισμού (L. Wirth, P. Η. Chombart de Lauwe κ.ά.) αντιπαραβάλλει τον τρόπο ζωής της πόλης με αυτόν των λεγόμενων "πρωτόγονων κοινοτήτων". Ο R. Redfield επιχειρεί τη διατύπωση ενός ενιαίου ιδεότυπου των κοινωνιών που προϋπήρχαν των πόλεων είτε έμειναν ανεπηρέαστες από αυτές: τη "δημώδη κοινωνία". Τα θεωρητικά και πρακτικά προβλήματα που συνδέονται με την αντίθεση πόλης - υπαίθρου αποκτούν ιδιαίτερη επικαιρότητα με τα οικολογικά, δημογραφικά και επισιτιστικά προβλήματα της ανθρωπότητας. βιβλιογρ.: Classic essays and Ihe culture ol cities. Ν. Y του ίδιου, City, class and capital. Ν. Y., P. H. Chombart de Lauwe. Des hommes et des villes, Paynt, H. Lelebvre. Le Droit 6 la ville. Anthropos, Paris του ίδιου. Μαρξισμός και πόλη. Οδυσσέας. Αθήνα Redfield R., Peasant Society and Culture. Univ. of Chicago Press - Φ. Ταίνις, Κοινότητα και κοινωνία, Αθήνα (χ.χ.).- Δ. Πατέλης, Μιά επανεξέταση του Οικονομικού Ρομαντισμού, Ουτοπία, No Δ. Πατέλης αντίθεση χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας. Πρόκειται για τον χαρακτήρα που προσλαμβάνει σε ορισμένες βαθμίδες ανάπτυξης της κοινωνίας η σχέση μεταξύ δύο αρχικά ενιαίων πλευρών της ανθρώπινης δραστηριότητας. Ο άνθρωπος, σε αντιδιαστολή με τις ενστικτώδεις ενέργειες των ζώων, δομεί την πρακτική δραστηριότητά του συνειδητά, σύμφωνα με ορισμένο προκαταβολικά επεξεργασμένο σκοπό, στόχο, πρόγραμμα. Στις υποτυπώδεις μορφές εργασιακής δραστηριότητας της πρωτόγονης κοινωνίας όλες οι πλευρές της ανθρώπινης δραστηριότητας συγκροτούσαν μιαν άμεση, συγκρητική ενότητα. Η βαθμιαία εμβάθυνση του καταμερισμού της εργασίας* και η περιπλοκή της πρακτικής δραστηριότητας οδήγησε σταδιακά στην αυτονόμηση της στοχοθεσίας (της παραγωγής γνώσεων α- ναφορικά με τα μέσα, το αντικείμενο και το α- ποτέλεσμα της εργασίας), αλλά και της προπαρασκευής (εκπαίδευσης, κατάρτισης κ.λπ.) του υποκειμένου* της εργασίας. Η απόσπαση, η διάκριση της πνευματικής, της διανοητικής εργασίας (στοχοθεσίας, διεύθυνσης, προπαρασκευής του υποκειμένου κ.λπ.) από τη χειρωνακτική, φυσική εργασία συνιστά τη βαθύτερη έκφραση του καταμερισμού της εργασίας. Η διάκριση αυτή συνδέεται οργανικά με την εμφάνιση και εδραίωση της ατομικής ιδιοκτησίας*, των κοινωνικών τάξεων* και του κράτους* και γίνεται αντίθεση συμφερόντων μεταξύ των κοινωνικών ομάδων (τάξεων, στρωμάτων) που ασχολούνται με τη σωματική εργασία και εκείνων που ασχολούνται με την πνευματική εργασία. Η τελευταία μετατρέπεται σε προνόμιο των κυρίαρχων τάξεων, ενώ η επαχθής, μονότονη, εξουθενωτική κ.λπ. φυσική εργασία διεκπεραιώνεται από τις κυριαρχούμενες μάζες που υφίστανται την εκμετάλλευση. Παρά τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα που προσέλαβε η αντίθεση χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας στις εκμεταλλευτικές βαθμίδες (σχηματισμούς) ανάπτυξης της κοινωνίας, η πνευματική εργασία συνιστά προνομιακό, πλην όμως όχι αποκλειστικό, μονοπωλιακό πεδίο δραστηριότητας της εκάστοτε άρχουσας τάξης. Η πνευματική δραστηριότητα (η παρα- 103

104 αντίθεση χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας γωγή, επεξεργασία και διάδοση γνώσεων, ιδεών, πληροφορίας κ.λπ.) συγκροτεί ένα αντιφατικό πεδίο, μέρος του οποίου (κυρίαρχη ιδεολογία, ιδεολογικοί μηχανισμοί κ.λπ.) χρησιμοποιείται ως μέσο χειραγώγησης των μαζών, ως μέσο επιβολής, εδραίωσης και αναπαραγωγής των κυρίαρχων οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων. Φορέας της πνευματικής δραστηριότητας γίνεται ένα διαταξιακό κοινωνικό στρώμα: η διανόηση*. Η εν λόγω αντίθεση αποκτά διαφορετικό περιεχόμενο στις διάφορες ιστορικές βαθμίδες. Στη δουλοκτητική κοινωνία, όπου κάθε εργασία θεωρούνταν υποτιμητική αρμοδιότητα των δούλων, ανέθεταν στους τελευταίους ακόμα και μέρος των λειτουργιών της πνευματικής εργασίας (διοικητικές, κατασταλτικές, νοσηλευτικές, εκπαιδευτικές, καλλιτεχνικές κ.λπ.). Ο κατ' εξοχήν φορέας της χειρωνακτικής εργασίας, ο δούλος, αντιμετωπίζεται κατά την κλασική αρχαιότητα ως μέσο παραγωγής*, ως "ομιλούν εργαλείο" (Αριστοτέλης*), δηλ. κατ' εξοχήν ως φυσικό σώμα. Επί φεουδαρχίας ο φορέας της χειρωνακτικής εργασίας, ο δουλοπάροικος, εξακολουθεί σε σημαντικό βαθμό να συνιστά "φυσικό σώμα", έχοντας κατακτήσει μερική μόνο απόσπαση από τα μέσα παραγωγής, ενώ η πνευματική δραστηριότητα απασχολεί κατ' εξοχήν μερίδα των ευγενών και του κλήρου. Με την άνοδο της κεφαλαιοκρατίας και στη βάση της ανάπτυξης της χειρωνακτικής εργασίας επιτείνεται το χάσμα μεταξύ φυσικής και διανοητικής εργασίας, καθώς επίσης και μεταξύ εμπειρικής και θεωρητικής γνώσης, ενώ πρωτεύοντα ρόλο (λόγω της παραγωγικής της σημασίας) αποκτά η εμπειρική γνώση. Με την ευρείας κλίμακας εκμηχανισμένη παραγωγή, η τελειοποίηση και η δημιουργία μηχανών απαιτούν και θεωρητική γνώση ( η εμπειρία μετατρέπεται σε θεωρητικά κατευθυνόμενο πείραμα*), οπότε η πνευματική εργασία αποκτά άμεσα παραγωγική σημασία ως κοινωνικό φαινόμενο και ο ρόλος των φορέων της (των διανοουμένων) αναβαθμίζεται και περιπλέκεται. Επί ανεπτυγμένης κεφαλαιοκρατικής (εκβιομηχανισμένης) κοινωνίας η αντίθεση, το χάσμα μεταξύ χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας οξύνεται στο έπακρο, εφόσον συνδέεται οργανικά με την αντίθεση μεταξύ "ζωντανής" και "νεκρής" εργασίας (μεταξύ ενεργού εργασίας και όρων παραγωγής, μηχανών κ.λπ. που αποτελούν αποκρυστάλλωμα εργασίας του παρελθόντος και "ενσάρκωση" της διανοητικής, της επιστημονικής, τεχνολογικής κ.λπ. δραστηριότητας), αλλά και με τη βιομηχανική τυποποίηση της χειραγωγικού χαρακτήρα "πνευματικής" δραστηριότητας (γραφειοκρατία*, ιδεολογικοί μηχανισμοί, Μέσα μαζικής επικοινωνίας, βιομηχανία θεάματος-ακροάματος κ.λπ.). Ταυτόχρονα όμως η μηχανική παραγωγή προετοιμάζει το έδαφος για την κατάργηση του χάσματος μεταξύ φυσικής και διανοητικής εργασίας, μεταξύ εμπειρικής και θεωρητικής γνώσης. Ωστόσο αναγκαίος και ι- κανός όρος της κατάργησης της εν λόγω αντίθεσης είναι η εισαγωγή σε ευρεία κλίμακα της αναπτυγμένης αυτοματοποίησης, οπότε η εργασία για την ανάπτυξη της αυτοματοποιημένης παραγωγής και η γενική διεύθυνση αυτής της παραγωγής αρχίζουν να υπερτερούν έναντι της απλής (μηχανικής, χειρωνακτικής κ.λπ.) χρησιμοποίησης μηχανών. Τότε αλλάζει βαθμιαία και ο χαρακτήρας της διατηρούμενης εργασίας, η οποία αποκτά όλο και πιο διαμεσολαβημένη σχέση με το τελικό προϊόν, διανοητικοποιείται, βελτιώνονται οι συνθήκες εργασίας, ενώ μειώνεται σταδιακά ο αναγκαίος εργάσιμος χρόνος. Οι παραπάνω διαδικασίες εκτυλίσσονται αντιφατικά. Εδώ δεν πρόκειται για γραμμικές, εξελικτικές διαδικασίες «καθαρά» τεχνολογικού χαρακτήρα. Πρόκειται για διαδικασίες που συνδέονται με όλο το πλέγμα των ανθρώπινων δραστηριοτήτων και σχέσεων και προϋποθέτουν την ενεργό, τη συνειδητή παρέμβαση του κοινωνικού υποκειμένου. Πρόκειται για διαδικασίες οι οποίες μάλλον δεν ερμηνεύονται με πληρότητα και επάρκεια από τις διάφορες τεχνοκρατικές θεωρήσεις, αλλά και από τις μεθοδολογικά παρεμφερείς αντιτεχνσκρατικές τάσεις. Η σύγχρονη διερεύνηση της εν λόγω αντίφασης και η πρόγνωση της έκβασής της θα πρέπει να ανατρέξει στη γόνιμη και κριτική θεώρηση του θεωρητικού έργου του Κ. Μαρξ*, ο οποίος πρώτος επεσήμανε ρητά την ύπαρξη αυτής της αντίφασης και έθεσε το φιλοσοφικό, κοινωνιολογικό και οικονομικό πλαίσιο για την εξέτασή της. Κατά τον Μαρξ, η αντίφαση μεταξύ χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας αίρεται (βλ. άρση) στην ώριμη αταξική (κομμουνιστική) κοινωνία, όπου η χειρωνακτική και η διανοητική εργασία θα «ανακτήσουν» την ε- νότητά τους, όχι όμως με την αρχέγονη, πρωτόγονη μορφή τους, αλλά ως ενιαία, μέσα 104

105 αντικειμενισμός στην πολλαπλότητό της, «καθολική», δημιουργική δραστηριότητα των ολόπλευρα ανεπτυγμένων προσωπικοτήτων του μέλλοντος (βλ. ε- πίσης τα λήμματα: εργασία, διανόηση, γραφειοκρατία, αλλοτρίωση, επιστήμη, εμπειρικό και θεωρητικό, τεχνοκρατία και τη βιβλιογραφία σ' αυτό). Βιβλιογρ.: Κ. Μαρξ, Κριτική του προγράμματος της Γκότα, Σύγχρονη Εποχή - του ίδιου: Το Κεφάλαιο, τόμ Σύγχρονη Εποχή.- του Ιδιου: Gnindrisse... τόμ. Α. Β. Γ. εκδ. Στοχαστής. Αθήνα Β Α. Βαζιούλιν, Η διαλεκτική του ιστορικού προτσές και η μεθοδολογία της έ- ρευνάς του, Σ.Ε., Αθήνα Δ. Πατέλης αντίθετη πρόταση. Είναι η αρχική προκείμενη της συλλογιστικής διαδικασίας στην απόδειξη «διό της εις ότοπον απαγωγής». ε. χ. αντιθετική. Σύνολο ή συλλογή αντιθετικών ι- σχυρισμών από τους οποίους κανένας δεν είναι προτιμητέος. Η αντιθετικότητα των ισχυρισμών αυτών μπορεί να σημαίνει και αντιφατικότητα, που συνεπάγεται λογική αδυναμία συμβατότητάς των. Στη γενική περίπτωση η α- ντιθετικότητα δεν συνεπάγεται την αντιφατικότητα. Η αντιθετική ως έννοια προέρχεται από τις φιλοσοφικές λογομαχίες, καθώς και από τις μεθόδους πολεμικής των σχολαστικών, σχετίζεται δε με αντίστοιχες μεθόδους που αναπτύσσονται στη ρητορική τέχνη. Κατά τον Καντ*, ο όρος αναφέρεται στην αντιθετικότητα του λόγου με τον εαυτό του. Η αντιθετικότητα αυτή εμφανίζεται έντονα στις καντιανές «αντινομίες»*. Η εξέταση των αντινομιών του καθαρού λόγου είναι αντικείμενο της κατά Καντ υπερβατικής αντιθετικής. Διον. Αναπολιτάνος αντίθετο. Η μία από τις δύο διιστάμενες πλευρές μιας ορισμένης ενότητας, ο δεύτερος ό- ρος μιας αντίθεσης, ό,τι συνιστά εναντίωση σε μια "θέση" (βλ. λ. αντίθεση, ενότητα και πάλη των αντιθέτων), ε. χ. αντικειμενική αλήθεια, βλ. αλήθεια. αντικειμενική πραγματικότητα. Το σύνολο του υλικού κόσμου με όλη την πολλαπλότητα των μορφών και εκφάνσεών του. Η αντικειμενική πραγματικότητα ως ανεξάρτητη από τη συνείδηση του υποκειμένου ταυτίζεται συχνά με τις έννοιες "ύλη"*, "υλικός κόσμος", "Είναι"*. Κρίνεται όμως σκόπιμο να διακρίνονται οι έννοιες «αντικειμενική πραγματικότητα» και «ύλη», ιδιαίτερα όταν γίνεται λόγος για τα φαινόμενα της κοινωνικής συνείδησης* και του εποικοδομήματος*. Τα εν λόγω φαινόμενα, γενετικά (ως προς την εμφάνιση, διαμόρφωση και ανάπτυξή τους), προβάλλουν από την άποψη του υλικού καθορισμού τους. Ωστόσο, εφ' όσον έχουν πλέον ανακύψει, προβάλλουν στην κάθε νέα γενεά ατόμων ως κάτι το δεδομένο, ως αντικειμενική πραγματικότητα, χωρίς όμως να μπορούν να αναχθούν στην κατηγορία των υλικών φαινομένων (των υλικών κοινωνικών σχέσεων κ.λπ.). Την ύπαρξη της αντικειμενικής πραγματικότητας παραδέχονται οι φιλοσοφίες του υλισμού*, του αντικειμενικού ιδεαλισμού* και του ρεαλισμού*. Δ. Πατέλης αντικειμενικό πνεύμα. Η δεύτερη βαθμίδα της μακράς πορείας ανάπτυξης του απόλυτου πνεύματος*, που υπάρχει κυρίως ως ιστορία κατά τον Χέγκελ*. Στη βαθμίδα αυτή φθάνει το πνεύμα μετά από το στάδιο του υποκειμενικού πνεύματος και την πραγμάτωση της ελεύθερης βούλησής του στον αντικειμενικό κόσμο, υποτάσσοντας δηλαδή την φύση, και υπερνικώντας ηθικά και πολιτικά τη φαινομενική απομόνωση των ανθρώπων προσδίδοντάς τους πραγματική ατομικότητα. Η ηθικότητα, ως διαλεκτική σύνθεση του δικαίου και της ηθικής (του δικαίου της υποκειμενικής συνειδητής βούλησης), πραγματώνεται στην οικογένεια, στην κοινωνία των ιδιωτών και στο κράτος και συνιστά την ανώτερη μορφή του αντικειμενικού πνεύματος. Ως αποκορύφωμα της ηθικότητας η πολιτεία (το κράτος) μπορεί να καταστεί φορέας του απόλυτου πνεύματος*, το οποίο ως έσχατο στάδιο ανάπτυξης του πνεύματος αποκαλύπτει την απόλυτη ιδέα*. Δ. Πατέλης αντικειμενικός ιδεαλισμός. Παραλλαγή του ι- δεαλισμού κατά την οποία το σύμπαν εδράζεται σε κάποια απρόσωπη και αντικειμενικά υφιστάμενη πνευματική αρχή («θεός», «κόσμος των ιδεών», «παγκόσμιος λόγος» κ.λπ.) (βλ. ι- δεαλισμός). Δ. π. αντικειμενισμός. Κοσμοθεωρητική στάση, η οποία διακηρύσσει την ανάγκη τήρησης ουδε- 105

106 αντικείμενο ιερότητας απέναντι στα κοινωνικά και πολιτικά φαινόμενα. Θεωρεί τη φιλοσοφία ανίκανη να προωθήσει την έρευνα μέχρι τη συναγωγή κριτικών εκτιμήσεων και αξιολογικών κρίσεων (βλ. αξία) και συνεπώς την προτρέπει να αποφεύγει παρόμοιες τάσεις, να περιορίζεται στα πλαίσια του καθαρού στοχασμού, αφήνοντας τα κύρια κοινωνικά και κοσμοθεωρητικά προβλήματα στη δικαιοδοσία της υποκειμενισπκής ιδεολογίας. Ανακηρύσσει την επιστήμη* αξιολογικά «ουδέτερο» μέσο εργαλειακού χαρακτήρα (βλ. επιστημονισμός). Θεωρεί ανεδαφική τη θεώρηση της ιστορίας ως νομοτελειακής διαδικασίας, η οποία εκτυλίσσεται μέσω της ανθρώπινης δραστηριότητας. Κατά τον μαρξισμό* η αντικειμενικότητα της κοινωνικής επιστήμης εδράζεται στην υιοθέτηση της οπτικής των αντικειμενικά προοδευτικών κοινωνικών τάξεων (βλ. επίσης θετικισμός, τεχνοκρατία). Δ. π. αντικείμενο (λατ. objectum). Φιλοσοφική έννοια η οποία, μαζί με τη συσχετική της έννοια «υποκείμενο»*, υποδηλώνει τις δύο αντίθετες πλευρές κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας. Είναι το μέρος της «αντικειμενικής πραγματικότητας»* με το οποίο αλ >,λεπιδρά το υποκείμενο στρέφοντας προς αυτό την ενεργό δραστηριότητά του ως πρακτική* ή ως γνώση*. "Δυνάμει αντικείμενο" του ανθρώπου ως κοινωνικού υποκειμένου είναι το σύνολο της υλικής και ιδεατής πραγματικότητας, όλα τα φυσικά, κοινωνικά και συνειδησιακά φαινόμενα, δηλαδή καθετί το επιστητό. "Ενεργεία αντικείμενο" είναι το μέρος εκείνο του επιστητού που εντάσσεται στην τροχιά της εμπράγματης μετασχηματίζουσας δραστηριότητας, αλλά και της πνευματικής οικειοποίησης του ανθρώπου, το βάθος και η εμβέλεια των οποίων είναι συνάρτηση του ιστορικού επιπέδου ανάπτυξης του υλικού και πνευματικού πολιτισμού*. "Αντικείμενο της εργασίας" είναι το υλικό στο οποίο επενεργεί το υποκείμενο της εργασίας με τη βοήθεια μέσων για την παραγωγή ορισμένου προϊόντος. Αρχικά ο άνθρ πος χρησιμοποιούσε ως αντικείμενο υλικό δεδομένο από τη φύση. Στη συνέχεια επεξεργάζεται το υλικό προσδίδοντάς του ορισμένες ιδιότητες (εκτός από τις φυσικές ιδιότητες που διατηρεί), για να φθάσει τελικά στη χρήση τεχνητών υλικών με προκαθορισμένες ιδιότητες. Δηλαδή ο άνθρωπος δεν προσαρμόζεται απλώς στο αντικείμενο ως φυσικό υλικό, αλλά το μετασχηματίζει σύμφωνα με τις ανάγκες του και σύμφωνα με τις ανάγκες της παραγωγής. Το αντικείμενο της γνώσης (μελέτης, έρευνας*) αρχικά υποπίπτει στις αισθήσεις από τις οποίες ξεκινά η «γνωστική διαδικασία*», η οποία παρέχει στο υποκείμενο εμπειρική και θεωρητική γνώση των ιδιοτήτων, των πλευρών και των νομοτελειών* που το διέπουν. Στον βαθμό που η γνωστική διαδικασία ανεξαρτητοποιείται, αυτονομείται σχετικά και αποκτά διαμεσολαβημένη σχέση με την πρακτική, ανεξαρτητοποιείται σχετικά και το αντικείμενο της γνώσης. Ένα και το αυτό γνωστικό αντικείμενο μπορεί να εμφανίζεται ως αντικείμενο μελέτης πολλών επιστημονικών κλάδων. Κατά τον Μεσαίωνα το αντικείμενο γνωσιολογοποιείται και αποκαλείται subjectum, δηλ. υποκείμενο, α- ντικείμενο δε θεωρείται η εντύπωση, η παράσταση που προκαλεί αυτό στον άνθρωπο. Κατά τη μηχανιστική υλιστική παράδοση, το υ- ποκείμενο ως κατ' εξοχήν παθητικό υφίσταται την επίδραση του αντικειμένου. Κατά την ιδεαλιστική παράδοση, αντίθετα, το αντικείμενο είναι προϊόν είτε κάποιου υπερατομικού υποκειμένου (του θεού, της «απόλυτης ιδέας» κ.λπ., βλ. αντικειμενικός ιδεαλισμός) είτε της ψυχικής δραστηριότητας, (των αισθητηρίων οργάνων, των καταστάσεων κ.λπ.) του ατόμου (βλ. υποκειμενικός ιδεαλισμός). Ο Χέγκελ* α- ναδεικνύει πλευρές του ιστορικού και κοινωνικού χαρακτήρα του αντικειμένου και της σχέσης του με το υποκείμενο, την οποία ανάγει τελικά στην πνευματική δραστηριότητα. Ο Μαρξ* τεκμηριώνει τον ιστορικό και κοινωνικό χαρακτήρα του αντικειμένου μέσω της ανάπτυξης της κοινωνικής πρακτικής δραστηριότητας. Η νεοκαντιανή φιλοσοφία (βλ. νεοκαντιονισμός) τροποποίησε τον καντιανό απριορισμό δίνοντας έμφαση αρχικά στον ψυχοφυσιολογικό μηχανισμό πρόσληψης του αντικειμένου και, αργότερα, ανάγοντας το επιστητό εν γένει σε «διαπλοκή λογικών σχέσεων» (Η. Cohen*). Ο αυστριακός φιλόσοφος Ρ. Αμεζέντερ εισάγει την αντιπαράθεση του αντικειμένου της μελέτης (Gegenstand) στο αντικείμενο (objekt) το 1904, ενώ ο Αλέξιους φον Μάινονγκ (Meinong), συνδέοντας αυτή τη διάκριση με τη θεωρία της αποβλεπτικότητας (Intentionalitat) του Φραντς Μπρεντάνο* (Brentano), διατύπωσε μια θεωρία των αντικειμένων (Gegenstandstheorie), που ερμήνευε το αντικείμενο της μελέτης ως πράξη κατά την οποία βιώνεται το αντικείμενο ως δεδομένο. Η φαινομε- 106

107 αντίληψη νολογία* του Χούσσερλ* επικέντρωσε την προσοχή όχι στο αντικείμενο αλλά στην προθετικότητα, αποβλεπτικότητα της συνείδησης. Βιβλιογρ.: Ouine W. v.. Word end Object. New York- London-Wiley, 1960,-Ιμβριώτης Γ.. Δοκίμια μαρξιστικής φιλοσοφίας, Σ. Εποχή Μουρέλος Γ., θεμελιώδεις έννοιες της σύγχρονης φιλοσοφίας και επιστημολογίας. Εγνατία, Παβλόφ Τ., θεωρία της αντανάκλασης. Δωδώνη, L. Geumonat. Επιστήμη και ρεαλισμός. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα, Ε. Μπιτσάκη, θεωρία και πράξη, Gutenberg. 1983'. Δ. Πατέλης αντικείμενο μελέτης, βλ. αντικείμενο. αντικειμενοποίηση και απαντικειμενοποίηση, βλ. εξαντικειμένωση και απαντικειμένωση. αντικουλτούρα. Ο όρος "αντικουλτούρα" σημαίνει, καταρχήν, την άρνηση γενικά των πολιτισμικών, πνευματικών κατακτήσεων και αξιών και την έξαρση, αντίστροφα, των πρωτόγονων ενστίκτων του ανθρώπου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της στάσης είναι η φράση που ο προπολεμικός χιτλερικός συγγραφέας Χανς Γιοστ βάζει στο στόμα του, επίσης χιτλερικού, κεντρικού ήρωά του, Σλάγκετερ, στο ομώνυμο θεατρικό έργο του: "Οταν ακούω τη λέξη κουλτούρα, τραβάω το πιστόλι μου". Πέρα από τούτη την απόλυτη άρνηση της κάθε κουλτούρας, στη σύγχρονη κοινωνιολογία ο όρος πήρε μιαν ειδική ερμηνεία: δήλωνε την ιδεολογία των "επαναστατημένων" κοινωνικών ομάδων, της φοιτητικής, κυρίως, νεολαίας, αλλά και ευρύτερων στρωμάτων της διανόησης, ακόμα και περιθωριακών, "λούμπεν", στοιχείων της πόλης στις δυτικές αναπτυγμένες χώρες. Η γενιά των "μπήτνικς" της δεκαετίας του 50 και των "χίππις" της δεκαετίας του 60, που πρωτοεμφανίστηκαν στις ΗΠΑ, απέρριπταν τη "μαζική κοινωνία" και τις αξίες της, την τεχνοκρατική και αλλοτριωτική "κουλτούρα" της, προτιμούσαν (κακοχωνεμένες) ανατολικές θρησκείες, κήρυχναν μια "φιλοσοφία" της Ειρήνης και της Αγάπης, την περιφρόνηση των υλικών πραγμάτων, τη χρήση μαριχουάνας και παραισθησιογόνων ως μέσων διαλογισμού και ηδονής, τον ελεύθερο έρωτα και, γενικά, μια ι- διόρρυθμη βιοτροπία μέσα στις κοινότητές τους, που περιλάμβανε ένα δικό τους στυλ ενδυμασίας, χάντρες, κουδούνια κ.λπ. Τόσο η αντικουλτούρα αυτή των δεκαετιών του 50 και του 60, στην αμερικανική τους, βασικά, εκδοχή, όσο και οι παράλληλες εκδηλώσεις των "Οργισμένων Νέων" (Angry Young Men) στην Αγγλία και του μεγάλου κινήματος των φοιτητών στη Γαλλία (ο "Γαλλικός Μ ιης" του 68) εκφράζουν, η καθεμιά με τον δικό της τρόπο,την εξέγερση ενάντια στην απανθρώπιση των κοινωνικών σχέσεων στις σύγχρονες "βιομηχανικές κοινωνίες", στην πολλαπλή αλλοτρίωση του ατόμου, στην κρίση των θεσμών, στην περιθωριοποίηση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού κ.λπ. Από την άλλη μεριά, όμως, οι μορφές έκφρασης της "αντικουλτούρας" ή "εναλλακτικής κουλτούρας" (counterculture) πάσχουν από μια παθολογική εσωστρέφεια, που τις κάνει να εμφανίζονται ως μορφές ανίκανες να προσφέρουν μιαν ουσιαστική εναλλακτική πρόταση -κι ακόμα λιγότ ο μιαν εναλλακτική λύση- στη γενική διαρθρωτική κρίση της σύγχρονης "μαζικής κοινωνίας" και στην απανθρωπίζουσα "μαζική κουλτούρα" που τη συνοδεύει. Αυτός είναι ο λόγος που τα κινήματα αυτά "ξεθύμαναν" σύντομα και αρκετά από τα συστατικά στοιχεία τους, όπως και αρκετοί από τους πρωταγωνιστές τους, "αφομοιώθηκαν" με τον καιρό από το πολιτισμικό "κατεστημένο". Γιάν. Κρητικός αντίληψη. Με τον όρο αυτόν εννοούμε τη γνωστική λειτουργία κατά την οποία επιτελείται πρόσληψη, αναγνώριση και ερμηνεία των διαφόρων ερεθισμάτων, τα οποία κατακλύζουν τις αισθήσεις μας, με σκοπό τη μεταβίβαση τους στη μνήμη για περαιτέρω επεξεργασία. Η εννοιολογική αυτή προσέγγιση της αντίληψης προϋποθέτει ότι τα άτομα έχουν επίγνωση των δραστηριοτήτων οι οποίες λαμβάνουν χώρα κατά την αντιληπτική διαδικασία. Αντίληψη όμως πραγματοποιείται ακόμα και σε περιπτώσεις όπου τα άτομα δεν συμμετέχουν ενεργητικά στην αντιληπτική διαδικασία, όπως καταφαίνεται από ευρήματα ερευνών, οι οποίες διεξάγονται στον χώρο της Νευροψυχολογίας. Οι απόψεις διαφόρων μελετητών, οι οποίοι προσπάθησαν να διερευνήσουν τον τρόπο εμφάνισης και ανάπτυξης της ικανότητας της α- ντίληψης στα άτομα, διχάζονται. Ορισμένοι (π.χ. οι νατιβιστές) υποστηρίζουν ότι η αντίληψη αποτελεί έμφυτη ικανότητα, ενώ άλλοι, οι αποκαλούμενοι εμπειριστές, διατυπώνουν την άποψη ότι η αντίληψη είναι προϊόν μάθησης συντελούμενης μέσω των εμπειριών του ατόμου, όπως αυτές καθορίζονται από την άμεση επαφή του με το περιβάλλον. 107

108 αντίληψη Βασική υπόθεση των απόψεων των εμπειριστών είναι ότι τα άτομα δεν συμμετέχουν ε- νεργητικά στην αντιληπτική διαδικασία. Αυτό σημαίνει ότι τα πολυάριθμα ερεθίσματα του περιβάλλοντος αναπαρίστανται κατά αντιγραφικό τρόπο στη μακροπρόθεσμη μνήμη χωρίς να υποστούν καμία επεξεργασία. Στις αρχές του αιώνα μας, όμως, η άποψη αυτή διευρύνθηκε από τους υποστηρικτές της Μορφολογικής Ψυχολογίας. Οι Wertheimer, Koffka και Kohler.oi οποίοι ήταν οι κυριότεροι εκπρόσωποι της Μορφολογικής Ψυχολογίας, στην προσπάθειά τους να ερμηνεύσουν την οπτική αντίληψη, υποστήριξαν τη θέση ότι ο ανθρώπινος νους έχει την τάση να αντιλαμβάνεται τα αντικείμενα ως ολοκληρωμένα σύνολα απαρτιζόμενα από επιμέρους στοιχεία, αλλά η αντίληψη των αντικειμένων είναι μια ενεργός και δημιουργική διαδικασία, γιατί προϋποθέτει την εύρεση των σχέσεων μεταξύ των επιμέρους στοιχείων του συνόλου αλλά και των σχέσεων μεταξύ του μέρους και του όλου. Η διαδικασία αυτή διέπεται από ορισμένες αρχές και νόμους όπως αυτούς της εγγύτητας, της ομοιότητας, της ολοκλήρωσης, της συμμετρίας και της συνέχειας. Σύγχρονες θεωρητικές προσεγγίσεις του φαινομένου της αντίληψης αποδίδουν ακόμη μεγαλύτερη έμφαση στην ενεργό συμμετοχή του ατόμου κατά την αντιληπτική λειτουργία. Θεωρητικοί όπως οι Bruner, Gregory και Neisser χαρακτηρίζουν την αντίληψη ως σύνολο ενεργητικών και εποικοδομητικών διεργασιών, οι οποίες δεν περιορίζονται μόνο στις προσλαμβανόμενες από τα αισθητήρια όργανα πληροφορίες, αλλά επεκτείνονται στην ενεργό αλληλεπίδραση του ατόμου με το περιβάλλον μέσω των υπολοίπων γνωστικών του λειτουργιών και των γνώσεων και εμπειριών που έχουν ήδη αποκτηθεί. Μέσα σε αυτό το θεωρητικό πλαίσιο, η επεξεργασία των διαφόρων ε- ρεθισμάτων, που είναι και φορείς πληροφοριών, ολοκληρώνεται σε δύο στάδια. Στο πρώτο στάδιο επιτελείται η πρόσληψη και στο δεύτερο η αναγνώρισή τους. Η πρόσληψη του ερεθίσματος, η οποία είναι αποτέλεσμα επιλεκτικής διαδικασίας, καθώς και η αναγνώρισή του, η οποία αποτελεί πολύπλοκη διαδικασία για την ολοκλήρωση της οποίας απαιτούνται οι λειτουργίες της οργάνωσης και ερμηνείας των ερεθισμάτων, επηρεάζονται από διάφορους παράγοντες, όπως τη φύση του ερεθίσματος, τα ενδιαφέροντα του ατόμου, τις προηγούμενες εμπειρίες του, τις προσδοκίες του, τον βαθμό συγκέντρωσης της προσοχής του, καθώς και το γενικότερο πλαίσιο μέσα στο οποίο ολοκληρώνεται η αντιληπτική διαδικασία. Παρ' όλες τις σημαντικές προσπάθειες που έχουν γίνει προς την κατεύθυνση ερμηνείας του φαινομένου της αντίληψης, εντούτοις οι ψυχολόγοι μελετητές του θέματος δυσκολεύονται στο να καθορίσουν ποιες μορφές της α- ντιληπτικής συμπεριφοράς είναι έμφυτες και ποιες επίκτητες ή αν όλες είναι έμφυτες ή επίκτητες. Μελέτες, για παράδειγμα, οι οποίες α- ποσκοπούσαν να εξετάσουν την ανάπτυξη της αντίληψης του βάθους, έχουν δείξει ότι τα βρέφη ηλικίας 6-14 μηνών έχουν ήδη αναπτύξει την αντίληψη του βάθους, χωρίς να μπορούν όμως να ελέγξουν αν υπάρχει η ικανότητα αυτή.και στα νεογέννητα, λόγω αδυναμίας εύρεσης μιας ερευνητικής μεθόδου εφαρμόσιμης στον πληθυσμό αυτό. Εξάλλου, σύμφωνα με τον Piaget*, η ανάπτυξη της αντίληψης της σταθερότητας των αντικειμένων, της ικανότητας, δηλαδή, με την οποία τα άτομα αντιλαμβάνονται ότι τα αντικείμενα του περιβάλλοντος υπάρχουν, ακόμα κι αν ευρίσκονται πέρα από το οπτικό τους πεδίο ή όταν κρύβονται, εμφανίζεται για πρώτη φορά στην ηλικία των δύο ετών και αναπτύσσεται με την πάροδο του χρόνου. Σύγχρονοι ψυχολόγοι βασιζόμενοι σε ενδείξεις μελετών με υποκείμενα τυφλά άτομα, των οποίων η όραση αποκαταστάθηκε σε μεγάλη ηλικία, σύμφωνα με τις οποίες τα άτομα αυτά εμφάνιζαν ορισμένες μονο μορφές αντιληπτικής συμπεριφοράς μετά την αποκατάσταση της όρασής τους, ο- δηγήθηκαν στο συμπέρασμα ότι και σι δύο α- πόψεις ερμηνείας του φαινομένου της αντίληψης, δηλαδή η άποψη των οπαδών του νατιβισμού και εκείνη των εμπειριστών, προσφέρουν καλύτερη ερμηνεία του φαινομένου της αντίληψης. Στον χώρο της Γνωστικής Ψυχολογίας επικρατούν τρεις διαφορετικές θεωρητικές απόψεις καθεμιά από τις οποίες προσπαθεί να ερμηνεύσει πώς τα άτομα αναγνωρίζουν τις μορφές των αντικειμένων (pattern recognition). Σύμφωνα με τη βασικότερη υπόθεση μιας από τις θεωρητικές αυτές απόψεις, τη γνωστή ως υπόθεση ταύτισης μορφών (template matching), τα α- ντικείμενα που μας περιβάλλουν αναπαρίστανται στη μνήμη υπό τη μορφή μικροσκοπικών περιγραμμάτων ή μορφών (templates). Ανα- 108

109 ΑντΙλοχος γνώριση ενός ερεθίσματος σημαίνει και ταύτιση του με μια από τις μικροσκοπικές αυτές μορφές, η οποία είναι το αποτέλεσμα πολλαπλών συγκρίσεών του με τις πολυάριθμες μνημονικές αναπαραστάσεις. Κατά τη θεωρητική άποψη τη γνωστή ως θεωρία πρωτοτύπων (prototype theory), οι ομοιότητες ανάμεσα στα χαρακτηριστικά γνωρίσματα τα οποία αντιστοιχούν στα ερεθίσματα, δηλαδή τις μορφές που πρόκειται να αναγνωριστούν, διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην αναγνώριση τους. Κυρίαρχη υπόθεση της θεωρητικής αυτής άποψης είναι ότι κάθε ερέθισμα αποτελεί μέλος μιας ευρύτερης κατηγορίας ε- ρεθισμάτων και προσδιορίζεται από χαρακτηριστικά γνωρίσματα, τα οποία κατέχονται και από τα υπόλοιπα μέλη της κατηγορίας αυτής. Τα πρωτότυπα ερεθίσματα μιας κατηγορίας (prototypes) έχουν αφηρημένο χαρακτήρα και εμπερικλείουν τα βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα που κατέχουν όλα τα μέλη της κατηγορίας. Ένα νέο ερέθισμα συγκρίνεται με το πρωτότυπο ερέθισμα και αν προσδιορίζεται με ένα ή περισσότερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα από εκείνα τα οποία υπάρχουν στο πρωτότυπο ερέθισμα, τότε αναγνωρίζεται. Σύμφωνα τέλος με τη θεωρητική άποψη προσδιορισμού των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων (feature theory), κάθε ερέθισμα είναι συνδεδεμένο με συγκεκριμένο αριθμό προσδιοριστικών χαρακτηριστικών γνωρισμάτων ή λεπτομερειών. Η διαδικασία αναγνώρισης αρχίζει με την αφαίρεση των γνωρισμάτων από μια μορφή, τη συνένωσή τους και τη σύγκρισή τους με τις γενικότερες πληροφορίες που υ- πάρχουν στη μνήμη. Η θεωρία αυτή υποστηρίζεται από μελέτες που πραγματοποιούνται στον χώρο της Γνωστικής Ψυχολογίας, της Νευροφυσιολογίας και των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Παρά το γεγονός ότι το αντιληπτικό σύστημα θεωρείται ως ένας μηχανισμός που μας επιτρέπει να γνωρίσουμε το περιβάλλον μας, οι διαδικασίες μέσω των οποίων ολοκληρώνεται δεν επιτελούνται πάντοτε χωρίς λάθη. Έτσι, μερικές φορές δεν αντιλαμβανόμαστε σωστά τα διάφορα ερεθίσματα με αποτέλεσμα να προβαίνουμε σε λανθασμένες αντιλήψεις, τις γνωστές ως αντιληπτικές ψευδαισθήσεις ή ο- φθαλμαπάτες (illusions). Μια γνωστή οφθαλμαπάτη είναι αυτή της σελήνης: η σελήνη φαίνεται μεγαλύτερη όταν βρίσκεται κοντά στον ορίζοντα και κατά πολύ μικρότερη όταν είναι ψηλά. Αλλες οφθαλμαπάτες είναι αυτές των Muller-Lyer και Ponzo, γνωστές ως γεωμετρικές ψευδαισθήσεις, κατά τις οποίες ευθείες γραμμές ίσου μήκους γίνονται αντιληπτές ως έχουσες άλλοτε μικρότερο και άλλοτε μεγαλύτερο μήκος ανάλογα με τον τρόπο τοποθέτησής τους στο χώρο, π.χ. σε κάθετους ή παράλληλους σχηματισμούς κ.λπ. Παρομοίως, σε περιπτώσεις όπου τα περιβαλλοντικά ερεθίσματα γίνονται αντιληπτά όχι από όλα τα άτομα, αλλά από ένα συγκεκριμένο άτομο μόνο, για κάποιο καθαρά υποκειμενικό λόγο, ως έχοντα δομή διαφορετική από την πραγματική τους, τότε δημιουργούνται εσφαλμένες αντιλήψεις, οι λεγόμενες αντιληπτικές παραισθήσεις. Ένα άτομο, για παράδειγμα, υπό την επήρεια του φόβου που του προκαλεί ένα σκοτεινό δωμάτιο παρερμηνεύει τις κινήσεις των κλαδιών ενός δέντρου, η σκιά των οποίων α- ποτυπώνεται σε έναν από τους τοίχους του δωματίου, και τις εκλαμβάνει ως μορφές ζώων που κινούνται εναντίον του. Βιβλιογρ.: Best J.Β (1986). Cognitive Psychology, St Paul: West Publising Company.- Bums, R.B. Dobson, C.B (1984), Introductory Psychology, Lancaster, England: MTP Press Limited.- Eysenck M.W. (1986), A Handbook ol Cognitive Psychology, London: Lawrence Erlbaum Associates.- Eysenk M. W., Keane, M.T (1992), Cognitive Psychology: A Student's Handbook, Hove and London: Lawrence Erlbaum Associates.- Houston, J.P, Bee H., Hatfield. E, Rimm D.C (1981), Essentials ol Psychology, N. York: Academic Press.- ΚομΙλη, A. (1981), Σύγχρονη Ψυχολογία: Η έρεονα της Συμπεριφοράς, Αθήνα, Νέα Σύνορα.- Παρασκευόπουλος, I. Ν. (1982), Εξελικτική Ψυχολογία, Αθήνα. τόμ. 2, 3.- Πόρποδας, Κ.Δ (1991), Γνωστική Ψυχολογία: Η Διαδικασία της Μάθησης, τόμ. 1. Αικ. Μαριδάκη - Κασσωτάκη «ΑντιλογΙαι». Με τον όρο Αντιλογίαι αναφέρεται έργο του σοφιστή Πρωταγόρα*. Σώζεται μόνο ο τίτλος, και σημαίνει: "αντιθετικοί λόγοι ή επιχειρήματα". Προφανώς σ" αυτό το έργο ο Πρωταγόρας ανέπτυσσε την άποψη ότι για κάθε θέμα υπάρχουν δύο λόγοι ή απόψεις, α- ντίθετες η μία από την άλλη. Η άποψη αυτή ήταν πολύ διαδεδομένη στην Αθήνα του 5ου π.χ. αιώνα και ο Πρωταγόρας θεωρείται ως ο εισηγητής της, ενώ η δημοκρατική Αθήνα ως ο τόπος όπου κατεξοχήν μπορούσε να επαληθεύεται. (Βλ. λ. Πρωταγόρας). Γοαμμ. Αλατζόγλου - θέμελη ΑντΙλοχος (1ος αι. π.χ.). Πλατωνικός φιλόσοφος που ανήκε στη νέα Ακαδημία* μαζί με τον Φίλωνα τον Λαρισαίο* κ.ά. Φέρεται ως συγγρα- 109

110 αντιμεταβολή φέας μιας ιστορίας της ελληνικής φιλοσοφίας από την εποχή του Πυθαγόρα* μέχρι τον θάνατο του Επίκουρου*. ε. χ. αντιμεταβολή (λατ. contrapositio). Είδος συμπερασματικού κανόνα σύμφωνα με τον οποίο από τη συναγωγή του Β από το Α μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι αν ισχύει η άρνηση του Β τότε συνάγεται και η άρνηση του Α. Για παράδειγμα, από την πρόταση "Αν Α τότε Β" συνάγεται η πρόταση "Αν όχι Β τότε όχι Α". Επίσης από την πρόταση "Αν το Α είναι αληθές, τότε το Β είναι αληθές" συνάγεται "Αν το Β είναι ψευδές τότε και το Α είναι ψευδές". Διον. Αναηολιτάνος αντιμεταθετικός νόμος ή αντιμεταθετική ιδιότητα. Ιδιότητα μιας πράξης ή μιας σχέσης σύμφωνα με την οποία η αντιμετάθεση των όρων στην πράξη ή στη σχέση δεν επηρεάζει το πραξιακό ή σχεσιακό αποτέλεσμα. Συμβολικά, αν με Ρ συμβολίσουμε την πράξη ή τη σχέση, ι- σχύει αρβ = βρα Ο νόμος αυτός ισχύει για την πρόσθεση και τον πολλαπλασιασμό στα πλαίσια των πραγματικών αριθμών, καθώς και για τη σύζευξη ή τη διάζευξη στη λογική. Παράδειγμα αλγεβρικής δομής για την οποία δεν ισχύει είναι αυτή του συνόλου των πινάκων εφοδιασμένου με τη συνήθη πράξη του πολλαπλασιασμού πινάκων. Αντικείμενο των μαθηματικών είναι και αξιωματικά συστήματα στα οποία ορίζονται αντιμεταθετικές πράξεις και σχέσεις, καθώς και αξιωματικά συστήματα στα οποία ορίζονται μη α- ντιμεταθετικές πράξεις και σχέσεις. Διον. Αναπολιτάνος αντινατουραλισμός. Η θεωρία για την ψυχολογία και τις κοινωνικές επιστήμες που υποστηρίζει ότι τα ανθρώπινα όντα -ίσως και τα ζώα με ανώτερη νοημοσύνη- συνιστούν ένα αντικείμενο έρευνας τόσο διαφορετικό από εκείνο των φυσικών επιστημών, ώστε χρειάζονται πολύ διαφορετικές μέθοδοι για τη μελέτη τους. Έτσι, στη μελέτη των ανθρώπινων όντων, μπορούμε να επικοινωνούμε μ' αυτά και να προσπαθούμε να καταλάβουμε τη σημασία των λόγων και των πράξεών τους, ενώ ένας φυσικός δεν μπορεί με τον ίδιο τρόπο να επικοινωνήσει με τις φυσικές ουσίες και τους φυσικούς μηχανισμούς που μελετά. Μια σύστοιχη άποψη είναι ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά και οι ανθρώπινες διανοητικές διαδικασίες δεν μπορούν να εξηγηθούν με τις μεθόδους της φυσικής και της χημείας ή με τις φυσιολογικές διαδικασίες που συντελούνται στο ανθρώπινο σώμα (βλ. αναγωγισμός) και ότι καμιά μελέτη, ακόμα και η πιο προχωρημένη, της δομής του ανθρώπινου εγκεφάλου και των διαδικασιών που συντελούνται μέσα σ' αυτόν δεν μπορεί να εξηγήσει τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι σκέφτονται, αποφασίζουν, ενεργούν, αισθάνονται κ.λπ. Η αντίθετη άποψη είναι ο "νατουραλισμός" που επικράτησε στον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό* του 18ου αιώνα, ο οποίος αγνοούσε την ιστορική διάσταση του ανθρώπου (θεωρίες περί "φυσικού ανθρώπου", "φυσικής ηθικής", "φυσικού δικαίου" κ.λπ.). Αν ο νατουραλισμός παραβλέπει τις διάφορες βαθμίδες και τις ειδικές νομοτέλειες της καθεμιάς στην κλίμακα της ανάπτυξης της έμβιας ύλης και ανάγει τις ουσιαστικές, ποιοτικές διαφορές τους στην πιο απλή, αρχική τους μορφή, ο αντινατουραλισμός απομονώνει και απολυτοποιεί την ανώτερη βαθμίδα και τις ειδικές νομοτέλειές της, σε σημείο που να παρουσιάζει τον άνθρωπο σαν ένα ον έξω και πάνω από τη φύση. Η άρση της αντίθεσης βρίσκεται στη διαλεκτική σύνθεση: ο άνθρωπος, αν και είναι ένα φυσικό σύστημα του οποίου η δομή και οι διαδικασίες που συντελούνται μέσα σ' αυτό πρέπει να αναζητηθούν στον ανθρώπινο εγκέφαλο ή, γενικότερα, στα ανθρώπινα κοινωνικά συστήματα, εντούτοις έχει μια πολύ μεγαλύτερη πολυπλοκότητα σε σύγκριση με τα άλλα φυσικά συστήματα, και γι' αυτό τον λόγο απαιτούνται για τη μελέτη του εντελώς νέα θεωρητικά πλαίσια και εμπειρικές μέθοδοι. Γιάν. Κρητικός αντινομία. Η εμφάνιση στην πορεία της σκέψης δύο ευθέως αντιθέτων βεβαιώσεων εξ ίσου τεκμηριωμένων. Η έννοια της αντινομίας εμφανίσθηκε στη φιλοσοφία των Ελεατών', των Σοφιστών' και των Σκεπτικών*. Κατά τον Ζήνωνα τον Ελεάτη*, «τα αυτά όμοιά τε και α- νόμοια, και εν και πολλά, μένοντά τε αυ και φερόμενα». Ο Πρωταγόρας* επεσήμανε τη συνύπαρξη δύο αντικείμενων προς αλλήλους λόγων σε κάθε πράγμα, ενώ η επισήμανση της ισοσθένειας των λόγων τεκμηρίωνε τον αγνωστικισμό* των Σκεπτικών. Μέσω του σχολαστι- 110

111 αντιουτοπία κισμού* και της φιλοσοφίας της Αναγέννησης η έννοια κληροδοτείται στην κλασική γερμανική φιλοσοφία. Κατά τον I. Καντ*, η νόηση κατά τη μετάβαση από τη διάνοια στον λόγο (βλ. διάνοια και λόγος) από τη φύση της προσκρούει σε τέσσερις κοσμολογικές αντινομίες: 1) ο κόσμος έχει αρχή στον χρόνο και τον χώρο - ο κόσμος είναι απέραντος ως προς τον χρόνο και τον χώρο - 2) καθετί στον κόσμο συνίσταται από το απλό - δεν υπάρχει τίποτα απλό, όλα είναι σύνθετα - 3) υπάρχουν στον κόσμο αιτίες που ενεργούν ελεύθερα (εκτός των φυσικών νόμων) - δεν υπάρχει ελευθερία, τα πάντα υ- πάγονται στη φυσική αναγκαιότητα - 4) μεταξύ των αιτίων του κόσμου υπάρχει κάποιο απολύτως αναγκαίο ον - δεν υπάρχει τίποτε το απολύτως αναγκαίο μεταξύ των αιτίων του κόσμου. Οι αντινομίες οφείλονται, κατά τον Καντ, στη σύγχυση φαινομένων και νοουμένων, φαινομενολογικού και υπερβατικού κόσμου. Ο Χέγκελ* έδωσε περαιτέρω ώθηση στον εν λόγω φιλοσοφικό στοχασμό επισημαίνοντας την αναγκαιότητα της αντιφατικότητας για την ανάπτυξη, την οποία όμως ανάγει αποκλειστικά στην κίνηση της νόησης. Ο Μαρξ* στο Κεφάλαιο' αίρει την απόσπαση της νοητικής αντιφατικότητας από αυτήν του ερευνώμενου αντικειμένου με τη λογική κατηγοριακή αναπαράσταση της κλιμάκωσης της αντιφατικότητας ενός συγκεκριμένου υπαρκτού αντικειμένου ως οργανικού όλου (βλ. ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο). Στην πορεία της γνώσης η νόηση προσκρούει και σε κάποιες ιδιότυπες αντινομίες - αντιφάσεις, που αφορούν σε βαθμίδες της αναπτυσσόμενης γνώσης, απολυτοποιήσεις, αντιπαραβολές ανεπαρκώς επεξεργασμένων αφαιρέσεων μεταξύ τους και με την εμπειρική πραγματικότητα, προεκβολές περιορισμένης εμβέλειας γνώσεων κ.λπ. Βιβλιογρ.: Καντ I.. Κριτική του Καθαρού Λόγου, εκδ. Παπαζήση.- Καντ I., Προλεγόμενα σε κάθε μελλοντική μεταφυσική, Δωδώνη. Αθήνα-Γιάννινα, Χέγκελ Γκ., Η επιστήμη της λογικής, Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα, Γ. Ιμβριώτη, Η φιλοσοφία του Καντ, Διογένης, Αθήνα, Δ. Πατέλης «Αντι - Ντύρινγκ». Βασικό έργο της μαρξιστικής γραμματολογίας. Γράφτηκε από τον Φ. Ενγκελς" στα για ν' αντιμετωπιστούν οι φιλοσοφικές απόψεις του καθηγητή Ε. Ντύρινγκ, ένα εκλεκτικιστικό μείγμα χυδαίου υλισμού, θετικισμού και ιδεαλισμού, που εκείνη την περίοδο επηρέαζε τμήμα των μελών του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της Γερμανίας. Ο πλήρης τίτλος του είναι: Η ανατροπή της ε- πιστήμης από τον κΰριον Ευγένιον Ντύρινγκ. Το Αντι-Ντύρινγκ θεωρείται πραγματική εγκυκλοπαίδεια του μαρξισμού*. Διαπαιδαγωγήθηκαν μ' αυτό χιλιάδες οπαδών του. Ο Λένιν* το χαρακτήρισε "εγκόλπιο κάθε συνειδητού εργάτη". Αποτελείται από εισαγωγή και τρία μέρη. Στην εισαγωγή ο Ενγκελς δίνει μια επισκόπηση της ανάπτυξης της φιλοσοφίας, από την υποτυπώδη διαλεκτική της αρχαιότητας ως την υλιστική διαλεκτική του μαρξισμού, και υποστηρίζει ότι με τις δυο ανακαλύψεις του Μαρξ* -την υλιστική αντίληψη της ιστορίας και τη θεωρία της υπεραξίας- ο σοσιαλισμός από ουτοπία μετατράπηκε σε επιστήμη. Στο πρώτο μέρος, στη Φιλοσοφία, εκτίθενται τα βασικά προβλήματα του υλισμού και της διαλεκτικής, καθώς και της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας. Το δεύτερο μέρος, η Οικονομία, είναι α- φιερωμένο στην οικονομική διδασκαλία του Μαρξ. Στο τρίτο μέρος, στον Σοσιαλισμό, δίνεται μια περιγραφή της ιστορίας και της θεωρίας του μαρξιστικού σοσιαλισμού και διαγράφονται τα γνωρίσματα της μελλοντικής, κομμουνιστικής κοινωνίας, όπου οι άνθρωποι γίνονται "πραγματικά και συνειδητά κυρίαρχοι της κοινωνίας και κατ" επέκταση κυρίαρχοι και της φύσης", και όπου, κατά την έκφραση του Ένγκελς, η ανθρωπότητα πραγματοποιεί το άλμα από το βασίλειο της αναγκαιότητας στο βασίλειο της ελευθερίας. Το "Αντι-Ντύρινγκ" έχει μεταφρασθεί στα ελληνικά και έχει εκδοθεί από τη "Σύγχρονη Εποχή", 1993'. Βιβλιογρ.: Το έργο Άντι-Ντύρινγκ" του Ενγκελς και η εποχή μας, Μόσχα, Κ. Μαρξ και Φ. Ενγκελς, Άπαντα", τ. 20, Μόσχα, Η Μαρξιστική φιλοσοφία του 19ου αιώνα, τόμ. 2, Μόσχα, 1979, κεφ. 12. Ν. Στ. αντιουτοπία. Ο όρος δηλώνει την ιδεολογική στάση ενός τμήματος των διανοουμένων, κυρίως της Δύσης, οι οποίοι, σε αντίθεση με τον ουτοπισμό, όπως αποκαλούν την πίστη στη δυνατότητα εγκαθίδρυσης ενός δίκαιου κοινωνικού συστήματος, φρονούν ότι μια τέτοια επιδίωξη είναι ανέφικτη, αλλά και ότι κάθε απόπειρα για την πραγματοποίησή της οδηγεί σε ολέθρια αποτελέσματα. Ειδικά, η επανάσταση του 1917 στη Ρωσία και οι κατοπινές εξελίξεις της έδωσαν αφορμή και υλικό για μια σειρά "αντιουτοπικά" μυθιστορήματα. Απ' αυτά τα γνω- 111

112 ΑντΙοχος ο ΑσκαλωνΙτης στότερα είναι: Ο θαυμαστός νέος κόσμος (Brave New World) του Άλντους Χάξλεϋ (1932), Το έτος 1984 του Τζωρτζ Οργουελ (1949), Το κουρδιστό πορτοκάλι (The Clockwork Orange) του Αντονυ Μπέρτζες (1962), Η άνοδος της αξιοκρατίας (The Rise of Meritocracy) του Μάικλ Γιανγκ (1958), Ο κύριος των μυγών (Lord of Flies) του Ουίλλιαμ Γκόλντιγκ (1963), Σκοτεινιά στο μεσημέρι (Darkness at Noon), γνωστότερο με τον τίτλο Το Μηδέν και το Απειρον, του Αρθουρ Κέσλερ, κ.ά. Σε ανάλογο πνεύμα είναι γραμμένες και μελέτες, όπως Ο μύθος της μηχανής (The Myth of the Machine) του Λιούις Μάμφορντ (2 τόμοι, ). Εδώ, πρέπει να γίνει η διάκριση ανάμεσα στην "αντιουτοπιστικη" φιλολογία, που σε τελική α- νάλυση τείνει στη δικαίωση και υπεράσπιση της κοινωνίας του "ελεύθερου ανταγωνισμού", με όλες τις κοινωνικές ανισότητες και αδικίες της, και στα έργα προοδευτικών συγγραφέων, όπως του Ανατόλ Ορανς (Το νησί των Πιγκουίνων), του Τζακ Λόντον (Η σιδερένια φτέρνα), του Χέρμπερτ Τζωρτζ Ουέλς τα μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας, του Ρομπέρ Μερλ (Ένα ζώο προικισμένο με λογικό) κ.ά.. που επισημαίνουν τους πραγματικούς κινδύνους και προειδοποιούν γι' αυτούς, προτείνοντας, άμεσα ή έμμεσα, μια συλλογική αντιμετώπιση τους για μια ζωή άξια του ανθρώπου. Γιάν. Κρητικός ΑντΙοχος ο ΑσκαλωνΙτης, (Ασκαλών Παλαιστίνης, περ. 130/ π.χ.). Ελληνας φιλόσοφος, πλατωνικός και εκλεκτικός, ιδρυτής της λεγόμενης «πέμπτης Ακαδημίας». Ο Αντίοχος ήταν μαθητής του φίλωνα του Λαρισαίου* στην Αθήνα και διάδοχός του στη διεύθυνση της πλατωνικής Ακαδημίας* (79-78). Ακολούθησε τον δάσκαλό του στη Ρώμη (88), όπου ο Αντίοχος κέρδισε τη φιλία του Ρωμαίου Λούκουλλου. Ως «σχολάρχης» της Ακαδημίας στην Αθήνα, ο Αντίοχος είχε μαθητή τον Κικέρωνα*, ο οποίος στα έργα του αναφέρεται συχνά στον Αντίοχο. Αργότερα, κατά τον δεύτερο Μιθριδατικό πόλεμο (73), ο Αντίοχος συνόδεψε τον φίλο του Λούκουλλο στην εκστρατεία του στην Ανατολή και πέθανε στη Μεσοποταμία. Ο Αντίοχος αγωνίστηκε κυρίως για να απαλλάξει την Ακαδημία από την επίδραση του Σκεπτικισμού* και να την επαναφέρει στη γνήσια πλατωνική παράδοσή της. Γι' αυτό ήρθε σε σύγκρουση ακόμα και με τον δάσκαλό του τον φίλωνα, μαθητή του Καρνεάδη*, εκείνου ακριβώς που είχε εισαγάγει τον Σκεπτικισμό στην Ακαδημία. Χαρακτηριστική του αγώνα του είναι η παρατήρησή του στους Σκεπτικούς: Είναι αντίφαση να «βεβαιώνει» κανείς πως τίποτα δεν μπορεί να «βεβαιωθεί» και παράλληλα να «αποδεικνύει» πως τίποτα δεν μπορεί να «αποδειχθεί»! Στο πρόβλημα της αλήθειας ο Αντίοχος δέχτηκε τη θέση του Στωικού Χρύσιππου* για την «εννοιακή παράσταση» ως μέσο για τη γνώση, ενώ στο πρόβλημα της ευτυχίας επεσήμανε ως ιδανικό την απάθεια, που είχαν διδάξει γενικά οι παλαιότεροι Στωικοί*. Ο Αντίοχος έκανε και μια έκθεση της Ακαδημαϊκής, της Περιπατητικής και της Στωικής φιλοσοφίας*, επιδιώκοντας να δείξει ότι οι τρεις σχολές διαφέρουν περισσότερο στη διατύπωση παρά στην ουσία. Με όλα αυτά ο Αντίοχος έδειξε βέβαια ότι δεν ήταν παρά ένας εκλεκτικός. Αν και όχι ιδιαίτερα δημιουργικός φιλόσοφος, ο Αντίοχος άσκησε μάλλον σημαντική επίδραση, και του αναγνωρίζουν ότι αυτός άνοιξε τον δρόμο για την εξέλιξη του Πλατωνισμού* προς τον Νεοπλατωνισμό*. Βιβλιογρ.: J. Glucker. Antiochus and the Late Academy, Gottingen, Vandenhoeck & Ruprecht, 1978, 510 S. (Hypomnemata 56). Ε. Ν. Ρούσσος Αντίπατρος ο Ταρσεύς (2ος αι. π.χ.). Στωικός* φιλόσοφος, ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους της "Παλαιάς Στοάς" και δάσκαλος του Παναίτιου του Ρόδιου*, αρχηγού της "Μέσης Στοάς". Ο Αντίπατρος ήταν μαθητής του Διογένη του Βαβυλώνιου* και διάδοχός του στη διεύθυνση της Στοάς στην Αθήνα (περ. 140). Σε ώριμη η- λικία τερμάτισε τη ζωή του θεληματικά, παίρνοντας δηλητήριο (περ. 137). Από τα έργα του είναι γνωστοί οι τίτλοι Περί κόσμου, Περί ουσίας, Περί ψυχής. Περί θεών. Περί ζώων, Περί μαντικής και Περί του Σωκράτους δαιμονίου. Ο Αντίπατρος ασχολήθηκε με τα πιο κεντρικά προβλήματα της Στωικής φιλοσοφίας*, και οι θέσεις του ο" αυτά είναι σύμφωνες με τις ιδέες των μεγάλων δασκάλων της "Παλαιάς Στοάς". Έκανε μάλιστα ο Αντίπατρος μεγάλο αγώνα, για να υπερασπιστεί τη γνήσια στωική παράδοση από τις επιθέσεις και τις επικρίσεις κυρίως του Καρνεάδη*. Σύμφωνα με τη γενικότερη διδασκαλία της Στοάς, ο Αντίπατρος δεχόταν τα εξής: Για την αλήθεια ως κριτήριο την "καταλη- 112

113 Αντισθένης ο Αθηναίος τττική φαντασία", δηλαδή την εννοιακή παράσταση. Για το σύμπαν ότι έχει ορισμένο σχήμα, το σφαιρικό, που διευκολύνει την κίνησή του. Για την ουσία ότι είναι σωματική, δηλαδή από ύλη, και για την ψυχή ότι είναι θερμή πνοή. Περισσότερη σημασία έχει η διδασκαλία του Αντίπατρου πάνω στα ηθικά προβλήματα. Η βασική θέση του είναι: Να κάνουμε πάντα και χωρίς παρεκκλίσεις αυτό που εξαρτάται από τη δύναμή μας, για να πετυχαίνουμε αυτό που πρωταρχικά ανταποκρίνεται στη φύση μας. Ε.Ν. Ρούσσος Αντίπατρος ο Τύριος (1ος αι. π.χ.). Φιλόσοφος, από τους εκπροσώπους της "Μέσης Στοάς", μαθητής του Ποσειδώνιου* και δάσκαλος του Ρωμαίου Πόρκιου Κάτωνα (περ. 70 π.χ.). Πέθανε πριν από το 45 π.χ. Με την επίδραση του Ποσειδώνιου, ο Αντίπατρος ασχολήθηκε κυρίως με τη φυσική φιλοσοφία, όπως φαίνεται από τους τίτλους των έργων του Περί κόσμου και Περί ζώων. Από λάθος έχουν αποδοθεί στον Αντίπατρο και ορισμένα από τα έργα του Αντίπατρου του Ταρσέα*, συνώνυμου αλλά αρχαιότερου στωικού φιλοσόφου. Ο Αντίπατρος δίδασκε ότι ο κόσμος είναι ζωντανός οργανισμός, έμψυχος και λογικός και ότι έχει ως "ηγεμονικόν" τον αιθέρα. Ε.Ν. Ρούσσος αντιπροσωπευτικότητα. Η ιδιότητα της ικανοποιητικής αντιπροσώπευσης του όλου από ένα μέρος του. Η ιδιότητα αυτή εξαρτάται ως προς την εμφάνισή της από τη δυνατότητα αναπαράστασης του όλου από το μέρος. Μια τέτοια αναπαράσταση προϋποθέτει ότι σε αρκετά ικανοποιητικό βαθμό το μέρος φέρει σε μικρογραφία όλες τις ιδιότητες του όλου, ώστε να αποτελεί ισόμορφη απεικόνιση του. Μια άλλη περίπτωση αντιπροσωπευτικότητας είναι αυτή της ικανοποιητικής αντιπροσώπευσης του όλου (με την έννοια του συνόλου) από ένα στοιχείο του. Στις εμπειρικές επιστήμες και έ- ρευνες η έννοια της αντιπροσωπευτικότητας χρησιμοποιείται ευρύτατα συνδυασμένη με χρήση στατιστικών μεθόδων δειγματοληπτικού χαρακτήρα. Ετσι, δειγματοληψίες που ο- δηγούν σε εμπειρικές διαπιστώσεις σταθερού χαρακτήρα οδηγούν επαγωγικά σε γενικές προτάσεις που αφορούν το όλον. Σε τέτοιες περιπτώσεις η αντιπροσωπευτικότητα γίνεται έννοια στα πλαίσια ενός μαθηματικοποιημένου (στατιστικού) συστήματος, όπου έννοιες, όπως αυτή του διαστήματος εμπιστοσύνης και της πιθανότητας εμπιστοσύνης, αυστηροποιούν τη μετάβαση από το ειδικό στο γενικό. Διον. Αναπολιτάνος Αντισθένης ο Αθηναίος (περ π.χ.). Σοφιστής", ρήτορας, σωκρατικός φιλόσοφος και εμπνευστής των Κυνικών*. Ο Αντισθένης ήταν γιος ενός Αθηναίου, ελεύθερου πολίτη, και μιας δούλης από τη Θράκη. Γεννήθηκε και έζησε στην Αθήνα, πολέμησε στην Τανάγρα (424) και ήταν ένας από εκείνους που παραστάθηκαν στον Σωκράτη* μέσα στο δεσμωτήριο κατά τις τελευταίες στιγμές του (399). Πρώτος δάσκαλος του Αντισθένη ήταν ο Γοργίας* και δεύτερος ο Σωκράτης. Ο πρώτος τον έκανε να ενδιαφερθεί για τη ρητορική και να μελετήσει τη γλώσσα ως φορέα α- λήθειας, ενώ ο δεύτερος του έστρεψε την προσοχή στα ηθικά προβλήματα. Με εξαίρεση τον Δημόκριτο*, ο Αντισθένης ήταν ίσως ο γονιμότερος συγγραφέας της προπλατωνικής περιόδου. Από τους γνωστούς 62 τίτλους έργων του πολλοί φανερώνουν τα πλούσια ενδιαφέροντα του Αντισθένη και την παράλληλη πορεία του με σύγχρονούς του συγγραφείς: Ο Αίαντος λόγος, ο Περί Οδυσσέως, η Ορέστου απολογία και ο Περί Ελένης και Πηνελόπης θυμίζουν τους λόγους του Γοργία Υπέρ Παλαμήδους απολογία και Ελένης εγκώμιον. Η Αλήθεια το ομώνυμο έργο του Πρωταγόρα*. Ο Κύρος θυμίζει την Κύρου παιδεία του Ξενοφώντα*, ο Αλκιβιάδης και ο Μενέξενος τους ομώνυμους διαλόγους του Πλάτωνα*. Από τα έργα του Αντισθένη σώθηκαν μόνο μικρά αποσπάσματα. Το ηθικό μέρος της σκέψης του Σωκράτη έδωσε στο πνεύμα του Αντισθένη την αποφασιστική ώθηση. Αλλά και εδώ τον Αντισθένη τον τράβηξε περισσότερο η πρακτική πλευρά, όχι τόσο η θεωρητική θεμελίωση της ηθικής πάνω στη γνώση. Ετσι, η λιτότητα της ζωής του δάσκαλου έγινε ιδανικό στη φιλοσοφία του μαθητή. Ο Αντισθένης πίστευε ότι η αρετή, νοούμενη σαν ενιαία αξία και αξιοσύνη, είναι διδακτή, ότι αυτή μόνη φτάνει για την ευτυχία του ανθρώπου, ότι η αρετή είναι πράξη και δεν χρειάζεται ειδικές γνώσεις, ότι ο σοφός δεν ε- νεργεί κατά τους κειμένους νόμους αλλά κατά τον νόμο της αρετής, ότι ο δίκαιος πρέπει να είναι για τον καθένα πιο πολύ από συγγενής και ότι οι κοινωνίες καταστρέφονται, όταν οι πολίτες δεν μπορούν να διακρίνουν τους κα- Φ.Α., Α-8 113

114 αντιστοιχία κούς από τους καλούς. Παροιμιώδης έμεινε ο αντιηδονισμός του Αντισθένη, που θεωρούσε τον έρωτα "κακίαν της φύσεως". Ακριβώς οι α- σκητικές τάσεις έπεισαν τους Κυνικούς φιλοσόφους να τον θεωρήσουν αρχηγό τους, μολονότι ο Ιδιος δεν ήταν ιδρυτής της σχολής τους. Επεκτείνοντας αυτή τη σχέση, στην ύ- στερη αρχαιότητα θεωρούσαν τον Αντισθένη και ως συνδετικό κρίκο ανάμεσα στον Σωκράτη και τους Στωικούς*. Ετσι, στην παράδοση του σωκρατικού στοιχείου χάραζαν τη γραμμή: Σωκράτης - Αντισθένης - Διογένης* - Κράτης* - Ζήνων*. Ο Διογένης ο Λαέρτιος* λέει ότι ο Αντισθένης δίδαξε στον κυνικό Διογένη την α- πάθεια, ο Διογένης στον Κράτητα την εγκράτεια και ο Κράτης δίδαξε στον Ζήνωνα την καρτερία. Με άλλα λόγια, η μετακλασική αρχαιότητα ήθελε να βλέπει την αρχή όλων των ιδανικών στο πνεύμα του Σωκράτη. Στο πρόβλημα της αλήθειας, που ήταν νευραλγικό για την εποχή του και που απασχολούσε έντονα τόσο τους Σοφιστές* όσο και τους Σωκρατικούς, ο Αντισθένης, στενός συγγενής και με τις δύο παρατάξεις, πίστευε, σύμφωνα μάλιστα με εδραιωμένες ακόμα από την προϊστορική εποχή αντιλήψεις, ότι τα ονόματα α- ποτελούν στοιχεία της φύσης των πραγμάτων, ανήκουν στα πράγματα και γγ αυτό μπορούν να δηλώνουν τα πράγματα. Ετσι ο Αντισθένης είχε καταλήξει σ' ένα είδος ονοματοκρατίας, που τον ανάγκαζε να αρνείται τη δυνατότητα ορισμού ενός πράγματος με γνωρίσματα ενός άλλου και έφτασε στο σημείο να υποστηρίζει, για παράδειγμα, ότι δεν μπορούμε να λέμε "Το χιόνι είναι λευκό", αλλά μόνο "Το χιόνι είναι χιόνι'ι Πάνω σ' αυτή τη γνωσιολογία ο Αντισθένης στήριζε και τη θέση του για την παιδεία: "Αρχή παιδεύσεως η των ονομάτων επίσκεψις". Πράγμα που σημαίνει ότι, κατά τον Αντισθένη, μαθαίνοντας κανείς τα ονόματα, μαθαίνει και τα πράγματα που αναφέρονται σ' αυτά. Από θεολογική άποψη ενδιαφέρει επίσης το γεγονός ότι ο Αντισθένης, συνεχίζοντας τον μονοθεϊσμό του Ξενοφάνη*, δίδασκε ότι οι άνθρωποι νομίζουν ότι υπάρχουν πολλοί θεοί, αλλά πραγματικά υπάρχει μόνο ένας, και αυτός δεν μοιάζει με κανένα από τα γνωστά όντα. Βιβλιογρ.: Antisthenis Fragments. Collegit F. D. Gaizzi, Milano, Varese, 1966, 146 p. (Testi θ Document! 13).- A. Patzer. Antisthenes der Sokratiker, Freiburg/Munchen, Alber E.N. Ρούσσος αντιστοιχία, θεωρία της αλήθειας. Η θεωρία της αντιστοιχίας της αλήθειας, με την ευρύτερη σημασία της, δηλώνει ότι η αλήθεια συμφωνεί με την πραγματικότητα, ότι υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ μιας πρότασης και των πραγμάτων. Η ειδικότερη σημασία δηλώνει ότι η αλήθεια είναι μια ιδιότητα σχέσης όπου οτιδήποτε είναι αληθές -φράση, πρόταση, ισχυρισμόςχαρακτηρίζεται ως αληθές εξαιτίας της σχέσης του προς κάτι άλλο, συνήθως ένα δεδομένο. Προβληματική παραμένει η διάκριση μεταξύ της πρότασης και του δεδομένου. Καθώς και η διακρίβωση της αντιστοιχίας μεταξύ της δομής μιας πρότασης και της δομής του δεδομένου ή μιας κατάστασης. Γ. Παπαγούνος αντιστοιχίας αρχή. Θεμελιώδης μεθοδολογική αρχή που διέπει την ανάπτυξη των επιστημών. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, η αντικατάσταση μιας φυσικής θεωρίας από μιαν άλλη δεν αποτελεί εγκοπή αλλά συνέχεια, η οποία μπορεί να εκφραστεί με κατάλληλες εννοιολογικές και μαθηματικές αντιστοιχίες. Η παλιά θεωρία διατηρείται κατά κάποιο τρόπο στα πλαίσια της νέας με την έννοια ότι ένα μέρος της λειτουργεί με διαδικασίες παρεμφερείς (αντίστοιχες) των παλαιών. Βάσει της αρχής της αντιστοιχίας είναι ελεύθερα τα δάνεια από την παλαιά θεωρία στη νέα με την προϋπόθεση κατάλληλων τροποποιήσεων και περιορισμών. Η ιστορία των μαθηματικών, της φυσικής και των άλλων επιστημών παρέχει γόνιμο έδαφος μελέτης της αρχής της αντιστοιχίας. Στα μαθηματικά, ιδιαίτερα, μια τέτοια αρχή χρησιμοποιείται για τη μετάβαση από μια μαθηματική περιοχή σε άλλη με ισόμορφα χαρακτηριστικά προς την πρώτη. Αυτό γίνεται γιατί συνήθως η δεύτερη περιοχή εμπεριέχει μεθοδολογικές και εργαλειακές δυνατότητες λύσης προβλημάτων μεγαλύτερες από την πρώτη. Στην περιοχή της φυσικής ένα παράδειγμα χρήσης της αρχής της αντιστοιχίας είναι αυτό από τον Μπορ* το 1913, μέσα σ' ένα κλίμα γενικής αμφισβήτησης των βασικών αξιωμάτων και αρχών της κλασικής φυσικής. Διον. Αναπολιτάνος αντίστοιχος, βλ. επαρκής. αντιστροφή (λατ. conversio). Διαδικασία της τυπικής λογικής, κατά την οποία συντελείται ο μετασχηματισμός μιας κρίσεως με την αλλαγή της θέσης των όρων της έτσι ώστε το υποκεί- 114

115 Αντιφών ο Αθηναίος μενο να πάρει την θέση του κατηγορουμένου και το κατηγορούμενο του υποκειμένου. Για την αντιστροφή ισχύουν οι εξής αρχές: Αντιστρέφονται όλες οι γενικές αποφατικές προτάσεις (π.χ. κανένα πτηνό δεν είναι μαστοφόρο - κανένα μαστοφόρο δεν είναι πτηνό) και όλες οι μερικές καταφατικές (π.χ. μερικοί Ασιάτες είναι χριστιανοί - μερικοί χριστιανοί είναι Ασιάτες). Οι γενικές καταφατικές αντιστρέφονται με τον περιορισμό να μεταβληθούν κατά ποσόν (π.χ. όλα τα δέντρα είναι φυτά - μερικά φυτά είναι δέντρα). Οι μερικές α- ποφατικές προτάσεις δεν αντιστρέφονται (π.χ. επειδή μερικοί άνθρωποι δεν είναι κυνηγοί, δεν έπεται ότι μερικοί κυνηγοί δεν είναι άνθρωποι). Η αντιστροφή ονομάζεται απλή, αν δεν μεταβάλλεται η ποσότητα των προτάσεων. Απ. Τζ. αντίφαση διαλεκτική. Κατηγορία που εκφράζει την εσωτερική πηγή κάθε ανάπτυξης* και κάθε κίνησης*. Η αναγνώριση της εσωτερικής αντίφασης, της ουσιώδους αντίφασης, της ενότητας εσωτερικής και εξωτερικής αντίθεσης διαφοροποιεί τη διαλεκτική* από τη μεταφυσική*. Η πρώτη, σε αντιδιαστολή με τη δεύτερη, παραδέχεται την ύπαρξη ουσιωδών εσωτερικών και αναγκαίων αντιφάσεων. Οι αντιφάσεις που εξετάζει η διαλεκτική πρέπει να διακρίνονται από τις «λογικές» αντιφάσεις, οι οποίες εκφράζουν σύγχυση και ασυνέπεια της σκέψης. Η αντίφαση που εξετάζει η διαλεκτική είναι πηγή ανάπτυξης, καθώς αναπτύσσεται και η ίδια, διανύοντας τις βαθμίδες της ταυτότητας*, της διάκρισης*, της αντίθεσης* και της αντίφασης* (είτε της καθαυτής αντίφασης). Η ταύτιση συνιστά εμβρυώδη αντίφαση δεδομένου ότι το παλαιό, ουσιωδώς ταυτόσημο του εαυτού του, εμπεριέχει προϋποθέσεις του νέου, δηλ. στιγμές που το διαφοροποιούν από τον ίδιο τον εαυτό του, ως υποταγμένες όμως στην ταυτότητα. Η διάκριση επίσης είναι μια μη αναπτυγμένη πλήρως αντίφαση, διότι, παρά το γεγονός ότι συνιστά σε πρώτο πλάνο τη συνύπαρξη του νέου και του παλαιού, το νέο σχηματίσθηκε και εξακολουθεί να αναπτύσσεται από το παλαιό, σε συνδυασμό με το παλαιό. Παραπέρα ανάπτυξη της αντίφασης συνιστά η αντίθεση, κατά την οποία, αν και προβάλλει στο προσκήνιο η άρνηση του παλαιού από το νέο, το νέο επίσης σχηματίζεται εδώ από το παλαιό, συνδέεται εσωτερικά με αυτό: το νέο πραγμοτοποιείται ως άρνηση του παλαιού. Στην ανώτατη βαθμίδα της αντίφασης (καθαυτή αντίφαση) το νέο ολοκληρώνει την άρνηση, τον μετασχηματισμό του παλαιού, συμπεριλαμβάνοντας το παλαιό σε "ανηρμένη", μετασχηματισμένη μορφή ως στιγμή του εαυτού του, οπότε και διαμορφώνεται η συνάφεια, η ε- σωτερική ενότητα των διαφόρων πλευρών, πραγμάτων κ.λπ. Στην καθαυτή αντίφαση το κύριο δεν είναι η αμοιβαία άρνηση των πλευρών, αλλά το γεγονός ότι στην εν λόγω διαδικασία αυτές γεννούν η μία την άλλη ως διακεκριμένες μεταξύ τους, πραγματοποιώντας μιαν αμοιβαία μετάβαση και ταυτιζόμενες. Οταν ένα αντικείμενο φτάνει στην ανώτατη βαθμίδα της ανάπτυξης της αντίφασής του, ω- ριμάζουν οι προϋποθέσεις εξαφάνισής του, διότι η καθαυτή αντίφαση σημαίνει ότι το ίδιο το αντικείμενο με την εσωτερική του κίνηση αρνείται τον εαυτό του "εν εαυτώ". Εδώ ακριβώς έγκειται ο κριτικός και επαναστατικός χαρακτήρας της διαλεκτικής (Κ. Μαρξ*). Η αντίφαση που εξετάζει η διαλεκτική* παρατηρείται και στη φύση, στην κοινωνία, στη νόηση και στη συνείδηση. Στην κοινωνία που βασίζεται στην ατομική ιδιοκτησία και στην εκμετάλλευση, οι αντιφάσεις αποκτούν ανταγωνιστικό χαρακτήρα και εκφράζονται με την πάλη των τάξεων, με τη διαπάλη αντιθέτων κοινωνικών ομάδων και με το ανέφικτο της διευθέτησης των εν λόγω αντιφάσεων στα πλαίσια του δεδομένου κοινωνικού συστήματος. Χαρακτηριστικές, κατά τους μαρξιστές, είναι οι αντιφάσεις π.χ. μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου, μεταξύ ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, μεταξύ πολυεθνικών εταιρειών και εθνικών - κρατικών πολιτικών μορφών, μεταξύ ανεπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών κ.λπ. Δ. Πατέλης αντίφαση καθαυτή, βλ. αντίφαση διαλεκτική. αντίφασης αρχή, βλ. αρχή της αντίφασης Αντιφών ο Αθηναίος (5ος αι. π.χ.). Σοφιστής, ίσως ο αρχαιότερος θεωρητικός του φυσικού δικαίου και της ισότητας των ανθρώπων. Σύμφωνα με μαρτυρίες των αρχαίων, ο Αντιφών ήταν ένας από τους συνομιλητές του Σωκράτη* στην Αθήνα, δάσκαλος του τύραννου Διονυσίου στις Συρακούσες και ψυχοθεραπευτής στην Κόρινθο, όπου "τέχνην αλυπίας συνεστήσατο, ώστε τους λυπουμένους διά λόγων 115

116 Άντλερ Άλφρεντ θεραπεύειν, και πυνθανόμενος τας αιτίας παρεμυθείτο τους κάμνοντας". Ο Αντιφών, σύμφωνα πάντα με μαρτυρίες των αρχαίων, είχε ακόμα επιδόσεις στην εξήγηση των ονείρων, στη φυσική και τα μαθηματικά, στην επική και την τραγική ποίηση, στη ρητορική και τη μελέτη της γλώσσας. Ως συγγράμματά του αναφέρονται η Αλήθεια, το Περί ομονοίας, ο Πολιτικός, το Περί κρίσεως ονείρων και η τραγωδία Πλήξιππος. Αποσπάσματα έχουν σωθεί κυρίως από την Αλήθεια και το Περί ομονοίας. Από την αρχαιότητα ως σήμερα, στους κύκλους των ειδικών που έχουν ασχοληθεί με την προσωπικότητα και το έργο του Αντιφώντα, παραμένει ανοιχτό το πρόβλημα της ταυτότητάς του: υπάρχουν ενδείξεις ότι ο σοφιστής Αντιφών και ο ρήτωρ Αντιφών ο Ραμνούσιος είναι το ίδιο πρόσωπο, όπως υπάρχουν και ενδείξεις ότι ο σοφιστής, ο ρήτορας, ο ποιητής, ο ψυχοθεραπευτής και ο ονειροκρίτης είναι δύο, τρία ή και περισσότερα πρόσωπα με κοινό μεταξύ τους μόνο το όνομα. Για τον χωρισμό του σοφιστή από τον ρήτορα οι ειδικοί ε- πικαλούνται κυρίως δύο επιχειρήματα: τη διαφορά στα μορφολογικά στοιχεία του λόγου και την απόσταση στην ιδεολογία. Πραγματικά, ο ρήτορας Αντιφών ήταν εχθρός της δημοκρατίας, πραξικοπηματίας, φανατικός υπέρμαχος των κοινωνικών διακρίσεων και των κειμένων νόμων, έστω και με καταπίεση των πολιτών, ενώ ο συγγραφέας της Αλήθειας εκδηλώνεται για την απόλυτη προτεραιότητα του "φυσικού" δικαίου έναντι του "θετού" και με αυτό το κριτήριο για την ισότητα όλων των ανθρώπων, ά- σχετα από φυλή, φύλο και κοινωνική τάξη. Για την τάύτιση του σοφιστή με τον ρήτορα υπάρχουν τα ακόλουθα επιχειρήματα: Η σύμπτωση χρόνου (5ος αι. π.χ.), τόπου (Αθήνα / Ραμνούντα) και περιβάλλοντος (οι περίπου σύγχρονοι συγγραφείς Θουκυδίδης*, Ξενοφών* και Πλάτων* ξέρουν μόνο έναν Αντιφώντα) η ανυπαρξία ειδήσεων για την ιδιωτική ζωή και την πολιτική δράση του σοφιστή, ένδειξη της ανυπαρξίας προσώπου άλλου από τον ρήτορα Αντιφώντα ο γενικός κανόνας στη ζωή των παλαιότερων σοφιστών να έχουν πολλαπλές επιδόσεις στις επιστήμες και στις τέχνες και να καλλιεργούν πολλά είδη λόγου' από όπου ακόμα και η επίδοση στην ψυχοθεραπευτική "διά λόγων" εξηγείται από το γενικό ενδιαφέρον των σοφιστών για τη γλώσσα και για τα πάθη που μπορούσε να διεγείρει στις ψυχές των α- κροατών η δύναμη του λόγου. Με κριτήριο την πολυμέρεια σαν γενικό κανόνα στη ζωή των παλαιότερων σοφιστών, μπορούν ακόμα να ε- ξηγηθούν οι διαφορές στη μορφή του λόγου και στις ιδέες, αφού διαφορετικά είδη λόγου έχουν διαφορετικά μορφολογικά γνωρίσματα. Οσο για τις "αναρχικές" ιδέες της Αλήθειας, α- συμβίβαστες με τη γενικά γνωστή αντιλαϊκή πολιτεία του ρήτορα, ας σημειωθεί ότι από τα σωζόμενα αποσπάσματα δεν γίνεται φανερό αν αυτές αποτελούν το "πιστεύω" του συγγραφέα τους ή απλώς επιχειρηματολογία προς τον ειδικό στόχο ενός λόγου, φαινόμενο κανονικό για τους σοφιστές και τους ρήτορες. Πάντως το πρόβλημα παραμένει ανοιχτό. Συμμετέχοντας στον κοινωνικό προβληματισμό που εγκαινιάστηκε ακριβώς στην εποχή του, ο Αντιφών, σύμφωνα βέβαια με τα σωζόμενα αποσπάσματα της Αλήθειας και του Περί ομονοίας, είχε διατυπώσει τις ακόλουθες σκέψεις: Φύση και νόμος είναι αντίθετα. Πολλά από εκείνα που αναφέρονται στον νόμο είναι αντίθετα με τη φύση ("πολεμίως τη φύσει"). Τα φυσικά είναι αναγκαία και έμφυτα, τα του νόμου θετά και συμφωνημένα. Τα φυσικά είναι ελεύθερα και συμφέροντα για τη συντήρηση της ζωής, τα του νόμου είναι "δεσμά της φύσεως". Η φύση δεν διακρίνει Έλληνες και βαρβάρους, ελεύθερους και δούλους. Για την ευτυχία του ο άνθρωπος πρέπει να δίνει προτεραιότητα στο φυσικό δίκαιο έναντι του θετού δικαίου. Στη ζωή είναι "πάντα σμικρά και ασθενή και ολιγοχρόνια και αναμεμειγμένα λύπαις μεγάλαις". Ο γάμος και ο οικογενειακός βίος είναι "μέγας αγών ανθρώπω". Οι φροντίδες για τη συντήρηση και την ευτυχία του ατόμου πολλαπλασιάζονται τόσες φορές όσα είναι τα άτομα που συμβιώνουν μαζί του. Αυτό μειώνει αντίστοιχα τη χαρά της αγάπης των ατόμων που συμβιώνουν. Με την παιδεία εθίζουν "τους παίδας άρχεσθαι", γιατί "αναρχίας ουδέν κάκιον ανθρώποις". Η ομόνοια είναι δυσκολοκατόρθωτη, αλλά με αυτήν "αι πόλεις ισχυρότατοι τε και ευδαιμονέσταται γίγνονται". Βιβλιογρ.: Ε. Bignone. Anlitonte orators e Antilonte solista, Urbino, Argalia, 1974, 138 p.- A. La Face. Richerche Antilontee. Palermo, Palombo, 1969, 102 p - H.C. Avery, One Antiphon or Two?. "Hermes" 110 (1982), G. Pendrick. Once Again Antiphon the Sophist and Antiphon of Rhamnus, "Hermes" 115 (1987), E.N. Ρούσσος Αντλερ Άλφρεντ (Βιέννη, Αμπερτίν Σκωτίας, 1937). Διάσημος Αυστριακός ψυχίατρος κοι δημιουργός της Ατομικής Ψυχολο- 116

117 Αντόρνο γίας. Υπήρξε μαθητής του Φρόυντ* και συνεργάτης του (1902). Πολύ γρήγορα όμως διαφοροποιήθηκε (1907) από τον δόσκαλό του και δημιούργησε τη δική του ψυχαναλυτική θεωρία. Ο Άντλερ δέχεται την ύπαρξη ενός δυναμικού ασυνειδήτου, όχι όμως και ότι βασικό κίνητρο δραστηριότητας είναι η γενετήσια ορμή, η libido του Φρόυντ, αλλά η ορμή για την υπερνίκηση των ατελειών και των μειονεκτημάτων, για την επικράτηση, την κυριαρχία και την κοινωνική αναγνώριση με τον τρόπο αυτό τόνισε το σύνολο της ατομικής ζωής του ανθρώπου και γι' αυτό τη θεωρία του την ονόμασε "Ατομική ψυχολογία". Κατά τον Αντλερ, όταν αποτυγχάνει η ορμή της επικράτησης, τότε αναπτύσσεται το "συναίσθημα της μειονεξίας" άλλοτε δικαιολογημένα (σωματική αναπηρία, διαζευγμένοι γονείς κ.λπ.) και άλλοτε σχεδόν αβάσιμα (λ.χ. περιστασιακή αποτυχία). Συχνά για την υπερνίκηση των καταστάσεων μειονεξίας τίθεται σε λειτουργία ο "μηχανισμός της αναπλήρωσης", ο οποίος, και όταν ακόμη δεν κατανοείται απόλυτα από το άτομο, εν τούτοις γίνεται το κέντρο της διαμόρφωσης της προσωπικότητας, καθορίζοντας τον ψυχισμό και δημιουργώντας ένα χαρακτηριστικό μοντέλο ζωής (life styl). Οσα όμως άτομα αδυνατούν να ξεπεράσουν την ανεπάρκειά τους αναπτύσσουν νευρωτικά συμπτώματα (φανταστικές ασθένειες κ.λπ.). Η διάγνωση και η μελέτη των νευρώσεων στηρίζεται, κατά τον Αντλερ, στη διερεύνηση του ατομικού ιστορικού του ασθενούς και της οικογένειάς του. Ετσι διαπιστώνεται το μοντέλο ζωής του, εντοπίζεται το συναίσθημα μειονεξίας και υποδεικνύονται για αντιστάθμιση τα θετικά στοιχεία και οι τομείς ανάδειξης. Βασικό στοιχείο στη θεραπεία των νευρώσεων α- ποτελεί η τόνωση του "αυτοσυναισθήματος", δηλαδή η ενθάρρυνση για ανάληψη έργου στα μέτρα των δυνατοτήτων του ασθενούς. Η κριτική στη θεωρία του Αντλερ διαπιστώνει ότι η αξία της αντιστάθμισης του συναισθήματος της μειονεξίας έχει υπερβολικά τονιστεί, διότι το συναίσθημα της μειονεξίας δεν το έχουν όλα τα ελαττωματικά άτομα. Αντίθετα, δεν αναφέρεται καθόλου το "συναίσθημα της ανωτερότητας", που παρουσιάζεται συχνότερα και έχει σοβαρότερες επιπτώσεις τόσο για τα άτομα όσο και για το κοινωνικό σύνολο. Οπωσδήποτε όμως του ανήκει η τιμή ότι καθόρισε το "σύμπλεγμα της μειονεξίας", κάτι που γνώρισε στη συνέχεια αξιοσημείωτη επιτυχία σε πάρα πολλούς τομείς. Αυτό το σύμπλεγμα αποτελεί την αφετηρία της αμερικανικής ψυχολογικής κίνησης, η οποία κάνει ευρύτατη χρήση του συμπλέγματος μειονεξίας, ιδίως όταν η νεύρωση θεωρείται ότι έχει κοινωνική προέλευση. Στη διάδοση της θεωρίας του Αντλερ σημαντικότατο ρόλο διαδραμάτισε και η ίδρυση από αυτόν της Διεθνούς Εταιρείας της Ατομικής Ψυχολογίας (1914). Τα σημαντικότερα έργα του Αντλερ είναι: Η α- τέλεια των οργάνων (1907), Επίθεση στη νεύρωση και τη ζωή (1908), Νευρική ιδιοσυγκρασία (1912), Πράξη και θεωρία της ατομικής ψυχολογίας (1918), Ανθρωπογνίοσία (1927), Η τεχνική της συγκριτικής ατομικής ψυχολογίας (1929), Η αγωγή του παιδιού (1930), Η έννοια της <Γωής (1930). Βιβλιογρ.: Orgier Η., Α. Adler. Man and his Work (1963).- Way L., Adlets place in psychology, (N.Y. 1963).- Σπ. Καλλιάφα. Ψυχολογία του βάθους.- R. Dreikurs. Ot βασικές αρχές της αντλερικής ψυχολογίας. Απ. Τζαφερόπουλος Αντλερ Μαξ (Adler Max) (Βιέννη, ). Αυστριακός φιλόσοφος και κοινωνιολόγος, θεωρητικός του αυστριακού μαρξισμού και ηγετικό στέλεχος του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Ο Αντλερ ήταν οπαδός του νεοκαντιανισμού*, που επιχειρούσε να απομακρύνει την έννοια του "πράγματος καθ" εαυτό" από το σύστημα της κριτικής φιλοσοφίας. Δεχόταν τη μαρξιστική διαλεκτική μέθοδο, διαφωνούσε όμως ως προς την υλική βάση της ύπαρξης, την οποία υποστήριζε η μαρξιστική θεωρία. Η διαφωνία του επεκτεινόταν και προς τη μαρξιστική ερμηνεία των σχέσεων εργασίας, τις ο- ποίες ερμήνευε ως "φαινόμενα πνευματικής ζωής", υποστηρίζοντας ότι το κοινωνικό Είναι και η κοινωνική ζωή ταυτίζονται. Εγραψε: Marx Studien (σε συνεργασία με τον Χίλφερντιγκ), Kant und Marxismus (1925), Lehrbuch der materialistischen Geschictsauffassung (1930-2) κ.ά. Απ. Τζ. Αντόρνο Τεόντορ Βίζενγκρουντ (Theodor Wiesengrund Ado mo) ( ). Ενας από τους μεγαλύτερους Γερμανούς φιλοσόφους του 20ού αιώνα, εκπρόσωπος της "Κριτικής Θεωρίας" και της Σχολής της Φρανκφούρτης*. Το 1923 ίδρυσε με μια ομάδα νεο-μαρξιστών στη Φρανκφούρτη το Ινστιτούτο Κοινωνικής Ερευνας (Institut fuer Sozialiforschung), του οποίου υπήρξε Διευθυντής και το οποίο αργότερα προσαρτήθηκε στο Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης. 117

118 Αντόρνο Από το έργο του, που είναι σημαντικό και πολύπλευρο, θα μπορούσε κανείς να διακρίνει μελέτες όπως: Φιλοσοφία της σύγχρονης μουσικής, Μετακριτική της γνωσιοθεωρίας, Τρεις μελέτες για τον Χέγκελ, Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία της Μουσικής, Αρνητική Διαλεκτική, Αισθητική θεωρία, Η αυταρχική προσωπικότητα και, σε συνεργασία με τον Μαξ Χόρκχάιμερ*, Διαλεκτική του Διαφωτισμού. Το έργο του Αντόρνο, όπως άλλωστε και το έργο όλων των εκπροσώπων της "Κριτικής θεωρίας' αποτελεί μια προσπάθεια συγκερασμού της μαρξιστικής και της φροϋδικής θεωρίας. Οι Αντόρνο και Χόρκχάιμερ άνοιξαν νέους ορίζοντες στην Ψυχανάλυση καθιστώντας τη φροϋδική θεωρία και την κριτική της Πολιτικής Οικονομίας αλληλοσυμπληρούμενα εργαλεία για τη μελέτη των κοινωνικών σχέσεων και ιδιαίτερα των αλλοτριωμένων σχέσεων στα άτομα της καπιταλιστικής κοινωνίας, συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο στην καλύτερη κατανόηση του εξωτερικού κόσμου. Σε μια εποχή που ο μαρξισμός αλλοιωνόταν μέσα στον σταλινικό σχολαστικισμό (αρχές της δεκαετίας του '30), η Κριτική θεωρία αποτελούσε μια απόπειρα ανανέωσής του. Τόσο ο Αντόρνο όσο και ο Χόρκχάιμερ, περιφρονώντας τον "οικονομισμό" μιας μερίδας θεωρητικών του μαρξισμού, θεωρούσαν πως το κίνητρο της επαναστατικής ανατροπής της καπιταλιστικής κοινωνίας δεν μπορεί να είναι η απαθλίωση των μαζών και η αλλοτρίωση. Κι αυτό, γιατί οι καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις δεν προσδιορίζονται πλέον από μια σειρά αντιτιθέμενων σχέσεων ανάμεσα στο κεφάλαιο και το εμπόρευμα, το κράτος και την ιδεολογία, το υ- ποκειμενικό και το αντικειμενικό, αλλά αυτές εκδηλώνονται ως σχέσεις εξουσίας ανθρώπων πάνω σε ανθρώπους. Ολοένα και περισσότερο οι άνθρωποι υποτάσσονται και ταυτίζονται με τις σχέσεις που τους καταπιέζουν, με αποτέλεσμα η κυριαρχία να μεταβάλλεται σε μαζικό κοινωνικό φαινόμενο, ο δε φασισμός είναι ένα είδος μοίρας των σύγχρονων κοινωνιών. Για τον Αντόρνο και τον Χόρκχάιμερ το πρόβλημα είναι να κατανοηθεί αυτή η συνειδησιακή παράλυση, ο τρόπος που ανανεώνεται αυτή η συμφωνία μεταξύ ατόμου και παραγωγικών σχέσεων. Να κατανοηθεί τέλος η αδυναμία του Εγώ να αντιδράσει αποφασιστικά και να α- ξιώσει μια επαναστατική πρακτική πραγματοποιήσιμη. Η ιδέα της μεταφυσικής αυτής της αλλοτριωμένης και απολιθωμένης κοινωνίας παραμένει πάντα για τον Αντόρνο αναλλοίωτη. Η ενότητα θεωρίας και πρακτικής αποτελεί το μέσο για την κατανόηση της κοινωνικής πραγματικότητας και την πραγμάτωση της μεταμόρφωσης της. Ο ρόλος της Φιλοσοφίας είναι εδώ σημαντικός. Ποιας φιλοσοφίας όμως; Η φιλοσοφία, παρατηρεί ο Αντόρνο, δεν θα πρέπει να διεκδικεί τον ρόλο του προνομιούχου ερμηνευτή του κόσμου, αλλά αντίθετα έργο της πρέπει να είναι η διευκρίνιση των προβλημάτων που γεννιούνται από τα επιστημονικά ρεύματα ή από την κοινωνική πραγματικότητα. Η φιλοσοφία όταν ασκείται με αυτόν τον τρόπο αρνείται τον δυϊσμό του εμπειρικού και του νοητού και παύει να μεταμορφώνει το μερικό σε παράσταση του γενικού, αφού το όλο δεν μπορεί κανείς να το ξεχωρίσει από τα μέρη του. Με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, ο Αντόρνο και τα άλλα μέλη του Ινστιτούτου Κοινωνικής Ερευνας, όπως οι Μαξ Χόρκχάιμερ, Χέρμπερτ Μαρκούζε*, Έριχ Φρομ*, Λέο Λέβενταλ, Φρανς Νόυμαν κ.ά., εκδιώχθηκαν από τη Γερμανία και κατέφυγαν στην Αμερική. Το Ινστιτούτο απέκτησε προσωρινή έδρα στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια, όπου και συνέχισε το ερευνητικό του έργο σχετικά με τα θέματα του φασισμού και των εξτρεμιστικών κοινωνικών κινημάτων. Το 1950 το Ινστιτούτο ε- παναλειτουργεί ως τμήμα του Πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης. Χαρακτηριστικότερη εργασία του Ινστιτούτου στο διάστημα της εξορίας είναι η μελέτη του Αντόρνο και συνεργατών του με τίτλο Η αυταρχική προσωπικότητα. Στα πλαίσια της μελέτης αυτής επιχειρήθηκε η διακρίβωση σχέσης συνάρτησης μεταξύ συγκεκριμένων χαρακτηριστικών της προσωπικότητας και ανοικτά εκφρασμένων στάσεων και αντιλήψεων σε θέματα οικονομίας και πολιτικής. Στην εν λόγω μελέτη ενδιέφεραν εκείνες οι στάσεις και αντιλήψεις που θα μπορούσαν να αποτελούν χαρακτηριστικά μιας αυταρχικής και εν δυνάμει φασιστικής προσωπικότητας. Ως τέτοια στοιχεία θεωρούνται οι ρατσιστικές προκαταλήψεις, η θεοποίηση της ομάδας ή των ομάδων στις οποίες το άτομο ανήκει, ο επιθετικός εθνικισμός, η εχθρότητα απέναντι στην εργατική τάξη, καθώς και η περιφρόνηση των δημοκρατικών θεσμών. Τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής έδειξαν πως άτομα επιρρεπή σε φασιστική προπαγάνδα ήταν φορείς μιας ιδεολογίας που προυπο- 118

119 Ανώνυμος ο Έλλην θέτει μια απόλυτη και άκριτη ταύτιση με τους γονείς. Τα άτομα αυτά στην πρώιμη παιδική η- λικία ήταν εντελώς υποταγμένα στη γονική αυθεντία και ιδιαίτερα στην πατρική εξουσία, χωρίς ωστόσο να έχουν μια ουσιαστική σχέση με τους γονείς, αλλά τους αποδέχονταν με τρόπο εντελώς επιδερμικό και συμβατικό. Πρόκειται για μια σχέση υποταγής και ψυχρότητας, που, όπως παρατηρεί ο Χόρκχάιμερ, διακρίνει όλα τα άτομα φασιστικής ιδεολογίας. Έργα του: Aufsaetze zur Gesellschaftstheorie und Methodologie, Frankfurt/M Studien zum autorilaeren Charakter, SuhrVamp, Frankfurt/M Αντόρvo T. / Χόρκχάιμερ, Μ. (επιμέλεια): Κοινωνιολογία. Εισαγωγικά δοκίμια, εκδ. Κριτική Σκέψη, Αθήνα, Σύνοψη της πολιτιστικής βιομηχανίας, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, Βιβλιογρ.: Βενσάν, Ζαν-ΜαρΙ: Η Σχολή της Φρανκφούρτης και η Κριτική θεωρία, εκδ. Επίκουρος, Αθήνα, Wiggerhans P., Die Frankfurter Schule, Muenchen, Wien, Xp. Νόβα - Καλτσούνη ανυπαρξία. 1. Η κατάσταση της μη ύπαρξης. 2. Η εξαφάνιση κάθε στοιχείου ιδιαιτερότητας του ανθρώπου, όταν αυτός ενώνεται / ταυτίζεται με τον θεό, το άπειρο, το μεταφυσικό μηδέν (βλ. και λ. Νιρβάνα). Ε.χ. Ανώνυμος ο Έλλην. Ο άγνωστος μέχρι τώρα συγγραφέας ενός βιβλίου που εκδόθηκε το 1806 στην Ιταλία και κυκλοφόρησε παράνομα στην τουρκοκρατούμενη τότε Ελλάδα με τον τίτλο Ελληνική Νομαρχία, ήτοι Λόγος περί ε- λευθερίας, και με μόνα στοιχεία για την έκδοση, τον σκοπό και τον συγγραφέα, τη σύντομη φράση: «Συντεθείς τε και τύποις εκδοθείς ιδίοις αναλώμασι προς ωφέλειαν των Ελλήνων παρά Ανωνύμου του Έλληνος. Εν Ιταλία, 1806». Οι όχι λίγες υποθέσεις που διατυπώθηκαν από πολλούς αξιόλογους ερευνητές, ιστορικούς και φιλόλογους, για την ταυτότητα του συγγραφέα δεν κατέληξαν σε κανένα ομόφωνο και οριστικό συμπέρασμα. Από το περιεχόμενο όμως και το ύφος της γραφής του βιβλίου, φαίνεται καθαρά ότι ο Ανώνυμος ο Ελλην ήταν ένας αγνός και φλογερός πατριώτης, προικισμένος με εξαίρετες διανοητικές ικανότητες, με μια πλατιά και πολύπλευρη μόρφωση, ενημερωμένος στα εσωτερικά πράγματα της Ελλάδας των αρχών του 19ου αιώνα και εμφορούμενος από τον διακαή πόθο να υπηρετήσει την υπόθεση της απελευθέρωσης των Ελλήνων. Ο συγγραφέας είναι εμποτισμένος με το πνεύμα του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού* του 18ου αιώνα κι από τις αρχές της γαλλικής επανάστασης, που θέλει να τις μεταλαμπαδεύσει και στη σκλαβωμένη Ελλάδα. Το βιβλίο του είναι ένα εγερτήριο σάλπισμα, μια θερμή έκκληση στους συμπατριώτες του απ" όλα τα κοινωνικά στρώματα -αγρότες, χειροτέχνες, ε- μπόρους...- να ξεσηκωθούν σ" ένοπλο αγώνα για ν' αποτινάξουν τη σκλαβιά και να φέρουν στην Ελλάδα ένα καθεστώς ελευθερίας. Η έκκληση αυτή απευθύνεται όχι μόνο στο συναίσθημα αλλά και στο λογικό" στηρίζεται σε δεδομένα ιστορικά, κοινωνιολογικά, επιστημονικά, φιλοσοφικά, έστω κι αν αυτά παραθέτονται χωρίς αυστηρή λογική σειρά, θυμίζει ο Ανώνυμος στους συμπατριώτες του το ένδοξο παρελθόν της Ελλάδας, την αρχαία Αθήνα με το δημοκρατικό της πολίτευμα και την αρχαία Σπάρτη με τους ισωτικούς θεσμούς της. Αποδίδει στην πολιτική του Φιλίππου την κατοπινή κατάπτωση των ελληνικών πόλεων, που κατέληξε στην υποταγή της Ελλάδας στη Ρώμη. Καταδικάζει τη βυζαντική περίοδο, με τη «στερέωση» και θεσμοποίηση του χριστιανισμού και την παντοδυναμία του ιερατείου. Τρείς είναι, γράφει, οι εξουσίες στο Βυζάντιο που «κατέφθειραν τους Ελληνες και κατερήμωσαν την Ελλάδα»: η τυραννία, το ιερατείο και οι ευγενείς. Δριμύτατη είναι η κριτική του Ανωνύμου κατά της σκοταδιστικής δράσης του ιερατείου που επιδίωξε «να ενώσει τα εκκλησιαστικά εντάλματα με τους πολιτικούς νόμους». Για να «τιμάται» και συνάμα να «ορίζει χωρίς δυσκολίαν», κατάλαβε ότι χρειαζόταν πριν απ' όλα «να τυφλώση τον λαόν με την αμάθειαν»... Ετσι οι Ελληνες, αν και φιλελεύθεροι, στερήθηκαν «το φως της φιλοσοφίας» και, «μεθυσμένοι από την αμάθειαν και δεισιδαιμονίαν, υπήκουον και εφοβούντο τους τυράννους των, χωρίς να ηξεύρουν το διατί». Κεντρική έννοια του βιβλίου είναι η "Ελευθερία", όπως την αντιλαμβάνονταν οι ευρωπαίοι διαφωτιστές του 18ου αιώνα, ως αρχή και πηγή του Φυσικού Δικαίου, του ιδεολογικού αυτού όπλου εναντίον της απόλυτης, ελέω θεού, μοναρχίας. Για τους Ελληνες, ιδιαίτερα, ο Ανώνυμος θεωρεί ότι η Ελευθερία είναι «ως η όρασις εις τους οφθαλμούς». Διότι, προσθέτει, «αν ο άνθρωπος δεν είναι ελεύθερος, δεν είναι δυνατόν να γνωρίση την διαφοράν του από τον δούλον και, εξακολούθως, είναι αναγκαίον πράγμα εις τον δούλον να γνωρίση την ελευθερίαν, δια να μισήση την δουλείαν και να 119

120 Αξελός την αποστροφή». Η ελευθερία είναι προϋπόθεση της αυτογνωσίας και αντίστροφα. Την ε- λευθερία την εξασφαλίζει ο Νόμος. Και ο Ανώνυμος, πιστός στο πνεύμα του Διαφωτισμού, πλέκει το εγκώμιο του Νόμου, που εδώ χάνει την υπερβατική του λειτουργία (η οποία τον έκανε συνώνυμο της αυθαιρεσίας και της κατάχρησης εξουσίας), αφού θεωρείται ανώτατο προϊόν του ανθρώπινου λογικού και όχι α- πόρροια του θεϊκού πνεύματος. Κατά συνέπεια, το πολίτευμα που ταιριάζει στην έμφυτη κλίση του ανθρώπου «προς το βέλτιον», που εγγυάται την ελευθερία, άρα την ευτυχία και την προκοπή των ανθρώπινων κοινωνιών, είναι εκείνο όπου άρχει ο Νόμος: η Νομαρχία. Στο σημείο αυτό, παρουσιάζει ενδιαφέρον η ρουσσωϊκής έμπνευσης άποψη του Ανωνύμου για τα τέσσερα στάδια της εξέλιξης της ανθρωπότητας. Το πρώτο ήταν το Φυσικόν σύστημα, όπου οι άνθρωποι διήγαν, απομονωμένοι ο ένας από τον άλλο, μια φυσική ζωή, δίχως να έχουν ανάγκη από νόμους. Όταν όμως «ο ένας έκραξεν προς βοήθειαν τον άλλον, το φυσικον σύστημα ετελείωσεν». Αρχίζει τότε η κοινωνική ζωή, με επικράτηση του δυνατότερου πάνω στον αδύνατο, η βία, η αρπαγή, η καταπίεση, η αδικία, το καθεστώς της Αναρχίας. Ακολουθεί η Μοναρχία, που σύντομα μετεξελίσσεται σε Τυραννία. Τέλος, τα κακά και οι δυστυχίες που έφεραν τα προηγούμενα συστήματα δίδαξαν την ανθρωπότητα να βρει το νέο σύστημα, τη "Νομαρχία", που εξασφαλίζει τη γαλήνη και την ευτυχία, την ε- λευθερία - πολιτική, οικονομική, της έκφρασης και της σκέψης. Όσο για την οικονομική ισότητα, αυτή θα ολοκληρωθεί, κατά τον Ανώνυμο, μόνο με την κατάργηση του χρήματος που, με τη δυνατότητα συσσώρευσης και θησαύρισής του, δημιουργεί και διατηρεί τον χωρισμό των ανθρώπων σε πλούσιους και φτωχούς. Αξιοσημείωτη είναι επίσης η διάκριση που κάνει ο Ανώνυμος (κι εδώ φαίνεται η επίδραση των γάλλων εγκυκλοπαιδιστών*, του Βίκο*, του Γκρότιους*, του Χέρντερ* κ.ά.) ανάμεσα σε δίκαιους πολέμους (για την υπεράσπιση της ανεξαρτησίας κ.λπ.) και σε άδικους πολέμους (που επιδιώκουν την υποδούλωση και καταλήστευση άλλων λαών). Το βιβλίο του Ανωνύμου του Έλληνος, με τη ζωντάνια της γλώσσας του και τις πολλές αλήθειες του, δεν παύει να είναι επίκαιρο και θα ε- ξακολουθεί να γαλουχεί και να φρονηματίζει τις ερχόμενες γενιές. Είναι ένα πολύτιμο, α- κτινοβόλο πετράδι στο μεγάλο θησαυροφυλάκιο της εθνικής μας κληρονομιάς. Βιβλιογρ.: Νίκου Α. Βέη, Έρευνες και στοχασμοί γύρω στην -Ελληνική Νομαρχία» και τον συγγραφέα της.- Κ. θ. Δημαρά, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας.- Ε. Π. Παπανούτσου, Νεοελληνική Φιλοσοφία, τ. Α', θ. Παπαδόπουλου - Γ. Κρητικού, Νεοελληνική Φιλοσοφία, άρθρο στη Σοβιετική Φιλοσοφική Εγκυκλοπαίδεια, 4ος τόμ., Μόσχα, tylario Vitli, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Torino, Γιάν. Κρητικός Αξελός Κώστας. Ο πιο βαθυστόχαστος από τους σύγχρονους έλληνες φιλοσόφους με διεθνή αναγνώριση. Μόνιμα εγκαταστημένος στο Παρίσι, από το τέλος του πολέμου, έχει γράψει (έως το 1994), κυρίως στα γαλλικό, ελληνικά και γερμανικά, δεκαπέντε βιβλία. Κείμενά του έχουν μεταφρασθεί σε δεκαέξι γλώσσες. Τον έχουν χαρακτηρίσει "μοναδικό φιλοσοφικό μάρτυρα στο ύψος του παρόντος χρόνου" (J. Μ. Palmier) και «κατά βόθος ένα είδος "τελευταίου φιλοσόφου"» (Ph. de la Genardi6re). Γεννήθηκε στις 26 Ιουνίου 1924 στην Αθήνα όπου ανατράφηκε σε μεγαλοαστικό περιβάλλον με πατέρα γιατρό. Ο αδελφός του χρημάτισε καθηγητής της φιλοσοφίας στη Γερμανία. Παρακολούθησε τα εγκύκλιο μαθήματα στη Σχολή Μακρή και στο Βαρβάκειο, και ταυτοχρόνως μαθήματα γλώσσας στη Γερμανική Σχολή Αθηνών και στο Γαλλικό Ινστιτούτο. Γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών αλλά δεν παρακολούθησε μαθήματα λόγω της ενεργού ανάμιξής του στην ε- θνική αντίσταση κατά τη διάρκεια της ξενικής κατοχής και του εμφυλίου πολέμου. Δημοσιογράφος, θεωρητικός και οργανωτικό στέλεχος του κομμουνιστικού κινήματος στην περίοδο , καταδικάσθηκε αργότερα σε θάνατο από την τότε κυβέρνηση της χώρας. Διαγράφηκε από το κομμουνιστικό κόμμα και από τον Δεκέμβριο του 1945 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι μόνιμα για να επιδοθεί απερίσπαστος στη φιλοσοφία. Υστερα από σπουδές στη Σορβόννη εργάστηκε ως ερευνητής φιλοσοφίας στο Εθνικό Κέντρο Επιστημονικής Έρευνας ( ) και ως επιτετραμμένος ερευνών στην Ecole pratique des Hautes Etudes ( ). Η πανεπιστημιακή του σταδιοδρομία σηματοδοτείται από την υποστήριξη δύο διατριβών στη Σορβόννη, για τον Ηράκλειτο* και γιά τον Μαρξ* (1959), και από την ανάληψη διδακτικού 120

121 έργου στο Ιδιο αυτό πανεπιστήμιο του Παρισιού από το 1962 ως το Διακρίθηκε ως αρχισυντάκτης της περιοδικής έκδοσης επίκαιρου φιλοσοφικού στοχασμού "Arguments" ("Επιχειρήματα") από το 1956 μέχρι το 1962, για να αναλάβει στη συνέχεια την διεύθυνση της σειράς βιβλίων "Arguments" του γνωστού παρισινού οίκου «Minuit». Παράλληλα μεταφράζει Χάιντεγκερ* (από τα γερμανικά στα γαλλικά) και Λούκατς*. Δίνει διαλέξεις σε όλο σχεδόν τον κόσμο ως επισκέπτης καθηγητής γνωστών πανεπιστημίων της υφηλίου και αναγορεύεται επίτιμος διδάκτορας διαφόρων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Το συγγραφικό του έργο εγκαινιάζεται πολύ ε- νωρίς και εμφανίζεται σταδιακά, σεμνά και προσεγμένα. Η παλιότερη φιλοσοφική δημοσίευση του χρονολογείται στο 1952 και είναι μια ανθολόγηση από νεανικά πρωτόλεια με τίτλο "Φιλοσοφικές Δοκιμές". Στη δεκαετία του 1960 αφοσιώνεται στη γαλλική συγγραφή της πρώτης τριλογίας του με τίτλο "Το ξετύλιγμα της περιπλάνησης", που περιλαμβάνει τα έργα Ο Μαρξ στοχαστής της τεχνικής (1961), Ο Ηράκλειτος και η φιλοσοφία (1962) και Προς την πλανητική σκέψη (1964). Ακολουθεί ως ιντερμέτζο ένα βιβλίο γραμμένο απ' ευθείας στα γερμανικά με τίτλο Εισαγωγή σε μια μέλλουσα σκέψη (1966). Στη δεκαετία του 1970 δίνει στη δημοσιότητα τη δεύτερη φιλοσοφική τριλογία του με τίτλο "Το ξετύλιγμα του παιχνιδιού", που προαγγέλλεται από το βιβλίο - κλειδί Το παιχνίδι του κόσμου (1969), συνεχίζεται με το βιβλίο Για μια προβληματική ηθική (1972) και κατακλείεται από μιά Συμβολή στη λογική (1977). Τον ίδιο εκείνο καιρό προσφέρεται και η τρίτη τριλογία του Αξελού με την προσωνυμία "Το ξετύλιγμα μιας αναζήτησης" που αποτελείται από τα Επιχειρήματα μιας έρευνας (1969), περιλαμβάνει τους Ορίζοντες του κόσμου (1974) και τα Προβλήματα του παιγνίου. (1979). Τέλος, στη δεκαετία του 1980, συνεχίζει ο Αξελός το φιλοσοφικό του οδοιπορικό με δύο διαφορετικούς τρόπους. Ο ένας είναι το συστηματικό ολοκλήρωμα της σκέψης του, που συνοψίζεται στην Ανοιχτή Συστηματική (1984), και ο άλλος παραμένει ο προφορικός λόγος (ομιλίες, διαλέξεις, συνεντεύξεις). Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 κυκλοφορούν στο Παρίσι οι Μεταμορφώσεις (1991) και, στην ελληνική γλώσσα, οι διαλέξεις του Από το εργαστήρι της σκέψης (1992) και Γran σκεφτόμαστε; Τι να πράξουμε; (1993). αξία Ανιχνεύοντας πηγές έμπνευσης για τον Κώστα Αξελό, οφείλουμε να σταθούμε με προσοχή στον Ηράκλειτο*, τον Χέγκελ*, τον Μαρξ*, τον Νίτσε* και τον Χάιντεγκερ*. Επιχειρώντας να σκιαγραφήσουμε τον στοχασμό του Αξελού θα "πρεπε πρωταρχικά να επισημάνουμε μερικούς μόνο άξονες του φιλοσόφου λόγου του. Αφετηρία του παραμένει ο κόσμος ως πρωτογενές άνοιγμα που περιέχει τα πάντα (φύση, θεούς και ανθρώπους). Ο άνθρωπος σχετίζεται με τον κόσμο κατά δύο αλληλοσυμπληρούμενους τρόπους: την περιπλάνηση και το παίγνιο. Ως πλάνης κινείται μέσα στο άπειρο συμπαντικό του κέλυφος και ως παίκτης διανοίγεται απροσδιόριστα μέσα σε αυτό. Μέσα σε αυτό το παιχνίδι αναπτύσσεται ολόκληρος ο πολιτισμός (τεχνική, πολιτική, θρησκεία, τέχνη, σκέψη). Ο χρόνος, που με τους ρυθμούς του είναι συνυφασμένος με τον κόσμο, παραπέμπει σε μιαν ακόμα σημαντική διάσταση, που είναι η ανοικτότητα κάθε συστήματος. Το μέλλον είναι ανοικτό σε επιβεβαίωση ή και σε διάψευση, όπως κι ο κόσμος παραμένει ανοικτός, σαν την έκβαση κάθε παιχνιδιού, την ώρα ακριβώς που παίζεται. Η ανοικτότητα συναρτάται με την απροσδιοριστία και την αναφορικότητα. "Γιατί σκεφτόμαστε; Η ε- ρώτηση επανέρχεται, απαιτητική. Η ερωτηματική απάντηση μάς κάνει να στρεφόμαστε στον Κόσμο που μας κάνει να σκεφτόμαστε. Ο Κόσμος -η ερώτηση και η απάντηση- εμφανίζεται, μας προσκαλεί και αποσύρεται, κρύβεται. Παιχνίδι του πανδαμάτορα Χρόνου. Ο χρόνος είναι ο χρόνος της παραγωγικής και φθοροποιού περιπλάνησης, όχι μόνον, ή κυρίως, του ανθρώπου και της κοινωνίας" (Γιατί σκεφτόμαστε; Τι να πράξουμε; 1993, σελ. 42). Βιβλιογρ.: Από τα μελετήματα σε ελληνική γλώσσα για τη σκέψη του Κώστα Αξελού επισημαίνουμε τα εξής: Η. Lelebvre-P. Fougeyrolias, To Παιχνίδι του Κώστα Αξελού. (γαλλικά 1973 και ελληνικό 1984).- Α. ΝικολαΙδης, Η Ποιητική Σκέψη και Γλώσσα του Κώστα Αξελού, Αθήνα, 1984).- Γιόγκος Ανδρεάδης, Για τον Κώστα Αξελό, Αθήνα, Μάριος Π. Μπέγζος αξία (αξίες). Εννοια της φιλοσοφίας και των κοινωνικών επιστημών με τη βοήθεια της οποίας επισημαίνεται η κοινωνική και ιστορική σημασία, το νόημα διαφόρων πολιτισμικών πραγμάτων, σχέσεων και δραστηριοτήτων. Αρκετά διαδεδομένη είναι η άποψη ότι οι αξίες, οι αξιολογικές κρίσεις κ.λπ. αφορούν κυρίως στο πεδίο του πνευματικού πολιτισμού, της πνευματι- 121

122 αξία κής παραγωγής, της συνείδησης* και ιδιαίτερα στην ηθική*, την αισθητική* και τη θρησκεία*. Η Ιδια η ορολογία ("αξία", "αξιολόγηση", "εκτίμηση" κ.λπ.) ανέκυψε από τον κόσμο των αξιακών σχέσεων και της "τιμής" ως μορφής έκφρασης της αξίας, από τον κόσμο στον οποίο άμεσα προβάλλει στο προσκήνιο η ποσοτική πλευρά των ανταλλακτικών αξιών (πρβλ. την ανάλυση των Α. Σμιθ, Ντ. Ρικάρντο, Κ. Μαρξ* κ.ά.). Η συγκριτική αντιπαραβολή (αξιολόγηση) ανθρώπων, συμπεριφορών, προτύπων κ.λπ. αποτελεί μεν σημαντική πλευρά του ενσυνείδητου βίου, ωστόσο γίνεται κύριο γνώρισμα της συνείδησης στην κοινωνία στην οποία κυριαρχεί η ανταλλαγή προϊόντων της εργασίας*, της παραγωγής, όπου συνεπώς προέχει η σύγκριση, η εξίσωση διαφόρων πραγμάτων μεταξύ τους. Στην κοινωνία αυτή της κυριαρχίας των εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων, το ουσιωδέστερο εμπόρευμα είναι η εργατική δύναμη (ικανότητα προς εργασία), η οποία επίσης έχει αξία προσδιοριζόμενη από την εξίσωση της εργατικής δύναμης διαφόρων ανθρώπων. Γι' αυτό και προβάλλει εδώ στο προσκήνιο, και στην κοινωνική συνείδηση, η ιδέα π.χ. της ισότητας ως ιδέα της ομοιότητας απομονωμένων ατόμων. Σε μια κοινωνία όπου δεσπόζει η ενότητα υλικών συμφερόντων, το κύριο δεν είναι η ομοιότητα διαφόρων αμοιβαία απομονωμένων ατόμων, αλλά η ενότητα, η συνάφεια των ανθρώπων μέσω της αμοιβαίας διάκρισής τους. Εδώ οι άνθρωποι ως προσωπικότητες δεν συνδέονται μεταξύ τους κατά κύριο λόγο επειδή είναι ως προς κάποιο γνώρισμα όμοιοι με τους άλλους, αλλά διότι ο καθένας είναι ενδιαφέρων για τους άλλους λόγω της ιδιομορφίας του ως προσωπικότητας. Συνεπώς η επιλογή π.χ. μιας ηθικής πράξης δεν πραγματοποιείται εδώ κατά κύριο λόγο με τη σύγκριση διαφόρων αξιών, σύμφωνα με ορισμένη "κλίμακα αξιών" (δηλαδή σύμφωνα με κάτι το έξωθεν και άνωθεν επιβεβλημένο στο άτομο), αλλά ως κάτι που συμβάλλει στην ανάπτυξη της προσωπικότητας και συνεπώς στην ανάπτυξη των άλλων ανθρώπων ως ιδιότυπων προσωπικοτήτων. Η επιλογή της ηθικής πράξης πραγματοποιείται εδώ ως εσωτερική αναγκαιότητα κοινωφελούς δράσης για τους άλλους, μέσω της οποίας κυρίως επιτυγχάνεται και η ανάπτυξη του εν λόγω υποκειμένου. Η ύπαρξη υπερατομικής και υπερυποκειμενικής ισχύος κανονιστικών ιδεατών σχέσεων που διασφαλίζουν τη διυποκειμενική συναίνεση κατά την επιλογή στάσεων ζωής, στοχοθεσιών και συμπεριφορών υποδηλώνει ακριβώς την αντίφαση* μεταξύ εσωτερικών και εξωτερικών κινήτρων, επιδιώξεων, κριτηρίων, προτύπων κ.λπ. της προσωπικότητας, η οποία συνιστά κατά κάποιο τρόπο την "εσωτερίκευση' και "εξατομίκευση" της αντιφατικότητας που χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη βαθμίδα ιστορικής ανάπτυξης της κοινωνίας. Ως αξίες προβάλλουν λοιπόν σημαντικές πτυχές της κοινωνικής συνείδησης και του εποικοδομήματος (βλ. βάση και εποικοδόμημα), διάφορα ιδεώδη, θεσμοί, σύμβολα, συνδηλωτικά στοιχεία κ.λπ. στις κοινωνίες με διαφορετικά και αντίθετα ι- διωτικά, ομαδικά και συλλογικά συμφέροντα, είτε όταν αυτά (τα ιδεώδη κ.λπ.) υπερυψώνονται στο υπερ-φυσικό, υπερ-κοινωνικό και άρα υπερ-ιστορικό πεδίο της καθαρής δεοντολογίας*, είτε όταν σύρονται στο αγοραίο πεδίο της αγοραπωλησίας ως εμπορεύσιμα και διατιμώμενα αγαθά. Και τότε η αναγκαιότητα μελλοντικής αλλαγής της εν λόγω κοινωνίας, αρχικά τουλάχιστον, υποχρεώνεται να αρθρώνει τον λόγο της ως αντίπαλο σύστημα, κλίμακα αξιών, το οποίο αντιπαρατίθεται στο συντηρητικό σύστημα αξιών που συγκροτεί η κυρίαρχη ιδεολογία* και η θεσμικότητά της (βλ. επίσης: ηθική, αξιολογικοί προσανατολισμοί, αξιολο για και τη βιβλιογραφία σε αυτά). Βιβλιογρ.: Ευ. Παπανούτσου. Ηθική, Αθήνα, θ. Βορέα, Ηθική, Ακαδημεικά, τομ. 4. ΟΕΔΒ, Max Scholar, Der Formalismus in der Ethik und die malenale Wertethik, Halle Edgar Brightman, Nature and value. New York, R. B. Perry, General Theory ol Value, J. N. Findlay, Values and intentions. A study in value theory and philosophy ol mind, London, Horkheimer M., Traditionelle und Kritische Theorie, Frankfurt, Δ. Πατέλης (Συμπλήρωμα) αξία. Καθετί που οι άνθρωποι θεωρούν άξιο προσπάθειας για να.το αποκτήσουν, να το πραγματοποιήσουν ή να το ζήσουν είναι μια αξία, γι" αυτούς που το αποδέχονται ή το πρεσβεύουν. Ανάλογα με το περιεχόμενό τους (ή τον τομέα ανθρώπινης δράσης όπου αναφέρονται) οι αξίες διακρίνονται σε οικονομικές, κοινωνικές, θρησκευτικές και άλλες για τη φιλοσοφία αντικείμενο μελέτης είναι οι αξίες του "αγαθού", του "ωραίου", του "αληθινού", που α- ντιστοιχούν στους τρεις βασικούς τομείς της Φιλοσοφίας: Ηθική, Αισθητική, Γνωσιολογία. 122

123 αξιολογική κρίση Επειδή το θρησκευτικό φαινόμενο ιστορικά διαπιστώνεται ως καθολικό, πολλοί προσθέτουν στις παραπάνω τρεις κατηγορίες φιλοσοφικών αξιών και το "άγιο", που είναι πεδίο μελέτης της φιλοσοφίας της θρησκείας. Για κάθε κατηγορία αξιών νοείται ότι υπάρχει ή ισχύει και η αντίθετή της "απαξία". Απαξίες αντίστοιχες στις παραπάνω αξίες είναι 'το "κακό", το "άσχημο", το "ψεύτικο", το "βέβηλο". Φ. Κ. Βώρος αξιοκρατία. Στην κυριολεξία σημαίνει εξουσία που στηρίζεται στις αξίες. Τον όρο επινόησε ο άγγλος κοινωνιολόγος Μάικελ Γιανγκ (Young, ) στο αντι-ουτοπικό έργο του Η άνοδος της αξιοκρατίας (The Rise of the Meritocracy). Είναι η κυβέρνηση εκείνων που θεωρούνται ότι έχουν αξία. Ο Γιανγκ σατίριζε την απειλούμενη άνοδο στην εξουσία της νέας ο- λιγαρχίας, που δικαιολογούσε την κυριαρχία της με το επιχείρημα ότι αποτελείται από τους πιο νοήμονες και πιο ενεργητικούς εκπροσώπους του λαού. Αυτοί επισημαίνονται από την παιδική τους ηλικία και επιλέγονται για μιαν ειδική εντατική εκπαίδευση, που χαρακτηρίζεται από τη μανιακή επιδίωξη της ποσοτικοποίησης (με τεστ π.χ.) των επιδόσεων και των προσόντων. Τον αυτο-καταστροφικό χαρακτήρα του οράματος του Γιανγκ για την "αξιοκρατία" οι εκπρόσωποι της νεοσυντηρητικής κοινωνιολογικής σκέψης τον αντικατέστησαν με ένα νέου τύπου "ελιτισμό" και με μια νέα απολογητική θεωρία της "αξιοκρατίας" (ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, οι Ντάνιελ Μπελ, Μπρζεζίνσκι, Μ. Πλάτνερ κ.ά.) δίνοντας στον όρο θετικό περιεχόμενο. Στην ουσία, η νεοσυντηρητική εκδοχή της α- ξιοκρατίας στρέφεται κατά της ιδέας της κοινωνικής ανάπτυξης και επιδιώκει να δικαιολογήσει τα προνόμια της "νέας ελίτ της διανόησης", της οποίας η συμβολή στην ευημερία του κοινωνικού συνόλου είναι, όπως λένε, δυσανάλογα μεγάλη. Τελικός σκοπός: η διαιώνιση του χωρισμού της κοινωνίας σε εξουσιάζοντες και εξουσιαζόμενους. Γιάν. Κρητικός αξιολογία (και αξιολογική κρίση). Μολονότι ως ειδικός κλάδος της φιλοσοφίας η Αξιολογία διαμορφώθηκε από τα τέλη του 19ου αιώνα και ύστερα, η μελέτη των αξιών που μνημονεύσαμε (βλ. αξία) και η προαγωγή τους σε "αξίες ζωής" (στόχους που αξίζουν πολλή ανθρώπινη προσπάθεια) είναι φαινόμενο που ιστορικά συμπορεύεται με τη γένεση και ανάπτυξη της φιλοσοφικής σκέψης. Όταν λ.χ. ο Δημόκριτος* έλεγε: "βούλεσθαι μίαν ευρείν αιτιολογίαν (αιτία φαινομένου) ή των Περσών βασιλείαν ε- αυτού γενέσθαι" ουσιαστικά ύψωνε την "αξία" αλήθεια σε σκοπό ζωής mo άξιο για τον άνθρωπο από όλα τα υλικά πλούτη. Και ο Αριστοτέλης* γενίκευσε την "αξία" του θεωρητικού βίου, όταν λ.χ. σημείωσε για το ίδιο θέμα: η γεννήσασα φύσις αμηχάνους ηδονάς προσφέρει τοις δυναμένοις γνωρίζειν τας αιτίας" (Περί ζώων μορίων, Α. 4). Ως κλάδος φιλοσοφικού στοχασμού η Αξιολογία μελετά: τη γένεση και τη φύση των αξιών, τα κριτήρια εκτίμησης των αξιών, την ιεράρχηση και την αντικειμενικότητά τους, την απόλυτη ύπαρξη και αξία τους ή την ιστορικότητά τους. Όλα αυτά τα ερωτήματα έχουν αφετηρία ή βρίσκουν απάντηση μέσα σε ένα θεμελιακό: "υπάρχουν" οι αξίες αντικειμενικά, έξω και ανεξάρτητα από τους ανθρώπους που τις πρεσβεύουν ή απλά "ισχύουν" και επιδρούν στη ζωή των ανθρώπων όταν και όσο αυτοί τις α- ποδέχονται ως κανόνες σκέψης, ως πηγές συγκίνησης, ως οδηγούς δράσης στη ζωή τους; Η ιστορία - ο πιο αμάχητος προμηθευτής ειδήσεων για τέτοια ερωτήματα - μας πληροφορεί ότι οι διάφορες κοινωνίες ανάλογα με τις δικές τους περιστάσεις προβάλλουν κατά καιρούς διάφορες αξίες: η μεσαιωνική ευρωπαϊκή κοινωνία το "άγιο" (ως αξία κυρίαρχη και ελεγκτική όλων των άλλων), η κοινωνία της Αναγέννησης το "ωραίο" και το "αληθινό", η αρχαία ελληνική κοινωνία (π.χ. της κλασικής Αθήνας) έδειχνε ισόρροπη εκτίμηση για τις αξίες του ω- ραίου, του καλού, του άγιου, του αληθινού, αλλά δεν σχολίαζε πόσο είναι καλό, δηλαδή ηθικό, το να έχει κάποιος δούλους, στερημένους το αγαθό της ελευθερίας. Η διαφορετική και πάντα ρευστή "αξία των αξιών" δεν είναι μόνο κοινωνικό φαινόμενο, είναι και ψυχολογικό, υποκειμενικό. Μπορεί το ίδιο άτομο κατά καιρούς να δίνει διαφορετική αξία και προτεραιότητα στις διάφορες αξίες: αγαθό, ωραίο, αληθινό, άγιο. Στην εποχή μας φαίνεται (εκτίμηση υποκειμενική) ότι στην ιεραρχία των αξιών την πρώτη θέση έχουν η "αλήθεια" και η "δικαιοσύνη"' ίσως γιατί κρίνονται αξίες αναγκαίες για τη ζωή, αλλά ελλειμματικές στην πράξη. αξιολογική κρίση. Η γλωσσική σύνδεση ο- 123

124 αξιολογικοί προσανατολισμοί ποιουδήποτε πράγματος ή φαινομένου ή πράξης ή κατάστασης με κάποια αξία αποτελεί "κρίση αξιολογική". Λογουχάρη, τούτο είναι ωραίο, αληθινό, δίκαιο (καλό, ηθικό), άγιο ή βέβηλο είναι κρίσεις αξιολογικές. Εκτός από τις επιστημονικές κρίσεις που μπορούν με την έ- ρευνα να επιβεβαιωθούν ή να διαψευστούν, όλες οι άλλες έχουν "υποκειμενικό" χαρακτήρα. Παράδειγμα: ο σεβασμός του νόμου είναι μια "αξία" για όσους αυτό το νομικό καθεστώς είναι εξυπηρετικό - για όσους απ' αυτό αδικούνται "αξία" είναι η προσπάθεια μεταβολής του νόμου (βλ. και λ. αξιολογικοί προσανατολισμοί). Βιβλιογρ.: Ε. Π. Παπανούτσος, Ηθική (κεφ. 4ο, "Το θέμα των ηθικών αξιών").- θ. Βορέας, Εισαγωγή εις την ΦιλοοοφΙαν, σελ Ε. Π. Παπανούτσος, Ο Λόγος και ο Άνθρωπος, γ' μέρος ("Ο άνθρωπος και οι αξίες").- Χ. Θεοδωρίδης, Εισαγωγή στη Φιλοσοφία,, σελ Frolov, Dictionary ot Philosophy, λήμμα Axiology. Φ. Κ. Βώρος αξιολογικοί προσανατολισμοί. Οι ηθικές και ι- δεολογικές αφετηρίες με βάση τις οποίες το άτομο αξιολογεί τα κοινωνικά φαινόμενα, τα γεγονότα που εκτυλίσσονται γύρω του και στην κοινωνία συνολικά. Οι αξιολογικοί προσανατολισμοί διαμορφώνονται στη διαδικασία της κοινωνικοποίησης του ατόμου και αποκαλύπτονται στους σκοπούς, τα ενδιαφέροντα και τις επιδιώξεις του. Το σύστημα των αξιολογικών προσανατολισμών διαμορφώνει το ουσιαστικό περιεκτικό υπόβαθρο του προσανατολισμού της προσωπικότητας και εκφράζει την εσωτερική πλευρά των σχέσεων της με την πραγματικότητα. Παράλληλα αντανακλά τις πολιτισμικές αξίες της κοινωνίας όπου ζει και αναπτύσσεται το άτομο. Εκτός από τους αξιολογικούς προσανατολισμούς του ατόμου, στην ψυχολογία μελετώνται και οι αξιολογικοί προσανατολισμοί της ομάδας, οι οποίοι διαμορφώνονται στη διαδικασία της κοινής δραστηριότητας και επικοινωνίας μεταξύ των μελών της και καθορίζουν τις σχέσεις της ομάδας προς την κοινωνία. Οι αξιολογικοί προσανατολισμοί της ομάδας εξαρτώνται από τη θέση που αυτή κατέχει στο συνολικό σύστημα των κοινωνικών σχέσεων. Βιβλιογρ.: Ρουμπινστάιν Σ. Α.. Οι βάσεις της γενικής ψυχολογίας, Μόσχα, Πετρόφσκι Α. Β., Προσωπικότητα - Δραστηριότητα - συλλογική Ομάδα, Μόσχα, Ευάγγ. Μανουράς αξίωμα. Πρόταση (θέση) στα πλαίσια μιας επιστημονικής θεωρίας, αποδεκτή a priori ως αληθής. Συνήθως τα αξιώματα είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους και στο σύνολό τους περιγράφουν όλα τα βασικά χαρακτηριστικά του σύμπαντος των αντικειμένων που προτίθεται να περιγράψει η συγκεκριμένη θεωρία. Από τα α- ξιώματα μέσω συγκεκριμένων αλγορίθμων', που ονομάζονται αποδεικτικοί κανόνες, παράγονται τα θεωρήματα, τα λήμματα και τα πορίσματα της θεωρίας. Το σύνολο των αξιωμάτων μιας επιστημονικής θεωρίας αποτελούν υποσύνολο του συνόλου των τύπων (προτάσεων) της γλώσσας της θεωρίας. Ο όρος "αξίωμα" συναντάται για πρώτη φορά στον Αριστοτέλη*, ο οποίος από την πλευρά της θεωρίας της γνώσης θεωρεί τα αξιώματα ως αιώνιες, αναλλοίωτες, αναμφισβήτητες, a priori αλήθειες, α- νεξάρτητες από εμπειρικούς καθορισμούς και μακραίωνες διαδικασίες συσσώρευσης εμπειρικής γνώσης. Τα αξιώματα στα πλαίσια μιας φιλοσοφικής θεωρίας (και για τους οπαδούς της θεωρίας αυτής) είναι άχρονες a priori αλήθειες, καθορίζουσες ή μάλλον περιγράφουσες τη φύση του όντος και της γνώσης του. Δίον. Αναπολιτάνος αξιωματική μέθοδος. Μέθοδος κατασκευής ε- πιστημονικής θεωρίας στηριγμένη στην αποδοχή πρώτων αρχών, αιτημάτων* και αξιωμάτων* και στην παραγωγή περαιτέρω αποδεκτών προτάσεων (θεωρημάτων) μέσω αποδείξεων. Η δομή μιας έτσι συγκροτημένης επιστημονικής θεωρίας έχει χαρακτήρα παραγωγικό, με την έννοια ότι η παραγωγή νέων προτάσεων (θεωρημάτων) από τα αξιώματα στηρίζεται σε αποδεικτικές διαδικασίες με παραγωγική συμπερασματική υφή. Πρόκειται για διαδικασίες αποδεικτικών μεταβάσεων από προτάσεις σε κάποιες άλλες, οι οποίες είναι εξ ίσου ή λιγότερο γενικές από τις πρώτες. Τέτοιες διαδικασίες χρησιμοποιούνται σε μεγαλύτερη ή μικρότερη κλίμακα από όλες τις επιστήμες. Ωστόσο, εκεί που αποτελούν το βασικό εργαλείο δουλειάς είναι τα μαθηματικά και οι θεωρητικές περιοχές των θετικών επιστημών, ιδιαίτερα της φυσικής. Η πρώτη εμφάνιση της α- ξιωματικής μεθόδου παρατηρείται στην αρχαία Ελλάδα και συνδέεται με τη γνωσιακού χαρακτήρα λατρεία της θεωρίας ως ολικής θέασης από τους αρχαίους Έλληνες, με την ανακάλυψη και τη χρησιμοποίηση από τους ίδιους της έννοιας της απόδειξης* και με την ιδιαίτερη α- νάπτυξη της γεωμετρίας (Πυθαγόρας*, Ευκλείδης* κ.λπ.). Η σύγχρονη αντίληψη περί α- 124

125 ΑουρομπΙντο ξιωματικής μεθόδου, διαμορφωμένη και σφυρηλατημένη από αιώνες επεξεργασίας, χρωστά ιδιαιτέρως πολλά στη δουλειά που έγινε κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα και κατά τη διάρκεια του 20ού στα πλαίσια της α- νάπτυξης της λογικής. Ερευνητές, όπως οι Φρέγγε*, Ράσσελ*, Χίλμπερτ*, Γκέντελ*, διαμόρφωσαν πλήρως το τοπίο και έτσι η σύγχρονη αντίληψη περί αξιωματικής μεθόδου, χωρίς να διαφέρει ουσιωδώς από την αρχαιοελληνική, διακρίνεται για τη σαφήνεια και ευκρίνειά της. Σύμφωνα με αυτήν, για την κατασκευή μιας αξιωματικής θεωρίας απαιτείται η πλήρης τυποποίηση της γλώσσας μέσα στα πλαίσια της οποίας αυτή θα γραφεί. Στη συνέχεια α- παιτείται η ύπαρξη αποτελεσματικά ελέγξιμων διαδικασιών και αλγορίθμων* κατασκευής και αναγνώρισης τύπων και προτάσεων της γλώσσας αυτής. Από το σύνολο των προτάσεων της γλώσσας συνήθως επιλέγεται ένα συγκεκριμένο υποσύνολο, το οποίο οφείλει να συλλαμβάνει όλες τις εννοιολογικές συνιστώσες του α- ντικειμένου που θέλουμε να περιγράφει η θεωρία μας. Το υποσύνολο αυτό αποτελεί το σύνολο των αξιωμάτων της θεωρίας. Στις συνηθέστερες περιπτώσεις το σύνολο των αξιωμάτων μιας θεωρίας είναι πεπερασμένα ελέγξιμο. Βασικό χαρακτηριστικό της αξιωματικής μεθόδου είναι η ύπαρξη αποδεικτικών κανόνων. Οι κανόνες αυτοί είναι αποτελεσματικοί αλγόριθμοι παραγωγής προτάσεων (τύπων), που καλούνται θεωρήματα. Η απόδειξη, με αυτή την έννοια, είναι μια πεπερασμένη ακολουθία τύπων, που καθένας τους είτε είναι α- ξίωμα είτε παράγεται από τους προηγούμενούς του με κάποιον αποδεικτικό κανόνα. Ο τελευταίος τύπος μιας απόδειξης είναι το αποδειχθέν θεώρημα. Η μελέτη μιας αξιωματικής θεωρίας, με την έννοια της εμφάνισής της ως αξιωματικού τυπικού συστήματος όπως περιγράφτηκε παραπάνω, είναι αντικείμενο της μεταθεωρίας*. Στα πλαίσιά της ορίζεται το σημασιολογικό περιεχόμενο της αξιωματικής θεωρίας και εισάγεται, μέσω σχετικού ορισμού της αλήθειας, η έννοια του μοντέλου της θεωρίας αυτής. Βασικά χαρακτηριστικά μιας αξιωματικής θεωρίας μπορούν να είναι η συνέπεια (μη αντιφατικότητα), η πληρότητα, η κατηγορικότητα, η αποκρισιμότητα και η ανεξαρτησία των αξιωμάτων. Σύμφωνα με το πρόγραμμα του Χίλμπερτ, στην περιοχή των μαθηματικών θα ήταν επιθυμητό να μπορούσε να αποδειχθεί η συνέπεια σύνθετων αξιωματικών συστημάτων από τη συνέπεια σχετικά απλών και περατοκρατικά ελέγξιμων συστημάτων. Κάτι τέτοιο α- ποδείχθηκε ανέφικτο. Σύμφωνα με το θεώρημα μη πληρότητος που απέδειξε ο Κ. Γκέντελ το 1931, αξιωματικά συστήματα στην περιοχή των μαθηματικών, που περιέχουν συγκεκριμένα τμήματα των αξιωμάτων της κατά Peano α- ριθμητικής των φυσικών αριθμών, δεν μπορούν να φιλοξενήσουν στο εσωτερικό τους αποδείξεις της ίδιας της συνέπειάς τους. Στα πλαίσια της φιλοσοφικής συζήτησης για τα θεμέλια των μαθηματικών, που ξέσπασε στις αρχές του 20ού αιώνα μετά την ανακάλυψη των παράδοξων* στη θεωρία των συνόλων, η αξιωματική μέθοδος αμφισβητήθηκε, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία τουλάχιστον στο επίπεδο της ακολουθητέας πράξης, από την ενορατική* (ιντουϊσιονιστική) φιλοσοφική σχολή, καθώς και από διάφορες φιλοσοφικές σχολές κατασκευαστικού προσανατολισμού. Δι ον. Αναπολιτάνος ΑουρομπΙντο Σρι ( ). Μυστικός φιλόσοφος της σύγχρονης Ινδίας, που επιδίωξε να ακολουθήσει πιστά την αρχική θεωρία της Βεντάντα* και σε πολλά σημεία ταυτίστηκε με τη σχολή της Αντβάιτα* του Σανκάρα*. Σύμφωνα με τον ΑουρομπΙντο, ο Σανκάρα δεν πέτυχε με πληρότητα να εξηγήσει λ.χ. γιατί το α- πόλυτο θα έπρεπε να κατέλθει στο σχετικό ε- πίπεδο. Ο ίδιος έδωσε την εξήγηση ότι αυτό ο- φείλεται στην ακαταμάχητη έκφραση της ουσιαστικής δύναμης του Βράχμαν*. Σε σχέση με τον άνθρωπο, τόνισε ότι το νοητικό του επίπεδο δεν είναι το ανώτερο - ότι το άτομο πρέπει να ασκηθεί στην υπέρβαση του νοητικού και να επανεύρει την πρωταρχική του φύση. Αυτή η άσκηση αποκλήθηκε από αυτόν "ολοκληρωτική γιόγκα". Πρόκειται για μια αυστηρή και πολύπλοκη καθημερινή άσκηση, ικανή κατά την άποψή του να μεταμορφώσει την κατάσταση του νου και τη ζωή του ασκούμενου. Θεωρούσε σπουδαίο επίτευγμα τη συμφιλίωση της ύλης με το πνεύμα, του ανθρώπου με τον Θεό, του σχετικού με το απόλυτο, των πολλών με το ένα. Εργάτου: The ideal ol human unity (1950), The doctrine ο! the passive resistance (1952). Bases oljoga (1955), The foundation ol Indian culture (1959). Βιβλιογρ.: Βασ. Βιτσαξής, Ο στοχασμός και η πίστη (Αρχαιότητα - Χριστιανισμός), 2 τόμ.. Εστία, Αθήνα, Δημ. Βελισσαρόπουλος. Ιστορία της ινδικής φιλοσοφίας, Δωδώνη, Αθήνα - Γιόννινα, 1992". Ε. Λιακόπουλος 125

126 απαγωγή απαγωγή, βλ. παραγωγή. απάθεια. Όρος της ελληνιστικής φιλοσοφίας συγγενής με τον όρο "αταραξία"' σημαίνει κατάσταση ψυχής απαλλαγμένης από πάθη απαντάται στον στωικό φιλόσοφο Διονύσιο Ηρακλειώτη (= από την Ηράκλεια) ως τίτλος έργου του Περί απαθείας, στις Διατριβές του επίσης στωικού φιλοσόφου Επικτήτου* και σε ανώνυμα σχόλια των Ηθικών Νικομαχείων' του Αριστοτέλη* (βλ. λ. αταραξία, ελληνιστική φιλοσοφία). Γοαμμ. θέμελη - Αλατζόγλου απαρίθμηση (αγγ. enumeration). Σημαίνει την αντιστοιχία των μερών ή των στοιχείων ενός συνόλου με μέρος των φυσικών αριθμών ή με όλο το σύνολο των φυσικών αριθμών. Στα πλαίσια της θεωρίας των συνόλων σημαίνει την αντιστοίχιση των μερών ή των στοιχείων ενός συνόλου με ένα τμήμα των διατακτικών αριθμών. Ο ορισμός με απαρίθμηση είναι ορισμός μιας έννοιας με απαρίθμηση των ατόμων, των στοιχείων ή των ειδών που περιλαμβάνονται στο πλάτος της. Επαγωγή με απαρίθμηση είναι η διαδικασία συναγωγής μιας πρότασης με δγ απαριθμήσεως εξέταση των ειδών του γένους στο οποίο αναφέρεται η πρόταση. Μια τέτοια συναγωγή είναι βέβαιη όταν η επαγωγή είναι πλήρης, δηλαδή όταν η απαρίθμηση έχει συμπεριλάβει όλα τα είδη του γένους. Τέλος, η εξέταση ενός σύνθετου αντικειμένου της ε- μπειρίας ή της νόησης μπορεί να γίνει με δι' α- παριθμήσεως εξέταση των απλών μερών του. Διον. Αναπολιτάνος απείκασμα. Στη φιλοσοφία το απείκασμα προσεγγίζεται μέσα από το πρίσμα της διαδικασίας της αντανάκλασης και θεωρείται αποτέλεσμα της δυναμικής εκείνης διαδικασίας κατά την οποία συναντώνται ο άνθρωπος (ως φορέας υλικής δραστηριότητας) με το αντικείμενο αντανάκλασης (ως φορέα της υλικής πραγματικότητας). Το απείκασμα, ως αποτέλεσμα της αντανάκλασης, είναι αντικειμενικό ως προς την προέλευσή του και υποκειμενικό ως προς τον τρόπο ύπαρξής του. Στην ψυχολογία το α- πείκασμα συνδέεται κυρίως με την αισθητηριακή γνώση και μελετάται ως μορφή ψυχικής α- ντανάκλασης, ως υποκειμενικό φαινόμενο που εμφανίζεται ως αποτέλεσμα της υλικής και ε- μπράγματης δραστηριότητάς του. Σε αυτό α- ντανακλώνται στοιχειώδεις ιδιότητες της υλικής πραγματικότητας, όπως ο χώρος, η κίνηση και η μορφή. Το απείκασμα, αφού διαμορφωθεί, ενσωματώνεται στην υλική δραστηριότητα ασκώντας ενεργό προσανατολιστικό ρόλο στην παραπέρα πραγματοποίηση της. Σε ανώτερες βαθμίδες γνώσης το απείκασμα προϋποθέτει την εσωτερίκευση των σχημάτων των υ- λικών πράξεων και εμφανίζεται με τη μορφή των εννοιών. Το απείκασμα ως μορφή ψυχικής αντανάκλασης είναι ταυτόχρονα και λειτουργία του εγκεφάλου και "στιγμή" της υλικής ε- μπράγματης δραστηριότητας. Για τον λόγο αυτό και η δομή του έχει συστημικό χαρακτήρα. Για τη φύση, τη δομή και τον ρόλο του α- πεικάσματος στην ψυχική ζωή του ανθρώπου πραγματοποιήθηκαν πολλές έρευνες στα πλαίσια της γνωστικής ψυχολογίας, κυρίως από τη Σοβιετική σχολή. Ιδιαίτερη μορφή απεικάσματος είναι το "καλλιτεχνικό" απείκασμα και το "ειδητικό" απείκασμα. Βιβλιογρ.: Λένιν Β. I.. Υλισμός και εμπεφιοκριτικισμός, Άπαντα, τ Σμυρνόφ Σ. Δ., Η ψυχολογία του απεικόσματος. Το ζήτημα της δυναμικότητας της ψυχικής α- ντανάκλασης. Μόσχα, Ευάγγ. Μανουράς άπειρο (από το στερ. α + πέρας = τέλος). Τη λέξη αυτή χρησιμοποίησε πρώτος ο Μιλήσιος φιλόσοφος Αναξίμανδρος* ως "αρχή" όλων των όντων, δηλ. ως πρωταρχικό υλικό στοιχείο όλων των αισθητών πραγμάτων. Ο φιλόσοφος αυτός πίστευε ότι από αυτό, το άπειρον, γίνονται και σ' αυτό καταλήγουν όλα τα πράγματα' επίσης ότι από το άπειρο γεννιούνται και εξαφανίζονται μέσα σ' αυτό "άπειροι" κόσμοι, δηλαδή είναι σαν μια μήτρα κόσμων, που παράγει και αφομοιώνει τους κόσμους χωρίς όρια χρόνου και τόπου. Το άπειρο, τέλος, στον Αναξίμανδρο δεν είναι μόνο αθάνατο, αγέννητο και άφθαρτο, αλλά παραλληλίζεται με το θείον, που περιέχει και κατευθύνει τα πάντα. Μια μορφή απείρου, με την έννοια της άπειρης έκτασης / διάπλωσης στον χρόνο και στον χώρο, πρέπει να υποθέσουμε στη διδασκαλία ή θεωρία για την περιοδικότητα των κόσμων, δηλαδή στη θεωρία για την άπειρη σε διάρκεια γένεση κόσμων σύμφωνα με έναν ρυθμό και έναν νόμο ανακύκλησης, που συναντάμε εκτός από τον Αναξίμανδρο, όπως είδαμε, στον Ηράκλειτο* και στον Εμπεδοκλή*. Η αντίληψη αυτή επιβιώνει στη φιλοσοφία των Στωικών*. Επίσης μια πτυχή της άποψης αυτής επισημαίνουμε στη θεωρία των ομοιομερών του Αναξαγόρα* και στη θεωρία των ατόμων 126

127 άπειρο του Λεύκιππου* και του Δημόκριτου*. Στους Προσωκρατικούς* όμως, και συγκεκριμένα στους Πυθαγόρειους*, έχουμε την αρνητική σημασία του απεριόριστου και του απείρου ("αόριστον", "άπειρον"), σε αντίθεση προς το πεπερασμένο και το "ωρισμένον". Στον γνωστό πίνακα των αντιθέτων που παραδίδεται ως επίτευγμα των αρχαίων Πυθαγορείων, το πέρας ταυτίζεται με το ένα και το καλό, ενώ το άπειρο με τα πολλά και το κακό. Οι αποτιμήσεις του απείρου από τον Πλάτωνα*, στον διάλογό του Φίληβος, δεν αποκρύνονται από τη διδασκαλία των Πυθαγορείων. Αυτό φαίνεται στη θεωρία του για τις τέσσερις μορφές ή είδη του όντος (άπειρον, πέρας, μείξη αυτών των δύο και αιτία της μείξεως). Μια άλλη καταγραφή της αποτίμησης του α- πείρου έχουμε στον Τίμαιο' του Πλάτωνα, όπου το άπειρο εκλαμβάνεται ως άτακτο και α- όριστο, δηλαδή έκφραση αρνητική του κόσμου. Υπάρχει ακόμη η άποψη (τη διατύπωσε ή την εισήγαγε ο Αριστοτέλης) ότι η αντίληψη του απείρου στην ύστερη φιλοσοφία του Πλάτωνα σχετίζεται με τις ιδέες και τη θεώρηση του ενός (π.χ. στον διάλογο Παρμενίδη?). Αλλοι ερευνητές πιστεύουν ότι οι αντιλήψεις αυτές απηχούν απόψεις που η παράδοση αποδίδει στην άγραφη διδασκαλία του Πλάτωνα και στην πλατωνική παράδοση (βλ. λ. πλατωνισμός). Για τον Αριστοτέλη* το άπειρον δεν υπάρχει ως υπόσταση καθαυτήν, όπως το θεωρούσαν οι Πυθαγόρειοι και ο Πλάτων, ούτε ως ένα ά- πειρο αισθητό σώμα, διότι το αισθητό ορίζεται από τα όριά του (γγ αυτό άλλωστε ο Αριστοτέλης αρνείται και το κενό). Αλλά και στις περιπτώσεις όπου μπορεί να έχουμε μια μορφή απείρως μεγάλου με τη διαρκή πρόσθεση ή, α- ντίθετα, απείρως μικρού με τη διαίρεση, και στην περίπτωση αυτή αποδέχεται την έννοια του "δυνάμει" απείρου (ποτέ την "ενεργεία"). Αυτή η αντίληψη του δυνάμει απείρου και όχι του πραγματικού απείρου έχει σχέση τόσο με την έννοια του χώρου όσο και με τον χρόνο (π.χ. με την αρίθμηση) και την κίνηση. Το άπειρο δεν σχετίζεται ούτε με τη μορφή (χώρος) ούτε με την κίνηση (χρόνος) ούτε με την έννοια του τέλους, του σκοπού, και της αιτίας. Μόνο ως μία μορφή του μη όντος γίνεται εντέλει δεκτή αυτή η έννοια του απείρου από τον Αριστοτέλη. Στη φιλοσοφία και στις φιλοσοφικές απόψεις της ελληνιστικής εποχής συναντάμε βέβαια και την έννοια του απείρου, αλλά ως απήχηση μάλλον των παλαιοτέρων αντιλήψεων. Ως χαρακτηριστικό της ουσίας του θεού βρίσκουμε το άπειρον στην όψιμη ελληνιστική φιλοσοφία των αυτοκρατορικών χρόνων (π.χ. στον Φίλωνα* από την Αλεξάνδρεια). Τέλος ο Πλωτίνος* χαρακτηρίζει το πλήρες "έν" και το αγαθόν ως "άπειρον". Βιβλιογρ. :Α. Edel, Aristotle's Theory ol Infinite, Ν. York R. Mondolfo, L' inlinito net pensiero dell antichiti classics, Firenze Th. G. Sinnige, Matter and infinity in the Presocratic Schools and Plato, Assen, L. Sweeny, Infinity in the Presocratics. The Hayue, C. J. de Vogel, La thdorie de I' dpeiron chez Platon el dans la tradition platonicienne, Rev. Philos. France Etrang, 149 (1959) Βασ. Κύρκος άπειρο, στα μαθηματικά. Είναι μια βασική έννοια στα μαθηματικά και δηλώνει την ανυπαρξία πέρατος σε μια διαδικασία αρίθμησης ή κατασκευής μαθηματικών αντικειμένων. Είναι δυνατόν επίσης να σημαίνει την ύπαρξη μαθηματικού αντικειμένου, το εσωτερικό του οποίου δεν εξαντλείται κατά την αρίθμηση των στοιχείων του. Η έννοια του απείρου συνδέεται με την έννοια της αρίθμησης, η οποία με τη σειρά της ορίζεται ως διαδικασία μετάβασης από ένα συγκεκριμένο μαθηματικό αντικείμενο (π.χ. έναν φυσικό αριθμό) στο αμέσως επόμενό του. Η απλούστερη μαθηματική δομή στην οποία εμφανίζεται η έννοια του άπειρου είναι αυτή των φυσικών αριθμών, δηλαδή των θετικών ακεραίων αριθμών που παράγονται από έναν αρχικό αριθμό (το μηδέν ή τη μονάδα) με επαναλαμβανόμενη προσθήκη της μονάδας. Στα πλαίσια της θεωρίας των συνόλων είναι δυνατόν να διακρίνουμε μεταξύ της έννοιας του διατακτικά απείρου και του πληθικά απείρου. Σύμφωνα με τη δεύτερη, ένα μαθηματικό αντικείμενο, στην προκειμένη περίπτωση ένα σύνολο, αποτελείται από ένα πλήθος στοιχείων που δεν εξαντλείται με τη διαδικασία της α- ρίθμησης. Σύμφωνα με την πρώτη, ένα μαθηματικό αντικείμενο αποτελείται από στοιχεία γραμμικώς διατεταγμένα, η διάταξη των οποίων δεν εξαντλείται με τη διαδικασία της αρίθμησης. Ενα σύνολο διατακτικά άπειρο είναι και πληθικά άπειρο, ένα πληθικά άπειρο δεν είναι κατ' ανάγκην και διατακτικά άπειρο. Αυτή η διάκριση οδηγεί, στα πλαίσια της θεωρίας των συνόλων, στην αντίστοιχη διάκριση μεταξύ πληθικών και διατακτικών αριθμών. Το άπειρο στα μαθηματικά είναι δυνατόν να 127

128 απειροστικός λειτουργεί είτε ως αντικείμενο είτε ως ιδιότητα μη εξάντλησης ενός σύμπαντος μαθηματικών αντικειμένων. Στην πρώτη περίπτωση καλείται "πραγματικό" ή "ενεργεία" άπειρο, ενώ στη δεύτερη "δυνητικό" ή "δυνάμει" άπειρο. Στη δεύτερη περίπτωση δεν γίνεται αποδεκτή η ύπαρξη απείρων αντικειμένων, δηλαδή αντικειμένων με άπειρο πλήθος στοιχείων, παρόλο που στο εσωτερικό του σύμπαντος όλων των αντικειμένων οι επιτρεπόμενες διαδικασίες πράξεων μετάβασης ή επανάληψης δεν οδηγούν σε εξάντληση όλων των αντικειμένων του σύμπαντος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα χρήσης της έννοιας του δυνάμει απείρου έ- χουμε όταν εργαζόμαστε στα πλαίσια του μαθηματικού σύμπαντος των φυσικών αριθμών, χωρίς να θεωρούμε το σύνολο των φυσικών α- ριθμών ως ενιαίο, ξεχωριστό αντικείμενο εξέτασης. Στην περίπτωση του πραγματικού η ε- νεργεία απείρου γίνεται αποδεκτή η ύπαρξη α- πείρων αντικειμένων στα πλαίσια ενός σύμπαντος αντικειμένων δυνητικά άπειρου ή και πεπερασμένου. Παράδειγμα χρήσης της έννοιας του ενεργεία απείρου έχουμε όταν εργαζόμαστε στα πλαίσια της θεωρίας των συνόλων, όπου το σύνολο των φυσικών αριθμών εισάγεται ως ξεχωριστό αντικείμενο - σύνολο, τα στοιχεία του οποίου είναι όλοι οι φυσικοί αριθμοί. Η έννοια του δυνάμει απείρου έχει έναν δυναμικό χαρακτήρα μετάβασης, γγ αυτό και συναντάται στην έννοια του ορίου, ενώ η έννοια του ενεργεία απείρου στατικό, γγ αυτό και συναντάται στον ορισμό τελειωμένων μαθηματικών αντικειμένων. Διον. Αναπολιτάνος απειροστικός. Με τον όρο "απειροστικός" χαρακτηρίζεται οτιδήποτε ανήκει στη σφαίρα των απειροστών. Τα "απειροστά", σύμφωνα με τον Λάιμπνιτς*, είναι οντότητες που δεν έχουν αντιστοιχία προς τον πραγματικό κόσμο και που στην περιοχή των μαθηματικών είναι εξαιρετικά χρήσιμες για τη δημιουργία ενός λογισμού που οδηγεί στην εύρεση κλίσεων καμπυλών και εμβαδών. Ο Λάιμπνιτς τα χρησιμοποίησε για να εισαγάγει τις έννοιες της παραγώγου και του ολοκληρώματος, καθώς και αντίστοιχες αλγεβρικές μεθόδους υπολογισμού των σε συγκεκριμένες περιπτώσεις συναρτήσεων. Συγχρόνως με τον Λάιμπνιτς εισήγαγε αντίστοιχες μεθόδους υπολογισμού κλίσεων καμπυλών (παραγώγων) και εμβαδών (ολοκληρωμάτων) και ο Νεύτων*. Οι δυο τους, παρά την αντιδικία που ξέσπασε μεταξύ τους σχετικά με το ποιος ανακάλυψε πρώτος τις αντίστοιχες μεθόδους, θεωρούνται ως οι συνιδρυτές του κλάδου των μαθηματικών που λέγεται "απειροστικός λογισμός" ή, γενικότερα, του κλάδου της "ανάλυσης". Οι μέθοδοι που εισήγαγε ο Λάιμπνιτς διακρίνονται για τον στατικό, αλγεβρικό τους χαρακτήρα, ενώ οι μέθοδοι του Νεύτωνος διακρίνονται για την περισσότερο δυναμική - ροίκή τους υφή. Η εισαγωγή των απειροστών από τον Λάιμπνιτς θεωρήθηκε ότι εμπεριείχε αντιφάσεις και σιγά σιγά εγκαταλείφθηκε, ώσπου κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα αντικαταστάθηκε από την έννοια του "ορίου" που, συνοδευόμενο από τους καλούμενους "ε-δ-ορισμούς" και τις "ε-δ-τεχνικές", οδήγησε στην ασφαλή θεμελίωση του απειροστικού λογισμού. Έτσι, σήμερα ο απειροστικός λογισμός είναι ο κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με την έννοια του ορίου, καθώς αυτή χρησιμοποιείται για την εισαγωγή της έννοιας της συνέχειας, της έννοιας της παραγώγου και της έννοιας του ολοκληρώματος στα πλαίσια ιδιαίτερα της ευθείας των πραγματικών αριθμών. Το 1964 ο Αβραάμ Ρόμπινσον, α- μερικανός μαθηματικός, επανεισήγαγε την έννοια του "απειροστού" και με τη βοήθεια της λογικής, που ήδη είχε προχωρήσει αρκετά ως κλάδος των μαθηματικών, κατόρθωσε να επανοικοδομήσει το όνειρο του Λάιμπνιτς, σε α- σφαλή θεμέλια αυτή τη φορά. Σύμφωνα με τον Ρόμπινσον (και εν πολλοίς σύμφωνα με τον Λάιμπνιτς), το απειροστό εμφανίζεται ως ο αντίποδας του απείρου, με την έννοια ότι θεωρείται ως το απείρως μικρό, το μικρότερο από κάθε πραγματικό αριθμό, το οποίο αντιστρεφόμενο δίδει το άπειρο. Ένα α- πειροστό είναι τόσο μικρό, ώστε δεν υπάρχει φυσικός αριθμός με τον οποίο πολλαπλασιαζόμενο να υπερβεί οποιονδήποτε, δεδομένο εκ των προτέρων, θετικό πραγματικό αριθμό. Διον. Αναπολιτάνος Απελ (Apel) Καρλ Οττο (γεν. 1922). Γερμανός φιλόσοφος, μαθητής του Ροτχάκερ, καθηγητής του πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης. Προβάλλει την αξίωση μιας "γλωσσολογικής στροφής" στη φιλοσοφία, θεωρώντας τη γλώσσα πρωτεύον πεδίο της φιλοσοφικής α- νάλυσης και της θεωρίας της επικοινωνίας. Έργα: Die Idee der Sprache in der Tradition des Humanismus von Dante bis Vico, Bonn, Transformation der Philosophie, Frankfurt/Main, Der Denkweg von Ch. S. Pierce, Frankfurt/Main, Die 128

129 από καθέδρας σοσιαλισμός "Erklaren: Verstehen" - Controverse in transzendental - pragmatischen Sicht. Franklurt/Main Δ.Π. Απελλής (πέθ. περ. 180 μ.χ.). Ήταν μαθητής του γνωστικού Μαρκίωνος, που αποσπάσματα του έργου του σώθηκαν και από τον Ωριγένη* στο έργο του Εις την Γένεσιν. Ο Απελλής δεχόταν την ύπαρξη τεσσάρων θεών, τους οποίους διακρίνει σε αγαθούς και κακούς. Ο ένας θεός, ο αγαθός, είναι τελείως άγνωστος στους προφήτες, ο δεύτερος είναι ο δημιουργός του παντός, ο τρίτος είναι εκείνος που μίλησε στον Μωυσή και είναι πύρινος, τέλος ο τέταρτος είναι ο πονηρός και ο αίτιος των κακών. Πηγές: Ιππολύτου, Φιλοσοφούμενα ή κατά πασών αιρέσεων7, Νικ. Γ. Πολίτης απλοϊκός ρεαλισμός. Αντίληψη κατά την οποία ο εξωτερικός κόσμος υπάρχει όπως α- κριβώς εμφανίζεται στις αισθήσεις μας. Οταν δηλαδή γνωρίζουμε τα πράγματα με τη γνώση μας, δεν κάνουμε τίποτε άλλο από το να συνειδητοποιούμε τις ιδιότητες και τις ποιότητες που έχουν αυτά από μόνα τους. Η ψυχή και το πνεύμα του ανθρώπου δεν κάνει, κατά βάθος, τίποτε άλλο παρά να παραλαμβάνει έτοιμη τη μορφή των πραγμάτων από τον εξωτερικό κόσμο. Οπαδός της αντίληψης αυτής υπήρξε ο Εμπεδοκλής*, ο οποίος δίδασκε ότι οι ιδιότητες του εξωτερικού κόσμου είναι όπως τις α- ντιλαμβάνονται οι αισθήσεις μας. Τη γνώμη αυτή την αποδεχόταν και ο Αριστοτέλης* και υποστήριζε ότι μέσω των αισθήσεων σχηματίζονται στην ψυχή μας ακριβείς εικόνες των α- ντικειμένων. Από τις νεότερες τάσεις ο εμπειριοκριτικισμός*, ο νεορεαλισμός*, η φιλοσοφία της γλώσσας* και ορισμένες τάσεις της φαινομενολογίας* υποστηρίζουν ότι οι θέσεις τους προσεγγίζουν στις θέσεις του απλοϊκού ρεαλισμού. Παρ' όλα αυτά, οι εκπρόσωποι των ρευμάτων αυτών στην πραγματικότητα προσδίδουν ιδεαλιστική ερμηνεία στις απόψεις του α- πλοϊκού ρεαλισμού. Η απλοϊκή αυτή αντίληψη αμφισβητήθηκε ήδη από την αρχαιότητα. Πρώτη η Ελεατική* φιλοσοφία, και κυρίως ο μεγάλος εκπρόσωπός της Παρμενίδης*, χώρισε τον κόσμο του αληθινού Είναι από τον κόσμο των παραστάσεων και δίδαξε ότι το Είναι αυτό βρίσκεται πέρα από τις απλές παραστάσεις, τις εικόνες που μας δίνουν οι αισθήσεις. Τη διάκριση αυτή τη βρίσκουμε και στον Δημόκριτο* και στον Πλάτωνα*. Η νεότερη φιλοσοφία αντιτάσσει στον απλοϊκό ρεαλισμό τη θεωρία του Καντ* περί του υπερβατικού ρεαλισμού*, σύμφωνα με την οποία ο εξωτερικός κόσμος, που είναι προσιτός στις αισθήσεις μας, αποτελεί φαινόμενο, πίσω από το οποίο υπάρχει η πραγματικότητα του αντικειμενικού κόσμου. Ανάμεσα στον απλοϊκό και τον υπερβατικό ρεαλισμό στάθηκε ο κριτικός ρεαλισμός*, κατά τον οποίο υπάρχει μία αυτοτελής πραγματικότητα, η οποία όμως δεν παραμένει τελείως άγνωστη στον άνθρωπο, που με την κριτική του δύναμη μπορεί να διακρίνει ποια είναι τα αντικειμενικά γνωρίσματα των πραγμάτων και ποια τα υποκειμενικά που μας δίνουν οι αισθήσεις. Βιβλιογρ.: Messer, Der Krilische realism (1923).- Ν. Hartman, Der Aufbau tier realen We//(1940). An. Τζαφερόπουλος από καθέδρας σοσιαλισμός. Παραλλαγή της αστικής θεωρίας του σοσιαλισμού*. Στις δεκαετίες του 1860 και 1870 στη Γερμανία, παράλληλα με την ανάπτυξη του κρατικού καπιταλισμού*, είχε σημειωθεί και σοβαρή ανάπτυξη της συνειδητότητας της εργατικής τάξης με τη διάδοση των ιδεών του μαρξισμού*. Ως αντίβαρο στο φαινόμενο αυτό, εκπρόσωποι της γερμανικής επιστήμης (κυρίως οικονομολόγοι: Γκ. Σμόλλερ, Λ. Μπρεντάνο, Α. Βάγκνερ, κ.ά.), ίδρυσαν την "Ένωση κοινωνικής πολιτικής", μεταβλήθηκαν σε απολογητές του κρατικού καπιταλισμού και άρχισαν από τις πανεπιστημιακές τους έδρες μια εκστρατεία κατά των σοσιαλιστικών ιδεών. Στα κηρύγματά τους (στον "από καθέδρας σοσιαλισμό", όπως ονομάστηκε) παρουσίαζαν το πρωσικό κράτος ως "λαϊκό κράτος" και τη γραφειοκρατική του ε- ξουσία ως τα "μοναδικά ουδέτερα στοιχεία στην ταξική πάλη" που μπορούν να συμβάλουν στη βελτίωση της θέσης των εργαζομένων, θεωρούσαν ότι είναι δυνατόν να λυθεί το εργατικό ζήτημα με τη ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων από την αστυνομία και με την αναβίωση των μεσαιωνικών συντεχνιακών συνηθειών. Γι" αυτό και κήρυσσαν την ανάγκη της α- νάμιξης του κράτους στις οικονομικές και πολιτικές σχέσεις, για να επιβληθεί, όπως υποστήριζαν, ο "σοσιαλισμός από τα πάνω". Στα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού, η απήχηση αυτών των κηρυγμάτων είχε μειωθεί σημαντικά. Αργότερα, ορισμένες από τις θέσεις του "από καθέδρας σοσιαλισμού" περιλήφ.λ., α-9 119

130 αττοαντικειμενοποίηση φθηκαν στα προγράμματα των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της Δύσης. Βιβλιογρ.: Κ. Μαρξ, Παρατηρήσεις στο βιβλίο του Α. Βάγκνερ, 'Απαντα Μαρξ και Ένγκελς", τ. 19, Μόσχα, Φ. Ένγκελς, Μπρεντάνο εναντίον Μαρξ, στο ίδιο, τ Volkertin G.F, Der Deutsche Katheder Soziahswus, Βερολίνο, Λ. Ιλιτσόφ, Π. Φεντοσέγιεφ, Φιλοσοφικό εγκυκλ. λεξικό, εκδ. Κσπόπουλου, Αθήνα, Ν. Στ. αποαντικειμενοποίηση, βλ. και απανπκεψένωση. εξαντικεψένωση απογοήτευση. Ψυχική κατάσταση που προκαλείται από την εμφάνιση αξεπέραστων δυσκολιών, οι οποίες είτε είναι αντικειμενικές είτε έτσι τις αντιλαμβάνεται το υποκείμενο, με α- ποτέλεσμα να ακυρώνεται η επίτευξη ενός σημαντικού για το άτομο στόχου ή η ικανοποίηση ενεργοποιημένων αναγκών ή η επίλυση κάποιου προβλήματος ή να διαψεύδονται οι προσδοκίες του. Η απογοήτευση συνοδεύεται από μια σειρά αρνητικών συναισθημάτων, όπως η έ- ντονη ανησυχία, η απόγνωση, ο φόβος κ.ά. Ο βαθμός απογοήτευσης εξαρτάται από την ισχύ και τι ένταση του αιτίου, του γεγονότος που την προκαλεί, από τη συνολική διαμόρφωση της προσωπικότητας, καθώς και από την ικανότητά της να αντεπεξέρχεται στις δυσκολίες της ζωής. Υψηλός βαθμός απογοήτευσης μπορεί να οδηγήσει στη μερική ή πλήρη αποδιοργάνωση της δραστηριότητας του ατόμου, στη μείωση της αυτοπεποίθησης και στην υιοθέτηση πρωτόγονων τρόπων αντίδρασης και συμπεριφορών. Αντίθετα, η ικανότητα ανοχής της διάψευσης και η αναβολή της ικανοποίησης της ενεργοποιημένης ανάγκης είναι στοιχείο ωριμότητας και ψυχικής δύναμης. Ευάγγ. Μσνουράς αποδεικτικός. Επιστημονικός και φιλοσοφικός όρος, ο οποίος σημαίνει την ιδιότητα της εξαγωγής μιας πρότασης ή της υιοθέτησης μιας κρίσης με διαδικασίες που διαθέτουν τον ύψιστο δυνατό βαθμό λογικής εγκυρότητας. Η ε- γκυρότητα μιας πρότασης ή μιας κρίσης σε μια τέτοια περίπτωση δεν εξαρτάται από το συγκεκριμένο σημασιολογικό της περιεχόμενο, αλλά από την εγκυρότητα του σημασιολογικού περιεχομένου των προτάσεων ή κρίσεων από τις οποίες προέκυψε, καθώς και από την εγκυρότητα των διαδικασιών παραγωγής της. Τέτοιες διαδικασίες έχουν τυποποιηθεί στα πλαίσια γλωσσών που χρησιμοποιούνται ιδιαίτερα στα μαθηματικά και ως βασικό τους χαρακτηριστικό έχουν τη μεταφορά αλήθειας από τις προκείμενες στο συμπέρασμα. Οι αποδεικτικές κρίσεις μελετήθηκαν ιδιαίτερα από τον Αριστοτέλη*, ο οποίος και τις αντιδιαστέλλει από τις "διαλεκτικές" κρίσεις. Οι τελευταίες είναι πιθανοκρατικού χαρακτήρα και επομένως μη βέβαιες. Η έννοια "αποδεικτικός", και επομένως και οι αποδεικτικές κρίσεις, στα πλαίσια της τυπικής λογικής λαμβάνουν το σημασιολογικό τους περιεχόμενο σε συμφωνία με τη δομική ιδιοσυστασία της περιοχής στην οποία α- ναφέρονται. Έτσι η έννοια "αποδεικτικός" διαφοροποιείται όταν, για παράδειγμα, μετακινείται κανείς από την περιοχή της κλασικής τυπικής λογικής στην περιοχή της "τροπικής" λογικής ή στην περιοχή της "ενορατικής" (ιντουισιονιστικής) λογικής. Διον. Αναπολιτάνος απόδειξη. Είναι η επιβεβαίωση του αληθούς (της ισχύος) ή του αναληθούς (της μη ισχύος), η τεκμηρίωση της ορθότητας μιας πρότασης (κρίσης, απόφανσης) μέσω πραγματικών ή λογικών επιχειρημάτων. Απόδειξη, με την ευρεία έννοια του όρου, θεωρείται η επιβεβαίωση, η επαλήθευση μιας πρότασης (θέσης, συμπεράσματος, θεωρίας) στη βάση όχι μόνο λογικών διαλογισμών αλλά και εμπειρικών δεδομένων που προέρχονται από την παρατήρηση και το πείραμα* ή η αναίρεση (ανασκευή) ή διάψευση αυτής της πρότασης κατά τον ίδιο τρόπο. Με τη στενή έννοια απόδειξη είναι η λογική διαδικασία, κατά την οποία η αλήθεια μιας πρότασης είναι λογικό επακόλουθο, δηλαδή προκύπτει από μια πεπερασμένη ακολουθία-αλυσίδα λογικών συλλογισμών, ορθών συναγωγών, που οδηγούν από ορθές προκείμενες (αξιώματα, ορισμούς, προτάσεις, εγνωσμένης ήδη α- λήθειας) σε αποδεικνυόμενα συμπεράσματα. Η απόδειξη αυτή εφαρμόζεται στα "τυπικά α- ξιωματικά συστήματα" της λογικής, των μαθηματικών και των τυποποιημένων και μαθηματικοποιημένων μερών της θεωρητικής φυσικής. Στο μεταίχμιο του 19ου και 20ού αι. ο Χίλμπερτ* εισηγείται ένα πρόγραμμα τυποποίησης της απόδειξης των παραγωγικών θεωριών, με σαφή ορισμό των αρχικών αξιωματικών προτάσεων της κάθε θεωρίας και την εξίσου σαφή υπόδειξη των λογικών μέσων, των κανόνων συναγωγής συμπερασμάτων (αποδείξεων) της εν λόγω θεωρίας. Κατ" αυτό τον τρόπο η συνεπής τυποποίηση της έννοιας της από- 130

131 δειξης ανάγει το πρόβλημα στη σπουδή της δομής των τύπων (μορφών) των αποδείξεων στα αξιωματικά συστήματα, χωρίς περιεκτικές αναφορές (χωρίς αναφορές στη σημασία των τύπων) παρέχοντας δυνατότητες μεταβίβασης ορισμένων τυπικών νοητικών λειτουργιών στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές (τεχνητή νοημοσύνη). Ωστόσο δεν ανάγονται όλες οι ουσιώδεις πλευρές της έννοιας της απόδειξης σε τύπους και απαιτούν ειδική θεωρητική επεξεργασία (βλ. λ. μεταθεωρία). Επιπλέον, όπως απέδειξε ο Κ. Γκέντελ*, ακόμα και οι απλούστερες μαθηματικές θεωρίες (π.χ. θεωρία των αριθμών) δεν επιδέχονται πλήρη και ταυτόχρονα μη αντιφατική τυποποίηση, έχοντας πάντοτε ένα "μη τυποποιούμενο απόλυτο". Τέλος, καμιά τυποποίηση δεν μπορεί να αντιπαρέλθει το θεμελιώδες ζήτημα της ερμηνείας*, δηλαδή της συσχέτισης με την εκτός αυτής πραγματικότητα που περιγράφει και οφείλει να εξηγεί. Η πλήρης τυποποίηση (ως ανέφικτη τάση) νοητικών συστημάτων και η αντιπαραβολή τους με τα δεδομένα της εμπειρίας (περιγραφή) χαρακτηρίζει τη βαθμίδα της γνώσης κατά την οποία επικρατεί η διάνοια (βλ. λ. διάνοια και λόγος) και η τυπική λογική*. Στη βαθμίδα του λόγου η απόδειξη αποκτά διαλεκτικό χαρακτήρα και επιτυγχάνεται με την ολότητα ενός διατεταγμένου και ιεραρχημένου συστήματος αλληλένδετων προσδιορισμών (βλ. και λ. πρακτική, αλήθεια, αναίρεση, ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, ενορατική λογική, κονστρουκτιβιστική κατεύθυνση και βιβλιογραφία σε αυτά). Βιβλιογρ.: D. Hilbert, Axiomatic Thinking in Philosophia Mathematics, vol. 7, No 1/2, June-December.- του Ιδιου, Grundlagen der Geometrie, Leipzig-Berlin, K. Godel, Russell's Mathematical Logic, in "The Philosophy ot Bertrand Russel" vol. 1, Harper Torchbooks. Ν. Y., S. C. Kleene, Introduction to Mathematics, North-Holland Publishing Co., Amsterdam-P. Noordhoff N. Y Groningen του Ιδιου: Mathematical Logic, N. Y.-London- Sudney, Δ. Πατέλης απόδειξη απόδειξη δια της εις άτοπον απαγωγής ή απαγωγή εις το άτοπον ή απαγωγική απόδειξη. Αρχή της Λογικής, κατά την οποία φθάνουμε στην αλήθεια μιας πρότασης όχι κατ' ευθείαν, αλλά με πλάγιο τρόπο, με την κατάδειξη δηλαδή του ψεύδους της αντιφατικής προς αυτήν πρότασης. Ακολουθείται δηλαδή η εξής διαδικασία: παίρνουμε μια πρόταση Α, αλλά θεωρούμε ως αληθή την αντιφατική προς αυτήν πρόταση μη-α, και συνάγουμε μια σειρά συμπερασμάτων. Ελέγχοντας στη συνέχεια ένα προς ένα τα συμπεράσματα αυτά, τα βρίσκουμε ψευδή και παράλογα, αν και αυτά προέκυψαν με λογικό τρόπο από τη μη-α. Από το ψεύδος που προέκυψε συμπεραίνουμε ότι η υπόθεση μας περί του μη-α ήταν άτοπη και έτσι, κατά την αρχή της αντίφασης, προβάλλει η α- λήθεια του Α. Η αποδεικτική αυτή διαδικασία χρησιμοποιείται ευρύτατα στα μαθηματικά, όπου ονομάζεται "απόδειξη δια της παραδοχής του αντιθέτου". Βρίσκει όμως εφαρμογές και σε άλλες επιστήμες, όπου η αλήθεια μιας πρότασης δεν θα ήταν δυνατόν να αναγνωριστεί, παρά μόνο με το ψεύδος της αντίθετης προς αυτήν πρότασης. Απ. Τζ. απόδειξη στη λογική. Διαδικασία συναγωγής της αλήθειας και θεμελίωσης της ορθότητας μιας κρίσης από την αλήθεια ή την ορθότητα άλλων κρίσεων, που είναι πασιφανείς ή ομολογουμένως αληθινές ή πιθανές. Η απόδειξη είναι, κατά κανόνα, ένας συλλογισμός. Κατά τον Αριστοτέλη, απόδειξη είναι "συλλογισμός δεικτικός αιτίας και του διό τι" και, κατά τον Θωμά τον Ακινάτη*, "συλλογισμός ποιών γνώναι". Γι' αυτό σε κάθε απόδειξη έχουμε: τη θέση ή συμπέρασμα (την πρόταση δηλαδή που πρέπει να αποδειχθεί και η οποία προκύπτει από τις άλλες ως συμπέρασμα), τα επιχειρήματα (τους αποδεικτικούς δηλαδή λόγους, από τους οποίους συμπεραίνεται η αλήθεια της θέσης) και την ισχύ της απόδειξης (δηλαδή τον βαθμό της λογικής αναγκαιότητας, με την οποία από τα επιχειρήματα απορρέει η θέση). Η απόδειξη μπορεί να είναι άμεση, όταν η αλήθεια εξάγεται άμεσα από τα επιχειρήματα, ή έμμεση, όταν η ορθότητα της θέσης συνάγεται από τη σφαλερότητα της αντιφατικής προς αυτήν πρότασης. Σύμφωνα με μιαν άλλη διάκριση, η απόδειξη μπορεί να είναι "επαγωγική" (συναγωγή της αλήθειας του όλου από τα μέρη), "αναλογική" (συμπεραίνουμε από το όμοιο για άλλο όμοιο) και "παραγωγική" (συναγωγή της αλήθειας του μερικού από το γενικό). Τη βεβαιότητα της αλήθειας της θέσης την εξασφαλίζει μόνο η παραγωγική απόδειξη. Οι άλλες δύο αποδείξεις παρέχουν πιθανότητα μόνο, με μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό πειστικότητας" παρ' όλα αυτά, επειδή αυτές στηρίζονται στην επιστημονική παρατήρηση, οδηγούν με τη γενίκευση στη διατύπωση κανόνων ή νόμων. Κατά τον βαθμό βεβαιότητας 131

132 αποδομισμός πάλι, η απόδειξη μπορεί να είναι "αντικειμενική", όταν η αλήθεια της ισχύει για όλους, ή "υποκειμενική", όταν η ισχύς της περιορίζεται μόνο α" εκείνους που αποδέχονται την αλήθεια της απόδειξης. Εξυπακούεται ότι η επιστήμη μόνο στις αντικειμενικές αποδείξεις μπορεί να θεμελιώνει τις απόψεις της και όχι στις υποκειμενικές, οι οποίες δεν αποτελούν λογικό είδος. Τέλος, σχετικά με την πηγή της απόδειξης, έχουμε και τη διάκριση σε "εκ των προτέρων", όταν αυτή συνάγεται από γενικές ύπερε - μπειρικές κρίσεις που είναι αποτελέσματα επιστημονικής παρατήρησης, και σε "εκ των υστέρων", όταν συνάγεται από εμπειρικές κρίσεις. Απ. Τζαφερόπουλος αποδομισμός. Φιλοσοφικο-επιστημολογική θεωρία η οποία πρωτοεμφανίστηκε στη δεκαετία του '60 ως λογοτεχνική κριτική και επεκτάθηκε στις τέχνες και τις κοινωνικές επιστήμες υπό την επίδραση της σκέψης του Γάλλου φιλοσόφου του μετανεωτερικού ρεύματος Jacques Derrida*. Κεντρική έννοια του αποδομισμού είναι το "κείμενο", δηλαδή το γλωσσικό πλαίσιο, το οποίο νοείται ως σύνολο αυθύπαρκτων σημαινόντων (λέξεων), που αποσυσχετίζονται από την εμπειρική πραγματικότητα των σημαινομένων (πράγματα), στην οποία θεωρεί ότι α- ντιστοιχούν κατά συμβατικό τρόπο. Τα σημαίνοντα ή τα γλωσσικά κείμενα αντλούν την α- λήθεια τους από άλλα σημαίνοντα ή κείμενα (θεωρίες), μέσω των οποίων επικοινωνούν οι δημιουργοί τους και σε σχέση με τα οποία ορίζονται τα νοήματά τους, με αποτέλεσμα να είναι από τη φύση τους διφορούμενα και διαρκώς ανασκευάσιμα. Ο αποδομισμός είναι δηλαδή μια κριτική της θεωρίας από τη σκοπιά της σημειωτικής, που αποδεικνύει τα σφάλματά της χωρίς να προτείνει μια βιώσιμη λύση. Στην ίδια οπτική, η κοινωνική πραγματικότητα δεν είναι παρά τα κείμενα, δηλαδή σύνολα σημαινόντων που συγκροτούν τις θεωρίες οι ο- ποίες έχουν την αξίωση να εξηγήσουν τον ε- μπειρικό κόσμο, ενώ ο κόσμος αυτός δεν υ- πάρχει παρά μέσα στα ίδια τα κείμενα, τα οποία, "αποδομούμενα" από την κριτική, αναδεικνύουν τα νοηματικά κενά των θεωριών και τις οδηγούν σε κρίση και σε επαναθεώρηση. Επίσης, ο περιορισμός στο κείμενο αίρει την α- πόσταση του υποκειμένου από την αντικειμενική πραγματικότητα την οποία αυτό επιχειρεί να εξηγήσει, η θεωρία εκπίπτει σε μια απλή α- νάγνωση που είναι εξίσου νομιμοποιημένη με κάθε άλλη ανάγνωση, με συνέπεια να εισάγεται ένας απόλυτος σχετικισμός προ-επιστημονικού χαρακτήρα, που καταργεί τα όρια ανάμεσα στο ορθολογικά εξηγήσιμο και το αυθαίρετο. Ο αποδομισμός δέχτηκε με τη σειρά του κριτική για το γεγονός ότι ο σχετικισμός του εκμηδενίζει κάθε δυνατότητα ουσιαστικού κοινωνικού προβληματισμού και κριτικής. Στα πλεονεκτήματά του εγγράφεται ο εμπλουτισμός της θεωρητικής σκέψης και η επανατοποθέτηση πολλών θεωρητικών προσεγγίσεων ως αποτέλεσμα της κριτικής του. Ευστ Μπάλιας αποιδεολογικοποίηση. Στη δυτική φιλοσοφική και κοινωνιολογική σκέψη, ρεύμα που εμφανίζεται μετά τον 2ο Παγκόσμιο πόλεμο (δεκαετία του "50) με αξιώσεις κοινωνιολογικής θεωρίας, οι θεωρητικές ρίζες της οποίας βρίσκονται στον θετικισμό και στην κοινωνιολογία της γνώσης του Καρλ Μανχάιμ*, που θεωρούσε ότι ένα αγεφύρωτο χάσμα χώριζε την "επιστήμη" ως αντικειμενική, αξιόπιστη γνώση από την "ιδεολογία" ως υποκειμενική και αυθαίρετη κρίση και σαν τέτοια εξοβελιστέα από τη σκέψη και προπαντός από την κοινωνική δράση. Κατά τους νεοθετικιστές Τεοντόρ Γκάιγκερ* (Ιδεολογία και αλήθεια, 1953), Καρλ Πόππερ* (Ψευδοπροφήτες: Χέγκελ, Μαρξ και οι διάδοχοι, 1958, Αντικειμενική γνώση, 1973), αξιολογικές κρίσεις, κοσμοθεωρίες, "κομματικό πνεύμα", περιλαμβάνονται στην έννοια της ιδεολογίας και, ως καθαρά υποκειμενικά, αθεμελίωτα θεωρητικά στοιχεία είναι αντίθετα στην επιστημονική γνώση. Ιδιαίτερα η σοσιαλιστική ιδεολογία θεωρείται από τους οπαδούς αυτής της αντίληψης ως "διεστραμμένη συνείδηση" και ως "συνείδηση πολιτικής σκοπιμότητας". Όχι μόνο αντίπαλοι του μαρξισμού* και του σοσιαλισμού*, αλλά και πολλοί θεωρητικοί του "δημοκρατικού σοσιαλισμού"* στη δυτική Ευρώπη και μερικοί από τις πρώην Λαϊκές και Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες της ανατολικής (Κολακόφσκι στην Πολωνία, Κόσικ στην Τσεχοσλοβακία κ.ά.), που αντέδρασαν στις διαστρεβλώσεις των αρχών του σοσιαλισμού στις χώρες του "υπαρκτού σοσιαλισμού", διαστρεβλώσεις που καλύπτονταν με τον μανδύα της ιδεολογίας, αμφισβήτησαν τον επιστημονικό χαρακτήρα της σοσιαλιστικής ιδεολογίας και απαίτησαν την "κάθαρση" των κοινωνικών επι- 132

133 αποκρυφισμός οτημών από την ιδεολογία. Πρόκειται για τις θεωρίες της "αποϊδεολογικοποίησης", του "τέλους των ιδεολογιών", της "μετα-ιδεολογικής εποχής". Η συντηρητική κοινωνιολογική σκέψη προσανατολίζεται σήμερα προς μιαν "επανιδεολογικοποίηση" και "ιδεολογική καταξίωση" του καπιταλισμού. Γιόν. Κρητικός αποκλειομένου τρίτου αρχή (principium exclusi tertii sive medii). Θεμελιώδης αρχή της λογικής, σύμφωνα με την οποία δύο αντιφατικές έννοιες, όταν λέγονται για το ίδιο πρόγμα, δεν είναι δυνατόν να ψεύδονται και οι δύο, αλλά, εάν αληθεύει η μία, ψεύδεται η άλλη τρίτη λύση δεν υπάρχει (tertium non datur). Η αρχή αυτή εκφράζεται με τον εξής τύπο: "Α ή είναι ή δεν είναι Β", π.χ. "η Γη ή είναι πλανήτης ή δεν είναι πλανήτης", μια τρίτη εκδοχή αποκλείεται. Την αρχή αυτή ο Αριστοτέλης την ορίζει ως εξής: "παν ή φάναι ή αποφάναι αναγκαίον α- νάγκη της αντιφάσεως θάτερον είναι μόριον α- ληθές, αδύνατον γαρ αμφότερα ψευδή είναι" ( Μεταφυσ. Γ, 8, 1012, β\ 10,11). Απ. Τζ. αποκλειστική πρόταση. Η πρόταση που αποφαίνεται ότι ένα κατηγορούμενο (ιδιότητα) α- νήκει αποκλειστικά στα υποκείμενα ενός δεδομένου συνόλου. Οταν το κατηγορούμενο καταφάσκει ή αποφάσκει μόνον ένα μέρος της έ- κτασης του συνόλου, τότε η πρόταση ονομάζεται "μερική αποκλειστική πρόταση". "Εναλλακτική" ή "διαζευκτική" είναι εκείνη η πρόταση που έχει όλα τα μέλη της ασυμβίβαστα μεταξύ τους και τέλος'εξηρτημένη" είναι εκείνη που εκφέρει έναν αναντικατάστατο όρο. Δίον. Αναπολιτάνος αποκλίνουσα συμπεριφορά (deviant behaviour). Η συμπεριφορά που αντιβαίνει στους καθιερωμένους κανόνες μιας δεδομένης κοινωνίας και υπόκειται σε κοινωνικές ή και δικαστικές κυρώσεις. Η αποκλίνουσα συμπεριφορά ορίζεται από την κοινωνική στάση, και όχι από κάποιαν ενδιάθετη ιδιομορφία, και περιλαμβάνει όχι μόνο το έγκλημα αλλά και παρεκκλίσεις, όπως η ναρκομανία, ο αλκοολισμός, η ο- μοφυλοφιλία, η αυτοκτονία, ακόμα και παραβάσεις κανόνων μιας ομάδας που οι ίδιοι μπορεί να αποκλίνουν από κανόνες ευρύτερα αποδεκτούς. Οι θεωρητικοί της σύγκρουσης των πολιτισμών υποστηρίζουν ότι οι συμπεριφορές σ" ένα δεδομένο κοινωνικό σύστημα είναι "αποκλίνουσες", κρινόμενες με βάση τους κανόνες άλλων πολιτισμών. Σύμφωνα με την άποψη περί κοινωνικού ελέγχου (Εμίλ Ντυρκαίμ' κ.ά.), όσο υπάρχουν ομαλές συνθήκες κοινωνικής οργάνωσης, οι πράξεις των ατόμων ρυθμίζονται από τους κανόνες της κοινωνίας και η απόκλιση είναι ελάχιστη. Οταν όμως υπάρχει αποδιοργάνωση της κοινωνίας, τότε ο έλεγχος της τήρησης των κανόνων χαλαρώνει και ανοίγει ο δρόμος στην αποκλίνουσα συμπεριφορά. Για τους μαρξιστές κοινωνιολόγους, η αποκλίνουσα συμπεριφορά είναι απόρροια των ανταγωνιστικών σχέσεων παραγωγής που κυριαρχούν στην καπιταλιστική κοινωνία: αυτοί στρέφουν την προσοχή τους κυρίως στα προβλήματα της γένεσης, της πρόληψης και της καταπολέμησης της αποκλίνουσας συμπεριφοράς, αναλύοντας τις αιτίες, τις δομές, τη δυναμική και τις ιδιομορφίες της αντικοινωνικής συμπεριφοράς, τον ρόλο των μικρών ομάδων στη διαμόρφωσή της και, τέλος, τα κοινωνικά και ψυχολογικά χαρακτηριστικά των ατόμων που είναι επιρρεπή σε αποκλίνουσες συμπεριφορές. Η "κοινωνιολογία της αποκλίνουσας συμπεριφοράς" (Sociology of deviance) αναπτύχθηκε σε επιστημονικό κλάδο εν μέρει ως αντίδραση (ιδιαίτερα στις ΗΠΑ) στην παραδοσιακή Εγκληματολογία με την έμφαση που έδινε στις θετικιστικές θεωρίες περί πολλαπλών αιτίων του εγκλήματος και εν μέρει εναντίον των θεωριών συναίνεσης προς την καθεστηκυία κοινωνική τάξη. Γιόν. Κρητικός αποκρυφισμός. Σύνολο διδασκαλιών που βασίζονται στην πίστη για την ύπαρξη απόκρυφων, μυστικών, αόρατων δυνάμεων που δρουν μέσα στον κόσμο και καθορίζουν την τύχη έμψυχων και άψυχων όντων. Συνακόλουθο παρεπόμενο είναι η ανάπτυξη τεχνικών και πρακτικών για τη χειραγώγηση και διαχείριση των απόκρυφων δυνάμεων από ανθρώπους κατάλληλα ε- ξασκημένους ("μάγοι", "μύστες"). Παράλληλα γίνονται προσπάθειες καταγραφής και κωδικοποίησης τέτοιων θεωρητικών πεποιθήσεων και πρακτικών μεθοδεύσεων σε κείμενα απόκρυφα ("ερμητικά κείμενα", "καββαλιστικά εγχειρίδια"). Τέλος, είναι χαρακτηριστικό του αποκρυφισμού η συγκρότηση ομάδων μυημένων μελών του σε κλειστό κοινωνικό σώμα ("τέκτονες", "ροδόσταυροι"). 133

134 αποκρυφισμός Από συστηματική φιλοσοφική άποψη μπορούμε να συνοψίσουμε τον αποκρυφισμό στα εξής βασικά σημεία του: 1) Η "ενότητα του σύμπαντος" και η αλληλεπίδραση του φυσικού με το ψυχικό στοιχείο συνιστούν την αφετηρία του. Ο κόσμος και ο άνθρωπος, η φύση και η ψυχή, η ύλη και το πνεύμα, το έμψυχο και το άψυχο, το έλλογο και το άλογο, το ένυλο και το άυλο, το ενσώματο και το ασώματο, η ύλη και η ε- νέργεια θεωρούνται όχι ως αντίθετα στοιχεία, αλλά ως δύο όψεις μιας και της αυτής πραγματικότητας, ως διαφορετικά αλλά συμπληρωματικά στοιχεία της ενιαίας πραγματικότητας. 2) Η "αναγωγή του ψυχικού στο φυσικό". Εξαιτίας της συμπληρωματικότητας φυσικού - ψυχικού οδηγούμεθα στην προσφυγή στο μείζον στοιχείο, που είναι η φύση. Έτσι καθετί που αφορά στην ψυχή παραπέμπεται στη φύση για να βρει την απάντησή του, με αποτέλεσμα την καλλιέργεια της αστρονομίας και της αστρολογίας, των μαθηματικών και της αριθμοσοφίας, της χημείας αλλά και της αλχημείας. 3) Ο "ανορθολογισμός και ο μυστικισμός" διακρίνουν κατεξοχήν τον αποκρυφισμό. Ο λόγος α- ναστέλλεται ενώπιον της φύσης και της ψυχής. Ο μυστικισμός εκλαμβάνεται ως ενοποιητική - συμπαντική εμπειρία του ανθρώπου. Το απόκρυφο και αόρατο πιστεύεται ως δραστικότερο στοιχείο απέναντι στο ορατό και φανερό, γι' αυτό ο αποκρυφισμός επιδίδεται στη διαχείριση του αόρατου για να χειραγωγήσει το ορατό. 4) Η "ανάγκη αντί της ελευθερίας". Συνέπεια τέτοιων πεποιθήσεων είναι η προτεραιότητα της αναγκαιότητας προ της δυνατότητας και το πρωτείο της ανάγκης έναντι της ελευθερίας. Καθετί πιστεύεται ότι υπόκειται στην τυφλή ανάγκη, υπακούει σε αδήριτη νομοτέλεια και υφίσταται κάτω από το κράτος της μοίρας του. 5) Ο "ελιτισμός του αποκρυφισμού". Σε κάθε περίπτωση μόνο ένας μικρός α- ριθμός ανθρώπων θεωρείται ικανός να "μυηθεί" στον αποκρυφισμό και έτσι δημιουργείται μια "πνευματική ολιγαρχία" από τους "μύστες", που μυούν κάποιους στα "μυστικά" των απόκρυφων δυνάμεων οι οποίες κυβερνούν το σύμπαν, φυσικό και κοινωνικό. Όλοι αυτοί συγκροτούν μια "ελίτ", ένα είδος εκκοσμικευμένης "κάστας", που αποφασίζει για τις τύχες του κόσμου. Ιστορικά μπορούμε να σημειώσουμε μερικούς μόνο από τους κύριους σταθμούς του αποκρυφισμού στον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Ως αφετηριακό σημείο πανθομολογείται η ελληνιστική εποχή, με επίκεντρο την Αλεξάνδρεια, όπου άκμαζε ο συγκρητισμός θρησκειών και φιλοσοφιών της Ανατολής και χάρη στο διαμετακομιστικό εμπόριο, ευνοημένο από την ενοποιητική ισχύ της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, λειτουργούσε ως χωνευτήρι απόκρυφων διδασκαλιών και ως ιμάντας διοχέτευσής του στη Δύση. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι οι πρωτοκορυφαίοι του κλασικού ελληνισμού, σαν τον Ηρόδοτο* και τον Πλάτωνα*, ομολογούν τη μαθητεία τους στα ιερά μυστικά των Αιγυπτίων, ούτε στερείται σημασίας άτι μεταγενέστερα, στον 3ο μ.χ. αι., ο Πλωτίνος* μεταστρέφεται ολοκληρωτικά στο αλεξανδρινό περιβάλλον. Τεκμήριο της αλεξανδρινής μήτρας του αποκρυφισμού είναι τα "ερμητικά κείμενα", από τον θεωρούμενο πρωτεργάτη του αποκρυφισμού, τον Ερμή Τρισμέγιστο*. Παράλληλα κωδικοποιούνται οι απόκρυφες πρακτικές με τις δύο επιδόσεις στην αλχημεία και στην αστρολογία. Στον Μεσαίωνα καταδιώκονται αλλά και διαδίδονται οι απόκρυφες διδασκαλίες σε μυστικές αιρετικές ομαδοποιήσεις μαθητευμένες κυρίως στον Μανιχάϊσμό*, όπως είναι οι Βογόμιλοι*, οι Παυλικιανοί*, οι Καθαροί*, σε μάγους και μάγισσες, στην καββαλιστική παράδοση του ιουδαϊσμού, στους αλχημιστές και στους σταυροφόρους. Ανθηση γνωρίζει ο αποκρυφισμός με την Αναγέννηση, οπότε κυκλοφορούν μεταφρασμένα τα ερμητικά κείμενα και σημειώνεται η μετάβαση από τη μαγεία στην επιστήμη, από την αλχημεία στη χημεία και από την α- στρολογία στην αστρονομία. Ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός* δεν ανέκοψε την προέλαση του αποκρυφισμού, μολονότι αποπειράθηκε να τον εκλογικεύσει και να τον αξιοποιήσει κοινωνικοπολιτικά. Ο τεκτονισμός* κληρονομεί πάμπολλα στοιχεία από τον αποκρυφισμό, το κίνημα των "Ροδοσταύρων" εμμένει περισσότερο στο θρησκευτικό-συμβολικό στοιχείο αντί του κοινωνικοπολιτικού, ενώ παράλληλα σχηματοποιούνται πολυποίκιλες κινήσεις σαν τον "θεοσοφισμά"*, την "ανθρωποσοφία"* κ.λπ. Παρακμιακές επιβιώσεις του αποκρυφισμού στον αιώνα μας είναι, πέρα από την εκλαΐκευση της αστρολογίας, και η διάδοση της μαγείας στη νεολαία ("σατανισμός"), όπως επίσης η συνακόλουθη παρουσία ανατολικών θρησκευτικών κινήσεων στον δυτικοευρωπαϊκό χώρο ("διαλογισμός"), η απόπειρα διασύνδεσης με τη σύγχρονη πυρηνική φυσική (Το Τάο και η Φυσική), καθώς και η έντονη αναφορά του οικολογικού προβληματισμού με τη δυνατότητα εναλλακτικού τρόπου ζωής. 134

135 Απολλόδωρος Κριτική επισκόπηση του αποκρυφισμού σήμερα θα μπορούσε να επιχειρηθεί αν σημειώσουμε ως θετικό του στοιχείο το ότι δεν κατασιγάζεται η μεταφυσική αναζήτηση του ανθρώπου παρά τις σειρήνες του καταναλωτισμού, αλλά ως αρνητικό παρεπόμενο του αποκρυφισμού θα ήταν δυνατό να επισημανθεί το ότι προσφέρονται λύσεις εξατομικευμένες χωρίς κοινωνική εμβέλεια και δίχως δυνατότητα βιωσιμότητας. Απέναντι στην κρίση του μοντέρνου τρόπου ζωής σήμερα προσφέρεται από τον αποκρυφισμό μια ατελέσφορη λύση που παρακάμπτει την κρίση αντί να απαντά σ' αυτήν κατευθείαν. Βιβλιογρ.: Σ. Κυριακόπουλος, Η καταγωγή του τεχνικού πνεύματος. Αθήναι, του Ιδιου, Ενώπιον της τεχνικής. Αθήναι, Μ. Μπέγζος, Δοκίμια φιλοσοφίας της θρησκείας, Αθήνα, του ίδιου, Ανατολική ηθική και δυτική τεχνική, Αθήνα, Μάριος Π. Μπέγζος σποκωδικοποίσηση. Είναι η διαδικασία εκείνη κατά την οποία ο "δέκτης" ενός "μηνύματος" προσπαθεί να αναγάγει τα σημεία, σύμφωνα με τα οποία συντάχθηκε ένα μήνυμα, στον δικό του γνωσιολογικό "κώδικα" και μ' αυτό τον τρόπο να τα αποκρυπτογραφήσει για να καταλάβει τη σημασία του μηνύματος. Για να επιτευχθεί η αποκωδικοποίηση, και άρα η επικοινωνία, θα πρέπει ο κώδικας (γλωσσικός, εικονικός, κινησιακός κ.ά.) που χρησιμοποιήθηκε από τον "πομπό" να είναι γνωστός και στον δέκτη. Αλλιώς, είτε η αποκωδικοποίηση θα είναι αδύνατη είτε θα γίνει λανθασμένα. Εμπόδιο στη σωστή αποκωδικοποίηση ενός μηνύματος αποτελεί η "πολυσημία". Το εμπόδιο αυτό αίρεται με τη βοήθεια των συμφραζομένων, δηλαδή του γλωσσικού ή άλλου περιβάλλοντος που συνοδεύει την πράξη επικοινωνίας. Αλλο σημαντικό πρόβλημα για τη σωστή αποκωδικοποίηση αποτελεί η πιθανή "αστάθεια" του κώδικα, ειδικά όταν αυτός είναι προσυμφωνημένος από τα δύο μέρη και μεταβληθεί στο μεταξύ εν αγνοία του ενός από αυτά. Πρόβλημα αποκωδικοποίησης δημιουργεί επίσης η χρήση από τον πομπό μιας "ιδιολέκτου" ή "κοινωνιολέκτου" (όπως π.χ. η αργκό ή κάποιο TC ικό ιδίωμα), άγνωστης σε μεγάλο βαθμό από τον δέκτη. Πολλές φορές, ειδικά μεταξύ των νεανικών ομάδων, η ανεύρεση και χρήση νέων λέξεων αποβλέπει ακριβώς στη δημιουργία ενός κώδικα επικοινωνίας που να τις διαφοροποιεί από τη συνολική κοινωνία και να καθιστά δύσκολη την αποκωδικοποίηση των μηνυμάτων από τα μη μέλη. Η δυνατότητα ή όχι σωστής αποκωδικοποίησης ενός μηνύματος εξαρτάται, τέλος, από τις διαφορετικές κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες κάτω από τις οποίες "κοινωνικοποιήθηκαν" τα άτομα. Έτσι, μια διαφήμιση, που για τον κάτοικο μιας δυτικής χώρας δεν σημαίνει κάτι περισσότερο από μια ακόμη παρότρυνση κατανάλωσης αυτού αντί άλλου παρεμφερούς προϊόντος, από τον κάτοικο κάποιας υπανάπτυκτης χώρας μπορεί να αποκωδικοποιείται ως μήνυμα ενός τρόπου ζωής στον οποίο ο ίδιος δεν συμμετέχει. ΓΓ αυτό υποστηρίζεται ότι η παραγωγή σημασίας δεν βρίσκεται στο μήνυμα αυτό καθαυτό αλλά στην αμφίδρομη σχέση που δημιουργείται μεταξύ μηνύματος και δέκτη, ο οποίος, τελικά, συμμετέχει στην παραγωγή του νοήματος μέσα από την αποκωδικοποίηση που αυτός κάνει. Δημ. Τσατσούλης Απολλινάριος (4ος μ.χ. αι.). Καταγόταν από τη Λαοδίκεια της Συρίας και δίδασκε πολλές δικές του απόψεις, οι οποίες έχουν απορριφθεί από την Εκκλησία. Είχε γράψει πολλά ερμηνευτικά έργα, από τα οποία έχουν εκδοθεί όσα σώθηκαν. Είχε ασχοληθεί και με τον υπομνηματισμό ή μάλλον την παράφραση των Ψαλμών. Η αιρετική διδασκαλία του Απολλινάριου, για την οποία και κατακρίθηκε, είναι εκείνη που αφορά στην ένωση της θεότητας με το ανθρώπινο σώμα και την άλογη ψυχή. Ο Απολλινάριος δέχεται ότι ο Χριστός δεν προσέλαβε ο- λόκληρη τη φύση του ανθρώπου, το σώμα δηλαδή και την ψυχή του, αλλά την τελευταία την έλαβε "έξωθεν". Αποτέλεσμα ήταν να θεωρεί, όπως γράφουν οι Πατέρες, "άνουν" τον Χριστό. Τελικά αυτές οι απόψεις οδηγούν στην αδυναμία σωτηρίας και θέωσης του ανθρώπου, και γι' αυτό κατακρίθηκαν από την Εκκλησία. Βιβλιογρ. :Η. Lietzmann, Apothnans von Laotfcea und seine Schule, Tubingen, 1904 (ανατύπ. 1970). NIK. Γ. Πολίτης Απολλόδωρος ο Αθηναίος (2ος αι. π.χ.). Γραμματικός, που έζησε στην Αλεξάνδρεια και α- σχολήθηκε κυρίως με τα ιστορικά της φιλολογίας. Από τα πολλά του έργα ξεχωρίζει το ι- στορικό Χρονικά (ιστορία από τα τρωικά μέχρι το 144 π.χ.) σε ιαμβικά τρίμετρα' σ' αυτό αναφέρονται τα σπουδαιότερα γεγονότα και πρό- 135

136 Απολλόδωρος ο Κηποτύραννος οωπα που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορία, την πολιτική και πνευματική ζωή αυτής της χιλιόχρονης περιόδου, γι' αυτό και το όλο έργο θεωρείται και πηγή για την ιστορία της φιλοσοφίας. Το πλέον, όμως, ενδιαφέρον σύγγραμμα του Απολλοδώρου είναι η Απολλοδώρου Βιβλιοθήκη, σε τρία βιβλία, που αναφέρεται στη θεογονία, κοσμολογία και μυθολογία των αρχαίων και από το οποίο άντλησαν πληροφορίες πολλοί μεταγενέστεροι συγγραφείς. Η γνησιότητά του αμφισβητήθηκε, αλλά σήμερα γίνεται δεκτό ότι μάλλον πρόκειται για υστερότερη σύνοψη του έργου του Απολλόδωρου. Ε. χ. Απολλόδωρος ο Κηποτύραννος (2ος αι. π.χ.). Φιλόσοφος, οπαδός του Επίκουρου* και διευθυντής του "Κήπου", της σχολής των Επικούρειων στην Αθήνα (περ ) γι' αυτό και του απέδωσαν το παρωνύμιο Κηποτύραννος, δηλαδή κύριος του Κήπου. Ήταν δάσκαλος του Ζήνωνα του Σιδώνιου* και του Δημήτριου του Λάκωνα*. Αν έχει σχέση με την πραγματικότητα η πληροφορία του Διογένη του Λαέρτιου*, ο Απολλόδωρος πρέπει να είχε συντάξει πάνω από 400 πραγματείες, ανάμεσα στις οποίες την Περί του Επικούρου βίου και τη Συναγωγή των δογμάτων, μια πρώτη ιστορία της επικούρειας φιλοσοφίας. Όλα τα έργα του Απολλόδωρου έχουν χαθεί. Ε. Ν. Ρούσσος απολλώνιο και διονυσιακό. Το ζεύγος αυτό εννοιών διατυπώθηκε αρχικά από τον Σέλλινγκ*, υιοθετήθηκε από τον Χέγκελ' και τον Βάγκνερ* και αναπτύχθηκε κυρίως από τον Νίτσε* στα έργα του Η γένεση της Τραγωδίας από το πνεύμα της μουσικής (Die Geburt der Tragodie aus dem Geist der Musik, 1872) και Ανεπίκαιροι στοχασμοί (Unzeitgemasse Betrachtungen, ). Ο Νίτσε αντιπαραθέτει στον αρχαϊκό θεό Διόνυσο τον φωτεινό θεό Απόλλωνα. Ο Διόνυσος είναι το σκοτεινό, το ασύνειδο, η δύναμη της ζωής, το οργιαστικό, το ατελεύτητο στοιχείο - η εκστατική, όλη πάθος, άλογη αρχή. Ο Απόλλων είναι το φως, το μέτρο, η τάξη και η αρμονία, το λογικό, η ο- μορφιά. Η ενότητα των δύο αυτών στοιχείων συνιστά, κατά τον Σέλλινγκ, "το μυστικό της α- ληθινής ποίησης" και, κατά τον ΝίΤσε, γεννά τη μεγαλειώδη καλλιτεχνική αποκάλυψη (στην κλασική Ελλάδα με την αττική Τραγωδία, στη σύγχρονη του Νίτσε Γερμανία με το βαγκνερικό μουσικόδραμα) της πρωτογενούς αντιφατικής ενότητας του κόσμου. Στον Σωκράτη και στον χριστιανισμό ο Νίτσε ε- πιρρίπτει την ευθύνη για την καταστολή του διονυσιακού πνεύματος και τη συνακόλουθη παρακμή της κλασικής Ελλάδας και, παραπέρα, την κατάπτωση της δυτικής κουλτούρας, τον πεσιμισμό και τον "ευρωπαϊκό μηδενισμό", που διακρίνεται για μιαν εχθρική προς τη ζωή ηθική. Η θεωρία του Νίτσε για το διονυσιακό και το απολλώνιο άσκησε ευρύτατη επίδραση στη φιλοσοφική και κοινωνιολογική σκέψη του 20ού αι. (γερμανικός υπαρξισμός, Όστβαλντ Σπένγκλερ* κ.ά.), αλλά και στην ανθρωπολογία και, ειδικά, στον νέο σχετικά κλάδο της, την πολιτισμική ανθρωπολογία (Ρουθ Μπένεντικτ, Πρότυπα πολιτισμών, όπου η αμερικανίδα ανθρωπολόγος, , μελετώντας σύγχρονες "πρωτόγονες" κοινωνίες, οδηγήθηκε στην ταξινόμηση τους σε δύο τύπους: τον διονυσιακό και τον απολλώνιο). Γιάν. Κρητικός Απολλώνιος ο Τυανεύς (Τύανα Καππαδοκίας, μ.χ.). Νεοπυθαγόρειος* θεόσοφος. Πρότυπό του είναι ο Πυθαγόρας*, όχι μόνο ως φιλόσοφος, αλλά κυρίως ως αρχηγός θρησκείας, μυστικιστής και νομοθέτης, του οποίου θεωρεί τον εαυτό του πνευματικό κληρονόμο. Ακολουθεί με αυστηρότητα την Πυθαγόρεια δίαιτα (αποφυγή κρεοφαγίας), αμφίεση (λινοστολία), πενία, αφιλοχρηματία, αγνότητα, ά- σκηση σιωπής.παράλληλα πλουτίζει το πνευματικό του οπλοστάσιο με πλατωνικές και στωικές διδασκαλίες, αλλά και με ανατολικές, όπως η αστρολογία των Χαλδαίων, η διδασκαλία των Ινδών Βραχμάνων και των Γυμνοσοφιστών της Αιγύπτου, τους οποίους επισκέπτεται κατά τις πολυετείς περιπλανήσεις του. Με τα στοιχεία αυτά "ο νεοπυθαγορισμός του Απολλώνιου είναι στο βάθος ένας φιλοσοφικός συγκρητισμός" (Β. Τατάκης). Το φιλοσοφικό του σύστημα θα μπορούσε να συνοψιστεί ως εξής: α) Ο "κόσμος" δημιουργήθηκε και κυβερνιέται από τους θεούς- πέντε είναι τα συστατικά της δημιουργίας του: ύδωρ, αήρ, γη, πυρ, αιθήρ. β) Ο "άνθρωπος" έχει ουσία θεϊκή και τελειοποιείται με την αρετή και τη σοφία- η ψυχή είναι αγέννητη και αθάνατη και υπόκειται σε μετενσωμάτωση. γ) Η "θεολογική του σκέψη" για πυρήνα της έχει την ευσέβεια. Οι αντιλήψεις του είναι πολυθεϊστικές. Οι θεοί εξουσιάζουν όχι μόνο τον κόσμο, αλλά 136

137 και τις ψυχές των ανθρώπων. Παράλληλα, α- ναπτύσσει και μονοθεϊστικές ιδέες, οι οποίες επικεντρώνονται στη λατρεία του Ήλιου, που τον ταυτίζει με τον Απόλλωνα κατά την αρχαιοελληνική αντίληψη, δ) Η "μυθολογία" θεωρείται από αυτόν ανεύθυνο έργο των ποιητών, χωρίς ίχνος αλήθειας δέχεται μόνο την αλληγορική σημασία των μύθων, ε) Η "ελευθερία" σε κάθε μορφή της είναι ύψιστο αγαθό. Κατακρίνει με δριμύτητα την τυραννία και αγωνίζεται εναντίον της. Ο Απολλώνιος ποτέ δεν ι- σχυρίστηκε ότι είναι θεός. Ο βιογράφος του όμως Φιλόστρατος ο Αθηναίος* (2ος-3ος μ.χ. αι.) θέτει ως στόχο του τη θεοποίηση του Απολλώνιου, κατά το προηγούμενο του Πυθαγόρα. Αυτή είναι εξάλλου η επιθυμία της συζύγου του αυτοκράτορα Σεπτίμιου Σεβήρου ( μ.χ.), της Ιουλίας Δόμνας, με εντολή της ο- ποίας ο Φιλόστρατος γράφει Τα εις τον Τυανέα τον Απολλώνιον, έχοντας ως πηγές τον Μάξιμο τον Αιγιέα, τον Μοιραγένη και τον μαθητή του Απολλώνιου Δάμη. Η Δόμνα είχε διαβάσει το έργο του Δάμη και θέλησε να έχει ένα βιβλίο περί του Απολλώνιου πληρέστερο και λογοτεχνικότερο, και προπαντός εξυπηρετικότερο του σκοπού της, που ήταν η προβολή ενός ήρωα της Εθνικής θρησκείας. Στην προσπάθειά του να ανταποκριθεί, ο Φιλόστρατος δίνει έμφαση στις προφητείες και τα θαύματα του Απολλώνιου. Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται αργότερα οι πολέμιοι του Χριστιανισμού με επικεφαλής τον Κέλσο*, τον Πορφύριο*, τον Ιεροκλή* κ.ά. Από όλους αυτούς "δια του Απολλώνιου απεσκοπείτο βασικώς η αναζωπύρησις της λατρείας του Απόλλωνος, συντελούσης εις την ειρήνην του κράτους... και όχι η δημιουργία μιας νέας θρησκείας" (Α. Παπαδόπουλος). Η τάση αυτή ήταν φυσικό να προκαλέσει την αντίδραση των Χριστιανών. Ο Ωριγένης* ( ), ο Επίσκοπος Ευσέβιος* ( ) κ.ά. αποκαλούν τον Απολλώνιο μάγο, γόητα, τυχοδιώκτη, απατεώνα, ασεβή, α- γύρτη... Η εμπλοκή αυτή του ονόματος του Απολλώνιου στη διαμάχη μεταξύ Χριστιανών και Εθνικών, με τις υπερβολές και τις ακρότητες και από τις δύο πλευρές, ήταν φυσικό να αλλοιώσει και να συσκοτίσει την αληθινή φυσιογνωμία του Απολλώνιου. Την αποσαφήνιση της επιχειρεί με επιτυχία η σχετική ελληνική βιβλιογραφία που ακολουθεί. Βασική ελληνική βιβλιογραφία: Κ.Σ. Κιτρινιάρη, Απολλώνιος ο Τυανεύς, Ανθρωπος ή δαίμων, μάγος ή μύστης; Αθήναι, Α. Παπαδοπούλου. Απολλώνιος ο Τυανεύς. Η δια της προβολής του απόπειρα ενισχύσεως του "Απολογία Σωκράτους" Εθνισμού και καταπολεμήσεως του Χριστιανισμού, θεσ/νίκη, Β. Τατάκη, Η συμβολή της Καππαδοκίας στη Χριστιανική σκέψη, Αθήνα, Απ. Τζαφερόπουλου, Φιλοστράτου, Τα ες τον Τυανέα Απολλώνιον, εισαγ.-μετάφρ. 1-8, Αθήνα. 1994, Εκδ. Γεωργιάδη. Απ. Τζαφερόπουλος Απολλώνιος ο Τύριος (1ος αι. π.χ.). Φέρεται ότι έγραψε τα, χαμένα σήμερα, έργα: Πίναξ των από Ζήνωνος φιλοσόφων και των βιβλίων, Περί φιλοσόφων γυναικών. Ε. Χ. "Απολογία Σωκράτους" του Ξενοφώντα*. Η α- πολογία του Σωκράτη' που έγραψε ο Ξενοφών, σε αντίθεση με αυτήν του Πλάτωνα', είναι ένα κείμενο γραμμένο σε πρώτο ενικό πρόσωπο, μιλάει δηλαδή ο Ξενοφών, σε αντίθεση με τον Πλάτωνα, που βάζει τον ίδιο τον Σωκράτη να απολογείται. Ο Ξενοφών αναφέρει στην αρχή ότι και άλλοι έχουν γράψει για το ίδιο θέμα και στη συνέχεια διηγείται, σε πλάγιο λόγο, τον διάλογο του Σωκράτη με κάποιον Ερμογένη, ο οποίος τον ερωτά διάφορα σχετικά με τη δίκη και τις εναντίον του κατηγορίες. Η απολογία τελειώνει με την παρέμβαση του νεαρού Απολλόδωρου και τη διαβεβαίωση του Ξενοφώντα ότι ο Σωκράτης, μιλώντας στο δικαστήριο για τον εαυτό του με τρόπο ασυνήθιστο και ίσως λίγο προκλητικό, προκάλεσε τον φθόνο των δικαστών, κι έτσι τη θανατική του καταδίκη. Ολη η απολογία είναι διάσπαρτη από εκφράσεις θαυμασμού και σεβασμού προς το πρόσωπο του Σωκράτη. (Βλ. λ. Ξενοφώ\ή. Βιβλιογρ.: Κ. Joel, Der echte und der Xenophontische Sokrates, Berlin, H. Maier, Sokretes, Tubingen, Γρ. Βλαστός, Σωκράτης: ειρωνευτής και ηθικός φιλόσοφος, Αθήνα, 1993 (ελλ. μετάφρ. Π. Καλλιγά). Γραμμ. Αλατζόγλου - θέμελη "Απολογία Σωκράτους" του Πλάτωνα. Η Απολογία του Σωκράτη* και οι επιστολές που έ- στειλε ο Πλάτων* στους φίλους του -από τις οποίες πολλές θεωρούνται νόθες- είναι τα μόνα σε συνεχή λόγο, και όχι σε μορφή διαλόγου, γραπτά του Πλάτωνα. Η Απολογία θεωρείται νεανικό έργο και πρέπει να γράφτηκε α- μέσως μετά τον θάνατο του Σωκράτη, θεωρείται επίσης ιστορικά αξιόπιστο έργο, αφού αποδίδει έναν λόγο που εκφωνήθηκε δημόσια -στο δικαστήριο της Ηλιαίας- και που τον άκουσαν πολλοί, άρα θα ήταν δύσκολο για τον Πλάτωνα να αλλάξει τα λόγια του 137

138 απόλυτη ιδέα Σωκράτη -κάτι που συνηθίζει σε μεταγενέστερα έργα του- χωρίς να δεχτεί τις αντιδράσεις ή και επιθέσεις κάποιων. Σχετικά μ' αυτά πρέπει ακόμη να λεχθεί ότι ο Πλάτων αναφέρει τον εαυτό του ως παρόντα στη δίκη -κάτι που εγγυάται την αξιοπιστία- ενώ στον Φαίδωνα π.χ., όπου περιγράφει τις τελευταίες ώρες του Σωκράτ στη φυλακή, πώς ήπιε το κώνειο και πέθανε, φροντίζει να μας βεβαιώσει ότι ο "Πλάτων... ησθένει" και δεν ήταν παρών. Η Απολογία χωρίζεται σε τρία μέρη. Στο πρώτο -και πιο γνωστό από τα σχολικά μας βιβλία- ο Σωκράτης ανασκευάζει τις εναντίον του κατηγορίες, τις ρητές: "Σωκράτης αδικεί τους τε νέους δΐ'ίφθείρων και θεούς ους η πόλις νομίζει ου νομίζων, έτερα δε δαιμόνια καινά εισάγων", και τις υποβόσκουσες: όσα λέγονται "εν τη Αριστοφάνους κωμωδία", ότι δηλαδή "Σωκράτης αδικεί και περιεργάζεται ζητών τα τε υπό γης και ουράνια και τον ήττω λόγον κρείττω ποιών και άλλους ταύτα διδάσκων". Στο δεύτερο και πολύ συντομότερο μέρος -αφού έχει κριθεί καταδικαστέος- ο Σωκράτης προτείνει, μεταξύ σοβαρού και αστείου, για τον εαυτό του όχι ποινή αλλά "εν πρυτανείω σιτείσθαι", κάτι που ήταν η ύψιστη τιμή για έναν αθηναίο πολίτη και αυτό φαίνεται εξόργισε τους δικαστές, οι οποίοι και τελικά, σε δεύτερη ψηφοφορία όπως συνηθιζόταν τότε, τον καταδίκασαν σε θάνατο. Στο τρίτο και τελευταίο μέρος, αρχίζει με την πρόβλεψη -που φυσικά επιβεβαιώθηκε- ότι ο θάνατός του θα είναι αφορμή λοιδορίας για την Αθήνα και τους πολίτες της, και τελειώνει με υπαινιγμό για την αθανασία της ψυχής, λέγοντας ότι κανείς δεν ξέρει αν η ζωή ή ο θάνατος είναι κάτι καλύτερο. Βιβλιογρ.: W. C. Guthrie, A History ot Greek Philosophy IV, Cambridge (University Press). 1975, Γραμμ. Αλατζόγλου θέμελη απόλυτη ιδέα. Είναι η βασική κατηγορία της φιλοσοφίας του Χέγκελ*, που σημαίνει το απόλυτο ή το πράγμα καθ" εαυτό, την ταύτιση του λογικού και του Είναι (του παντός). Κατά τον Χέγκελ, το παγκόσμιο γίγνεσθαι αποτελεί την ανάπτυξη της απόλυτης ιδέας ή του απόλυτου πνεύματος. Η ανάπτυξη της απόλυτης ιδέας α- ποτελεί το διαλεκτικό γίγνεσθαι της αυτοαποκάλυψης των έλλογων εννοιών. Αυτό σημαίνει ότι κάθε έννοια, όντας περιορισμένη και μονόπλευρη, δεν μπορεί να παραμένει στη μονομέρεια και το περιορισμένο πλαίσιό της. Η έννοια, έχοντας την ανάγκη μιας άλλης έννοιας, ξεπερνάει τα όριά της και μετατρέπεται σε α- ντίθετό της. Με αυτόν ακριβώς τον τρόπο πραγματοποιείται το πέρασμα της έννοιας από τη θέση στην αντίθεση. Ομως η ανάπτυξη α- παιτεί την αποκάλυψη της εσωτερικής αντιφατικής αντίθεσης, δηλαδή το πέρασμα στο αντίθετό της. Το πέρασμα αυτό αποτελεί την άρνηση της άρνησης, που είναι η επιστροφή στη θέση και η περαιτέρω ανάπτυξη της έννοιας, η ταύτισή της στη σύνθεση. Στη βαθμίδα της σύνθεσης συντελείται η «άρση» της αντίθεσης ολοκληρωτικά και στον υψηλότερο βαθμό, πραγματοποιείται η ταύτιση των αντιθέτων. Η ταύτιση αυτή δεν αποτελεί αφηρημένη ταύτιση της νόησης, αλλά συγκεκριμένη ταύτιση με το λογικά. Και αυτό, γιατί η ταύτιση των αντιθέτων προϋποθέτει διαφορές, άρσεις και αντιθέσεις. Οπότε και η τρίτη βαθμίδα της ανάπτυξης, η σύνθεση, περιέχει, εκτός από τη συγκεκριμένη ταύτιση των αντιθέτων, και ορισμένα στοιχεία επίσης συλλογιστικής μονομέρειας. Το γεγονός αυτό κάνει τη σύνθεση ένα είδος θέσης. Όμως στην υψηλότερη βαθμίδα της α- νάπτυξης, σύμφωνα με τη λογική της αναδιάταξης της έννοιας, προϋποτίθεται η άρνηση, το πέρασμα στην αντίθεση. Κατά συνέπεια ο βίος της έννοιας ή της ιδέας συνίσταται στην αυτοανάπτυξη, που συντελείται μέσω τριών βαθμίδων ή της τριάδας: θέση, αντίθεση, σύνθεση. Το γίγνεσθαι της αυτοανάπτυξης του α- πόλυτου είναι ταυτόχρονα ευθύγραμμη ανάβαση από το απλό στο σύνθετο, από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, από το πλέον φτωχό περιεχόμενο της έννοιας προς το πλέον πλούσιο. Η απόλυτη ιδέα, ξεκινώντας απο την πιο φτωχή έννοια του Είναι (της καθαρής πράξης της σκέψης), αναπτύσσεται στη σφαίρα της αφηρημένης λογικής (ένα είδος μπαλέτου των εννοιών), κατόπιν στη μορφή του άλλως Είναι στη φύση και, τέλος, στην πλέον συγκεκριμένη μορφή του πνεύματος. Από δω πηγάζουν και τα τρία μέρη του φιλοσοφικού συστήματος του Χέγκελ που αποτελούν τις τρεις βαθμίδες ανάπτυξης του απόλυτου: η λογική, η φιλοσοφία της φύσης και η φιλοσοφία του πνεύματος. Τη μέθοδο της ανάβασης (του περάσματος) από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, στην οποία α- ναφέρεται ο Αριστοτέλης* και την οποία ανέπτυξε ο Χέγκελ, την εφάρμοσε ο Κ. Μαρξ* στο Κεφάλαιό του (βλ. λ. Χέγκελ, απόλυτο πνεύμα). θεοχ. Κεσσίδης 138

139 "Απομνημονεύματα" απόλυτο (λατ. absolutum - το απεριόριστο, το αυθύπαρκτο, το χωρίς προϋποθέσεις). Έννοια, που υποδηλώνει την τελείως ανεξάρτητη και αυτοτελή πρώτη αρχή, την απαρχή παντός υ- παρκτού, δηλαδή το απόλυτο Είναι. Το απόλυτο Είναι αντιδιαστέλλεται προς τον σχετικό και εξαρτημένο κόσμο των πραγμάτων και φαινομένων, είναι αιώνιο, αδημιούργητο, ενιαίο, απέραντο, τέλειο, αναλλοίωτο, αυτενεργό. Γενάρχης της μεταφυσικής, της διδασκαλίας της απόλυτης πρώτης αρχής είναι ο Παρμενίδης*, ο οποίος, αναζητώντας την ουσία του κόσμου, κατέληξε στην ιδέα του ενιαίου, ακίνητου, ακέραιου, άπειρου Είναι ως ο- ντολογικής πραγματικότητας που διαφέρει από τα μεταβλητά στοιχεία (ύδωρ, γη, αήρ, πυρ), τα οποία εμφανίζονται και εξαφανίζονται. Οι φιλόσοφοι εννοούσαν με δικό του ο καθένας τρόπο το απόλυτο. Ο Πλάτων, λογουχάρη, ως απόλυτο θεωρούσε τις αιώνιες "ιδέες", ο Αριστοτέλης το "πρώτον κινούν", οι Σχολαστικοί* την απόλυτη προσωπικότητα, δηλαδή τον θεό ως δημιουργό του παντός. Στη νεότερη εποχή η θεωρία του απόλυτου ήταν δημοφιλής στη γερμανική φιλοσοφία: ο Σέλλινγκ* θεωρούσε το απόλυτο ταυτόσημο με τις αντιθέσεις του "ιδεατού" και του "πραγματικού", του "πεπερασμένου" και του "άπειρου" ο Σοπενάουερ* θεωρούσε απόλυτο την "καθολική βούληση" ο Χέγκελ* το "απόλυτο πνεύμα", τον "παγκόσμιο λόγο". Οι σύγχρονοι νεοθετικιστές* και υπαρξιστές* ασκούν κριτική, αν και από διαφορετικές θέσεις, στον «μεταφυσικό» χαρακτήρα της θεωρίας του α- πόλυτου. Διάφοροι υλιστές, απορρίπτοντας το απόλυτο, το αντικαθιστούν με την «ύλη» ως κύρια ουσία παντός υπαρκτού. Ο δε διαλεκτικός υλισμός* εξετάζει την κινούμενη και αναπτυσσόμενη ύλη ως την αιώνια και άπειρη αρχή του κόσμου. θεοχ. ΚεσσΙδης απόλυτο πνεύμα. Είναι το τρίτο μέρος του φιλοσοφικού συστήματος του Χέγκελ*, όπου ε- ξετάζονται το υποκειμενικό πνεύμα*, το αντικειμενικό πνεύμα* και το απόλυτο πνεύμα ως τελειωτικά στάδια της ανάπτυξης (αυτογνωσίας) της απόλυτης ιδέας*. Για το υποκειμενικό πνεύμα, που είναι συναρτημένο με τη φύση, είναι χαρακτηριστικές τέτοιες μορφές γνώσης και αυτογνωσίας, όπως η ανθρωπολογία, η φαινομενολογία και η ψυχολογία. Το αντικειμενικό πνεύμα, αφού αφομοιώσει τη γνώση και την ελευθερία, εκφράζεται στο δίκαιο, την ηθική και το ήθος. Η ηθική εκδηλώνεται στην οικογένεια, την κοινωνία και το κράτος. Το κράτος αποτελεί την έκφραση του γενικού, ενώ το ατομικό την έκφραση του επί μέρους, του μοναδικού. Η προτεραιότητα του γενικού απέναντι στο ατομικό δίνει τη δυνατότητα στο κράτος να εξετάζει το ατομικό ως μέσον για την πραγματοποίηση των σκοπών και καθηκόντων του. (Η θεωρία του Χέγκελ για το γενικό που υπερτερεί του μοναδικού έδωσε τη δυνατότητα να θεωρηθεί ο Χέγκελ σαν ένας από τους θεωρητικούς του ολοκληρωτισμού). Το αντικειμενικό πνεύμα, αφού καταστεί στο κράτος συγκεκριμένη πραγματικότητα, εκδηλώνεται στην τέχνη, τη θρησκεία και τη φιλοσοφία, δηλαδή στις μορφές της ενατένισης, της αντίληψης και της γνώσης. Στην τέχνη η ιδέα (το ιδεώδες, το απόλυτο), εκδηλωνόμενη μέσω της ύλης, αφομοιώνεται μέσω της ζωντανής εικόνας και της αισθητικής απεικόνισης. Η θρησκεία, υλοποιώντας την παραστατική αισθηματική συγκίνηση που προκαλεί η ιδέα, την έξαρση του πνεύματος προς το απόλυτο, συνενώνει το θείο με το ανθρώπινο. Όμως στη θρησκεία, συμπεριλαμβανόμενου και του χριστιανισμού ως υπέρτατης μορφής της, το απόλυτο συνειδητοποιείται μέσω των παραστάσεων. Το απόλυτο πνεύμα μόνο στη φιλοσοφία βρίσκει την αντίστοιχη έκφραση της σκεπτόμενης διάνοιας που συνειδητοποιεί τον εαυτό της (βλ. λ. Χέγκελ). θεοχ. Κεοοίδης "Απομνημονεύματα" του Ξενοφώντα. Τα Απομνημονεύματα, η Απολογία Σωκράτους και το Συμπόσιον είναι τα έργα του Ξενοφώντα που προδίδουν τη μαθητεία του κοντά στον Σωκράτη*, και την όποια σχέση του με τη φιλοσοφία. Στα Απομνημονεύματα, που έχουν μορφή διαλόγου, αλλά σε πλάγιο λόγο, ο Ξενοφών* προσπαθεί να αναπαραστήσει τη διδασκαλία του Σωκράτη, όπως την άκουγε ο ίδιος και όπως του την διηγούντο άλλοι, όταν ο ίδιος έλειπε απ' την Αθήνα. Στην αρχή ανασκευάζονται οι εναντίον του Σωκράτη κατηγορίες -οι ρητές, αλ ά κυρίως οι υποβόσκουσες- και στη συνέχεια παρουσιάζεται ο Σωκράτης να συνομιλεί με διάφορους συγχρόνους του, γνωστούς σε μας και από τους διαλόγους του Πλάτωνα*, και να αναλύει όλα τα ηθικά, πολιτικά, θρησκευτικά, ανθρωπολογικά κ.ά. θέματα που απασχολούσαν την εποχή και τους συγχρόνους του. 139

140 απομύθωση Πρόβλημα παραμένει πόσο πιστά αποδίδει ο Ξενοφών τις ιδέες του Σωκράτη και κατά πόσο μπορούμε να βασιζόμαστε στον Ξενοφώντα, προκειμένου να αναπαραστήσουμε το ιστορικό πρόσωπο του Σωκράτη. Γενικά, ο Ξενοφών θεωρείται -σε σχέση με τον μεγάλο μαθητή του Σωκράτη, τον Πλάτωνα- ως απλοϊκός και ρηχός αφηγητής της σωκρατικής σκέψης ίσως όμως, και ακριβώς γι' αυτό, να είναι πιο κοντά στη σωκρατική σκέψη, αφού δεν την "προεκτείνει δημιουργικά", όπως ο μέγας Πλάτων (βλ. λ. Ξενοφών). Βιβλιογρ.: Κ. Joel, Der echte und der Xenophontische Sokrates. Berlin, H. Maier, Sokrates. Tubingen, A. E. Taylor, Sokrates. London, Γρ. Βλάστος, Σωκράτης: ειρωνευτής και ηθικός φιλόσοφος, Αθήνα, 1993, εκδ. Εστίας (ελλ. μετάφρ. Παύλου Καλλιγά). Γοαμμ. Αλατζύγλου - Θέμελη απομύθωση. Τον όρο εισήγαγε, στη δεκαετία του 1940, ο γερμανός προτεστάντης θεολόγος Ρούντολφ Μπούλτμαν* στην προσπάθειά του να μεταδώσει το μήνυμα της Βίβλου σε θρησκευτική μορφή συμβατή με τη σύγχρονη επιστήμη και φιλοσοφία, αντί της πίστης στις μυθολογικές ιδέες που υπάρχουν στη Βίβλο, οι ο- ποίες ανάγονται στον 1ο αιώνα μ.χ. και ανταποκρίνονται στην πνευματική κατάσταση της εποχής εκείνης, αλλά όχι στην πνευματική κατάσταση του 20ού αιώνα. Απόπειρες απομυθοποίησης υπήρξαν και στην αρχαιότητα: η πάλη κατά των μυθολογικών σχημάτων στην περίοδο της εμφάνισης των μονοθεϊστικών θρησκειών, η αντίθεση της ελληνικής και της ινδικής φιλοσοφίας, η προσπάθεια να ερμηνευθεί ο μύθος ως αλληγορική έκφραση της αλήθειας, τάση χαρακτηριστική της ελληνιστικής εποχής κ.λπ. Γιάν. Κρητικός αποξένωση, βλ. αλλοτρίωση απορία, απορητική, (από το στερ. α + πόρος = πέρασμα, διέξοδος - "άπορος" και "απορείν"). Σημαίνει το αδιέξοδο, την αμηχανία, την αμφιβολία και την ανάγκη, σ' αντίθεση προς την ευπορία. Ο Πλάτων* με τη λέξη αυτή χαρακτηρίζει τη θέση του ομιλητή (συνομιλητή του Σωκράτη), όταν αυτός αποκτά συνείδηση της άγνοιάς του και αρχίζει να ζητεί μια συνειδητή διέξοδο (π.χ. στον Μενέξενο' 80θ - 86c). Όλη η μέθοδος των ερωτήσεων του Σωκράτη αποβλέπει να φέρει σε κατάσταση απορίας ("ποιείν απορείν") τον συνομιλητή του (Χαρμίδης' 169c: "αλώναι υπό της απορίας", δηλαδή να κυριευθεί από την απορία). Ο ίδιος ο Σωκράτης" άλλωστε ζει διαρκώς, βρίσκεται πάντοτε σε "απορία", δηλαδή σε κατάσταση αδιεξόδου και α- ναζήτησης, αλλά κάνει και στον συνομιλητή του το ίδιο (βλ. Πολιτεία, 338c). Η φιλοσοφία είναι μια ακατάπαυστη απορητική διαδικασία, που εξελίσσεται και προχωρά ανάμεσα από την απορία (και την πενία) και την (προσωρινή) πληρότητα (πόρος), όπως χαρακτηριστικά περιγράφει τον έρωτα ο Πλάτων (Συμπόσιο 203 α κ.ε.). Για τον Αριστοτέλη* η φιλοσοφία εξακολουθεί να είναι "απορητική", δηλαδή αναζήτηση διεξόδων από τα ερωτήματα και τα προβλήματα που εκτρέφει η ίδια η φιλοσοφική ζήτηση. ΓΓ αυτό θέτει πάντοτε μεθοδικά τις απορίες, δηλαδή τα προβλήματα, στην αρχή των φιλοσοφικών του ερευνών, π.χ. στην αρχή του 2ου βιβλίου του έργου του Μετά τα Φυσικά* 995α 24: "ανάγκη προς την ζητουμένην επιστήμην ε- πελθείν ημάς πρώτον περί ων απορήσαι δει πρώτον". Συχνά χρησιμοποιεί τον όρο απορία, για να τονίσει τη δυσκολία και την προσοχή που επιβάλλει η προσέγγιση ενός θέματος ("πολλήν απορίαν έχει", "επισκέψασθαι και διαπορήσαι", να το ερευνήσουμε και να θέσουμε τα προβλήματα, Ηθικά Νικομάχει& Α4). Οι Σκεπτικοί* φιλόσοφοι κατά την ελληνιστική εποχή αποκαλούνται / χαρακτηρίζονται επίσης ως "απορητικοί", χωρίς να ανανεώνουν την α- πορητική μέθοδο του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Στους Ρωμαίους φιλοσόφους η απορία εκφράζεται με την "dubitatio" (αμφιβολία) και άλλες φορές με την "quaestio" (ζήτηση). Βιβλιογρ.: Β. Waldenfels, Das socratische Fragen, Aporie. Elechos, Anamnesis, G. Gral, Die socratische Aporien im Denken Platons, Winlerthar Boo. Κύρκος απορροή ή απόρροια. Ορος της νεοπλατωνικής κυρίως φιλοσοφίας που δηλώνει την εκπόρευση της όλης παγκόσμιας ύπαρξης στις διαδοχικές, από την ανώτερη ως την κατώτερη, βαθμίδες της από το Ενα, τη Μονάδα, τον θεό. Κατά τον Πλωτίνο* η σειρά της απορροής είναι η εξής: α) πνευματικός κόσμος, κόσμος των ιδεών, β) παγκόσμια ψυχή και ατομικές ψυχές, γ) αισθητός, σωματικός κόσμος. Αυτή η απορροή του σύμπαντος κόσμου από τη θεότητα ε- ξεικονίζεται συνήθως με τον ήλιο και το φως του, γνωστό ήδη πλατωνικό σύμβολο που υιοθέτησε και ο Χριστιανισμός*. Από την απορροή 140

141 αυτή η θεία ουσία δεν θίγεται ούτε στο ελάχιστο, κάτι που αποκλείει κάθε πανθείστική αντίληψη ο Θεάς είναι πανταχού παρών, αλλά και επέκεινα του κόσμου τούτου. Κατά την κάθοδο της απορροής αναφαίνονται και οι κατώτερες καταστάσεις υπάρξεως, που αποτελούν πλέον μια ωχρή αντανάκλαση της θεϊκής τελειότητας- έτσι εξηγείται και η εμφάνιση του Κακού στον κόσμο. Αλλά οι νεοπλατωνικοί* δέχονται και την αντίστροφη πορεία, την άνοδο, κάτι που για τον άνθρωπο σημαίνει επιστροφή του ασώτου, επάνοδο στην πρώτη αρχή, θέωση. Η περί απορροής αντίληψη -μάλλον ορθότερη από αυτήν της δημιουργίας- επηρέασε τους Αραβες θεολόγους, τους μυστικούς του Μεσαίωνα, κυρίως τον Έκχαρτ* και τον Κουζάνο*, τον Λάιμπνιτς* κ.ά. Ας σημειωθεί, τέλος, ότι την ίδια σχεδόν δοξασία δέχονται και οι ινδοϋίσπκές γνωσιακές διδασκαλίες με τον όρο «εκδήλωση»' όμως εδώ η όλη Υπαρξη είναι απορροή του «Μη Εκδεδηλωμένου» (ή αλλιώς: του μεταφυσικού Μηδενός, του Μη Όντος, του Απείρου, της παγκόσμιας Δυνατότητας), του "καθαρού μηδενός", όπως θα πει ο μυστικός Έκχαρτ*, του "θείου γνόφου", όπως θα ονομάσει το ίδιο πράγμα ο (ψευδό) Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης*. Ε. Χωραφάς απορρόφηση (νόμος της απορρόφησης). Ιδιότητα στη λογική και στα μαθηματικά που έχει ο όρος ο οποίος στα πλαίσια συγκεκριμένων πράξεων απορροφά κάθε πρόσθετο όρο εμφανιζόμενο στην ίδια πράξη μαζί του. Ένας όρος με αυτή την ιδιότητα λέγεται "απορροφητικός όρος" (ή απορροφητικό στοιχείο) ως προς τη συγκεκριμένη πράξη. Για παράδειγμα το μηδέν είναι απορροφητικό στοιχείο ως προς τον πολλαπλασιασμό στα πλαίσια των πραγματικών αριθμών δηλαδή οποιοσδήποτε αριθμός πολλαπλασιαζόμενος με το μηδέν δίδει ως αποτέλεσμα το μηδέν. Στα πλαίσια της θεωρίας συνόλων, το κενό σύνολο είναι απορροφητικό στοιχείο ως προς την πράξη της τομής - η τομή δύο συνόλων είναι το σύνολο των κοινών στοιχείων των συνόλων έτσι η τομή του κενού συνόλου με οποιοδήποτε σύνολο είναι το "κενό σύνολο". Στην ψυχολογία ο όρος, παρότι πεπαλαιωμένος και μικρής χρήσης, σημαίνει την κατάσταση του πνεύματος του βυθισμένου και απορροφημένου σε σκέψεις που δεν του επιτρέπουν να αντιληφθεί τίποτε άλλο. Δίον. Αναπολιτάνος απόσταση κοινωνική απόσταση κοινωνική. Έννοια με την οποία α- ποδίδεται ο βαθμός της διαφοράς που νιώθουν τα άτομα απέναντι σε μέλη της ίδιας ή άλλης κοινωνικής ομάδας. Πρόκειται για όρο της τυπικής κοινωνιολογίας (formale Soziologie), η οποία ασχολείται με τη στατική και δυναμική α- νάλυση της έννοιας της κοινωνικής απόστασης. Σύμφωνα με τον L. V. Wiese*, οι κοινωνικές διαδικασίες συντελούν στην προσέγγιση ή την απομάκρυνση των ατόμων ("κοινωνική απόσταση"). Με την έννοια αυτή, οι κοινωνικές διαδικασίες είναι διαδικασίες είτε προσέγγισης είτε απομάκρυνσης. Τυπικές διαδικασίες προσέγγισης είναι εκείνες που συντελούν στην κοινωνική ομοιομορφία, ενώ απομάκρυνσης (απόστασης) όσες συμβάλλουν στη δημιουργία ανισοτήτων, ιεραρχιών, κοινωνικών τάξεων κ.λπ. Η έννοια της κοινωνικής απόστασης έχει τόσο οριζόντια όσο και κάθετη διάσταση. Η οριζόντια κοινωνική απόσταση αναφέρεται σε οριζόντιες σχέσεις στα πλαίσια της ίδιας ομάδας ή μεταξύ ομάδων και προσδιορίζει την ένταση, τη διάρκεια ή την ποιότητα αυτών των σχέσεων. Η κάθετη διάσταση της κοινωνικής απόστασης προσδιορίζει τις κάθετες σχέσεις μεταξύ κοινωνικών στρωμάτων ή τάξεων και εκφράζει τη θέση που κατέχουν τα άτομα ή ομάδες σε μια συγκεκριμένη ή και αόριστη ιεραρχία. Σε ατομικό επίπεδο και σε σχέση με τις καθημερινές μας επαφές η κοινωνική απόσταση γνωρίζει ένα ελάχιστο και ένα μέγιστο όριο. Η ελάχιστη κοινωνική απόσταση αντανακλά στην άνεση, την ελευθερία, την πληρότητα και την αμεσότητα στην επικοινωνία και την εκδήλωση των συναισθημάτων. Αντίθετα, όσο μεγαλύτερη η κοινωνική απόσταση τόσο εντονότερη η επιφυλακτικότητα, η καχυποψία, η έλλειψη εμπιστοσύνης προς τα άτομα με τα οποία ερχόμαστε σε επαφή, και τόσο μεγαλύτερη η προσπάθεια να περιοριστούν στο ελάχιστο οι αμοιβαίες σχέσεις. Η κοινωνική απόσταση που νιώθουν τα μέλη μιας ομάδας απέναντι στα μέλη μιας άλλης ο- μάδας δημιουργείται στη βάση πραγματικών διαφορών οικονομικής, πολιτισμικής, θρησκευτικής, εθνικής κ.λπ. φύσης. Ωστόσο οι διαφορές αυτές δεν οδηγούν από μόνες τους σε κοινωνική απόσταση. Η "μετάφραση" αυτής της πραγματικότητας σε κοινωνική απόσταση συντελείται μέσω του συστήματος αξιών που επι- 141

142 σποστεριόρι κρατεί στην ομάδα και ειδικότερα μέσω της ταξινόμησης χαρακτηριστικών ή ιδιοτήτων σε "ανώτερα" και "κατώτερα". Η κοινωνική θέση και κατά συνέπεια και το κύρος που αποτελεί συστατικό της στοιχείο (σήμερα μετριέται με το ύψος του εισοδήματος) προσδιορίζει και τον βαθμό κοινωνικής ε- παφής ή κοινωνικής απόστασης. Όσοι νιώθουν να ανήκουν στην ίδια ομάδα, στην ίδια κοινωνική τάξη, παρουσιάζουν πυκνότερη εσωτερική επαφή (επαφή με άτομα της ίδιας ομάδας) απ' ό,τι εξωτερική (επαφή με άτομα άλλης ο- μάδας). Στις περιπτώσεις αυτές η εξωτερική επαφή περιορίζεται στο ελάχιστο. Η πυκνότητα της επαφής συμβαδίζει με τη συμπάθεια ή την αντιπάθεια που νιώθουμε για άτομα της ίδιας ή άλλης ομάδας, στοιχεία που είναι α- πόρροια στερεοτυπικών αντιλήψεων και προκαταλήψεων. Σε τέτοιες περιπτώσεις αναπτύσσεται μεταξύ των μελών της ίδιας ομάδας έντονη η αίσθηση του "εμείς". Ο,τι είναι "εμείς" είναι αξιολογικά ανώτερο, σε αντίθεση με το "εκείνοι", που χαρακτηρίζεται από ελλείψεις και ελαττώματα. Οσο μεγαλώνει η κοινωνική απόσταση τόσο μικραίνει η ικανότητά μας να διακρίνουμε επιμέρους ατομικές διαφορές. Για παράδειγμα, οι φορείς ηγετικών ρόλων τείνουν να υποτιμούν τις ατομικές διαφορές όσων κατέχουν "κατώτερες" κοινωνικές θέσεις, με αποτέλεσμα να τους χαρακτηρίζουν με εκφράσεις όπως "όχλος", "πλήθος", "μάζα" κ.λπ. Σε μια τέτοια κατάσταση κοινωνικής απόστασης οι "κατώτεροι" τείνουν να υπερτιμούν τις ικανότητες και ιδιότητες των ηγετικών στελεχών. Βιβλιογρ.: Wiese, L. V., Zur Methodologie der Beziehungelehre, στο "Koelner Vierteljahresheit fuer Sozialwissenschaften' /.,1921, σελ Gottman E Behavior in Public Places, The Free Press ol Glencoe, Holstaetter, P., Εισαγωγή στην κοινωνική ψυχολογία. εκδ. Νέα Σύνορα. Αθήνα. 197Θ. Χρ. Νόβα-Καλ τσουνη σποστεριόρι (a posteriori=8k των υστέρων). Όρος της Γνωσιολογίας, που δηλώνει ότι όλες οι γνώσεις προέρχονται ή εξαρτώνται από την εμπειρία, κατ' αντίθεση προς την "a priori" άποψη, η οποία υποστηρίζει ότι στη συνείδηση προϋπάρχουν γνώσεις ανεξάρτητες από την ε- μπειρία. Κύριος εκπρόσωπος της a posteriori θεωρίας είναι ο John Locke*, ο οποίος στο βασικό του έργο An essay concerning human understanding ( ) αντιμάχεται τη θεωρία των έμφυτων ιδεών, δηλαδή την παραδοχή του Descartes* ότι ο νους του ανθρώπου έχει ορισμένες έννοιες έμφυτες, και υποστηρίζει ότι ο όρος "ιδέα" είναι ταυτόσημος με τον όρο "παράσταση" ή "έννοια", ότι η ψυχή είναι "tabula raza" και ότι εκ των υστέρων καταγράφονται σ" αυτήν μέσω των εμπειριών οι γνώσεις. Ο Kant* στην Κριτική του καθαρού λόγου δέχεται την ύπαρξη του a posteriori στοιχείου στον σχηματισμό της γνώσης, το οποίο το χαρακτηρίζει "εξωλογικό" ή "προλογικό", αλλά παράλληλα δέχεται και την ύπαρξη ενός a priori στοιχείου, δηλαδή ενός λογικού στοιχείου, που συμβάλλει στον σχηματισμό της γνώσης (βλ. και λ. απριόρι-a prion). An. Τζ. αποτέλεσμα. Ο όρος χρησιμοποιείται ως β 1 μέλος στο ζεύγος αίτιο-αιτιατό (ή αποτέλεσμα)" δηλών - την κατάσταση που προκύπτει ως συνέπεια της δράσης κάποιου αιτίου που προηγήθηκε. Στη φυσική επιστήμη το αποτέλεσμα εκφράζεται ως β' μέλος μιας εξίσωσης που το α' μέλος της είναι το αίτιο (βλ. αίτιο - αιτιατό). Φ. Κ. Βώρος Απουλήιος (Apulejus). Εκλεκτικός πλατωνικός φιλόσοφος με ρητορική παιδεία (2ος/1ος αι. π.χ.). Γεννήθηκε στη Madaura της Νουμιδίας και σπούδασε στην Καρχηδόνα και στην Αθήνα. Ταξίδεψε και στην Ανατολή, όπου μυήθηκε στη μαγεία. Εγραψε τα έργα του στην ελληνική και λατινική. Σπουδαιότερα από τα σωζόμενα συγγράμματά του: Περί του δόγματος του Πλάτωνος (De Platone et ejus dogmate), To δαιμόνιον του Σωκράτους (De deo Socratis), και τα δύο στα λατινικά, η Απολογία και η ανθολογία ρητορικών λόγων Φλόριντα. Επίσης έ- γραψε τις Μεταμορφώσεις (αρχικά Χρυσούς όνος), αλληγορικό έργο επηρεασμένο από τις ενασχολήσεις του με τη μαγεία και τα μυστήρια. Στα φιλοσοφικά του έργα, ακολουθώντας τον δάσκαλό του Αλβίνο*, τον μαθητή του Γάιου*, δέχεται έναν θεό καθοριζόμενο από διπλές αρνήσεις (ούτε καλός ούτε κακός κ.λπ.), που μπορούμε να τον γνωρίσουμε με τη μέθοδο της αφαίρεσης ή της αναλογίας επίσης, όπως ο Μάξιμος ο Τύριος* και ο Πλούταρχος', δέχεται την ύπαρξη ενός πλήθους δαιμόνων μεταξύ θεού και υλικού κόσμου στον ρόλο ενδιάμεσων δυνάμεων και εξουσιών και γέφυρας ανάμεσα στον θεό και τους ανθρώπους, κάτι 142

143 που απηχεί πλατωνικές δοξασίες (Πλάτωνα, Συμπόσιον', 202e-203a). Βιβλιογρ.: Τσέλλερ-Νεστλέ, Ιστορία της ελλην. φιλοσοφίας, μετφ. Χ. Θεοδωρίδη, Εστία, Αθήνα, σ Ε. BrAhier. Ιστορία της Φιλοσοφίας, μετφ. Π. Ιοιαννίδη-Κ. Τριανταφυλλίδη, Αφοι Συρόπουλοι. 2 τόμ., Αθήνα, τόμ. I. σ Ε.Χ. απόφανση (αγγλ. assertion). Κατάφαση, διανοητική πράξη που κυρώνει ως αληθή μια πρόταση καταφατική ή αρνητική. Απόφανση είναι επίσης μια πρόταση που καταφάσκεται. Διον. Αναπολιτάνος απόφαση (στην ψυχολογία). Η απόφαση ως διαδικασία και αποτέλεσμα της εκλογής σκοπών και μεθόδων ενέργειας μελετάται στην ψυχολογία υπό το πρίσμα των ψυχολογικών μηχανισμών (βουλητικών, συγκινησιακών, νοητικών), με τους οποίους η διαδικασία αυτή διαμορφώνεται. Η διαδικασία της απόφασης ψυχολογικά δεν ταυτίζεται με την επιλογή μιας λύσης ανάμεσα σε ένα προκαθορισμένο αριθμό εναλλακτικών λύσεων (μαθηματική θεωρία λήψης της απόφασης). Όπως απέδειξαν οι έρευνες, η λήψη της απόφασης δεν είναι σχέση μαθηματική αλλά διαλεκτική και υπερβαίνει τα όρια της θεωρίας των πιθανοτήτων και της τυπικής λογικής. Η λήψη της απόφασης είναι μια σύνθετη διαδικασία στην οποία συμμετέχουν ανώτερες ψυχικές λειτουργίες, καθώς επίσης διαδικασίες που αφορούν στην επανεκτίμηση της αρχικής κατάστασης, στα κίνητρα και τις θελήσεις του υποκειμένου και στη συνολική δόμηση της προσωπικότητάς του. Βιβλιογρ.: Μπρουσλίνσκι Α. Β., Ψυχολογία της σκέψης και κυβερνητική, Μόσχα, του ίδιου, Οι ψυχολογικοί μηχανισμοί στη διαμόρφωση των σκοπών, έκδοση της Ακαδημίας επιστημών της Ε.Σ.Σ.Δ.. Ινστιτούτο ψυχολογίας, Μόσχα, Ευόγγ. Μανουράς αποφατική θεολογία απόφαση, πρόβλημα της δυνατότητας (αγγλ. decidability). Πρόκειται για το πρόβλημα της δυνατότητας οριστικού καθορισμού, μέσω πεπερασμένων διαδικασιών, της ύπαρξης (ή μη) αλγοριθμικής προσπέλασης ενός τυχόντος τύπου μιας δεδομένης τυπικής αξιωματικής θεωρίας. Ο καθορισμός αυτός ταυτίζεται με την ανεύρεση αποτελεσματικών αλγορίθμων, η δομή των οποίων είναι γενικού χαρακτήρα και δεν εξαρτάται από τα προσιδιάζοντα χαρακτηριστικά του εκάστοτε δεδομένου προς εξέταση τύπου. Το είδος της αλγοριθμικής προσπέλασης εξαρτάται από το προς λύση γενικό πρόβλημα που τίθεται στα πλαίσια της συγκεκριμένης θεωρίας. Ετσι, μπορεί η αλγοριθμική προσπέλαση να αφορά στην έννοια της αλήθειας ή στην έννοια της απόδειξης. Για παράδειγμα, το πρόβλημα της δυνατότητας απόφασης, είτε αυτό αφορά στην αλήθεια είτε στην απόδειξη, λύνεται θετικά στην περίπτωση του προτασιακού λογισμού, ενώ δεν λύνεται στην ntpinr(i)ot του κατηγορικού λογισμού. Η αρνητική απάντηση σχετικά με το πρόβλημα στην περίπτωση του κατηγορικού λογισμού δεν ε- πηρεάζει την έρευνα συγκεκριμένων τμημάτων του ή συγκεκριμένων θεωριών ή ακόμη και κλάσεων θεωριών που είναι δυνατόν να διατυπωθούν στα πλαίσιά του. Τουναντίον, η έρευνα σχετικά με το πρόβλημα της δυνατότητας απόφασης (decidability problem) για συγκεκριμένες θεωρίες ή συγκεκριμένες κλάσεις θεωριών είναι σήμερα ιδιαίτερα ζωντανή στα πλαίσια της μαθηματικής λογικής. Διον. Αναπολιτάνος αποφατική θεολογία. Γνωσιολογική θεωρία περί Θεού, που απαντάται στην ελληνική θεολογία των Μέσων Χρόνων (Βυζάντιο), κατά την οποία θεωρείται αδύνατη η γνώση του θεού εξαιτίας της ύπαρξής του. Σύμφωνα με τον αποφατισμό, ο Θεός είναι άγνωστος στην ουσία του και γίνεται εν μέρει γνωστός στις ε- νέργειές του με τις οποίες επικοινωνεί προς τον κόσμο. Βασικές "μεταφυσικές προϋποθέσεις" του α- ποφατισμού είναι η προσωπική εκδοχή του θεού (προσωποκρατία, "περσοναλισμός"), η διάκριση στον θεό ανάμεσα στην ουσία και στο πρόσωπο, η οντολογική προτεραιότητα του προσώπου (υπόστασις) έναντι της ουσίας (φύσις), η διαφοροποίηση της θείας ουσίας από τις θείες ενέργειες, η οντολογική διαφορά ανάμεσα στο κτιστό και στο άκτιστο (τα όντα είναι κτιστά, δηλ. δημιουργημένα από τον θεό, που πιστεύεται άκτιστος, αδημιούργητος) και η κοινωνία κτιστού-ακτίστου δια της μετοχής του ανθρώπου στις θείες ενέργειες με αποχή από τη θεία ουσία. Το συγκεκριμένο εννοιολογικό περιεχόμενο του αποφατισμού συνοψίζεται στις ακόλουθες επιστημολογικές προτάσεις: α) "αλήθεια" και "γνώση" διαφέρουν, η πρώτη είναι μεγαλύτερη από τη δεύτερη, η γνώση είναι περιορισμένη, 143

144 αποχρώντος λόγου αρχή ενώ η αλήθεια μένει άπειρη κι απεριόριστη' β) η "γνώση" διαφοροποιείται από τον "λόγο", αυτός διατυπώνει μόνο ένα κάποιο μέρος της γνώσης, η λογική οριοθετεί ενδεικτικά χωρίς να ορίζει εξαντλητικά την αλήθεια, ο ορθός λόγος είναι το όριο και ο όρος της γνώσης, και γ) γνώση είναι η ένωση του υποκειμένου με το αντικείμενο, δεν πρόκειται για την κτήση ή την κατάκτηση της απρόσωπης αλήθειας, αλλά για τη μετοχή και συμμετοχή, την επικοινωνία του ανθρώπου με το άλλο του, στη φύση, στην κοινωνία ή στο θείο. Βιβλιογρ.: Χ. Γιανναράς, Χάιντεγκερ και Αρεοπαγίτης, Αθήνα Σ. Κυριαζόπουλος, Προλεγόμενα εις την ερώτησιν περί Θεού, Αθήναι Β. Λόσσκι. Η Μυστική θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας, θεσ/κη, Ν. Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική θεολογία, θεσ/κη, Μ. Μπέγζος, Φιλοσοφική Ανθρωπολογία της θρησκείας. Αθήνα Ν. Νησιώτης. Προλεγόμενα εις την θεολογικήν Γνωοιολογίαν, Αθήναι Μάριος Π. Μπέγζος αποχρώντος λόγου αρχή (principium rationis sufficientis). Αρχή της Λογικής κατά την οποία κάθε κρίση πρέπει να θεμε. ιώνεται ή να αποδεικνύεται. Για να γίνει δηλαδή αποδεκτή η α- λήθεια μιας κρίσεως, πρέπει να προσαχθεί ε- παρκής αιτιολόγηση. Εάν γίνει αποδεκτή ως α- ληθής μια κρίση, πρέπει κατ" ανάγκην να γίνει αποδεκτό και ό,τι συνδέεται ή εξαρτάται από την κρίση αυτή ως αληθές. Η κρίση αυτή ονομάζεται "λόγος" (ratio) και το εξαρτώμενο και προσδιοριζόμενο από αυτήν νόημα "ακολουθία" ή συμπέρασμα. Κάθε "λόγος" που πείθει για την αποδοχή μιας ακολουθίας λέγεται "αποχρών λόγος". Η αφετηρία της αρχής αυτής βρίσκεται στην αρχαία ελληνική φιλοσοφική σκέψη. Πρώτος ο Λεύκιππος* αποφάνθηκε ότι "ουδέν χρήμα μάτην γίγνεται, αλλά πάντα εκ λόγου τε και ανάγκης" (= κανένα πράγμα δεν γίνεται χωρίς λόγο, αλλά όλα γίνονται ένεκα λόγου κάτω από την πίεση της ανάγκης). Την αρχή αυτή τη χρησιμοποίησαν κατόπιν ο Πλάτων* ("εισίν εκάστω των όντων λόγοι"), ο Αριστοτέλης* και η νεότερη φιλοσοφία. Πρωτοπόρος σ' αυτό υπήρξε ο Γερμανός μυστικιστής φιλόσοφος Νικ. Κουζάνος*. Αργότερα την έννοια του "λόγου" στη διατύπωση "αρχή του αποχρώντος λόγου" τη χρησιμοποίησαν οι Λάιμπνιτς* και Βολφ*. Στον Βολφ οφείλεται και ο πληρέστερος ορισμός της αρχής αυτής: "Nihil est sine ratione sufficiente" (= τίποτε δεν υπάρχει χωρίς επαρκή λόγο). Λάιμπνιτς και Βολφ θεωρούν τον αποχρώντα λόνο ως αρχή, σύμφωνα με την οποία ρυθμίζεται η συλλογική λειτουργία της ανθρώπινης διάνοιας. Ο Λάιμπνιτς επιπλέον έδωσε όχι μόνο λογικό, αλλά και οντολογικό περιεχόμενο σ' αυτήν: "Κανένα φαινόμενο δεν μπορεί να είναι αληθινό και καμιά άποψη δεν μπορεί να είναι ορθή, χωρίς να διατυπωθεί ο αποχρών λόγος που αποδεικνύει γιατί τα πράγματα είναι έτσι και όχι αλλιώς". Ενώ ο Σοπενάουερ*, στο έργο του Περί της τετραπλής ρίζας της αρχής του αποχρώντος λόγου, διακρίνει τέσσερις κατηγορίες του: περί του αποχρώντος λόγου του γιγνώσκειν, περί του αποχρώντος λόγου του γίγνεσθαι, περί του αποχρώντος λόγου του Είναι και περί του αποχρώντος λόγου του δραν. Απ. Τζαφερόπουλος απριόρι (a priori = εκ των προτέρων). Γνωσιολογική άποψη κατά την οποία προϋπάρχουν στη συνείδηση αλήθειες ανεξάρτητες από την εμπειρία. Αυτές, κατά τον Leibniz*, είναι οι μαθηματικές και λογικές αλήθειες, που πηγάζουν κατ' ευθείαν από τον νου και έχουν απόλυτη διαύγεια και αναγκαιότητα, σε αντίθεση προς τις εμπειρικές γνώσεις, οι οποίες δεν έχουν ποτέ αναγκαιότητα. Επίσης, οι a priori έννοιες έχουν αιώνιο κύρος και αναφέρονται στο κράτος των ιδεών, που ισχύει πέρα από τον χρόνο. Η άποψη αυτή έλαβε μεγαλύτερη διάδοση από τον Kant*, κατά τον οποίο a priori μορφές εποπτείας είναι ο "χρόνος", ο "χώρος" και οι "κατηγορίες". Γενικότερα, a priori αποκαλείται κάθε κρίση που διατυπώνεται "από αρχής" και όχι με βάση την εμπειρία που προέρχεται από τα πράγματα, ό,τι δηλαδή υπάρχει προκαταβολικά ή "εκ των προτέρων" (βλ. και λ. αποστεριόρι - a posteriori). Απ. Τζ. απροσδιοριστία, βλ. ιντετερμινισμός απώθηση. Ένας από τους μηχανισμούς ψυχολογικής άμυνας. Εμφανίζεται ως διαδικασία κατά την οποία μη αποδεκτές φαντασίες, συναισθήματα, θελήσεις "εκδιώκονται" και κρατούνται έξω από τον χώρο της συνείδησης, περνώντας στον χώρο του υποσυνείδητου. Τα ψυχικά αυτά γεγονότα, αν και δεν ανήκουν πλέον στον χώρο του συνειδητού, εξακολουθούν να επιδρούν στη συμπεριφορά του ατόμου και βιώνονται από το υποκείμενο με τη μορφή διαφόρων συναισθημάτων, όπως ο φόβος, η ανασφάλεια κ.ά. Ο Φρόυντ*, ο οποίος εισήγαγε τον όρο αυτό, διακρίνει δύο μορφές 144

145 απώθησης: την "καθαυτό απώθηση", στην οποία το απωθημένο υλικό ήταν κάποτε στον χώρο της συνείδησης και κρατήθηκε αργότερα έξω από αυτήν, και την "πρωταρχική απώθηση", στην οποία το απωθημένο υλικό δεν ήταν ποτέ στον χώρο της συνείδησης, αλλά κρατήθηκε εξαρχής στον χώρο του υποσυνείδητου. Βιβλιογρ.: Ζ. Φρόυντ, Το εγώ και το Εκείνο, από τη "Χρηστομάθεια Ιστορίας της ψυχολογίας", Μόσχα, του ίδιου. Εισαγωγικές διαλέξεις στην ψυχανάλυση, Μόσχα, Ευάγγ. Μανουράς Αρατος από τους Σόλους της Κιλικίας. Γραμματικός, στωικός φιλόσοφος και, κυρίως, ποιητής (περ π.χ.). Στην Αθήνα γνώρισε τον Μενέδημο* και τον στωικό Ζήνωνα*" έζησε πολλά χρόνια στην αυλή του Αντίγονου Γόνατα στη Μακεδονία, όπου και πέθανε. Εκτός από τα άλλα έργα του, ο Αρατος απόκτησε μεγάλη φήμη με το εκτεταμένο αστρονομικό, διδακτικό και θρησκευτικό του ποίημα Φαινόμενα. Το ποίημα, που έχει διασωθεί, επαινέθηκε πολύ στην εποχή του και, αργότερα, μεταφράστηκε πολλές φορές στα λατινικά και σχολιάστηκε από πολλούς. Πρόκειται για ποιητική α- πόδοση της αστρονομίας του Ευδόξου*, χωρίζεται σε τρία μέρη και αρχίζει μ' έναν ύμνο στον Δία, τον ένα θεό της στωικής φιλοσοφίας, που όλοι οι άλλοι θεοί αναπαριστούν ι- διότητές του εικονιζόμενες στα όντα και στοιχεία της φύσης. Βιβλιογρ.: Τσέλλερ - Νεστλέ, Ιστορία της ελληνικής φιλοσοφίας, μετάφρ. Χ. Θεοδωρίδη, Εστία, Αθήνα, 1990, οο Ε.Χ. Αργυρόπουλος Ιωάννης (Κων/νούπολη Ρώμη 1487). Βυζαντινός λόγιος και φιλόσοφος, ένας από αυτούς που μεταλαμπάδευσαν την ελληνική παιδεία στην Ιταλία και συνέβαλαν στην Αναγέννηση. Σπούδασε λατινικά στην Πάδουα, κατέλαβε ανώτερα αξιώματα στη βασιλεύουσα και πήρε μέρος στη σύνοδο της Φλωρεντίας. Μετά την άλωση καταφεύγει στον Μοριά, στον Δεσπότη Θωμά Παλαιολόγο, που τον στέλνει στην Ευρώπη να ζητήσει βοήθεια. Δάσκαλος στην αυλή των Μεδίκων στη Φλωρεντία και καθηγητής της εκεί Πλατωνικής Ακαδημίας, δίδαξε αργότερα φιλοσοφία στη Ρώμη μέχρι τον θάνατό του. Εγραψε πολλές μελέτες πάνω σε έργα Ελλήνων φιλοσόφων, κυρίως του Αριστοτέλη*, αν και είχε ταχθεί με τη μερίδα των πλατωνικών. Ο Αργυρόπουλος, Άρειος κατά τους αμέσως πριν από την άλωση χρόνους, έζησε έντονα την ατμόσφαιρα της συνειδητοποίησης από τους βυζαντινούς της ελληνικότητάς τους ακολουθώντας το παράδειγμα του Πλήθωνα*, θα παρακινήσει τον τελευταίο αυτοκράτορα να πάρει τον τίτλο του βασιλιά των Ελλήνων, κάτι που "θ" αρκούσε να εξασφαλίσει τη σωτηρία των ελεύθερων Ελλήνων και την απελευθέρωση των υπόδουλων αδελφών τους". Βιβλιογρ.: Β. Ν. Τατάκης, Ηβυζαντική φιλοσοφία, μετάφρ. Εύας Καλπουρτζή, Εταιρεία Σπουδών..Σχολή Μωραίτη, Αθήνα, 1977, σ Ε. Χ. Αρέθας ο Καισαρείας (850 - περ. 944). Γεννήθηκε στην Πάτρα και ο ίδιος αυτοαποκαλείται Αρέθας Πατρεύς. Ήταν μαθητής του Φωτίου, χειροτονήθηκε διάκονος και αργότερα, το 901, έγινε αρχιεπίσκοπος Καισαρείας. Πρόκειται για συγγραφέα ποικίλων έργων φιλολογικών, ερμηνευτικών, θεολογικών, κανονικών, λειτουργικών και άλλων, όπως επιστολών, ρητορικών λόγων και επιγραμμάτων. Εξαιρετική είναι η συμβολή του στη διάσωση διαφόρων έργων της κλασικής γραμματείας, που αντίγραφά τους έγιναν με τη δική του παρότρυνση -έχει και ο ίδιος συμβάλει στην αντιγραφή- στο βιβλιογραφικό του εργαστήριο. Μεταξύ των διασωθέντων συγγραφέων είναι ο Πλάτων* άλλως τε και σήμερα γίνεται λόγος για την "έκδοση Αρέθα". Η περίοδος του Αρέθα μαρτυρεί, κατά τη γνώμη έγκυρων μελετητών, ότι ποτέ δεν διακόπηκαν οι πλατωνικές σπουδές στο Βυζάντιο. Αλλοι συγγραφείς που έγιναν αντίγραφα των έργων τους είναι ο Αριστοτέλης*, ο Ευκλείδης', ο Στράβων', ο Δίων Χρυσόστομος' κ.ά. Τα έργα του στο PG 106, Βιβλιογρ.: Β. Λαούρδας, Ελληνικά L. G. Westerink, Marginalia by Arethas in Moscow greek MS 231, (Byz. 42, 1972) Arethae Scripts minora. έκδ. L. G. Westerink I. Λιψία. 1968, σελ NIK. Γ. Πολίτης Αρειος ( μ.χ.). Καταγόταν από τη Λιβύη και σπούδασε στην Αντιόχεια. Πρόκειται για έναν από τους αιρετικούς που στράφηκε κατά της ουσίας, της συνοχής και της σχέσης των προσώπων της Αγ. Τριάδος και εν τέλει ε- ναντίον αυτής της ίδιας της ύπαρξής της. Η διδασκαλία του καταδικάστηκε από την Α' Οικουμενική Σύνοδο, της Νίκαιας, από 14-6 μέχρι 25-8 του 325. Φ.Λ., Α

146 Άρειος ο Δίδυμος Ο Αρειος υποστήριζε ότι υπάρχει ένας και μοναδικός υπερβατικός και ακατάληπτος Θεός. Ο Χριστός, κατά τη διδασκαλία του, δεν είναι α- γέννητος, αλλ' έχει αρχή. Με τη θέση αυτή διακρίνεται καθαρά η υπαγωγή του Χριστού στην τάξη των κτισμάτων. Δέχεται ειδικότερα ο Άρειος ότι ο Χριστός γεννήθηκε προ "χρόνων αιωνίων" και ότι έγινε στη συνέχεια "άτρετττον και αναλλοίωτον κτίσμα του Θεού τέλειον". Σε ένα έργο του που επιγράφεται Ομολογία Πίστεως, επαναλαμβάνει την άποψή του, αναγνωρίζοντας τον Υιόν "γεγενημένον προ πάντων των αιώνων". Η συγκάλυψη της αιρέσεώς του γίνεται με τη χρήση του ρήματος "γίγνομαι" αντί του "γεννώμαι", που στη μετοχή του παρακειμένου διαφέρει κατά ένα ν και σημαίνει δημιουργία που έχει λάβει αρχή, και βεβαίως δεν αναφέρεται με κανένα τρόπο σε ά- χρονη γέννηση του Χριστού. Πηγές: Θεοδωρήτου, Εκκλησιαστική Ιστορία Α", 4.- Προς Αλέξανδρον Αλεξανδρείας (Παρά Αθανασίου. Περί των Συνόδων 16, Επιφανίου. Πανάριον 69. C ) - Ομολογία Πίστεως (Παρά Σωζομενού. Εκκλ. Ιστορία Β'. 27).- θάλεια (Παρά Αθανασίου. Κατά Αρειανών Α ). Νικ. Γ. Πολίτης Άρειος ο Δίδυμος (Αλεξάνδρεια, περ. 83 π.χ.- 10 μ.χ.). Φιλόσοφος με διδακτική και συγγραφική δράση στην Αλεξάνδρεια και στη Ρώμη, όπου ήταν δάσκαλος του αυτοκράτορα Αυγούστου και φίλος του Μαικήνα. Δεν είναι εύκολο να αποδειχθεί ούτε η τοποθέτηση του Αρείου σε μια ορισμένη φιλοσοφική σχολή ούτε ο εκλεκτικισμός του. Πρόκειται μάλλον για μελετητή της ιστορίας της φιλοσοφίας, αν κρίνομε από το βασικό έργο του Επιτομή των αρεσκόντων τοις φιλοσόφοις", εγχειρίδιο που ίσως προοριζόταν για τον μαθητή του Αύγουστο. Από αυτό το έργο ο Στοβαίος* έχει διασώσει μερικά αποσπάσματα, που αναφέρονται στη θεωρία των ιδεών του Πλάτωνα', στην Ηθική του περιπατητικού Εύδωρου του Αλεξανδρέα* και στη Φυσική και Ηθική των Στωικών*. Εχουν σωθεί, ακόμα, αποσπάσματα από ένα παρηγορητικό λόγο του Αρείου απευθυνόμενο στη Ρωμαία αυτοκράτειρα Λιβία ύ- στερα από τον θάνατο του συζύγου της Δρούσου. Στη σκέψη του Αρείου πιθανό να έχουν α- σκήσει ιδιαίτερη επίδραση ο περιπατητικός Θεόφραστος*, ο στωικός Ποσειδώνιος* και ο εκλεκτικός Αντίοχος ο Ασκαλωνίτης*. Από αυτές τις επιδράσεις οι ειδικοί εξηγούν και κάποια τάση του Αρείου να εναρμονίσει τις διαφορετικές διδασκαλίες που αντιπροσώπευαν τις κυριότερες φιλοσοφικές σχολές, την Ακυ δημία*, τον Περίπατο*, τον Κήπο* και τη Στοά*. Ε.Ν. Ρούσσος Αρεντ (Arendt) Χάνα ( ). Γερμανο-αμερικανίδα φιλόσοφος και πολιτειολόγος, μαθήτρια του Γιάσπερς* και του Χάιντεγκερ*. Κεντρικά της θέματα: ο ολοκληρωτισμός, η ε- πανάσταση και η βία. Εργα της: The Human Condition, Chicago, Vita activa, Oder Vom tatigen Leben, Munchen, I960.- Between Past and Future. Six Exercises in Political Thought, N. York, The origins of Totalitarism, N. York, The Life of the Mind v. 1-2, N. York/London, Δ. π αρετή. Όρος της ηθικής φιλοσοφίας. Η λέξη "αρετή", ετυμολογικά συγγενής με το "άριστος", αρχικά σήμαινε την τέλεια εκδήλωση μιας κ Ίριας ιδιότητας, που κάνει ένα πρόσωπο, ζώο ή πράγμα να ξεχωρίζει από τα όμοιά του. (Παράδειγμα: Η αρετή ενός μαχαιριού είναι ότι αυτό κόβει καλύτερα από άλλα). Στη φιλοσοφία η σημασία του όρου περιορίστηκε στην ηθική αξία, και έτσι αναφέρεται αποκλειστικά στην ηθική ολοκλήρωση του ανθρώπου. Από τον 5ο αι. π.χ. άρχισε ο προβληματισμός για την έννοια της αρετής, για τις μορφές με τις ο- ποίες αυτή εκδηλώνεται, για τις μεταξύ τους σχέσεις, και κυρίως για το αν η αρετή είναι "προίκα" ενός ανθρώπου δοσμένη από τη φύση (πρβλ. και το πλατωνικό "θεία μοίρα") ή κατάκτησή του με τη διδαχή και την άσκηση, όπως πίστευαν κυρίως ο Σοφιστές*, ο Δημόκριτος* και ο Σωκράτης*. Ο Πλάτων* όρισε την αρετή ως δεξιότητα της ψυχής για σοφία και δικαιοσύνη, νοούμενη σαν ενότητα εσωτερικής αξίας και εξωτερικής αποδοχής. Ο ίδιος προσδιόρισε και τις λεγόμενες απόλυτες αρετές, δηλαδή τη σοφία, τη δικαιοσύνη, τη γενναιότητα και τη σωφροσύνη, που έγιναν αποδεκτές από όλα τα φιλοσοφικά συστήματα. Ωστόσο, αποκρούοντας τις θέσεις των Σοφιστών, που θεωρούσαν την αρετή "διδακτόν" και την εξαρτούσαν από την τέχνη, δηλαδή από τη μεθοδική διδασκαλία και άσκηση, ο Πλάτων πίστευε ότι στη ζωή δεν είναι δυνατή μια τέλεια πραγμάτωση της αρετής, γιατί οι εκδηλώσεις της μέσα στον αισθητό κόσμο είναι έκτυπα από κάποια πρότυπα που υπάρχουν στον νοητό κόσμο, δηλαδή στις μεταφυσικές "ιδέες". Ετσι ο Πλάτων μετέθεσε το πρόβλημα της αρετής 146

147 στη σφαίρα του υπερβατικού. Ο Αριστοτέλης* εντόπισε την αρετή στη σωστή συμπεριφορά του ανθρώπου πάνω στο μέσο σημείο ("μεσότης") ανάμεσα σε δυο ακραίες καταστάσεις, την υπερβολή και τη στέρηση. Οι Στωικοί* συνέδεσαν την αρετή με την έννοια της φύσης και δίδασκαν ότι η ηθικά σωστή συμπεριφορά είναι απόλυτα προσδιορίσιμη, γιατί είναι πάντα σύμφωνη με τη φύση και με τη λογική ("κατά φύσιν και κατά λόγον"). Η θεωρία της αρετής, η "αρετολογία", αποτέλεσε ειδικό τομέα της φιλοσοφικής ηθικής. Βιβλιογρ.: Fr. L. Beeretz. Αρετή im Denken der Vorsokratiker (Ο όρος "αρετή" στους Προσωκρατικούς. Ελληνική περίληψη από τον Ε.Ν. Ρούσσο). "Φιλοσοφία* 5-6 ( ) J. Kube, Techne und Arete. Sophishsches und pletonisches Tugendwissen, Berlin, De Gruyter H.J. Kramer, Arete bei Platon und Aristoteles. Amsterdam, Schippers. 1967'. E.N. Ρούσσος Αρήτη (4ος αι. π.χ.). Φιλόσοφος της Κυρηναΐκής σχολής, κόρη και μαθήτρια του ιδρυτή της σχολής Αρίστιππου του Κυρηναίου του πρεσβύτερου", μητέρα και δασκάλα του Αρίστιππου του Κυρηναίου του νεότερου*, του γνωστού ως "Μητροδίδακτου", επειδή διδάχτηκε τη φιλοσοφία από τη μητέρα του. Ε Ν. Ρούσσος Αριές (Arids) Φιλίπ ( ). Γάλλος ιστορικός και κοινωνικός φιλόσοφος, ειδικευμένος στην ιστορική δημογραφία και την ιστορική ανθρωπολογία. Ιδιαίτερη σημασία απέδιδε στη διερεύνηση ψυχικών φαινομένων στην ιστορία μέσω μη παραδοσιακών πηγών. Εργα του: L' enfant et la vie familiale dans /' ancien r6gime, Paris, Un historien du dimanche, Paris, L' Homme devant la mort, Paris, Le temps de /' histoire, Paris, Δ.Π. αριθμός. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη* "το εν (σημαίνει) μέτρον πλήθους τινός, και ο αριθμός... πλήθος μεμετρημένον και πλήθος μέτρων διό και ευλόγως ουκ εστίν το έν αριθμός" (Μετά τα Φυσικά', XIII, α 4-6). Ακολουθώντας τον Αριστοτέλη, μπορούμε να ορίσουμε τον αριθμό ως το εξαγόμενο της μετρήσεως ενός ποσού ή μεγέθους, μετά την ε- πιλογή ως μονάδας ενός αντικειμένου ή και μιας ομάδας αντικειμένων θεωρούμενης ως ε- νιαίας και αδιαίρετης. Τα πλέον γνωστά συστήματα αριθμών είναι τα εξής: α) Οι "φυσικοί" αριθμός αριθμοί, δηλαδή οι "θετικοί" και "ακέραιοι", οι οποίοι προκύπτουν από τη μονάδα ή το μηδέν (αν θεωρήσουμε ότι στους φυσικούς αριθμούς περιλαμβάνεται και το μηδέν) με προσθήκη της μονάδας κατά επαναλαμβανόμενο τρόπο, β) Οι "ακέραιοι" αριθμοί, δηλαδή οι θετικοί ακέραιοι αριθμοί, το μηδέν και οι αρνητικοί ακέραιοι α- ριθμοί. Οι ακέραιοι αριθμοί προκύπτουν από τους φυσικούς αριθμούς αν επεκτείνουμε την πράξη της αφαίρεσης πέρα από τα όρια που ε- πιτρέπουν οι φυσικοί αριθμοί, γ) Οι "ρητοί" α- ριθμοί, οι οποίοι προκύπτουν από τους ακέραιους αριθμούς ως κλάσματα της μορφής μ/ν, με μ και ν ακεραίους, που έχουν κοινό διαιρέτη μόνο τη μονάδα και με ν διάφορο του μηδενός, δ) Οι "αλγεβρικοί" αριθμοί, οι οποίοι είναι λύσεις πολυωνυμικών εξισώσεων με ακέραιους συντελεστές, ε) Οι "υπερβατικοί" αριθμοί, οι ο- ποίοι δεν είναι λύσεις τέτοιων εξισώσεων, στ) Οι "άρρητοι" αριθμοί, οι οποίοι δεν παριστάνονται ως κλάσματα μ/ν με μ και ν ακέραιους και ν διάφορο του μηδενός παράδειγμα τέτοιου αριθμού είναι η τετραγωνική ρίζα του 2, ( */2). ζ) Οι "πραγματικοί" αριθμοί, οι οποίοι συναποτελούνται είτε από τους ρητούς και τους άρρητους είτε από τους αλγεβρικούς και τους υ- περβατικούς αριθμούς, η) Οι μιγαδικοί αριθμοί, οι οποίοι είναι της μορφής α + bi, όπου α και b είναι πραγματικοί αριθμοί και i είναι η τετραγωνική ρίζα του -1 (δηλαδή i = V-1). Εκτός αυτών των αριθμητικών συστημάτων υ- πάρχουν και άλλα, η περιγραφή των οποίων εκφεύγει των ορίων του παρόντος λήμματος. Τα αριθμητικά συστήματα τα οποία αναφέρθηκαν έχουν παραχθεί κατά τη διάρκεια των αιώνων ως αναγκαίες επεκτάσεις για τη λύση συγκεκριμένων προβλημάτων που ανέκυπταν κάθε φορά. Για παράδειγμα, η επέκταση των ρητών αριθμών και η δημιουργία των αρρήτων συνδέθηκε με την ανακάλυψη του Πυθαγορείου θεωρήματος καθώς και με τη συνακόλουθη διαπίστωση της ύπαρξης ασύμμετρων μεγεθών. Ως δεύτερο παράδειγμα μπορεί να αναφέρει κανείς αυτό της επέκτασης των πραγματικών αριθμών προς την πλευρά των μιγαδικών. Η επέκταση αυτή προέκυψε από την ανάγκη για πλήρη λύση εξισώσεων όπως η Χ* = -1. Σε επίπεδο κλάδων των μαθηματικών οι οποίοι ασχολούνται με συγκεκριμένα αριθμητικά συστήματα, μπορεί να αναφερθεί η θεωρία αριθμών, καθώς και η αναλυτική θεωρία αριθμών. Οι κλάδοι αυτοί έχουν ως κύριο αντικείμενο τους φυσικούς αριθμούς. Με την πολύ 147

148 "Αριστέα επιστολή" γενική τους σημασία οι κλάδοι των μαθηματικών μπορούν, ανεξάρτητα από τις αλληλοεπικαλύψεις τους, να χωρισθούν σε γεωμετρικούς και αριθμητικούς. Οι δεύτεροι έχουν ως αντικείμενό τους τον αριθμό υπό όλες τις δυνατές εννοιολογικές εκδοχές του. Στο φιλοσοφικό επίπεδο οι αριθμοί έπαιξαν σπουδαίο ρόλο όπως εξ άλλου όλα τα μαθηματικά αντικείμενα. Κατά τους Πυθαγόρειους* η οντολογική υφή του κόσμου είχε αριθμολογικό χαρακτήρα. Οι αριθμοί αποτελούσαν γγ αυτούς την ουσία του κόσμου. Είναι γνωστή η σχετική άποψη την οποία είχαν και η οποία υ- πέστη τραγική διάψευση μετά την ανακάλυψη των ασυμμέτρων. Σύμφωνα με αυτήν οι μετρικές σχέσεις του κόσμου ήταν σχέσεις ρητού χαρακτήρα. Από την άλλη πλευρά τα βασικά δομικά χαρακτηριστικά του κόσμου αντιπροσωπεύονταν από συγκεκριμένους αριθμούς οι οποίοι συνέθεταν την περίφημη "τετρακτύν". Οι αριθμοί αυτοί ήσαν οι 1, 2, 3, 4 οι οποίοι α- θροιζόμενοι δίδουν τον αριθμό 10.0 αριθμός 1 αντιστοιχεί στο σημείο, το οποίο γίνεται αντιληπτό ως οντότητα αδιάστατη, ο αριθμός 2 α- ντιστοιχεί στην ευθεία αντιληπτή ως οντότητα μονοδιάστατη, ο αριθμός 3 στο επίπεδο αντιληπτό ως οντότητα δισδιάστατη και τέλος ο α- ριθμός 4 στον χώρο αντιληπτό ως οντότητα τρισδιάστατη. Διον. Αναπολιτάνος "Αριστέα επιστολή", γραμμένη γύρω στα 100 π.χ. Ο Ιουδαίος συγγραφέας της αναφέρεται στη μετάφραση της Π. Διαθήκης από τους Εβδομήκοντα (Ο") επί Πτολεμαίου Β" του Φιλαδέλφου ( π.χ.) και, κατά τους Τσέλλερ - Νεστλέ, «βάζει τη μάσκα ειδωλολάτρη, νοστιμεύεται εκφράσεις της στωικής φιλοσοφίας κι εφαρμόζει, πρόδρομος σ' αυτό του Φίλωνα*, την αλληγορική μέθοδο της Στωικής σχολής* στην ερμηνεία νομικών διατάξεων της Παλαιάς Διαθήκης». Βιβλιογρ.: Τσέλλερ - Νεστλέ, Ιστορία της ελληνικής φιλοσοφίας, μετάφρ. Χ. Θεοδωρίδη. Εστία, Αθήνα σ Ε. Χ. Αριστείδης (1ος-2ος αι. μ.χ.). Απολογητής του Χριστιανισμού και πρώην πλατωνικός φιλόσοφος. Στο φιλοσοφικό παρελθόν του συγγραφέα αναγνωρίζεται μία πρώτη συνάντηση του ελληνισμού και του χριστιανισμού*. Έγραψε έργο με τίτλο Απολογία, το οποίο μέχρι πρόσφατα ήταν έμμεσα μόνο γνωστό, αφού εθεωρείτο ότι το ελληνικό κείμενο διασώθηκε στο δημώδες μυθιστόρημα Βαρλαάμ και Ιωάσαφ, του 8ου αι., το οποίο αποδίδεται στον Ιωάννη Δαμασκηνό*. Το 1899 βρέθηκε χειρόγραφο του 7ου αι. στη Μονή της Αγίας Αικατερίνης του Σινά με τη συριακή μετάφραση του ελληνικού έργου. Κατά μαρτυρία του Ευσέβιου και του Ιερώνυμου, ο Αριστείδης επέδωσε την Απολογία του το 128 στον ευρισκόμενο στην πόλη των Αθηνών Αδριανό. Σε γενικές γραμμές ο Αριστείδης δέχεται ότι μόνον οι χριστιανοί, σε αντίθεση με τους εθνικούς, έχουν αληθινή γνώση περί Θεού. Υποστηρίζει επίσης ότι κριτήριο της συμπεριφοράς της ανθρωπότητας πρέπει να είναι η μονοθεϊα. Πάντως, απέναντι στην εθνική φιλοσοφία ο Αριστείδης κρατάει μια ήπια στάση. Αλλωστε, αφού δέχεται ότι ο θεός είναι ο κινών τον κόσμο, ότι ο κόσμος και τα του κόσμου ακολουθούν μία κίνηση (Απολογία, 1, 2.), είναι α- ντιληπτή η προσπάθειά του να συνδέσει τη χριστιανική με την εθνική φιλοσοφία. Πηγές: Απολογία (Ed. Goodspeed, Die altesten Apologeten, Gottingen, 1914, 2-23.). NIK. Γ. Πολίτης Αρίστιππος ο ΚυρηναΙος, ο πρεσβύτερος ( π.χ.). Αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος, ιδρυτής της Κυρηναίκής ή Ηδονιστικής Σχολής*. Σε νεαρή ηλικία γνωρίστηκε με τη διδασκαλία του Πρωταγόρα*. Αργότερα γοητεύθηκε ιπό τη διδασκαλία του Σωκράτη*, ήλθε στην Αθήνα και συνδέθηκε στενά μαζί του, χωρίς όμως να ε- γκαταλείψει τις συνήθειες της ζωής του και τις αντιλήψεις του. Ο Ξενοφών* (Απομνημονεύματα Α, 1 και Γ,8) τον παρουσιάζει να συνομιλεί με τον Σωκράτη και να αναπτύσσει τις ηδονιστικές του θεωρίες. Είναι ο πρώτος μαθητής του Σωκράτη ο οποίος μετά τον θάνατο του δασκάλου εμφανίστηκε ως σοφιστής, δηλαδή ως επαγγελματίας και α- μειβόμενος δάσκαλος, αρχικά στην Αθήνα και αργότερα σε άλλες πόλεις, όπου φιλοξενήθηκε από τυράννους, όπως ο Διονύσιος των Συρακουσών, τους οποίους κολάκευε και ζούσε με πολυτέλεια στις αυλές τους. Επιστρέφοντας στην πατρίδα του ίδρυσε τη φιλοσοφική του σχολή, όπου δίδασκε ότι η γνώση έχει αξία, όταν αυτή συνοδεύεται με πρακτική χρησιμότητα. Περιφρονούσε τα μαθηματικά, διότι δεν εξετάζουν τι είναι ωφέλιμο και τι βλαβερό. Τις φυσιογνωστικές έρευνες 148

149 Αριστόβουλος τις θεωρούσε άσκοπες και ανωφελείς. Ακολουθώντας τον Πρωταγόρα, υποστήριζε ότι μπορούμε να γνωρίζουμε μόνο τα δικά μας αισθήματα και όχι το ποιόν των όντων και τα αισθήματα των άλλων, επειδή αυτά είναι δημιουργήματα της στιγμής. Τα αισθήματα τα διέκρινε σε εκείνα που προκαλούν ηδονή και σε ε- κείνα που προκαλούν πόνο - η ηδονή από τη φύση της είναι ευάρεστη και αποτελεί αγαθό, ενώ ο πόνος, ως δυσάρεστος από τη φύση του επίσης, αποτελεί κακό. Ύψιστος λοιπόν σκοπός του ανθρώπου είναι η ηδονή και προς αυτόν τον σκοπό πρέπει να κατατείνουν όλες οι πράξεις του - αυτός ο σκοπός εξάλλου αποτελεί κατά τον Αρίστι ιπο την έκφραση της α- νώτατης ηθικής. Γι" αυτά είναι εντελώς αδιάφορη η πηγή προέλευσης των ηδονών. Υπάρχει όμως διαφορά βαθμού μεταξύ των απολαύσεων. Τα σωματικά αισθήματα ηδονής κατέχουν την πρώτη θέση, ως τα πιο πηγαία και ι- σχυρότερα. Δεν στερούνται όμως τελείως σημασίας και οι ψυχικές και πνευματικές ηδονές. Εργο της φρόνησης είναι να κρίνει, ανάλογα με την αξία τους, τα διάφορα αγαθά και τις α- ντίστοιχες απολαύσεις. Οποιαδήποτε κι αν είναι η επιλογή, απαράβατος πρέπει να θεωρείται ένας όρος, η εγκράτεια. Δεν πρέπει δηλαδή κατά την πραγματοποίηση του μοναδικού σκοπού, που είναι η απόλαυση της ζωής κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, να υποταχθεί κανείς στις ηδονές, αλλά να παραμένει κύριος του εαυτού του και των περιστάσεων. Στον διάλογό του Περί του Λαίδος κατόπτρου (είναι ένας από τους 6 και κατ' άλλους 25 διαλόγους που έγραψε) τον κανόνα αυτό ζωής τον περιγράφει ως εξής: "Εχω ΛαΙδα, ουκ έχομαι επεί το κρατείν και μη ηττάσθαι ηδονών άριστον". Η αντίληψη αυτή περί αυτοκυριαρχίας και ο έ- ρωτας της ανεξαρτησίας τον οδηγούν μακρύτερα, στο αγαθό της ελευθερίας του ατόμου, προς το οποίο τρέφει ιδιαίτερη εκτίμηση. Ο ίδιος προσωπικά, για να μη θυσιάσει την ελευθερία του, όχι μόνο μακριά από την πολιτική κρατήθηκε, αλλά και δεν δέχθηκε να ανήκει ως πολίτης σε κάποιο συγκεκριμένο κράτος γγ αυτό και ζούσε παντού ως μέτοικος. Βιβλιογρ.: Anstippi et Cyrenaicorum fragments, ed. Mannebach, Leiden, Koln, Classen C. J., Aristippos. Hermes* 86 (1958) I. Ν. Θεοδωρακόπουλος, Εισαγωγή στη φιλοσοφία, τόμ. Γ, 189 κ.ε. Απ. Τζαφερόπουλος Αρίστιππος ο νεότερος. Αρχαίος Ελληνας φιλόσοφος, εγγονός του Αρίστιππου του Κυρηναίου, γιος της θυγατέρας του Αρήτης*. Η Αρήτη, που είχε διδαχθεί την ηδονιστική φιλοσοφία από τον πατέρα της, τη δίδαξε με τη σειρά της στο γιο της (Διογ. Λαέρτιος Β, 86), ο οποίος για τον λόγο αυτό ονομάστηκε Μητροδίδακτος. Ο Αρίστιππος διαδέχθηκε τη μητέρα του στη θέση του Σχολάρχη της Κυρηναίκής Σχολής* και συνετέλεσε στην προαγωγή και διάδοση της φιλοσοφικής θεωρίας την οποία ο παππούς του είχε συστηματικά αναπτύξει. Απ Τζ. Αριστόβουλος (Αλεξάνδρεια, 3ος - 2ος αι. π.χ.). Ιουδαίος Περιπατητικός φιλόσοφος, ι- δρυτής της Ιουδαϊκής Αλεξανδρινής Σχολής*. Ενδεικτικά της χρονικής περιόδου που έζησε και έδρασε είναι η βασιλεία Πτολεμαίου Ε' του Επιφανούς ( π.χ.), του οποίου υπήρξε δάσκαλος και σύμβουλος, καθώς και του Πτολεμαίου Στ' του Φιλομήτορος ( π.χ.), στον οποίο αφιέρωσε το σημαντικότερο βιβλίο του, Εξηγήσεις της Μωυσέως Γοαφής ή του Μωυσέως Νόμου, μια ερμηνεία αλληγορική της Πεντατεύχου. Το έργο του αυτό εμπεριέχει και τον πυρήνα της διδασκαλίας του. Μ' αυτό προσπάθησε να αποδείξει ότι πηγή της ελληνικής φιλοσοφίας, από τον Όμηρο και έ- πειτα, υπήρξε η Παλαιά Διαθήκη, ισχυριζόμενος ότι όλοι οι Ελληνες στοχαστές είχαν ε- ντρυφήσει σ" αυτήν και είχαν επηρεαστεί από το περιεχόμενό της. Για να θεμελιώσει την αυθαίρετη αυτή άποψή του, από τη μια μεριά πλησίαζε, με την τεχνική της αλληγορικής ερμηνείας, χωρία της Παλαιάς Διαθήκης στις αντιλήψεις Ελλήνων φιλοσόφων, όπως του Πυθαγόρα*, του Σωκράτη*, του Πλάτωνα* κ.ά., και από την άλλη, ως άριστος ελληνιστής που ήταν, παραχάραζε ελληνικά κείμενα ή έπλαθε νόθα χωρία, τα οποία απέδιδε σε Ελληνες ποιητές και φιλοσόφους. Τόση ήταν η αληθοφάνεια των δοξασιών του, ώστε να παραπλανήσει και να παρασύρει σ' αυτές πολλούς χριστιανούς θεολόγους, μέχρι και τους Πατέρες της Εκκλησίας, από τους οποίους στη συνέχεια καταβλήθηκαν προσπάθειες, προκειμένου να εναρμονίσουν τον θαυμασμό τους προς την ελληνική φιλοσοφική σκέψη με την αντίληψή τους για την υπεροχή και τη θεία προέλευση των διδασκαλιών της Βίβλου'. Βιβλιογρ.: Walckenaer. Diatribe de Aristobulo Judaeo (1806).- Elter, De Aristobulo Judaeo (1804). Απ. Τζαφερόηουλος 149

150 Αριστοκλής ο Μεσσήνιος Αριστοκλής ο Μεσσήνιος (Μεσσήνη Σικελίας, 2ος αι. μ.χ.). Φιλόσοφος, βασικά οπαδός της σχολής του Περιπάτου, αλλά και θαυμαστής του Πλάτωνα* και γνωστός για τη συμβιβαστική θέση του ανάμεσα στις κυριότερες φιλοσοφικές σχολές. ΤΗταν δάσκαλος του Αλέξανδρου του Αφροδισιέα*. Έγραψε ένα γενικό έργο ιστορίας της φιλοσοφίας, το Περί φιλοσοφίας, σε 10 βιβλία, ανάλογο με το Φιλοσόφων βίοι του Διογένη του Λαέρτιου*. Από αυτό το έργο, που όπως φαίνεται ήταν πηγή για το έργο του Διογένη, έχουν σωθεί μόνο α- ποσπάσματα. Ο Αριστοκλής διαφέρει βασικά από τον Διογένη στο ότι αυτός δεν αρκέστηκε στα βιογραφικά στοιχεία των φιλοσόφων, αλλά, ακολουθώντας τη μέθοδο του Θεόφραστου*, άσκησε ενιαία κριτική σε όλα τα συστήματα της αρχαίας φιλοσοφίας, με βάση πάντα τα κριτήρια της Περιπατητικής σχολής", στην οποία ο ίδιος ανήκε. Για τον Αριστοκλή ξέρομε ακόμα ότι εξηγούσε την περιπατητική έννοια του νου πανθείσπκά, δηλαδή με το στωικό κριτήριο. ΕΝ. Ρούσσος αριστοκρατία. Μορφή πολιτεύματος κατά το οποίο τη διακυβέρνηση της πολιτείας την έχουν οι «άριστοι», δηλαδή οι ευγενείς, οι ευπατρίδες. Ο Αριστοτέλης* την αντιδιαστέλλει προς την μοναρχία* και τη δημοκρατία* και παρατηρεί ότι αυτή εκφυλίζεται πάντοτε σε ολιγαρχία. Ως πρώτη μορφή αριστοκρατίας θεωρείται η φυλετική. Αυτή εκπροσωπεί την κυβερνητική τάξη χώρας που υποδουλώθηκε με κατάκτηση (π.χ. οι μανδαρίνοι στην Κίνα, οι Υξώς στην Αίγυπτο). Συνηθέστερη όμως μορφή αυτής είναι η ταξική. Γύρω από τον βασιλιά, στην αρχαία Ελλάδα, αναπτύχθηκε μια τάξη προνομιούχων, οι οποίοι με την πτώση της βασιλείας επέβαλαν ολιγαρχικό πολίτευμα. Η ταξική αυτή ολιγαρχία συνυπήρξε ορισμένες φορές με τη βασιλεία, όπως στην Σπάρτη η ολιγαρχία των Εφόρων μαζί με τους δύο βασιλείς. Στη Ρώμη είναι γνωστή η αριστοκρατία των πατρικίων, στο Βυζάντιο των ο- νομαστών οικογενειών (Φωκάδες, Κομνηνοί, Σκληροί κ.ά.), οι οποίες έδωσαν και αυτοκράτορες, στη μεσαιωνική Ευρώπη η αριστοκρατία των φεουδαρχών, στη νεότερη Ελλάδα οι κοτσαμπάσηδες κ.λπ. Αλλες μορφές αριστοκρατίας είναι η ιερατική και η πλουτοκρατική, που ιστορικά συναντώνται κυρίως στην Ιταλία (Φλωρεντία, Βενετία κ.ά.). Μετά την κατάρρευση των αυτοκρατοριών καταργήθηκε και η αριστοκρατία του γένους, με μόνη εξαίρεση την Αγγλία, όπου εξακολουθεί να υπάρχει και να διατηρεί πλούτο και προνόμια η αριστοκρατία των λόρδων. Σήμερα με τη λέξη αριστοκρατία χαρακτηρίζονται μεταφορικά ορισμένες κοινωνικές ομάδες, όπως λ.χ. οικονομική αριστοκρατία, αριστοκρατία του πνεύματος κ.λπ., χωρίς όμως ο χαρακτηρισμός αυτός να συνεπάγεται και κάποια ιδιαίτερα προνόμια. An. Τζ. Αριστόξενος ο ΤαρσντΙνος (περ. 370-; π.χ.). Φιλόσοφος με κατεύθυνση πυθαγορική και αριστοτελική, εισηγητής του φιλολογικού είδους της βιογραφίας, θεωρητικός της μουσικής και θεμελιωτής της επιστήμης της μουσικολογίας. Ο Αριστόξενος γεννήθηκε στον ελληνικό Τάραντα της Ιταλίας, έζησε ένα χρονικό διάστημα στην Πελοπόννησο, στη Μαντινεία και στην Κόρινθο, και τέλος εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Δάσκαλοι του ήταν πρώτα ο πατέρας του, ο μουσικός Σπίνθαρος, ύστερα ο επίσης μουσικός Λάμπρος ο Ερυθραίος, ο Πυθαγόρειος* φιλόσοφος και θεωρητικός της μουσικής Ξενόφιλος* και τέλος ο Αριστοτέλης*. 0 Αριστόξενος πρέπει να ήταν μακρόβιος, αν κρίνομε από το πλήθος τις πραγματείες του, που φτάνουν τις 453 και που αναφέρονται στη φιλοσοφία, στη μουσική, στην ιστορία και σε «παν είδος παιδείας». Ο Αριστόξενος πίστευε στην ηθοπλαστική και παιδαγωγική αξία της μουσικής και υποστήριζε όχι βέβαια τους νεωτερισμούς της εποχής του, αλλά τους παλαιούς, αυστηρότερους ρυθμούς, όμως όχι με την αδιαλλαξία που χαρακτήριζε τον Πλάτωνα' πάνω σ" αυτό το θέμα. Συνάρτηση αυτής της ιδεολογίας του Αριστόξενου ήταν η αποδοχή από μέρους του της πυθαγορικής έννοιας της ψυχής ως αρμονίας του σώματος, έννοιας που είχε ήδη απορριφθεί από τον Πλάτωνα, μόλο που και ο Πλάτων είχε τόσες σχέσεις με τους Πυθαγόρειους* όσες και ο Αριστόξενος. Από το βιογραφικό έργο του Αριστόξενου, που έπαιξε μεγάλο ρόλο στην ανάπτυξη του είδους της βιογραφίας, ιδίως μέσα στο περιβάλλον της σχολής του «Περιπάτου», έχουν σωθεί α- ποσπάσματα κυρίως από τους Βίους του Πυθαγόρα', του Αρχύτα", του Σωκράτη" και του Πλάτωνα. Από αυτά διαφαίνεται και κάποια κακοπροαίρετη διάθεση του Αριστόξενου για τα θέματα που πραγματευόταν. Ο ίδιος έ- 150

151 Αριστοτέλης τρεφε ιδιαίτερη συμπάθεια για τους Πυθαγόρειους, πράγμα που φαίνεται, εκτός από τις άλλες ιδέες του, και από το έργο του Πυθαγορικαί αποφάνσεις. Αλλα έργα του Αριστόξενου πάνω σε γενικότερα παιδευτικά θέματα είναι οι Νόμοι παιδευτικοί, οι Νόμοι πολιτικοί και τα Ιστορικά υπομνήματα. Και αυτά τα έργα δεν έχουν σωθεί. Από τις επιδόσεις του Αριστόξενου στη θεωρία της μουσικής τα κυριότερα έργα του είναι τα εξής: Αρμονικά στοιχεία, Ρυθμικά στοιχεία, Περί μουσικής ακροάσεως. Περί μελοποιίας, Περί τόνων, Περί αυλών και οργάνων, Περί χορών και Περί τραγικής ορχήσεως. Το πρώτο από αυτά είναι το βασικότερο έργο για το σύστημα της μουσικής. Αποτελείται από τρία βιβλία και έχει σωθεί σχεδόν ακέραιο. Οι ειδικοί αποφαίνονται γι' αυτό το έργο ότι δεν αποτελούσε ενιαίο σύγγραμμα, αλλά έχει συντεθεί από δυο χωριστές πραγματείες: η μία από αυτές, δηλαδή το πρώτο βιβλίο, πραγματευόταν τις αρχές της μουσικής και η άλλη, το δεύτερο και το τρίτο βιβλίο, πραγματευόταν τα στοιχεία. Με αυτό το έργο ο Αριστόξενος, κυρίως ορίζοντας τις έννοιες του τόνου, του χρόνου, του διαστήματος, της τονικής κλίμακας και της χρωματικής εισαγωγής, θεμελίωσε την Αρμονική ως ιδιαίτερο κλάδο της μουσικής θεωρίας. Με αυτό ακριβώς το έργο του ο Αριστόξενος επηρέασε συγγραφείς, όπως ο Κικέρων*, ο Βιτρούβιος, ο Πλούταρχος*, ο Κλαύδιος Πτολεμαίος, ο θέων ο Σμυρναίος*, ο Αριστείδης Κοιντιλιανός, ο Βοήθιος*, ο Μανουήλ Βρυέννιος, και μπόρεσε να παίξει βασικό ρόλο γενικά στην ιστορία της μουσικής. Βιβλιογρ.: Aristoxenos. Hrsg. F. Wehrli. Basel/Stuttgart. Schwabe. 196Λ 87 S. (Die Schule des Aristoteles 2).- R. Da Rios. Aristoxeni Elements harmonica, Roma E.N. Ρούσσος Αριστοτέλης, ο μεγάλος Μακεδόνας φιλόσοφος. Α. Η ΖΩΗ ΤΟΥ: 0 Αριστοτέλης γεννήθηκε το 384 π.χ. στη μικρή πόλη Στάγιρα στις βορειοανατολικές ακτές της Χαλκιδικής, παλαιά Ιωνική αποικία της Ανδρου' ήταν γόνος της μακεδονικής γης και δεν έπαψε ποτέ να σκέφτεται και να ενδιαφέρεται για τη γενέθλια γη. 0 Αριστοτέλης έχασε τον πατέρα του σε νεαρή ηλικία, γγ αυτό κηδεμόνας του έγινε ο γαμπρός του Πρόξενος. Οταν έγινε 17 χρονών ήρθε στην Αθήνα να παρακολουθήσει μαθήματα στην Ακαδημία του Πλάτωνα* και παρέμεινε κοντά στον ώριμο, πρεσβύτη σχεδόν Πλάτωνα περίπου 20 χρόνια. Οταν πέθανε ο Πλάτων, το 347 π.χ., και ανέλαβε τη διεύθυνση της σχολής ο ανηψιός του Σπεύσιππος,* ο μακεδόνας φιλόσοφος εγκατέλειψε την Ακαδημία και την Αθήνα και ύστερα από πρόσκληση του φιλοπρόοδου ηγεμόνα Ερμεία εγκαταστάθηκε στην Ασσο της Τρωάδας, όπου μαζί με άλλους φίλους του δημιούργησε ένα είδος σεμιναρίου για να συζητούν φιλοσοφικά θέματα ("εις ένα περίπατον συνιόντές"). Μετά τον θάνατο του Ερμεία, ο Αριστοτέλης παντρεύτηκε την αδελφή του Πυθιάδα, που πέθανε μάλλον ενωρίς, και μετά απ" αυτό συνδέθηκε και συμβίωσε ως τον θάνατό του με την Ερπυλλίδα. Εκεί στην Ασσο της μικρασιατικής ακτής, άρχισε ο Αριστοτέλης τις πρώτες φυσιογνωστικές του έρευνες και τις συνέχισε στη Λέσβο με τη βοήθεια του Θεόφραστου*, που πρωτογνώρισε ακριβώς εκείνα τα χρόνια της αποδημίας του. Στην Ασσο παρέμεινε ο Αριστοτέλης δύο περίπου χρόνια ( ) και στη συνέχεια, με τη βοήθεια του φίλου του πια Θεόφραστου, εγκαταστάθηκε στη Λέσβο, όπου διεύρυνε τις έρευνές του. Το 343/42 δέχθηκε την πρόσκληση του βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππου να αναλάβει τη διαπαιδαγώγηση του διαδόχου του μακεδονικού θρόνου, του μετέπειτα Μ. Αλεξάνδρου. Στην αυλή των μακεδόνων βασιλέων στην Πέλλα, όπου τον ακολούθησε και ο μαθητής του Θεόφραστος, ο Αριστοτέλης παρέμεινε δύο περίπου χρόνια. Οταν ο Φίλιππος ανέθεσε καθήκοντα αντιβασιλέα στον νεαρό Αλέξανδρο, ο φιλόσοφος και η ομάδα που τον συνόδευε αποτραβήχθηκαν στη γενέτειρά του, στα Στάγιρα. Εκεί τώρα συνέχισε τις φυσιοδιφικέ; έρευνές του και στην περίοδο αυτή οφείλουμε την πρώτη "σύλληψη" πολλών έργων του (της φυσικής και της ηθικής φιλοσοφίας του) και την επεξεργασία άλλων. Οχτώ συνολικά χρόνια παρέμεινε ο φιλόσοφος στη Μακεδονία και ολοκλήρωσε το ερευνητικό του έργο, τόσο στη φυσιοδιφία όσο και στις πολιτικές επιστήμες. Μετά την καταστροφή της Θήβας (336 π.χ.) και όταν το πολιτικό κλίμα ήταν πια ευνοϊκό στην Αθήνα, ο Αριστοτέλης εγκατέλειψε τη Μακεδονία και ε- γκαταστάθηκε για δεύτερη φορά στην Αθήνα, το 335 (σχεδόν 50 ετών). Ως ένας από τους πολλούς ξένους, όμως, που ζούσαν στην πόλη αυτή δεν είχε δικαίωμα έγγειας ιδιοκτησίας, γγ αυτό δίδαξε στις κτιριακές εγκαταστάσεις του 151

152 Αριστοτέλης Λυκείου, ενός δημόσιου γυμναστηρίου ανάμεσα στον Λυκαβηττό και τον Ιλισσό. Μετά τον θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου (το 323 π.χ.), για να αποφύγει τις διώξεις του αντιμακεδονικού κόμματος, ο Αριστοτέλης έφυγε από την Αθήνα και γύρισε στη Χαλκίδα, στο οικογενειακό τους κτήμα, όπου σε λίγο πέθανε. Τα δέκα τρία αυτά χρόνια ως τον θάνατό του συνιστούν την κατ' εξοχήν δημιουργική περίοδο στη φιλοσοφική πρόοδο του Αριστοτέλη. Είναι εκπληκτικό πώς σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα ο φιλόσοφος αυτός πρόφθασε να γράψει ένα έργο με τόση πολυμέρεια και τέτοια έκταση. Η φιλοσοφία της φύσεως, η έννοια του όντος, το πρόβλημα των αρχών και των αιτιών, η αισθητική αποτίμηση της τέχνης, η καταγραφή των λογικών κατακτήσεων και όλων των λεπτών αποχρώσεων της γλώσσας και του ελληνικού λόγου γενικά, η γνώση των λειτουργιών της ψυχής και των αισθήσεων, η θεμελίωση της πρακτικής φιλοσοφίας, δηλαδή της ηθικής, και η πολιτική του φιλοσοφία, παράλληλα με την ιστορική ανασκόπηση της πολιτικής ζωής των ελληνικών πόλεων και πολλών ξένων λαών (Πολιτείαι), οδήγησε τον νου του μεγάλου φιλοσόφου στην καθολική διάσταση του ανθρώπου και του ιστορικού Είναι. Η φιλοσοφία του και η σκέψη του έγιναν το μεγάλο ποτάμι που άρδευσε τον στοχασμό των μεταγενέστερων, παράλληλα βέβαια με τη διδασκαλία του άλλου γίγαντα της σκέψης της αρχαιότητας, του Πλάτωνα. Β. ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ. 1. Η παράδοση. Η παράδοση που συνδέεται με τα έργα του Αριστοτέλη είναι περίεργη και έχει μερικά κενά ή και αντιφάσεις. Μετά τον θάνατο του φιλοσόφου, τη βιβλιοθήκη του κληρονόμησε ο αγαπημένος μαθητής του, ο Θεόφραστος, κγ αυτός πάλι την κληροδότησε μετά τον θάνατό του (το 287 π.χ.), μαζί με τα δικά του βιβλία, στον γιο του πλατωνικού φιλοσόφου από τη Σκήψη της Τρωάδας Κορίσκου, τον Νηλέα (Διογ. Λαέρτιος* 5, 52). Σύμφωνα με την αρχαία δοξογραφική παράδοση, ο Νηλέας ένα μέρος των βιβλίων αυτών πούλησε και ένα άλλο δώρισε στη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας (Αθήναιος*, 1,4,3ab). Τα περισσότερα όμως συγγράμματα του Αριστοτέλη παρέμειναν στα υπόγεια της οικίας του Νηλέα στη Σκήψη για διακόσια σχεδόν χρόνια μετά τον θάνατό του, δηλ. ως το 80 π.χ., όταν τα βρήκε, στην Αθήνα πια, και τα πήρε στη Ρώμη ως λάφυρα πολέμου ο Σύλλας, ο πορθητής των Αθηνών κατά τον 2ο Μιθριδατικό πόλεμο (86 π.χ.). Εκεί στην Αθήνα, έφερε τα βιβλία του Αριστοτέλη κάποιος μανιώδης βιβλιόφιλος ή βιβλιέμπορος, ο Απελλικών, που τα είχε αγοράσει από τους α- πογόνους του Νηλέα. Στη Ρώμη τώρα, μετά τον θάνατο του γιου του Σύλλα, στον οποίο ανήκε η βιβλιοθήκη, το 46 π.χ., ο μικρασιατικής καταγωγής φιλόσοφος Τυραννιών, με τη συνεργασία του περιπατητικού Ρόδιου φιλοσόφου Ανδρόνικου*, εξέδωσαν το Corpus των έργων του Αριστοτέλη (αυτή είναι η πρώτη έκδοση της Ρώμης) μεταξύ 40 και 20 π.χ. Η πρώτη αυτή έκδοση των α- ριστοτελικών έργων είναι, όπως πιστεύει η έ- ρευνα, κυρίως έργο του Ανδρόνικου. Τη χρονολόγηση της πρώτης αυτής έκδοσης τη συμπεραίνουμε από τις πληροφορίες που α- ντλούμε από τα έργα του Κικέρωνα* και από τον Στράβωνα. Την πρώτη μνεία / αναφορά στην έκδοση αυτή βρίσκουμε στον Διονύσιο Αλικαρνασσέα* (Περί συνθέτων ονομάτων 25, 198), που ζούσε στη Ρώμη μετά το 30 π.χ. Οι ερευνητές βρίσκουν πολλά κενά και μερικές αντιφάσεις σ' αυτή την περίεργη δοξογραφική παράδοση των αριστοτελικών έργων. Πώς και από πού δίδαξαν οι σχολάρχες του αριστοτελικού Περιπάτου* επί δύο σχεδόν αιώνες; Η βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας δεν είχε μια πλήρη σειρά (corpus) του έργου του μεγάλου φιλοσόφου; Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα που δεν βρίσκουν απάντηση στη δοξογραφική παράδοση που συνοπτικά παραθέσαμε πιο πάνω. Φαίνεται ότι οι διευθυντές / σχολάρχες του Περιπάτου διέθεταν αντίγραφα των έργων του Δασκάλου" ωστόσο, αναπάντητο παραμένει το ερώτημα αν είχαν στη διάθεσή τους όλα τα έργα του. Επίσης στους φιλοσόφους της αρχαίας Στοάς βρίσκουμε σαφείς αναφορές στην ηθική φιλοσοφία του Αριστοτέλη από πού αντλούν οι φιλόσοφοι αυτοί; Και οι δύο μεγάλοι στωικοί φιλόσοφοι της Μέσης Στοάς, Παναίτιος* και Ποσειδώνιος* γνώριζαν το έργο του Αριστοτέλη (τη Φυσική και τα βιολογικά συγγράμματά του), ενώ ο Πολύβιος* δεν γνώριζε τα πολιτικά συγγράμματα του Αριστοτέλη. Τέλος, όπως μαθαίνουμε από τον Κικέρωνα* (Topica, 3) στα χρόνια του δεν διαβάζονταν πολύ τα έργα του Αριστοτέλη, η αριστοτελική φιλοσοφία ωστόσο διδάσκεται στις φιλοσοφικές σχολές και κυρίως, βέβαια, στον Περίπατο. 152

153 Αριστοτέλης 2. Τα αριστοτελικά συγγράμματα και η ονομασία τους. Διάφοροι αρχαίοι δοξογράφοι παρέδωσαν διαφορετικό αριθμό έργων του Αριστοτέλη. Ετσι, π.χ. ο αλεξανδρινός Ερμιππος* (2ος αι. π.χ.) παραδίδει έναν κατάλογο τετρακοσίων έργων, όπως μας πληροφορεί ο Διογένης Λαέρτιος* (3ος αι. μ.χ.), που διέσωσε τον κατάλογο αυτό. Αλλον κατάλογο μας διέσωσε, συμπίλημα από διάφορες πηγές, ο γνωστός λεξικογράφος Ησύχιος (7ος αι. μ.χ.), μία ακόμα μαρτυρία οφείλουμε στον Πτολεμαίο* (1ος αι. μ.χ.) και, τέλος, υπάρχει ο Πίναξ, δηλ. κατάλογος των έργων του Αριστοτέλη, που κατάρτισε ο πρώτος εκδότης του αριστοτελικού corpus, όπως είδαμε, ο Ανδρόνικος ο Ρόδιος (40-20 π.χ.). Ο κατάλογος αυτός είναι η εγκυρότερη πληροφορία που διαθέτουμε για το συγγραφικό έργο του Αριστοτέλη. Στον Ανδρόνικο, πιθανότατα, οφείλουμε τη διαίρεση των αριστοτελικών έργων σε τέσσερις ενότητες, καθώς και τους χαρακτηρισμούς "ακροατικοί" ή "ακροαματικοί" (αργότερα) "λόγοι" για τις συγγραφές που υπηρετούσαν διδακτικούς σκοπούς (παραδόσεις κ.λπ.), σε αντίθετη προς τους "εξωτερικούς" ή "εκδεδομένους" λόγους ("υπομνήματα", "μέθοδοι", "πραγματείαι", κατά την παράδοση), που προορίζονταν για το ευρύ αναγνωστικό κοινό. Στους "εξωτερικούς λόγους" υπάγονταν οι διάλογοι της πρώιμης συγγραφικής περιόδου του Αριστοτέλη, που έχουν χαθεί σχεδόν στο σύνολό τους και μόνο λίγα αποσπάσματα διασώθηκαν, π.χ. οι διάλογοι Εύδημος, Περί φιλοσοφίας, Προτρεπτικός κ.λπ. Το βασικό χαρακτηριστικό των διαλόγων του Αριστοτέλη συνίσταται στη συμμετοχή του ίδιου του φιλοσόφου στα διαλεγόμενα πρόσωπα, καθώς επίσης και στη συνεχή -και χωρίς τις γνωστές διακοπές στους πλατωνικούς διαλόγους- ανάπτυξη των θέσεων των συνομιλητών / διαλεγομένων και στην απρόσκοπτη απάντηση ή αναίρεση από τον συνομιλητή. Επιπλέον, οι διάλογοι έχουν μια κάποια λογοτεχνική δροσιά και χάρη, αλλά αυτά το είδος και το ύφος του φιλοσοφικού λάγου δεν παρακολούθησε τη φιλοσοφική ωριμότητα του φιλοσόφου και γρήγορα το εγκατέλειψε. Αντίθετα, τα έργα που μας διασώθηκαν είναι κυρίως οι παραδόσεις των μαθημάτων του, οι "ακροαματικοί λόγοι", που χαρακτηρίζονται από αυστηρό, επιστημονικό λόγο και πυκνό ύφος. Σπάνια διακρίνει κανείς σ 1 αυτά τα έργα ίχνη χαλάρωσης της αυστηρότητας του ύφους και μια αμυδρά ποιητική παραχώρηση. Ο φιλοσοφικός αυτός λόγος απαιτεί μακροχρόνια ά- σκηση και τριβή, μεγάλη προσοχή και εξοικείωση με τις αριστοτελικές φιλοσοφικές έννοιες. Ο Ανδρόνικος ο Ρόδιος είναι ο πρώτος που κατέταξε ("διείλε") τα διδακτικά συγγράμματα του Αριστοτέλη, σύμφωνα με το περιεχάμενό τους, σε τέσσερις βασικές ομάδες: 1. Το Όργανον" (δική του είναι η επιλογή του όρου, που ανταποκρίνεται θαυμάσια στο περιεχόμενο των λογικών έργων του φιλοσόφου). 2. Τα ηθικά έργα μαζί με τα Πολιτικά, την Ποιητική και τη Ρητορική. Αυτή η δεύτερη ομάδα διασπάται σε δύο κλάδους: στον πρώτο υπάγονται τα τρία ηθικά συγγράμματα του φιλοσόφου και τα Πολιτικά, ενώ στον δεύτερο κλάδο περιλαμβάνονται η Ποιητική και η Ρητορική. 3. Στην τρίτη ομάδα συναριθμούνται τα έργα γενικά της φυσικής φιλοσοφίας και οι βιολογικές πραγματείες του Αριστοτέλη, και 4. Τα Μετά τα Φυσικά. Ο τίτλος δεν ανταποκρίνεται σε μια σχετική πραγματεία - σύγγραμμα ή έρευνα του Αριστοτέλη για θέματα που σχετίζονται με ό,τι εμείς εννοούμε με τον όρο "μεταφυσική". Ο Ανδρόνικος ο Ρόδιος προτίμησε και επέβαλε εντέλει τον όρο αυτό (και όχι τον όρο: "περί πρώτης φιλοσοφίας" ή "η περί των πρώτων αρχών θεωρία", ενώ ο Αριστοτέλης μεταχειρίζεται τον όρο: "πρώτη φιλοσοφία"), από λόγους εσωτερικής συνοχής του αριστοτελικού έργου. Δηλαδή συγκέντρωσε εδώ τις εργασίες που ακολουθούσαν (από την άποψη του περιεχομένου) μετά τα Φυσικά (όχι μετά την Φυσικήν ακρόασιν, αλλά όλα τα έργα που αναφέρονται στη φυσική φιλοσοφία). Μ' αυτή τη διάταξη των αριστοτελικών έργων ο Ανδρόνικος εδημιούργησε και επέβαλε έναν όρο και μια θεμελιώδη έννοια της δυτικής φιλοσοφίας. Ετσι: I. To corpus των αυθεντικών αριστοτελικών έργων περιλαμβάνει τα ακόλουθα έργα (σωζόμενα ολόκληρα): 1. Το "Οργανον". Κάτω απ" αυτό τον τίτλο στεγάζονται τα εξής έργα: α. Κατηγορίαι, β. Περί ερμηνείας, γ. Τοπικά, δ. Αναλυτικά (Πρότερα και Υστερα), ε. Σοφιστικοί έλεγχοι. 2. Τη Ρητορική (το 3ο βιβλίο, Περί λέξεως, αρχικά ήταν χωριστή πραγματεία). 3. Την Ποιητική ή Περί Ποιητικής (ελλιπές). 4. Τη Φυσική. Ο Ανδρόνικος ο Ρόδιος υπήγαγε στον τίτλο Φυσική α- κρόασις τέσσερις εργασίες/πραγματείες, δηλ. το 1ο βιβλίο Περί αρχών, το 2ο βιβλίο Περί των τεσσάρων αιτίων. Τα 3ο - 6ο βιβλία, για την κίνηση και τη συνέχεια (το συνεχές). 5. Περί ου- 153

154 Αριστοτέλης ρανού, Περί γενέσεακ; και φθοράς. 6. Μετεωρολογικά. 7. Περί ψυχής και Μικρά φυσικά. 8. Τα βιολογικά συγγράμματα: Περί τα ζώα ιστορίαι, Περί ζώων μορίων, Περί ζώων γενέσεως, Περί ζώων πορείας. 9. Περί ζώων κινήσεως. 10. Μετά τα φυσικά (μεταγενέστερη ονομασία, όπως είδαμε). 11. Τα ηθικά και πολιτικά συγγράμματα, δηλ. Ηθικά μεγάλα, Ηθικά Ευδήμεια, Ηθικά Νικομάχεια και τα Πολιτικά. II. Στα σωζόμενα έργα (στο corpus) του φιλοσόφου αριθμούμε 17 τίτλους. Τα περισσότερα ανήκουν στην πρώτη συγγραφική του περίοδο και έχουν διαλογική μορφή. Σ' αυτά υπολογίζουμε τους πέντε (5) μικρότερους διαλόγους Περί ρητορικής (ή Γρύλος), Σοφιστής, Περί ευχής, Ερωτικός και Συμπόσιον. III. Με το όνομα του Αριστοτέλη οι δοξογράφοι παρέδωσαν και πολλά έργα ή τίτλους έργων που η έρευνα σήμερα δεν τα θεωρεί γνήσια α- ριστοτελικά, δεκατρία τον αριθμό, όπως Περί κόσμου. Περί φυτών, Προβλήματα, Οικονομικά, Ρητορική προς Αλέξανδρον κ.λπ. (βλ. I. During, R.E. Suppl-Band X11968, σα ). Γ. Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ 1. Η σχέση του με τον Πλάτωνα. Στην Ιστορία της Φιλοσοφίας η σχέση του Αριστοτέλη με τον μεγάλο δάσκαλό του, τον Πλάτωνα, επανέρχεται συχνά και προσλαμβάνει τη μορφή προβλήματος για μερικούς ερευνητές και ιστορικούς της φιλοσοφίας. Μπορούμε να πούμε πάντως ότι το θέμα αυτό θα α- ποτελεί πάντοτε σημείο φαινομενικού προβληματισμού, διότι καθένας από τους δύο μεγάλους αυτούς φιλοσόφους της ελληνικής αρχαιότητας αποτελεί φιλοσοφικό μέγεθος καθαυτό και άφθαρτο κεφάλαιο της φιλοσοφίας. Ενα στοιχείο / συμπέρασμα πάντως είναι α- ναμφισβήτητο για τους σοβαρότερους μελετητές: ο Αριστοτέλης είναι ο πρώτος και ο μεγαλύτερος πλατωνιστής και η φιλοσοφική σκέψη του δεν μπορεί να γίνει κατανοητή παρά μόνο μέσω της πλατωνικής φιλοσοφίας. Από το άλλο μέρος, ο Αριστοτέλης, όσο κι αν παρέμεινε πλατωνιστής, ανέπτυξε αυτόνομο φιλοσοφικό στοχασμό, υιοθέτησε πλευρές και θέσεις του φιλοσοφείν διαμετρικά αντίθετες προς τον δάσκαλό του και έθεσε την προσωπική του σφραγίδα στην Ιστορία της Φιλοσοφίας τόσο έντονα όσο και ο Πλάτων. Επιπλέον, το πρόβλημα αυτό το συσκότισε, ως μη όφειλε, η δοξογραφική παράδοση με ένα πλήθος ανεξέλεγκτων και μικρόλογων αναφορών. Με τον κριτικό, λοιπόν, έλεγχο της δοξογραφίας μπορούμε βάσιμα να ισχυρισθούμε ότι η στάση του Αριστοτέλη απέναντι στον Πλάτωνα, μολονότι επικρίνει ή απορρίπτει πολλά σημεία της φιλοσοφίας του, διακρίνεται ωστόσο για τον σεβασμό αλλά και την ήπια και αντικειμενική κριτική. Ο Σταγιρίτης φιλόσοφος είχε καταρχήν επίγνωση ότι κρίνει μια μεγαλοφυία, η συνείδηση όμως του φιλοσόφου και το χρέος του απέναντι στην (επιστημονική) αλήθεια τού επιβάλλουν να κρίνει όσο γίνεται αντικειμενικά τον δάσκαλό του, ουσιαστικά δηλ. να τον καταξιώσει στην ιστορία της Φιλοσοφίας. Η πρώτη μαρτυρία, που φανερώνει τον σεβασμό που έτρεφε ο μαθητής προς τον δάσκαλο, αλλά και τον μεγάλο φιλόσοφο, είναι το απόσπασμα από τη γνωστή ελεγεία που έγραψε ο Αριστοτέλης για τον Εύδημο. Σ' αυτό το έμμετρο και λιτό κείμενο, ο Αριστοτέλης εκδηλώνει τον σεβασμό του προς την προσωπικότητα του Πλάτωνα, "...ος (δηλ. ο Πλάτων) μόνος ή πρώτος θνητών κατέδειξεν εναργώς / οικείω τε βίω και μεθόδοισι λόγων / ως αγαθός τε και ευδαίμων άμα γίνεται ανήρ". Στα Ηθικά Νικομάχεια επίσης, όπου συζητεί το πρόβλημα του αγαθού, αφού αναπτύξει την προβληματική του θέματος και αναφερθεί στην πλατωνική εκδοχή και διδασκαλία περί αγαθού, λέει ότι δυσκολεύεται να την αποδεχθεί, μολονότι την είχε αναπτύξει φίλος, δηλ. αγαπητός (Ηθικά Νικομάχεια Α4, 1096α 12): αν και μια παρόμοια συζήτηση δεν είναι ευχάριστη, διότι οι εισηγητές της θεωρίας των ιδεών υπήρξαν προσφιλείς άνδρες (εννοεί βέβαια τον Πλάτωνα), και συνεχίζει: "δόξειε δ' αν ίσως βέλτιον είναι και δειν επί σωτηρία γε της αληθείας και τα οικεία αναιρείν, άλλως τε και φιλοσόφους όντας αμφοίν γαρ όντοιν φίλοιν όσιον προτιμάν την α- λήθειαν", δηλαδή "θα φαινόταν ίσως ότι είναι προτιμότερο και ότι πρέπει για τη σωτηρία της αλήθειας να αναιρούμε και τις δικές μας απόψεις, καθόσον, βέβαια, είμαστε φιλόσοφοι. Διότι εφόσον και τα δύο είναι αγαπητά (δηλ. η αλήθεια και οι φίλοι), θεία επιταγή μας επιβάλλει να προκρίνουμε την αλήθεια". Οπως είπαμε ήδη, ο Αριστοτέλης ανέπτυξε προσωπικές φιλοσοφικές θέσεις και έκρινε ή απέρριψε πολλές απόψεις του δασκάλου του. ποτέ όμως δεν έπαψε να θεωρεί τον Πλάτωνα πρώτο φιλοσοφικό μέγεθος. 2. Η έννοια της φιλοσοφίας. Ο Αριστοτέλης θεωρεί το "ειδέναι", και επομένως το φιλοσοφείν, ως οντολογικό γνώρισμα 154

155 Αριστοτέλης του ανθρώπου: η φύση του ανθρώπου ως ελλόγου όντος τον ωθεί ή τον οδηγεί προς τη γνώση και τη φιλοσοφία. Αυτό άλλωστε δηλώνει ο φιλόσοφος με την πρώτη αράδα του έργου του Μετά τα φυσικά, όπως είναι γνωστό, "πάντες άνθρωποι του ειδέναι ορέγονται φύσει" (Α1, 980α1). Το ειδέναι, (είδος - οίδα - οράν) σημαίνει τη γνώση των πραγμάτων που έχουν μορφή (είδος), δηλαδή τον κόσμο των φαινομένων, όπως παρουσιάζεται σε μας ως αντικείμενο αισθητικής εμπειρίας και θεωρητικής έρευνας κ.λπ. Η (Βαθύτατη αυτή επιθυμία του ανθρώπου, η "όρεξις" να γνωρίσει τον κόσμο, συνδέεται με την αγάπη των αισθήσεων. Αυτό το στοιχείο δείχνει την πίστη του Αριστοτέλη ότι η αφετηρία της γνωστικής διαδικασίας είναι η αίσθηση {Περί ψυχής 8, 432α7): "και δια τούτο ούτε μη αισθανόμενος ουδέν αν μάθοι ουδέ ξυνίοι". Η ευχαρίστηση που συνοδεύει την αισθητηριακή αντίληψη συνιστά την πρώτη ώθηση για γνώση. Έτσι, με α- φετηρία και θεμέλιο την αίσθηση, ο Αριστοτέλης ορίζει τα στάδια ή αναβαθμούς της γνώσης σε έξι (Μεταφ. Α1, κ.ε.): I. την "αίσθηση", κοινή σε όλα τα ζώα - ως σημαντικότερες αισθήσεις αναγνωρίζονται η όραση και η ακοή - II. τη "μνήμη", που δεν είναι χαρακτηριστικό όλων των ζώων και συνδέεται με τη φρόνηση και τη μάθηση - III. την "εμπειρία", το σταθερό υπόβαθρο και η σημαντικότερη πρόσβαση προς την "τέχνη" και την "επιστήμη" IV. την "τέχνη". Με τη γνωστική βαθμίδα που αντιστοιχεί στην τέχνη (όχι με την έννοια των Καλών τεχνών) επιτυγχάνεται να συγκροτηθεί στην ψυχή του ανθρώπου - υποκειμένου μια γνώμη για πράγματα όμοια, ως αποτέλεσμα πολλών εμπειρικών εννοιών ("εκ πολλών της εμπειρίας εννοημάτων", Μεταφ. ό.π.). Η τέχνη βέβαια στον Αριστοτέλη (και στον Πλάτωνα) δεν συνδέεται ούτε αναφέρεται α- ποκλειστικά στις Καλές τέχνες, όπως άλλωστε και στα νέα ελληνικά: ο φιλόσοφος σε μια άλλη συνοχή την ορίζει ως "εξιν μετά λόγου α- ληθούς ποιητικήν" (Ηθικά Νικομάχεια, Ζ4, 11140α 10) V. την "επιστήμη", που διαφέρει από την τέχνη, διότι δεν έχει πρακτικούς σκοπούς, αλλά αποβλέπει στη θεωρητική έρευνα - έχουν όμως κοινό χαρακτηριστικό το ότι και οι δύο αναζητούν το "διότι", τις αιτίες, και δεν αρκούνται στο "ότι" που χαρακτηρίζει την εμπειρική γνώση - VI. τη "σοφία", που αποτελεί τον ύψιστο βαθμό στη γνωστική διαδικασία και την τελείωση της επιστήμης. Η φιλοσοφία (και το φιλοσοφείν) συνιστά τη συνειδητή επιδίωξη του ανθρώπου να θεωρήσει τις πρώτες αρχές των όντων, δηλαδή να γνωρίσουμε και να ερμηνεύσουμε τον λόγο ύ- παρξης και την ουσία των όντων: τι είναι το ον / τα όντα, πώς είναι και γιατί είναι όπως είναι. Τα ερωτήματα ακριβώς αυτά μας οδηγούν στην έρευνα των αρχών και των αιτιών, και αυτό επιδιώκει ο άνθρωπος με τη φιλοσοφία. Αυτή η επιδίωξη βέβαια συναρτάται πάντοτε με τα αισθητά όντα, τα φαινόμενα και τα γεγονότα και το "ον η ον", όπως λέει ο Αριστοτέλης, δηλ. με τα όντα, τα πράγματα, τον κόσμο των αισθητών, καθόσον τα αντιλαμβανόμαστε ως όντα. Η φιλοσοφία σημαίνει ακόμη την τεκμηριωμένη και αιτιολογημένη γνώση, την "επιστήμη", η οποία πάντοτε συναρτάται με τη γνώση ενός αντικειμένου ("επιστήμη τινός"), ενός επιστητού. Αυτό όμως μπορεί να είναι ανεξάρτητο οντολογικά από την επιστημονική γνώση - άλλωστε ο αντικειμενικός κόσμος υπάρχει ανεξάρτητα από τη γνωστική δραστηριότητα του ανθρώπου (βλ. Κατηγορίαι 7b 20: "επιστήμης δε μη ούσης ουδέν κωλύει επιστητόν είναι"). 3. Η μέθοδος της Φιλοσοφίας. Ο Αριστοτέλης, όπως και ο Πλάτων, πιστεύει ότι στην αφετηρία του φιλοσοφείν υπόκειται η έκπληξη και ο θαυμασμός, δηλ. η ερωτηματική στάση του ανθρώπου απέναντι στον κόσμο και στα πράγματα (βλ. Μεταφ. Α2 982b 11 κ.ε., πβ Πλάτων, Θεαίτητος 155α), το διαπορείν και το ερωτάν, η απορητική διάθεση του ανθρώπου, όταν θεωρεί τον κόσμο, και η συνακόλουθη ε- πιθυμία του να θέτει ερωτήματα και να επιδιώκει να λάβει απαντήσεις. Αυτή την πάλη και τη διάθεση βρίσκουμε ήδη στους μεγάλους προσωκρατικούς* φιλοσόφους και συνδέεται α- σφαλώς με την προσπάθεια του ανθρώπου να γνωρίσει τον κόσμο που τον περιβάλλει (Μεταφ. ό.π., "δια το φεύγειν την άγνοιαν εφιλοσόφησαν"). Απ' αυτήν ακριβώς τη στάση του ανθρώπου α- πέναντι στον κόσμο αλλά και από τη φύση των όντων, δηλ. του κόσμου των αισθητών, όπως τον αντιλαμβάνονται οι Έλληνες, διαμορφώθηκε και η μέθοδος έρευνας του κόσμου, η μέθοδος προσέγγισης και ερμηνείας του. Η φιλοσοφία, όπως γενικότερα η επιστήμη και κάθε συστηματική γνώση, δεν είναι νοητή χωρίς τη μέθοδο του φιλοσοφείν, δηλ. είναι ανάγκη επιτακτική να καθορίσουμε τη μέθοδο, τον τρόπο να προσπελάσουμε τα πράγματα και να επιχει- 155

156 Αριστοτέλης ρήσουμε τη γνώση και την ερμηνεία τους. Η μέθοδος βέβαια συναρτάται και με τον σκοπό που επιδιώκουμε κάθε φορά με τη γνώση, όπως είναι εύλογο (Μεταφ.Α2, 983α 22: "και τις ο σκοπός ου δει τυγχάνειν την ζήτησιν και την όλη ν μέθοδον"). Ο Αριστοτέλης επακρίβωσε τη μέθοδό του α- φορμώμενος από τη γνώση και την εμπειρία που του εξασφάλιζε η μεγάλη φιλοσοφική παράδοση των Ελλήνων. Η μέθοδός του αποτελείται από τα εξής βασικά στοιχεία: α) Τη σημασιολογική ανάλυση της γλώσσας, των λέξεων. Όπως είναι γνωστό, τη φιλοσοφική θεώρηση του κόσμου αποτυπώνει και κωδικοποιεί η γλώσσα ενός λαού. Από την "επίσκεψιν των ο- νομάτων", για να θυμηθούμε τη ρήση του Αντισθένη*, αναγόμαστε στην κατανόηση του κόσμου. Από την ανάλυση, λοιπόν, της γλώσσας ο Αριστοτέλης οδηγήθηκε στις κατηγορικές σημασίες του όντος, όπως π.χ. αυτό γίνεται φανερό από τις σημασίες του Είναι (κατηγορική και υπαρκτική). β) Μια άλλη μορφή της αριστοτελικής μεθόδου είναι η απορητική, δηλ. η ανάλυση και η μελέτη των προβλημάτων, που μας κάνουν να διαπορούμε, να προβληματιζόμαστε (Μεταφ. Β1, 995α 24: "ανάγκη προς την ζητουμένην επιστήμην επελθείν ημάς πρώτον περί ων απορήσαι δει πρώτον", δηλαδή "είναι ανάγκη, για τη γνώση που επιδιώκουμε, να ε- ρευνήσουμε πρώτα απ' όλα ποια προβλήματα πρέπει να έχουν προτεραιότητα κατά την αναζήτησή μας. την έρευνά μας". Και συνεχίζει ο φιλόσοφος: "έστι δε τοις ευπορήσαι βουλομένοις προύργου το διαπορήσαι καλώς", δηλαδή "είναι ωφέλιμο σ' αυτούς που θέλουν να έχουν καλά αποτελέσματα στις έρευνές τους να θέτουν σωστά τα προβλήματα και τις απορίες τους"), γ) Ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί επίσης την ιστορική γενετική μέθοδο έρευνας των φιλοσοφικών προβλημάτων. Από αυτή τη μελέτη, δηλαδή του τρόπου με τον οποίο έθεσαν τα προβλήματα οι προγενέστεροι, μπορούμε να αντλήσουμε πολύ χρήσιμα συμπεράσματα ή, καλύτερα, η μελέτη αυτή θα μας βοηθήσει να συγκροτήσουμε τη δική μας μέθοδο προσέγγισης των φιλοσοφικών προβλημάτων (Μεταφ. A3, 983b: "όμως δε παραλάβωμεν και τους πρότερον ημών εις επίσκεψιν των όντων ελθόντας και φιλοσοφήσαντας περί της αληθείας"). Είναι προφανής η σημασία αυτής της μεθόδου για τη φιλοσοφική ζήτηση, δ) Από τον Πλάτωνα (ο Αριστοτέλης την αποδίδει στον Σωκράτη) παρέλαβε την "επαγωγική" μέθοδο έρευνας, δηλαδή την επαγωγή* (Μεταφ. Μ4 1078b 28), τους επακτικούς λόγους, "τα επαγωγικά ε- πιχειρήματα". ε) Πλατωνική επίσης κληρονομιά είναι η παραγωγική συλλογιστική μέθοδος, δηλ. η εξαγωγή συμπερασμάτων "κατεβαίνοντας" από το γενικό προς το μερικό, καθώς και στ) η διαιρετική μέθοδος των εννοιών γένους εις τα είδη (ο Πλάτων είχε κάνει ήδη ευρύτατη χρήση της διαιρετικής αυτής μεθόδου). 4. Οι θεμελιώδεις τρόποι του σκέπτεσθαι: η Λογική. Η φιλοσοφία, κατά την αντίληψη του Αριστοτέλη, και το φιλοσοφείν συνδέονται άρρηκτα με τη λειτουργία της νόησης και τη γλώσσα. Ο φιλόσοφος μελέτησε τη λειτουργία και τη δομή της γλώσσας σε συνάρτηση με την εκφορά των φιλοσοφικών εννοιών και το πρόβλημα της αντίληψης του όντος, δηλαδή της αλήθειας. Αφορμώμενος από την πλατωνική και τη σωκρατική παράδοση και κυρίως από τη φιλοσοφία της γλώσσας του πλατωνικού Κρατύλοι/, θεμελίωσε τη λογική ως ιδιαίτερη επιστημονική γνώση και καθόρισε παράλληλα τον σκοπό της: η έρευνα των επιστημονικών φιλοσοφικών θεμάτων. Ο ίδιος ονόμασε αυτό που ονομάζουμε εμείς σήμερα λογική (και τα λογικά συγγράμματα) Αναλυτική, δηλαδή μέθοδο ανάλυσης των δεδομένων της γλώσσας και, ο' ένα δεύτερο στάδιο, καθοδήγηση του νου στην έρευνα επιστημονικών θεμάτων και την αποκάλυψη της αλήθειας. Έτσι, θα λέγαμε ότι η Αναλυτική θεωρείται από τον Αριστοτέλη ως επιστημονική μεθοδολογία. Όπως είδαμε, ο Αριστοτέλης πιστεύει ότι η ε- πιστημονική γνώση αναπτύσσεται βαθμιαία, με αναβαθμούς. Η πορεία της από την άποψη της μεθόδου είναι από το μερικό προς το γενικό, δηλαδή εκείνο που καθαυτό είναι το γενικότερο και το βεβαιότερο δεν είναι για μας τέτοιο ευθύς εξαρχής, αλλά αποβαίνει βαθμιαία α' αυτή τη βεβαιότητα. ΓΓ αυτό με τις λογικές του έρευνες ο Αριστοτέλης έχει σκοπό να αποκαλύψει τη μέθοδο της επιστημονικής γνώσης μέσα από τη γλώσσα, που ο ρόλος της επομένως είναι προπαιδευτικός για τη φιλοσοφία. ΣΤΟ έργο του Αναλυτικά ύστερα ο Αριστοτέλης ορίζει μεθόδους, με τις οποίες συγκροτείται η επιστημονική γνώση: "απόδειξις", "ορισμός", "διαίρεσις", "επαγωγή" και "αναλογία", ενώ στα Αναλυτικά πρότερα αναπτύσσει τη θεωρητική ανάλυση της λογικής δομής του συλλογισμού και του συλλογίζεσθαι. Την ανάλυση αυτή προτάσσει στην απόδειξη* και την 156

157 Αριστοτέλης επαγωγή. Ολόκληρο το οικοδόμημα της τυπικής Λογικής* μαρτυρεί τη διεισδυτική ματιά του φιλόσοφου στη δομή της γλώσσας και του ρόλου της στην έκφραση των φιλοσοφικών εννοιών. 0 Αριστοτέλης υποβαθμίζει τη διαλεκτική* (σε σχέση με τη γνώμη του Πλάτωνα) και την τοποθετεί στο επίπεδο της μάθησης' της αναθέτει την αρμοδιότητα να μελετήσει τις κοινές α- ντιλήψεις ("δόξαι"), με τις οποίες συζητούμε ένα οποιοδήποτε πρόβλημα. Επιπλέον η διαλεκτική είναι μια δυνατότητα ("δύναμις"), που μας επιτρέπει να μεταχειριζόμαστε σωστά τον διάλογο, δεν μπορεί όμως να υψωθεί στο επίπεδο της επιστήμης, διότι "δεν αφορμάται από την κατοχή της ουσίας των πραγμάτων, αλλά από κρίσεις που η βεβαιότητά τους είναι μόνο πιθανή" ("τα ένδοξα"). Στο έργο του Κατηγορίαι, ερευνά το σημασιολογικό περιεχόμενο των εννοιών από τις οποίες απαρτίζεται η λογική κρίση. Αυτές, λοιπόν, τις έννοιες που συγκροτούν τις κρίσεις τις ο- νομάζει "όρους". Οταν τώρα ερευνά τους όρους κατά τη σημασία που έχουν προτού α- ποτελέσουν συστατικά στοιχεία της κρίσης ("κατά μηδεμίαν συμπλοκήν λεγόμενοι", Κατηγ. 1b 25), τους διακρίνει και τους κατατάσσει σε δέκα γενικές τάξεις ή διακρίσεις, που τις ονομάζει "κατηγορίες". Παρότι δεν υ- πάρχει ομοφωνία στην έρευνα για το τι είναι κατηγορίες ή, καλύτερα, τι ακριβώς εννοούσε ο φιλόσοφος με τον όρο αυτό, μπορούμε ω- στόσο να συμφωνήσουμε ότι θεωρούσε το πρόβλημα των κατηγοριών ως "γραμματικό" (που έχει δηλαδή σχέση με τη δομή της γλώσσας), ως "οντολογικό" (διότι αναφέρεται στη λεκτική εκφορά των χαρακτηριστικών εκφάνσεων του όντος) και ως "λογικό" (διότι αφορά στον τρόπο του σκέπτεσθαι). 0 Σταγιρίτης φιλόσοφος δέχεται ότι "πάσα διδασκαλία και πάσα μάθησις εκ προϋπαρχούσης γίγνεται γνώσεως". Αυτή η θέση αποτελεί θεμελιώδη αρχή της αριστοτελικής φιλοσοφίας και ειδικότερα της αριστοτελικής γνωσιοθεωρίας. Η γνώση και η κατάκτησή της όμως στηρίζεται ή προϋποθέτει ορισμένες βασικές αποδεικτικές αρχές. Ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει δύο τέτοιες αρχές 1) τον νόμο της αντιφάσεως και 2) τον νόμο της του τρίτου ή μέσου α- ποκλείσεως. Η αρχή της αντίφασης χαρακτηρίζεται ως η πλέον βέβαιη και ως ανεπίδεκτη διάψευσης (Μεταφ. 1005b 19: "βεβαιοτάτη δ" αρχή πασών περί ην διαψευσθήναι αδύνατον"). Με τον νόμο της του τρίτου ή μέσου αποκλείσεως ο Αριστοτέλης επέβαλε τη δύναμη της λογικής συνέπειας και την κατοχύρωση της ε- πιστημονικής αλήθειας. Δύο αντιφατικές έννοιες που αναφέρονται στο ίδιο πράγμα δεν είναι λογικώς δυνατόν να είναι ταυτόχρονα και οι δύο ψευδείς (ούτε και αληθείς). Οποιος παραγνωρίζει το κύρος της αρχής αυτής οδηγείται στην αυτοαναίρεση. 5. Η θεωρητική φιλοσοφία. Οπως είναι γνωστό, η θεωρητική γνώση ή, με άλλα λόγια, η επιστήμη και η φιλοσοφία, κατά το πρώτο στάδιο της ανάπτυξής τους δεν απέβλεπαν στην εξυπηρέτηση πρακτικών αναγκών, δηλαδή δεν είχαν χρησιμοθηρικό χαρακτήρα. Η επιδίωξη της γνώσης ικανοποιούσε τη φυσική "όρεξιν του ειδέναι", την έμφυτη κλίση του ανθρώπου να γνωρίσει τον κόσμο και τα πράγματα (τα όντα) (βλ. Μεταφυσ. ΑΙ, 981b 13 ε-b 19: "διά το μη προς χρήσιν είναι τας επιστήμας" πβ και 982α 14: "του ειδέναι χάριν"). Από την αντίληψη αυτή των Ελλήνων για τη γνώση και τη φιλοσοφία, όπως την κωδικοποιεί ο Αριστοτέλης, προέκυψε η θεωρητική επιστήμη, δηλαδή η έρευνα των γνωστικών προβλημάτων ανεξάρτητα από πρακτικούς σκοπούς. Αυτή η αίσθηση του φιλοσοφείν και η συνάρτησή της προς το ειδέναι "εαυτού χάριν" οδήγησε στην αντίληψη του θεωρητικού βίου, στη θεώρηση και την έρευνα των όντων καθώς και την επιδίωξη της αλήθειας. Ο Αριστοτέλης δεν έγραψε ειδική μελέτη που να αντιστοιχεί σε ό,τι εμείς εννοούμε σήμερα με τη γνωσιοθεωρία. Στα έργα του όμως, και προπάντων στο Μετά τα Φυσικά, είναι διάσπαρτες οι απόψεις του για γνωσιοθεωρητικά θέματα και προβλήματα. Οπως και στη σύγχρονη φιλοσοφική προβληματική, τρία είναι τα βασικά προβλήματα θεωρητικής φιλοσοφίας ή γνωσιοθεωρίας που ερευνά ο φιλόσοφος: α) την έννοια της αλήθειας, β) το πρόβλημα των πηγών και την εγκυρότητα της γνώσης και γ) την εγκυρότητα των αποδεικτικών αρχών. Ο καθορισμός της αλήθειας συναρτάται στενά με την αντίληψη της γνωστικής. διαδικασίας και με το ίδιο το νόημα της γνώσης. Κατά τον Αριστοτέλη, η αλήθεια "ποσαχώς λέγεται", δεν είναι δηλαδή μονοσήμαντος όρος. θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε τις σημάνσεις του όρου αυτού, πάντοτε βέβαια κατά την αντίληψη του Αριστοτέλη, στα ακόλουθα σημεία: 1) Στην α- ντικειμενικότητα, δηλ. την πραγματικότητα, τα όντα που υφίστανται ανεξάρτητα από το γνω- 157

158 Αριστοτέλης ρίζον υποκείμενο, τον άνθρωπο. Αυτό που ο- νόμαζε ο Δημόκριτος "ετεή ον", ο Πλάτων "όντως ον" και ο Αριστοτέλης "τόδε τι". 2) Στη γνώση που αποκτούμε και έχουμε γγ αυτή την αντικειμενική πραγματικότητα, προϊόν των λογικών κρίσεων, εφόσον βέβαια αυτή η γνώμη / γνώση συμφωνεί με τα πράγματα (συμφωνία νόησης και πραγματικότητας). 3) Επιπλέον ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει και ένα είδος διασκεπτικής νόησης ή διαίσθησης, με την οποία ο άνθρωπος συλλαμβάνει την αλήθεια των αισθητών πραγμάτων (βλ. Μεταφυσ. Θ10,1051b 22: "έστι το μεν αληθές ή ψεύδος το μεν θιγείν και φάνάι αληθές..."). 4) Διακρίνει τέλος τη λογική ή τυπική αλήθεια, που προκύπτει από τη διαπλοκή των όρων μιας πρότασης* ή ενός συλλογισμού*. Για τις πηγές της γνώσης, τέλος, ο Αριστοτέλης, δέχεται καταρχήν την αίσθηση, όπως είδαμε, χωρίς να φθάνει βέβαια στην άκρα ε- μπειριοκρατία*, δεν είναι δηλαδή ακραιφνής ε- μπειριστής (Περί αισθήσεως 445b 17: "Ουδέ νοεί ο νους τα εκτός μη μετ' αισθήσεως όντα", πβ Περί ψυχής Β2, 413b 4, καθώς και Περί ζώων γενέσεως α 31). Ο Αριστοτέλης στο πέμπτο βιβλίο του έργου του Μετά τα Φυσικά (Ε1, 1026α 19) διακρίνει τρεις "θεωρητικές φιλοσοφίες": μαθηματική, φυσική, θεολογική. Η "θεολογική" αναφέρεται στη γνώση του θείου γενικώς και ο φιλόσοφος δεν επανήλθε ούτε προσπάθησε σε κάποιο άλλο έργο του να άρει ή να εξομαλύνει τη σχέση αυτή της θεωρητικής γνώσης περί του θείου και μάλιστα σε σχέση προς την "πρώτη φιλοσοφία", δηλαδή τη φιλοσοφία καθαυτήν. Αλλωστε δεν μεταχειρίστηκε αυτή τη λέξη ("θεολογική") σε άλλα έργα του (μια αναφορά στο 1064b 3 θεωρείται από την έρευνα μεταγενέστερη παρεμβολή). Ο φιλόσοφος, πράγματι, θεωρεί την ε- νασχόληση ή τη θεωρητική έρευνα του θείου ως "επιστήμη θεολογική", δηλαδή ως θεωρητική - νώση περί τα θεία. Δεν τον απασχόλησε όμως η πλευρά αυτή της θεωρητικής γνώσης περισσότερο. Μεταχειρίζεται βέβαια και σε άλλα σημεία του έργου του αυτού (τα Μεταφυσικά) και αλλ- τους όρους "θεολογείν", "θεολογία" και "θεολόγος", αλλά μόνο για να διακρίνει τους μυθολογούντες διανοητές που προηγήθηκαν από τους φιλοσόφους της φύσεως, τους "κοσμολόγους" ή "φυσιολόγους", όπως τους ονομάζει. Από την όψιμη αρχαιότητα ως τις μέρες μας (και με την επίδραση της ερμηνείας του Θωμά Ακινάτη*) μίλησαν πολλοί για τη θεολογία του Αριστοτέλη, δεν βρίσκει όμως στο έργο του ερείσματα μια τέτοια θέση. 6. Η φιλοσοφία της φύσεως. Η μελέτη της φύσεως είχε μακρά παράδοση στην ελληνική φιλοσοφία, όταν ο Αριστοτέλης έκανε τις φυσιοδιφικές του έρευνες και αποφάσισε να γράψει κι αυτός για τη φιλοσοφία της φύσεως. Φαίνεται όμως πως στα χρόνια του δεν ήταν τόσο σαφές το νόημα αυτού του όρου ("φύσις"), αν σκεφτούμε ότι στη "Φυσική» του επανειλημμένα επιχειρεί να δώσει μια απάντηση ή, καλύτερα, να προσδιορίσει το νόημα της φύσεως (Φυσική Β1,192b 32:"φύσις μεν ουν εστί το ρηθέν", και λίγο πιο κάτω "τι μεν ούν έσπν φύσις... δοκεί δ' η φύσις, έτι δε φύσις" 194α 12, "η φύσις διχώς λέγεται, το τε είδος και η ύλη"). Από το άλλο μέρος, βέβαια, με τη "Φυσική" του δεν κωδικοποιεί απλώς τις κατακτήσεις κα* τα εγνωσμένα της ελληνικής φιλοσοφικής παράδοσης ως τότε, ως την εποχή του, αλλά επανεξετάζει εξ αρχής (όπως κάνει άλλωστε σ' όλα τα έργα του) τα θέματα και τη μέθοδο έρευνας, επαναθέτει τα προβλήματα και ανανεώνει τα ερωτήματα της φιλοσοφίας της φύσεως. Φυσική, λοιπόν, κατά τον Αριστοτέλη είναι η επιστήμη που έχει ως αντικείμενό της τη μελέτη της φύσεως (και όχι το σύνολο των φυσικών φαινομένων). Οταν όμως ο φιλόσοφος μεταχειρίζεται τον όρο "φύσις", εννοεί το σύνολο των αντικειμένων που συγκροτούν τη φυσική πραγματικότητα και έχουν ως χαρακτηριστικό τους γνώρισμα την κίνηση, και μάλιστα μόνο όσα έχουν την αρχή (αιτία) της κίνησης ή της ηρεμίας μέσα τους (Φυσική, Β1, 192b 13: "τούτων μεν γάρ έκαστον εν εαυτώ αρχήν έχει κινήσεως και στάσεως"). Θα μπορούσε ακόμη να πει κανείς ότι ολόκληρη η "Φυσική" του Αριστοτέλη έχει ως αντικείμενο της την κίνηση και το σύνολο των εννοιών της. Ο όρος αυτός "κίνησις", πράγματι, έχει ευρύτερη σημασία και θα λέγαμε ότι χαρακτηρίζει κάθε έννοια μεταβολής. Συγκεκριμένα ο Αριστοτέλης διακρίνει τρεις βασικές αποχρώσεις. Δηλαδή με την κίνηση εννοεί: 1) τη γένεση, δηλ. τη μετάβαση από το μη ον στο ον (πάντοτε όμως "εκ της υποκειμένης ύλης" εκ τίνος προϋπάρχοντος, όχι εκ του μηδενός, δηλαδή ως κάτι που δεν υπάρχει, δεν είναι αισθητό ακόμα, π.χ. η γέννηση του ανθρώπου) 2) κίνηση επίσης είναι η φθορά, δηλαδή η μετάβαση από το ον στο μη ον (π.χ. ο θάνατος ενός ατόμου, και στην περίπτωση αυτή όμως η "ύλη" 158

159 παραμένει αθάνατη) και 3) τέλος, ως κίνηση εννοεί και τη μετάβαση από το ον πάλι στο ον (π.χ. ένας άνθρωπος άδικος γίνεται δίκαιος), δηλαδή έχουμε μεταβολή της ποιότητας του ανθρώπου, άρα μια μορφή κίνησης. Από μια άλλη άποψη την κίνηση εννοεί ο φιλόσοφος: α) ως κίνηση κατά ποσόν, π.χ. αύξηση ή ελάττωση, β) κατά ποιόν, οπότε έχουμε την αλλοίωση και γ) ως κίνηση κατά τόπο, δηλαδή ως φορά. Μ' αυτό το σχήμα αντιλαμβανόμαστε τα είδη της μεταβολής, τη μορφή της κίνησης που αφορά στα αντικείμενα με "έμφυτη" την αιτία της μεταβολής ("αύξησις", "φθίσις", "αλλοίωσις", "φορά"). Κάθε αύξηση και ελάττωση προϋποθέτει αλλοίωση και κάθε αλλοίωση προϋποθέτει την τοπική κίνηση, τη φορά. Η κίνηση αυτή όμως δεν είναι νοητή χωρίς τ ς έννοιες του "τόπου", δηλαδή του χώρου, του "κενού", του "συνεχούς", του "χρόνου" και του "απείρου". Αυτές ακριβώς οι έννοιες συνιστούν και τα αντικείμενα έρευνας στο έργο του Αριστοτέλη Φυσική ακρόασις ή απλώς Φυσική, όπως συνήθως το αναφέρουμε (ένωση τεσσάρων βιβλίων που έκανε ο Ανδρόνικος ο Ρόδιος, όπως είδαμε). Δηλαδή η κίνηση προϋποθέτει την έννοια του συνεχούς και δεν είναι κατανοητή παρά μόνο σε συνάρτηση με τις έννοιες του χώρου και του χρόνου. Τα φυσικά πράγματα είναι αντικείμενα της "Φυσικής" του Αριστοτέλη και όλα όσα συνδέονται ή συμβαίνουν μ' αυτά: γένεση, φθορά, μεταβολή κ.λπ. Βασικό στοιχείο της αριστοτελικής "Φυσικής" είναι η έννοια της "αρχής", όχι όμως ως αυτοσκοπός, αλλά πάντοτε ως μεθοδολογική αφετηρία για τη σκέψη μας, για να ε- ξηγήσουμε τα συμβαίνοντα στη φύση ("η γαρ αρχή τινός ή τινών", Φυσ. Α2,185α 4). Με βάση ευτή τη διευκρίνιση και όσα αναφέραμε για την κίνηση, μπορούμε να προσθέσουμε συμπληρωματικά ότι στην τάξη του φυσικού γίγνεσθαι (="φύσις") ο Αριστοτέλης στηρίζει την έννοια ή τη θεωρία της "τελεολογίας". Βασικό αξίωμα της αντίληψης αυτής είναι η περίφημη φράση του "Φύσις ουδέν μάτην ποιεί". Με την έννοια της τελεολογίας επίσης συνδέεται η θεωρία περί των τεσσάρων αιτίων και αυτή πάλι ουσιαστικά συναρτάται με την ύλη και τη φύση. Αριστοτέλης Για να συντελεσθεί οποιοδήποτε φυσικό γεγονός ή φαινόμενο προϋποτίθενται τέσσερις βασικές αρχές ή αίτια. Τις αιτίες αυτές ο Αριστοτέλης τις αναλύει συστηματικά στο 2ο βιβλ. του έργου του Μετά τα Φυσικά και επανέρχεται στο θέμα αυτό στο 2ο βιβλ. της "Φυσικής" του. 1. Πρώτη αιτία είναι η "ύλη" (η υποκειμένη ύλη), π.χ. για μία οικία ύλη είναι ο πηλός και οι πέτρες. 2. Δεύτερη αιτία είναι το "είδος", δηλαδή το σχέδιο που έχει στον νου του ο οικοδόμος ("η ουσία και το τι ην είναι"). Αυτή είναι και η σημαντικότερη (Μεταφ. Β2, 996b 13-14). 3. Τρίτη είναι η αρχή ή "πηγή" της κίνησης ("όθεν η αρχή της κινήσεως"), δηλαδή αυτή που είναι η αφετηρία, η "πηγή" της διαδικασίας της κίνησης αυτής, π.χ. της οικοδόμησης ενός σπιτιού. 4. Τέταρτη αιτία είναι ο σκοπός, το "τέλος", ("το ου ένεκα και το αγαθόν" ή "ου δ' ένεκα το έργον"), ο σκοπός για τον οποίο γίνεται κάθε έργο. Αυτές οι τέσσερις αιτίες ορίζουν οποιαδήποτε "τεχνική" ενέργεια του ανθρώπου και είναι αναγκαίες προϋποθέσεις για τη γνώση του φυσικού γίγνεσθαι ("περί πασών του φυσικού ειδέναι", Φυσ. 198α 22). Μερικές φορές οι δύο πρώτες αιτίες (ύλη-είδος) συμπίπτουν σε μία, εν πάση περιπτώσει όμως με τις τέσσερις αυτές αιτίες εξηγούμε κάθε μεταβολή που συμβαίνει στον φυσικό κόσμο. 7. Η πρακτική και πολιτική φιλοσοφία. Ο Αριστοτέλης καθόρισε την πρακτική φιλοσοφία ως τον δεύτερο στην ιεραρχία κλάδο των φιλοσοφικών επιστημών. Χαρακτηρίζει τις έ- ρευνές του για τις "πράξεις" (= τα ηθικά ενεργήματα) του ανθρώπου ως "περί τα ανθρώπινα φιλοσοφία" και την τέχνη της ανθρώπινης συμβίωσης ως "πολιτική" (δηλ. τέχνη). Ετσι κληροδότησε στην Ιστορία της Φιλοσοφίας δύο βασικούς όρους και όρισε δύο ουσιαστικές περιοχές της ηθικής και κοινωνικής ζωής του ανθρώπου: την ηθική φιλοσοφία και την πολιτική, δηλ. την έρευνα για τις πράξεις του ανθρώπου (ηθική) και την κοινωνική συμβίωσή του (πολιτική). Η πρακτική φιλοσοφία, ειδικότερα, έχει ως α- ντικείμενό της τα ηθικά ενεργήματα του ανθρώπου' αυτό σημαίνει γεγονότα που δεν είναι δυνατόν να καθορισθούν με λογική αναγκαιότητα εκ των προτέρων αντίθετα χαρακτηρίζονται από ρευστότητα και διαφορετική κάθε φορά εκδοχή, αυτό που ο Αριστοτέλης ονομάζει "ενδεχομένως και άλλως έχειν". Επιπλέον οι ανθρώπινες πράξεις είναι έκφραση και προϊόν της ελεύθερης επιλογής ή της βούλησης του ανθρώπου. Η πρακτική φιλοσοφία, για λόγους μεθοδολογικούς και διδακτικούς, διαιρείται σε δύο κλάδους: την πολιτική και την ηθική πραγματεία. Ο άνθρωπος ως "ζώον πολιτικόν 159

160 Αριστοτέλης φύσει" πραγματώνει, δηλαδή ολοκληρώνει την πολιτική του φύση μόνο μέσα στην πολιτική κοινότητγ ("κοινωνία πολιτική"). Η ηθική ερευνά την έννοια της ευδαιμονίας του ανθρώπου σε συνδυασμό με την έννοια του αγαθού και της αρετής, ενώ η πολιτική εξετάζει τους όρους και τις προϋποθέσεις της κοινωνικής συμβίωσης των ανθρώπων μέσα στην πόλη, στην ανθρώπινη κοινότητα. Ο σκοπός του ανθρώπου, είτε ως ατόμου είτε ως πολίτη μέλους της ανθρώπινης κοινότητας, είναι η ευδαιμονία. Προέχει ωστόσο να στηρίξουμε την ανθρώπινη κοινότητα, επειδή εξασφαλίζει την ευδαιμονία σε περισσότερους ανθρώπους" και αυτό ανταποκρίνεται άλλωστε στη φύση της, δηλαδή έχει οντολογική προτεραιότητα, ("πρότερον δη τη φύσει ή πόλις ή οικία και έ- καστος ημών έστιν", Πολιτικά). Την ηθική και πολιτική φιλοσοφία του ο Αριστοτέλης αναπτύσσει σε τρία έργα ηθικής και ένα πολιτικής φιλοσοφίας: Ηθικά Μεγάλα, Ηθικά Ευδήμεια και Ηθικά Νικομάχεια, το σημαντικότερο έργο ηθικής φιλοσοφίας. Στα τρία αυτά έργα, γραμμένα σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα, ο φιλόσοφος ερευνά και εξετάζει την πραγμάτωση του αγαθού στη ζωή ενός ανθρώπου, δηλαδή πώς θα κατακτήσει κανείς την ευδαιμονία ως άτομο, ενώ στα Πολιτικά (έργο που αποτελείται από τη συνένωση πολλών συγγραφών), ερευνά την πραγμάτωση του α- γαθού και την κατάκτηση της ευδαιμονίας μέσα στην πόλη. Και στις δύο περιπτώσεις βέβαια πρόκειται για την ευδαιμονία του ανθρώπου, πώς θα επιτύχει ο άνθρωπος την ευτυχία, μια ευτυχισμένη ζωή, είτε ως άτομο με την ε- νάρετη ζωή του είτε ως μέλος της κοινότητας, συμβιώνοντας με τους συνανθρώπους του και πραγματώνοντας την αρετή στα πλαίσια τώρα της πόλεως. Στα Ηθικά Νικομάχεια ο Αριστοτέλης προτάσσει την έρευνα ή τον προσδιορισμό του αγαθού: τι είναι αγαθό, τι εννοούμε όταν λέμε "καλό" (το εννοιολογικό ηθικό εύρος της λέξης "αγαθός" είναι μεγαλύτερο από ό,τι στη λέξη "καλός"). Διαπιστώνει αμέσως ότι το "αγαθόν" αφορά σε όλη την έκταση της ανθρώπινης δραστηριότητας, διανοητικής και πρακτικής: "Πάσα τέχνη και πάσα μέθοδος, ομοίως δε πράξις τε και προαίρεσις, αγαθού τινός εφίεσθαι δοκεί" (Α1, 1094α 1-2), ότι δηλ. ο άνθρωπος με οποιαδήποτε τεχνική δραστηριότητα και με κάθε θεωρητική ενασχόληση, καθώς ε- πίσης και με οποιοδήποτε ηθικό ενέργημα και με κάθε απόφασή του φαίνεται ότι επιδιώκει μια μορφή του αγαθού. Έτσι καταλήγει ο φιλόσοφος στο συμπέρασμα ότι όλες οι δραστηριότητες του ανθρώπου αποβλέπουν στην κατάκτηση του αγαθού. Η συστηματική εξέταση των εννοιών αυτών ο- δηγεί τον Αριστοτέλη στον προσδιορισμό και της έννοιας του αγαθού, το οποίο τώρα ορίζεται ως η πραγμάτωση του σκοπού ("έργον", "τέλος"), για τον οποίο είναι πλασμένος (φύσει) ο άνθρωπος. Ο σκοπός πάλι αυτός συναρτάται με την ανάπτυξη των φυσικών προδιαθέσεων και δυνάμεων που διαθέτει ο άνθρωπος και πραγματώνεται στη σφαίρα της πρακτικής και της κοινωνικής του ζωής ως "ψυχής ενέργεια κατ' αρετήν" (Ηθικά Νικομάχεια, Α6, 1098α 16: "Το ανθρώπινον αγαθόν ψυχής ε- νέργεια γίνεται κατ" αρετήν"). Η ευδαιμονία, λοιπόν, του ανθρώπου συνίσταται στην άσκηση της αρετής, αφού το "αγαθόν", όπως είδαμε, αποτελεί το ουσιώδες συστατικό της ευδαιμονίας και συνυπάρχει με την άσκηση της αρετής. Η ευδαιμονία, βέβαια, όπως συμπεραίνεται ήδη από όσα αναπτύξαμε, δεν είναι μια κατάσταση της ψυχής, αλλά μάλλον θεωρείται από τον Αριστοτέλη ως δραστηριότητα της ψυχής κατά την άσκηση της αρετής και συνδέεται με την πολιτική ζωή του ανθρώπου, δηλαδή με τον τρόπο που συμβιώνει με τους συνανθρώπους του. Από την άποψη αυτή η ευδαιμονία δεν απορρίπτει τα υλικά αγαθά ("τα εκτός αγαθά"), αλλά, αντίθετα, τα προϋποθέτει ως α- ναγκαία για την ολοκλήρωση της (ο Αριστοτέλης τα ονομάζει επίσης "χορηγία"). Θεμέλιο της αριστοτελικής ηθικής / πρακτικής φιλοσοφίας είναι η αρετή θεωρούμενη ως μεσάτης. Όπως είναι γνωστό, ο Αριστοτέλης ορίζει την αρετή καταρχήν ως μεσότητα: "έξις προαιρετική εν μεσότητι ούσα τη προς ημάς (ορισμένη λόγω και ως αν ο φρόνιμος ορίσειεν' (Ηθικά Νικομάχεια 1106Β 36), δηλαδή η αρετή είναι μια σταθερή ψυχική διάθεση ως αποτέλεσμα ελεύθερης επιλογής και ορίζεται ως το μέσο σε σχέση με μας" αυτό το μέσο καθορίζεται από την (κοινή) λογική καθώς και από την κρίση ενός συνετού ανθρώπου. Σήμερα πιστεύουμε ότι η έννοια της μεσότητας δεν έχει την καταγωγή της στην αρχαία ιατρική, μολονότι υπάρχουν υποστηρικτές και της αντίθετης άποψης. Η αρετή, επομένως, κατά τον Αριστοτέλη, δεν είναι φυσική προδιάθεση, αλλά είναι αποτέλεσμα ορισμένης δραστηριότητας, που γίνεται τελικά σταθερή διάθεση / ιδιότητα της 160

161 ψυχής ("έξις") με την επίμονη άσκηση και τον εθισμό (έθος - ηθική). Επιπλέον δεν είναι αντικείμενο διδασκαλίας, όπως η θεωρητική γνώση, ούτε αποκτάται με τη γνώση αλλά με την πράξη και συνδέεται άρρηκτα, είναι αποτέλεσμα ελεύθερης επιλογής του ανθρώπου ("προαίρεσις"). Προϋπόθεση του ενάρετου βίου είναι η ελευθερία της βούλησης, το δικαίωμα της επιλογής, ενώ η έννοια της μεσότητας συνδέεται επίσης με την ανθρώπινη σύνεση και σωφροσύνη, δεν έχει ίχνος μεταφυσικής. Είναι το μέσον (μέτρον) ανάμεσα στις ακραίες θέσεις από την άποψη της ουσίας και της ο- ντολογικής της αναφοράς ("κατά την ουσίαν και τον λόγον το τι ήν λέγονται", Ηθ. Νικ. Β6, 1107α 5 κ.ε.), αξιολογικά όμως και ως προς την έννοια του ορθού είναι το ύψιστο σημείο ("ακρότης"). Η έννοια της μεσότητας, πρέπει να προσθέσουμε, έχει σχέση και αναφέρεται μόνο στις ηθικές αρετές και όχι στις διανοητικές. Τέλος, δύο ακόμη βασικές έννοιες / αρετές της αριστοτελικής ηθικής φιλοσοφίας είναι η "δικαιοσύνη" (μ' αυτήν συνδέεται και η έννοια της επιείκειας) και η "φιλία". Και οι δύο έχουν σαφώς πολιτική διάσταση. Η δικαιοσύνη χαρακτηρίζεται ως "αλλότριον αγαθόν μόνη των αρετών, ότι προς έτερόν εστίν" (Ηθ. Νικ. Ε1,1130α 3), επειδή αποσκοπεί στην ευδαιμονία του άλλου, αυτού που την δέχεται παρά αυτού που την ασκεί ("προς έτερόν εστίν"). Από το άλλο μέρος η φιλία χαρακτηρίζεται πρωτίστως πολιτική αρετή και εκτιμάται ως θεμέλιο της πολιτικής κοινωνίας (ο Αριστοτέλης της αφιερώνει το 8ο βιβλίο των Ηθικών Νικομαχείων). Οπως είναι γνωστό, ο Αριστοτέλης υπήρξε ο θεωρητικός μελετητής της πολιτικής (φιλοσοφίας) με το έργο του Πολιτικά. Προηγήθηκε βέβαια ο Πλάτων, που με την Πολιτεία και τους Νόμους του, κυρίως, δικαίως θεωρείται ως ο θεμελιωτής της πολιτικής φιλοσοφίας. Ωστόσο, πρώτος ο Αριστοτέλης συστηματοποίησε τη μελέτη της πολιτικής και κωδικοποίησε την ως τότε πολιτική εμπειρία των Ελλήνων ως θεωρητική γνώση και ανάλυση του πολιτικού φαινομένου. Αφορμάται από την πεποίθηση ότι ο άνθρωπος είναι πρωτίστως "ζώον πολιτικόν" και παρέπεται το "κοινωνικόν" και "οικονομικόν", επομένως η πολιτική κοινότητα έχει προτεραιότητα, γγ αυτό και "πρότερον τη φύσει πόλις ή οικία και έκαστος εξ ημών". Η πόλΐς όμως, εννοούμενη ως πολιτική κοινότητα, δεν θεωρείται ως αυτοσκοπός η σημασία της και ο Αριστοτέλης προορισμός της συναρτάται με τη δυνατότητα που παρέχει στα μέλη της, στους πολίτες να πραγματώσουν στους κόλπους της τη φύση τους και να κατακτήσουν την ευδαιμονία (Πολιτικά, 1252Β 29): "γινομένη μεν ουν του ζην ένεκα, ούσα δε του ευ ζην". Αλλωστε μόνο μέσα στα πλαίσια της πόλεως μπορεί να αναπτύξει ο άνθρωπος τις φυσικές του ικανότητες και να αρτιωθεί ηθικά - έξω από την πόλη, δηλαδή έξω και μακριά από την κοινότητα ανθρώπων, παραμένει πάντοτε ελλιπής και ατελής. Η πόλις άλλωστε, κατά την αντίληψη των Ελλήνων, δεν είναι απλώς συγκέντρωση ανθρώπων και υπηρεσιών, αλλά κυριότατα θεσμός πολιτικός και καθίδρυμα παιδευτικό, θεοφρούρητο, πνευματικό επίτευγμα του ανθρώπου και κριτήριο εν τέλει της κοινωνικής και πολιτικής του ωριμότητας. Επιπλέον, η πόλις συνεστήθη όχι ως δείγμα ομαδικής ζωής, αλλά χάρη στην έλλογη φύση του ανθρώπου και στην αίσθηση της δικαιοσύνης (Πολιτικά Α2, 1253α 15-18) - δημιουργήθηκε ως έκφραση της "ορμής" του ανθρώπου "επί την τοιαύτην (δηλ. πολιτικήν) κοινωνίαν", και αυτή η "ορμή" είναι κοινό χαρακτηριστικό όλων των ανθρώπων ("εν πάσιν"). Πάνω σ' αυτές τις θεμελιώδεις αρχές στηρίζεται η πολιτική φιλοσοφία του Αριστοτέλη και γενικότερα των Ελλήνων, αφού, όπως είπαμε ήδη, ο φιλόσοφος αυτός συμπυκνώνει και κωδικοποιεί όλη την πολιτική φιλοσοφία των Ελλήνων. 8. Αισθητική και φιλοσοφία της τέχνης. Προτού μας απασχολήσουν οι απόψεις του Αριστοτέλη για την τέχνη, δηλαδή τις καλές τέχνες, και τη φιλοσοφική αποτίμηση των διαφόρων μορφών της τέχνης, κυρίως της λογοτεχνίας, είναι αναγκαίο να αποσαφηνίσουμε μερικά πράγματα από την αριστοτελική φιλοσοφία σχετικά με την "τέχνη", όπως μεταχειρίζεται ο φιλόσοφος αυτόν τον όρο στα συγγράμματά του. Καταρχήν, λοιπόν, με τον όρο "τέχνη" και ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης εννοούν την κατασκευαστική ικανότητα του ανθρώπου, η οποία βέβαια προϋποθέτει γνώση αιτιολογημένη που υπερβαίνει την εμπειρία. Ο Αριστοτέλης διακρίνει τα αισθητά πράγματα (τα "όντα") σε όσα είναι "φύσει" και σ' εκείνα που είναι προϊόντα της κατασκευαστικής ικανότητας του ανθρώπου ("από τέχνης" ή "τέχνη") (Φυσικά Β1, 192Β 8 κ.ε.). Ολα τα έργα της τέχνης, όπως την εννοούμε εμείς σήμερα, υπάγονται σ' αυτή τη δεύτερη κατηγορία, είναι δηλαδή αποτέλεσμα της δημιουργικής επέμ- Φ.Α., Α

162 Αριστοτέλης βοσης του ανθρώπου στη φύση με την ευρεία έννοια. Η τέχνη τώρα με αυτό το νόημα αποβλέπει, κατά τον Αριστοτέλη, σε δύο σκοπούς: είτε να αναπληρώσει όσα η φύση δεν "κατασκεύασε", όσα χρηστικά πράγματα, εργαλεία, έργα τέχνης κ.λπ. δεν μπορεί να είναι έργα της φύσεως ("όλως δε η τέχνη τα μεν επιτελεί α η φύσις αδυνατεί απεργάσασθαι", Φυσικά Β8, 199α 15 κ.ε.) είτε μιμείται τη φύση ("τά δε μιμείται", ό.π.). Όλα τα καλλιτεχνικά έργα, η καλλιτεχνική δραστηριότητα του ανθρώπου (ποίηση, ζωγραφική, γλυπτική, μουσική κ.λπ.) υπάγονται στη δεύτερη διάκριση, είναι δηλαδή αποτέλεσμα μίμησης: "μιμήσεις το σύνολον", λέει ο φιλόσοφος για τα είδη του ποιητικού λόγου, αλλά αυτό ισχύει για όλα τα καλλιτεχνήματα (Ποιητική, 1447α 13). Επιβάλλεται όμως να άρουμε κάθε παρεξήγηση που συνοδεύει τη μίμηση. Στον Αριστοτέλη η λέξη αυτή έχει διαφορετική σημασία από ό,τι στον Πλάτωνα, που μεταχειρίζεται αυτό τον όρο για να μειώσει την καλλιτεχνική δημιουργία, ως "τρίτον από της αληθείας" (πάντοτε σε σύγκριση βέβαια με τη φιλοσοφία). Όταν ο ποιητής "μιμείται" πράξεις π.χ., αυτό σημαίνει δημιουργική ανα-σύνθεση, αναπαράσταση των ηθικών ενεργημάτων του ανθρώπου με γνώση και φαντασία. Δεν έχει να κάνει τίποτα η μίμηση, όπως την εννοεί ο Αριστοτέλης, με την α- πομίμηση ή την αντιγραφή, ούτε με ό,τι αρνητικό συνοδεύει αυτή τη λέξη: ο φιλόσοφος επιμένει να τονίζει το νόημα της μίμησης (σ' αντίθεση με τον Πλάτωνα) και να το ανάγει στον φυσικό προικισμό του ανθρώπου, στο ένστικτό του ("μιμητικώτατον των ζώων ο άνθρωπος"). Με τις λέξεις "ποιείν" και "μίμησις" ο Αριστοτέλης θέλει να δηλώσει τη δημιουργική δύναμη του καλλιτέχνη ή τη "δημιουργική φαντασία", όπως τονίζει νεότερος μελετητής του Αριστοτέλη (I. During). Ενα έργο τέχνης, λοιπόν, είναι μια δημιουργική αναπαράσταση, είναι έργο όχι μόνο έμπνευσης αλλά και γνώσης. Όπως ο Πλάτων έτσι και ο Αριστοτέλης θεωρούν το σύνολο των καλών τεχνών (εικαστικές τέχνες, ποίηση, μουσική, χορός) ως μίμηση, μόνο που, όπως είδαμε, δεν εννοούν τα ίδια πράγματα με τη λέξη αυτή. Επίσης και οι λέξεις "ποιείν", "ποίηση" και "ποίημα" καταρχήν σημαίνουν την κατασκευαστική δραστηριότητα του ανθρώπου και μετά τα έργα της ποίησης, όπως τα εννοούμε εμείς σήμερα. Η ποίηση πάντως είναι μίμηση, σ' όλο το εύρος της, δηλαδή σε όλα τα είδη του ποιητικού λόγου. Ο Αριστοτέλης έγραψε ειδικό έργο για τα έργα της ποίησης (έπος, τραγωδία κ.λπ.), από το οποίο σώθηκε μόνο το πρώτο μέρος. Στο έργο αυτό βρίσκουμε έξοχες αισθητικές κρίσεις και φιλοσοφικές θέσεις του φιλοσόφου όχι μόνο για την ποίηση και τα ποιητικά έργα γενικά αλλά υπάρχουν πολλές αναφορές στη μουσική (και στα Πολιτικά, κάνει εκτεταμένο λόγο για τη μουσική), στη γλυπτική ("των ανδριάντων ποίησις", όπως λέει ο Γοργίας) και στη ζωγραφική. Ενα ακόμα σημείο της φιλοσοφικής θεώρησης της τέχνης και της αισθητικής αποτίμησης των έργων της, όπως την αντιλαμβάνονται οι Αρχαίοι και μαθαίνουμε από τον Αριστοτέλη, είναι η αντίληψη του για την έννοια του "κάλλους", της ομορφιάς. Πρώτα πρέπει να έχουμε πάντοτε στον νου μας ότι η αντίληψη του κάλλους στους αρχαίους Ελληνες είναι νοητική μάλλον ραρά "αισθητική", με τη σημασία που ξέρουμε εμείς σήμερα από την εποχή της Αναγέννησης και κυρίως του κλασικισμού. 0 Αριστοτέλης π.χ. αναφέρει πολλές φορές ως πρότυπο ομορφιάς τα μαθηματικά, διότι ως αισθητικές κατηγορίες θεωρεί την τάξη, τη συμμετρία και το καθορισμένο στον χώρο ως ευσύνοπτο και ακριβές αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά βρίσκει ο φιλόσοφος, κατ' εξοχήν μάλιστα, στα μαθηματικά αντικείμενα (Μετά τα Φυσικά κ.ε). Φαίνεται όμως ότι η αντίληψη της τέχνης από τους Ελληνες είναι κατ' ουσίαν μαθηματική, δηλαδή νοητική, και η αισθητική τους στηρίζεται στις μαθηματικές αναλογίες των πραγμάτων (τάξις, συμμετρία, ωρισμένον κ.λπ.). Επιπλέον οι αρχαίοι Έλληνες για τις σημερινές έννοιες όπως λογοτεχνία, τέχνη, αισθητική δεν είχαν καν λέξεις αντίστοιχες, όπως δέχεται σήμερα η έρευνα, και δεν γνώριζαν το κάλλος, την ομορφιά ως αισθητική έννοια ή κατηγορία. Αυτά κυρίως ισχύουν για την κλασική εποχή (Πλάτων και Αριστοτέλης). Ωστόσο ο Αριστοτέλης εθεώρησε την τέχνη στο σύνολό της και ειδικά την ποίηση θετικά. Αντίθετα από τον δάσκαλό του, τον Πλάτωνα, που καταδίκασε και εξόρισε τους ποιητές από την ιδανική του πολιτεία, ο Αριστοτέλης παραμένει πιστός στην ελληνική παράδοση, που ήθελε τους ποιητές δασκάλους του λαού' θεωρεί και αξιολογεί την ποίηση ως φιλοσοφικότερη από την Ιστορία, όπως είναι γνωστό (Ποιητική, 1451 Β5). Επιπλέον α- πάλλαξε την ποίηση και γενικότερα την τέχνη από ηθικά κριτήρια και αξιολογήσεις ξένες 162

163 Αριστοτέλης προς αυτήν: "ουχ η αυτή ορθότης εστίν της πολιτικής (ηθικής) και της ποιητικής" (Ποιητική 1460 Β13). Οι θέσεις αυτές του Αριστοτέλη δεν επέδρασαν ούτε επηρέασαν, αισθητά τουλάχιστον, τις αντιλήψεις των μεταγενέστερων για την τέχνη. Ασκησαν όμως μεγάλη επίδραση (από την Αναγέννηση και εξής) στη διαμόρφωση των αισθητικών αντιλήψεων του νεότερου ανθρώπου. Η νεότερη (και η σύγχρονη) αισθητική άντλησε και αντλεί πολλά και πολύτιμα στοιχεία τόσο για τη λογοτεχνία γενικά όσο και για τις καλές τέχνες στο σύνολό τους. Σήμερα μάλιστα ξαναγυρίζουμε στις απόψεις του μεγάλου Σταγιρίτη και ανακαλύπτουμε σ" αυτές πρωτοτυπία και τόλμη. Δ. ΟΙ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ. Νηφάλιος ανατόμος των φιλοσοφικών προβλημάτων και συστηματικός μελετητής του φιλοσοφικού λόγου, ο Αριστοτέλης ερεύνησε και "διέταξε" τη φιλοσοφική σκέψη και τη μεθοδική γνώση, έτσι ώστε να θεωρείται, δικαίως, ο θεμελιωτής της επιστημονικής αντιμετώπισης της φιλοσοφίας. Ολοι οι κατοπινοί αιώνες ως τα νεότερα χρόνια κινούνται και στοχάζονται ανάμεσα στα δύο μεγέθη της ελληνικής φιλοσοφίας, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Ο Αριστοτέλης, πρακτικότερος ωστόσο από τον δάσκαλό του, δαπάνησε τη φιλοσοφική του διάθεση στην έ- ρευνα του αισθητού κόσμου. Δεν δεχόταν τις ιδέες του Πλάτωνα και εννοούσε το "είδος" (μορφή) πάντοτε σε αδιάσπαστη ενότητα με την "ύλη" (είδος - ύλη), με τα αισθητά πράγματα. Οι έννοιες ύλη και είδος (μορφή) γίνονται ο άξονας για τη μελέτη του φυσικού - ένυλου κόσμου. Τα πάθη δεν καταδικάζονται αλλά μετριάζονται (θεωρία της μεσότητας) - η τέχνη, και κυρίως η τραγωδία και γενικότερα η ποίηση, δεν εξοβελίζονται από την κοινωνία, αλλά αποτιμούνται με κριτήρια οικεία και επομένως κρίνονται κατάλληλες να υπηρετήσουν την ανθρώπινη κοινότητα. Ο άνθρωπος είναι "ζώον μιμητικόν" και μάλιστα "το μιμητικώτατον των ζώων", δηλαδή ον καλλιτεχνικό από τη φύση του, η αισθητική του έχει γνήσιες φυσικές καταβολές. Δεν ενδιαφέρει τον Αριστοτέλη η ι- δανική αλλά η άριστη πολιτεία, αυτή που είναι εφικτή στα μέτρα του ανθρώπου. Η παιδεία και η σωστή αγωγή συνιστούν τις καλύτερες προϋποθέσεις για την επιβίωση και την πρόοδο της ανθρώπινης κοινότητας. Η θεωρητική πολιτική φιλοσοφία και οι προσπάθειες των Ελλήνων να συστήσουν ευνομούμενες κοινωνίες βρίσκουν στο έργο του Αριστοτέλη την ερμηνεία και την ιστορική τους αποτίμηση. Ο στοχασμός του Αριστοτέλη διεύρυνε τον ο- ρίζοντα της Φιλοσοφίας από την αντίθετη προς τον Πλάτωνα κατεύθυνση. Ο μελετητής της Ιστορίας της Φιλοσοφίας έχει την εντύπωση πως η "τελείωση" της φιλοσοφίας είχε συντελεσθεί με τον Αριστοτέλη - για να παραφράσουμε μια γνωστή δική του φράση "η φιλοσοφία έσχε την εαυτής φύσιν". Η μορφή του κλείνει την ακμή της ελληνικής φιλοσοφίας, την κλασική, και συγχρόνως μια ολόκληρη εποχή. Μετά τον θάνατό του η ελληνική φιλοσοφία, η ελληνική ιστορία και ολόκληρος ο γνωστός τότε κόσμος αποκτούν άλλες διαστάσεις. Με τον Αριστοτέλη έδυσε ο κλασικός κόσμος των Ελλήνων. Η φιλοσοφία ήταν η τελευταία και η κορυφαία του τραγικού χορού που τράβηξε την αυλαία. Η φιλοσοφία του Αριστοτέλη άσκησε τεράστια επίδραση και είχε απροσμέτρητες συνέπειες για την ανάπτυξη της επιστήμης (σε μερικές περιπτώσεις και δεσμευτική επίδραση). Δεν έπαψε όμως ούτε στιγμή να ασκεί αμείωτη γοητεία και να χαρίζει στους μελετητές απερίγραπτη χαρά και απόλαυση πνευματική, αυτήν ακριβώς που πηγάζει από την ειλικρινή ενασχόληση με οποιαδήποτε περιοχή της φιλοσοφίας ή της επιστήμης. Βιβλιογρ.: Η μνημειώδης νεότερη έκδοση του έργου του Αριστοτέλη είναι αυτή που έκανε ο J. Bekker, Aristotelis Opera, l-iv, Berlin, , ανατύπ. 1960, με τον Index Arislotelicus του Η. Bonitz. Επιμέρους μελέτές: J. L. Ackrill. Aristotle's Ethics, London, του Ιδιου, Aristotle the Philosopher, Oxford, J. L. Ackrill (εκδ.), A New Aristotle Reader, Princeton, Un. Pr., D. J. Allan, The Philosophy ot Aristotle, Oxford Un. Pr., 1952 (ανατ. 1979).- Barnes J. - Schofield, M. Sorabji R. (εκδ.). Articles on Aristotle, τόμοι 4, London, 1971/72.- Fr. Briese, Die Philosophie des Aristoteles, τόμ. I: Logik und Metaphysik, τόμ. II: Die besonderen Wissenschalten Halen, During, Aristoteles, Darstellung und Interpretation Seines Denkem, Heidelberg, 1966 (ελλην. μτφ. Π. Kovτζιό-Παντελή. Ο Αριστοτέλης. Παρουσίαση και ερμηνεία της σκέψης του, τόμ. Α, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 1991).- Κ. Δ. Γεωργούλης, Αριστοτέλης ο Σταγιρίτης, θεσμκη, 1962 (ανατύπ.).- W. Jaeger, Aristoteles. Grundlegung einer Geschichte seiner Entwicklung, Berlin, 1923 (ανατ. 1955).- W. Kullmann. Wissenschalt und Methode. Interpretationen zur aristotelischen Theorie der Naturwissenschalt, Berlin / New York, J. Luka-siewicz, Aristotle's Syllogistic Irom the Standpoint ol Modem Formal Logic, Oxlord, 1967'.- S. Mansion (εκδ.) Aristote et les probumes de mdthode, Louvain, M. Mathen. (εκδ.), Aristotle Today, London, P. Moraux. (εκδ.). Aristoteles in der neueren Forschung, Darmstadt D. Papadis. Die Rezeption der Nikomachischen Ethik der Aristoteles bei 163

164 αριστοτελισμός Thomas von Aquin. Frankfurt / M., R. Robinson, Aristotle's Psychology, N. YorV, W. D. Ross. Aristotle. London, ανατ (ελλην. μτφ., ΜαριλΙζα Μήτσου, Αριστοτέλης, Αθήνα, ΜΙΕΤ. 1991).- Η. Schweitzer. Zur Logik der Praxis, Munchen, Γρ. Ζιάκας, Ο Αριστοτέλης στην αραβική παράδοση, Θεσ/νίκη, Β. Α. Kyrkos. Die Dichtung als Wissensproblem bei Aristoteles, Διατρ. (Heidelberg), Athen, Βασ. Κύρκος αριστοτελισμός. Με τον όρο "αριστοτελισμός" εννοούμε, πρώτον, τη συνέχεια της φιλοσοφίας του Αριστοτέλη, είτε μέσα στον Περίπατο, που διαδέχθηκε το Λύκειο, είτε στην ευρύτερη περιοχή του Ελληνισμού και αργότερα στον ρωμαϊκό κόσμο' επίσης τους σημαντικότερους εκπροσώπους της αριστοτελικής φιλοσοφίας, τα κέντρα θεραπείας και καλλιέργειας των αριστοτελικών σπουδών, τους υπομνηματιστές και σχολιαστές των έργων του φιλοσόφου και τις επιδράσεις της σκέψης του και των φιλοσοφικών δογμάτων του. Δεύτερον, εννοούμε τη συνέχεια και τις απηχήσεις της αριστοτελικής φιλοσοφίας, με την εμφάνιση του Χριστιανισμού και τις μεταλλαγές του γνωστού τότε κόσμου, στη διαμόρφωση της νέας εικόνας που προσλαμβάνει ο κόσμος αυτός στην ιστορική του διαδρομή, που τέμνεται από την εμφάνιση των Αράβων στο προσκήνιο της Ιστορίας και συνεχίζεται στον δυτικό Μεσαίωνα και στο Ελληνικό Βυζάντιο. Και τρίτον, τέλος, στην έννοια του αριστοτελισμού συμπεριέχεται και η σπουδή της αριστοτελικής φιλοσοφίας στον νεότερο κόσμο (συμπεριλαμβάνουμε και τη θεραπεία της αριστοτελικής φιλοσοφίας στον μεταβυζαντινό, τον τουρκοκρατούμενο και τον Ελληνισμό των παροικιών κυρίως, βέβαια, εννοούμε εδώ τη Δυτική Ευρώπη και τις εξακτινώσεις της δυτικής κλασικής παιδείας στη βόρεια Αμερική κ.λπ.). Διακρίνουμε τρεις μεγάλες περιόδους στην ι- στορία του αριστοτελισμού: την αρχαία, τη μεσαιωνική και τη νεότερη. Α. Μετά τον θάνατο του Αριστοτέλη (322 π.χ.) τη διεύθυνση της σχολής του, του Λυκείου, α- νέλαβε ο μαθητής και φίλος του Θεόφραστος*, από την Ερεσσό της Λέσβου, ο οποίος εν μέρει μόνο συνέχισε τις βασικές γραμμές του δασκάλου του. Όπως είδαμε, ο Θεόφραστος κληρονόμησε και τη βιβλιοθήκη του Αριστοτέλη με όλα τα συγγράμματά του, δημοσιευμένα και αδημοσίευτα ("εσωτερικοί" και "εξωτερικοί λόγοι") και την κράτησε, βέβαια, στην κατοχή του ως τον θάνατό του (287 π.χ.). Έτσι στον Περίπατο*, όπως μετονομάσθηκε τώρα το Λύκειο, σπουδάζουν τη φιλοσοφία του Αριστοτέλη από τα αυθεντικά του έργα. Όπως είναι εύλογο όμως, ο Θεόφραστος θα δώσει την προσωπική σφραγίδα και τον δικό του τόνο στη φιλοσοφική έκφραση της Σχολής. θα συνεχίσει τις βιολογικές έρευνες του Αριστοτέλη (Περί φυτών ιστορίαι και Περί φυτών αιτιώ\ή και θα καινοτομήσει, ως ένα βαθμό, με το έργο του Φυσικών δόξα ι και τους Χαρακτήρες. Σε πολλές περιπτώσεις, ωστόσο, άσκησε κριτική στον δάσκαλό του. Στους αυτήκοους μαθητές του Αριστοτέλη συναριθμείται και ένας άλλος αξιόλογος φιλόσοφος, ο Εύδημος ο Ρόδιος*, που μετά τον θάνατο του δασκάλου του ίδρυσε σχολή στη Ρόδο και συνέχισε την αριστοτελική φιλοσοφική παράδοση. Στα κύρια έργα του αναφέρονται τα συγγράμματά του για την ιστορία των επιστημών (Γεωμετρία, Αριθμητική κ.λπ.). Ενας άλλος προικισμένος μαθητής του Αριστοτέλη ήταν ο Αριστόξενος ο Ταραντίνος*, που ασχολήθηκε με τη μουσική (Περί αρμονικών στοιχείων) και μετέφερε στους κόλπους του Περιπάτου τη διδασκαλία των Πυθαγορείων*. Αλλοι μαθητές του Αριστοτέλη ήταν ο Κλέαρχος* από τους Σόλους της Κύπρου, ο Φαινίας*, συμμαθητής και συμπατριώτης του Θεόφραστου, ο Διοκλής* από την Κάρυστο κ.ά. Στους άμεσους διαδόχους του Θεοφράστου προσμετρούμε τον διάσημο φυσικό Στράτωνα τον Λαμψακηνό* (στη διεύθυνση της Σχολής π.χ.), που διέπρεψε για την εξαιρετική του επίδοση στη Φυσική. Με τον Στράτωνα γίνεται εμφανέστερη η βαθμιαία απομάκρυνση των σχολαρχών του Περιπάτου από την αυθεντική διδασκαλία του Αριστοτέλη. Ο ίδιος ο Στράτων απομακρύνθηκε σε πολλά σημεία από τον αριστοτελικό ορισμό του χρόνου (ως "αριθμόν κινήσεως" κ.λπ.), με το επιχείρημα ότι "η δε κίνησις και ο χρόνος συνεχές, το δε συνεχές ουκ αριθμητόν". Διάδοχοι του Στράτωνα στον Περίπατο ήταν ο Λύκων* από την Τρωάδα ( π.χ.) κγ αυτόν διαδέχτηκε ο Αρίστων* από την Κέα (Τζιά) και, τέλος, ο Σωτίων* από την Αλεξάνδρεια (2ος αι. π.χ.) υπήρξε ο δέκατος στη σειρά των σχολαρχών του Περιπάτου από τον θάνατο του Αριστοτέλη. Σ' όλο αυτό το διάστημα, για δύο περίπου αιώνες, όπως είπαμε ήδη, οι διάδοχοι και μαθητές του Αριστοτέλη στη σχολή του Περιπάτου διδάσκουν από αντίγραφα των έργων του δα- 164

165 αριστοτελισμός σκάλου, διότι τα αυθεντικά συγγράμματά του βρίσκονταν στα υπόγεια της Σκήψης, στην Τρωάδα. Όπως είναι εύλογο, στη γνήσια και αυθεντική φιλοσοφία του Αριστοτέλη δημιουργήθηκαν χάσματα, δεν επικρατούσε άλλωστε ποτέ στον Περίπατο αυστηρό δογματικό πλαίσιο διδασκαλίας και τήρησης της αριστοτελικής σκέψης, όπως συνέβαινε στις άλλες φιλοσοφικές σχολές. Υπήρξε εν τούτοις ένας σεβασμός στις θέσεις του μεγάλου δασκάλου και στις φιλοσοφικές παραδόσεις της σχολής. Αυτός ο σεβασμός συνεχίστηκε και μετά τη δημοσίευση των αριστοτελικών έργων -ουσιαστικά στην πρώτη έκδοση- από τον αριστοτελικό φιλόσοφο και ενδέκατο στη σειρά σχολάρχη του Περιπάτου, τον Ανδρόνικο τον Ρόδιο* (περ π.χ.). Από τότε όμως τα πράγματα αλλάζουν. Η αριστοτελική φιλοσοφία, όπως διδασκόταν στον Περίπατο, είχε ήδη μια παράδοση προφορικής συνέχειας αλλά και προσωπικής συμβολής όλων των διευθυντών της σχολής, λίγο ως πολύ. Η παράδοση αυτή θα ενισχυθεί τώρα με τη μελέτη των έργων του δασκάλου και θα προκύψει απ' αυτή τη διεργασία η μεγάλη σειρά των Υπομνημάτων και των Σχολίων στα έργα του Αριστοτέλη. Πριν φθάσουμε στους υ- πομνηματιστές και τους σχολιαστές των αριστοτελικών έργων, η φιλοσοφία του Αριστοτέλη βρήκε απήχηση στους Ρωμαίους διανοούμενους, π.χ. στον Κικέρωνα*, και επηρέασε τα ήθη και τη σκέψη τους, ίσως περισσότερο από τους Στωικούς*, όπως πιστεύεται. Ο Κικέρων, πάντως, φαίνεται πως δεν πρόφθασε να δει την έκδοση των αριστοτελικών κειμένων από τον Ανδρόνικο τον Ρόδιο στη Ρώμη και μάλλον ήξερε την αριστοτελική φιλοσοφία από την παράδοση του Περιπάτου και των μικρότερων σχολών που συντηρούσαν αρκετά στοιχεία από τη φιλοσοφία του Αριστοτέλη. 0 αριστοτελικός φιλόσοφος, άλλωστε, Κριτόλαος*, από τη Φάσιλη της Κιλικίας, είναι ο πρώτος που έκανε γνωστή την αριστοτελική φιλοσοφία στους Ρωμαίους κατά τον 1ο αι. π.χ. Η αριστοτελική φιλοσοφία εν τω μεταξύ δεν είχε μάλλον μεγάλη επίδραση στα δόγματα των άλλων φιλοσοφικών σχολών κατά την ελληνιστική περίοδο, δηλαδή στην Ακαδημία*, στους Επικούρειους* (στον Κήπο), στη Στοά* και στους Κυνικούς*. Θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι ειδικά οι Στωικοί φιλόσοφοι, και ειδικότερα οι πρώτοι Στωικοί φιλόσοφοι, οικοδόμησαν το φιλοσοφικό τους σύστημα εν πολλοίς σε αντίθεση με την αριστοτελική σκέψη, κυρίως βέβαια τη Λογική τους και τη Φυσική τους (και την πρώιμη Ηθική τους, π.χ. τη θεωρία περί παθών). Στον Επίκουρο* επισημαίνει η έρευνα κάποια στοιχεία των αριστοτελικών επιδράσεων, κυρίως στη Φυσική και στην Ηθική του. Μόνο δύο μεγάλοι εκπρόσωποι της Μέσης Στοάς, ο Παναίτιος* και ο Ποσειδώνιος*, θα μελετήσουν τα έργα του Αριστοτέλη, όσα υπήρχαν ως α- ντίγραφα προσιτά, και θα προσέξουν τις απόψεις του φιλοσόφου. Κατά το δεύτερο μισό του 1ου αι. π.χ. ο, ήσσονος σημασίας κατά τα άλλα, φιλόσοφος Αντίοχος ο Ασκαλωνίτης* θα επιχειρήσει να συγκεράσει ή να προσεγγίσει τη διδασκαλία των δύο μεγάλων φιλοσόφων της κλασικής αρχαιότητας, του Πλάτωνα* και του Αριστοτέλη. Ετσι, θα αρχίσει η περίοδος του Εκλεκτικισμού*, που θα γνωρίσει την κορύφωση της στους εκπροσώπους του Νεοπλατωνισμού* και προπάντων στον νεοπλατωνικό φιλόσοφο Πορφύριο*, σπουδαίο μελετητή των α- ριστοτελικών έργων και από τους σημαντικότερους υπομνηματιστές. Από το 30 π.χ. μετά την πρώτη, ουσιαστικά, έκδοση των αριστοτελικών έργων (Οοφυε) από τον Ανδρόνικο τον Ρόδιο, αρχίζει ο υπομνηματισμός και τα σχόλια στα έργα του Αριστοτέλη. Τα Υπομνήματα και τα Σχόλια, που έγραψαν εξαίρετοι μελετητές των έργων του φιλοσόφου, θα συνεχισθούν σ' όλους σχεδόν τους βυζαντινούς αιώνες και αποτελούν σήμερα μία από τις απολύτως αναγκαίες και τις σημαντικότερες πηγές για τη μελέτη της α- ριστοτελικής φιλοσοφίας. Οι σημαντικότεροι σχολιαστές και υπομνηματιστές της εποχής είναι ο Αλέξανδρος* από την Αφροδισιάδα της Κιλικίας (ο σημαντικότερος όλων, περ. 2ος αι. μ.χ.), ο Σιμπλίκιος* (5ος - 6ος αι. μ.χ.), που προσπάθησε να βρει κοινά σημεία στη σκέψη του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα, και ο Ιω. Φιλόπονος* (6ος αι. μ.χ.), που κράτησε μάλλον μια ήπια στάση στα Σχόλιά του και προσπάθησε να φέρει τον Αριστοτέλη κοντά στη χριστιανική διδασκαλία (είχε ασπασθεί τον Χριστιανισμό). Ο Θεμίστιος* είναι επίσης ένας υ- πομνηματιστής των έργων του Αριστοτέλη (μέσα του 4ου αι. μ.χ.), αλλά και ο τελευταίος εκπρόσωπος της σχολής του Αριστοτέλη, του Περιπάτου. Μετά τον θάνατο του Θεμίστιου δεν έχουμε πια αναφορές στη δραστηριότητα του Περιπάτου. Β. Οι λογικές αποδεικτικές ικανότητες του αρι- 165

166 αριστοτελισμός στοτελικού συστήματος και η επιστημονική του δομή ευνόησαν την προσαρμογή του και, από το άλλο μέρος, κατέστησαν αναγκαία τη μελέτη και την οικειοποίηση, θα λέγαμε, των ε- πιχειρημάτων του από τον αναφαινόμενο και ανερχόμενο Χριστιανισμό κατά τον 4ο αι. μ.χ. Και εννοούμε εδώ τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας στην πρώτη γραμμή και, στη συνέχεια, το Βυζάντιο και τον Ισλαμισμό. Αργότερα, το ίδιο θα συμβεί με τη σύνθεση του αριστοτελισμού και της χριστιανικής θεολογικής παράδοσης στους σχολαστικούς του δυτικού Μεσαίωνα. Στην ανατολική Μεσόγειο και στα ενδότερα της περιφέρειάς της ο αριστοτελισμός είχε χρησιμεύσει ήδη ως όπλο και όργανο στις μεγάλες αιρέσεις που συντάραξαν την Ελληνική Χριστιανική Ανατολή κατά τους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού και ως την εμφάνιση των Αράβων από τον 7ο αιώνα. Στο Βυζάντιο, στους πρώτους αιώνες, με την επιβολή του χριστιανικού θρησκευτικού δόγματος έγινε αναγκαίο να εξευρεθούν τα λογικά και α- ποδεικτικά επιχειρήματα για τη στήριξή του. Υπήρχε ήδη παράδοση με τρυς Θεμίστιο, Ιω. Φιλόπονο και πιο πρώιμα με τον Κλήμεντα* τον Αλεξανδρινό (2ος αι. μ.χ.) και τον πρόδρομο της οικείωσης του Αριστοτέλη με το χριστιανικό δόγμα, τον Φίλωνα τον Ιουδαίο* (1ος αι. π.χ.). Στον Κλήμεντα βρίσκουμε πολλά στοιχεία της περιπατητικής παράδοσης. Οι πρώτοι Χριστιανοί Πατέρες προσδοκούσαν να αρυσθούν επιχειρήματα από το αριστοτελικό "Οργανο", για να κατοχυρώσουν το τριαδικό δόγμα της νέας θρησκείας. Καθ" όλη τη μακρά διάρκεια του Βυζαντίου υπήρξε έντονο το ενδιαφέρον των χριστιανών θεολόγων για τον Αριστοτέλη και τη φιλοσοφία του (και υποτονικό για τον Πλάτωνα). Από το άλλο μέρος, οι πρώτοι κιόλας μεγάλοι θεολόγοι της ανατολικής Εκκλησίας, αφού αντιμετώπισαν τον κίνδυνο από τον Νεοπλατωνισμό*, εστράφησαν εναντίον των αιρέσεων, όπου διέγνωσαν στοιχεία επιδράσεων του Αριστοτέλη. Ο Μέγας Βασίλειος*, ο Γρηγόριος Νύσσης* κάι ο Θεοδώρητος* επισήμαναν την επίδραση αριστοτελικών ιδεών στην αίρεση του Ευνομίου. Ο Μάξιμος ο Ομολογητής* θα κάνει ευρεία χρήση εννοιών και της ορολογίας της φιλοσοφίας του Αριστοτέλη, ενώ είχαν προηγηθεί αρκετοί άλλοι πριν, π.χ. ο Λέων ο Βυζάντιος* (5ος-6ος αι.). Η ενασχόληση με τον Αριστοτέλη πάντως γνώρισε νέα ώθηση με τον πατριάρχη Φώτιο* (9ος αι.), που ανανέωσε τη σπουδή των κλασικών γραμμάτων γενικότερα μετά τους δύσκολους αιώνες του Βυζαντινού μεσοδιαστήματος (7ος-8ος αι.). Από τον 11ο αι., με τη λειτουργία του Πανεπιστημίου της Κων/πόλεως, ανανεώνονται οι α- ριστοτελικές σπουδές στο Βυζάντιο και το ενδιαφέρον για την ελληνική φιλοσοφία γενικότερα. Μια σειρά εξαιρετικών ανδρών, διανοούμενων και φιλοσόφων, θα μελετήσουν τον Αριστοτέλη, θα υπομνηματίσουν το έργο του και θα διδάξουν τη σκέψη του. Μιχ. Ψελλός*, Ιωάννης Ιταλός*, Μιχαήλ Εφέσιος* (γράφει τα πρώτα σχόλια στα Πολιτικό του Αριστοτέλη), Ευστράτιος Νικαίας*, Νικηφόρος Βλεμμύδης*, Γεώργιος Παχυμέρης*, Θεόδωρος Μετοχίτης* και άλλοι πολλοί ανανεώνουν τις αριστοτελικές σπουδές και δημιουργούν τον αριστοτελισμό του ύστερου Βυζαντίου, ο οποίος θα κρατήσει ως την Αλωση και μετά απ' αυτήν. Πράγματι, κατά την Αλωση (15ος αι.) είναι γνωστή η σφοδρή διαμάχη αριστοτελιστών (Γεώργιος Γεννάδιος ή Σχολάριος*) με τους πλατωνιστές (Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός*). Η διαμάχη αυτή θα τροφοδοτήσει τις πολιτικές αντιθέσεις στο εκπνέον Βυζάντιο, θα μεταφερθεί στη Δύση και θα συνεχισθεί και στους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας στον υπόδουλο Ελληνισμό. Οπως σημειώσαμε ήδη, στην Ελληνική Χριστιανική Ανατολή κατά τον 4ο αι. ο αριστοτελισμάς ήταν πάντοτε κυρίαρχο φιλοσοφικό ρεύμα με ουσιαστικές επιδράσεις στη διαμόρφωση των θρησκευτικών δογμάτων και των πολιτιστικών ιδεών. Στην ευρύτερη περιοχή της Συρίας οι αφέσεις των Νεστοριανών* και των Μονοφυσιτών* προσπάθησαν να αρυσθούν δογματικά όπλα, για να στηρίζουν τις θεολογικές αποκλίσεις τους, από την παράδοση της αριστοτελικής φιλοσοφίας και ειδικά από τις Κατηγορίες. Δημιουργήθηκαν, λοιπόν, κέντρα μελέτης του Αριστοτέλη στην Εδεσσα της άνω Συρίας και στην Αντιόχεια. Μας είναι γνωστά τα ονόματα των σημαντικότερων "αριστοτελιστών" απ' αυτή την περιοχή και αυτή την εποχή: Γεώργιος ο Αραψ, Ιάκωβος επίσκοπος Εδέσσης, Σεβήρος Σεμπάχ. Μετά την αναστολή της λειτουργίας της Σχολής της Εδεσσας από τον αυτοκράτορα Ζήνωνα (489), οι νεστοριανοί αυτοί μελετητές του Αριστοτέλη κετέφυγαν στην Περσία. Εκεί θα συναντήσουν οι Αραβες αργότερα (και στην κυρίως Συρία, βέβαια) την αριστοτελική φιλοσοφική παράδοση και θα την 166

167 αριστοτελισμός αναπτύξουν στο Πανεπιστήμιο της Βαγδάτης κατά τον 9ο αι., μεταφράζοντας τα έργα του Αριστοτέλη στα αραβικά. Οι πρώτοι μελετητές του Αριστοτέλη προέρχονται πράγματι απ' αυτή τη συνάντηση του αριστοτελισμού της Συρίας με τον αραβικά κόσμο. Εδώ μπορούμε να αναφέρουμε τους πρώτους Σύρους: τον Χουναίν Ιμπν Ισάκ (Hunain Ibn Ishacq), τον Αμπν Μπισρ Ματά Ιμπν Γιουνούς (Abn Bishr Matta Ibn Junus), τον Ισάκ Ιμπν Χουναίν (Ishaq Ibn Hunain) κ.ά. Γρήγορα τους Σύρους αυτούς θα διαδεχθούν οι Αραβες, εκπρόσωποι του α- ναπτυσσόμενου αραβικού πολιτισμού στην α- ραβική πλέον Περσία. Ο Αλ-Φαραμπί* ασχολήθηκε με τη Λογική του Αριστοτέλη, αλλά περισσότερο γνωστός για τα επιτεύγματά του έγινε ο Πέρσης Ιμπν Σίνα, ο Αβικέννα* (11ος αι.) όπως τον ξέρουμε με το εξελληνισμένο όνομά του. Από την άλλη άκρη του ισλαμικού κόσμου, στην αραβοκρατούμενη Ισπανία, θα ε- πιβληθεί με τις καταπληκτικές μελέτες του για τον Αριστοτέλη ο Ισπανοάραβας Ιμπν Ρουσντ, ο γνωστός μας Αβερρόης* (12ος αι.). Ο Αριστοτέλης γνώρισε, πράγματι, στο πρόσωπο του Αβερρόη έναν από τους σημαντικότερους μελετητές και ερμηνευτές του στην ιστορία ο Αβερρόης ανέλυσε και ερμήνευσε το έργο του φιλοσόφου με καταπληκτική φαντασία και ευαισθησία, με γνώση των παλαιότερων Σχολίων και της παράδοσης επεξεργάστηκε βασικές θέσεις της αριστοτελικής φιλοσοφίας, όπως τη θνητότητα της ψυχής, την αιωνιότητα του κόσμου, το ενιαίο του λόγου σ' όλους τους ανθρώπους κ.λπ. Με τη μελέτη του ο Αβερρόης δημιούργησε "σχολή" και παράδοση στη μελέτη του Αριστοτέλη, τον αβερροίσμό*, επηρέασε βαθύτατα τις αριστοτελικές σπουδές στη Δύση, κυρίως τη δυτική θεολογία, και ως τις μέρες μας σι ερμηνείες του α- ποτελούν ουσιαστικά εργαλεία για την κατανόηση του Αριστοτέλη. Παράλληλα, στην αραβοκρατούμενη Ισπανία έχουμε την ανάπτυξη του εβραϊκού αριστοτελισμού, με κυριότερους εκπροσώπους τον Salomon Ibn Gabirol, γνωστό στη Δύση ως Avicebron* (11ος αι.), τον Αβραάμ Ιμπν Νταούτ από το Τολέδο (12ος αι.) και τον σημαντικότερο όλων, τον περίφημο Μωυσή Μαίμωνίδη* από την Κόρδοβα (12ος αι.). Με πρώτη και σημαντικότερη ίσως πύλη εισόδου της αριστοτελικής φιλοσοφίας στη Δύση το Βυζάντιο (μέσω της Ιταλίας) και κατά δεύτερο λόγο από την αραβοκρατούμενη Ισπανία, ο αριστοτελισμός άρχισε να επηρεάζει τη σκέψη γενικότερα και την ανάπτυξη της δογματικής θεολογίας στη Δύση από τον 12ο αιώνα. Το 1150 ο Ιάκωβος Βενετός, ύστερα από την παραμονή του στην Κωνσταντινούπολη και τη σπουδή του Αριστοτέλη εκεί, μεταφράζει στα λατινικά τα Φυσικά, το Περί ψυχής και το Μετά τα φυσικά του Αριστοτέλη. Ο R. Grosseteste το 1240 μεταφράζει τα Ηθικά Νικομάχεια. Τέλος ο έξοχος μεταφραστής, ε- πίσκοπος Κορίνθου κατά τη Φραγκοκρατία στην Ελλάδα, ο Φλαμανδός Γουλιέλμος Moerbeke* ( ) ολοκλήρωσε τη μετάφραση του αριστοτελικού Corpus στα λατινικά με μια θαυμαστή, υποδειγματική τεχνική μεταφραστική ακρίβεια. Ο Moerbeke και ο Θωμάς Ακινάτης τον ίδιο αιώνα (13ο) στη Δύση (Ιταλία - Παρίσι) θα δημιουργήσουν την παράδοση των αριστοτελικών σπουδών στη δυτική Ευρώπη. Ο πρώτος μεγάλος αριστοτελιστής πάντως στη Δύση ήταν ο Πέτρος Αβελάρδος* (12ος αι.) και τον ακολούθησαν ο Roger Bacon* (14ος αι.) και W. Ockham*. Η επιβλητική μορφή βέβαια του δυτικού αριστοτελισμού, που δέσποσε στην ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας, είναι ο Θωμάς Ακινάτης* ( ), που εγκαινίασε νέα εποχή τόσο στη θεολογία της Δυτικής Ευρώπης, ειδικά της καθολικής Εκκλησίας, όσο και στη Φιλοσοφία. Γ. Μετά τον 15ο αι. δημιουργείται μια νέα κατάσταση για τις αριστοτελικές σπουδές, τόσο στην τουρκοκρατούμενη ορθόδοξη Ελληνική Ανατολή όσο και στη λατινική Καθολική Δύση. Από την Ελληνική Ανατολή μια μεγάλη χορεία Ελλήνων λογίων ανδρών, λίγο πριν από την Αλωση, αλλά κυρίως μετά απ' αυτήν, όπως είναι γνωστό, ζητούν καταφύγιο στις χώρες της Δύσης, κατά πρώτο λόγο στην Ιταλία. Εκεί τώρα, μαζί με χιλιάδες ελληνικών χειρογράφων που μεταφέρουν, είτε αυτοβούλως είτε κατ' εντολήν άλλων προστατών, αναλαμβάνουν να διδάξουν ελληνικά, αλλά κυρίως μεταφέρουν τον αριστοτελισμό της Ανατολής, των τελευταίων αιώνων του Βυζαντίου, στα παιδευτικά κέντρα της δυτικής Ευρώπης. Ο Μανουήλ Χρυσολωράς* πριν από την Αλωση ( ) και μετά ο Ιωάννης Αργυρόπουλος* ( ), ο Θεόδωρος Γαζής* ( ), ο Γεώργιος Τραπεζούντιος* ( ) και ο καρδινάλιος Βησσαρίων* ( ) μεταφέρουν στην Ιταλία και στις άλλες δυτικές χώρες την ελληνική άποψη για την ερμηνεία και τη μετάφραση του Αριστοτέλη. Η άλωση της Κωνσταντινούπολης συνοδεύτηκε 167

168 αριστοτελισμός από τη σφοδρή αντίθεση του αριστοτελισμού (Γεώργιος Σχολάριος) και του πλατωνισμού (Γεώργιος Πλήθων / Γεμιστός). Αυτή τη διαμάχη μετέφεραν οι Έλληνες λόγιοι στην Ιταλία και στην άλλη δυτική Ευρώπη. Τον ίδιο αιώνα με την ανακάλυψη της τυπογραφίας αρχίζουν να τυπώνονται τα έργα του Αριστοτέλη ήταν τέτοια η ζήτηση μάλιστα, που από ποσοτική άποψη κατέλαβαν τη δεύτερη θέση (την πρώτη έχουν τα έργα του Μεγάλου Αβελάρδου*). Η πρώτη πλήρης έκδοση στα ελληνικά θα γίνει από τον Αλδο Μανούτιο (η editio aldina) στη Βενετία (το ), ενώ προηγήθηκε η έκδοση στα λατινικά στην Πάντοβα (το ). Αυτή η εκδοτική δραστηριότητα ενισχύει τώρα μια νέα κίνηση μελέτης του Αριστοτέλη, έναν νεοαριστοτελισμό, που αναπτύσσεται σε αντίθεση προς τον σχολαστικισμό* και τον (αραβικό) αβερροϊσμό*. Παράλληλα, σ" αυτούς τους δύο αιώνες (14ο και 15ο) αναπτύσσονται και οι πλατωνικές σπουδές με κέντρο αρχικά τη Φλωρεντία (Ακαδημία Φλωρεντίας, ο Marsilio Ficino* κ.ά.), ενώ οι ηθικές, οι πολιτικές και οι φυσιογνωστικές μελέτες του Αριστοτέλη θα α- ποτελέσουν το έναυσμα για την ανάπτυξη των επιστημών. Ηδη όμως προβάλλουν οι νεότεροι χρόνοι και μια νέα εποχή ανατέλλει για τις επιστήμες. Στην τουρκοκρατούμενη Ανατολή ο Θεόφιλος Κορυδαλεύς* ( ) μεταφέρει τον αριστοτελισμό, ακριβέστερα τον νεοαριστοτελισμό της Πάντοβας και δημιουργεί παράδοση: τον Κορυδαλικό αριστοτελισμό ή απλώς τον Κορυδαλισμό. Αυτός ο τρόπος μελέτης και ερμηνείας του Αριστοτέλη θα κρατήσει έναν αιώνα σχεδόν και θα επηρεάσει όλη την πνευματική και παιδευτική παράδοση στον υπόδουλο Ελληνισμό. Πολυάριθμοι Έλληνες, είτε στις τουρκοκρατούμενες χώρες της Ελληνικής Ανατολής είτε στον Ελληνισμό της Διασποράς, μελετούν, γράφουν, μεταφράζουν και σχολιάζουν τα έργα του Αριστοτέλη: ο Νικ. Κούρσουλας* (υπομνήματα στη Φυσική ακρόαση, στο Περί γενέσεως και φθοράς, στο Περί ουρανού, Περί ψυχής), ο Γεράσιμος Βλάχος* (στο Περί ψυχής, Φυσική ακρόαση κ.λπ.), ο Αλέξ. Μαυροκορδάτος (υπόμνημα στο Περί γενέσεως και φθοράς) και πλήθος άλλων. Στη δυτική Ευρώπη ο αριστοτελισμός από τον 16ο ως τον 18ο αι. διέρχεται μια κατάσταση α- ντίδρασης και άρνησης. Οι διανοητές βλέπουν τον σχολαστικισμό* του Μεσαίωνα και τον α- βερροϊσμό ως αντίδραση στο πνεύμα των νέων καιρών. Πάντως ο αριστοτελισμός, παρά ταύτα, επηρεάζει όλο το φάσμα της φιλοσοφικής προόδου στις χώρες της δυτικής Ευρώπης: Fr. Bacon ( ), G. Β. Leibniz ( ), J. Bodin επηρεάζονται από τις ιδέες του Αριστοτέλη. Η Ποιητική και η Ρητορική είναι τα αγαπημένα έργα αυτής της εποχής. Τον 19ο και τον 20ό αιώνα κόπασε το αντιαριστοτελικό ρεύμα και ξανάρχισε η μελέτη των αριστοτελικών έργων με τη βοήθεια των νέων δεδομένων των ιστορικών και άλλων αρχαιογνωστικών ε- πιστημών. Ο Αριστοτέλης αναδεικνύεται ως η πρώτη προωθητική δύναμη της φιλοσοφίας. Την πρώτη νέα έκδοση των νέων έργων του Αριστοτέλη από τον J. G. Buhle (1791) θα ακολουθήσει η μνημειώδης έκδοση της Βασιλικής Πρωσικής Ακαδημίας του Βερολίνου (1835 έως 1870). θα συνεχισθεί η έκδοση αυτή με τα σχόλια και τα υπομνήματα στα έργα του Αριστοτέλη έως σήμερα. Η σύγχρονη φιλοσοφική κίνηση στις χώρες της Ευρώπης και στη Βόρεια κυρίως Αμερική είναι έντονη και πολλαπλώς ευεργετική για τη φιλοσοφία γενικότερα και την ιστορία των ιδεών. Πολυάριθμα κέντρα και ινστιτούτα μελέτης και ερμηνείας των έργων του Αριστοτέλη κρατούν ζωηρό το ενδιαφέρον των μορφωμένων ανθρώπων. Πρέπει πάντως να αναφέρουμε δύο τέτοια κέντρα: το Aristoteles Archiv στο Βερολίνο (1965 κ.ε.) και την Aristotelian Society του Λονδίνου. Πέρα απ" αυτά, μεταφράσεις των αριστοτελικών έργων εκπονούνται σε όλες τις χώρες και η μελέτη τους συνεχίζεται με θαυμαστό ρυθμό. Βιβλιογρ.: Ed. Zeller, Die Philosophie der Griechen in ihrer geschichtlichen Entwicklung, τομ. I-VI. Darmstadt, W.B ' (Leipzig 1010*, ').- P. Moraux. D'Aristote ά Bessanon, Fr. Wehrli (εκδ.). Der Peripatos in vorchristlicher Zeit, Β. N. Tatakis, La philosophie byzantine, Paris, ελλην. μτφ. Εύα Καλπουρτζή. Βυζαντινή Φιλοσοφία, Αθήνα, G. Lacombe. Aristoteles Latinus, 3 τομ. και κείμενα, 15 τόμοι, (συνεχίζεται).- P. Moraux κ.ά., Aristote et Saint Thomas <f Aquin, H. Rashdall, The Universities ol Europe in the Middle Ages, νέα εκδ., τόμ. 3, Τ. J. De Boer, Geschichte der Philosophie in Islam, 1901 (για τον αραβικό αριστοτελισμό).- F. Ε. Peters, Aristoteles Arabus: The oriental (Syriac and Arabic) Translations and Commentaries ol the Arestotelian Corpus, Kristeller, Renaissance philosophy and the Medieval Tradition, P. Petersen. Geschichte der aristotetischen Philosophie in protestantischen Deuts chland, I. Opelt, Griechische Philosophie bei den Araben, Munchen, P. Moraux (εκδ.), Aristoteles in derneueren Forschung, Darmstadt, W.B του ίδιου. Der Aristotelismus bei den Griechen: Von Andronikos bis Alexander v. Aphrodisias, τομ. I. Berlin, Fr. Wehrli. 168

169 ΑρκεσΙλαος ο ΠιταναΙος Der Peripatos bis zum Beginn der romischen Kaiserzeit, στον τόμο: "Die Philosophic der Antike" 3. εκδ. Η. Flashar, Basel/Stuttgart, 1983 (σ ).- J. P. Lynch, Aristotle's School. A Study ot a Greek Educational Institution. California, Γρ. Δ. Ζιάκας, Ο Αριστοτέλης στην α- ραβική παράδοση, θεσσαλονίκη, Boo. Κύρκος Αρίστων ο ΚεΙος (3ος αι. π.χ.). Περιπατητικός* φιλόσοφος, μαθητής του Λύκωνα* και ίσως διάδοχός του στη διεύθυνση του Περιπάτου στην Αθήνα. 0 Αρίστων, όπως και ο δάσκαλός του, χαρακτηριζόταν από την τάση για εκλαΐκευση της αριστοτελικής φιλοσοφίας, και γι' αυτό με τα έργα του απευθυνόταν στο ευρύτερο μορφωμένο κοινό της εποχής του. Μια σειρά από διαλόγους του, με πρότυπο τους διαλόγους που έγραψε ο Αριστοτέλης* σε νεανική ηλικία, α- πευθυνόμενος επίσης στο ευρύτερο κοινό, υ- πηρετούσαν την προσπάθεια για εισαγωγή στα προβλήματα της φιλοσοφίας. Το ίδιο και ένας προτρεπτικός λόγος του, και αυτός κατά το πρότυπο του αριστοτελικού Προτρεπτικού. Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του Αρίστωνα για τα ηθικά προβλήματα, με κριτήριο τη διδασκαλία του Αριστοτέλη για τη μεσότητα, διαφαίνεται από τα έργα του Ερωτικά όμοια, Περί του κουφίζειν υπερηφανίας και άλλες πραγματείες με χαρακτηρολογικό περιεχόμενο, ανάλογες με τους Χαρακτήρες του Θεόφραστου*, ιδρυτή του Περιπάτου. Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τον διάλογό του Περί γήρως, θέμα που είχαν πραγματευτεί πριν από τον Αρίστωνα και άλλοι Περιπατητικοί, όπως ο Θεόφραστος και ο Δημήτριος ο Φαληρεύς* και που έγινε πρότυπο για τον Ουάρρωνα* και τον Κικέρωνα* σε πραγματείες τους πάνω στο ίδιο θέμα. Ενας ακόμα διάλογος του Αρίστωνα, με τον τίτλο Λύκων, αφιερωμένος στον δάσκαλό του Λύκωνα, είχε θέμα "τα περί των ψυχών δόγματα". Τέλος ο Αρίστων, ακολουθώντας την παράδοση του Περιπάτου, που εγκαινίασε τη βιογραφία ως είδος του λόγου, έγραψε και βίους του Ηράκλειτου*, του Σωκράτη*, του Επίκουρου*, του Αριστοτέλη, του Θεόφραστου και του Λύκωνα. Από όλα τα έργα του Αρίστωνα έχουν σωθεί πολύ μικρά αποσπάσματα. Ε.Ν. Ρούσσος Αρίστων ο Χίος (3ος αι. π.χ.). Ελληνας φιλόσοφος, στωικός* στην αρχή ως μαθητής του Ζήνωνα του Κιτιέα*. Αργότερα όμως απομακρύνθηκε από τις θεωρίες της Στοάς και ανέπτυξε δική του θεωρία, η οποία βρισκόταν πολύ κοντά στις αντιλήψεις των κυνικών*. Ο Αρίστων καταφρονούσε τη λόγια μόρφωση. Απέρριπτε τη διαλεκτική* και τη λογική*, ως ά- χρηστες και ανώφελες, και τη φυσική, ως επιστήμη που ξεπερνάει τη γνωστική ικανότητα του ανθρώπου. Αρνιόταν επίσης τη διάκριση των αγαθών από τον Ζήνωνα σε "προηγμένα" (αυτά δηλαδή που είναι κατά φύση, έχουν αξία και αξίζει να τα επιθυμούμε) και στα αντίθετά τους, τα "αποπροηγμένα". Αποδεχόταν μόνο την τρίτη διάκριση, τα "αδιάφορα", διδάσκοντας ότι τα πάντα είναι "αδιάφορα", δεν έχουν δηλαδή ούτε αξία ούτε απαξία, εκτός από την αρετή και την κακία. Ελεγε ότι αρετή είναι η υγεία του πνεύματος και είδη αυτής η φρόνηση, η δικαιοσύνη κ.λπ. και ότι η διδασκαλία της είναι έργο της παιδαγωγικής και όχι της φιλοσοφίας. Κατά τον Παναίτιο*, ο Αρίστων δεν άφησε γραπτό έργο. Βιβλιογρ.: Mayer Α., Aristonstudien, Phil. Suppl. XI (1910), σ. 484 κ.ε. Απ. Τζ. ΑρκεσΙλαος ο ΠιταναΙος ( π.χ.). Αρχαίος Ελληνας φιλόσοφος, ιδρυτής της Μέσης Ακαδημίας. Αρχικά σπούδασε μαθηματικός στην πατρίδα του Πιτάνη της Μ. Ασίας, κοντά στον μαθηματικό Αυτόλυκο. Αργότερα στην Αθήνα φοίτησε στην Περιπατητική Σχολή*, όταν διευθυντής αυτής ήταν ο διάδοχος του Αριστοτέλη Θεόφραστος*. Μετά έγινε μαθητής του Κράντορα* στην Ακαδημία*, όπου γνώρισε τον σχολάρχη της Πολέμωνα* και τον Κράτη*, οι οποίοι τον επηρέασαν αποφασιστικά στις μετέπειτα κατευθύνσεις του. Μετά τον θάνατο του Κράτη, ο Αρκεσίλαος τον διαδέχτηκε στη διεύθυνση της Σχολής και έγινε αρχηγός της λεγόμενης Μέσης Ακαδημίας με την ιδιότητά του αυτή άρχισε αγώνα κατά του φιλοσοφικού δογματισμού. Ο Αρκεσίλαος αμφισβητούσε τη δυνατότητα αντίληψης με τις αισθήσεις (Cicero, De orat., Ill, 67). Πρώτος στόχος της πολεμικής του υ- πήρξε η φιλοσοφία του Ζήνωνα*, κατά την οποία κριτήριο της αλήθειας είναι η "καταληπτική φαντασία". Σε τέτοιο βαθμό έφθανε η αμφισβήτηση του για τη δυνατότητα της γνώσης, ώστε να διακηρύττει ότι "τίποτε δεν γνωρίζουμε ούτε ακόμη το ότι τίποτα δεν γνωρίζουμε". Σκοπός λοιπόν της φιλοσοφίας, κατά τον Αρκεσίλαο, δεν πρέπει να είναι η κατάκτηση της αλήθειας, αλλά η αποφυγή της πλάνης, 169

170 ΑρμινιανοΙ πράγμα που τον οδήγησε στην απόλυτη αποφυγή από την έκφραση γνώμης ("εποχή"). Την αρχή αυτή τόσο αυστηρά την τήρησε ο ίδιος, ώστε ούτε το αξίωμά του αυτό δεν ήθελε να το εμφανίσει ως γνώση. Με τον τρόπο αυτό πλησίαζε μάλλον προς τις ιδέες του Πλάτωνα*, που δεχόταν την υποκειμενική παράσταση ("δόξα"). Αρνιόταν λοιπόν τη δυνατότητα της γνώσης, όχι όμως και της ενέργειας, αφού υ- ποστήριζε ότι, προκειμένου να ενεργήσει κανείς λογικά, αρκεί να ακολουθήσει το πιθανό (εύλογον), που αποτελεί ανώτερο κριτήριο για την πρακτική ζωή. Ο Αρκεσίλαος, που υπήρξε ικανός χειριστής της διαλεκτικής, δεν άφησε συγγράμματα, κατά το προηγούμενο του Σωκράτη. Η επίδραση όμως της προφορικής του διδασκαλίας, η οποία μας είναι γνωστή μόνον από έμμεσες μαρτυρίες, διατηρήθηκε στην ιστορία της φιλοσοφίας παρά τις παρερμηνείες που παρατηρήθηκαν σ' αυτήν, διότι στα χρόνια του η Ακαδημία συγκέντρωσε πολλούς μαθητές, οι οποίοι διέσωσαν τα διδάγματά του. Βιβλιογρ.: Gigon Ο.. Zur Geschichle der sogenanden Neuen Akademie. "Museum Helvelicum", 1944, Bd. 1, s Weische Α., Cicero und die Neue Akademie, Munster Kramer H. J.. Platonismus und Hellenislische Philosophie, Berlin - Ν. Y., b Απ. Τζαφερόπουλος ΑρμινιανοΙ. Αιρετικοί Διαμαρτυρόμενοι στην Ολλανδία, που προήλθαν από τον Καλβινισμό (βλ. λ. Καλβίνος). Πήραν το όνομά τους από τον πάστορα του Αμστερνταμ Ιάκωβο Αρμίνιο (Ιάκ. Χάρμενσεν, ), που απέρριπτε τη διδασκαλία του Καλβίνου για τον "απόλυτο προορισμό" και δεχόταν ότι ο άνθρωπος, βοηθούμενος από τη θεία χάρη, μπορεί να σώσει την ψυχή του με την πίστη και τα καλά έργα. Ο αρμινισμός καταδικάστηκε ως αίρεση από τη σύνοδο του Ντόρντρεχτ ( ). Σήμερα υ- πάρχουν ακόμη μερικές χιλιάδες οπαδοί του στην Ολλανδία. Ε. χ. αρμονία. Ταιριαστή, συμμετρική διάταξη των μερών ενός συνόλου, χωρίς τα μέρη αυτά να αντιτίθενται μεταξύ τους ή στις διάφορες λειτουργίες του συνόλου, ενώ αντίθετα συντείνουν στο ίδιο συνολικό αποτέλεσμα. Τα πράγματα, κατά τους Πυθαγόρειους*, είναι συνθέσεις άνισων και αντίθετων στοιχείων. Για να γίνει όμως η σύνθεση, αυτά έχουν ανάγκη από έναν δεσμό, την αρμονία, η οποία χαρακτηρίζεται ως ένωση πολλών στοιχείων και ως συμφωνία των αντιθέτων. Ως φιλοσοφικός όρος η λέξη αρμονία χρησιμοποιήθηκε από τους σύγχρονους Γάλλους φιλοσόφους και ιδαίτερα από τον Ravaisson*, στον οποίο οφείλεται και η διάδοση της χρήσης της. Στην αισθητική, κατά τον Πλάτωνα*, η αρμονία κατέχει τη θέση ενός από τα γνωρίσματα του αισθητικού φαινομένου, που είναι το μέτρο και η αρμονία, η καθαρότητα και η τελειότητα. Στη μουσική, ειδικότερα, είναι ένα από τα τρία κυριότερα στοιχεία της (ρυθμός, μελωδία, αρμονία). Ο ρόλος της αρμονίας στην περίπτωση αυτή είναι να προκαλεί την αισθητική ιδιότητα του αισθήματος που προέρχεται από την ακρόαση περισσοτέρων του ενός μουσικών ήχων ταυτόχρονα. Κατά τους Πυθαγόρειους, μουσική αρμονία παράγουν και τα ουράνια σώματα. Αυτά, όπως κάθε σώμα που κινείται, παράγουν ήχους, το ύψος των οποίων είναι ανάλογο προς την ταχύτητά τους το σύνολο των ήχων αυτών αποτελεί εναρμόνια συμφωνία ("αρμονία σφαιρών"), την οποία δεν ακούμε, επειδή δεν συνηθίσαμε σ' αυτήν από τη στιγμή της γέννησης μας. Και στην ηθική φιλοσοφία η θέση της έννοιας αρμονία είναι σημαντική. Κατά τους Πυθαγόρειους, ηθική είναι μια πράξη που έχει μέσα της μέτρο και αρμονία. Κατά τον Kant*, πρέπει να υποθέσουμε ότι υ- πάρχει μια αναγκαία σχέση μεταξύ του ηθικού φρονήματος και της τάξεως του κόσμου, μια αρμονία, όπου η τάξη του κόσμου και η κατάσταση της ζωής ρυθμίζονται από το ηθικό φρόνημα. Απ. Τζ. αρμονία, προδιατεταγμένη ή προκατεστημένη. Θεωρία του Leibniz*, σύμφωνα με την οποία ο Θεός από τη στιγμή της δημιουργίας του κόσμου κανόνισε και προδιέγραψε για την αιωνιότητα την απόλυτη αντιστοιχία και συμφωνία των διαφόρων μονάδων, ώστε το σύμπαν να λειτουργεί σαν ένα καλοκουρδισμένο ρολόι. Η θεωρία αυτή έρχεται ως απόηχος φιλοσοφικών απόψεων της αρχαιότητας και ιδιαίτερα του Ηράκλειτου*, ο οποίος παρατήρησε ότι στον κόσμο επικρατεί αρμονία, η οποία παράγεται από την εναντιότητα και την αντιξοότητα των πάντων. Απ. Τζ. Αρμστρονγκ (Armstrong) Ντέιβιντ (γεν. 1926). Αυστραλός φιλόσοφος, εκπρόσωπος του "επι- 170

171 άρνησης της άρνησης, νόμος στημονικού υλισμού". Θεωρεί τη συνείδηση σαν τον εγκέφαλο από την άποψη του διαμεσολαβητή εσωτερικών και εξωτερικών κινήτρων και αντιδράσεων. Επιδιώκει την αναγωγή (βλ. αναγωγισμός) του ψυχικού στο φυσικό και του γενικού (του αναγκαίου και του ουσιώδους) στο μοναδικό και στο τυχαίο. Εργα του: A materialist Theory of Mind, New York - London, What is a Law of Nature? Cambridge, Δ.Π. άρνηση. Φιλοσοφικός όρος που υποδηλώνει έναν από τους νόμους της διαλεκτικής ανάπτυξης, ένα από τα στοιχεία της διαδοχικότητας που υπάρχει στην εξέλιξη του αναπτυσσόμενου αντικειμένου. Κάθε αντικείμενο, κατά τη διαδικασία της ανάπτυξής του, θα περάσει α- ναπόφευκτα από το στάδιο της ίδιας του της άρνησης, θα γίνει δηλαδή ποιοτικά διαφορετικό. Πρόκειται για μιαν αλυσιδωτή άρνηση του παλιού και την εμφάνιση του νέου, που δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Το αναπτυσσόμενο αντικείμενο μετατρέπεται συνεχώς σε κάτι άλλο, ενώ, κατά μιαν ορισμένη έννοια, εξακολουθεί να παραμένει το ίδιο. Ετσι λ.χ. η νεότητα αρνείται την παιδικότητα, τη νεότητα η ωριμότητα και την ωριμότητα το γήρας ή το φύτρο αρνείται τον σπόρο, και το στάχυ το φύτρο. Παράλληλα όλα αυτά δεν είναι παρά διαφορετικά στάδια της ανάπτυξης ενός και του αυτού ανθρώπου ή φυτού. Αυτή η αδιάκοπη αυτοάρνηση είναι το χαρακτηριστικό της προοδευτικής αυτοανάπτυξης, που παρατηρείται στη φύση, τη γνώση και την κοινωνία. Η διαλεκτική άρνηση δεν είναι άσκοπη και κενή, αλλά δημιουργική, καθώς το παλιό όχι απλώς απορρίπτεται και καταστρέφεται, αλλά παραχωρεί τη θέση του σε κάτι νέο, το οποίο διατηρεί τις θετικές πλευρές του παλιού στη νέα ποιότητα του Είναι και της γνώσης. Απ. Τζ. άρνησης της άρνησης, νόμος. Βασικός νόμος της διαλεκτικής. Χαρακτηρίζει τη διαδικασία της ανάπτυξης ως προς την κατεύθυνσή της, τη διαλεκτική ενότητα της εμφάνισης του νέου και της υπό νέα μορφή διατήρησης ορισμένων στοιχείων του παλιού και την ανοδικότητα που εκφράζεται ως διαλεκτική διαδοχικότητα. Η καταγωγή του νόμου ανάγεται στον Χέγκελ*, αν και συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του εμφανίστηκαν ενωρίτερα στην ιστορία της σκέψης και της φιλοσοφίας. Στα πλαίσια της χεγκελιανής φιλοσοφίας βασικό στοιχείο της έννοιας της ανάπτυξης και της προόδου είναι η εμφάνιση ή η εκδίπλωση της άρνησης που ήδη υπήρχε στο προηγούμενο αναπτυξιακό στάδιο. Η άρνηση της άρνησης αυτής συντελείται ως άρση της και επομένως ως, κατά μια έννοια, επαναφορά και αποκατάσταση του αντικειμένου της αρχικής άρνησης. Η επαναφορά και αποκατάσταση αυτή είναι εντούτοις η γέννηση του νέου ως έννοιας ή οντότητας που διατηρεί στοιχεία του παλιού εμπλουτισμένα με την άρνηση ή με το αντίθετό της. Η γέννηση του νέου αντιστοιχεί στην, σε ανώτερο α- ναπτυξιακό στάδιο, εμφάνιση του ενιαίου των αντιθέτων μετά από τη διαπάλη τους για επικράτηση. Ετσι, ο νόμος της άρνησης της άρνησης σηματοδοτεί και εκφράζει, αφενός, το δυναμικό πέρασμα του ενός αντιθέτου στο άλλο και, αφετέρου, το αναπτυξιακά υπέρτερο αποτέλεσμα της τελικής σύνθεσής τους, που συντελείται με την άρνηση της αρχικής άρνησης. Στα πλαίσια της χεγκελιανής φιλοσοφίας διογκώθηκε η σημασία και η προβλεπτική ικανότητα του τριαδικού σχήματος "θέση, άρνηση, άρνηση της άρνησης", καθώς, μεταφερόμενο από το επίπεδο ανάπτυξης των εννοιών, επιδιώχθηκε να εκφράσει κάθε δυναμική διαδικασία αλλαγής. Στα πλαίσια της υλιστικής διαλεκτικής ο νόμος της άρνησης της άρνησης θεωρείται ότι καθορίζει και περιγράφει τις διαδικασίες ανάπτυξης και στη φύση και στην κοινωνία και στη νόηση. Ως χαρακτηριστικά των δυναμικών αλλαγών ή μεταβολών θεωρούνται ο νόμος της ενότητας και της πάλης των αντιθέτων, καθώς και ο νόμος της μετάβασης από την ποσοτική συσσώρευση στην ποιοτική μεταλλαγή. Και οι δύο αυτοί νόμοι αποτελούν πλευρές, εκφάνσεις, εκδοχές του ενός και μοναδικού νόμου, αυτού της άρνησης της άρνησης, χωρίς να τον εξαντλούν περιγραφικά. Ο νόμος της άρνησης της άρνησης, πέρα από τον εκ των προτέρων καθορισμό του δυναμικού πλαισίου της αλλαγής, αναφέρεται στην τελειωμένη διαδικασία, στο τελειωμένο προϊόν της. Ετσι, στα επιμέρους στάδια της υπό ο- λοκλήρωση διαδικασίας, ο νόμος εκφράζεται ως ενδιάθετη τάση, ως έκφραση του αριστοτελικού "δυνάμει". Βασικά χαρακτηριστικά του νόμου είναι η άρνηση, η διαδοχικότητα (με την έννοια της κατεύθυνσης) και η ανάπτυξη. Η α- νάπτυξη αυτή γίνεται αντιληπτή ως κατευθυνόμενη, αλλά όχι με γραμμικό τρόπο. Δεν είναι 171

172 Αρντιγκό δυνατόν να παρασταθεί καν με μία επίπεδη καμπύλη, διότι η όποια παράστασή της όφειλε να συμπεριλάβει το χαρακτηριστικό της μετάβασης σε ανώτερο αναπτυξιακό στάδιο και το χαρακτηριστικό της διατήρησης στοιχείων του παλαιού στα πλαίσια της νέας σύνθεσης των αντιθέτων. Έτσι η ανάπτυξη, ως έκφραση του νόμου της άρνησης της άρνησης, μπορεί να παρασταθεί ως σπειροειδής καμπύλη, η οποία αποδίδει και το χαρακτηριστικό της μετάβασης σε ανώτερο αναπτυξιακό στάδιο και αυτό της, κατά κάποιον τρόπο, "επιστροφής" που συντελείται με την άρση της αρχικής άρνησης. Μια σπειροειδής καμπύλη μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι μια ακολουθία μη ταυτιζόμενων περιφερειών κύκλου οι οποίες συνδέονται κατά τρόπο συνεχή. Αυτή η σχηματική παράσταση συνηγορεί υπέρ της σχετικής ομοιότητας των αναπτυξιακών διαδρομών και της μοναδικότητας της διαλεκτικής αναπτυξιακής πορείας. Δεν πρόκειται για ουσιαστική επιστροφή στο παλιό, αλλά για "επανάληψη" χαρακτηριστικών και ιδιοτήτων με σχετικό περιεχόμενο. Η σχετικότητα του περιεχομένου αυτού εξαρτάται από την πολυπλοκότητα της αναπτυξιακής διαδικασίας. Ως επιπλέον χαρακτηριστικό της διαλεκτικής αναπτυξιακής διαδικασίας είναι δυνατόν να αναφέρει κανείς αυτό του ολοένα επιταχυνόμενου ρυθμού μεταβολής και μετάβασης από μια κατάσταση στην αντίθετη της. Η επιτάχυνση αυτή μπορεί να εκφραστεί είτε ως μεταβολή ταχύτητας είτε ως εσωτερική μεταβολή των μετρικών χαρακτηριστικών του χρόνου που χρησιμοποιείται στο αναπτυσσόμενο σύστημα. Οπως ήδη ειπώθηκε, στα πλαίσια της υλιστικής διαλεκτικής η έννοια του διαλεκτικά αναπτυσσομένου συστήματος, αυτού δηλαδή που υπακούει κατά την ανάπτυξη του στον νόμο της άρνησης της άρνησης, αφορά όλα τα αναπτυσσόμενα συστήματα είτε στη φύση είτε στην κοινωνία είτε στη νόηση. Διον. Αναπολιτάνος Αρντιγκό Ρομπέρτο (Κρεμόνα, 1828-Μάντοβα, 1920). Ιταλός φιλόσοφος. Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Σεμινάριο της Μάντοβα, χειροτονήθηκε ιερέας το Μια βαθιά πνευματική κρίση τον οδήγησε στο να εγκαταλείψει το ιερατικό στάδιο το 1881, οπότε και κατέλαβε την έδρα του καθηγητή της Ιστορίας της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβα, θέση που διατήρησε μέχρι το Πέθανε αυτόχειρας. Ο Αρντιγκό συνέβαλε αποφασιστικά στην εισαγωγή στη νεότερη ιταλική φιλοσοφία θεμελιωδών θέσεων του ευρωπαϊκού θετικισμού*. Ερχόμενος σε αντιπαράθεση προς την πνευματοκρατία της εποχής, προσπάθησε να αξιοποιήσει τη θετικιστική μέθοδο στα πλαίσια μιας επιστροφής στην πραγματικότητα της εμπειρίας και απέδειξε πως αυτή η τελευταία αποτελεί το αναγκαίο θεμέλιο για οποιαδήποτε θεωρητική κατασκευή. Στο έργο του La psicologia come scienza positive (Η ψυχολογία ως θετική επιστήμη, 1870), που σηματοδοτεί τη γέννηση της επιστημονικής ψυχολογίας στην Ιταλία, περιλαμβάνονται οι θεμελιώδεις κατευθύνσεις της σκέψης του. Η μέθοδος του Αρντιγκό μοιάζει πολύ με εκείνη του Spencer*, μολονότι στο έργο του Dottrina Spenceriana dell' inconoscibile (Η θεωρία του Spencer για το ά- γνωστο, 1899) επικρίνει τις θέσεις του Αγγλου φιλοσόφου: δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να υφίσταται πέρα από τις γνωστικές δυνατότητες του ανθρώπου - το άγνωστο, που για τον Spencer αποτελεί μεταφυσική αφαίρεση έξω από την εμπειρική τάξη, είναι στην πραγματικότητα ένας μόνο περιορισμός στην ανθρώπινη διάνοια, περιορισμός που μπορεί ν' αντιμετωπιστεί μέσω της πειραματικής μεθόδου. Συνακόλουθη της φιλοσοφικής θεώρησης του Αρντιγκό είναι η παιδαγωγική του αντίληψη. Στο έργο La scienza dell'educazione (Η επιστήμη της παιδείας, 1893), υποστηρίζει την ανάγκη εισαγωγής στην παιδαγωγική διαδικασία της άμεσης και έμμεσης ενορατικής μεθόδου. Η πρώτη είναι εκείνη "με την οποία, χωρίς να καθοδηγείται από κανέναν και με τη βοήθεια των αισθήσεων, το άτομο μαθαίνει να γνωρίζει τα πράγματα". Η δεύτερη, πάλι, αναφέρεται στη συσσωρευμένη μέσα στον χρόνο πολιτισμική και επιστημονική κληρονομιά της ανθρωπότητας. Αλλα σημαντικά έργα του Αρντιγκό είναι: La morale dei positivisti (Η ηθική των θετικιστών, 1879), Relativitd delta logics umana (Η σχετικότητα της ανθρώπινης λογικής, 1881), II tatto psicologico delta percezione (To ψυχολογικό γεγονός της αντίληψης, 1882), Sociologia(Κοινωνιολογία, 1886), L' unitd delta coscienza (Η ε- νότητα της συνείδησης, 1898). Αθ. Νάτσης Αρόν Ρεϋμόν (Aron Raymond, ). Γάλλος κοινωνιολόγος, δημοσιολόγος και πολιτικός σχολιαστής, καθηγητής της Κοινωνιο- 172

173 λογίας στη Φιλοσοφική Σχολή της Σορβόννης ( ) και κατόπιν στο Collage de France. Στα έργα του πραγματεύθηκε θεμελιακά προβλήματα της φιλοσοφίας της ιστορίας, της κοινωνιολογίας και της πολιτειολογίας. Εξετάζοντας την ιστορία από την "επιστημολογική, υ- περβατολογική, φιλοσοφική σκοπιά", κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κατανόησή της είναι α- ντικειμενικά περιορισμένη, διότι ο ιστορικός λόγος δεν μπορεί να περικλείσει ολόκληρο το γίγνεσθαι της ανθρωπότητας. Και γι' αυτό, ο αιτιακός ντετερμινισμός", που είναι το εργαλείο του ιστορικού λόγου, αντανακλά μόνον εν μέρει την αντικειμενική πραγματικότητα (Εισαγωγή στη φιλοσοφία της ιστορίας, 1937, και Κριτική φιλοσοφία της Ιστορίας, 1964). Ο Αρόν είναι ένας από τους θεμελιωτές της τεχνοκρατικής θεωρίας της "ενιαίας βιομηχανικής κοινωνίας" και της συνακόλουθής της θεωρίας της "σύγκλισης" των δύο αντίθετων κοινωνικών συστημάτων, του καπιταλισμού και του σοσιαλισμού, καθώς και της δημιουργίας ενός πολιτισμού νέου τύπου, όπου η ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνικής και τα συστήματα οργάνωσης και διαχείρισης επισκιάζουν τις ασυμφιλίωτες διαφορές μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού (Δεκαοχτώ μαθήματα για τη βιομηχανική κοινωνία, 1962, Η πάλη των τάξεων. Νέα μαθήματα για τη βιομηχανική κοινωνία, 1964). Με το ίδιο πνεύμα, υποστηρίζει ότι ο ρόλος της ιδεολογίας φθίνει στο μέτρο που στεριώνει η "ορθολογική" κοινωνία, εκθειάζει την αποίδεολογικοποίηση και αποκρούει τον μαρξισμό ως ιδεολογία. Ήδη στο Όπιο των διανοουμένων (1955), ασκεί δριμεία κριτική στον παλιό συνεργάτη του Ζαν Πωλ Σαρτρ* και στους μαρξιστές για την τυφλή υ- ποστήριξή τους στη Σοβιετική Ενωση. Ο ίδιος υποστηρίζει με θέρμη τη Δυτική Συμμαχία υπό την ηγεσία των ΗΠΑ. Στο Δημοκρατία και ολοκληρωτισμός (1965), εκδηλώνει καθαρά την α- νπσοσιαλιστική στάση του. Στο Η ανεύρετη ε- πανάσταση (1968) επικρίνει τους συναδέλφους του καθηγητές που υποστήριξαν τη φοιτητική εξέγερση του 1968 (Γαλλικός Μάης). Αλλα έργα του Ρ. Αρόν: Ειρήνη και πόλεμος μεταξύ των εθνών (1962), Τα στάδια της κοινωνιολογικής σκέψης (1967), Αυτοκρατορική δημοκρατία. Οι ΗΠΑ στον κόσμο ( ), Πολιτικές μελέτες (1972). Γιόν. Κρητικός Αρριανός ΑρποκρατΙων ο ΑργεΙος (2ος αι. μ.χ ). Φιλόσοφος με κατεύθυνση πλατωνική, μαθητής του Αττικού* και, κατά το λεξικό Σούδα, συγγραφέας ενός πλατωνικού λεξικού. Με την προσέγγισή του στις ιδέες του Νουμήνιου*, σχετικά με τη μεταφυσική θεωρία για τις υποστάσεις, ο Αρποκρατίων μπορεί να καταταχτεί στους προδρόμους του Νεοπλατωνισμού*. Το έργο του είχε χρησιμοποιηθεί από τους νεοπλατωνικούς φιλοσόφους Ιάμβλιχο* και Πρόκλο*. Ε.Ν. Ρούσσος Αρριανός ( περίπου, Νικομήδεια Μικρασιατικής Βιθυνίας). Νεαρότατος έγινε μαθητής, και μάλιστα επίλεκτος, του στωικού φιλοσόφου Επικτήτου* στη Νικόπολη της Ηπείρου" αργότερα συμπλήρωσε τις σπουδές του στη ρητορική και τη φιλοσοφία στην Αθήνα. Κατά την παραμονή του στην Αθήνα γνωρίστηκε με τον αυτοκράτορα Αδριανό, και, πιθανότατα με πρόσκλησή του, πήγε στη Ρώμη, όπου πήρε τον τίτλο του "ρωμαίου πολίτη" και το ρωμαϊκό όνομα Φλάβιος. Διετέλεσε για μια εξαετία τοπάρχης της Καππαδοκίας, πρεσβευτής και α- ντιστράτηγος TCU Αυγούστου. Το 147 τον βρίσκουμε στην Αθήνα να έχει τον τίτλο του αθηναίου πολίτη και να διορίζεται από τον Αδριανό επώνυμος άρχων της πόλεως των Αθηνών. Περί το τέλος της ζωής του γύρισε στην πατρίδα του Νικομήδεια, όπου έγινε ιερεύς της Δήμητρας και της Περσεφόνης, ενώ ταυτόχρονα φαίνεται ότι βρήκε τον χρόνο να επεξεργαστεί τα συγγράμματά του. Είχε ευρεία μόρφωση και μεγάλη πολυμάθεια, ήταν πολυγραφότατος, και είχε ως πρότυπο τον Ξενοφώντα, ονομάσθηκε μάλιστα "νέος Ξενοφών". Εγραψε, όπως και ο Ξενοφών*, έργα φιλοσοφικά, ιστορικά, γεωγραφικά, στρατιωτικά κ.ά. Τα φιλοσοφικά του έργα είναι: Επικτήτου Διατριβαί σε οκτώ βιβλία, από τα οποία σώζονται τα τέσσερα, και Επικτήτου Εγχειρίδιον, που αποτελεί σύντομη περίληψη των Διατριβών σ" αυτά περιγράφει τη διδασκαλία του δασκάλου του Επίκτητου, όπως ο Ξενοφών είχε περιγράψει στα Απομνημονεύματά του τη διδασκαλία του δασκάλου του Σωκράτη*. Από τα ιστορικά του έργα σπουδαιότερα είναι: Αλεξάνδρου Ανάβασις κατ' αναλογία προς το έργο του Ξενοφώντα Κύρου Ανάβασις, όπου περιγράφει την εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου στην Ασία, Μετά τον Αλέξανδρον, Βιθυνιακά, Παρθικά. Στα γεωγραφικά του έργα περιλαμβάνονται: η Ινδική και ο Περίπλους του Ευξεί- 173

174 άρση νου. Στα στρατιωτικά του έργα ανήκουν: η Τακτική Τέχνη και η Έκταξις των Αλανών. Με το έργο του Κυνηγετικός συμπληρώνει ο Αρριανός το ομώνυμο έργο του Ξενοφώντα, ενώ έχει γράψει και δύο βιογραφίες -που όμως έχουν χαθεί- του Τιμολέοντος του Κορινθίου και του Δίωνος του Συρακουσίου. Ο Αρριανός δεν μεταχειρίσθηκε την "Κοινή" ελληνική γλώσσα της εποχής του, που προήλθε από την ανάμειξη της αττικής με τις άλλες διαλέκτους, αλλά προσπάθησε, όπως ο Λουκιανός* και άλλοι, να επιτύχει την αναβίωση της αττικής διαλέκτου, έχοντας ως υπόδειγμα τον Ξενοφώντα* και τον Θουκυδίδη*. Δεν πέτυχε βέβαια απολύτως η φράση του δεν έχει την κομψότητα και τη χάρη του Ξενοφώντα' ούτε φυσικά η εξιστόρησή του έχει την αξία των ιστορικών αριστουργημάτων του Θουκυδίδη και του Ξενοφώντα, τους οποίους μιμήθηκε. Παρόλ' αυτά, ως ιστορικός, πολιτικός, στρατιωτικός και γεωγράφος, είναι αξιόλογος, ενώ ως φιλόσοφος, έστω λαϊκός, προσπαθεί και διεισδύει στα πρακτικά προβλήματα της ανθρώπινης ζωής. Κύρια χαρακτηριστικά του ως συγγραφέα είναι η σαφήνεια, η ακρίβεια, η συνοπτικότητα και η αμεροληψία. Βιβλιογρ.: Pauly Wissowa, Real - Encyclopedia II, s.v.- Loeb Class. Library, Arian. History ol Alexander and Indica, London, 1976 (P. A. Brund ed). Γοαμμ. Αλατζόγλου - θέμελη άρση (γερμανικά Aufheben). Φιλοσοφική κατηγορία την οποία εισήγαγε ο Χέγκελ* και υποδηλώνει τον μετασχηματισμό κατά τον οποίο η μορφή και οι αρχές ενός συστήματος-ολότητας* παραμερίζονται, απορρίπτονται, αναιρούνται, αλλάζοντας το περιεχόμενό τους, αλλά διατηρώντας και εδραιώνοντας ταυτόχρονα τον ρόλο τους ως βιώσιμων στοιχείων, υποταγμένων στιγμών της νέας ολότητας-ανώτερης βαθμίδας της ανάπτυξης*. Σημαίνει ταυτόχρονα καταστροφή, αναίρεση, διακοπή, αλλά και διατήρηση, συγκράτηση. Η κάθε ανώτερη κατηγορία (σύνθεση) αίρεται υπεράνω της θέσης και της αντίθεσης καταργώντας και διατηρώντας τες σε μετασχηματισμένη μορφή, πραγματοποιώντας έτσι την "άρνηση της άρνησης"*. Κατά τον Χέγκελ η άρση χαρακτηρίζει κατ' εξοχήν την κίνηση της αυτοαναπτυσσόμενης απόλυτης ιδέας. Ο Μαρξ* μέσα από τη θεωρητική ανάλυση ενός οικονομικού σχηματισμού (της κεφαλαιοκρατίας) αναδεικνύει τον αντικειμενικό και υλικό χαρακτήρα της α- νάπτυξης-άρσης του από τη νομοτελειακά α- νώτερη του βαθμίδα ως αυτοάρνηση της ολότητάς του. Η νομοτέλεια αυτή διέπει ιδιότυπα και τη διαδοχή των θεωρητικών συστημάτων στην ιστορία της επιστήμης (βλ. και λ. διαλεκτική, αντίφαση, ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, άρνησης της άρνησης νόμος). Βιβλιογρ.: Χέγκελ Γκ. Β. Φ.. Η φαινομενολογία του πνεύματος, Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα, του Ιδιου: Η επιστήμη της λογικής, Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα, Κ. Μαρξ, Το κεφάλαιο, τ Σ.Ε.. Αθήνα, Δ. Πατέλης αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Η Ελληνική φιλοσοφία κατά την πρώτη από τις τρεις μεγάλες περιόδους της ιστορίας της, πριν από τη Βυζαντινή (και Μεσαιωνική) και τη Νεοελληνική (και σύγχρονη). Η αρχαία ελληνική φιλοσοφία αναπτύχθηκε μεταξύ του 6ου αι. π.χ. και του 6ου αι. μ.χ., δηλαδή σε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από μια χιλιετία, και πέρασε από εξελικτικές φάσεις που αντιστοιχούν στις φάσεις της ιστορικής μοίρας της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας. Η γένεση της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας συμπίπτει με τη γένεση της φιλοσοφίας γενικά. Μέσα σε πρωτοφανείς για τους αρχαίους λαούς κοινωνικο-πολιτικές διεργασίες, που προσδιόρισαν τον χαρακτήρα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, το ελληνικό πνεύμα επιχείρησε για πρώτη φορά να δώσει εξηγήσεις όχι πια μυθικές και αλληγορικές αλλά λογικές και θεωρητικές, προβληματιζόμενο πάνω στη γνώση και την ουσία των πραγμάτων, τη δομή και τη λειτουργία του σύμπαντος, την καταγωγή της ζωής και τη φύση του ανθρώπου, τη θέση του μέσα στον κόσμο και τα συστήματα του ομαδικού βίου. Καθώς συνειδητοποιούσε και επεξεργαζόταν τα προβλήματά της, η αρχαία ελληνική φιλοσοφία διαμόρφωνε τη γλώσσα και την ορολογία της φιλοσοφίας γενικά και ανακάλυπτε τα δικά της κριτήρια. Εξάλλου, αποβλέποντας στη γενική θεώρηση της πραγματικότητας, πριν από τη γένεση των ειδικών επιστημών, η αρχαία ελληνική φιλοσοφία λειτούργησε στην κοινωνία της εποχής της και ως μητέρα των επιστημών, Ακόμα η αρχαία ελληνική φιλοσοφία λειτούργησε και ως συντελεστής ελευθερίας και προαγωγής του ατόμου και του κοινωνικού συνόλου, εξευτελίζοντας πανίσχυρες μυθοκρατικές και δαιμονοκρατικές δομές και αντιλήψεις και λυτρώνοντας τις μάζες από τις δεισιδαιμονίες και το άγχος. 174

175 αρχαία ελληνική φιλοσοφία Η αρχαία ελληνική φιλοσοφία στην ιστορική της εξέλιξη διακρίνεται σε τρεις μεγάλες χρονικές περιόδους: την περίοδο της Προσωκρατικής φιλοσοφίας, την περίοδο της Αττικής φιλοσοφίας και την περίοδο της Ελληνιστικής και Ελληνο-ρωμαικής φιλοσοφίας. Η Προσωκρατική φιλοσοφία', που οφείλει το όνομά της στο γεγονός ότι οι κυριότεροι εκπρόσωποι της έζησαν πριν από τον Σωκράτη*, αναπτύχθηκε τον 6ο και τον 5ο αι. π.χ. και είχε κεντρικό θέμα τη γνώση του φυσικού κόσμου, δηλ. ήταν φυσική φιλοσοφία. Τις κυριότερες σχολές αυτής της περιόδου τις σχημάτισαν οι λεγόμενοι υλοζωιστές της Μιλήτου (Θαλής*, Αναξίμανδρος*, Αναξιμένης*), της Κολοφώνας (Ξενοφάνης*) και της Εφέσου (Ηράκλειτος*), οι Πυθαγόρειοι* (Πυθαγόρας*, Φιλόλαος*, Αρχύτας*), οι Ελεάτες* (Παρμενίδης*, Ζήνων*, Μέλισσος*), ορισμένοι συμβιβαστικοί των προηγούμενων ρευμάτων και τάσεων (Αλκμαίων', Εμπεδοκλής*, Διογένης ο Απολλωνιάτης*, Αναξαγόρας*) και τέλος οι Ατομικοί* (Λεύκιππος*, Δημόκριτος*). Προς το τέλος αυτής της περιόδου σημειώνεται το κίνημα της Σοφιστικής* (Πρωταγόρας*, Γοργίας*, Ιππίας*, Αντιφών*), με στροφή του ενδιαφέροντος από τη φύση στον άνθρωπο και την καλλιέργεια της ευρύτερης παιδείας και της εξειδικευμένης γνώσης (εγκυκλοπαιδισμός). Η Αττική φιλοσοφία*, που ονομάζεται έτσι ε- πειδή αναπτύχθηκε με κέντρο την Αθήνα, αρχίζει στις τελευταίες δεκαετίες του 5ου αιώνα και καλύπτει κυρίως τον 4ο. Το γενικά ανθρωποκεντρικό ενδιαφέρον της σοφιστικής προσδιορίζεται τώρα κοινωνικά και πολιτικά, ο σοφιστικός υποκειμενισμός, σχετικισμός και σκεπτικισμός αντιμετωπίζεται με τον αγώνα για την κατάκτηση εννοιών με γενικό κύρος, ώστε να προσδιοριστεί η ουσία των πραγμάτων, και ο σοφιστικός αμοραλισμός αναχαιτίζεται με τη μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς για τη σύνταξη αυτόνομης Ηθικής, προσανατολισμένης στα ιστορικά δεδομένα κοινωνικο-πολιτικά πλαίσια (του "πολιτικού ζώου"). Έτσι η Αττική φιλοσοφία διαμορφώνεται σε καθαρή Οντολογία ή Μεταφυσική*, με έντονο όμως τον χαρακτήρα της Πολιτικής φιλοσοφίας. Κορυφαίες μορφές της Αττικής φιλοσοφίας είναι ο Σωκράτης*,που στο πρόσωπό του αναφέρουν την αρχή τους οι λεγόμενες Σωκρατικές σχολές (Μεγαρική*, Ηλιο-Ερετρική", Κυνική*, Κυρηναική*), ο Πλάτων*, ιδρυτής της Ακαδημίας*, ο Αριστοτέλης*, ιδρυτής του Περιπάτου*. Η Ακαδημία και ο Περίπατος είναι σχολές με δράση που φτάνει ως το τέλος του αρχαίου κόσμου (πλατωνισμός*, αριστοτελισμός*, με επιβιώσεις και αναβιώσεις στον Μεσαίωνα και στους Νεότερους χρόνους). Η Ελληνιστική* και Ελληνο-Ρωμαϊκή* φιλοσοφία* ξεκινά από τους πρώτους μετακλασικούς χρόνους και παρακολουθεί την αρχαία ελληνική ζωή ως τη μετάπλασή της στη χριστιανική κοινωνία του Βυζαντίου. Σ' αυτή την περίοδο, με την καταστροφή της κλασικής ελληνικής πολιτείας, η Ηθική φιλοσοφία χάνει την κοινωνικοπολιτική διάστασή της και περιορίζεται στην ατομικότητα του ανθρώπου, με αναφορά της πράξης του στις αρχές και τους μηχανισμούς της γνώσης (Γνωσιολογία, Λογική) ή της φύσης του κόσμου και της ουσίας των όντων (Κοσμολογία, Οντολογία). Τα κυριότερα ρεύματα και συστήματα αυτής της περιόδου τα απαρτίζουν οι Στωικοί* (Αρχαία Στοά: Ζήνων*, Κλεάνθης*, Χρύσιππος* Μέση Στοά: Π,ιναίτιος*, Ποσειδώνιος* Νέα Στοά: Σενέκας*, Επίκτητος*, Μάρκος Αυρήλιος*), οι Επικούρειοι*, οι Σκεπτικοί* (Πύρρων*, Αρκεσίλαος*, Καρνεάδης*), οι Εκλεκτικοί* και οι Νεοπλατωνικοί* (Πλωτίνος*, Πορφύριος*, Ιάμβλιχος*, Πρόκλος'). Ας σημειωθεί ότι τόσο τις περιόδους όσο και τα συστήματα της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας πρέπει να τα φανταστούμε όχι σαν στεγανά διαμερίσματα, αλλά σαν οργανικά μέλη ενός ζωντανού οργανισμού, δηλ. μπορούμε να παρατηρήσουμε αμοιβαίες εισβολές από τον ένα χώρο στον άλλο, αμοιβαίες επιδράσεις, αλληλοσυμπληρώσεις, αντιμαχίες, παράλληλες πορείες κ.λπ. Έτσι η παραπάνω διαίρεση ε- ξυπηρετεί απλά την ανάγκη να φανεί σε πολύ αδρές γραμμές πώς συναρθρώνεται το σώμα της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας. Το σώμα της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας το γνωρίζομε πρώτα από τα σωζόμενα κείμενα των ίδιων των αρχαίων φιλοσόφων και ύστερα από τις βιογραφίες, τις ιστορικές εκθέσεις και τα ερμηνευτικά υπομνήματα διαφόρων μεταγενέστερων συγγραφέων για τους αρχαίους φιλοσόφους. Ωστόσο η γνώση αυτής της φιλοσοφίας παραμένει ελλιπής, όχι μόνο γιατί τα περισσότερα κείμενα των Προσωκρατικών, των Σοφιστών, των Σωκρατικών, των Ακαδημαϊκών, των Περιπατητικών, των παλαιότερων Στωικών, των Επικούρειων, των Σκεπτικών και των Εκλεκτικών έχουν χαθεί, αλλά και γιατί πολλοί μεγάλοι δάσκαλοι, όπως ο Θαλής, ο 175

176 Αρχέδημοςο Ταρσεύς Πυθαγόρας, ο Σωκράτης, ο Πύρρων, ο Αρκεσίλαος, ο Καρνεάδης, ο Επίκτητος και ο Αμμώνιος Σακκάς*, δεν έγραψαν τίποτε. Η έλλειψη αυτή επιτείνεται από το γεγονός ότι οι αρχαίοι φιλόσοφοι δεν εξαντλούσαν τη φιλοσοφική τους δραστηριότητα και ακτινοβολία με το γράψιμο, αλλά έδιναν πρώτη θέση στον προφορικό λόγο και στην προσωπική επικοινωνία τους με το στενότερο και το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. Ας μην προστεθεί εδώ και η γενικότερη δυσκολία του σύγχρονου ανθρώπου στην προσπέλαση των κριτηρίων του αρχαίου πολιτισμού. Τα κενά στη γνώση της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας συμπληρώνονται σχετικά με κείμενα επιγόνων των διαφόρων σχολών και ρευμάτων, μαρτυρίες μεταγενέστερων συγγραφέων, βιογραφίες, ιστορικές εκθέσεις, αρχαία ανθολόγια και ερμηνευτικά υπομνήματα. Οι "δοξογραφίες", δηλ. εκθέσεις πάνω σε διδασκαλίες φιλοσόφων, εγκαινιάστηκαν από τον Αριστοτέλη (Μετά τα Φυσικά, Α) και τον μαθητή και συνεργάτη του Θεόφραστο* (Φυσικών Δόξαι σώζεται μόνο το τμήμα Περί αισθήσεων). Το θεοφράστειο έργο ήταν πρότυπο για τη Συναγωγή αρεσκόντων, που αποδίδεται στο μάλλον πλασματικό πρόσωπο του Αέτιου*, για το ψευδο-πλουτάρχειο Περί των αρεσκόντων φιλοσόφσις φυσικών δογμάτων και για την ε- πιτομή του 1ου βιβλίου των Εκλογών του Στοβαίου" (5ος αι. μ.χ.). Το δοξογραφικό υλικό έχει εκδοθεί από τον Diels σε τόμο επιγραφόμενο Doxographi Graeci. Από μια σειρά ιστοριογραφικά έργα έχουν περισωθεί οι Βίοι του Διογένη του Λαέρτιου* (3ος αι. μ.χ.), επίσης ο- ρισμένες βιογραφίες γραμμένες από τον Λουκιανό*, τον Φιλόστρατο*, τον Πορφύριο*, τον Ιάμβλιχο* κ.ά. Ανθολογημένο υλικό από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία συναντούμε σε έργα όπως οι Notes Atticae του Gellius* (2ος αι. μ.χ.), οι Δειπνοσοφισταί του Αθήναιου* (περ. 200 μ.χ.), η Ποικίλη ιστορία του Αιλιανού* (2ος αι.μ.χ.), το Εκλογαί TOU Στοβαίου*, καθώς και στα έργα του Κικέρωνα*, του Πλούταρχου*, του Γαληνού', του Σέξτου του Εμπειρικού*, του Κλήμη του Αλεξανδρέα*, του Ιππόλυτου της Ρώμης και άλλων εκκλησιαστικών συγγραφέων. Τέλος, πολύτιμα για τη γνώση και κατανόηση της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας είναι τα ερμηνευτικά υπομνήματα πάνω σε έργα αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, τα οποία γράφτηκαν όχι μόνο από Ελληνες της ύ- στατης αρχαιότητας (Αλέξανδρος ο Αφροδισεύς*, Αλβίνος*, Ολυμπιόδωρος*, Πρόκλος*, Σιμπλίκιος*, Φιλόπονος* κ.ά.) και των βυζαντινών χρόνων, αλλά και από Λατίνους, Αραβες και Ευρωπαίους κατά τον Μεσαίωνα. Όλες οι περίοδοι, οι σχολές και οι τάσεις που σημειώθηκαν στη διαίρεση της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, αποτελούν ειδικά λήμματα αυτού του έργου. Σ' αυτά ο αναγνώστης μπορεί να ανατρέξει για τα επιμέρους θέματα της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας. Βιβλιογρ.: C.-Fr. Geyer, Eintuhwng in die Philosophie der Antike, Darmstadt, Wissenschaftliche Buchgesellschaft. 1978, 220 S - W. K. C. Guthrie, A History of Greek Philosophy, 1-6: Cambridge Univ. Press W. Totok, Handbuch der Geschichle der Philosophie,!: Frankfurt. Ktostermann. 1964, 400 S. (βιβλιογραφικό).- Ed. Zeller. Die philosophie der Griechen in ihrer geschichllichen Entwicklung, 1-3: Leipzig, Reisland * (Darmstadt, Wissenschaftliche Buchgesellschatt, 1963). E.N. Ρούσσος Αρχέδημος ο Ταρσεύς (περ π.χ.). Φιλόσοφος με στωική κατεύθυνση, ιδρυτής σχολής στωικής φιλοσοφίας στη Βαβυλώνα. Στην Αθήνα ο Αρχέδημος ήταν μαθητής του συμπολίτη του Ζήνωνα του Ταρσέα* και του Διογένη του Βαβυλώνιου* και πλησίαζε στις ιδέες τον συμπολίτη του, επίσης στωικό φιλόσοφο, Αντίπατρο τον Ταρσέα*. Συνεπής με το γενικό κριτήριο της στωικής Ηθικής, που συνοψίζεται στην προτροπή «ομολογουμένως τη φύσει ζην», ο Αρχέδημος δίδαξε ότι ο άνθρωπος δεν έχει παρά να επιλέγει το βασικότερο από ό,τι είναι φυσικό και να μην παρεκκλίνει από αυτό σε καμιά περίπτωση. Ε Ν. Ρούσσος Αρχέλαος ο Αθηναίος (περίπου π.χ.). Ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους της Προσωκρατικής φιλοσοφίας, ο αρχαιότερος Αθηναίος φιλόσοφος, μαθητής του Αναξαγόρα* και δάσκαλος του Σωκράτη*. Οπως όλοι οι Προσωκρατικοί*, ο Αρχέλαος ήταν βασικά φυσικός φιλόσοφος, αλλά, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των αρχαίων, είχε ενδιαφερθεί και για τα ηθικά προβλήματα, πράγμα που κυρίως γοήτεψε τον μαθητή του Σωκράτη. Σχετικά, η πιθανότερη εκδοχή είναι ότι ο Αρχέλαος είχε γράψει ένα βιβλίο, αναφερόμενο με τον αβέβαιο τίτλο Φυσιολογία, όπου πρώτα εξέταζε τη σύσταση του φυσικού κόσμου καθεαυτόν και ύστερα ξεχώριζε τα πράγματα που είναι «νόμω» από τα πράγματα που είναι «φύσει». Έτσι μπορεί να λεχθεί ότι ο Αρχέλαος με το έργο του αποτέλεσε ένα συνδετικό κρίκο ανά- 176

177 "Αρχές της φιλοσοφίας" μεοα στους Προσωκρατικούς, που μελετούσαν τον φυσικό κόσμο καθεαυτόν, και στους Σοφιστές*, που τους απασχολούσε βασικά η α- ντίθεση «φύσις - νόμος». Ακολουθώντας τον Αναξαγόρα, ο Αρχέλαος έθετε ως μορφοπλαστική αρχή του σύμπαντος τον Νου*' ανατρέχοντας όμως στο γενικό κριτήριο των αρχαιότερων υλοζωιστών, δεν θεωρούσε πια τον Νου, όπως ο δάσκαλός του, αμιγή και χωριστό από το μίγμα της ύλης αλλά σύμφυτο με αυτό. Έτσι ο Αρχέλαος, στηριγμένος στον δάσκαλό του και στις πηγές του δασκάλου του, κυρίως στον υλοζωιστή Αναξίμανδρο*, εξηγούσε τη γένεση του κόσμου με «έκκριση» του «θερμού» και του «ψυχρού» από το αρχικό μίγμα της ύλης, και βέβαια ύστερα από επενέργεια του Νου, που προκάλεσε την πρώτη κίνηση. Τη διαμόρφωση των φυσικών σωμάτων και των μερών του κόσμου από το θερμό, στο οποίο α- πέδιδε κάποια ενεργητική ιδιότητα, και το ψυχρό, στο οποίο απέδιδε κάποια παθητική ι- διότητα, ο Αρχέλαος την εννοούσε μέσα από διεργασίες ανάλογες με την αραίωση και την πύκνωση του αέρα, όπως είχαν διδάξει ο παλαιός υλοζωιστής Αναξιμένης* και ο σύγχρονος του Αρχέλαου Διογένης ο Απολλωνιάτης*. Για τη γένεση της ζωής και την καταγωγή του ανθρώπου ο Αρχέλαος πίστευε στην εξέλιξη των ειδών, όπως την είχαν συλλάβει ως τότε ο Αναξίμανδρος και ο Εμπεδοκλής*. Βιβλιογρ.: W.K.C. Guthrie, A History of Greek Philosophy, 2. Cambridge Univ. Press, 1965, Ε.Ν. Ρούσσος αρχές λογικής. Αυτές είναι οι παρακάτω: 1. ΦΧή της ταυτότητας (βλ. λ.) 2. αρχή της αντίφασης (βλ. λ.) - 3. αρχή αποκλεισμού του τρίτου ή μέσου (βλ. λ.). Στις παραπάνω τρεις αρχές είναι δυνατόν να προστεθεί μία τέταρτη, η αρχή του συλλογισμού. Σύμφωνα με αυτή την τελευταία αν το α συνεπάγεται το β και το β συνεπάγεται το γ τότε το α συνεπάγεται το γ. Παλαιότερα θεωρούσαν ως τέταρτη αρχή αυτήν του αποχρώντος λόγου. Σχετικά με τις παραπάνω αρχές μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι αυτές δεν επαρκούν για την επαρκή συναγωγή όλων των ταυτολογιών της λογικής. Για κάτι τέτοιο απαιτούνται περαιτέρω προσθήκες. Δίον. Αναπολιτάνος "Αρχές της νέας επιστήμης για την κοινή φύση των εθνών", βλ. Βίκο. "Αρχές της φιλοσοφίας" (Principia Philosophiae, 1644). Έργο του Γάλλου φιλοσόφου Ρενέ Ντεκάρτ*, στο οποίο παρέχεται η πληρέστερη έκθεση της σκέψης του, μετά τον Λόγο περί της μεθόδοι/. Ο ίδιος το χαρακτηρίζει "Πραγματεία συστηματική και οριστική περί των αρχών της γνώσεως" και το διαιρεί σε τέσσερα μέρη: 1) Πρώτη φιλοσοφία ή μεταφυσική, 2) Περί των αρχών των υλικών πραγμάτων, 3) Περί του ορατού κόσμου και 4) Περί της Γης. Στο βασικό ζήτημα της φιλοσοφίας, που είναι η σχέση ανάμεσα στη νόηση και το Είναι, ο συγγραφέας παίρνει θέση δύιστική. Παραδέχεται την ύπαρξη δύο ουσιών, την ουσία του σώματος, του οποίου κατηγορούμενο (βασική ιδιότητα) είναι η ύπαρξη στον χώρο (έκταση), και την ουσία της ψυχής, της οποίας κατηγορούμενο είναι η σκέψη. Δέχεται δηλαδή δύο ανεξάρτητες μεταξύ τους ουσίες (αρχές), μία υλική και μία πνευματική, και παράλληλα μια τρίτη ουσία (αρχή), τον Θεό, που καθορίζει την ύπαρξη του σώματος και της ψυχής. Περί του θεού δέχεται ακόμη και τα εξής: Μόνον ένας θεός, που πραγματικά υπάρχει, μπορεί να παραγάγει μέσα μας την ιδέα ενός υπέρτατου Όντος. Όχι μόνον η ιδέα του θεού, αλλά και η ίδια η ύπαρξή μας απορρέει από αυτόν. Ο δημιουργός Θεός είναι άπειρος, εμείς, τα δημιουργήματά του, είμαστε όντα πεπερασμένα, ενώ τα άλλα πράγματα, στα οποία δεν διαπιστώνουμε όρια, είναι απλώς απεριόριστα. Αλλες θέσεις του έργου: Αυτός που αναζητεί την α- λήθεια πρέπει να ξεκινά από την αμφιβολία όλων των πραγμάτων, όχι μόνο των αισθητών, αλλά και των μαθηματικών αποδείξεων. Ωστόσο δεν είναι δυνατόν να υποθέσουμε ότι δεν υπάρχουμε, όπως επίσης δεν μπορούμε να αμφιβάλλουμε και για τη σκέψη μας, με την οποία οδηγούμαστε στην αμφιβολία, διότι είναι πράγμα χωριστό από την ύλη και από τις ιδιότητες που αποδίδονται σ" αυτήν. Στα πράγματα διακρίνουμε: α) τις ιδιότητες (ουσία, διάρκεια, τάξη και αριθμός), β) τη σκεπτόμενη ουσία (νόηση, βούληση και όλοι οι τρόποι της γνώσης και της βούλησης) και γ) τα σώματα (μέγεθος, μορφή, κίνηση, κατάσταση, διαιρετότητα). Από την ένωση ψυχής και σώματος προκύπτουν επίσης ορισμένα άλλα πράγματα: πάθη, συναισθήματα, αισθήσεις. Τα σφάλματά μας προέρχονται από τις προκαταλήψεις της παιδικής μας ηλικίας, την έλλειψη προσοχής και το γεγονός ότι συνδέουμε τις σκέψεις μας με λέξεις οι οποίες δεν τις εκφράζουν επακριφ.λ., α

178 αρχέτυπο βώς. ΓΓ αυτό, από όλα τα πράγματα που η θεία πίστη δεν μας τα κάνει γνωστά, ο φιλόσοφος δεν πρέπει να θεωρεί τίποτε ως αληθινό, παρά μόνον εκείνο που ο ίδιος θα έχει αναγνωρίσει ως αληθινό. Απ. Τζ. αρχέτυπο (στην ψυχολογία). Μία από τις θεμελιώδεις έννοιες της αναλυτικής ψυχολογίας του Γιούνγκ*, η οποία αναφέρεται στην ατομική εκδήλωση του συλλογικού ασυνείδητου* ως συλλογικής εμπειρίας του είδους. Το αρχέτυπο είναι μια μορφή γενικών νοητικών σχημάτων και παραστάσεων, τα οποία εμπεριέχουν σε σημαντικό βαθμό το συγκινησιακό στοιχείο και αποτελούν την αρχική ψυχική δομή του α- τόμου. Το συλλογικό ασυνείδητο εκδηλώνεται στους μύθους, στις πεποιθήσεις, αλλά και στις διάφορες μορφές δημιουργικής δραστηριότητας, καθώς επίσης και στα όνειρα. Ετσι, στον κάθε άνθρωπο ενυπάρχει με τη γέννησή του μια σειρά έμφυτων ψυχικών δομών (τα αρχέτυπα) ως ατομική έκφραση του συλλογικού α- συνείδητου. Σαν παράδειγμα μπορούμε να α- ναφέρουμε το αρχέτυπο της μητέρας, δηλαδή την αφηρημένη ιδέα (παράσταση) για τη μητέρα την οποία το παιδί κληρονομεί και με βάση το αρχέτυπο αυτό διαμορφώνει τη συγκεκριμένη εικόνα για τη δική του μητέρα. Βιβλιογρ.: Γιουνγκ Κ.. Ψυχολογικοί τύποι, Μόσχα, Ευάγγ. Μανουράς αρχή (λατ. principium). Η πολυσημία του όρου "αρχή" είναι ήδη γνωστή στην αρχαία ελληνική (και τη λατινική) γραμματεία, κυρίως στη φιλοσοφία. Με τη λέξη αυτή οι Ελληνες δηλώνουν: 1) την αφετηρία, το σημείο (χρόνου ή τόπου) εκκίνησης, 2) την πολιτική εξουσία ή την αρχηγία και 3) τη φιλοσοφική σημασία, στην οποία μπορούμε να διακρίνουμε τις εξής αποχρώσεις: α) την πρώτη αιτία από την οποία προέρχεται κάτι, π.χ. αρχή κινήσεως ή στάσεως, κατά τον Αριστοτέλη*, β) την πρώτη και θεμελιακή (υλική) ουσία, από την οποία αποτελείται ο κόσμος των αισθητών, π.χ. για τον Θαλή* ήταν το ύδωρ, το υγρό στοιχείο, για τον Ηράκλειτο* το πυρ, η θερμότητα κ.λπ., γ) τον γενικό νόμο που διέπει την πραγματικότητα, κυρίως στην περιοχή των φυσικών επιστημών, π.χ. η αρχή της αιτιότητας, και δ) τον βασικό, ρυθμιστικό κανόνα που ρυθμίζει τη σκέψη μας ή τις πράξεις μας (π.χ. οι λογικές αρχές, οι ηθικές, οι νομικές κ.λπ.). Η φιλοσοφική σημασία του όρου αυτού έχει την αφετηρία της στον Πλάτωνα* και κυρίως στον Αριστοτέλη. Ο Πλάτων μεταχειρίζεται τη λέξη "αρχή" για να δηλώσει την οντολογική αρχή, που τη θεωρεί κάτι το αγέννητο, αρχικά αθάνατον: "αρχή δε αγέννητον", Φαιδρός 245 (10). Το στοιχείο αυτό είναι η πηγή και αιτία της κίνησης και θεωρείται "αεικίνητον και αθάνατον" (ό.π.). Ως γνωσιολογική αρχή (λατ. principium cognoscendi) με τη σημασία της α- ξιωματικής γνώσης (αξίωμα) συναντάμε τον όρο αυτό στην Πολιτεία του Πλάτωνα ("ανυπόθετος αρχή" 510b 7), δηλ. τη γνώση που τη δεχόμαστε αξιωματικά, τη θέτουμε ως θεμέλιο και προϋποθέτουμε την "ορθότητά" της. για να οικοδομήσουμε το γνωστικό οικοδόμημα ("μεθοδολογική αρχή"). Στον Αριστοτέλη όμως η έννοια της "αρχής" α- ποκτά τη σημασία και το εννοιολογικό εύρος που την καθιέρωσε στην ιστορία της Φιλοσοφίας. Τρεις είναι, κυρίως, οι βασικές σημασίες του όρου "αρχή" οι οποίες αναφέρονται στη θεωρητική φιλοσοφία ή στη λογική, δηλαδή στη φιλοσοφία της γλώσσας. Μια τέταρτη σημασία έχει η εφαρμογή και χρήση του όρου "αρχή" στην πολιτική και ηθική φιλοσοφία του Αριστοτέλη. Η πρώτη και θεμελιώδης οντολογική σημασία του όρου "αρχή" έχει σχέση με τον προσδιορισμό των βασικών χαρακτηριστικών της ύλης, όπως την αντιλαμβάνονται οι Προσωκρατικοί* φιλόσοφοι. Στα πρώτα κεφάλαια του 1ου βιβλίου του έργου του Μετά τα Φυσικά, ο φιλόσοφος "ελέγχει" και αναζητεί στους προγενέστερους φιλοσόφους να διακριβώσει κατά πόσον αυτοί επεσήμαιναν αυτά που εκείνος θεωρεί θεμελιώδη, δηλαδή ουσιαστικά χαρακτηριστικά των όντων, τις τέσσερις αιτίες. Ερευνά, λοιπόν, την έννοια της αρχής. Μ' αυτόν τον όρο στην οντολογία του εννοεί την πρωταρχική, υλική πάντοτε, ουσία των όντων, το υλικό πρωταρχικό στοιχείο, που, παρά τις μεταβολές ή τις μεταλλαγές του με τη μορφή των διαφόρων πραγμάτων, διατηρεί πάντοτε την πρωταρχική του ουσία, τη φύση του (Μεταφυσικά A3, 983b 9-10, "της μεν ουσίας υπομενούσης τοις δε πάθεσι μεταβαλλούσης", δηλ. μένει αναλλοίωτη η πρωταρχική υλική ουσία ενώ αλλάζει μορφές, και λίγο πιο κάτω: "της τοιαύτης φύσεως αεί σωζομένης"). Αυτό ακριβώς το στοιχείο (που ο Αριστοτέλης το αναφέρει -όχι πρώτος αυτός- ως αρχή) προσπάθησαν όλοι οι Προσωκρατικοί φιλόσοφοι να προσδιορίσουν με τη μορφή (οι περισ- 178

179 σότεροι) της ύλης ("εν είδει ύλης", Μεταφ. ό.π.). Σε άλλη περίπτωση ο Αριστοτέλης αναφέρει το στοιχείο αυτό ως "υποκειμένη ύλη". Ο Σιμπλίκιος* (5ος αι. μ.χ.) μας παραδίδει ότι ο Θεόφραστος* πιστεύει πως τον όρο αυτό χρησιμοποίησε πρώτος ο Αναξίμανδρος*, αλλά αυτό δεν το δέχονται σήμερα όλοι οι ερευνητές. Η δεύτερη σημασία του όρου αρχή αναφέρεται στους θεμελιώδεις κανόνες, τις επιστημολογικές αρχές με τις οποίες ξεκινάμε να αποδείξουμε κάτι, ή στους συλλογιστικούς τρόπους που συνιστούν επιστημονικά αποδεικτικά εργαλεία. Στον Αριστοτέλη οι αρχές της γνωστικής διαδικασίας είναι συνώνυμες με τις αρχικές προκείμενες του συλλογισμού κατά περίπτωση ειδικές (Αναλυτικά πρότερα Α2,43α 21: "τας περί έκαστσν αρχάς"). Η πιο έγκυρη και σταθερή από τις αποδεικτικές αυτές αρχές είναι η αρχή της αντιφάσεως*, την οποία αναπτύσσει ο φιλόσοφος στο έργο του Μετά τα φυσικά κυρίως (Γ α b 220): "αύτη δη πασών έστί βεβαιοτάτη των αρχών... η της αντιφάσεως" (1005b 22). Το κυριότερο "προσόν" των αποδεικτικών αυτών αρχών, κατά τον Αριστοτέλη, συνίσταται στην αυταπόδεικτη σχεδόν εγκυρότητά τους και στην α- λήθεια τους, η οποία είναι αντικείμενο θεωρητικής έρευνας (Ηθικά Νικομάχεια Α7,1098α 26 κ.ε.). Η βασική αρχή των επιστημονικών αποδείξεων είναι ο νους (Αναλυτικά ύστερα Α23 μ 84Β 40: "εν δ" αποδείξει και επιστήμη ο νους"). Οπως είναι γνωστό, οι αρχές του Είναι ή της ουσίας των όντων, που ο Αριστοτέλης ονομάζει επίσης "αιτίας", είναι τέσσερις, τις οποίες ο Αριστοτέλης εκθέτει κυρίως στην αρχή του έργου Μετά τα Φυσικά (A3 983/24 κ.ε.): 1. η "ουσία" και το "τι ην είναι", δηλ. τι είναι ένα πράγμα και ποια είναι η αιτία να είναι όπως είναι και όχι διαφορετικά, 2. η "ύλη" και το "υπσκείμενον", δηλ. το υλικό στοιχείο που υπόκειται, βρίσκεται στη βάση κάθε αισθητού πράγματος, 3. η "αρχή της κινήσεως", δηλαδή η αρχική αιτία της κίνησης, και, 4. το "ου ένεκα και ταγαθόν", ο σκοπός για τον οποίο υπάρχει (φύσει) ή γίνεται (τέχνη) ένα πράγμα. Αυτές οι τέσσερις αρχές ή αιτίες, που συγκροτούν την αριστοτελική οντολογία, αποτελούν και τα θεμέλια της φυσικής φιλοσοφίας του. Με κριτήριο αυτές, εξάλλου, ελέγχει, όπως είδαμε, τους προγενέστερους φιλοσόφους. Βιβλιογρ.: Κ. von Fritz. Die αρχαί in der griechischen Mathemetik. "Archiv BegriHsgeschichte" (1955).- G. S. Kirk -J. M. Raven - M. Schotield. The Presocralic Philosophers, αρχή της αφαίρεσης Cambridge, 1983' (1975) (ελλ. μτφ. Δπμοσθ. Κούρτοβικ, Οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι, Αθήνα, (MIET).- G. Ε. R. Lloyd (εκδ.), Methods and Problems in Greek Science, Cambridge, A. Lumpe, Der terminus "Prinzip" (αρχή) von den Vorsokratikem bis aul Aristoteles', Archiv. Begriftges. (1955) σ Βασ. Κύρκος αρχή της αντίφασης (principium contradictionis). θεμελιώδης αρχή της Λογικής. Σύμφωνα μ' αυτήν, καμία έννοια δεν είναι δυνατόν να νοείται αντίθετη προς τον εαυτό της ή προς το σύνολο των γνωρισμάτων της καμία πρόταση δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα αληθής και ψευδής. Στην τυπική λογική η αρχή αυτή διατυπώνεται με τον εξής τύπο: «Α δεν είναι όχι Α» ή «Α δεν είναι όχι (α+β+γ)» π.χ. «ο άνθρωπος δεν είναι όχι άνθρωπος» ή «ο άνθρωπος δεν είναι όχι ζώο, δίποδο, άπτερο, λογικό». Κατά τον Αριστοτέλη, ο οποίος πρώτος διατύπωσε την αρχή αυτή, πρόκειται για τη «βεβαιοτάτην των αρχών απασών» (Μεταφυσικά, Γ, 3, 1005, β, 11) ο ίδιος την ορίζει ως εξής: «Το αυτό άμα υπάρχειν τε και μη υπάρχειν αδύνατον τω αυτώ και κατά το αυτό» (Μεταφυσικά, Δ, 3,1005, β, 19 = δεν είναι δυνατόν να προσιδιάζει και να μην προσιδιάζει ταυτόχρονα ένα και το αυτό σε ένα και το αυτό και με ένα και το αυτό νόημα). Από την αρχή αυτή απορρέει ο γνωστός κανόνας: η άρνηση της άρνησης είναι άμεση κατάφαση ή διπλή άρνηση είναι κατάφαση (dublex negatio affinnat). Χωρίς τους περιορισμούς που επιβάλλει η αρχή της αντίφασης, η σκέψη θα αναιρούσε και θα διέψευδε τον ίδιο της τον εαυτό και όλες οι προσπάθειες για λογική πορεία θα κατέληγαν σε αποτυχία. Η αρχή λοιπόν αυτή προφυλάσσει τη σκέψη από τους παραλογισμούς στους οποίους θα μπορούσε να οδηγηθεί. Απ. Τζαφερόπουλος αρχή της αφαίρεσης. Αρχή της λογικής κατά την οποία παραλείπονται ή απομακρύνονται δευτερεύοντα ή επουσιώδη κυρίως γνωρίσματα από μιαν έννοια ή παράσταση και εξαίρονται τα ουσιώδη, γενικά και αναγκαία, που έχουν ιδιαίτερη σημασία. Κατά τον αριστοτελιστή Θωμά τον Ακινάτη*. όλες οι ιδέες πηγάζουν από την αίσθηση και τη νοητική αφαίρεση. Σ' αυτόν οφείλεται και η διάκριση της αφαίρεσης σε τρεις βαθμούς. Κατά τον πρώτο, τα πράγματα που είναι αντιληπτά από τις αισθή-. σεις εφοδιάζουν τον νου με εικόνες, από τις ο- ποίες με την αφαίρεση προκύπτουν κατ' ευθεί- 179

180 Άρχππτος αν οι "φυσικές ιδέες". Προχωρώντας σ' έναν α- νώτερο βαθμό αφαίρεσης σχηματίζουμε ιδέες απλής νοητικής ποσότητας, πέρα και έξω από την αισθητή πραγματικότητα των αντικειμένων, "μαθηματικές ιδέες". Κατά τον τρίτο και ανώτατο βαθμό, αποκοπτόμαστε από τη σωματική ή νοητική ποσότητα και θεωρούμε μονον ό,τι είναι καταληπτό με τον νου, δηλαδή "μεταφυσικές ιδέες". Σύμφωνα με τους βαθμούς ή τα επίπεδα αυτά της αφαίρεσης οι επιστήμες διακρίνονται σε φυσικές, μαθηματικές και μεταφυσικές. Απ. Τζαφερόπουλος Άρχππτος (μέσα ή δεύτερο μισό 5ου αι. π.χ.). Ένας από τους ελάχιστους Πυθαγόρειους* του Κρότωνα που γλίτωσαν, όταν οι Κροτωνιάτες, υποκινούμενοι από τον Κύλωνα, πυρπόλησαν το σπίτι όπου ήταν συγκεντρωμένοι. Οι άλλοι που διέφυγαν ήταν ο Φιλόλαος* και ο Λύσις, που αργότερα έγινε δάσκαλος του Επαμεινώνδα στη Θήβα. Μετά απ' αυτά τα γεγονότα οι Πυθαγόρειοι κατέφυγαν στην κυρίως Ελλάδα. Ε. χ. Αρχύτας (περίπου π.χ.). Πυθαγόρειος* φιλόσοφος, μαθηματικός, στρατιωτικός και πολιτικός ηγέτης του Τάραντα. Αντίθετα από τους παλαιότερους Πυθαγόρειους, ο Αρχύτας διακρινόταν για τα δημοκρατικά φρονήματά του και με αυτά, όπως και με τα μεγάλα ηγετικά προσόντα του, αγαπήθηκε από τους συμπολίτες του και «προέστη της πόλεως πολύν χρόνον». Ο Πλάτων*, που φιλοξενήθηκε κοντά του στην Ιταλία και συνδέθηκε μαζί του με φιλία, τον είχε σαν ένα από τα πρότυπά του, όταν στην Πολιτεία * του υποστήριζε ότι πρέπει ή οι φιλόσοφοι να κυβερνήσουν ή οι κυβερνήτες να φιλοσοφήσουν. Ο Αρχύτας μετέδωσε στον Πλάτωνα και στους συνεργάτες του της πλατωνικής Ακαδημίας γνήσια πυθαγορικά διδάγματα για το σύμπαν και τον άνθρωπο. Ο Αρχύτας είχε ακόμα την τύχη να σώσει με μεσολάβησή του τη ζωή του Πλάτωνα, που, φιλοξενούμενος στις Συρακούσες από τον τύραννο Διονύσιο τον Β', απειλήθηκε να δολοφονηθεί από στρατιωτικούς για διασυνδέσεις του με παράγοντες που αργότερα ανέτρεψαν τον τύραννο. Ως πυθαγόρειος φιλόσοφος, ο Αρχύτας θεωρούσε τα μαθηματικά κλειδί για την ερμηνεία της φύσης στο σύνολο και στα μέρη της. Έτσι έβλεπε τις μαθηματικές αναλογίες στον προσδιοριστικό τους ρόλο παντού, στο σύμπαν, στα βιολογικά φαινόμενα, στις ανθρώπινες σχέσεις, ακόμα και στην πολιτική. Παράλληλα με τα μαθηματικά, ο Αρχύτας α- σχολήθηκε με την αστρονομία, τη γεωμετρία και τη στερεομετρία, την ακουστική και τη θεωρία της μουσικής. Από τη θεωρία του για το άπειρο, νοούμενο κοσμολογικά, έχει παραδοθεί μόνο η βασική απορία του: Αν βρεθώ στα έ- σχατα όρια του σύμπαντος, «εκτείναιμι αν την χείρα ή την ράβδον εις το έξω ή ου;». Παραδίδεται ακόμα ότι ο Αρχύτας επέτυχε «τον κύβου διπλασιασμόν δια της τομής του ημικυλίνδρου», λύση που επιδοκιμάζεται και από τους σύγχρονους μαθηματικούς, και ότι μελέτησε και καθόρισε τους τρεις τύπους μουσικής κλίμακας, δηλαδή την «εναρμόνιον», την «χρωματικήν» και την «διατονικήν». Βιβλιογρ.: F. Cordano, Sui trammenti politici attributi ad Archita in Stobeo: La Parola del Passato 26 (1971) Ε.Ν. Ρούσσος Ασάνγκα (σανσκρ. Asanga, θιβ. thogs-med-pa). Ενδιαφέρουσα και κυρίαρχη μορφή στην εξέλιξη και τη φιλοσοφία του Βουδισμού* της Μαχαγιάνα* και ειδικότερα ένας από τους ι- δρυτές της σχολής Γιογκατσάρα*, που ερμήνευσε την έννοια της "κενότητας" (Σουνιάτα*) με ιδεαλιστικά κυρίως κριτήρια. Έζησε τον 4ο μ.χ. αιώνα. Φαίνεται ότι είναι και ένας από τους πρωτοπόρους του Ταντρικού Βουδισμού ή του Διαμαντένιου Οχήματος (Βαζραγιάνα), αν δεχτούμε τη σχέση του με τη Guhya Samaja Tantra. Τα τρία κύρια έργα του είναι: Mahayana Sutralamkara, Dharma Dharmatavibhanga και Madhyanta Vlbhaga. Βιβλιογρ.: Tucci Giuseppe, Some aspects ot the Doctrines ol Maitreyanatha and Asanga.- T. R. V. Murti, The Central Philosophy of Buddhism, σα Δημ. Βελισσαρόπουλος, Ιστορία της ινδικής φιλοσοφίας, Δωδώνη, Αθήνα-Γώννινα, 1992*.- Βαο. Βιτσαξής, Ο στοχασμός και η πίστη (Αρχαιότητα - Χριστιανισμός), 2 τόμ.. Εστία, Αθήνα, Ε. Λιακόπουλος ΑσαρΙ Αμπού-αλ-Χασάν (al-ashari, Abu 'L- Hasan Ali). Περίφημος μουσουλμάνος θεολόγος και θεμελιωτής της συστηματικής ή ορθολογικής λεγόμενης θεολογίας του Ισλάμ, γνωστής με τον αραβικό όρο "Καλάμ" (λόγος του θεού) ή "ελμ αλ-καλάμ" (επιστήμη του λόγου του θεού). Γεννήθηκε το 873 στη Βασόρα του Ιράκ και έδρασε εκεί και, προς τα τελευταία 180

181 ΑσαρΙ Αμπού-αλ-Χασάν χρόνια της ζωής του, στη Βαγδάτη, όπου και πέθανε το 935. Για τη ζωή του δεν γνωρίζομε πολλά. Ως το 36ο τουλάχιστον έτος της ζωής του ήταν οπαδός της σχολής των Μουταζιλιτών. Έπειτα όμως, και προφανώς πριν από το 909, αναίρεσε τη διδασκαλία των Μουταζιλιτών και αφοσιώθηκε στην ανάπτυξη και τη λογική κατοχύρωση της αυστηρής διδασκαλίας των οπαδών της ισλαμικής παράδοσης. Η παράδοση του α- ποδίδει πολυάριθμα έργα, από τα οποία λίγα σώθηκαν. Από αυτά αξίζει να μνημονεύσουμε εδώ τα εξής τέσσερα: 1. Γνώμες θεολογικές των Μουσουλμάνων, μια μεγάλη θεολογική πραγματεία που διαιρείται σε τρία μέρη και ε- ξετάζει: α) τις αιρέσεις του Ισλάμ, β) την ορθόδοξη ισλαμική ομολογία πίστεως και γ) διάφορες έννοιες και όρους του Καλάμ. 2. Μια σύνοψη των αρχών του Ισλάμ με τον τίτλο Σχόλια, που υπήρξε κατ" εξοχήν δημοφιλές ανάγνωσμα. 3. Το μικρό έργο Πίστη, στο οποίο εξετάζεται η φύση και η ουσία της ισλαμικής πίστης, και 4. Το έργο Σαφής έκθεση των βασικών αρχών της (ισλαμικής) πίστης. Το όλο έργο του Ασαρί έχει άμεση σχέση με τους Μουταζιλίτες, τους οποίους καταπολεμεί. Αυτοί ήταν ζηλωτές μουσουλμάνοι θεολόγοι οργανωμένοι στη Βασόρα και τη Βαγδάτη. Επηρεασμένοι από τις διαλεκτικές μεθόδους της ελληνικής φιλοσοφίας και εμφορούμενοι από τον ζήλο να συστηματοποιήσουν τη θρησκεία τους και να την απαλλάξουν από τα α- σθενή της σημεία, απέρριπταν την περί απολύτου προορισμού διδασκαλία του Ισλάμ, κήρυτταν την αρχή της ελευθερίας της βουλήσεως και τόνιζαν τη δικαιοσύνη του θεού, ο οποίος δεν προορίζει τις ανθρώπινες πράξεις, όπως δίδασκε το επίσημο Ισλάμ, αλλά πράττει ό,τι είναι άριστο ("άσλαχ") για τα δημιουργήματά του. Ακόμη, παρέλαβαν τους αριστοτελικούς όρους "ουσία" και "συμβεβηκός" και έκαναν διάκριση ανάμεσα στη θεία ουσία και τα ιδιώματά της. Η ουσία του θεού, έλεγαν, είναι α- πολύτως μία, απρόσιτη και ακατάληπτη, ενώ τα ιδιώματά της "κτιστά" συμβεβηκότα, που προστίθενται σ' αυτήν απέξω. Ο λόγος του θεού είναι κατά το επίσημο Ισλάμ ένα αιώνιο ιδίωμά του και το Κοράνιο, ως αιώνιος λόγος του θεού, είναι αιώνιο και αδημιούργητο. Οι ΜουταζιλΙτες έχοντας ως βάση ότι δίπλα στην ουσία του θεού δεν μπορούν να νοηθούν αιώνια ιδιώματα (ούτε επομένως και το ιδίωμα του λόγου), δέχονταν ότι το Κοράνιο δεν είναι "άκτιστο" και "αδημιούρτητο", αλλά "κτιστό" και δημιουργημένο άμεσα από τον θεό. Έτσι προκάλεσαν σάλο στην ισλαμική κοινότητα. Ο αλ-ασαρί αναίρεσε τις θέσεις των Μουταζιλιτών κρατώντας μια ενδιάμεση, συμβιβαστική θέση ανάμεσα σ' αυτούς και τους αυστηρούς νομοδιδασκάλους της ισλαμικής παράδοσης. Έτσι, τόνισε την αξία της μελέτης και της υπεράσπισης των αρχών της πίστης με τα μέσα της λογικής δίδαξε ότι η ουσία του θεού είναι απρόσιτο και ακατάληπτο μυστήριο ("γάιι>"). Ο θεός όμως έχει αιώνια ονόματα και ιδιώματα, όπως ακριβώς μνημονεύονται στο Κοράνιο και όπως απαιτεί η απλή πίστη. Μέσω αυτών ο θεός γίνεται γνωστός στον κόσμο. Ωστόσο α- πέναντι στην απρόσιτη και ακατάληπτη ουσία του θεού, οι αώνιες ιδιότητες δεν είναι αυθυπόστατες, αλλά παίρνουν την υπόσταση τους από τη θεία ουσία, και επομένως δεν εισάγεται πολυαρχία στη θεότητα. Το Κοράνιο, ως αιώνιος λόγος του θεού, είναι αιώνιο και αδημιούργητο. Δεν δημιουργήθηκε από τον θεό, όπως δίδασκαν οι Μουταζιλίτες, αλλά, ως αιώνιο ιδίωμα, φυλάσσεται αιωνίως κοντά στον θεό αδημιούργητο και άκτιστο. Απέναντι στη θέση των Μουταζιλιτών ότι ο θεός είναι δίκαιος και πράττει ό,τι είναι άριστο για τα δημιουργήματά του, και επομένως δεν ευθύνεται για τις πράξεις των ανθρώπων, οι ο- ποίες είναι προϊόντα της ελεύθερης θέλησής τους, ο Ασαρί, βασιζόμενος στην παντοδυναμία του θεού, δίδαξε ότι όλες οι ανθρώπινες πράξεις είναι δημιουργημένες από τον θεό. Ο θεός δημιουργεί και προορίζει τις καλές και τις κακές πράξεις των ανθρώπων, όπως ακριβώς δημιουργεί και όλα τα πράγματα. Είναι δημιουργός του καλού και του κακού και οδηγεί στο καλό όποιον θέλει και παραδίδει στο κακό όποιον θέλει. Το σουννπτκό Ισλάμ απέρριψε βέβαια ορισμένες λογοκρατικές θέσεις του Ασαρί, αλλά κράτησε τη γενική περί προορισμού διδασκαλία. Στερεότυπη είναι η μουσουλμανική φράση: "ό,τι θέλει ο θεός θα γίνει, και ό,τι δεν θέλει δεν θα γίνει". Τη διδασκαλία του Ασαρί την ανέπτυξαν και τη διέδωσαν οι μαθητές του και έτσι διαμορφώθηκε μια ιδιαίτερη "ασαριτική σχολή", της οποίας η κύρια συμβολή στη θεολογία του Ισλάμ (Καλάμ) ήταν η ανάλυση των σχέσεων μεταξύ λόγου και πίστης. Η ασαριτική σχολή κυριάρχησε στη θεολογία του Ισλάμ ως τον 15ο αιώνα. Γοηγ. Ζιάκας 181

182 ασκητισμός ασκητισμός. Τρόπος ζωής που συνίσταται στην αυθυπέρβαση του ατομικισμού με την ε- ξάσκηση της ανθρώπινης βούλησης για να επικυριαρχεί πάνω στα πάθη της ανθρώπινης φύσης.συνώνυμα του ασκητισμού (από το "ασκητής": υποκείμενο ασκήσεων) είναι ο "αναχωρητισμός" (από την "αναχώρηση" του ασκητή από την πόλη για την έρημο), ο "μοναχισμός" (από τη "μοναχική" ύπαρξη του ασκητή, ως "μοναχού": μόνου, αυτοαπομονωμένου από άλλους ανθρώπους, που ζει σε "μονή", "μοναστήρι" ή ως "ερημίτης": πολίτης της ερήμου), ο "ησυχασμός" (από την επιδίωξη της "ησυχίας") και ο "μυστικισμός" (από τη μαθητεία στη "μυστική θεολογία", με κύριο χαρακτηριστικό την ένωση με το θείο ή τη θητεία στη "νηπτική παράδοση" με σκοπό την ανάνηψη και κάθαρση). Φιλοσοφικά αναπτύχθηκε ο ασκητισμός από τον Μαξ Σέλερ* ( ) στο κλασικό ανθρωπολογικό έργο του Η θέση του ανθρώπου στον κόσμο (1927, γερμανικά) και προωθήθηκε από τον Καρλ Φρίντ. φον Βαίτσαίκερ (1912 -) στο μελέτημά του Ο κήπος του ανθρώπινου (1977). Κατά τον Μαξ Σέλερ "ο άνθρωπος είναι το έμβιο ον που μπορεί χάρη στο πνεύμα του να τηρεί απέναντι στη ζωή, η οποία τον διατρέχει με βίαια ρίγη, μια ασκητική στάση καταπιέζοντας και απωθώντας τις ορμές του. Συγκρινόμενος με το ζώο που πάντα λέει "ναι" στην πραγματικότητα, ακόμα κι όταν την αποστρέφεται και την αποφεύγει, ο άνθρωπος είναι το ον που μπορεί να λέει "όχι", ο "ασκητής της ζωής". Από τον Βαίτσαίκερ προτείνεται μια "ασκητική δημοκρατία" ως εναλλακτικός τρόπος ζωής ενάντια στον καταναλωτισμό: "Η τεχνική απαιτεί αυτοκυριαρχία. Η τεχνική ως παράγοντας πολιτισμού είναι ανέφικτη χωρίς την ικανότητα για τεχνική ασκητική". Βιβλιογρ.: Μ. Μπέγζος. Φιλοσοφική ανθρωπολογία της θρησκείας. Αθήνα, Μ. Π. Μπέγζος Ασκληπιάδης ο Φλιάσιος (περ π.χ.). Φιλόσοφος. Παρακολούθησε μαθήματα πρώτα στην πλατωνική Ακαδημία* στην Αθήνα, ύστερα κοντά στον Στίλπωνα* στα Μέγαρα και τέλος ακολούθησε τον νεότερο φίλο του Μενέδημο τον Ερετριέα* στην Ήλιδα, στο Κίτιο της Κύπρου και στην Ερέτρια, όπου ο Μενέδημος ίδρυσε την Ερετρική σχολή* φιλοσοφίας (περ. 308 π.χ.), δηλαδή την εποχή που στην Αθήνα ο Επίκουρος* ίδρυσε τον Κήπο* (306) και ο Ζήνων ο Κιτιεύς* τη Στοά (301). Σύφωνα με τις υπάρχουσες αρχαίες μαρτυρίες, ο Ασκληπιάδης εγκαταστάθηκε μόνιμα στην ιδιαίτερη πατρίδα του φίλου του και εκεί ολοκλήρωσε τη ζωή και το έργο του, συνεργαζόμενος μαζί του. ΕΝ. Ρούσσος Ασκληπιόδοτος ο Αλεξανδρεύς ή Μέγας (περ μ.χ.). Φιλόσοφος με νεοπλατωνική κατεύθυνση, μαθητής του Πρόκλου*, γνωστός κυρίως από ένα χαμένο ερμηνευτικό υπόμνημά του στον Τίμαιο* του Πλάτωνα. Ο Ασκληπιόδοτος είχε ενδιαφερθεί επίσης για την ιατρική και τα μαθηματικά, και σχετικά αναφέρεται θέση του που αμφισβητούσε τη διαφορά α- κίνητου και κινούμενου χρόνου. Οι νεότεροι του νεοπλατωνικοί* φιλόσοφοι Δαμάσκιος* και Σιμπλίκιος* επεσήμαναν την κριτική ιδιοφυΐα του Ασκληπιόδοτου, την ευσέβειά του, την εμμονή του στην εθνική θρησκεία, τη νηφάλια ηθική του και την απόκρουση της μαγείας από μέρους του. Ε. Ν. Ρούσσος Ασμους Βαλεντίν Φερντινάντοβιτς ( , Κίεβο , Μόσχα). Ουκρανός φιλόσοφος. Καθηγητής του πανεπιστημίου της Μόσχας και επιστημονικός συνεργάτης του Φιλοσοφικού Ινστιτούτου της Ακαδημίας Επιστημών της πρώην ΕΣΣΔ. Ασχολήθηκε με προβλήματα της ιστορίας της φιλοσοφίας (ιδιαίτερα του γερμανικού ιδεαλισμού), της θεωρίας και της ιστορίας της λογικής, της αισθητικής και της λογοτεχνίας. Πήρε μέρος στη συγγραφή της Ιστορίας της φιλοσοφίας, που εξέδωσε η Ακαδ. Επιστημών. Εργα: Η διαλεκτική του Καντ( 1930), Λογική (1947), ΟΝτεκάρτ( 1956), Ο Δημόκριτος (1960), Ο Πλάτων (1975), Η Αρχαία φιλοσοφία (1976). Ν. Στ. Ασπάσιος (περ μ.χ.). Φιλόσοφος της Περιπατητικής σχολής*, δάσκαλος του Ερμίνου*, συνέταξε ερμηνευτικά υπομνήματα στα έργα του Αριστοτέλη Κατηγορία!', Φυσική α- κρόασις', Περί ουρανού,' Μετά τα Φυσικά' και Ηθικά Νικομάχεια'. Από όλα αυτά έχει σωθεί μόνο ένα μέρος από το υπόμνημα στα Ηθικά Νικομάχεια. Είναι γνωστό ότι τα υπομνήματα του Ασπάσιου τα χρησιμοποιούσαν στον κύκλο του Πλωτίνου*. Ε Ν. Ρούσσος 182

183 αστική επανάσταση ΑστΙκα ή Αστικαμάτα. Ο όρος ετυμολογείται από το σανσκριτικό "ασ.'", που σημαίνει "υπάρχει, είναι" και αντίστοιχό του είναι το ελληνικό "εστί". Αστικά καλούνται τα έξι ινδικά "ορθόδοξα" φιλοσοφικά συστήματα, δηλαδή εκείνα που αποδέχονται την αυθεντία των Βέδας, με την ευρεία έννοια (Αρανυάκας, Ουπανισάδες κ.λπ.). Αντίθετα, "ΝαστΙκα" αποκαλούνται εκείνα που αποτελούν συστήματα στοχασμού που κινούνται έξω από τις γενικές γραμμές του Βεδικού κύκλου. Τα Αστικά λέγονται και Νταρσάνας, από τη σανσκριτική ρίζα drsh, που σημαίνει βλέπω, και χαρακτηρίζονται "συστήματα", γιατί οι συλλογισμοί και οι αφορισμοί που περιέχουν αποτελούν σχετικά ολοκληρωμένα λογικά συστήματα. Πολλά από αυτά ξεπερνούν τα όρια αυτών που ονομάζουμε σήμερα "φιλοσοφία". Από τη μια μεριά θίγουν καθαρά θρησκευτικά θέματα και από την άλλη προβλήματα που θεωρούνται σήμερα "θετικά-επιστημονικά". Τα "ορθόδοξα" φιλοσοφικά συστήματα είναι: 1) Ούταρα Μιμάμσα ή Αντβάιτα Βεντάντα (άκρατος μονισμός) 2) Πούρβα ή Κάρμα Μιμάμσα ή Μιμάμσα Σούτρα (σχετικά δυιστική Βεντάντα)' 3) Βισισταντβάιτα Βεντάντα (προσδιορισμένος μη δυϊσμός) 4) Ντβαϊταντβάιτα Βεντάντα (δυϊσμός του μη δυϊσμού) 5) Νυάγια-Βαϊσεσίκα (λογικός ρεαλισμός) 6) Σαμκύα ή Σανκύα-Γιόγκα (κοσμολογικός δυϊσμός). Τα μη ορθόδοξα συστήματα (Ναστίκα) είναι: ο Βουδισμός", ο Τζαινισμός, η Τσαρβάκα ή Λοκαγιάτα κ.ά. μικρότερης σημασίας. Βιβλιογρ.: Βαο. Βιτσαξής, Ο στοχασμός και η πίστη (Αρχαιότητα-Χριστιανισμός), 2 τόμ., Εστία, Αθήνα, Δημ. Βελισσαρόπουλος, Ιστορία της ινδικής φιλοσοφίας, Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα, 1992". Βαο. Βιτσαξής αστική δημοκρατία, βλ. δημοκρατία αστική επανάσταση. Τύπος κοινωνικής επανάστασης* που κύριος στόχος της είναι η εξάλειψη του φεουδαρχικού καθεστώτος, του καθεστώτος της δουλοπαροικίας είτε των υπολειμμάτων του, η εγκαθίδρυση και εδραίωση της ε- ξουσίας της αστικής τάξης* και η δημιουργία των όρων για την απρόσκοπτη λειτουργία και ανάπτυξη του κεφαλαιοκρατικού καθεστώτος. Αστική επανάσταση με την ευρεία έννοια αποκαλείται ολόκληρη η περίοδος μετάβασης από τη φεουδαρχία στο αστικό καθεστώς. Με τη στενότερη έννοια αστική επανάσταση θεωρείται οριομένη κοινωνικο-πολιτική επανάσταση περιορισμένης χρονικής διάρκειας, η οποία διευθετεί άμεσα και κυρίως τα ζητήματα του νομικού και πολιτικού εποικοδομήματος*. Η αστική επανάσταση οφείλεται στη διαπλοκή αντιθέσεων που χαρακτηρίζει τη δεδομένη ι- στορική εποχή: μεταξύ των νέων ανερχόμενων κεφαλαιοκρατικών παραγωγικών δυνάμεων και των παρωχημένων φεουδαρχικών σχέσεων παραγωγής (δουλοπαροικίας, συντεχνιακών δεσμών) είτε των καταλοίπων τους, μεταξύ της αναπτυσσόμενης κεφαλαιοκρατικής οικονομικής βάσης και του φεουδαρχικού εποικοδομήματος (θεσμών, δικαίου, θρησκευτικής ιδεολογίας κ.λπ.). Η κάθε συγκεκριμένη αστική επανάσταση έχει την ιδιομορφία της, η οποία συνδέεται με τη (διεθνή και εθνική) ιστορική συγκυρία, με τον χαρακτήρα των διαπλεκόμενων αντιθέσεων, με τους στόχους και την ιδεολογία της, με τον τρόπο προώθησης αυτών των στόχων, με τον χαρακτήρα του συλλογικού υποκειμένου της και με τη χρονικότητά της (χρονολογία διεξαγωγής, ρυθμοί προώθησης κ.λπ.). Οι πρώιμες αστικές επαναστάσεις -η Μεταρρύθμιση και ο Πόλεμος των χωρικών ( ) στη Γερμανία, η επανάσταση στις Κάτω Χώρες (16ος αι.) και η Αγγλική επανάσταση (17ος αι.)-, παρά τη θρησκευτική μορφή τους, αποτέλεσαν το προανάκρουσμα της αστικής κυριαρχίας στην Ευρώπη. Στην Αμερική η αστική επανάσταση πήρε τη μορφή του πολέμου των α- ποικιών για την ανεξαρτησία τους, που οδήγησε στην ίδρυση των ΗΠΑ (18ος αι.). Η μεγάλη Γαλλική επανάσταση ( ), με τον ριζοσπαστισμό και τη διεθνή ακτινοβολία της, ά- σκησε σημαντική επίδραση στον χαρακτήρα της ιστορικής διαδικασίας. Το βάθος και η εμβέλεια των κοινωνικο-πολιτικών μετασχηματισμών που επιφέρει η αστική επανάσταση είναι συνάρτηση της μαζικότητας του κινήματός της και του συσχετισμού δυνάμεων στα πλαίσια του επαναστατικού αντιφεουδαρχικού στρατοπέδου, την ηγεμονία του οποίου είχε η (κατά την διάρκεια των πρώτων αστικών επαναστάσεων επαναστατική) αστική τάξη. Στις περιπτώσεις περιορισμένης, φθίνουσας και χειραγωγούμενης από την αστική τάξη συμμετοχής των μαζών, έχουμε επανάσταση «κορυφών» συμβιβαστικού χαρακτήρα (π.χ. επανάσταση Νεότουρκων το 1908, Ιαπωνία , κατάργηση της δουλοπαροικίας στη Ρωσία το 1864 κ.ά.). Σε αντιδιαστολή με αυτή την εκδοχή, οι αστικές δημοκρατικές επαναστάσεις διακρίνο- 183

184 αστική τάξη νται για την ευρείας κλίμακας συμμετοχή λαϊκών μαζών που προβάλλουν τις δικές τους διεκδικήσεις και προσδίδουν στην επανάσταση ριζοσπαστικό και δημοκρατικό χαρακτήρα (Γαλλία , Ρωσία και Φεβρουάριος 1917). Η αυτοτελής επαναστατική παρουσία του λαού και ιδιαίτερα της εργατικής τάξης στις αστικές επαναστάσεις από τον 19ο αι. και κυρίως κατά τον 20ό αι. επιφέρει ποιοτικές και ουσιώδεις αλλαγές στην πορεία της ε- παναστατικής διαπάλης, διανοίγοντας δυνατότητες για τη μετεξέλιξη της αστικής επανάστασης σε σοσιαλιστική (βλ. σοσιαλιστική επανάσταση). Οι αστικές επαναστάσεις διακρίνονται κατά τη μορφή τους ως προς τους στόχους που προτάσσουν. Αυτοί οι στόχοι είναι: 1) θρησκευτικοί (π.χ. Μεταρρύθμιση)' 2) εθνική ανεξαρτησία (π.χ. Κάτω Χώρες, ΗΠΑ, Ελλάδα του 1821) 3) διευθέτηση του αγροτικού ζητήματος (π.χ. Γαλλία, Ρωσία ) 4) ενοποίηση του έθνους σε κρατικό μόρφωμα (π.χ. Γερμανία, Risorgimento στην Ιταλία του 19ου αι.) 5) απελευθέρωση από τον ιμπεριαλιστικό αποικιακό ή νεοαποικιακό ζυγό (Ασία, Αφρική, Λατινική Αμερική του 20ού αι.). Τις αστικές επαναστάσεις, ιδιαίτερα τις πρώιμες, κατά κανόνα διαδέχονται αντιδραστικές αντεπαναστατικές διαδικασίες παλινόρθωσης (π.χ. "θερμιδώρ", βλ. αντεπανάσταση), οι οποίες ωστόσο ποτέ δεν μπορούν να ανατρέψουν εντελώς τις κατακτήσεις της επανάστασης. Η διαπάλη αστικής επανάστασης και αντεπανάστασης οδηγεί συχνά σε διατήρηση φεουδαρχικού τύπου θεσμικών κ.λπ. καταλοίπων (π.χ. Μοναρχίες, μη διάκριση κράτους και εκκλησίας κ.ά.). Μετά την επικράτηση του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος, η αστική τάξη δεν χάνει απλώς και τα τελευταία στοιχεία προοδευτικότητάς της, αλλά μετατρέπεται σε αντιδραστική και αντεπαναστατική, μεθοδεύοντας την κατάπνιξη οποιουδήποτε ε- ναλλακτικού ως προς την κυριαρχία της κινήματος ή τύπου ανάπτυξης. Βιβλιογρ.: Grab W Die Debatte um die Franzosische Revolution, Miinchen Godechot J., Les Evolutions, Paris Lefebvre G.. La R6volution francaise, Paris, Α. Μόνφρεντ. Ρουσό - Μαρά - Ροβεσπιέρος, μορφές της Γαλλικής Επανάστασης, Σ.Ε., Αθήνα.- Κ. Μαρξ, Η 18η ΜπρυμαΙρ του Λ. Βοναπάρτη, θεμέλιο, Αθήνα.- του Ιδιου: Ταξικοί αγώνες στη Γαλλ/α, θεμέλιο, Αθήνα.- Φ. Ένγκελς, Ο πόλεμος των χωρικών στη Γερμανία, Σ.Ε., Αθήνα Η Επανάσταση του 1821, Επιστημονικό Συμπόσιο, Σ.Ε.. Αθήνα, Δ. Πατέλης αστική τάξη. Κοινωνική τάξη, η οποία από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης παίζει αποφασιστικό ρόλο στο οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο της αστικής-καπιταλιστικής κοινωνίας. Η έννοια "αστική τάξη" (bourgeoisie) έλκει την καταγωγή της από τη λέξη "μπουρζουά" (bourgeois), που στην εποχή της φεουδαρχίας σήμαινε τον % αστό, τον κάτοικο της πόλης. Οι πρώτοι αυτοί αστοί, που προήλθαν από την ανάπτυξη της βιοτεχνικής και ε- μπορευματικής παραγωγής, απετέλεσαν το πρόπλασμα της αστικής τάξης με τη μαρξιστική έννοια. Σύμφωνα με τον Saint Simon (Σαιν Σιμόν)*, η μπούρζουαζία αποτελούσε εκείνο το κοινωνικό στρώμα στο οποίο ανήκαν οι ανώτεροι υ- πάλληλοι, οι δικαστικοί και οι γαιοκτήμονες, ε- φόσον αυτοί δεν ήταν ευγενείς. Για τον Saint Simon, η μπουρζουαζία παρεμβαλλόταν μεταξύ ευγενών και ακτημόνων και ήταν μη παραγωγική. Η έννοια της τάξης γενικότερα, και της αστικής ειδικότερα, αποκτά στη μαρξιστική θεωρία μια άλλη διάσταση, άμεσα συνδεδεμένη με την έννοια των παραγωγικών δυνάμεων και των παραγωγικών σχέσεων. Στο Μανιφέστο' και αργότερα στο Κεφάλαιο'ο Karl Marx (Καρλ Μαρξ)* προσδιορίζει με σαφήνεια, τόσο τη διαδικασία συγκρότησης, όσο και τα χαρακτηριστικά της αστικής τάξης. Οπως παρατηρεί ο Friedrich Engels (Φρίντριχ Ένγκελς)* σε σημείωσή του στην αγγλική έκδοση του Μανιφέστου (1888), ως αστική τάξη νοείται "η τάξη των σύγχρονων καπιταλιστών, οι οποίοι κατέχουν τα κοινωνικά μέσα παραγωγής και εκμεταλλεύονται τη μισθωτή εργασία" (σ. 41). Δύο επομένως είναι τα συστατικά στοιχεία της α- στικής τάξης: η κατοχή των μέσων παραγωγής και η εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας, που στη μαρξική ορολογία αποδίδεται με τον όρο "υπεραξία" (απλήρωτο τμήμα της προσφερόμενης μισθωτής εργασίας), μοναδική πηγή πλούτου της τάξης αυτής. Στον αντίποδα της αστικής τάξης, που κατέχει τα μέσα παραγωγής, βρίσκεται το προλεταριάτο, η τάξη των εργατών, η μόνη "ιδιοκτησία" των οποίων είναι η εργατική τους δύναμη, την οποία πωλούν έναντι αμοιβής στην πρώτη. Επομένως οι δύο αυτές βασικές τάξεις υπάρχουν εξ ορισμού, δηλαδή είναι μια αντικειμενική πραγματικότητα, ανεξάρτητα από το γεγονός αν τα μέλη τους αναγνωρίζουν ή όχι την ύπαρξή τους. 184

185 αστυφιλία (ουρμπανισμός) Η αστική τάξη είναι προϊόν πολύχρονης εξέλιξης. Η μετάβασή της από τη μια βαθμίδα εξέλιξης στην άλλη συνοδευόταν πάντα από αντίστοιχες οικονομικές και πολιτικές μεταβολές, στις οποίες η ίδια έπαιζε κάθε φορά και ένα διαφορετικό ρόλο, μέχρι την καθιέρωσή της και την απόκτηση της πλήρους οικονομικής και πολιτικής κυριαρχίας στη βιομηχανική κοινωνία. θα πρέπει εδώ να παρατηρήσει κανείς πως η πορεία της αστικής τάξης δεν είναι ενιαία για όλες τις χώρες, αλλά καθορίστηκε από τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούσαν στη συγκεκριμένη χώρα. Για παράδειγμα, η πορεία αυτή ήταν εντελώς διαφορετική στην Αγγλία απ' ό,τι στη Βόρεια Αμερική, η οποία δεν γνώρισε τη φεουδαρχία* ως κοινωνικό σύστημα, και ακόμη πιο. διαφορετική σε χώρες με αργούς ρυθμούς εκβιομηχάνισης (Ιταλία) ή και με καθυστερημένη ή μη αυτοδύναμη εκβιομηχάνιση (Ελλάδα, Τουρκία). Το ερώτημα αναφορικά με τη σύνθεση της α- στικής τάξης είναι ένα ερώτημα όχι μόνο καίριο, αλλά και επίκαιρο. Ποιοι αποτελούν την α- στική τάξη; Παραμένει αυτή σταθερή από ά- ποψη σύνθεσης και φυσιογνωμίας από τη στιγμή που άρχισε να παίζει κυρίαρχο ρόλο στο οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι; Οπως παρατηρεί ο Μαρξ, η αστική τάξη, ως κοινωνική πραγματικότητα, χαρακτηρίζεται από διαρκείς ανακατατάξεις στο εσωτερικό της. Σε κάθε περίοδο υπερισχύουν διαφορετικές ομάδες, ανάλογα με τη σφαίρα τοποθέτησης των κεφαλαίων: Στην περίοδο της βιοτεχνικής παραγωγής (μανιφακτούρα) υπερισχύει το εμπορικό κεφάλαιο (εμπορική αστική τάξη), που το διαδέχεται το βιομηχανικό κεφάλαιο και η βιομηχανική παραγωγή (βιομηχανική α- στική τάξη). Στα πλαίσια της βιομηχανικής παραγωγής αναπτύσσεται το εμπορικό και τραπεζικό κεφάλαιο (εμπορική και τραπεζική αστική τάξη). Στους κόλπους της βιομηχανικής α- στικής τάξης αναπτύσσονται παρακλάδια της ίδιας και αποτελούν το απαραίτητο συμπλήρωμά της. Πρόκειται για τους λεγόμενους μικροαστούς, βιοτέχνες, εμπόρους, εισοδηματίες, αγρότες. Με την έννοια αυτή τα διάφορα στρώματα της αστικής τάξης δεν μπορούν να έχουν ταυτόσημα συμφέροντα, αλλά αντίθετα βρίσκονται σε διαρκή ανταγωνισμό στην προσπάθειά τους να οικειοποιηθούν όσο γίνεται μεγαλύτερο μερίδιο από την παραγόμενη υπεραξία στη βιομηχανική - καπιταλιστική διαδικασία της παραγωγής. Ειδικότερα τα μικροαστικά στρώματα είναι διαρκώς εκτεθειμένα στον ανταγωνισμό των κυρίαρχων μεγαλοαστικών στρωμάτων, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν κάθε στιγμή να προλεταριοποιηθούν (Κομμ. Μανιφέστο', σ. 52). Εμφανής είναι ο κίνδυνος αυτός σε περιόδους οικονομικής δυσπραγίας και η αδυναμία των στρωμάτων αυτών να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό. Το στοιχείο της κατοχής, της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής ήταν αναμφισβήτητα αποφασιστικής σημασίας τον 19ο αιώνα, προκειμένου να χαρακτηρισθεί κάποιος αστόςκαπιταλιστής, όχι όμως σήμερα στον ίδιο βαθμό. Σήμερα με την επικράτηση άλλων μορφών ι- διοκτησίας, όπως μετοχικές εταιρίες ή κρατικές επιχειρήσεις ("δημόσιος τομέας"), η σύνθεση της αστικής τάξης γίνεται όλο και περισσότερο πολύπλοκη. Η διοικητική ελίτ των κρατικών επιχειρήσεων, αλλά προπάντων τα ανώτατα διευθυντικά στελέχη των ιδιωτικών επιχειρήσεων (managers), με τους υψηλούς μισθούς, τη συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων και τα πάσης φύσης προνόμια, τείνουν να μεταβληθούν σε μια ιδιαίτερη κατηγορία αστών, των οποίων τα συμφέροντα είναι πλήρως ταυτισμένα με τα συμφέροντα των επιχειρηματιών - αστών. Η επαγγελματική και κοινωνική θέση αυτών των αστικών στρωμάτων εξαρτάται άμεσα από τη θέση που κατέχουν οι επιχειρήσεις που διαχειρίζονται στην εγχώρια και παγκόσμια επιχειρηματική σκακιέρα. Από την αλλη πλευρά, η διαρκής διεθνοποίηση της παραγωγής και του κεφαλαίου (μονοπώλια) συμβάλλει κάθε μέρα και περισσότερο στην αλλοίωση του εθνικού χαρακτήρα ενός μέρους της αστικής τάξης και την εδραίωση μιας άλλης κατηγορίας αστικών στρωμάτων, των "υπερεθνικών αστικών στρωμάτων". Βιβλιογρ.: Marx, Κ. - Engels, F., Το κομμουνιστικό μανιφέστο, εκδ. θεμέλιο, Mam, Κ. - Engels, F Die Deutsche kteotogie, στο "Marx - Engels Werke", τ. 3, Dietz Verlag, Berlin, Marx, K Das Kapital, τ. I. III. Dietz Verlag, Berlin, Πουλαντζάς, Ν., Οι κοινωνικές τάξεις στον σύγχρονο καπιταλισμό, εκδ. θεμέλιο, Χρ. Νόβα - Καλτσούνη αστικοδημοκρατική επανάσταση, βλ. αστική ε- πανάσταση. αστυφιλία (ουρμπανισμός). Εννοια με την οποία αποδίδεται η μετακίνηση σημαντικών τμημάτων του αγροτικού πληθυσμού σπς.πό- 185

186 αστυφιλία (ουρμπανισμός) λεις. Πρόκειται για φαινόμενο που στη βιομηχανική κοινωνία παίρνει ιδιαίτερα μεγάλες διαστάσεις και συνίσταται στην αλματώδη επέκταση των αστικών κέντρων με παράλληλη μείωση του αγροτικού πληθυσμού. Η αστυφιλία είναι φαινόμενο που δεν έχει ούτε διαχρονικό ούτε διατοπικό χαρακτήρα. Η έκταση και τα χαρακτηριστικά του είναι συνάρτηση των ιδιαίτερων οικονομικών, κοινωνικών - πολιτικών και πολιτισμικών συνθηκών κάθε χώρας σε μια δεδομένη στιγμή της ιστορικής της εξέλιξης. Χρονικά, η εξέλιξη του φαινομένου συμβαδίζει με την εξελικτική πορεία της ίδιας της έννοιας της πόλης. Ο ρόλος που έπαιζε η πόλη στην παραγωγική διαδικασία καθόριζε ανέκαθεν τη μορφή και την έκταση του φαινομένου της αστυφιλίας. Για παράδειγμα, στους νεότερους χρόνους η πόλη της ευρωπαϊκής Δύσης ήταν το αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης πορείας, που στο επίκεντρό της βρίσκονταν οι παραγωγικές δραστηριότητες της εποχής και ειδικότερα η αγορά. Οι πόλεις εδώ α- ποτελούσαν κέντρα βιοτεχνικής παραγωγής και εμπορικών συναλλαγών. Από άποψη δομής και οργάνωσης οι πόλεις αυτές γνώριζαν μια διοικητική και πολιτιστική αυτονομία, η δε επέκτασή τους ακολουθούσε τους ρυθμούς ανάπτυξης της παραγωγής και διακίνησης των αγαθών, με αποτέλεσμα η αύξηση του πληθυσμού να είναι συνάρτηση των αναγκών αυτής της ανάπτυξης και να συμβαδίζει με τη δυνατότητα της πόλης να τον εντάξει στις παραγωγικές και λοιπές κοινωνικές διαδικασίες. Με τη βιομηχανική επανάσταση και τη συγκέντρωση της παραγωγής στο εργοστάσιο αλλάζει και η φυσιογνωμία της πόλης ως απόρροια της μετακίνησης μεγάλων τμημάτων του αγροτικού πληθυσμού στα αστικά κέντρα, με στόχο να απασχοληθούν στη βιομηχανική παραγωγή. Η ισορροπία που μέχρι εκείνη τη στιγμή επικρατούσε μεταξύ εισροής πληθυσμού και δυνατότητας απορρόφησής του από την παραγωγική διαδικασία διαταράσσεται. Η εισροή α- γροτικών πληθυσμών στις πόλεις γίνεται μαζικά και, παρά τις αυξημένες δυνατότητες της παραγωγής να απορροφήσει το μεγαλύτερο μέρος τους, ένα σημαντικό τμήμα των πληθυσμών αυτών μένει στο περιθώριο της παραγωγικής διαδικασίας, με αποτέλεσμα να αυξάνουν καθημερινά οι άνεργοι, οι ζητιάνοι, οι ά- στεγοι και οι παραβάτες. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί το γεγονός ότι, παρά την ύπαρξη τέτοιων φαινομένων, στις πόλεις του Μεσαίωνα δεν διαρρηγνύεται ο χωροταξικός, πολιτισμικός και κοινωνικός τους ιστός και κατορθώνουν να διατηρήσουν τη φυσιογνωμία και την κοινωνική τους συνοχή χάρη στην υποδομή που είχαν σε τομείς όπως ο πολεοδομικός σχεδιασμός, η περίθαλψη, η παιδεία κ.λπ. Με την εδραίωση της βιομηχανικής - καπιταλιστικής παραγωγής δεν παρατηρείται στις ευρωπαϊκές αυτές πόλεις αύξηση της ανεξέλεγκτης μετακίνησης των αγροτικών πληθυσμών στα αστικά κέντρα, όπως συνέβη στις α- ναπτυσσόμενες χώρες, αλλά αντίθετα η αύξηση αυτή περιορίζεται, αφού οι αναπτυγμένες βιομηχανικά χώρες της Δύσης προωθούν παράλληλα και την ανάπτυξη της υπαίθρου. Η πολιτική αυτή συνέβαλε στην επέκταση των πόλεων της βιομηχανικής Ευρώπης με ένα ρυθμό πολύ πιο αργό από εκείνον που γνώρισαν οι α- ναπτυσσόμενες χώρες. Στις λεγόμενες αναπτυσσόμενες χώρες η εξέλιξη των πόλεων ακολούθησε εντελώς διαφορετική πορεία. Η διαδικασία εκβιομηχάνισης των χωρών αυτών άρχισε αργά και σχεδόν α- προγραμμάτιστα, με συνέπεια τη ραγδαία επέκταση των πόλεων και τη μεγάλης έκτασης φτώχεια. Τα μοντέλα ανάπτυξης που οι χώρες αυτές υιοθέτησαν, κυρίως μετά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο, ("μοντέλα εκσυγχρονισμού"), είχαν στο επίκεντρό τους τον λεγόμενο "μοντέρνο τομέα", δηλαδή τον δευτερογενή και τριτογενή τομέα της παραγωγής (βιοτεχνική / βιομηχανική παραγωγή και υπηρεσίες). Αποτέλεσμα αυτής της επιλογής ήταν η παραμέληση του "παραδοσιακού τομέα" (γεωργία) και η σταδιακή συρρίκνωση του. Η πόλη καθίσταται πόλος έλξης για μεγάλα τμήματα του αγροτικού πληθυσμού, τα οποία καταφεύγουν εκεί και αναζητούν όχι μόνον εργασία, αλλά και παιδεία, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ψυχαγωγία. Οι μάζες όμως αυτές, στο μεγαλύτερο μέρος τους, δεν καταφέρνουν να ενταχθούν πλήρως στην παραγωγική και κοινωνική διαδικασία, γιατί απουσίαζε ένα ειδικό για τον σκοπό αυτό διαμορφώμένο οικονομικό - κοινωνικό πλαίσιο. Αποτέλεσμα αυτής της πραγματικότητας ήταν η δημιουργία εφεδρικού εργατικού στρατού, τα χαμηλά ημερομίσθια, η φτώχεια και τα κάθε φύσης ανομικά φαινόμενα (χαλάρωση ηθικών αξιών, ναρκωτικά, εγκληματικότητα). Χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων πόλεων αποτελούν η Καλκούτα, το Κάιρο, η πόλη του Μεξικού κ.λπ. 186

187 ασυνείδητο Στην Ελλάδα το φαινόμενο της αστυφιλίας προσδιορίστηκε από τις οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές ιδιαιτερότητες της χώρας. Ο μικρός κλήρος και γενικά η παραμέληση της υ- παίθρου, το κλίμα διχασμού και διωγμών που δημιούργησε ο εμφύλιος πόλεμος, οι διαρκώς αυξανόμενες ευκαιρίες απασχόλησης στις μεγάλες πόλεις και κυρίως στην Αθήνα, απόρροια της εισροής κεφαλαίων με τη μορφή ε- πενδυτικών προγραμμάτων, μεταναστευτικού, ναυτιλιακού και τουριστικού συναλλάγματος, προσδιόρισαν τόσο την έκταση και τον ρυθμό του μεταναστευτικού ρεύματος όσο και τη μορφή του (εξωτερική-εσωτερική μετανάστευση). Αποτέλεσμα αυτής της ανεξέλεγκτης πορείας προς τις μεγάλες πόλεις, και κυρίως την Αθήνα, ήταν η εδραίωση της αντίληψης του ευκαιριακού, η αβεβαιότητα, η χαμηλή ποιότητα ζωής, η χαλάρωση των ηθικών αξιών και γενικά η ενίσχυση ανομικών φαινομένων. Βιβλιογρ.: Φίλιας Β., Όψεις της διατήρησης και της μεταβολής του κοινωνικού συστήματος, εκδ. Νέα Σύνορα. Αθήνα, τ. Β' (Το φαινόμενο της αστυφιλίας), α ,-Τσαούσης Δ., Η κοινωνία του ανθρώπου, εκδ. Gutenberg, Αθήνα. 1983, ο ("Πόλη και Μεγαλούπολη").- Mumford L., The City in History, New York, Harcourt Brace Jovanovich, Oswald H., Die veberschaetzte Stadt, Olten, Freiburg, Friedrichs J.. (Hg.): Soziologische Stadttorschung, Opladen, Xp. Νόβα - Καλτσούνη αφού, έλεγε, για ένα ψυχικό γεγονός η ύπαρξή του σημαίνει παρουσία του στη συνείδηση, άποψη που υποστήριζε ήδη ο Ντεκάρτ*, ο ο- ποίος θεωρούσε κάθε ψυχικό γεγονός ως γεγονός της συνείδησης. Κατά τον Λοκ, το να μιλάει κανείς για ασυνείδητα ψυχικά γεγονότα είναι μια ρητορεία στερούμενη νοήματος. Ο Καντ επισημαίνει, αντίθετα, ότι ορισμένες ψυχικές καταστάσεις μπορούν να φανερώνονται έμμεσα, χωρίς αυτό να μας επιτρέπει να αμφισβητήσουμε την ύπαρξή τους. Το αντιληπτό σύμπτωμα υποδηλώνει ένα γεγονός, άσχετα αν αυτό μπορεί ή όχι να γίνει άμεσα φανερό. Το ασυνείδητο κατέχει μια κεντρική θέση στη φιλοσοφία του Σέλλινγκ* και του Σοπενάουερ* για τον οποίο η βούληση είναι ακριβώς τυφλή, δηλαδή ασυνείδητη. Ο συνεχιστής του Σοπενάουερ Έντουαρντ φον Χάρτμαν*, στο έργο του Η φιλοσοφία του ασυνείδητου (1869), αναπτύσσει την έννοια του ασυνείδητου πραγματοποιώντας μια σύνθεση των θεωριών του Σέλλινγκ και του Σοπενάουερ. Εξηγεί την "κακομοιριά" της ύπαρξης με την αιώνια διαμάχη μεταξύ της βούλησης και του λογικού, διαμάχη που μπορεί να μετριαστεί μόνο με τον ενσυνείδητο λόγο, που κατακτά την υπεροχή απέναντι στην τυφλή ενόρμηση μέχρι την τελική ελευθέρωση του ασυνείδητου στο τέρμα του φυσικού βίου. ασυλλογιστικά συμπεράσματα. Συμπεράσματα που, παρά την εγκυρότητά τους, δεν είναι δυνατόν να παραχθούν συλλογιστικά ή να λάβουν τη μορφή κανονικού συλλογισμού. Διον. Αναπολιτάνος ασυνείδητο. Κάθε ψυχικό φαινόμενο που δεν εμφανίζεται στη συνείδηση, που έχει δύσκολη πρόσβαση σ" αυτήν. Το "ασυνείδητο" διαφέρει από το "προσυνείδητο" στο ότι αυτό το τελευταίο είναι "ικανό για συνείδηση" ή μπορεί εύκολα να γίνει ενσυνείδητο. Πρώτος ο Λάιμπνιτς* (Μοναδολογία, 1720) ε- πέσυρε την προσοχή σε ορισμένα ψυχικά φαινόμενα πάρα πολύ αδύναμα και ασαφή για να μπορούν να φτάσουν στο κατώφλι της συνείδησης, τα οποία μολαταύτα είναι αιτία των α- ρεσκειών, των συμπαθειών και αντιπαθειών και, γενικά, όλων των συμπεριφορών και αντιδράσεων που δεν έχουν μια σαφή λογική αιτιολογία. Ο Καντ* δέχτηκε την ιδέα και αντέκρουσε την αβάσιμη στην ουσία αντίρρηση του άγγλου φιλόσοφου Λοκ*, που χαρακτήρισε α- ντιφατική την ίδια την έννοια του ασυνείδητου, Εξάλλου, οι έρευνες της γαλλικής, ιδιαίτερα, ψυχιατρικής σχολής (Ζαν-Μαρτέν, Σαρκό* κ.ά.) οδήγησαν στην αποκάλυψη μιας, διαφορετικής από την ενσυνείδητη, ψυχικής δραστηριότητας παθογόνος φύσης μη αντιληπτής από τον πάσχοντα. Τη γραμμή αυτή ακολούθησε ο αυστριακός νευρολόγος Ζίγκμουντ Φρόυντ*, ο ιδρυτής της "ψυχανάλυσης". Βάση της θεωρίας του Φρόυντ είναι ότι τα ενσυνείδητα φαινόμενα αποτελούν ένα ελάχιστο τμήμα του ψυχικού βίου του ανθρώπου και ότι τα νευρωτικά συμπτώματα είναι σημάδια βαθύτερων ψυχικών γεγονότων, που η "λογοκρισία" κρατάει στο υποσυνείδητο τμήμα του ανθρώπινου ψυχισμού. Κι αυτό, γιατί η συνείδηση τείνει να μην αναγνωρίζει σαν δικές της τις ενστιγματικές ορμές και τάσεις που προέρχονται από το ασυνείδητο, επειδή είναι αντίθετες με τον κόσμο των ηθικών, κοινωνικών και πολιτισμικών αξιών τις οποίες το άτομο έχει αποδεχτεί και προπαντός με την εικόνα που έχει σχηματίσει το ίδιο για τον εαυτό του' απ' όπου και η α- νάγκη μιας λογοκρισίας, η οποία εκτοπίζει τα γεγονότα που θεωρούνται απαράδεκτα ή δυ- 187

188 ασυνέχεια και συνέχει^ σάρεστα. Αυτές οι "απωθημένες" στο ασυνείδητο ορμές συνεχίζουν να υπάρχουν ως ασύνειδες επιθυμίες και τάσεις και αποτελούν μια λανθάνουσα ενέργεια που καθορίζει την ενσυνείδητη ζωή και εκδηλώνεται μόνο μ: έμμεσο τρόπο (στα όνειρα, στις παραδρομές της γλώσσας, στις αδέξιες ενέργειες κ.λπ.) επηρεάζοντας συχνά αρνητικά την ανάπτυξη της προσωπικότητας. Οι ασύνειδες τάσεις μπορούν, κατά τον Φρόυντ, να φανερωθούν και να τεθούν υπό έλεγχο με τη βοήθεια της τεχνικής της ψυχανάλυσης. Ο ελβετός ψυχίατρος Καρλ Γιουνγκ* δεν δέχεται την άποψη του Φρόυντ για δυναμική δομή του ασυνείδητου και διακρίνει ένα "ατομικό α- συνείδητο" και ένα "συλλογικό ασυνείδητο". Το ατομικό ασυνείδητο συμπίπτει με το φροϋδικό προσυνείδητο, ενώ το συλλογικό είναι, κατά τον Γιουνγκ, "μια πανίσχυρη πνευματική κληρονομική διάσταση που ξαναγεννιέται στην κάθε ατομική εγκεφαλική δομή", η οποία αποτελείται από "αρχέτυπα", δηλαδή αρχαία μορφοείδωλα που ανήκουν στην κοινή κληρονομιά ορισμένης ομάδας, ορισμένου λαού, ο- λόκληρης της ανθρωπότητας, αποτέλεσμα ε- παναλαμβανομένων βιωματικών εμπειριών (γέννηση, θάνατος, μητρότητα, φυγή μπροστά στον κίνδυνο κ.λπ.). Γιόν. Κρητικός ασυνέχεια και συνέχεια. Ο αντιθετικός χαρακτήρας των εννοιών της ασυνέχειας και της συνέχειας ανάγεται στις πρώτες προσπάθειες των προσωκρατικών* φιλοσόφων να δώσουν απαντήσεις στην αντίθεση μεταξύ της ενότητας του κόσμου και της πολλαπλότητας των φαινομένων. Το πρόβλημα τέθηκε για πρώτη φορά κατά την κριτική που άσκησαν οι Ελεάτες* στην ταύτιση των γεωμετρικών σημείων με τις αριθμητικές μονάδες από τους Πυθαγόρειους*, απέκτησε δε ιδιαίτερο φιλοσοφικό και επιστημονικό ενδιαφέρον στα "παράδοξα" του Ζήνωνα* (περ. 450 π.χ.), μαθητή του Παρμενίδη*. Με τα "παράδοξα" ο Ζήνων έθεσε κατά δραματικό και, ταυτόχρονα, προκλητικό τρόπο το πρόβλημα της συνέχειας, το οποίο συνδέεται αναπόσπαστα με την άπειρη διαιρετότητα και την ασυνέχεια, τα αδιαίρετα δηλαδή μεγέθη ή τα άτομα, τα οποία συνεπάγονται πολλαπλότητα, κίνηση και μεταβολή. Τα σημεία, λ.χ., είτε νοηθούν ως εκτατά είτε χωρίς έκταση, αποτελούν αντίφαση. Στην πρώτη περίπτωση, μπορεί να υπάρχει μόνον ένας πεπερασμένος αριθμός στο πεπερασμένο μέγεθος στη δεύτερη περίπτωση, ο άπειρος και χωρίς έκταση αριθμός σημείων δεν συνιστά μέγεθος. Η δραματική αυτή αντίθεση της συνέχειας και της ασυνέχειας απετέλεσε την αφετηρία για μια σειρά από αντιπαραθέσεις που φθάνουν μέχρι των ημερών μας. Η πρώτη σημαντική αντίδραση προς την ελεατική πρόκληση για την άρνηση της πολλαπλότητας, της κίνησης και του κενού, προήλθε από τους Ατομικούς*. Κατά την ατομική θεωρία, όπως διατυπώθηκε κυρίως από τον Λεύκιππο* και τον Δημόκριτο*, η ελεατική επιχειρηματολογία υποσκάπτει, εκτός των άλλων, τα θεμέλια της μαθηματικής επιστήμης. Αν το φυσικό και εκτατό ον δεν μπορεί να προέλθει από τον άπειρο και χωρίς έκταση αριθμό στοιχείων, θα πρέπει να υπάρχει κάποιο πέρας στη διαίρεση. Ετσι, τα πρωταρχικά μεγέθη είναι άπειρα κατά τον αριθμό και αδιαίρετα κατά το μέγεθος, τα πολλά δεν προέρχονται από το ένα ούτε το ένα από τα πολλά, αλλά μάλλον όλα γεννώνται από την ανάμιξη και τη σύγκρουση των αρχικών μεγεθών. Ο Πλάτων*, παρά τα ειρωνικά του σχόλια για τα παράδοξα του Ζήνωνος, υιοθέτησε, τουλάχιστον κατά τα πρώτα στάδια του φιλοσοφικού του έργου, τη διδασκαλία του Παρμενίδη* και παρήλλαξε το παράδοξο της διχοτόμου του Ζήνωνα κατά το ότι ένα ευθύγραμμο τμήμα δεν δύναται να νοηθεί ούτε ως συνιστάμενο από τα σημεία του, αλλά ούτε και χωρίς αυτά. Η άπειρη διαιρετότητα, το άπειρον, δεν είναι παρά το συστατικό μέρος της συνέχειας. Η αντίδραση του Αριστοτέλη* ήταν πολύπλευρη. Προχώρησε στη συστηματική αναίρεση τόσο της άκαμπτης ελεατικής θέσης για το ο- μογενές και το "πλήρες", όσο και της μηχανιστικής θεωρίας των Ατομικών για τα αδιαίρετα, την κίνηση και το κενό. Τα "παράδοξα", παρά το ότι συνιστούν "ψευδή λόγον" και "παραλογισμούς", είναι, κατά τον Αριστοτέλη, σημαντικά κατά τούτο, ότι δηλαδή αποκαλύπτουν την αδυναμία επίλυσης ενός διλήμματος με στατικούς μαθηματικούς τύπους και πεπερασμένους αριθμούς. Είναι, επίσης, αδύνατον "εξ αδιαιρέτων" να προέλθει η συνέχεια, όπως η γραμμή από σημεία, αν πραγματικά η γραμμή είναι "συνεχές" και το σημείο είναι "αδιαίρετον", "αμερές". Το συνεχές μέγεθος, αντίθετα, πρέπει να είναι "διαιρετόν εις αεί διαιρετά". Εξ άλλου, τα ατομικά τρίγωνα του Πλάτωνος, με τις ιδεατές αναλογίες, δεν συνιστούν τα θεμε- 188

189 ασυνέχεια και συνέχεια λιώδη στοιχεία της φύσης. Η αριστοτελική αυτή επιχειρηματολογία εσηματοδότησε μια νέα περίοδο για την επιστήμη κατά την οποία οι έννοιες της αναλογίας και του επ" άπειρον διαιρετού της συνέχειας έχουν το προβάδισμα έναντι της αρμονίας και του ενεργεία απείρου. Η έννοια του συνεχούς, η οποία αντικαθιστά την έννοια των απείρων αδιαιρέτων ατόμων, είναι εκείνη που διευρύνει τα όρια της μαθηματικής επιστήμης. Για να αντιμετωπίσει την ελεατική πρόκληση και την αριστοτελική αντίδραση ο Επίκουρος* προχώρησε στην απόρριψη του αμερούς των απαθών "πρώτων σωμάτων" του Δημοκρίτου, αλλά και της επ' άπειρον διαιρέσεως, για να μη καταστούν τα όντα ασθενή και μη όντα. Κατά τον Επίκουρο, το "άκρον" του πεπερασμένου σώματος, που γίνεται κατ" αίσθησιν αντιληπτό, επιτρέπει την κίνηση προς το αμέσως επόμενο, το "εξής" όμοιόν του, οδηγείται δε, αναλογικά, προς το άπειρο δια της νοήσεως. Η θεωρία των Στωικών για το συνεχές, σε α- ντίθεση προς εκείνες της ατομοκρατίας και της μηχανοκρατίας, ήταν οργανισμική και "δυναμική". Οι Στωικοί* μετεσχημάτισαν το συνεχές της ύλης σε ενεργητική ποιότητα και το κατέστησαν καθοδηγητική αρχή για όλα τα κοσμικά φαινόμενα. Στην Αναγέννηση, το πρόβλημα της συνέχειας και της ασυνέχειας επανήλθε στο προσκήνιο, κυρίως με τις θεωρίες του Κουζάνου* και του Bruno*. Με αυτά τα δεδομένα ο Leibniz* επεχείρησε την κριτική ανάλυση της διδασκαλίας του Descartes* για την έκταση και την ατομική θεωρία του Δημοκρίτου, όπως αυτή ανανεώθηκε από τον Gassendi*. Η εισαγωγή του Απειροστικού Λογισμού* για τη θεραπεία της κρίσης και την έξοδο από τον "λαβύρινθο" του συνεχούς από τον Leibniz δεν είναι παρά επιστροφή στην αριστοτελική λύση του προβλήματος. Τούτο συνάγεται από τη διάκριση που επιχειρεί μεταξύ δυνατότητας και πραγματικότητας, μεταξύ "δυνάμει" και "ενεργεία". Κατά την αντίληψη αυτή, στο ιδεατό ή στο συνεχές το όλον προηγείται του μέρους. Το μέρος εδώ είναι "δυνάμει". Στα πραγματικώς όμως υπάρχοντα όντα το απλό προηγείται του όλου και τα μέρη είναι "ενεργεία". Οι προσπάθειες αριθμοποίησης και απεικόνισης του συνεχούς, που έγιναν από μερικούς μαθηματικούς τον 19ο αιώνα προκειμένου, προφανώς, να το απαλλάξουν από τα "ενορατικά" στοιχεία, οδήγησαν στις αναζητήσεις είτε του λογικού οικοδομήματος των πραγματικών αριθμών (Dedekind) είτε της θεωρίας των Συνόλων (G. Cantor), με βάση τις έννοιες της διάταξης και του πλήθους. Ενώ ο Cantor ε- πεδίωξε την γεφύρωση του χάσματος μεταξύ της συνέχειας και της ασυνέχειας αρχίζοντας από την τελευταία, οι οπαδοί της Ενορατικής Σχολής, με αρχηγό τον L. Ε. J. Brouwer, ακολούθησαν την αντίθετη κατεύθυνση, έθεσαν δηλαδή ως αφετηρία το συνεχές και αναζήτησαν τη δόμηση της ασυνέχειας ταυτίζοντας την ύπαρξη των μαθηματικών αντικειμένων με την κατασκευή τους. Ακρως ενδιαφέρουσες για την προσπέλαση του προβλήματος της συνέχειας και της ασυνέχειας είναι οι προσπάθειες που καταβλήθηκαν αντιστοίχως από την οργανισμική* και τη διαλεκτική* φιλοσοφία. Η οργανισμική φιλοσοφία, όπως διατυπώθηκε από τον Α. Ν. Whitehead*, αντικατέστησε την έννοια της ύλης με την έννοια της πραγματικότητας των "συμβάντων" (events). Η αρχική θέση του Whitehead συνίστατο στη θεώρηση της δομής των εσωτερικών σχέσεων των συμβάντων ως "συνεχούς" και των χαρακτήρων τους ως "ασυνέχειας". Στο δεύτερο όμως στάδιο της φιλοσοφικής του δημιουργίας ο Whitehead προχώρησε σε επανεκτίμηση της θέσης του για το συνεχές των συμβάντων και διετύπωσε την άποψη ότι η "συνέχεια" δεν αποτελεί γνώρισμα της πραγματικότητας καθεαυτήν η πραγματικότητα είναι αθεράπευτα ασυνεχής, ατομική. Η συνέχεια αποτελεί γνώρισμα της δυνατότητας και όχι των περασμάτων του γίγνεσθαι. Υπάρχει το γίγνεσθαι της συνέχειας, αλλά όχι η συνέχεια του γίγνεσθαι. Οι πραγματικές οντότητες, όπως αποκαλεί τώρα τα συμβάντα, είναι οι πλασματικές οντότητες του γίγνεσθαι, του συνεχούς εκτακτού κόσμου. Το εκτατό ευρίσκεται εν τω γίγνεσθαι, αλλά το "γίγνεσθαι" δεν είναι καθεαυτό εκτατό. Εξ άλλου, από τη γενική προκείμενη της διαλεκτικής φιλοσοφίας, κατά την οποία υφίσταται η μετατροπή της ποσότητας σε ποιότητα -το "σκάνδαλο" για τη μηχανιστική θεωρία κατά τον Ένγκελς*- συνάγεται η αλματική αντίληψη της μεταβολής στη φύση, η συνέχεια και η ασυνέχεια, νοούμενες ως πόλοι της ίδιας αντίθεσης. Η ασυνέχεια περιλαμβάνει τη συνέχεια, αλλά και η συνέχεια οδηγεί στην ασυνέχεια. Το υλικό μικροσωμάτιο, η ασυνέχεια, δεν είναι παρά η "ιδιομορφία" μέσα στο ενιαίο πεδίο. Βιβλιογρ.: Ε. Μπιτσάκη, Το είναι και το γίγνεσθαι. Αθήνα, 189

190 άσχημο Θ. Βέικου, Το πρόβλημα του συνεχούς στη φίλοσοφία του Whitehead, "Φιλοσοφία" 3 (1973), σσ Φ. Βασιλείου, Το πρόβλημα για τη φύση του συνεχούς, "Φιλοσοφία" 3 (1973), σα Λ. Κ. Μπαρτζελιώτη, Συνεχές και ασυνέχεια, Αθήνα, Λεων. Κ. Μπαρτζελιώτης άσχημο. Κατηγορία της αισθητικής που δηλώνει ιδιότητες δυσαρμονικές, δυσαναλογίες, α- συμμετρίες που φτάνουν μέχρι το τερατώδες (σε κατάφωρη αντίθεση με τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ωραίου) και που στη ζωή τις αισθανόμαστε ως δυσάρεστες και απωθητικές. Στηγ τέχνη, το άσχημο που υπάρχει στην αντικειμενική πραγματικότητα μεταμορφώνεται, μέσω της καλλιτεχνικής δημιουργίας, αποκτώντας εκφραστική δύναμη και προκαλώντας μιαν αντίδραση που ξεπερνά τη δυσαρέσκεια και μετατρέπεται σε αισθητική συγκίνηση. Η αισθητική της αρχαιότητας και του γαλλικού κλασικισμού απέρριψαν το άσχημο. Στον Μεσαίωνα το άσχημο θεωρήθηκε ως η ενσάρκωση των διαφόρων ιδιοτήτων του Κακού*. Ο γερμανικός κλασικισμός, με τον Λέσσινγκ* και τον Χέγκελ*, αποδέχτηκε, μέσα σε ορισμένα όρια, τον αισθητικό ρόλο του άσχημου. Η δημοκρατική ιδεολογία της ανερχόμενης αστικής τάξης, εκφράζοντας την αντίθεση της προς τα γούστα της τέχνης των σαλονιών, καλλιέργησε το άσχημο μέσω ορισμένων εκπροσώπων της φλαμανδικής και της ισπανικής ζωγραφικής (Μπος, Μπρύγκελ, Γκόγια κ.ά.). Η τέχνη και η αισθητική του ρομαντισμού, που έκλιναν προς τις έντονες αντιθέσεις, προς το γκροτέσκο (Σλέγκελ*, Ουγκό, Ντελακρουά κ.ά.) αντιπαρέθεταν συχνά το άσχημο (το φρικτό) με το ωραίο, ενώ η τέχνη του νατουραλισμού* και του κριτικού ρεαλισμού*, που έτειναν στον α- ποφενακισμό του ειδύλλιου και του μελοδράματος, αποκάλυπταν τις ρυπαρές, άθλιες και σκοτεινές πλευρές της καθημερινής ζωής. Η σύγχρονη τέχνη, ως έκφραση της ανπακαδημαίκής, αντισυμβατικής διαμαρτυρίας, εξήρε το άσχημο με τρόπο επιδεικτικό, ενεργοποιώντας τις εκφραστικές του δυνατότητες (εξπρεσιονισμός*, υπερρεαλισμός*, ντανταΐσμός* κ.ά.), (βλ. και λ. ωραίο). Γιάν. Κρητικός αταραξία. Ορος της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, που σημαίνει έλλειψη ταραχής. Η πρώτη της σύλληψη οφείλεται πιθανότατα στον Δημόκριτο*, ο οποίος θεωρεί καλή κατάσταση της ψυχής (= ευεστώ) εκείνη κατά την οποία η ψυχή δεν ταράσσεται από μεγάλες συγκινήσεις, πάθη ή προσπάθειες. Η αταραξία έγινε σημαία της ελληνιστικής φιλοσοφίας και δείχνει ότι, στα ταραγμένα χρόνια της κυριαρχίας των Μακεδόνων αλλά και των Ρωμαίων αργότερα, το ιδανικό που είχαν να προτείνουν οι φιλόσοφοι στους απλούς ανθρώπους ήταν η με κάθε τρόπο διατήρηση της ψυχικής γαλήνης. Για τους Επικούρειους* η αταραξία είναι η ιδεώδης ψυχική κατάσταση, που επιτυγχάνεται με την απαλλαγή από τον φόβο των θεών, του θανάτου και των φυσικών φαινομένων επίσης με τον περιορισμό των αναγκών μας, αφού η διαρκής προσπάθεια ικανοποίησής τους διαταράσσει την ψυχική γαλήνη, και τέλος επιτυγχάνεται με την ιδιώτευση, δηλαδή τη μη συμμετοχή στα κοινά ("λάθε βιώσας"). Για τους Στωικούς*, και ιδιαίτερα τον ύστερο στωικισμό του Επίκτητου*, η αταραξία είναι το ύψιστο αγαθό, που αποκτάται με το να μην επιθυμούμε τίποτε, αλλά και με το να μη φοβόμαστε τίποτε ("nihil timere nec cupere, summum bonum esse"), (βλ. λ. ελληνιστική φιλοσοφία και απάθεια). Γοαμμ. Αλατζόγλου - θέμελη ΑτζιθΙκα. Φιλοσοφικο-θρησκευτικό, μη ορθόδοξο (Ναστίκα) σύστημα της αρχαίας Ινδίας που αναπτύχθηκε κυρίως τον 5ο π.χ. αιώνα, κατά την περίοδο δηλαδή της έντονης αμφισβήτησης των διδαχών των Βέδας* υπό ευρεία έννοια (Αρανυάκας, Ουπανισάδες' κ.λπ.) από τους δύο μεγάλους μύστες: τον πρίγκιπα Σιντάρτα Σακυαμούνι, τον κατοπινό Βούδα* (φωτισμένο), ιδρυτή του ομώνυμου στοχαστικού ρεύματος και θρησκείας, και τον Μαχαβίρα, τον τελευταίο Τιρθανκάρα (πρόφήτη), που έ- δωσε την οριστική μορφή στις διδαχές πανάρχαιων ινδικών δοξασιών φιλοσοφικο-θρησκευτικού περιεχομένου και θεμελίωσε τη θρησκεία των Τζάιν. Στ ι πλαίσια της έντονης αμφισβήτησης των θεμελιακών διδαχών των Βέδας, και παράλληλα με τις διδασκαλίες του Μαχαβίρα, αναπτύχθηκε από τον σύγχρονο του τελευταίου μύστη, τον Μασκαρίν ή Μακχαλίν Γκοσάλα, μια διδαχή, που ενώ κινήθηκε αρχικά σε ανάλογη τροχιά με εκείνη του Μαχαβίρα γρήγορα διαχώρισε τη θέση της, ιδιαίτερα στο αίτημα της λύτρωσης και στον τρόπο απόκτησης της, και στη συνέχεια ήρθε σε οξεία α- ντίθεση με αυτήν, αλλά και με εκείνη του Βούδα. Ο Γκοσάλα δίδασκε πως η λύτρωση, η 190

191 ατομική φιλοσοφία κάθαρση δηλαδή του "τζίβα" (της ζωικής μονάδας ή "ψυχής") από το "κάρμα" (την κληρονομική ή επίκτητη ενοχή) και τα δεσμά του, δεν μπορεί να επιτευχθεί με προσπάθειες και αγώνες του ανθρώπου (ασκητισμός, ενάρετη ζωή κ.λπ.) αλλά επέρχεται μηχανικά και αυτόματα μετά από μετασαρκώσεις. Η διδασκαλία του Γκοσάλα ακολουθήθηκε αρχικά από ικανό αριθμό οπαδών (που αποκλήθηκαν Ατζιβίκας) αλλά σιγά σιγά παραμερίστηκε και η μνήμη της έσβησε από τον τρίτο κιόλας αιώνα π.χ., κυρίως λόγω της μοιρολατρικής-μηχανικής πρόσβασής της στο πρόβλημα της λύτρωσης, που δεν άφηνε κανένα περιθώριο και καμιά ελπίδα επίσπευσής της με τη θέληση του ανθρώπου. Κείμενα από τις διδαχές της Ατζιβίκα από άλλους αρχαίους Ινδούς "διδασκάλους" (όπως σι Κασσάπα, Ίακούντα κ.ά.) δεν έχουν διασωθεί. Ό,τι μας είναι σχετικά γνωστό προέρχεται από σχετικές αναφορές νεότερων φιλοσόφων και συγγραφέων άλλων συστημάτων. Βιβλιογρ.: Βασ. Βιτσαξής, Ο στοχασμός και η πίστη (Αρχαιότητα - Χριστιανισμός), 2 τόμοι, Εστία, Αθήνα Δημ. Βελισσαρόπουλος, Ιστορία της ινδικής φιλοσοφίας, Δωδώνη, Αθήνα - Γιάννινα, 1992*. Βαο. Βιτσαξής άηιαν. Σανσκριτικός όρος, που αρχικά σήμαινε αναπνοή, με τον οποίο αναφερόμαστε στην "ψυχή" ή το "εγώ". Η λέξη βαθμιαία απόκτησε την έννοια της ατομικής ψυχής, αυτής της αόρατης εσωτερικής ουσίας του ατόμου που διακρίνεται από το σώμα, τον νου και τις αισθήσεις. Είναι το υπερβατικό εγώ, καθώς επίσης και μια διάσταση του υπέρτατου, όπως αποκαλύπτεται από την άσκηση και την εσωστροφή. Ετσι οδηγούμεθα σε μια διάκριση της έννοιας: όταν γράφεται με κεφαλαίο άλφα αναφερόμαστε στην Υπέρτατη Αρχή και αποδίδεται με τη λέξη "Είναι" όταν γράφεται με μικρό αναφέρεται στην ατομική αρχή ενός όντος και αποδίδεται με το "εγώ". Σύμφωνα με την Αντβάιτα* υ- πάρχει μια σχέση ενότητας μεταξύ του άτμαν και του Βράχμαν*, κάτι που δεν είναι αποδεκτό από άλλες σχολές του Ινδουισμού. Βιβλιογρ.: Κ. Μ. Sen. Hinduism, σελ. 83-Θ4.- Δημ. Βελισοαρόπουλος, Ιστορία της ινδικής φιλοσοφίας, Δωδώνη, Αθήνα - Γιάννινα, Βασ. Βιτσαξής. Ο στοχασμός και η πίστη (Αρχαιότητα - Χριστιανισμός), τόμοι 2. Εστία, Αθήνα Λιακόπουλος ατομική φιλοσοφία. Η τελευταία σχολή φυσικής θεωρίας και κοσμολογίας της περιόδου της Προσωκρατικής φιλοσοφίας. Η ατομική φιλοσοφία έχει αφετηρία τον έλεγχο της ελεατικής θεωρίας για το ον. Κατ" αρχήν οι ατομικοί δέχτηκαν το ελεατικό δόγμα ότι το ον είναι αγέννητο και άφθαρτο, δεν δέχτηκαν όμως ότι το ον είναι και ακίνητο και α- διαίρετο. Οι Ελεάτες* είχαν αρνηθεί τη δυνατότητα να κινείται και να διαιρείται το ον, επειδή γγ αυτούς εκτός από το ον δεν υπήρχε τίποτ' άλλο. Οι ατομικοί παρατήρησαν ότι με αυτό τον τρόπο οι Ελεάτες είχαν αρνηθεί και την ύπαρξη του κενού, που το ταύτιζαν με το μη ον. Αλλά το "κενόν", το μη ον, απέναντι στο "πλήρες", στο ον, μπορεί να το λέμε μη ον, είναι όμως τόσο πραγματικό όσο και το ον. Με άλλα λόγια η ύπαρξη του κενού χώρου έπρεπε να θεωρείται τόσο βέβαιη όσο και η ύπαρξη του όντος. Ακολούθως οι Ατομικοί πήραν αρνητική στάση απέναντι στη θεωρία του ελεάτη Ζήνωνα* για την "επ' άπειρον τομήν", που βέβαια ήταν θεωρητικά δυνατή για τα σχήματα των μαθηματικών αλλά όχι και για τα φυσικά σώματα. Κρίνοντας τη θέση του Ζήνωνα, πρόσεξαν περισσότερο ότι με την "επ' άπειρον τομήν" στο πεδίο της Φυσικής τα λογικά επακόλουθα θα ήταν να δεχτούμε άπειρο κενό, που θα έκανε δυνατή την απεριόριστη διαίρεση των σωμάτων, και μάλιστα άπειρο κενό νοούμενο τελικά και σαν μοναδική ουσία του σύμπαντος, σε αντίθεση βέβαια ακόμα και με την ίδια την ελεατική φιλοσοφία, που είχε αρνηθεί εντελώς την ύπαρξη του κενού, καθώς εκείνη το ταύτιζε με το μη ον. Διαπιστώνοντας λοιπόν το άτοπο της θεωρίας του Ζήνωνα, οι Ατομικοί βεβαιώθηκαν ότι τελικά υπάρχει από τη μια κενό, που κάνει δυνατή τη διαίρεση των σωμάτων, και από την άλλη έσχατα μόρια ύλης, που δεν επιδέχονται τομές και παραμένουν "άτομα", δηλ. άτμητα. Πάνω σ' αυτή τη θεωρητική βάση, οι Ατομικοί κατέκτησαν την έννοια του "ατόμου". Υστερα δεν δυσκολεύτηκαν να αποδώσουν στο άτομο τα κύρια γνωρίσματα του ελεατικού όντος: αγέννητο, ακατάλυτο, α- μετάβλητο, απλό και με ορισμένα όρια. Αυτό όμως σήμαινε ότι το άτομο είχε μόνο όγκο, όχι άλλη ιδιότητα. Ετσι έφτασαν στην έννοια της "αποίου" ύλης και εξήγησαν τις ποιότητες από τους τρόπους συμπλοκής των ατόμων κατά τη σύνθεση των σωμάτων. Κύριοι εκπρόσωποι της ατομικής φιλοσοφίας είναι ο Λεύκιππος*, που η ιστορικότητά του αμφισβητείται ήδη από την αρχαιότητα, ο Δημό- 191

192 ατομικισμός κριτος* και, στους Ελληνιστικούς χρόνους, ο Επίκουρος* (βλ. λ. Δημόκριτος, όπου και βιβλιογραφία). Ε. Ν. Ρούσσος ατομικισμός, βλ. ατομισμός. ατομικότητα. Η ιδιότητα του ατομικού, η ανεπανάληπτη και μοναδική ιδιομορφία, που κάνει ένα ον ή φαινόμενο να ξεχωρίζει από το πλήθος- τα ιδιαίτερα διακριτικά γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν μια δεδομένη οντότητα. Από τα στοιχεία του ορισμού γίνεται ήδη αντιληπτό ότι η ατομικότητα αντιτίθεται προς τη γενίκευση, αφού η πρώτη αναφέρεται στην ποιότητα, ενώ η δεύτερη στην ποσότητα. Και η ατομικότητα δεν είναι ποτέ ένα ποσόν, αλλά πάντοτε ένα ποιόν. Με την έννοια αυτή γίνεται σαφές ότι η φυσική επιστήμη, η οποία γενικεύει πάντοτε, καταστρέφει με τις έννοιές της την ατομικότητα, ενώ αντίθετα η πραγματική ιστορική επιστήμη έχει ως σκοπό να περισώσει μέσα από το πλήθος την ατομικότητα και μοναδικότητα ενός φαινομένου. Αυτή λοιπόν την ποιοτική ατομικότητα, όπως είναι το ιστορικό φαινόμενο, δεν μπορεί να την πλησιάσει και να την κατανοήσει η ποσοτική και γενικεύουσα μέθοδος της φυσικής επιστήμης. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τη μαθηματική επιστήμη. Η μαθηματικά και ποσοτικά ορισμένη ατομικότητα δεν έχει καμιά σχέση με την ποιοτική ατομικότητα και πραγματικότητα του κόσμου, ούτε με την ατομικότητα, όπως την ορίζει η έννοια της ιστορίας. Στις άλλες επιστήμες η έννοια της ατομικότητας αποκτά διαφορετικό νόημα, ανάλογα με τη συγκεκριμένη της εφαρμογή. Στη βιολογία λ.χ. η ατομικότητα χαρακτηρίζει τα ειδικά γνωρίσματα του δεδομένου είδους ή οργανισμού, τα οποία αποτελούν έναν ιδιόμορφο συνδυασμό κληρονομικών και επίκτητων ιδιοτήτων. Στην ψυχολογία, πάλι, η έννοια της ατομικότητας περιστρέφεται γύρω από τον συνολικό χαρακτηρισμό του ξεχωριστού ανθρώπου, με την ιδιαίτερη πολυμορφία των ι- διοτήτων του, όπως λ.χ. της ιδιοσυγκρασίας, του χαρακτήρα κ.λπ. Ιστορικά την ιδέα της α- τομικότητας τη βλέπουμε να εμφανίζεται αρχικά στη φιλοσοφική σκέψη του Λεύκιππου* και του Δημόκριτου*, όπου αυτή συνδέεται κυρίως με την έννοια του ατόμου ως ξεχωριστής ο- ντότητας. Από την Αναγέννηση και μετά τονίζεται η προσωπικότητα του μεμονωμένου ατόμου, σε αντιπαράθεση προς τις παραδοσιακές κοινωνικές σχέσεις και τους θεσμούς, και γίνεται η αφετηρία του νέου ευρωπαϊκού ατομισμού. Ετσι, κατά τον Λάιμπνιτς*, οι "μονάδες", οι οποίες θυμίζουν κάπως τα άτομα του Δημόκριτου, αποτελούν μια πολλαπλότητα α- πομονωμένων στον εαυτό τους ειδικών ουσιών του Είναι. Η στροφή, γενικά, της προσοχής προς το άτομο και, ιδιαίτερα, η ερμηνεία των ιστορικών εποχών ως ανεπανάληπτων και μοναδικών ατομικών σχημάτων αποτελεί χαρακτηριστικό της κοσμοαντίληψης του ρομαντισμού* και της φιλοσοφίας της ζωής*. Απ. Τζ. ατομικών διαφορών ψυχολογία. Τομέας της ψυχολογικής έρευνας που έχει ως αντικείμενο τις ψυχολογικές διαφορές μεταξύ ατόμων και μεταξύ ομάδων, καθώς και τα αίτια και τις συνέπειες αυτών των διαφορών. Ανέκυψε υπό την επίδραση των πειραματικών και ψυχογενετικών μεθόδων, της παιδαγωγικής, της ψυχιατρικής και του επαγγελματικού προσανατολισμού. Ο Φ. Γκάλτον* επεξεργάσθηκε σειρά μεθόδων στατιστικής ανάλυσης, ενώ ο γερμανός ψυχολόγος Β. Στερν είναι ο εισηγητής του όρου (1900). Η αρχική ανάπτυξη της ψυχολογίας ατομικών διαφορών συνδέεται με το έργο των Α. Μπινέ (Γαλλία), Α. Φ. Λαζούρσκι (Ρωσία), Τζ. Κέτελ (ΗΠΑ) κ.ά. Ιδιαίτερη ώθηση έδωσε στον τομέα η χρησιμοποίηση ενός διευρυνόμενου φάσματος τεστς και κλιμάκων (ατομικών, ομαδικών, προβολικών, νοημοσύνης, κοινωνιομετρικών, ικανοτήτων κ.λπ.) και τυπολογιών, που παρέχουν τη δυνατότητα ποσοτικών - μετρικών προσεγγίσεων και ταξινομήσεων των ψυχολογικών ιδιοτήτων των ατόμων. Διακρίνονται οι εξής κατευθύνσεις: 1) η θεωρία των δύο παραγόντων του Ch. Ε. Spearman, κατά την οποία κάθε είδος δραστηριότητας προϋποθέτει την παρουσία ενός παράγοντα γενικού χαρακτήρα και ενός παράγοντα ιδιαίτερου, απαραίτητου για την εν λόγω δραστηριότητα" 2) η πολυπαραγοντική θεωρία, (L. L. Thurstone, J. P. Guilford κ.ά.), η οποία απορρίπτει τον γενικό παράγοντα και υιοθετεί την ύ- παρξη ευρέος φάσματος πρωτευουσών νοητικών ικανοτήτων (ταχύτητα αντίληψης, συνειρμική μνήμη κ.λπ.)" 3) η διαφορική ψυχοφυσιολογία, η οποία με αφετηρία το έργο του I. Π. Παβλόφ* συγκροτεί σύστημα αντιλήψεων βάσει των ιδιοτήτων του νευρικού συστήματος, οι οποίες εκδηλώνονται στα τυπικά - δυναμικά χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς και 192

193 ατομισμός ιδιαίτερα της ιδιοσυγκρασίας (Μπ. Μ. Τεπλόφ, Β. Ντ. Νεμπιλίτσιν κ.ά.) Έντονες είναι οι μεθοδολογικές συζητήσεις σχετικά με την εγκυρότητα, την πληρότητα και την επάρκεια των ποσοτικών και τυπολογικών προσεγγίσεων, τη στιγμή που αναπτύσσονται διαρκώς νέες πειραματικές και μαθηματικές μέθοδοι. Βιβλιογρ.: Anastasi Α.. Differential psychology. Ν. Υ Pieron Η.. La psychologie ditterentielle. Paris Τεπλόφ Μπ. Μ., Προβλήματα ατομικών διαφορών. Μόσχα, του ίδιου. Ψυχολογία ατομικών διαφορών. "Κείμενα". Μόσχα, του Ιδιου, Προβλήματα γενετικής ψυχοφυσιολογίας, Μόσχα, Guilford J. P., The nature ot human intelligence, εκδ. Mc. Graw - Hill, I. Ν. Παρασκευόπουλου. Ψυχολογία ατομικών διαφορών. Αθήνα, Δ. Πατέλης ατομισμός. Η διδασκαλία που διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον Λεύκιππο* και τον Δημόκριτο' (5ος αιώνας π.χ.) και, αργότερα, από τον Λουκρήτιο* (1ος αι. π.χ.), σύμφωνα με την οποία όλα τα πράγματα αποτελούνται από αδιαίρετα σωματίδια, "άτομα", που διαφέρουν μεταξύ τους στην έκταση, το σχήμα, τη στερεότητα και ίσως το βάρος, που είναι και οι μόνες τους ιδιότητες (δεν έχουν ούτε θερμότητα ούτε χρώμα ούτε οσμή, που είναι ιδιότητες "δευτερεύουσες", παράγωγες των διαφορετικών συναθροισμάτων των ατόμων που κινούνται στο κενό). Τη (φιλοσοφική) αυτή θεωρία της ασυνεχούς δομής της ύλης συνέχισαν στον 17ο αιώνα οι Γκασσεντί* και Λοκ*. που έδωσαν έμφαση στη διαφορά ανάμεσα στις πρωτεύουσες και τις δευτερεύουσες ιδιότητες των υλικών πραγμάτων. Η καθαυτό επιστημονική θεωρία της ατομικής δομής της ύλης διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τους Ντάλτον και Αβογκάντρο (αρχές του 19ου αι.), που υιοθέτησαν την ονομασία "άτομα" για τα έσχατα σωματίδια της ύλης. Οι νεότερες ανακαλύψεις (τέλη του 19ου - μέσα του 20ού αι.) έκαναν την κλασική "ατομική θεωρία" να χάσει ορισμένα χαρακτηριστικά της, και πριν απ' όλα την αδιαιρετότητα. Έτσι, το άτομο εμφανίζεται στις μέρες μας σαν ένα πολύπλοκο σύστημα, η συγκεκριμένη ανάλυση του ο- ποίου μπορεί να προωθηθεί ακόμα πιο πέρα και να αποκαλύψει και νέα χαρακτηριστικά. Η νεότερη φυσική διατηρεί την αρχή να εξηγεί τις παρατηρήσεις αναζητώντας τη δομή ολοένα μικρότερων σωματιδίων, αλλά τα σωματίδια αυτά δεν είναι πια δυνατό να νοούνται πως έχουν στερεότητα και σχήμα σαν μικρές σφαίρες μπιλιάρδου: οι ηλεκτρομαγνητικές και άλλες λιγότερο οικείες ιδιότητες έχουν υποσκελίσει αυτά τα σφαιρίδια σε ό,τι αφορά την ερμηνευτική τους σπουδαιότητα. Η αρχαία φιλοσοφική αντίληψη της δομής της ύλης, αν και φαίνεται σήμερα ξεπερασμένη, έχει ωστόσο προσφέρει στη γνώση ιδέες εξαιρετικά γόνιμες και προχωρημένες για τη φύση της ύλης. Γιάν. Κρητικός ατομισμός στην κοινωνιολογία. Πρόκειται για την τάση εκείνη που αναπτύχθηκε μέσα στα πλαίσια της κοινωνιολογίας δίνοντας περισσότερη έμφαση στο άτομο ως παράγοντα διαμόρφωσης της κοινωνικής συμπεριφοράς. Οι οπαδοί του ατομισμού υποστηρίζουν ότι τα κοινωνικά φαινόμενα ερμηνεύονται με ψυχολογικά κριτήρια, ενώ θεωρούν ότι η προσωπικότητα του ατόμου είναι φαινόμενο βιοψυχικό, αποτέλεσμα της κληρονομικότητας. Ο άνθρωπος, υποστηρίζουν, γεννιέται με κάποια χαρακτηριστικά τα οποία δεν μεταβάλλονται κατά τη διάρκεια της ζωής του. Κυριότερος εκπρόσωπος της τάσης αυτής είναι ο Γκαμπριέλ Ταρντ* ( ), ο οποίος υποστήριξε ότι η ψυχική και κοινωνική συμπεριφορά βασίζεται στη μίμηση του ενός ατόμου από το άλλο (Οι νόμοι της μίμησης, 1890, Η κοινωνική λογική, 1893). Κατ' επέκταση, και η κοινωνία σχηματίζεται και υπάρχει από τη στιγμή που ένα άτομο διαμορφώνει τη συμπεριφορά του με πρότυπο τη συμπεριφορά ενός άλλου ατόμου. Επομένως, η κοινωνία δεν είναι τίποτε άλλο από μια απλή συνάθροιση ατόμων που οφείλει την ενότητά της στο ένστικτο της μίμησης. Η θεωρία της μίμησης, που στηρίζεται στον νόμο της "επανάληψης", εμπλουτίστηκε αργότερα από τους νόμους της "αντίθεσης" και της "προσαρμογής", προκειμένου να εξηγηθούν και οι παρατηρούμενες διαφορές. Έντονη κριτική στη θεωρία του ατομισμού και στον προεξάρχοντα ρόλο των ψυχολογικών παραγόντων για τη δημιουργία του "κοινωνικού" άσκησε ο Εμίλ Ντυρκαίμ* και οι οπαδοί του, προβάλλοντας τον κοινωνικό εξαναγκασμό ως βασική όψη της "κοινωνικότητας". Σήμερα, η κοινωνιολογία απορρίπτει την αντίληψη των ατομιστών, που πιστεύουν ότι το άτομο μπορεί να τροποποιήσει την κοινωνία, αλλά σε κάποια σημεία η θεωρία αυτή επηρέασε την κοινωνική ψυχολογία και τη σύζευξη των αντιτιθέμενων τάσεων που αυτή εμπεριέχει..α.. Α

194 άτομο Επιδράσεις του ατομισμού συναντώνται επίσης σε μια μερίδα της αμερικανικής κοινωνιολογίας (Ε. Α. Ρος, Φ. Γκίντινγκς', Ε. Χ. Σάδερλαντ κ.ά.). Δημ. Τσατσούλης άτομο (από το αρχαίο ελληνικό «άτομο», το ά- τμητο, το μη τεμαχιζόμενο). 1. Στον αρχαίο ελληνικό στοχασμό, τα άτμητα διακεκριμένα μεταξύ τους σωμάτια της ύλης. Κατά τους Λεύκιππο* και Δημόκριτο* τα διαρκώς κινούμενα άτομα διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το μέγεθος, το σχήμα και τη θέση τους στον χώρο. Την έννοια υιοθέτησε και ο Επίκουρος*. Κατά τους νέους χρόνους εντάχθηκε στην ορολογία της φυσικής επιστήμης. Στη λογική άτομο ονομάζεται κάθε αντικείμενο που έχει ιδιότητες και σχετίζεται με άλλα αντικείμενα. Δ. π. άτομο. 2. (individ). Το ξεχωριστό, το μεμονωμένο μέλος κάποιας κοινωνικής ομάδας. Στην κοινωνιολογία η έννοια άτομο χρησιμοποιείται ως ενδεικτικό στοιχείο ενός δείγματος, η περιγραφή του οποίου ανάγεται στην ένταξή του σε ορισμένο σύνολο. Στην ψυχολογία είναι ο άνθρωπος, εκπρόσωπος του ανθρώπινου γένους που διαθέτει ψυχοφυσιολογικές ιδιαιτερότητες. Στην κοινωνιομετρία διακρίνεται από το άτομο αυτό καθαυτό και εξετάζεται ως πλέγμα εσωτερικών σχέσεων, αμοιβαίων έλξεων και απώσεων από άτομα και ομάδες, που εστιάζονται στο κάθε υποκείμενο (J. Moreno). Προσωπικότητα* είναι το ανθρώπινο άτομο από τη σκοπιά των κοινωνικών του ιδιοτήτων. Το άτομο αποτελεί το αφετηριακό σημείο και το κεντρικό θέμα των ατομοκρατικών, ατομιστικών θεωρήσεων. Δ. Π. άτοπο. Αυτό που βρίσκεται έξω από τον πρέποντα τόπο, το ασυνήθιστο, αλλόκοτο και παράλογο. Αυτό δηλαδή που παραβιάζει τους τυπικούς νόμους και κανόνες της λογικής σκέψης. Ετσι, άτοπη είναι η ιδέα τα στοιχεία της οποίας δεν συμβιβάζονται άτοπη κρίση είναι εκείνη που η διατύπωση της συνεπάγεται ασυνέπεια' ο άτοπος συλλογισμός εμπεριέχει τυπικά σφάλματα. Στην κοινωνική συμπεριφορά ως άτοπο χαρακτηρίζεται γενικά το ανοίκειο, απρεπές και ανάρμοστο. An. τζ. Απαλός (περ. 20 π.χ.-50 μ.χ.). Φιλόσοφος με στωική κατεύθυνση, δάσκαλος του νεότερου Σενέκα* στη Ρώμη, από όπου απελάθηκε το 30 μ.χ. Ο Ατταλος ενδιαφέρθηκε κυρίως για ηθικά προβλήματα, όπως ο εθισμός στην απλότητα της ζωής και η δύναμη του χαρακτήρα. 0 Σενέκας στα έργα του αναφέρεται συχνό στον δάσκαλό του. Ε. Ν. Ρούσσος Αττική φιλοσοφία. Η φιλοσοφία της δεύτερης από τις τρεις μεγάλες ιστορικές περιόδους της Αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, που ονομάζεται έτσι επειδή αναπτύχθηκε με κέντρο την Αθήνα. Η ανάπτυξη της εκάλυψε τις τελευταίες δεκαετίες του 5ου και κυρίως τον 4ο αι. π.χ. και θεωρείται ως η κατεξοχήν κλασική φιλοσοφία των αρχαίων Ελλήνων. Κατά την περίοδο της Αττικής φιλοσοφίας το γενικά ανθρωποκεντρικό ενδιαφέρον της Σοφιστικής προσδιορίστηκε κοινωνικά και πολιτικά, ο σοφιστικός υ- ποκειμενισμός, σχετικισμός και σκεπτικισμός αντιμετωπίστηκε με τον αγώνα για την κατάκτηση εννοιών με γενικό κύρος, ώστε να προσδιοριστεί η ουσία των πραγμάτων, και ο σοφιστικός αμοραλισμός αναχαιτίστηκε με τη μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς για τη σύνταξη αυτόνομης Ηθικής, προσανατολισμένης στα ιστορικά δεδομένα κοινωνικο-πολιτικά πλαίσια (του "πολιτικού ζώου"). Έτσι η Αττική φιλοσοφία διαμορφώθηκε σε καθαρή Οντολογία* ή Μεταφυσική*, με έντονο όμως τον χαρακτήρα της Πολιτικής φιλοσοφίας. Κορυφαίες μορφές της Αττικής φιλοσοφίας είναι ο Σωκράτης*, που στο πρόσωπό του αναφέρουν την αρχή τους οι λεγόμενες Σωκρατικές σχολές (Μεγαρική*, Ηλιο-Ερετρική*, Κυνική*, Κυρηναϊκή*), ο Πλάτων*, ιδρυτής της Ακαδημίας', και ο Αριστοτέλης*, ιδρυτής του Περιπάτου*. Η Ακαδημία και ο Περίπατος είναι σχολές με δράση, που φτάνει ως το τέλος του αρχαίου κόσμου (πλατωνισμός*, αριστοτελισμός*, με ε- πιβιώσεις και αναβιώσεις στον Μεσαίωνα και στους Νεότερους χρόνους). (Για τα επιμέρους θέματα αυτής της περιόδου βλ. λ. Σωκράτης, Σωκρατικές σχολές, Πλάτων, πλατωνισμός, Αριστοτέλης, αριστοτελισμός). Ε. Ν. Ρούσσος Αττικός (περ μ.χ.). Φιλόσοφος με πλατωνική κατεύθυνση. Ως ορθόδοξος πλατωνικός, ο Αττικός αντιστάθηκε στην τόση της ε- ποχής του να συμβιβάσει τα συστήματα του 194

195 Αυγουστίνος Πλάτωνα* και του Αριστοτέλη*, τονίζοντας τις ομοιότητές τους, και εργάστηκε για να δείξει τις διαφορές τους και να εμποδίσει την εισροή αριστοτελικών στοιχείων στην πλατωνική Ακαδημία. Στη σκέψη του ο Αττικός απέφυγε την αριστοτελική επίδραση, όχι όμως και τη στωική. Εργα του διαβάζονταν στους νεοπλατωνικούς κύκλους του Πλωτίνου* και του Πρόκλου*. ΕΝ. Ρούσσος λτφιλντ (Attfield) Ρόμπιν (γεν. 1941). Αγγλος ιστορικός της επιστήμης και φιλόσοφος, ειδικευμένος στην οικολογική ηθική. Βασικό του έργο: The Ethics of Environmental Concern, New York, Δ.Π. αυγουστινισμός. Κυρίαρχη τάση της δυτικής μεσαιωνικής φιλοσοφίας, που ακολούθησε τη σκέψη του Αυγουστίνου* (5ος αιώνας). Κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα του αυγουστινισμού είναι η ανθρωπολογική επικέντρωση του στοχασμού με έμφαση στον ψυχσλογισμό, η ουσιοκρατική ροπή της μεταφυσικής και η άμεση επίδραση του νεοπλατωνισμού* με έ- ντονα στοιχεία μυστικιστικής εσωστρέφειας. Το θεμελιακό δίπολο θέμα του αυγουστινισμού παραμένει ο Θεός και η ψυχή, σε αντίθεση προς τον θωμισμό, που εκπηγάζει από τον στοχασμό του Θωμά Ακινάτη* ( ) και βασίζεται στον θεό και στον κόσμο. Επιφανείς εκπρόσωποι του αυγουστινισμού υπήρξαν (εκτός βέβαια από τον εμπνευστή του Αυγουστίνο, ), ο Ανσελμος Κανταβρυγίας* ( ) και ο Μποναβεντούρα* ( ). Στους αντίποδες του αυγουστινισμού τοποθετείται αρχικά ο θωμισμός και τελικά ο νομιναλισμός*, παρόλο που η πλειονότητα των πρωταγωνιστών του νομιναλιστικού κινήματος προερχόταν από αυγουστίνειους εκκλησιαστικούς κύκλους με ροπή προς τον πλατωνισμό. Οι κύριες διαφορές ανάμεσα στον αυγουστινισμό και στον θωμισμό έγκεινται στη βασική κατεύθυνση (ανθρωποκεντρικός αυγουστινισμός και κοσμοκεντρικός θωμισμός), στις φιλοσοφικές επιρροές τους (νεοπλατωνικός αυγουστινισμός και αριστοτελικός θωμισμός) και στις θεολογικές προεκτάσεις τους (μυστικισμός και ψυχολογισμός στον αυγουστινισμό, ορθολογισμός και δογματισμός στον θωμισμό). Μέχρι τον 13ο αιώνα επικρατούσε στη δυτική μεσαιωνική φιλοσοφία ο αυγουστινισμός, που αντικαταστάθηκε από τον θωμισμό, ο οποίος υπερισχύει μέχρι σήμερα στη ρωμαιοκαθολική σκέψη. Ο αυγουστινισμός βρήκε απήχηση μόνο στα αναγεννησιακά κινήματα διαμαρτυρίας, ενώ ο επίσημος ρωμαιοκαθολικισμός στηρίζεται στον θωμισμό, έχοντας ανακηρύξει τη σκέψη του Ακινάτη ως την αυθεντική "χριστιανική φιλοσοφία" από τα τέλη του 19ου αι. Βιβλιογρ.: Μ. Μπέγζος, Ελευθερία ή θρησκεία; Αθήνα, Μάριος Π. Μπέγζος Αυγουστίνος Αυρήλιος (Aurelius Augustinus). Ο μεγαλύτερος στοχαστής του δυτικού μεσαιωνικού πολιτισμού, θεολόγος και φιλόσοφος, επίσκοπος και άγιος της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας. Γεννήθηκε στις 13 Νοεμβρίου 354 στην Ταγάστη της Νουμιδίας (σημερινή Αλγερία) από πατέρα ειδωλολάτρη και μητέρα χριστιανή, τη Μόνικα. Σπούδασε ρητορική στην Καρθαγένη της Βόρειας Αφρικής και στη Ρώμη έζησε ακόλαστο βίο και απέκτησε εξώγαμο γιο. Μετακομίζοντας το 384 στο Μιλάνο, επιδόθηκε στη μελέτη της φιλοσοφίας, διαβάζοντας Πλάτωνα* και Πλωτίνο* σε λατινικές μεταφράσεις, επικοινωνώντας με κύκλους μανιχαίων* και συχνάζοντας στις κηρυγματικές συνάξεις του αρχιεπισκόπου Μεδιολάνων (Μιλάνου) Αμβροσίου. Υπό την επήρεια αυτού του τελευταίου ο Αυγουστίνος μεταστρέφεται στον χριστιανισμό σε ηλικία 33 ετών και δέχεται το βάπτισμα μαζί με τον γιό του τη νύχτα του Πάσχα, το 387. Παραιτείται από τη δημόσια δραστηριότητα για να αφοσιωθεί ως λαϊκός ακόμα στη φιλοσοφία, ζώντας σε μια α- γροτική έπαυλη και διδάσκοντας εκεί σαν σε πλατωνική ακαδημία μέχρι το 388, κοντά στη λίμνη του Κόμο. Με τον θάνατο της μητέρας του Μόνικας επανακάμπτει οριστικά πια στη βορειοαφρικανική γενέτειρά του, χειροτονείται το 391 πρεσβύτερος, ύστερα από τη φορτική πίεση του λαού της Ιππώνας, και το 396 ε- κλέγεται επίσκοπος της ίδιας πόλης, ζώντας την πολιορκία της από τα στίφη των Βανδάλων. Αφήνει εκεί την τελευταία του πνοή στις 28 Αυγούστου 430. Το συγγραφικό του έργο είναι τεράστιο, γγ αυτό ο βιογράφος του παρατηρεί εύστοχα πως δεν υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο που να διάβασε όλα όσα συνέγραψε ο Αυγουστίνος εκτός βέβαια από τον ίδιο. Η επίδρασή του στην ιστορία του ευρωπαϊκού πολιτισμού συνολικά, κι όχι μόνο της θεολογίας ή της φιλο- 195

196 αυθεντία σοφίας, είναι κατά κοινή ομολογία τεράστια, αφού πρόκειται για τον πρώτο συντάκτη έργου φιλοσοφίας της ιστορίας, της περίφημης Πολιτείας του Θεού. Δεν υπάρχει εγχειρίδιο ιστορίας της φιλοσοφίας που να μην αναφέρεται στον Αυγουστίνο. Είναι ο μοναδικός μεσαιωνικός στοχαστής που δεν απουσιάζει από κανένα έργο ιστορίας του μεσαιωνικού πολιτισμού. Ο Αυγουστίνος δέχθηκε πάμπολλες και οξύτατες επικρίσεις ως θεμελιωτής του παπισμού και του θεοκρατικού ολοκληρωτισμού στη μεσαιωνική Δύση ("πολιτικός αυγουστινισμός") και ως εισηγητής του κληρικαλισμού με την υ- περαυστηρή γενετήσια ηθική που εισήγαγε στο "μοναστήρι κληρικών" της επισκοπής του απαγορεύοντας τον γάμο των ιερωμένων. Πέρα από κάθε υπερβολική εκτίμηση ή υποτίμηση, πρέπει να αρκεσθούμε στη νηφάλια εκτίμηση του φιλοσοφικού του έργου συνολικά, το οποίο διακρίνεται για τον όγκο του και τη ρητορική του δεινότητα, μαζί βέβαια με τις εγγενείς αδυναμίες της ελλιπούς ελληνομάθειας (ο Αυγουστίνος ήταν εξαρτημένος από λατινικές μεταφράσεις ελληνικών κειμένων) και του γεωπολιτισπκού περιορισμού του (ποτέ δεν είχε συναντηθεί ούτε είχε μελετήσει Ελληνες θεολόγους). Τα θεμελιώδη συστατικά στοιχεία της σκέψης του Αυγουστίνου είναι τα παρακάτω: 1) Ο ψυχολογισμός και ο ανθρωποκεντρισμός. Το βασικό σημείο εκκίνησης του στοχασμού του είναι ο Θεός και η ψυχή: "Θέλω να γνωρίσω τον θεό και την ψυχή. Τίποτε περισσότερο, τίποτε άλλο" - "Ο θεός είναι το εσώτερο από τα ενδότερά μου και το ύψιστο από τα υψηλότερά μου" - "Στον εσώτερο άνθρωπο εδρεύει η αλήθεια". 2) Η ουσιοκρατία της οντολογίας. Η έννοια του προσώπου απουσιάζει στον Αυγουστίνο και πλεονάζει μόνο η οντολογική κατηγορία της απρόσωπης, άχρονης, άυλης και καθολικής ουσίας. Η τριαδολογία του είναι ουσιολογική, η ενότητα της θείας ουσίας υπερκαλύπτει την ετερότητα των τριών προσώπων του θεού. 3) Η φύση του ανθρώπου και η θεία χάρη πολώνονται επικίνδυνα στον Αυγουστίνο. Αποτέλεσμα της ασυμμετρίας φυσικού - υ- περφυσικού είναι η άτεγκτη ηθική φιλοσοφία του (απόλυτος προορισμός του ανθρώπου, το προπατορικό αμάρτημα, η υπεραυστηρή γενετήσια ηθικολογία κ.λπ.). 4) Ο φιλόσοφος λόγος και η χριστιανική πίστη διαχωρίζονται με άνιση ιεράρχηση προς όφελος της θεολογίας και σε βάρος της φιλοσοφίας: "Κατανόησε για να πιστεύσεις, πίστευε για να κατανοήσεις" - "Πιστεύεις, επειδή δεν κατανοείς, αλλά με την πίστη θα μπορέσεις να κατανοήσεις" - "Η πίστη αναζητά, ο λόγος ανακαλύπτει". Με αυτό τον τρόπο τροχιοδρομείται όλη η δυτικοευρωπαϊκή προβληματολογία για τη σχέση φιλοσοφίας - θεολογίας παραπαίοντας από το ένα άκρο της μεσαιωνικής θρησκειοποίησης στον άλλο, ενάντιο πόλο της νεότερης εκκοσμίκευσης. 5) 0 νομικισμός του ρωμαιοκαθολικισμού θεμελιώνεται πρωταρχικά από τον Αυγουστίνο. Η έννοια της αυθεντίας προβάλλεται ρητά: "Δεν θα πίστευα στο Ευαγγέλιο, αν δεν με παρακινούσε η αυθεντία της καθολικής εκκλησίας" - "Ενάντια στο θέλημά σου και για χάρη της σωτηρίας σου" - "Η αγάπη κατευθύνει τους καλούς, αλλά ο φόβος διορθώνει τους πολλούς". Με αυτό τον τρόπο ο Αυγουστίνος αποβαίνει εισηγητής του παπισμού, έστω κι έμμεσα, με τον "πολιτικό αυγουστινισμό", όταν πια οι πάπες δεν θα είναι θεολόγοι και φιλόσοφοι, αλλά νομικοί και ηγήτορες. Η προβληματικότερη πλευρά της σκέψης του Αυγουστίνου στη φιλοσοφία είναι η άκριτη και τυφλή εξάρτησή του από τον νεοπλατωνισμό", χωρίς επαρκή γνώση των ελληνικών πηγών, δίχως θεολογική αποστασιοποίηση από την αρχαιοελληνική ουσιοκρατική μεταφυσική και με βαριά κληρονομιά από την προγενέστερη θητεία του στον μανιχαϊσμό με τον απάνθρωπο ασκητισμό του. Ο "διδάσκαλος πασών των εκκλησιών μετά τους Αποστόλους", όπως τιμητικά αποκάλεσαν τον Αυγουστίνο, επηρέασε όσο κανείς άλλος τη Δυτική Ευρώπη, αλλά επίσης την ταλαιπώρησε όσο κανείς άλλος με τις μονομερείς επιλογές του, όπως σήμερα άλλωστε παραδέχονται ακόμα και ρωμαιοκαθολικοί στοχαστές, σαν τον Κουρτ Φλας: "Ο Αυγουστίνος αποπροσανατόλισε και ταλαιπώρησε την Ευρώπη, αλλά συνάμα τη βοήθησε να αποκτήσει την ταυτότητά της στη γνώση και στη ζωή". Βιβλιογρ.: Από τη νεότερη ελληνική βιβλιογραφία βασιζόμαστε στο: Μ. Μπέγζος. Ελευθερία ή θρησκεία: Αθήνα, 1991, και από την ξενόγλωσση συνιστούμε το: Κ. Flasch. Augustin. Stuttgart Μάριος Π. Μπέγζος αυθεντία (γερμ. Autoritat, από το λατ. autoritas = εξουσία, επιρροή). Το αναμφισβήτητο κύρος, η σημασία και η επιρροή ενός προσώπου, ενός συστήματος απόψεων, μιας κοινωνικής ομάδας, οργάνωσης, θεσμού κ.λπ. που απορρέουν: 1) από το αξίωμα, τη θέση, το status κ.λπ. 196

197 Αυρήλιος ή 2) από την παραδοχή του αποφασιστικού ρόλου του εν λόγω προσώπου, συστήματος κ.λπ. στα πλαίσια συλλογικής συγκρότησης και δραστηριότητας. Στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για μορφή άσκησης θεσπισμένης ε- ξουσίας*, η οποία διασφαλίζει τον έλεγχο των πράξεων και τον συγκερασμό των συμφερόντων (συναίνεση) χωρίς την άμεση επίκληση ε- πιβράβευσης ή καταστολής. Στη δεύτερη περίπτωση πρόκειται για κατ' εξοχήν άτυπη καταξίωση του ηγετικού ρόλου ενός υποκειμένου, το οποίο προβάλλει ως ηθικό πρότυπο, διαθέτοντας υψηλό βαθμό αναφορικότητας (λειτουργώντας ως σημείο αναφοράς για σύγκριση και καθοδήγηση συμπεριφοράς). Σε συνάρτηση με το πεδίο αναφοράς διακρίνονται αυθεντίες πολιτικές, ηθικές, νομικές, επιστημονικές κ.λπ. Είναι προϊόν της διεύρυνσης και εμβάθυνσης της οργανωτικής - διοικητικής (βλ. διοίκηση, διεύθυνση) λειτουργίας. Σε διάφορες ι- στορικές βαθμίδες ανάπτυξης της κοινωνίας α- ποκτά διαφορετικό χαρακτήρα σε συνάρτηση με τις ιδεολογικές αντιλήψεις, τις πηγές και τα κριτήρια νομιμότητας της εξουσίας. Κατά τον Χομπς*, η «κυριαρχική αυθεντία» είναι ο μόνος τρόπος απαλλαγής από την α- ναρχία, από τον «πόλεμο όλων εναντίον όλων». Η αναρχική παράδοση (βλ. λ. Μπακούννή απορρίπτει μηδενιστικά την ύπαρξη κάθε αυθεντίας, ταυτίζοντας την τελευταία με το κράτος και την εξουσία. Οι Κ. Μαρξ* και Φ. Ένγκελς* αναφέρθηκαν στον ιστορικά χαρακτήρα και την αναγκαιότητα της αυθεντίας σε συνδυασμό με το πρόβλημα της εξουσίας και της διεύθυνσης, απορρίπτοντας τόσο τις απόλυτα α- ντιεξουσιαστικές τάσεις όσο και τη λατρευτικού χαρακτήρα προσήλωση στην αυθεντία ως αντικοινωνικές. Ο Νίτσε* εισήγαγε μια κυνικά αντιφιλελεύθερη προάσπιση της αυθεντίας ως αναγκαίου εργαλείου της ανορθολογικής «θέλησης για εξουσία», που αποτέλεσε μια από τις θεωρητικές πηγές της ιδεολογίας του φασισμού*. Ο Μ. Βέμπερ* διέκρινε την αυθεντία που βασίζεται στην παράδοση, συμπεριλαμβανομένων και άλλων κριτηρίων (γνώσεις, ηλικία, θέση, βούληση κ.λπ.), στην ορθολογικά τεκμηριωμένη νομιμότητα* ή στο χάρισμα του πολιτικού ηγέτη με εξαιρετική επιρροή. Κατ' αυτό τον τρόπο ταξινομεί τους τρόπους νομιμοποίησης της αυθεντίας σε: παραδοσιακούς, ορθολογικούς και χαρισματικούς. Η αντίληψη περί ταξικής ηγεμονίας και πολιτικής αυθεντίας αναλύεται από τους Β. I. Λένιν* και Α. Γκράμσι*. Ο τελευταίος εντάσσει την εν λόγω προβληματική στην αντίληψη περί οργανικής διανόησης. Η αυθεντία εξετάζεται από την πολιτική φιλοσοφία, την κοινωνιολογία, την κοινωνική ψυχολογία, την κοινωνιομετρία, την πολιτειολογία κ.λπ. Βιβλιογρ.: Tessen - Wesierski F., Der Autoritatsbegrill in den Hauptphasen seiner hislorischen Entwicklung, Paderborn, Weber M.. Gesammalte autsatze zur Social und Wirtschattgeschichle, Tubingen Lenk Kurt, Πολιτική κοινωνιολογία. Παρατηρητής, θεα/κη (βιβλιογραφία: σελ ). Δ. Πατέλης αυθόρμητο (λατ. spontaneum, το αυθαίρετο, το αυτόβουλο, το αυτόματο). Χαρακτηρισμός διαδικασιών οι οποίες δεν ανακύπτουν από ε- ξωτερικές επιδράσεις, αλλά από εσωτερικά αίτια, ως αυτενέργεια. Στη φιλοσοφική σκέψη συνδεόταν συχνά με την αυτοκίνηση της φύσης (Επίκουρος*, Σπινόζα*). Κατά τον Λάιμπνιτς*, το απόλυτα αυθόρμητο της κάθε μονάδας σχηματίζει ως σύνολο μονάδων τον κόσμο της προκαθορισμένης αρμονίας. Η διαλεκτική φιλοσοφία το ερμηνεύει ως αυτοκίνηση του πνεύματος (Χέγκελ*) είτε ως αυτοανάπτυξη εσωτερικά αντιφατικών αντικειμενικών φαινομένων (Μαρξ*, Λένιν*). Βλ. επίσης συνειδητό και αυθόρμητο. Δ. π. αυθόρμητος ή απλοϊκός υλισμός. Πιο δόκιμος όρος στη γλώσσα μας είναι ο "απλοϊκός υλισμός". Λέγεται για την υλιστική αντίληψη που είχαν για τον κόσμο οι πρώτοι στοχαστές (προ-σωκρατικοί), πριν επικρατήσει η αντιδιαστολή αισθητού - νοητού κόσμου. Για τους στοχαστές αυτούς η αρχή των όντων είναι κάποιο υλικό στοιχείο: το "νερό" κατά τον Θαλή*, ο "αέρας" κατά τον Αναξίμανδρο*, το "άτομο" κατά τους Λεύκιππο*, Δημόκριτο*. Από όλους τους Προσωκρατικούς*, ως υλιστές, μερικοί ε- ξαιρούν μόνο τον Αναξαγόρα*, που πρώτος μίλησε για τον "Νου" ως δύναμη δημιουργό, αλλά δεν είναι βέβαιο ότι εννοούσε μια ύπαρξη έξω από τον υλικό κόσμο (βλ. λ. υλισμός). Βιβλιογρ.: Ε. Zeller - W. Nestle, Ιστορία της Ελληνικής Φιλοσοφίας, μετ. Χαράλ. Θεοδωρίδη, κεφ. "Προσωκρατική φιλοσοφία".- Α. S. Bogomolov. Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας, μετ. Φ. Κ. Βώρου, κεφάλαια: "Προσωκρατικοί", "Ατομικοί". Φ. Κ. Βώρος Αυρήλιος, βλ. Μάρκος Αυρήλιος. 197

198 αυστηρότητα αυστηρότητα ηθική (ριγορισμός, από το λατ. rigor = ακαμψία, σκληρότητα). Ο ειδικός χαρακτήρας της Ηθικής του Καντ*, η οποία βασίζεται στην απόλυτη ισχύ της "κατηγορικής προσταγής"*, δηλαδή αποκλείει με άκαμπτο τρόπο κάθε συμβιβασμό των ηθικών κανόνων με τις υλικές και πνευματικές ανάγκες του ανθρώπου. Ηθικές θεωρούνται μόνο οι πράξεις που έχουν ως αποκλειστικό κίνητρο το καθήκον και που είναι απαλλαγμένες από κάθε άλλον επηρεασμό (π.χ. συναίσθημα συμπόνιας, φροντίδα για ικανοποίηση της συνείδησής μας με κάποια αγαθοεργία κ.λπ.). Τον ηθικό ριγορισμό του Καντ διακωμώδησε ο Φρ. Σίλλερ* με σατιρικούς στίχους. Γιόν. Κρητικός αυστρομαρξισμός. Πολιτικό και ιδεολογικό ρεύμα, μία από τις παραλλαγές του "αναθεωρητισμού"*. Διαμορφώθηκε κατά τα τέλη του 19ου αιώνα στις γραμμές της αυστριακής σοσιαλδημοκρατίας και απέκτησε ιδιαίτερο κύρος στην περίοδο του Μεσοπολέμου, όταν όλο το αυστριακό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα ονομαζόταν "αυστρομαρξιστικό". Πολιτικοί και ιδεολογικοί του ηγέτες ήταν οι Κ. Ρέννερ, Ότ. Μπάουερ, Μ. Αντλερ, Φ. Αντλερ και άλλοι. Ο αυστρομαρξισμός παρουσίαζε όλα τα χαρακτηριστικά της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας της εποχής εκείνης: απαρνιόταν βασικές αρχές του μαρξισμού, απέρριπτε τον επαναστατικό δρόμο και υιοθετούσε τον ρεφορμισμό. Ωστόσο είχε τον δικό του, ιδιαίτερο δρόμο, που παρουσιάζει ενδιαφέρον. Η αυστριακή σοσιαλδημοκρατία ήταν το πρώτο κόμμα που ψήφισε ειδικό πρόγραμμα για το εθνικό ζήτημα (το πρόγραμμα του Μπρνό, 1Θ99) και πρότεινε την αρχή της ομοσπονδιακής οργάνωσης της Αυστρίας. Λίγα χρόνια όμως αργότερα, οι ηγέτες της, Ρέννερ και Μπάουερ, διατύπωναν τη θεωρία της "πολιτισμικής - εθνικής αυτονομίας", που δεν παίρνει υπόψη της το στοιχείο της. εδαφικής εθνικής ολοκλήρωσης αλλά θεμελιώνεται στην αντίληψη περί έθνους ως έ- νωσης πολιτισμικού και ιδεολογικού περιεχομένου, πράγμα που στις τότε συνθήκες του πολυεθνικού αυστροουγγρικού κράτους δεν αποτελούσε παρά καλυμμένη μορφή παγγερμανικού εθνικισμού. Η θέση αυτή προκάλεσε πολλαπλές αντιδράσεις και στη διάρκεια της μετέπειτα περιόδου άλλαξε. Η ομάδα του Μπάουερ αναγνώρισε στο πρόγραμμά της (αρχές του 1918) το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των εθνών. Την ίδια ^μως περίοδο, στα χρόνια της πρώτης αυστριακής Δημοκρατίας, οι ηγέτες της αυστριακής σοσιαλδημοκρατίας είχαν ταχθεί υπέρ της ενσωμάτωσης της Αυστρίας στη Γερμανία. Επίσης, μετά την κατάληψη της Αυστρίας από τη χιτλερική Γερμανία (Μάρτης 1938), τάχθηκαν κατά της πάλης για την ανεξαρτησία της Αυστρίας, υποστηρίζοντας ότι μόνο η παγγερμανική επανάσταση μπορεί να απαλλάξει τη χώρα από τον φασισμό και ότι, ύστερ' απ' αυτό, η Αυστρία θα παραμείνει στα πλαίσια μιας ενιαίας Γερμανίας. Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου οι ηγέτες της αυστριακής σοσιαλδημοκρατίας προσπάθησαν να τηρήσουν ενδιάμεση στάση μεταξύ 2ης και 3ης Διεθνούς. Ιδιαίτερα ο Φ. Αντλερ συνέβαλε ενεργά στη δημιουργία της "Δυόμισι" (2'k) Διεθνούς και αργότερα (1923) στη συγχώνευση της με τη 2η Διεθνή. Πρέπει, πόντιος, να σημειωθεί ότι στα χρόνια του Μεσοπολέμου ο αυστρομαρξισμός διέφερε από τη δεξιά πτέρυγα της σοσιαλδημοκρατίας: αναγνώρισε στο πρόγραμμά του ότι σε περίοδο όξυνσης της ταξικής πάλης είναι σκόπιμη και δυνατή η δικτατορία του προλεταριάτου, αγωνίστηκε κατά του κινδύνου του φασισμού, ορισμένοι μάλιστα ηγέτες του υποστήριξαν την ιδέα του ενιαίου αντιφασιστικού μετώπου. Το 1934 το αυστριακό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα κάλεσε τους εργαζόμενους σε ένοπλη εξέγερση κατά της αυστροφασιστικής κυβέρνησης, που όμως απέτυχε. Μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο η δεξιά ηγεσία του ΣΚ Αυστρίας απαρνήθηκε ολοκληρωτικά τον μαρξισμό, καθώς και όλη την πολιτική και θεωρητική κληρονομιά του αυστρομαρξισμού, και χάραξε νέες θέσεις στο πρόγραμμά της, όπως τη θεωρία των "μεσαίων τάξεων", τη διδασκαλία της δυνατότητας "σύνθεσης" της ιδιωτικής πρωτοβουλίας με τον κρατικό καπιταλισμό κ.ά. Βιβλιογρ.: Τούτοκ Β. Μ., Από τον αυστρομαρξιομό στον σύγχρονο αναβεωρητισμό, "Νέα και νεώτερη Ιστορία", αρ. 4, Μόσχα, Βλ. επίσης βιβλιογραφία στα λήμματα εθνικό ζήτημα και έθνος. Ν. Στ. αυταπάρνηση, θετική ηθική ιδιότητα κατά την οποία ο άνθρωπος απαρνείται τον εαυτό του υπέρ άλλων, τα συμφέροντα του υπέρ των συμφερόντων των άλλων, θεωρείται ως α- κραία μορφή ανιδιοτέλειας και αλτρουισμού, η οποία ως στάση ζωής είναι η ετοιμότητα για ε- νέργειες αυτοθυσίας. Είναι η οικειοθελής ιε- 198

199 αυταρχισμός ράρχηση στοχοθεσιών κατά την οποία ο άνθρωπος παραιτείται από τα συμφέροντά του και μερικές φορές θυσιάζει και την ίδια του την ζο»ή χάριν των συμφερόντων άλλων ανθρώπων, χάριν τ ις επίτευξτ,ς κοινών σκοπών, χάριν της υλοποίησης υψηλών ιδεωδών. Η ι- διότητα αυτή εκδηλώνεται σε εξαιρετικές, α- κραίες περιστάσεις κατά τις οποίες ο άνθρωπος υποχρεώνεται να υπερβεί τα συνηθισμένα όρια των υποχρεώσεών του, όπως αυτά διαμορφώνονται στην καθημερινή του ζωή. Στις εν λόγω περιστάσεις, οι οποίες βιώνονται ως ηθικά προβλήματα και συγκρούσεις καθηκόντων (κλιμάκων ιεράρχησης αξιών), τίθεται σε δοκιμασία η ισχύς της κοσμοθεώρησης, η βούληση και ο αυτοέλεγχος nju χαρακτηρίζουν τον άνθρωπο στη συνολική πορεία της ζωής του. Η αιιταπάρνηση παρατηρείται σε ευρεία κλίμακα σε συνθήκες απελευθερωτικών ή αμυντικών πολέμων, επαναστατικών κινημάτων, μεγάλων κοινωνικών μετασχηματισμών, εξεγέρσεων κ.λπ. Οσο η κοινωνία σπαράσσεται από αντίθετα και αντιφατικά υλικά συμφέροντα, ο αγώνας για την ανάπτυξη της ανθρωπότητας, για τους κοινωνικούς στόχους ως κύριους στόχους της προσωπικής ζωής απαιτεί αυταπάρνηση, αυτοθυσία και ορισμένο βαθμό α- σκητισμού. Αυτό αφορά στον τύπο εκείνο της προσωπικότητας για τον οποίο ύψιστη, δεσπόζουσα και εσωτερική ανάγκη είναι η δραστηριότητα για χ ρη της ανθρωπότητας υπό την ι- διότητα του συνειδητά κοινωνικού όντος, που ελεύθερα (δηλ. βάσει της εγνωσμένης αναγκαιότητας) συμβάλλει στον μετασχηματισμό τ ς πραγματικότητας. Η στάση αυτή ως ριζοσπαστικά ανθρωπιστική και επαναστατική διαφέρει ριζικά από τον ηττοπαθή και μοιρολατρικό ασκητισμό. Η ξάλειψη των κοινωνικων - ταξικών ανταγωνισμών θα άρει την αναγκαιότητα της εν ενεργεία αυταπάρνησης διατηρώντας ωστόσο δυνάμει την ετοιμότητα τη., ολόπλευρα αναπτυγμένης αυθεντικής προσωπικότητας για την εκδήλωση αυταπάρνησης και αυτοθυσίας. Δ. Πατέλης αυτάρκεια. Ορος της αρχαίας ελληνικής ηθικής και πολιτικής φιλοσοφίας. Κατά τον ορισμό του Πλάτωνα* η αυτάρκεια δηλώνει την α- νεξαρτησία από εξωτερικά πράγματα και από άλλους ανθρώπους. Κατά τον Σωκράτη*, είναι προϋπόθεση για την πραγμάτωση της ελευθερίας. Για τον Αριστοτέλη", στην αυτάρκεια βρίσκεται το αγαθό. Για τους Κυνικούς" και τους Στωικούς* είναι το ιδανικό της ζωής. Ο σοφός, κατά τη στωική διδασκαλία, είναι «αυτάρκης». Αυτάρκεια του λαού στον οικονομικό τομέα σημαίνει οικονομική ανεξαρτησία μιας χώρας από την εισαγωγή αγαθών. ΕΝ Ρούσσος αυταρχία, βλ. αυτοπροσδιορισμός. αυταρχισμός. Η αρχή της τυφλής υποταγής στην εξουσία σε αντίθεση προς την ατομική ε- λευθερία της σκέψης και της πράξης. Στην πολιτική είναι σύστημα που συγκεντρώνει τη δύναμη στα χέρια του αρχηγού ή μιας μικρής ελίτ, η οποία δεν είναι συνταγματικά υπεύθυνη στον λαό και έχει τον απόλυτο έλεγχο σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής. Αυταρχισμός είναι επίσης η κατεύθυνση της α- στικής πολιτικής σκέψης, που θεωρεί το κράτος ανώτατο αποτέλεσμα και σκοπό της κοινωνικής εξέλιξης (ετατισμός). Ο αυταρχισμός θέτει υπό τον έλεγχό του τη δικαστική εξουσία και χρησιμοποιεί την κοινωνική δημαγωγία, ενώ ταυτόχρονα εφαρμόζει σκληρά μέτρα καταναγκασμού και καλλιεργεί στις μάζες τον φανατισμό, τον φόβο και τη δουλική σχέση προς την εξουσία. Στις ιστορικές μορφές αυταρχισμού ανάγονται ο ασιατικός δεσποτισμός στην αρχαία Μεσοποταμία, ο αιγυπτιακός, οι τυραννικές μορφές εξουσίας στην αρχαία Ελλάδα και Ρώμη, ο α- πολυταρχικός τρόπος κυβέρνησης στον Μεσαίωνα και στους Νέους Χρόνους, καθώς και τα φασιστικά καθεστώτα στον 20ό αι. Παράλληλα με τα αυταρχικά καθεστώτα εμφανίζονται και αυταρχικές θεωρίες, που θεμελιώνουν ηθικά και λογικά τον ανήθικο και παράλογο τρόπο της τυραννικής άσκησης της εξουσίας. Στην αρχαία Μεσοποταμία συστηματοποιήθηκε για πρώτη φορά η θεωρία για τη θεϊκή προέλευση της βασιλείας, που είχε ως σκοπό την καλλιέργεια της τυφλής υποταγής του λαού στην εξουσία του βασιλιά. Τη ίδια μορφή είχε και η εξουσία των Φαραώ στην Αίγυπτο. Η Αθηναϊκή Δημοκρατία έχασε την ισορροπία της όταν για ένα διάστημα διοικήθηκε από το ολιγαρχικό καθεστώς των Τριάκοντα Τυράννων με αρχηγό τον Κριτία. Ο Κριτίας, όπως και πρωτύτερα ο Αλκιβιάδης, είχαν επηρεασθεί από τις θεωρίες των σοφιστών* Θρασύμαχου και Καλλικλή που υπεράσπιζαν το δίκαιο του ι- 199

200 αυτεξούσιο σχυροτέρου. Ο Θουκυδίδης* στον γνωστό διάλογο Αθηναίων και Μηλιών αποκαλύπτει μέσω των πρέσβεων της Αθήνας την ομολογία πίστης στον αυταρχισμό. Στο Βυζάντιο ο αυτοκράτορας "είναι ο εκλεκτός του θεού, και γγ αυτό όχι μόνο αφέντης και δεσπότης, αλλά και η ζωντανή εικόνα του χριστιανικού κράτους που του εμπιστεύθηκε ο θεός. Οι υπήκοοι του κράτους είναι δούλοι του". (G. Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, σελ. 89). Ένας αμοραλιστικός αυταρχισμός κυριαρχεί και στα έργα του Ν. Μακιαβέλλι, ιδιαίτερα στον Ηγεμόνα (1532). Στις αρχές των Νέων Χρόνων στη Γαλλία, όπως και στην Αγγλία, εγκαθιδρύεται η απεριόριστη βασιλική εξουσία. Στα χρόνια της α- πολυταρχίας ο άγγλος φιλόσοφος Χομπς*, στο έργο του Λεβιάθαν, υποστηρίζει πως η ε- ξουσία πρέπει να επενδυθεί σε ένα θνητό θεό, σε ένα βασιλεύοντα μονάρχη που θα κυβερνά με τη βία. Στον 20ό αι. εμφανίζεται ο Φασισμός* στην Ιταλία και ο Εθνικοσοσιαλισμός στην Γερμανία. Ο θεωρητικός του φασισμού νεοεγελιανός φιλόσοφος Gentile τονίζει το α- ναμφισβήτητο κύρος του φασιστικού κράτους, στο οποίο έπρεπε να υποταχθεί και η ηθική και η θρησκεία. Ο Χίτλερ χαρακτήρισε ο ίδιος την εξουσία του autoritar (αυταρχική) και μαζί με τους θεωρητικούς του διακήρυττε την "πειθαρχημένη ελευθερία". Οι αυταρχικές τάσεις εκδηλώνονται και σήμερα με το δυνάμωμα των νεοφασιστικών κινητοποιήσεων σε πολλές Χώρες. Βιβλιογρ.: Diakonott I., Early Antiquity (μετάφρ. από τα ρωσικά). University ol Chicago Press του ίδιου, Η κουλτούρα του Βυζαντίου (ρωσικά). 2 τόμοι. εκδ. Νάκκα. 1984, Leo Strauss and S. Cropsey, History ol Political Philosophy, The University ol Chicago Press, Sambine. Ιστορία των πολιτικών θεωριών, (μετάφρ. από αγγλικά), εκδ. Ατλαντίδα.- Guthrie W.. A History ol Greek Philosophy, 5 vol.. Cambrige University Press, θεόδ. Κοκάλας αυτεξούσιο, βλ. ηθική. αυτοανάτττυξη, βλ. αυτοκίνηση. αυτογνωσία (αυτό + γιγνώσκω). Η αντωνυμία "αυτό" ως πρώτο συνθετικό λέξης έχει τη σημασία της αυτοπάθειας ή αυτενέργειας, γγ αυτό αυτογνωσία σημαίνει γνώση του εαυτού μου. Παράλληλα, με τα κείμενα του Αριστοτέλη, η λέξη "αυτο-" ως πρώτο συνθετικό άρχισε να δηλώνει το "αληθές ον". Με την πρώτη σημασία, που έχει επικρατήσει, αυτογνωσία είναι η γνώση του εαυτού μας, η αυτεπίγνωση, η α- ντικειμενική γνώση και ορθή εκτίμηση των α- ρετών και των κακιών μας, "το εαυτόν γνώναγ, ο αυτοέλεγχος. Ειδικότερα αυτογνωσία είναι η γνώση του εσωτερικού μας κόσμου, των σκέψεων, των συναισθημάτων, των βουλητικών μας τάσεων, η γνώση του εαυτού μας κυρίως από πλευράς ηθικής και πνευματικής. Η αυτογνωσία ως σύνθετη διαδικασία, αφού είναι συνεκδήλωση του λογικού, του συναισθήματος και της βούλησης, εκδηλώνεται σε δύο κατευθύνσεις: πρώτον ως διαπίστωση δια μέσου του λογικού εν αναφορά προς τους κανόνες του ορθώς λογίζεσθαι, όταν πρόκειται για κάποια σκέψη μας, και εν αναφορά προς τους κανόνες του εσωτερικευμένου ήδη "δέοντος" δεύτερον, είναι εκδήλωση της βούλησης ως προσπάθεια διόρθωσης αδυναμιών και ελαττωμάτων, τόσο στο πνευματικό όσο και στο ηθικό επίπεδο, με την προϋπόθεση ότι η βούληση είναι ισχυρή. Αυτή η δεύτερη δυναμικο-διορθωτική έκφρασή της είναι που κάνει την αυτογνωσία από τη μια μεριά να διαφέρει από τον ησυχασμό (quietismus) και την παθητική εσωστρέφεια και από την άλλη πολύ δύσκολο αγώνισμα ("Θαλής ερωτηθείς τί δύσκολον το εαυτόν γνώναγ, Διογένης Λαέρτιος 1,36). Η αυτογνωσία αποτελούσε τον α- κρογωνιαίο λίθο της ηθικής θεωρίας και του πρακτικού βίου πολλών αρχαίων φιλοσοφιών των Ινδιών, του κινέζου Λάο - Τσε*, των πυθαγορείων*, του Σωκράτη* κ.ά. Υπάρχει βέβαια διαφορά στη διαδικασία και τον σκοπό της αυτογνωσίας ανάμεσα στις ανατολικές φιλοσοφίες και την ελληνική. Στις πρώτες έπαιρνε τη μορφή της αυτοσυγκέντρωσης και απομόνωσης, αφού συνδεόταν κυρίως με μεταφυσικούς σκοπούς, ενώ στην ελληνική φιλοσοφία είχε ως σκοπό την ηθικοποίηση μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι και απέβλεπε στο "σωφρονείν" (Ηράκλειτος*, απ. β116: "ανθρώποισι πάσι μέτεστι γιγνώσκειν ε- αυτούς και σωφρονείν" βλ. Μάρκου Αυρηλίου, Εις εαυτόν, VII, 59α: "ένδον σκάπτε"). Αυτή η αυτοεξέταση και αυτοδιόρθωση είναι μια ατελείωτη διδασκαλία που δεν ολοκληρώνεται, αλλά συνεχώς επιδιώκεται και συμπληρώνεται μέσα στη μεταβλητότητα που χαρακτηρίζει τη ζωή (βλ. Πλάτωνος, Απολογία Σωκράτους. 38α). Εμπόδια στην αυτεπίγνωση είναι ο εγωισμός μας, ο ναρκισσισμός, ο φόβος μπροστά στον εαυτό μας, η τάση εξωραϊσμού των ελατ- 200

201 αυτοκτονία τωμάτων μας, η κολακεία των άλλων. Η γνώση του εαυτού μας έχει πρακτικά αποτελέσματα. Πρώτον, στον χώρο της πνευματικής ζωής α- πομακρύνει τον άνθρωπο από τη δοκησισοφία, την οίηση, τον δογματισμό και τον υποκειμενισμό. Δεύτερον, στον χώρο της ηθικής ζωής συντελεί στην περιστολή των αλόγων πράξεων, των παθών και των κακών έξεων και στην τήρηση του μέτρου. Για την αρχαία φιλοσοφία το "Γνώθι σαυτόν" ήταν συνδεδεμένο με το "Μηδέν άγαν" (βλ. Πλουτάρχου, Περί Πυθικού μαντείου, 29). Στον χώρο της ψυχολογίας ο όρος αυτογνωσία έχει αντικατασταθεί από ε- ξειδικευμένους όρους, όπως "αυτοεκτίμηση", "αυτοεικόνα", "αυτοαντίληψη". Βιβλιογρ.: G. Wilkins, Know thyself in greek and latin literature. 1877, επαν. London I. Γ. Δελλής αυτοθυσία, βλ. αυταπάρνηση. αυτοκίνηση και αυτοκινησία. Φιλοσοφική έννοια η οποία επισημαίνει την αφ" εαυτού κίνηση* του αντικειμένου, δηλαδή αλλαγές, μεταβολές ορισμένου συστήματος προερχόμενες από το ίδιο το εν λόγω σύστημα και καθοριζόμενες από την εσωτερική αναγκαιότητα*, νομοτέλεια* και αντιφατικότητά του (βλ. αντίφαση), οι οποίες και διαμεσολαβούν κατά την ε- πενέργεια σε αυτό εξωτερικών παραγόντων, συνθηκών κ.λπ. Η αυτοκίνηση προϋποθέτει την ύπαρξη συστήματος ορισμένου βαθμού συγκρότησης, δομής, λειτουργίας και αυτοοργάνωσης*, ανώτερου από τα πράγματα τα οποία απλώς αλληλεπιδρούν μηχανικά και εξωτερικά με το περιβάλλον τους. Ανώτερη μορφή αυτοκίνησης είναι η ανάπτυξη*. Στην ιστορία της φιλοσοφίας η αυτοκίνηση ερμηνεύεται είτε ως αποτέλεσμα υλικών φυσικών δυνάμεων και ιδιοτήτων (υλισμός*) είτε ως αποτέλεσμα ιδεατών αρχών και υποστάσεων, οι οποίες κινούν τη θεωρούμενη ως κατ' ε- ξοχήν παθητική ύλη (ιδεαλισμός*). Κατά το νευτώνειο μηχανιστικά αιτιοκρατούμενο (βλ. αιτιοκρατία) κοσμοείδωλο, η κίνηση*, θεωρούμενη ως μετατόπιση σωμάτων στον χώρο και ποσοτική μεταβολή, είναι μόνο εξωτερικού χαρακτήρα (βλ. μεταφυσική, αναγωγισμός). Η έννοια της αυτοκίνησης εμπλουτιζόταν βαθμιαία στην ιστορία του φιλοσοφικού και επιστημολογικού στοχασμού μέσα από διάφορους σταθμούς: από τον «Λόγο» της αρχαιότητας ως την ιδέα της αιτίας αφ' εαυτής (causa sui) του Σπινόζα*, την εξελικτική θεωρία του σύμπαντος (Καντ*), την αυτοκίνηση - αυτοανάπτυξη της απόλυτης ιδέας (Χέγκελ*), τη διαλεκτική - υλιστική αντίληψη της αυτοκίνησης της φύσης και της κοινωνίας (Μαρξ*, Ένγκελς*) και πιο πέρα ως τις σύγχρονες διεπιστημονικές προσεγγίσεις της (βλ. κυβερνητική, επιστημονικοτεχνική επανάσταση). Βιβλιογρ.: Α. Einstein - L. Inleld. Η εξέλιξη των ιδεών στη φυσική, εκδ. Δωδώνη. Αθήνα, Ε. Μπιτσάκη, Διαλεκτική και νεότερη φυσική. I. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα J. Ο. Bernal, Η επιστήμη στην ιστορία, τόμοι 4, εκδ. I. Ζαχαρόπουλος. Δ. Πατέλης αυτοκτονία. Το φαινόμενο της αυτοκτονίας α- πασχολεί την Κοινωνιολογία από το 1897, χρόνο δημοσίευσης του έργου του Emile Durkheim (Εμίλ Ντυρκαίμ*) με τον τίτλο Οι κοινωνικές αιτίες της αυτοκτονίας. Στο έργο αυτό, ως αυτοκτονία ορίζεται ο εκούσιος θάνατος που προκαλείται με άμεσο ή έμμεσο τρόπο από μια θετική ή αρνητική πράξη του ίδιου του θύματος, το οποίο γνωρίζει ότι η συγκεκριμένη πράξη θα επιφέρει τον θάνατο. Στις περιπτώσεις που οι πράξεις αυτές δεν έχουν ως αποτέλεσμα τον θάνατο, τότε αποδίδονται με τον όρο "απόπειρα αυτοκτονίας". Με τον Durkheim η έννοια της αυτοκτονίας α- ποκτά μια κοινωνική διάσταση, σε αντίθεση με την ηθική διάσταση με την οποία μέχρι εκείνη τη στιγμή γινόταν αντιληπτή, και δεν θεωρείται πλέον ένα ατομικό ηθικό φαινόμενο, ως μια δολοφονία με ένα δολοφόνο -τον αυτόχειρα-, αλλά ένα συλλογικό κοινωνικό φαινόμενο. Οι θέσεις του Durkheim σ" αυτό το έργο θεωρούνται ακόμη και σήμερα ως το πλέον φιλόδοξο πείραμα με στόχο τη διατύπωση μιας γενικά αποδεκτής κοινωνιολογικής θεωρίας για το φαινόμενο της αυτοκτονίας. Ο Durkheim δεν ασχολείται με εκείνα τα είδη αυτοκτονιών που οφείλονται σε εξω-κοινωνικούς παράγοντες, όπως ψυχικές διαταραχές, θρήσκευμα, φυσικό περιβάλλον, φυλή, μίμηση κ.λπ., αλλά εστιάζει την προσοχή του σε παράγοντες εμφανώς κοινωνικούς, προσπαθώντας να αποδείξει ότι ηθικές πράξεις όπως η αυτοκτονία προκαλούνται από δυνάμεις εξωτερικές προς τα άτομα, έχουν δηλαδή αιτίες κοινωνικές. Η θέση αυτή του Durkheim είναι απόρροια της κεντρικής θέσης του γενικότερου θεωρητικού οικοδομήματός του, η οποία συνοψίζεται στη φράση "η κοινωνία είναι το πρότερο". Αν στην περίπτωση της αυτοκτονίας αποδείκνυε 201

202 αυτόματη γένεση πως ένα τόσο προσωπικό γεγονός, όπως είναι η αφαίρεση της ίδιας της ζωής του ατόμου, είχε κοινωνικές αιτίες, αποδείκνυε συγχρόνως πως τα κοινωνικό γεγονότα, δηλαδή οι καταστάσεις της συλλογικής συνείδησης, έχουν μια δύναμη κατα αγκασμού, χάρη στην οποία επιβάλλονται στα άτομα και καθορίζουν τη δράση τους. Ο Durkheim διακρίνει τρεις βασικούς τύπους αυτοκτονιών: την εγωιστική, την αλτρουιστική και την άνομη. Η εγωιστική αυτοκτονία έχει τις αιτίες της στην αδυναμία του ατόμου να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της κοινωνικής ομάδας της ο- ποίας αποτελεί μέλος. Η αλτρουιστική αυτοκτονία έχει άμεση σχέση με το καθήκον και πρόκειται για πράξη με υψηλό βαθμό ενσωμάτωσης στην ομάδα. Είναι δηλαδή πράξη που στόχο έχει την προστασία της ομάδας. Το άτομο οδηγείται στην αυτοκτονία από ντροπή, γιατί παραβίασε τις αρχές της ομάδας του ή γιατί με την πράξη του αυτή απλά ακολουθεί τις κοινωνικές ιταγές. Η άνομη αυτοκτονία είναι χαρακτηριστικό των κοινωνιών όπου επικρατεί χαλάρωση των ηθικών και νομικών κανόνων, στοιχεία που χαρακτηρίζουν τις σημερινές κοινωνίες. Στην περίπτωση αυτή το άτομο χάνει τον προσανατολισμό του, οδηγείται σε ανασφάλεια και τελικά στην αυτοκτονία. Παρά τις επικρίσεις που ο Durkheim δέχθηκε για τις θέσεις του αναφορικά με το φαινόμενο της αυτοκτονίας, πολλές από τις διαπιστώσεις του έχουν ισχύ ακόμη και σήμερα. Σύμφωνα με τα πορίσματα σύγχρονων εμπειρικών ερευνών, ισχύει ως βέβαιο ότι: - Η συχνότητα των αυτοκτονιών εξαρτάται από την οικογενειακή κατάσταση του ατόμου. Ο δείκτης αυτοκτονιών είναι 2-3 φορές υψηλότερος στους ανύπανδρους και χήρους απ' ό,τι στους παντρεμένους. - Οι άνδρες αυτοκτονούν συχνότερα από τις γυναίκες, ενώ οι γυναίκες προβαίνουν συχνότερα σε απόπειρες. - Ατομα μεγαλύτερης ηλικίας αυτοκτονούν συχνότερα από τους νέους, ενώ μεταξύ των νέων η ομάδα των φοιτητών έχει τον υψηλότερο δείκτη αυτοκτονιών. - Οι αστικές περιοχές παρουσιάζουν μεγαλύτερο δείκτη αυτοκτονιών από τις ημιαστικές και τις αγροτικές. - Οι χαμηλές επαγγελματικές και κοινωνικές θέσεις (status) έχουν χαμηλότερο δείκτη αυτοκτονιών από τις ιντίστοιχες μεσαίες θέσεις. - Η συχνότητα των αυτοκτονιών είναι στους άνδρες ανάλογη με την ηλικία τους, δηλαδή υ- περδιπλάσια σε άνδρες 40 ετών απ' ό,τι σε ε- κείνους των 20 ετών. - Οι αυτοκτονίες γενικά είναι συχνότερες σε περιόδους ειρήνης απ' ό,τι σε περιόδους πολέμου. Είναι ιδιαίτερα δύσκολο να προσδιορίσει κανείς τις αιτίες που οδηγούν στην αυτοκτονία. Κι αυτό, γιατί πρόκειται για φαινόμενο ύνθετο, που η ερμηνεία του υπερβαίνει την απλοποιημένη θέση: "αυτοκτόνησε γιατί δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα με τις συνθήκες ζωής". Οπως έχουν δείξει οι έρευνες, φαινόμενα αυτοκαταστροφής, μορφή των οποίων α- ποτελεί και η αυτοκτονία, είναι συνάρτηση α- τομικών, κοινωνικών και πολιτισμικών παραγόντων. Βιβλιογρ.: Durkheim Ε.. Οι κοινωνικές αιτίες της αυτο κτονίας. εκδ. Αναγνωστίδη. χ.χ.- Douglas J.. The Social Meanings ol Suicide, Princeton University Press. Princeton, New Jersey Gibbs J. / Martin W., Status Integration and Suicide, Eugene, Oregon: University ol Oregon Press, Gibbs J., Suicide, στο: Merton. R./Nisbet, R. (ed ): "Contemporary Social Problems", New York, Henry A. / Short J., Suicide and Homicide. Glencoe: The Free Press, Menninger K.: Selbstzerstoerung. Psychoanalyse des Selbstnords. Suhrkamp Taschenbuch Wissenschatt (StW) 249. Xp. Νόβα Καλτοουνη αυτόματη γένεση. Γνωστή και ως "αβιογένεση", περιλαμβάνει το σύνολο των θεωριών που προσπαθούν να εξηγήσουν την προέλευση της ζωής από τη μη ζώσα ύλη. Η ιδέα της αυτόματης γένεσης έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα. Ο Θαλής* θεωρούσε ότι η ζωή ξεπή^ ισε από το νερό, ο Αναξίμανδρος* ότι αυτή οημιουργείται από την επίδραση του ήλιου στην άβια ύλη και ο Αναξιμένης* ότι προέρχεται από τον αέρα. Ο Αριστοτέλης* δέχτηκε την αβιογένεση, περιορίζοντάς την ωστόσο στους μικροοργανισμούς και σε ορισμένα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά, αλλά όχι σε ζώα των οποίων α- ναπαραγωγικά όργανα είναι εμφανή. Αργότερα, ο Λουκρήτιος* στο έργο του De rerum natura θα αναφερθεί σε ζώντες οργανισμούς που παίρνουν μορφή με τις βροχές και τη θερμότητα του ήλιου. Στους αιώνες που ακολουθούν οι απόψεις αυτές θα μεταβληθούν ελάχιστα. Μέχρι το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα οι θεωρίες της αυτόματης γένεσης κυριαρχ ν και προβάλλονται ως ο μόνο ρόπος για να εξηγηθεί η ξαφ- 202

203 αυτοοργάνωση νική εμφάνιση διαφόρων οργανισμών (μικροοργανισμών, εντόμων, σκωλήκων κ.λπ.) πάνω στη Γη. Από τους πρώτους που θα διαχωρίσει τη θέση του, διαισθανόμενος την πλάνη της α- βιογένεσης, είναι ο Χάρβεϋ* (William Harvey, ). Διάσημος για την ανακάλυψη της κυκλοφορίας του αίματος, θα συνοψίσει τις α- πόψεις του στη φράση "ex ονο omnia" (όλα προέρχονται από το αυγό). Οι ιδέες του όμ ις, λόγω απουσίας πειραματικών δεδομένων, δεν θα βρουν ανταπόκριση. Η πρώτη πειραματική απόδειξη έρχεται από τον Ιταλό φυσιοδίφη Ρέντι (Francisco Redi, ). Στο διάσημο πλέον πείραμά του ο Ρέντι τοποθέτησε τμήματα από ένα πεθαμένο σαλιγκάρι και ένα κομμάτι κρέας σε οκτώ δοχεία, τέσσερα από τα οποία έκλεισε ερμητικά, ενώ τα υπόλοιπα τα άφησε ανοικτά. Στο εσωτερικό των τελευταίων εμφανίστηκαν σκώληκες, ενώ στο εσωτερικό των πρώτων δεν παρατηρήθηκε καμιά μορφή ζωής. Ο Ρέντι υπέθεσε, ορθά, ότι οι σκώληκες προέρχονται από άλλους που είχαν τη δυνατότητα να εισέλθουν στα ανοιχτά δοχεία. Εντούτοις, η διαμάχη ανάμεσα στους υ- ποστηρικτές της αυτόματης γένεσης, όπως οι Νίντχαμ (John Needham, ) και Μπυφόν, και στους επικριτές της, όπως οι Σπαλλαντζάνι (Lazzaro Spallanzani, ) και Χέλμχολτζ (Hermann von Helmholtz, ), θα διαρκέσει για αρκετό ακόμη χρονικό διάστημα. Αρκετοί διακεκριμένοι βιολόγοι, όπως οι Χάξλεϋ* (Thomas Henry Huxley, ), Σπένσερ* (Herbert Spencer, ), Νάγκελι (Karl von Nageli, ) και Χαίκελ* (Ernst Haeckel, ), θα δεχτούν την υπόθεση ότι απλές μορφές ζωής προήλθαν από την εξέλιξη της μη ζώσας ύλης. Το 1859, ο Πουσέ (Pouchet) αναφέρει ότι πέτυχε τη γένεση μικροοργανισμών από ανόργανες ουσίες, αλλά τα πειράματα του Παστέρ (Louis Pasteur, ) θα αποδείξουν ότι η δραστηριότητα και η αναπαραγωγή των μικροοργανισμών καθίσταται αδύνατη μετά από αποστείρωση. Στη δεκαετία του 1920 ο βιοχημικός Οπάριν (Alex. Oparin) και ο φυσιολόγος και γενετιστής Χαλντέιν (John Β. S. Holdane, ), διατείνονται, ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο, ότι, κάτω από τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά τη δημιουργία της Γης πριν από 4,5 δισεκατομμύρια περίπου χρόνια, τα βασικά οργανικά μόρια των ζωντανών οργανισι ών (σάκχαρα, αμινοξέα και νουκλεοτίδια) είναι δυνατόν να δημιουργήθηκαν αυτόματα από ανόργανα στοιχείο. Η υπόθεσή τους επιβεβαιώνεται πειραματικά στη δεκαετία του 1950 από τους Ούρεϋ (Harold Urey) και Μίλλερ (Stanley Miller), και διατυπώνεται η θεωρία ότι παρόμοια οργανικά μόρια θα μπορούσαν σταδιακά να γίνουν πιο περίπλοκα, δημιουργώντας έναν πρώτο, πολύ απλό ζωντανό οργανισμό, από τον οποίο, με εξελικτικές διαδικασίες εκατομμυρίων ετών, προέκυψαν οι σύγχρονοι πολυσύνθετοι οργανισμοί. Ορισμένες από τις απόψεις της θεωρίας αυτής έχουν ήδη ελεγχθεί πειραματ κά, ενώ άλλες παραμένουν απλές υ- ποθέσεις. Το βέβα.ο είναι ότι, από κάποια στιγμή και μετά, οι συνθήκες στη Γη άλλαξαν τόσο, που ήταν αδύνατη η εμφάνιση της ζωής με τη σημερινή της μορφή. Βιβλιογρ.: J. Β. Burke, The Origin of Lite, 'Fortnightly Reviw", September, C. S. Pittendrigh, Life, εκδ. Harcourt Brace Jovanovich, New York, E. J. Gardner, History of Biology, 3d ed. Minneapolis. Burgess R. E. Dickerson, Chemical Evolution and the Origin ol Lite, "Scientific American", September R. Harre. Great Scientific Experiments, εκδ. Oxford University Press, Oxford, ΖήσηςΜαμούρης αυτόνομη και ετερόνομη ηθική, βλ. ηθική. αυτονομία ηθική, βλ. ηθική. αυτοοργάνωση. Διαδικασία η οποία χαρακτηρίζει τα συστήματα με υψηλό επ: ιεδο πολυπλοκότητας και συνίσταται στην ικανότητα των εν λόγω συστημάτων, υπό μεταβαλλόμενες εξωτερικές και εσωτερικές συνθήκες, να δημιουργούν, να αναπαράγουν, να διατηρούν και (είτε) να τελειοποιούν την οργάνωσή τους. Διάφοροι τύποι της εν λόγω διαδικασίας παρατηρούνται σε αντικείμενα και φαινόμενα της πλέον διαφορετικής υφής, π.χ. στο κύτταρο, στους σύνθετους πληθυσμούς, στις βιογεωκοινότητες, στα οικοσυστήματα, στην ανθρώπινη κοινωνία κ.ά. Η δημιουργία δεσμών, ο μετασχηματισμός και η αναδιάρθρωση δεσμών μεταξύ των μερών (στοιχείων) του συστήματος, ο προσανατολισμός και η σχετική ανεξαρτησία, αυτονομία από το περιβάλλον, είναι γνωρίσματα των διαδικασιών αυτοοργάνωσης, οι οποίες αποτελούν πλευρά της αυτοανάπτυξης (βλ. ανάπτυξη). Ορισμένος τύπος αυτοοργάνωσης είναι τα ο- μοιοστατικά συστήματα που χαρακτηρίζονται από καταστάσεις δυναμικής κινητικής ισορρο- 203

204 αυτοπαρατήρηση πίας - ανισορροπίας, η οποία διατηρείται μέσω περίπλοκων προσαρμοστικών αντιφάσεων, μέσω της ανανέωσης βασικών δομών, λειτουργιών και ιδιοτήτων και μέσω της διαρκούς λειτουργικής αυτορρύθμισης όλων των μερών. Στη βιολογία η αυτοοργάνωση εννοείται ως γνώρισμα των αυτοαναπτυσσόμενων και αυτορρυθμιζόμενων όλων, τα οποία υφίστανται και διοικούνται ως σχετικά σταθερό ενιαίο όλο με την αλληλεπίδραση, διανομή και αναδιανομή των διαθέσιμων (εξωτερικής και εσωτερικής προέλευσης) υλών, ενέργειας και πληροφορίας, ώστε να διασφαλίζουν την επικράτηση των εσωτερικών συναφειών έναντι των εξωτερικών. Στην ανθρώπινη κοινωνία* παρατηρούνται διάφορες βαθμίδες ιστορικών τύπων αυτοοργάνωσης, από τη φυσική (οργανική, αγελαία κ.λπ.) αυτοοργάνωση σε διάφορες μορφές σταδιακού μετασχηματισμού της φυσικής αυτοοργάνωσης σε κοινωνική - πολιτισμική. Η αυτοοργάνωση αποτελεί αντικείμενο διεπιστημονικής προσέγγισης που παρέχει πληθώρα υλικού για τον επιστημολογικό και φιλοσοφικό στοχασμό. (Βλ. επίσης: σύστημα, δομή, κυβερνητική). Βιβλιογρ.: Ashby W. Ross. Design lor a brain, Chapman and Hall. London, Guillaumaud J, Κυβερνητική και διαλεκτικός υλισμός, θεμέλιο. Αθήνα Sell - organizing systems, eds. M.C. Yovits. G. T. Jacobi, G. D. Goldstein, Washington Oparin Α., Η προέλευση της ζωής. Μάθηση, Αθήνα Βαζιούλιν Β. Α.. Η διαλεκτική του ιστορικού προτσές... Σ. Ε. Αθήνα Δ. Πατέλης αυτοπαρατήρηση. Η παρατήρηση του ανθρώπου η οποία κατευθύνεται στη δική του εσωτερική ζωή επιτρέποντάς του να εστιάζει την προσοχή του σε διάφορες εκδηλώσεις της, συναισθήματα, βιώματα, σκέψεις, όπως αυτά εμφανίζονται άμεσα στη συνείδησή του. Η αυτοπαρατήρηση διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του μηχανισμού του αυτοελέγχου και της αυτοσυνείδησης. Αποτέλεσμα της αυτοπαρατήρησης είναι συνήθως ο απολογισμός, η περιγραφή και η αξιολόγηση διαφόρων πλευρών της προσωπικότητας του ατόμου, κάτι που προϋποθέτει τη συμμετοχή ανώτερων ψυχικών λειτουργιών. Η ικανότητα για αυτοπαρατήρηση διαμορφώνεται μέσα στα πλαίσια της κοινής δραστηριότητας και επικοινωνίας. Η αυτοπαρατήρηση χρησιμοποιήθηκε ως επιστημονική μέθοδος στην ψυχολογία από την ατομιστική ψυχολογία του Wundt, η εγκυρότητά της όμως αμφισβητήθηκε από όλες τις κατευθύνσεις της εποχής (συμπεριφορισμός*, γκεσταλτψυχολογία*). Σήμερα η αυτοπαρατήρηση δεν αποτελεί αυτόνομη ψυχολογική μέθοδο, αλλά χρησιμοποιείται κυρίως για τη συλλογή άμεσου εμπειρικού υλικού το οποίο υπόκειται σε παραπέρα επεξεργασία. Βιβλιογρ.: Ρουμπινστόιν Σ. Α., Αρχές και δρόμοι ανάπτυξης της ψυχολογίας. Μόσχα Βιγκότσκι Λ. Σ.. Σχετικά με το άρθρο του Κ. Κόφφκα: Η αυτοπαρατήρηση και η μέθοδος στην ψυχολογία, στο "Λ. Σ. Βιγκότσκι. Συλλογή έργων -, τ. 1, Μόσχα Ευάγγ. Μανουράς αυτοπροσδιορισμός. Ο αυτοκαθορισμός ως χαρακτηριστικό της αυτοαναπτυσσόμενης διαδικασίας σε αντιδιαστολή με τον ετεροπροσδιορισμό. Συνδέεται με το είδος και τον χαρακτήρα της αιτιότητας*, της νομοτέλειας* που διέπει την εν λόγω διαδικασία, αλλά και με το επίπεδο της ανάπτυξης της. Στις κατώτερες βαθμίδες της ανάπτυξης του, κάθε αναπτυσσόμενο όλο είναι μάλλον ετεροπροσδιοριζόμενο παρά αυτοπροσδιοριζόμενο. Μορφή ετεροπροσδιορισμού και εκδήλωση ανωριμότητας συνιστά και ο κατ' εξοχήν αρνητικός ως προς κάτι (ως προς την ετερότητα του εν λόγω όλου κ.λπ), ο κατ' εξοχήν αποφατικός προσδιορισμός. Ο αυτοπροσδιορισμός χαρακτηρίζει τον κατ" εξοχήν θετικό και ενεργητικό χαρακτήρα, την ωριμότητα της εν λόγω διαδικασίας (κοινωνίας, ατόμου, υποκειμένου κ.λπ.). (Βλ. και λ. αυτογνωσία). Δ. Πατέλης αυτοσυνείδηση. Η συνειδητή σχέση του ατόμου ως προς τις ανάγκες, τις ικανότητες, τις θελήσεις, τα βιώματα και τα κίνητρα της συμπεριφοράς του. Η αυτοσυνείδηση εκφράζεται ακόμα και στη νοηματική αξιολόγηση των υποκειμενικών δυνατοτήτων του εαυτού του, στην ύπαρξή του συνολικά ως ατόμου που σκέφτεται, αισθάνεται και δρα. Για τον λόγο αυτό στη λειτουργία της αυτοσυνείδησης συμμετέχουν σύνθετες νοητικές διεργασίες. Η αυτοσυνείδηση διαμορφώνεται κάτω από την επίδραση των εκτιμήσεων των άλλων ανθρώπων μέσα από μια συγκριτική διαδικασία η οποία αφορά στα κίνητρα, τους σκοπούς, τις πράξεις και την αποτελεσματικότητά τους μέσα σε ένα συγκεκριμένο ιστορικά κοινωνικό πλαίσιο, στο οποίο κυριαρχούν συγκεκριμένες αξίες, ηθική, κανόνες συμπεριφοράς κ.λπ. Έτσι η αυτοσυνείδηση έχει βαθιά κοινωνικό χαρακτήρα. Η αυτοσυνείδηση διαμορφώνεται ως διαδικασία ανάπτυξης 204

205 αφαίρεση της ίδιας της συνείδησης και γι' αυτό εμφανίζεται μεταγενέστερα ως στοιχείο της προσωπικότητας. Αφού διαμορφωθεί, συμμετέχει και επιδρά στις συνειδητές δραστηριότητες και ε- πιλογές του ατόμου. Η αυτοσυνείδηση είναι χαρακτηριστικό όχι μόνο του ατόμου αλλά και ευρύτερων κοινωνικών ομάδων και εκπληρώνει τον ρόλο ενός συλλογικού εσωτερικού μηχανισμού μέσω του οποίου η ομάδα αυτοκαθορίζεται και τοποθετείται απέναντι στις άλλες κοινωνικές ομάδες και τα κοινωνικά φαινόμενα (βλ. και λ. αυτογνωσία). Βιβλιογρ.: Τσισνακόβα 1.1., Η αυτοσυνείδηση της προσωπικότητας. στη συλλογή άρθρων με θέμα "θεωρητικά ζητήματα της ψυχολογίας της προσωπικότητας". Μόσχα, Κον I. Σ., Στην εξερεύνηση του εαυτού. Μόσχα ΣπΙρκιν Α. Γ., Συνείδηση και αυτοσυνείδηση, Μόσχα, Ευάγγ. Μανουράς αφαίρεση ^at.abstractio). Η διαδικασία και το αποτέλεσμα του σχηματισμού εικόνων της πραγματικότητας, δηλαδή παραστάσεων, εννοιών, γενικών κρίσεων, με την απόρριψη ε- πουσιωδών χαρακτηριστικών και πιθανώς τη σύνθεση, δηλαδή την προσθήκη πληροφορίας ή πληροφοριών που δεν υπήρχαν εμφανώς στο αρχικό γνωσιακό υλικό. Τα αποτελέσματα της διαδικασίας της αφαίρεσης καλούνται α- φαιρέσεις. Η διαδικασία της αφαίρεσης (και πιθανώς της σύνθεσης χαρακτηριστικών που προκύπτουν από γνήσια αφαίρεση) οδηγεί στη δημιουργία γενικών αφηρημένων εννοιών, γενικών αρχών και θεωριών, οι οποίες χρησιμοποιούνται για γνωσιακές ταξινομήσεις και ερμηνείες των εμπειρικών ή, ακόμα γενικότερα, των γνωσιακών μας δεδομένων. Υπάρχουν διάφορα επίπεδα αφαιρέσεων. Οι αφαιρέσεις που έχουν ως πεδίο εφαρμογής τους τά άμεσα αισθητηριακά δεδομένα λέγονται "πρώτου βαθμού". Οι αφαιρέσεις επί των αφαιρέσεων πρώτου βαθμού λέγονται "δευτέρου βαθμού". Γενικότερα οι αφαιρέσεις που έχουν ως πεδίο εφαρμογής τους τις αφαιρέσεις νιοστού βαθμού λέγονται "νιοστού συν ένα βαθμού". Παρά το ότι όλες οι αφαιρέσεις, ανεξαρτήτως του βαθμού τους, διαθέτουν γνωσιακή αξία, οι περισσότερο σημαντικές απ' αυτές είναι όσες άμεσα ή έμμεσα οδηγούν σε εφαρμογές που σχετίζονται με την εμπειρική σφαίρα. Βασικά προβλήματα συνδεδεμένα με την αφαίρεση είναι αυτά του ακριβούς προσδιορισμού των ουσιωδών και των επουσιωδών χαρακτηριστικών των αντικειμένων που βρίσκονται στο πεδίο εφαρμογής της διαδικασίας της αφαίρεσης, καθώς και αυτά που αναφέρονται στον προσδιορισμό των κοινών χαρακτηριστικών των αντικειμένων αυτών. Ακόμη, προβλήματα συνδεδεμένα με την αφαίρεση είναι εκείνα που προκύπτουν κατά τον καθορισμό του πεδίου εφαρμογής της αφαίρεσης. Ένα είδος α- φαίρεσης χωρίς ιδιαίτερο γνωσιακό περιεχόμενο είναι αυτό που στηρίζεται σε αφαιρετικές διαδικασίες τυχαίου χαρακτήρα, όπου δηλαδή η διάκριση ουσιωδών, επουσιωδών και κοινών χαρακτηριστικών δεν γίνεται κατά τον κατάλληλο τρόπο ή αγνοείται, συνειδητά ή ασυνείδητα. Στην περιοχή της τέχνης, η αφαίρεση χρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται συνεχώς για την παραγωγή βασικά ανεικονικών συνθέσεων με την προσδοκία συγκεκριμένου αισθητηριακού αποτελέσματος. Το κυνήγι νέων εικόνων, νέων συνδυασμών ήχων, νέων λεκτικών κατασκευών, έχοντας ως βάση την αφαίρεση, πήρε φρενιτιώδεις διαστάσεις κατά τον εικοστό αιώνα. Έτσι, σε πολλές περιπτώσεις το βασικό ζητούμενο ήταν η νέα μορφή, ανεξάρτητα από την ύπαρξη σημασιολογικά προσδιορισμένου περιεχομένου. Στα μαθηματικά, το σύστημα α- φαιρέσεων είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένο, με α- ποτέλεσμα να είναι πολλές φορές δύσκολα προσδιορίσιμο το εμπειρικά περιεχόμενο μαθηματικών παραδοχών, κατασκευών και αποδείξεων. Έτσι, στις πλείστες των περιπτώσεων τον ρόλο του πεδίου εφαρμογής των αφαιρέσεων τον παίζουν σύνολα άλλων αφαιρέσεων, που για τον εξοικειωμένο μαθηματικό αποτελούν επαρκές υποκατάστατο πρωτογενούς ε- μπειρικού υλικού. Στον βαθμό που οι άλλες ε- πιστήμες χρησιμοποιούν μαθηματικά, μετέχουν στην αφαιρετική διαδικασία που προσιδιάζει στη μαθηματική επιστήμη. Ωστόσο, κάθε επιμέρους επιστήμη έχει το δικό της σύστημα αφαιρέσεων που είναι χαρακτηριστικό της γνιοσιακής ιδιοσυστασίας της. Οι θεωρητικές έννοιες στα πλαίσια μιας επιστήμης ή μιας επιστημονικής θεωρίας είναι προϊόντα πολύπλοκων διαδικασιών αφαίρεσης. Υπάρχουν είδη α- φαιρέσεων τα οποία εμφανίζονται σε όλες τις φυσικές και τις κοινωνικές επιστήμες. Παραδείγματά τους είναι οι αφαιρέσεις ιδιοτήτων και σχέσεων, καθώς και οι αφαιρέσεις οι σχετιζόμενες με τις έννοιες της ταυτότητας, της ο- μοιότητας, της ισοδυναμίας, της αδιακριτότητας, της ατομικότητας, της ενότητας, της πολλαπλότητας κ.λπ. Τέτοιες αφαιρέσεις είναι βα- 205

206 αφαίρεση της αδιακριτότητας αικές και πρωταρχικές για κάθε είδους γνωσιακή διαδικασία. Χωρίς αυτές είναι αδύνατη η διαμόρφωση γνώσεων για τη φύση. την κοινωνία και τη νόηση. Στη φιλοσοφία ένα καίριο πρόβλημα είναι αυτό του καθορισμού της φύσης των πραγματικοτήτων που ονομάσαμε παραπάνω αφαιρέσεις με την έννοια των αποτελεσμάτων αφαιρετικών διαδικασιών. Δύο κλασικά διαφορετικές απόψεις κυριαρχούν στον φιλοσοφικό ορίζοντα. Σύμφωνα με την πρώτη, την πλατωνική, οι πραγματικότητες αυτές δεν είναι αποτέλεσμα αφαιρετικών διαδικασιών. Είναι υπαρκτικά ανεξάρτητες και γνωσιακά ενυπάρχουν στον νου του δυνητικού γνώστη, με την έννοια ότι συνειδητοποιούνται ως υπάρχουσες μέσα από μια διαδικασία που πιθανώς διαθέτει τα χαρακτηριστικά της αφαίρεσης. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα*, η βασική μέθοδος συνειδητοποίησης εννοιών ή αληθειών είναι η διαλεκτική, η οποία έχει τον χαρακτήρα κατάλληλης εκμαίευσής των. Σύμφωνα με τη δεύτερη άποψη, την αριστοτελική, οι πραγματικότητες αυτές προκύπτουν αφαιρετικά, και στο επίπεδο του νοήματός τους δεν σημαίνουν οντότητες μη εμπειρικές, αλλά εκφράζονται με όρους που έχουν χρηστικό και ε- πιμεριστικό χαρακτήρα. Έτσι, για παράδειγμα, ο όρος "πράσινος" μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνον ως επίθετο, με την έννοια ότι δεν υπάρχουν αυτοδύναμες ιδιότητες, αλλά μόνον ε- μπειρικά αντικείμενα που διαθέτουν ιδιότητες. Οι ιδιότητες, με την έννοια των μορφών, υπάρχουν μόνον ως μορφοποιούσες συγκεκριμένα αντικείμενα. Διον. Αναπολιτάνος αφαίρεση της αδιακριτότητας. Συνδέεται με την άρση της αδυναμίας διάκρισης, η οποία είναι δυνατόν να οφείλεται στην αδυναμία α- κριβών περιγραφών αντικειμένων είτε της αισθητηριακής είτε της θεωρητικής περιοχής ενός γνωσιακού τομέα. Κυριότερα αναφέρεται στην πρακτική της αισθητηριακής παρατήρησης και αφορά στην άρση της αδυναμίας ακριβούς καθορισμού των ορίων και, επομένως, διάκρισης αντικειμένων στα πλαίσια των αισθητηριακών μας δεδομένων. Η αδιακριτότητα μπορεί να οφείλεται είτε σε εγγενείς αδυναμίες συνδεδεμένες με τα παρατηρούμενα αντικείμενα και φαινόμενα είτε σε αδυναμίες σχετιζόμενες με τα όργανα παρατήρησης. Στη δεύτερη περίπτωση η αδιακριτότητα αφαιρείται ευχερέστερα με την έννοια ότι, ως οφειλόμενη είτε στα αισθητήρια όργανά μας είτε στις προεκτάσεις τους (δηλαδή στα όργανα παρατήρησης), αίρεται ευκολότερα με τη βελτίωσή τους. Διον. Αναπολιτάνος αφαίρεση της ταύτισης. Είναι μία από τις βασικές αφαιρέσεις των μαθηματικών και της λογικής, που οδηγεί στη δημιουργία και θεώρηση ενός νοητικού αντικειμένου, το οποίο ενεργεί ως αντιπρόσωπος μιας υποκείμενης κλάσης α- ντικειμένων. Αναφέρεται δηλαδή στον σχηματισμό μιας αφηρημένης έννοιας με την ανάδειξη των ομοιοτήτων και αφαίρεση όλων των διαφορών ομοειδών αντικειμένων που ανήκουν σε μια δεδομένη κλάση. Ο σχηματισμός αυτός οφείλεται σε αφαίρεση που ανάγεται στην ταύτιση αντικειμένων συνδεδεμένων με μια σχέση ισοδυναμίας. Διον. Αναπολιτάνος αφαίρεση του δυνάμει πραγματοποιήσιμου. Αποτελεί τη βάση στήριξης της ιδέας του "δυνάμει" απείρου. Το δυνάμει άπειρον διαφορίζεται από το "ενεργεία" άπειρο με την έννοια ότι το πρώτο αναφέρεται στη μη φραγμένη αλλά πεπερασμένη δυνατότητα εκτέλεσης νοητικών ή μη πράξεων, ενώ το δεύτερο στην αποδοχή της ύπαρξης ενός άπειρου αντικειμένου, ενός αντικειμένου δηλαδή που θα περιείχε ως στοιχεία του όλους τους φυσικούς αριθμούς. Η αφαίρεση του δυνάμει πραγματοποιήσιμου, λοιπόν, επιβάλλεται από την ανάγκη θεωρητικής παράστασης οποιασδήποτε πεπερασμένης διαδικασίας οσουδήποτε μεγάλου μήκους. Μια τέτοια ανάγκη δεν είναι απαραίτητο να οδηγήσει στην πολύ ισχυρότερη και φιλοσοφικά αμφιλεγόμενη παραδοχή της ύπαρξης ενεργεία (πραγματικού) απείρου. Βασικό παράδειγμα ε- φαρμογής της αφαίρεσης του δυνάμει πραγματοποιήσιμου είναι η παραδοχή ότι δεν υπάρχει μέγιστος φυσικός αριθμός και, επομένως, δεδομένου ενός φυσικού αριθμού μπορεί να παραχθεί ο επόμενός του με προσθήκη ο" αυτόν της μονάδας. Σε πρακτικό επίπεδο, οι δυσκολίες της πραγματοποίησης κατασκευαστικών διαδικασιών εξαιρετικά μεγάλου μήκους, οι οποίες προέρχονται από χωροχρονικούς περιορισμούς της ύλης και της ενέργειας, οδηγούν σε περατοκρατικής υφής αντιλήψεις και χαρακτηρίζουν σχεδόν όλα τα στάδια ανάπτυξης της εφηρμοσμένης επιστήμης και τεχνικής. Για παράδειγμα, η θεωρία των πεπε- 206

207 αφομοίωση ρααμένων αυτομάτων, η θεωρία δηλαδή των αφηρημένων συστημάτων διακριτής κατεργασίας της πληροφορίας, τα οποία διαθέτουν πεπερασμένο αριθμό καταστάσεων, είναι δυνατόν να αρθρωθεί έτσι ώστε να υπάρχει μέγιστο φράγμα στον αριθμό των καταστάσεων αυτών. Πρακτικές διαπιστώσεις τέτοιας υφής οδηγούν αφενός στην άποψη περί εξασθένησης της ανάγκης αφαίρεσης του δυνάμει πραγματοποιήσιμου με το δικαιολογητικό της μη ευχρηστότητάς της και, αφετέρου, στην άποψη περί ενίσχυσης της ανάγκης αυτής με το δικαιολογητικό ότι μόνο έτσι είναι δυνατόν να ολοκληρωθεί μια μελέτη όλων των πεπερασμένων κατασκευαστικών διαδικασιών. Διον. Αναπολιτάνος αφαίρεση του ενεστωτικού απείρου. Ο όρος "ενεστωτικό άπειρο" είναι νοηματικά ισοδύναμος με τον όρο "ενεργεία άπειρο". Η αφαίρεση του ενεστωτικού απείρου είναι (μαζί με την α- φαίρεση του δυνάμει πραγματοποιήσιμου) μία από τις βασικές αφαιρέσεις των κλασικών μαθηματικών και της λογικής. Αναφέρεται στην παραδοχή της ύπαρξης απείρων αντικειμένων αντικειμένων, δηλαδή, τα οποία περιέχουν ως συστατικά τους άπειρα, ως προς το πλήθος τους, στοιχεία. Το απλούστερο τέτοιο μαθηματικό αντικείμενο είναι το σύνολο των φυσικών αριθμών. Το σύνολο αυτό περιέχει το μηδέν και αν περιέχει τον αριθμό ν τότε περιέχει και τον αριθμό ν+1. Αλλα άπειρα αντικείμενα-σύνολα στα πλαίσια των κλασικών μαθηματικών είναι το σύνολο των ακεραίων αριθμών, το σύνολο των ρητών αριθμών, το σύνολο των πραγματικών αριθμών, το σύνολο των μιγαδικών αριθμών κ.λπ. Η αφαίρεση του ενεστωτικού απείρου είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι ε- πιβάλλεται από ανάγκη η οποία προκύπτει από την αδυναμία περάτωσης της διαδικασίας της αρίθμησης και, επομένως, από την αδυναμία διακριτής επισκόπησης του τέλους μιας τέτοιας διαδικασίας. Στην προκείμενη περίπτωση, η διαδικασία αρίθμησης θεωρείται ως μη φραγμένη, δηλαδή ανεξάρτητη από συγκεκριμένους χωροχρονικούς υλοενεργειακούς περιορισμούς. Η θεώρηση μη φραγμένων διαδικασιών αρίθμησης ή κατασκευής συνδέεται με την αφαίρεση του δυνάμει πραγματοποιήσιμου. Τα περατοκρατικά, τα ενορατικά (ιντουισιονιστικά) και, γενικότερα, τα κατασκευαστικά μαθηματικά δεν χρησιμοποιούν την αφαίρεση του ενεστωτικού (ενεργεία) απείρου. Διον. Αναπολιτάνος Αφανάσιεφ Βίκτωρ Γκριγκόροβιτς (γεν , Ακτανίς Ταταρίας). Τάταρος φιλόσοφος, ακαδημαϊκός. Δίδαξε στην Ακαδημία Κοινωνικών Επιστημών της πρώην ΕΣΣΔ. Ασχολήθηκε κυρίως με θέματα του ιστορικού υλισμού, της διεύθυνσης, καθώς και με τα φιλοσοφικά προβλήματα της βιολογίας. Εργα του: Το πρόβλημα της ακεραιότητας στη φιλοσοφία και τη βιολογία (1964), Ο άνθρωπος και η διεύθυνση της κοινωνίας (1977), Βάσεις των φιλοσοφικών γνώσεων {1978). Ν. Στ. αφασία. Εκφραστική αδυναμία ή άρνηση για διατύπωση γνώμης. Κατά τους αρχαίους Σκεπτικούς' η παραίτηση από τη διατύπωση γνώμης για πράγματα που δεν γνωρίζομε με βεβαιότητα («εποχή»). Ε. Ν. Ρούσσος αφηρημένη οντότητα (abstract entity). Κάθε ι- διότητα, σχέση, πλευρά, κατάσταση αντικειμένων της αίσθησης ή της νόησης. Για τις αφηρημένες οντότητες υπάρχουν δύο εκ διαμέτρου αντίθετες φιλοσοφικές απόψεις, οι οποίες συνδέονται αντίστοιχα με τα φιλοσοφικά συστήματα των Πλάτωνα* και Αριστοτέλη*. Σύμφωνα με την πρώτη, οι αφηρημένες οντότητες υπάρχουν καθαυτές και ανεξάρτητες από τα αντικείμενα στα οποία υπεισέρχονται και τα μορφοποιούν. Σύμφωνα με τη δεύτερη, δεν υπάρχουν αφηρημένες οντότητες ως ανεξάρτητα οντολογικά υποκείμενα, αλλά εμφανίζονται είτε ως συγκεκριμένες μορφοποιήσεις αντικειμένων είτε, σε επίπεδο νόησης, ως α- φαιρετικές αποσπάσεις από τα επιμέρους αντικείμενα. Κατά την άποψη των εμπειριοκρατών, όπως π.χ. του "καλού επίσκοπου" Μπέρκλεϋ*, οι αντίστοιχοι όροι οι οποίοι υποτίθεται ότι α- ναφέρονται σε αφηρημένες οντότητες έχουν μόνο χρηστική και επιμεριστική αξία. Κατά τον Μπέρκλεϋ δεν υπάρχει καμία αφηρημένη ο- ντότητα στην οποία να αναφέρεται ο όρος "τρίγωνο". Η χρήση ενός τέτοιου όρου έχει μόνο το νόημα απόδοσης ιδιότητας, όπως στην πρόταση "το χ είναι τρίγωνο". Διον. Αναπολιτάνος αφηρημένο, βλ. ανάβαση από το συγκεκριμένο στο αφηρημένο. αφομοίωση. Στη φιλοσοφία σημαίνει τη διαδικασία και το αποτέλεσμα της μετάβασης από 207

208 αφορισμός το ανόμοιο στο όμοιο. Στην ψυχολογία η σημασία της αφομοίωσης ταυτίζεται με τη νοητική ενέργεια της βεβαίωσης μιας μεγάλης ομοιότητας μεταξύ διαφορετικών πραγματικοτήτων. Η βεβαίωση αυτή είναι δυνατόν να ανταποκρίνεται ή να μην ανταποκρίνεται στην πραγματική κατάσταση που υποτίθεται ότι βεβαιώνεται. Στη φυσιολογία ο όρος αφομοίωση αναφέρεται στη διαδικασία της μετατροπής της χωνεμένης τροφής σε ζώντα στοιχεία υφής που προσιδιάζει στο ον που τρέφεται. Στην παιδαγωγική ο όρος έχει σημασία παρεμφερή προς αυτή που του αποδίδεται στη φυσιολογία. Αντιδιαστέλλεται αφ' ενός προς τη μνήμη και αφ' ετέρου προς την εφεύρεση ή ανακάλυψη, και σημαίνει τη δημιουργική μετατροπή και μεταστοιχείωση του μαθησιακά αφομοιουμένου σε οικείο κομμάτι του προσωπικού και εξατομικευμένου εννοιολογικού συστήματος. Διον. Αναηολιτάνος αφορισμός (από το «αφορίζω»: αποχωρίζω). Μια πρόταση που δεν έχει συνάφεια με άλλες, είναι αυθυπόστατη και εκφράζει με συντομία και επιγραμματικότητα μια ολοκληρωμένη σκέψη. Αφορισμούς έγραψαν ο Έρασμος*, ο Βάκων*, ο Πασκάλ*, ο Γκαίτε*, ο Νίτσε* κ.ά. Το επίθετο «αφοριστικός» σημαίνει: στον τύπο του αφορισμού. Βιβλιογρ.: Η. Kruger. Studien uber den Aphorismus als philosophische Form. Franklurt E.N. Ρούσσος αχίμσα (σανσκρ., ahimsa). To δόγμα της μη βίας και του μη μίσους, το οποίο υιοθετήθηκε από τον Ινδουισμό ήδη από τη Βεδική εποχή, δεν είναι άριας καταγωγής και προφανώς είναι κληρονομιά των αυτοχθόνων. Το δόγμα αυτό κληρονομήθηκε από τον Βουδισμό* και τον Γιανισμό* και στη σύγχρονη εποχή εκφράστηκε πρακτικά από το απελευθερωτικό κίνημα του ΓκάντΓ. Ουσιαστικά εκδηλώνεται με την α- ποφυγή της κάκωσης και του φόνου, τόσο των συνανθρώπων όσο και των άλλων όντων, και οδήγησε σε υπερβολές, όπως στην περίπτωση των Γιανιστών, που χρησιμοποιούσαν πάνινα φίλτρα στο πρόσωπό τους για να μην αναπνέουν και φονεύουν έτσι μικροοργανισμούς, είναι δε μία από τις αιτίες της χορτοφαγίας. Βιβλιογρ.: Βασ. Βιτσαξής. Ο στοχασμός και η πίστη (Αρχαιότητα Χριστιανισμός), τόμοι 2. Εστία. Αθήνα Δημ. Βελισσαρόπουλος. Ιστορία της ινδικής φιλοσοφίας, Δωδώνη, Αθήνα-Γιόννινα, 1992*. Ε. Λιακόπουλος Αχούντοφ Μιρζά φαταλί ( , Σεκί, Αζερμπαϊτζάν , Τιφλίδα Γεωργίας). Αζέρος φιλόσοφος, υλιστής και αθειστής. Οι ιδεολογικές του κατευθύνσεις διαμορφώθηκαν υπό την επίδραση των ιδεών των προοδευτικών στοχαστών της προεπαναστατικής Ρωσίας. Μαχόταν για την πρόοδο και τον πολιτισμό της πατρίδας του, κατά της φεουδαρχικής τάξης πραγμάτων και του τσαρικού δεσποτισμού. Έγραψε την πραγματεία Τρεις ε- πιστολές του Ινδού πρίγκηπα Καμάλ-ουντ- Ντοβλέ στον Πέρση πρίγκηπα Ντζελάλ-ουντ- Ντοβλέ και απάντηση σ' αυτές του τελευταίου (δεκαετία του 1Θ60) επίσης Κριτική του Εκκελμέ, Απάντηση στον φιλόσοφο Χιουμ. Ν. Στ. Αχούρα Μάζντα. Ο Σοφός Κύριος ή ο Κύριος του Φωτός, το όνομα του Υπερτάτου Όντος στη διδασκαλία του Ζωροαστρισμού*. Τέλειος σε σοφία και αγαθότητα, είναι μια ηθική σύλληψη του Θεού, που θεωρείται ως η "Αλήθεια", σε αντίθεση με το "ψεύδος" ή το κακό πνεύμα, που ονομάζεται Αγκρα-Μαινίου (βλ. και Ζωροαστρισμός). Βιβλιογρ.: Paul de Breuil, Ο Ζωροαστρισμός. μετάφρ. Γ Μαυρουδής, Μ. Καρδαμίτσα, Αθήνα, Ε. Λιακόπουλος 208

209 Β Βάγκνερ (Wagner) Ρίχαρντ ( ). Γερμανός συνθέτης - δραματουργός και θεωρητικός της φιλοσοφίας της τέχνης και της αισθητικής. Έλαβε μέρος στην εξέγερση του Μαίου της Δρέσδης το Μετό την ήττα της επανάστασης κατέφυγε στην Ελβετία, όπου και συνέγραψε τα βασικά θεωρητικά έργα: Τέχνη και επανάσταση (1849), Το καλλιτεχνικό έργο του μέλλοντος (1850), Οπερα και δράμα (1852), όπου και εκδηλώνονται επιδράσεις της ηθικής ανθρωπολογίας του Φόυερμπαχ* και του αναρχισμού του Μπακούνιν*. Αναπτύσσει τη ρομαντική παράδοση, τονίζοντας την ανάγκη εμβάθυνσης στην παραδοσιακή λαϊκή τέχνη, επιδιώκει τη σύνθεση των τεχνών (π.χ. μέσω της οργανικής συγχώνευσης μουσικής, λόγου και θεατρικής πράξης στην όπερα). Το έντονο αντικεφαλαιοκρατικό και αντικληρικό του πάθος εκφράζεται με διάφορους τρόπους. Αρνείται τον πλούτο και προβάλλει την ιδέα της χειραφέτησης, της απελευθέρωσης και της αντικατάστασης του χριστιανισμού από μια νέα θρησκεία της ανθρώπινης αγάπης. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1850 στρέφεται στην απαισιόδοξη φιλοσοφία του Σοπενάουερ* και αργότερα του Νίτσε* και του Γκομπινό' και απαρνείται την επανάσταση. Μετά την επιστροφή του στη Γερμανία (1861) υιοθετεί μεγαλογερμανικές και μυστικιστικές θρησκευτικές απόψεις (Κράτος και θρησκεία, 1864). Στο έργο του θρησκεία και τέχνη (1880) αναφέρεται στον εκφυλισμό του κόσμου, καταδικάζει τον υλισμό και προβάλλει ως σωτηρία τον ιδεαλισμό του Σοπενάουερ και την αληθινή θρησκευτική πίστη. Σταδιακά εκδηλώνονται στο έργο του αντιδραστικά ρομαντικά στοιχεία, τα οποία όμως (παρά την μετέπειτα ιδεολογική χρησιμοποίησή τους από τη γερμανική σωβινιστική προπαγάνδα) δεν μπορούν να επισκιάσουν την καλλιτεχνική και θεωρητική συμβολή του. Εργα του: Gesammelte Schriften und Dichtungen, Bd 1-10, Lpz., Autl, Bd 1-16, Lpz., Βιβλιογρ.: Moos P.. Richard Wagnerals Estelhiker, Berlin, Δ. Πατέλης Βάδης Σχολή. Φιλοσοφική Σχολή ομάδας νεοκαντιανών* της γερμανικής πόλης Βάδη (τέλη 19ου, αρχές 20ού αι.) από τους Lange*, Windelband*, Rikert*, Liebmann, Riehl, Volcket* κ.ά. που κινήθηκε κυρίως γύρω από την έρευνα του πολιτισμού. Η Σχολή ανέπτυξε ιδιαίτερα τη θεωρία των πνευματικών, ηθικών και πολιτιστικών επιστημών και υποστήριζε ότι το λογικό θεμέλιο επάνω στο οποίο οικοδομείται η επιστήμη είναι η συναίσθηση των αξιών και όχι οι έννοιες και οι κρίσεις. Από την άποψη αυτή, η φιλοσοφία γίνεται επιστήμη των αξιών και έτσι δημιουργείται νέα θεμελιώδης φιλοσοφική μάθηση, η "Αξιολογία"*. Και ενώ στις φυσικές επιστήμες ο σχηματισμός των εννοιών καθοδηγείται από τη (γενικεύουσα) νομοθετική μέθοδο, που μελετά τους γενικούς νόμους της φύσης, ο σχηματισμός εννοιών στις "ιστορικές επιστήμες", όπως αποκαλεί η Σχολή τις επιστήμες για τον πολιτισμό, καθοδηγείται από την ιδιογραφική μέθοδο, που περιγράφει το ατομικό ιστορικό φαινόμενο στη μοναδικότητά του. Οι φιλόσοφοι της Σχολής αρνούνται την αντικειμενική ύπαρξη του "πράγματος καθ' εαυτό", που το χαρακτηρίζουν ως "σταγόνα ξένου αίματος", απορρίπτουν τους αντικειμενικούς κανόνες της κοινωνίας, περιορίζουν τις κατηγορίες της επιστήμης σε αντικειμενικούς τύπους κ.λπ. Γενικότερα, είναι κήρυκες του δόγματος "επιστροφή στον Καντ", αναπτύσσουν τη φιλοσοφία τους επάνω στις αρχές του καντιανού κριτικισμού, αλλά συγχρόνως απορρίπτουν τα υλιστικά στοιχεία του Καντ. Η Σχολή δέχτηκε την επίδραση του Χούσσερλ*. Στην Κοινωνιολογία τις ιδέες της εφάρμοσε ο Μ. Βέμπερ' και στην ψυχολογία ο Γ. Μύνστερμπεργκ. «.Α., Α

210 Βαζιούλιν Βιβλιογρ.: Rickert Η.. Die Heildeberg Tradition in der deutschen Philosophie. Tub., Lange Fr., Ιστορία του υλισμού και κριτική της σημασίας του για την παρούσα εποχή.- Riehl Α., Ο φιλοσοφικός κριτικισμός και η σημασία του για τη θετική επιστήμη (1876). Απ. Τζαφερόπουλος Βαζιούλιν Βίκτορ Αλεξέγιεβιτς (γεν. στη Μόσχα το 1933). Καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστήμιου Λομονόσοφ της Μόσχας. Ένας από τους σημαντικότερους σοβιετικούς στοχαστές. Οι έρευνές του επικεντρώνονται στην ανακάλυψη της λογικής που διέπει το Κεφάλαιο* του Κ. Μαρξ', μέσω το αυστηρού διεξοδικού και συστηματικού στοχασμού πάνω στο πολιτικο-οικονομικό υλικό, σε συνδυασμό με μιαν αυθεντική επανεπεξεργασία της αντικειμενικής λογικής του Χέγκελ* και με τις προϋποθέσεις εφαρμοσιμότητάς της. Η μεθοδολογία αυτή του παρέχει τη δυνατότητα θεωρητικής αποτίμησης του κεκτημένου των βασικών ερυνητικών πεδίων της μαρξιστικής επιστήμης ως ενιαίας, πλην όμως ε- σωτερικά διαφοροποιημένης, φυσικο-ιστορικής διαδικασίας. Η θεωρητική και μεθοδολογική εξέταση της λογικής της ιστορίας τον οδηγεί στη συγκρότηση μιας αυθεντικής αντίληψης για τη κοινωνία ως ολότητα, ως φυσικο-ιστορική διαδικασία αλληλεπίδρασης φυσικού και κοινωνικού και βαθμιαίου μετασχηματισμού του πρώτου από το δεύτερο. Οι δύο βασικές επισημάνσεις του ("λογική του ΚεφαλαίοιΓ και "λογική της Ιστορίας") δρομολογούν τη διαλεκτική ανάπτυξη, την «άρση»* του επιστημονικού κεκτημένου του μαρξισμού διανοίγοντας ένα φάσμα νέων ερευνητικών πεδίο ν. Εργα του: Η λογική του «Κεφαλαίου» του Κ. Μαρξ, Μόσχα, Το γίγνεσθαι της μεθόδου επιστημονικής έρευνας του Κ. Μαρξ: λογική σκοπιά, Μόσχα, Η διαλεκτική της ι- στορικής διαδικασίας και η μεθοδολογία της έ- ρευνάς της κ.ά. Δ. Πατέλης Βάθυλλος (5ος αι. π.χ.). Πυθαγόρειος* φιλόσοφος από την Ποσειδώνια. Υπήρξε μαθητής του διάσημου ιατρού και Πυθαγόρειου φιλοσόφου Αλκμαίωνα του Κροτωνιάτη* (Διογ. Λαερτ. Η, 83). Απ. Τζ. Βαϊμπάσικα (σανσκ. Vaibhasika). Ένα' περίπου αιώνα μετά την ίδρυση του Βουδισμού*, άρχισαν να διαμορφώνονται δύο τάσεις στην κοινότητά του (Σάγκα). Η μία, συντηρητική, έ- μεινε προσκολλημένη στις αρχικές πρακτικές και είναι αυτή που ονομάστηκε "Τα Διδάγματα των Γερόντων" (Πάλι: Theravanda, σανσ. Sthaviravada). Την εποχή του αυτοκράτορα Ασόκα, η Τεραβάδα μετέφερε αυτή τη μορφή του Βουδισμού στη νότια Ινδία και στην Κεϋλάνη, όπου οι Γραφές διατηρήθηκαν στη διάλεκτο Πάλι. Η άλλη τάση, που εξέφρασε το προοδευτικό ρεύμα, ονομάστηκε Σαρβαστιβάδα (Sarvastivada). Μετέφερε τις Γραφές στη σανσκριτική γλώσσα και εξαπλώθηκε προς τα βόρεια, στην Γκαντάρα και το Κασμίρ (και από εκεί αργότερα πέρασε στην Κίνα και στο Θιβέτ). Αι τή η δεύτερη τάση διαμορφώθηκε σε αυτοτελή σχολή, η οποία πήρε το όνομα Vaibhasika, από τα σχόλια που αναπτύχθηκαν πάνω στους αρχικούς Κανόνες (Vaibhasa). Το σύστημα που αναπτύχθηκε από αυτή τη σχολή είναι ένας ριζοσπαστικός πλουραλισμός, που δομήθηκε παράλληλα πάνω στην άρνηση της ύπαρξης μιας αναλλοίωτης ψυχής (Atman) και στην αποδοχή συγκεκριμένων στιγμιαίων οντοτήτων. Παρά το γεγονός ότι το Ντάρμα παραμένει βασική και κεντρική έννοια εδώ, η Αλλαγή και το Γίγνεσθαι αποτέλεσαν το κεντρικό της πρόβλημα. Σπερματικά η σχολή αυτή κυοφόρησε τη μεγαλειώδη ανάπτυξη του Βουδισμού στη Μαχαγιάνα* και στη Μαντιαμίκα*. Βιβλιογρ.: Βασ. Βιτσαξής, Ο στοχασμός και η πίστη (Αρχαιότητα Χριστιανισμός), 2 τόμ.. Εστία, Αθήνα Δημ. Βελισσαρόπουλος, Ιστορία της ινδικής φιλοσοφίας, Δωδώνη. Αθήνα - Γιάννινα. 1992*. Ε. Λιακόπουλος Βαϊσέσικα (σανσκ. Vaisheshika): Η "ατομική" ή "αναλυτική" λεγόμενη σχολή της ορθόδοξης ινδικής σκέψης, που έχει άλλες πέντε σχολές (βλ. Αντβάιτα). Η λέξη σημαίνει "λεπτομέρεια" ή "εξειδίκευση" (vishesha) και αναφέρεται στα χαρακτηριστικά εκείνα γνωρίσματα που ξεχωρίζουν και προσδιορίζουν ένα ειδικό αντικείμενο από όλα τα άλλα. Έξι είναι αυτά τα χαρακτηριστικά κατά τη σχολή αυτή: 1) η ουσία (dravya), 2) η ποιότητα (guna), 3) η κίνηση (karma), 4) η γενικότητα (samanya), 5) η ειδικότητα (vishesha) και 6) το συμφυές (samavaya). Η σχολή έχει και μια θεωρία περί φυσικής, σύμφωνα με την οποία τα "άτομα", που είναι η μικρότερη υποδιαίρεση του κόσμου της εκδήλωσης, είναι αιώνια, είναι τεσσάρων ειδών και συμπίπτουν με τα τέσσερα γνωστά 210

211 στοιχεία: τον αέρα, τη φωτιά, το νερό και τη γη, που είναι τα υλικά στοιχεία. Υπάρχουν όμως και τα άυλα, που είναι: ο αιθέρας (akahsa), ο χρόνος (kala), ο χώρος (dik), η ψυχή (atman) και το πνεύμα (manas). Έτσι, το εκφρασμένο σύμπαν γεννιέται και εξειδικεύεται σύμφωνα με τον νόμο του κάρμα που πίσω του είναι το θείο. Βιβλιογρ.: Zaehner R. C.. Hinduism. Dasgupta S A. History οi Indian Philosophy. Hiriyanna M., Essentials ol Indian Philosophy.- Βασ. Βιτσαξής, Ο στοχασμός και η πίστη (Αρχαιότητα - Χριστιανισμός), 2 τ., Εστία, Αθήνα Δημ. Βελισσαρόπουλος, Ιστορία της ινδικής φιλσοοιρίας. Δωδώνη, Αθήνα - Γιάννινα, 1992*. Ε. Λιακόπουλος Βάισσε Χριστιανός Ερμάνος (Weisse Christian Herman, Λειψία, ). Γερμανός φιλόσοφος, φιλόλογος και θεολόγος, ένας από τους εκπροσώπους της ιδεαλιστικής φιλοσοφικής αισθητικής, που βλέπει στην τέχνη τον καρπό της αποκάλυψης της "απόλυτης ιδέας", και του θεολογικού ιδεαλισμού, που θεωρεί τις ιδέες σαν αιώνιες, σταθερές σκέψεις του δημιουργού Θεού. Ο Βάισσε ανέπτυξε έναν ηθικό θεισμό*, στον οποίο συμπεριέλαβε και την πανθεϊστική διδασκαλία του δασκάλου του Εγέλου*, τη σχετική με την ενδοκοσμικότητα του απολύτου πνεύματος*. Έργα του: Αρχές της μεταφυσικής (1835), Δογματική φιλοσοφία ή φιλοσοφία του χριστιανισμού ( ). Αισθητική, Κριτική Ευαγγελική ιστορία κ.ά. Απ. Τζ. Βαίσχάουπτ (Weisshaupt) Αδάμ ( ). Γερμανός θεολόγος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Ινγκολστάντ, με κοσμοπολιτικές και αντικληρικές δοξασίες. Το 1776 ίδρυσε το μυστικιστικό Τάγμα των Πεφωτισμένων (llluminati), το οποίο διαλύθηκε το 1784 από την κυβέρνηση της Βαυαρίας. Ο Βαίσχάουπτ, μεταξύ των άλλων, έγραψε και το έργο Αμφιβολίες σχετικά με τις καντιανές αντιλήψεις'για τον χώρο και τον χρόνο. Ε.χ. Βάκων Ρότζερ, βλ. Μπέικον Ρότζερ. Βάκων Φράνσις, βλ. Μπέικον Φράνσις. Βαλεντίνος (2ος αι. μ.χ.). Αιγύπτιος γνωστικός φιλόσοφος, ιδρυτής σημαντικής γνωστικής αίρεσης. Αρχικά ήταν οπαδός των πλατωνικών ιδεών και στη συνέχεια ασπάστηκε τον Βάλλα χριστιανισμό, για να εξελιχθεί σε ενοχλητικότατο αιρεσιάρχη. Η διδασκαλία του ήταν ένα μίγμα αρχαιοελληνικών θεοσοφικών θεωριών (Θεογονία Ησιόδου, αριθμοί του Πυθαγόρα, Ορφικές παραδόσεις), αιγυπτιακών δοξασιών και χριστιανικών αντιλήψεων (με κύρια αναφορά στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη). Στο ιδιότυπο σύστημά του συμπορεύονται το Χάος ή Βυθός, ο απόλυτος πατήρ, και η σύζυγος του Σιγή με τον Αχαμώθ και τον Ώρο, και τέλος με τον Χριστό και το Αγιο Πνεύμα. Στην πορεία αυτή περιγράφεται η εξέλιξη της αυθύπαρκτης και α- γέννητης ουσίας σε "πλήρωμα", που ολοκληρώνεται δια του Ιησού Χριστού. Το γνωστικό αυτό σύστημα του Βαλεντίνου απέκτησε πολλούς οπαδούς, τους Βαλεντινιανούς, και αναστάτωσε την Εκκλησία, η οποία αντέδρασε με αναιρέσεις, στις οποίες και οφείλονται κυρίως οι σχετικές με αυτό πληροφορίες μας. Ο Αγ. Ειρηναίος, στο πρώτο από τα πέντε βιβλία του έργου του Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως ( μ.χ.), ανασκευάζοντας τις απόψεις του Βαλεντίνου και την αυθαίρετη ερμηνεία των βιβλικών κειμένων, παρέχει ένα πλήθος στοιχείων του συστήματος αυτού. Επίσης ο Τερτυλλιανός στο έργο του Adversos Valentinianos, γράφοντας εναντίον της μυστηριοκαπηλείας και της περίπλοκης θεολογίας της αιρέσεως αυτής, υπεισέρχεται και στις τελετουργικές πτυχές της. Απ. Τζ. Βάλλα Λαυρέντιος (Ρώμη ). Ιταλός φιλόσοφος και φιλόλογος. Καθηγητής της Ρητορικής στην Πλακεντία και στην Παβία, έζησε για μερικά χρόνια ( ) στη Νεάπολη, στην αυλή του Αλφόνσου της Αραγωνίας. Στα 1431 ανάγεται χρονολογικά το πρώτο μεγάλο έργο του, το De voluptate, το οποίο ακολούθως επεξεργάστηκε εκ νέου στα τρία βιβλία του De vero falsoque bono. Κατά την περίοδο που έζησε στη Νεάπολη έγραψε τα έργα Elegantiae latinae linguae ( ), De libero arbitrio (μεταξύ 1435 και 1439), Dialecticae disputationes (1439), De falso credita ad ementita Constantini donatione (1440), De professione religiosorum (1442) και τα τρία βιβλία Historiarum Ferdinandi regis Aragoniae ( ). To 1448 επέστρεψε στη Ρώμη, όπου και άνοιξε σχολή για τη διδασκαλία της Ρητορικής και έγραψε το In Novum Testamentum... adnotationes (1449) και άλλα ελάσσονα έργα. 211

212 Βάλα To De vero falsoque bono (Περί του αληθούς και ψευδούς αγαθού) αποτελεί μία σκληρή επίθεση κατά της στωικής ηθικής, έτσι όπως αυτή εκτίθεται στα πρώτα τέσσερα βιβλία του έργου De consolatione philosophiae (Περί παραμυθίας της φιλοσοφίας) του Βοηθίου*. Στρεφόμενος ενάντια στην ηθική των Στωικών", που διακηρύσσει την άρνηση κάθε απόλαυσης και την καταστολή των παθών ως προϋπόθεση για την επίτευξη της αρετής (honestas), ο Βάλλα υπεραμύνεται του επικουρισμού", υποστηρίζοντας ότι η πλειοψηφία των ανθρώπων, αντίθετα, ε- νεργεί με ένα και μόνο στόχο: την ηδονή, που ταυτίζεται στην πραγματικότητα με το χρήσιμο και που αποδεικνύεται ως το αληθινό κίνητρο των ανθρώπινων ενεργειών. Οι νόμοι θεσπίστηκαν και τα κράτη ιδρύθηκαν μόνον εξαιτίας της χρησιμότητας που οι άνθρωποι έλπιζαν να αντλήσουν από αυτά' το ίδιο, φυσικά, ισχύει και για τις ελευθέριες τέχνες*. Αν, λοιπόν, η φύση μάς ωθεί στην αναζήτηση της ηδονής, ο στωικισμός*, υποτιμώντας τη φυσική δράση των ανθρώπων, διαστρεβλώνει την ίδια τη φύση και διαμορφώνει ένα ηθικό ιδεώδες μακριά από τις ανθρώπινες δυνατότητες, προσιτό μόνο σε λίγους εκλεκτούς. Σε αντίθεση με αυτή την αριστοκρατική αντίληψη, ο επικουρισμός εμφανίζεται ως ηθική απευθυνόμενη προς όλους τους ανθρώπους, μία αυθεντική ερμηνεία της φύσης. Η αναζητούμενη από τους χριστιανούς ηδονή, η ουράνια, υπέρτατη και συχνά αντιτιθέμενη προς τη γήινη, εξακολουθεί ωστόσο να είναι ηδονή, κάτι που μας παρέχει ευχαρίστηση η ηδονιστική προοπτική, λοιπόν, μπορεί να υφίσταται ακόμη και στα πλαίσια της χριστιανικής θεώρησης. Στο έργο του De libero arbitrio (Περί ελευθερίας της βουλήσεως) αντικείμενο της πολεμικής του Βάλλα είναι πάλι ο Βοήθιος, αυτή τη φορά το πέμπτο βιβλίο της Consolatio, όπου συζητείται το πρόβλημα της σχέσης μεταξύ της ελεύθερης βούλησης του ανθρώπου και της θείας Πρόνοιας. Μέσα από την κριτική της επιχειρηματολογίας του Βοηθίου, ο Βάλλα θίγει στην πραγματικότητα τις διακρίσεις και τη λειτουργία όλης της σχολαστικής φιλοσοφίας. Οι έννοιες της αιωνιότητας, της πρόνοιας και της θείας παντοδυναμίας είναι ακατανόητες για τον άνθρωπο, που τίποτα δεν γνωρίζει εκτός χρόνου. Απαιτείται κατ' αρχήν να διακρίνουμε στο θείο γνώση και βούληση: και ό,τι καθιστά αναγκαία τα γεγονότα δεν είναι η γνώση, αλλά ή βούληση του θεού. Ούτε και οι άγγελοι, λέει ο Βάλλα, μπορούν να γνωρίζουν για ποιους λόγους η θεία βούληση «άιλλους παιδεύει και άλλους ευσπλαχνίζεται». Εναντίον, επίσης, του σχολαστικισμού, και αυτή τη φορά εναντίον και αυτού του Αριστοτέλη*, κατευθύνονται οι Dialecticae disputationes (Διαλεκτικές διατριβές): στην αφηρημένη και φορμαλιστική λογική της αριστοτελικής - σχολαστικής παράδοσης ο Βάλλα αντιπαραθέτει μία ορθολογική ερμηνεία της γλώσσας. Οι αριστοτελικές κατηγορίες περιορίζονται σε τρεις: ουσία, ποιότητα και δράση. Απαιτείται να εξηγήσουμε την ακριβή σημασία των λέξεων, να τις απελευθερώσουμε από τις επιστρωματώσεις με τις οποίες οι διακρίσεις των σοφιστών και των σχολαστικών τις έχουν καλύψει, αποκαθιστώντας τον δεσμό μεταξύ λόγων (verba) και πραγμάτων (res). Μόνον έτσι θα καταστεί εφικτή η διάβαση προς τη διαλεκτική τέχνη. Απαραίτητο εργαλείο σ" αυτή τη διαδικασία α- ναθεώρησης είναι η φιλολογία, που, κατά τον Βάλλα, αποκτά ευρεία σημασία, αφού μέσα από τις λέξεις αντικατοπτρίζεται ο ανθρώπινος τρόπος σκέψης και, επομένως, η ιστορία. Στα πλαίσια αυτής της προοπτικής η αντισχολαστική πολεμική του Βάλλα αποκτά την πραγματική της διάσταση: ο Μεσαίωνας, διαφθείροντας την αγνότητα της λατινικής, απώλεσε ταυτόχρονα τη βαθύτερη ουσία εκείνου του πολιτισμού. Η αποκατάσταση της "λατινικότητας" ι- σοδυναμεί με εγχείρημα ριζικής πολιτισμικής ανανέωσης. Το έκτο βιβλίο του έργου Elegantiae latinae linguae (Για την κομψότητα της λατινικής γλώσσας) πραγματεύεται τη σημασία διαφόρων όρων σημαντικών για τη φιλοσοφία, φιλολογία και τη νομική επιστήμη. Υποδειγματική είναι εδώ η διερεύνηση της έννοιας "persona", όπως αυτή νοείται στη σχολαστική φιλοσοφία, θεωρούμενη από τον Βάλλα ως ποιότητα (qualitas). Ο Βάλλα εφαρμόζει στη συνέχεια τις μεθόδους της φιλολογικής επιστήμης σ' ένα γνωστό κείμενο, το De Constantini donatione (Κωνσταντίνειος δωρεά), του οποίου αποδεικνύει και την πλαστότητα. Τέλος, στο In Novum Testamentum adnotationes (Σημειώσεις στην Καινή Διαθήκη) διεκδικεί το δικαίωμα της κριτικής εξέτασης, έστω και σε φιλολογικό μόνον επίπεδο, των ιερών κειμένων. Το έργο αυτό κατά την Αντιμεταρρύθμιση συμπεριελήφθη στο index της Συνόδου του Trento. Βιβλιογρ.: Garin Ε., L' umanesimo italiano, Laterza. Ban Gaeta F., Lorenzo Valla. Filologia e storia neir Umanesimo italiano. Napoli, Αθαν. Νάτοης 212

213 Βαλλόν Ερρίκος (Walton Henri) (Παρίσι, ). Γάλλος ψυχολόγος και πολιτικός. Υπήρξε ειδικός στην παιδική γενετική και ε- φαρμοσμένη ψυχολογία, θεμελιωτής της νέας γαλλικής παιδαγωγικής, ιδρυτής συμβουλευτικών κέντρων ιατροπαιδαγωγικής και διευθυντής του ινστιτούτου επαγγελματικού προσανατολισμού. Υπήρξε επίσης εκδότης του πρώτου περιοδικού παιδικής ψυχολογίας, του Enfance (Παιδική ηλικία, 1948). Τις απόψεις του έχει συνοψίσει με τρόπο απόλυτα σαφή στο έργο του L' Evolution psychologique de /' enfant (Η ψυχολογική εξέλιξη του παιδιού, 1941). Στο έργο αυτό την ψυχολογική ανάπτυξη του παιδιού, τη μετάβασή του δηλ. από το ένα στάδιο στο άλλο, την περιγράφει σαν μια πραγματική τροποποίηση, η οποία συνοδεύεται πάντοτε από κρίση. Μέσα στο παιδί παρατηρούνται ψυχολογικές συγκρούσεις («επαναστάσεις»), σαν να έχει αυτό να διαλέξει ανάμεσα σε δύο τύπους δράσεως, αυτού που φεύγει και εκείνου που έρχεται. Με την αντίληψή του αυτή για τον τρόπο της σταδιακής α- νάπτυξης της συνείδησης στα παιδιά, ο Βαλλόν έγινε ιδρυτής ψυχολογικής σχολής, που φέρει το όνομά του, αλλά συγχρόνως ήρθε σε ρήξη με τους υπόλοιπους ψυχολόγους, ανάμεσα στους οποίους είναι και ο Πιαζέ*, οι οποίοι, αντίθετα, υποστηρίζουν ότι η ανάπτυξη του παιδιού συμπληρώνεται από ανεπαίσθητες μεταβατικές καταστάσεις και όχι με εκρήξεις ή "ανταρσίες". 0 Βαλλόν, ως οπαδός της φιλοσοφίας του διαλεκτικού υλισμού, εφάρμοσε τις αρχές του ι- στορισμού στην ανάλυση του ψυχισμού, ανάλογη όμως υπήρξε και η πολιτική τοποθέτηση και δράση του. Μέλος του ΓΚΚ από το 1942 πήρε μέρος στη γαλλική αντίσταση και εκλέχθηκε επανειλημμένα βουλευτής και πρόεδρος της επιτροπής για τη μεταρρύθμιση της παιδείας. Εγραψε, εκτός από το έργο που προαναφέρθηκε: Το ανήσυχο παιδί (1925), Η προέλευση του χαρακτήρα στο παιδί ( ), Η καταγωγή του στοχασμού στο παιδί (1945) κ.ά. Βιβλιογρ.: Τουταντζιάν Ο. Μ., Οι ψυχολογικές αντιλήψεις του Βαλλόν (1966).- Zazzo R Psychologio at marxisme. La vie el I'oeuvre de Henri Wallon. Paris N. Κ. Χαρβάτη. Henri Wallon. "Σύγχρονα θέματα", τ Μ. Ηλιου, Henri Wallon. "Επιθεώρηση Τέχνης", τ Λα. Τζαφερόπουλος Βαλσαμών Θεόδωρος (Κων/πολη, 12ος αι.). Βόμβας Επιφανέστατος κανονομαθής του Βυζαντίου. Ακολούθησε το ιερατικό στάδιο και πολύ νωρίς στράφηκε προς το εκκλησιαστικό δίκαιο, ύστερα από προτροπή του αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού. Η υψηλή αυτή σχέση τον οδήγησε στην υποστήριξη του καισαροπαπισμού, στον οποίο στράφηκαν οι αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τους εσωτερικούς και εξωτερικούς κινδύνους του κράτους. Ο Βαλσαμών υποστήριζε ότι, ενώ η δύναμη και η δράση του Πατριάρχη περιορίζεται μόνο στην ψυχή, η δύναμη και η δράση του αυτοκράτορα επεκτείνεται στο σώμα και την ψυχή των υπηκόων του και ότι ο αυτοκράτορας δεν υπόκειται στους νόμους ούτε στους κανόνες. Με τις θέσεις του αυτές ευνοούσε τη μετατροπή των αυτοκρατόρων σε απόλυτους μονάρχες. Προς την κατεύθυνση αυτή κινείται το έργο του Ερμηνεία πονηθείσα παρά Θεοδώρου, διακόνου της του Θεού Μεγάλης Εκκλησίας, νομοφύλακος και χαρτοφύλακος και πρώτου των Βλαχερνών, του Βαλσαμώνος. Απ. Τζ. Βόμβας Νεόφυτος (1776, Χίος , Αθήνα). Γεννήθηκε στη Χίο. Σπούδασε σε διάφορα σχολεία του τουρκοκρατούμενου τότε ελληνικού χώρου: στη Σίφνο, στην Πάτμο, στη Χίο, στην Πόλη. Το 1808 έφτασε για ανώτερες σπουδές στο Παρίσι. Για πολλά χρόνια ήταν προστατευόμενος του Κοραή* και θαυμαστής των ανακαινιστικών ιδεών του. Αργότερα έγινε υπέρμαχος συντηρητικών ιδεών και έδειξε χαρακτηριστική αστοργία για τη μνήμη του προστάτη του (ο Κοραής πέθανε το 1833). 0 Βόμβας νωρίς εγκατέλειψε τις φυσικές επιστήμες, που είχε αρχικά μελετήσει, και στράφηκε αποκλειστικά στη φιλολογία και τη φιλοσοφία. Το 1813 δημοσίευσε το πρώτο βιβλίο του: Ρητορική. Πέντε χρόνια αργότερα δημοσίευσε τα Στοιχεία Φιλοσοφικής Ηθικής. Στο βιβλίο αυτό πραγματεύεται θέματα, όπως: οι «πρώτες αρχές» της ηθικής, οι πηγές της ηθικής αλήθειας και πλάνης, η αρετή ως μέσο στη ζωή, η ευδαιμονία του ανθρώπου, η ηθική συνείδηση. Πραγματεύεται τα θέματά του με τρόπο αριστοτελικό, αλλά και με «νήματα» χριστιανικά, ώστε η φιλοσοφία του να μη γίνεται «επικίνδυνη» για το εκκλησιαστικό κατεστημένο της εποχής του, που παρακολουθούσε άγρυπνα την κίνηση των ιδεών και επέβαλλε πιεστικά τις συντηρητικές του απόψεις σε όλους τους τομείς της πνευματικής ζωής. 213

214 Βαν ντερ Μπέργκε Ο Βόμβας πήρε μέρος στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Αργότερα έγινε καθηγητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και το 1838 εξέδωσε το βιβλίο Στοιχεία Φιλοσοφίας. Στον φιλοσοφικό στοχασμό του (όπως και γενικότερα στον εκπαιδευτικό προσανατολισμό του) απομακρυνόταν διαρκώς από τις αρχές του Κοραή. Αυτό διαπιστώνεται περισσότερο σ' αυτό το φιλοσοφικό έργο του. Και υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρηθεί ο Βάμβας συνυπεύθυνος για τη σχετική ρηχότητα στην οπόία ο- δηγήθηκε ο ελληνικός στοχασμός στις πρώτες δεκαετίες του ελεύθερου εθνικού βίου. Βιβλιογρ.: Κ. Θ. Δημαρά. Νεοελληνικός Διαφωτισμός. G. P. Henderson, Η Αναβίωση του Ελληνικού Στοχασμού (μετάφρ. Φ. Κ. Βώρου). φ. Κ. Βώρος Βαν ντερ Μπέργκε (Van der Berge) Πιερ Λουί (γεν. το 1933). Αμερικανός κοινωνιολόγος, κοινωνικός ανθρωπολόγος, ειδικευμένος στην Αφρική. Δραστήριος οπαδός και προπαγανδιστής του κοινωνιο-βιολογισμού. Θεωρεί την κοινωνιολογία και την κοινωνική ανθρωπολογία υποδιαίρεση της εξελικτικής βιολογίας, υ- πογραμμίζοντας τον ρόλο των κληρονομικών και βιολογικών προϋποθέσεων της συμπεριφοράς των ανθρώπων κατά την ερμηνεία των κοινωνικών φαινομένων. Ο ακραίος βιολογισμός του τον οδηγεί σε μια συντηρητική πολιτική τοποθέτηση, στην κατηγορηματική απόρριψη κάθε απόπειρας κοινωνικής αλλαγής, δεδομένου ότι θεωρεί το ισχύον κοινωνικό καθεστώς βιολογικά προκαθορισμένο. Εργα του: Bringing the paradigms of biology and social science. Sociobiology and human nature, San Francisco, Man in society. A biosocial perspective, New York, Δ. Π. bav Στέενμπέργκεν (Van Steenbergen) Φερνάντ (γεν. 1904). Βέλγος φιλόσοφος νεοθωμιστής*, ειδικευμένος στην ιστορία της μεσαιωνικής φιλοσοφίας. Εργα του: Epistdmologie, Louvain, Ontologie, Louvain, Introduction ά /' 6tude de la philosophie m6di6vale, Louvain, Le Probldme de Γ existence de Dieu dans les ecrits de Saint Thomas d' Aquin, Louvain, Δ. Π. Βανγκ Γιανγκ-μινγκ (Wang Yang-ming),Bav Σουτζέν, Βαν Μοάν ( ). Ενας από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους των νεότερων χρόνων. Γεννήθηκε στο Γιου-άο της επαρχίας Τσε-Κιανγκ. Στα δεκαοχτώ του χρόνια μυήθηκε στις διδασκαλίες του μεσαιωνικού φιλοσόφου Τσου-Σι (Chu-Hsi) ( ), ο ο- ποίος ήταν περίπου ό,τι ήταν στη Δύση ο Θωμάς ο Ακινάτης*, δηλαδή ο γενικής αποδοχής φιλόσοφος της Κίνας για πολλούς αιώνες. Η αλήθεια, κατά τον Βανγκ Γιανγκ-μινγκ, και μαζί με αυτήν η σοφία, αποκτάται με την έρευνα του ίδιου του νου μας με οδηγό την ενόραση και όχι τη λογική εξερεύνηση των πραγμάτων, όπως έλεγε ο Τσου-Σι. Ο Βανγκ Γιανγκμινγκ δίδαξε επίσης και τη θεωρία περί της ε- νότητας του ανθρώπου με το σύμπαν, ακόμη και με τα άψυχα πράγματα, την ιδέα της ύπαρξης μιας ασυσκότιστης καθαρής ψυχής, απαλλαγμένης από τις επιθυμίες, που εναπόκειται σε κάθε άνθρωπο να την αποκαλύψει και να την καταστήσει κυρίαρχη των πράξεών του, ώστε να μπορεί έτσι να βλέπει το υπέρτατο αγαθό. Η διάκριση καλού και κακού υπάρχει μόνο σε ένα ορισμένο επίπεδο ύπαρξης (το δίδαξαν και οι Στωικοί* φιλόσοφοι και ο Μάρκος Αυρήλιος*), εκείνο το βιώνει μόνο ο "επίπλαστος" άνθρωπος, εκείνος που δεν έχει πραγματικά φωτιστεί. Οι αντιλήψεις αυτές δεν ανάγονται μόνο στη νόηση. Ο Βανγκ Γιανγκ-μινγκ εισάγει και την έννοια της ενυπάρχουσας σ' αυτήν "βούλησης", που διαδραματίζει καίριο ρόλο στην αναζήτηση της αλήθειας. Η φύση έχει πηγή τον "Ουρανό" και τα πράγματα που εμπεριέχει δημιουργούνται με την αποδοχή της "μορφής" (της αρχής, του λόγου) εκ μέρους του "αιθέρα", ο οποίος αντιστοιχεί σε ό,τι στη Δύση αποκαλείται "ουσία" ή "άμορφη ύλη", που είναι μη ον. Ο εξωτερικός κόσμος είναι πραγματικά το σύνολο των παραστάσεων της συνείδησής μας. Ετσι λοιπόν, εκεί που ο Τσου- Σι είχε καθιερώσει τη διάκριση ύλης - πνεύματος ο Βανγκ Γιανγκ-μινγκ καθιερώνει ένα ιδεαλιστικό σύστημα ανάλογο με το του Berkeley (Μπέρκλεϋ*). Υπό την επήρεια μάλιστα ενός άκρως ιδεαλιστικού βουδισμού, υπέδειξε ως μέθοδο του "καθαρού χαρακτήρα" και της "ησυχίας του νου" τη Dhyana (Δυάνα), τη στοχαστική βύθιση. Ο Γιανγκ Βανγκ-μινγκ κατέληξε στην καθιέρωση της ανθρωπιάς, που τη θεωρεί ως τον ακρογωνιαίο λίθο της συμπεριφοράς, σύμφωνα προς την οποία, άλλωστε, ζούσε και τη ζωή του. Εργα του: Τα τσουέβεν (Ερωτήματα σχετικά με τη "Μεγάλη Διδασκαλία") και 214

215 Βανγκ Φου-τζι Chu-tzu Wan-mn Ting-lun (Διδασκαλία του Τσου-Σι κατά την ώριμή του ηλικία). Βιβλιογρ.: Fung Yu-lan. A History ol Chinese Philosophy. Princeton. University Press, 1953 (Β' τόμ. σο ).- Δημ. Βελισσαρόπουλος, Ιστορία της κινεζικής φιλοσοφίας. Δωδώνη, Αθήνα - Γιάννινα, 1981 (Β' τόμ. σσ ). Δημ. Βελισαρόπουλος Βανγκ Τσουνγκ (Wang Ch'ung) (27-100; μ.χ.). Κατά τον 1ο αι. μ.χ.σημειώθηκε στην Κίνα ένα ρεύμα απόρριψης από τους φιλοσόφους των στοιχείων εκείνων που προέρχονταν από το α- πόκρυφο και είχαν κατακλύσει τη χώρα ήδη από τον 3ο αι. π.χ. Εκείνος ο φιλόσοφος που συνέβαλε περισσότερο από όλους στην κάθαρση της φιλοσοφίας από τα ξένα αυτά στοιχεία και εισήγαγε σ' αυτήν ένα λογοκρατικό και κριτικό πνεύμα είναι ο Βανγκ Τσουνγκ, που καταγόταν από την επαρχία ου Κιανγκ και από πολύ μικρός έδειξε μεγάλη κλίση στη φιλοαοφ'α, χωρίς να προσκολληθεί σε καμία σχολή. Ασκησε το επάγγελμα του δάσκαλου στην πατρίδα του και στην κρατική υπηρεσία έ- φθασε μόνο ως τον βαθμό του υπονομάρχη. Σε όλα τα φιλοσοφικά προβλήματα πρόταξε μια ρεαλιστική θεωρία απαλλαγμένη από προκαταλήψεις. Ακόμα και τα δύο βασικά κοσμολογικά στοιχεία "Γιν" και "Γιανγκ" τα αντιμετωπίζει ορθολογικά ως δύο δυνάμεις, παθητική και ε- νεργητική, από το παιγνίδι των οποίων πηγάζει το "γίγνεσθαι". Από τα έργα του σώζεται το Λουν Χενγκ (Συζητήσεις και συλλογισμοί) που χαρακτηρίζεται από έντονο κριτικό πνεύμα. Στη μεταφυσική του ο Βανγκ Τσουνγκ είναι ε- πηρεασμένος απο το I Τσιν (Το βιβλίο των μεταβολών). Απορρίπτει κάθε τάση προσωποποίησης του Ουρανού, έναν όρο που θεωρεί ως αλληγορικό, και απορρίπτει την ιδέα της εντελέχειας, τη σκοπιμότητα στη δημιουργία. Η φύση είναι αδιάφορη. Στη μοίρα δίνει μια εντελώς διαφορετική έννοια. Λέει ότι από τη στιγμή της σύλληψης, όταν οι γονείς ενώνουν τη ζωικές δυνάμεις τους, οι τύχες και οι ατυχίες στη ζωή του ανθρώπου έχουν προκαθοριστεί. Γενικά στο Λουν Χενγκ ο Βανγκ Τσουνγκ διακήρυττε: "Μίσος στα αποκυήματα της φαντασίας" και "όποιος διατείνεται κάτι πρέπει να το υποστηρίζει με συγκεκριμένα παραδείγματα". Κόθε ισχυρισμός έχει ανάγκη απόδειξης. Γενικά μπορεί να λεχθεί ότι κανένας Κινέζος φιλόσοφος δεν είχε ως την εποχή του αντιταχθεί τόσο ανοιχτά στις προκαταλήψεις και τις ασυναρτησίες. Βιβλιογρ.: Fung Yu-lan. A History ol Chinese Philosophy, Princeton University Press. 1953, σσ Δημ. Βελισσαρόπουλος, Ιστορία της κινεζικής φιλοσοφίας, Δωδώνη, Αθήνα (Α' τ., σσ ). Δημ. Βελισσαρόπουλος Βανγκ Φου-τζι ( ). Γεννήθηκε στο Yeng-yang του Hunan. Τα νεανικά του χρόνια συμπίπτουν με την πτώση της δυναστείας Μινγκ κάτω από τα χτυπήματα φυλών της Μαντζουρίας, που κατέλαβαν τελικά την Κίνα και ίδρυσαν την αυτοκρατορική δυναστεία Τσινγκ, με την οποία αρνήθηκε να συνεργαστεί - αντίθετα, την πολέμησε ως στρατιωτικός ηγέτης και, όταν αυτή επιβλήθηκε, αναγκάστηκε ν' α- ποσυρθεί σε ηλικία τριάντα τριών ετών στα βουνά, όπου και αφοσιώθηκε στη φιλοσοφία τόσο του κομφουκιανισμού, όσο και του Ταοίσμού και του Βουδισμού. Τα σωζόμενα έργα του βρίσκονται συγκεντρωμένα στη συλλογή Chuan-shan / shu (Σωζόμενα έργα του Σι-Τσουάν σαν, όνομα με το οποίο ήταν επίσης γνωστός ο Βανγκ Φου-τζι). Στο έργο του Τυ ssushu ta-chuan-shuo (Παρατηρήσεις στην ανάγνωση των τεσσάρων βιβλίων), ο Βανγκ Φουτζι λέει ότι ο Λόγος (Li) δεν είναι υπερβατική αρχή που προϋπάρχει της ύλης. Είναι απλώς η τάξη και ο ρυθμός με τον οποίο εμφανίζεται η ύλη από την οποία αποτελείται το σύμπαν. Υλη (ch'i) και Λόγος (Li) "είναι ταυτόσημες έννοιες, όπου ο Λόγος είναι η ενέργεια που ε- μπεριέχεται στην ύλη", υλική ενέργεια. Υπάρχουν πέντε στοιχεία στον κόσμο (το πέμπτο είναι ο αιθέρας) και, όταν γίνεται λόγος περί Ουρανού (Τ'ιεν), δεν πρέπει να εννοούμε την υπέρτατη αρχή, αλλά απλώς το Γιν και το Γιανγκ (την παθητική και τη δυναμική / ενεργό, α- ντίστοιχα, αρχή), καθώς και τα πέντε στοιχεία, δηλαδή γενικά τη "φύση" του υλικού κόσμου. Εκτός από τα συγκεκριμένα πράγματα δεν υ- πάρχει κάτι άλλο - το "Μη Ον" είναι απλώς η α- πουσία του όντος. Αναγνωρίζει ότι ναι μεν ο κεντρικός πυρήνας του κομφουκιανισμού είναι ορθός και εξακολουθεί να είναι έγκυρος, οι λεπτομέρειες όμως αλλάζουν. Στον κόσμο τα πάντα βρίσκονται σε κίνηση, σε μια διαδικασία συνεχούς μεταβολής, παραγωγής και καταστροφής, πράγμα που συμβαίνει και ως προς τις δοξασίες. Για τον λόγο αυτό ο Βανγκ Φουτζι πίστευε στην ιδέα της κοινωνικής προόδου. Το κομμουνιστικό καθεστώς τον τίμησε ιδιαίτερα μετά την επικράτηση του, το 1949, στην Κίνα, και λόγω της υλιστικής υφής της φιλοσοφίας του και λόγω της αντίθεσής του -παρ' 215

216 Βαρδαλάχος όλο που βασικό ήταν οπαδός της κομφουκιανής σχολής- στην αναζήτηση λύσεων στα προβλήματα της χώρας του σε παρωχημένα συστήματα. Φρονούσε ότι οι συνθήκες αλλάζουν και τα πολιτικά συστήματα πρέπει να προσαρμόζονται στις ιστορικές και γεωγραφικές μεταβολές. Βιβλιογρ.: Fung Yu-lan. A History ol Chinese Philosophy. Princeton University Press, 1953 (Β' τόμ. σσ ). Δημ. Βελισοαρόπουλος. Ιστορία της κινεζικής φιλοσοφίας. Δωδώνη, Αθήνα, 1981 (Β' τόμ. σα ). Δημ. Βελισσαρόπουλος Βαρδαλάχος Κωνσταντίνος ( ). Έλληνας λόγιος με αξιόλογη συμβολή στη διαμόρφωση της ελληνικής επιστημονικής - φιλοσοφικής σκέψης του καιρού του. Σπούδασε φιλολογία, ιατρική και φυσικομαθηματικά στην Πάδοβα της Ιταλίας και αμέσως μετά, το 1800, διορίστηκε δάσκαλος και στη συνέχεια διευθυντής της Ηγεμονικής Ακαδημίας του Βουκουρεστίου. Το 1816 τον συναντούμε δάσκαλο στη Χίο και το 1819 διευθυντή του ελληνικού σχολείου (Εμπορική σχολή) της Οδησσού. Το 1820 επιστρέφει στην Ηγεμονική Ακαδημία του Βουκουρεστίου από την οποία όμως τα επαναστατικά γεγονότα τον απέσπασαν τον αμέσως επόμενο χρόνο. Παραμένει στο Μπρασόβ (Στεφανούπολη) της Τρανσυλβανίας, όπου ασχολείται με συγγραφική δραστηριότητα, για να επιστρέψει και πάλι το 1825 στη σχολή της Οδησσού, όπου διδάσκει μέχρι το Τον χρόνο εκείνο ο Καποδίστριας τον προσκάλεσε ν' αναλάβει τη διεύθυνση της σχολής της Αίγινας. Η γολέττα όμως που τον μετέφερε ναυάγησε κοντά στην Κέα τη νύχτα μεταξύ 19 και 20 Ιουνίου 1830 και ο Βαρδαλάχος πνίγηκε. Το συγγραφικό έργο του Κ. Βαρδαλάχου είναι πλούσιο και πολυδιάστατο. Εκδόθηκαν Φυσική πειραματική (1812), Ρητορική Τέχνη (1815), Γραμματική της ελληνικής γλώσσης (1829), Μαθήματα δια τους παίδας (1830), Μαθήματα εκ των Αισωπεΐων Μύθων (1830), Λουκιανού Σαμοσατέοκ; Διάλογοι (1831), Ξενοφώντος Κύρου Παιδεία και Κύρου Ανάβασις (1845/6). Στο συγγραφικό του έργο, που στόχο του έχει τη σπουδάζουσα νεολαία, διαφαίνεται η προσπάθεια να δοθεί στον νέο μια εγκυκλοπαιδική μόρφωση, στηριζόμενη στην ευρωπαϊκή παιδεία και με άξονα τις φυσικές και θετικές επιστήμες. Εκφράζοντας το πνεύμα των γάλλων εγκυκλοπαιδιστών, γενικότερα το πνεύμα της επιστήμης του καιρού του, ο Βαρδαλάχος είναι ένθερμος υποστηρικτής της ιδέας της ενότητας, της συνεχούς εξέλιξης του φυσικού κόσμου. Μιας ενότητας και μιας συνεχούς εξέλιξης την οποία βλέπει μέσα σ' ένα απέραντο διαστημικό χώρο όπου «το ένα ηλιακό σύστημα σύρει το άλλο». «Μελετώ τους νόμους, ζητώ τας σχέσεις αι οποίαι κατασταίνουσι ταύτην την απέραντον άλυσσον εν μόνον ό^ον», γράφει στα Μαθήματα δια τους παίδας. Ο Βαρδαλάχος βλέπει μια συνεχή εξέλιξη, μια συνεχή κίνηση στον τομέα της επιστήμης, της γνώσης γενικότερα. «Είναι αναντίρρητον», γράφει στη Γοαμματική της ελληνικής γλώσσης, «ότι, όταν μία τις επιστήμη, ή τέχνη, εξετάζεται συνεχώς και με ακρίβειαν, ανακαλύπτονται πράγματα πρότερον αγνοούμενα, και όσον πλειότερον εξετάζονται, τόσον προχωρεί εις το έμπροσθεν, και κατ' ολίγον πλησιάζει εις την τελειοποίησίν της. Αδικούμεν βέβαια τον ανθρώπινον νουν, αν νομίζωμεν ότι, από τα έως τώρα ευρεθέντα, περαιτέρω δεν ημπορεί να προχωρήση η Επιστήμη. Η καθημερινή πείρα αποδείχνει εις ημάς το εναντίον. Τούτο γίνεται μόνον, όταν παύση ο νους από το να παρατηρή, να περιεργάζεται, και να επιθυμή την ιδίαν εαυτού τελειοποίησίν. Το οποίον δεν είναι ίδιον της φύσεως του ανθρωπίνου νοός». Αξιες προσοχής είναι και οι κοινωνιολογικές α- ντιλήψεις του Βαρδαλάχου, ο οποίος είναι ο- παδός της φυσικής μεν ισότητας αλλά και της κοινωνικής ανισότητας των ανθρώπων. «Ολοι οι άνθρωποι είναι ίσοι, και όλοι έχουν το φυσικόν δίκαιον της ισότητας, είναι φοβερόν πράγμα και να το φαντασθή τις ότι ο άνθρωπος εις τόσην θηριωδίαν καταντά, ώστε να αρπάξη από τους ομοειδείς του το φυσικόν των δίκαιον, και αυτήν την ζωήν των», γράφει ο Βαρδαλάχος (Τα πρώτα σχέδια των παιδικών μαθημάτων, σελ. 400, 41 θ), ο οποίος προσθέτει όμως ότι χωρίς την ανισότητα «πάσα πολιτική ένωσις, πάσα κοινωνική διάταξις ήθελεν είαθαι αδύνατος» και γι' αυτό «ο πτωχός και ο αδύνατος πάντοτε είναι υποκείμενος εις τον πλουσιώτερον και δυνατώτερον» (Μαθήματα δια τους παίδας, σελ. 137). Για να καταλήξει: «Όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι, και δεν πρέπει κανείς να εγγίζη, όσα δίκαια έλαβεν ο άνθρωπος από την φύσιν και ότι όλοι οι άνθρωποι είναι άνισοι». Γιαννης Καράς Βαρδησάνης ( ). Γνωστικός καταγόμενος από την Εδεσσα. Ο Βαρδησάνης παραδε- 216

217 βάση και εποικοδόμημα χόταν ότι υπάρχουν δύο αρχές από τις οποίες η μία είναι ο άγνωστος "Πατήρ" και η άλλη η "ύλη", από την οποία προήλθε ο Σατανάς. Από τον Πατέρα απορρέουν επτά αιώνες, οι οποίοι μαζί του αποτελούν το "πλήρωμα". Από το πλήρωμα αυτό προέρχεται το πνεύμα του ανθρώπου, που εξαιτίας της αμαρτίας κατέπεσεν α' αυτό τον κόσμο, όπου κατήλθε ο Χριστός για τη σωτηρία του. Πηγές: Αποσπάσματα (F. Jacoby, Die Fragmente der griechischen Historiker, 3 vol., Leiden, (ανατ ), 3, ). Nik Γ. Πολίτης Βαρλαάμ ο Καλαβρός ( ). Μοναχός από την Καλαβρία της Νότιας Ιταλίας. Συμμετείχε στους αγώνες εναντίον των Λατίνων και καταδίκασε τις δογματικές τους αντιλήψεις και τις αξιώσεις που είχαν για τα πρωτεία στη διοίκηση της Εκκλησίας. Η κατάρτιση και η καλλιέργεια του Βαρλαάμ εκτιμήθηκαν από τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο, ο οποίος μάλιστα του ανέθεσε την αποστολή να μεταβεί στην Αβινιόν και να διαπραγματευθεί με τον Πάπα Βενέδικτο XII, ώστε ο τελευταίος να ενισχύσει το Βυζαντινό κράτος που βρισκόταν μπροστά στον τουρκικό κίνδυνο ανίκανο να αμυνθεί. Οι συζητήσεις δεν απέδωσαν και οι διαφορές που είχαν γεννήσει το Σχίσμα δεν αποκαταστάθηκαν έτσι ο Βαρλαάμ γύρισε άπρακτος στην Κωνσταντινούπολη. Λαμβάνοντας μέρος στη διαμάχη των Ησυχαστών, διακωμώδησε αυτούς και τον Γρηγόριο Παλαμά*, με αποτέλεσμα η Σύνοδος που συγκλήθηκε το 1341 από τον Ιωάννη Καλέκα, τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, για να επιλύσει τη διαφορά, να καταδικάσει τον Βαρλαάμ. Το γεγονός αυτό τον οδήγησε πάλι στην Ιταλία, όπου προσχώρησε στον Καθολικισμό και με την προστασία και τη βοήθεια του Πετράρχη ανακηρύχθηκε επίσκοπος του Geharzo στη Νεάπολη. 0 Βαρλαάμ ακολουθούσε την αριστοτελική φιλοσοφία και διακρινόταν για τον ορθολογισμό του. Αυτό το γεγονός τον έκανε να ασκήσει σκληρή πολεμική εναντίον των Ησυχαστών σε τέτοιο βαθμό, που το όνομά του σημάδεψε το κίνημα εναντίον του μυστικιστικού Ησυχασμού*. Μαριάντζελα Ιελο βάση και εποικοδόμημα. Θεμελιώδεις κατηγορίας της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας (βλ. ιστορικός υλισμός), στις οποίες αντανακλάται η δομή ενός οικονομικού κοινωνικού σχηματισμού και η νομοτελειακή διαλεκτική συνάρτηση και αλληλεπίδραση μεταξύ των παραγωγικών, οικονομικών σχέσεων και του συνόλου των υπόλοιπων σχέσεων. Ο εισηγητής του εν λόγω ζεύγους κατηγοριών Κ. Μαρξ* όρισε ως εξής τη μεταξύ τους σχέση: «Στην κοινωνική παραγωγή της ύπαρξής τους, οι άνθρωποι συνάπτουν καθορισμένες, αναγκαίες και ανεξάρτητες από τη θέλησή τους σχέσεις οι σχέσεις αυτές παραγωγής αντιστοιχούν σε ένα δεδομένο βαθμό ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών δυνάμεων. Το σύνολο των σχέσεων αυτών σχηματίζει την οικονομική δομή της κοινωνίας, την πραγματική βάση πάνω στην οποία αντιστοιχούν ορισμένες μορφές της κοινωνικής συνείδησης» (από τον Πρόλογο στην Κριτική της πολιτικής οικονομίας, 1859). Κατά τον Β. I. Λένιν*, οι εν λόγω κατηγορίες αντανακλούν τη διάκριση μεταξύ «υλικών» και «ιδεολογικών» κοινωνικών σχέσεων, οι πρώτες από τις οποίες διαμορφώνονται ανεξάρτητα από τη θέληση και τη συνείδηση του ανθρώπου. Το περιεχόμενο αυτών των κατηγοριών εκφραζόταν κατ' εξοχήν ιδεαλιστικά με τις έννοιες της κλασικής αστικής πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας: «κοινωνία των ιδιωτών», «κράτος». Οι άνθρωποι ως υποκείμενα* αποτελούν τα ε- νεργά «συστατικά στοιχεία» των υλικών κοινωνικών σχέσεων. Δεν επιδίδονται απλώς στην υλοποίηση των δυνατοτήτων αλλαγής των υλικών κοινωνικών σχέσεων, οι οποίες υ- πάρχουν ανεξάρτητα από αυτούς, αλλά η ίδια η δραστηριότητά τους, η ίδια η αυτοπραγμάτωσή τους αποτελεί ταυτόχρονα μια διαδικασία αλλαγής των υλικών κοινωνικών σχέσεων. Αποτελεί δηλαδή η δραστηριότητά τους μια χρησιμοποίηση των διαθέσιμων αντικειμενικών δυνατοτήτων αλλαγής, η οποία δημιουργεί συνάμα δυνατότητες αλλαγής των υλικών κοινωνικών σχέσεων. Κατ" αυτό τον τρόπο, ε- ποικοδόμημα είναι η δραστηριότητα των ανθρώπων η οποία κατευθύνεται από την κοινωνική συνείδηση* και συμπεριλαμβάνει (εκτός της κοινωνικής συνείδησης και) τη συνένωση, την οργάνωση των ανθρώπων ως υποκειμένων, καθώς και τα υλικά μέσα πραγματοποίησης αυτής της δραστηριότητας (πολιτική - νομική θεσμικότητα, μέσα παρεμβατισμού, καταστολής κ.λπ.). Το εποικοδόμημα αυτό υψώνε- 217

218 βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας ται πάνω από τις κοινωνικές παραγωγικές σχέσεις, που ως οικονομική βάση κυρίως καθορίζουν, προσδιορίζουν το εποικοδόμημα, το οποίο, ωστόσο, με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να αναχθεί (την οικονομική βάση. Το εποικοδόμημα ως προς τις πράξεις και τα μέσα που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι είναι υλικό. Ομως, σε αντιδιαστολή με τις υλικές παραγωγικές σχέσεις, οι σχέσεις του εποικοδομήματος, ως όλου, διαμορφώνονται διαμέσου της κοινωνικής συνείδησης και κατευθύνονται από αυτήν κατά τη λειτουργία τους. Η εξέταση του εποικοδομήματος συνολικά μας επιτρέπει να εξετάσουμε την ενότητα κοινωνικής συνείδησης και κοινωνικού Είναι* μέσα στη διαφορά τους. Το εποικοδόμημα από την άποψη της ιδιαιτερότητάς του σε σύγκριση με την κοινωνική συνείδηση χρησιμεύει για την αντίστροφη υλική επενέργεια της κοινωνικής συνείδησης στο κοινωνικό Είναι. Η διάκριση μεταξύ βάσης και εποικοδομήματος εκδηλώνεται σε καθαρή μορφή επί κεφαλαιοκρατίας, όπου όλες οι πλευρές του κοινωνικού όλου προβάλλουν από την άποψη της διαφοράς, της αντίθεσής* τους. Το εν λόγω γεγονός αντανακλάται έντονα και στον χαρακτήρα των σχετικών μαρξικών ορισμών, οι ο- ποίοι φέρουν την ανεξίτηλη σφραγίδα της κεφαλαιοκρατικής βαθμίδας της ανάπτυξης της κοινωνίας. Με αυτό συνδέονται και οι δυσκολίες που προκύπτουν από τη μηχανική αναζήτηση του περιεχόμενου των εν λόγω κατηγοριών σε όλες τις προκεφαλαιοκρατικές βαθμίδες της κοινωνικής ανάπτυξης. Στις μετέπειτα επεξεργασίες - ερμηνείες της μαρξικής θεωρίας παρατηρήθηκαν τάσεις μηχανιστικής αναγωγής του εποικοδομήματος στη βάση (βλ. αναγωγισμός, μηχανιστική αντίληψη, οικονομικός υλισμός, τεχνοκρατία), αλλά και βουλησιαρχικής, υποκειμενιστικής (βλ. βουλησιαρχία, υποκειμενισμός) υπερεκτίμησης του ρόλου του εποικοδομήματος. Ιδιοτυπία παρουσιάζει η ερμηνεία του Λ. Αλτουσέρ* με τις επιρροές που έχει δεχθεί από τον δομισμό*. Βιβλιογρ.: Κ. Μαρξ. Κριτική της Εγελιανής φιλοσοφίας του Κρότους και του Δικαίου. Παπαζήσης. Αθήνα του ίδιου: Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, θεμέλιο. Αθήνα Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς. Η Γερμανική ιδεολογία. τόμ Gutenberg. Αθήνα Μ. Harneker, Βασικές έννοιες του ιστορικού υλισμού. Παπαζήσης. Αθήνα Δ. Πατέλης βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας. Η διατύπωση ενός τέτοιου προβλήματος με τόση σαφήνεια και διάκριση (ευκρίνεια) οφείλεται στον Ηνγκελς* (Fr. Engels). Η ύπαρξή του όμως και η επίδρασή του στη διαμόρφωση των φιλοσοφικών συστημάτων επισημαίνεται από πολύ νωρίς στον αρχαίο ελληνικό φιλοσοφικό στοχασμό. Συγκεκριμένα, το πρόβλημα διατυπώνεται έτσι: προηγείται η συνείδηση του ανθρώπου ή η υλική υπόσταση (η ψυχή ή το σώμα), η "συνείδηση" ή το "Είναι"; Η απάντηση στο ερώτημα αυτά αποτελεί τη βάση για τη διαμόρφωση κάθε φιλοσοφικού συστήματος. «Οι φιλόσοφοι», έγραψε ο Ένγκελς (Κ. Μαρξ - Φ. Ενγκελς, Άπαντα, τ. 21, σελ. 383), "χωρίστηκαν σε δυο μεγάλα στρατόπεδα, ανάλογα με την απάντηση που έδιναν σ" αυτό το πρόβλημα. Εκείνοι που βεβαίωναν ότι το πνεύμα υ- πήρχε πριν από τη φύση... ι ποτέλεσαν το ιδεαλιστικό στρατόπεδο. Εκείνοι που θεωρούσαν βασική αρχή τη φύση προσχώρησαν στις διάφορες μορφές του υλισμού». Είναι αυτονόητο ότι από την απάντηση που δίνει ένας στοχαστής σ' αυτό το ερώτημα (το βασικό) απορρέουν οι θέσεις του σε πολλά άλλα συναφή και ουσιώδη. Λογουχάρη, για έναν συνεπή υλιστή (που δέχεται ότι η ύλη υπάρχει πριν, ανεξάρτητα και έξω από τη συνείδηση του ανθρώπου) ανάλογη είναι και η αντίληψή του για τη γνώση, ως αντανάκλαση της υλικής πραγματικότητας στη συνείδηση. Οι υλιστές όλων των αιώνων ως προς το φαινόμενο της γνώσης (πηγή, αφετηρία) πρεσβεύουν διάφορες παραλλαγές αισθησιαρχίας (οι αισθήσεις του ανθρώπου δέχονται ερεθίσματα και τα μεταφέρουν στον νου)' δεν υπάρχει γνώση που δεν πέρασε απ' αυτόν το δρόμο (ύλη - αίσθηση - συνείδηση). Αυτή την άποψη βρίσκουμε στον Δημόκρηο*, στον Επίκουρο*, στον Τζων Λοκ* (John Locke) ("nihil in intellectu quod non prius fuerit iasensu"). Και οι ιδεαλιστές όλων των ε- ποχών (που προϋποθέτουν αθανασία της ψυχής, προύπαρξη συνείδησης, που εγκαθίσταται στο θνητό σώμα) ερμηνεύουν το φαινόμενο της γνώσης με κάποια παραλλαγή προΰπαρξης μορφών γνώσης στην ψυχή - συνείδηση, προτού αυτή "φυλακιστεί" στο φθαρτό σώμα για μια πρόσκαιρη "φιλοξενία". Ο Πλάτων* δημιούργησε τη θεωρία της "ανάμνησης"' (η αιώνια ψυχή, όταν εγκαθίσταται στο φθαρτό σώμα, παίρνει αφορμή από τις αισθήσεις για να θυμηθεί εικόνες που είχε αντικρίσει κατά την προηγούμενη, ασώματη, ύπαρξή της). Ο Ντεκάρτ" (Descartes) εισηγηθηκε τη θεωρία 218

219 Βασίλειος Καισαρείας περί "έμφυτων ιδεών", που προϋπάρχουν στη συνείδηση πριν αυτή εγκατασταθεί στο θνητό σώμα ("ideae innatae", π.χ. χώρος, χρόνος και άλλες). Από τη θέση που παίρνουν οι φιλόσοφοι στο βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας εξαρτώνται και οι αντιλήψεις τους για τη μεταφυσική, ακόμη και σε εποχές που δεν είχε καθιερωθεί η αντιδιαστολή ιδεαλισμού - υλισμού. Ο Δημόκριτος, λ.χ., που είχε βασική θέση ότι δεν υ- πάρχει τίποτε άλλο από άτομα και κενό ("ετεή δε άτομα και κενόν"), ειρωνευόταν ως μυθοπλασίες και ψεύδη όσα ισχυρίζονταν άλλοι περί ζωής μετά θάνατον: «ένιοι θνητής φύσεως διάλυσιν ουκ ειδότες... τον της βιοτής χρόνον εν ταραχαίς και φόβοις ταλαιπωρέουσι, ψεύδεα περί του μετά την τελευτήν μυθοπλαστέοντες χρόνου» (Στ. 297). Η μεταφυσική του είναι συνειδητή απόρροια της βασικής παραδοχής. Και ο Επίκουρος*, συνεπής υλιστής, διακηρύσσει με έμφαση: "ο θάνατος ουδέν προς ημάς", γιατί όσο υπάρχουμε εμείς δεν υ- πάρχει με μας ο θάνατος, και όταν έλθει εκείνος δεν υπάρχουμε εμείς για να τον αισθανθούμε. Πρέπει να σημειωθεί ότι κατά καιρούς οι φιλόσοφοι διατύπωσαν διαφορετικά ή πρόβαλαν διαφορετικά το βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας. Λογουχάρη, για τη σχολαστική φιλοσοφία του Μεσαίωνα βασικό πρόβλημα ήταν η αντιδικία ανάμεσα στον "Νομιναλισμό"* (ή Ονοματοκρατία), που δεχόταν ότι οι καθολικές έννοιες δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα αλλά μόνο στη νόηση, και τον "Ρεαλισμό"*, που υποστήριζε ότι οι γενικές κατηγορίες - έννοιες έχουν υπόσταση αντικειμενική. Αλλά και αυτή η αντιδικία ουσιαστικά στην ίδια βάση καταλήγει: παραδοχή υλιστική (το όνομα είναι παράγωγο του νου) ή ιδεαλιστική (το όνομα έχει υπόσταση αντικειμενική, όπως η πλατωνική ιδέα). Η ίδια αντιδικία είχε περάσει στον βυζαντινό φιλοσοφικό στοχασμό (βλ. λ.χ. το λ. Βλεμμύδης Νικηφόρος). Τη θέση του διαλεκτικού υλισμού* απέναντι στο βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας από την πλευρά του νεοελληνικού στοχασμού έχει εύστοχα, νομίζω, διατυπώσει ο Δημήτρης Γληνός* στην "Εισαγωγή" του στον Σοφιστή (σελ. 52): «ο διαλεκτικός υ- λισμός ("δυναμικός ρεαλισμός" έγραφε τότε -το για να αποφύγει τη λογοκρισία) α- ναγνωρίζει την ύπαρξη και την πρωταρχικότητα στο εξωυποκειμενικό "Είναι", για να το κατακτήσει με τον νου, καθοδηγημένον από την πράξη». Στον τομέα του ιστορικού υλισμού* την ίδια αυτή θέση ο Μαρξ* διατύπωσε λακωνικά: «Δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που καθορίζει το Είναι τους, αλλά αντίθετα, το κοινωνικό τους Είναι καθορίζει τη συνείδησή τους». Βιβλιογρ.: The Fundamentals ol Marxist - Leninist Philosophy (Progress Publishers. Moscow, σελ ).- Fr. Ertgels. Ο Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας. Φ. Κ. Βώρος ΒασιλεΙδης (2ος αι. μ.χ.). Γνωστικός που δίδαξε στην Αλεξάνδρεια περί το 130. Από τη διδασκαλία του σώθηκαν μικρά αποσπάσματα. Οι έμμεσες μαρτυρίες διαφέρουν κάπως στην α- ναφορά τους στο έργο του Βασιλείδη. Κατά τον Ειρηναίο, ο Βασιλείδης δίδασκε ότι από τον ακατονόμαστο και αγέννητο Θεό προήλθε πρώτα ο νους, απ' αυτόν ο λόγος και από τον λόγο η φρόνηση στη συνέχεια από τη φρόνηση προήλθε η σοφία και η δύναμη. Τέλος από τη δύναμη προήλθαν οι δυνάμεις, αλλά και οι ανώτατοι άγγελοι, που απετέλεσαν τον ανώτατο ουρανό. Κατά τον Ιππόλυτο, ο Βασιλείδης δίδασκε ότι αρχικά δεν υπήρχε τίποτα και απ" αυτό το "ουκ ον" προήλθε το σπέρμα του κόσμου που περιέχει τα πάντα. Και καταλήγει στον παραλογισμό πως ο Θεός που δεν υπήρχε δημιούργησε από το τίποτα τον κόσμο που κι αυτός δεν υπήρχε. Βιβλιογρ.: W. Volker, Quellen zur Geschichte der christlischen Gnosis, Tubingen, 1932, Ιππολύτου Φιλοσοφούμενα ή κατά πασών αιρέσεων 7, 14, 1. Νικ. Γ. Πολίτης Βασίλειος Καισαρείας ( ). Εζησε και πέθανε στην πατρίδα του, την Καισάρεια της Καππαδοκίας. Θεωρείται από τους επιφανέστερους Πατέρες του Χριστιανισμού. Ορθά ο- νομάστηκε μέγας, δεδομένου ότι είναι μεγάλο το έργο του, όχι μόνο το κοινωνικό αλλά και το συγγραφικό, αφού έχει γράψει έργα ποικίλου περιεχομένου, όπως αντιαιρετικά, κοσμολογικά, ηθικά και άλλα. Αναγνωρίζεται επίσης η συμβολή του, όπως του Γρηγορίου* και του Χρυσοστόμου*, στη διάδοση των ανθρωπιστικών ελληνικών γραμμάτων, αλλά κυρίως στη δογματική θεμελίωση της χριστιανικής διδασκαλίας, και μάλιστα σε καιρούς κατά τους ο- ποίους η πίστη βρισκόταν σε διωγμό ή αμφιβολία. Στο έργο του είναι εμφανής η φιλοσοφική υποδομή, ευρίσκουν δε οι μελετητές απηχήσεις σ' αυτό παλαιότερων φιλοσόφων. Προκειμένου π.χ. περί των πηγών του σημαντικού 219

220 Βασουμπάντου έργου του που αναφέρεται στην Εξαήμερο, κατά τους νεότερους μελετητές, ο συγγραφέας είχε υπόψη τον Αριστοτέλη*, τον Πλάτωνα*, τον Ποσειδώνιο* και τον Πλωτίνο*, χωρίς βεβαίως το γεγονός αυτό να μειώνει την πρωτοτυπία των επιχειρημάτων του. Σχετικά με τον ερμηνευτικό του τρόπο π Βασίλειος τείνει περισσότερο προς την κατά λέξη ερμηνεία των Γραφών και όχι προς την αλληγορική μέθοδο. Αναφερόμενος σε ουσιαστικά γνωρίσματα του Θεού, αναιρεί την άποψη του Ευνομίου ότι η α- γεννησία είναι ταυτόσημη προς την ουσία του Θεού, δεδομένου ότι, αν γίνει δέκτη η θέση αυτή, αποκλείεται από τον Χριστό το γνώρισμα της θεότητας. Είναι λογικό να αντιτίθεται ο Βασίλειος και στις μανιχαϊκές απόψεις περί της οντότητας του κακού, σύμφωνα με τις ο- ποίες το κακό βρίσκεται σε θέση αντιπαλότητας προς το καλό. Κεντρική ιδέα του Βασιλείου είναι η άποψη ότι αιτία των κακών δεν είναι ο Θεός, αλλ' η κακή χρησιμοποίηση του αυτεξούσιου του ανθρώπου. Το κακό είναι στέρηση του αγαθού. (Οτι ουκ έστιν αίτιος των κακών ο Θεός, 5, PG 31,341 Β). Ερμηνεύοντας το Εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γη ν, θα γράψει ο επίσκοπος Καισαρείας ότι ο Θεός δεν έχει τους τύπους ή, μάλλον, δεν είναι ο ευρετής των σχημάτων των όντων (Εξαήμ. Β', 3, Giet, 148). Τα όντα δηλαδή και η ύλη τους επινοήθησαν μαζί από τον Δημιουργό. Ολα τα όντα στη συνέχεια, μετά δηλαδή τη δημιουργία, ακολούθησαν τους όρους που έθεσε σ' αυτά ο Δημιουργός, εκτός από τον άνθρωπο, ο οποίος συνετέλεσε στην εμφάνιση του κακού, που διαφορετικά είναι ανύπαρκτο, αφού δεν πλάστηκε από τον Δημιουργό (Εξαήμ. Β', 4). Γενικότερα, ο Βασίλειος εμφανίζεται βαθύς γνώστης όχι μόνο των τότε φυσικών διδασκαλιών, αλλά και των αντίστοιχων περί του σύμπαντος φιλοσοφικών αντιλήψεων. Ειδικότερα, ως προς τη σύσταση του κόσμου ο Βασίλειος δεχόταν ότι έγινε ακαριαία. Δεχόμενος την παραγωγή του σύμπαντος από το μη ον, έρχεται φυσικά αντιμέτωπος με την άποψη αρχαίων φιλοσόφων για το αίδιο του κόσμου. Ο Μ. Βασίλειος υποστηρίζει τη χριστιανική φιλοσοφία, αφού, όπως πιστεύει, η αρχαία φιλοσοφία καταγίνεται με λεπτόλογες ευρέσεις δογμάτων, ηθικών διατάξεων και φυσιολογιών (Ομιλ. εις τους Ψαλμ., ΛΒ', ζ 1, PG 29, 341.). Λέει όμως ο Βασίλειος ότι μπορούν οι νέοι κατά τις σπουδές τους να ασκήσουν τις πνευματικές τους δυνάμεις στην αρχαία γραμματεία, ως προπαιδεία όμως της διείσδυσης στα μυστήρια της χριστιανικής φιλοσοφίας. Ετσι προβάλλονται προς μίμηση πολλοί συγγραφείς του αρχαίου κόσμου, επειδή, κατά τον ε- πίσκοπο Καισαρείας, εξεθείαζαν την αρετή. Έργα του: Οτι ουκ έστιν αίτιος των κακών ο Θεός (PG 31, Κριτ. έκδ. Yves Courtonne, Saint Basiie, Homilies sur la richesse, Paris, 1935).- Ομιλίαι εις την ΕξαήμερονΘ' (PG Θ. Κριτ. έκδ. S. Giet, Basiie de C6sar6e, Hom6lies sur /' H6xa6meron. Texte grec, introd. et traduction, Sources Chr6tiennes", 26, Paris, 1949).- Προς τους νέους όπως αν εξ Ελληνικών ωφελοίντο λόγων (PG 31, Κριτ. έκδ. F. Boulanger, Αυχ jeunes gens, sur la mani6re de tirer profit des lettres helteniques, Paris, Les belles Lettres, 1965). NIK. Γ. Πολίτης Βασουμπάντου. Ινδός βουδιστής φιλόσοφος του 4ου αιώνα, ο οποίος πέρα από τη συμβολή του στην ανάπτυξη της ινδικής συλλογιστικής (που διαφέρει από την αριστοτέλεια), δημιούργησε μαζί με τον αδελφό του Ασάγκα* τη σχολή Τσιταμάτρα (Cittamatra: Μόνο νους), που την αποτύπωσε στο έργο του Ιδεάσματα (Vijnapti-matrata), σύμφωνα με την οποία όλη η φαινόμενη πραγματικότητα και τα εξωτερικά αντικείμενα δεν έχουν αληθινή υπόσταση, αλλά είναι απλά ιδεάσματα, κατασκευές του νου μας (citta), ο οποίος παράγει όλα αυτά τα φαινόμενα αφ" εαυτού, αλλά, παρά ταύτα, στην πρωταρχική του κατάσταση είναι καθαρή φωτεινότητα. Αυτή είναι μια παράλληλη, αλλά διαφορετική θεωρία από αυτή που διατύπωσε ο Ναγκαρτζούνα με την έννοια της κενότητας (sunyata) και τη σχολή Μαντιαμίκα* (Madhyamika) που στηρίχτηκε σε αυτήν. Βιβλιογρ.: Βασ. Βιισαξής, Ο στοχασμός και η πίστη (Αρχαιότητα - Χριστιανισμός), 2 τ.. Εστία, Αθήνα, Δημ. Βελισσαρόπουλου, Ιστορία της ινδικής φιλοσοφίας, Δωδώνη. Αθήνα - Γιάννινα, 1992". Ε. Λιακόπουλος βεβαιότητα. Η ιδιότητα του βέβαιου ή η κατάσταση του νου όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με μια αποτίμηση ή μια κρίση, την οποία χωρίς ίχνος αμφιβολίας θεωρεί αληθή. Στην πρώτη περίπτωση η βεβαιότητα έχει λογικό χαρακτήρα, ενώ στη δεύτερη νοητικό - ψυχολογικό. Στη φιλοσοφία, και ιδιαίτερα στη θεωρία της γνώσης, έχουν γίνει προσπάθειες σύζευξης των δύο ειδών βεβαιότητας. Για παράδειγμα, ο Καρτέσιος* θεωρεί ότι τεκμήριο βέβαιας γνώ- 220

221 "Βέδες" σης αποτελεί η ευκρίνεια και σαφήνεια των ιδεών μας. Αυτή είναι δυνατόν να είναι δύο ειδών: γνώση του άμεσου αλλά βέβαιου και γνώση του έμμεσου αλλά αποδεικτικά αναγώγιμου με βέβαιες διαδικασίες στο άμεσα βέβαιο. Διον. Αναπολιτάνος Βέδας ο αιδέσιμος (Beda Venerabilis). Ο θεμελιωτής της αγγλικής φιλοσοφίας στον 8ο αιώνα, πρωτοπόρος της εκκλησιαστικής ιστοριογραφίας και εμπνευστής ανωτάτων εκπαιδευτηρίων στη μεσαιωνική Ευρώπη. Γεννήθηκε περί το 672/673 στην περιοχή του Τζάρροου της Αγγλίας, όπου έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ως ιερομόναχος στην παρακείμενη μονή του Αγίου Παύλου, και πέθανε το 735. Διακρίθηκε για την πολυμάθεια και τη γλωσσομάθειά του χάρη στην οποία συνέταξε σχόλια σε βιβλικά κείμενα. Κυρίως έ- μεινε πασίγνωστος για το περίφημο έργο του Εκκλησιαστική Ιστορία του Αγγλικού Έθνους, (731), καθώς και για το επιστημονικό του σύγγραμμα Περί καταγραφής του χρόνου, με τα οποία θεμελιώθηκε η ιστοριογραφία στη Δυτική Ευρώπη. Στον Βέδα οφείλεται η έμπνευση της πρωτοβουλίας του μαθητή του, αρχιεπισκόπου Εγκμπερτ, να ιδρύσει εκπαιδευτήριο στην Υόρκη, από όπου αποφοίτησε ο Αλκουίνος*, ο αναμορφωτής της παιδείας στη μεσαιωνική Ευρώπη και πρωτεργάτης της καρολίγγειας αναγέννησης. Βιβλιογρ.: Opera historica, 2 τόμ., Oxford, 1896, 1975'.- Bede-his lile, times and writings. A. W. Thomson, Oxford, '.- G. F. Browe, The Venerable Bede, London, 1928'.- 0. P. Meyaert. Bede and Gregory the Great, Jarrow /Durham Μάριος Π. Μπέγζος "Βέδες". Βιβλία Γνώσης. Οι Ινδοί κατέχουν ένα σύνολο ιερών ύμνων, που αποκαλούνται Βέδες και οι οποίοι έχουν γραφεί στη "βεδική", μια αρχαϊκή μορφή σανσκριτικών. Αυτές αποτελούνται από τέσσερις συλλογές (Samhitas): Τη Ρίγκ Βέδα (Στίχοι θυσίας), τη Γιατζούρ Βέδα (Τύποι θυσίας), τη Σάμα Βέδα (Μελωδίες) και την Ατάρβα Βέδα (Μαγικοί τύποι), η καθεμιά από τις οποίες διαιρείται σε τέσσερα μέρη: Μάντρας' (πρωταρχικοί ήχοι), Βραχμάνες' (τελετουργικά κείμενα), Αρανιάκες (κείμενα του δάσους: μυστικά κείμενα άσκησης) και Ουπανισάδες' (φιλοσοφικά συγγράμματα). Οι δύο από αυτές τις συλλογές, η Ριγκ Βέδα, η αρχαιότερη, με 1028 ύμνους, και η Ατάρβα Βέδα, με 731 ύμνους, είναι πρωτότυπα έργα. Οι άλλες δύο συλλογές είναι ποιήματα που στηρίζονται, αναπτύσσουν ή ερμηνεύουν θέματα από τις δύο προηγούμενες. Όλοι αυτοί οι ύμνοι διατηρήθηκαν μέσα από την προφορική παράδοση και μεταδόθηκαν από δάσκαλο σε μαθητή, σε μια αδιάσπαστη αλυσίδα, από την εποχή που η γραφή ήταν άγνωστη, όπως ακριβώς και τα δικά μας Ομηρικά έπη. Η Βεδική αυτή περίοδος, κατά την οποία συνετέθησαν αυτοί οι ύμνοι, κυμαίνεται από το 2500 μέχρι το 600 π.χ. Φαίνεται ότι είναι, μαζί με τους Ορφικούς Υμνους (βλ. λ. Ορφισμός), οι αρχαιότεροι θρησκευτικοί ύμνοι της ανθρωπότητας. Οι ύμνοι της Ριγκ Βέδα είναι ως επί το πλείστον εξυμνήσεις διαφόρων θεοτήτων, που συνήθως είναι προσωποποιήσεις φυσικών δυνάμεων και φαινομένων, όπως του ήλιου (surya), του ανέμου (vayu), της αυγής (usas) και της φωτιάς (agni). Εξυμνούν το μεγαλείο και τη δύναμη, το μυστήριο της φύσης, τα κατορθώματα των θεών, και περιέχουν επικλήσεις για βοήθεια, για εύνοια και χάρη. Οι επικλήσεις ζητούν κυρίως υλική βοήθεια, όπως είναι η μακροζωία, η τεκνοποίηση, η απόκτηση κοπαδιών, χρυσαφιού κ.λπ. Σπάνια οι ύμνοι αυτοί α- ναφέρονται σε πνευματικά αγαθά, όπως μια θέση στον παράδεισο. Αντίθετα, οι ύμνοι της Ατάρβα Βέδα αναφέρονται σε περιγραφές κατασκευής φυλαχτών, ξόρκια δαιμόνων, φίλτρα για τη ζήλεια και την ερωτική επιτυχία, φυλαχτά για την προστασία του σπιτιού, της υγείας, της τύχης στα παιγνίδια, της επιτυχίας στις συναλλαγές, της συγχώρησης αμαρτημάτων κ.λπ. Αλλά όλοι αυτοί οι ύμνοι από τις Βέδες, και οι προσευχές καθ' εαυτές, δεν στηρίζονταν κυρίως στην εύνοια των θεών, αλλά στην πληρότητα των προσφορών και των θυσιών και στην ακρίβεια της ίδιας της ιεροτελεστίας, όπου μόνο κατά τη διάρκειά της μπορούσαν να ψαλούν, να εκφρασθούν και να ενεργοποιηθούν. Δεν μπορούμε να ξέρουμε αν απ' αρχής οι ύμνοι αυτοί είχαν συνδεθεί και ψάλλονταν μόνο κατά τη διάρκεια των τελετών και των θυσιών, αλλά αν κρίνουμε από τις Βραχμάνες', που συντέθηκαν αργότερα και αποτέλεσαν ε- πεξηγηματικά παραρτήματα των ύμνων, βλέπουμε να υποδεικνύουν, με αυθεντικό και απόλυτο τρόπο, τόσο τη θέση αυτών των ύμνων στην τελετουργική διαδικασία, όσο και τον τόνο, τις χειρονομίες και τις συνθήκες εκφώνησής τους. Οδηγούμεθα έτσι στο συμπέρα- 221

222 θελτιοδοξία σμα ότι η βεδική περίοδος δημιούργησε μια περίεργη αντίληψη θρησκευτικότητας που δεν τη συναντάμε πουθενά αλλού. Πολλές από τις τελετουργικές μορφές θυσίας (yajna) απαιτούσαν μεγάλο αριθμό ιερέων, αφθονία υλικών (βούτυρο, ρύζι. γάλα, ζώα κ.λπ.) και έπρεπε να εκτελούνται με ακρίβεια σε ορισμένες ώρες από μέρα σε μέρα, για μήνες ολόκληρους, ακόμα και για δέκα ή δώδεκα ολόκληρα χρόνια. Και η πιο μικρή παράβαση των διαδικασιών και' των λεπτομερειών που προσδιόριζαν οι Βραχμάνες', μπορούσε να καταστρέψει ολόκληρο το προσδοκώμενο από τη θυσία αποτέλεσμα. Αν όμως το τέλεσμα αυτό μπορούσε να διεξαχθεί σύμφωνα με τους αναφερόμενους τύπους, τότε τα υλικά αποτελέσματα θα εμφανίζονταν υποχρεωτικά, ανεξάρτητα ακόμα και από τη θέληση των θεών στους οποίους απευθύνονταν. Οι θυσίες εμφανίζονται εδώ ισχυρότερες από τους ίδιους τους θεούς. Οι Βέδες πιστεύτηκε ότι περιείχαν και αποκάλυπταν μια τέτοια υπερφυσική δύναμη που τις απέκοψε από οποιονδήποτε ανθρώπινο δημιουργό και αναπτύχθηκε η πίστη ότι έπρεπε να υπάρχουν από την αρχή της δημιουργίας. Στην ουσία θεοποιήθηκαν αυτές οι ίδιες οι Βέδες, αφού κατείχαν τους μυστικούς νόμους λειτουργίας του σύμπαντος. Το γεγονός ότι οι ιερείς (Βραχμάνοι*) αναδείχτηκαν πια σαν οι μόνοι προορισμένοι και ικανοί να τελούν όλες αυτές τις θρησκευτικές πράξεις, τους εξασφάλισε ένα προνομιούχο μονοπώλιο ανεπανάληπτο στον κόσμο. Τόσο που η δεύτερη αυτή μορφή του Ινδουισμού', με όλα τα θετικά της και τα αρνητικά της, ονομάστηκε Βραχμανισμό Ετσι η ινδική φιλοσοφία εξελίχθηκε και μεταμορφώθηκε με τον καιρό, και παραδοσιακά διαιρείται σε τέσσερις κύριες περιόδους: α) Τη βεδική περίοδο, από την οποία προέρχονται οι τέσσερις Βέδες. Είναι η περίοδος όπου πάνω στις επιχώριες παραδόσεις οι Αριοί έφεραν στις Ινδίες μια διπολική μορφή θείας ιεραρχίας, τους Ντέβας και τους Ασούρας, και τις λατρείες του πυρός, της θυσίας ζώων και την τελετουργική χρήση και σπονδή ενός μεθυστικού ποτού που το αποκαλούσαν "σόμα". Η ιδέα ότι η πολλαπλότητα του κόσμου προέρχεται από μια μονάδα εμφανίζεται την περίοδο αυτή, όπως επίσης η έννοια του κάρμα* και της επαναγέννησης. Η ιδέα επίσης ότι ανάμεου στους ανθρώπους και στα ζώα ή στα άλλα όντα δεν υπάρχει διαφορά φύσης, αλλά διαβαθμίσεων, εμφανίστηκε στην ύστερη Βεδική εποχή, β) Την επική περίοδο (600 π.χ μ.χ.). Μας άφησε τη Ραμαγιάνα', τη ΜαχαμπαράταΓ και τη Μπαγκαβάντ Γκιτά' που είναι τμήμα της Μαχαμπαράτα. Η τελευταία είναι το πλέον περιεκτικό βιβ> ί της περιόδου αυτής και αποτελεί μια σύνθεση των μέχρι τότε φιλοσοφικών θέσεων. Ο Βουδισμός*, ο Γιανισμός* και οι έξι ορθόδοξες φιλοσοφικές σχολές αναπτύχθηκαν αυτή την περίοδο, γ) Την περίοδο των Σούτρας*, που συμπίπτει με την πρωτοχριστιανική εποχή. Μας κληρονόμησε τη βεντάντα* και την Αντβάιτα*. Η Βεντάντα' Σούτρα του Μπανταραγιάνα, είναι το πιο γνωστό έργο αυτής της εποχής. Και δ) Τη σχολαστική περίοδο, που φθάνει μέχρι περίπου τον 17ο αιώνα, όπου η φιλοσοφική αναζήτηση είχε μια παρακμή, για να αναζήσει και πάλι στη σύγχρονη εποχή με τον Ραμακρίσνα*, τον Βιβεκανάντα* και τον Αουρομπίντο*. Βιβλιογρ.: Βασ. Βιτσαξής, Ο στοχασμός και η πίστη (Αρχαιότητα - Χριστιανισμός), 2 τ.. Εστία, Αθήνα, Δημ. Βελισοαρόπουλος. Ιστορία της ινδικής φιλοσοφίας. Δωδώνη. Αθήνα-Γιάννινα, 1992". Ε. Λιακόπουλος βελτιοδοξία. Φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία ο κόσμος βελτιώνεται από ημέρα σε ημέρα, και από τον άνθρωπο εξαρτάται η καλυτέρευση του εαυτού του και της ζωής του (βλ. λ. αισιοδοξία και απαισιοδοξία). Απ. Τζ. Βέμπερ Αλφρεντ (Weber Alfred, ). Γερμανός κοινωνιολόγος, αδελφός του Max Weber*, ασχολήθηκε κυρίως με τη μελέτη της φύσης διάφορων πολιτισμών και ειδικότερα με την κρίση του δυτικού πολιτισμού. Στο έργο του συναντούμε εκ νέου τη διάκριση στην οποία είχε προβεί και ο Max Weber μεταξύ τεχνικού και πνευματικού πολιτισμού (Kultur). Πρόκειται στην ουσία για διάκριση μεταξύ θετικής γνώσης και των ιδιαίτερων δημιουργημάτων του πνεύματος, που αποτελούν την έκφραση της ψυχής ενός λαού. Η κοινωνιολογία του Α. Weber θα μ: ορούσε να χαρακτηρισθεί ως μια μορφή διαμαρτυρίας κατά του τεχνικού πολιτισμού, του οποίου ο θρίαμβος σημαίνει στην ουσία επιστροφή στη βαρβαρότητα. Στόχος του είναι να καταδείξει την αυτοτέλεια της εξέλιξης του πνευματικού πολιτισμού. Οι πολιτισμοί, σύμφωνα με τον Α. Weber, έχουν τη δική τους μορφή και δυναμική, δηλαδή συγκροτούν"., εξελίσσονται και αποσυντίθενται με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτη- 222

223 Βέμπερ ριστικά τους. Η πρόοδος της επιστήμης, δηλαδή του τεχνικού πολιτισμού δεν απ τελεί εγγύηση για τον εμπλουτισμό του πνευματικού πολιτισμού. Η σημερινή εποχή του τεχνικού πολιτισμού χαρακτηρίζεται από αχαλίνωτο ε- γωισμό και απουσία πνευματικών ανησυχιών. Το ερώτημα στο οποίο καλείται να απαντήσει η κοινωνιολογία, σύμφωνα με τον Α. Weber, είναι ερώτημα σχετικό με το μέλ ον των (πνευματικών) πολιτισμών: βρισκόμασ ο μπροστά σε αποσύνθεση ή σε μια νέα σύνθεση τους; Εργα του: Ideen zur Kultursoziologie, Karlsruhe, 1927, Kulturgeschichte als kultursoziologie, Muenchen, Βιβλιογρ.: Aran Α.. Η σύγχρονη γερμανική κοινωνιολογία. εκδ. Ε.Κ.Κ.Ε.. Αθήνα Χρ. Νόβα - Καλτσούνη Βέμπερ Μαξ (Weber Max, ). "ερμανός κοινωνικός επιστήμονας, γνωστός για την ευρυμάθεια και τα πολύπλευρα επιστημονικά του ενδιαφέροντα, άφησε ένα έργο πλούσιο και ποικίλο, το οποίο θα μπορούσε να ταξινομηθεί στις εξής κατηγορίες: 1. Μελέτες μεθοδολογίας, κριτικής και φιλοσοφίας, 2. Ιστορικά έργα, 3. Μελέτες Κοινωνιολογίας της θρησκείας, 4. Πραγματεία γενικής Κοινωνιολογίας με τίτλο Οικονομία και Κοινωνία. Το πρόβλημα που ανακύπτει για έναν επιστήμονα είναι το πρόβλημα της αντικειμενικότητας. Πώς μπορεί ένας επιστήμονας να είναι φανατικός με το αντικείμενό του και να είναι συγχρόνως αμερόληπτος; Πώς μπορεί να υ- πάρξει αντικειμενική επιστήμη, όταν αυτή, από τον ίδιο τον Weber, ορίζεται ως η προσπάθεια κατανόησης (Verstehen) της ανθρώπινης ράσης, συστατικό στοιχείο της οποίας είναι οι αξίες; Την αντινομία αυτή ο Weber προσπαθεί να υ- περβεί με τη σφυρηλάτηση δύο σημαντικών εννοιών: "αξιολογική κρίση" (Werturteil) και "σχέση προς τις αξίες" (Wer'beziehung). Η α- ξιολογική κρίση είναι η προσωπική εκτίμηση του καθενός και φανερώνει τη στάση που τηρεί απέναντι σε μια αξία. Μπορεί κάποιος να αξιολογεί μια αξία ως σημαντική ή να την α- πορρίπτει. Η σχέση προς τις αξίες είναι θέμα αν ξάρτητο από τη στάση απέναντι σε μια συγκεκριμένη αξία. Για παράδειγμα, όταν ένας ε- πιστήμονας επιλέγει να προσεγγίσει επιστημονικά την Α ή Β αξία, μπορεί η επιλογή αυτή να γίνεται με κριτήριο την αξιολογική κρίση, η επιστημονική προσέγγιση όμως της συγκεκριμένης αξίας, στη συνέχεια, προϋποθέτει την α- ποστασιοποίηση του επιστήμονα από την αξιολογική του κρίση και μελέτη της όχι αναφορικά με τον ίδιο και τη σημασία που αυτός της αποδίδει, αλλά σε σχέση με τους ανθρώπους που τη βίωσαν και τη σημασία που εκείνοι της έδωσαν. Με τη μέθοδο αυτή ο Weber θεώρησε ότι έλυνε και ένα από τα βασικότερα ερωτήματα που τον βασάνιζαν: πώς μπορεί κανείς να είναι αντικειμενικός επιστήμονας (σχέση προς τις αξίες) και συγχρόνως άνθρωπος της πολιτικής (αξιολογική κρίση), όπως ο ίδιος ήθελε να είναι; Βασικό εργαλείο κατανόησης της δράσης και γενικά της ιστορικής-κοινωνικής πραγματικότητας στη βεμπεριανή θεωρία είναι ο "ιδεατός τύπος". Ο ιδεατός τύπος είναι μια νοητική κατασκευή (Gedankengebildung), μια νοητή ανασυγκρότηση ενός κοινωνικού φαινομένου, μιας ιστορικής-κοινωνικής πραγματικότητας ή ενός ιστορικού ατόμου. Ο κοινωνιολόγος επιλέγει για την avac υγκρότηση αυτή fvav ορισμένο αριθμό γνωρισμάτων του φακ. μένου ή της πραγματικότητας, χωρίς ποτέ να είναι δυνατή η ακριβής, η πραγματική απόδοσή της. Η ανασυγκρότηση παραμένει μια μερική απόδοση του όλου. Η νοητική αυτή κατασκευή είναι απαραίτητο εργαλείο της κατανόησης. Κι αυτό γιατί οι διάφοροι τύποι φαινομένων, ατόμων ή ιστορικής-κοινωνικής πραγματικότητας δεν εμφανίζονται αμιγείς, αλλά μεικτοί. Αυτό σημαίνει πως θα πρέπει να ορίσουμε τον καθένα με ακρίβεια, προκειμένου να τον κατανοήσουμε. Αν πάρουμε ως παράδειγμα τους ιδεότυπους της εξουσίας (έλλογη/νό >η, ρισματική, παραδοσιακή), θα παρατηρήσουμε πως κανένας από τους τύπους αυτούς δεν υπάρχει αμιγής στην πραγματικότητα, αλλά μπορούμε να τους συναντήσουμε μεικτούς. Για τον λόγο αυτό θα πρέπει σε ένα πολιτικοκοινωνικό καθεστώς (π.χ. νόμιμη / έλλογη και παραδοσιακή εξουσία) να απομονώσουμε τα επιμέρους στοιχεία του για χάρη της κατανόησης Το πολύκροτο έργο του Προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού προσέδωσε στον Μ. Weber ον χαρακτηρισμό "ο Μαρξ της αστικής τάξης". Αφετηρία του έργου αυτού πετέλεσε το ερώτημα: "γιατί ο καπιταλισμός αναπτύχθηκε στη Δυτική Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική και πουθενά αλλού στον κ.σμο" Η απάντηση που δίνει ο Μ. Weber συνοψίζεται 223

224 Βεμπλέν στο ότι τα δύο βασικά στοιχεία της προτεσταντικής ηθικής -ο ασκητικός τρόπος ζωής και η επιδίωξη της επαγγελματικής επιτυχίας- ευνόησαν να αναπτυχθούν οι προϋποθέσεις εκείνες που αποτελούν τη βάση της λογικής του καπιταλισμού: συσσώρευση πλούτου και επανεπένδυση. Δηλαδή ο τρόπος ζωής που επέβαλε η καλβινική ηθική ωθούσε τους πιστούς να συμπεριφέρονται σύμφωνα με το πνεύμα του καπιταλισμού στη φάση της εδραίωσής του. Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ο Weber είναι πως οι οικονομικές συνθήκες που επικρατούν σε μια χώρα δεν αποτελούν αποφασιστικής σημασίας παράγοντα για την ανάπτυξη του καπιταλισμού, αλλά απαιτούνται και άλλα στοιχεία για να συμβεί αυτό. Τα στοιχεία αυτά αναφέρονται στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου και ειδικότερα στις αξίες του. Οταν ο Weber τονίζει τον ρόλο των αξιών, στην προκειμένη περίπτωση των θρησκειών, στην ανάπτυξη και εδραίωση του καπιταλισμού, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν αναγνωρίζει τη σπουδαιότητα του ρόλου της οικονομικής πραγματικότητας. Η επισήμανση ενός άλλου παράγοντα πολιτισμικού δεν είχε την πρόθεση, όπως ο ίδιος παρατηρεί, να αντικαταστήσει τον οικονομικό ντετερμινισμό της μαρξιστικής θεωρίας με έναν άλλο, πολιτισμικό, ντετερμινισμό, αλλά να καταδείξει την αμοιβαία σχέση μεταξύ των δύο αυτών στοιχείων (βάσης και εποικοδομήματος) στη διαμόρφωση και μεταβολή της κοινωνικής πραγματικότητας. Έργα του: Weber Μ., Gesammelte Aufsaetze zur Wissenschaftslehre, J. C. B. Mohr, Tuebingen Weber M Wirtschaft und Gesellschaft, J. C. B. Mohr, Tuebingen Weber M., Gesammelte Aufsaetze zur Religionssoziologie, J. C. B. Mohr, Tuebingen fif Weber M Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού, Gutenberg, Weber Μ., Δοκίμια επί της θεωρίας των Κοινωνικών Επιστημών, Εθν. Κέντρο Κοιν. Ερευνών, Βιβλιογρ.: Aron R.. Η εξέλιξη της κοινωνιολογικής σκέψης. 2 τόμοι (2ος), εκδ. Γνώση, Αθήνα Χρ. Νόβα - ιαλτσούνη Βεμπλέν (Veblen) Θόρσταιν ( , Ουισκόνσιν , Καλιφόρνια). Αμερικανός κοινωνιολόγος και οικονομολόγος. Δίδαξε σε διάφορα πανεπιστήμια της Αμερικής. Έδωσε ι- διαίτερη βαρύτητα στο είδος της εργασίας που επιτελεί το άτομο και στις τεχνικές που συνοδεύουν την εργασία αυτή. Υποστήριξε τη στενή σχέση μεταξύ πολιτισμού και υποκείμενης τεχνολογίας, ενώ χαρακτήρισε την κοινωνία σαν μια μηχανή εργοστασίου της οποίας τα δομικά στοιχεία αποτελούν οι οικονομικοί θεσμοί. Η πνευματική προσαρμογή των ατόμων στις τεχνολογικές αλλαγές της παραγωγικής διαδικασίας, αναγκαία για την εξέλιξη της κοινωνίας, συμβαίνει με αργούς ρυθμούς, ειδικά όσον αφορά στις τάξεις εκείνες που δεν συμμετέχουν άμεσα στην παραγωγή. Τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η "τάξη της σχόλης", έννοια που εισήγαγε ο ίδιος και ανέλυσε στο πρώτο και πλέον επιτυχημένο βιβλίο του [The Theory of the Leisure Class, 1899). Πρόκειται για μια τάξη που συναντάται όλες τις ε- ποχές και της οποίας τα μέλη δεν ασχολούνται με χειρωνακτικές εργασίες αλλά με επαγγέλματα που προσδίδουν κύρος και γόητρο, όπως τα στρατιωτικά (π.χ. φεουδάρχες), θρησκευτικά κ.ά. Η "σχόλη" δεν σημαίνει έτσι αδράνεια και τεμπελιά αλλά μη παραγωγική χρήση του χρόνου. "Η αποχή από την εργασία", σημειώνει ο ίδιος, "αποτελεί συμβατική ένδειξη πλούτου και συνιστά συμβατικό σημάδι κοινωνικής θέσης". Η "εμφανής σχόλη" και η "επιδεικτική κατανάλωση" συνιστούν στοιχεία που προσδίδουν εκτίμηση στους ανθρώπους, πράγμα που καθορίζει την κοινωνική τους θέση. Οπως έχει παρατηρήσει ο καθηγητής Δ. Τσαούσης (Η κοινωνία του ανθρώπου, Gutenberg, Αθήνα, 1983), η ανάλυση του Βεμπλέν για την τάξη της σχόλης παρουσιάζει αναλογίες με την έννοια της κοινωνικής θέσης όπως την όρισε ο Μαξ Βέμπερ*, όταν προσδιόριζε ότι οι ομάδες κοινωνικής θέσης (status) στρωματώνονται σε σχέση όχι προς την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής αλλά προς την καταναλωτική δύναμη που αυτές διαθέτουν. Ο Βεμπλέν ε- ξέτασε επίσης την έννοια του "επιπέδου ζωής" παρατηρώντας εύστοχα ότι, αφού αποτελεί συνήθεια, το επίπεδο ζωής δύσκολα συμπιέζεται, ενώ ταυτόχρονα διευκρίνιζε ότι η κατάκτηση γοήτρου βρίσκεται στο στοιχείο της "σπατάλης" χρόνου και αγαθών. Η θεωρία του θεωρείται ότι ενέχει προφητικά στοιχεία για την α- νάλυση των σύγχρονων καταναλωτικών κοινωνιών, ενώ η επίδρασή της στην κοινωνιολογική σκέψη (ιδιαίτερα την αμερικανική) υπήρξε σημαντική. Σημαντικότερα έργα: Η θεωρία της αργόσχολης τάξης, 1899 (ελλ. μετ. στις εκδόσεις Κάλβος, Αθήνα, 1982) Η θούρια της εμπορικής επιχείρησης Το ένστικτο της εργασιμότητας, Η θέση της επιστήμης στον 224

225 Βενιαμίν Λέσβιος σύγχρονο πολιτισμό. 1919' Η απουσιάζουσα ιδιοκτησία και η εμπορική επιχείρηση στη σύγχρονη εποχή, Δημ. Τσατσούλης Βενιαμίν Λέσβιος (1759, Πλωμάρι Μυτιλήνης , Ναύπλιο). Επώνυμο Γεωργαντής, Γεωργαντέλλης ή Καρρές, και όνομα, κατά πάσα πιθανότητα, Βασίλειος. Γεννήθηκε το 1759 στο ορεινό Πλωμάρι της Μυτιλήνης, το σημερινό Καμμένο Χωριό. Σε ηλικία δέκα επτά χρονών ο Βενιαμίν φεύγει για το Αγιον Όρος και, αργότερα, ως ιερομόναχος στη μονή του Παντοκράτορα, ακολουθεί τον θείο του, ηγούμενο στο μετόχι του Αγίου Νικολάου στις Κυδωνίες της Μ. Ασίας. Εκεί ο Βενιαμίν φοιτά στη σχολή του I. Οικονόμου, που τον παίρνει κάτω από την προστασία του στέλνοντάς τον στις σχολές της Πάτμου και της Χίου και ύστερα για δέκα χρόνια στη Δυτική Ευρώπη, στην Πίζα πρώτα και μετά στο Παρίσι. Στην Εκόλ Πολυτεκνίκ, ο Βενιαμίν μελετά τα έργα του Κοντιγιάκ* και των ιδεολόγων, τα μαθηματικά συγγράμματα του Λαγκράντ και τη χημεία του Λαβουαζιέ. Στις Κυδωνίες, ο Βενιαμίν επιστρέφει το 1798, περίπου, αφού προηγουμένως είχε ε- πισκεφθεί το περίφημο για την εποχή του τηλεσκόπιο του Β. Χέρτσελ στο Γκρίνουϊτς. Ως το 1812 ο Βενιαμίν διδάσκει στη νέα Ακαδημία των Κυδωνιών, που προσελκύει μαθητές απ' όλο τον βαλκανικό χώρο. Τις παραδόσεις του στην Ακαδημία των Κυδωνιών απαρτίζουν τα έργα του: Στοιχεία Μεταφυσικής (Βιέννη, 1820), Στοιχεία Ηθικής (ανέκδοτο), Στοιχεία Φυσικής (ανέκδοτο), Στοιχεία Γεωμετρίας (Βιέννη, 1820), Στοιχεία Αριθμητικής (Βιέννη, 1818), Στοιχεία Αλγεβρας (ανέκδοτο), Τριγωνομετρία (ανέκδοτο). Από το 1803 ο Βενιαμίν δέχεται επιθέσεις αντιφρονούντων, αναγκάζεται να απολογηθεί στο Πατριαρχείο και αποχωρεί από την Ακαδημία των Κυδωνιών. Στη συνέχεια, πηγαίνει για λίγο στην Κωνσταντινούπολη και Μυτιλήνη και στα 1818 δέχεται τη θέση του σχολάρχη στην Ακαδημία του Βουκουρεστίου και τον επόμενο χρόνο του Ιασίου. Μυείται στη φιλική Εταιρεία και από τη Σμύρνη, όπου βρίσκεται για μικρό χρονικό διάστημα, αρχίζει την ενεργό του ανάμειξη στον Αγώνα. Βουλευτής στην Α' Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, αντιπρόσωπος της πελοποννησιακής Γερουσίας, μέλος της Αρμοστείας του Αιγαίου, ο Βενιαμίν πεθαίνει στο Ναύπλιο το 1824 σε επιδημία τύφου. Το έργο του Βενιαμίν τον καθιστά ένα σημαντικό σταθμό του νεοελληνικού φιλοσοφικού και επιστημονικού στοχασμού. Εκφραστής της γαλλικής φιλοσοφικής και επιστημονικής διανόησης, παρακολουθεί τη γαλλική φιλοσοφία από τον Καρτέσιο* μέχρι τον Μαιν ντε Μπιράν* ενσωματώνοντας την ιδεολογία του Ντεστύτ ντε Τρασύ* και τις θεωρίες του Ζ. Καμπανίς*. Στον τομέα της ηθικής και της πολιτικής θεωρίας ο Βενιαμίν ακολουθεί τις θεωρίες του Χιουμ*, του Ελβέτιου* και του Χόλμπαχ*, κυρίως για την αξία των παθών και τον ρυθμιστικό τους χαρακτήρα για τη ζωή του ανθρώπου - με την αντιστοιχία ανάμεσα στα φυσικά χρέη και στα φυσικά δικαιώματα του ανθρώπου και τις αντιλήψεις του για τον νόμο, ο Βενιαμίν βρίσκεται κοντά στη σκέψη του Μοντεσκιέ* και των γάλλων φυσιοκρατών. Ωστόσο, η σύνδεση της ηθικής με τη γνωσιολογία, οι ερμηνείες των εννοιών της αρετής και της ελευθερίας, όπως και οι αναλύσεις του Βενιαμίν των διαφόρων πολιτειακών μορφών είναι καθαρά αριστοτελικές. Παρόλο που αμφισβητεί την αριστοτελική έξαρση της δημοκρατίας, ο Βενιαμίν πιστεύει ότι καμιά μορφή πολιτείας δεν είναι τέλεια, και δε χάνει καθόλου την εμπιστοσύνη του στην πρόοδο του ανθρώπου. Τόσο στη γνωσιολογία του όσο και στη φυσική του θεολογία, δεν υπάρχει μοναστική αναγωγή. Απομακρυσμένος από κάθε σκεπτικισμό, ο Βενιαμίν αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στον εμπειρισμό* και τον ιδεαλισμό*, ενώ στη φυσική θεολογία απορρίπτει τις υλιστικές θεωρίες του καιρού του και οδηγείται τελικά στην καρτεσιανή άποψη των δύο ουσιών. Στο φυσιογνωστικό πεδίο ο Βενιαμίν προτείνει την υπόθεση του «πανταχηκινήτου», η οποία διέπει όλα τα ψυχικά και φυσικά φαινόμενα και με την οποία προσπαθεί ν" αναιρέσει το νόμο της βαρύτητας του Νεύτωνα*. Η υπόθεση αυτή του Βενιαμίν συνδέεται, αφενός με την αριστοτελική θεωρία της κινητικότητας της ύλης και, αφετέρου, περιέχει τη δυναμική έννοια της ενέργειας, που άνοιξε καινούριους δρόμους στη νεότερη θεωρία της ύλης. Στη θεωρία αυτή του «πανταχηκινήτου» διαφαίνεται και η αντίληψη του Βενιαμίν για την αδιάκοπη συνέχεια φιλοσοφίας και επιστήμης. Βιβλιογρ.: I. Μουτζούρης, Βενιαμίν ο Λέσβιος, οι κατήγοροι των ιδεών του και η Μεγάλη Εκκλησία. Αθήνα, 1982, σελ Ρωξάνη Δ. Αργυροπούλου, Ο Βενιαμίν Λέσβιος και η ευρωπαϊκή σκέψη του 18ου αιώνα (διδακτορική διατριβή), Αθήνα. 1983, σελ Γ. Βαλέτας, Βενιαμικά, Μυτιλήνη, 1982, σελ Θανάσης Παπαδόπουλος, Οι φιλοσοφικές και κοινωνικο-πολιτικές αντιλήψεις του Βενιαμίν Λέσβου, Αθήνα, 1983, σελ Ρωξάνη Δ. Αργυροπούλου φ.λ., α

226 βεντάντα βεντάντα (σανσκ. Vedanta). Η έκτη και η πλέον γνωστή από τις έξι ορθόδοξες σχολές της Ινδικής φιλοσοφίας (βλ. Αντβάιτα). Η λέξη σημαίνει το τέλος (anta), το απόγειο ή την κατάληξη της γνώσης, δηλαδή προς το τελευταίο μέρος από τις Βέδες*, τις Ουπανισάδες. Η κεντρική ιδέα της σχολής είναι ότι ο Θεός (Βράχμαν*) και η ψυχή (άτμαν*) είναι ένα. Το Βράχμαν, το Υπέρτατο Είναι κατά τις Ουπανισάδες, εθεωρείτο διάφορο και πολύ ανώτερο από τους θεούς, όπως ο Βισνού* ή ο Σίβά*. Ο Σανκάρα*, ο μέγιστος των ορθόδοξων Ινδών φιλοσόφων, οδηγήθηκε με τη θεωρία του περί μη δυϊσμού (Αντβάιτα*) στη θέση ότι δεν υπάρχουν δύο βασικές πραγματικότητες, αλλά μία, δηλαδή το Βράχμαν. Η περιγραφή του Απόλυτου γίνεται από τον Σανκάρα με αφαιρέσεις: δεν έχει ποιότητες ή μέρη δεν έχει όρια - δεν ενεργεί" δεν έχει συνείδηση του "εγώ" ή του "εσύ" δεν περιορίζεται από τον χρόνο" δεν μεταβάλλεται. Τα μόνα χαρακτηριστικά που μπορεί κανείς να πει ότι έχει είναι: ύπαρξη (sat), συνείδηση (cit) και ευδαιμονία (ananda). Οσον αφορά στην ψυχή (atman), αυτή έχει επικαλυφθεί από πέπλα άγνοιας και η αληθινή της φύση μπορεί να αποκαλυφθεί μόνο με την α- φαίρεσή τους, όπως όταν καθαρίζουμε μια α- γκινάρα. Το εξώτερο πέπλο είναι το σώμα. Κάθε πέπλο είναι το αποτέλεσμα μιας επιβάρυνσης που προέρχεται από τη δράση μας (κάρμα*) αυτής της ζωής ή κάποιας προηγούμενης. Με την πιστή άσκηση αρετής, ευσέβειας και διαλογισμού, τα πέπλα, ένα ένα, αποβάλλονται, μέχρις ότου αναγνωρίσουμε την Υπέρτατη Ψυχή. Βιβλιογρ.: Βαα Βιτσαξής. Ο στοχασμός και η πίστη (Αρχαιότητα - Χριστιανισμός). 2 τ.. Εστία, Αθήνα, Δημ. Βελισσαρόπουλος, Ιστορία της ινδικής φιλοσοφίας, Δωδώνη, Αθήνα - Γιόννινα, 1992". Ε. Λιακόπουλος Βεντένσκι Αλεξάντρ Ιβάνοβιτς ( ). Ρώσος φιλόσοφος και ψυχολόγος, καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Πέτερμπουργκ, πρόεδρος του φιλοσοφικού ομίλου του Πέτερμπουργκ. Στη διατριβή του Δοκίμιο δόμησης της θεωρίας της ύλης επί των αρχών της κριτικής φιλοσοφίας (μέρος I, 1888), ανέπτυξε τις ιδέες της καντιανής φιλοσοφίας, αποκαλώντας το φιλοσοφικό του σύστημα "Λογικισμό". Στο έργο του Περί των ορίων και των γνωρισμάτων της εμψυχώσεως (1892), υποστήριζε ότι η ψυχική ζωή του άλλου δεν διαθέτει αντικειμενικά γνωρίσματα, γι' αυτό και αποτελεί κάτι το αναπόδεικτο. Με αφετηρία αυτή τη θέση, στο έργο του Η ψυχολογία απαλλαγμένη από κάθε μεταφυσική, επέκρινε την εμπειρική πειραματική ψυχολογία. Ο Βεντένσκι ήταν πολέμιος του υλισμού και του αθεϊσμού. Μετά την επανάσταση του Οκτώβρη (1917) στη Ρωσία, αντιτίθεται μαζί με άλλους στις επιλογές του νέου καθεστώτος και την κυρίαρχη ι- δεολογία (τον μαρξισμό). Οπως στον τομέα της ψυχολογίας, έτσι και στον τομέα της λογικής παραμένει συνεπής ιδεαλιστής. Σημαντικότερο έργο στον τομέα αυτόν ήταν Η λογική ως μέρος της θεωρίας της γνώσης (1909). Αλλα σημαντικά έργα του: Ατομισμός και ε- νεργητισμός (εξ αφορμής του λόγου του Β. Οσβαλντ: Το ανυπόστατο του επιστημονικού υλισμού), Αγ. Πετρούπολη, Η διαμάχη περί ελευθερίας της βούλησης ενώπιον του δικαστηρίου της κριτικής φιλοσοφίας, στο περιοδικό του Υπουργείου λαϊκής επιμόρφωσης, μέρος 337, Οκτώβριος Περί αθεϊσμού στη φιλοσοφία του Σπινόζα, στο περιοδικό "Ζητήματα φιλοσοφίας και ψυχολογίας", βιβλίο 2 (37). Ευόγγ. Μανουρός Βερνάντσκι Βλαντίμιρ Ιβάνοβιτς ( , Πετρούπολη , Μόσχα). Ρώσος φυσιοδίφης και στοχαστής με ευρύτατο φάσμα διεπιστημονικών, επιστημολογικών και φιλοσοφικών ενδιαφερόντων, θεμελιωτής της γεωχημείας, της βιογεωχημείας, της βιογεωλογίας και της θεωρίας περί "βιόσφαιρας" και "νοοσφαίρας". Η τελευταία συγκροτήθηκε από τον Βερνάντσκι μέσω της συνθετικής γενίκευσης των πορισμάτων του από τη βιογεωχημεία και την ιστορία των επιστημών. Ο Βερνάντσκι είναι ένας από τους θεμελιωτές της γενετικής μεταλλειολογίας και της ραδιογεωλογίας με σημαντική συμβολή στην κρυσταλλογραφία, στην ιστορία και μεθοδολογία των επιστημών, στην τεκμηρίωση της σύγχρονης οικολογίας κ.ά. Η διεπιστημονική δραστηριότητά του προσέδιδε στον φιλοσοφικό στοχασμό του μάλλον αυθόρμητο υλιστικό και διαλεκτικό χαρακτήρα μέσα από πληθώρα θεωρητικών προβλημάτων: πολυμορφία χωροχρονικών καταστάσεων της ύλης, δομή και ιδιότητες του χρόνου, σχέση εμπειρικού και θεωρητικού, οπτικού και εποπτικού στην επιστήμη, δομή και νομοτέλειες ανάπτυξης της επιστήμης, επιστημονικό κοσμοείδωλο, σχέση φυσικών επιστημών και φιλοσοφίας, κοινωνική α- 226

227 Βέστερμαρκ ποστολή και ηθική της επιστήμης και άλλα. Επιχείρησε να συνθέσει τη φυσικοϊστορική και την ανθρωπιστική τάση της επιστήμης στο σύστημα του "ανθρωποκοσμισμού". Στα τέλη της δεκαετίας του αρχές της δεκαετίας του 1930 ήλθε σε σύγκρουση με τον Ντεμπόριν* στα πλαίσια της σύγκρουσης «μηχανικιστών» - «διαλεκτικών». Βιβλιογρ.: La G6ochimie. Paris Η ΒιοσφαΙρα, τ. 1-2, Λένινγκραντ, Προβλήματα ΒιογεωχημεΙας. 1-2, Μόσχα - Λένινγκραντ, Επιλογή Εργων. τ. Ι- δ. Μόσχα, Η χημική δομή της βιόσφαιρας της Γης και του περιβάλλοντός της, Μόσχα, Δ. Πατέλης Βερνάρδος του Κλαιρβώ (Bernard de Clairvaux) ή του Σαρτρ. Επιφανής Γάλλος θεολόγος του 12ου αιώνα, αγιοποιημένος από τη ρωμαιοκαθολική εκκλησία και διακεκριμένος θεμελιωτής της μυστικής θεολογίας στη Δυτική Ευρώπη. Γεννήθηκε το 1091 στη Ντιζόν και εγκατέλειψε την αριστοκρατική του οικογένεια για να αφιερωθεί στον μοναχισμό το Ιδρυσε το περίφημο μοναστήρι του Κλαιρβώ το 1115 και αναγορεύθηκε ηγούμενος του μέχρι το τέλος της ζωής του, το Ασκησε τεράστια επιρροή στην πολιτική και την πολιτιστική ζωή του Μεσαίωνα ως ηγούμενος του αββαείου του Κλαιρβώ, αναμίχθηκε στην έριδα κατά του Αβελάρδου* (1140), συνέδραμε στις σταυροφορίες του καιρού του, καθιέρωσε τον μυστικισμό του ρωμαιοκαθολισμού στον 12ο αιώνα με κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα την υπερβολική ασκητική αυστηρότητα του βίου και την έντονη εσωστρέφεια, με έμφαση στην αγάπη και το πάθος. Διακρίθηκε ως πολέμιος του ορθολογισμού και της σχολαστικής θεολογίας και έμεινε γνωστός ως υ- πέρμαχος του μυστικισμού και της ασκητικής θεολογίας. Επίσης έγινε παροιμιώδης η μαχητικότητά του και η ενεργός ανάμιξή του στην τρέχουσα πολιτική ζωή του καιρού του. Η επιρροή του επιβίωσε πολύ πέρα από την εποχή του, αφήνοντας τα σημάδια της στον μυστικισμό των κιστερσιανών μοναχών και φθάνοντας μέχρι την ηθικολογική εποικοδομητική φιλολογία ρωμαιοκαθολικών και προτεσταντών στη Μεταρρύθμιση. Επικρίσεις κατά του Βερνάρδου αφορούν τόσο στην εξατομίκευση και τον ανθρωποκεντρισμό του μυστικισμού του, όσο και στην εριστικότητα με την οποία αναμίχθηκε στην τρέχουσα ιστορική πραγματικότητα του καιρού του. Βιβλιογρ.: Α. Η. Bredero, Bernard von Clairvaux im Widerstreil der Historie (Wiesbaden, 1966).- S. Gilson, Die Mystik des heiligen Bernard von Clairvaux (Wittlich. 1936).- W. Hiss, Die Anlhropologie Bernards von Clairvaux (Berlin, 1964).- J. Ledercq, Saint Bernard et I' esprit astercien (Paris. 1966). Μάριος Π. Μπέγζος Βέστερμαρκ (Westermark) Εντουαρντ ( Σεπτέμιβριος 1939, Ελσίνκι). Φινλανδός φιλόσοφος και κοινωνιολόγος. Ο Βέστερμαρκ αποδέχεται τη δαρβινική βιολογία και την «εξελικτική θεωρία», και στο βιβλίο του Γέννηση και εξέλιξη των ηθικών ιδεών (The origin and development of moral ideas) επιχειρεί να παρουσιάσει μια «Φυσική Ιστορία» της ηθικής με τη βοήθεια μιας συλλογής από συγκριτικά δεδομένα. Αν και κοινωνιολόγος, επιμένει σε μια ξεπερασμένη βιολογική ψυχολογία και θεμελιώνει τις ηθικές αντιλήψεις σε συναισθηματικές καταστάσεις της ψυχής και, πιο συγκεκριμένα, στην ορμή της «ανταπόδοσης». Η ορμή της ανταπόδοσης, αντίδραση του θυμικού στα αισθήματα της καλής ή της κακής διάθεσης, αναπτύσσεται μέσω της φυσικής επιλογής και πρέπει να διακριθεί από τις ηθικές εκείνες τάσεις στις οποίες οδηγεί το αίσθημα της «συμπάθειας». Το τελευταίο διαμορφώνεται στα πλαίσια της ανθρώπινης κοινωνίας, που είναι η «ζυγαριά της ηθικής συνείδησης». Οι πρωταρχικές «εθιμικές κρίσεις» δεν εκφράζανε τα προσωπικά συναισθήματα μεμονωμένων ατόμων αλλά του κοινωνικού συνόλου. Οι έννοιες του καλού, της αρετής και της δικαίωσης διαμορφώνονται μέσω της δημόσιας ηθικής επικύρωσης, ενώ ε- κείνες του κακού και της αμαρτίας μέσω της η- θικής απόρριψης. Οι εξελιγμένες «ηθικές κρίσεις» δεν έχουν καθολική ισχύ, αλλά βασίζονται μάλλον στις αντιλήψεις και τους προσανατολισμούς του μεμονωμένου ατόμου. Εξετάζοντας την κοινωνικοψυχολογική παραγωγή της ηθικής συνείδησης, ο Βέστερμαρκ δεν διακρίνει καμιάν απόδειξη της ευρύτατα διαδομένης αντίληψης ότι η ηθικότητα έχει την απαρχή της στη θρησκεία: μόνο σ' ένα περισσότερο προωθημένο στάδιο της ιστορικής εξέλιξης ε- πικυρώνονται θρησκευτικά οι ηθικοί κανόνες. Στο γνωστότερο έργο του, το Η ιστορία του γάμου (The history of human marriage), ο Βέστερμαρκ αφιερώνει πολλά κεφάλαια στην α- πόρριψη της παλαιότερης θέσης (του Morgan*), που υποστηρίζει μιαν ευθύγραμμη εξέλιξη από τις ελευθερογαμικές σχέσεις στην πολυγαμία κι από κει στη μονογαμία, υποδεικνύο- 227

228 Βησσαρίων ντας με λεπτομερειακές αναφορές το γενικά αποδεκτό πια γεγονός ότι όλο το γνωστό ε- θνολογικό υλικό δεν έχει ανακαλύψει πουθενά ελεύθερες γαμιαίες σχέσεις. Η οικογένεια ήταν πάντα, κατά τον Βέστερμαρκ, μονογαμική εξαιτίας βιολογικών αιτίων. Η αναγκαιότητα της μακρόχρονης φροντίδας, ανατροφής και προστασίας του νεογέννητου επιβάλλει μια τέτοια μορφή οικογένειας, που ο Βέστερμαρκ θεωρεί ανέκαθεν πατριαρχική. «Ο πολιτισμός ευνόησε, βέβαια, στην πορεία του ως ένα ορισμένο βαθμό την πολυγαμικότητα των ανδρών, αλλά στις ανώτερες μορφές του επιστρέφει από μόνος του στη μονογαμία». Στις αναλύσεις του για τις μορφές επιλογής του συζύγου, της συμφωνίας και της τέλεσης του γάμου ο Βέστερμαρκ χρησιμοποιεί τη «συγκριτική μέθοδο» με τη βοήθεια της οποίας πιστεύει ότι μπορεί να στηρίξει έναν «κριτικό ε- ξελικτισμό»: η πορεία από τις πρωτόγονες προς τις σύγχρονες κοινωνίες δεν είναι γραμμική αλλά ωστόσο προοδευτική. Στην κοινωνιολογική θεωρία του οδηγείται σ" ένα βιολογικό αναγωγισμό ως προς τα κοινωνικά γεγονότα με ακραίες ερμηνείες, όπως αυτή των θεσμών μέσω των ενστίκτων ή εκείνη της διαμόρφωσης της κοινωνίας από τη «γονική ορμή». Εξάλλου, παρά τον πολύπλευρο φωτισμό των ηθικών αντιλήψεων σε διάφορους λαούς, η συγκριτική μέθοδος που χρησιμοποιεί σχετικοποιείται: από το σύνολο του υ- λικού επιλέγεται κάθε φορά ό,τι ταιριάζει στα συμπεράσματα. Βιβλιογρ.: Η ιστορία του ανθρώπινου γάμου, 1891 (The history ol human marriage). - Η τελετουργία και πίστη στο Μαρόκο, 2 τόμοι, 1926 (Ritual and belief in Marocco).- Παγανιστικά κατάλοιπα στον μωαμεθανικό πολιτισμό, 1933 (Pagan survivals in Mohammedan civilisation). To μέλλον του γάμου στον δυτικό πολιτισμό, 1936 (The future ol marriage in western civilisation). Αντώνης Οικονόμου Βησσαρίων ( ). Επιφανής προσωπικότητα που διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο τα τελευταία χρόνια της βυζαντινής αυτοκρατορίας, αλλά και στις πρώτες δεκαετίες της σκλαβιάς. Γεννήθηκε στην Τραπεζούντα, ήλθε μικρός στη βασιλεύουσα, όπου υπήρξε μαθητής ονομαστών διδασκάλων, όπως ο Μανουήλ Χρυσοκόκκης. Παρακολούθησε τέσσερα με πέντε χρόνια στον Μιστρά τον Πλήθωνα*. Με τη μόρφωση και την ευστροφία του κατόρθωσε αργότερα να γίνει μητροπολίτης Νικαίας και έτσι έλαβε μέρος στη Σύνοδο της Φερράρας - Φλωρεντίας. Είναι γνωστός από την πολιτική, εκκλησιαστική και ανθρωπιστική δράση του. Η συμπεριφορά του στη Σύνοδο ξεχωρίζει από το ότι, παρά τις θέσεις των άλλων που συμμετείχαν σ' αυτήν, θεωρούσε ότι το filioque μπορούσε να ανιχνευθεί σε έργα Πατέρων της Εκκλησίας, οι οποίοι δέχονταν ότι το Αγιο Πνεύμα εκπορεύεται και δια του Υιού. Στην προκειμένη περίπτωση ο Βησσαρίων εταύτισε την πρόθεση "εκ" με την "διό". Σχετικά με το πρωτείο του Πάπα δεν πήρε θέση. Μετά την υπογραφή του "Ορου", ο Βησσαρίων δεν βρισκόταν σε φίλιο έδαφος στην Ανατολή. Ετσι παρέμεινε στη Δύση και ο Πάπας τον ο- νόμασε Καρδινάλιο. Η κατοικία του Βησσαρίωνα στη Ρώμη έγινε τόπος συγκέντρωσης των ανθρωπιστών της Ανατολής και της Δύσης, θεωρείται ότι η υπεράσπιση του Πλάτωνα* από τον Βησσαρίωνα με το σύγγραμμά του In calumniatorem Platonis (1469), αποτελεί σημαντική συμβολή στον αναγεννώμενο πλέον στη Δύση Πλατωνισμό*. Αλλωστε ο ίδιος ο Βησσαρίων έγραφε ότι μέχρι τότε «τα δε Πλάτωνος...πάσι Λατίνοις εισίν άγνωστα». Πήρε θέση διαλλακτική σχετικά με το ζήτημα που είχε ανακινήσει ο Θεόδωρος Γαζής* ως προς τη συμφωνία ή όχι του Αριστοτέλη* με τον Πλάτωνα. Ας υπενθυμίσουμε ακόμη ότι ο Βησσαρίων, μεταξύ των μεταφράσεών του, περιέλαβε και τα Μετά τα Φυσικά του Αριστοτέλη. Οπωσδήποτε ο Βησσαρίων, μετά την Αλωση, ανάλωσε τη ζωή του στην προσπάθεια οργάνωσης σταυροφορίας για την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης. Για τον σκοπό αυτό ταξίδεψε σε πολλές πόλεις. Οι κρίσεις για τον Βησσαρίωνα αρχίζουν από την ονομασία του "κοπέλλιν" του Πάπα και φτάνουν μέχρι τον χαρακτηρισμό του ως του φωτεινότερου πνεύματος της εποχής του. Έργα του: Προς τους Μαξίμου μοναχού του Πλανούδη περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος κατά Λατίνων συλλογισμούς, PG 161, Περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, PG 161, Δογματικός λόγος ή περί ενώσεως, PG 161, In calumniatorem Platonis, libri IV, έκδ. L. Mohler, Bessanon II, Paderbom, (ελλ. και λατ.). NIK. Γ. Πολίτης βία. Ως βία, με τη γενικότερη σημασία του όρου, νοείται η κατάσταση εκείνη κατά την οποία κάποιος με τη χρήση ή την απειλή χρήσης φυσικής ή ψυχολογικής βίας εξαναγκάζεται σε πράξεις ή στην ανοχή πράξεων στις ο- 228

229 Βίβες ποίες δεν θα προέβαινε με τη θέλησή του. Στην περίπτωση αυτή γίνεται λόγος για άμεση ή διαπροσωπική βία. Η έμμεση ή δομική βία (strukturelle Gewalt) αφορά εκείνες τις περιπτώσεις όπου το άτομο εμποδίζεται από τις ίδιες τις δομικές συνθήκες μιας κοινωνίας να οδηγηθεί σε επίπεδα ανάπτυξης και αυτοπραγμάτωσης στα οποία θα μπορούσε να φθάσει αν εξέλειπαν συγκεκριμένες μορφές δομικής βίας. Πρόκειται δηλαδή για τη διαφορά μεταξύ του δυνατού επιπέδου ανάπτυξης και του πραγματικού (υπάρχοντος). Σύμφωνα με τον J. Galtung* σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να γίνεται λόγος όχι για δομική βία, αλλά για "κοινωνική αδικία" (soziale Ungerechtigkeit). Με τον όρο αυτό εννοείται η κατάσταση εκείνη όπου οι κοινωνικές συνθήκες οδηγούν σε άνιση κατανομή δύναμης και πλούτου, με συνέπεια την άνιση μεταχείριση. Πρόκειται για άνιση μεταχείριση που επιβάλλεται σε άτομα με λιγότερη δύναμη και πλούτο παρά τη θέλησή τους. Χρ. Νόβα Καλτσούνη Βίας ο Πριηνεύς (περ π.χ.). Πολιτικός ηγέτης της Πριήνης, ένας από τους Επτά σοφούς της αρχαίας Ελλάδας. 0 Βίας καταγόταν από ηγεμονική οικογένεια "Καδμείων" της Θήβας, που είχαν εποικίσει την Πριήνη. Σύμφωνα με αρχαίες μαρτυρίες, που το κύρος τους δεν μπορεί να ελεγχθεί, ο Βίας διηύθυνε την άμυνα της Πριήνης κατά την πολιορκία της από τον βασιλιά της Λυδίας Αλυάττη (μετά το 600) και πέτυχε τη λύση της πολιορκίας, παραπλανώντας τον πολιορκητή σχετικά με την επάρκεια της πολιορκημένης πόλης σε αγαθά' πέτυχε τους καλύτερους δυνατούς όρους για την Πριήνη ως πρεσβευτής της κατά τη συνδιάσκεψη ειρήνης, όταν η Πριήνη ηττήθηκε σε πόλεμο εναντίον της συμμαχίας Σαμίων και ΜιλησΙων (περ. 550), εκμεταλλευόμενος ίσως παραδοσιακές διαφορές ανάμεσα στη Σάμο και στη Μίλητο' εισηγήθηκε, ως εκπρόσωπος της Πριήνης στη συνέλευση των Ιώνων, πριν από την υποταγή τους στην Περσία (περ. 546), την εγκατάλειψη των ιωνικών πόλεων της Μικρός Ασίας και την ενιαία εγκατάσταση των κατοίκων τους στη Σαρδηνία. 0 Βίας ήταν πρόσωπο αποδεκτό με σεβασμό από όλες τις κοινωνικές ομάδες της πατρίδας του' έτσι σε αναφυόμενες διαφορές είχε επιτυχίες σε προσπάθειες "συνδιαλλαγής" και έ- μεινε παροιμιώδης η ικανότητά του στην απονομή της δικαιοσύνης. Η παράδοση έχει αποδώσει στο πρόσωπό του ορισμένα αποφθέγματα, όπως "Οι πλείστοι κακοί", "Νόει το πραττόμενον", "Λάλει καίρια"' επίσης ένα διαφορετικά άγνωστο επικό ποίημα Περί Ιωνίας, που δεν μπορεί να του ανήκει. Οι σχετικά νεότεροι του ποιητές, Ιππώναξ ο Εφέσιος και Δημόδοκος ο Λέριος, εγκωμίασαν τη δικαιοσύνη του και αργότερα ο φιλόσοφος Ηράκλειτος", αυστηρός στην κρίση του για όλους τους μεγάλους ως την εποχή του, εκφράστηκε επαινετικά για τον Βίαντα. Στην Πριήνη του απέδιδαν μετά τον θάνατό του λατρευτικές τιμές ήρωα. Ε. Ν. Ρούσσος Βιβεκανάντα Σουάμι ( ). Οπαδός και δάσκαλος της Βεντάντα", μετέδωσε το πνεύμα και τη σκέψη του Ραμακρίσνα* στη Δύση κατά τη διάρκεια της Διεθνούς θρησκευτικής Συνόδου στο Σικάγο το 1893, όπου με μεγάλη ζέση αναφέρθηκε στην ανοχή που πρέπει να επιδεικνύουν οι θρησκείες και οι σχολές η μία προς την άλλη. Ε. Λιακόπουλος ΒΙβες Ιωάννης Λουδοβίκος (Vivos Juan Luis) (Valencia, Brugge, 1540). Ισπανός φιλόσοφος, παιδαγωγός και κορυφαίος ουμανιστής. Κατά τον Dilthey", ο Βίβες είναι "ο πρώτος μεγάλος συστηματικός συγγραφέας στην περιοχή της φιλοσοφικής ανθρωπολογίας". Ασχολήθηκε με την εξέταση του ανθρώπου από βιολογική άποψη, με τη μορφολογική και φυσιολογική σύγκριση ανθρώπου - ζώων, τη φυσική ιστορία και την καταγωγή του ανθρώπου από τα ανθρωποειδή, τη μελέτη των διαφόρων ανθρώπινων φυλών κ.λπ. Ο Βίβες θεωρείται ιδρυτής της νεότερης παιδαγωγικής και της εμπειρικής ψυχολογίας. Ως πρόδρομος της παιδαγωγικής του ρεαλισμού* άσκησε ισχυρή επίδραση επάνω στον Κομένιο* και τον Λογιόλα. Εργο της διδασκαλίας, κατά τον Βίβες, είναι να προάγει την ενεργητικότητα και την κρίση του παιδιού. Η ιστορία πρέπει να διδάσκεται ως ιστορία του πολιτισμού και να συνδυάζεται με τη γεωγραφία. Προτείνει, πρώτος αυτός, τη δημιουργία γυμναστηρίων για αθλοπαιδιές και σωματικές ασκήσεις, ώστε η ανάπτυξη του σώματος να συντελείται με ευχάριστο τρόπο και να επέρχεται η αρμονία σώματος και ψυχής, της οποίας κύριο πρόβλημα θεωρούσε όχι το τι είναι αυτή, αλλά το πώς εκδηλώνεται. 229

230 "Βιβλίο περί των αιτίων" Ασχολήθηκε ακόμη με την αισθητική* αλλά και μέ τη μελέτη των κοινωνικών προβλημάτων, για την αντιμετώπιση των οποίων πρότεινε την αποκατάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης και την απαλλαγή των λαϊκών μαζών από την εξαθλίωση, θέσεις που του στοίχισαν δυσμενή μεταχείριση. Ο Βίβες συνδύαζε τον ορθολογισμό και το κριτικό πνεύμα με την ειλικρινή θρησκευτική πίστη. Πρωταρχική ικανότητα του ανθρώπου θεωρούσε την "κρίση" και δίδασκε ότι μόνον αυτή μπορεί να τον οδηγεί σε συμπεράσματα, χωρίς να εξαρτάται από οποιοδήποτε επιχείρημα αυθεντίας. Με την θεωρία του αυτή έγινε πρόδρομος της γνωσιολογικής μεθόδου του Καρτέσιου*. Ο Βίβες πρωτοστάτησε μαζί με τους Πετράρχη, Έρασμο*, Μελάγχθωνα* κ.ά. στην κίνηση των Ανθρωπιστών (Ουμανιστών*) της Αναγέννησης. Ιδανικό του ήταν η απαλλαγή του ανθρώπου από τον εκκλησιαστικό ζυγό του Μεσαίωνα και η εξύψωση του ανθρώπινου πνεύματος στην ελευθερία της κλασικής αρχαιότητας κατά το ελληνικό πρότυπο. Στην προσπάθειά του όμως για τη δημιουργία μιας σύνθεσης Πλατωνισμού - Χριστιανισμού και την προβολή της σύνθεσης αυτής σε ένα νέο ιδανικό ζωής, ήρθε σε σύγκρουση με την Εκκλησία και τη σχολαστική παράδοση. Αναγνώριση πόντιος της δράσης του αυτής αποτέλεσε η ένταξή του στη γνωστή ως "τριανδρία της δημοκρατίας των Γραμμάτων" μαζί με τους Έρασμο* και Βουδαίο. Σημαντική υπήρξε η επίδραση του Βίβες στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής σκέψης με τα 60 περίπου συγγράμματά του - τα σπουδαιότερα απ' αυτά είναι: De causis corruptarum artium, De anima et de vita (1536), De institutione feminae Christiana (1523) κ.ά. Βιβλιογρ.: Maranon G.. Luis Vives. Madrit, Urmenet F. de. La doctrine psicologia y pedagogics de Luis Vives, Barcelona Απ. Τζαφερόπουλος "Βιβλίο περί των αιτίων" ή "Βιβλίο περί του καθαρού αγαθού" (Liber de causis ή Liber de expositione bonitatis puree). Βιβλίο γραμμένο στην αραβική (10ος ή 11ος αι.), που περιελάμβανε μέρη του έργου του Πρόκλου* Στοιχείωσις θεολογική και έγινε πολύ γνωστό στον Μεσαίωνα στη λατινική του μετάφραση. Το έργο ε γνώριζαν ο Αλανός*, ο Αλβέρτος ο Μέγας*, ο Θωμάς ο Ακινάτης* και ο Δάντης. Ε. Χ Βίβλος. Περιληπτικό όνομα του συνόλου των βιβλίων της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, αλλιώς Αγία Γραφή, Γραφές, Ιερά Γράμματα. Το θεμελιώδες βιβλίο του χριστιανισμού*. Παλαιά Διαθήκη είναι η παλιά συμφωνία μεταξύ θεού και του "περιουσίου" λαού του, του Ισραήλ, που αποκαλύφθηκε μέσω θεοπνεύστων ανδρών και προετοίμασε την πλήρη αποκάλυψη μέσω του Ιησού Χριστού. Αυτή η αποκάλυψη έγινε με την Καινή Διαθήκη, δηλαδή τη νέα συμφωνία μεταξύ θεού και όλων των ανθρώπων αυτή τη φορά, και περιέχει όσα ο ίδιος ο Χριστός απεκάλυψε και δίδαξαν οι Απόστολοι. Η Παλαιά Διαθήκη και η Καινή Διαθήκη, μαζί με την Ιερή Παράδοση, αποτελούν την αυθεντική πηγή της χριστιανικής διδασκαλίας και πίστεως. Η Παλαιά Διαθήκη περιλαμβάνει την παλαιότατη ιουδαϊκή παράδοση (12ος - 2ος αι. π.χ.), γράφτηκε στην αρχαία ιουδαϊκή και εν μέρει στην αραμάϊκή γλώσσα, καθώς και δύο βιβλία της στην ελληνική (Μακκαβαίων Β' και Σοφία Σολομώντος). Μεταφράστηκε στο σύνολό της στα ελληνικά από εβδομήντα (Ο 1 ) ελληνομαθείς Ιουδαίους σοφούς (3ος αι. π.χ.) στην Αλεξάνδρεια. Στη μορφή της αυτή, με την οποία την παρέλαβε ο Χριστιανισμός, η Παλαιά Διαθήκη αριθμεί σαράντα εννέα βιβλία, τα οποία διακρίνονται σε τρεις ομάδες: 1) Ιστορικά: Πεντάτευχος (5 βιβλία χρονικών και νόμων, που αποδίδονται στον Μωυσή), Ιησούς του Ναυή, (βιβλ. 2), Νεεμίας, Εσθήρ, Τωβίτ, Ιουδήθ, Μακκαβαίων (βιβλ. 3). 2) Ποιητικά και διδακτικά: Ιώβ, Ψαλμοί, Παροιμίες, Ασμα Ασμάτων, Εκκλησιαστής, Σοφία Σολομώντος, Σοφία Σειράχ και 3) Προφητικά: Ησαΐας, Ιερεμίας, Ιεζεκιήλ, Δανιήλ, Δώδεκα μικροί προφήτες, θρήνοι Ιερεμίου, Επιστολές Ιερεμίου, Βαρούχ. Εκτός όμως από τη μετάφραση των Ο' έγιναν και άλλες στα ελληνικά, όπως του Ακύλα (130 μ.χ.), του θεοδοτίωνα, του Συμμάχου κ.ά. Η Παλαιά Διαθήκη μεταφράστηκε επίσης στην α- ραμάϊκή, τη συριακή (με αρχαιότερη την "Πεσιττώ" = απλή, 2ος αι. μ.χ.), τη λατινική (η γνωστή Vulgata του Ιερωνύμου, μ.χ.), την κοπτική (4ος αι. μ.χ.), την αιθιοπική (4ος - 5ος αι. μ.χ.), τη γοτθική (του Ουλφίλα, 381 μ.χ ), την αρμενική (5ος αι. μ.χ.), τη γεωργιανή (5ος αι. μ.χ.), τη σλοβένικη (των Μεθοδίου και Κυρίλλου, 9ος αι. μ.χ.) και αργότερα σε όλες σχεδόν τις γλώσσες. Η Καινή Διαθήκη αποτελείται από 27 βιβλία και διακρίνονται κι αυτά σε 1) Ιστορικά: Ευαγγέλια 230

231 Βιγκότσκι (Μαπ,αίου, Μάρκου, Λουκά, Ιωάννη), Πράξεις των Αποστόλων, 2) Διδακτικά: Επιστολές (14 του Αποστόλου Παύλου και 7 καθολικές, ήτοι 1 του Ιακώβου, 2 του Πέτρου, 3 του Ιωάννη, 1 του Ιούδα) και 3) Προφητικό: Αποκάλυψη του Ιωάννη. Τα βιβλία αυτά συγκεντρώθηκαν για πρώτη φορά σε μια συλλογή, τον Κανόνα της Καινής Διαθήκης, κατά το δεύτερο μισό του 2ου αι. μ.χ. Η γλώσσα της Καινής Διαθήκης στο πρωτότυπό της ήταν η ελληνική, η διεθνής δηλαδή γλώσσα της εποχής εκείνης, εκτός από το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, που γράφτηκε στην εβραϊκή και μεταφράστηκε αμέσως στην ελληνική. Όπως η Παλαιά Διαθήκη έτσι και η Καινή μεταφράστηκε σε όλες σχεδόν τις γλώσσες του κόσμου. Η Βίβλος αναγνώστηκε και μελετήθηκε όσο κανένα άλλο βιβλίο στον κόσμο από ανθρώπους κάθε ηλικίας και μόρφωσης και επηρέασε τη ζωή, τον πολιτισμό και την ιστορία της ανθρωπότητας με την ηθική και θρησκευτική της διδασκαλία, καθώς και με την επιρροή που ά- σκησε στον υλικό και πνευματικό βίο των ανθρώπων. Για τους θεολόγους και τους κληρικούς, κατά κύριο λόγο, υπήρξε αστείρευτη πηγή ηθικής και δογματικής διδασκαλίας, αλλά και παρόρμηση για την ανάπτυξη μιας απέραντης "βιβλικής φιλολογίας" (μελέτες, έρευνες, διατριβές, πραγματείες, επιστολές κ.λπ.). Οι λαϊκές μάζες βρήκαν σ' αυτήν αποκούμπι στη δυστυχία, σύμβουλο και οδηγό στην ευτυχία. Στον ζήλο των ιεραποστόλων για τη διάδοση της Βίβλου χρωστούν πολλοί καθυστερημένοι λαοί τη διαμόρφωση της γλώσσας τους και την επινόηση αλφαβήτου, προκειμένου αυτή να μεταφραστεί και να διαδοθεί (π.χ. Μεθόδιος και Κύριλλος). Αλλά και η αθρόα διείσδυση φράσεων, παροιμιών, παραβολών, θρησκευτικών όρων στις γλώσσες των διαφόρων λαών συνετέλεσε αφάνταστα στην ανάπτυξη των γλωσσών και των λογοτεχνιών τους. Οι λογοτέχνες άντλησαν από τη Βίβλο άφθονο υλικό και έμπνευση και δημιούργησαν αθάνατα έργα, ενώ για τη ρητορική αρχίζει μια νέα περίοδος ακμής. Οι μουσουργοί του Βυζαντίου (Ρωμανός ο Μελωδός) και της Δύσης (Μπαχ, Χαίντελ) με βάση τη θεματογραφία της Βίβλου παράγουν έργα αξεπέραστα. Ανεξάντλητη όμως πηγή έμπνευσης αποτελεί κατ" εξοχήν για τους ζωγράφους και τους γλύπτες τόσο του Βυζαντίου όσο και της Δύσης, ιδίως με τους μεγάλους δασκάλους της Αναγέννησης (Ραφαήλ, Μιχ. Αγγελος, Θεοτοκόπουλος κ.ά.). Αλλά και η φιλοσοφική σκέψη δέχεται βαθύτατη την επίδραση της Βίβλου με την κοσμοαντίληψη της, τον θεολογικό ιδεαλισμό, τη φυσική θεολογία, τη θεοκρατία (deismus), τη διαλεκτική θεολογία, τον θρησκευτικό μυστικισμό κ.λπ. Αναμφισβήτητα τεράστια υπήρξε η συμβολή της Βίβλου στην ανάπτυξη και διαμόρφωση του ευρωπαϊκού πολιτισμού, παρά τις όποιες αδυναμίες ή τα λάθη που παρατηρήθηκαν στην ερμηνεία και την εφαρμογή της διδασκαλίας της. Διότι πραγματικά η Βίβλος υπήρξε «το μικρότερο βιβλίο με τη μεγαλύτερη επίδραση», κατά τον λακωνικό χαρακτηρισμό της από τον Μ. Ναπολέοντα. ΑΠ. Τζαφερόπουλος Βιγκότσκι Λ. Σ. ( ). Ρώσος ψυχολόγος, ιδρυτής της σοβιετικής σχολής ψυχολογίας, δημιουργός της ιστορικο-πολιτισμικής θεωρίας για την ανάπτυξη των ψυχικών λειτουργιών, συγγραφέας πολλών θεωρητικών έργων, οργανωτής μιας σειράς πειραματικών και εργαστηριακών ερευνών σε όλους σχεδόν τους τομείς της ψυχολογίας, δημιουργός νέων πειραματικών μεθόδων. Αποφοίτησε από τη νομική σχολή του πανεπιστημίου της Μόσχας και την ιστορική - φιλοσοφική του πανεπιστημίου "ΣινιάφσκΓ. Μέσα από τις έρευνές του σε όλα σχεδόν τα πεδία της ψυχολογικής έρευνας κατέληξε σε ένα σύστημα θεωρητικό, το οποίο έγινε γνωστό σαν ιστορικο-πολιτισμική θεωρία για την ανάπτυξη των ανωτέρων ψυχικών λειτουργιών. Κατά την άποψη του Βιγκότσκι ο σύγχρονος άνθρωπος και ο ψυχισμός του είναι προϊόν της ιστορίας και του πολιτισμού. Οι ψυχικές λειτουργίες υπάρχουν στον άνθρωπο με τη μορφή των κατώτερων ψυχικών λειτουργιών και καθορίζονται από τους νόμους της φύσης. Με την ένταξη του ανθρώπου στην κοινωνία και τις κοινωνικές σχέσεις, οι ψυχικές λειτουργίες μετεξελίσσονται σε α- νώτερες ψυχικές λειτουργίες, ιδιαίτερο γνώρισμα των οποίων είναι ο διαμεσολαβημένος από τα σύμβολα (σημεία) χαρακτήρας τους, καθώς επίσης και η εθελούσια και στοχοκατευθυντήρια εκδήλωσή τους. Τα σύμβολα (σημεία) τα οποία διαμεσολαβούν στις σχέσεις α- τόμου - κοινωνίας είναι προϊόντα της υλικής δραστηριότητας των ανθρώπων. Οι ψυχικές λειτουργίες εμφανίζονται στον άνθρωπο σε δύο μορφές: ως υλική σχέση διαμεσολαβημένη από τα υλικά συστήματα συμβόλων και αργότερα ως ανώτερη ψυχική λειτουργία. Ο μη- 231

232 Βιέννης Κύκλος χανισμός μέσω του οποίου διαμορφώνεται ο ψυχισμός είναι η εσωτερίκευση και η γενίκευση των υλικών συστημάτων των συμβόλων (σημείων), με σημαντικότερο το σύστημα της γλώσσας. Ιδιαίτερα σημαντικές ήταν οι έρευνές του στον χώρο της παιδαγωγικής και εξελικτικής ψυχολογίας. Μελετώντας τη σχέση νόησης και γλώσσας, μάθησης και ψυχικής ανάπτυξης, εισάγει για πρώτη φορά την έννοια της "ζώνης της επερχόμενης ψυχικής ανάπτυξης", ως "δείκτη" των νοητικών δυνατοτήτων του ανθρώπου, επεξεργάζεται τη "μέθοδο των διπλών συμβόλων" (σημείων), για να περιγράψει την πορεία ανάπτυξης της νόησης και να αποδείξει τον σημαντικό ρόλο του εξωτερικού φωνητικού λόγου (εγωκεντρικός λόγος στη θεωρία του Πιαζέ*) στην ανάπτυξη της νόησης και στη συμπεριφορά του παιδιού στο σύνολό της. Στον χώρο της κλινικής ψυχολογίας διατύπωσε τη θεωρία του έμμεσου δρόμου για την "αποκατάσταση των ψυχικών λειτουργιών" στα άτομα που πάσχουν απο νευρολογικές διαταραχές ανοίγοντας τον δρόμο για τη δημιουργία της ψυχονευρολογίας στην ΕΣΣΔ. Εξ ίσου σημαντικές ήταν και οι θεωρητικές μεθοδολογικές έρευνες του Βιγκότσκι. Μελετώντας κριτικά τα επιτεύγματα της ενδοσκοπικής ψυχολογίας και αξιοποιώντας δημιουργικά τις νέες, για την εποχή εκείνη, ιδέες που εκπορεύονταν κυρίως από τη Γκεστάλτ-ψυχολογία* και τον α- μερικάνικο συμπεριφορισμό*, διαπιστώνει την ανάγκη δημιουργίας μιας νέας ψυχολογίας η οποία θα έχει ως αντικείμενό της τον συγκεκριμένο ιστορικά άνθρωπο. Η νέα αυτή ψυχολογία για τον Βιγκότσκι θα αποτελεί τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στις κοινωνικές επιστήμες και τη φιλοσοφία. Η σύνδεση της συγκεκριμένης επιστήμης (της ψυχολογίας) με τη φιλοσοφία (τον μαρξισμό) είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να προσεγγίσει ο ερευνητής ολοκληρωμένα τον άνθρωπο και τον ψυχισμό του. Οι ιδέες του κυριάρχησαν στη σοβιετική ψυχολογία και αναπτύχθηκαν μετά τον θάνατό του στα έργα των Α. Ν. Λεόντιεφ, Α. Ρ. Λούρια κ.ά. Το έργο του Βιγκότσκι είναι η πρώτη συστηματοποιημένη προσπάθεια διαμόρφωσης μαρξιστικής ψυχολογίας. Σημαντικά έργα του: Η ιστορική σημασία της κρίσης στην ψυχολογία (1926), Το ζήτημα της πολιτισμικής ανάπτυξης του παιδιού (1928), Σημειώσεις για την ιστορία της συμπεριφοράς (κοινή εργασία με τον Α. Ρ. Λούρια) (1930), Η ιστορία ανάπτυξης των ανώτερων ψυχικών λειτουργιών (1931), Σκέψη και γλώσσα (1934). Βιβλιογρ.: Το επιστημονικά έργο του Λ. Σ. Βιγκότσκι και η σύγχρονη ψυχολογία, Μόσχα, Νταβίντοφ Β. Β., Η σημασία του έργου του Λ. Σ. Βιγκότσκι για τη σύγχρονη ψυχολογία, στο "Σοβιετική παιδαγωγική", No 6.- Λούρια Α. Ρ..Η θεωρία της ανάπτυξης των ανώτερων ψυχικών λειτουργιών στη σοβιετική ψυχολογία, στο: "Ζητήματα φιλοσοφίας", 1966, No 7. Ευάγγ. Μανουράς Βιέννης Κύκλος. Ομάδα επιστημόνων - φιλοσόφων, που αποτέλεσε τον ιδεολογικό και οργανωτικό πυρήνα του κινήματος του λογικού θετικισμού*. Ο Κύκλος δημιουργήθηκε με βάση ένα σεμινάριο του Μόριτς Σλίκ* στο πανεπιστήμιο της Βιέννης (1922), όπου προβλήθηκε ένα πρόγραμμα "επιστημονικής φιλοσοφίας" με θετικιστική κατεύθυνση, και συσπείρωσε αρκετούς νέους επιστήμονες, οι οποίοι έβλεπαν με σκεπτικισμό τις δυνατότητες της παραδοσιακής φιλοσοφίας. Στον κύκλο συμμετείχαν οι Ρ. Κάρναπ*, Φ. Βάισμαν, Γ. Φέιγκλ, Ο Νόυρατ*, Χ. Χαν*, Β. Κραφτ, φ. Κάουφμαν*, Κ. Γκιόντελ, Κ. Μέγκερ κ.ά. Αλλά και εκτός Αυστρίας απέκτησε οπαδούς, όπως οι: Χ. Ράιχενμπαχ* με την ομάδα του (Βερολίνο), φ. Φρανκ* (Τσεχοσλοβακία), Ε. Κάιλα (Φινλανδία), Α. Μπλάμπεργκ και Ε. Νάγκελ (ΗΠΑ), Γ. Γιόγκενσεν (Δανία), Α. Αιερ* (Αγγλία). Ο Κύκλος επηρεασμένος από την "επιστημονική κοσμοαντίληψη" του Έρνεστ Μαχ* και τις υ- ποκειμενικές - ιδεαλιστικές θέσεις της λογικής ανάλυσης της φιλοσοφίας, ιδιαίτερα του Λ. Βιτγκενστάιν*, προχώρησε στη διαμόρφωση των πρώτων βάσεων του λογικού θετικισμού, δίνοντας σ" αυτόν επιστημονική μορφή. Σκοπός της φιλοσοφίας, κατά τον Κύκλο, είναι η λογική διευκρίνηση των σκέψεων και μοναδική πηγή της είναι αυτό που μπορεί να ελεγχθεί ε- πιστημονικά. ΓΓ αυτό και απορρίπτει πρώτα απ' όλα τη μεταφυσική, επειδή αυτή κινείται πέρα και έξω από την εμπειρία και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατή ούτε η επαλήθευση ούτε η διάψευση της. Το 1929 δημοσιεύθηκε το μανιφέστο Επιστημονική Κοσμοαντίληψη. Κύκλος Βιέννης, των Κάρναπ*, Χαν και Νόυρατ, που συμπίπτει με την οργανωτική διαμόρφωση του Κύκλου. Και από το 1930 άρχισαν να οργανώνονται σε διάφορες χώρες συνέδρια εκπροσώπων του κινήματος και η έκδοση περιοδικού με τίτλο «Erken-ntnis» (Γνώση), που κράτησε ως το Από το 1931 όμως άρχισε και η σταδιακή εξασθένηση του κινήματος. Τη χρονιά αυτή έ- φυγαν από τη Βιέννη ο Κάρναπ και ο Φέιγκλ. 232

233 ΒΙζε To 1934 πέθανε ο Μαχ και το 1936 ο Σλικ. Η διαρροή στελεχών συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια, ώσπου η Αυστρία καταλήφθηκε από τον Χίτλερ και ο Κύκλος έπαψε να υπάρχει. Αλλά και οι ιδέες του ξεπεράστηκαν με τον καιρό. Και ως μόνη συνεισφορά του στην υπόθεση της φιλοσοφίας θεωρείται η δημιουργία ενός κλίματος αντίθετου προς τον ιδεαλισμό*. Διάδοχος του Κύκλου έγινε το ρεύμα του "λογικού εμπειρισμού"* στις ΗΠΑ. Βιβλιογρ.: Φράνκ Φ., Φιλοσοφία της επιστήμης.- ΣβΙριεφ Θ.Σ., Ο νεοθετικισμός και τα προβλήματα της θεμελίωσης της επιστήμης (1966).- Νόυρατ Ο.. Le devetoppement du Cerde de Vienne et /' avenir de I' empirisme togique (1935).- Kraft V., Der Wiener Kreis (1950).- Jorgensen J.. The developent ol logical empirism (1951). An. Τζαφερόπουλος ΒΙζε Λέοπολντ (Leopold von Wiese). Γερμανός κοινωνιολόγος ( ), γνήσιος συνεχιστής του έργου του ΖΙμμελ* (G. Simmel). Είναι εκείνος που εισήγαγε τον όρο "τυπική κοινωνιολογία" (formale Soziologie), προκειμένου να χαρακτηρίσει το έργο του Simmel. Καθιερώθηκε από τότε να χαρακτηρίζονται και οι δικές του θεωρητικές προσεγγίσεις ως "τυπική κοινωνιολογία". Σύμφωνα με τον L. v. Wiese, στην περίπτωση μελέτης των κοινωνικών σχηματισμών είναι α- ναγκαίο να μελετάται η ομάδα ως ολότητα και να μην περιορίζεται η ανάλυση στις επιμέρους μορφές συμπεριφοράς. Ως εγκυρότερη όμως μέθοδο θεωρεί εκείνη που ορμάται από τα επιμέρους (άτομο), για να κατανοήσει το όλο (ομάδα), αφού το άτομο αντιπροσωπεύει την πρωταρχική πραγματικότητα, η οποία, σε αντίθεση με την ομάδα, γίνεται αμέσως αντιληπτή. Τη μέθοδό του αποκαλεί ο ίδιος ο L. v. Wiese "φαινομενολογική" και προβαίνει στη συστηματοποίηση τεσσάρων θεμελιωδών εννοιών (Grundbegriffe): - κοινωνική διαδικασία (sozialle Prozesse) - κοινωνική απόσταση (sozialer Abstand) - κοινωνικός χώρος (sozialer Raum) - κοινωνικός σχηματισμός (soziale Gebilde) = διάφορες οργανώσεις, ομάδες, οικογένεια, επιχείρηση κ.λπ. Η κοινωνιολογία, σύμφωνα με τον L. v. Wiese, μελετώντας τα κοινωνικά φαινόμενα ανακαλύπτει παντού κοινωνικές διαδικασίες, οι οποίες διαδραματίζονται στα πλαίσια ενός κοινωνικού χώρου (χώρου κοινωνικών σχέσεων). Οι διαδικασίες αυτές συντελούν στην προσέγγιση ή την απομάκρυνση των ατόμων (κοινωνική απόσταση) και οδηγούν τελικά στη δημιουργία κοινωνικών σχηματισμών και αποκρυσταλλώσεων. Οι κοινωνικές αυτές διαδικασίες είναι δύο ειδών: α) τα άτομα είτε προσεγγίζουν το ένα το άλλο είτε απομακρύνονται το ένα από το άλλο (zu- und auseinander) και β) είτε ενώνονται είτε χωρίζονται (binden und loesen). Σε μια πρώτη ταξινόμηση θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι κοινωνικές διαδικασίες είναι διαδικασίες είτε προσέγγισης είτε απομάκρυνσης. Οι διαδικασίες προσέγγισης γνωρίζουν διαβαθμίσεις ανάλογα με τον βαθμό προσέγγισης, από την απλή επαφή (ζητώ μια πληροφορία από κάποιον που συναντώ στο δρόμο) μέχρι την ένωση δύο προσώπων. Η απλή επαφή μπορεί να οδηγήσει τόσο στη διαφωνία/διάσταση (δύο πρόσωπα αυτόπτες μάρτυρες ενός γεγονότος διαφωνούν στην περιγραφή αυτού που είδαν) όσο και στη συμφωνία /ένωση δύο προσώπων (σύμπτωση αντιλήψεων για ένα θέμα). Τυπικές διαδικασίες προσέγγισης είναι εκείνες που συντελούν στην κοινωνική ομοιομορφία, ενώ απομάκρυνσης όσες συμβάλλουν στη δημιουργία ανισοτήτων, ιεραρχιών, κοινωνικών τάξεων κ.λπ. Οι κοινωνικές διαδικασίες είναι πιθανόν να καταλήξουν στη συγκρότηση κοινωνικών σχηματισμών. Οι σχηματισμοί αυτοί μπορούν να ταξινομηθούν με κριτήριο την απόσταση από την οποία το άτομο αντιλαμβάνεται το όλο, π.χ. θέατρο, ιππόδρομος, ομάδες κ.λπ. Για ένα άτομο τα διάφορα είδη μαζών που σχηματίζονται στον ιππόδρομο ή στο θέατρο είναι σε πολύ μικρή απόσταση από εκείνο. Κι αυτό, γιατί το άτομο στην προκειμένη περίπτωση έχει επίγνωση της συγκρότησης της μάζας, αφού το ίδιο συμβάλλει σ' αυτή. Σε μεγαλύτερη απόσταση από τις μάζες είναι οι ομάδες. Η ομάδα διακρίνεται από τη μάζα μέσω της διάρκειας και της σχετικής της συνέχειας, η οποία εμφανίζει έναρξη οργάνωσης. Στη συνέχεια γεννιούνται παραδόσεις, συνήθειες, σχέσεις μεταξύ ομάδων. Με τη συσσώρευση απλών σχηματισμών δημιουργούνται κοινωνικά σώματα (Koerperschaften). Αυτά τα σώματα δημιουργούνται από το δεύτερο στάδιο κοινωνικών διαδικασιών και προϋποθέτουν την ύπαρξη ιδεωδών και τεχνικής οργάνωσης. Τυπικές μορφές κοινωνικών σωμάτων είναι η εκκλησία, το κράτος, οι τάξεις, το οικονομικά σώμα. Για την ανάλυση της συμπεριφοράς ο L. ν. 233

234 Βιζυηνός Wiese παίρνει υπόψη του την ενέργεια του α- τόμου και το κίνητρό της, τη συμπεριφορά του και την κατάσταση της συνείδησης του. Η κοινωνική διαδικασία είναι παράγωγο της συμπεριφοράς ενός ατόμου και της θέσης του στον κοινωνικό χώρο. Εφαρμόζοντας έναν τύπο που απορρέει από τις έννοιες αυτές, ο L. v. Wiese θεωρεί ότι μπορούμε να αναλύσουμε οποιαδήποτε κοινωνική διαδικασία: P=C χ Ν χ Ca. όπου Ρ= διαδικασία, C= ατομική συμπεριφορά, Ν= φυσικό περιβάλλον, Ca= συμπεριφορά των άλλων. Ετσι ο L. ν. Wiese τείνει προς μια ψυχολογία της συμπεριφοράς (Behaviorismus), όχι με τη στενή έννοια μιας κλασικής ψυχολογίας, η οποία αδιαφορεί για τα φαινόμενα της συνείδησης, αλλά με την ευρεία έννοια της Ψυχολογίας της κοινωνικής συμπεριφοράς, πώς δηλαδή οι άνθρωποι συμπεριφέρονται στην κοινωνία, πώς δομούν τις κοινωνικές τους σχέσεις και τους κοινωνικούς σχηματισμούς. Εργα του: Zur Methodotogie der Beziehungslehre. στο "Koelner Vierteljahreshefte luer Sozialwissenschaften" I, Leipzig 1921, o System der Soziotogie als Lehre von den sozialen Prozessen und den sozialen Gebilden der Menschen, zweite Ausgabe, Muenchen, Organisation, στο: "Handwoerterbuch der Sozialwissenschalten", Bd. 8, Stuttgart, Goettingen, Tuebingen, 1964, σ. 108 επ. Βιβλιογρ.: Aron R Η σύγχρονος γερμανική κοινωνιολογία, εκδ. E.K.K.E.. Αθήνα Χρ. Νόβα - Καλτσούνη Βιζυηνός Γεώργιος (Βιζύη Θράκης, 1849 Αθήνα, 1896). Γνωστός νεοέλληνας ποιητής και διηγηματογράφος, που διακρίθηκε παράλληλα και στην επιστήμη της φιλοσοφίας. Φτωχός αλλά άριστος μαθητής στην Κωνσταντινούπολη, απέσπασε την προσοχή του πλούσιου ομογενούς Γ. Ζαρίφη, ο οποίος ανέλαβε τις δαπάνες των σπουδών του στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και στη συνέχεια της μετάβασής του στη Γερμανία για ανώτερες σπουδές στη φιλοσοφία και ψυχολογία (1875). Υπήρξε μαθητής του Λότσε* στη Γοτίγγη, βοηθός του Τσέλλερ* στο Βερολίνο και φίλος του Βούντ* στη Λειψία. Με τη διατριβή του Περί παιδιάς υπό ψυχολογικήν άποψιν αναγορεύθηκε διδάκτορας της φιλοσοφίας στη Γερμανία. Η διατριβή του αυτή μεταφράστηκε στα αγγλικά και προκάλεσε εντύπωση. Μετά επισκέφθηκε τα πανεπιστήμια του Παρισιού και του Λονδίνου και το 1882 επέστρεψε στην Ελλάδα. Επεδίωξε να καταλάβει έδρα της φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο Αθηνών, παρουσιάζοντας το σημαντικό του έργο Η φιλοσοφία παρά Πλωτίνω, αλλά δεν επέτυχε παρά μόνο να αναγορευθεί υφηγητής, πράγμα που τον απογοήτευσε και επιδείνωσε την κλονισμένη πνευματική του ι- σορροπία, με αποτέλεσμα να παραμείνει κατά τα τέσσερα τελευταία χρόνια της ζωής του έ- γκλειστος σε ψυχιατρείο. Εκτός των πολλών λογοτεχνικών του έργων έγραψε και τα εξής επιστημονικά: Ψυχολογικοί μελέται επί του καλού, Α' Πνευματικοί ιδιοφυΐαι (Παράγωγα του καλού) και Β' Αι αρχαί των τεχνών (Γένεσις του καλού). Σχολικά εγχειρίδια: Στοιχεία Λογικής προς χρήσιν της ελληνικής νεολαίας και Ψυχολογία. Απ. Τζαφερόπουλος Βικέντιος ντε ΜπωβαΙ (Vincent de Beauvais, περ ). Γάλλος Δομινικανός, θεολόγος, παιδαγωγός και φιλόσοφος. Γνωστός κυρίως από το εκτεταμένο έργο του Speculum Majus (Μεγάλος καθρέφτης, περ. 1244). Πρόκειται για μια θεολογική και ιστορική εγκυκλοπαίδεια, που περιλαμβάνει όλες τις μέχρι τότε γνώσεις. Διαιρείται σε τέσσερα μέρη: 1) Naturale, πληροφορίες από έναν πλατύ κύκλο της φυσιογνωσίας, 2) Doctrinale,μεταφυσικές, μαθηματικές και θεολογικές γνώσεις, 3) Morale, απόψεις περί ηθικής και 4) Historiale, ιστορικές πληροφορίες από τη δημιουργία του κόσμου μέχρι τις σταυροφορίες. Τα έργα των 450 συγγραφέων που περιλαμβάνει αυτό το έργο αποτελούν μιαν άριστη πηγή πληροφοριών, παρά τις αδυναμίες που έχουν επισημανθεί σ' αυτό. Βιβλιογρ.: Uberweg - Geyer, Ιστορία της φιλοσοφίας (έκδ. 1928, σ. 733). Απ. Τζ. Βίκο Ιωάννης Βαπτιστής (Νεάπολη ). Ιταλός φιλόσοφος. Από φτωχή οικογένεια, σπούδασε λογοτεχνία, φιλοσοφία και νομική, ουσιαστικά ως αυτοδίδακτος, κυρίως κατά τη διάρκεια της διαμονής του στη Vatolla του Σαλέρνο ( ). Το 1699 κατέλαβε τη θέση του professor eloquentiae στο Πανεπιστήμιο της Νεάπολης και αφιέρωσε τη ζωή του στη μελέτη, καταπονούμενος από οικογενειακά προβλήματα, οικονομικές δυσκολίες και α- πογοητεύσεις. Μόνο στα 1732 θα επιτύχει μια πιο ουσιαστική αναγνώριση με την αναγόρευση του στο αξίωμα του βασιλικού ιστοριογράφου. Βαθιά δεμένος με την ανθρωπιστική και αναγεννησιακή παράδοση, αλλά και ανοικτός 234

235 Βιλαμόβιτς στα μεγάλα προβλήματα που απασχολούσαν την ευρωπαϊκή σκέψη στην αυγή του 18ου αιώνα, ο Βίκο αναγνωρίζει μεταξύ των αρχαίων και νεότερων συγγραφέων τέσσερις μορφές, που θεωρεί ως άμεσους εμπνευστές του: τον Πλάτωνα*, που βλέπει τον άνθρωπο «όπως αυτός πρέπει να είναι»' τον Τάκιτο, που θεωρεί «τον άνθρωπο όπως αυτός είναι» - τον Βάκωνα*, που με την επαγωγική μέθοδο συμβάλλει στην πρόοδο της ανθρώπινης επιστήμης - και, τέλος, τον Γκρότιους*, ο οποίος κατόρθωσε να συνδέσει φιλοσοφία και φιλολογία σε ένα «καθολικό δίκαιο», στο οποίο ενυπάρχει ολόκληρη η ιστορία των εθνών. Τεράστια επίδραση άσκησαν επίσης στον φιλόσοφο ο Κικέρων* και ο ιερός Αυγουστίνος*, και από τους αναγεννησιακούς οι Φιτσίνο* και Μακιαβέλι*, ενώ από τους νεότερους οι Καρτέσιος*, Γκασεντί*, Χομπς* και Μπέιλι. Η ισχυρή ανθρωπιστική συνιστώσα της φιλοσοφίας του Βίκο παρουσιάζεται ήδη στα πρώτα του κείμενα και ιδιαίτερα στο De nostri temporis studiorum ratione (1708), όπου αντιμάχεται την επαγωγική μέθοδο της καρτεσιανής νέας επιστήμης και υπερασπίζεται τη ρητορική ενάντια στην ξηρότητα του μαθηματικού συλλογισμού, τη φαντασία και την ποίηση ενάντια στην ψυχρότητα της κριτικής και του αφηρημένου λόγου. Η αντικαρτεσιανή πολεμική του Βίκο αναπτύσσεται περαιτέρω στο De antiquissima Halorum sapientia (1710), όπου ο φιλόσοφος αναζητά να αποκαταστήσει την πυθαγόρεια διδασκαλία, να δημιουργήσει μια μεταφυσική θεωρία ως θεμέλιο της φυσικής. Αναπτύσσει έτσι τη θεωρία του «μεταφυσικού σημείου» και του "conatus": τα σώματα συντίθενται από σημεία μεταφυσικά, δηλαδή αδιαίρετα, πυρήνες δύναμης (conatus) μιας απροσδιόριστης ικανότητας κίνησης, που γεννούν το σύμπαν. Μελετώντας τον ανθρώπινο κόσμο, και υπό την επίδραση του Γκρότιους, ο Βίκο πλησιάζει την ιστορία με την πεποίθηση ότι αυτή μπορεί να δημιουργήσει επιστήμη που, μέσω της ερμηνείας καθολικών σταθερών, νοηματοδοτεί το ιστορικό γίγνεσθαι. Αυτή η νέα επιστήμη, α- ντικείμενο του σπουδαιότερου έργου του Principi d' una scienza nuova dintomo alia nature delle nazioni( 1725), είναι δυνατή ακριβώς διότι ο κόσμος της ιστορίας δημιουργείται από τους ανθρώπους. Ο κόσμος των εθνών αποτελεί το αντικείμενο της μόνης δυνατής ανθρώπινης ε- πιστήμης, που συνδέει τη φιλοσοφία με τη φιλολογία, το «αληθές» του φιλοσόφου με το «βέβαιο» του φιλολόγου. Ο άνθρωπος, κάτω από τον φόβο της θεότητας, προσωποποιημένης στα φυσικά φαινόμενα, περνά σταδιακά από τη ζωώδη αρχική του κατάσταση στην κοινωνική ζωή: μετά την εποχή των θεών έρχεται αυτή των ηρώων. Η θεμελιώδης αυτή φάση της ιστορίας, κατά την οποία οι άνθρωποι αρχικά αισθάνονται χωρίς να αντιλαμβάνονται και εν συνεχεία παρατηρούν με ταραγμένη ψυχή, αποτελεί ένα από τα κυριότερα θέματα της προβληματικής του Βίκο: αντιμαχόμενος την «υπεροψία των ε- θνών», καθώς και εκείνη των «λογίων», που τείνουν να αποδίδουν στην αρχαιότητα εξελιγμένους τρόπους ζωής, σύμφωνους προς τις υ- ποδείξεις της λογικής, ο φιλόσοφος αναζητά να καταδείξει την αυθεντικότητα του πρωτόγονου κόσμου. Η δυνατότητα προσφέρεται α- κριβώς μέσα από την κατανόηση εκείνου του κόσμου (ι>ς εποχής της νεότητας του ανθρώπινου γένους, μιας εποχής πλήρους φαντασίας, που εκφράζεται αρχικά με χειρονομίες και εικόνες, για να φθάσει τέλος στον αρθρωμένο ποιητικό λόγο: «Οι πρώτοι άνθρωποι λόγω φυσικής ανάγκης υπήρξαν ποιητές και μίλησαν με χαρακτήρες ποιητικούς», υποστηρίζει ο Βίκο. Αυτή είναι η κλείδα της νέας επιστήμης, που του επιτρέπει να παρουσιάσει μια νέα θεώρηση για τις αρχές της ανθρώπινης ιστορίας. Υψιστη μαρτυρία της ηρωικής εποχής αποτελούν για τον φιλόσοφο τα ομηρικά έπη, έργα που καταδεικνύουν τη δημιουργική φαντασία και εκφραστική δύναμη ενός ολόκληρου λαού. Βιβλιογρ.: Croce Β.. La Filosolia di G. Β. Vico. Laterza, Ban, Gentile G.. Studi vichiani, in "Opere", XVI. Sansoni, Firenze, Αθαν. Νάτσης Βιλαμόβιτς Ούρλιχ, (von Wilamowitz-Moellendorff Ulrich, ). Γερμανός φιλόλογος, κορυφαίος ερμηνευτής του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, από τους κυριότερους εκπροσώπους του λεγόμενου ιστορικού θετικισμού. Αποκρούοντας τον μουσειακό κλασικισμό, που περιόριζε το ενδιαφέρον της επιστήμης σε μια στενή περιοχή της πνευματικής, παραγωγής και το έργο της έρευνας σε απλή παρατήρηση, διόρθωση και έκδοση ορισμένων κειμένων, ο Βιλαμόβιτς είδε τον αρχαίο κόσμο στο σύνολό του σαν οργανική λειτουργία ανάπτυξης του λόγου και του πολιτισμού. Ετσι, όρισε ως έργο της φιλολογίας το "να ξαναζωντανέψει με τη δύναμη της επιστήμης την περασμένη ζωή: το 235

236 ΒΙλλμαν τραγούδι του ποιητή, τη σκέψη του φιλοσόφου και του νομοθέτη, την ποικίλη και πολυθόρυβη κίνηση της αγοράς και του λιμανιού, της στεριάς και της θάλασσας, να ξαναζωντανέψει τους ανθρώπους στην εργασία τους και στο παιχνίδι τους". Με αυτό το κριτήριο ο Βιλαμόβιτς εντάχθηκε στο κίνημα του Ιστορισμού*, που επεδίωκε τη ζωντανή αναπαράσταση των επιμέρους μορφών του αρχαίου βίου, και συνετέλεσε ανάμεσα στους πρώτους στο να εκθρονιστεί η ιδεοκρατική ερμηνεία της ιστορίας ως "δήμιοι >γικού πνεύματος". Ετσι άνοιξε τον δρόμο σε μια αμεσότερη επικοινωνία με τους αρχαίους συγγραφείς και έθεσε στην υπηρεσία της ερμηνείας κάθε πληροφορία που περιέχουν οι επιγραφές, οι πάπυροι, τα μνημεία, ακόμα και η λαϊκή παράδοση. Ακόμα, κατόίργησε τους φραγμούς ανάμεσα στη φιλολογία, την ιστορία και την αρχαιολογία, ταυτίζοντας τη φιλολογία με την αρχαιογνωσία στο σύνολό της, και μετατόπισε το επίκεντρο της έρευνας από τη ρωμαϊκή αρχαιότητα στην ελληνική. Ενισχύοντας τα ιστορικά κριτήρια της φιλολογικής έρευνας, ο Βιλαμόβιτς έκρινε τις έννοιες και τα σύμβολα, τις λατρείες και τους μύθους, όπως και κάθε άλλο θεσμό, μέσα στο πλαίσιο της δικής του πολιτιστικής ιστορίας και έτσι έδωσε σε όλους τους τομείς της φιλολογίας νέο ενδιαφέρον. Ε. Ν. Ρούσσος ΒΙλλμαν Οθων (Willman Otto, Lissa, Leitmeritz, 1920). Γερμανός καθολικός θεολόγος, παιδαγωγός και φιλόσοφος. Στη διαμόρφωση των απόψεών του δέχθηκε την επίδραση του Αριστοτέλη* και του Πλάτωνα* από τους αρχαίους, του Αυγουστίνου* και του θ. Ακινάτη* από τον θεολογικό χώρο, και των Χέρμπαρτ*, Ziller και Λάιμπνιτς* από την πλευρά της νεότερης φιλοσοφίας. Αξονα της φιλοσοφικής του σκέψης αποτελεί η θεωρία του περί των "ιδεών". Κατά τον Βίλλμαν, οι ιδέες είναι οι σκέψεις του θεού, σύμφωνα με τις οποίες έχουν τακτοποιηθεί τα πράγματα του κόσμου. Οι ιδέες είναι αναλλοίωτες, άφθαρτες και ανεξάρτητες από τον άνθρωπο. Η κατανόησή τους από τον άνθρωπο αποτελεί προϋπόθεση σοφίας και πρέπει αυτές να κατέχουν κεντρική θέση μεταξύ δασκάλου και μαθητή κατά τη διαδικασία της διδασκαλίας και της μάθησης. Αυτές επίσης ρυθμίζουν, ως κοινωνικές δυνάμεις, τις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους. Εχοντας για πρότυπό του την Ερβαρτιανή διδασκαλία, προσπαθεί να θεμελιώσει την αγωγή στην ιστορία, κοινωνιολογία, φιλοσοφία και θρησκεία. Αναπτύσσει τις τυπικές εξελικτικές μορφές της παιδείας και διδάσκει ότι το πρόβλημα της μόρφωσης, τόσο κατά το βάθος της ιδέας του όσο και κατά τον πλούτο της ιστορικής ανάπτυξης, μπορεί να το εξουσιάσει μόνο η σύνδεση της ιστορικής με την ε- πιστημονική άποψη περί αρχών. Εργα του: Ο Αριστοτέλης ως παιδαγωγός (1909), Η διδακτική ως μέθοδος διδασκαλίας (1ΘΘ9), Ιστορία του ιδεαλισμού (1907), Εισαγωγή στην ιστορία της μεταφυσικής (1914). Απ. Τζ. Βίνερ (Wiener) Νόρμπερτ (Κολούμπια, Μισούρι, Στοκχόλμη, 1964). Αμερικανός μαθηματικός, ένας από τους θεμελιωτές της κυβερνητικής. Το πρώτο φιλοσοφικό του δοκίμιο, Τα όρια της άγνοιας, το έγραψε σε ηλικία 11 χρόνων και απέσπασε τον τίτλο του "παιδιού θαύματος" στα τέλη του 19ου αι., ενώ στις αρχές του επόμενου, 20ού αι., με τη διατριβή του επάνω στη μαθηματική λογική, με την οποία α- νέλυε συγκριτικά τη "θεωρία των σχέσεων" των Σπένσερ*, Γουάιτχεντ* και Ράσσελ*, απέκτησε τον τίτλο του διδάκτορα, και το 1919 έγινε τακτικός καθηγητής στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασσαχουσέτης. Καθοριστικά για το μαθηματικό έργο του Βίνερ υπήρξαν τα προβλήματα που έθεταν η θεωρητική φυσική, οι βιολογικές επιστήμες και η ηλεκτρονική και υπολογιστική τεχνική. Οι μελέτες του περιστράφηκαν στη θεωρία των μετασχηματισμών του Φουριέ*, στη θεωρία του δυναμικού, στη θεωρία του θεωρήματος του Τάουμπερ, στη θεωρία της κίνησης του Μπράουν, με συμπεράσματα ιδιαίτερα σημαντικά για την εξέλιξη της θεωρίας των πιθανοτήτων, στη θεωρία των συνδέσεων, στη γενικευμένη αρμονική ανάλυση, με την οποία συνέβαλε ουσιαστικά στην ηλεκτρονική μηχανολογία, στη θεωρία της πρόβλεψης και της διύλισης. Με τις μελέτες του αυτές έτεινε στη σύνδεση των θεωρητικών κατασκευών με την τεχνική και συνέβαλε μεταξύ άλλων στην τελειοποίηση του ραντάρ και των συστημάτων τηλεκατεύθυνσης, ενώ επινόησε σύστημα αυτόματης σκόπευσης για τα αντιαεροπορικά πυροβόλα. Η πορεία του αυτή τον οδήγησε στις μαθηματικές θεωρίες των πληροφοριών, της επικοινωνίας και του αυτοματισμού. Καρπός των σχετικών του μελετών υπήρξε το έργο του: Cyber- 236

237 βιοθεωρία netics or control and communication in the animal and the machine (1948) (Κυβερνητική ή έ- λεγχος και επικοινωνία στο ζώο και τη μηχανή), με το οποίο καθιερώθηκε διεθνώς ο όρος «κυβερνητική» και γεννήθηκε η ομώνυμη επιστήμη. Η ιδέα της κυβερνητικής του Βίνερ βασίζεται στην ενότητα των διαδικασιών της διεύθυνσης και της επεξεργασίας της πληροφορίας στα σύνθετα συστήματα. Ο Βίνερ επεξέτεινε την κυβερνητική εμπειρία στους διάφορους τομείς της επιστήμης, όπως στη μηχανολογία, τη βιολογία, την ψυχολογία, τις κοινωνικές επιστήμες κ.λπ., ενώ στα τελευταία του έργα στράφηκε στα προβλήματα των σχέσεων του ανθρώπου με τις πληροφορικές - υπολογιστικές συσκευές και υποστήριξε υλιστικές και διαλεκτικές ιδέες. Απ. Τζαφερόπουλος Βίντελμπαντ Γουλιέλμος (Windelband Wilhelm) (Πότσνταμ, Χαϊδελβέργη, 1915). Γερμανός φιλόσοφος, ιδρυτής της φιλοσοφικής σχολής της Βάδης (νεοκαντιανοί). 0 Βίντελμπαντ δίνει έμφαηη στη σημασία των ιστορικών επιστημών, οι οποίες κατέχουν πρωταρχική θέση στο σύστημά του, με το οποίο κατατάσσεται ουσιαστικά στους ιστορικούς της φιλοσοφίας. Στον τομέα αυτόν εξάλλου α- ναφέρεται και το μεγαλύτερο μέρος του συγγραφικού του έργου, είτε ως φιλοσοφία της ι- στορίας είτε ως ιστορία της φιλοσοφίας. Ο Βίντελμπαντ θεωρεί την ιστορία από ιδεοκρατική άποψη και αναπτύσσει τη δική του μεθοδολογία για τη σύλληψη του νοήματος και της ουσίας της ιστορίας, θεωρία που τη συνέχισε ο διάδοχός του στη σχολή της Βάδης, ο Ρίκερτ*. 0 Βίντελμπαντ, ξεκινώντας από την καντιανή διάκριση του λόγου σε θεωρητικό και πρακτικό, όρισε ως σκοπό των επιστημών 1) την περιγραφή των φαινομένων και των γεγονότων (ιδεολογικές επιστήμες) και 2) την αναζήτηση και διατύπωση σταθερών νόμων (νομοθετικές επιστήμες). Χαρακτήρισε τη φιλοσοφία ως επιστήμη των "καθολικών αξιών", τις οποίες θεωρεί απριορικές, υπερβατικές και πολυσήμαντες, και τις διακρίνει σε λογικές, ηθικές, αισθητικές και θρησκευτικές. Τις τέσσερις αυτές κατηγορίες τις ερμηνεύει ως βαθμίδες μιας α- νιούσας κλίμακας, στην κορυφή της οποίας τοποθετεί τις θρησκευτικές, οι οποίες συναρτούν το σύνολο των αξιών σε μιαν ανώτερη μεταφυσική ενότητα, που είναι ο θεός. Η διδασκαλία του Βίντελμπαντ άσκησε σημαντική επίδραση στην ευρωπαϊκή φιλοσοφία, κοινωνιολογία και ιστορία. Τα σημαντικότερα έργα του είναι: Ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας στην αρχαιότητα (1888), Ιστορία της νεότερης φιλοσοφίας (2 τ., ), Λόγοι και μελέτες (2 τ., 1884), Εγχειρίδιο ιστορίας της φιλοσοφίας (1892), Ιστορία και φυσική επιστήμη (1894), ΠΛάτων(1900), Περίθεωρίας του τυχαίου (1904), Περί ελευθερίας της βουλήσεως (1905) κ.ά. Βιβλιογρ.: Rickert Η., W. Windelband, Tub., Jakowenko Β., W. Windelband, Prag., Απ. Τζ. Βιντζνιαναθάντα, βλ. Γιογκατσάρα. θιοθεωρία (βίος + θεωρώ). Ο ορισμός του όρου είναι πολυσήμαντος και το περιεχόμενό του πλατύ. Η σημασία του όρου προσδιορίζεται από την έννοια που δίδεται στη λέξη βίος. Αν βίος σημαίνει μόνο ζωή, δηλαδή σύμπλεγμα οργανικών φαινομένων, τότε ο όρος νοείται ως εξέταση, μελέτη της ζωής και γίνεται εξολοκλήρου αντικείμενο έρευνας της βιολογίας, η οποία διατυπώνει ποικίλες απόψεις σχετικά με τη γένεση της ζωής και τα φαινόμενά της. Αν όμως βίος σημαίνει κάποια δραστηριότητα και συμπεριφορά του ανθρώπου (π.χ. πολιτικός βίος), τότε βιοθεωρία σημαίνει την εξέταση της συγκεκριμένης δραστηριότητας του ανθρώπου και διαφοροποιείται κατά περίπτωση σημασιολογικά. Η πιο παλιά αποδεκτή σημασία του όρου "βίος" είναι τρόπος ζωής. Στην περίπτωση αυτή βιοθεωρία σημαίνει ηθική φιλοσοφία, αφού η τελευταία εξετάζει τα του βίου (βλ. Διογένης Λαέρτιος, II, 16" (ψ) Πλ. π. τ. αρ. 874: "ηθικόν δε το κατησχολημένον περί του ανθρωπίνου βίου"), τα αξιολογεί και καθιστά τον βίον ευδαίμονα (= Σέξτου Εμπειρικού*, Προς Μαθηματικούς 1,1, 109). Αυτή η σημασία του όρου νομιμοποιείται σε αντίθεση προς τον συνήθη όρο κοσμοθεωρία, που ορίζεται ως το σύνολο των δοξασιών και πεποιθήσεων που α- ναφέρονται στη φύση και τη λειτουργία του κόσμου (κοσμολογικό - οντολογικό πρόβλημα της Μεταφυσικής). Αν πάλι σκοπός του βίου είναι η θεωρία (Αναξαγόρας*, ΟΚ 59 Α 29), τότε ο όρος παίρνει το περιεχόμενο της ίδιας της ζωής όχι μόνο από βιολογική αλλά και πνευματική άποψη. Μπορεί όμως η βιοθεωρία να μην είναι φιλοσοφία, όταν η ίδια έχει ως α- φετηρία μια μυθική εξήγηση της ζωής ή είναι υπόθεση για τη ζωή προεπιστημονική και προκριτική; Συμπερασματικά ο όρος βιοθεωρία μπορεί να εξηγηθεί ως γενική ή ειδική θεώρηση (εξέταση) τη ζωής κάτω από συγκεκριμένη 237

238 Βιόλα φιλοσοφική αφετηρία και προοπτική. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να είναι βιοθεωρία υλιστική ή ιδεαλιστική. I. Γ. Δελλής Βιόλα (Viola) φίλιππο. Ιταλός κοινωνικός φιλόσοφος. Διδάσκει στο Πανεπιστήμιο «La Sapienza» της Ρώμης. Συνδυάζει την εμπειρική έ- ρευνα με τη θεωρητική στο πλαίσιο μιας «υπαρξιακής κοινωνιολογίας». Εργα του: La society astratta. Un sistema di indifferenza nella nostra reahtd quotidiana, Roma, 1989 (ελλ. έκδοση: Η κοινωνία της αφαίρεσης. Το σύστημα της αδιαφορίας και της αποξένωσης στην καθημερινή ζωή, εκδ. Στάχυ, Αθήνα, 1993). Δ. π. βιολογική κατεύθυνση στην κοινωνιολογία (Κοινωνιοβιολογία). Κοινωνιολογικό και ιστορικο-φιλοσοφικό ρεύμα, σύμφωνα με το οποίο το κοινωνικό εννοείται αναλογικά προς το βιολογικό. Η κοινωνική πραγματικότητα γίνεται α- ντιληπτή ως βιολογικός οργανισμός, του οποίου η επιβίωση στηρίζεται στη βάση της συνεργασίας των επιμέρους μερών του. Βασική θέση της Κοινωνιοβιολογίας είναι ότι υπάρχει μια αναλογία μεταξύ μορφών συμπεριφοράς που προσδιορίζουν τη συνύπαρξη και οργάνωση της ζωής των ζώων (μορφές κοινωνικής οργάνωσης στις μέλισσες) και κοινωνικών διαδικασιών στους ανθρώπους. Ξεκινώντας από αυτή τη θέση διατυπώνεται η άποψη πως στις ανθρώπινες κοινωνίες επενεργούν βιολογικής φύσης παράγοντες και προσδιορίζουν την οργάνωση και την εξελικτική τους πορεία. Δηλαδή, η εξελικτική πορεία της κοινωνίας και του κράτους, καθώς και οι επί μέρους μορφές ατομικής συμπεριφοράς υποτάσσονται σε βιολογικούς κανόνες. Πρόκειται για προσπάθεια να ερμηνευθεί η δομή των ανθρώπινων κοινωνιών ως προϊόν μιας βιολογικής ε- ξελικτικής προσαρμογής, ως απόρροια "φυσικής επιλογής". Μια τέτοια θεώρηση της κοινωνικής πραγματικότητας αποκαλύπτει την πρόθεση για παραγνώριση του ιστορικού στοιχείου στην πορεία των κοινωνιών και, προπάντων, παραγνωρίζει το γεγονός πως, όσο και αν η βιολογική φύση του ανθρώπου είναι απαραίτητη προϋπόθεση της κοινωνικής του φύσης, δεν μπορεί όμως η πρώτη να προσδιορίσει τη δεύτερη, γιατί αυτή είναι ποιοτικά κάτι το εντελώς διαφορετικό και υποτάσσεται σε διαφορετικούς κανόνες από τους βιολογικούς. Αν εξετάσει κανείς την πορεία της κοινωνιολογίας, θα διαπιστώσει πως τόσο ο ιδρυτής της επιστήμης αυτής (August Comte*) όσο και μια μερίδα των κλασικών μέχρι τον Talcott Parsons* και τον Niklas Luhmann* επιζητούν στις κοινωνιολογικές τους αναλύσεις, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, μια σύνδεση με τη Βιολογία. Ως τα βασικότερα θεωρητικά ρεύματα ή σχολές του κοινωνιοβιολογισμού θα μπορούσαν να θεωρηθούν, εκτός της θεωρίας του Η. Spencer*, ο Κοινωνικός Δαρβινισμός*, η Φιλοσοφική - Ανθρωπολογική* σχολή και η Οργανική σχολή* της Κοινωνιολογίας. Βιβλιογρ.: Wilson Ε., Sodobiology. The New Synthesis. Harvard University Press, Cambridge. Mass Hamilton W., The Genetic Theory ol Social Behavior, στο: "Journal of Theoretical Biology", 7/1964, pp Lipp W.. Biologische Kategorien im Vormarsch? Heraustorderung und Antwort einer kuenftigen Soziotogie, Wuerzburg 19Θ0.- Lewontin R Η πλάνη του βιολογικού ντετερμινισμού, στα "Σύγχρονα θέματα", τ. 1/1978, σ Κούβελας Η., Ο νέος βιολογικός ντετερμινισμός - Κοινωνιοβιολογία, στα "Σύγχρονα θέματα", τ. 1/1978. σ Χρ. Νόβα - Καλτσούνη βιολογιοκρστία, βλ. βιολογική κατεύθυνση στην κοινωνιολογία. βιολογισμός, βλ. βιολογική κατεύθυνση στην κοινωνιολογία. θιομέριμνα, βλ. μέριμνα. βιομηχανική κοινωνία, θεμελιακή κατηγορία της σύγχρονης αστικής κοινωνιολογίας, που χρησιμοποιείται σε αντίθεση προς τις μαρξιστικές κοινωνικοταξικές έννοιες της καπιταλιστικής και της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Η έννοια "βιομηχανική κοινωνία" είναι μια έννοια για την κοινωνία κενωμένη από κοινωνικό περιεχόμενο. Κάνει αφαίρεση όλων των ουσιωδών κοινωνικών διαφορών μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού και χειρίζεται το καίριο πρόβλημα της κοινωνικής δομής των κοινωνικών σχηματισμών της εποχής μας ως ένα καθαρά τεχνικο-οργανωτικό πρόβλημα. Η λεγόμενη "τεχνική εξέλιξη", σύμφωνα μ' αυτή την αντίληψη, τείνει στην εξάλειψη των κοινωνικών διαφορών, καθώς και ανάμεσα στον σοσιαλισμό και τον καπιταλισμό, και οδηγεί στη σύγκλιση των δύο συστημάτων. Ετσι, η θεμελιακή, καθοριστική σύμφωνα με τον μαρξισμό, ταξική διαφορά μεταξύ καπιταλισμού και σο- 238

239 βιοτικό επίπεδο οιαλιομού εξαφανίζεται. Όλο το πρόβλημα της εξέλιξης και των δύο κοινωνικών συστημάτων ανάγεται όχι στις διαφορετικές μορφές ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, αλλά στην τεχνική και την εφαρμογή της. Τη θεωρία αυτή διατύπωσαν σε δύο παραλλαγές ο Γάλλος κοινωνιολόγος Ρ. Αρόν* σε σειρά παραδόσεων στη Σορβόνη ( ) και ο Αμερικανός οικονομολόγος Ουόλτ Ουίτμαν Ροστόου στο βιβλίο του Πολιτική και τα στάδια της οικονομικής ανάπτυξης (1971). Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, η προοδευτικότητα ενός κοινωνικού συστήματος κρίνεται από το επίπεδο της βιομηχανικής του παραγωγής (κατά τον Ροστόου, της παραγωγής αγαθών μαζικής κατανάλωσης μακρόχρονης χρήσης: αυτοκίνητα, ψυγεία, συσκευές τηλεόρασης κ.λπ.). Οι θεωρητικοί της "βιομηχανικής κοινωνίας" βρήκαν τις κεντρικές ιδέες της θεωρίας τους στα έργα Γερμανών φιλοσόφων και κοινωνιολόγων των αρχών του 20ού αιώνα (Βέρνερ Ζόμπαρτ, Ο νέος καπιταλισμός, Μαξ Βέμπερ", Οικονομία και κοινωνία, 1927). Γιάν. Κρητικός βίος. Η ζωή του ανθρώπου, δηλαδή η διάρκειά της από τη γέννηση ώς τον θάνατο, η κατάσταση και ο τρόπος ζωής. Ο άνθρωπος ως αυτόνομη μονάδα έχει τον ατομικό του βίο, αλλά με την ένταξή του σε διάφορες κοινωνικές ο- μάδες, που του επιβάλλουν έναν ιδιαίτερο τρόπο ζωής και συμπεριφοράς, αναπτύσσει παράλληλα και τον οικογενειακό, κοινωνικό κ.λπ. βίο του κάτω από συνθήκες και καταστάσεις, που καθορίζουν συγχρόνως και την ποιότητα του βίου του. Με την έννοια αυτή ο βίος του ανθρώπου μπορεί να προσλαμβάνει ποικίλες μορφές, οι βασικότερες των οποίων είναι οι εξής: 1) σωματικός βίος: περιλαμβάνει το ούνολο των φυσιολογικών φαινομένων της ζωής 2) υλικός: περιλαμβάνει την ικανοποίηση των υλικών αναγκών του ανθρώπου (τροφή,, ενδυμασία, κατοικία κ.λπ.), καθώς και την απόλαυση των αγαθών του πολιτισμού (επικοινωνία, ανάπαυση, διασκέδαση κ.λπ.) 3) πνευματικός: είναι το σύνολο των σκέψεων και των ε- νεργειών του σκεπτόμενου ανθρώπου, αλλά και όλων των ανθρώπων μιας εποχής, που συμμετέχουν στη δημιουργία του πολιτισμού της. Ο πνευματικός βίος, ανάλογα με τον τομέα στον οποίο ασκείται η πνευματική δραστηριότητα, χαρακτηρίζεται ως θεωρητικός, θρησκευτικός, κοινωνικός, οικονομικός, πολιτικός, αισθητικός. Για τον θεωρητικό έχουμε να παρατηρήσουμε ότι περιλαμβάνει την ενασχόληση με τις επιστήμες και τις γνώσεις γενικότερα, ενώ για τον θρησκευτικό ότι σ' αυτόν είναι κυρίαρχη η αντιπαραβολή της βραχύτητας και του μόχθου του επίγειου προς την αιωνιότητα και την μακαριότητα του μετά τον θάνατο βίου - 4) ψυχικός: το σύνολο των ψυχικών φαινομένων, η ψυχική δραστηριότητα του ανθρώπου 5) συνειδησιακός: η επιδίωξη, η κίνηση, η τάση της συνείδησης, όχι η φαινομενολογική, αλλά η μπερξονική όχι δηλαδή απλώς η συνειδητοποίηση ενός αντικειμένου ή φαινομένου, αλλά ενός αντικειμενικού σκοπού, τον οποίο η συνείδηση προσδιορίζει για τον εαυτό της ή δημιουργεί ελεύθερα - 6) περιβαλλοντικός - ταξικός, όπως αγροτικός, αστικός κ.λπ. βίος. Η ένταξη του ανθρώπου σε κάποιον από τους τρόπους ή τις περιοχές αυτές του βίου ασκεί τεράστια επίδραση στην προσωπική και οικογενειακή του ζωή, καθώς επίσης και στην εργασία, την κοινωνική του δράση, τη διάθεση και τη συμπεριφορά του. Και η επίδραση αυτή είναι θετική ή αρνητική ανάλογα με την κατάσταση και την ποιότητα των μορφών του βίου, που χαρακτηρίζονται με ένα πλήθος επιθετικών προσδιορισμών, όπως βίος ακύμαντος, α- νέφελος, αμέριμνος, ανθόσπαρτος κ.λπ. ή, α- ντίθετα, βίος μαρτυρικός, περιπετειώδης, πολυτάραχος κ.λπ., κατά περίπτωση. Τέλος, παρά την παρατηρούμενη διεθνοποίηση του βίου, αυτός εξακολουθεί να διατηρεί παράλληλα τις εθνικές και κοινωνικές ιδιομορφίες των διαφόρων λαών, που είναι ανάλογες προς τις γεωγραφικές, πολιτιστικές, κοινωνικές κ.λπ. συνθήκες. Απ. Τζαφερόπουλος βιοτικό επίπεδο, επίπεδο διαβίωσης. Έννοια της οικονομολογίας και της οικονομικής κοινωνιολογίας που εκφράζει τον βαθμό ποσοτικής και ποιοτικής ικανοποίησης των υλικών και πολιτισμικών αναγκών των ανθρώπων, τον βαθμό εξασφάλισης αγαθών, υπηρεσιών και συνθηκών διαβίωσης. Συνιστώσες του βιοτικού επιπέδου είναι το εισόδημα, η ποσότητα και η δομή της κατανάλωσης, η διάρκεια εργάσιμου και ελεύθερου χρόνου, ο χαρακτήρας της εργασίας, η στέγαση, η εκπαίδευση, η περίθαλψη, ο πολιτισμός κ.λπ. Το βιοτικό επίπεδο αποτελεί καθοριστική συνιστώσα του τρόπου ζωής. Δ. π. 239

240 βισισταντβάιτα βεντάντα βισισταντβάπα βεντάντα (προσδιορισμένος μη δυϊσμός). Ινδικό ορθόδοξο φιλοσοφικοθρησκευτικό σύστημα, μονιστικό στην κοσμολογική του πρόσβαση και πραγματιστικό στη θεώρησή του της φυσικής πολλαπλότητας και του θείου. Ιδρυτής του είναι ο Ινδός φιλόσοφος Ραμανούτζα* ή Λακσμάνα ή Ραμανουτζατσάρια, που έζησε τον 11ο αιώνα μ.χ. Χαρακτηριστικό του συστήματος είναι η προσωποποίηση του Απόλυτου. Στη θέση του υπερβατικού, απόλυτου και ακατηγόρητου Βράχμαν* (νιργκούνα Βράχμαν), ο Ραμανούτζα εισάγει τον θεό-πρόσωπο (Απόλυτο με ιδιότητες ή σαγκούνα Βράχμαν). Πρόκειται για μια προσπάθεια σύνθεσης ενός προσωπικού θεϊσμού με τη φιλοσοφία του ακατηγόρητου Απόλυτου, και επομένως συνδιαλλαγής ανάμεσα στις α- παιτήσεις του στοχασμού και σε εκείνες του θρησκευτικού αισθήματος. Τέτοιες προσπάθειες είχαν γίνει και στο παρελθόν από πρόδρομους του στοχασμού του Ραμανούτζα, όπως είναι εκείνες του φιλόσοφου Μπάκσαρα (9ος αιώνας μ.χ.), του Ναθαμούνι (αρχές 10ου αιώνα μ.χ.) και του Αλναντάρ ή Γιαμουνατσάρα (τέλος 10ου αι. μ.χ.). Η Βισισταντβάιτα Βεντάντα, ακόμα, απορρίπτει τη φαινόμενη ή σχετική ύπαρξη της πολλαπλότητας, την οποία δίδαξε ο πατριάρχης του αντβαϊτισμού (Αντβάιτα Βεντάντα), ο Σάνκαρα*, και αποδέχεται την πραγματική της ύπαρξη. Τις ουπανισαδικές περικοπές που απερίφραστα καταδικάζουν την ύπαρξη διαφορών (βισίστας), την πολυμορφία δηλαδή ή πολλαπλότητα του σύμπαντος, ο Ραμανούτζα ερμηνεύει σαν απόρριψη μόνο της ανεξάρτητης από το Βράχμαν ύ- παρξής τους και όχι σαν άρνηση της οντολογικής τους πραγματικότητας. Βιβλιογρ.: Βασ. Βιτσαξής, Ο στοχασμός και η πίστη (Αρχαιότητα - Χριστιανισμός), 2 τ., Εστία, Αθήνα, Δημ. Βελισσαρόπουλος, Ιστορία της ινδικής φιλοσοφίας, Δωδώνη, Αθήνα - Γιάννινα, 1992*. Ε. Λιακόπουλος βισνάνα (σανσκρ., vijnana). Ο όρος σημαίνει "διάκριση", με την έννοια μιας ολόκληρης διαδικασίας που βρίσκεται πίσω της, δηλαδή του τεμαχισμού ενός όλου σε μέρη, τα οποία μετά διακρίνονται, επιλέγονται και προσλαμβάνονται. Αυτή η λειτουργία συνδέεται βασικά με τις αισθήσεις, ώστε στην πραγματικότητα η λέξη να σημαίνει τελικά "αισθάνομαι". Ο όρος έχει σχέση με τη βουδιστική άποψη, η οποία δεν δέχεται την έννοια της ψυχής σαν ατομικής και αμετάβλητης κατάστασης, αλλά στη θέση της έχει τοποθετήσει την έννοια της "συνείδησης", με την αντίληψη ότι, καθώς δεν υ- πάρχει ένα απαράλλακτο "εγώ", αυτή έχει μια ροή και μια μεταβλητότητα από επαναγέννηση σε επαναγέννηση. Έτσι, το κέντρο της καρμικής συνέχειας, το οποίο και αποφασίζει στη συγκεκριμένη συνείδηση, εδρεύει στη βισνάνα, στη λειτουργία των αισθήσεων. Στην ουσία πρόκειται για μια ψυχολογική διαδικασία, η οποία και μόνο είναι πραγματική και η οποία μεταμορφώνει τον εαυτό της τόσο στη διαδικασία "πρόσληψης" όσο και στην "προσλαβανόμενη" εικόνα. Αυτά τα δύο μαζί αποτελούν την "άμεση εμπειρία" της φαινόμενης πραγματικότητας. Παρά ταύτα, η σχολή Μαντιαμίκα* πιστεύει ότι και αυτή η άμεση εμπειρία δεν έχει στήριγμα στο "κάτι" και στο "κάπου", αλλά είναι ένας απλός τρόπος ερμηνείας και τίποτα άλλο. Τελικά πρέπει να τονιστεί ότι η "συνείδηση", ως έκφραση μιας συγκεκριμένης μοναδικής οντότητας, αποτελείται από τρία στοιχεία: Μάνας* (manas), Βισνάνα (vijnana) και Ντάτου* (dhatu). Βιβλιογρ.: Βασ. Βιτσαξής, Ο στοχασμός και η πίστη (Αρχαιότητα - Χριστιανισμός), 2 τ., Εστία, Αθήνα, Δημ. Βελισσαρόπουλος, Ιστορία της ινδικής φιλοσοφίας, Δωδώνη, Αθήνα - Γιάννινα, 1992". Ε. Λι ακόπουλος Βιονού (Vishnu: Ο πανταχού διεισδύων), θεότητα που ανευρίσκουμε ήδη από την εποχή της Ριγκβέδα*, της οποίας μερικοί ύμνοι είναι α- φιερωμένοι σε αυτήν. Αργότερα πήρε τη μορφή και της αποδόθηκαν οι ιδιότητες τις ο- ποίες διατηρεί μέχρι σήμερα, εκείνες δηλαδή της Πρωταρχικής θεότητας, που την αναδεικνύει σε συντηρητή και προστάτη του κόσμου. Οι δύο άλλες όψεις της λειτουργικής ινδουίστικής τριάδας, είναι ο Βράχμα*, ο Δημιουργός, και ο Σίβα*, ο Καταστροφέας. Ο Βισνού έχει συνδεθεί ειδικότερα με την έννοια του Αβατάρ*, της ηθελημένης δηλαδή καθόδου και ενσάρκωσης ενός φωτισμένου όντος στο επίπεδο της Σαμσάρα* για τη σωτηρία του κόσμου. Δέκα είναι οι Αβατάρες αυτοί, από τους οποίους οι πιο γνωστοί είναι ο Ράμα* και ο Κρίσνα*, καθώς και ο Ερχόμενος Κάλκιν. Ο Βισνού αντιπροσωπεύει συγχρόνως και την υ- πέρτατη πραγμάτωση κάθε πιστού. Καθώς σκοπός του πιστού είναι να απαλλαγεί από τον φαύλο κύκλο των γεννήσεων και των θανάτων, στόχος του είναι να αντικρίσει κάποτε κατά πρόσωπο τον ίδιο τον Βισνού, που εκφράζει έτσι την απόλυτη ευδαιμονία. Αλλά 240

241 βιταλισμός αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς την εύνοια και τη χάρη του. Έτσι ο Βισνού δεν είναι μόνο το μέσον (upaya) αλλά και ο σκοπός ή το τέλος (upeya) γγ αυτή την υπέρβαση και σωτηρία. Βοηθήματα για αυτή την απελευθέρωση του πιστού είναι οι αγαθές πράξεις (karma), η πνευματική εξέλιξη και γνώση (jnana) και η ο- λοκληρωτική πίστη και αφοσίωση (bhakti) στο Θεό. Βιβλιογρ.: Βασ. Βιτσαξής, Ο στοχασμός και η πίστη (Αρχαιότητα - Χριστιανισμός), 2 τ., Εστία, Αθήνα, Δημ. Βελισσαρόπουλος, Ιστορία της ινδικής φιλοσοφίας, Δωδώνη, Αθήνα - Γιάννινα, 1992*. Ε. Λιακόπουλος βιταλισμός. Θεωρία που υποστηρίζει ότι κάθε έμβιο ον κυβερνάται και κατευθύνεται από μια "Ζωτική Δύναμη". Αναπτύχθηκε κυρίως στην προσπάθεια να εξηγηθούν οι διαφορές ανάμεσα στους ζώντες οργανισμούς και στη μη ζώσα ύλη. Στοιχεία βιταλισμού εμπεριέχονται και στις θεωρίες του Αριστοτέλη*, ο οποίος πίστευε ότι η κινητήρια δύναμη σε ένα σώμα εδρεύει στην ψυχή. Ο βιταλισμός είναι στενά συνδεδεμένος με τον ανιμισμό* και, κατά έναν τρόπο, αποτελεί τη συνέχεια των θεωριών του, ευρύτατα διαδεδομένων κατά τον 17ο αιώνα. Οι ανιμιστικές απόψεις αναπτύχθηκαν για να αναβαθμίσουν τα έμβια όντα, ως αντίβαρο στις μηχανιστικές θεωρίες, που επέμεναν να αντιμετωπίζουν τους ζωντανούς οργανισμούς σαν απλές μηχανές, των οποίων η λειτουργία μπορούσε να εξηγηθεί με φυσικοχημικούς νόμους. Σύμφωνα με τον Χάρτσοκερ (Nicolas Hartsoeker, ), για τους ανιμιστές είναι αδιανόητο η μελέτη των ζωντανών οργανισμών να α- ντιμετωπίζεται με την άποψη ότι όλα εξηγούνται μόνο με τους νόμους της μηχανικής, χωρίς τη βοήθεια της ψυχής και της νόησης. Τον 18ο αιώνα οι ανιμιστές θα γίνουν οι φανατικοί πολέμιοι του υλισμού* και του αθεϊσμού*. Απορρίπτουν καθετί το τυχαίο στην οργάνωση της ζωής και διατείνονται ότι η τελειότητα των όντων είναι το δημιούργημα μιας άγνωστης αρχής, που παίρνει αρχικά το όνομα "Ψυχή" και κατόπιν "Νόηση". Στο τέλος του 18ου αιώνα η μυστηριώδης αρχή μετονομάζεται σε "Ζωτική Δύναμη" και ο ανιμισμός παραχωρεί τη θέση του στον βιταλισμό. Στις αρχές του 19ου αιώνα επιφανείς φυσιοδίφες, γιατροί και κυρίως φυσιολόγοι, όπως οι Κυβιέ (Georges Cuvier, ) και Μπισά (Xavier Bichat, ), θα ασπαστούν τις αρχές του βιταλισμού. Η αναζήτηση μιας ζωτικής αρχής προκύπτει από την επιθυμία να διαχωρισθούν τα όντα από τα πράγματα και ο διαχωρισμός αυτός να θεμελιωθεί όχι πάνω στην ύλη, της ο- ποίας η ύπαρξη αναγνωρίζεται, αλλά σε μεταφυσικές δυνάμεις, που διαφοροποιούν τη ζώσα από τη μη ζώσα ύλη. Στις αρχές του αιώνα μας μεταξύ των βιταλιστικών θεωριών διακρίνονται διάφορες τάσεις, κυριότερες από τις οποίες είναι ο μεταφυσικός ή φιλοσοφικός βιταλισμός και ο επιστημονικός βιταλισμός. Κύριος εκπρόσωπος και ένας από τους θεμελιωτές του μεταφυσικού βιταλισμού θεωρείται ο Μπερξόν* (Bergson), του οποίου οι ιδέες για ένα διάστημα είχαν ευρεία απήχηση. Η φιλοσοφία του συλλαμβάνει την έννοια της ζωής σαν μια "ορμή" και ένα "ρεύμα", που εμπλέκεται σε έναν ατέρμονα αγώνα με την άψυχη ύλη προκειμένου να την αναγκάσει να οργανωθεί. Αντίθετα, ωστόσο, προς τους υπόλοιπους ανιμιστές ή βιταλιστές ο Μπερξόν απορρίπτει κάθε έννοια φιναλισμού* (= τελεολογίας). Οπαδοί του επιστημονικού βιταλισμού υπήρξαν πολλοί διακεκριμένοι επιστήμονες, μεταξύ αυτών και ο εμβρυολόγος Ντρις* (Hans Driesch, ). Γοητευμένος, και ταυτόχρονα προβληματισμένος, από την πολυπλοκότητα της εμβρυακής ε- ξέλιξης, θα εγκαταλείψει την εμβρυολογία για νο αφοσιωθεί στη φιλοσοφία. Στην ανάπτυξη των βιταλιστικών θεωριών τη σκυτάλη από τους βιολόγους θα πάρουν οι φυσικοί, όπως οι Ελσέσερ (Μ. Elsasser), Πολάνυ (Μ. Polanyi) και Μπορ (Niels Bor), οι οποίοι εντυπωσιάζονται πολύ περισσότερο από τους βιολόγους από τη ζώσα ύλη. Κατά την άποψή τους, οι ι- διότητες της ζωής δεν παραβιάζουν τους νόμους της φυσικής, αλλά δεν μπορούν να εξηγηθούν μόνο με τις φυσικές δυνάμεις και τις χημικές αντιδράσεις που διέπουν τα μη ζώντα συστήματα. Είναι επομένως απαραίτητη η α- ποδοχή της ύπαρξης πρόσθετων αρχών που διέπουν μόνο τα έμβια όντα και ως εκ τούτου είναι αδύνατο να ανακαλυφθούν. Σταδιακά, η συσσώρευση των παρατηρήσεων και οι συνεχείς ανακαλύψεις που αφορούν στη δομή και τη λειτουργία των έμβιων όντων εκτόπισαν τις βιταλιστικές θεωρίες από την επιστημονική σκέψη. Βιβλιογρ.: J. S. Haldane. The Philosophical Basis ol Biology, Λονδίνο F. Jacob. La Logique du Vivant, une Histoire de I' H6r6dit6, εκδ. Qallimard, J. Monod, Le Hasard et la Necessita. Essai sur la philosophie naturelle de la biologie modeme, εκδ. du Seuil, E. J. Gardner, History ol Biology, Minneapolis, Burgess, ΖήσηςΜαμούρης Φ.Λ., A

242 Βιττγκενστάιν Βιττγκενστάιν (Wittgenstein), Λούντβιχ Γιόζεφ Γιόχαν ( ). Αυστριακός φιλόσοφος της λογικής και της γλώσσας, ο οποίος από το 1929 έζησε στη Μεγάλη Βρετανία και δίδαξε στο Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ. Στο έργο του Λογικοφιλοσοφική πραγματεία (1921) επιχειρεί να οριοθετήσει το νόημα από την ανοησία, αυτό που μπορεί να ειπωθεί από εκείνο το οποίο δεν μπορεί να ειπωθεί χωρίς παραβίαση των ορίων του νοήματος. Αυτό που μπορεί να ειπωθεί είναι η ολότητα των προτάσεων. Υπάρχει αυστηρή αντιστοιχία μεταξύ προτάσεων και κόσμου, ονομάτων και αντικειμένων, και δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν γνήσιες προτάσεις για τίποτε πέρα από αυτό. Η ουσία της γλώσσας βρίσκεται στην περιγραφή, η οποία κατανοείται μέσω της έννοιας της εικονικής αναπαράστασης, όπως αυτή διατυπώνεται μέσω της εικονικής θεωρίας του νοήματος. Γλώσσα και πραγματικότητα μοιράζονται την ίδια "μορφή αναπαράστασης" ή "λογική μορφή". Κάποιες προτάσεις δείχνουν άμεσα το νόημά τους (οι στοιχεώδεις προτάσεις) με το να αποτελούν "λογικές εικόνες" στοιχειωδών καταστάσεων πραγμάτων. Είναι συνδυασμοί απλών "ονομάτων", τα οποία αντιστοιχούν σε εξίσου απλά "αντικείμενα" στον κόσμο (λογικός ατομισμός). Η Πραγματεία παρέχει μια γενική θεωρία της μορφής γένεσης των σύνθετων προτάσεων της φυσικής γλώσσας από τις στοιχειώδεις προτάσεις μέσω του αληθοσυναρτησιακού συστήματος της λογικής. Σημείο κορύφωσης του έργου αποτελεί η εξήγηση της φύσης της αναγκαιότητας. Ολη η αναγκαιότητα είναι λογική, και αυτή δεν είναι περιγραφική, όπως πίστευαν ο Φρέγκε* και ο Ράσσελ*. αλλά ταυτολογική. Η αλήθεια των προτάσεων της λογικής εξαρτάται από τη λογική δομή των συμβόλων και μόνο. Δεν μπορούν να συγκριθούν με την πραγματικότητα όπως οι εμπειρικές προτάσεις, αλλά δείχνουν τα τυπικά χαρακτηριστικά της γλώσσας και του κόσμου. Ως εκ τούτου, δεν λένε τίποτα, είναι άνευ νοήματος. Αλλά, καθώς δεν παραβιάζουν τους κανόνες της λογικής σύνταξης, ανήκουν στον συμβολισμό. Αντίθετα, οι προτάσεις της μεταφυσικής, της θρησκείας και της ηθικής, καθώς προσπαθούν να μιλήσουν για πράγματα που δεν μπορούν να ειπωθούν, παραβιάζουν τους κανόνες της λογικής σύνταξης και είναι α-νόητες (unsinning). Σύμφωνα με την εικονική θεωρία, λοιπόν, εάν μια σειρά σημείων αδυνατεί να εκφράσει μια στοιχειώδη ή μια σύνθετη πρόταση, και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να βεβαιώσει ή να αρνηθεί μια ταυτολογία (ή μια μαθηματική εξίσωση), τότε είναι κυριολεκτικά ανόητη. Σε αυτό το πλαίσιο, η φιλοσοφία αντιμετωπίζεται όχι ως σώμα γνώσης, αλλά ως δραστηριότητα κατάδειξης των ορίων της γλώσσας. Ως κριτική της γλώσσας αποσαφηνίζει τα όρια του νοήματος και εντοπίζει τις πηγές της φιλοσοφικής πλάνης στην προσπάθεια υπέρβασης αυτών των ορίων. Από το 1929 ο Βιττγκενστάιν υποβάλλει σε κριτική βασικές θέσεις του πρώιμου έργου του και επαναπροσδιορίζει τη φιλοσοφική έρευνα για τη γλώσσα, φέρνοντας στο προσκήνιο την έννοια της χρήσης και συνδυάζοντας την προσέγγιση του νοήματος με την επιστημολογία της κατανόησης. Η χρήση σύμφωνα με πρότυπα ορθότητας, δηλαδή κανόνες, αποτελεί κριτήριο κατανόησης, καθώς επίσης η εξήγηση μιας έκφρασης από τον συγκεκριμένο ομιλητή αποτελεί κριτήριο για το πώς κατανοείται από αυτόν.η θέση αυτή αφενός αντικρούει μενταλιστικές θεωρίες, που αντιμετώπιζαν την κατανόηση ως ιδιωτική νοητική πράξη σύνδεσης μιας λέξης με τη σημαινόμενη οντότητα, και α- φετέρου υπονομεύει τη συγγενή άποψη ότι οι εξηγήσεις που δίνουν οι ομιλητές δεν είναι σε θέση να αποδώσουν πλήρως το νόημα, με α- ποτέλεσμα να θεωρείται επιβεβλημένη η συγκρότηση γενικών σημασιολογικών θεωριών για να καλυφθεί το χάσμα μεταξύ του τι κατανοείται (έμμεσα) από τους χρήστες και τι εξηγείται από αυτούς στις καθημερινές εξηγήσεις του νοήματος. Ο Βιττγκενστάιν απορρίπτει τις σημασιολογικές θεωρίες και τις γενικές φορμαλιστικές εξηγήσεις του νοήματος, υποστηρίζοντας αφενός ότι δεν υπάρχει ανάγκη να θεσμοθετηθεί μια υποκείμενη ουσιώδης γενική αρχή τη στιγμή που η γλώσσα λειτουργεί, στις διάφορες εκφάνσεις της, και χωρίς αυτήν, και αφετέρου ότι "όλες οι εξηγήσεις έχουν ένα τέλος". Οφείλουμε να αρκεσθούμε στην περιγραφή και να μην αναζητούμε απόλυτους ορισμούς ή έσχατες εξηγήσεις που δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν. Το νόημα είναι ιδιότητα που αποκτά η πρόταση ολιστικά βάσει της ικανότητάς της να λειτουργεί ως μέρος ενός πλέγματος χρήσης των γλωσσικών σημείων, που ο Βιττγκενστάιν αποκαλεί "γλωσσικό παιχνίδι". Μέσω της εισαγωγής αυτής της έννοιας, απορρίπτει την ιδέα της γλώσσας ως αυστηρού λογικο-συντακτικού συστήματος κανόνων και στρέφεται προς 242

243 Βίων ο ΒορυσθενΙτης μια κοινωνικο-πρακτική αντίληψη του νοήματος, το οποίο θεμελιώνει στις κοινές ανθρώπινες δραστηριότητες ή "μορφές ζωής". Παράλληλα, ανασκευάζει την επιχειρηματολογία φιλοσόφων, όπως ο Ψρέγκε και ο Ράσσελ, που θεωρούσαν τις κατασκευές της τυπικής λογικής ως βασικό μοντέλο λειτουργίας της γλώσσας, αλλά και ως εργαλείο για τη λύση φιλοσοφικών προβλημάτων. Σε αυτό το εγχείρημα αυτοελέγχεται και ο ίδιος εναντίον της τάσης της Πραγματείας να συγκροτεί τις δικές της προτάσεις με γενικούς φιλοσοφικούς όρους, ως μέρος μιας τυπικής σημασιολογικής θεωρίας, την οποία στο ώριμο έργο του θεωρεί α- δύνατη. Έργα του: Tractatus Logico - philosophicus, London, 1961 (ελλην. μτφ. Αθήνα, 1978).- Philosophical Investigations (μαζί με το γερμ. κείμενο Philosophische Untersuchungen), Οξφόρδη, 1967 (ελλην. μετφ. Φιλοσοφικές Ερευνες, Αθήνα, 1977).- The Blue and the Brown Books, Οξφόρδη, 1970, (ελλην. μετφ. To Μπλε και το Καφέ Βιβλίο, Αθήνα, 1984). Σταυρούλα Τσινόρεμα Βπέλλο Έρασμος (Witello Erasmus, ). Γερμανός σχολαστικός φιλόσοφος. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τα μαθηματικά. Ανέπτυξε μια μαθηματική-δυναμική κοσμοθεωρία και διατύπωσε τη θεωρία της μεταφυσικής του φωτισμού. Ερεύνησε ειδικά το φαινόμενο της διάθλασης του φωτός. Απ. Τζ. βίωμα. Οποιαδήποτε κατάσταση ή φαινόμενο της αντικειμενικής πραγματικότητας εσωτερικεύεται από το υποκείμενο ως γεγονός συγκινησιακά χρωματισμένο και αποτελεί άμεσα δοσμένο γεγονός της συνείδησής του. Ως τέτοιο γεγονός εντάσσεται στη ζωή του ατόμου και αποτελεί στοιχείο της. Με την έννοια αυτή το βίωμα αποτέλεσε το κύριο αντικείμενο ανάλυσης της ενδοσκοπικής ατομιστικής ψυχολογίας με έμφαση στον άμεσα δοσμένο συγκινησιακό χαρακτήρα του. Το βίωμα, ως στοιχείο της συνείδησης, αντανακλά την πραγματικότητα (γνωστική συνισταμένη), ενώ ταυτόχρονα υποδεικνύει και τη σχέση του ατόμου προς την πραγματικότητα (συνισταμένη των κινήτρων). Ως τέτοιο στοιχείο, το βίωμα εντάσσεται στη ζωή του ατόμου και επηρεάζει τις καθημερινές σχέσεις και συμπεριφορές του. Παράλληλα, ως στοιχείο της ψυχικής ζωής επιδρά στην αναδιάρθωση της ιεραρχίας των κινήτρων που δομούν την προσωπικότητα, καθώς επίσης στις εκτιμήσεις και στις επιλογές της. Ως στοιχείο της ζωής της ενεργού προσωπικότητας, διαμορφώνει μαζί με άλλα την εσωτερική ιστορία του "ατόμου", προσδίδοντας με τον τρόπο αυτό νόημα στη ζωή του. Ευάγγ. Μανουράς Βίων ο Αβδηρίτης (περ π.χ.). Αστρονόμος, μαθηματικός και φιλόσοφος, μαθητής και συμπολίτης του Δημόκριτου*. Εξετάζοντας το μήκος της ημέρας σε διάφορα γεωγραφικά πλάτη, ο Βίων συνεπέρανε πρώτος ότι υπάρχουν περιοχές της Γης "ένθα γίνεσθαι εξ μηνών την νύκτα και εξ την ημέραν". Αυτό σημαίνει ότι ο Βίων είχε κατανοήσει τη συνάφεια των εποχών του έτους με το ηλιοστάσιο, πράγμα που πρϋποθέτει τη συνείδηση της σφαιρικότητας της Γης. Ο Βίων μελέτησε επίσης τη συνάφεια της φοράς των ανέμων με το κλίμα. Ε. Ν. Ρούσσος Βίων ο ΒορυσθενΙτης (περίπου π.χ.). Περιπλανώμενος λαϊκός φιλόσοφος και θεμελιωτής του είδους της "διατριβής", δηλαδή της εκλαϊκευτικής φιλοσοφικής πραγματείας πάνω σε ηθικά προβλήματα. Γεννήθηκε στην Ολβία του Εύξεινου Πόντου, κοντά στον ποταμό Δνείπερο, που οι αρχαίοι τον έλεγαν Βορυσθένη, γι' αυτό και σ Βίων Βορυσθενίτης. Στην Αθήνα ο Βίων έμαθε την πλατωνική φιλοσοφία κοντά στον ακαδημαϊκό Κράτητα*, την αριστοτελική κοντά στον Θεόφραστο*, την κυρηνάίκή κ&ντά στον Θεόδωρο τον Αθεο* και τη φιλοσοφία των Κυνικών*, η οποία και σφράγισε την προσωπικότητά του. Δεν τον απασχολούσαν τα κεντρικά προβλήματα του συστήματος της φιλοσοφίας, αλλά μόνο θέματα συμπεριφοράς του ανθρώπου μέσα στην κοινωνία, περιγελούσε σχετικά "μουσικήν και γεωμετρίαν", όπως τους μάντεις και τους ιερείς, και δεν έκρυβε την αθεϊστική τοποθέτηση του. Αναπτύσσοντας τα θέματά του στη γλώσσα της καθημερινής ζωής, με συχνές αναφορές στα πράγματα της κοινής εμπειρίας, με αποστροφές στον φανταστικό συνομιλητή, έτσι που ο λόγος να παίρνει τη ζωντάνια του διαλόγου, με τη φιλοπαίγμονα διάθεση και τη σωκρατική ειρωνεία του, τη θυμοσοφία και την ανεκδοτολογία του, αποφεύγοντας πάντα την ορολογία της συστηματικής φιλοσοφίας και επιδιώκοντας την απλούστευση των προβλημάτων ως την απλόι- 243

244 Βλάστος κότητα, ο Βίων έδωσε τον τύπο της "διατριβής" ως σύντομης και εκλαϊκευτικής φιλοσοφικής πραγματείας πάνω σε ηθικά προβλήματα. Ε. Ν. Ρούσσος Βλάστος Γκρέγκορυ (Vlastos Gregory, ). Ελληνοαμερικανός φιλόσοφος, ειδικός στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, αλλά έζησε στην Αμερική ήδη από τα παιδικά του χρόνια. Σπούδασε στα πανεπιστήμια του Σικάγου και του Χάρβαρντ, δίδαξε σε πανεπιστήμια του Καναδά ( ) και από το 1955 ήταν ο επικεφαλής στον φιλοσοφικό τομέα του Πανεπιστημίου του Πρίνστον, στις Ηνωμένες Πολιτείες. Πήρε μέρος σε αγώνες για την ελευθερία και τη δημοκρατία, ίδρυσε το "Συμβούλιο φιλοσοφικών σπουδών" (Council for Philosophical Studies) και συνεργάστηκε με την "Αμερικανική Φιλοσοφική Εταιρεία" (American Philosophical Association) και με άλλες επιστημονικές οργανώσεις, με λαμπρά αποτελέσματα για το έργο της φιλοσοφίας στην Αμερική. Έχοντας επιτύχει στέρεη φιλολογική και φιλοσοφική υποδομή, εμπλουτισμένη με διεισδυτικό κριτικό πνεύμα, με ιδιοσυγκρασία διαλεκτική και νηφάλια και με τη θέρμη του ανθρωπισμού στην πιο καλή έκφρασή του, ο Βλάστος έκανε κύριο έργο της ζωής του την προσπάθεια να καταστήσει όσο γίνεται πιο κατανοητές τις ηθικές και τις πολιτικές έννοιες της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας από την αρχή της ως τον Πλάτωνα. Καρπός αυτής της προσπάθειας ήταν μια μεγάλη σειρά από συντομότερες ή εκτενέστερες ερμηνευτικές πραγματείες, από τις οποίες ανθολογούμε μερικούς τίτλους: Ισότητα και Δικαιοσύνη στις πρώιμες ελληνικές Κοσμολογίες (Equality and Justice in Early Greek Cosmologies, 1947), Ισονομία (Isonomia, 1953), Για τον Ηράκλειτο (On Heraclitus, 1955), To παράδοξο του Σωκράτη (The paradox of Socrates, 1957), Πεδία πραγματικότητας στον Πλάτωνα (Degrees of Reality in Plato, 1965), Υπάρχει δουλεία στην Πολιτεία; (Does Slavery exist in the Republic? 1969), Δικαιοσύνη και ψυχική αρμονία στην Πολιτεία (Justice and Psychic Harmony in the Republic, 1969), Πλατωνικές σπουδές (Platonic Studies, 1973), To σύμπαν του Πλάτωνα (Plato's Universe, 1975). To ωριμότερο από τα συγγράμματα του Βλάστος είναι ο Σωκράτης (1991), που μεταφράστηκε πρόσφατα στα ελληνικά από τον Παύλο Καλλιγά (1993). Το διδακτικό και το συγγραφικό έργο του Βλάστος είχε διεθνή αναγνώριση και επηρέασε βαθύτερα στο να διαμορφωθούν ανθεκτικότερα κριτήρια μεθόδου και ερμηνείας της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας στον αμερικανικό κόσμο. Βιβλιογρ.: Exegesis and Argument. Studies in Greek Philosophy presented to Gregory Vlastos: Assen Netherlands, Ε. Ν. Ρούσσος Βλάχος Γεράσιμος (1605/7-1685). Έλληνας στοχαστής με ευρύτατη φιλοσοφική, φιλολογική και θεολογική παιδεία. Ένας από τους πιο προικισμένους λόγιους του 17ου αιώνα, τέκνο πνευματικό της ελληνικής αναγέννησης, αλλά και συνεχιστής του βυζαντινού ουμανισμού, γνώστης καλός της φιλοσοφίας και της θεολογίας του Μεσαίωνα, αλλά και της νεότερης ευρωπαϊκής φιλοσοφίας, που σπούδασε στην Πάδοβα της Ιταλίας. Οι κύριοι σταθμοί της ζωής του: μεταξύ 1655 και 1662, δάσκαλος της φιλοσοφίας και της θεολογίας (στα ελληνικά και τα λατινικά) στο σχολείο της ελληνικής κοινότητας της Βενετίας- το 1664 ηγούμενος της μονής της Παναγίας της Παλαιοπόλεως στην Κέρκυρα και, τέλος, από το 1681 και ως το θάνατό του, μητροπολίτης Φιλαδελφείας στη Βενετία. Το συγγραφικό έργο του Γεράσιμου Βλάχου, που, εκτός από δύο συγγράμματα - τον τετράγλωσσο θησαυρό της εγκυκλοπαιδικής βάσεως (Βενετία, 1659) και την Αρμονία οριστική (Βενετία, 1661) - έχει παραμείνει χειρόγραφο σε διάφορες βιβλιοθήκες του κόσμου (Βενετία, Ιεροσόλυμα, Λονδίνο, Βουκουρέστι, Αθήνα κ.ά.), εκφράζει και τον πνευματικό κόσμο του δημιουργού του. Εκτός από τις Διδαχές του, τις κηρυγματικές του δηλαδή ομιλίες και λόγους, που σε όγκο ξεπερνούν τα φύλλα, η πνευματική παραγωγή του Γεράσιμου Βλάχου, που τη συγκροτούν κυρίως εγχειρίδια διδακτικά, περιλαμβάνει πολλά έργα γραμματικής και ρητορικής, έργα λογικής και φιλοσοφίας. Με τον τετράγλωσσο θησαυρό της εγκυκλοπαιδικής βάσεως, που συνέταξε "εκ διαφόρων παλαιών τε και νεωτέρων λεξικών", ο Γεράσιμος Βλάχος θεωρείται γενικά ως ο πρώτος νεοέλληνας λεξικογράφος. Έργο φιλοσοφικής υφής αποτελεί η Αρμονία οριστική των όντων (1661). Ένα επίτομο, όπως θα το χαρακτηρίζαμε σήμερα, εγκυκλοπαιδικό λεξικό. Εκτενή κεφάλαια αφιερώνει κι εδώ σε 244

245 Βλεμμύδης θέματα φιλοσοφίας (κεφ. 8-45), κοσμογραφίας (κεφ ), γεωλογίας (κεφ ), όπως και στον όνθρωπο (κεφ ), καθώς και σε όλλες επιστήμες κι επιστημονικά θέματα. Με τον Γεράσιμο Βλάχο αρχίζει η νεοελληνική φιλοσοφική σκέψη. Η φιλοσοφία, με την αριστοτελική έννοια του όρου, βρίσκει τον πρώτο νεοέλληνα μελετητή της, τον άνθρωπο που ε- πιχειρεί να συνδέσει την αρχαιοελληνική, τη βυζαντινή και τη χριστιανική παράδοση με τη σύγχρονη δυτική ευρωπαϊκή σκέψη. Η φιλοσοφία κατά τον Γεράσιμο Βλάχο είναι γνώσις των όντων" και η επιστήμη, που "μέρος εστί της φιλοσοφίας", "γνώσις, εμπιστοσύνη, κατανόησις, θεωρία, εμπειρία, διδασκαλία", όπως θα γράψει στον θησαυρό, ενώ στον πρώτο τόμο του Περί ρητορικής δυνάμεως (έργο γραμμένο γύρω στα 1658 στη Βενετία), σημειώνει (φ. 72) πως χάρη στην επιστήμη "τα τε παρόντα, παρεληλυθότα και μέλλοντα καταλαβείν δυνάμεθα, δγ αυτής τους πρόπαλαι γεννηθέντος και τους γεννησομένους καταλαμβάνομεν". Χάρη στις μελέτες του πάνω στη φιλοσοφία του Αριστοτέλη*, τις παραφράσεις του έργου του μεγάλου Σταγιρίτη φιλόσοφου, αλλά και γενικότερα από τη συγγένεια κοσμοαντίληψης, ο Γεράσιμος Βλάχος θεωρούνταν από τους συγχρόνους του νέος Αριστοτέλης. Είναι σύγχρονος, αν και νεότερος, με τον άλλο μεγάλο ερμηνευτή του αριστοτελικού έργου, τον Θεόφιλο Κορυδαλέα*. Μόνο που στον Γεράσιμο Βλάχο παρατηρούμε μια τάση παρεμβολής στην ερμηνεία της φιλοσοφίας του Σταγιρίτη στοιχείων της χριστιανικής σκέψης, ενώ ο Θεόφιλος Κορυδαλέας προσπαθεί να μας δώσει, και μας δίνει, έναν Αριστοτέλη περισσότερο αυθεντικό, θεμελιωτή της σύγχρονης επιστημονικής σκέψης. Νυστέρι της σκέψης του Γεράσιμου Βλάχου είναι το αριστοτελικό τρίπτυχο "ει εστί, τι εστί και οποίον εστί", που θα τον οδηγήσει στη διερεύνηση των φυσικών φαινομένων, των αιτιών των όντων, γιατί, όπως έλεγε κι ο φιλόσοφος, "πάσα επιστήμη περί αιτίας και αρχάς εστίν" και"η φυσική αν είη πρώτη επιστήμη" (Μετά τα Φυσικά, Ε 1). Εξάλλου και το πρώτο συγγραφικό του έργο, γραμμένο σε ώριμη ηλικία, το 1640, είναι μια παράφραση της αριστοτελικής φυοικής: "Εις άπασαν την φυσικήν πραγματείαν προοιμιακά ζητήματα παρά Γερασίμου ιερομονάχου Βλάχου του Κρητός εκτεθέντα". Ένα έργο καθαρά φιλοσοφικό, που μας δίνει ανάγλυφα μια σφαιρική εικόνα της σκέψης του Γεράσιμου Βλάχου πάνω στα προβλήματα της φύσης και του φυσικού κόσμου. Ο άνθρωπος "εκ της φύσεως κέκτηται την αρχήν καθ" ην άπαντα κατανοήσαι δύναται", γράφει ο Γεράσιμος Βλάχος στις Παραφράσεις και ζητήματα εις άπασαν την λογικήν πραγματείαν του Αριστοτέλους, όπου, ερμηνεύοντας κι εδώ την αριστοτελική σκέψη, μας δίνει ένα σίγουρο μεθοδολογικό εργαλείο γνώσης, της γνώσης που προχωρά από τις απλές έννοιες στις αποδεικτικές γνώσεις, θεμελιώνοντας ταυτόχρονα την αρχή ότι η λογική είναι "αναγκαία προς την των επιστημών ε- πίκτησιν" κι αυτό, γιατί όποιος "δίχως της λογικής" φιλοσοφεί είναι άνθρωπος που "εν θαλάττη γράφει και εις αέρα βαδίζει". Γιάννης Καράς Βλεμμύδης Νικηφόρος ( ). Ο κυριότερος εργάτης και εκφραστής μιας παιδευτικής κίνησης που επιχειρήθηκε στο ελληνικό κράτος της Νίκαιας ( ), τον καιρό της Φραγκοκρατίας. Εργάστηκε ιδιαίτερα για μια εκπαιδευτική αναγέννηση που θα πραγματοποιούνταν με την πρωτοβουλία και φροντίδα του κράτους, θεωρούσε βασική αποστολή του κράτους την εκπαίδευση για τη διάπλαση των νέων σε ηθικές προσωπικότητες. Τις παιδαγωγικές αντιλήψεις του ο Βλεμμύδης έχει εκθέσει στην πραγματεία του Περί αρετής και α- σκήσεως. Για να εφαρμόσει τις ιδέες του χρειαζόταν (και απολάμβανε) την αυτοκρατορική εύνοια. Για την πραγματοποίηση μιας κρατικής εκπαιδευτικής πολιτικής έγραψε ειδική πραγματεία προς τον αυτοκράτορα Θεόδωρο Β' Λάσκαρη, με τίτλο Βασιλικός Ανδριάς. Η σχέση του Βλεμμύδη με την αυτοκρατορική αυλή τού απέφερε και τιμή και φθόνο. Φαίνεται ότι εκφράζει προσωπικά βιώματα η αποφθεγματική διατύπωση: "τιμώθεμα δαψιλώς, φθονούμεθα δαψιλέστερον, το μεν διά το πολύ της τιμής, το δε διά της γνώμης το σκληρόν". Τα φιλοσοφικά συγγράμματα του Βλεμμύδη έχουν χαρακτήρα διδακτικών εγχειριδίων, οργάνωση ιδεών και θεμάτων, σαφήνεια στην έκφραση. Οι ιδέες του ενσαρκώνουν μια συνειδητή προσπάθεια για συμβιβασμό της πλατωνικής και της αριστοτελικής φιλοσοφίας, αλλά και της χριστιανικής πίστης. Ένα δείγμα περιέχεται στο βασικό φιλοσοφικό έργο του: Εισαγωγικής Επιτομής βιβλίον α': Επιτομή της Λογικής (του Αριστοτέλη) και βιβλίον β': Περί φυ- 245

246 Βλόσσιος σικής ακροάσεως. Γράφοντας την επιτομή της Λογικής, αναπαράγει ουσιαστικά τη Λογική του Αριστοτέλη ενσωματώνοντας και μετεγενέστερα ερμηνευτικά σχόλια και μνημοτεχνικές μεθόδους. Αλλά, όπως ήταν εύλογο, αντιμετωπίζει και το βασικό φιλοσοφικό πρόβλημα του καιρού του για τη φύση των "γενικών εννοιών" (για τα universalia, όπως έλεγαν οι σχολαστικοί του Μεσαίωνα). Είναι οι γενικές έννοιες ονόματα μόνον, προϊόντα λογικής αφαίρεσης μόνον; Και υπάρχουν μόνο στον νου του ανθρώπου που τις δημιουργεί; Αυτή η άποψη είχε αριστοτελική καταγωγή και την υποστήριζαν οι "νομιναλιστές" (από το λατινικό nomen). Η θεωρία τους λέγεται "νομιναλισμός"* (ονοματοκρατία). Αλλη, αντίθετη, θεωρία δέχεται ότι οι γενικές έννοιες έχουν υπόσταση αντικειμενική, αντιστοιχούν στα πράγματα, είναι πράγματα. Η θεωρία αυτή λέγεται "ρεαλισμός"* (από το λατινικό realis = πραγματικός), "πραγματοκρατία". Η θεωρία τούτη έχει πλατωνική καταγωγή" οι ιδέες, πίστευε ο αρχαίος φιλόσοφος, έχουν υπόσταση αντικειμενική, υ- πάρχουν σ' έναν άλλο κόσμο, άφθαρτο και αιώνιο, που ισχνή μόνο απεικόνιση του δίνουν τα αισθητά όντα στον άνθρωπο. Γράφει, λοιπόν, ο Βλεμμύδης στην Επιτομή της Λογικής. "Οταν ανεβαίνουμε τη λογική κλίμακα προσθέτοντας κάθε φορά ένα νέο γένος (το προσεχές γένος), κάνουμε να υπάρχουν στη σκέψη μας τα γένη και τα είδη κατά τρόπο άυλο (ως λογική αφαίρεση, άποψη αριστοτελική)... βλέπουμε και με ποιο τρόπο περνάμε από τα φθαρτά α- ντικείμενα στα αναλλοίωτα όντα (ιδέα πλατωνική)". Έχουν, λοιπόν δίκιο και ο Αριστοτέλης και ο Πλάτωνας*. Αλλά ο Βλεμμύδης προσθέτει χριστιανικά: "Ούτως ουν τα γένη και τα είδη προ των πολλών (πραγμάτων) εισίν εν τω δημιουργώ κατά τους ποιητικούς λόγους εν τω Θεώ γαρ οι ουσιοποιοί λόγοι των όντων... καθ' ους ο υπερούσιος τα όντα πάντα και προώρισε και παρήγαγε" (Β. Τατάκη, Βυζαντινή Φιλοσοφία, ). Με τρόπο ανάλογο αντιμετωπίζει ο Βλεμμύδης και το πρόβλημα της ύλης. Η ύλη, γράφει, είναι άφθαρτη και αγέννητη, από μια άποψη, γεννητή και φθαρτή, από άλλη άποψη. Εφόσον η ύλη αποτελεί το υποκείμενο που απ' αυτό παράγονται τα αισθητά πράγματα και αφού αυτή δεν μπορεί να αναχθεί σε άλλα στοιχεία, έπεται ότι είναι άφθαρτη και αγέννητη. Αλλά αφού, επίσης, έχει ποιητικό αίτιο, τον Θεό, που τη δημιούργησε από το μηδέν, βγαίνει το συμπέρασμα ότι η ύλη είναι γεννητή και υπόκειται σε φθορά. Έτσι ο Βλεμμύδης επιχειρεί να συμβιβάσει (και ουσιαστικά νοθεύει) τον αριστοτελικό φιλοσοφικό λόγο με τη θρησκευτική πίστη ("εκ του μηδενός εποίησεν ο θεός τον κόσμον"). Αυτό όμως αποτελεί ζήτημα πίστης, που ο λόγος ο ανθρώπινος δυσκολεύεται να την αποδεχτεί - γιατί, όπως δίδαξαν ήδη οι προσωκρατικοί: "ουδέν χρήμα μάτην γίγνεται αλλά πάντα εκ λόγου τε και από ανάγκης". Βιβλιογρ.: Β. Ν. Τατάκη, Βυζαντινή Φιλοσοφία. - Κ. Δ. Γεωργούλη. Ιστορία της Ελληνικής Φιλοσοφίας, τόμος β'. Φ. Κ. Βώρος Βλόσσιος Γάιος (2ος αι. π.χ.) από την Κύμη της Κάτω Ιταλίας. Στωικός φιλόσοφος, μαθητής του Αντίπατρου του Ταρσέα*, φίλος και ο- παδός του Τιβέριου Γράκχου, τον οποίο επηρέασε στις ιδέες και τους αγώνες του για την α- γροτική μεταρρύθμιση στη Ρώμη. Μετά τη δολοφονία του Τιβέριου ο Βλόσσιος κατέφυγε στον ηγεμόνα της Περγάμου Αριστόνικο' όταν αυτός νικήθηκε από τους Ρωμαίους, ο Βλόσσιος αυτοκτόνησε. Ε. Χ Βογόμιλοι (από τη βουλγ. λέξη βογόμιλος = θεοφιλής). Ονομασία θρησκευτικής αίρεσης, που εμφανίστηκε στη Βουλγαρία κατά τον 8ο αιώνα, μετά την εκεί εγκατάσταση εποίκων από την Μ. Ασία, Μεσσαλιανών* και Παυλικιανών* αιρετικών ως επί το πλείστον, και χρησιμοποιήθηκε ως όργανο για την πολιτική επικράτηση των Βουλγάρων κατά των Βυζαντινών, εναντίον των οποίων κήρυξαν και θρησκευτικό πόλεμο, σημειώνοντας επιτυχίες κατά των "ειδωλολατρών", όπως αποκαλούσαν τους ορθοδόξους. Ο βογομιλισμός διαδόθηκε και στην ίδια την Κωνσταντινούπολη, όπου ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α' Κομνηνός αναγκάστηκε να λάβει σκληρά μέτρα εναντίον του, θανατώνοντας επάνω στην πυρά και τον εκεί εκπρόσωπο της αφέσεως μοναχό Βασίλειο (1118). Η διάδοση όμως του βογομιλισμού συνεχίστηκε στη Θράκη, Μακεδονία (φθάνοντας και μέσα στο Αγιο Όρος), Σερβία και Βοσνία. Και παρά την καταδίκη τους από δύο Συνόδους στην Κωνσταντινούπολη (1316 και 1325) οι Βογόμιλοι εξακολούθησαν να επιβιώνουν μέχρι την άλωση, οπότε εξισλαμίστηκαν. Κατά τους Βογομιλιστές, πρωτότοκος γιος του θεού ήταν ο Σαταναήλ, που επαναστάτησε 246

247 Βοήθιος μαζί με μιαν ομάδα αγγέλων κατά του πατέρα του, ο οποίος οργίστηκε και τον γκρέμισε στη γη. Εδώ ο Σαταναήλ, διατηρώντας μέρος της θεϊκής του δύναμης, δημιούργησε τον κόσμο και τον αμαρτωλό άνθρωπο. Η έλευση όμως του Ιησού Χριστού στη γη σήμανε το τέλος της θεϊκής δύναμης του Σαταναήλ, ο οποίος χωρίς το ηλ (= θεός) πλέον στο όνομά του έμεινε απλός Σατανάς, ως πνεύμα του κακού. Οι Βογομιλιστές θεωρούσαν τους εαυτούς τους οπαδούς του Χριστού, ενώ τους υπόλοιπους χριστιανούς τους θεωρούσαν οπαδούς του Σατανά. Δέχονταν μόνο την Καινή Διαθήκη, με ιδιαίτερη προτίμηση στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, ενώ την Παλαιά Διαθήκη τη θεωρούσαν σαν έργο και όργανο του Σατανά. Απέρριπταν τις εικόνες, το σημείο του σταυρού, τα ιερά λείψανα και το βάπτισμα" αποδέχονταν μόνο το πνευματικό βάπτισμα, με την "επίθεση" του Ευαγγελίου, και την Κυριακή Προσευχή και παράλληλα εφάρμοζαν δικά τους απόκρυφα. Ζούσαν ασκητικά, με αυστηρές νηστείες και αποχή από το κρέας και τον γάμο. Βιβλιογρ.: Migne, Ρ G 130, Η.- Ιβάνοφ, Βογομιλικά βιβλία και θρύλοι (Σόφια, 1925).- Ν. Κολογερά, Αλέξιος ο Κομνηνός, Ευθύμιος ο Ζυγαβηνός και οι αιρετικοί Βογόμιλοι (1880).- Α. ΜαντοΟδη, Οι Βογόμιλοι (Αθήνα, 1936).- 0. Obolensky, The Bogomils (1972). Απ Τζαφερόπουλος Βοήθιος (Anicius Manlius Torquatus Severinus, περ μ.χ.). Ρωμαίος και χριστιανός πολιτικός, επιστήμων και φιλόσοφος, "ο τελευταίος Ρωμαίος φιλόσοφος και ο πρώτος σχολαστικός". 0 Βοήθιος ανήκε σε μεγάλη οικογένεια της ρωμαϊκής αριστοκρατίας, σταδιοδρόμησε στις διοικητικές υπηρεσίες του θευδέριχου του Μεγάλου, βασιλιά των Οστρογότθων, και πέτυχε να προστατέψει ρωμαϊκές οικογένειες και ε- παρχίες από την καταπίεση των Οστρογότθων. Γρήγορα όμως και ο ίδιος έπεσε θύμα της αυξανόμενης έντασης στις σχέσεις της εξουσίας των Οστρογότθων με τη ρωμαϊκή αριστοκρατία, που σε συνεννόηση με τον Ιουστινιανό στην Ανατολή εργαζόταν για την ανασύσταση του δυτικού ρωμαϊκού κράτους: Σε μιά δίκη για "εσχάτη προδοσία", ενώ ο Βοήθιος προσπαθούσε να υπερασπιστεί τον κατηγορούμενο φίλο του Αλβίνο*, η κυβέρνηση των Οστρογότθων απάγγειλε κατηγορία και εναντίον του ίδιου. Ετσι ο Βοήθιος φυλακίστηκε και αργότερα εκτελέστηκε (524). Ο Βοήθιος ήταν συγγραφέας πολύπλευρα μορφωμένος και θεωρούσε ως ένα από τα κύρια έργα του τη διάσωση της αρχαίας παιδείας. Στον φιλοσοφικό τομέα επεχείρησε τη συγχώνευση της πλατωνικής και της αριστοτελικής κοσμοθεωρίας με τη χριστιανική. Έτσι α- κριβώς προχώρησε πέρα από την εποχή του, ε- γκαινιάζοντας την παιδεία του Μεσαίωνα στη Δύση. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι για τον ίδιο τον Βοήθιο η αρχαία φιλοσοφία ήταν ακόμα μεγαλύτερο στήριγμα από τη χριστιανική πίστη. Είχε προγραμματίσει τη μετάφραση και τον σχολιασμό κατά το δυνατόν όλων των πλατωνικών και των αριστοτελικών έργων, με πρόθεση να δείξει την εσωτερική ενότητα αυτών των συστημάτων και να καταστήσει προσιτό στον κόσμο της εποχής του ένα απαρτισμένο σύνολο ελληνικής φιλοσοφίας. Ο ίδιος διάρθρωσε αυτό το σύνολο των γνώσεων σε τέσσερα μέρη (Αριθμητική, Μουσική, Α- στρονομία και Λογική), το ονόμασε Quadrivium ("τετρακτύν") και πρόφτασε να συντάξει μεγάλα τμήματά του ως εξής: Institutio arithmetica, De institutione musics, μετάφραση και σχόλια στις Κατηγορίες του Αριστοτέλη, σχόλια στα αριστοτελικά έργα Περί ερμηνείας, Αναλυτικά πρότερα, Αναλυτικά ύστερα, Τοπικά και Σοφιστικοί έλεγχοι κ.ά. Στον τομέα της Λογικής α- νήκουν και τα περισσότερο πρωτότυπα έργα του Βοήθιου De syllogismo categorico, De syllogismo hypothetico, De divisione και De differentiis topicis. Λίγο πριν από τον θάνατό του, ο Βοήθιος έ- γραψε μέσα στη φυλακή το έργο που τον έκανε ευρύτατα γνοκττό σ' όλο τον κόσμο, από την εποχή του ως σήμερα: αυτό είναι η Consolatio philosophise (Η παρηγορία της φιλοσοφίας). Και σ' αυτό το έργο ο Βοήθιος παρουσιάζεται προσδιορισμένος από τα πλατωνικά, τα αριστοτελικά και τα νεοπλατωνικά κριτήρια, σε βαθμό που ο ανυποψίαστος αναγνώστης αδυνατεί να πιστέψει ότι έχει να κάνει με χριστιανό συγγραφέα. Έτσι, ο Βοήθιος, αντίθετα από τη χριστιανική θεολογία, διδάσκει κατά τον Αριστοτέλη* ότι ο κόσμος είναι άναρχος και ατελεύτητος, κατά τον Πλάτωνα* ότι η δημιουργία είναι ανακατάταξη προϋπάρχουσας ύλης, ότι η ψυχή έχει προϋπάρξει και ότι η γνώση της είναι ανάμνηση καταστάσεων που αυτή έζησε πριν από την επίγεια ζωή της και, κατά τον Πλωτίνο*, ότι η ψυχή, για να επικοινωνήσει με τον γήινο κόσμο, περιβάλλεται κάθε φορά ένα σώμα. 247

248 Βόηθος ο Μαραθώνιος Τα έργα του Βοήθιου αποτέλεσαν τη βάση των φιλοσοφικών σπουδών στον δυτικό κόσμο κατά τον Μεσαίωνα και πολυάριθμα σχόλια γράφτηκαν για μεμονωμένα έργα του. Γρήγορα ο Βοήθιος πήρε την αίγλη του μάρτυρα, και η Consolatio διαδόθηκε και διαβάστηκε όσο ε- λάχιστα κείμενα ύστερα από τη Βίβλο. Μεταφράστηκε σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές γλώσσες. Βιβλιογρ.: R. Η. Patch, The Tradition of Boethius, New York, Η. M. Barret, Boethius. Cambridge, Ε. Ν. Ρούσσος Βόηθος ο Μαραθώνιος (περ π.χ.). Φιλόσοφος, ένας από τους εκπροσώπους της Νέας Ακαδημίας. Μαζί με τον συμμαθητή, και σχετικά πρεσβύτερό του, Καρνεάδη*, άσκησε έντονη κριτική στα διδάγματα της Παλαιάς Στοάς και συνετέλεσε έτσι στην ανανέωση της στωικής φιλοσοφίας με τον Παναίτιο τον Ρόδιο*. Ε. Ν. Ρούσσος Βόηθος ο Σιδώνιος 1. (2ος αι. π.χ.). Στωικός φιλόσοφος, μαθητής του Διογένη του Βαβυλώνιου* και σύγχρονος του Παναίτιου του Ρόδιου*. Ο Βόηθος, όπως και ο Παναίτιος, ανήκει στους εκπροσώπους της Μέσης Στοάς, που τροποποίησαν τα διδάγματα της Παλαιάς. Ετσι ο Βόηθος και ο Παναίτιος "τας εκπυρώσεις και παλιγγενεσίας καταλιπόντες", "ηυτομόλησαν" στο "δόγμα το της αφθαρσίας του κόσμου". Σχετικά ο Βόηθος δεν δεχόταν ότι το σύμπαν είναι ζωντανός οργανισμός και επέφερε τροποποιήσεις στην πανθείστική θεωρία των παλαιότερων στωικών. Σ' όλες αυτές τις θέσεις φαίνεται ότι ο Βόηθος επηρεάστηκε ως ένα βαθμό από τα κοσμολογικά κριτήρια του Αριστοτέλη*. Ο Βόηθος εισηγήθηκε ακόμα ως κριτήρια της αλήθειας τον "νουν", την "αίσθησιν", την "όρεξιν" και την "επιστήμην". Ασχολήθηκε κυρίως με τη φυσική θεωρία, την αστρονομία και τη μετεωρολογία, και αναφέρονται ως έργα του το Περί φύσεως, το Περί ειμαρμένης και ένα υπόμνημα στα Φαινόμενα του Αρατου*. Ε. Ν. Ρούσσος Βόηθος ο Σιδώνιος 2. (1ος αι. π.χ.). Περιπατητικός φιλόσοφος, μαθητής του Ανδρόνικου του Ρόδιου*, συνεχιστής του έργου του για την έκδοση και τον σχολιασμό των αριστοτελικών συγγραμμάτων, ίσως και διάδοχός του στη διεύθυνση του Περιπάτου* στην Αθήνα. Σχόλια του Βόηθου στο αριστοτελικό έργο Κατηγορίαι αναφέρονται από τον Σιμπλίκιο*. Ο Βόηθος εργάστηκε και στην προσπάθεια εναρμονισμού του αριστοτελικού με το πλατωνικό σύστημα και επεχείρησε να ταυτίσει τις "ιδέες" του Πλάτωνα* με τα "είδη" του Αριστοτέλη*. Στην προσωπική διδασκαλία του, όμως, ο Βόηθος διετύπωσε ορισμένες καθαρά φυσιοκρατικές θέσεις, που αποκαλύπτουν την απόσταση του τόσο από τα αριστοτελικά όσο και από τα πλατωνικά κριτήρια. Οι κυριότερες από αυτές τις θέσεις είναι οι εξής: Το ειδικό προηγείται του γενικού - η μορφή δεν είναι ουσία' η ψυχή είναι θνητή. Ε. Ν. Ρούσσος βολονταρισμός, βλ. βουλησιαρχία. ΒολταΙρος (Francois Marie Arouet de Voltaire, ). Ενας από τους πιο γνωστούς εκφραστές του Γαλλικού Διαφωτισμού και συνεργάτης της φημισμένης "Εγκυκλοπαίδειας" (βλ. Διαφωτισμός, Εγκυκλοπαιδιστές). Οξύς και συχνά σαρκαστικός στις παρατηρήσεις του, επιγραμματικός στις εκφράσεις του, παραστατικός στις παρομοιώσεις του ως συγγραφέας. Υπήρξε υπέρμαχος της ελευθεροφροσύνης, διώκτης της δεισιδαιμονίας, αυστηρός κριτής της καθολικής (παπικής) εκκλησίας για τα ατοπήματά της στα δόγματα και την πρακτική της. Ωστόσο δεν ήταν άθεος' πρέσβευε ότι κι σν δεν υπάρχει θεός είναι χρήσιμο να επινοήσουμε κάποια θεότητα, γιατί μόνο έτσι μπορεί να χαλιναγωγηθεί το ήθος του πλήθους, των πολλών, στην κοινωνία. Στο σημείο αυτό η σκέψη του δεν απέχει από την παρατήρηση του αρχαίου σοφιστή Κριτία (Η. Diels - W. Kranz, Die Fragmente der Vorsokratiker, 8 B) ότι: "πυκνός τις και σοφός ανήρ το θείον εισηγήσατο ίνα είη τι δείμα τοις κακοίς...". Ο ίδιος υποστήριζε μια μορφή ντεϊσμού*, την πίστη δηλαδή σε κάποιον θεό δημιουργό, που δεν αναμιγνύεται καθόλου στις ανθρώπινες υ- ποθέσεις. Η εκ μέρους του υπεράσπιση της ε- λευθεροφροσύνης, της ανεξιθρησκείας και α- νεξιγνωμίας και η ταυτόχρονη κριτική του προς την παπική εκκλησία και το αυταρχικό προεπαναστατικό καθεστώς (ancien r6gime) τον έφεραν σε σύγκρουση με το κράτος και συχνά ο Βολταίρος γνώρισε τη Βαστίλλη. Κύρια έργα του 1: Lettres Philosophiques, Etements de la Philosophie de Newton, Essai sur les moeurs et I' esprit des nations (φιλοσο- 248

249 φία της Ιστορίας), Trait6 de la toterance, Dictionaire Philosophique και ο φημισμένος Candida (ο Αγαθούλης. που έχει μεταφραστεί στην ελληνική με τον τίτλο Μικρομέγας, στη σειρά "100 αθάνατα έργα"). Στα φιλοσοφικά έργα του (Φιλοσοφικές Επιστολές, Φιλοσοφικό Λεξικό, Πραγματεία για τη Μεταφυσική) ο Βολταίρος -ακολουθώντας το φιλοσοφικά/επιστημονικά πνεύμα του καιρού του: τον Λοκ* και τον Νεύτωνα*- πλησίασε την ιδέα της αιωνιότητας της ύλης, της α- ντικειμενικής ύπαρξής της, επίσης την έννοια της αιτιότητας των φυσικών φαινομένων, δηλαδή δεχόταν απόψεις που αποκλείουν θρησκευτικές ερμηνείες. Ταυτόχρονα όμως πρέσβευε τον "ντεϊσμό", την πίστη ότι υπάρχει θεός δημιουργός, που δεν παρεμβαίνει στην πορεία του κόσμου μετά την αρχική πράξη της δημιουργίας. Μερικές αποφθεγματικές ρήσεις του Βολταίρου: "Η πολιτική εξουσία είναι η θέληση όλων που εκφράζεται από έναν ή περισσότερους (εκπροσώπους) σύμφωνα με νόμους που έγιναν με τη συμβολή όλων". "Η ειρήνη είναι καρπός της ανεξιγνωμίας" (και της κοινωνικής δικαιοσύνης). Στο Περί οργής θεού, κεφ. XIII, βάζει στο στόμα του Επίκουρου* τα ακόλουθα: "Η ο θεός θέλει να άρει το κακό απ' αυτό τον κόσμο και δεν μπορεί, ή μπορεί και δε θέλει" ή ούτε μπορεί ούτε θέλει - ή, τέλος, και μπορεί και θέλει. Αν θέλει και δεν μπορεί, σημαίνει α- δυναμία, πράγμα αντίθετο με τη φύση του Θεού - αν μπορεί και δεν θέλει, σημαίνει κακία, πράγμα ακόμα πιο αντίθετο προς τη φύση του" αν ούτε θέλει ούτε μπορεί, σημαίνει συγχρόνως κακία και αδυναμία" αν θέλει και μπορεί (και μόνο αυτό ταιριάζει στον θεό), πώς γίνεται να υπάρχει το κακό στη γη;". "Δεν συμφωνώ ούτε με μία λέξη από όλα όσα λέτε, μα θα αγωνιστώ μέχρι θανάτου για το δικαίωμά σας να τα λέτε", έγραψε σε φίλο του, αφού διάβασε κάποιο δοκίμιό του. Βιβλιογρ.: W. Durant, Παγκόσμια Ιστορία του Πολιτισμού, τ. Γ σελ Ernest Cassirer, The Philosophy ol the Enlightenment (throughout).- Παν. Κονδύλης. Ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός (εκδ. "θεμέλιο", 2 τόμοι). Φ. Κ. Βώρος Βολφ Βόλτμαν (Woltmann) Λούντβιχ ( ). Γερμανός φιλόσοφος, κοινωνιολόγος, δημοσιολόγος και οφθαλμίατρος, ιδρυτής του περιοδικού: "Politisch-Anthropologische Revue" (1902). Οι απόψεις του χαρακτηρίζονται από την απόπειρα άκρως εκλεκτικίστικης (βλ. εκλεκτικισμός) τεκμηρίωσης του ρατσιστικού-ανθρωπολογικού ντετερμινισμού (βλ. αιτιοκρατία) και επέδρασαν στα ιδεολογήματα του ρατσισμού*, του πανγερμανισμού και του εθνικοσοσιαλισμού. Έργα του: Die Darwinsche Theorie und der Sozialismus Der historische Materialismus. Darstellung und Kritik der Marxistischen Weltanschaunung, Die Germanen und die Renaissance in Italien, Die Germanen in Frankreich, Kritische und genetische Begrundung der Ethik, Freiburg (in Bayem), 1896 (Diss.). Δ.Π. Βολφ Χριστιανός (Wolff Cristian, Μπρεσλάου 1679-Χάλλη 1754). Γερμανός ορθολογιστής φιλόσοφος, επιφανής εκπρόσωπος της φιλοσοφίας του Διαφωτισμού στη Γερμανία. Επηρεάστηκε από τον Λάιμπνιτς*, του οποίου αργότερα συνόψισε τη διδασκαλία σε ενιαίο επιστημονικό και διδακτικό σύνολο, αφού τη συμπλήρωσε και την τροποποίησε σε ορισμένα σημεία, καθώς επίσης από τον Καρτέσιο', τον Σπινόζα* και από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, ιδίως τον Αριστοτέλη*, και τους Στωικούς*. Οι ορθολογικές του όμως απόψεις τον οδήγησαν σε σύγκρουση με τους "πιετιστές" (ευσεβιστές). Η φιλοσοφία του Βόλφ αποβλέπει στην πρακτική χρησιμότητά της, προϋπόθεση της οποίας θεωρεί την απόκτηση ακριβούς και βέβαιης γνώσης. Η γνώση αυτή πρέπει να στηριχθεί στην ύψιστη "αρχή της αντίφασης", την οποία είχε ήδη επισημάνει ο Αριστοτέλης (Μετά τα Φυσικά, βιβ. Γ), καθώς και στην αρχή του "αποχρώντος λόγου". Αυτή η τελευταία θεωρήθηκε ανατρεπτική και του στοίχισε την έδρα στο πανεπιστήμιο της Χάλλης, την εξορία του από την Πρωσσία (1723) και την αναζήτηση καταφυγίου στο πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ ( ). Με βάση την αρχή της αντίφασης ο Βολφ παράγει όλες τις αλήθειες, αναλύοντας τις γενικότατες έννοιες, και αυτές τις ονομάζει "αλήθειες του λόγου". Δέχεται όμως και τις "αλήθειες των γεγονότων", αυτές δηλ. που πηγάζουν από την εμπειρία. Ο Βολφ προτάσσοντας, κατά το παράδειγμα του Αριστοτέλη, την επιστήμη της λογικής ως προπαιδευτική μάθηση, διαιρεί τη φιλοσοφική γνώση σε επιμέρους επιστήμες. Στην οντολογία, που είναι το αρτιότερο από τα διάφορα τμήματα της φιλοσοφίας του, ο Βολφ, εφαρμόζοντας τις αρχές της αντίφασης και του αποχρώντος λόγου για την περιγραφή 249

250 βοναπαρτισμός των αντικειμένων στο σύνολό τους, αποφαίνεται ότι κάθε αντικείμενο είναι σύνολο ορισμένων σταθερών ιδιοτήτων, οι οποίες έχουν ως πηγή της τελειότητάς τους τον θεό. Οι σταθερές πάλι ιδιότητες έχουν ως φορέα τους έναν σταθερό πυρήνα, την "ουσία", όπως την ονομάζει, έχοντας και σ" αυτό οδηγό του τον Αριστοτέλη. Η σύνθεση όλων αυτών των "ουσιών" αποτελεί τον κόσμο, με τον οποίο ασχολείται η κοσμολογία ως αυτοτελής κλάδος της φιλοσοφίας. Από τους νόμους της σύνθεσης των απλών ουσιών και από τους νόμους της κινητικής τους ενέργειας ο Βολφ εξαρτά τις μεταβολές του κόσμου, του οποίου αποχρών λόγος και ρυθμιστής είναι ο θεός. Στην ψυχολογία ο Βολφ, ακολουθώντας τους νοησιαρχικούς, δέχεται ότι τα ψυχικά φαινόμενα κατά βάθος είναι νοητικά. Παράγοντες των ψυχικών φαινομένων είναι η αίσθηση και η φαντασία, και πάνω από αυτές ο λόγος. Πρωτότυπος είναι ο Βολφ ιδιαίτερα στην ηθική. Πλησιάζοντας το δόγμα των στωικών "κατά φύσιν ζην", προτείνει την ηθική κατά φύση ζωή, με σκοπό την τελειοποίηση του α- τόμου και του ανθρώπινου γένους. Στην πολιτική εμφανίζεται οπαδός της "φωτισμένης δεσποτείας". Στην οικονομία δέχεται το εμποριοκρατικό σύστημα της Πρωσσίας, όπως αυτό λειτουργούσε στα χρόνια του. Η επίδραση του Βολφ στη Γερμανία του 18ου αι. υπήρξε πολύ σημαντική. Τα σημαντικότερα έργα του είναι: Αρχικά θεμέλια απασών των μαθηματικών επιστημών (Χάλλη 1710), Λογικοί σκέψεις περί θεού, κόσμου και ψυχής και περί όλων εν γένει των πραγμάτων (Λειψία 1719), Λογικαί σκέψεις περί των ενεργειών της φύσεως (Χάλλη 1723), Κοσμολογία (1731), Εμπειρική ψυχολογία (1732), Φυσικόν δίκαιον (1740), Οικονομικά (1750) κ.ά. Βιβλιογρ. :Kohimerer Ε., Kosmos und Kosmonomie bei C. Wolf, Cott Utitz E C. Wolf. Halle, Campo M., C. Wolff β il razionalismo precrilico, Milano, Απ. Τζαφερόπουλος βονσπαρτισμός. Απολυταρχικό πολιτικό σύστημα. Αρχικά εμφανίστηκε στη Γαλλία ως τάση για την παλινόρθωση της δυναστείας των Βοναπαρτών. Στη συνέχεια εξελίχθηκε σε πολιτική ιδεολογία, η οποία εκδηλώνεται ως τάση για τη συγκέντρωση όλων των εξουσιών του κράτους σε ένα πρόσωπο, κατά το πρότυπο του καθεστώτος των Βοναπαρτών, Ναπολέοντα Α' και Γ". Ως πολιτικός όρος ο Βοναπαρτισμός υποκατέστησε ουσιαστικά έναν άλλο αρχαιότερο, τον "καισαρισμό", που επίσης ήταν απολυταρχία και γενικά αυταρχική πολιτική ε- ξουσία, που εξαρτιόταν από τη θέληση ενός άνδρα. Ο βοναπαρτισμός βρίσκει γόνιμο έδαφος, και παρά τις υπάρχουσες και ισχύουσες αρχές, σε κοινωνίες στις οποίες παρατηρείται ανοιχτή ταξική σύγκρουση, οπότε εμφανίζεται μια δυναμική, πολιτική ή στρατιωτική προσωπικότητα για την εφαρμογή ενός "συμβιβαστικού" πολιτικού προγράμματος. Ιστορικά παρουσιάζεται με δύο μορφές: την προοδευτική, με τυπικό εκπρόσωπο τον Ναπολέοντα Α", και την αντιδραστική, όπως στην περίπτωση του Ναπολέοντα Γ. Στοιχεία βοναπαρτισμού χαρακτήριζαν την πολιτική του Βίσμαρκ στη Γερμανία, του Στολίπιν στη Ρωσία, του Νάσερ στην Αίγυπτο κ.ά. Απ. π. Βορέας Θεόφιλος (1873, Μαρούσι Αττικής , Αθήνα). Σπούδασε θεολογία και φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Αθήνας, φιλοσοφία και ψυχολογία στο πανεπιστήμιο της Λιψίας. Από το 1912 καθηγητής της φιλοσοφίας στη φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου της Αθήνας. Από το 1926 ακαδημαϊκός, επίτιμος συγκλητικός του πανεπιστημίου της Λιψίας και ξένος εταίρος της Ακαδημίας των επιστημών της Βουδαπέστης. Προσπάθησε να δημιουργήσει παράδοση επιστημονικής φιλοσοφίας και ψυχολογίας. Ιδρυσε το πρώτο στην Ελλάδα ψυχολογικό εργαστήριο (1925) σύμφωνα με το πρότυπο του εργαστηρίου που διεύθυνε στη Λιψία ο δάσκαλός του Β. Βουντ* (W. Wundt). Η σκέψη του είναι θετικιστική, αλλά το κυριότερο χαρακτηριστικό της είναι η μετριοπάθεια. Στη θεωρία της γνώσης λόγου χάρη απορρίπτει τόσο τον υλισμό όσο και τον ιδεαλισμό, στο πρόβλημα της ελευθερίας της βούλησης δέχεται ότι υπάρχει σχετική περιορισμένη ε- λευθερία, στο πρόβλημα ψυχής-σώματος είναι δυιστής κ.ο.κ. Διδάσκει ιστορία της φιλοσοφίας από τους προσωκρατικούς μέχρι τους συγχρόνους του ευρωπαίους και συστηματική φιλοσοφία, όπως γνωσιολογία, αισθητική, λογική, φιλοσοφία της θρησκείας κ.λπ. Μπορεί να μην είχε πρωτοτυπία, αλλά ήταν εργατικός, παρακολουθούσε τα φιλοσοφικά ρεύματα της Ευρώπης και οι παραδόσεις του ήταν κάποιου επιπέδου. Έργα του: Λογική (1932).- Ψυχολογία (1933).- Εισαγωγή εις την Φιλοσοφίαν (1935).- Ηθική (1957).- Η δόξα περί των σπλά- 250

251 Βούδας χνων ως έδρας της ψυχής (1909).- Η πειραματική παιδαγωγική των καθ' ημάς χρόνων (1911).- Πειραματική Ψυχολογία και Ψυχολογικά εργαστήρια (1913).- Η πορεία της λήθης (1930) κ.ά. ΒιβλιογρΕ. Παπανούτσου, Νεοελληνική Φιλοσοφία, Βασική βιβλιοθήκη 36/Β - Μ. Κισσάβου, Η Φιλοσοφία εν τη συγχρόνω Ελλάδι, Θεόφιλος Βαρέας, Αθήναι, Γααμμ. θέμελη - Αλατζόγλου Βορμς (ννοπτ^ρενέ ( , Ρεν , Παρίσι). Γάλλος φιλόσοφος και κοινωνιολόγος, ο βασικός εκπρόσωπος της οργανιστικής* κοινωνιολογίας στη Γαλλία. Στο βιβλίο του Οργανισμός και κοινωνία (Organisms et soci6t6, 1896) υποστηρίζει ότι η κοινωνία προσομοιάζει με τον ανθρώπινο οργανισμό. Στο έργο του Φιλοσοφία των κοινωνικών Επιστημών (Philosophie des sciences sociales, ) επιχειρεί να επεκτείνει την οργανιστική αντίληψη της κοινωνιολογίας και προς άλλες κατευθύνσεις (ανατομία, φυσιολογία, παθολογία, υγιεινή της κοινωνίας), χρησιμοποιώντας μιαν αυστηρή βιολογική ορολογία, παραδέχεται ωστόσο ότι ο οργανισμός και η κοινωνία δεν πρέπει να θεωρούνται ως ταυτόσημα. Στο τελευταίο του έργο Κοινωνιολογία: η φύση της, το περιεχόμενό της, οι εξαρτημένοι κλάδοι της (Sociologie, sa nature, son contenu, ses attaches, 1926) περιορίζει ακόμη περισσότερο την έννοια του οργανισμού κι απομακρύνεται από την καθαρά βιολογική αρχική του θέση: μόνο στην πρωταρχική τους κατάσταση οι κοινωνίες προσομοιάζουν με οργανισμούς και υπόκεινται στους κανόνες τους. Με τη βαθμιαία εξειδίκευση και ανάπτυξη τους μεταβάλλονται σε περισσότερο πνευματικά - πολιτισμικά οικοδομήματα, αποδεχόμενες ταυτόχρονα σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό ανθρώπινα διανοητικά ιδανικά (δικαιοσύνη, ελευθερία, ειρήνη κ.λπ.). Με τη μεσολάβηση του ανθρώπινου πνεύματος, επιτελείται έτσι μια μετάβαση από τον οργανικό κόσμο (με τους σκληρούς αγώνες για την αυτοσυντήρηση που τον διακρίνουν) στον κοινωνικό. Ως προς τη σχέση ατομικού - κοινωνικού, ο Βορμς υποστηρίζει μια ενδιάμεση θέση ανάμεσα σ' αυτήν του Ντυρκαίμ* και σ" ε- κείνη του Ταρντ*: το κοινωνικό συνίσταται από ατομικά στοιχεία αλλά και το ατομικό πληρώνεται από κοινωνικά. Η κοινωνία δεν υφίσταται δίπλα στους μεμονωμένους ανθρώπους, αλλά αποτελεί μιαν οργάνωση τους, βρίσκοντας την ανώτατη έκφρασή της στο κράτος: σ' αυτό συνειδητοποιεί τον εαυτό της. Το κράτος έχει μιαν αυτόνομη δική του ζωή, που το αποσπά τόσο πολύ από τους πολίτες του, ώστε να μπορεί να ζητήσει απ" αυτούς θυσίες και υπακοή. Είναι τόσο πολύ "φύση", ώστε κάθε ατομικισμός, οσοδήποτε υγιής, να πρέπει να καταπολεμηθεί ως μη φυσικός αν καθορίζεται ως αυτοσκοπός. Η κοινωνία υπόκειται στους φυσικούς νόμους της εξέλιξης, γι' αυτό και απαγορεύεται κάθε σκέψη για πρόοδο και μεταρρύθμιση. Η επιστήμη δεν είναι προσανατολισμένη προς την πράξη αλλά προς τη γνώση. Για να ε- πιδράσουμε πραγματικά πάνω στον κόσμο, θα πρέπει να γνωρίζουμε επακριβώς το Είναι του. Η μεγάλη οργανωτική ικανότητα του Βορμς στάθηκε αναμφισβήτητα για την ανάπτυξη της κοινωνιολογίας - όχι μόνο στη Γαλλία- πολύ πιο σημαντική από το επιστημονικό του έργο. Αντώνης Οικονόμου Βούδας ( π.χ.). Μία από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες στην ιστορία του κόσμου και ο ιδρυτής του Βουδισμού*. Γεννήθηκε στην πρωτεύουσα της φυλής των Σάκυας Καπιλαβάστου, στο σημερινό Νεπάλ, σε μια εποχή μεγάλων αλλαγών. Ο έκτος αιώνας π.χ. υπήρξε μια εποχή που προσδιόρισε αποφασιστικά την πνευματική πορεία της ανθρωπότητας: Στον αιώνα αυτόν γεννήθηκαν, στην Ινδία, εκτός από τον Βούδα Γκοτάμα, και ο Μαχαβίρα, ο ι- δρυτής του Γιανισμού*, στην Κίνα ο Κομφούκιος* και ο Λάο-Τσε', στην Ελλάδα ο Θαλής*, ο Ξενοφάνης*, ο Πυθαγόρας* και ο Ηράκλειτος*, στην Περσία ο Ζαρατούστρας* και στην Παλαιστίνη ο Ιερεμίας. Ο πατέρας του Βούδα, ο Σουντοντάρμα, ήταν αρχηγός, ένα είδος βασιλιά, της πολεμικής κάστας (Kshatriya) Γκοτάμα, από την οποία πήρε ο γιος του και το όνομά του, αν και το πραγματικό του όνομα ήταν Σιντάρτα. Η μητέρα του Μαχαμάγια τον γέννησε στο άλσος Λουμπίνι, στο νότιο Νεπάλ, καθώς ταξίδευε για να επισκεφθεί τους γονείς της που έμεναν στη Ντεβαντάχα. Κατά τη γέννησή του, όπως αναφέρει η παράδοση, συνέβηκαν πράγματα θαυμαστά. Όμως η μητέρα του πέθανε κατά τον τοκετό και ο πατέρας του, και για τον λόγο αυτό, κατέβαλε ιδιαίτερη φροντίδα να του προσφέρει όλες τις ανέσεις και την πολυτέλεια που του επέτρεπε η υψηλή του θέση και να τον προστατεύσει, όσο γίνεται, από τους κινδύνους και τη δυστυχία της ζωής. Παρά ταύτα, από τη νεανική του ηλικία ο Σι- 251

252 Βούδες ντάρτα φανέρωσε ένα πνεύμα εξόχως διεισδυτικό και μια κλίση προς τη συγκέντρωση, την απομόνωση και τον διαλογισμό. Όταν ενηλικιώθηκε, από τις τετρακόσιες υποψήφιες νύφες που του παρουσιάστηκαν, σύμφωνα με τη θέση του ως πρίγκιπα, για επιλογή, αυτός προτίμησε τη σεμνή Γιοσοντάρα από την οποία α- πέκτησε ένα γιο, με το όνομα Ραχούλα. Στην ηλικία των είκοσι εννέα ετών ο Σιντάρτα, βγαίνοντας έξω από την αυταπάτη της ευτυχίας που του έδινε το παλάτι του, συναντήθηκε και βίωσε εμπειρικά τις τέσσερις όψεις της ανθρώπινης δυστυχίας: τα γηρατειά, την αρρώστια, τον θάνατο και τον αυτοβασανισμά. Αυτό τον συγκλόνισε βαθιά και τον έκανε να απαρνηθεί τα τρία του παλάτια, τους τίτλους του, την οικογένειά του και γενικά τα εγκόσμια και να α- ναζητήσει μια ουσιαστική γνώση και κατανόηση του κόσμου. Τη φώτιση δηλαδή και την α- πελευθέρωση από τον φαύλο κύκλο των διαδοχικών ενσαρκώσεων μέσα στον ωκεανό του πόνου που αποκαλείται σαμσάρα*. Έτσι, έγινε ένας περιπλανώμενος ασκητής, ο οποίος για έξι χρόνια ακολούθησε όλους τους γνωστούς δασκάλους και δοκίμασε όλους τους γνωστούς δρόμους, τη γιόγκα, τη νηστεία, την α- πάρνηση και τον ασκητισμό. Αλλά παρ' όλα αυτά δεν κατόρθωσε να βρει απάντηση στα μεγάλα ερωτήματά του. Τότε, σε ηλικία τριάντα πέντε ετών, πήρε τη μεγάλη απόφαση να διαλογισθεί προσωπικά και βαθιά και να παραμείνει αμετακίνητος μέχρι να βρει την αιτία του πόνου και της δυστυχίας και τον τρόπο της υ- πέρβασής τους. Στη Μποντγκάγια, κάθισε σε στάση διαλογισμού κάτω από μια συκιά, που α- ποκλήθηκε από τότε το δέντρο της φώτισης, και ορκίστηκε να μη σηκωθεί από τη θέση αυτή μέχρι να κατανοήσει τα φαινόμενα του κόσμου. ΤΗταν η πανσέληνος του Μαίου. Η παράδοση περιγράφει με λεπτομέρειες όλους τους πειρασμούς και τις δοκιμασίες που υπέστη από τον Μάρα, το πνεύμα του κακού. Τελικά ο Μάρα, με όλη του τη φοβερή ακολουθία, τού αρνήθηκε το δικαίωμα να παραμείνει εκεί. Τότε ο Σιντάρτα άγγιξε σε μαρτυρία το χώμα με τον δείχτη του δεξιού του χεριού και η γη σείστηκε και αντιλάλησε ηχηρά το δικαίωμά του να παραμείνει στην επίμονη αυτή στάση α- ναζήτησης και τού επιβεβαίωσε τη στήριξή της. Ήταν η μεγάλη στιγμή της φώτισης και της απελευθέρωσης του. Από τότε κατανόησε τα πάντα και αποκλήθηκε Βούδας, δηλαδή "αυτός που ξύπνησε" από τον βαθύ ύπνο της ά- γνοιας. Έτσι πέρασε τα υπόλοιπα σαράντα πέντε χρόνια της ζωής του διδάσκοντας "τις τέσσερις επιφανείς αλήθειες", δηλαδή τη "λογική", με την οποία αναλύει την αιτία του πόνου και της δυστυχίας, δηλαδή το "εγώ" που γεννάει την άγνοια από την οποία προέρχεται η προσκόλληση και η αποστροφή, και "το οκταπλό μονοπάτι", δηλαδή τις οκτώ αρετές με τις οποίες μπορούμε να υπερβούμε τη δυϊκή αντίληψη και τον πόνο (βλ. Βουδισμός), που αποτελούν την πεμπτουσία της διδασκαλίας του. Ο ιστορικός Βούδας κάλεσε και προσκάλεσε τους ανθρώπους να ακολουθήσουν το παράδειγμά του και να φωτιστούν, να γίνουν και αυτοί Βούδες, γιατί κάθε ον έχει μέσα του αυτή τη δυνατότητα που αποκαλείται βουδική φύση. Αποκλήθηκε και Σακυαμούνι, δηλαδή ο Σοφός της φυλής των Σάκυας, και από τους α- ναρίθμητους οπαδούς του σχηματίστηκε η κοινότητα των πιστών, η Σάγκα - η διδασκαλία του αποκλήθηκε Ντάρμα", δηλαδή ο παγκόσμιος νόμος που εξηγεί τα φαινόμενα. Και τα τρία αυτά, ο Βούδας, που είναι ο Οδηγός, η Σάγκα, που είναι η κοινότητα των συνασκητών και συνοδοιπόρων, και το Ντάρμα, που είναι το προσωπικό βίωμα και η ατομική προσπάθεια, ο Δρόμος που πρέπει να ακολουθήσει κανείς, είναι "τα τρία πολύτιμα πετράδια", στα οποία αναφέρεται και ζητάει προστασία κάθε Βουδιστής. Βιβλιογρ.: Arnold Edwin, The Light ol Asia, σε ποιητική μορφή.- Lillie Arthur, The Lite ol Buddha - Marshall George, Buddha. The Quest tor Serenity.- Saddhatissa H The Lite ot the Buddha.- Βασ. Βιτσαξής, Ο στοχασμός και η πίστη (Αρχαιότητα - Χριστιανισμός), 2 τ., Εστία, Αθήνα Δημ. Βελισσαρόπουλος, Ιστορία της ινδικής φιλοσοφίας, Δωδώνη, Αθήνα - Γιάννινα, 1992* Ε. Λι ακόπουλος Βούδες. Πέρα από τον ιστορικό Βούδα* Σακυαμούνι (ή Γκοτάμα Σιντάρτα) το επίθετο Βούδας (ο Αφυπνισμένος -από τον βαθύ λήθαργο της άγνοιας-, ο Φωτισμένος) δίδεται σε κάθε φωτισμένο ον το οποίο έχει υπερβεί το δυϊκό επίπεδο και κατέχει συμπαντική γνώση. Ε. Λ. Βούδι (σανσ.: Buddhi). Η ατομική βάση της νόησης. Σοφία, η οποία δεν μπορεί να συγχέεται ούτε με τη μάθηση ούτε με την τρέχουσα γνώση. Ε. Λ. Βουδισμός. Ο Βουδισμός είναι δημιούργημα 252

253 Βουδισμός της εξελικτικής πορείας της προϊνδικής, της βεδικής και της ινδουίστικής παράδοσης. Είναι εκπόρευση της πυκνής σκέψης του 6ου π.χ. αιώνα που αποτέλεσε μοναδικό και αποφασιστικό σταθμό στην ιστορία του κόσμου. Αλλά κυρίως είναι το απαύγασμα της έκλαμψης και της φώτισης του Γκοτάμα Σιντάρτα που αποκλήθηκε Βούδας, ενός ανθρώπου και ασκητή που κατάκτησε τη γνώση μέσα από έναν βαθύτατο και επίμονο διαλογισμό. Ο Βουδισμός, για τους μη Βουδιστές ιστορικούς, φαίνεται ότι ε- πεδίωξε μια κοινωνική επανάσταση και μια πνευματική αναγέννηση, με την απόρριψη της αυθεντίας όλων των θρησκευτικών παραδόσεων που είχαν δημιουργηθεί πριν από αυτόν, όπως ο Ινδουισμός, ο Βραχμανισμός*, ο Γιανισμός*, οι Ατζιβάκας κ.λπ. Στην ουσία όμως ο Βούδας δίδαξε μια ανεξάρτητη από τις τρέχουσες συμβατικότητες ηθική και μια νέα, καθαρή θέαση του κόσμου. Βούδας δεν σημαίνει θεός, αλλά ένας άνθρωπος όπως όλοι οι άλλοι, ο οποίος όμως ξύπνησε από τον βαθύ ύπνο της πνευματικής άγνοιας (αβίντια*) και κατόρθωσε να συλλάβει την αλήθεια και την ουσία των νόμων που κυβερνούν τους κόσμους. Για τους ανθρώπους ιδιαίτερα, ο Βούδας βίωσε τη βαθιά αιτία του πόνου και της δυστυχίας τους και από απέραντο έλεος αποφάσισε να τους διδάξει τον τρόπο με τον οποίο θα υπερβούν αυτό τον φαύλο κύκλο των γεννήσεων και των θανάτων, που στην ανατολή αποκαλείται Σαμσάρα. Ο άνθρωπος, η πνευματική του σύγχυση και η εγγενής δυστυχία του υπήρξαν το κεντρικό πρόβλημα της βουδιστικής πρακτικής και κάθε μεταφυσική αναζήτηση που δεν είχε σχέση με τις καθημερινές του αυτές δοκιμασίες και με την απαλλαγή του από αυτές θεωρήθηκε φυγή και ματαιοπονία και δεν ενθαρρύνθηκε ποτέ. Κάθε μεταφυσική θεώρηση είναι στην ουσία μερική μόνο προσέγγιση της αλήθειας, που βρίσκεται πέρα και πάνω από κάθε λογική ανάλυση και νοητική διεργασία. Έτσι, ο Βουδισμός δεν είναι ούτε θρησκεία με τον αυστηρό προσδιορισμό του όρου (δεν έχει θεό δημιουργό λ.χ. και σωτηριολογία), ούτε είναι ένα φιλοσοφικό σύστημα με τη δυτική αντίληψη του όρου. Απλά είναι ένας τρόπος ζωής, ένας πρακτικός Δρόμος. Βούδας κατά συνεκδοχή είναι εκείνος που περπάτησε αυτό τον Δρόμο και μπορεί να αναφέρει στους άλλους τι βρήκε πάνω σ' αυτόν, μεταβαλλόμενος έτσι σε οδηγό τους. Αλλά κάθε ακόλουθος και συνοδοιπόρος του πρέπει και οφείλει να τον βαδίσει φυσικά μόνος του και να ζήσει ο ίδιος τις εμπειρίες του 1 κανένας άλλος δεν μπορεί να τον περπατήσει για λογαριασμό του. Ο Βουδισμός μεταφέρει έτσι άμεσα, άφοβα και χωρίς κανένα δισταγμό την ευθύνη της πορείας αυτής σε κάθε ασκούμενο προσωπικά. Ο νόμος του κάρμα*, που υιοθέτησε και αναπροσδιόρισε, του το επιβάλλει. Αυτή η παρομοίωση του δρόμου επέτρεψε στο βουδιστικό σύστημα να αποκαλείται Όχημα (Yana), με την έννοια ότι είναι ένα μέσο το οποίο θα σε μεταφέρει από τον τόπο της εγκόσμιας εμπειρίας, της πνευματικής άγνοιας, της επιθυμίας, της δυστυχίας και του πόνου στον τόπο της υπερβατικής σοφίας, που είναι η απελευθέρωση από τα δεσμά και τον πόνο και που αποκαλείται Φώτιση. Και καθώς για λόγους πρακτικούς, όταν διασχίσουμε με ένα ακάτιο το ποτάμι και φθάσουμε στην απέναντι όχθη, δεν το σέρνουμε μαζί μας, αλλά το εγκαταλείπουμε για να φθάσουμε εύκολα στον τελικό μας προορισμό, έτσι και το βουδιστικό Όχημα είναι απλά ένα μέσο πορείας και ολοκλήρωσης που η φύση του και η αποστολή του δεν του ε- πιτρέπουν να εξελιχθεί σε αυτοσκοπό. Αποτέλεσμα αυτής της ιδιότητάς του να είναι άμεσος, πρακτικός και βιωματικός, είναι ότι δημιούργησε σχολές και μορφές που τον παρουσιάζουν με άλλη κάθε φορά απόχρωση, μέσα στους 25 αιώνες της ιστορίας του, και τον κάνουν να συμφιλιώνεται σοφά με το επιχώριο κάθε φορά πολιτισμικό σχήμα, καθώς έχει εξαπλωθεί σε ολόκληρο τον πλανήτη. Παράλληλα, έχει και διάφορα επίπεδα έκφρασης και ερμηνείας. Αλλά τα διάφορα Οχήματα που δίδαξε ο Βούδας, όπως τα Οχήματα της Χιναγιάνα* και της Μαχαγιάνα* λ.χ., θεωρούνται από όλους τους Βουδιστές τέλεια από κάθε άποψη και οι διάφορες παραδόσεις των ποικίλων α- σκήσεων του Ντάρμα*, βαθύτατες και πέρα από τα όρια της φαντασίας, αποτελεσματικές. Η ποικιλία τους δεν οφείλεται σε κάποια διαφορά ποιότητάς τους, αλλά στη διαφορετική ι- κανότητα πρόσληψης των όντων στα οποία α- πευθύνονται, στη διαφορετική καρμική τους ε- πιβάρυνση. Ο Λέων της Φυλής των Σάκυα (όπως αποκαλείται ο Βούδας Σακυαμούνι) γύρισε για παράδειγμα τον τροχό του Ντάρμα (δηλαδή δίδαξε) ουσιαστικά στα 45 χρόνια της αποστολής του και, παρά τις άπειρες ομιλίες του, μόνο τρεις φορές ουσιαστικά και κάθε φορά κινήθηκε σε διαφορετικό επίπεδο και για 253

254 Βούλγαρης διαφορετικές κατηγορίες όντων: με το πρώτο γύρισμα, ο Βούδας εξαφάνισε τη λανθασμένη άποψη της μη αποδοχής του νόμου της αιτίας και του αποτελέσματος (κάρμα) (κάτι που ήταν εύκολο να το αποδεχθούν όλοι σχεδόν οι άνθρωποι)' με το επόμενο γύρισμα, εξαφάνισε τη λανθασμένη άποψη της πίστης σε μια αυθύπαρκτη και ανεξάρτητη ψυχή, που αποτελεί τη βάση της απατηλής προσκόλλησης στο "εγώ", (κάτι που είναι δυσκολότερα αποδεκτό, γιατί το εγώ είναι η πηγή της άγνοιας και το στήριγμα όλων των παθών) και με το τρίτο γύρισμα εξαφάνισε τη βάση όλων συλλήβδην των λανθασμένων απόψεων, που θεωρούν ότι τα φαινόμενα γενικά έχουν μια ανεξάρτητη και στέρεη ύπαρξη (το απατηλό των φαινομένων μόνο μετά από βαθύ και έμπειρο διαλογισμό μπορεί να γίνει τελικά αποδεκτό). Για τις βασικές έννοιες του Βουδισμού βλέπε: Επαναγέννηση*, Κάρμα*, Νιρβάνα*, Σαμσάρα*. Για τις γενικές αρχές του: (Οι) Τέσσερις Επιφανείς Αλήθειες*, (το) Οκταπλό Μονοπάτι*, Κενότητα*. Για τις σχολές του: Χιναγιάνα* ή Τεραβάδα*, Μαχαγιάνα*, Ζεν*. Βιβλιογρ.: Βαο. Βιτσαξής, Ο στοχασμός και η πίστη, (Αρχαιότητα - Χριστιανισμός), 2 τ.. Εστία, Αθήνα, Δημ. Βελισσαρόπουλος. Ιστορία της ινδικής φιλοσοφίας, Δωδώνη, Αθήνα - Γιόννινα, 1992". Ε. Λιακόπουλος Βούλγαρης Ευγένιος (1716, Κέρκυρα , Μονή Αλεξάντρ Νέφσκι, Πετρούπολη). Γεννήθηκε στην Κέρκυρα. Εκεί γνώρισε ως δάσκαλο έναν από τους διαπρεπείς λόγιους της εποχής, τον Αντώνιο Κατήφορο. Για τη συνέχεια των σπουδών του δεν έχουμε ασφαλείς ειδήσεις ίσως φοίτησε και στο πανεπιστήμιο της Πάδοβας. Πάντως, την ευρύτητα της παιδείας του Βούλγαρη την αποκαλύπτει το έργο του, διδακτικό και συγγραφικό. Η σταδιοδρομία του: Το 1737 ή 1738 χειροτονήθηκε διάκονος τότε άλλαξε και το βαφτιστικό του όνομα Ελευθέριος σε Ευγένιος. Το 1742 (σε ηλικία 26 χρόνων)ανέλαβε τη διεύθυνση της Μαρουτσαίας Σχολής στα Γιάννενα - το 1750 έγινε διευθυντής άλλης σχολής στην Κοζάνη το 1753 προσκλήθηκε για τη διεύθυνση της νεοσύστατης τότε Αθωνιάδος Ακαδημίας, από όπου αποσύρθηκε το 1759 για να διδάξει στην Πατριαρχική Ακαδημία της Κωνσταντινούπολης. Το 1762 τερματίζεται η εκπαιδευτική δράση του Βούλγαρη. Εγκαταλείπει οριστικά και τον ελληνικό χά}ρο για την Ευρώπη, από όπου δεν γύρισε ποτέ πια. Κατέληξε στη Ρωσία, όπου η Αικατερίνη (σε περίοδο τότε θεαματικών φιλελεύθερων χειρονομιών, πριν από τη Γαλλική Επανάσταση) του επιδαψίλευσε τιμές και τον προώθησε ως το αξίωμα του αρχιεπισκόπου της νεοσύστατης τότε αρχιεπισκοπής «Σλαβονίου και Χερσώνος» στην Ουκρανία. Για την εικοσάχρονη περίοδο της εκπαιδευτικής δραστηριότητας του Βούλγαρη οι ερευνητές σημειώνουν τα παρακάτω, συνοπτικά: α. Ως δάσκαλος θαυμάστηκε για τη σοφία και την εργατικότητά του" ο ίδιος φαίνεται αισθανόταν το έργο του ως προσφορά κοινωνική προς το γένος. β. Την περίοδο της εκπαιδευτικής του δραστηριότητας ο Βούλγαρης -για εξυπηρέτηση του εκπαιδευτικού έργου του- μετέφρασε ένα πλήθος συγγράμματα από δυτικοευρωπαϊκές γλώσσες (J. Locke, Δοκίμιο για την ανθρώπινη νόηση.- Antonio Genovesi, Στοιχεία Μεταφυσικής.- G. J. S. Gravesande, Εισαγωγή εις την Φιλοσοφίαν.- Fr. Wucherer, Φυσική.- Christian von Wolff, Στοιχεία Αριθμητικής και Γεωμετρίας και άλλα). Αυτά τα έργα αποτελούσαν πολύ τολμηρό νεωτερισμό για δύο λόγους: πρώτα γιατί έθιξαν την αλαζονεία και αυτάρκεια της παράδοσης ως μόνης πηγής παιδείας και ύστερα για το συγκεκριμένο περιεχόμενό τους, που οπωσδήποτε έθιγε την αυθεντία της παράδοσης και της αποκάλυψης, όσο κι αν προσπάθησε ο Βούλγαρης να διαχωρίσει τα όρια του φιλοσοφικού στοχασμού και της ορθόδοξης πίστης. Οι νεωτερισμοί και ο αρχικός φιλελευθερισμός του Βούλγαρη προκάλεσαν αντιδράσεις των συντηρητικών κύκλων γενικά, της Εκκλησίας αργότερα (αλλά ως τότε ο Βούλγαρης είχε προλάβει να αναδιπλωθεί). Ως προς αυτούς τους νεωτερισμούς (εισαγωγή της δυτικοευρωπαϊκής φιλοσοφίας και επιστήμης) είχε προηγηθεί ο Β. Δαμωδός" αλλά διέφυγε ή πρόλαβε τις αντιδράσεις, γιατί ζούσε σ' ένα απόμερο χωριό της Κεφαλονιάς και η διδασκαλία του τότε είχε πολύ περιορισμένη εμβέλεια, γ. Από όλα τα εκπαιδευτικά ιδρύματα όπου υ- πηρέτησε, ο Βούλγαρης αποχώρησε ύστερα από ιδεολογικές διενέξεις, προστριβές και φατριασμούς εκ μέρους των αντιπάλων ή των ε- πικριτών του. Φαίνεται, πάντως, ότι οι αντιδικίες που εκδηλώθηκαν γύρω από το πρόσωπό του οφείλονταν και στην πληθωρική παρουσία του, που επισκίαζε όλους τους άλλους, και σε κάποια εριστικότητά του, που ίσως μεγάλωνε με το πέρασμα του χρόνου. (Βλ. Henderson, Η αναβίωση του ελληνικού στοχασμού,70). 254

255 Βούλγαρης Περισσότερο και από την εκπαιδευτική και μεταφραστική προσφορά του, τον Βούλγαρη τον έκανε διαπρεπή η συγγραφική παραγωγή του. Το 1766 (όταν πια είχε οριστικά εγκαταλείψει τον ελληνικό χώρο) εξέδωσε στη Λιψία τη Λογική του, το πιο σημαντικό για την ελληνική παιδεία έργο του. Αυτό διαιρείται σε 5 βιβλία: (1) περί εννοιών, (2) περί σκέψεως, (3) περί κρίσεως, (4) περί διανοίας και (5) περί μεθόδου. Οι τίτλοι των 5 μερών του έργου και ο όγκος του (586 σελίδες) δηλώνουν ότι δεν πρόκειται για ένα σύγγραμμα «τυπικής λογικής», αλλά για ευρύτερο εγχειρίδιο εισαγωγής στον φιλοσοφικό στοχασμό. Η εικόνα αυτή συμπληρώνεται από ένα πλήθος παρεκβάσεις με πληροφορίες από όλη την ιστορία της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας. Αυτές προσθέτουν στο έργο πολύ φόρτο και στον αναγνώστη πολύ κόπο. Ο Henderson (ό.π., σελ. 94), διατυπώνει την εξήγηση ότι η προσθήκη τόσων παρεκβάσεων και ποικίλων φιλοσοφικών πληροφοριών ήταν αναγκαία, γιατί οι μαθητές των διαφόρων σχολών δεν είχαν τότε άλλη φιλοσοφική προπαιδεία ούτε άλλη βιβλιογραφία. Αναλύοντας τον φιλοσοφικό στοχασμό γενικά και παρουσιάζοντας τη νεότερη ευρωπαϊκή φιλοσοφία του διαφωτισμού ειδικά, ήταν πολύ φυσικό να αντιμετωπίσει ο Βούλγαρης το πρόβλημα των σχέσεων της φιλοσοφίας προς τη θεολογία και την πίστη. Ζούσε σε μια κοινωνία όπου η εκκλησιαστική αυθεντία δεν μπορούσε να ανεχτεί τη φιλοσοφία παρά μόνο ως υπηρετική της θεολογίας και μετέφερε -ως δάσκαλος πρώτα- σ' αυτή την κοινωνία τον ευρωπαϊκό φιλοσοφικό στοχασμό, που τολμούσε -κυρίως στα χρόνια του διαφωτισμού- να κρίνει και τη θρησκεία και να αμφισβητεί την εκκλησιαστική αυθεντία και τον λόγο της Αποκάλυψης. Οφειλε να ξεκαθαρίσει τη θέση του. Δηλώνει λοιπόν ότι θα προχωρεί στον φιλοσοφικό στοχασμό διατηρώντας πάντα στενότατη επαφή με τον ορθό λόγο. Αλλά και αποφεύγει να αποδεχτεί οποιαδήποτε θέση που δεν συμφωνεί με την αποκαλυφθείσα αλήθεια, όπως αυτή εκφράζεται από την Αγία Γραφή. Υποστηρίζει ότι είναι σφαλερό να νομίζουμε ότι τα θεία θέματα αποκλείονται από τους στοχασμούς του φιλοσόφου* αλλά και διευκρινίζει -περιοριστικά- ότι έχουμε δικαίωμα να ερευνήσουμε εκείνα μόνο τα κατηγορήματα του θείου που είναι δυνατόν να εκφραστούν με έννοιες φυσικές («ταις κατά φύσιν εννοίαις ληπτά») μένουν δηλαδή έξω από τους στοχασμούς του φιλόσοφου, έξω από την κριτική του ορθού λόγου, «τα επέκεινα του λόγου, τα υπέρ λόγον» δόγματα, που είναι βέβαια θέσεις δογματικές, αναπόδεικτες. Διακηρύσσει ανεξαρτησία της σκέψης αλλά σπεύδει να βάλει όρια της ανεξαρτησίας. Παρέμεινε πάντα θεολογών φιλόσοφος («θεολογείν φιλοσοφικώς αιρούμενος»). Οπως παρατήρησε ο Δ. Γληνός (Η αξία των ανθρωπιστικών γραμμάτων στην Ελλάδα, 1945, σελ ), ο Βούλγαρης υπήρξε «ένα περίεργο αμάλγαμα βυζαντινής χριστιανικής παράδοσης και δυτικού ανθρωπισμού», Διαφωτισμού. Πάντως, και μόνο που τόλμησε και μιλήσει για «ελευθερία του συλλογίζεσθαι» και «άδεια του αναγιγνώσκειν βιβλία» (με περιορισμούς, όπως θα δούμε και παρακάτω) και που αμφισβήτησε τη μοναδικότητα της αρχαίας κληρονομιάς ως πηγής παιδείας και που τόλμησε ακόμη να διδάξει νεότερη ευρωπαϊκή φιλοσοφία, ο Βούλγαρης θεωρήθηκε φορέας και εισηγητής φιλελεύθερων ιδεών. Και ήταν πράγματι για το πνευματικό κλίμα του καιρού του, για το κοινωνικό και εκκλησιαστικό περιβάλλον όπου έδρασε ως δάσκαλος. Και δύο χράνια ύστερα από τη δημοσίευση της Λογικής του (1766) έκανε ένα ακόμη βήμα, παρουσίασε στο ελληνικό κοινό μεταφρασμένο το έργο του Βολταίρου* Περί των διχονοιών των εν ταις Εκκλησίαις της Πολονίας Δοκίμιον, όπου πρόσθεσε ο μεταφραστής και Σχεδίασμα περί της Ανεξιθρησκείας. Και ο όρος ανεξιθρησκεία (απόδοση του γαλλικού ΙοΙόΓ3ηοθ=ανεκτικότητα) είναι νεολογισμός που τον έπλασε ο Βούλγαρης. Αυτό τον καιρό (1768) ο Βολταίρος χαρακτηρίζεται, «καθ' ημάς εν ευκλεία τη εκ των λόγων», διάσημος συγγραφέας. Είναι εποχή γενικότερης ανοχής νέων ιδεών στην ελληνική κοινωνία (Κ. θ. Δημαράς, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, σελ : Ο Βολταίρος στην Ελλάδα και Σημειώσεις για την παρουσία του Βολταίρου στην Ελλάδα). Οσο για το Σχεδίασμα περί Ανεξιθρησκείας, αυτό δεν αποτελεί διακήρυξη ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης, αλλά κυρίως περιγράφει τα άρια της ανοχής απέναντι στους ε- τεροφρονούντες. Η ανοχή, η ανεκτικότητα χαρακτηρίζεται ως «επιεικής και πραεία διάθεσις ψυχής ευσεβούς». Για τον Βούλγαρη, λοιπόν, ανεξιθρησκεία δεν σημαίνει αδιαφορία για την πίστη του άλλου, αλλά εγρήγορση και προσπάθεια προσηλυτισμού των ετεροφρονούντων. Ο 255

256 βούληση ανεξίθρησκος είναι «ζηλωτής ευσεβείας», που οφείλει να χρησιμοποιήσει την πειθώ ή τη διδαχή, για να μεταπείσει. Ως έσχατα μέσα ο Βούλγαρης ανέχεται την «ακοινωνησία» (κοινωνική καταδίκη και αποστροφή) και τον αφορισμό, όχι όμως διωγμούς. Τούτο το τελευταίο σημείο αποτελεί πράγματι πρόοδο για εκείνη την εποχή, που γνώριζε και διωγμούς και κατατρεγμούς και ταπεινώσεις (Henderson, ό.π ). Αργότερα και η ανεξιθρησκεία αυτή του Βούλγαρη και ο θαυμασμός του για τον Βολταίρο θα τροποποιηθούν, μέσα στο γενικότερο κλίμα συντηρητισμού και αντίδρασης, που θα εκδηλωθεί ύστερα από τη Γαλλική Επανάσταση από την πλευρά όλων των κατεστημένων ε- ξουσιών, στον ευρωπαϊκό και στον τουρκοκρατούμενο ελληνικό χώρο. Τώρα πια το όνομα του Βολταίρου, ως επίθετο, δηλώνει την ασέβεια. Κυκλοφορούν ως μομφές οι λέξεις: «βολταιρόφρων», «βολταιρολάτρης», «βολταιροφωτισμένος», «βολταιροψαλιδίτης» (οπαδός των ιδεών του Βολταίρου και του Αθ. Ψαλίδα'). Τώρα πια είναι και για τον Βούλγαρη ο Βολταίρος ένα από τα «μεγάλα και εξακουστά επί δυσσεβεία ονόματα» (Κ. θ. Δημαρά, ό.π., σελ : Δέκα χρονιά ελληνικής παιδείας, ). Σύγχρονος ερευνητής (Γ. Διζικιρίκης, Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός και το ευρωπαϊκό πνεύμα ) καταγράφει και τεκμηριώνει τις αρνητικές πτυχές της προσωπικότητας του Ευγ. Βούλγαρη: α) Ο Βούλγαρης είχε μια αριστοκρατική αντίληψη για την παιδεία, αφού αρνήθηκε τη γλώσσα που μπορούσε να εννοήσει ο λαός και κατακεραύνωσε όσα βιβλία ήταν γραμμένα στην απλή γλώσσα. Εγραφε ο Βούλγαρης: «Εκσυρικτέον άρα (να αποδοκιμάζονται) τα χυδαϊστί φιλοσοφείν επαγγελλόμενα βιβλιδάρια». Αλλά, αν γινόταν δεκτή αυτή η συμβουλή του, τότε για ποιο κοινό γράφονταν τα βιβλία του Βούλγαρη, π.χ. η Λογική του (που ήταν γραμμένη σε γλώσσα αρχαΐζουσα); Αν ήταν για παιδευτικούς σκοπούς, τότε ήταν άχρηστο βιβλίο, β) Υπερασπίζεται ο Βούλγαρης την «ελευθερία του συλλογίζεσθαι» και την «άδεια του αναγιγνώσκειν τα βιβλία», αλλά και παρεισάγει αυτολογοκρισία. Γράφει: «και τα δύο βέβαια, καθ' εαυτό εύλογα φαίνονται και αξιέπαινα... πλην έχουσι και τα δύο όρους τινός, μέσα εις τους οποίους πρέπει να μένουν περιγεγραμμένα, αν είναι να έλπιση τις την εξ αυτών ωφέλειαν». Ο Βούλγαρης επηρεάστηκε στα νιάτα του από τους ελευθερόφρονες γάλλους στοχαστές, ιδιαίτερα από τον Βολταίρο. Δεν έπαψε όμως ποτέ νάναι στο βάθος ο συντηρητικός και συνετός θεολόγος της ορθόδοξης εκκλησίας. Αυτά καταγράφει και τεκμηριώνει ο σύγχρονος ερευνητής (Γ. Διζικιρίκης, ό.π., σελ ). Βιβλιογρ.: Κ. θ. Δημαρά, Νεοελληνικός Διαφωτισμός- G. P. Henderson, Η Αναβίωση του Ελληνικού Στοχασμού, (μετάφρ. Φ. Κ. Βώρου).- Γ. ΔιζικιρΙκη, Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός και τα ευρωπαϊκό πνεύμα Φ. Κ. Βώρος βούληση. Η ικανότητα του προσώπου να επιλέγει συνειδητά ένα σκοπό ανάμεσα σε άλλες δυνατές σκοποθετήσεις, να εμμένει σ' αυτόν και να καταβάλλει όλες τις δυνάμεις του για την επίτευξη του. Η βούληση διαφέρει από την "ενόρμηση" και τη "φιλοδοξία", αφενός, και από τη "γνώση" και την "αξιολόγηση", αφετέρου. Η βούληση δεν αναφέρεται και δεν κινείται ("τεί Γ) μόνο προς ένα σκοπό, αλλά και α- ποφασίζει υπέρ αυτού του σκοπού. Η αξιολογική απόφαση για τον σκοπό είναι μια νοητική πράξη. Η βούληση συνδέεται, έτσι, αδιάσπαστα με τη σκέψη ("Nihil volitum, nisi praecognitum" = τίποτε δεν μπορούμε να θέλουμε αν προηγουμένως δεν το γνωρίσουμε). Η αναμφισβήτητη σημασία που έχει η βούληση στη ζωή της κοινωνίας οδήγησε σε διάφορες ερμηνείες και προσπάθειες ταξινόμησης. Στην ιστορία της φιλοσοφίας η προσπάθεια να δοθεί απάντηση στο ερώτημα τι πρέπει να εννοούμε με τον όρο βούληση και στο συνακόλουθο ποια είναι η σχέση της βούλησης με τη νόηση (σκέψη, γνώση) κατέληξε σε θεωρίες ψυχολογικού χαρακτήρα που μπορούν να χωριστούν σε δυο ομάδες. Η πρώτη, η "ετερογενετική", θεωρεί τη βούληση εξαρτημένη από άλλους ψυχικούς παράγοντες, ιδιαίτερα από τη νόηση ("νοησιαρχία": Πλάτων*, Αριστοτέλης*, Στωικοί*, Θωμάς ο Ακινάτης*, Καρτέσιος*, Σπινόζα*, Γκασεντί*, Λάιμπνιτς', Χομπς*, Λοκ', Μποννέ, Λαμάρκ*, Καντ*, Χέγκελ* κ.ά.). Η άλλη, η "αυτογενετική", θεωρεί τη βούληση ως ένα πρωτογενές ή αυθόρμητο γεγονός, ή, όπως στη "βουλησιαρχία", ως καθοριστικό παράγοντα της γνώσης, ως πρώτη αιτία όλων των όντων (Ντουνς Σκωτ*), ως βάση καθοριστική του σύμπαντος κόσμου (Σοπενάουερ*), ως ουσία του κόσμου (I. Μπάνσεν*), ως αρχικό κίνητρο ("ελατήριο") στη φύση και στην κοινωνία 256

257 Βουντ (Νίτσε*). Η βούληση συνδέεται στενά με τον χαρακτήρα του ανθρώπου και ο ρόλος της είναι σημαντικός στην πορεία της διαμόρφωσης και αναμόρφωσής του. Αλλά και αντίστροφα, ο χαρακτήρας είναι η βάση των βουλητικών διαδικασιών, όπως ο νους είναι η βάση των διαδικασιών της σκέψης και η ιδιοσυγκρασία η βάση των συναισθηματικών διαδικασιών. Γιάν. Κρητικός βουλησιαρχία. Όρος της φιλοσοφίας και της ψυχολογίας. Χρησιμοποιήθηκε προς το τέλος του 19ου αιώνα (Fr. Tonnies 1883, F. Paulsen 1892) αλλά έχει μακραίωνη ιστορία ως ιδέα. Από τον καιρό του αγίου Αυγουστίνου* (4ος αι. μ.χ.) και ύστερα διάφοροι στοχαστές θεώρησαν ότι η "βούληση" είναι ιδιότητα πιο σημαντική ή πρωταρχική σε σχέση προς τη "νόηση" (αντίστοιχη θεωρία η "νοησιαρχία") και το συναίσθημα. Ο πρώτος εισηγητής της ιδέας αυτής, ο Αυγουστίνος ( μ.χ.), θεωρούσε ότι ο Θεός είναι "απόλυτη βούληση", ανεξάρτητη από τον Λόγο και ότι η αγαθή βούληση του ανθρώπου είναι ελεύθερη. Πολλούς αιώνες αργότερα ο Duns Scotus* ( ) έγραψε ότι στον άνθρωπο η βούληση είναι λειτουργία ανώτερη από τη νόηση (voluntas est superior intellectu). Με αυτό ή παραπλήσιο νόημα η βούληση βρήκε θέση σημαντική στο έργο πολλών νεότερων στοχαστών. Ο D. Hume* ( ) υποστήριζε ότι η θέληση είναι ο καθοριστικός παράγων της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Ο Kant* ( ) πίστευε ότι η βούληση είναι η πηγή της ηθικής κρίσης και πράξης. Με αφετηρία του τον "Πρακτικό Λόγο" (έκφραση της βούλησης) έφτασε ο γερμανός φιλόσοφος στο αίτημα για "ελευθερία της βούλησης". Η βούληση είναι πρωταρχική δύναμη στη φιλοσοφία του Schopenhauer* ( ), ο οποίος θεωρεί τη συνείδηση του ανθρώπου και το λογικό ως εκφάνσεις του ψυχισμού υπηρετικές στη βούληση. Από αυτή την παραδοχή του και ιεράρχηση των ψυχικών δυνάμεων πηγάζει και η διακήρυξη της "απαισιοδοξίας", αφού έτσι όλη η διεργασία της ζωής υποτάσσεται στην "τυφλή δύναμη της βούλησης". Η βούληση είναι του κόσμου η ουσία, η δύναμη, η αξία. Προσπαθώντας να διαμορφώσει μια "φιλοσοφία της ζωής" ο Fr. Nietzsche* ( ) α- ποδέχτηκε τη βούληση ως έκφραση κύρια της ζωής και προσδιόρισε ως κύριο στόχο της την "αναζήτηση δύναμης" (Macht will). Έτσι η βουλιμία για δύναμη ονομάστηκε σκοπός της ζωής με την περιβολή φιλοσοφικού στοχασμού, που δεν έχει κορωνίδα του τη "λογική" αλλά την τυφλή βούληση. Στον τομέα της Ηθικής η "βουλησιαρχία" σημαίνει ότι: η ανθρώπινη βούληση είναι το επίκεντρο όλων των ηθικών προβλημάτων και είναι ανώτερη από όλα τα ηθικά κριτήρια. Τέτοια διδάγματα για την προτεραιότητα της βούλησης (για δύναμη) έναντι του λόγου και της εκλογίκευσης των στόχων και των αποτελεσμάτων ήταν μοιραίο να επιδοκιμάζονται ή να γίνονται δεκτά με συμπάθεια από πολιτικούς κύκλους που έτειναν προς τη δικαίωση της βίας και της απολυταρχίας του Κράτους για εξυπηρέτηση ποικίλων στόχων, υποταγής του ατόμου και κατάργησης της ελευθερίας του στα πλαίσια του καθαγιασμένου κράτους: εθνοφυλετικού, φασιστικού, ναζιστικού (τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας), θα ήταν παράλειψη να παρασιωπήσουμε ότι η πρώτη γνωστή στην ιστορία των ιδεών αντιπαράθεση νοησιαρχίας - βουλησιαρχίας εκφράστηκε με τον ελληνικό στοχασμό προς το τέλος του 5ου αι. π.χ. Ο Σωκράτης* υπήρξε κήρυκας της νοησιαρχίας ("ουδείς εκών κακός"), ο τραγικός ποιητής αποκάλυψε τη δύναμη των παθών ("θυμός δε κρείσσων των εμών φρονημάτων") και ο ιστορικός έδειξε και ανέλυσε τη βιαιότητα της πολιτικής δύναμης στις επιδιώξεις της: κατοχή και νομή της εξουσίας" χαρακτηριστικά δείγματα οι δημηγορίες πολιτικού επεκτατισμού (Θουκυδίδης*, βιβλίο έκτο. Σικελικά) και όλα τα σχετικά με την εγκαθίδρυση και "πολιτεία" των Τριάκοντα. Φ. Κ. Βώρος Βουντ (Wundt) Βίλχελμ ( , Νεκαράου Βάδης , Γκροσμπότεν). Γερμανός ψυχολόγος, φυσιολόγος, φιλόσοφος και γλωσσολόγος. Βάσει σχεδίου επεξεργασίας της φυσιολογικής ψυχολογίας, η οποία με το εργαστηριακό πείραμα διερευνά τις νομοτέλειες που συνδέουν τα στοιχεία της συνείδησης, ίδρυσε το πρώτο διεθνές κέντρο πειραματικής ψυχολογίας (1879). θεωρώντας αντικείμενο της ψυχολογίας την άμεση εμπειρία, τους παράγοντες της συνείδησης και τα εμπίπτοντα στην αυτοπαρατήρηση («αναλυτική ενδοσκόπηση») φαινόμενα, πρότεινε τη μελέτη των πειραματικά απροσπέλαστων ανώτερων ψυχικών λειτουργιών (ομιλία, νόηση, βούληση) με την πολιτισμική - ιστορική μέθοδο. Παραδεχόταν την ύπαρξη του ψυχοφυσικού πα- Φ.Α., Α

258 Βουστ ραλληλισμού και μιας ιδιότυπης αιτιότητας που διέπει τη συνείδηση και καθορίζει τη συμπεριφορά μέσω της πρόσληψης. Στις εθνοψυχολογικές του μελέτες επιχειρεί μια ψυχολογική ερμηνεία του μύθου, της θρησκείας, της τέχνης κ.λπ. (Voelkerpsychologie, ). Εργα του: Beitrage zur Theorie der Sinneswahrnehmung, Abhandlung 1-6, Vorlesungen uber die Menschen und Tierseeie, Bd 1-2, Grundzuge der physiologischen Psychologie, Bd l-ll, Volkerpsychologie, 10 Bd - e. Leipzig, Die Sprache, 2 vols, Stuttgart Philosophiche Studien, Logik..., κ.ά. Βιβλιογρ.: Heussner Α.. Einluhrung in Wilhelm Wundts Philosophie und Psychologie, Gottingen, 1920, Nel V'.- Die Philosophie Wilhelm Wundts, Lpz., Flugel J. C A hundred years ol psychology , London, Δ. Πατίλης Βουστ Πέτρος (Wust Peter, ). Γερμανός καθολικός φιλόσοφος, οπαδός του θεολογικού υπαρξισμού. Το σπουδαιότερο έργο του είναι Η ανάταση της μεταφυσικής (1920). Απ. Τζ. Βράιλας - Αρμένης Πέτρος (1812, Κέρκυρα , Λονδίνο). Σπούδασε στη Μπολόνια της Ιταλίας, στη Γενεύη και στο Παρίσι νομικά και φιλοσοφία. Γύρισε στα Επτάνησα (1835) και εργάσθηκε άλλοτε ως δικηγόρος, άλλοτε ως δικαστής, ενώ αργότερα έγινε βουλευτής και γραμματέας της Ιονίου Γερουσίας. Το 1854 διορίσθηκε καθηγητής φιλοσοφίας στην Ιόνιο Ακαδημία. Μετά την ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα πήγε στην Αθήνα, όπου ανέλαβε διάφορα υψηλά λειτουργήματα, όπως σύμβουλος Επικρατείας, υπουργός Εξωτερικών και, τέλος, πρεσβευτής σε διάφορες πρωτεύουσες της Ευρώπης. θεωρείται ο σπουδαιότερος νεοέλληνας φιλόσοφος του περασμένου αιώνα. Και πράγματι, ήταν άνθρωπος βαθυστόχαστος αλλά και πολυμαθής, προικισμένος με πλούσια φαντασία, αλλά και με νου συστηματικό. Κατόρθωσε να συγκροτήσει σύστημα φιλοσοφικό και να το εκθέσει σε πολλά και ογκώδη συγγράμματα που γνώρισαν αρκετά νωρίς δημοσιότητα και προβολή, όχι μόνο στην Ελλάδα. Όπως ο ίδιος ο Βράιλας ομολογεί στα Προλεγόμενα τού Περί πρώτων ιδεών και αρχών δοκιμίου του, προτίμησε να ταχθεί «υπό την σημαίαν της συγχρόνου εκλεκτικής σχολής», επειδή τα συστήματα του «ιδανισμού», του «υλισμού» και του «πανθεισμού» - που δέσποζαν στη σύγχρονή του φιλοσοφική διανόηση- απολυτοποιούν κάποιες μορφές του όντος ή γενικεύουν μια μερική αλήθεια, έστω «ουσιώδη», και την ανάγουν σε καθολική. Ο ίδιος προσπαθεί με τον εκλεκτισμό, που δεν τον θεωρεί «σύστημα» αλλά «μία των αρχών της ορθής φιλοσοφικής μεθόδου» (Προλεγόμενα), να αποφύγει αυτές τις απολυτοποιήσεις και να συμφιλιώσει τα αντίθετα. Η τάση του αυτή τον οδήγησε πολλές φορές σε υπερβολές, όπως στη συμφιλίωση και στη σύμπραξη φιλοσοφίας και θρησκείας, κάτι που για τον ευρωπαϊκό 19ο αιώνα είναι αδιανόητο. Έργα του: Περί πρώτων ιδεών και αρχών δοκίμιον, Κέρκυρα θεωρητικής και πρακτικής φιλοσοφίας στοιχεία, Κέρκυρα, Φιλοσοφικοί Μελέται, Κέρκυρα, Περί ψυχής, Θεού και ηθικού νόμου διατρφαί, Κωνπαντινούπολη, 1879, και πολλά άλλα. Βιβλιογρ.: Πέτρου Βράιλα - Αρμένη, Φιλοσοφικά Έργα, 1-13, "Corpus Philosophorum Graecorum Recentiorum" (εκδίδεται υπό τη διεύθυνση Ε. Μουτσόπουλου). Γραμμ. Αλατζόγλου - θέμελη Βράχμα (σανσκ., Brahma). Ο πρώτος από τους θεούς της ινδικής Τριάδας, ο Δημιουργός. Επονται, ο Βισνού* (Vishnu), ο Συντηρητής, και ο Σίβα* (Shiva), ο Καταστροφέας. Η παραδοσιακή απεικόνιση του Βράχμα είναι με τέσσερα πρόσωπα, που υποδηλώνουν ότι είναι παντεπόπτης και συμβολίζουν τις τέσσερις Βέδες*. Εχει γεννηθεί πάνω στο άνθος ενός λωτού και θεωρείται ο προπάτορας των θεών και των ανθρώπων. Σύζυγός του είναι η Σαρασβάτι, η θεά της γνώσης. Κατά την επική περίοδο του Ινδουισμού*, ο Βράχμα έχασε μεγάλο μέρος από τη δημοτικότητά του και παρά την προσπάθεια που κατεβλήθη αργότερα να αποκατασταθεί ως μέρος μιας ολοκληρωμένης τριάδας (Trimurti), η λογικοφανής αυτή σύνθεση είχε περισσότερη απήχηση στον δυτικό κόσμο παρά στις Ινδίες. Βράχμα ονομαζόταν και ο ένας από τους τέσσερις ιερείς που πρωτοστατούσαν στις θυσίες κατά τη Βεδική περίοδο, ο οποίος επόπτευε τις τελετές και διόρθωνε τα ενδεχόμενα λάθη. Βιβλιογρ.: Βασ. Βιτσαξής, Ο στοχασμός και η πίστη (Αρχαιότητα - Χριστιανισμός), 2 τ., Εστία, Αθήνα, Δημ. Βελισσαρόπουλος, Ιστορία της ινδικής φιλοσοφίας, Δωδώνη, Αθήνα - Γιάννινα, 1992*. Ε. Αιακόπουλος Βράχμαν (σανσκ., Brahman). Ινδουιστικός όρος, ο οποίος, στο ουδέτερο, "το Βράχμαν", αναφέρεται στον θεό, στο Υπέρτατο Ον, που 258

259 Βυζαντινή φιλοσοφία δεν έχει χαρακτηριστικά και ιδιότητες (βλ. 0ει/τάιτα*). Στο αρσενικό, "ο Βράχμα" (Brahma), αναφέρεται στο πρώτο μέλος της ινδουιστικής Τριάδας θεών. Το Βράχμα (χωρίς ν) είναι το ουσιαστικό όνομά του: το θείον. Αρχικά στη Ριγκβέδα* το Βράχμαν υποδήλωνε την υπερφυσική δύναμη που κατέχουν ορισμένα όντα, φαινόμενα ή πράγματα, ενώ στην ύστερη ινδική σκέψη απέκτησε μια έννοια μυστική και α- πρόσωπη. Ε. Λιακόπουλσς "Βραχμάνες". Κείμενα σε πεζό λόγο που επιχειρούν να ερμηνεύσουν τη μυστική σημασία των βεδικών ύμνων και των θυσιαστήριων τελετών. Ανήκουν στην περίοδο μεταξύ του π.χ. Είναι επιλογές ή συνόψεις από παλαιότερες διδασκαλίες που χρωματίζονται έντονα από μύθους και παραβολές. Ε Λιακόπουλος Βραχμανισμός. Μεταγενέστερο στάδιο και λαϊκότερη εξέλιξη της βεδικής θρησκείας. Παρά τη διατήρηση του αρχικού πολυθείσμού, ο Βραχμανισμός οδήγησε σε μια πρώτη μορφή μονοθεϊσμού με την ανακήρυξη του Πραζαπάτι σαν υπέρτατου κύριου των όντων. Παράλληλα, καθιέρωσε και ανέπτυξε τις έννοιες της ε- παναγέννησης*, του κάρμα* και της μάγια* και διέδωσε σε ευρύτερα στρώματα κανόνες ηθικού βίου και την ερημική άσκηση και ενδοστροφή, τη Γιόγκα*. Ο Βραχμανισμός έδωσε ε- πίσης θρησκευτικό χαρακτήρα στη διαίρεση της κοινωνίας σε τάξεις, κατά το σύστημα της κάστας*. Η επόμενη φάση εξέλιξής του είναι ο Ινδουισμός*. Ε. Λι ακόπουλος Βραχμάνοι. Αυτοί που ανήκουν στην ανώτατη και πλέον κλειστή κοινωνική και θρησκευτική τάξη (κάστα*) του ινδικού συστήματος. Οι ιερωμένοι και λειτουργοί του. Οι Βραχμάνοι εθεωρούντο ιερά και απαραβίαστα πρόσωπα και είχαν το μοναδικό προνόμιο να διεξάγουν τις περίπλοκες τελετουργίες και θυσίες που προέβλεπαν τα θρησκευτικά τους κείμενα, καθώς και να τα μελετούν και να τα ερμηνεύουν. Ε. Λιακόπουλος Βριγκτ (von Wright) Γκέοργκ Χένρικ φον (γεν. 1916). Φινλανδός λογικός και φιλόσοφος. Διαδέχθηκε τον Βιττγκενστάιν' στο Καίμπριτζ, διετέλεσε πρόεδρος της Ακαδημίας της Φινλανδίας. Εκπρόσωπος της αναλυτικής φιλοσοφίας. Εργάτου: Logical Studies, London, Norm and Action, London, Explanation and Understanding, New York, Causality and Determinism, New York, Wittgenstein, Oxford, Δ. n. Βροντίνος ή ΒροτΙνος ο Μεταποντίνος ή Κροτωνιάτης (περ π.χ.). Πυθαγόρειος φιλόσοφος, ένας από τους άμεσους μαθητές του Πυθαγόρα, πατέρας ή, κατ" άλλους, σύζυγος της Θεανώς, που διαφορετικά είναι γνωστή ως μαθήτρια και γυναίκα του Πυθαγόρα. Συγγραφείς του τέλους του αρχαίου κόσμου ανέφεραν ότι ο Βροντίνος είχε γράψει τη φιλοσοφική πραγματεία Περί νου και διανοίας και τα ορφικά ποιήματα Φυσικά, Πέπλος και Δίκωον, έργα που στο σύνολό τους είναι γνωστά μόνο από αρχαίες μαρτυρίες και με αμφισβητούμενη πατρότητα. Ε. Ν. Ρούσσος Βρυέννιος Ιωσήφ (14ος / 15ος αι.). Βυζαντινός θεολόγος και λόγιος, μοναχός στη μονή του Στουδίου, οπαδός των Ησυχαστών*, που με τα έργα του άσκησε πολεμική κατά των Παπικών και των οπαδών του Βαρλαάμ του Καλαβρού*. Στο θέμα της ένωσης ανατολικής και δυτικής εκκλησίας τάσσεται υπέρ της ισότιμης ένωσης, αλλά χωρίς παρέκκλιση από την ορθόδοξη πίστη. Εργα του: Ομιλίαι διάφοροι (1420), Κεφάλαια επτάκις επτά κ.ά. Βιβλιογρ.: Ν. Β. Τωμαδάκης, Ιωσήφ Βρυέννισς, "Σύλλαβος Βυζαντινών μελετών και κειμένων". 1961, ο Ε. Χ. Βρύσων ο Ηρακλεώτης (περ π.χ.). Σοφιστής και μαθηματικός, γιος του μυθογράφου Ηρόδωρου, από την Ηράκλεια του Πόντου, μαθητής του Ευκλείδη του Μεγαρέα* και δάσκαλος του Πύρρωνα του Ηλείου*. Αναφέρεται ότι ο Βρύσων δεν άφησε συγγράμματα και ότι ο Πλάτων* είχε κρατήσει σημειώσεις από τα διδάγματά του. Ο Αριστοτέλης* είχε υπόψη του θεωρία του Βρύσωνα για τον τετραγωνισμό του κύκλου. Οπωσδήποτε πολλή ασάφεια χαρακτηρίζει όλες τις αρχαίες ειδήσεις γύρω από το πρόσωπο του Βρύσωνα. Ε. Ν. Ρούσσος Βυζαντινή φιλοσοφία. Στη βυζαντινή φιλοσοφία αποτυπώνονται με περισσή ενάργεια οι κυ- 259

260 Βυζαντινή φιλοσοφία ριότεροι σταθμοί στην ιστορία της διανόησης των αρχαίων Ελλήνων. Ετσι, διαφαίνεται η εμμονή στην έννοια του καθήκοντος όπως της κληροδοτήθηκε από τον Σωκράτη*, η θεωρία περί ψυχής με τον τρόπο που παραδόθηκε από τον Πλάτωνα* και τους Νεοπλατωνικούς*, καθώς και η ερευνητική μεθοδικότητα του Αριστοτέλη*, βάσει της οποίας ο φιλόσοφος είναι σε θέση να προβεί στην αποδοχή ή την απόρριψη ποικίλων εκδοχών ερμηνείας κατά τη διαλεύκανση προβλημάτων του στοχασμού. Τη σκέψη των βυζαντινών λογίων επηρέασε επίσης η στωική* φιλοσοφία αναφερόμενη στο θέμα της ευδαιμονίας και της ματαιότητας του παρόντος βίου, η διδασκαλία των Επικούρειων* για την αναγκαιότητα απόκτησης γαλήνης και "αταραξίας", αλλά και ο Σκεπτικισμός* με τις βασικές πεποιθήσεις του πως η αμφιβολία επιβάλλεται να ελέγχει το κύρος και τη δυνατότητα της γνώσης. Η βαθύτερη ωστόσο λογική του βυζαντινού σκέπτεσθαι έγκειται στο ότι καλεί τον άνθρωπο να υπερβεί τον χώρο του κοσμοείδωλου στο οποίο τον εντάσσει οποιοδήποτε φρόνημα τεχνητής μακαριότητας που δεν έχει καμία συνάφεια με αυτό που καλείται ορθόδοξη πνευματικότητα. Είναι μάλιστα αυτή η τελευταία που εξανθρωπίζει την απρόσωπη γνώση αντικαθιστώντας την αρκετές φορές με την πίστη, η οποία βρίσκεται έξω από τον φαύλο κύκλο κάθε εγκεφαλικής ερευνητικής διαδικασίας. Κατ' επέκταση, η καθημερινή πολιτεία του πιστού, προσανατολισμένη στη θεία χάρη και το μυστηριακό πνεύμα της εκκλησίας, αποκτά αίσθηση ζωής ασύλληπτη από τους ανθρώπους οι οποίοι δεν μαθητεύουν στην παιδεία του Χριστού μέσω της ένσαρκης αγάπης. Η βυζαντινή λογιοσύνη δεν παραδίδεται αμαχητί στη θωπεία των επιχειρημάτων των εθνικών φιλοσόφων αλλά τοποθετείται κριτικά απέναντι τους - στάση που της επιτρέπει να καταλήξει σε ένα δημιουργικό εκλεκτισμό. Μέσα από την προοπτική αυτή, οι Πατέρες της Εκκλησίας μπόρεσαν να επισημάνουν ότι η γνώση και η λογική δεν κινδυνεύουν από την αμάθεια και το παράλογο αντίστοιχα, αλλά από την ίδια την απολυτοποίησή τους. Ο σωτήριος μυστικισμός τον οποίο ενωτίζονται και προβάλλουν α- πορρέει από τη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στη βίωση του αποκαλυφθέντος θεού -όπως αυτός εννοείται στη Γραφή- και στην προσπάθεια του ανθρώπου να υπερβεί τελεσφόρως την ατομικότητά του. Η χριστιανική διανόηση αρχίζει ουσιαστικά στο τέλος του δεύτερου και στις αρχές του τρίτου μ.χ. αιώνα και ταυτίζεται με την προσπάθεια που κατέβαλαν οι Πατέρες να προασπίσουν τις θεμελιώδεις αλήθειες του ορθού χριστιανικού πνεύματος έναντι των αιρέσεων και των πάσης φύσεως διαστρεβλωτών του. Για λόγους όμως ιστορικά πρακτικούς ο στοχασμός των Βυζαντινών τοποθετείται στα χρονικά όρια του 6ου και 15ου αιώνα. Κατά τους πρώτους δύο αιώνες (6ο και 7ο) παρατηρείται θάλλουσα πνευματικότητα στις τάξεις των μοναχών, στις ο- ποίες ξεχωρίζει η μορφή του αγίου Ιωάννη της Κλίμακος* ή Σχολαστικού. Αυτός με το έργο του Κλίμαξ ή Πλάκες Πνευματικοί (περίπου 650 μ.χ.) υποδεικνύει την πρέπουσα πνευματική ζωή που οφείλουμε να υιοθετήσουμε προκειμένου να ενωθούμε με το θείον. Ο αγώνας στον οποίο καλούμαστε να αποδυθούμε περιγράφεται στους τριάντα "λόγους" που συνθέτουν την Κλίμακα, καθώς και στον επίλογό της, Εις τον Ποιμένα. Το γλωσσικό ύφος του Ιωάννη ευπορεί χάρη στην έλλειψη κάθε περιττολογίας και φραστικών πλεονασμών αλλά και λόγω της δεξιοτεχνίας του να δίνει εύστοχους ορισμούς σε βαθιά θεολογικά νοήματα' στοιχεία που αποσπούν τον αμέριστο θαυμασμό του αναγνώστη. Αγγλική, γαλλική, γερμανική, λατινική, πορτογαλική, ισπανική, ιταλική, ρουμανική, σερβική, ρωσική, αρμενική, αραβική, ι- βηρική και συριακή είναι οι γλώσσες στις οποίες έχει μεταφραστεί η Κλίμαξ, ενώ στην ελληνική αυτό που απομένει να επιχειρηθεί είναι η κριτική έκδοσή της. Αλλη μεγάλη προσωπικότητα της ίδιας περιόδου είναι ο Λεόντιος* ο Βυζάντιος (ή "μοναχός" και "ερημίτης"). Στο πρωτεύον σύγγραμμά του Βιβλία τρία κατά Νεστοριανών και Ευτυχιανών, αποτολμώντας να καταδείξει τα μειονεκτήματα και τις αδυναμίες των παραπάνω αιρέσεων προσδιορίζει επακριβώς τη σημασία αδάμαστων, μέχρι τότε, όρων, όπως π.χ. "φύσις", "πρόσωπον", "είδος", "ουσία" κ.λπ., κινούμενος με άνεση πότε σε νεοπλατωνικά και πότε σε αριστοτελικά πρότυπα συγγραφικής συμπεριφοράς. Ο Λεόντιος δεν παύει, παρ" όλα αυτά, να καταγγέλλει το φρούδο κύρος της εκφοράς εννοιών που σκοπεύουν στην κάρπωση του μηνύματος του θείου λόγου, τοποθετώντας στη θέση τους την ενόραση* και τον άνωθεν φωτισμό. Αντιλήψεις που, σ" ένα βαθμό, εγκολπώνεται με τον δικό του τρόπο, ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής*, του οποίου η απαράμιλλη αντίσταση στις από- 260

261 Βυζαντινή φιλοσοφία ψεις των Μονοθελητών*, και συνακόλουθα στις σχετικές απαγορεύσεις του αυτοκράτορα Κώνσταντα Β' να τερματισθεί κάθε ανταλλαγή γνωμών στο δεσπόζον θέμα της εποχής, προκάλεσε τον ακρωτηριασμό και κατόπιν τον θάνατό του (662). Καίτοι η πνευματική γενεσιουργία του Μάξιμου αρχίζει σε ώριμη ηλικία, ο ίδιος, με παρατεταμένη ετοιμότητα πνεύματος, συμβάλλει όσο λίγοι στην αντιμετώπιση αρκετών θεολογικών θεμάτων που χρόνιζαν. Τα έργα του, στα οποία συμφιλιώνεται το προσωπικό βίωμα εν Χριστώ με τη θύραθεν γνώση, περιλαμβάνουν εκτός από τις δογματικές και αντιρρητικές πεποιθήσεις του κατά των Μονοφυσιτών* και Μονοθελητών, την Ερμηνεία εις τον ψαλμόν 59, το Προς Θεόπεμπτον συγγραμμάτων ερμηνεύον τρία Γοαφικά χωρία, τα Σχόλια εις τα συγγράμματα Διονυσίου κ.ά. Στους επόμενους τρεις αιώνες κυριαρχεί η εκκλησιαστική διανόηση δύο εξόχων φυσιογνωμιών: του Ιωάννη Δαμασκηνού* και του Φωτίου*, Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης. Ο πρώτος, συντάκτης, μεταξύ των άλλων, της Πηγής Γνώσεως και συνθέτης του τροπαρίου Πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα, δεν διστάζει να ανασκευάζει ή να απορρίπτει τμήματα του έργου του, τα οποία, εκ των υστέρων, δεν παρουσίαζαν συμπαγή νοηματική αλληλουχία. Αποσυρμένος στην Ιερά Μονή Αγίου Σάββα, την πιο ξακουστή λαύρα της Παλαιστίνης, ο Δαμασκηνός δεν ακολούθησε κατά πόδας την εκπονητική μέθοδο των προγενεστέρων του (Λεόντιου, Μάξιμου, Μάρκου του Ερημίτη κ.ά.), αρκούμενος στην υιοθέτηση μιας τακτικής περισσότερο σχολαστικού και λιγότερο νηπτικού χαρακτήρα. Κεντρικό, τέλος, σημείο της διδασκαλίας του για την τελείωσή μας είναι οι θεωρίες του περί "αποταγής", της αποχώρησής μας, δηλαδή, από κάθε άκαρπη πολυπραγμοσύνη και της προσχώρησης σ' έναν τρόπο ζωής α- παλλαγμένο από κοινωνική δόξα, χρηματικό πλούτο και κοσμικόφρονες επιδείξεις. Ο Φώτιος ( ) και το περιβάλλον του σηματοδοτούν την απαρχή μιας νέας ανθρωπολογίας, προσδίδοντας οντότητα στην κίνηση των αρχαίων Ελλήνων στοχαστών και καθιστώντας την τρέχουσα για τους συγχρόνους τους. Ο ίδιος εξάλλου τολμά, τηρουμένων των αναλογιών, να μην παρακάμψει τις αντιλήψεις των Σκεπτικών* κατά τη διάρκεια της εντρύφησής του στην πραξιολογική περίοδο των ελληνικών ιδεών (3ος αι. π.χ. - 3ος αι. μ.χ.). Η αισθητή όμως φιλοσοφική προσφορά του Φωτίου συνίσταται στην οπτική γωνία κάτω από την οποία θεώρησε το φλέγον, για τη σκέψη της εποχής του, ζήτημα του νομιναλισμού* (ονοματοκρατία) και του ρεαλισμού* (πραγματοκρατία), που την απώτερη καταγωγή του βρίσκει στους Στωικούς* και στον Πλάτωνα* αντίστοιχα. Κατόρθωσε, μ' άλλα λόγια, κατά τρόπο αναλυτικό ν' απογυμνώσει τους όρους αυτούς από τα εμβόλιμα γνωρίσματα και, κλονίζοντας το αρχικό τους δέος, να τούς αποκαταστήσει στις οικείες τους διαστάσεις. Στην ενδέκατη εκατονταετία γνωρίζει μεγάλη άνθηση η θεολογία των Μυστικών με επιφανείς εκπροσώπους της, τον Συμεώνα τον Νέο θεολόγο*, τον Νικήτα Στηθάτο* και τον Κάλλιστο Καταφυγιώτη*. Εδραία διακριτικά της θρησκευτικής αυτής δοξασίας είναι η απάθεια, η α- πόρριψη του λόγου και ο αποφατισμός. Μέσα απαραίτητα που, αν συνδεθούν και με την ε- γκατάλειψη των εγκόσμιων, μας βοηθούν να θεωρήσουμε το άκτιστο φως, το οποίο, για τους εκφραστές της παραπάνω θεολογίας, δεν συνιστά κάποια αφηρημένη έννοια αλλά συγκεκριμένη οντική πραγματικότητα. Εκείνος εντούτοις που θα αποστασιοποιηθεί από τις α- ντιλήψεις των Μυστικών είναι ο Μιχαήλ Ψελλός' ( ). Ο πολυγραφότατος λόγιος του Βυζαντίου θα ενστερνισθεί μια αριστοτελική λογοκρισία με νεοπλατωνικές προεκτάσεις. Στα συγγράμματά του συνδυάζει την ελληνοκεντρική εξέταση των φιλοσοφικών προβλημάτων με την εκ βαθέων ομολογία του για πίστη στα χριστολογικά δόγματα της Ορθοδοξίας. Μαθητής, αλλά όχι πιστός συνεχιστής των διδασκαλιών του Ψελλού, υπήρξε ο Ιωάννης ο Ιταλός*, του οποίου οι ευεπίδεκτοι οπαδοί των πεποιθήσεών του, Ευστράτιος Νικαίας*, Λέων Χαλκηδόνος και Ευστράτιος Γαριδάς, καταδικάστηκαν ως αιρετικοί στις αρχές περίπου του δωδέκατου αιώνα. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας περιόδου της βυζαντινής πνευματικότητας, πρωτοστατεί ο Ησυχασμός* στο προσκήνιο των θεολογικών ιδεών. Σύμφωνα με τους αυθεντικότερους υ- ποστηρικτές του -Γρηγόριο ΣιναΤτη*, Γρηγόριο Παλαμά* και Νικόλαο Καβάσιλα*- η ένωσή μας με τον θεό επιτυγχάνεται με τη συνεχή επίκληση του: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του θεού, ελέησόν με» και με τη συνέργεια της θείας Χάριτος. Λειτουργικό ρόλο στην τεχνική αυτή της ενδιάθετης συνήθως προφοράς του ονόματος του Ιησού, διαδραματίζει η "καρδία", στην οποία προσηλώνεται ο προσευχόμενος. 261

262 βύθια ψυχολογία Πολέμιος της "ησυχίας" αναδείχθηκε ο μοναχός από τη νότια Ιταλία Βαρλαάμ ο Καλαβρός* ( ) με το σκεπτικό ότι αυτή αντιτίθεται στη λογική και την επιστήμη, μοναδικά ε- φόδια με τα οποία ατενίζουμε τον Θεό. Τίλος, ο Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων* (1355, Κωνσταντινούπολη-1452, Μυστράς) επιφέρει άλλη τροπή στα κοινωνικοφιλοσοφικά δρώμενα του καιρού του. Ευρυμαθής και καινοτόμος, ο φιλόσοφος του Μυστρά δεν δίνει μείζονα σημασία στην εκ των άνω γνώση και βοήθεια, εναποθέτοντας τις ελπίδες του για μια ουμανιστική παλιγγενεσία στο κύρος ενός στοχάζεσθαι με σαφή ελληνοπρεπή γνωρίσματα. Τις θέσεις αυτές αργότερα αντέκρουσε, με μεγάλη ευαισθησία, ο Γεώργιος Γεννάδιος* ή Σχολάριος, ο οποίος έφερε τα σύνδρομα χαρίσματα του μυστικού θεολόγου Γρηγορίου του Παλαμά*, ενώ ταυτόχρονα ανεγνώριζε την αξία του δυτικού Σχολαστικισμού*, όπως αυτός είχε εκτεθεί από τον Θωμά Ακινάτη*. Ο εξανδραποδισμός του Βυζαντίου δεν συνεπάγεται και την ακαριαία εκπνοή της βυζαντινής διανόησης. Χωρίς μάλιστα την τελευταία είναι αδύνατον να κατανοηθεί πλήρως η ακμή της Αναγέννησης που ακολούθησε. Ακόμα, ωστόσο, και η δική μας νέα ελληνική φιλοσοφία οφείλει τη σοφία εκλεκτών στοχαστών της στην περιούσια πνευματική παρακαταθήκη του Βυζαντίου. Παρά την ε- τερογένεια των θεολογικών προβληματισμών που ανθούσε στον βυζαντινό ελληνισμό, ο τελευταίος διατηρεί το μέγα κύρος του, λόγω του ότι είχε την ικανότητα να διαλέγεται σε βάθος με τα χριστολογικά ζητήματα που, κατά καιρούς, προέκυπταν, εκβάλλοντας παράλληλα όλα τα επείσακτα στοιχεία που αποτελούσαν ζώσα απειλή για την αλλοίωση του δόγματος. Βιβλιογρ.: Λ. Μπαρτζελιώτης, Ο ελληνοκεντρισμόςκαι οι κοινωνικοπολιτικές ιδέες του Πλήθωνος. Αθήνα Λ. Μπενάκης. Η σπουδή της βυζαντινής φιλοσοφίας. Κριτική επισκόπηση "Φιλοσοφία" 1 (1971), σσ Κ. Σπετσιέρης, Εικόνες Ελλήνων φιλοσόφων εις εκκλησίας. Ανάτυπο της Επιστημονικής Επετηρίδας της φιλοσοφικής Σχολής του Παν/μίου Αθηνών. Αθήνα Β. Τατάκης. θέματα χριστιανικής Βυζαντινής φιλοσοφίας. Αποστο κή Διακονία. Αθήνα Β. Τατάκης. Η βυζαντινή φιλοσοφία. Εταιρεία Σπουδών Μωραίτη, Αθήνα, Χ. Τερέζης, Φιλοσοφική Ανθρωπολογία στο Βυζάντιο. Ελληνικά Γράμματα", Αθήνα Πέτρος Φαραντάκης βύθια ψυχολογία, βλ. ψυχολογία του βάθους. Βύρτσμπουργκ σχολή. Σχολή της ψυχολογίας η οποία εμφανίστηκε στις αρχές του 20ού αιώνα στη Γερμανία με έδρα το πανεπιστήμιο του Βύρτσμπουργκ. Κύριοι εκπρόσωποι της σχολής αυτής είναι ο Κ. Κιούλπε, ο Κ. Μάρμπε, ο Ν. Αχ, ο Κ. Μπιούλερ κ.ά. Η σχολή αυτή εισήγαγε στην πειραματική ψυχολογική έρευνα ως ιδιαίτερο αντικείμενο ανάλυσης την επίλυση προβλημάτων (ασκήσεων) νοητικού χαρακτήρα, εστιάζοντας την προσοχή στη διαδικασία εξαγωγής λογικών συμπερασμάτων αλλά και απαντήσεων σε ερωτήματα τα οποία απαιτούσαν ιδιαίτερη νοητική προσπάθεια. Με τις έρευνές τους οι εκπρόσωποι της σχολής αυτής απέδειξαν ότι η σκέψη είναι μια ψυχική διαδικασία, οι νομοτέλειες της οποίας δεν α- νάγονται ούτε σε εκείνες της τυπικής λογικής ούτε σε εκείνες των συνειρμών. Η σκέψη, κατά την άποψη της σχολής αυτής, έχει ανεικονικό χαρακτήρα. Η αντίληψη αυτή έχει την αφετηρία της στην προσέγγιση της διαδικασίας της σκέψης ως πράξης ανάλυσης σχέσεων που βρίσκονται έξω από τα όρια του αισθητού. Η σκέψη ως διαδικασία συνίσταται στον διαρκή μετασχηματισμό και τ> σύσταση νέων σχέσεων ανάμεσα στις σκέψεις. Η ροή των σκέψεων επηρεάζεται από δύο παράγοντες: Την εσωτερική καθοριστική τάση και την εντύπωση για τον στόχο. Η εσωτερική καθοριστική τάση εμφανίζεται ως αποτέλεσμα της εσωτερίκευσης και μετατροπής των εντολών σε ένα είδος ε- σωτερικών για το άτομο εντολών. Η τάση αυτή κάνει τη διαδικασία της σκέψης στοχοκατευθυνόμενη με αποτέλεσμα κάποιοι συνειρμοί να ενισχύονται, ενώ κάποιοι άλλοι καταστρέφονται. Η εσωτερίκευση των εντολών και η λειτουργία τους ως στοιχείου του συνολικού "εγώ" διαμορφώνει και την εντύπωση για τον στόχο, ο οποίος αποτελεί την πηγή της εκδήλωσης της εσωτερικής καθοριστικής τάσης. Η σχολή του Βύρτσμπουργκ συνέβαλε σημαντικά στη διερεύνηση της διαδικασίας της νόησης αναδεικνύοντας τον δυναμικό χαρακτήρα της και την άμεση σχέση της με συνολικότερους παράγοντες της ανθρώπινης προσωπικότητας. Παράλληλα, υπερβαίνοντας τις συνειρμικές α- πόψεις για τη νόηση περιορίστηκε στην περιγραφή του ανεικονικού χαρακτήρα της, αδυνατώντας να την προσεγγίσει ως σχέση αντανάκλασης και ως λειτουργία άμεσα συνδεδεμένη με την εμπράγματη υλική δραστηριότητα του ατόμου. Βιβλιογρ: Ο. Κ. Κιούλπε. Η Σύγχρονη ψυχολογία τηςσκεψης. στη "Χρηστομάθεια γενικής ψυχολογίας". "Ψυχολογία της σκέψης". Μόσχα Τιχομίροφ Ο. Κ.. Ψυχολογία της σκέψης, κεφ. 10, Μόσχα Γιαροσέφσκι Μ. Γ.. Ιστορία της ψυχολογίας, κεφ. 12. Μόσχα, Ευαγγ Μανουράς 262

263 Γ Γαζής Ανθιμος ( ). Ένας από τους σημαντικότερους, σε επιστημονική κατάρτιση και φιλοσοφική σκέψη, λόγιους του υπόδουλου ελληνισμού και των χρόνων της Επανάστασης. Συγγραφέας, στοχαστής, εκδότης βιβλίων και χαρτών, όπως και του περιοδικού «Ερμής ο Λόγιος», δημιουργός σχολείου στις Μηλιές του Πηλίου με έντονη την παρουσία της σκέψης του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, ένα από τα βασικά στελέχη της Φιλικής Εταιρείας. Μετέφρασε στα ελληνικά σύγχρονα ευρωπαϊκά επιστημονικά συγγράμματα, εξέδωσε χάρτες, επιμελήθηκε την έκδοση επιστημονικοφιλοσοφικών έργων, συνέβαλε στη διάδοση της παιδείας και της σύγχρονης ευρωπαϊκής σκέψης στην πατρίδα του. Το συγγραφικό - εκδοτικό αυτό έργο του Ανθιμου Γαζή είναι πλούσιο και ποικίλο. Συγκρατούμε μεταξύ αυτών: Γραμματική των Φιλοσοφικών Επιστημών, του Benjamin Martin, Βιέννη, 1799' Εγχεφίδιον Συμβουλευτικών, Νικοδήμου Αγιορείτου, Βιέννη, 1801' Σύνοψις των Κωνικών Τομών, Guidonis Grandi, Βιέννη, 1802' Χημική Φιλοσοφία, του Α. F. Fourcrory, Βιέννη, 1802 Επιτομή Αστρονομίας, του La Land, Βιέννη, 1803' Των κωνικών τομών αναλυτική πραγματεία, του La Caille, Βιέννη, 1803" Στοιχεία Γεωγραφίας. Νικηφόρου Θεοτόκη, Βιέννη, 1804, και Μελετίου Γεωγραφία, Βενετία, 1807 (δεύτερη έκδοση). Είναι όλα έργα των φυσικών - θετικών επιστημών: φυσικής, μαθηματικών, γεωγραφίας" έργα μέσα από τα οποία θέλει να κάνει γνωστές στους συμπατριώτες του τις νέες κατακτήσεις του επιστημονικού, ευρωπαϊκού πνεύματος, να φέρει σε στενότερη επαφή τον υπόδουλο ελληνισμό με τη φωτισμένη Ευρώπη. Στον τομέα της αστρονομίας - γεωγραφίας η προσφορά του Ανθιμου Γαζή είναι ποικίλη και εκφράζεται τόσο με τις σημειώσεις - προσθήκες του σε διάφορα έργα γεωγραφίας όσο και με την πλούσια χαρτογραφική δραστηριότητα που ανέπτυξε στο ίδιο αυτό διάστημα. Τα στοιχεία με τα οποία συμπληρώνει τα έργα γεωγραφίας, την έκδοση των οποίων επιμελείται, αφορούν τόσο τον τομέα της αστρονομίας όσο και της επιμέρους γεωγραφίας. Από τη γεωγραφία του Μελέτιου ξεσηκώνουμε μια πολύ αξιοπρόσεκτη για την εποχή εκείνη παρατήρηση του Ανθιμου Γαζή, μια παρατήρηση καθαρά κοινωνικού χαρακτήρα -εμπνευσμένη ασφαλώς από τις ιδέες του γαλλικού διαφωτισμού- που δίνει μια νέα διάσταση στη γεωγραφία: «Αι συχναί περιηγήσεις εις όλα τα γνωστά μέχρι της σήμερον μέρη της γης, και αι ανακαλύψεις πολλών μερών αγνώστων εις τους παλαιούς», γράφει, «αποδεικνύουσι πάντη ψευδή και μυθώδη την υπό των παλαιών τερατώδη περιγραφήν του Ανθρώπου. Ο Ανθρωπος, εν γένει, είναι ο αυτός εις όλα τα μέρη και Έθνη της Γης, όμοιος τοις λοιποίς καθ' όλα τα μέλη του σώματός του, διαφέρει όμως ως προς το χρώμα και ως προς το εξωτερικόν σχήμα του σώματός του, εξιστάμενος των λοιπών εθνών εξ αιτίας της διαφοράς του κλίματος εις το οποίον κατοικεί, της διαίτης και άλλων τινών περιστατικών τα οποία ενεργούσιν εις το σώμα του». Ιδιαίτερα πλούσια, όπως ήδη σημειώσαμε, η δραστηριότητα του Ανθιμου Γαζή ως χαρτογράφου. Εκδίδει τρεις γεωγραφικούς πίνακες: της Ελλάδας (1800), της Ευρώπης (1801) και της Ασίας (1802), καθώς και ένα χάρτη της Μαγνησίας (1814). Στόχους καθαρά επιστημονικούς -τις ανάγκες της ελληνικής επιστημονικής σκέψης, την προσπάθεια της καλλιέργειας μιας επιστημονικής ορολογίας, όπως και το ενδιαφέρον για τη μελέτη της αρχαίας ελληνικής φιλολογίας- εξυπηρετεί και η έκδοση του 3τομου Ελληνικού Λεξικού με ερμηνείες «εις την καθωμιλημένην διάλεκτον» και με βάση το Λεξικό του Κ. Σνειδέρου (1809 ο πρώτος, 1812 ο δεύτε - 263

264 Γαζής ρος και 1816 ο τρίτος τόμος, όλοι στη Βενετία). Η προσπάθεια του Ανθιμου Γαζή για τη διάδοση των επιστημονικών γνώσεων και, γενικότερα, της παιδείας στην πατρίδα του, στρέφεται και προς μιαν άλλη κατεύθυνση: την ίδρυση στις Μηλιές, σε συνεργασία με τον Γρ. Κωνσταντά, ενός «σχολείου φιλολογίας και φιλοσοφίας», ενός «Πανδιδακτηρίου», οργανωμένου πάνω σε σύγχρονες παιδαγωγικές βάσεις και με φιλελεύθερους προσανατολισμούς. Γιάν. Καράς Γαζής Θεόδωρος (θεσ/νίκη, περ ). Έλληνας κληρικός, από τους επιφανέστερους εκπροσώπους της βυζαντινής αναγέννησης, που μετά την άλωση της θεσ/νίκης από τους Τούρκους (1429) κατέφυγε και δίδαξε στην Ιταλία (Σιέννα, Φερράρα, Ρώμη, Νεάπολη, Καλαβρία, όπου και πέθανε). Έργα του: Περί Αριστοτέλους και Πλάτωνος, Περί εκουσίου και α- κουσίου, Παράφρασις Ιλιάδος Ομήρου κ.ά. ε- πίσης μετέφρασε στη λατινική έργα των Αριστοτέλη*, Θεόφραστου*, Ιπποκράτη* κ.ά. και σ" αυτόν οφείλεται η α' έκδοση του έργου του Αύλου Γελλίου* Αττικαί νύκτες. Βιβλιογρ.: L. Stein. Der Humanist 77). Gaza als Philosoph, στο «Archiv lur geschichte der Philosophie», 1889, τ. Β', σ EX. ΓαΙγκερ Βέρνερ (Jaeger Werner, ). Κορυφαίος Γερμανός κλασικός φιλόλογος και φιλόσοφος της ιστορίας και της παιδείας, αρχηγός του λεγόμενου Τρίτου Ανθρωπισμού. Κυριότερα συγγράμματά του: Νεμέσιος ο Εμεσηνός- Ερευνα πηγών για τον Νεοπλατωνισμό και τις απαρχές του στον Ποσειδώνιο (Νβmesios von Emesa. Ouellenforschung zum Neuplatonismus und seinen Anfangen bei Poseidonios, 1914) Γρηγορίου του Νύσσης Έργα, τόμοι 10 (Gregorii Nysseni Opera, 1921 εξ. κριτική έκδοση κειμένου με συνεργασία ο- μάδας ερευνητών) Αριστοτέλης, θεμελίωση μιας ιστορίας της εξέλιξής του (Aristoteles. Grundlegung einer Geschichte seiner Entwicklung, 1923) Παιδεία. Η διαμόρφωση του ελληνικού ανθρώπου, τόμοι 3 (Paideia. Die Formung des griechischen Menschen, ' έχει μεταφραστεί στις κυριότερες ευρωπαϊκές γλώσσες και στα ελληνικά)" Διοκλής ο Καρύστιος. Η ελληνική ιατρική και η σχολή του Αριστοτέλη (Diokies von Karystos. Die griechische Medizin und die Schule des Aristoteles, 1938)" Η θεολογία των πρώιμων Ελλήνων φιλοσόφων (πρώτα στα αγγλικά: The Theology of the Early Greek Philosophers, 1947, και αργότερα στα γερμανικά: Die Theologie der fruhen griechischen Denker, 1953)" Αριστοτέλους Μεταφυσικά (Aristotelis Metaphysics, κριτική έκδοση κειμένου, Οξφόρδη, 1957). Ο Γαίγκερ κληρονόμησε από τον δάσκαλό του Βιλαμόβιτς* την τάση να καταστήσει γνωστά στο ευρύτερο κοινό τα πορίσματα της αρχαιογνωστικής επιστήμης. Έτσι, έθεσε ως σκοπό της φιλολογίας να δείξει τη σημασία των αρχαίων Ελλήνων για το παρόν της σύγχρονης κοινωνίας. Κατά τη γνώμη του, η γνωριμία με το "Κλασικό", νοούμενο ως καλλιτεχνικό και ηθικό πρότυπο, έπρεπε να αντικαταστήσει την απλή αρχαιογνωσία. Για να μειώσει την απόσταση ανάμεσα στην επιστήμη και την πρακτική ζωή, ο Γαίγκερ προσπάθησε μέσα στην ίδια την επιστημονική γνώση της αρχαιότητας να ανανεώσει τον Ανθρωπισμό (Humanismus). Ο λεγόμενος «Τρίτος Ανθρωπισμός» του Γαίγκερ ήταν αντίδραση όχι μόνο στον φιλολογικό αλλά και στον γενικότερο Θετικισμό και Ιστορισμό. Ο Γαίγκερ επιχείρησε να συγκεράσει τον επιστημονικό ανθρωπισμό των φιλολόγων και τον ανθρωπισμό των ποιητών και φιλοσόφων. Ωστόσο ήταν υποχρεωμένος να κρατήσει σε απόσταση τόσο τους άγονους εκπροσώπους της τυπολατρικής και αφιλοσόφητης φιλολογίας όσο και τους αισθαντικούς οπαδούς του λεγόμενου κύκλου του ποιητή Στέφαν Γκεόργκε (Stefan George), που για χάρη μιας νιτσεϊκής "καλλιτεχνικής επιστήμης" υποτιμούσαν την "κριτική επιστήμη". Νηφαλιότερες αποτιμήσεις της μεταπολεμικής κριτικής γ. ι τη σημασία του Γαίγκερ μπορούν να συνοψιστούν στις ακόλουθες γραμμές: Ο Γαίγκερ είδε τον αρχαίο ελληνισμό από την ο- πτική γωνία της παιδείας, ολίσθησε στον "παμπαιδαγωγισμό" και έτσι τίμησε το ελληνικό πνεύμα όχι για τις λογικές και τις καλλιτεχνικές πραγματώσεις του καθαυτές, αλλά σαν δάσκαλο του "ελληνοκεντρικού πολιτιστικού κύκλου". Με τον Τρίτο Ανθρωπισμό του ο Γαίγκερ εξήγησε ολόκληρο τον αρχαίο κόσμο πλατωνικά και έτσι τού στέρησε τα γνωρίσματα του ρεαλιστικού και του τραγικού, που είχαν επισημάνει με επίμονες έρευνές τους πολλοί μεγάλοι ελληνιστές, από τον Γιάκομπ Μπούρκχαρντ* (J. Burckhardt) ως τον Βιλαμόβιτς. Βιβλιογρ.: I. Καλιτσουνάκης, Επιμνημόσυνοι λέξεις εις 264

265 Γαληνός Werner Jaeger, "Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών", 36, (1961).- Κ. Βουρβέρης, Ο ελληνικός ανθρωπισμός κατά τον Werner Jaeger, Αθήνα, J. Η. Finley, Werner Jaeger, Gymnasium 69 (1962).- W. Schadewaktt, Gedenkrede aut Werner Jaeger, Berlin, Ε. Ν. Ρούσσος Γάιος από την Πέργαμο (περ μ.χ.). Πλατωνικός φιλόσοφος, "σχολάρχης" της Ακαδημίας και δάσκαλος του Αλβίνου*. Ως ερμηνευτής της πλατωνικής φιλοσοφώ" ς, ο Γάιος διατύπωσε την άποψη ότι ο Πλάτων διδάσκει σε άλλα σημεία του συγγραφικού έργου του "επιστημονικώς" και σε άλλα "εικοτολογικώς", δηλαδή ότι εκθέτει τις ιδέες του αλλού άμεσα και θετικά και αλλού έμμεσα, με αλληγορίες και υπαινιγμούς. Έτσι ο Γάιος έκανε αισθητή την ανάγκη να μεθοδεύει ο ερμηνευτής του πλατωνικού έργου τη μελέτη του ανάλογα με την περίπτωση και να μην επιμένει σε ένα ενιαίο κριτήριο. Με αυτό τον τρόπο ο Γάιος ανταποκρίθηκε ταυτόχρονα και στην τάση της εποχής του να αιτιολογεί πλατωνικά τον σύγχρονό της προβληματισμό, α- ναζητώντας στο έργο του Πλάτωνα, έστω και "σπερματικά", τις ιδέες του φιλοσοφικού προβληματισμού των ρωμαϊκών χρόνων. Στη θεωρία της αρετής ο Γάιος αποδέχτηκε τη στωική "οικείωσιν" του ανθρώπου με τον εαυτό του, βέβαια με τον όρο ότι αυτή η έννοια ε- ντάσσεται στη γενικότερη "σμοίωσιν θεώ", που κατά το πλατωνικό κριτήριο είναι ο τελικός σκοπός των πράξεων. Με αυτή τη θέση του ο Γάιος έγινε ένας από τους προδρόμους του Πλωτίνου", ο οποίος οικοδόμησε ολόκληρη την ηθική του ακριβώς πάνω στην αρχή "ομοίωσις θεώ". Ο Γάιος άσκησε ευρύτερη επίδραση σε πλατωνικούς και νεοπλατωνικούς κύκλους. Επιδράσεις του έχουν επισημανθεί στα έργα του Αλβίνου, του Απουλήιου*, του Πλωτίνου, του Πορφύριου", του Πρόκλου* κ.ά. Ε. Ν. Ρούσσος Γαλανός Δημήτριος (Αθήνα, Μπεναρές, 1833). Σοφός Έλληνας ινδολόγος, ο μόνος ξένος που έγινε δεκτός στην τάξη των Βραχμάνων. Μετά τις σπουδές του στην Ελλάδα (Αθήνα, Μεσολόγγι, Πάτμο) πήγε στην Κωνσταντινούπολη, από όπου ήλθε στην Καλκούτα για να διδάξει την ελληνική γλώσσα στα παιδιά του εκεί Έλληνα εμπόρου Κ. Πανταζή. Εδώ συμπληρώνει και ο ίδιος τη μόρφωσή του (μαθαίνει τη σανσκριτική, περσική, αγγλική κ.ά. γλώσσες), αποκτά σημαντική περιουσία και αναδεικνύεται σε σημαντικό παράγοντα της ελληνικής κοινότητας. Κατόπιν αναχωρεί για την ιερή πόλη των Ινδιών, το Μπεναρές, για να εμβαθύνει περισσότερο στη σοφία των ιερών κειμένων του Βραχμανισμού' τότε έγινε Βραχμάνος, χωρίς να απομακρυνθεί ούτε στο ελάχιστο από τη χριστιανική του πίστη, κάτι άλλωστε το απόλυτα κατανοητό για όσους γνωρίζουν βαθύτερα τα πράγματα. Ο Δ. Γαλανός πέθανε ξαφνικά στο Μπεναρές, ενώ ετοιμαζόταν να επιστρέψει στην Ελλάδα, και τάφηκε στο εκεί αγγλικό νεκροταφείο. Το μεταφραστικό του έργο από τη σανσκριτική στην ελληνική είναι τεράστιο' με αυτό ήθελε να κάνει γνωστή στους Έλληνες, αλλά και στους άλλους Ευρωπαίους, την ινδουϊστική σοφία. Τα χειρόγραφά του ε κληροδότησε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών από αυτά έχουν εκδοθεί επτά τόμοι, που περιλαμβάνουν μεταφράσεις και συνόψεις βραχμανικών κειμένων, ενώ το μεγαλύτερο μέρος τους παραμένει ανέκδοτο. Ας σημειωθεί, τέλος, ότι ο Γαλανός ενδιαφερόταν σε όλη του τη ζωή για τα ελληνικά πράγματα, έκανε πολλές δωρεές σε ιδρύματα και με τη διαθήκη του διέθεσε τη μισή του περιουσία για την ανέγερση του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ε. Χ. Γαληνός Κλαύδιος (Claudius Galenus) (Πέργαμος, Ρώμη, 199 μ.χ.). Ελληνικής καταγωγής Ρωμαίος γιατρός και φιλόσοφος, η δεύτερη μετά τον Ιπποκράτη* αυθεντία στον δίδυμο αυτό επιστημονικό χώρο. Ο Γαληνός έχοντας για ίνδαλμά του τον Ιπποκράτη, οδηγήθηκε στην πεποίθηση "Οτι ο άριστος ιατρός και φιλόσοφος", όπως τιτλοφορεί και ένα σύγγραμμά του, όπου επικαλείται ως μεγάλο παράδειγμα τον Ιπποκράτη και υποστηρίζει την αναγκαιότητα ιατρικής και γενικής φιλοσοφικής μόρφωσης. Αυτή η πίστη του διαπότισε και τα πολυάριθμα έργα του. Έντονα και άμεσα όμως αποτυπωμένη βρίσκεται στην πραγματεία του Περί Ιπποκράτους και Πλάτωνος δογμάτων, όπου προσπάθησε να συμβιβάσει τα ιατρικά διδάγματα της ιπποκρατικής Σχολής με την πλατωνική φιλοσοφία, καθώς και στο έργο του Φιλόσοφος Ιστορία, που είναι εγχειρίδιο για τους σπουδαστές της ιατρικής. Η ιδέα αυτή της ταυτότητας της ιατρικής και της φιλοσοφίας επέδρασε αποφασιστικά στην πορεία που ακολούθησε η ευρωπαϊκή ιατρική 265

266 Γαλιλαίος μέχρι την Αναγέννηση, γεγονός που μαρτυρεί και ο σύνθετος τίτλος του "ιατροφιλόσοφου" που υπήρξε κυρίαρχος για αρκετούς αιώνες στην Ευρώπη. Στις φιλοσοφικές του απόψεις ο Γαληνός εμφανίζεται εκλεκτικός. Στη λογική, φυσική και μεταφυσική ακολουθεί τον Αριστοτέλη*. Στις μονοθεϊστικές του ιδέες, την ταύτιση δηλ. του θεού με τον ανώτατο νου, ακολουθεί τον Πλάτωνα* και τους Στωικούς*, ενώ αποκρούει τον Επίκουρο* και τον σκεπτικισμό*. Από τα συγγράμματά του γίνεται επίσης φανερό ότι τελικά ασπάστηκε τον Χριστιανισμό. Ο Γαληνός υπήρξε πολυγραφότατος. Τα συγγράμματά του υπολογίζονται σε επτακόσια περίπου. Από αυτά τα 115 είναι φιλοσοφικού περιεχομένου, σώθηκαν όμως μόνο τρία. Μερικά από τα έργα του από την ελληνική γλώσσα, στην οποία έγραφε, μεταφράστηκαν στην αραβική, τη συριακή, την εβραϊκή και τη λατινική. Εκδοση των απάντων του: Opera omnia, ed Κ. G. Kuhn, v Lipsiae Βιβλιογρ.: Bowersock G. W. Greek sophists in the Roman Empire, Oxl Albin Lesky, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, σελ Απ. Τζαφερόπουλος Γαλιλαίος (Πίζα, Αρτσέτρι, 1642). Ο πατέρας της νεότερης επιστήμης. Παραμέλησε τις σπουδές του στην ιατρική για να αφιερωθεί στη μαθηματική και φυσική επιστήμη. Το 15Θ3 ανακαλύπτει τον νόμο του ισοχρονισμού της ταλάντωσης, ενώ το 1586 εφευρίσκει τον υ- δροστατικό ζυγό για τη μέτρηση του ειδικού βάρους των σωμάτων. Καταλαμβάνει, το 1589, την έδρα των Μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο (Studium) της Πάντοβα, εγκαινιάζοντας μια περίοδο γόνιμης δραστηριότητας και συσφίγγοντας σχέσεις με τους πνευματικούς και πολιτιστικούς κύκλους της Βενετίας. Η κατασκευή του τηλεσκοπίου (1609) του επέτρεψε να ανακαλύψει τους τέσσερις δορυφόρους του Δία, να μελετήσει τις ηλιακές κηλίδες, να παρατηρήσει τους δακτυλίους του Κρόνου και την ύ- παρξη των φάσεων της Αφροδίτης. Οι ανακαλύψεις αυτές, που επιβεβαιώνουν αποφασιστικά την ισχύ της κοπερνίκειας θεωρίας, οδήγησαν τον Γαλιλαίο στο να αποδοθεί κυριολεκτικά σε μία εκστρατεία διάδοσης του έργου του. Είχε στο μεταξύ επιστρέψει στην Τοσκάνη, το 1610, με τον τίτλο του πρώτου μαθηματικού και φιλοσόφου του Μεγάλου Δούκα Κόζιμου Β'. Το 1611, σε μία πρώτη συνάντηση με την παπική κουρία, ο Γαλιλαίος εξέθεσε τα αποτελέσματα των ερευνών του και έτυχε εύνοιας και αναγνώρισης. Το επόμενο έτος δημοσιεύει το έργο Discorso intorno alio cose che stanno su I'acqua (Λόγος σχετικός με τα αντικείμενα που επιπλέουν στο νερό) και το Istoria e dimostrazione intorno alia macchie solari (Ιστορία και α- ποδεικτική γύρω από τις ηλιακές κηλίδες). Ωστόσο ορισμένες επιστολές του γύρω από τη σχέση επιστήμης και πίστης, που γράφτηκαν ανάμεσα στο 1613 και 1615, προκαλούν την παρέμβαση της Αγίας Έδρας, η οποία καταδικάζει ως αιρετικές τις κοπερνίκειες θέσεις και απαγορεύει στον Γαλιλαίο την υιοθέτηση τους. Ο φιλόσοφος όμως δεν εγκαταλείπει τον αγώνα του: με αφορμή την πολεμική που είχε προκαλέσει η εμφάνιση τριών κομητών, παίρνει αποφασιστικά θέση κατά του έργου Libra astronomica ac philosophica (Αστρονομική και φιλοσοφική ισορροπία) του Ιησουίτη Orazio Grassi. Γεννιέται έτσι το έργο II Saggiatore (1623), κείμενο που χαρακτηρίζεται από έντονο αντιαριστοτελικό και αντιδογματικό πνεύμα. Από το 1624 ως το 1630 ο Γαλιλαίος αφιερώθηκε στη συγγραφή του έργου Dialogo sopra i due massimi sistemi del mondo, Toiemaico e Copernicano (Διάλογος πάνω στα δύο μέγιστα κοσμικά συστήματα, Πτολεμαικό και Κοπερνίκειο), έργο που είδε το φως το Οι επιπτώσεις δεν άργησαν να φανούν. Λίγους μήνες αργότερα το βιβλίο κατασχέθηκε και ζητήθηκε από τον Γαλιλαίο να μεταβεί στη Ρώμη. Η δίκη που ακολούθησε (1633) έκλεισε με την καταδίκη του φιλοσόφου, που πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του σε απομόνωση. Η φιλοσοφική θεώρηση του Γαλιλαίου δίνει τη χαριστική βολή στην αρχή της αριστοτελικής αυθεντίας βάζοντας τα θεμέλια της νέας επιστημονικής έρευνας. Η φιλοσοφία, νοούμενη ως θέαση του κόσμου, αποβάλλει τα μεταφυσικά της στοιχεία, καθίσταται μέθοδος αποτελεσματική, ενώ το πείραμα ανάγεται σε μέσο επαλήθευσης για την προσέγγιση της αλήθειας. Τα μαθηματικά αποκτούν αξία καθολικής μεθόδου, από τη στιγμή που η χρήση συμβατικών σημείων είναι σε θέση να δώσει τη μόνη δυνατή λογική εξήγηση των φαινομένων. Για να αποφύγει συγχύσεις, ο Γαλιλαίος αφήνει α- νοιχτό το πρόβλημα της πίστης, η αποτελεσματικότητα της οποίας βρίσκεται πέρα από μαθηματικές αποδείξεις. Ο επαναστατικός, ω- στόσο, χαρακτήρας της φιλοσοφίας του Γαλιλαίου δεν μπορούσε να αποφύγει τη σύγκρουση με την Καθολική Εκκλησία και την αριστο- 266

267 γάμος τελική παράδοση, που κυριαρχούσε στα πανεπιστήμια και υπερασπιζόταν τα πρότυπα της παλαιάς επιστήμης και της μεσαιωνικής λογικής. Για να προστατεύσει την αυτονομία της ε- πιστημονικής έρευνας από πιθανές εκκλησιαστικές επεμβάσεις και για να αποφύγει το στίγμα του αιρετικού, ο Γαλιλαίος υποστήριξε την αλληγορική αξία των Γραφών, η σημασία των οποίων δεν ερχόταν έτσι σε αντίθεση με την κοπερνίκεια θεώρηση. Τα έργα του Γαλιλαίου δεν αποτελούν ξηρές επιστημονικές πραγματείες, αλλά θεμελιώνονται στη βάση μιας συμπαγούς λογοτεχνικής παραγωγής, ι- κανής να συλλάβει και να διαδώσει τα νέα μηνύματα. Δέκτες τους δεν είναι μόνο οι επιστήμονες αλλά και το ευρύτερο καλλιεργημένο κοινό, που είναι σε θέση να συντελέσει σε αυτή τη διάδοση. Βιβλιογρ.: Geymonat Α.: Galileo Galilei. Einaudi. Torino Rossi P.: Aspetti delta rivoluzione scientilica. Morano. Napoli Αθαν. Νάτσης γάμος. Θεσμός με κοινωνική και νομική διάσταση, του οποίου αφετηρία είναι σχετική τελετή θρησκευτικού ή πολιτικού χαρακτήρα. Ο γάμος, ο οποίος ρυθμίζεται από εθιμικούς και νομικούς κανόνες, είναι η απαρχή για τη θεμελίωση του θεσμού της οικογένειας. Παρ' ότι ο γάμος ως θεσμός, με τη μορφή που μας είναι γνωστός, αμφισβητείται σήμερα όσο ποτέ άλλοτε, εντούτοις εξακολουθεί να είναι ο βασικός τρόπος συμβίωσης. Η κυρίαρχη μορφή γάμου στις σημερινές κοινωνίες είναι η μονογαμία. Είναι όμως λάθος να θεωρούμε πως η μονογαμία απαντάται σε όλες τις εποχές και σε όλες τις κοινωνίες με ενιαία μορφή ή ότι ο γάμος προηγείται πάντα της α- πόκτησης παιδιών. Κάθε κοινωνία θεσπίζει πάντα εκείνους τους θεσμούς, κατά συνέπεια και τη μορφή γάμου, που εξυπηρετούν συγκεκριμένους σκοπούς σε μια συγκεκριμένη στιγμή της ιστορικής της εξέλιξης. Από την άλλη πλευρά πρέπει να επισημανθεί το γεγονός ότι ο γάμος (ανεξάρτητα με ποια μορφή) απετέλεσε τον άξονα της κοινωνικής οργάνωσης σχεδόν όλων των λαών, χωρίς ε- ξαίρεση και των "πρωτόγονων". Κι αυτό, γιατί κάθε φυλή διέκρινε τα μέλη της σε συγγενείς διάφορων κατηγοριών, από τους οποίους κάποιους μπορούσε κανείς να "παντρευτεί" και άλλους όχι. Ο Morgan (Μόργκαν*) θεωρούσε πως οι όροι που οι αρχαϊκές φυλές που μελέτησε χρησιμοποιούσαν, προκειμένου να προσδιορίσουν αυτές τις διαφορετικές κατηγορίες συγγενών, αντικατόπτριζαν πιθανές βιολογικές σχέσεις που αντιστοιχούσαν σε διαφορετικές μορφές γάμου. Ξεκινώντας από αυτόν το συλλογισμό, ο Morgan καταλήγει στο συμπέρασμα ότι την αρχική αιμομεικτική σχέση που χαρακτήριζε τις πρώτες γενετήσιες ενώσεις είχαν διαδεχθεί τέσσερα είδη γάμων και αντίστοιχες μορφές οικογένειας: - "αιματοσυγγενικός γάμος" ή σιματοσυγγενική οικογένεια. Πρόκειται για \ -μο μεταξύ α- δελφών ή εξαδέλφων, που επήλθε μετά την α- παγόρευση της γενετήσιας ένωσης μεταξύ γονιών και παιδιών. - "πουναλουανός γάμος" ή πουναλουανή οικογένεια, με κύριο χαρακτηριστικό της την απαγόρευση της γενετήσιας ένωσης μεταξύ αδελφών. - "ζευγαρωτός γάμος" ή ζευγαρωτή οικογένεια, αποτέλεσμα διεύρυνσης της αιμομεικτικής ομάδας και της απαγόρευσης της γενετήσιας ένωσης μεταξύ εξαδέλφων. - "μονογαμία" ή μονογαμική οικογένεια, που εμφανίζεται με τον πολιτισμό. Ο Morgan αποδίδει αυτή τη συρρίκνωση του κύκλου των ατόμων της φυλής που κανείς επιτρεπόταν να παντρευτεί σε παράγοντες περισσότερο βιολογικούς. Αντίθετα, ο Friedrich Engels (Φρίντριχ Ένγκελς*) αποδίδει αυτή την πορεία προς τη μονογαμία σε συγκεκριμένες οικονομικές - κοινωνικές συνθήκες και ειδικότερα στην παραγωγή και αναπαραγωγή των όρων ζωής. Η μονογαμία, σύμφωνα με τον Engels, είναι απόρροια της εμφάνισης της ατομικής ιδιοκτησίας και ειδικότερα του καθεστώτος ιδιοκτησίας του άνδρα τόσο στα μέσα παραγωγής όσο και στις γυναίκες και τα παιδιά. Ο γάμος λύεται με τον θάνατο ενός εκ των δύο συζύγων ή με το διαζύγιο. Τα ποσοστά διαζυγίων είναι συνάρτηση διαφόρων παραγόντων, όπως η φιλελευθεροποίηση της νομοθεσίας περί διαζυγίων, η επιρροή των πολιτισμικών και ιδιαίτερα των θρησκευτικών αντιλήψεων στη λήψη μιας τέτοιας απόφασης, η εξάλειψη των διαφόρων ταμπού γύρω από το θέμα, η κοινωνική θέση των συζύγων, η επαγγελματική τους δραστηριότητα, η ηλικία σύναψης πρώτου γάμου (υψηλά ποσοστά διαζυγίων σε νεαρά ζευγάρια), το μορφωτικό επίπεδο των συζύγων, η διάρκεια του γάμου (συχνότερα διαζύγια τα πρώτα χρόνια του γάμου). Βιβλιογρ.: Engels F Der Ursprung der Fami/ie des Privateigentums und des Slaales ( Η καταγωγή της οικογένειας. της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους). 267

268 γεγονός Dietz Vertag, Berlin, Μουσούρου Α., Κοινωνιολογία της σύγχρονης οικογένειας, εκδ. Gutenberg, Μισέλ Α., Κοινωνιολογία της οικογένειας και του γόμου. εκδ. Gutenberg, Ράσσελ Μ.. Γόμος και ηθική, εκδ. Αρσενίδης, Χρ. Νόβα - Καλτσούνη γεγονός. Γραμματικά ο όρος δηλώνει κάτι που είναι τελειωμένο, τεκμηριωμένο, αληθινό και διαπιστώαιμο. Στην καθημερινή γλώσσα συχνά το "γεγονός" αντιδιαστέλλεται προς ό,τι είναι υποθετικό, ανεξακρίβωτο, απλά προσδοκώμενο. Με το παραπάνω νόημα το γεγονός θεωρείται μέρος της αντικειμενικής πραγματικότητας, είναι "πραγματικό γεγονός". "Επιστημονικό γεγονός" ονομάζεται η νοητή αντανάκλαση ή εγγραφή του αντικειμενικού / πραγματικού γεγονότος στη συνείδηση του παρατηρητή και έπειτα η γλωσσική έκφρασή του με όρους μιας ορισμένης γλώσσας. Η πτώση διαφόρων αντικειμένων από κάποιο ύψος προς το έδαφος (π.χ. των καρυδιών μιας καρυδιάς προς το έδαφος) είναι πραγματικά γεγονότα. Οτι όλα τα σώματα που βρίσκονται στο πεδίο έλξης της γης όταν αφεθούν στο κενό πέφτουν με κατεύθυνση προς το κέντρο της γης είναι μία επιστημονική γενίκευση (που αγκαλιάζει όσα πραγματικά γεγονότα έχουν συντελεστεί και όσα αναμένονται κατά φυσική αναγκαιότητα να συμβουν), που γίνεται δεκτή ως επιστημονικό γεγονός. Για "κοινωνικά γεγονότα" (όχι απλές ατομικές πράξεις μέσα στην κοινωνία) κάνουν λόγο όσοι αποδέχονται ότι οι επί μέρους ατομικές πράξεις αποτελούν στην ουσία έκφραση της κοινωνικά διαμορφωμένης συνείδησης και συμπεριφοράς των ατόμων ως δρώντων προσώπων. Κοινωνικά γεγονότα είναι οι θεσμοί (εκπαιδευτικοί, οικονομικοί, πολιτικοί και άλλοι), που διαμορφώνονται ως αθροιστικό αποτέλεσμα της επινοητικής δραστηριότητας των ατόμων, τα οποία επιδιώκουν ικανοποίηση των α- ναγκών ή των συμφερόντων τους μέσα στα πλαίσια της κοινωνίας όπου ζουν, και των ποικίλων αλληλεπιδράσεων που συντελούνται μέσα σ' αυτή την κοινωνία. Σύμφωνα με αυτή την παραδοχή τα άτομα συνδημιουργούν τους θεσμούς (κοινωνικά γεγονότα) και οι ατομικές προσωπικότητες διαμορφώνονται μέσα στους θεσμούς και κάτω από την επίδρασή τους. Και τα "ιστορικά γεγονότα" είναι αποτέλεσμα συλλογικής δράσης των ατόμων που συνεργάζονται, συνειδητά ή όχι, ρητά ή σιωπηρά, για την προώθηση σκοπών που υπηρετούν (κατά προσδοκία ή ελπίδα ή και κατά πλανημένη προσδοκία) το συλλογικό σώμα. Συλλογικής δράσης αποτέλεσμα είναι τα ιστορικά γεγονότα, ακόμη και αν φαίνονται ως προσωπικές πρωτοβουλίες κάποιου ατόμου, του ηγέτη. Η πρωτοβουλία του τελευταίου δεν βρίσκει οπαδούς και συνεργάτες για να γίνει δράση, αν δεν εκφράζει τις ρητές ή μύχιες επιδιώξεις τους. Η κύρια ικανότητα του ηγέτη είναι να διαβλέπει το ζητούμενο από κείνους που επιχειρεί να κινήσει σε δράση (δεύτερη ικανότητα να διοχετεύει τον δυναμισμό τους σε δράση). Ετσι δημιουργούνται τα ιστορικά γεγονότα, συλλογικής ανθρώπινης δραστηριότητας επιτεύγματα. Για τα γεγονότα όλων των κατηγοριών η επιστημονική περιγραφή και ανάλυση περιλαμβάνει κάποια κοινά στοιχεία: (α) τόπο, χρόνο, περιστάσεις, όπου αυτά εμφανίζονται, (β) δρώντα πρόσωπα ή δυνάμεις που τα προκαλούν, (γ) αίτια ή ανάγκες ή κίνητρα που προκαλούν τη δράση, (δ) ορατά και εξακριβωμένα αποτελέσματα (ή και προσδοκώμενα), (ε) αξιολόγηση των δυνάμεων που δρουν ή των προθέσεων, (στ) αξιολόγηση των αποτελεσμάτων και (ζ) προσπάθεια διατύπωσης γενικεύσεων ή νόμων που διέπουν την εμφάνιση και πορεία των γεγονότων κάθε φορά που αυτά συντελούνται. Φ. Κ. Βώρος Γέλλιος (Gellius) Αύλος (2ος αι. μ.χ.). Ρωμαίος λόγιος, που ήρθε στην Αθήνα στα χρόνια του Δημήτριου του Φαληρέα* και γνωρίστηκε με τους εκεί φιλοσόφους. Είναι γνωστός κυρίως ως συγγραφέας του έργου Atticae noctes (= Αττικαί νύκτες), που αποτελεί πηγή πληροφοριών για την αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Ε. Χ. Γέμινος ο Ρόδιος (περ π.χ.). Στωικός φιλόσοφος, μαθηματικός και αστρονόμος, μαθητής του Ποσειδώνιου* στη σχολή του στη Ρόδο. Εγραψε Εισαγωγή εις τα φαινόμενα, Επιτομή της Ποσειδωνίου Μετεωρολογικών ε- ξηγήσεως και Περί της των μαθημάτων τάξεως, που ίσως αποτελεί μέρος του γενικότερου έργου του Μαθημάτων θεωρία, μιας εγκυκλοπαίδειας των Μαθηματικών σε έξι βιβλία. Από τα έργα του Γέμινου σώζονται η Εισαγωγή α- κέραιη και τα άλλα σε αποσπάσματα στα ελληνικά και στα αραβικά, που είναι μετάφραση χαμένων ελληνικών κειμένων. Στο έργο του ο Γέ- 268

269 γενετική μέθοδος μινος ακολούθησε όχι μόνο τον Ποσειδώνιο αλλό και τη γενικότερη μαθηματική και αστρονομική παράδοση, που είχε αρχίσει από τον Εύδοξο* τον Κνίδιο. Ο Γέμινος, συμμεριζόμενος τις θέσεις του Ποσειδώνιου, πήρε μέρος και στη διαμάχη ανάμεσα στους αυστηρούς μαθηματικούς και στους "σκεπτικούς" Ακαδημαϊκούς* και Επικούρειους* για τη λογική θεμελίωση των Μαθηματικών κατά το υπόδειγμα του Ευκλείδη*. Ε. Ν. Ρούσσος Γεμιστός Γεώργιος, βλ. Πλήθων. γενεά. 1. Στη Δημογραφία αποδίδεται με τον όρο γενεά η διαφορά (απόσταση) μεταξύ του χρόνου γέννησης των γονιών και των παιδιών. Δηλαδή, μεταξύ γιαγιάς και εγγονής παρεμβάλλονται δύο γενεές (γιαγιά - κόρη - εγγονή). Η απόσταση αυτή δεν προσδιορίζεται με απόλυτη ακρίβεια, αλλά κατά προσέγγιση. Η διάρκεια της γενεάς δεν υπολονίζεται σε κάθε εποχή και κάθε κοινωνία με ενιαίο τρόπο, με α- ποτέλεσμα αυτή να αναφέρεται κατά περίπτωση σε μια περίοδο 20 ή 30 χρόνων ή και σε ο- λόκληρο τον κύκλο ζωής ενός ανθρώπου. 2. Στην Κοινωνιολογία αποδίδεται με τον όρο γενεά εκείνη η ομάδα του πληθυσμού, η οποία είναι λίγο πολύ ομοιογενής από άποψη στάσεων, προσανατολισμών και προτύπων συμπεριφοράς, που τη διαχωρίζουν σαφώς από τις προηγούμενες ή τις επόμενες γενεές. Ετσι, γίνεται λόγος για γενιά της αντίστασης, γενιά του 114, γενιά του Πολυτεχνείου κ.λπ. Στον χρονικό προσδιορισμό της γενιάς κοινωνιολογικά παρατηρούνται διακυμάνσεις ανάλογα με τον ορισμό της γενιάς δημογραφικά - στατιστικά. Συνυφασμένες με την έννοια της γενεάς είναι οι όροι "χάσμα γενεών" ή "σύγκρουση γενεών", με τους οποίους αποδίδεται συνήθως η διαφορά αντιλήψεων ή η ένταση μεταξύ ενηλίκων και εφήβων. Πρόκειται για φαινόμενα που δεν έχουν τις ρίζες τους στη Βιολογία (διαταραχές στην εφηβεία), αλλά σε καθαρά κοινωνικούς και πολιτισμικούς παράγοντες. Τόσο η μορφή όσο η έκταση και ο τρόπος που εκφράζονται αυτές οι διαφοροποιήσεις ή οι συγκρούσεις εξαρτώνται από τις συνθήκες (χρόνος, προϋποθέσεις κ.λπ.) κάτω από τις οποίες οι κοινωνίες παραχωρούν στα νέα μέλη τους μια θέση ενήλικα. Η "σύγκρουση γενεών" αποτελεί δείκτη του τρόπου που είναι συγκροτημένες και λειτουργούν οι κοινωνίες, καθώς και στοιχεία του ρυθμού εξέλιξής τους. Χρ. Νόβα Καλτσούνη γένεση. Η πράξη της γέννησης, η έναρξη, η εν τω χρόνω εμφάνιση όντων, γεγονότων ή φαινομένων, που την ακολουθεί μια διαδικασία ε- ξέλιξης (γένεση, αλλαγή - μεταβολή, φθορά) γενικότερα, η μετάβαση από το μη εκδεδηλωμένο στην εκδήλωση. Όρος με ευρύ περιεχόμενο που αναφέρεται στη βιολογία, στη γνωσιολογία και τη μεθοδολογία των επιστημών γενικά, στην ψυχολογία, στην κοινωνιολογία, στη λογική, στη γλωσσολογία και στην πολιτική οικονομία επίσης και στη φιλοσοφία και θρησκειολογία, όπου ευθύς εξ αρχής συνδέθηκε, κυρίως, με το πρόβλημα της αρχής και της δημιουργίας του κόσμου (βλ. και λ. γενετική μέθοδος). Ε. Χ. γένεση αυτόματη, βλ. αυτόματη γένεση. «Γένεσις». Το πρώτο βιβλίο της Πεντατεύχου του Μωυσή στην Παλαιά Διαθήκη, που αναφέρεται στη δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου από τον θεό. Εννοείται ότι στα εδώ διαλαμβανόμενα θα πρέπει να αποδοθεί η συμβολική τους σημασία, για να ερμηνευθούν και κατανοηθούν ορθά. Ε. Χ. γενετική μέθοδος. Μέθοδος γνωστικής προσέγγισης, μελέτης και έρευνας που αποβλέπει στην ανεύρεση / διαπίστωση της προέλευσης / γένεσης των αντικειμένων με τα οποία ασχολείται μια επιστήμη και στην παραπέρα εξέλιξη / διαμόρφωσή τους σε σχέση με την αρχή / πηγή παραγωγής τους. Μια πρώτη και υποτυπώδη χρήση αυτής της μεθόδου παρατηρούμε στις μυθολογίες των αρχαίων λαών, όπου η γένεση του κόσμου αποδίδεται στον θεό ή στους θεούς. Οι αρχαίοι Ελληνες φιλόσοφοι, ο καθένας διαφορετικά, προσπαθούν να προσδιορίσουν την αρχή της δημιουργίας της ύπαρξης: ο Θαλής* δέχεται το "ύδωρ", ο Αναξαγόρας* τον "Νου", ο Αναξίμανδρος* το "άπειρον", ο Αναξιμένης* τον "αέρα", ο Πυθαγόρας* τον "αριθμό", οι ατομικοί (Λεύκιππος*, Δημόκριτος*) τα "άτομα", ο Ηράκλειτος* το "πυρ", ο Πλάτων* τις "ιδέες", ο Αριστοτέλης* το "κινούν ακίνητον" κ.λπ. Στους νεότερους χρόνους (τέλη 18ου - αρχές 19ου αι.) η μέθοδος παίρνει 269

270 γενετική πορεία συγκεκριμένη μορφή κσι εφαρμόζεται σε καθορισμένες περιοχές της γνώσης: κατά την κοσμολογική υπόθεση του Καντ*, οι "ιδέες", δηλαδή οι προσδιοριστικές έννοιες της ενότητας των καθορισμένων φαινομένων, παράγονται από τον "λόγο" - ο Δαρβίνος* διατυπώνει τη γνωστή θεωρία του για την καταγωγή των ειδών ο Χέγκελ* (Φαινομενολογία του πνεύματος, 1807) θεωρεί όλο τον πνευματικό πολιτισμό της ανθρωπότητας ως νομοτελειακή ανάπτυξη και βαθμιαία εκδήλωση του "παγκόσμιου πνεύματος". Σταδιακά, η γενετική μέθοδος ε- φαρμόζεται από πολλές επιστήμες, ιδιαίτερα από εκείνες που ασχολούνται με διαδικασίες ανάπτυξης: έτσι, η Βιολογία, με τον κλάδο της "Γενετικής" (που αντικατέστησε τον στενότερο όρο "Κληρονομικότητα"), προσπαθεί να α- νακαλύψει τα αίτια της κληρονομικότητας των βιολογικών χαρακτηριστικών, τον τρόπο μεταβίβασης και την υλική της βάση (με πρόσθετο πρακτικό σκοπό τη δυνατότητα βελτίωσης φυτών, ζώων) στην ψυχολογία, τα ψυχικά φαινόμενα και οι εκδηλώσεις αποδίδονται στο "ασυνείδητο" (Φρόυντ*) ή στο "σύμπλεγμα ατέλειας" και στην "τάση για αυτοεπιβεβαίωση" (Αντλερ*) ή στο "ομαδικό ασυνείδητο" και τα "αρχέτυπά" του (Γιουνγκ*). Ακόμη, δημιουργούνται νέοι κλάδοι επιστημών, όπως η γενετική ψυχολογία, η γενετική κοινωνιολογία και, στη φιλοσοφία, η γενετική φαινομενολογία. Η γενετική μέθοδος, που από τη φύση της σχετίζεται με τη "διαχρονικότητα" συνάντησε (από τα τέλη του 19ου αι.) την αντίδραση της δομικής (στρουκτουραλιστικής) και λειτουργικής μεθόδου (βλ. λ. δομή, στρουκτουραλισμός, δομολειτουργική ανάλυση, λειτουργική σχολή), που διακρίνονται για τη "συγχρονικότητά" τους, όπως π.χ. στην περίπτωση της "συγχρονικής" και "διαχρονικής" γλωσσολογίας, σύμφωνα με τη διάκριση του Φερντινάν ντε Σωσσύρ. Σήμερα επιδιώκεται ο συνδυασμός αυτών των δύο μεθόδων μελέτης, της δομολειτουργικής - συγχρονικής και της γενετικής - διαχρονικής, κάτι που όχι μόνο έχει προβάλει ως αίτημα αλλά και την έχει εφαρμόσει ο μαρξισμός, και συγκεκριμένα ο ίδιος ο Κ. Μαρξ* αναλύοντας την αστική οικονομία στα βασικά του έργα Το Κεφάλαιο' και Οι θεωρίες της υπεραξίας. Βιβλιογρ.: Μαρξ Κ.. Το Κεφάλαιο, στο "Μαρξ Κ. και Ενγκελς Φ.. Απαντα", τ. 23. Μόσχα - του ίδιου, Οι θεωρίες της υπεραξίας, ό.π., τ Μπόλντουιν Τζ. Μ., Σκέψη και πράγματα. Μια μελέτη της ανάπτυξης και της έννοιας της σκέψης ή της γενετικής λογικής, τ. 1-3, Λονδίνο Ε. Χ. γενετική πορεία, βλ. εξέλιξη ή εξελικτική ρεία. γενετικός δομισμός, βλ. δομισμός γενετικός. γενετικός ορισμός. Ορισμός που αναφέρεται στη γένεση / δημιουργία ενός πράγματος ή στον τρόπο παραγωγής του. Ε. Χ. γενίκευση (λατ. generalisation Η, σε νοητικό ε- πίπεδο, μετάβαση από το ειδικό στο γενικό ή από το λιγότερο γενικό στο περισσότερο γενικό. Η μετάβαση αυτή είναι δυνατόν να έχει εννοιολογικό ή προτασιακό χαρακτήρα. Στην πρώτη περίπτωση μεταβαίνει κανείς νοητικά (πιθανώς μέσω διαδικασιών αφαίρεσης, που α- ναγκαία έχουν επαγωγικό χαρακτήρα) από ε- πιμέρους γεγονότα ή αντικείμενα σε έννοιες. Επίσης είναι δυνατόν να μεταβαίνει από λιγότερο γενικές σε περισσότερο γενικές έννοιες. Στη δεύτερη περίπτωση η μετάβαση γίνεται από ένα σύνολο εμπειρικών ή λιγότερο γενικών προτάσεων σε μία, αντίστοιχα, γενική ή περισσότερο γενική πρόταση. Αν η γενίκευση λαμβάνει χώρα ως ανακάλυψη κάποιας κοινής ιδιότητας αντικειμένων, που ανήκουν σε ένα απροσδιορίστου μεγέθους σύνολο, μετά από πεπερασμένη και μη εξαντλούσα το σύνολο δειγματοληψία, τότε αυτή ονομάζεται επαγωγική γενίκευση. Σε μια τέτοια περίπτωση τα ε- πιμέρους αντικείμενα είναι συνήθως εμπειρικά. Αν η γενίκευση λαμβάνει χώρα ως διαπίστωση ιδιότητας νοητικού αντικειμένου, τότε ονομάζεται λογική. Παράδειγμα μιας τέτοιας γενίκευσης θα μπορούσε να είναι η έννοια του τριγώνου ως αποσπασθείσα γενικευτικά από την έννοια του ισόπλευρου τριγώνου. Η τριγωνικότητα, σε μια τέτοια περίπτωση, είναι λογικό χαρακτηριστικό του ισόπλευρου τριγώνου και δεν συσχετίζεται με το πλήθος ή τις διαδικασίες ελέγχου, ως προς την τριγωνικότητα, όλων των επιμέρους τριγώνων. Η διαδικασία της γενίκευσης αποτελεί βασικό μεθοδολογικό εργαλείο κατασκευής γενικών προτάσεων ή θεωριών, το πληροφοριακό περιεχόμενο των οποίων είναι δυνατόν να ποικίλλει. Τέλος, η διαδικασία της γενίκευσης συνδέεται, κατά την οικοδόμηση του θεωρητικού μέρους της γνώσης, με τις διαδικασίες της αφαίρεσης, της επαγωγής, της ανάλυσης και της σύνθεσης, της μεταφοράς, της αναλογίας κ.λπ. Διον. Αναπολιτάνος 270

271 Γεννάδιος γενικό. Πρόκειται για μια έννοια ή οντολογική κατάσταση, στην οποία υπάγονται ή ε- μπεριέχονται ορισμένες άλλες μερικότερες, που εξειδικεύουν το σχετικά καθολικό περιεχόμενό της. Επί καθαρά γνωσιολογικού επιπέδου αποτελεί, επίσης, το προϊόν μιας αφαιρετικής διαδικασίας της νόησης, η οποία ταξινομεί τις ιδιότητες των όντων σε γενικότερες λογικές ενότητες. Εδώ η αφετηρία βρίσκεται στον εντοπισμό των κοινών στοιχείων, τα οποία είναι εκφραστικά του βαθμού της οντολογικής επικοινωνίας ή της λογικής συγγένειας που υπάρχει ανάμεσα σε ορισμένα ή σε όλα τα όντα. Γι' αυτό αποκλείονται κατά τη διαδικασία αυτή τα επουσιώδη και συμπτωματικά γνωρίσματα, που αποτελούν εκφράσεις του τρόπου και του βαθμού της διαφοράς και της υποστατικής ιδιαιτερότητας. Το κάθε γενικό ι- δίωμα μπορεί να εκληφθεί είτε ως κατηγορούμενο των υποκειμένων είτε ως εγγενές φυσικό στοιχείο τους. Το ζήτημα αυτό συνδέεται με το κατά πόσον τα γενικά έχουν αντικειμενική ύπαρξη ως "καθόλου" ανεξάρτητα από τα επιμέρους ή αποτελούν απλώς a posteriori λογικά προϊόντα. Μια συμβιβαστική μετριοπαθής εκδοχή θα τα όριζε ως υπάρχοντα καταρχάς μ" έναν αυτόνομο τρόπο σ" ένα υπερεμπειρικό ε- πίπεδο, ακολούθως ως ενυπάρχοντα στα επιμέρους όντα και τέλος ως καθιστάμενα θεωρητικό περιεχόμενο της σκέψης. Κατά τον Ηράκλειτο", το γενικό δεν δηλώνει απλώς ένα ι- δίωμα σε ταυτότητα με τον εαυτό του, αλλά κυρίως την αντιθετικότητα που υπάρχει μέσα στα πράγματα. Πρόκειται για τη διαλεκτική λογική, που εξετάζει τον κόσμο και τη γνωστική προσέγγισή του σύμφωνα με τη δυναμική λειτουργία τους. Αντίθετα, από τον Παρμενίδη* αντιμετωπίζεται υπό το πρίσμα της τυπικής λογικής και εκλαμβάνεται ως μια μόνιμη κατάσταση που είναι απαλλαγμένη από κάθε αντίθεση. Ο Πλάτων*, επί οντολογικού επιπέδου, υποστηρίζει ότι είναι η αναλλοίωτη ουσία των όντων. Επί γνωσιολογικού, θεωρεί ότι ως αφετηρία του έχει το εμπειρικό υλικό που κομίζουν οι αισθήσεις, το οποίο κατόπιν λογικής επεξεργασίας εντάσσεται σε εννοιακά σχήματα από - αν.,'" ρες νοητικές λειτουργίες. Κατά τον οτοτέλη*, είναι ο γενικότερος κοινός προσ- 5ι<;ρισμός που μπορεί να αποδοθεί κατηγοριακά σε πολλά και διαφορετικά κατά το είδος όντα, η διαμόρφωση του, όμως, είναι προϊόν της λογικής διεργασίας και γι" αυτό δεν μπορούμε να δεχθούμε την a priori ύπαρξή του. Ανεξάρτητα, ωστόσο, από τις εκδοχές υπό τις οποίες αντιμετωπίζεται, το γενικό αποτελεί δυνατότητα, ως συνεκτικός λογικός τύπος, για τη γνωστική προσέγγιση της πραγματικότητας. Χρ. Τερέζης γενικό πλαίσιο. Πρόκειται για την ενότητα ή την καθολικότητα εκείνη που, διαθέτουσα συνεκτικότητα, λειτουργικότητα και εσωτερική νομοτέλεια, προσδίδει ένα νόημα στα μέρη της διαφορετικό από εκείνο που θα κατείχαν ή κατά την αυτόνομη παρουσία τους ή ε- νταγμένα σ' ένα άλλο πλαίσιο. Ως σύστημα σχέσεων ανταποκρίνεται περισσότερο από το επιμέρους στην πολυπτυχότητα του αντικειμενικού κόσμου και γι' αυτό διαθέτει επιστημολογική νομιμότητα. Μπορεί να αποτελέσει κριτήριο για την επαληθευσιμότητα ή τη διαψευσιμότητα μιας απόφανσης και λειτουργεί ως πεδίο αναφοράς. Περιορίζει αισθητά την αυθαιρεσία και την ανακρίβεια και οριοθετεί μια περιοχή του υπαρκτού ή της επιστημονικής έ- ρευνας τόσο ως προς την παρουσία της όσο και ως προς τη λειτουργία της. Υπό κάποιους όρους, αποτελεί κάτι αντίστοιχο προς τη θεωρία. Χρ. Τερέζης Γεννάδιος ή Σχολάριος Γεώργιος (Κων/πολη, Σέρρες, 1472). Θεολόγος, φιλόσοφος, φιλόλογος και νομικός. Διετέλεσε Πατριάρχης Κων/πόλεως, ο πρώτος μετά την άλωση. Υπήρξε μαθητής του Γεωργίου Γεμιστού ή Πλήθωνα* και του μητροπολίτη Εφέσου Μάρκου Ευγενικού*. Ως φιλόσοφος ήταν φανατικός οπαδός του αριστοτελισμού* και αδιάλλακτος ε- χθρός της πλατωνικής φιλοσοφίας - γι" αυτό και ήλθε σε ρήξη με τον δάσκαλά του Πλήθωνα. Ο Γεννάδιος υπήρξε πολυγραφότατος. Το σύνολο των έργων του εκδόθηκε σε οκτώ τόμους από τους L. Petit, Χ. Α. Siderides και Μ. Juje με τίτλο Γεωργίου Σχολαρίου. Απαντα τα ευρισκόμενα, Παρίσι, Το φιλοσοφικό του έργο περιλαμβάνεται στους τόμους IV (πολεμικά έργα κατά του Πλήθωνα κ.ά.), V (μεταφράσεις από τα λατινικά και σχόλια σχολαστικών φιλοσόφων και μάλιστα του κορυφαίου αυτών Θωμά Ακινάτη*), VII (σχόλια στα έργα του Αριστοτέλη) και VIII (φιλοσοφικά έργα). Συγκεκριμένοι τίτλοι είναι: Κατά Πλήθωνος αποριών επ' Αριστοτέλει Υπόμνημα εις την Εισαγωγήν του Πορφυρίου Υπόμνημα εις τα 271

272 γένος περί λογικής έργα του Αριστοτέλους Απ. Τζ. γένος, βλ. είδος και γένος. κ.λπ. Γερμανός Α', ο Ομολογητής ( ). Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης ( ), υπέρμαχος της εικονολατρίας, αναγκάστηκε από τον εικονοκλάστη αυτοκράτορα Λέοντα Γ τον Ισαυρο σε παραίτηση (730), ενώ η σύνοδος των εικονομάχων επισκόπων στην Ιέρεια τον αναθεμάτισε (754). Η αποκατάσταση της μνήμης του έγινε από την Τ Οικουμενική Σύνοδο Νικαίας (787) με επαίνους για την αγιότητα του βίου του, την ορθοδοξία της διδασκαλίας του και για τα συγγράμματά του, με τα οποία καταπολέμησε τους αιρετικούς. Εγραψε λόγους, πραγματείες και δογματικές επιστολές, που περιέχονται στον 98ο τόμο της Ελληνικής Πατρολογίας του Migne. Τα κυριότερα από τα έργα του που σώθηκαν είναι: Περί αιρέσεων και Συνόδων, όπου αναφέρει τον αριθμό, τον χρόνο και τον σκοπό για τον οποίο συγκλήθηκαν Περί όρου ζωής, μακρός διάλογος, σχετικός με την ενάρετη ζωή και με τελικό συμπέρασμα ότι μετά τον θάνατο υπάρχει δικαίωση Ιστορία Εκκλησιαστική και μυστική θεωρία, δηλαδή περί ιερού ναού, των συμβόλων του και περί της τέλεσης των αγίων μυστηρίων. Υπήρξε επίσης και πολυγράφος εκκλησιαστικός ποιητής. Στην ποίησή του κυριαρχεί απαλό θρησκευτικό συναίσθημα και κρυπτόμενο μεταφυσικό βάθος. Απ. Τζ. γεωγραφική σχολή. Μία από τις κατευθύνσεις της κοινωνιολογίας και της κοινωνικής φιλοσοφίας, η οποία θεωρεί ως κύριο παράγοντα ή ως αφετηρία της ανάλυσης της κοινωνίας το φυσικό γεωγραφικό περιβάλλον (κλίμα, μορφολογία του εδάφους, χλωρίδα, πανίδα κ.λπ.). Ακραία μορφή της είναι η μηχανιστική γεωγραφική αιτιοκρατία (ντετερμινισμός). Οι πρώτες ιδέες τέτοιου τύπου απαντώνται στην αρχαιότητα (Ιπποκράτης*, Ηρόδοτος', Πολύβιος'). Διάφορες μορφές μηχανιστικής αναγωγής (βλ. αναγωγισμός) των κοινωνικών, ψυχολογικών, πολιτισμικών κ.λπ. φαινομένων στους φυσικούς παράγοντες του εξωτερικού περιβάλλοντος παρατηρούνται στην εποχή της ανόδου της κεφαλαιοκρατίας (φυσιοκράτες*, Μοντεσκιέ*, Τυργκό*) ως αντίλογος στις μυθολογικές και μυστικιστικές ερμηνείες της ιστορίας. Κατά τους 18ο-19ο αι. ορισμένοι στοχαστές (π.χ. Γκ. Μποκλ, Λ. I. Μέτσνικοφ, κ.ά.) απέδιδαν μεγάλο ρόλο στους γεωγραφικούς παράγοντες κατά τη διαμόρφωση των πρώτων μορφών πολιτισμού. Στη σύγχρονη κοινωνιολογία παρατηρούνται δύο τάσεις συγγενείς με τη γεωγραφική σχολή: 1) Η «πολιτική γεωγραφία» και η γεωπολιτική*, όπου προτάσσεται ο χωρικός προσδιορισμός της ανάπτυξης των πολιτικών δομών, και συχνά η αναγκαιότητα πολιτικού επεκτατισμού κρατών για την προσάρτηση και τον έλεγχο «ζωτικού χώρου»" σε συνδυασμό με τον ρατσισμό* η τάση αυτή αποτέλεσε ιδεολόγημα της επιθετικότητας του φασισμού* και γενικότερα του ιμπεριαλισμού (π.χ. Κ. Χαουσχόφερ, Φ. Ράτζελ, Ρ. Κιελέν, Ρ. Τσέλλεν, Χ. Μακίντερ, Α. Τ. Μάχαν, Α. Γκουμιλιόφ κ.ά.). 2) Η σχολή κοινωνικής γεωγραφίας της Γαλλίας και της Ολλανδίας (Φ. Λε Πλέι, Ε. Ντεμολέν, Π. Βιντάλ ντε λα Μπλας, Λ. Φέβρ κ.ά.), οι οποίοι ανέλυσαν την επίδραση της ανθρώπινης' δραστηριότητας στο περιβάλλον. Απ" εδώ προέρχεται η μετέπειτα "κοινωνιογεωγοαφία" και η "κοινωνική οικολογία" (βλ. επίσης τα λήμματα: γεωγραφικό περιβάλλον, άνθρωπος, κοινωνία και τη βιβλιογραφία σε αυτά). Βιβλιογρ.: Huntington Ε., Civilisation and climate, Oxford, Febvre L. et Batallon L., La tene et I' Evolution humaine,paris, Moraz6 Ch., Esse/ sur la civilisation d'ocddent.t. 1, L'Homme, Paris,, KemerR. J., The urge to sea. The course ol Russian history, Berkley - Los Angeles, M. Sorre, Rencontres de la G6ographie et de la Sodologie, M. Riviere, Paris Δ. Πατέλης γεωγραφικό περιβάλλον. To σύνολο των αντικειμένων και των φαινομένων της φύσης, δηλαδή το έδαφος (με τη διαμόρφωσή του, το πλαίσιο που το περιβάλλει και τη στρωματογραφία του), το κλίμα (θερμότητα, ψύχος, βροχές, υδάτινοι πόροι, άνεμοι, ηλιοφάνεια) και ο φυτικός και ζωικός κόσμος, τα οποία σε κάποιο ορισμένο ιστορικό στάδιο συμμετέχουν στη διαδικασία της παραγωγής και αποτελούν αναγκαίο όρο για την ύπαρξη και ανάπτυξη της ανθρώπινης κοινωνίας. Ο γεωγραφικός τύπος μιας περιοχής του πλανήτη μας καθορίζει και τον τύπο ζωής ο οποίος επικρατεί σ' αυτήν, και ως εκ τούτου επιδρά στη διαμόρφωση και την ανάπτυξη των ανθρώπινων κοινωνιών. Διαφορετικός λ.χ. είναι ο τρόπος, η ποιότητα και οι συνθήκες ζωής των λαών που κατοικούν στη λεκάνη της Μεσογείου από των λαών που κατοικούν στις χώρες των μουσώνων (Ινδία 272

273 γεωκεντρισμός κ.λπ.). Η επίδραση αυτή δεν περιορίζεται μόνο στον υλικό βίο, αλλό επεκτείνεται και στη διαμόρφωση του κοινωνικού και πολιτιστικού βίου των ανθρώπων. ΓΓ αυτό και η σχέση γεωγραφικού περιβάλλοντος και ανθρώπου απετέλεσε ανέκαθεν αντικείμενο μελέτης της κοινωνιολογίας και η γνωστή ως Γεωγραφική Σχολή* θεωρεί τη σχέση αυτή ως την κύρια αιτία που καθορίζει την ανάπτυξη της ιστορίας. Αντίθετος προς την άποψη αυτή υπήρξε ο μαρξισμός*, ο οποίος ως κύρια δύναμη ανάπτυξης της κοινωνίας θεωρεί όχι το γεωγραφικό περιβάλλον, αλλά τον τρόπο παραγωγής και την εργασία. Τους δύο αυτούς παράγοντες τους προβάλλει ως κύριους όρους ανταλλαγής της ύλης ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση. Για τον μαρξισμό το γεωγραφικό περιβάλλον δεν είναι παρά το πεδίο εργασίας, η φυσική βάση της εργασιακής δραστηριότητας του ανθρώπου, η φυσική προϋπόθεση της υλικής παραγωγής. Σήμερα γίνεται παραδεκτό ότι όχι μόνον ο άνθρωπος επηρεάζεται από το γεωγραφικό περιβάλλον, αλλά και ο ίδιος, με τη δυναμική του παρουσία και επέμβαση, επηρεάζει το περιβάλλον του αυτό. Η σχέση γεωγραφικού περιβάλλοντος και ανθρώπου στον σύγχρονο ιδίως κόσμο έχει αλλάξει ριζικά περιεχόμενο κάτω από την επίδραση της επιστημονικοτεχνικής προόδου. Παλαιότερα η ανθρώπινη δύναμη ήταν μικρότερη από τη δύναμη της φύσης και οι φυσικές πηγές ξεπερνούσαν κατά πολύ τις δυνατότητες της κοινωνίας για την αξιοποίησή τους. Σήμερα όμως η κατανάλωση ενέργειας και φυσικών υλών έχουν εξισωθεί με τα αποθέματά τους στη γη και ολόκληρος ο πλανήτης φέρει σαφή τα ίχνη της διάβασης του ανθρώπου και της ισχύος του. Η κατασκευή δρόμων, εργοστασίων, λιμένων, μεταλλείων κ.λπ. έχει επιφέρει μεταβολές στην όψη της γης, ενώ η βελτίωση των μηχανικών μέσων εκμετάλλευσης των πλουτοπαραγωγικών πηγών για την α- ντιμετώπιση των διαρκώς αυξανόμενων καταναλωτικών αναγκών, που έχει σχέση και με τον παρατηρούμενο υπερπληθυσμό, αυξάνει επικίνδυνα τη ρύπανση του περιβάλλοντος. Οι παράγοντες αυτοί ασκούν αρνητική επίδραση στους μηχανισμούς αυτορρύθμισης της φύσης και ανατρέπουν την ισορροπία στη σχέση άνθρωπος - γεωγραφικό περιβάλλον. Η ορθολογική λοιπόν αντιμετώπιση του φαινομένου α- ποτελεί ένα από τα επείγοντα και ζωτικής σημασίας προβλήματα, που απαιτούν άμεση λύση. ΓΓ αυτό η προστασία του περιβάλλοντος έχει κινητοποιήσει όχι μόνο τα κράτη, αλλά και τους διεθνείς οργανισμούς, ενώ η ευαισθητοποίηση του κοινού καλλιεργείται συστηματικά στις σύγχρονες κοινωνίες, με στόχο την επίτευξη ισορροπίας ανάμεσα στις φυσικές και ανθρώπινες δυνάμεις, που συναντιούνται και διαμορφώνουν μέσα στον χώρο και τον χρόνο το γεωγραφικό περιβάλλον. Απ. Τζαφερόπουλος γεωκεντρισμός. Αστρονομική και φιλοσοφική περί κόσμου θεωρία. Διδάσκει ότι όλος ο ουράνιος θόλος, με τον ΤΗλιο, τη Σελήνη, τους πλανήτες και τα άλλα άστρα, περιστρέφεται γύρω από ένα σταθερό και μοναδικό κέντρο, τη Γη. Η θεωρία αυτή, που απλώς επεκτείνει παλαιότερες γεωκεντρικές αντιλήψεις, διαμορφώθηκε σε σύστημα από τον Κλαύδιο Πτολεμαίο (2ος μ.χ. αι.) και με την επικράτηση της έριξε στη λήθη, μέχρι τον 16ο αι., την αντίπαλη θεωρία περί ηλιοκεντρικού συστήματος, την οποία υποστήριξαν πολλοί και σημαντικοί αστρονόμοι και φιλόσοφοι της ελληνικής αρχαιότητας, όπως οι Αναξίμανδρος*, Φιλόλαος*, Αριστοτέλης*, Πλάτων*, ο Στράβων και, κυρίως, ο Αρίσταρχος ο Σάμιος. Στο σύστημά του, που είναι γνωστό ως "Πτολεμαίκό", ο Κλαύδιος, προσπαθώντας να υποστηρίξει μαθηματικά τις θεωρίες του, διατείνεται ότι οι πλανήτες ακολουθούν στην κίνησή τους αυστηρά ισόμετρες κυκλικές τροχιές, τους "επίκυκλους" όπως τους ονόμασε, ενώ τα κέντρα αυτών διαγράφουν άλλες, επίσης κυκλικές τροχιές, τους "επίκεντρους κύκλους". Το σύστημα του Κλαυδίου το συνέχιζαν και το συμπλήρωναν οι μετέπειτα αστρονόμοι και φιλόσοφοι, για να στηρίξουν τη γεωκεντρική υπόθεση, με αποτέλεσμα να κυριαρχήσει αυτό ως τα μέσα του 16ου αι., οπότε εκτοπίστηκε από τον Κοπέρνικο* ( ). Αυτός αναδίφησε τα κείμενα των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων και ιδίως του Αρίσταρχου του Σάμιου (3ος π.χ. αι.), στη θεωρία του οποίου διατυπωνόταν η βασική άποψη ότι κέντρο του κόσμου είναι ο ΤΗλιος και όχι η Γη: "Αρίσταρχος ο Σάμιος υποτίθεται τα μεν απλανέα των άστρων και τον άλιον μένειν ακίνητον, ταν δε Γαν περιφέρεσθαι περί τον άλιον κατά κύκλου περιφέρειαν, ος εστίν εν μέσω τω δρόμω κείμενος" (Αρχιμήδη ΨαμμΙτης). Με βάση την θεμελιακή αυτή άποψη ο Κοπέρνικος εμφάνισε σε σύγγραμμά του το ηλιοκεντρικό σύστημα ως δική του ανακάλυψη και κατόρθωσε να το επιβάλλει και να ανα- Φ.Λ., Α

274 γεωπολιτική τρέψει θεωρίες που είχαν ζωή πολλών αιώνων. Ο γεωκεντρισμός είχε και τη φιλοσοφική του διάσταση. Αποτέλεσε τη βασική αρχή της κοσμολογίας του χριστιανισμού και συνδέθηκε με την αντίληψη ότι ο άνθρωπος κατέχει κεντρική θέση και παίζει έναν ιδιαίτερο ρόλο στο σύμπαν (ανθρωποκεντρισμός). Αντίληψη που ενισχύθηκε από το αστρονομικό σύστημα του Πτολεμαίου, που εντελώς συμπτωματικά συνέπεσε χρονικά με την ανάπτυξη και διάδοση της νέας θρησκείας. Κατά τη χριστιανική αντίληψη, εφόσον η Γη αποτελεί το κέντρο του κόσμου, τότε και ο άνθρωπος, που η Γραφή τον ανακηρύσσει κύριο της Γης, πρέπει να τοποθετηθεί στο κέντρο του κόσμου. Την εξαιρετική του αυτή θέση ο άνθρωπος την έχασε με την ε- πικράτηση της θεωρίας του Κοπέρνικου. Μια θεωρία που συγκλόνισε την καθολική Εκκλησία, διότι αχρήστευε τελείως την ανθρωποκεντρική της διδασκαλία. Γι' αυτό και αποκήρυξε το κοπερνίκειο σύστημα, μόλις αυτό εμφανίστηκε. Και ο μεν Κοπέρνικος πρόφθασε να πεθάνει, χωρίς να διωχθεί. Οι δύο συνεχιστές του όμως, ο Γαλιλαίος* ( ) και ο Τζιορντάνο Μπρούνο* ( ), διώχτηκαν από την καθολική Εκκλησία, η οποία είχε θέσει στο μεταξύ σε λειτουργία τον μηχανισμό της "Ιερής Εξέτασης". Ο Γαλιλαίος αποκήρυξε τη θεωρία και σώθηκε, αλλά ο Μπρούνο καταδικάστηκε σε θάνατο, κάηκε επάνω στην πυρά, η στάχτη του σκορπίστηκε και το όνομά του αναθεματίστηκε. Με την πάροδο του χρόνου και την πίεση της επιστήμης, με την οποία συμμάχησε και η αναπτυσσόμενη τεχνολογία, η Εκκλησία υποχρεώθηκε κι αυτή να εγκαταλείψει τον γεωκεντρισμό και να συμφιλιωθεί με τον ηλιοκεντρισμό, αναπροσαρμόζοντας κατά κάποιον τρόπο και τις αρχικές κοσμολογικές α- ντιλήψεις της. Απ. Τζαφερόπουλος γεωπολιτική, θεωρία που αναπτύχθηκε κατεξοχήν κατά τον Μεσοπόλεμο με ιδεολογικά σπέρματα στη γερμανική φιλοσοφική παράδοση και στη Γερμανική Ιστορική Σχολή. Στηρίζεται στην ιδέα ότι η κοινωνία αποτελεί έναν φυσικό ζωντανό οργανισμό του οποίου η ανάπτυξη καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από το γεωγραφικό και φυσικό περιβάλλον. ΓΓ αυτό και συνδέεται με τον μαλθουσιανισμό και τον κοινωνικό δαρβινισμό*. Ο όρος αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Rudolf ΚοθΙΙθπ στο βιβλίο του The State as an Organisme (1903) και θα γίνει αργότερα το επίσημο δόγμα του γερμανικού φασισμού χάρη στον στρατηγό Καρλ Χαουσχόφερ (Κ. Haushofer), ιδρυτή και διευθυντή ( ) του χιτλερικού περιοδικού "Zeitschrift fur Geopolitik". Σύμφωνα με τις επιταγές της γεωπολιτικής, γεωγραφική θέση, φυσικά σύνορα και "ζωτικός χώρος" (που παραπέμπει στη γνωστή χιτλερική πολιτική του "Lebensraum") συνιστούν τους καθοριστικούς παράγοντες διακυβέρνησης μιας κοινωνίας. Με αυτό τον τρόπο, το κοινωνικό ανάγεται σε βιολογικό και κατ" επέκταση σε πρόβλημα τεχνοκρατικής οργάνωσης, για την οποία υπεύθυνη αναδεικνύεται πλέον η κυβερνητική επιστήμη. Στην Ελλάδα, η Μικρασιατική Καταστροφή και ο υφέρπων λαϊκισμός της νατουραλιστικής στροφής οδηγούν σε μια υιοθέτηση της γεωπολιτικής από τον γερμανοτραφέντα Κ. Σ. Σφυρή, του οποίου η πανεπιστημιακή διδασκαλία βρίθει υπεραπλουστεύσεων με τον υπερτονισμό του γεωγραφικού παράγοντα και την ε- ξαφάνιση του κοινωνικού. Ο Π. Παμπούκης, κατά τη μεταξική δικτατορία, θα κάνει άμεση α- ναφορά τόσο στο μουσολινικό "Mare nostra", όταν θα αποκαλέσει το Αιγαίο "η Μεσόγειός μας", όσο και στο χιτλερικό "Blut und Boden" (Αίμα και Έδαφος), όταν θα χαρακτηρίσει ως ουτοπιστές τους Κ. Σοκόλη και I. Δραγούμη, οι οποίοι, κατά τη γνώμη του, είχαν παραμελήσει στις θεωρίες τους τα δύο κυρίαρχα αυτά οργα νωτικά, για την πολιτική ζωή των λαών, στοιχεία υπερτονίζοντας το πνευματικό. ΓΓ αυτόν, η φύση είναι το κατεξοχήν ενεργό στοιχείο το οποίο επιδρά πάνω στον άνθρωπο. Και όπως παρατηρεί ο Κώστας Βεργόπουλος στο βιβλίο του Εθνισμός και οικονομική ανάπτυξη, η γεωπολιτική δεν άφησε αδιάφορους και τους έλληνες αγροτιστές, ενώ ο ηγέτης τους I. Σόφια νόπουλος συνδύασε τα γεωπολιτικά και τεχνι κά κριτήρια με την αταξική σύλληψη της κοι νωνίας, μιας κοινωνίας, κατ' αυτόν, πειθαρχη μένης από το Κράτος. Δημ. Τσατσούλης Γεώργιος Τρσπεζούντιος (Ηράκλειο Κρήτης 1395/6 - Ρώμη, 1484). Σπούδασε τα λατινικί στη Βενετία, δίδαξε σε πολλές ιταλικές πόλεκ και καταγινόταν με την αντιγραφή χειρογρά φων. Μετάφρασε στα λατινικά αρχαίους Έλλη νες συγγραφείς, δώδεκα έργα συνολικά, μετα ξύ των οποίων και τους Νόμους' του Πλάτωνα* Ήταν αριστοτελικός και οι επιθέσεις του κατί του Πλάτωνα ήταν βίαιες, όπως στο γραμμέν( 274

275 στη λατινική έργο του Comparatio Platonis et Aristotelis. Έγραψε δεκατέσσερις πραγματείες στη λατινική (Rhetorics, Dialectics κ.ά). Έργα του στην ελληνική: Περί της αληθείας της των Χριστιανών πίστεως Περί ειρήνης Χριστιανών Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος κ.ά. ε. χ. Γεωργούλης Κωνσταντίνος (1894, Καλαμάτα , Αθήνα), ιλόλογος και φιλόσοφος. Σπούδασε φιλολογία, παιδαγωγικά και φιλοσοφία στην Αθήνα και μετεκπαιδεύτηκε ( ) στη Γερμανία. Σταδιοδρόμησε ως φιλόλογος στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση έφτασε ως το βαθμό του γενικού επιθεωρητή πριν από το Και για 22 χρόνια ( ) διεύθυνε το Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης, δηλαδή το μοναδικό τότε σχολείο επιμόρφωσης των λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης. Εκεί πραγματικά έβαλε τη σφραγίδα της προσωπικότητάς του με την εργατικότητα και την ευρυμάθειά του, ανεξάρτητα από το ότι επικρίθηκε ότι επέβαλε εκεί ένα διδακτικό φορμαλισμό περασμένης εποχής. Ο Γεωργούλης άρχισε τη σταδιοδρομία του ως φορέας προοδευτικών α- ντιλήψεων και την τερμάτισε ως κύριος εκφραστής της συντηρητικής εκπαιδευτικής πολιτικής, μέσα στο κλίμα έντονης αντιδικίας που εκδηλώθηκε με την Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση του 1964 (κύριος φορέας της ο Ε. Παπανούτσος). Η πνευματική αυτή πορεία του Γεωργούλη φαίνεται και στη γλωσσική έκφραση των έργων του - μεταφράζει λογουχάρη, την Πολιτεία" του Πλάτωνα* στη δημοτική (1939), αλλά γράφει σε καθαρεύουσα την Ιστορία της Ελληνικής Φιλοσοφίας (ένα από τα τελευταία έργα του, που εκδόθηκε ύστερα από το θάνατό του, το 1975). Χωρίς να είναι κατά κύριο έργο φιλόσοφος, ο Γεωργούλης ασχολήθηκε με τη φιλοσοφία και πολύ και γόνιμα. Συγκεκριμένα: 1) Μετέφρασε σημαντικά φιλοσοφικά έργα της ελληνικής αρχαιότητας (του Αριστοτέλη* τα Φυσικά" και τα Μετά τα Φυσικά". του Πλάτωνα την Πολιτεία). 2) Εκλαΐκευσε για το ελληνικό κοινό σύγχρονα φιλοσοφικά ρεύματα, με τρόπο εύληπτο και κατανοητό (τα σχετικά κείμενά του έχουν εκδοθεί σε ενιαίο βιβλίο με τίτλο: Σύγχρονοι φιλοσοφικοί κατευθύνσεις). 3) Έγραψε δύο αξιόλογα συνθετικά έργα: Αριστοτέλης ο Σταγειρίτης (1962) και Ιστορία της Ελληνικής Φιλοσοφίας (καλύπτει την αρχαία και τη βυζαντινή εποχή, εκδόθηκε ύστερα από το θάνατο του Γιακόμπι συγγραφέα, το 1975). Η σημασία αυτών των δύο συγγραφών μπορεί να εκτιμηθεί αν λάβουμε υπόψη ότι για την ελληνική φιλοσοφία δεν έχουμε ανάλογες συγγραφές από πανεπιστημιακούς δασκάλους (εξαίρεση αποτελούν οι Β. Ν. Τατάκης και Χαρ. Θεοδωρίδης) εκείνη την περίοδο που έδρασε ο Γεωργούλης και προσφεύγουμε και σήμερα σε ξένα συγγράμματα για την ελληνική φιλοσοφία. Φ. Κ. Βώρος γη, βλ. στοιχεία. Γιακόμπι (Jacobi) Φρίντριχ Χάινριχ (Ντύσσελντορφ, Μόναχα, 1819). Γερμανός ιδεαλιστής φιλόσοφος, ένας από τους εκπροσώπους της "φιλοσοφίας της πίστης" και εισηγητής της "φιλοσοφίας του συναισθήματος" (Gefijlsphilosophie). Σπούδασε στη Γενεύη, όπου ήρθε σε επαφή με τις ιδέες του γαλλικού Διαφωτισμού*, ενώ μετά την επιστροφή του στη Γερμανία μελέτησε τον Σπινόζα" και τον Καντ*. Τα πρώτα έργα του φιλοσόφου Η αλληλογραφία του Έντουαρντ Αλβιλς (Eduard Allwills Briefsammlung, ) και Βόλντεμαρ (Woldemar, 1777), σε μορφή επιστολικών μυθιστορημάτων, δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό "Γερμανικός Ερμής" (Der Deutsche Mercur).,Στο φιλοσοφικό του σύστημα ο Γιακόμπι επιχειρεί να συνδυάσει τον ορθολογισμό* με την πίστη. Έτσι, ακολουθώντας τον εμπειριστή Χιουμ*, δέχεται την αλήθεια της πραγματικότητας που μέσω των αισθήσεων αντιλαμβάνεται η συνείδηση. Όμως, το λογικό, η νόηση α- δυνατεί να αποκαλύψει στον άνθρωπο την "άλλη" πραγματικότητα, την υπερβατική, αφού, σε αυτό πλέον το επίπεδο, η γνώση δεν είναι δυνατόν να αποδειχθεί, κάτι που θα ήταν απαίτηση της διάνοιας υπάρχει κάτι που υπόκειται σε κάθε απόδειξη, και αυτό το "κάτι" δεν αποδεικνύεται, αλλά αποκαλύπτεται με την "πίστη" και το "συναίσθημα". Αυτού του είδους η γνώση έχει ως βάση/σημείο εκκίνησης την "άγνοια", όπως η απόδειξη στηρίζεται στο αναπόδεικτο, και είναι, σε αντίθεση με την αγνοούσα γνώση του Καντ*, η "γνωρίζουσα ά- γνοια" σ" αυτές τις αναπόδεικτες αλήθειες συμπεριλαμβάνεται και η γνώση του θεού. Αυτή η α-λογική ή, καλύτερα, υπερ-λογική πίστη έχει στο σύστημα του Γιακόμπι ευρύτατο περιεχόμενο και αναφέρεται τόσο στον αισθητό όσο και στον υπεραισθητό/αιώνιο κόσμο* και σ' αυτόν τον τελευταίο, την πηγή προέλευσής 275

276 Γιάκομησον του, ο άνθρωπος επανέρχεται και απορροφάται βρίσκοντας εδώ την τελική λύτρωση. Το 1785, ο Γιακόμπι με το έργο του Περί της φιλοσοφίας του Σπινόζα,... (Uber die Lehre des Spinoza, in Bricen an den Hern Moses Mendelssohn) επιτίθεται κατά του ορθολογισμού του Σπινόζα προκαλώντας έτσι την επίθεση του Μέντελσον και άλλων Γερμανών εκπροσώπων του Διαφωτισμού, που τον κατηγορούν ως σκοταδιστή' απαντά με το Ο Ντέιβιντ Χιουμ για την πίστη (David Hume Uber den Glauben, oder Idealismus und Realismus, 1787), όπου α- ναφέρεται διεξοδικά στη γνώμη του για την πίστη, που συμφωνεί με αυτήν του Χιουμ στο ίδιο, για την πίστη, θέμα αναφέρεται διεξοδικότερα και το Ο Γιακόμπι προς τον Φίχτε (Jacobi an Fichte, 1799). Η κριτική του Γιακόμπι στράφηκε και κατά του μεγάλου εκπροσώπου του Διαφωτισμού στη Γερμανία Ιμμ. Καντ για τις αντιφάσεις και τον αγνωστικισμό του, κυρίως με το Περί της τόλμης του Κριτικισμού (Uber das Unternehmen der Kritizismus), καθώς και κατά του Σέλλινγκ* (Γι α τα θεία όντα και την αποκάλυψη τους) και του Φίχτε*, όπως είδαμε παραπάνω - πίστευε ότι ο ιδεαλισμός, όπως διαμορφώθηκε από τον Καντ, εξελισσόμενος θα οδηγήσει στον πανθεϊσμό και τον "μηδενισμό". Εξάλλου, στο φιλοσοφικό σύστημα του Γιακόμπι, στη "φιλοσοφία του συναισθήματος και της πίστης", και λόγω ακριβώς του α- νορθολογισμού του, θα βρούμε πολλά χαρακτηριστικά της μετέπειτα "φιλοσοφίας της ζωής"* (Lebensphilosophie) και του υπαρξισμού*. Βιβλιογρ.: Φόυερμπαχ Α., Ιστορία της φιλοσοφίας (στο κεφ. Ό Γιακόμπι και η φιλοσοφία της εποχής του"), τ. 2. Μόσχα, L6vy - Bruhl L La philosophie de F. Jacobi, Parts, Bollnow O. F Die Lebens philosophie F. - H. Jacobis, Stuttg. - Berlin, Baum G., Vemuntt und Erkenntis. Die Philosophie F. - H. Jacobis, Bonn, Ε Χωραφύς Γιάκομησον (Jakobson) Ρόμαν (Μόσχα, 1Θ96 - ΗΠΑ, 1982). Ρώσος φορμαλιστής και κύριος εκπρόσωπος της δομικής γλωσσολογίας. Από πολύ νέος ενδιαφέρθηκε για ποικίλους επιστημονικούς τομείς μεταξύ των οποίων τη ρώσικη λαογραφία και εθνογραφία κάνοντας και επιτόπια έρευνα. Οι θεωρητικές του επιδράσεις προέρχονται κυρίως από το έργο του Φ. ντε Σωσσύρ, τον Χούσσερλ* και τον πρόδρομο της φωνολογίας, τον Μπωντουέν ντε Κουρτεναί. Παρακολούθησε όλα τα πρωτοποριακά καλλιτεχνικά κινήματα (κυβισμό, φουτουρισμό) και υπήρξε στενός φίλος του Μαγιακόφσκι και του Χλιέμπνικοφ. Υπήρξε συνιδρυτής και πρόεδρος του περίφημου Γλωσσολογιού Κύκλου της Μόσχας ( ), ο οποίος έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του ρωσικού φορμαλισμού ενώ, στη συνέχεια, πηγαίνοντας στην Τσεχοσλοβακία θα συμμετάσχει στην ί- δρυση, το 1926, του Γλωσσολογικού Κύκλου της Πράγας, ο οποίος θα επιβιώσει μέχρι τον 2ο Παγκόσμιο πόλεμο. Εχοντας ήδη επεξεργαστεί στην Πράγα την φωνολογική του θεωρία και θέτοντας τη βάση της ιστορικής φωνητικής, ο Γιάκομπσον θα περάσει, μετά την είσοδο των ναζί στην Τσεχοσλοβακία, στις ΗΠΑ, αφού παραμείνει δύο χρόνια στις Σκανδιναύικές χώρες. Στη Νέα Υόρκη θα γνωριστεί με τον Κλωντ Λέβι-Στρως μαζί με τον οποίο θα δημιουργήσουν τον δομισμό*. Η φιλία του με τον γάλλο γλωσσολόγο Εμίλ Μπανβενίστ και η ε- πίδραση των θεωριών του στην εθνολογία και ψυχανάλυση μέσω του Λέβι-Στρως και του Λακάν θα τον κάνουν γνωστό στην Ευρώπη. Στις μελέτες του συγκαταλέγονται εκείνες για τον σλαβικό πολιτισμό, τη μυθολογία και λαογραφία, τη ρώσικη επική παράδοση, όπως και για τις παλαιοσιβηρικές γλώσσες. Σημαντική υπήρξε η συνεισφορά του στην επεξεργασία της μετωνυμίας και μεταφοράς, που συνέδεσε με τις συνταγματικές και παραδειγματικές σχέσεις του λόγου καθώς και με το φαινόμενο της αφασίας. Η επικοινωνία είναι ο άλλος τομέας πάνω στον οποίο ανέπτυξε τη θεωρία του και το επικοινωνιακό σχήμα με τις έξι λειτουργίες εφαρμόζεται πλέον σε όλους τους επικοινωνιακούς τομείς και όχι μόνο στη γλώσσα. Σημαντική επίσης είναι η συμβολή του στη διαμόρφωση της σημειωτικής*. Για την ελληνική ποίηση σημαντική είναι η ανάλυση της συμμετρίας της δομής που έκανε στο καβαφικό ποίημα θυμήσου σώμα... (Grammatical imagery in Cavafy's poem: Θυμήσου σώμα...linguistics, 20, 1966, και Εκηβόλος, 7, 1981, ). Βασική εργογραφία: Poetry of grammar and grammar of poetry, 1981 (Selected Writings III).- Linguistics and Poetics, Sebeok ed 1960, (Γλωσσολογία και ποιητική, Σπείρα, 1, 30-67).- Μαζί με τον Κλ. Λέβι-Στρως: Les Chats de Charles Baudelaire, L' Homme, 2 (1962), To μεγαλύτερο μέρος του έργου του βρίσκεται συγκεντρωμένο στο επτάτομο "Selected Writings". Δημ. Τσατσούλης Γιανγκ Τσου. Αρχαίος Κινέζος φιλόσοφος 276

277 Γιανναράς (440;-360 π.χ.), του οποίου δεν έχει διασωθεί κανένα έργο. Οι ιδέες του είναι γνωστές μόνο από όσα αναφέρουν γι" αυτές μεταγενέστεροι φιλόσοφοι. Έτσι ο Μεγκ-τσε κατηγορεί τον Γιανγκ-Τσου ότι έδινε προτεραιότητα στην ε- γωιστική απομόνωση του ανθρώπου έξω από την κοινωνία και το κράτος, γιατί έλεγε ότι «ούτε μία τρίχα του κεφαλιού του δεν θα έδινε ως αντάλλαγμα για την αυτοκρατορία» και γιατί η φιλοσοφία του συνοψιζόταν στο ρητό «ο καθένας για τον εαυτό του». Αναφορά του Γιανγκ Τσου υπάρχει και στον ταοίστή φιλόσοφο Λιε Τσε ( π.χ.) και συγκεκριμένα στο 7ο κεφάλαιο περί "της αρετής της σεμνότητας και του κενού". Κατά τον Λιε Τσε, ο Γιανγκ Τσου έλεγε ότι η ζωή είναι πολύ σύντομη, συντομότερη μάλιστα αν λάβουμε υπόψη τον χαμένο χρόνο της παιδικής ηλικίας, των ασθενειών, του ύπνου και του γήρατος. ΓΓ αυτό δεν πρέπει να πιστεύουμε τους φιλοσόφους, που μας απαγορεύουν τις μεγαλύτερες απολαύσεις της ζωής. Μια τέτοια ζωή δεν διαφέρει από τη ζωή του φυλακισμένου και του αλυσοδεμένου. Η ευτυχία βρίσκεται στην απόλαυση στα όρια του μέτρου. Οσα λέει ο Λιε Τσε για τον Γιανγκ Τσου δεν απηχούν με βεβαιότητα τη διδασκαλία του, γιατί δεν συμβιβάζονται α- πολύτως με την ταοϊστική φιλοσοφία της οποίας θεωρείται πρόδρομος. Βιβλιογρ.: Fung Yu-lan, A History ol Chinese Philosophy, Princeton University Press, 1952 (Α' τόμ. 133 και τα κεφ. 'Περί Ταοισμού').- Δημ. Βελισσαρόπουλος, Ιστορία της κινεζικής φιλοσοφίας, Δωδώνη, Αθήνα, 1981 (Α' τ. σσ 217-8, 362-9). Δημ. Βελισσαρόπουλος γιανισμός. Ένα μη ορθόδοξο σύστημα της ινδικής σκέψης που υπογραμμίζει με απόλυτο τρόπο την ανάγκη της εφαρμογής της μη βίας (αχίμσα*) και έχει επεξεργαστεί λεπτομερειακούς τρόπους με τους οποίους αποφεύγεται ακόμα και η τυχαία πρόκληση πόνου σε οποιοδήποτε ον, όπως είναι τα μικρόβια, τα έντομα κ.λπ. Ιδρύθηκε από τον Μαχαβίρα, που ήταν σύγχρονος του Βούδα. Οι ρίζες αυτής της στάσης πρέπει να οφείλονται στην απέχθεια απέναντι στις τελετές θυσίας ζώων της βεδικής περιόδου. Υπογραμμίζει την ανάγκη της ισοψυχίας απέναντι σε όλα τα όντα και θεωρείται κατ' εξοχήν θρησκεία της αγάπης και της ευγένειας. Πιστεύει ότι ο ασκητισμός είναι το μόνο μέσο με το οποίο μπορούμε να εξελιχθούμε και να απαλλαγούμε από τις επιβαρύνσεις του κάρμα*. Η έννοια του κάρμα αποκτά εδώ μια ι- διαίτερη σημασία δεδομένου ότι, σύμφωνα με τον Γιανισμό, κάθε κακή πράξη, λόγος ή σκέψη δημιουργούν μια λεπτή μορφή μολυσμένης ύλης, που δεν γίνεται αντιληπτή από τις αισθήσεις μας και που εισχωρεί σε ολόκληρο το σύμπαν. Έτσι η ψυχή, καθώς παγιδεύεται στον υλικό κόσμο, επηρεάζεται από αυτό το κοσμικό αρνητικό κάρμα και επιβάλλεται συνεχής ά- σκηση και προσπάθεια, όχι μόνο για να απαλλαγεί κανείς από αυτό, αλλά έχει και παραπέρα την υποχρέοβση να το μεταλλάξει σε θετικό και φωτεινό. Κάτω από αυτή την επιβάρυνση και τη μόλυνση, η σχολή αυτή θεωρεί ότι η γνώση είναι απατηλή και πολύ σχετική. Η γυναίκα είναι ο μεγαλύτερος πειρασμός και μπορεί να σωθεί, μόνο αν ξαναγεννηθεί ως ά- ντρας. Οι κύριες Γραφές του Γιανισμού είναι τρεις: ο Ιερός Κανόνας (Siddanta), η Ουσία της Αποκάλυψης (Pravacanasara) και οι Αφορισμοί Γενικών Αρχών (Tattvarthadhigamasutra). Υ- πάρχουν δύο περίπου εκατομμύρια Γιανιστές, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην περιοχή της Βομβάης. Έχουν διαμορφωθεί δύο κύριες σχολές και γνωρίζονται από την εμφάνισή τους. Οι "προοδευτικοί", αυτοί με τα άσπρα ράσα (Shvetambara), και οι "ορθόδοξοι", αυτοί που "φορούν τον ουρανό" (Digambara), γιατί πιστεύουν ότι ο ασκητής δεν πρέπει να κατέχει τίποτα, ούτε ακόμη και ρούχα, και κυκλοφορούν γυμνοί. Βιβλιογρ.: Βαο. Βιτσαξής, Ο στοχασμός και η πίστη (Αρχαιότητα - Χριστιανισμός), 2 τ., Εστία, Αθήνα, Δημ. Βελισσαρόπουλος, Ιστορία της ινδικής φιλοσοφίας, Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα, 1992*. Ε. Λιακόπουλος Γιανναράς Αναστάσιος ( ). Καθηγητής της φιλοσοφίας. Γεννήθηκε στη Σύμη της Δωδεκανήσου και μεγάλωσε στο Μεσολόγγι. Σπούδασε φιλολογία στην Αθήνα και φιλοσοφία στο Freiburg της Γερμανίας. Εκεί έγραψε διδακτορική εργασία και από το 1968 ως το 1975 δίδαξε φιλοσοφία, ως υφηγητής πρώτα και ως καθηγητής στη συνέχεια. Το 1975 εκλέχτηκε τακτικός καθηγητής στην έδρα Ιστορίας της Φιλοσοφίας της Φιλοσοφικής σχολής του πανεπιστημίου της Αθήνας. Εκτός από τις δύο κλασικές γλώσσες γνώριζε αγγλική, γαλλική, ιταλική, γερμανική. Στα νεανικά του χρόνια ασχολήθηκε με την ποίηση και έγραψε κριτικά δοκίμια. Επίσης μετέφρασε ποιήματα του Πωλ Βαλερύ. Είχε ιδιαίτερα μελετήσει τον υπαρξισμό* και τη φαινομενολογία*, την αισθητική*, την επι- 277

278 γιανσενισμός στημολογία*. Είχε δημοσιεύσει πολλές εργασίες του στη γερμανική γλώσσα. Μνημονεύουμε μία μόνο ενδεικτική των προτιμήσεων του: Προς τη δικαίωση της αισθητικής. Αφότου ήρθε στη Φιλοσοφική σχολή της Αθήνας διακρίθηκε ως λαμπρός ερμηνευτής φιλοσοφικών κειμένων, που τα προσέγγιζε με γνώση και ευαισθησία. Και παράλληλα δημοσίευε αυτοτελείς εργασίες για τους φοιτητές του. Τα βιβλία του διακρίνονται για τη σαφήνεια και γλαφυρότητα του ύφους. Οι αρετές αυτές προϋποθέτουν γνώση και επίπονη εργασία και ήθος παιδαγωγικό. Και αποκτούν ιδιαίτερη αξία, όταν αυτές οι αρετές (και οι προϋποθέσεις τους) έκδηλα απουσιάζουν από πολλά φιλοσοφικά κείμενα που αποβλέπουν να μεταδώσουν τον φιλοσοφικό στοχασμό στους νέους της χώρας μας. Μερικά από τα τελευταία βιβλία του Α. Γιανναρά είναι: Σύγχρονες κατευθύνσεις της αισθητικής, Εμπειρισμός και Διαφωτισμός, Εισαγωγή στη Φιλοσοφία και τη Φιλοσοφία της Φύσης. Μέρος του έργου του έμεινε ανέκδοτο με τον απρόοπτο όσο και πρόωρο θάνατό του (σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα). Η Φιλοσοφική σχολή της Αθήνας εξέδωσε (το 1981) αφιερωματικό τόμο "Εις Μνήμην Αναστασίου Γιανναρά", όπου και περισσότερα στοιχεία για τη ζωή και το έργο του. Φ. κ. Βώρος γιανσενισμός και ιανσενισμός (Jans6nisme). Θρησκευτικό κίνημα με ανορθόδοξες τάσεις. Εκδηλώθηκε στους κόλπους της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας του 17ου αι. κυρίως στη Γαλλία, τις Κάτω Χώρες και την Ιταλία, και οφειλόταν στον Κορνήλιο Οττο Γιάνσεν (Cornelius Otto Jansen, ). Ο Ολλανδός αυτός θεολόγος και επίσκοπος του Υπρ είχε συγγράψει ένα βιβλίο με τίτλο Augustinus..., στο οποίο ανέπτυξε τις "θεωρίες του Αγίου Αυγουστίνου σχετικά με την ανθρώπινη φύση, την υγεία, τον πόνο και το φάρμακο κατά των Πελαγιανών και των Μασσιλιανών", όπως προσέθετε στον υπότιτλο. Κεντρική θέση στο έργο αυτό κατέχει το πρόβλημα της θείας χάρης και της ελευθερίας του ανθρώπου. Κατά τον Γιάνσεν, η θεία χάρη, η μόνη που παρέχει τη σωτηρία στον άνθρωπο, δεν εξαρτάται καθόλου από τις ενάρετες πράξεις. Παρέχεται ως χαρισματικό δώρο όχι σε όλους τους ανθρώπους, αλλά στους εκλεκτούς, τους οποίους η θεία πρόνοια προόρισε για τη σωτηρία, ενώ οι πολλοί είναι καταδικασμένοι για πάντα στην απώλεια. Η διδασκαλία αυτή θεωρήθηκε ότι περιορίζει το αυτεξούσιο του ανθρώπου και απορρίπτει την παγκοσμιότητα της σωτηρίας και της λύτρωσης, γγ αυτό και προσέκρουσε σε ισχυρές αντιδράσεις καταδικάστηκε από τον Πάπα και πολεμήθηκε από τους Ιησουίτες με σφοδρότητα. Οι οπαδοί όμως του Γιάνσεν συγκρότησαν σύλλογο στη γυναικεία μονή Πορ-Ρουαγιάλ, κοντά στο Παρίσι, και ονομάστηκαν "Γιανσενιστές", εξασφαλίζοντας ισχυρότατους υποστηρικτές, όπως τον Ρακίνα* και προπάντων τον μεγάλο φιλόσοφο και μαθηματικό Πασκάλ*, ο οποίος άσκησε δριμύτατο έλεγχο κατά της διδασκαλίας των Ιησούϊτών με τις περίφημες Επαρχιακές Επιστολές του (1657). Στη Γαλλία τα πράγματα οξύνθηκαν ιδιαίτερα καθώς το κίνημα ερχόταν σε άμεση σύγκρουση τόσο με την παπική εξουσία, όσο και με την απολυταρχική μοναρχία του Ρισελιέ και του Λουδοβίκου ΙΔ', με αποτέλεσμα ο βασιλιάς να κηρύξει διωγμό (1715) κατά των Γιανσενιστών του Πορ-Ρουαγιάλ και ο Πάπας να τους καταδικάσει ως αιρετικούς. Πολλοί Γιανσενιστές τότε, με επικεφαλής τον Αρνώ, διέφυγαν στην Ολλανδία, όπου ίδρυσαν μια γιανσενική κοινότητα κάτω από την προστασία του επισκόπου της Ουτρέχτης, που εξακολουθεί να υπάρχει και σήμερα. Η Εκκλησία αυτή κηρύττει πίστη στον Πάπα, αλλά απορρίπτει ορισμένες δογματικές θέσεις, όπως είναι η άσπιλη σύλληψη της Παρθένου Μαρίας και το αλάθητο του Πάπα. Στην Ουτρέχτη από το 1851 υπάρχει Γιανσενικός επίσκοπος, παράλληλα με τον Καθολικό Αρχιεπίσκοπο. Βιβλιογρ.: Gazier Α., Histoire g6n6rale du mouvement janseniste depuis ses origines jusque A nos jours, t. 1-2, Paris, Cognet L., Le jansenisme, Paris Απ. Τζαφερόπουλος Γιάσπερς (Jaspers) Καρλ. Γερμανός φιλόσοφος. Γεννήθηκε στο Όλντενμπουργκ της Γερμανίας ( ). Σπούδασε Νομικά και Ιατρική. Δίδαξε Ψυχολογία ( ) και φιλοσοφία ( ) στη Χαϊδελβέργη και στη Βασιλεία της Ελβετίας ( ) μέχρι του θανάτου του ( ). Η περίπτωση του Κ. Γιάσπερς ως φιλοσόφου είναι λίαν αξιοπρόσεκτη: ως γιατρός, ασκημένος στο πνεύμα του ιπποκρατικού ορθολογισμού, χρησιμοποίησε την Ιατρική ως υπόβαθρο της Ψυχολογίας και της Φιλοσοφίας, στην οποία κατέληξε ως αυτοδίδακτος μέσα από τη λογική της φύσης και 278

279 Γιάσπερς του σώματος του ανθρώπου. Ως επιστήμονας και ερευνητής εξέλιξε την ψυχιατρική από κλινική εμπειρία (όπως την είχε θεμελιώσει ο Γκ. Στέριγκ το 1900) σε πράξη επιστημονικής έ- ρευνας (Γενική Ψυχοπαθολογία, 1913). Το πρόβλημα: κατά πόσον είναι κατανοητή η ζωή και η δημιουργικότητα του ανθρώπου, οδήγησε τον Γιάσπερς στην Ψυχολογία των κοσμοαντιλήψεων (1919) και στην έρευνα του ρόλου που παίζουν οι πνευματικές ασθένειες στην καλλιτεχνική δημιουργία: Στρίντμπεργκ, Βαν Γκογκ (1922), Σβέντεμποργκ και Χαίλντερλιν (1926). Ετσι η "κατανοούσα Ψυχολογία" του Ντιλτάυ*, όπως την επεξεργάστηκε ο Γιάσπερς, είναι προσπάθεια προς αυγασμό ολόκληρης της ύπαρξης του ανθρώπου μέσα από την επιστημονική γνώση, ώστε να γνωσθούν τα όρια της ψυχής και οι δυνάμεις που την κινούν. Το βιβλίο αυτό πρόσφερε στον Γιάσπερς την ευκαιρία να ασχοληθεί συστηματικά με τη σκέψη του Κίρκεγκωρ* και του Καντ*, όπου διεπίστωσε ότι το "φιλοσοφείν δεν έχει ως δική του καμιά περιοχή δικών του αντικειμένων, αλλά ίσως γίνονται έρευνες με φιλοσοφικό τρόπο επάνω σε επί μέρους αντικείμενα, αν αυτές ωθούν συνειδητά προς τα όρια και τις πηγές της ζωής μας". Ο Γιάσπερς κατά την περιπλάνησή του μέσα στο βασίλειο των στοχαστών αναγνωρίζει την ιστορία της φιλοσοφίας ως κράτος του λόγου, μέσα από το οποίο ομιλούν προς εμάς όλοι οι μεγάλοι στοχαστές κάθε εποχής. Πώς όμως είναι δυνατόν να νοηθεί το Είναι μέσα στην εγκόσμια πραγματικότητα; Ποιο είναι το νόημα και ποια η αποστολή της Επιστήμης; Το ερώτημα τούτο βρίσκεται στο κέντρο της φιλοσοφικής δημιουργίας του Γιάσπερς και τον οδηγεί από τη Φιλοσοφία της Ζωής*, προς την οποία έκλινε αρχικά, σε μια Φιλοσοφία του Είναι (Λόγος και ύπαρξη). Συνεπώς, φιλοσοφείν δεν είναι η μελέτη της σκέψης των μεγάλων στοχαστών, αλλά ο αγώνας του κάθε στοχαστή να βρει τη δική του φιλοσοφία μέσα στην ιστορία της φιλοσοφίας, της οποίας ορίζοντας είναι η οικουμενική ιστορία της φιλοσοφίας. Την πρακτική προσέγγιση της σκέψης άλλων στοχαστών την έδειξε ο Γιάσπερς με την έρευνα των φιλοσοφημάτων σημαντικών στοχαστών: Μαξ Βέμπερ (1932), Νίτσε (1936), Καρτέσιος (1937), Νίτσε και Χριστιανισμός (1947 ), Ο Λεονάρδο ως φιλόσοφος (1953), Σέλλινγκ (1955), Νικόλαος Κουζάνος (1964). Τους προσωπικούς του στοχασμούς εξέθεσε ο Γιάσπερς στο τρίτομο συστηματικό έργο του Φιλοσοφία (1932): 1. Εγκόσμιος προσανατολισμός, 2. Αυγασμός της Ύπαρξης, 3. Μεταφυσική, όπου εξετάζει τρεις τρόπους του Είναι ως αξεδιάλυτους μεταξύ τους: τον αντικειμενικό κόσμο, τον άνθρωπο και το καθαυτό Είναι. 1. Ο εγκόσμιος προσανατολισμός ή το Είναι του κόσμου: Μέσα στο πλήθος των αντικειμένων του χώρου και του χρόνου καθώς και άλλων αντικειμενικοτήτων αρχικά συλλαμβάνουμε το Είναι. Η έρευνα του Είναι αποτελεί έργο των επιστημών, οι οποίες δεν κατανοούν τέλεια το "καθαυτό ον" και δεν οδηγούν σε ένα ενιαίο και σφαιρικό κοσμοείδωλο. Μόνον ο γνήσιος "φιλοσοφικός εγκόσμιος προσανατολισμός" ξεπερνάει τους φραγμούς των επί μέρους ειδικών επιστημών, οι οποίες βάσει ορισμένων προϋποθέσεων εκτείνονται μεθοδικά προς έναν ανοικτό κόσμο του επιστητού. 2. Η ύπαρξη ή το Είναι του Εγώ ή η Επικοινωνία: Το φιλοσοφείν έχει ως έργο του τον "αυγασμό της ύπαρξης", δηλ. τον φωτισμό του Εγώ για την ουσία του, η οποία ουδέποτε μας προφέρεται ως αντικείμενο. Το Εγώ ως "εγώ καθαυτό" είναι εκείνο "το οποίο ακόμη αποφασίζει μόνο του για το τι είναι ο εαυτός του". Είμαι βέβαιος για την ουσία μου, αλλά δεν τη γνωρίζω. Μόνον όταν πράττω, τότε με συναντά εκείνη. Σ' αυτό τον κόσμο, τον κόσμο της αληθινής ύπαρξής μου, φτάνω μόνον με ένα άλμα μέσα από τον έγχρονο κόσμο των αισθητών πραγμάτων και των κάθε λογής αντικειμένων. "Αληθινό είναι ό,τι ενώνει". Στην αυτογνωσία φτάνω μόνο με την επικοινωνία, η οποία τελείται με την ελεύθερη ατομική απόφαση και τελεί υπό την εγγύηση της πολιτικής εξουσίας (Η πνευματική κατάσταση της εποχής μας, 1931, Η ατομική βόμβα και το μέλλον του ανθρώπου, 1958, Ζωτικά προβλήματα της γερμανικής πολιτικής, 1963). Ως μορφές, με τις οποίες εμφανίζεται αυτή η συνείδηση της αληθινής ύπαρξής μας, πραγματεύεται ο Γιάσπερς τον έρωτα, το Εγώ, την επικοινωνία με τους άλλους, την αγωνία, τη μοναξιά, τη βίωση της χρονικότητας, την αυτοαποθέωση, το παιγνίδι, την αισχύνη κ.ά. 3. Η Μεταφυσική ή το καθαυτό Είναι ή το ερώτημα για την αλήθεια: Το Εγώ δεν μπορεί να αρκείται στη βαθμίδα της ύπαρξης. Διότι με το άλμα της ύπαρξης μέσα στον κόσμο συνειδητοποιείται το σχίσμα μεταξύ αντικειμένου και υποκειμένου, μεταξύ κόσμου και ύπαρξης. Κα- 279

280 Γιάσπερς θετί που γίνεται αντικειμενικό προέρχεται μέσα από το σχίσμα, από το βάθος του Είναι, το οποίο παραμένει άπιαστο πίσω από κάθε φαινόμενο και αποτελεί τον ορίζοντα που σταθερά αρνείται τον κόσμο και όμως περικλείει το παν. Είναι το Περιέχον, μέσα στο οποίο βρίσκονται οι τρόποι του Περιέχοντος: η ζωή, η συνείδηση εν γένει, το πνεύμα, η ύπαρξη, ο κόσμος, η υπέρβαση και ο λόγος, ο οποίος συνδέει σε ενότητα όλους αυτούς τους τρόπους του Περιέχοντος. Το Περιέχον δεν μπορεί να γίνει γνωστό ως αντικείμενο, μπορεί όμως μέσα από ένα ανοιχτό σύστημα σκέψης να αυγαστεί ύστερα από την υπέρβαση του κόσμου. Το Περιέχον, που είναι το υπερβατικό, το καθαυτό Είναι, ο κόσμος της υπέρβασης, το Απόλυτο, συλλαμβάνεται στη Μεταφυσική μόνο μέσα από σήματα. Στον δρόμο προς το Περιέχον η σκεπτόμενη ύπαρξη φτάνει με τον διαμελισμό των αποδείξεων περί θεού και μέσα από τις τέχνες και καταλήγει στο εξής α- ποτέλεσμα: "Μόνο όταν ο άνθρωπος μέσα στις γνώσεις του αποτύχει, μόνον όταν έχει ναυαγήσει θέλοντας να είναι αυτάρκης μέσα στην ύπαρξή του, τότε εμφανίζεται σ' αυτόν η ουσία της υπέρβασης, το σήμα της αιωνιότητας αυγάζεται και νοηματοδοτείται μέσα από τον ναυαγισμό, αν εγώ δεν θέλω να αποτύχω, αλλά τολμώ να αποτύχω". Η Ιστορία της Φιλοσοφίας μπορεί να θεωρηθεί σαν μια σειρά από προσπάθειες προς καθοδήγηση του μη λογικού δια μέσου του λόγου. Με τον Κίρκεγκωρ* και τον Νίτσε* αγγέλλεται μια ρήξη στην ενότητα αυτών των προσπαθειών, που ξεκινούν από τον Παρμενίδη* και φθάνουν μέχρι τον Εγελο*. Και για τους δύο αυτούς στοχαστές ισχύει: "Για την αλήθεια χρειάζεται αναγκαστικά προσωπείο. Για την ανακοίνωση της καθαυτό αλήθειας υπάρχει ένας και μοναδικός τρόπος: η έμμεση ανακοίνωση". Και οι δύο απορρίπτουν την εποχή τους ως εποχή έκπτωσης και ερειπίων. Πιστεύουν πως παρατηρούν κατά κάποιον τρόπο μια ουσιαστική λειτουργία μέσα στην ίδια την ουσία του ανθρώπου. Και οι δύο βλέπουν το μηδέν ως επικείμενο, και δεν το θέλουν (σελ. 10). Ως δρόμο για την αναζήτηση της αλήθειας θεωρούν την προσπάθεια να καταλάβουν τον εαυτό τους. Αυτό τον δρόμο δεν μπορούν να τον διανύσουν μέχρι τέλους χωρίς το άλμα προς την υ- πέρβαση. Το άλμα αυτό κατά μεν τον Κίρκεγκωρ οδηγεί στον Χριστιανισμό, ο οποίος ερμηνεύεται ως παραδοξότητα. Κατά τον Νίτσε όμως οδηγεί προς την αιώνια επιστροφή του ίδιου και προς τον υπεράνθρωπο. Στην πραγματικότητα ο Κίρκεγκωρ επιτίθεται κατά της "χριστιανικότητας της εκκλησιαστικής χριστιανοσύνης", ο δε Νίτσε επιτίθεται εναντίον γενικά του Χριστιανισμού. Αυτές όμως οι πράξεις προς εύρεση της αλήθειας είναι αρνητικές και δεν υπηρετούν την οικοδόμηση κάποιου κόσμου. Ως προς την κατάσταση της σύγχρονης φιλοσοφίας ο Γιάσπερς πιστεύει: "Κανείς δεν ξέρει προς τα πού οδεύει ο άνθρωπος και η σκέψη του. Επειδή η εγκόσμια πραγματικότητα, ο άνθρωπος και ο κόσμος δεν έφτασαν στο τέλος τους, γι' αυτό με τον ίδιο τρόπο μπορεί να υ- πάρχει κάποια έτοιμη φιλοσοφία σαν μια αποδοχή του όλου". "Το φιλοσοφείν είναι μια πράξη που ενεργοποιεί το εσωτερικό του ανθρώπου, ο οποίος δεν μπορεί να γνωρίζει το τελικό του νόημα. Επομένως και το τι πρέπει να γίνει στο παρόν δεν κατορθώνει να το μαθαίνει σαν κάτι το ξεχωριστό από όλα όσα έγιναν γνωστά παλαιότερα, κι ούτε το συνειδητοποιεί με σαφέστερο περιεχόμενο. Η φιλοσοφία ως σκέψη είναι πάντοτε συγχρόνως και ο- ντολογική συνείδηση, που ολοκληρώνεται αυτή τη στιγμή και ξέρει ότι αν εκφράσει κάτι ως οριστικό, αυτό δεν θα έχει καμιά αποκλειστικότητα" (σελ. 26). Ως φιλόσοφοι του παρόντος "φιλοσοφούμε με τη συνείδηση μιας κατάστασης η οποία πάλιν οδηγεί στα έσχατα όρια και στις απαρχές της ουσίας του ανθρώπου" (σελ. 26). Το Είναι του ανθρώπου είναι ευρύτερο από το σύνολο των ιστορικών στιγμών της εγκόσμιας πραγματικότητας (Για την απαρχή και τον σκοπό της Ιστορίας, 1949). Ο άνθρωπος είναι πολύ περισσότερο από όσα ο ίδιος γνωρίζει. Το σημείο αυτό διαφοροποιεί το φιλοσοφείν του Γιάσπερς από τον θρησκευτικό φανατισμό. Ό,τι τυχόν βιώσει η φιλοσοφούσα ύπαρξη ως νόημα της υπέρβασης, αυτό, σε αντιδιαστολή προς τη θρησκεία, δεν έχει καμιά δυνατότητα να το εκφράσει αντικειμενικά. Η φιλοσοφία είναι διαφορετική από τη θρησκεία, καθότι αυτή οδεύει προς την υπέρβαση μέσα από τη "φιλοσοφική πίστη", ενώ η θρησκεία μέσα από την Αποκάλυψη {Η φιλοσοφική πίστη, 1948, Το πρόβλημα της απομύθωσης, 1954, Η φιλοσοφική πίστη απέναντι στην Αποκάλυψη, 1962). Και ενώ η θρησκεία κηρύττει την αλήθεια του θεού μέσω της θεοφάνειας, η φιλοσοφία αποτολμά το άλμα μέσα στην άβυσσο της υπέρβα- 280

281 Γιν και Γιανγκ σης. Το τίμημα αυτής της τόλμης είναι η "αποτυχία", ο ναυαγισμός της ύπαρξης. Μέσα από τον ναυαγισμό φωτίζεται ο σύνδεσμος της ύ- παρξης με όλα τα όντα. Κι αυτός ο ναυαγισμός γίνεται ένα πολυσήμαντο σήμα της υπέρβασης, όχι χειροπιαστό και πεπερασμένο, αλλά ακυρούμενο μέσα από την αχλύ της αιωνιότητας (Οιδίπους τύραννος του Σοφοκλή, Άμλετ του Σαίξπηρ, Νάθαν ο σοφός του Λέσσινγκ στο έργο του Για την αλήθεια, 1947). Το φιλοσοφείν του Γιάσπερς δεν είναι κλειστό ούτε συστηματικό, αλλά μια έκκληση προς στοχασμό, προς σκέψη, η οποία είναι πάντοτε σύστοιχη προς την πράξη, μέσα στην οποία ο άνθρωπος μαθαίνει ότι η φιλοσοφία επιζητεί α- διάλειπτα την εγρήγορση και την έξαρση της ψυχής (Ελπίδα και μέριμνα, 1965, Καρλ Γιάσπερς, έργο και επίδραση με την Αυτοβιογραφία του και τη Βιογραφία του, 1963). Από τα κατάλοιπα του φιλοσόφου εκδόθησαν: Σπινόζα, 1978, Σημειώσεις στον Χάιντεγγερ, 1978, Οι μεγάλοι φιλόσο<ροι, (αποσπάσματα, παρατηρήσεις), 1981, όλα με την επιμέλεια του βοηθού του Χανς Ζάνερ. Δημοσθένης Γ. Γεωργοβασίλης γίγνεσθαι. Στα πλαίσια των αναζητήσεων της προσωκρατικής φιλοσοφίας για την εύρεση της αρχής της ερμηνείας της φύσης, του θεμελιακού στοιχείου του κόσμου, το Γίγνεσθαι α- ντιπροσωπεύει την αέναη ροή και μεταβολή των πάντων (Ιωνες φυσικοί φιλόσοφοι, Ηράκλειτος*) που αντιτίθεται προς το Είναι, νοούμενο ως ακίνητο, αιώνιο και ανώλεθρο (Ελεάτες*, Παρμενίδης*). Μια συνθετική θεώρηση του σύμπαντος κόσμου επιχειρεί ο Εμπεδοκλής* ο Ακραγαντίνος, συνδυάζοντας την ερμηνεία του "εν στάσει Είναι" με την εξήγηση του "εν διαρκεί κινήσει Γίγνεσθαι". Συνδυαζόμενη με τη σωκρατική μέθοδο σχηματισμού των εννοιών και την ελεατική θέση για το απόλυτο Είναι, η ηρακλειτική διδασκαλία για το Γίγνεσθαι εμφανίζεται περαιτέρω στην πλατωνική θεωρία των ιδεών, στην πλατωνική οντολογία. Οι ιδέες είναι για τον Πλάτωνα* ο αμετάβλητος, αιώνιος, πραγματικός κόσμος, ο κόσμος του Είναι, ενώ στα αισθητά όντα αντιστοιχεί ο κόσμος της γένεσης και της φθοράς, της ροής, ο κόσμος του Γίγνεσθαι, είδωλο του Είναι. Για τα αισθητά όντα, που στα πλαίσια του Γίγνεσθαι διαρκώς μεταβάλλονται και κινούνται ανάμεσα στο Είναι και στο Μη Είναι, σχηματίζουμε δόξα, ενώ για τις ιδέες ε- πιστήμη, γνώση. Οι ιδέες είναι σταθερές και τα όντα με τη «μέθεξη» σε αυτές κερδίζουν την ύπαρξη και την ονομασία τους. Στην αριστοτελική οντολογία για την ερμηνεία του πραγματικού, η θεμελιώδους σημασίας διάκριση μεταξύ του «δυνάμει» Είναι και του «ενεργεία» Είναι προϋποθέτει μια κίνηση, ένα Γίγνεσθαι. Μέσα από το Γίγνεσθαι τούτο, το ον μεταβαίνει από τη δυνατότητα στην πραγματικότητα σύμφωνα με την «εντελέχεια», μιαν έφεση, μιαν ασυνείδητη τελολογική τάση που το ίδιο εξ αρχής εμπεριέχει. Ωστόσο, κανένα «δυνάμει» ον δεν μπορεί μόνο του να α- ναλάβει την ενέργεια που δεν κατέχει. Απαιτείται εδώ η παρουσία μιας πρώτης αιτίας, μιας καθαρής μορφής ενέργειας. Ο Αριστοτέλης* συνάγει έτσι την ύπαρξη του πρώτου κινούντος ακίνητου, του θεού, που βρίσκεται στην αρχή κάθε μετάβασης από το «δυνάμει» στο «ενεργεία» και επομένως στην αρχή κάθε Γίγνεσθαι. Αν για τον Αριστοτέλη το Γίγνεσθαι νοείται ως ακατάπαυστη προσπάθεια του όντος να ε- μπραγματώσει την ουσία του, κατά τους νεότερους χρόνους, για τον Hegel* και όσους ε- πηρεάσθηκαν από αυτόν, το Γίγνεσθαι συλλαμβάνεται ως διαρκής μεταβολή στα πλαίσια της μετάβασης του όντος από μια κατάσταση σε άλλη. Το πρόβλημα της αντίθεσης μεταξύ Είναι και Γίγνεσθαι, χαρακτηριστικό του αρχαίου φιλοσοφικού στοχασμού, ατονεί σταδιακά και εκλείπει στον νεότερο και σύγχρονο φιλοσοφικό στοχασμό. Τόσο στην ιδεαλιστική ιστοριοκρατία όσο και στον θετικισμό* (positivismus) και στη ζωτικοκρατία* (vitalismus) κατά τον 20ό αι., η πραγματικότητα νοείται ως εξέλιξη, διαδικασία, ανάπτυξη (θεωρία της "δημιουργού εξέλιξης" του Η. Bergson*). Γο. Φ. Κωσταράς Γιερός Χαράλαμπος ( ). Καθηγητής του πανεπιστημίου θεσσαλονίκης στην έδρα της ιστορίας της φιλοσοφίας. Τα έργα του α- ναφέρονται στη φιλοσοφία του Καντ* και του Λάιμπνιτς*. Εγραψε επίσης: Η μεταφυσική και ψυχική ολότης παρ' Αριστοτέλει, Ο Πλατωνισμός της Αναγεννήσεως εν Ιταλία κ.ά. Ε. Χ. Γιν και Γιανγκ. Είναι η θεωρία που αναπτύχθηκε στην αρχαία Κίνα, σύμφωνα με την οποία όλα τα πράγματα και όλα τα φαινόμενα παράγονται από δύο αντίθετα στοιχεία, δυνάμεις ή 281

282 γιόγκα αρχές. Το Γιν είναι αρνητικό, παθητικό, αδύνατο και καταστρεπτικό. Το Γιανγκ είναι θετικό, ενεργητικό, δυνατό και δημιουργικό. Η ιδέα εμφανίζεται κυρίως στα κλασικά βιβλία του Ταοϊσμού* και απουσιάζει από όλα σχεδόν τα κομφουκιανά* κείμενα, έχει επηρεάσει όμως και διαποτίσει στην πραγματικότητα όλες τις φιλοσοφικές σχολές της χώρας αυτής. Η θεωρία έτσι του Γιν και του Γιανγκ παρά την α- πλοϊκή της μορφή, με τη γενικευμένη αποδοχή της, αμβλύνει τη δυϊκή αντίληψη και αποφορτίζει την ιδέα του κακού από οποιαδήποτε ποιοτική καταφορά και, μέσα από την εξοικείωση, μετατρέπει το ίδιο σε αναγκαίο τεχνικό και λειτουργικό γεγονός. Πέρα από αυτό, αναγκάζει τον άνθρωπο να αναπτύξει την επιδεξιότητα και τη σοφία του, μέσα από τη γνώση του νόμου των ισορροπιών, ώστε να υπερβεί στην πράξη τη δυϊκή αντίληψη, δαμάζοντας, χρησιμοποιώντας και αξιοποιώντας ό,τι θεωρείται ή λέγεται αρνητικό. Συνέδεσε πάντως τη ζωή και τη σκέψη της Κίνας, τόσο την ηθική και την κοινωνική όσο και την επιστημονική, με μια κοσμική διάσταση και την ενδυνάμωσε με τη θέση ότι όλα τα πράγματα αλληλοεξαρτώνται και ι- σορροπούν. Η πραγματικότητα εμφανίζεται σαν μία συνεχής διαδικασία μεταλλαγών και η ιστορία απαλλάσσεται από τη γραμμική της α- ντίληψη και κινείται σε συνεχείς κύκλους. Το Γιν και το Γιανγκ αποτυπώνουν την ιδέα της ύ- παρξης της αρμονίας και της ισορροπίας ως α- ποτελέσματος και επιτεύγματος μιας δημιουργού διαδικασίας αντιθέσεων. Βιβλιογρ.: Δημ. Βελισσαρόπουλος, Ιστορία της κινεζικής φιλοσοφίας, 2 τόμ.. Δωδώνη. Αθήνα Ε. Λιακόπουλος γιόγκα (από το σανσκρ. yug-, που σημαίνει "ένωση", πρβ. ελλην. ζυγός). Ενα από τα έξι ορθόδοξα συστήματα της ινδικής φιλοσοφίας και πρακτικής (βλ. αντβάιτα), που αποσκοπεί στην ένωση της ατομικής ψυχής με το παγκόσμιο πνεύμα. Αν και η Γιόγκα έχει πανάρχαια καταγωγή και προϋπήρξε των Αρίων εισβολέων και της βεδικής λατρείας, όπως δείχνουν τα ευρήματα του Μοχέντο Ντάρο και της Χαράπα, όμως θεμελιωτής της θεωρείται ο Παντατζάλι*, που έζησε τον 2ο αιώνα π.χ. Είναι ο συγγραφέας της Γιόγκα-Σούτρα (Yoga Sutra), του πιο αυθεντικού και κλασικού κειμένου της σχολής, που περιέχει τέσσερα μέρη. Ο Παντατζάλι ξεκινάει το πρώτο μέρος με 51 Αφορισμούς, που εκθέτουν την επιστήμη της Γιόγκα και τον σκοπό και τη φύση του Σαμάντι* (Samadhi) και επιγράφονται "Φώτιση". Στο δεύτερο μέρος από 55 Αφορισμούς, που έχει τον τίτλο "Ασκηση", γίνεται λόγος για την τέχνη της Γιόγκα και τα μέσα που πρέπει να χρησιμοποιήσει κανείς για να επιτύχει τους σκοπούς της. Το τρίτο περιέχει 54 Αφορισμούς που α- ναφέρονται στις υπερφυσικές δυνάμεις που πρέπει να αποκτηθούν και λέγεται "Δυνάμεις". Τέλος, το τέταρτο μέρος που έχει 34 Αφορισμούς αναφέρεται στο θέμα της τελικής απελευθέρωσης, της ανθρώπινης, με άλλα λόγια, πραγμάτωσης, που είναι η απόσπαση του πνεύματος από την ύλη και επιγράφεται φυσικά "Απελευθέρωση". Η Γιόγκα στοχεύει ειδικότερα, σύμφωνα με την παράδοση, στο να α- παλλάξει την ανθρωπότητα από τρεις κατηγορίες πόνου που προέρχονται: α) από την αμαρτία και την αρρώστια, β) από άλλα όντα, όπως ληστές και τίγρεις, και γ) από φυσικά φαινόμενα, όπως θύελλες κ.λπ. και από αόρατες δυνάμεις. Η απαλλαγή από αυτούς τους πόνους ε- πιτυγχάνεται αντίστοιχα α) με τη μη προσκόλληση, β) με τον έλεγχο του νου και της φαντασίας και γ) με την ένωση της ατομικής ψυχής με το παγκόσμιο πνεύμα. Αυτό το τελευταίο είναι που αποκαλείται "σαμάντι" (samadhi) και είναι ο πραγματικός σκοπός της Γιόγκα και των τεχνικών και ασκήσεών της. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της Γιόγκα είναι ότι πέρα από την επιμελή γνώση όλου αυτού του συστήματος που απαιτείται από τον υποψήφιο, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η μύησή του σε αυτή από έναν ικανό και πραγματωμένο Δάσκαλο. Αυτό γίνεται αφενός για να μην προκληθεί, από τον υπερβολικό ζήλο του ασκούμενου ή από παράλειψη κάποιων ουσιαστικών λεπτομερειών, μια ανεπανόρθωτη φυσική ή πνευματική βλάβη σε αυτόν, και αφετέρου για να υ- πάρχει μια σωστή επιλογή και ο ασκούμενος να διακρίνεται για την ακεραιότητα του χαρακτήρα και του ήθους του, ώστε να εξασφαλίζεται ότι δεν θα γίνεται κακή χρήση των υπερφυσικών δυνάμεων που μπορεί αυτός να αποκτήσει μέσα από την άσκησή του. Καίτοι η Γιόγκα είναι μία, για λόγους που αναφέρονται στη δεκτικότητα και μόνο των α- σκούμενων, αναφέρονται και υπάρχουν επτά παραδοσιακά ινδικά συστήματα Γιόγκα: 1) Η Ράτζα Γιόγκα (η Βασιλική λεγόμενη Γιόγκα, η οποία ασχολείται με το πνεύμα, τον έλεγχό του, την ανάπτυξη του κ.λπ.). 2) Η Τσίτα Γιόγκα (η Γιόγκα του Νου). 3) Η Γκνάνα Γιόγκα (η 282

283 Γιουνγκ Γιόγκα της Σοφίας, που ασχολείται με τη λογική αλλά και υπερβατική προσέγγιση, σύλληψη και γνώση και απαντά στα μεγάλα ερωτήματα). 4) Η Χάθα Γιόγκα (η Γιόγκα της Δύναμης, που ασχολείται κυρίως με το φυσικό σώμα και τον έλεγχό του, την υγεία του, τη συντήρησή του, τους νόμους που το κυβερνούν κ.λπ.). 5) Η Λόγια Γιόγκα (η Γιόγκα της σε λανθάνουσα κατάσταση ευρισκόμενης ενέργειας, η οποία μέσα από την άσκηση μπορεί να αφυπνισθεί και αναφέρεται στην Κουνταλίνι*). 6) Η Μπάκτι Γιόγκα (η Γιόγκα της Αφοσίωσης, που έχει να κάνει με τον δρόμο που ανοίγεται μέσα από τη λατρεία, την αφοσίωση και την αγάπη προς το Απόλυτο) και 7) Η Μάντρα Γιόγκα (η Γιόγκα των φωνητικών δονήσεων, που διδάσκει την ά- σκηση και τη χρήση των Μάντρας*). Το πρώτο, είναι το κλασικό σύστημα του Παντατζάλι, του οποίου παραλλαγές και ανάπτυγμα είναι το δεύτερο και το τρίτο. Η Χάθα Γιόγκα είναι κυρίως εκείνη που έχει διαδοθεί στη Δύση και σε ολόκληρο τον κόσμο και, συνήθως, όταν λέμε Γιόγκα, αναφερόμαστε σε αυτήν. Βιβλιογρ.: Βασ. Βιτσαξής. Ο στοχασμός και η πίστη (Αρχαιότητα - Χριστιανισμός), 2 τ., Εστία, Αθήνα, Δημ. Βελισσαρόπουλος, Ιστορία της ινδικής φιλοσοφίας, Δωδώνη, Αθήνα - Γιάννινα, 1992*. Ε. Λιακόπουλος Γιογκστσάρα (σανσκρ. Yogacara). Είναι η ιδεαλιστική σχολή του Βουδισμού της Μαχαγιάνα*, που εμφανίστηκε τον 3ο αιώνα. Το όνομά της το οφείλει στην έμφαση που έδωσε στις ασκήσεις γιόγκα* και οραματισμού, οι οποίες συμβάλλουν αποφασιστικά στην υπέρβαση από τον ασκούμενο της αντίληψης μιας στέρεης πραγματικότητας. Γιατί η σχολή αρνείται την πραγματικότητα ενός εξωτερικού κόσμου που να ανταποκρίνεται στην ιδέα / ιδέες που έχουμε γι' αυτόν. Παρά ταύτα όμως, αποδέχεται μια λογική και επιστημολογία η οποία ερευνά τη γνώση από εμπειρική και μόνο άποψη. Ε. Λιακόπουλος Γιούγκα, σανσκρ., βλ. Κάλπα. Γιουνγκ (Jung) Καρλ Γκούσταβ ( , Κέσβιλ , Κιούσναχτ). Ελβετός ψυχολόγος, ψυχίατρος και πολιτισμολόγος, ιδρυτής της αναλυτικής ψυχολογίας. Αρχικά συνεργάτης του Ε. Μπλόιλερ, προσέγγισε στενά τον φροϋδισμό*, ανέπτυξε την τεχνική του συνειρμικού πειράματος και εισήγαγε την έννοια του «συμπλέγματος». Στη συνέχεια επέκρινε σφοδρά τις ανεπάρκειες του πανσεξουαλισμού του Φρόυντ* και επαναπροσδιόρισε το ασυνείδητο, διαιρώντας το σε προσωπικό, προγονικό (αρχέγονο) και συλλογικό. Το ασυνείδητο και συνολικά η πνευματική ζωή εδράζεται, κατά τον Γιουνγκ, στην κληρονομούμενη από τις προηγούμενες γενεές αρχέγονη εμπειρία της ανθρωπότητας, μορ φοποιημένη σε ιδιότυπες ψυχικές δομές - φορείς του συλλογικού ασυνείδητου, στα πανανθρώπινα αρχέτυπα. Ο Γιουνγκ στη βάση των αρχέτυπων συνδέει στενά την ανάλυση των ονείρων και των ψυχικών διαταραχών με τη μελέτη των βασικών συστατικών στοιχείων του πνευματικού πολιτισμού (μυθολογία, θρησκεία, λαϊκή παράδοση κ.λπ.). Τα θεμελιώδη απεικάσματα - σύμβολα των αρχέτυπων δεν επιδέχονται, κατά τον Γιουνγκ, ορθολογική εξήγηση αλλά μόνο περιγραφή και συμβολική (παρεμφερή με την καλλιτεχνική) ερμηνεία. Η διαδικασία της ψυχικής ανάπτυξης του ατόμου (εξατομίκευση), αλλά και η άρση των νευρωτικών συμπτωμάτων πραγματοποιείται μέσω της αφομοίωσης των περιεχομένων του προσωπικού και του συλλογικού ασυνείδητου, μέσω της αποκατάστασης μιας δυναμικής ι- σορροπίας των στοιχείων της περίπλοκης δομής της προσωπικότητας που διακρίνει ο Γιουνγκ. Η οντολογική υποστασιοποίηση των αρχέτυπων, αλλά και η ερμηνεία μυστικιστικών φαινομένων μέσω της (μη χρονικής και μη αιτιώδους, πλην όμως σημαντικής) συγχρονικής συνάφειας των γεγονότων κ.λπ. επέδρασαν στη θεολογία, στην αφηρημένη τέχνη και στην αισθητική. Η τυπολογία χαρακτήρων του Γιουνγκ βασίζεται στις λειτουργίες (σκέψη, διάθεση, αίσθηση, διαίσθηση) και στην κατεύθυνση της προσωπικότητας (εσωστρέφεια - ε- ξωστρέφεια). Το έργο του επέδρασε στη διαπολιτιστική ψυχολογία, στην ανθρωπολογία, στην ψυχολογία της προσωπικότητας, στην ε- θνογραφία, στη συγκριτική θρησκειολογία κ.ά. Εργα του: "The collected works" v. 1-20, L "Gesammelte Werke", Bd 1-17, Zurich - Stuttg., Uber die Energetik der Seele, Zurich, Aufsatze zur Zeitgeschichte, Zurich, Wirlichkeit der Seele, 3 Aufl., Zurich, Die Beziehungen zwischen dem Ich und Unbewussten, 5 Aufl., Zurich, Seelen - problems der Gegenwart. Vortrage und Aufsatze, 5 Aufl., Zurich, Einfuhrung in das Wesen der Mythologie, 4 Aufl., 1951 (μαζί με τον Κ. Ker6nyi).- Symbolik 283

284 Γιούνγκερ des Geistes. Studien uber psychische Phanomeno-logie, Zurich, Antwort auf Hiob, 3 Aufl., Zurich - Stuttg., Memories, dreams, reflections, London, Glasgow, Posthume Autobiographic, Zurich, Ελλην. μεταφράσεις: Η ανακάλυψη του Εγώ, Αθ., 1977, Αναγνωστίδης.- Αναλυτική ψυχολογία, Γκοβόστης, Αθ., Αναμνήσεις, σκέψεις, όνειρα, Αντινέα, Αθ., [χ.χ.].- Ανθρωπος και ψυχή, Επίκουρος, Αθ., Βάσεις της α- ναλυτικής ψυχολογίας, 5 διαλέξεις, Αναγν., Αθ., Γισ την ψυχολογία του ασυνείδητου, Αναγν., Αθ., [1979].- Επιστολές, Αντινέα, Αθ., Συνειδητό και ασυνείδητο, Αναγν., Αθ., Ψυχολογία και θρησκεία, Αρίων, Αθ., Ροζάριουμ φιλοσοφόρουμ, Αθ., βιβλιογρ.: Progoft I., Jung's psychology and its social meaning, Ν. Y., Martin P. W., Experiment in depth. A study of the work of Jung, Eliot and Toynbee, London, Jacobi J., Die Psychologie v. C. G. Jung, Zurich - Stuttg., 1967V Baudouin Ch., L' oeuvre de Jung et la psychology complexe, Paris, Meier C. Α., Experiment und Symbol. Arbeiten zur Komplexen Psychologie C. G. Jungs, Zurich, Fordham F., An introduction to Jung's psychology, Harmondsworth J. Δ. Πατέλης Γιούνγκερ (Junger) Ερνεστ (γεν. 1895). Γερμανός συγγραφέας και φιλόσοφος, εκπρόσωπος της «φιλοσοφίας της ζωής». Επεξεργάζεται ιδιότυπο τρόπο του φιλοσοφείν, υποκαθιστώντας τις έννοιες με μυθολογικοποίηση μορφών της πραγματικότητας. Εργα του: Die totale Mobilmachung, Bonn, DerArbeiter. Herrschaft und Gestalt, Hamburg, Der Waldgang, Frankfurt / Main, Typus, Name, Gestalt, Stuttgart, Autor und Autorschaft, Stuttgart, Δ. π ΓιουντΙν Πάβελ Φιοντόροβιτς ( , Γιαροσλάβ , Μόσχα). Ρώσος φιλόσοφος, ακαδημαϊκός. Επί σειρά ετών διευθυντής του Ινστιτούτου φιλοσοφίας της Ακαδ. Επιστ. της πρώην ΕΣΣΔ. Συντάκτης φιλοσοφικού λεξικού. Αλλα του έργα: Η υλιστική και η θρησκευτική κοσμοθεωρία, Ο μαρξισμός για τον πολιτισμό και την πολιτιστική επανάσταση. Ν. ΣΤ. Γκαζαλί (Algazel, Μουχάμμαντ αλ-γκαζαλί). Διακεκριμένος Πέρσης μουσουλμάνος φιλόσοφος και θεολόγος του 11 ου -12ου αιώνα και επιφανής μυστικός του Σουφισμού*. Γεννημένος το στην περιοχή Χορασάν της Περσίας, σπούδασε θεολογία, φιλοσοφία και νομικά, δίδαξε στη Βαγδάτη φιλοσοφία ( ) και στη συνέχεια ασπάστηκε τον ισλαμικό μυστικισμό ("σουφισμός"), αποσύρθηκε ως ασκητής επί δεκαετία στη Συρία και τελείωσε τον βίο του το 1111, διδάσκοντας στο Νισαπούρ της Περσίας. Αρχισε την πνευματική του σταδιοδρομία ως σκεπτικιστής φιλόσοφος, ε- πισημαίνοντας τα όρια του ανθρώπινου νου και ανακαλύπτοντας την ανεπάρκειά του για τη γνώση του θεού. Κατόπιν στράφηκε στη θεολογία, την οποία κατέστησε μόνη ικανή οδό θεογνωσίας και τη διαχώρισε από τη φιλοσοφία, οδηγώντας σε ριζική αντιπαράθεση ανάμεσα στην πίστη και στη γνώση, τόσο τη φιλοσοφική όσο και την επιστημονική. Τελικά, προσχωρώντας στη μυστική θεολογία του Ισλάμ, τους "σούφι", αποπειράθηκε να οικοδομήσει το θρησκειοφιλοσοφικό σύστημα του σουφισμού και να το καταστήσει σπονδυλική στήλη του μουσουλμανισμού. Χαρακτηρίστηκε ως "ο σπουδαιότερος μουσουλμάνος μετά τον Μωάμεθ". Το έργο του Η ασυναρτησία των φιλοσόφων καταπολεμήθηκε από τον Αβερρόη. Το βιβλίο του Η αναγέννηση των θρησκευτικών επιστημών, που συνοψίζει θρησκειοφιλοσοφικό την ισλαμική θρησκεία, θεωρείται ότι είναι το αριστούργημα της μουσουλμανικής γραμματείας. Διακρίθηκε για την ποιότητα της γραφής του, ιδίως στην εξομολογητική αυτοβιογραφία του Απελευθέρωση από την πλάνη που παρομοιάζεται με τις Εξομολογήσεις του Αυγουστίνου*. Βιβλιογρ.: Α. Γιαννουλάτος, Ισλάμ, Αθήναι, Γ. Ζιάκας. Ιστορία των θρησκευμάτων, τόμος Β': Ισλάμ, θεσ/κη, 1991'.- W. Montgomery, Islamic Philosophy and Theology, London, του Ιδιου, Muslim Intellectual: The Struggle and Achievement ol al-ghazali, Edinburgh, Μάριος Π. Μπέγζος Γκάθρι, Ουίλλιαμ Καίηθ (Guthrie, William Kathe, ). Βρεταννός ελληνιστής, ο σπουδαιότερος σύγχρονος ιστορικός της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ και δίδαξε σ' αυτό ως καθηγητής. Η σταδιοδρομία του ως ερευνητή προσδιορίστηκε αρχικά με την επίδραση του δασκάλου του θρησκειολόγου Κουκ (Α. Β. Cook). Κυριότερα συγγράμματά του: Ο Ορφέας και η ελληνική θρησκεία. Σπουδή του ορφικού κινήματος (Orpheus and Greek Religion. A 284

285 Γκαίτε Study of the Orpheo Movement, 1935), Οι Ελληνες και οι θεοί τους (The Greeks and their Gods, ), Στην αρχή. Ορισμένες ελληνικές απόψεις για την καταγωγή της ζωής και την πρώιμη κατάσταση του ανθρώπου (In the Beginning. Some Greek Views on the Origins of Life and the Early State of Man, 1957), Ιστορία της ελληνικής φιλοσοφίας (A History of Greek Philosophy, τόμοι 1-6, ). Η σκέψη του χαρακτηρίζεται από τη νηφαλιότητα, τη σαφήνεια και τα ανανεωμένα κριτήριά της.. Ν. Ρούσσος Γκάιγκερ (Geiger) Τεοντόρ ( ). Γερμανός κοινωνιολόγος. Λόγω των αντιναζιστικών του πεποιθήσεων αυτοεξορίστηκε από το 1933 μέχρι το 1945 (Δανία, Σουηδία). Το πεδίο των ερευνών του αφορά στις έννοιες της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, της κοινωνίας, της κοινότητας, της ταξικής συνείδησης, της κοινωνικής κινητικότητας, της κοινωνιολογίας του δικαίου, της διανόησης και της ιδεολογίας, θεωρεί ότι η ταξική διαφοροποίηση έχει μετατραπεί σε επαγγελματική και ότι άλλες συγκρούσεις προέχουν στη σύγχρονη κοινωνία (μεταξύ "παραγωγών" και "καταναλωτών", μεταξύ ντόπιων και μεταναστών, μεταξύ εθνικών, θρησκευτικών κ.λπ. ομάδων). Ασχολείται με τη διανόηση* και τον κοινωνικό της ρόλο (παραγωγή πολιτισμικών αξιών και ιδεολογίας, εξορθολογισμός της ζωής, κριτική των θεσμών κ.λπ.). θεωρεί τη «μαζική κοινωνία» επινόηση των θεωρητικών. Ο θετικισμός* του εκδηλώνεται ανάγλυφα στην ερμηνεία της ιδεολογίας* την οποία, μαζί με την αποτίμηση, χαρακτηρίζει «μεροληψία που καθορίζεται από εξωθεωρητικούς παράγοντες», ως «λαθεμένη σκέψη» και ως εξωθεωρητικό το οποίο «παρεισφρύει στη θεωρία». Ο επιστήμονας μέσω της «αξιολογικής εγκράτειας», του «ασκητισμού των αισθημάτων» κ.λπ. οφείλει να εξουδετερώσει τον παράγοντα της ιδεολογίας. Έργα του: Die Klassengesellschaft im Schmelztiegel, Koln, Kritische Bemerkungen zum Begriffe der Ideologie, Gegenwarts probleme der Soziologie, Postdam, Ideologie und Wahrheit. Eine soziologische kritik des Denkens, Neuwied / Berlin, 1968'.- Aufbau und Stellung der Intelligenz in der Gesellschaft, Stuttgard, On Social Order and Mass Society, Chicago, Βιβλιογρ.: Αγγ. ΧριστοδουλΙδη - Μαζαράκη, To πρόβλημα της ιδεολογίας στον μαρξισμό, Παπαζήση, Αθήνα, Δ. Πατέλης Γκαίτε (Goethe) Γιόχαν Βόλφγκανγκ (Φρανκφούρτη του Μάιν, Βαϊμάρη, 1832). Γερμανός ποιητής, ερευνητής, σοφός. Πνεύμα καθολικό, που κινείται δημιουργικά και γόνιμα σε όλες τις περιοχές του ανθρώπινου πολιτισμού. Στη διαμόρφωση της δικής του προσωπικότητας σημαντικότατο ρόλο έπαιξαν ο ποιητής Φρ. Σίλλερ* και ο ποιητής και θεολόγος Χέρντερ*. Ο Γκαίτε ήταν εξαίρετος γνώστης της ι- στορίας της φιλοσοφίας και αφομοίωνε δημιουργικά κάθε είδους επίδραση. Είχε μελετήσει και επηρεαστεί από τους Σπινόζα*, Καντ*, Χέγκελ*, Λιναίο, τους αρχαίους Ελληνες και την Αγία Γραφή. Ως ποιητής λυρικός, επικός και δραματικός α- ποκαλύπτει έναν ανεξάντλητο πλούτο εσωτερικότητας και έναν συναισθηματικό κόσμο με δύναμη και βάθος. Το περιεχόμενο του λογοτεχνικού του έργου δεν είναι μόνον βιωματικό. Διακρίνεται για τη διείσδησή του σε αλήθειες ψυχολογικές, ηθικές, φιλοσοφικές. Κινείται στη σφαίρα του ευγενούς και του καθαρού, ε- λέγχει την κοινωνία, σατιρίζει τις κατευθύνσεις της εποχής του και τείνει με ορμή προς το ύψιστο ιδεώδες του ανθρωπισμού. Στην κορυφαία τραγωδία του Φάουστ, που αποτελεί έργο ζωής για τον Γκαίτε και όπου η τιτανική μορφή του ήρωά του ανάγεται σε σύμβολο, α- ντανακλάται ένας πλατύς κύκλος φιλοσοφικών προβλημάτων της ιστορίας, της ηθικής και της επιστήμης. Ως ερευνητής στράφηκε προς την γεωλογία, ορυκτολογία, μετεωρολογία, οπτική, βοτανική, ζωολογία, συγκριτική ανατομία, οστεολογία. Κατά τις πολυσχιδείς του έρευνες εισχωρεί στη νομοτέλεια της φύσης. Στα έργα του ο κόσμος περιγράφεται ως ένα σύνολο ζωντανών μορφών, που αναπτύσσονται σε όλα τα επίπεδα του Είναι με ενότητα, τάξη και αρμονική διάταξη. Τα οργανικά όντα βρίσκονται σε μια διαρκή μεταμόρφωση, δυναμική, δημιουργική, εξελισσόμενη. Και προτείνει για ονομασία της κεντρικής του αυτής ιδέας τον όρο "ιδεαλιστική μορφολογία" για την μελέτη τέτοιων διεργασιών. Κατά τον Γκαίτε η οργανική ζωή δεν είναι μηχανοκρατική. Η ζωή και η εξέλιξή της κατευθύνονται από τελολογικές πνευματικές δυνάμεις. Με την άποψή του αυτή έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με τους Λαμάρκ* και Δαρβίνο*, οι οποίοι παράγουν τις οργανικές δυνάμεις από τη φύση και από παράγοντες που δρουν άσκοπα" ενώ ο Γκαίτε αποδέχεται την "ένθεη φύση", ότι δηλαδή πίσω από κάθε ον υ- 285

286 Γκάλμπρεϊθ πάρχει το αρχέτυπο, το προκαθορισμένο σχήμα, η ιδέα, που μαρτυρεί την παρουσία του θεού. Επιπλέον, η μυστικιστική μορφή της θρησκευτικότητάς του (είναι επηρεασμένος από τους Ευσεβιστές*) δέχεται το "ενθάδε" και το "επέκεινα" ως ενιαία ολότητα. Κατ' αυτόν δεν υπάρχει χωρισμός μεταξύ παραστάσεως και πράγματος, έννοιας και αντικειμένου, διότι η φύση είναι αδιάσπαστη ενότητα ζωής, που τη θεωρεί ως μία θεϊκή ενότητα, η οποία μαζί με τον μονισμό της σκέψης του συνιστά πανθεϊσμό και όχι υλισμό, θεμελιώδες αξίωμα του Γκαίτε, που τον φέρνει αντιμέτωπο και προς τον Καντ, είναι η αντίληψη ότι σε κάθε γνώση προ των μερών υπάρχει το όλο, η ιδέα προ της εμπειρίας. Και υποστηρίζει πως η γνώση είναι αποκάλυψη, η οποία από μέσα εκτυλίσσεται προς τα έξω. Ερχεται ακόμη σε αντίθεση με την αγγλική και γαλλική εμπειριοκρατία*, υλοκρατία και ορθολογιστική αντίληψη του 1θου και 19ου αι., στις οποίες καταλογίζει έλλειψη ψυχολογικής και ιστορικής αίσθησης. Βιβλιογρ.: Gadamer Η. G., Goethe und Philosophie, Lpz Zimmermann R. Chr.. Das Weltbild des jungen Goethe. Munctien, Bollacher M Derjunge Goethe und Spinoza. Tub Bubner R Goethe und Hegel, Hdlb., Θεοδωρακόπουλος I. Ν.. Εισαγωγή στη φιλοσοφία, τόμ. 4, σ , Αθήνα, του Ιδιου, Φάουστ του Γκαΐτε, μετφρ. με αισθητική και φιλοσοφική ερμηνεία. Παπανούτσου Ε.. Αισθητική, Αθήνα, Απ. Τζαφερόπουλος Γκάλμπρεϊθ, Τζων Κέννεθ (Galbraith, John Kenneth, γεν. 1908). Αμερικανός οικονομολόγος και δημοσιολόγος. Το 1935, επίκουρος καθηγητής πολιτικής οικονομίας στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Στη διάρκεια του 2ου Παγκόσμιου πολέμου, υποδιευθυντής στο Γραφείο Ελέγχου Τιμών ( ). Το 1945, διευθυντής της έρευνας των συνεπειών των συμμαχικών βομβαρδισμών στις οικονομίες της Γερμανίας και της Ιαπωνίας. Το 1949, επιστροφή στο Χάρβαρντ μέχρι το 1975 (αποχώρηση λόγω ηλικίας) , πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Ινδία. Ανέπτυξε ενεργό δράση στις γραμμές του Δημοκρατικού Κόμματος και χρημάτισε σύμβουλος του προέδρου Κένεντυ. Την αίγλη του ονόματός του ο Γκάλμπρεϊθ την οφείλει στις θεωρητικές θέσεις του σχετικά με τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα των αναπτυγμένων βιομηχανικά κρατών. Τις θέσεις του αυτές αναλύει στα τρία βασικά βιβλία του: Ο αμερικανικός καπιταλισμός. Η έννοια της αντισταθμιστικής δύναμης (American Capitalism. The Concept of Countervailing Power, 1952), Η κοινωνία της αφθονίας (The Affluent Society, 1958), To νέο βιομηχανικό κράτος (The New Industrial State, 1967). Στο πρώτο βιβλίο του, ο Γκάλμπρεϊθ υποστηρίζει ότι το κύριο γνώρισμα του αμερικανικού καπιταλισμού στο νέο στάδιο της επιστημονικοτεχνικής ανάπτυξης δεν μπορεί πια να είναι το μοντέλο της «ελεύθερης αγοράς» και του απόλυτου ανταγωνισμού. Η συγκέντρωση σημαντικού τμήματος της βιομηχανίας, του εμπορίου και του τραπεζικού κεφαλαίου σε μικρό α- ριθμό μεγάλων εταιριών -φυσική συνέπεια των απαιτήσεων της τεχνολογικής προόδουοδηγεί στη μονοπωλιακή εξουσία των μεγάλων επιχειρήσεων. Στις "μικτές οικονομίες" όμως (όπου συνυπάρχουν ο δημόσιος τομέας και ο τομέας της "οικονομίας της αγοράς") εμφανίζονται δυνάμεις που "αντισταθμίζουν" αυτή την εξουσία σε ό,τι αφορά στη διαπραγματευτική δυνατότητα πλατιών στρωμάτων α- γοραστών και πωλητών. Κλασικό παράδειγμα "αντισταθμιστικής δύναμης" στην οικονομία των ΗΠΑ είναι οι μεγάλες συνδικαλιστικές ε- νώσεις. Αυτές, με την επίδραση που ασκούν στο ύψος των μισθών τους οποίους οφείλουν να καταβάλλουν οι μεγάλες επιχειρήσεις, α- ντισταθμίζουν εν μέρει τη μονοπωλιακή δύναμη του μεγάλου κεφαλαίου. Παράλληλα, οι μεγάλες αλυσίδες των καταστημάτων λιανικού ε- μπορίου, ασκώντας πίεση στην πολιτική τιμών των παραγωγικών επιχειρήσεων, υπαγορεύουν την τιμή που εισπράττει ο εργοστασιάρχης. Οι επικριτές της θεωρίας αυτής επισημαίνουν ότι στην περίπτωση του ολιγοπώλιου η ε- πίδραση της "αντισταθμιστικής δύναμης" είναι περιθωριακή. Στο βιβλίο Η κοινωνία της αφθονίας, ο Γκάλμπρεϊθ περνάει από την εξήγηση (και απολογία) του συστήματος στην εναντίον του επίθεση. Η κοινωνία της αφθονίας είναι μια κοινωνία όπου η πλατιάς κλίμακας φτώχεια και ανέχεια, που υπήρξε επί αιώνες η μοίρα της ανθρωπότητας, αντικαταστάθηκε από μιαν αφθονία α- γαθών αρκετή για να επιτρέπει στο σύνολο του πληθυσμού να εξασφαλίσει ένα λογικό άνετο βιοτικό επίπεδο. Εδώ, η προτεραιότητα που κατά παράδοση δίνεται στη διαρκή αύξηση της παραγωγής από τον "ιδιωτικό τομέα" της οικονομίας παύει να είναι λογική. Οδηγεί σε μια κατάσταση ιδιωτικής αφθονίας που συνοδεύεται από μιαν υποβάθμιση της δημόσιας ζωής, καθώς ο "δημόσιος τομέας" εξακολουθεί 286

287 Γκάλτον να λογίζεται ως εμπόδιο στην πλατιά διάθεση των πλουτοπαραγωγικών πόρων για τη μεγέθυνση της παραγωγής καταναλωτικών αγαθών. Η κατάσταση γίνεται χειρότερη με την τεχνητή διέγερση της ζήτησης καταναλωτικών αγαθών μέσω της διαφήμισης και των πιστωτικών ευκολιών. Η ανισόρροπη παραγωγή μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, καθώς και άλλες επιπτώσεις των συμβατικών οικονομικών στόχων, δείχνουν ότι το εθνικό προϊόν ως ποσότητα μπορεί να εξακολουθεί να αυξάνεται, ενώ η ανθρώπινη ζωή μπορεί ταυτόχρονα να ξεπέφτει. Καταλήγοντας, ο Γκάλμπρεϊθ προτείνει την αύξηση των δημόσιων δαπανών για κοινωνικές υπηρεσίες και κοινωνικά αγαθά. Στο τρίτο μείζον έργο του ο Γκάλμπρεϊθ εξετάζει τη λειτουργία της σύγχρονης καπιταλιστικής οικονομίας και πιο συγκεκριμένα της οικονομίας των ΗΠΑ. Η πολυσύνθετη δομή της σύγχρονης γιγαντιαίας εταιρικής επιχείρησης απαιτεί γνώσεις που το μεμονωμένο άτομο δεν διαθέτει. Τις αποφάσεις και τον προγραμματισμό για την επιχείρηση αναλαμβάνει ομάδα ειδικευμένων στελεχών της διοίκησης, η λεγόμενη "τεχνοδομή", της οποίας βασικός στόχος είναι όχι τόσο το μέγιστο κέρδος όσο η μεγέθυνση της επιχείρησης που εξασφαλίζει την επιβίωση της ομάδας και την αυτονομία της. Αυτό επιτυγχάνεται με τον έλεγχο του καταναλωτή μέσω της διαφήμισης και με τις νεότερες μεθόδους πώλησης, που επιβάλλουν, μαζί με τα αυξημένα διαθέσιμα αγαθά, μιαν ορισμενή βιοτροπία, όχι όμως κατανάγκην και την ικανοποίηση των καταναλωτών. Απ' όπου η ανάγκη μιας διορθωτικής πολιτικής με έλεγχο των τιμών και εισοδημάτων, διάθεση μεγαλύτερων δημόσιων πόρων για την υγεία, την κατοικία και άλλες κοινωνικές υπηρεσίες. Στα μεταγενέστερα έργα του, και κυρίως στο Η οικονομική επιστήμη και ο δημοσιονομικός στόχος (1973), ο Γκάλμπρεϊθ επιμένει στη διεύρυνση και της συνεργασίας του κράτους με τις βιομηχανικές ενώσεις (την "τεχνοδομή") και στην ενίσχυση αυτής της συνεργασίας με την οικονομική και κοινωνική επιστήμη προς το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου. Η κριτική στάση του Γκάλμπρεϊθ απέναντι στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα και στις νεοκλασικές οικονομικές θεωρίες, οι προτάσεις του για παρέμβαση του κράτους στα ασθενή τμήματα του συστήματος της αγοράς και για ανάληψη απ" αυτό της διαχείρισης των υπηρεσιών υγείας, αστικών συγκοινωνιών, κατοικίας κ.ά., η υ- ποστήριξη των αδύνατων επιχειρήσεων, ώστε να βελτιώσουν τους όρους των εμπορικών τους συναλλαγών έναντι του τομέα των μεγάλων εταιρικών ενώσεων, η εθνικοποίηση της πολεμικής βιομηχανίας καθώς και η προώθηση εκ μέρους του κράτους μεταρρυθμίσεων που να οδηγούν σ' αυτό που ο ίδιος ονομάζει "δημοκρατικό σοσιαλισμό"*, είναι μερικά από τα βασικά στοιχεία ενός θεωρητικού συστήματος μη μαρξιστικού που αναζητεί, στα πλαίσια της υφιστάμενης καπιταλιστικής δομής της κοινωνίας, τους εφικτούς τρόπους για την εξάλειψη ή τον μετριασμό των αντιθέσεών της. Γιόν. Κρητικός Γκάλτον (Gallon) Φράνσις ( , Μπίρμιγκχαμ , Λονδίνο). Αγγλος βιολογός, ψυχολόγος και ανθρωπολόγος, από τους θεμελιωτές της ψυχολογίας των ατομικών διαφορών*. Επιδιώκοντας να τεκμηριώσει τον κληρονομικό χαρακτήρα των ατομικών - ψυχολογικών διαφορών στο πνεύμα του δαρβινισμού ίδρυσε ανθρωπομετρικό εργαστήριο (1882) όπου μέσω ψυχομετρικών τεστς συγκέντρωνε ποικίλα ποσοτικά στοιχεία για τα ψυχοσωματικά και ψυχοκινητικά χαρακτηριστικά των ανθρώπων, προσαρμόζοντας μάλιστα και μαθηματικές μεθόδους στατιστικής ανάλυσης των ψυχομετρήσεων. Οι συσκευές και οι τεχνικές που επινόησε έδωσαν ώθηση σε πολλούς τομείς της σύγχρονης ψυχολογίας και κοινωνιολογίας (π.χ. μέθοδος των διδύμων, μελέτη των συνειρμών, της παραστατικής μνήμης, παραγοντική ανάλυση της προσωπικότητας κ.ά.). Η υπερεκτίμηση του ρόλου των κληρονομικών παραγόντων στις ατομικές διαφορές τον οδήγησε στην αναζήτηση μιας πνευματικά και σωματικά ανώτερης φυλής βάσει της κληρονομικότητας, γεγονός που τον ανέδειξε σε θεμελιωτή της ρατσιστικών προεκτάσεων «ευγονικής» στην Αγγλία. Εργα του: Hereditary talent and character, Mac Millan's magazine, 1865, v. XII.- Hereditary genius, London, English men of science, their nature and nurture, London, Inquiries into human faculty and its development, London, Βιβλιογρ.: Μ. Yaroshevsky, A History ot Psychology, Progress, M., Παρασκευόπουλου, Ψυχολογία α- τομικών διαφορών, Αθ., Δ. Πατέλης

288 Γκάλτουνγκ Γκάλτουνγκ (Galtung) Γιόχαν (Όσλο, 1930). Νορβηγός κοινωνιολόγος. Μελέτησε τα φαινόμενα της σύγκρουσης και της βίας στα κοινωνικό στρώματα και ομάδες, λαούς κ.λπ. και, ιδιαίτερα, στις αναπτυσσόμενες χώρες σε σχέση με τις αναπτυγμένες. Με τον όρο «βία» εννοεί κάθε μορφή ενέργειας, που παρακωλύει ανθρώπους, κοινωνικές ομάδες ή λαούς να ζήσουν μια ολοκληρωμένη ζωή, όπως συμβαίνει π.χ. με την εκμετάλλευση των χωρών του τρίτου κόσμου από τις δυτικές χώρες. Στον τομέα της μελλοντολογίας δέχεται ότι πολλοί παράγοντες επηρεάζουν τις κοινωνικές εξελίξεις και διατύπωσε προγνωστικά μοντέλα για τις εξελίξεις αυτές. Σε πολλά οι ιδέες του πλησιάζουν αυτές των οικολόγων. Διευθύνει το περιοδικό "Journal of Peace Research". Έργα του: Grandhis politiske etikk, Bergen, Synthetic Sociology, Oslo, Members of two worlds, Oslo, Ε. X. Γκαμπριέλ (Gabriel) Λεό (γεν. 1902). Αυστριακός φιλόσοφος, ιστορικός της φιλοσοφίας. Δομεί την «ολοκληρωτκή λογική» του συνδυάζοντας στοιχεία του νεοθωμισμού*, του περσοναλισμού*, της φαινομενολογίας*, του υ- παρξισμού* και του νεοθετικισμού*. Έργα του: Logik der Weltanschauung, Graz e.a., Mensch und Welt in der Entscheidung, Wien, Integrate Logik: Die Wabrheit des Ganzen, Wien e.a., Existenzphilosophie: Kierkegaard, Jaspers, Heidegger, Sartre. Dialog der Positionen, Wien - MUnchen, Δ. n. Γκάνταμερ Χανς Γκεόργκ (Gadamer, Hans - Georg, 1900-). Γεννήθηκε στο Marburg αλλά μεγάλωσε στο Breslau της Σιλεσίας, όπου ο πατέρας του κατείχε την έδρα της φαρμακευτικής Χημείας στο Πανεπιστήμιο της πόλης αυτής. Στην ίδια πόλη τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές του (1918) και εν συνεχεία παρακολούθησε μαθήματα γερμανικής φιλολογίας, ι- στορίας, ιστορίας της Τέχνης και φιλοσοφίας στα Πανεπιστήμια του Breslau στην αρχή και αργότερα του Μονάχου και του Marburg. Με την προτροπή του μεγάλου γερμανού φιλολόγου Paul Friedlander, πριν τελειώσει το Πανεπιστήμιο, επιδόθηκε στη σπουδή της κλασικής φιλολογίας. Οι σπουδές αυτές, κυρίως της κλασικής φιλολογίας, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της φιλοσοφικής του σκέψης. Το 1922 έγραψε τη διδακτορική του διατριβή κοντά στον P. Natorp*, τον κύριο εκπρόσωπο του νεοκαντιανισμού* στη "Σχολή του Marburg". Ωστόσο τη φιλοσοφική του πρόοδο και τον γενικότερο πνευματικό προσανατολισμό του δεν επηρέασαν οι αντιλήψεις των νεοκαντιανών, αλλά κυρίως η συνάντησή του με τον γνωστό ήδη τότε Martin Heidegger*, όταν επισκέφτηκε το Marburg το Η γνωριμία του με τον ρηξικέλευθο αυτόν φιλόσοφο επηρέασε τελικά κατά τρόπο αποφασιστικό τις φιλοσοφικές προτιμήσεις του Γκάνταμερ. Έτσι το 1929 έγραψε κοντά στον Heidegger και τη διατριβή του για υφηγεσία. Έπειτα από οχτώ χρόνια θητείας στη θέση υφηγητή, εξελέγη έκτακτος καθηγητής το 1937 (Marburg) και το 1939 τακτικός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Λιψίας, όπου παρέμεινε ως το Μετά από δύο χρόνια στο Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης εγκαταστάθηκε οριστικά στη Χαϊδελβέργη (Heidelberg) και δίδαξε στο περίφημο Πανεπιστήμιό της ως την αποχώρησή του ( ). Είναι μέλος πολλών φιλοσοφικών εταιρειών και τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις. Ο Cadamer είναι ο εισηγητής της "Ερμηνευτικής" στη σύγχρονη φιλοσοφία και υπολογίζεται σήμερα ως ένας από τους μεγάλους φιλοσόφους και διανοητές του καιρού μας. Το φιλοσοφικό του σύστημα έχει θεμέλιο και αφετηρία του την επεξεργασία της εμπειρίας (γνωστικής και αισθητικής), την προσέγγιση της φιλοσοφικής παράδοσης και την ερμηνευτική της ένταξη μέσα στο πλέγμα των γνωστικών εμπειριών, που διαμορφώνουν την κατανόηση των πραγμάτων και του κόσμου στη δεδομένη στιγμή της ιστορίας. Η γλώσσα χρησιμεύει και είναι καθοριστικός παράγων για την κατανόηση (Verstehen) του κόσμου και μέσω αυτής συντελείται η ερμηνευτική προσπέλασή του. Η ερμηνευτική βέβαια είναι ένα σύνθετο πνευματικό και φιλοσοφικό "σύστημα" συγχωνεύει και μετουσιώνει την ιστορική εμπειρία του ανθρώπου, μεταλλάσσει σε βιωματικό γεγονός την ανάπτυξη της γλώσσας και ανασυνθέτει τη στάση μας προς τον κόσμο με την αισθητική εμπειρία μας. Αυτή η αισθητική προαγωγή του ανθρώπου συναρτάται με την προσαγωγή του στο έργο τέχνης και με την εκπορευόμενη απ' αυτήν κατανόηση του κόσμου. Αυτή η διαδικασία του κατανοείν (Verstehen) βρίσκεται στο κέντρο της ερμηνευτικής του. Ο Γκάνταμερ μελέτησε και στοχάστηκε επίσης πάνω σε προβλήματα της πρακτικής, δηλαδή της ηθικής φιλοσοφίας. 288

289 Γκαουταπάντα Τα σημαντικότερα από τα έργα του: Platos dialektische Ethik. Phanomenologische Interprets'.lonen z^m Philebos, Ανατύπ. Hamburg Vernunft im Zeitalter der Wissenschaft Aufsatze, Frankfurt / M ( ).- Philosophische Lehrjahre. Ein RUckschan, Frankfurt / M Die Aktualitat des Schonen. Kunst als Spiel, Symbol und Fest, Stuttgart Lob der Theorie. Reben und Aufsatze, Frankfurt Das Erbe Europe. Beitrage, Frankfurt / M ( ). Από το 1985 εκδίδονται τα "Απαντά" του από τον εκδ. οίκο Mohr του Tubingen. Οασ. Κύρκος γκαντισμός. Πολιτικό και θρησκευτικο-φιλοσοφικό δόγμα που διατυπώθηκε από τον Ινδό ηγέτη Μ. Κ. Γκάντι ( ) κατά τον εθνικο-απελευθερωτικό αγώνα των Ινδών κατά των Αγγλων αποικιοκρατών. Η βασική ιδέα του γκαντισμού περιέχεται στη "σατγιαγκράχι" (σημαίνει "εμμονή στην αλήθεια"), η οποία δηλώνει την άρνηση της βίας ως μέσου για την ε- πίτευξη πολιτικών στόχων, αλλά και γενικότερα για τη διευθέτηση των κοινωνικών συγκρούσεων και την αποκατάσταση της κοινωνικής ειρήνης. Πρακτικά εκδηλώθηκε ως αποχή των αυτόχθονων από κάθε συνεργασία με το αποικιοκρατικό καθεστώς, ως ειρηνική διαμαρτυρία και ως διαπραγματευτική τακτική με αμοιβαίες υποχωρήσεις. Από δογματική σκοπιά, ο γκαντισμός θεμελιώνεται στην ιδέα της ηθικής τελειοποίησης του ανθρώπου ("αχίμσα") μέσω της καλοσύνης και της αγάπης που πρέπει να διέπει τη στάση του απέναντι σε όλα τα έμβια όντα και μέσω της συνειδητής άσκησής του στη σωματική στέρηση και την ψυχική καρτερία. Ο σωματικός αυτοκαταναγκασμός και η αυτοθυσία, που εκδηλώνονται με την υπομονή απέναντι στον πόνο και με την ασκητική ζωή, αποτελούν τα προαπαιτούμενα μιας κοινωνικής ζωής με στέρεες ηθικές βάσεις. Οι αρετές αυτές συνιστούσαν ταυτόχρονα το κριτήριο της πολιτικής δράσης, η οποία, για την επιτυχία των στόχων της, έδινε προτεραιότητα στα χρησιμοποιούμενα μέσα ταυτίζοντάς τα με τη βαθύτερη ηθική υ- πόσταση της ανθρώπινης ύπαρξης. Απορρίπτοντας έτσι τον υλικό κόσμο και ανάγοντας την εσωτερικότητα σε υψηλό σκοπό και αρχή της ανθρώπινης κοινωνίας, ο γκαντισμός αναδείχθηκε σε ένα από τα τελευταία μεγάλα πνευματικά κινήματα αντίστασης της ανατολικής σκέψης απέναντι στον επερχόμενο υλικό πολιτισμό και τους βίαιους ανταγωνισμούς που τον συνοδεύουν. Πρόταξε, συνεπώς, τη στροφή προς τον παραδοσιακό αγροτικό κοινοτισμό των Ινδιών, που θεμελιωνόταν στο πατριαρχικό πρότυπο, στο θρησκευτικό συναίσθημα και στην οικοτεχνική παραγωγή, ιδιαίτερα την υφαντική τέχνη (το σύμβολο του γκαντισμού ήταν η ρόκα). Οι αρχές του κινήματος αυτού δοκιμάστηκαν στη διάρκεια του αγώνα της ινδικής απελευθέρωσης, όπου εκδηλώθηκαν σημαντικές αντιρρήσεις για την εφαρμοσιμότητά τους, κυρίως εκ μέρους του διαδόχου του Γκάντι Τζ. Νεχρού. Η φιλοσοφία του γκαντισμού φθάρθηκε, όμως, μετά την ανεξαρτησία των Ινδιών, κυρίως εξαιτίας των εθνικών και των πολιτικών α- ναγκαιοτητών, όπως η άμυνα απέναντι στον ιαπωνικό επεκ. τισμό και η οικονομική ανάπτυξη. Εντούτοις, ενέπνευσε τη μη βίαιη πολιτική δράση και σε άλλες χώρες, όπως το κίνημα των μαύρων Αμερικανών υπό την ηγεσία του Μ. Λ. Κίνγκ, και κάποια οικολογικά ρεύματα στη δυτική Ευρώπη. Ε. Μηάλιας Γκοουταπάντα. Αρχαίος Ινδός στοχαστής, θεμελιωτής ενός από τα σημαντικότερα ορθόδοξα φιλοσοφικά συστήματα: της Αντβάιτα* Βεντάντα (άκρατος μονισμός). Δεν είναι γνωστό πότε έζησε, όπως άλλωστε δεν είναι πολλά γνωστά και για τον άλλο μεγάλο συνιδρυτή του ίδιου συστήματος, τον πολύ Σάνκαρα*. Ο τελευταίος φαίνεται πιθανό πως έζησε ανάμεσα στα τέλη του όγδοου και τις πρώτες δεκαετίες του ένατου αιώνα μ.χ. Η α (στερητικό) - ντβάιτα (δύίστική) Βεντάντα, η "μη δυϊστική Βεντάντα" ή Μπράμα Σούτρα ή Ούταρα Μιμάμσα, διδάσκει την απόλυτη ενότητα του σύμπαντος. Είναι ορθόδοξο φιλοσοφικό σύστημα με περιεχόμενο κοσμολογικό και γνωσιοθεωρητικό. Η εσχατολογική αντίληψη στην οποία οδηγεί το άκρατο μονιστικό αυτό σύστημα, ότι δηλαδή η λύτρωση δεν είναι κάποια άλλη κατάσταση στην οποία είναι επιθυμητό και στην οποία μπορεί να φτάσει άνθρωπος, αλλά αυτή η ίδια η αιώνια και αναλλοίωτη φύση του Εαυτού (του εσωτερικού Ατμαν), που ταυτίζεται με το (εξωτερικό) Μπράμαν, δεν αφήνει περιθώρια για την προδιαγραφή δρόμου ή μεθόδου σωτηρίας με τη συνηθισμένη έννοια του όρου. Επειδή, ωστόσο, η "μη γνώση" (α-βίντια) εμποδίζει τη συνειδητοποίηση αυτής της αλήθειας, είναι αναγκαίο στον άνθρωπο, για να νιώσει, Φ.Λ.. Α

290 ΓκαροντΙ όχι για να γίνει, ελεύθερος, να αποκτήσει τη σωστή γνώση (βίντια). Κατό την παράδοση, ο Γκαουταπάντα υπήρξε ο δάσκαλος του φιλόσοφου Γκοβίντα κοντά στον οποίο μαθήτευσε ο Σάνκαρα*, ο θεωρούμενος μέγας στοχαστής της Αντβάιτα. Από το γεγονός αυτό συμπεραίνεται ότι ο Γκαουταπάντα θα έζησε γύρω στα τέλη του έβδομου αιώνα. Από τα σημαντικότερα έργα του Γκαουταπάντα :ίναι η "καρίκα" (σχόλιο) στην Μαντούκια Ουπανισάντ. Βιβλιογρ.: Βασ. Βιτσαξής. Ο στοχαομός και η πίστη (Αρχαιότητα - Χριστιανισμός), 2 τόμοι. Εστία, Αθήνα, Δημ. Βελισσαρόπουλος, Ιστορία της ινδικής φιλοσοφίας, Δωδώνη, Αθήνα - Γιάννινα, 1992*. Βασ. Βιτσαξής ΓκαροντΙ Ροζέ (Garaudy Roger, γεν. 1913). Γάλλος φιλόσοφος, συγγραφέας, δημοσιολόγος και πολιτικός, αρχικά μαρξιστής. Ασχολήθηκε με την κριτική σύγχρονων φιλοσοφικών ρευμάτων, με τη θεωρία της γνώσης (La throne matdrialiste de la connaissance, 1953), με το πρόβλημα της ελευθερίας και του ανθρωπισμού (Grammaire de la liberty, 1950). Υποστήριξε την εναίσιμο επί υφηγεσία διατριβή του, με θέμα Τα προβλήματα της ελευθερίας και της αναγκαιότητας υπό το φως του μαρξισμού, στο "Ινστιτούτο Φιλοσοφίας" της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ (Μόσχα, 1954). Την προβληματική αυτή αναπτύσσει και σ' άλλα έργα του (Humanisme marxiste, 1957, Perspectives de /' homme, Paris, 1959 κ.ά.). Από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, αρχικά στα πλαίσια της απόπειρας τεκμηρίωσης της πολιτικής συμμαχιών του Γαλλικού Κ.Κ., εγκαταλείπει σταδιακά τη δογματική του προσήλωση στην τότε επίσημη ιδεολογική εκδοχή του μαρξισμού, στρέφεται στις τρέχουσες τότε «ανθρωπιστικές» (υπαρξισμός*, περσοναλισμός*, φαινομενολογία*, φιλοσοφία της ζωής* κ.λπ.) ερμηνείες του μαρξισμού, για να καταλήξει στη θρησκευτική φιλοσοφία. Έργα του: D' un r6alisme sans rivages, Paris, Karl Marx, Paris 1964 (ελλην. έκδοση Εγνατία, θεσ/κη [χ.χ.]).- Marxisme du 20e sime, Paris, Γισ να γνωρίσετε τη σκέψη του Χέγκελ, Απειρον, Αθήνα, Le marxisme et la personne humaine, Paris, La Iibert6, Paris, Δ. Πατέλης Γκασσεντί Πέτρος (Gassendi Pierre, Σαμπτερσιέ, Παρίσι, 1655). Γάλλος υλιστής φιλόσοφος, φυσικός, αστρονόμος, αλλά και θεολόγος - κληρικός. Οι διαμετρικά αντίθετοι χώροι τους οποίους υπηρέτησε, η φυσική δηλαδή και η μεταφυσική, οδήγησαν σε μιαν α- ντιφατικότητα τη φιλοσοφική του σκέψη και δράση: πρεσβεύει τον υλισμό, παραδέχεται όμως και την ύπαρξη του θεού. Με το πρώτο κιόλας σύγγραμμά του Παράδοξα γυμνάσματα κατά των αριστοτελικών (1624), άσκησε δριμύτατη κριτική κατά του Αριστοτέλη* και των σχολαστικών*, αλλά και κατά του ορθολογισμού του Καρτέσιου*, στον οποίο α- ντέταξε την αισθησιοκρατία* (σενσουαλισμό) με τα συγγράμματά του Αντιρρήσεις και Συζητήσεις αντικαρτεσιανές. Αντίθετα, αποδέχθηκε τον Επίκουρο*, τη φιλοσοφία του οποίου γισ την ατομική σύσταση της ύλης ανανέωσε, προ σαρμόζοντας τον ατομικό υλισμό στις ανακαλύψεις των φυσικών επιστημών, παράλληλα όμως και στο θρησκευτικό δόγμα. Οι βασικές θεωρίες του Γκασσεντί εμπεριέχονται στο σύγγραμμά του Syntagma philosophicum (δημοσιεύθηκε το 1658, τρία δηλαδή χρόνια μετά τον θάνατό του). Το έργο διαιρείται σε τρία μέρη: «Λογική», «Φυσική» και «Ηθική». Στη «Λογική» ακολουθεί την αρχή του υλιστικού σενσουαλισμού (αισθησιαρχίας), που αποτελούσε το θεμέλιο της διδασκαλίας του για τη γνώση. Στη «Φυσική» υπερασπίζεται την υλική ενότητα του κόσμου, που αποτελείται από πολύμορφα αυτοκινούμενα άτομα, τα οποία θεωρεί δημιουργήματα του θεού, και α- ποδεικνύει την αντικειμενική ύπαρξη του χώρου και του χρόνου. Στην «Ηθική», ακολουθώντας τον Επίκουρο, θεωρεί την ηδονή ως το ύψιστο αγαθό, απορρίπτοντας την ασκητική ηθική της Εκκλησίας. Ιδιομορφία στη διδασκαλία του Γκασσεντί αποτελεί και η θεωρία του για τη διττή αλήθεια. Η αλήθεια, κατ' αυτόν, φωτίζεται με την απόδειξη (εμπειρία και λογικό) και με την αποκάλυψη (θεϊκή αυθεντία, που φωτίζει τα υπερφυσικά φαινόμενα). Στην πολιτική είναι οπαδός της απόλυτης μοναρχίας, την οποία θεωρεί "σταθερή συγκεντρωτική ε- ξουσία" στην υπηρεσία του κράτους. Ο Γκασσεντί, λόγω των θρησκευτικών του θέσεων, κατηγορήθηκε για ασυνέπεια στις υλιστικές του απόψεις, πράγμα που το επεσήμανε ο Μαρξ*, δικαιολογώντας την ως μια προσπάθεια "να μην έλθει σε αντιφάσεις με τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις". Για την ασυνέπειά του αυτή ο Γκασσεντί έπεσε στη μακροχρόνια περιφρόνηση της ιστορίας της φιλοσοφίας, χωρίς τουλάχιστο να εξασφαλίσει ως αντι- 290

291 Γκενόν στάθμισμα τον μετριασμό των επιθέσεων και διώξεων των Ιησουίτών, που υπήρξαν βίαιες. Παρ" όλα αυτά, η επίδραση του Γκασσεντί στους συγχρόνους του και στους φιλόσοφους του 18ου αι. (Τζ. Λοκ*, Π. Μπελ*, I. Νεύτωνα*) υπήρξε σημαντική. Απέκτησε και πολυάριθμους οπαδούς, μεταξύ των οποίων τον Μολιέρο και τον Συρανό ντε Μπερζεράκ, και ανέπτυξε καλές σχέσεις με διασημότητες, όπως οι Γαλιλαίος*, Κέπλερ*, Χομπς*, Ντιντερό* κ.ά. Τα "Απαντά" του εκδόθηκαν στη Λυών το 1658 και στην Φλωρεντία το 1727, σε έξι τόμους κάθε φορά. Βιβλιογρ.: Κονιό Ζ., Γκασσεντί, ο ανανεωτής του Επικούρισμού (1956).- Μπιχόφσκι Μπ. Ε., Γκασσεντί (1974).- Rochol Β.. Les travaux de Gassendi( 1944).- Bioch Ο. R., La phitosophie de Gassendi (1971). Απ. Τζαφερόπουλος Γκέιλινκς Αρνόλδος (Geulincx Arnold, Αμβέρσα, Λέιντεν, 1669). Ολλανδός ιδεαλιστής φιλόσοφος. Επηρεασμένος από τον Καρτέσιο* εισηγήθηκε τη διδασκαλία του οκκαζιοναλισμού* (συμπτωσιαρχία), μέσω της οποίας επεδίωκε να προσδιορίσει τη σχέση νόησης - εκτατής ουσίας. Δίδασκε ότι ψυχή και σώμα είναι σαν δύο ρολόγια, που δουλεύουν πάντα με τον ίδιο ρυθμό, χωρίς αλληλεπίδραση και με κίνηση προκαθορισμένη από τον θεό (η παρομοίωσή του αυτή χρησιμοποιήθηκε αργότερα από τον Λάιμπνιτς* κατά τη διατύπωση της θεωρίας του για την "προκαθορισμένη αρμονία"), γιατί ό,τι υπάρχει, υπάρχει "δια του θεού και εν των θεώ". Ακόμη, ό,τι υπάρχει είναι φτιαγμένο κατά τέτοιον τρόπο, ώστε, με αφορμή ψυχικά ή σωματικά γεγονότα, πάντοτε στη μια από τις δυο πλευρές (ψυχική ή σωματική) θα παρουσιαστούν κάθε φορά ορισμένα γεγονότα. Βιβλιογρ: Vleeschauwer Η. J., Three centuries ot Geulincx research. A bibliogralical survey, Pretoria, Lattre Α.. V occasionalisme d' A. Geulincx, Paris, Απ. Τζ. Γκέλεν (Gehlen) Αρνολντ (Λιψία, Αμβούργο, 1976). Γερμανός φιλόσοφος, εκπρόσωπος της φιλοσοφικής ανθρωπολογίας. Οι θεμελιακές φιλοσοφικές - βιολογικές αντιλήψεις του διατυπώνονται στο έργο του Der Mensch. Seine Natur und seine Stellung in der Weld, 1994 (Ο άνθρωπος. Η φύση του και η θέση του στον κόσμο). Πιστεύει ότι η φύση της ανθρώπινης ουσίας έχει μιαν ειδική και μοναδική για τον ζωικό κόσμο θέση. Ο άνθρωπος είναι ένα βιολογικά υποδεέστερο ον, διότι δεν είναι καλά εξοπλισμένος με ένστικτα, σε αντίθεση με τα άλλα ζώα - η φύση τον φέρνει στον κάσμο ατελή από άποψη ζωικής - βιολογικής οργάνωσης και ως εκ τούτου δεν έχει τη δυνατότητα να ζήσει ως καθαρή φυσική ύπαρξη. ΓΓ αυτό ο άνθρωπος είναι αναγκασμένος μόνος του να τελειοποιηθεί, και αυτό σημαίνει ότι είναι υποχρεωμένος να λύσει μόνος του το πρόβλημα που αποτελεί ο ίδιος για τον εαυτό του. Για τον σκοπό αυτό πρέπει να πάει πέρα από το σημείο, όπου τον αφήνει η φύση. Έτσι θα μπορέσει να συμπληρώσει τα φυσικά κενά και να δώσει οριστική μορφή στον εαυτό του. Γι" αυτό, κατά τον Γκέλεν, η ιστορία, η κοινωνία και οι θεσμοί της δεν αποτελούν παρά μορφές που αναπληρώνουν τις βιολογικές ελλείψεις του ανθρώπου και αξιοποιούν ολοκληρωτικά τις ημιενστικτώδεις τάσεις του. Ο Γκέλεν στην προσπάθειά του να ανακαλύψει και να καθορίσει την ουσία του ανθρώπου, τον εξετάζει ως ένα ον προπαντός βιολογικό και έξω από τις συγκεκριμένες ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες, και έτσι καταλήγει σε μια στρεβλή εικόνα της ουσίας αυτής. Διότι η εικόνα αυτή βρίσκεται σε πλήρη διάσταση με την κοινωνική πρακτική και δεν επιτρέπει την ορθή κατανόηση της ανθρώπινης συνείδησης και πείρας. Αγνοεί επίσης το ότι ο άνθρωπος πρέπει να νοείται κυρίως ως ιστορικό ον. Βιβλιογρ.: Glasez W. R.. Soziales und instwmentales Handeln. Problems der Techrtologie bei Arnold Gehlen und J. Habermas, Stuttg., Απ. Τζ. Γκενόν (Gu6non) Ρενέ (Blois, Κάιρο, 1951). Γάλλος μελετητής του εσωτερισμού. Εγκαταστάθηκε τελικά στο Κάιρο (1930), όπου προσεχώρησε στον ισλαμισμό. Ασχολήθηκε με τον χριστιανισμό, τον ισλαμισμό και τον Ταοϊσμό στην εσωτερική του διάσταση, αλλά κυρίως με τον ινδουισμό, τις διδασκαλίες του ο- ποίου προσπάθησε να κάνει γνωστές στη Δύση με το έργο του. θεμελιώδης αρχή του Γκενόν είναι ότι όλες οι επιμέρους εσωτερικές παραδόσεις, που εξωτερική τους μορφή αποτελούν οι θρησκείες, προέρχονται από μία και ενιαία πρωταρχική παράδοση, η οποία διατηρείται σήμερα περισσότερο αλώβητη στις ινδουιστικές γνωσιακές διδασκαλίες απορρίπτει κάθε μυστικιστική τάση στην εσωτερική ε- μπειρία, τα δε μελετήματά του διακρίνονται, στο σύνολό τους και κατά την ανάπτυξη των επιμέρους θεμάτων, από μια αυστηρή, μαθηματική λογική. Σημαντικότερα έργα του: 291

292 Γκέντε Introduction g6n6rale ά /' 6tude des doctrines hindoues, Les 0tats multiples de /' 6tre, L' homme et son devenir selon le V6d6nta, Les principes du calcul infinitesimal κ.ά. ε. χ. Γκέντε Αντρας (Gedo Andres). Ούγγρος μαρξιστής ιστορικός της φιλοσοφίας. Μελετά τα σύγχρονα φιλοσοφικά ρεύματα συσχετίζοντας την κρίση που τα διέπει με τα κρισιακά φαινόμενα της κοινωνικής συνείδησης και της κοινωνίας. Εγραψε: Η Φιλοσοφία της κρίσης, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, Δ. π. Γκέντελ (Godel) Κουρτ [ , Μπριούν (Μπρνο) , Πρίνστον]. Αυστριακός μαθηματικός και λογικός. Σε νεαρή ηλικία δέχθηκε τις φιλοσοφικές επιδράσεις των λογικοθετικιστών του κύκλου της Βιέννης. Στα ώριμα χρόνια του ασπάζεται φιλοσοφικές απόψεις πλατωνικού χαρακτήρα σχετικά με την ύπαρξη μαθηματικών αντικειμένων, όπως των συνόλων. θεωρείται ως ο μεγαλύτερος λογικός του αιώνα μας και τα σημαντικότερα έργα του αναφέρονται στη μαθηματική λογική και ιδιαίτερα στη θεωρία συνόλων και στη θεωρία αποδείξεων. Τα βασικότερα θεωρήματα τα οποία απέδειξε είναι το θεώρημα πληρότητας, σύμφωνα με το οποίο στα πλαίσια των πρωτοβαθμίων μαθηματικών θεωριών οι έννοιες της απόδειξης και της αλήθειας είναι ισοδύναμες, το θεώρημα μη πληρότητας σχετικά πλούσιων πρωτοβάθμιων μαθηματικών θεωριών, σύμφωνα με το οποίο αν αυτές εμπεριέχουν σημαντικό μέρος του αξιωματικού συστήματος της κατά Peano αριθμητικής, τότε υπάρχουν προτάσεις που ούτε αυτές ούτε οι αρνήσεις τους είναι α- ποδείξιμες από τις θεωρίες και, τέλος, το θεώρημα της σχετικής συνέπειας του αξιωματικού συστήματος που προκύπτει αν στο αξιωματικό σύστημα της κατά Ζερμέλο - Φρένκελ θεωρίας των συνόλων προστεθεί το αξίωμα της επιλογής Διον. Αναπολιτάνος Γκερού (Gu6roult) Μαρσέλ ( ). Γάλλος ιστορικός της φιλοσοφίας, που η μεθοδολογία του διαμορφώθηκε υπό την επίδραση των νεοκαντιανών*, οι οποίοι επιχειρούσαν μια σύνθεση του καντιανισμού* και του χεγκελιανισμού*. Με τη βοήθεια της «μεθόδου των δομών» και της «διανοητικής», επεδίωξε την τεκμηρίωση της δυνατότητας ύπαρξης του κάθε φιλοσοφικού συστήματος στην ιστορία. Εργα του: «Diano6matique»: ν. 1, ρ. 1, Histoire de Γ histoire de la philosophie en Occident des origines jusqu' ά Condillac, Paris, v. 1, p. 2, En France, de Condorcet έ nos jours, Paris, v. 1, p. 3, En Allemagne, de Leibnitz ά nos jours, Paris, v. 2, Philosophie de /' Histoire de la philosophie, Paris, Δ. n. γκεστάλτ - ψυχολογία (από τη γερμανική λέξη gestalt, που σημαίνει μορφή, σχήμα, διάταξη). Η γκεστάλτ - ψυχολογία εμφανίστηκε ως αυτόνομη κατεύθυνση στην ψυχολογία στις αρχές του αιώνα μας και απετέλεσε τον κύριο αντίποδα της ενδοσκοπικής ατομιστικής ψυχολογίας του Wundt. Σε αντίθεση με τη σχολή αυτή, η οποία θεωρούσε σαν πρωταρχικά δομικά στοιχεία τις αισθήσεις, η γκεστάλτ - ψυχολογία αντιπρότεινε τις ολότητες, τα gestalt. Τον όρο Gestalt, εισήγαγε πρώτος ο Χ. Ερέφελσον στο άρθρο του Για την ποιότητα της μορφής, όπου διατύπωσε την άποψη ότι οι διάφορες οπτικές και ακουστικές προσλήψεις, όπως τα γεωμετρικά σχήματα και οι μελωδίες, είναι ανεξάρτητες από την πρόσληψη των ξεχωριστών στοιχείων που τις αποτελούν. Το ιδιαίτερο αυτό χαρακτηριστικό των προσλήψεων, ο ολιστικός δηλαδή χαρακτήρας τους, ονομάστηκε από τον Ερέφελσον γκεστάλτ ποιότητα". Οι πρώτες συστηματικές έρευνες για τις ψυχικές ολότητες πραγματοποιήθηκαν από τον Βερτχάιμερ πάνω στις οπτικές προσλήψεις, όπου διαπιστώθηκαν διάφορα φαινόμενα τα οποία πήραν τη μορφή νόμων, όπως η τάση των στοιχείων να διαμορφώνουν συμμετρική ολότητα, η τάση για ομαδοποίηση με κατεύθυνση την κατάκτηση του ανώτερου βαθμού α- πλότητας, ισορροπίας και εγγύτητας, η πρεγκνάντωση (από τη γερμανική λέξη pregnant), δηλαδή η εσωτερική τάση κάθε ψυχικού φαινομένου να φτάσει στον ανώτερο βαθμό εκφραστικότητας και καθαρότητας. Σημαντικό στοιχείο στην ανάπτυξη της ολότητας είναι η σχέση την οποία αναπτύσσει με τα στοιχεία που τη δομούν. Σύμφωνα με τη γκεστάλτ - ψυχολογία, η ολότητα όχι μόνο δεν ανάγεται στο άθροισμα των στοιχείων που τη δομούν αλλά αντίθετα οι όποιες αλλαγές στην ολότητα επηρεάζουν σημαντικά τον ρόλο που διαδραματίζει το καθένα στοιχείο ξεχωριστά. Τα επιμέρους στοιχεία αναδομούνται μέσα στην ολότη- 292

293 τα, ανάλογα με τις ποιοτικές αλλαγές στις ο- ποίες αυτή υπόκειται. ΓΓ αυτό και τα επιμέρους στοιχεία δεν είναι μια στατική παράμετρος της ολότητας, αλλά μια δυναμική λειτουργία μέσα στα πλαίσιά της. Η ψυχική ολότητα, ως στοιχείο της συνείδησης, σχετίζεται με τον αντικειμενικό κόσμο με βάση την αρχή του ισομορφισμού. Οι μελέτες πάνω στις οπτικές προσλήψεις επεκτάθηκαν στο σύνολο των ψυχικών λειτουργιών και κυρίως στη διαδικασία της σκέψης (Κέλλερ, Ντούνκερ). Κοντινές προς τη γκεστάλτ - ψυχολογία απόψεις διαμόρφωσε στον χώρο της κοινωνικής ψυχολογίας ο Φ. Χάιντερ, ο οποίος εισήγαγε τον όρο "γκεστάλτ" στην κοινωνική ψυχολογία και ο Κ. Λεβίν στην ψυχοδυναμική. Η προσέγγιση της γκεστάλτ επεκτάθηκε αργότερα και σε άλλες επιστήμες πέραν της ψυχολογίας. Βιβλιογρ.: Koffka Κ., Principles ol Gestalt Psychology, Ν. Υ Κέλερ Β., Η έρευνα της νόησης των ανθρωπόμορφών πιθήκων, στη "Χρηστομάθεια γενικής ψυχολογίας - ψυχολογία της νόησης", Μόσχα, 1981 (μετάφραση από τα γερμανικά).- Μ. Γ. Γιαροσέφσκι, Ιστορία της ψυχολογίας, Μόσχα, Μ. Wertheimer, Productive Thinking, Μόσχα, 1987 (μετάφραση από τα αγγλικά). Ευάγγ. Μανουράς Γκέυμονατ, βλ. Τζέυμονατ. ΓκΙνσμπεργκ (Ginsberg) Μόρις ( ). Αγγλος κοινωνιολόγος, μαθητής του Hobhouse, συνεχιστής της παράδοσης συνθετικής προσέγγισης κοινωνικής φιλοσοφίας, ηθικής φιλοσοφίας, κοινωνιολογίας, κοινωνικής ψυχολογίας και φιλοσοφίας του δικαίου. Συνέδεε την πρόοδο της ιστορίας με την ικανότητα της ανθρωπότητας να ελέγχει και να κατευθύνει τις αλλαγές της. Εργα του: The psychology of Society, London, Evolution and progress, London, Sociology, London, Reason and Unreason in Society, London, On justice in society, London, Δ.Π. Γκόλντμαν ΓκΙντινγκς (Giddings) Φράνκλιν ( ). Αμερικανός κοινωνιολόγος και φιλόσοφος, ο- παδός αρχικά του ψυχολογικού εξελικτισμού και στη συνέχεια του οργανικισμού* (βλ. Σπένσερ). Επιδίωξε τον συνδυασμό της ανάλυσης αντικειμενικών - φυσικών και υποκειμενικών - ψυχολογικών παραγόντων στην κοινωνία, ενώ προς το τέλος της σταδιοδρομίας του ανάγει την κοινωνιολογία στη μελέτη της συμπεριφοριστικά και θετικιστικά εννοούμενης «πλουραλιστικής συμπεριφοράς». Εργα του: The principles of sociology, New York - London, Studies in the theory of human society, New York, The scientific study of human society, Chapel Hill, Δ. n. Γκλοκ (Glock) Τσαρλς (γεν. το 1919). Αμερικανός κοινωνιολόγος, ερευνητής των φαινομένων της θρησκευτικότητας (θρησκευτικών βιωμάτων, πίστης, λατρείας, κινήτρων κ.λπ.). Εγραψε, σε συνεργασία με τον R. Stark, American piety: The Nature of Religious Commitment, Berkley, Δ. Π. Γκλυκσμάν (Glucksmann) Αντρέ (γεν. 1937). Γάλλος φιλόσοφος, ένας από τους ηγέτες των «νέων φιλοσόφων». Αρχικά ασχολήθηκε με την κοινωνική φιλοσοφία του πολέμου. Μετά την απομάκρυνσή του από τον αριστερό ριζοσπαστισμό (μαοϊσμό), απορρίπτει συνολικά την προηγούμενη ιδεολογία ως πηγή του ολοκληρωτισμού, καθώς και τον μαρξισμό, συνέπεια του οποίου θεωρεί τη βία, αλλά και όλες τις επαναστατικές θεωρίες. Εργα του: Le discours de la guerre, Paris, La cuisinidre et le mangeur d' hommes, Paris, Les maitrespenseurs, Paris, Europe 2004, Paris, Cynisme et passion, Paris, La force du vertige, Paris, La Mtise, Paris, Descartes c'est la France, Paris, Δ.Π. Γκόλντμαν (Goldmann) Λουτσιέν (1913, Βουκουρέστι -1970, Βρυξέλλες). Ρουμάνος κοινωνιολόγος. Το 1958 έγινε διευθυντής στο Ινστιτούτο κοινωνιολογίας του Ελεύθερου Πανεπιστήμιου των Βρυξελλών, στο Κέντρο ερευνών κοινωνιολογίας της λογοτεχνίας. Ο Γκόλντμαν είχε επηρεαστεί από τον Μαρξ* και ιδιαίτερα από τον Λούκατς*. Προσπάθησε να κατανοήσει τις κοινωνικές αλλαγές. Δεν ήθελε να είναι ο αναλυτής του πραγματικού, αλλά ο κοινωνιολόγος του «δυνάμει γίγνεσθαι». Ασκησε κριτική στο κεφαλαιοκρατικό σύστημα, επισημαίνοντας τη ροπή του ανθρώπου για πνευματική εξαθλίωση και υποστήριξε ότι ο άνθρωπος στη σύγχρονη εποχή χρησιμοποιεί μόνον τη μία διάστασή του, την υπαρκτή, ενώ ως προς το «δυνάμει» όλο και φτωχαίνει. Στο «δυνάμει» στηρίζεται όλη η πολιτιστική δραστηριότητα του ανθρώπου. Εκεί εντοπίζε- 293

294 Γκολντσάιντ ται το πρόβλημα του ανθρώπου στη σημερινή κοινωνία. Για να υπάρξει μια ελεύθερη ανθρωπότητα και πραγματική πνευματική καλλιέργεια, χρειάζεται αγώνας για την αλλαγή της παγκόσμιας πραγματικότητας σ' όλα τα επίπεδα: ευθύνης, συμμετοχής στις αποφάσεις και συνείδησης. Το σημαντικότερο μέρος του έργου του αναφέρεται στην κοινωνιολογία της λογοτεχνικής δημιουργίας. Εξέτασε τη λογοτεχνική δημιουργία όχι σαν παράλογο και μυστηριώδες φαινόμενο, αποτέλεσμα μιας εξαιρετικής έμπνευσης και απομακρυσμένο από την καθημερινή ζωή- αντίθετα, θεώρησε πως αποτελεί μια ιδιαίτερα ακριβή έκφραση των προβλημάτων που παρουσιάζονται στους κοινούς ανθρώπους στην καθημερινή ζωή και του τρόπου με τον οποίο προσπαθούν να τα λύσουν. Υποστήριξε ότι κάθε πνευματική δραστηριότητα πρέπει να ξεκινά από μια πραγματικότητα ή μια κοινωνική ή οικονομική δραστηριότητα, πράγμα που βοηθάει τους ανθρώπους ν' αναπτύξουν το πνεύμα τους, να κατανοήσουν την κατάσταση τους και ν' αποκτήσουν συνείδηση. Υπογράμμισε ότι το πολιτιστικό έργο είναι κοινωνικό και όχι ατομικό και ανταποκρίνεται σ' ένα επίπεδο συνοχής των τάσεων μιας ομάδας. Εργα του: Η ανθρώπινη κοινότητα και η οικουμένη του Καντ (La communaut6 humaine et Γ univers chez Kant, P.U.F., Paris, 1948).- Ανθρωπιστικές επιστήμες και φιλοσοφία (Sciences humaines et philosophie, P.U.F., Paris, 1956).- Ο κρυμμένος Θεός (Le Dieu cach6, Callimard, Paris, 1956).- Διαλεκτική έρευνα (Recherches dialectiques, Callimard, Paris, 1959).- Για μια κοινωνιολογία του μυθιστορήματος (Sociologie du roman, Callimard, Paris, 1964). Αθανασία Αδριανοπουλου Γκολντσάιντ (Goldscheid) Ροδόλφος (1870-;). Αυστριακός εκλεκτικός φιλόσοφος και κοινωνιολόγος, από τους ιδρυτές του κοινωνιολογικού συλλόγου της Βιέννης (1907) και από το 1922 εκδότης του περιοδικού «Φύλαξ της ειρήνης». Τονίζει ιδιαίτερα τον ρόλο της οικονομίας στην όλη κοινωνική και πολιτιστική ανέλιξη του ανθρώπου - είναι εισηγητής της "ανθρωποοικονομίας" και της "οικονομικής κοινωνιολογίας". Εργα του: Ανώτερη εξέλιξη και ανθρώπινη οικονομία (1911), Κράτος, δημόσια οικονομία και κοινωνία (1925) κ.ά. Ε. Χ. Γκομπινό (Gobineau) Ζοζέφ Αρθούρ ( , Βιλ ντ Αβρέ , Τορίνο). Γάλλος κοινωνικός φιλόσοφος, συγγραφέας και διπλωμάτης, ένας από τους πρώτους «προφήτες» του αναπόφευκτου θανάτου του δυτικού πολιτισμού. Κύριο παράγοντα του πολιτισμού θεωρεί την «καθαρότητα της φυλής». Οι «εθνικές αναμίξεις» υπονομεύουν την ενότητα και την κοινωνική δομή. Υιοθετεί μιαν αμετάβλητη ιεραρχία των φυλών: οι νέγροι είναι καθ' ολοκληρίαν συναισθηματικοί και ανίκανοι για ορθολογικό αυτοέλεγχο η κίτρινη φυλή διακατέχεται από ωφελιμισμό, γεγονός που την αποτρέπει από ηρωικές εξάρσεις και υψηλά επιτεύγματα. Μοναδική «ιστορική φυλή» και πρωταρχική κάτοχος του «μονοπώλιου κάλλους, νου και ρώμης» είναι η λευκή φυλή. Αυτή υποδιαιρείται σε τρεις παραλλαγές, η τρίτη από τις οποίες συγκροτεί τους Αριους, με τους οποί ους συνδέει ό,τι καλύτερο υπάρχει στη Γη. Αυτός ο «ιππότης της βαρβαρότητας» (Μαρξ*) προβαίνει ανενδοίαστα σε ανορθολογικές και αυθαίρετες παραποιήσεις της ιστορίας για να ενισχύσει τις ρατσιστικές του ιδέες. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του προσέγγισε τον Ρ. Βάγκνερ*. Δριμύτατη κριτική στον Γκομπινό άσκησε ο επιφανής πολιτικός και στοχαστής Τοκεβίλ (Tocqueville) και άλλοι επιστήμονες, θεωρείται πρόδρομος του Νίτσε*. Οι ιδέες του συνέβαλαν στη διαμόρφωση και διάδοση των ι- δεολογημάτων του ναζισμού. Ωστόσο ο ρατσισμός του συνδεόταν με μια σχετικοκρατική κριτική του ευρωκεντρισμού. Εργα του: Trois arts en Asie, Paris, Histoire des Perses, t. 1-2, Paris, Nouvelles asiatiques, nouv. 6d., Paris, Les religions et les philosophies dans I' Asie centrale, Paris, 1957*.- La Renaissance, Paris, Essai sur I'in6galit6 des races humaines, Paris, Δ. Πατέλης Γκονσέτ (Gonsethe) φερντινάν ( ). Ελβετός φιλόσοφος και μαθηματικός, εκπρόσωπος του «νεοορθολογισμού», ο οποίος εκπόνησε πρόγραμμα ιστορικο-γενετικής διερεύνησης των μαθηματικών. Εργα του: Les Fondements des Math6matiques, Paris, Les Mathdmatiques et la R0alit6, Paris, Δ.Π. Γκόουλντνερ (Gouldner) Αλβιν ( ). Αμερικανός κοινωνιολόγος, εκπρόσωπος της «εναλλακτικής κοινωνιολογίας». Αρχικά ασχο- 294

295 Γκούμπλοβιτς λήθηκε με το πρόβλημα της γραφειοκρατίας (δομική - λειτουργική προσέγγιση). Στη συνέχεια επικρίνει τον δομικό λειτουργισμό (Πάρσονς*) υπό την επίδραση του νεομαρξισμού*, της σχολής της Φρανκφούρτης* και άλλων αριστερών κινημάτων, από την οπτική της «κριτικής αναστοχαστικής» κοινωνιολογίας, θεωρεί τη διανόηση νέα τάξη ικανή να επιφέρει επαναστατικές αλλαγές στην κοινωνία. Έργα του: Dialectics of ideology and technology, New York, The uture of intellectuals and the rise of the new class. New York, The two marxisms: contradictions and anomalies in the development of theory, New York, Δ. n. Γκορτς (Gorz) Αντρέ. Ψευδώνυμο του αριστερού ριζοσπάστη κοινωνιολόγου Χορστ Ζεράρ (γεν. το 1923 στη Βιένη άλλο ψευδώνυμο: Μποσκέ Μισέλ). Από το 1946 εργάζεται στο Παρίσι. Από αριστερές σοσιαλιστικές θέσεις (δεκαετία του 60) πέρασε στην αναρχική άρνηση των δυτικοευρωπαϊκών αξιών και αργότερα σε πιο μετριοπαθείς φιλελεύθερες απόψεις. Επικριτής της βιομηχανικής παραγωγής και τεχνολογίας, προτείνει την αντικατάσταση των διαθέσιμων παραγωγικών δυνάμεων με άλλες, οι οποίες δεν απαιτούν καταμερισμό εργασίας, θεωρείται θεωρητικός της ριζοσπαστικής οικολογίας. Εργα του: Reforme et Evolution, Paris, Critique de la division du travail, Paris, Adieux au proletariat!, Paris, Les chemins du paradis. Agonie du capital, Paris, Δ. n. Γκοτάμα Σιντάρτα, βλ. Βούδας. Γκουάν Τσουνγκ ( π.χ.) (Κουάν Τσε ή Κουάν Τσουνγκ). Πρωθυπουργός του κράτους του Τσ'ι και ικανότατος στρατιωτικός, ένας από τους μεγαλύτερους πολιτικούς άνδρες της κινεζικής αρχαιότητας, που συνετέλεσε να γίνει κατά την εποχή του το κράτος αυτό το σημαντικότερο στην Κίνα και να μειωθεί η δύναμη των φεουδαρχών, με συνέπεια να βελτιωθεί η θέση του απλού λαού. Σε αυτό συνέβαλαν και άλλα μέτρα, όπως η αύξηση του ρόλου του νόμου, για να περιοριστεί η αυθαιρεσία των πριγκίπων. Στον Γκουάν Τσουνγκ είχε αποδοθεί η συγγραφή ενός έργου επί της πολιτικής θεωρίας και πρακτικής, το οποίο είναι γνωστό ως Κουάν-Τσε. Η πατρότητα του έργου αυτού, καθώς και ο χρόνος συγγραφής του αμφισβητούνται απ" όλους σχεδόν τους οινολόγους. Ακόμη και ο μεγάλος Κινέζος φιλόσοφος του Μεσαίωνα Τσου Σι είχε την ίδια άποψη. Το έργο απετελείτο από είκοσι τέσσερα βιβλία με εβδομήντα οκτώ κεφάλαια, τα οποία, αντίθετα προς ό,τι έχει υποστηριχθεί, δεν παρέχουν έρεισμα για να θεωρηθεί ο συγγραφέας τους θεμελιωτής της νομοκρατικής σχολής. Και αυτό γιατί το έργο, που γράφτηκε μάλλον μόλις τον 4ο ή 3ο αι. π.χ. και όχι τον 7ο, περιέχει στοιχεία τόσο από τον κομφουκιανισμό όσο και από τον ταοϊσμό. Πλάι στην έμφαση που δίνεται στον νόμο υπάρχει η πίστη στις βουλές του "Ουρανού" και μια ηθική διδασκαλία που πλησιάζει πολύ τις θεωρίες της σχολής των κομφουκιανών. Ετσι π.χ. περιλαμβάνει και την ιδέα της "ανθρωπιάς" (Jen, Τζεν), της οποίας υποδεικνύει τις πρακτικές προεκτάσεις, που συνίστανται στη μείωση των φόρων, στην ευσπλαχνική βοήθεια προς τους γέροντες, προς τους φτωχούς, καθώς και σε σωρεία άλλων μέτρων που αποβλέπουν στη χρηστή διοίκηση με σκοπό την ευημερία του λαού. Βιβλιογρ.: Fung Yu-lan, History ot Chinese Philosophy. Princeton University Press, 1952 (Α 1 τ. o. 14, 57, 112, 417).- Δημ. Βελισσαρόπουλος, Ιστορία της κινεζικής φιλοσοφίας. Δωδώνη, Αθήνα, 1981 (Τ. Α' , , 434). Δημ. Βελισσαρόπουλος ΓκουαρντΙνι (Guardini) Romano( ). Γερμανός καθολικός φιλόσοφος και θεολόγος ιταλικής καταγωγής. Επιχειρεί τη συγκρότηση νέας ανθρωπολογίας μέσω της μελέτης της "αντίθεσης". Εργα του: Geist der Liturgie, Christliches Bewusstsein.- Versuch uber Pascal, Das Ende der neuzeit: Ein Versuch zur Orientierung, Religion und Offenbarung, Δ. n. Γκούμπλοβιτς (Gumplowicz) Λούντβιχ ( , Κρακοβία , Γκρατς). Πολωνοεβραίος, που έκανε ακαδημαϊκή καριέρα στο Πανεπιστήμιο του Γκρατς, όπου διετέλεσε καθηγητής από το Από τους κύριους εκπροσώπους του κοινωνικού δαρβινισμού*, είναι επηρεασμένος από την εξελικτική θεωρία του Δαρβίνου* αλλά και τον Μαρξ*, θεωρεί την κοινωνική εξέλιξη αποτέλεσμα της πάλης των κοινωνικών ομάδων, αρνούμενος οποιαδήποτε σημασία στη δραστηριότητα του μεμονωμένου ατόμου. Γι" αυτόν μόνο η ομάδα ή η κοινότητα 295

296 γκούνας σκέφτεται. Η θεωρία του στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην καλούμενη "πολυγενετική υπόθεση", σύμφωνα με την οποία το ανθρώπινο είδος προέκυψε τόσο από διαφορετικούς τύπους όσο και σε διαφορετικά στάδια, έτσι ώστε μεταξύ των διαφορετικών ομάδων ή φυλών να μην υπάρχουν κοινοί δεσμοί αλλά μίσος και πάλη για εξόντωση. Μόνο αργότερα η επιθυμία για καλύτερη ικανοποίηση των υλικών αναγκών θα υποκαταστήσει την εξόντωση από την υποδούλωση των ηττημένων και την οικονομική τους εκμετάλλευση. Η δημιουργία κρατών συνέχισε την πάλη μεταξύ τους, ενώ παράλληλα, στο εσωτερικό του κάθε κράτους, δημιουργήθηκαν αντίπαλες ομάδες ατόμων. Η εκάστοτε κυρίαρχη τάξη δημιουργεί τους κατάλληλους θεσμούς για να εδραιώσει την ε- ξουσία της. Η πολυγενετική αντίληψη του Γκούμπλοβιτς αρνείται την οποιαδήποτε ενιαία εξέλιξη της ανθρωπότητας και δέχεται μόνο την επιμέρους εξέλιξη και πρόοδο του κράτους ή ομάδων στο εσωτερικό του, εξέλιξη, όμως, που α- κολουθεί μια κυκλική πορεία εμφάνισης, άνθησης και καταστροφής. Η έννοια της κυκλικότητας της ιστορίας αποκλείει οποιαδήποτε πρόοδο ή οπισθοδρόμηση. Μετά την επαφή του με τον αμ-ρικανό κοινωνιολόγο Λέστερ Ουώρντ* θα δημοσιεύσει στην Αμερικανική Επιθεώρηση κοινωνιολογίας ένα άρθρο του, όπου θα δεχτεί τη δυνατότητα μεταβολής των φυσικών διαδικασιών από την ανθρώπινη διάνοια. Το 1909 θα αυτοκτονήσει, αφού προηγουμένως σκοτώσει τη γυναίκα του. Σημαντικότερα έργα του: Φυλή και κράτος, Βιέννη, 1875, Η πάλη των φυλών, Ινσμπρουκ, 1883, Διάγραμμα κοινωνιολογίας, Δημ. Τσατσούλης γκούνας (σανσκρ. στην κυριολεξία "δευτερότερο", κατηγορήματα, ιδιότητες). Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως στα πλαίσια του αρχαίου ινδικού ορθόδοξου φιλοσοφικο-θρησκευτικού συστήματος Σανκύα ή Σαμκύα και του δίδυμου με αυτό, της Γιόγκα*. Σύμφωνα με τις διδαχές της Σαμκύα, το σύμπαν αποτελείται από δύο δομικά στοιχεία: τον "Πουρούσα", σύνολο αιώνιων και άφθαρτων (ενεργητικών) ζωικών και πνευματικών μονάδων, και την "Πρακρίτη", σύνολο αιώνιων και άφθαρτων παθητικών μονάδων. Ο όρος Πρακρίτη αναφέρεται τόσο στον κόσμο της ύλης όσο και σε εκείνον της σκέψης, είναι επομένως η "υλική αιτία" του σύμπαντος (υλικού και ψυχικού), είναι η "κατ' εξοχήν Ουσία" χωρίς όμως το φως της συνείδησης. Ο όρος Πουρούσα -ο οποίος στα αρχαία κείμενα, άλλοτε αναφέρεται στον "Εαυτό", το εσωτερικό δηλαδή Απόλυτο (το Ατμαν), και άλλοτε στον "εαυτό", δηλαδή την ατομική ψυχή- είναι το φως αυτό (της συνείδησης) που, ωστόσο, χωρίς την Πρακρίτη δεν έχει τα μέσα να δράσει ή να εκδηλωθεί. Οι γκούνας είναι οι (τρεις) ιδιότητες της Πρακρίτη που τη συναποτελούν σαν τρίκλωνο σκοινί: "σάττβα", το "φωτεινό" στοιχείο ή ιδιότητα, το "ράτζα", το στοιχείο ή ι- διότητα της δράσης, και το "τάμα", το σκοτεινό στοιχείο ή ιδιότητα της αντίδρασης. Στο σύστημα Γιόγκα, το ράτζα είναι ένα από τα πέντε "κλέσας" (εμπόδια στη συνειδητοποίηση του καθάριου "Εαυτού", δηλαδή του Πουρούσα). Οι τρεις γκούνας της Πρακρίτη θυμίζουν τις πλατωνικές διδαχές, στην Πολιτεία" αλλά και στον Φαίδρο', για τα τρία συστατικά της ψυχής: το "επιθυμητικόν", το "θυμοειδές" και το "λογιστικό ν". Βιβλιογρ.: Βασ. Βιτσαξής, Ο στοχασμός και η πίστη (Αρχαιότητα - Χριστιανισμός), 2 τόμ., Εστία, Αθήνα, Δημ. Βελισσαρόπουλος, Ιστορία της ινδικής φιλοσοφίας, Δωδώνη, Αθήνα - Γιάννινα, 1992*. Βαο. Βιτσαξής Γκούντμαν (Goodman) Νέλσον (γεν , Σόμερβιλ, Μασσαχουσέτη, ΗΠΑ). Αμερικανός φιλόσοφος από τους κύριους εκπροσώπους της λεγόμενης αναλυτικής* φιλοσοφίας. Θεωρείται ως ένας από τους κλασικούς νομιναλιστές φιλοσόφους, ο οποίος υιοθέτησε την άποψη μιας ακραίας κατασκευαστικάτητας σχετικά με τη δομή του γνωσιακά προσπελάσιμου. Ως νομιναλιστής δεν αποδέχεται την ύ- παρξη των γενικών αφηρημένων ιδεών, δηλαδή των καθόλου (universale), και αποδέχεται ως βασική αρχή απλότητας μια παραλλαγή της αρχής του "ξυραφιού του Οκαμ", σύμφωνα με την οποία οι μη λογικού χαρακτήρα οντολογικές παραδοχές μας πρέπει να διατηρούνται στο ελάχιστο δυνατό που επιτρέπει μια επαρκής εξήγηση των φαινομένων. Ο Γκούντμαν είναι γνωστός για την οξύτατη επίθεσή του ε- ναντίον της επαγωγικής διαδικασίας ως μεθόδου πορισμού γνώσης, καθώς και εναντίον της επαγωγικού χαρακτήρα πίστης μας στη ντετερμινιστική υφή του κόσμου. Δ. Αναπολιτάνος Γκράμσι Αντόνιο (Gramsci Antonio, ). Επιφανής πολιτικός και στοχαστής, 296

297 Γκρστρύ ένας από τους ιδρυτές του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (1921) και ο κυριότερος εκηρόσωπός του από το Το 1926 οι φασιστικές αρχές τον συνέλαβαν και τον εξόρισαν στο νησί Ουστίκα. Το 1928 το φασιστικό ειδικό δικαστήριο τον καταδίκασε σε 20 χρόνια φυλακή, αλλά η ποινή του μειώθηκε αργότερα με διάφορες αμνηστίες και έληξε το Λίγο μετά την απόλυσή του πέθανε σ" ένα νοσοκομείο της Ρώμης. Η σκέψη του Γκράμσι διαμορφώθηκε στην περίοδο του πρώτου Παγκόσμιου πολέμου και στα χρόνια που τον ακολούθησαν μέσα από την έντονη αλλά εποικοδομητική διαμάχη με την ομάδα των διανοουμένων υπό τον Γκομπέττι και σε άμεση επαφή με τα προβλήματα και τους πρώτους αντιφασιστικούς αγώνες της εργατικής τάξης. Εκτός από την άμεση πολιτική δράση (οργάνωση των απεργιών, συγκρότηση των εργοστασιακών συμβουλίων και, προπαντός, αξιοποίηση της πείρας της ρωσικής επανάστασης του 1917, που αποτέλεσε την προγραμματική βάση του νέου κόμματος), ο Γκράμσι ανέπτυξε μιαν έντονη δημοσιογραφική δράση από τις στήλες της εφημερίδας "L' Ordine Nuovo" (Νέα Τάξη), που ίδρυσε ο ίδιος μαζί με τον Τολιάττι, τον Τερρατσίνι και τον Τάσκα το Το 1924 ίδρυσε την εφημερίδα "Unita", ημερήσιο όργανο του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Καρπός της περιόδου που ο Γκράμσι πέρασε στη φυλακή ήταν τα Τετράδια της φυλακής (Quaderni dei carcere), που συγκεντρώνουν όλα τα δοκίμια, τις σημειώσεις, τις κριτικές παρατηρήσεις και τις τοποθετήσεις του σε προβλήματα φιλοσοφικά, κοινωνιολογικά, πολιτικά, αισθητικής κ.λπ. Τα 33 αυτά Τετράδια εκδόθηκαν σε εφτά τόμους μετά το τέλος του δεύτερου Παγκόσμιου πολέμου με την ακόλουθη σειρά: 1. Γράμματα από τη φυλακή (1947) 2. Ο ιστορικός υλισμός και η φιλοσοφία του Μπενεντέττο Κρότσε (1948) 3. Οι διανοούμενοι και η οργάνωση της κουλτούρας (1949) 4. Ο αγώνας για την ανεξαρτησία και την εθνική ενότητα της Ιταλίας (II Risorgimento, 1949) 5. Σημειώσεις για τονμακιαβέλλι, για την πολιτική και για το σύγχρονο κράτος (1949) 6. Λογοτεχνία και εθνική ζωή (1950) 7. Παρελθόν και Παρόν (1951). Εκδόθηκαν επίσης: συλλογή των άρθρων που δημοσιεύτηκαν πριν από τη σύλληψή του στην "L' Ordine Nuovo" (1954), Νεανικά δοκίμια, (1958), Σοσιαλισμός και φασισμός "L" Ordine Nuovo" (1966). Κατά τον Γκράμσι, n φιλοσοφία του Μαρξ αποτελεί μιαν ανώτερη φάση στην ανάπτυξη της παγκόσμιας σκέψης. Η πρωτοτυπία της συνίσταται, κυρίως, στην "ιστορική αντίληψη της πραγματικότητας", στην "προοπτική της πράξης", της αδιάρρηκτης ενότητας γνώσης και δράσης, που έχει ανοιχτό, κριτικό χαρακτήρα κι έναν ανθρωπισμό νέου τύπου. Στη γνωσιοθεωρία ο Γκράμσι τόνισε την ενεργητική, κατασκευαστική πλευρά της σκέψης και την αξία της διαλεκτικής για τη λύση των προβλημάτων του σοσιαλισμού. Το έργο του θεωρείται ως η πρώτη προσπάθεια χάραξης ενός ιταλικού δρόμου προς τον σοσιαλισμό, ως ιδιόμορφης λύσης που πηγάζει από τις ιστορικές τάσεις και τη δομή της ιταλικής κοινωνίας. Ο Γκράμσι άσκησε κριτική στα ιδεαλιστικά ρεύματα της σύγχρονης φιλοσοφίας (νεοκαντιανισμό*, νεοθετικισμό*, νεοχεγκελιανισμό*). Στο έργο του Οι διανοούμενοι και η οργάνωση της κουλτούρας, ο Γκράμσι θεωρεί τη δημιουργία της ενότητας ανάμεσα στην εργατική τάξη και τη διανόηση ως μια ουσιαστική διαφορά του μαρξισμού από τα αστικά φιλοο^φικά συστήματα και ιδιαίτερα από εκείνο του Μπενεντέττο Κρότσε, που πάσκιζε να σώσει τον "υψηλό πολιτισμό", αποσπώντας τον από την πολιτική και τις "μάζες". Στις Σημειώσεις για τον Μακιαβέλλι ανατρέπει τις επικρατούσες στην εποχή του αντιλήψεις για έναν Μακιαβέλλι πρόδρομο του φασιστικού κράτους και βλέπει τον μεγάλο φλωρεντινό πολιτικό σαν προπομπό του ιακωβινισμού, διότι είχε δει στον δεσμό μεταξύ α- στικής τάξης και αγροτιάς τη διέξοδο από την ιταλική κρίση της εποχής του. Ο Γκράμσι είναι αναμφισβήτητα ένας από τους σημαντικότερους μαρξιστές θεωρητικούς του 20ού αιώνα, ιδιαίτερα επίκαιρος για το κεντρικό θέμα που αντιμετώπισε: τις συνθήκες και τις δυνατότητες της επανάστασης σε μια σχετικά αναπτυγμένη δυτική χώρα. Το έργο του αποτελεί μια δημιουργική φάση στην ιστορία του μαρξισμού. Γιόν. Κρητικός Γκρατρύ Αλφόνσος (Gratry Alfonse) (Λίλλη, Μπορντώ, 1872). Γάλλος φιλόσοφος και θεολόγος, εκπρόσωπος του οντολογισμού*. Υπήρξε πολέμιος του Χέγκελ* και του Ρενάν*, αλλά και του "αλάθητου" του Πάπα, πράγμα που τον έφερε σε σύγκρουση με την ε- πίσημη καθολική Εκκλησία. Την υπαρξιακή του 297

298 Γκρεμός φιλοσοφία την θεμελίωσε επάνω στην αρχή ότι η αλήθεια δεν βρίσκεται και δεν είναι δυνατόν να κατανοηθεί, παρά αφού ο άνθρωπος προσφέρει όλη του την ύπαρξη σε έναν αγώνα υπέρ αυτής. Η προϋπόθεση αυτή οδηγεί στον θεό, διότι η πίστη είναι η μόνη ικανή να ανακουφίσει τον άνθρωπο από την υπαρξιακή α- γωνία. Ο Γκρατρύ υπήρξε ένας από τους ε- μπνευστές της κίνησης «Ενωση Ειρήνης» και από τους πρώτους σκαπανείς της Οικουμενικής ιδέας. Εγραψε: De la connaissance de dieu (1853), La palx (1861), La morale et la loi de /' histoire (1866). Απ. Τζ. Γκρεμάς Α. Ζ. (Greimas Algirdas Julian, ). Λιθουανικής καταγωγής εγκατεστημένος στη Γαλλία, ο Γκρεμάς θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους θεωρητικούς της λογοτεχνίας κι ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του γαλλικού δομισμού. Γλωσσολόγος και σημειολόγος, είναι εισηγητής της "Αφηγηματικής Γραμματικής", ενός από τους δύο μεγάλους κλάδους της σύγχρονης αφηγηματολογίας. Αρχισε την καριέρα του ως λεξικογράφος, ενώ από το 1965 έγινε Διευθυντής Σπουδών στην Ecole Pratique des Hautes Etudes του Παρισιού. Η απαρχή των θεωρητικών του αναζητήσεων τοποθετείται στη διαπίστωση που κάνει, μελετώντας το έργο των Μερλώ - Ποντύ και Λεβί-Στρως, ότι η σωσσυριανή υπόθεση για έναν δομημένο κόσμο που αντιλαμβανόμαστε μέσα από τη σημασιοδότησή του μπορεί να συμβάλει στη δημιουργία μιας μεθοδολογίας για τη μελέτη των κοινωνικών επιστημών και επιστημών του ανθρώπου εν γένει. Το βασικότερο θεωρητικό του έργο θεωρείται η Δομική Σημαντική (1966). Εδώ α- ναλύονται βασικές θεωρητικές έννοιες που εισήγαγε ο ίδιος, όπως η "ισοτοπία", η "εξωδεκτικότητσ και εσωδεκτικότητα" και το "μοντέλο δράσης" (module actantiel). Το τελευταίο αποτελεί ένα μεθοδολογικό εργαλείο για την ανάλυση των κειμένων και τη μελέτη του νοήματος. Στηρίζεται στις δυαδικές σχέσεις των ο- ποίων οι αντιθέσεις διαμορφώνουν τη γλώσσα και τη σύνταξή της. Το μοντέλο δράσης λειτουργεί σε επίπεδο βάθους πάνω στη δομή του οποίου διαρθρώνονται όλες οι δομές επιφανείας των διαφορετικών ιστοριών. Στη συγκρότηση του επηρεάστηκε από τα έργα των Βλ. Προπ (Μορφολογία του παραμυθιού) και Ετ. Σουριώ ( δραματικές καταστάσεις). Το μοντέλο δράσης σχηματίζουν έξι "δρώσες μονάδες": υποκείμενο, αντικείμενο, πομπός, δέκτης, συμπαραστάτης και αντίμαχος. Η γραμματική πρόταση που συντάσσουμε με τη βοήθεια του μοντέλου δράσης είναι της τάξης: Ενας πομπός υποβάλλει στο υποκείμενο να α- ναζητήσει ένα αντικείμενο προς όφελος ενός δέκτη στην προσπάθειά του αυτή, το υποκείμενο έχει κάποιον συμπαραστάτη αλλά και κάποιους αντίμαχους. Το μοντέλο δράσης εφαρμόζεται σε όλα τα κείμενα αλλά και στο θέατρο ή την εικόνα. Το 1976, με το έργο του Σημειωτική και Κοινωνικές Επιστήμες προχωρεί από τη λογοτεχνική σημειωτική στην κοινωνιολογία. Με τη σημειωτική των παθών, με την οποία ασχολήθηκε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Γκρεμάς προσπάθησε να κατασκευάσει μοντέλα που θα εξηγούσαν την πορεία της ζωής των υποκειμένων. Το έργο του έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και έχει επηρεάσει τη θεωρητική σκέψη. Βασικότερα έργα του: S6mantique structural, Paris, Larousse, Du sens, Essais s6miotiques, Paris, Larousse, S6miotique et sciences sociales, Paris, Seuil, Du sens II, Paris, Seuil, 19Θ3.- S6miotique des passions. Des 6tats de chosos aux 6tats d' me, Paris, Seuil, Δημ. Τσατσούλης Γκρην Τόμας Χιλ (Green Τ. Η., Γιόρκσαϊρ, Οξφόρδη, 1882). Αγγλος ιδεαλιστής φιλόσοφος, εκπρόσωπος του νεοχεγκελιανισμού*. Υπήρξε σφοδρός πολέμιος ΐρυ αγγλικού θετικισμού* των Τζ. Μιλλ* και Σπένσερ* στον ε- μπειρισμό* των οποίων αντέταξε τη στροφή προς τη φιλοσοφία του απόλυτου ιδεαλισμού. Κατά τον Γκρην, η πραγματικότητα είναι ένα σύστημα σχέσεων, που υπαγορεύεται από την "καθολική συνείδηση", τον θεό, σε σχέση με την οποία η "ατομική συνείδηση" κατέχει δευτερεύουσα θέση. Στην ηθική τάχθηκε κατά του ωφελιμισμού και διακήρυξε την αντίληψη της ελευθερίας της βούλησης. Η ηθική κατ' αυτόν είναι ο αυτοπροσδιορισμός της ατομικής βούλησης, η οποία προσαρμόζεται κάθε φορά στις απαιτήσεις της δεδομένης κοινωνίας. Και υποστηρίζει ότι πρόοδος της αυτοσυνείδησης σημαίνει πρόοδο της κοινωνίας. Εγραψε: Εισαγωγή στην πραγματεία του Χιουμ* Περί της ανθρώπινης φύσης (1874), Η φιλοσοφία του Αριστοτέλη (1867). Τα περισσότερα έργα του δημοσιεύτηκαν μετά τον θάνατό του, όπως: Προ- 298

299 Γκυγιώ λεγόμενα στην ηθική (Οξφόρδη, 1883), θεωρία περί των πολιτικών υποχρεώσεων (1895) κ.ό. Βιβλιογρ.: Ritchie, Political. Philosophy Τ. Η. Green (Αονδ. 1891).- Lament W. D Introduction to Green's moral philosophy (1934).- RichterM., The politics ol conscience: Τ. H. Green and his age (1964). An. Τζ. Γκρότιος Ούγος (Grotius, Hugo de Grood, Ντέλφτ, Ροστόκ, 1645). Ολλανδός νομομαθής, ιστορικός, θεολόγος και διπλωμάτης. Το Περί της αληθείας της χριστιανικής θρησκείας έργο του θεωρείται η άριστη απολογία του χριστιανισμού και κώδικας πίστης για όλους τους χριστιανούς ανεξαρτήτως δογμάτων. Έπεσε όμως σε δυσμένεια ως αρμινιανός* (αίρεση αντίπαλη του Καλβινισμού) και καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά (1618), αλλά κατόρθωσε να δραπετεύσει (1621) και να καταφύγει στη Γαλλία, όπου έγινε πρεσβευτής της Σουηδίας ( ). Με τα νομικά του συγγράμματα: Περί δικαίου και λείας, Περί ε- λευθερίας των θαλασσών και κυρίως με το περίφημο Περί του δικαίου του πολέμου και της ειρήνης (1625) αγωνίζεται κατά της δουλείας και προσπαθεί να προλάβει και να θέσει επάνω σε ορισμένους κανόνες τους πολέμους. Με το έργο του αυτό ο Γκρότιος έγινε ιδρυτής του δημόσιου διεθνούς δικαίου, πρόδρομος των διεθνών οργανισμών, όπως ο ΟΗΕ, και δίκαια έλαβε τον τίτλο του "πατέρα του δικαίου των ανθρώπων". Στο έργο αυτό διακρίνει το δίκαιο σε φυσικό και ανθρώπινο. Το φυσικό δίκαιο, κατά τον Γκρότιο, έχει μιαν απόλυτη υπόσταση. Αυτό δεν βασίζεται στη θεία βούληση, αλλά στη φύση του ανθρώπου, ο οποίος διαθέτει το χάρισμα της λογικής και την ικανότητα να ενεργεί σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου' θα υπήρχε λοιπόν «έστω και αν δεν υ- φίστατο ο θεός». Κατά την προκοινωνική εποχή ο άνθρωπος, αν και δεν δεσμευόταν από καταναγκασμούς, υπό.,ουε στις υπαγορεύσεις του λογικού. Το ανθρώπινο δίκαιο διαμορφώθηκε κατά την πορεία προς τον κοινωνικό βίο, οπότε πλάι στο ατομικό συμφέρον ο άνθρωπος αποδέχεται την ύπαρξη και του συμφέροντος της κοινότητας και έτσι δημιουργείται το κράτος ως αποτέλεσμα συνειδητής δράσης και συμφωνίας. Ωστόσο το κράτος δεν γεννάται από μόνη τη χρησιμότητα, αλλά κυρίως από την ανάγκη της προστασίας της κοινωνίας. Αλλά και στις σχέσεις μεταξύ των κρατών πρέπει να κυριαρχεί το δίκαιο, γγ αυτό υ- ποστηρίζει ότι πρέπει να θεσπιστεί ένα διεθνές δίκαιο, το οποίο να έχει ισχύ έναντι του πολέμου και κατά τη διάρκεια του πολέμου, που τον θεωρεί ντροπή ακόμη και για βάρβαρα έθνη. Ο ανθρωπισμός είναι η φωνή της αιώνιας δικαιοσύνης και δεν μπορεί να επιτρέπει τα πάντα σε καιρό πολέμου. Η διεξαγωγή του και το τέρμα του δεν πρέπει να αφήνουν ίχνη μίσους, τα οποία να διαταράζουν το ειρηνικό μέλλον των εθνών. Προς τον σκοπό αυτό ο Γκρότιος προτείνει τη σύσταση ενός διεθνούς δικαστηρίου, το οποίο να προλαβαίνει και να απαγορεύει τις αγριότητες σε περίοδο πολέμου. Με τις θεωρίες του αυτές ο Γκρότιος άσκησε μεγάλη επίδραση σε μια σειρά σοφών από τον Λοκ* μέχρι τον Ρουσσώ* και, γενικότερα, επηρέασε την ανθρωπότητα ευεργετικά στην προσπάθειά της να διαμορφώσει κώδικες διεθν ς δικαίου και συμπεριφοράς. Απ. Τζαφερόπουλος Γκρουνμπάουμ (Grunbaum) Αντολφ (γεν. 1923). Αμερικανός φιλόσοφος της επιστήμης και επιστημολόγος, οπαδός της εμπειρικής - ρεαλιστικής αντίληψης του χώρου και του χρόνου. Προτείνει λύσεις των παραδόξων του Ζήνωνα* μέσω της θεωρίας των συνόλων. Ασχολείται με την επιστημονική εγκυρότητα της ψυχανάλυσης. Έργα του: Modem Science and Zeno's Paradoxes, London, Geometry and Chronometry in Philosophical Perspective, Mineapolis - London, The Foundations of Psychoanalysis: a Philosophical Critique, Berkley, Δ. n. Γκυγιώ Ιωάννης - Μαρία (Guyau Jean - Marie, ). Γάλλος βιταλιστής φιλόσοφος και ποιητής. Ζηλωτής της ελληνικής αρχαιότητας, δέχθηκε την επίδραση κυρίως του Πλάτωνα' και των Στωικών*. Ως οπαδός του πλατωνικού ιδεαλισμού βρέθηκε αρχικά αντιμέτωπος προς την αγγλική φιλοσοφική σχολή, αλλά με τον καιρό πλησίασε σε αρκετά σημεία την αγγλική φιλοσοφική σκέψη στις κοινωνιολογικές του λ.χ. απόψεις ακολουθεί τη διδασκαλία του Σπένσερ*. Στην ηθική είναι οπαδός των Στωικών. Τις απόψεις του τις εκθέτει κυρίως στο έργο του Σχέδιο μιας ηθικής δίχως υποχρέωση ή κύρωση (1885). Εκεί υποστηρίζει ότι αρχή και πηγή της ηθικής είναι η ίδια η ζωή, η οποία είναι ταυτοχρόνως επιθυμία συντήρησης και ε- πέκτασης όσο πιο έντονη είναι η επιθυμία 299

300 Γ κυρβίτς αυτή, τόσο πιο εκτεταμένη και γόνιμη υλικά, πνευματικά και ηθικά γίνεται, διότι ανάγεται σε κίνητρο ηθικής δράσης, καθώς επιθυμούμε να επεκτείνουμε το μικρό «εγώ» σε μιαν απεριόριστη συμπάθεια για τους ανθρώπους και τα πράγματα. Ο άνθρωπος από την ίδια του τη φύση ωθείται στο να καταστεί κοινωνικός και ηθικός, διότι υπάρχει ένα αδιαφιλονίκητο ένστικτο, που προτρέπει στο καλό και στην αγάπη, που δεν επιβάλλονται από έξω, αλλά από μιαν απόφαση ηθική, ελεύθερη, προσωπική. Με τον τρόπο αυτό ο Γκυγιώ οδηγείται στον βιταλισμό* (ζωτικοκρατία ή ζωτικοδοξία) του οποίου γίνεται ιδρυτής. Τα φαινόμενα της ζωής κατ' αυτόν δεν μπορούν να εξηγηθούν μηχανιστικά, με βάση τον νόμο αιτίου - αποτελέσματος, αλλά με βάση την αρχή της "ζωτικής δύναμης", η οποία δρα ασύνειδα. Παράσταση της δύναμης αυτής επιτυγχάνεται με την τέχνη, η οποία απευθύνεται ταυτόχρονα στο συναίσθημα, στη σκέψη και τη θέληση. Η θρησκεία δεν είναι παρά η σχέση ανθρώπου - σύμπαντος και πρέπει να αποβλέπει στο ιδεώδες της παγκόσμιας αγάπης. Στην ποίηση πρότυπά του είχε τον Λαμαρτίνο, τον Μυσέ κ.ά. Ο τίτλος της ποιητικής του όμως συλλογής, "Vers d" un philosophe", μαρτυρεί τη στενή συνάφεια ποίησης - φιλοσοφίας, την οποία υπηρετούσε με το ποιητικό του έργο. Με τα n Λοσοφικά του συγγράμματα, αν και πέθανί πρόωρα, μόλις 34 ετών, άσκησε βαθιά και ουσιαστική επίδραση στους συγχρόνους του όπιος στον Νίτσε*, που κατηγορήθηκε για λογοκλοπή, ιδίως στα σημεία όπου η θεωρία του περί αιτιολογίας ζωής και χαράς συμπίπτει με τις απόψεις του Γκυγιώ, και στον Μπερξόν*. Τα κυριότερα έργα του Γκυγιώ είναι: Η ηθική του Επίκουρου και οι σχέσεις της με τις σύγχρονες ηθικές θεωρίες (1878), Η σύγχρονη αγγλική ηθική (1879), Τα προβλήματα της σύγχρονης αισθητικής (1884), Η θρησκεία του μέλλοντος (1886), Η τέχνη από κοινωνιολογική άποψη (1889), Εκπαίδευση και κληρονομικότητα (1889), Η γένεση της ιδέας του χρόνου (1890). Στα ποιητικά του συγκαταλέγεται και η συλλογή με τίτλο Μεσόγειος κ.ά. Βιβλιογρ.: Ch. Renouvier, Les dermiers ouvrages de M. Guyau (1898).- E. Bergmann. Der Philosophe Guyau's, Λειψία, Schum, J. M. Guyau's Religions philosophie, Τυβίγγη, Απ. Τζαφερόπουλος ΓκυρβΙτς Ζωρζ (Gun/itch Georges, ). Κοινωνιολόγος, ρωσικής καταγωγής, με επιστημονική δράση στην Τσεχοσλοβακία, τη Γερμανία και τη Γαλλία, όπου το 1949 διορίσθηκε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης. Ανήκει στη διαλεκτική κοινωνιολογία. Η κοινωνιολογία, κατά τον Gurvitch, διακρίνεται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: 1) μακροκοινωνιολογία και μικροκοινωνιολογία και 2) γενική κοινωνιολογία και ειδικές κοινωνιολογίες. 1) Η μπκροκοινωνιολογία μελετά μακροφαινόμενα, όπως είναι τα κράτη ή συγκεκριμένοι πολιτισμοί, ενώ η μικροκοινωνιολογία ασχολείται με τη μελέτη μικρών άτυπων ομάδων. 2) Από την άλλη πλευρά, η γενική κοινωνιολογία αναφέρεται α) στη λεγόμενη "κοινωνιολογία του βάθους", δηλαδή τη μελέτη των διαφόρων επιπέδων βάθους της καθολικής κοινωνίας, β) στη μελέτη των εκδηλώσεων κοινωνικότητας και στην τυπολογία των μορφών κοινωνικότητας (μικροκοινωνιολογία) και γ) στην τυπολογία των ιδιαίτερων ομάδων και των καθολικών κοινωνιών (μακροκοινωνιολογία). Στις ειδικές κοινωνιολογίες συγκαταλέγονται: α) η γενετική κοινωνιολογία (διάρθρωση και αποσύνθεση κοινωνικών δομών), β) η κοινωνική μορφολογία, γ) η οικονομική, βιομηχανική και τεχνολογική κοινωνιολογία, δ) η κοινωνιολογία των πολιτιστικών δημιουργημάτων, ε) η συλλογική ψυχολογία και στ) η κοινωνιολογική εθνολογία. Χαρακτηριστικά της κοινωνιολογικής μεθόδου του Gurvitch είναι: α) η "ποιοτική και ασυνεχής τυπολογία", β) η καθολική θεώρηση της κοινωνίας, γ) ο "διαλεκτικός υπερ-εμπειρισμός". Στην πρώτη περίπτωση ("ποιοτική και ασυνεχής τυπολογία") ο Gurvitch διακρίνει τρεις βασικές κατηγορίες τύπων: τους μικροκοινωνιολογικούς τύπους (τύποι κοινωνικών σχέσεων ή "εκφράσεις της κοινωνικότητας"), τους τύπους ιδιαίτερων ομάδων (τύποι συνολικών κοινωνικών φαινομένων) και τους τύπους των καθολικών κοινωνιών και των κοινωνικών τάξεων (ιδιαίτεροι μακρόκοσμοι ομαδώσεων). Στην περίπτωση της καθολικής θεώρησης της κοινωνικής πραγματικότητας, η μέθοδος προσεγγίζει κάθε στοιχείο της πραγματικότητας, ανεξάρτητα από τον βαθμό διάρθρωσής του. Η κοινωνική πραγματικότητα είναι για τον Gun/itch μια πολυδιάστατη, αυτοτελής οντότητα, που πρέπει να εξετάζεται σε όλα τα επίπεδα βάθους της. Είναι μια καθολική κοινωνική πραγματικότητα που εκφράζεται σε "ολικά κοινωνικά φαινόμενα". Με τον όρο "ολικό κοινωνικό φαινόμενο", που 300

301 Γληνός διατυπώθηκε από τον Marchel Mauss* και υιοθετήθηκε από τον Gurvitch, αποδίδεται ο πολυδιάστατος χαρακτήρας ενός κοινωνικού φαινομένου. Για παράδειγμα, η ανταλλαγή δωρημάτων στις αρχαϊκές κοινωνίες, όπως το φαινόμενο μελετήθηκε από τον Μ. Mauss, δεν έχει μόνον οικονομικό χαρακτήρα, δεν είναι μια απλή ανταλλαγή προϊόντων, αλλά έχει συγχρόνως θρησκευτική, πολιτική και κοινωνική διάσταση. Το τρίτο χαρακτηριστικό της μεθόδου του Gurvitch, ο "διαλεκτικός υπερ-εμπειρισμός", α- ποτελεί τρόπο προσέγγισης των φαινομένων. Πρόκειται για προσέγγιση της εμπειρικής πραγματικότητας με εργαλείο τη διαλεκτική. Με τον όρο διαλεκτική ο Gurvitch δεν εννοούσε τη διαλεκτική που μας είναι γνωστή από τον Hegel* και τον Κ. Marx*, την οποία θεωρεί μονοσήμαντη και πολωτική, επειδή το χαρακτηριστικό της στοιχείο είναι οι αντιθέσεις. Αντίθετα, διατυπώνει την άποψη πως μπορούν να υ- πάρξουν και άλλες μορφές διαλεκτικής. Ο Ιδιος κάνει λόγο για πέντε διαφορετικά είδη διαλεκτικής: α) διαλεκτική συμπληρωμστικότητα (ψηλό - χαμηλό, κρύο - ζεστό)' β) αμοιβαία διαλεκτική τομή (περίπτωση δύο στοιχείων όπου το ένα υ- πεισέρχεται στο άλλο) - γ) αμφιλογία και αμφισημία (έλξη - άπωση)' δ) διαλεκτική πόλωση (χεγκελιανή διαλεκτική)" ε) αμοιβαιότητα θεώρησης (έκφραση ίδιας γνώμης από μια ομάδα και ένα μέλος της ομάδας). Βιβλιογρ.: Τσαούσης Δ., ΟΖωρζΓκυρβίτςκαι η κοινωνιολογία του. στο: "Ζωρζ Γκυρβίτς: Μελέτες για τις κοινωνικές τάξεις", εκδ. Gutenberg, Αθήνα, Timascheff, Ν. / Theodorson, G., Ιστορία κοινωνιολογικών θειαριών, μετάφ. Δ. Τσαούσης, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 1980, σ Χρ. Νόβα - Καλτσούνη Γκχος Αουρομπίντο, βλ. Αουρομπίντο. Γκωτιέ Παύλος (Gauthier Paul, Παρίσι, ). Γάλλος φιλόσοφος και δημοσιολόγος, μέλος της Ακαδημίας Ηθικών Επιστημών (1929). Υπήρξε οπαδός του Μπερξόν*. Ασχολήθηκε με την πειραματική ψυχολογία και έ- γραψε: Έρευνα για την οπτική μνήμη και Έρευνα για την αριθμητική μνήμη. Αλλα του έργα: Le Rire et la caricature (Γέλιο και γελοιογραφία, 1906), Le sens de /' art (Η αίσθηση της τέχνης, 1917), Les Maftres de la Pens6e frangaise (Οι οδηγοί της γαλλικής σκέψης, 1921). Απ. Τζ. Γληνός Δημήτριος (1882, Σμύρνη , Αθήνα). Φιλόσοφος, κλασικός φιλόλογος και πολιτικός. Εκφραστής αρχικά των ιδεών της προοδευτικής μερίδας της αστικής τάξης, πέρασε βαθμιαία στον κοινωνικό ριζοσπαστισμό και τον σοσιαλισμό και κατέληξε στον μαρξισμό. Ηταν ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ. Προερχόταν από φτωχή οικογένεια. Τελείωσε την Ευαγγελική σχολή της Σμύρνης και το 1899 έρχεται στην Αθήνα και γράφεται στη Φιλοσοφική σχολή. Παίρνει με άριστα το πτυχίο του και διορίζεται διευθυντής της Αναξαγόρειας σχολής στα Βουρλά της Σμύρνης. Το 1905 γίνεται μέλος της εταιρείας «Η εθνική μας γλώσσα» στην Αθήνα και αρθρογραφεί στο δημοτικιστικό περιοδικό "Νουμάς". Το 1908 φεύγει στην Ευρώπη και συνεχίζει τις παιδαγωγικές και φιλοσοφικές σπουδές του στη Γερμανία (Ιένα και Λιψία). Επιστρέφει το 1911 στην Ελλάδα και μαζί με τον Δελμούζο και τον Τριανταφυλλίδη, γίνεται η ψυχή του «Εκπαιδευτικού Ομίλου». Από το 1912 ως το 1916 είναι διευθυντής του Διδασκαλείου Μέσης Εκπαίδευσης. Το 1914 ιδρύει τον «Σύνδεσμο Εκπαιδευτικών Λειτουργών» και εκδίδει το περιοδικό του "Αγωγή". Στην περίοδο Νοέμβριος Ιανουάριος 1917 φυλακίζεται από την αντιβενιζελική κυβέρνηση. Μετά την αποφυλάκισή του, διορίζεται πρόεδρος του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου και από τη θέση του αυτή συμβάλλει στην έκδοση νομοθετικών διαταγμάτων για την εισαγωγή της δημοτικής γλώσσας στα δημοτικά σχόλεια. Τον Ιούνιο του 1917 διορίζεται Γενικός Γραμματέας του υπουργείου Παιδείας και εκπαιδευτικός σύμβουλος. Από τη θέση του αυτή προσπαθεί να προωθήσει το έργο της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, αλλά με την πτώση της κυβέρνησης Βενιζέλου, τον Νοέμβριο του 1920, το έργο αυτό σταματά. Η επανάσταση του Πλαστήρα, μετά τη μικρασιατική καταστροφή, ξαναφέρνει τη δημοτική και ο Γληνός διορίζεται εκπαιδευτικός σύμβουλος. Το η κυβέρνηση τού αναθέτει τη διεύθυνση της νεοσύστατης Παιδαγωγικής Ακαδημίας, αλλά η δικτατορία του Πάγκαλου κλείνει την Ακαδημία και ο Γληνός διώκεται. Συνεργάζεται με τη «Φοιτητική συντροφιά» και εκδίδει το περιοδικό "Αναγέννηση". Στα , διαφωνεί με τον Δελμούζο σχετικά με τις κατευθύνσεις που πρέπει να ακολουθήσει ο Εκπαιδευτικός Όμιλος. Η διαφωνία οδηγεί στη διάσπαση του Ομίλου. Ο Γληνός, ακολουθούμενος από την πλειοψηφία, συντάσσει τη νέα 301

302 Γληνός «Διακήρυξη» του Ομίλου και εκδίδει το περιοδικό "Νέος Δρόμος" (1928). Μετά από μια δίκη που επακολούθησε, ο Γληνός στρέφεται οριστικά προς τα αριστερά. Τον Οκτώβριο του 1935 η κυβέρνηση του Κονδύλη τον στέλνει ε- ξορία ατον Αι-Στράτη, όπου μένει μέχρι τα τέλη του χρόνου. Τον Γενάρη του 1936 εκλέγεται βουλευτής του Παλλαϊκού Μετώπου. Στο διάστημα αυτό αρθρογραφεί στον "Ριζοσπάστη" και στους "Νέους Πρωτοπόρους". Η μεταξική δικτατορία τον στέλνει εξορία στην Ανάφη. Αργότερα τον κλείνει στις φυλακές της Ακροναυπλίας και του Πύργου της Σαντορίνης. Το 1940 βρίσκεται στην Αθήνα με «κατ' οίκον περιορισμό». Το 1941 συλλαμβάνεται και πάλι από τους Ιταλούς, για ν' απολυθεί το 1942 βαριά άρρωστος. Γίνεται μέλος του ΠΓ του ΚΚΕ και συντάσσει το περίφημο εθνικοαπελευθερωτικό προγραμματικό κείμενο Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ. Πέθανε στις 26 Δεκεμβρίου 1943 σε νοσοκομείο της Αθήνας, όπου υποβλήθηκε σε εγχείρηση του ήπατος. Ο Γληνός δεν άφησε φιλοσοφικό συστηματικό έργο. Οι θεωρητικές του εργασίες είναι σκορπισμένες σε πλήθος άρθρα και δοκίμια γραμμένα σε συνάρτηση με τα φλέγοντα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας της εποχής του. Στις μελέτες του για τα γλωσσικά και εκπαιδευτικά ζητήματα, συνδέει το πρόβλημα του εκδημοκρατισμού της παιδείας με τους αγώνες του λαού για την κοινωνική χειραφέτησή του (Έθνος και Γλώσσα, 1922' Η κρίση του δημοτικισμού, 1923' Ένας άταφος νεκρός, 1925 κ.ά.). Από τις αυτοτελείς φιλοσοφικές πραγματείες, οι κυριότερες είναι: Ρούντολφ Όυκεν, ο διδάσκαλος και ο άνθρωπος. Τα έργα του. Το σύστημα (1909) Ηθική φιλοσοφία του Πλάτωνος (1910) Δημιουργικός ιστορισμός (1916, ανατύπ. 1920)' Λήμματα στους τόμους Ζ και Η του Εγκυκλοπαιδικού Λεξικού του Ελευθερουδάκη: Καντ, Καρτέσιος, Κοντ, Λοκ, (1929) Η φιλοσοφία του Χέγκελ, αφιερωμένο στα 100 χρόνια από τον θάνατο του γερμανού φιλόσοφου (1932) Πνευματικές μορφές της αντίδρασης (1932)' Η σημερινή θέση των ανθρωπιστικών σπουδών στην Ελλάδα Μερικοί στοχασμοί για τον Πλάτωνα Η θέση του Σοφιστή μέσα στο πλατωνικό έργο. Μια πλατωνική τετραλογία (οι τρεις αυτές μελέτες αποτέλεσαν μιαν εκτενή εισαγωγή στη μετάφραση που ο ίδιος έκανε -με το ψευδώνυμο Δ. Αλεξάνδρου- του Σοφιστή του Πλάτωνα, 1940) Νοσταλγός ή προφήτης. Ένα σύντομο σκίτσο για τον Νίτσε και τη φιλοσοφία του (1941), που τυπώθηκε σαν πρόλογος του βιβλίου του Φρ. Νίτσε Η γενεαλογία της Ηθικής, μεταφρασμένο από τον ίδιο, με το ψευδώνυμο και πάλι Δ. Αλεξάνδρου - Η Τριλογία του πολέμου. Οι μονόλογοι του ερημίτη της Σαντορίνης, γραμμένο στην εξορία το 1938, τυπώθηκε το Ι945 τέλος, ένα δοκίμιο Ορίζοντες νέας ζωής. Α' Θεωρία της γνώσης, γραμμένο το 1941, καθώς και το Διάγραμμα της διαλεχτικής φιλοσοφίας, κατάλοιπο, προσχέδιο μιας συστηματικής φιλοσοφικής εργασίας. Καταπολεμώντας την τυπολατρική αξιολόγηση της αρχαίας ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς από την αστική σκέψη, ο Γληνός αντιπαραθέτει στον ιδεαλιστικό φορμαλισμό της τον «δυναμικό ρεαλισμό» (έτσι ονόμαζε τον διαλεκτικό υλισμό για ν' αποφύγει τη λογοκρισία του Μεταξά), που «αναγνωρίζει την ύπαρξη και την πρωταρχικότητα στο εξωϋποκειμενικό Είναι για να το κατακτήσει με τον νου, καθοδηγημένο από την πράξη» (Εισαγωγή στο Σοφιστή του Πλάτωνα, σελ. 52). Με βάση τη διαλεκτική - υλιστική αντίληψη της ιστορίας, χαράζει τις προοπτικές του νεοελληνικού πολιτισμού. Για να προχωρήσει ο νεότερος ελληνισμός, πρέπει να ξαναζωντανέψει -δηλαδή να «μετουσιώσει» και όχι να τις μεταφέρει αυτούσιες- τις αξίες του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, να γονιμοποιήσει μ" αυτές τη ζωή του και τη ζωή όλων των ανθρώπων και να προσπαθεί να δημιουργήσει, από τα εκάστοτε δεδομένα της ζωής, αξίες σύστοιχες με την εκάστοτε θέση του εθνικού του και του παναθρώπινου πολιτισμού (ό.π. σ. 55). Σε σειρά άρθρων του, στα μέσα της δεκαετίας του 1930, ο Γληνός ασκεί κριτική στην ιδεαλιστική φιλοσοφία και κοινωνιολογία, στις θεωρίες περί «εθνικού Κράτους», «διευθυνόμενης οικονομίας» και «πειθαρχημένης ελευθερίας», αποκαλύπτοντας τη συγγένειά τους με τις α- ντίστοιχες απόψεις των θεωρητικών του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού και του ιταλικού φασισμού. Στη γνωσιοθεωρία πολεμά τον νεοκαντιανισμό*, τη φαινομενολογία' του Χούσσερλ", τον πραγματισμό*, τον νεοθετικιστικό υποκειμενισμό και σκεπτικισμό - δείχνει την προοδευτική και ασύμπτωτη πορεία της γνώσης προς την α- πόλυτη αλήθεια και τονίζει ότι η σχετικότητα της γνώσης δεν είναι υποκειμενική αυθαιρεσία με κριτήριο την «ωφελιμότητα»: «Η αλήθεια -γράφει- πηγάζει από τη συμφωνία του νοείν 302

303 γλώσσα προς το Είναι, που ελέγχεται από την πράξη, που διαπιστώνεται κάθε στιγμή από την πράξη. «Είναι», «πράττειν», «νοείν», είναι οι τρεις α- παραίτητοι όροι για τη γνώση». Η διαλεκτική για τον Γληνό δεν είναι ένα άκαμπτο σχήμα, ένα γενικό κλειδί για την άμεση λύση όλων των προβλημάτων, που μας απαλλάσσει από κάθε συγκεκριμένη εμπειρική και λογική αναλυτική και συνθετική προσπάθεια, αλλά μια μέθοδος για γόνιμη επιστημονική εργασία, μια μέθοδος που μας προφυλάσσει από τη μονομέρεια, τον δογματισμό, τη στατική και μηχανιστική αντίληψη της αδιάκοπα κινούμενης και μεταβαλλόμενης πραγματικότητας. Ο Γληνός, με το παιδαγωγικό και φιλοσοφικό έργο του, δεν παύει να είναι αναμφισβήτητα ο πιο γόνιμος και δημιουργικός από τους έλληνες μαρξιστές του Μεσοπόλεμου. Ξένος προς κάθε δογματισμό και τυπολατρία, έκαμε τη διαλεκτική θεωρίας και πράξης κανόνα και οδηγό στη ζωή και τη δράση του και έγινε έτσι ο ίδιος υπόδειγμα μαχόμενου στοχαστή και στοχαζόμενου μαχητή, που συνδυάζει την ηθική και ιδεολογική σταθερότητα με μιαν οξεία αίσθηση της ιστορικής ευθύνης. Βιβλιογρ.: Στη μνήμη Δημήτρη Α. Γληνού, συλλογή άρθρων για το Γληνό. εκδ. Τα Νέα Βιβλία», 1946' Τ. Βουρνά. Δημήτρης Γληνός. Ο δάσκαλος του γένους, 1960 "Απαντ<Γ Δημήτρη Γληνού, επιμέλεια Φιλίππου Ηλιου, οι 2 πρώτοι τόμοι, εκδ. Θεμέλιο, 1983' περιοδικό "Επιστημονική Σκέψη", τεύχος 8/1982' περιοδικό "Διαβάζω", τεύχος 61/1983, αφιέρωμα στον Δ. Γληνό. Γιάν. Κρητικός γλώσσα. Γλώσσα είναι ο κώδικας εκείνος "σημείων" γλωσσικής μορφής μέσω του οποίου πραγματώνεται, κατά τρόπους ιστορικά καθορισμένους, η λειτουργία της "επικοινωνίας" μεταξύ εκείνων που ανήκουν στην ίδια γλωσσική κοινότητα. Ως κώδικας νοείται εδώ ένα πεπερασμένο σύστημα συστατικών στοιχείων με ά- πειρες συνδυαστικές δυνατότητες. Συστατικά στοιχεία του γλωσσικού κώδικα αποτελούν τα γλωσσικά σημεία ή λέξεις, συνδυασμοί σημασιών και φθόγγων που λειτουργούν ως μονάδες και βάσει κανόνων αρθρώνονται συντακτικά σε ευρύτερα δομικά σχήματα (προτάσεις και σύνολα προτάσεων). Τα γλωσσικά σημεία στοιχειοθετούν το γλωσσικό "μήνυμα" μέσω του οποίου επιτελείται η γλωσσική επικοινωνία μεταξύ ατόμων που έχουν την ίδια μητρική γλώσσα. Στο σύνολο των ιδιοτήτων που χαρακτηρίζουν τη γλώσσα ως κώδικα επικοινωνίας στα πλαίσια δομής - λειτουργίας της περιλαμβάνονται: α) η δυνατότητα προφορικής άρθρωσης των ήχων (φθόγγων) και η εξάρτησή τους από τα φωνητήρια και ακουστικά όργανα (χαρακτηριστικό των γλωσσών ως προφορικών κωδίκων)' β) η "διπλή διάρθρωση" της γλώσσας που εισηγείται ο Martinet: πρόκειται για διμερή διάκριση που ορίζεται από την κατ' αρχήν δυνατότητα κατάτμησης της γλώσσας σε ελάχιστες διαδοχικές ενότητες - φορείς σημασίας, τα "μορφήματα", ή κατά τον Martinet "μονήματα", δυνάμενες με τη σειρά τους να τμηθοΰν σε μη φέρουσες σημασία ελάχιστες διαδοχικές ενότητες ή διαφοροποιητικές φθογγικές μονάδες, τα "φωνήματα"' γ) η σημαντική για την κειμενική ανάλυση υποστηριζόμενη από τον Hjemslev διμερής διάκριση της γλώσσας σε "περιεχόμενο" (σημασία) και "έκφραση" (μορφή)' η θεώρηση αυτή βασίζεται στη διάκριση του γλωσσικού σημείου σε "έννοια" (σημασία ή περιεχόμενο) και σε "ακουστική εικόνα" (μορφή ή έκφραση), που εισηγήθηκε ο Saussure - δ) η διάκριση από τον Saussure της "γλώσσας" (langage) σε "λόγο" (langue) και "ομιλία" (parole): ως λόγος ορίστηκε εδώ ο ενδιάθετος λόγος, δηλαδή η συλλογική πλευρά της γλώσσας, ενώ ως ομιλία ο εκφωνούμενος λόγος, δηλαδή η συγκεκριμένη εφαρμογή του γλωσσικού συστήματος από τα επιμέρους άτομα στην επικοινωνιακή πράξη - ε) η "γραμμικότητα" ή γραμμική διάταξη των σημαινόντων εντός του γλωσσικού μηνύματος: τα μορφικά συστατικά του γλωσσικού σημείου συνιστούν σειρά - οι φθόγγοι που προφέρουμε γίνονται αντιληπτοί ως "διαδοχή στοιχείων" (π.χ. /d. i. n. ο/), δυνάμενη να παρασταθεί γραφικά ως γραμμή (π.χ. ντύνω), ιδιότητα που κατά τον Saussure επεκτείνεται περαιτέρω όχι μονον στο δεύτερο επίπεδο της γλώσσας, τα μορφήματα, αλλά σε ολόκληρο τον λόγο προϋποθέτοντας την έννοια της γλωσσικής "τάξης" και την ιδιότητα της γλωσσικής "οικονομίας"' στ) η ικανότητα παραγωγής άπειρου αριθμού διαφορετικών μηνυμάτων από ένα πεπερασμένο σύνολο σημείων ("λεξικό") βάσει πεπερασμένου επίσης συνόλου κανόνων και μηχανισμών συνδυασμού ("γραμματική") αυτών των σημείων, άποψη που θεμελιώνεται από τη "γενετική - μετασχηματιστική γραμματική" (generative - transformational grammar) του Ν. Chomsky. Με σκοπό την επίτευξη της λεπτομερούς εξέτασης και σπουδής των συστατικών της γλώσσας, η νεότερη γλωσσική επιστήμη όρισε επί- 303

304 γλωσσανάλυση πεδα ανάλυσης της γλώσσας. Διακρίνονται εδώ δύο κύριες κατευθύνσεις: α) ο "δομισμός" (στρουκτουραλισμός), που ορίζει τα επίπεδα ανάλυσης της γραμματικής δομής της γλώσσας ως ακολούθως: (ί) "φωνητικό" (φθόγγοι - φωνητική δομή), (ϋ) "φωνολογικό" (φωνήματα - φωνολογική δομή), (iii) "μορφολογικό" (μορφήματα - μορφολογική δομή), (ίν) "μορφοφωνολογικό" (παθήσεις των δηλούντων τα μορφήματα φωνημάτων), (ν) "συντακτικό" (λεξικές συνάψεις σε ευρύτερες δομικές ενότητες - συντάγματα), (νί) "σημασιολογικό" (σημασία λέξεων, φράσεων, προτάσεων) β) η στα πλαίσια της γενετικής - μετασχηματιστικής γραμματικής ανάλυση των συντακτικών πρώτιστα δομών της γλώσσας σε επίπεδο "επιφανειακής" και "βαθείας δομής" και η περαιτέρω αναγνώριση μιας σημασιολογικού χαρακτήρα με συντακτική δόμηση γραμματικής ("γενετική σημασιολογία" - generative semantics). Το γεγονός ότι η γλώσσα συνιστά διαμορφώσιμο κώδικα δεν σημαίνει βέβαια ότι αυτή είναι εξ ολοκλήρου συμμετρική και ομοιογενής: αφ' ενός η γλώσσα αποτελεί ένα σύστημα δυνατοτήτων, ένα "δυναμικό" σύστημα επικοινωνιακών μέσων, από τα οποία ένα μέρος μόνον α- ξιοποιείται πραγματικά στη χρήση και τίποτε δεν εμποδίζει, κατά την ιστορική εξέλιξη, οι α- ναξιοποίητες δυνατότητες να αξιοποιηθούν στη συνέχεια, επιβεβαιώνοντας έτσι τον ορισμό από τον Humboldt* της γλώσσας ως "ενέργειας", αποκλείοντας έτσι τη στατικότητα από τα χαρακτηριστικά των γλωσικών σχέσεων και αναγνωρίζοντας τις "δυναμικές" τάσεις του γλωσσικού συστήματος μέσα από την ύ- παρξη "πολυτυπιών" ή "παράλληλων τύπων" αφ' ετέρου η γλώσσα παρουσιάζει ένα σύνολο ποικιλιών ή αλλιώς "υποκωδίκων", ασυνείδητα και "κανονικά" χρησιμοποιούμενων από τους ομιλητές, είτε ως αποτέλεσμα των ψυχολογικών διαδικασιών "κατάκτησης" και "εκμάθησης" της ("Ψυχογλωσσολογία", Psycholinguistics), είτε στα πλαίσια σύνδεσής της τόσο με τον φορέα της άνθρωπο που δρα "κοινωνικώς" ("Κοινωνιογλωσσολογία", Sociolinguistics), ό- σο και με την πολιτιστική πραγματικότητα των φορέων της σε ευρύτερο εθνικό επίπεδο ("Εθνογλωσσολογία", Ethnolinguistics). Συγκεχυμένη κατά την αρχαιότητα, τον Μεσαίωνα και τους μετέπειτα αιώνες με τη φιλοσοφία και τη φιλολογία, μόλις κατά τον 19ο αι. η γλωσσική σπουδή και έρευνα αποκτά συγκεκριμένη ταυτότητα, διαποτιζόμενη ωστόσο από δυο αντίπαλες παραδόσεις: την ορθολογιστική, αναγόμενη στον Αριστοτέλη, και την ε- μπειριοκρατική και ιστορικιστική ("ιστορικοσυγκριτική γλωσσολογία"), που θεμελιώνεται θεωρητικά και πρακτικά με το έργο των F. Βορρ, J. Grimm και Η. Paul. Το 1916, με την έκδοση -μεταθανάτια- του έργου του F. De Saussure Cours de linguistique ςέπέγβιθ (Μαθήματα Γενικής Γλωσσολογίας), τίθεται η θεώρηση της γλώσσας στη "συγχρονική" της διάσταση, για να ακολουθήσουν ο Κύκλος της Σχολής της Πράγας, οι Trubetzkoy, Jakobson*, ο λειτουργισμός* και ο δομισμός*, και αργότερα η γενετική - μετασχηματιστική θεωρία του Chomsky και η γενετική σημασιολογία των Lakoff, Mc Cawley κ.ά. (Για μια ολοκληρωμένη θεώρηση των γλωσσολογικών εννοιών βλ. επίσης τα λήμματα: δομισμός, λειτουργισμός, σημειωτική).. Βιβλιογρ.: Chomsky Ν., Reflections on language, London: Temple Smith, Jakobson R., Selected writings. U. Word and language, The Hague: Mouton 1971a - Martinet Α., Elements de linguistique generate. Paris: Librairie Armand Colin, 1973'.- Μπαμπινιώτης Γ., θεωρητική Γλωσσολογία, Αθήνα Saussure F. De, Cours de linguistique generate, Paris: Payot Αθαν. Νότσης γλωσσανάλυση, βλ. γλώσσα. γλωσσική φιλοσοφία, βλ. φιλοσοφία της γλώσσας. «γνώθι σαυτόν». Αρχαίο ελληνικό γνωμικό, χαραγμένο με χρυσά γράμματα στα προπύλαια του ναού του Απόλλωνα στους Δελφούς, ως προτροπή προς τους προσκυνητές. Το γνωμικό αποδίδεται στους Επτά σοφούς* της αρχαιότητας, οι οποίοι το συνέθεσαν από κοινού και το προσέφεραν ως "απαρχήν σοφίας" στον Απόλλωνα (Πλατ. Πρωταγόρας 343α8-β3). Η αρχαία παράδοση όμως το αποδίδει προσωπικά στον Θαλή* τον Μιλήσιο ή τον Χίλωνα* τον Λακεδαιμόνιο, και άλλη πάλι στο ιερατείο του μαντείου των Δελφών ή προσωπικά στη Φημονόη, την πρώτη Πυθία των Δελφών (Περί φιλοσοφίας απόσπ. 3 Ross.). Παραδίδεται ότι το γνωμικό αυτό ήταν απάντηση του Απόλλωνα, η οποία δόθηκε μέσω της Πυθίας στην ερώτηση του Χίλωνα "Ποιο είναι το καλύτερο για τους ανθρώπους". Επιδίωξη του γνωμικού ήταν να γίνει φανερό στους ανθρώπους ότι πρέπει να γνωρίσουν τον εαυτό τους, δηλαδή την "ουσία" και τη 304

305 γνώση "φύση" τους, ώστε να αποφεύγουν την υπεροψία και την αλαζονεία ("ύβρις"), την οποία οι θεοί τιμωρούν. Ο Σωκράτης κατέστησε το γνωμικό αυτό βασικό στοιχείο της διδασκαλίας του ως απαραίτητο για την τελειοποίηση του ανθρώπου (Πλατ. Φαιδρός 229θ και Αλκιβιάδης Α 124α κ.λπ., Ξενοφ. Απομνημονεύματα Δ, 2, 24). Βιβλιογρ.: Wilkins E.G.. «Know thyself» in greek and latin literature. Mansha An. Τζαφερόπουλος γνώρισμα. To στοιχείο που διαφοροποιεί ένα πράγμα από άλλα πράγματα και συντελεί στην ιδιαιτερότητά του. Η χαρακτηριστική ιδιότητα ενός αντικειμένου. Στην τυπική λογική γνώρισμα κάποιας έννοιας καλείται άλλη έννοια, η οποία δηλώνει ένα από τα στοιχεία που τη συνθέτουν και συνήθως γίνεται λόγος για πολλά γνωρίσματα, π.χ. της έννοιας "τετράγωνο" γνωρίσματα είναι όσα συναντούμε σταθερά σε κάθε παράσταση τετραγώνου, σχήμα, ε- πίπεδο, ευθύγραμμο, περατώνεται σε τέσσερις γραμμές. Τα γνωρίσματα διακρίνονται σε "ουσιώδη" και "επουσιώδη", σε "θεμελιώδη" και "παράγωγα", σε "ιδιαίτερα" και "κοινά". Το σύνολο των γνωρισμάτων μιας έννοιας αποτελεί το "βάθος" αυτής της έννοιας. Απ. Τζ. γνώση. Η πνευματική δραστηριότητα της αφομοίωσης της πραγματικότητας, η γνωστική διαδικασία θεωρούμενη από την άποψη του α- ποτελέσματός της. Το σύνολο των πληροφοριών, μηνυμάτων κ.λπ. που αποκομίζει ο άνθρωπος κατά την ενεργό αλληλεπίδρασή του με το περιβάλλον και οι τρόποι μέσω των οποίων μπορεί να γνωρίζει την πραγματικότητα. Πρόκειται για ένα γενετικά και λειτουργικά κοινωνικό φαινόμενο που συνοδεύει οποιαδήποτε ανθρώπινη δραστηριότητα και επικοινωνία, όχι μόνο ως απλή αναπαράσταση της πραγματικότητας αλλά ως ενεργός αντανάκλαση, ως προσανατολισμός και στοχοθεσία, ως πρόγνωση. Τα παραπάνω καθιστούν σαφές ότι η γνώση είναι παράγωγο, συστατικό στοιχείο και όρος της πρακτικής η οποία συνιστά σε τελευταία ανάλυση και το κριτήριο της πληρότητας, της επάρκειας, της αξιοπιστίας, της εγκυρότητας και της αλήθειας της γνώσης. Κάθε γνώση αντανακλά ορισμένο εύρος και βάθος αφομοίωσης του επιστητού από τον άνθρωπο, στη διαλεκτική σχέση μεταξύ σχετικής και απόλυτης αλήθειας. Η γνώση είναι προτρέχουσα συνειδητή, ιδεατή σύλληψη της πραγματικότητας και κυρίως του αποτελέσματος του μετασχηματισμού του αντικειμένου της εργασίας στην εργασιακή διαδικασία, είναι δηλ. η πλευρά της συνείδησης που αναπτύσσεται κατ" εξοχήν στα πλαίσια της αλληλεπίδρασης του ανθρώπου με τη φύση, η οποία σε εσωτερική ενότητα με την καθ' εαυτή συνείδηση (ως ιδεατή προτρέχουσα σύλληψη των κοινωνικών σχέσεων και ως αυτοσυνείδηση) συγκροτεί το πεδίο της κοινωνικής συνείδησης. Η γνώση αφορά κατ" εξοχήν κάτι το υφιστάμενο ως ανεξάρτητο από το υποκείμενο, ως αντικείμενο, συνιστά δηλ. κατά κύριο λόγο μια σχέση υποκειμένου προς αντικείμενο, σε αντιδιαστολή με την καθ' εαυτή συνείδηση, στην οποία ενυπάρχει μεν η γνώση ως υποταγμένη στιγμή, ενώ υπερτερεί η αμοιβαία σχέση υποκειμένων. Η πολυεπίπεδη, περίπλοκη και διαμεσολαβημένη σχέση της γνώσης με την πραγματικότητα αναπτύσσεται κατά την ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού αλλά και κατά την πορεία της ανάπτυξης της κάθε ατομικής προσωπικότητας. Η γνώση αποκρυσταλλώνεται στα προϊόντα της ανθρώπινης δραστηριότητας (βλ. εξαντικειμένωση) και με τη μορφή σημείων της φυσικής και της τεχνητής γλώσσας ως αντικειμενοποιημένη κοινωνική δύναμη του ανθρώπου. Το γεγονός αυτό, το οποίο διασφαλίζει τη διαδοχικότητα, τη συνέχεια (μέσα στην ασυνέχεια) του πολιτισμού ως θεμελιώδης όρος της κοινωνικοποίησης των εκάστοτε νέων γενεών, εξωιστορικά θεωρούμενο και απολυτοποιούμενο, συνιστά τη βάση αντικειμενικών ιδεαλιστικών αντιλήψεων περί του πρωτεύοντος και αυθύπαρκτου χαρακτήρα των ιδεατών μορφωμάτων και του πνεύματος. Ο προμαρξικός υλισμός αντέτασσε στην ιδεαλιστική μυστικοποίηση της γνώσης, μιαν αντίληψη της γνώσης ως αποτελέσματος της ατομικής εμπειρίας. Η παράδοση του αγνωστικισμού (Χιουμ* και εν μέρει Καντ*) αμφισβητεί, περιορίζει είτε αρνείται τελείως την γνωσιμότητα του κόσμου, με ακραία την σολιψιστική, υποκειμενική ιδεαλιστική στάση (Μπέρκλεϋ*, Στίρνερ*). Η μυστικοποίηση της γνώσης προβάλλει συχνά ως άμεση, ενορατική κ.λπ. γνώση (π.χ. Μπερξόν*, φαινομενολογία*, θρησκευτικές δοξασίες). Στοιχειώδεις για την πραγμάτωση των ενστικτωδών παρορμήσεων γνώσεις υπάρχουν και στα ζώα, ωστόσο η γνώση στην κυριολεκτική Φ.Λ., Α

306 γνωσιοθεωρία της σημασία αναφέρεται μόνο στον κοινωνικό άνθρωπο. Η γνώση του ανθρώπου ως προς τα επίπεδα αντανάκλασης της πραγματικότητας,ως προς τα μέσα προσπορισμού της, ως προς τα επίπεδα συστηματικής οργάνωσής της και ως προς το αντικείμενο και τις μεθόδους της έρευνας, διακρίνεται σε: άμεση βιωματική (αίσθηση, κατ' αίσθησιν αντίληψη, παράσταση) και έμμεση νοητική, εμπειρική (παρατήρηση, περιγραφή) και θεωρητική (γενίκευση, ανάλυση, σύνθεση, επαγωγή, απαγωγή, δόμηση υποθέσεων, θεωριών κ.λπ.), φυσιογνωστική και ανθρωπιστική, περιεκτική και τυπική, θεωρητική και τεχνική κ.λπ. Η προεπιστημονική νοητική γνώση βασιζόμενη στον "ορθό λόγο" και στον "κοινό νου", προσανατολίζει τον άνθρωπο στην καθημερινή συμπεριφορά του και παρά το γεγονός ότι εμπλουτίζεται με επιστημονικά στοιχεία, αποτελεί προνομιακό πεδίο α- νάπτυξης, αναπαραγωγής και παγίωσης προκαταλήψεων και πρακτικών αυταπατών,οι ο- ποίες ανακύπτουν από την αντικειμενική φαινομενικότητα των περίπλοκων διαδικασιών. Η επιστημονική γνώση ως ανώτερη μορφή γνώσης αποκαλύπτει τις αναγκαίες, νομοτελειακές και ουσιώδεις συνάφειες των αντικειμένων, βάσει των οποίων προβαίνει σε προγνώσεις (βλ. και λ. γνωστική διαδικασία, θεωρία της γνώσης, αντανάκλαση, ανάβαση από το α- φηρημένο στο συγκεκριμένο, επιστήμη, θεωρία και τη σχετική βιβλιογραφία). Δ. Πατέλης γνωσιοθεωρία, βλ. θεωρία της γνώσης. γνωσιολογία, βλ. θεωρία της γνώσης. γνώσις, βλ. γνωστικισμός. γνωστική διαδικασία (το "γιγνώσκειν"). Η διαδικασία προσπορισμού γνώσεων για την αντικειμενική πραγματικότητα. Η πολύπλοκη, πολύμορφη και ιστορικά αναπτυσσόμενη δημιουργική διαδικασία παραγωγής γνώσεων από τον άνθρωπο, ανώτερη και πλέον συστηματοποιημένη έκφραση της οποίας είναι η επιστήμη*. Αφετηρία, πηγή, έσχατο και αποφασιστικό κριτήριο της ορθότητας της γνωστικής διαδικασίας και των αποτελεσμάτων της (των γνώσεων) είναι η πρακτική*. Αλλά και η γνωστική διαδικασία είναι παράγωγο, συστατικό στοιχείο και αναγκαίος όρος της σκόπιμης δραστηριότητας μετασχηματισμού του περιβάλλοντος από τον άνθρωπο, αλλά και των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων. Η εργασιακή διαδικασία (βλ. λ. εργασία) πραγματοποιείται βάσει της ορθής γνώσης περί των μέσων (εργαλείων, μέσων παραγωγής*), των αντικειμένων της εργασίας και των ιδιοτήτων τους καθώς και περί του τρόπου εργασίας. Επομένως η γνωστική διαδικασία δεν αποσκοπεί απλώς στην παθητική αντανάκλαση του άμεσα υπάρχοντος στα αντικείμενα, στις διαδικασίες κ.λπ. που μελετά αλλά στη διερεύνηση τους από την άποψη των δυνατοτήτων μετασχηματισμού τους, από την άποψη αυτού που μέλλει γενέσθαι. Αποτελεί δηλαδή και μια διαδικασία προτρέχουσας, προσυλλαμβάνουσας αντανάκλασης, προπορευόμενης του αποτελέσματος, του προϊόντος της εργασίας, της "στοχοθεσίας". Γνωστέο και επιστητό είναι ό,τι "δυνάμει" ή "ενεργεία" εμπίπτει στο πεδίο των αντικειμένων της κοινωνικής πρακτικής, ό,τι ε- ντάσσεται στην τροχιά της ολοένα εμβαθύνουσας και διευρυνόμενης ανθρώπινης δραστηριότητας. Η γνωστική διαδικασία αναπτύσσεται μέσα από την αντιφατική ενότητα αληθούς, ορθής γνώσης και πλάνης, απόλυτης και σχετικής α- λήθειας. Στην περίπτωση που οι νομοτελειακά ανακύπτουσες, ως παραπροϊόντα της γνωστικής διαδικασίας, πλάνες* (λόγω της αντικειμενικής φαινομενικότητας των γνωστικών αντικειμένων ή λόγω του επιπέδου ανάπτυξης της γνωστικής διαδικασία';), ενισχύονται, παγιώνονται, διογκώνονται και αναπαράγονται από αίτια εξωτερικά ως προς την ίδια την γνωστική διαδικασία (εξωεπιστημονικές σκοπιμότητες, ι- διοτελή συμφέροντα, ιδεολογικές παραμορφώσεις κ.λπ.), μπορούν να αποπροσανατολίσουν αλλά και να φθείρουν τη γνωστική διαδικασία. Η βαθμιαία αυτονόμηση της γνωστικής διαδικασίας από την άμεση πρακτική οδηγεί στις διαβαθμίσεις που παρουσιάζει στην ιστορία η αντίθεση πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας, στη συνδεόμενη με την οικονομική και πολιτική ισχύ ιεραρχία της γνώσης (βλ. γραφειοκρατία), με κορύφωση την αλλοτριωτική πραγματική υπαγωγή της ζωντανής εργασίας στο κεφάλαιο (στους τεχνικούς και κοινωνικούς όρους που προβάλλουν ως ενσάρκωση αποτελεσμάτων της επιστημονικής γνωστικής διαδικασίας). Η περαιτέρω ανάπτυξη της κοινωνικής πρακτικής με τη γενίκευση της αυτοματοποίησης θα άρει τον υποδουλωτικό καταμερισμό της εργασίας σε μια ενιαία μέσα στην 306

307 γνωστικισμός πολυμορφία της καθολική δημιουργική δραστηριότητα γνωστικού, ηθικού και αισθητικού ταυτόχρονα περιεχομένου. Η γνωστική διαδικασία συνιστά μια πολύπλευρη, πολυεπίπεδη και αντιφατική κίνηση από την άμεση αισθητηριακή - πρακτική σχέση (αίσθηση, κατ' αίσθησιν αντίληψη, παράσταση) προς την έμμεση νοητική γνώση (μέσω εννοιών, κρίσεων, πορισμάτων, επαγωγής, απαγωγής, ανάλυσης, σύνθεσης, συγκρότησης υποθέσεων, θεωριών κ.λπ.). Η γνωστική διαδικασία, κινούμενη από την επιφάνεια προς την ουσία, από τη συγκέντρωση δεδομένων, τη σύγκριση, την ταξινόμηση, την περιγραφή προς την ανακάλυψη των εσωτερικών, γενικών και αναγκαίων συναφειών του α- ντικειμένου, προς την εξήγηση, από το αισθητηριακά συγκεκριμένο στο αφηρημένο και από αυτό στο νοητά συγκεκριμένο κ.λπ., προσκρούει διαρκώς σε ιστορικά καθορισμένα όρια. Τα όρια αυτά καθορίζονται από τον χαρακτήρα και το επίπεδο ανάπτυξης του γνωστικού αντικειμένου, από το επίπεδο ανάπτυξης της αντιφατικής σχέσης παραγωγικών δυνάμεων - σχέσεων παραγωγής και συνολικά του ανθρώπινου πολιτισμού, από το επίπεδο ανάπτυξης της συγκεκριμένης γνωστικής διαδικασίας (των μεθόδων, των κεκτημένων γνώσεων κ.λπ.). Η βαθμιαία εξάντληση των ορίων εφαρμοσιμότητας της κεκτημένης γνώσης σε ορισμένο επίπεδο της γνωστικής διαδικασίας προωθεί την εν λόγω διαδικασία σε ανώτερο ε- πίπεδο πληρότητας, αρτιότητας και επάρκειας της γνώσης ή σε νέες γνωστικές διαδικασίες, μέσω αντιφάσεων - παράγωγων της ενυπάρχουσας νομοτελειακής ανάπτυξης της γνωστικής διαδικασίας. Οι εν λόγω αντιφάσεις αποτελούν την κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης της γνωστικής διαδικασίας, της διαρκούς διεύρυνσης και εμβάθυνσης των ανθώπινων γνώσεων, (βλ. και λ. γνώση, θεωρία της γνώσης, αντανάκλαση, διάνοια και λόγος, ανάβαση από το α- φηρημένο στο συγκεκριμένο, επιστήμη, πρακτική και τη σχετική βιβλιογραφία τους). Δ. Πατέλης γνωοτικισμός. θεοσοφική και φιλοσοφική κίνηση που γεννήθηκε σης ανατολικές παρυφές του ελληνορωμαϊκού κόσμου, στη Συρία, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο, μέσα σ" ένα κλίμα συγκρητισμού ιδεών και θρησκειών διαδόθηκε ταχύτατα σ' όλο τον μεσογειακό χώρο και η άνθησή του τοποθετείται στον δεύτερο μ.χ. αιώνα. Ο αρχαίος Γνωστικισμός έχει στοιχεία ετερογενή, δανεισμένα από την ελληνική θεολογία και φιλοσοφία -κυρίως τους Ορφικούς και τον Πλάτωνα*- την περσική διαρχία, την αιγυπτιακή θρησκεία και τον Ιουδαϊσμό*. Στην πρώτη φάση του, ο Γνωστικισμός είναι ένα σύνολο από τάσεις και κατευθύνσεις χωρίς συστηματική μορφή. Οι πρώτοι Γνωστικοί ήταν ανατολίτες που προσάρμοσαν την ελληνική φιλοσοφία και κάποια θρησκευτικά μοτίβα των Ελλήνων στις δικές τους θρησκευτικές παραδόσεις. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι η πλατωνική φιλοσοφία με τον δυϊσμό της στάθηκε το θεμέλιο του Γνωστικισμού. Πράγματι, οι Γνωστικοί δέχονταν την ύπαρξη δύο κοσμικών αρχών, ενός υπέρτατου θεού, αόρατου, άπειρου, απόλυτου όντος, και ενός κακού θεού, δημιουργού της ύλης. Το τεράστιο κοσμικό κενό που μεσολαβεί μεταξύ των δύο αρχών γεφυρώνεται από μεσάζοντα όντα, τους "αιώνες", πρόσωπα μυθολογικά ή προσωποποιήσεις φιλοσοφικών εννοιών, όπως Νους, Ψυχή κ.ά., τα οποία γενικά θεωρούνται ως απόρροιες ή ακτι : νοβολίες ή αυτοαποκαλύψεις του υπέρτατου όντος. Ο κόσμος, ως δημιούργημα του κακού θεού, θεωρείται έκπτωση, ένα μεγάλο λάθος μέσα στο οποίο βρίσκεται φυλακισμένος ο άνθρωπος και το αληθινό του Εγώ. Οι Γνωστικοί θεωρούσαν το πνεύμα αγαθό και φυλακισμένο στην κακή ύλη η σωτηρία είχε την έννοια της απελευθέρωσης του πνεύματος από τα δεσμά της ύλης. Οι ηθικές συνέπειες των αντιλήψεων αυτών ήταν αντιφατικές. Έτσι οι Γνωστικοί χωρίστηκαν σε δύο ομάδες' η μία επεδίωκε την "εγκράτεια", την άσκηση, την περιφρόνηση του σώματος, η άλλη την "ακολασία" (= "παραχρήσασθαι τη σαρκγ), επειδή και αυτή καταλήγει στη φθορά του σώματος. Ο Γνωστικισμός έδινε την υπόσχεση και τροφοδοτούσε την ελπίδα της προσέγγισης προς τον υπέρτατο θεό, και επομένως της σωτηρίας μέσω της "γνώσεως", μιας μυστικής αποκάλυψης, η οποία προσφερόταν στις γνωστικές συγκεντρώσεις με τη μορφή μυστηρίων. Πολλές ομάδες Γνωστικών έκαναν χρήση μαγικών φίλτρων και επωδών. Συχνά τις υαγικές τελετές συνόδευαν εκστατικοί χοροί, ερωτικές πράξεις, εικόνες και σύμβολα. Μέχρι την εμφάνιση του Χριστιανισμού ο Γνωστικισμός απετελείτο από μικρές ομάδες ή μεμονωμένα άτομα μετακινούμενα από πόλη σε πόλη, που παρουσίαζαν νέες θεωρίες και πολλές φορές θαυμαστές πράξεις μπροστά στα 307

308 Γοκλήνιος έκπληκτα μάτια των θεατών δεν ήταν ακόμα τότε σύστημα, και δεν είχε πάρει ακόμα το όνομα με το οποίο τον ξέρουμε σήμερα. Τον πρώτο μ.χ. αιώνα τα διάφορα γνωστικά συστήματα, με κύριο κέντρο δράσης την Αλεξάνδρεια, δέχθηκαν την προσδιοριστική επίδραση του Χριστιανισμού. Ορισμένα παρακλάδια της κίνησης, περνώντας μέσα από τη νέα θρησκεία, προσέλαβαν τα κυριότερα στοιχεία της χριστιανικής σωτηριολογίας, διαμορφώνοντας έτσι τον λεγόμενο χριστιανικό γνωστικισμό. Σ αυτή του την εκδοχή ο Γνωστικισμός θεωρεί την Καινή Διαθήκη όχι ως τελειοποίηση της Παλαιάς -κάτι διακηρυγμένο απ" την Εκκλησία- αλλά ως απόλυτη αντίθεση προς αυτήν. Στην ποοσπάθειά του μάλιστα, ο Γνωστικισμός, να υπερβεί τον Χριστιανισμό, και ίσως να τον αντικαταστήσει, πήρε μορφή εντελώς θρησκευτική, έγινε "αίρεση" και σαν τέτοια καταπολεμήθηκε από τους αιρεσιολόγους της πρώτης Εκκλησίας, σπουδαιότεροι από τους ο- ποίους ήταν ο Ειρηναίος, επίσκοπος Λουγδούνου, και ο Ιππόλυτος, επίσκοπος Ρώμης. Για να διαδώσουν τις ιδέες τους οι Γνωστικοί κυκλοφορούσαν συγγράμματα όλων των λογοτεχνικών μορφών, πραγματείες και υπομνήματα, ανώνυμα ή ψευδώνυμα γνωστικά Ευαγγέλια, Επιστολές, Αποκαλύψεις κ.ά. με σπουδαιότερο το απόκρυφο Ευαγγέλιο του Ιωάννου. Ολα αυτά χάθηκαν δυστυχώς πρόσφατα μόνο βρέθηκε μια σειρά γνωστικών κειμένων σε κοπτική μετάφραση από ελληνικά πρωτότυπα στην περιοχή Ναγκ-Χαμάντι της Αιγύπτου. Σπουδαιότεροι εκπρόσωποι του Γνωστικισμού είναι οι Βασιλείδης* και Βαλεντίνος*. Ο Βασιλείδης παρουσίασε στις αρχές του δεύτερου μ.χ. αιώνα στην Αλεξάνδρεια ένα σύστημα μάλλον φιλοσοφικό, στο οποίο ανέπτυσσε τη φύση του "μη όντος θεού", πιθανότατα κάτω από ινδικές επιδράσεις. Συγχρόνως ο Βασιλείδης προσέγγισε τα χριστιανικά κείμενα και προσέφερε ερμηνείες της Παλαιάς Διαθήκης και του Ευαγγελίου. Διάδοχός του αναδείχθηκε ο γιος του Ισίδωρος, που έδωσε έμφαση στα ηθικά θέματα και τις αλληγορικές εξηγήσεις. Ο Βαλεντίνος -όπως φαίνεται από αποσπάσματα επιστολών, ομιλίες και έναν ψαλμό- ανέπτυσσε μυθολογικές ιδέες με ημιφιλοσοφικό ένδυμα. Οι μαθητές του κινήθηκαν σε διάφορες κατευθύνσεις ο σπουδαιότερος από αυτούς, ο Πτολεμαίος, δίδαξε στη Ρώμη και δημιούργησε μια συστηματική φιλοσοφική θεολογία που στηριζόταν κατά κανόνα σε βιβλικά κείμενα. Μετά τον τρίτο αιώνα άρχισε η παρακμή των γνωστικών συστημάτων, με εξαίρεση το σύστημα του Μανιχάισμού*. Βιβλιογρ.: Σάββα Αγουρίδα Ιστορία των χρόνων της Καινής Διαθήκης, θεσμκη 1982* σο Παν. Χρήστου, Γνωστικισμός, στη "θρησκευτική Ηθική Εγκυκλοπαίδεια" τάμ. 4 (όπου και νεότερη βιβλιογραφία).- J. LacanMre, Οι Γνωστικοί, Αθήνα, Κ. Rudolph, Gnosis und Gnostizismus, Darmstadt, Γοαμμ. θέμελη - Αλατζόγλου Γοκλήνιος Ροδόλφος (Goclenius ή Goeckel Rundolf, Κέρβαχ, Μαρβούργο, 1628). Γερμανός αριστοτελικός φιλόσοφος. Ήταν ο- παδός του φιλοσόφου Πέτρου Ράμου* ( ), τη διαλεκτική του οποίου προσπάθησε να προσαρμόσει στη διαλεκτική του Αριστοτέλη* και στη διαλεκτική του αβερροΐκού αριστοτελισμού. Είναι ο πρώτος που τιτλοφόρησε σύγγραμμά του με τον τεχνικό όρο ψυχολογία (Ψυχολογία, 1590). Στην τυπική λογική, του α- νήκει η πατρότητα του συνθετικού σωρείτη, που είναι γνωστός έκτοτε και ως "γοκληνιακός", τον οποίο διατύπωσε στο σύγγραμμά του: Isagoge in Organon Aristotelis (Εισαγωγή στο Όργανον του Αριστοτέλη, Φραγκφ. 1598). Αλλα έργα του: Idea philosophiae Platonicae (Μαρβ. 1612), Problemata logica et philosophies (Μαρβ. 1614) κ.ά. Συνέταξε και Lexicon philosophicon (1613), για το οποίο όμως κατηγορήθηκε επί λογοκλοπία, διότι υποστηρίχθηκε ότι είχε λεηλατήσει το έργο του Λουθήρου De nominibus propriis Germanorum. Απ. Τζ. γόητρο (γαλλ. prestige). Η συγκριτική αξιολόγηση από την κοινωνία (από την ομάδα και τα μέλη της) της κοινωνικής σημασίας, της επιβολής, του κύρους και της ελκυστικότητας διαφόρων αντικειμένων, προσώπων, φαινομένων κ.λπ., της θέσης, της κατάστασής τους στην κοινωνία και ιδιοτήτων τους που ταυτίζονται με ορισμένα σημεία και σύμβολα. Αυτή η αξιολόγηση και εκτίμηση πραγματοποιείται στη βάση της συσχέτισης των εν λόγω αντικειμένων κ.λπ. με το σύστημα των καθιερωμένων στη δεδομένη κοινότητα κανόνων και αξιών* και τα καθιστά ιδιότυπα θελκτικά, γοητευτικά και ελκυστικά. Τα υψηλού κοινωνικού γοήτρου αντικείμενα, πρόσωπα κ.λπ., προβάλλουν ως ελατήρια και κίνητρα ορισμένων επιθυμιών, αισθημάτων, προθέσεων, πράξεων και συμπεριφορών μέσω περίπλοκων ψυχολογικών μηχανισμών, τάσεων για καταξίωση, αναγνώριση, 308

309 Γοργίας ο ΛεοντΙνος επιβράβευση, ταύτιση, ανέλιξη κ.λπ. Οι κλίμακες αξιολόγησης και τα συστήματα γοήτρων διαδραματίζουν σημαντικό ρυθμιστικό ρόλο σε αρκετές κοινωνικές διαδικασίες (π.χ. επαγγελματικός προσανατολισμός, κοινωνική κινητικότητα, δομή της κατανάλωσης κ.λπ.). Τα σύμβολα κοινωνικού γοήτρου (π.χ. ενδυμασία, αυτοκίνητο, τόπος και είδος κατοικίας κ.λπ.) προσφέρονται για τη χειραγώγηση συμπεριφορών με την ενίσχυση, επιβολή και υποβολή προτύπων που επιτείνεται από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας (π.χ. της διαφήμισης) (βλ. και λ. αυθεντία, φετιχισμός, καταναλωτική κοινωνία). Δ. Πατέλης Γοργίας ο Λεοντίνος (περ. 490/ /376 π.χ.). Κορυφαίος σοφιστής και ρήτορας, ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της πρώτης γενιάς των σοφιστών. Στην Αθήνα ο Γοργίας μπήκε ως δάσκαλος στο περιβάλλον του Κριτία, του Αλκιβιάδη, του Θουκυδίδη* και του Αγάθωνα. Η πληροφορία ότι ανάμεσα στους μαθητές του είχε και τον Περικλή δεν επαληθεύεται. Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου ο Γοργίας "στασιάζουσαν την Ελλάδα ορών ομονοίας ξύμβουλος εγένετο". Ετσι σε διάφορες ευκαιρίες μίλησε μπροστά σε πανελλήνιες συγκεντρώσεις, σε κέντρα όπως η Ολυμπία και σι Δελφοί, τονίζοντας πάντα ότι "τα μεν κατά των βαρβάρων τρόπαια ύμνους απαιτεί, τα δε κατά των Ελλήνων θρήνους". Ο Γοργίας, εκτός από τη Σικελία και την Αττική, ανέπτυξε διδακτική δραστηριότητα και στη Θεσσαλία, όπου παρακολούθησαν τα μαθήματά του ανάμεσα σε πολλούς άλλους ο Αρίστιππος ο Λαρισαίος, ο Μένων ο θετταλός και ο Ισοκράτης. Την τελευταία περίοδο της ζωής του ο Γοργίαςέζησε στη Λάρισα και στις Φερές, όπου και πέθανε, αφού, σύμφωνα βέβαια με τις υπάρχουσες πληροφορίες, έφτασε στην ηλικία των 105 ή και 109 χρόνων, και μάλιστα "τας αισθήσεις ηβών". Από τα έργα του Γοργία σώζονται ακέραια το Ελένης εγκώμιον και η Υπέρ Παλαμήδους απολογία στο μεγαλύτερο μέρος του και σε πολλά σημεία παραφρασμένο το Περί του μη όντος ή περί φύσεως ακόμα είναι γνωστά από μικρά αποσπάσματα και μαρτυρίες ο Επιτάφιος, ο Ολυμπικός, ο Πυθικός, το Εγκώμιον εις Ηλείους και η Τέχνη. Ο Γοργίας έγραψε το Ελένης εγκώμιον το 414, προτού ο Ευριπίδης γράψει τη δική του Ελένη, σαν δοκίμιο πάνω στη δύναμη του λόγου' ο ίδιος ο συγγραφέας του το χαρακτήρισε "εμόν παίγνιον", δηλαδή ρητορική άσκηση πάνω σ' ένα θέμα μυθικό, με στόχο την αναίρεση μιας καθολικά γνωστής μομφής. Ανάλογη ρητορική άσκηση είναι και η Υπέρ Παλαμήδους απολογία, που γράφτηκε το 411. Πριν από αυτά τα έργα ο Γοργίας είχε γράψει μεταξύ του 444 και 441 το Περί του μη όντος ή περί φύσεως, σαν ειρωνική απάντηση στο έργο του Μέλισσου* Περί του όντος ή περί φύσεως, με στόχο την αναίρεση του κριτηρίου ολόκληρης της Ελεατικής φιλοσοφίας. "Επιδεικτικοί" θεωρούνται οι λόγοι που ο Γοργίας ανέπτυξε μπροστά σε ακροατήριο, στο πνεύμα της πανελλήνιας πολιτικής του για ομόνοια, και τέτοιοι είναι ο Επιτάφιος, που εκφωνήθηκε στην Αθήνα, "επί τοις εκ των πολέμων πεσούσι", ο Ολυμπικός, που εκφωνήθηκε στην Ολυμπία, και ο Πυθικός, που εκφωνήθηκε στο μαντείο των Δελφών, "από του βωμού". Τέλος η Τέχνη ήταν εγχειρίδιο ρητορικής με υποδείγματα λόγου. Ο Γοργίας, όπως και ο σύγχρονός του Πρωταγόρας*, αντέδρασε βίαια στη νοοκρατία της Ελεατικής φιλοσοφίας, που, στο όνομα ενός υπερβατικού όντος, παρουσίαζε τα φυσικά γεγονότα περίπου σαν παραισθήσεις και φαντασιώσεις, και υπερασπίστηκε την κοινή λογική και την καθημερινή πείρα των πρακτικών ανθρώπων σαν μοναδικά κριτήρια για τη γνώση, αρνούμενος κάθε αλήθεια πέρα από τα φυσικά πράγματα και τις σχέσεις τους. Ετσι στη θεωρία των Ελεατών* ότι μόνο το ον υπάρχει και ότι μόνο αυτό μπορούμε να κατανοούμε και γγ αυτό να μιλούμε, ο Γοργίας με το έργο του Περί του μη όντος ή περί φύσεως, χρησιμοποιώντας την ίδια τη συλλογιστική των Ελεατών, απάντησε αντιστρέφοντας τα επιχειρήματά τους και καταλήγοντας στο γενικό συμπέρασμα ότι το ον ούτε υπάρχει ούτε νοείται ούτε ανακοινώνεται, γιατί αυτό που ανακοινώνουμε είναι λόγια, όχι το ον. Με το ίδιο πνεύμα στο Ελένης εγκώμιον, δείχνοντας πόσο άδικος είναι ο "μώμος" της Ελένης, "ήτις είτ' ερασθείσα είτε λόγω πεισθείσα είτε βία αρπασθείσα είτε υπό θείας ανάγκης αναγκασθείσα έπραξεν ά έπραξεν", ο Γοργίας άφησε να διαφανεί ότι οι κρίσεις μας στηρίζονται όχι σε αντικειμενικές αλήθειες αλλά σε τρέχουσες, αναπόδεικτες και συχνά αλληλοαναιρούμενες αντιλήψεις και προλήψεις. Αυτή την πραγματικότητα υποδήλωσε ακόμα πιο χαρακτηριστικά με την 309

310 "Γοργίας" Υπέρ Παλαμήδους απολογία, όπου βέβαια φαίνεται ότι η κρίση για την κατηγορία της "εσχάτης προδοσίας" δεν έχει στηριχθεί ούτε σε α- ποδείξεις ούτε καν σε γεγονότα, που απλούστατα δεν υπάρχουν. Με την απόρριψη του κριτηρίου μιας απόλυτης αλήθειας ο Γοργίας, πιστεύοντας ότι ο άνθρωπος έχει όχι γνώση αλλά μόνο γνώμη για την πραγματικότητα, συγκέντρωσε την προσοχή του στη ρητορική, που γγ αυτόν ήταν "πειθούς δημιουργός", δηλαδή μέθοδος για να διατυπώνει ο άνθρωπος τη γνώμη του με τρόπο πειστικό και να πετυχαίνει αυτό που επιδιώκει κάθε φορά. Έτσι ο Γοργίας μελέτησε πρώτος τον λόγο και την επίδρασή του στον ψυχισμό του ανθρώπου. Ο λόγος, είπε, "δυνάστης μέγας εστίν, ος σμικροτάτω σώματι και αφανεστάτω θειότατα έργα αποτελεί - δύναται γαρ και φόβον παύσαι και λύπην αφελείν και χαράν ε- νεργάσασθαι και έλεον επαυξήσαι". Σχετικά ο Γοργίας διαπίστωσε επίσης πρώτος ότι ο λόγος επενεργεί στην ψυχή όπως τα φάρμακα στο σώμα και τόνισε ότι ακριβώς σ" αυτή την αρχή στηρίζονται όλες οι "επωδές", που μεταχειρίζονται η τέχνη, η μαγεία και η θρησκεία, για να "γοητεύσουν" την ψυχή και να τη "μεταστήσουν" στην κατάσταση που θέλουν. Τη θεωρία του για τον λόγο ο Γοργίας τη συμπλήρωνε κατά τη διδασκαλία του με την παθογνωσία και με τη θεωρία των αισθήσεων, εξηγώντας, σύμφωνα με τον δάσκαλό του, τον Εμπεδοκλή*, ότι οι αισθήσεις λειτουργούν με σωματίδια που "απορρέουν" από τα αντικείμενα και που "αρμόττουν" στους κατάλληλους "πόρους" των αισθητηρίων οργάνων. Ετσι ο Γοργίας θεμελίωσε τη ρητορική του γνωσιολογικά και ψυχολογικά και την άσκησε ο ίδιος σαν τέχνη ηθικά ουδέτερη, αφού σαν δάσκαλος επεδίωκε να κάνει τους μαθητές του μόνο δεξιοτέχνες του λόγου, ώστε να πείθουν γγ αυτό που μιλούν άσχετα από την αλήθεια και την ορθότητά του. Έλεγαν μάλιστα ότι ο Γοργίας συνήθιζε να "καταγελά" τους δασκάλους που υπόσχονταν να μεταδώσουν στους μαθητές τους την αρετή. Και, συνεπής με την αρνητική στάση του απέναντι στο κριτήριο της αλήθειας, απέφυγε να δώσει γενικό ορισμό της αρετής, πράγμα για το οποίο κατακρίθηκε βέβαια από τον Σωκράτη* και τον Πλάτωνα*, αλλά δικαιώθηκε από τον Αριστοτέλη*, που τόνισε ότι σε κάθε πρόσωπο και πράγμα αναγνωρίζουμε αρετή όχι για τον ίδιο λόγο αλλά για διαφορετικό. Με εξαίρεση ίσως τον Πρωταγόρα*, κανένας άλλος σοφιστής, ρήτορας και δάσκαλος της ρητορικής δεν είχε μεγαλύτερη απήχηση απ" όση ο Γοργίας. Η σημασία της συμβολής του στην εξέλιξη του πεζού λόγου παραλληλιζόταν από τους αρχαίους με τη σημασία της συμβολής του Αισχύλου στην εξέλιξη της τραγωδίας. Γιατί πρώτος αυτός "τω ρητορικώ είδει", όπως επεσήμαιναν, "δύναμίν τε φραστικήν και τέχνην έδωκε, τροπαίς τε και μεταφοραίς και αλληγορίαις και υπαλλαγαίς και καταχρήσεσι και υπερβόσεσι και αναδιπλώσεσι και επαναλήψεσι και αποστροφαίς και παρισώσεσιν". Τα "Γοργίεια σχήματα" με τον καιρό κατάντησαν τόσο πολύ κοινοί τόποι, ώστε αργότερα οι πιο σοβαροί συγγραφείς φρόντιζαν να τα αποφεύγουν. Πέρα όμως από τα μορφολογικά στοιχεία του λόγου, οι ειδικοί έχουν επισημάνει ε- πίδραση των ιδεών και της σϋλλογιστικής του Γοργία στον ιστορικό Θουκυδίδη*, στον γιατρό Ιπποκράτη*, στους τραγικούς Αγάθωνα και Ευριπίδη (ιδαίτερα στην Ελένη και στις Τρωάδες), στους σοφιστές Πρόδικο* και Κριτία, στους ρήτορες Αλκιδάμαντα και Ισοκράτη, στους σωκρατικούς φιλοσόφους Αντισθένη* και Αισχίνη* τον Σφήττιο και στον Πλάτωνα (ιδαίτερα στην Απολογία Σωκράτους και στον Παρμενίδη). Βιβλιογρ.: R. Vitali, Gorgia, Urbino W. VollgraH, U oraison tun6bre de Gorgias. Leiden H. J. Newiger, Untersuchungen zu Gorgias' Schrilt 'Uber das Nichlseiende'. Berlin Ο Γοργίας και η Σοφιστική, Αφιέρωμα περιοδικού 'Δευκαλίων* 36 (1981). Ε. Ν. Ρούσσος "Γοργίας" του Πλάτωνα. Διάλογος που γράφτηκε από τον Πλάτωνα στην αρχή της ωριμότητάς του, περίπου την εποχή που άνοιξε την Ακαδημία (387 π.χ.). Το όνομά του το πήρε από τον σοφιστή και ρητοροδιδάσκαλο Γοργία. Πρόσωπα του διαλόγου είναι ο Σωκράτης με "σύμμαχο" τον πιστό μαθητή του Χαιρεφώντα, ο Γοργίας με σύμμαχο τον μαθητή του Πώλο και ο Καλλικλής. θέμα του διαλόγου είναι η ρητορική τέχνη -με εκπροσώπους τον Γοργία και τον Πώλο- που όμως γρήγορα δίνει τη θέση της σε θέματα για τα οποία η ίδια προσπαθεί να πείσει, όπως το "αδικείν και αδικείσθαι", δηλαδή η ηθική στάση του ανθρώπου -με εκπροσώπους τον Σωκράτη και τον Χαιρεφώντα- και η πολιτική ζωή και ο τρόπος άσκησής της -εκπροσωπούμενη από τον Καλλικλή. Ο Σωκράτης, στον μακρό και καθόλου σφιχτοδεμένο αυτό πλατωνικό διάλογο, υποστηρίζει 310

311 Γουλιέλμος με εξαιρετικό πάθος τις ιδέες του, ότι η ρητορική δεν είναι τέχνη με κάποιο συγκεκριμένο αντικείμενο, αλλά μάλλον απλή "αερολογία", ότι ανάμεσα στο αδικείν και το αδικείσθαι είναι προτιμότερο το αδικείσθαι, ότι οι πολιτικοί συνήθως "χαϊδεύουν" τον λαό αντί να τον διαπαιδαγωγούν κ.ά. Λογομαχεί έντονα με τον Πώλο και τον Γοργία, που είναι υποστηρικτές των ρητόρων, καθώς και με τον Καλλικλή, που είναι υ- ποστηρικτής των πολιτικών, και κλείνει τον διάλογο με έναν εσχατολογικό μύθο, από τους πρώτους που διηγείται ο Πλάτων, σύμφωνα με τον οποίο οι ψυχές, μετά τον χωρισμό τους από το σώμα, δηλαδή μετά τον θάνατο, κρίνονται από τους τρεις μυθικούς δικαστές, Μίνωα, Ραδάμανθυ και Αιακό' και, γυμνές καθώς είναι, κρίνονται δικαιότερα, και δικαιώνονται όσες α- δικήθηκαν, ενώ τιμωρούνται όσες αδίκησαν. Έτσι επαληθεύεται και η άποψη του Σωκράτη ότι είναι προτιμότερο να αδικείται κανείς παρά να αδικεί. Βιβλιογρ.: W. Κ. C. Guthrie, A History ot Greek Philosophy, IV, Cambridge (University Press), A. E. Taylor, Πλάτων: ο άνθρωπος και το έργο του (ελλ. μετάφρ. Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης), Αθήνα, 1990 (τίτλος πρωτοτύπου: Plato. The Man and his Work, London, 1926). Γοαμμ. θέμελη - Αλατζόγλου Γουίρθ (Wirth) Λούις (γεν. το 1897 στη Γερμανία, πέθανε το '952 στη Νέα Υόρκη). Αμερικανός κοινωνιολόγος, εκπρόσωπος της «Σχολής του Σικάγου»*. Ασχολήθηκε με την κοινωνιολογία της πόλης και τον "αστεακό" τρόπο ζωής, συνδέοντας τη διάταξη στον χώρο και την κοινωνική οργάνωση της πόλης με την ι- διομορφία της αστεακού τύπου προσωπικότητας, σε αντιπαραβολή με αυτήν της αγροτικής κοινότητας, θεώρησε την αστυφιλία αιτία αποδιοργάνωσης της κοινωνίας και εκφυλισμού του ανθρώπου. (Βλ. και αντίθεση πόλης υπαίθρου). Έργα του: The Ghetto, Chicago, Urbanism as a way of life, στο The american journal of sociology", 1938, vol. 44, No 1. Δ. Π. Γουλιέλμος. Ονομα πολλών θεολόγων - φιλοσόφων στη Δύση κατά τον Μεσαίωνα. Οι σημαντικότεροι από αυτούς: 1. Γ. ντε λα Map (William de la Mare, 13ος αι.). Αγγλος φραγκισκανός, καθηγητής της θεολογίας στο Παρίσι, οπαδός του αυγουστινισμού*, νεοπλατωνικών τάσεων. Η γνώση, κατ' αυτόν, σκοπό έχει την επανένωση με τον θεό. Έργα του: Correctorium fratris Thomae (Διορθωτικό του αδελφού Θωμά), όπου κρίνει τις δοξασίες του Θωμά Ακινάτη*, κ.ά. 2. Γ. της Κονς (Guillaume de Conches, ). Μαθητής του Βερνάρδου της Σαρτρ*, δίδαξε και ο ίδιος σ 1 αυτή τη σχολή και στο Παρίσι. Δέχεται τη δημοκρίτεια ατομική θεωρία (αποκαλεί τα άτομα "στοιχεία"), αλλά και την εξάρτηση του κόσμου από τον θεό, ο οποίος έβαλε τη "φυσική δύναμη", την ψυχή του κόσμου, μέσα σε όλα τα πράγματα, από τα οποία άλλα απλώς υ- πάρχουν μέσω αυτής, άλλα παίρνουν από αυτήν ζωή και αίσθηση και άλλα ζωή, αίσθηση και νόηση. Σπουδαιότερο έργο του είναι το Phitosophia mundi (Φιλοσοφία του κόσμου)' έ- γραψε επίσης σχόλια στον πλατωνικό Τίμαιο. 3. Γ. της Ωβέρνης (Guillaume d' Auvergne, 12ος-13ος αι.). Γάλλος καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Παρισιού και επίσκοπος της ίδιας πόλης, που επηρεάστηκε από την ελληνική φιλοσοφία, κυρίως τον Αριστοτέλη*, και τους ά- ραβες μεσαιωνικούς φιλοσόφους, ιδιαίτερα από τον Αβικέννα*, και προσπάθησε να εναρμονίσει τις δοξασίες τους με τη χριστιανική διδασκαλία, απορρίπτοντας όμως όσες απ' αυτές δεν ήταν σύμφωνες με τα χριστιανικά δόγματα. Είναι από τους πρώτους εισηγητές στη μεσαιωνική Δύση της διάκρισης των εννοιών "ουσία" και "ύπαρξη" και της έννοιας της "δυνατότητας". Έγραψε: Magisterium divinale (θεία Διδασκαλία), όπου πραγματεύεται θεολογικά, κοσμολογικά και ηθικά ζητήματα, De bono et malo (Περί καλού και κακού) κ.ά. 4. Γ. της Ωξέρ (Guillaume d' Auxerres, περ Ρώμη, 1231). Καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Παρισιού, σύμβουλος του Πάπα σε πανεπιστημιακά θέματα, του κλίματος της σχολής του αγίου Βίκτωρα*, από αυτούς που επιδίωξαν την εναρμόνιση της ελληνικής φιλοσοφίας με τη χριστιανική πίστη, αν και θεωρούσε τη φιλοσοφία βοηθητική της θεολογίας μάθηση. Κυριότερο έργο του το Summa super quatuor libros sententiarum (Σύνοψη στα τέσσερα βιβλία των δοξασιών), δηλ. σχόλια στη συλλογή θεολογικών γνωμών του Πέτρου Λομβάρδου, όπου πραγματεύεται θεολογικά και συναφή προς αυτά θέματα. Ακόμη ο Γουλιέλμος είναι ο πρώτος μεσαιωνικός φιλόσοφος που έθεσε και ερεύνησε τα ζητήματα του "φυσικού νόμου" και του "αυτεξουσίου". 5. Γ. της Μερβέκης (Guillaume de Moerbeke). 311

312 Γούντζερ Βέλγος δομινικανός μοναχός ( ;), ήλθε σε ιεραποστολή στις λατινοκρατούμενες ελληνικές περιοχές και έγινε επίσκοπος στην Κόρινθο, όπου και πέθανε. Αριστος γνώστης της ελληνικής, έδωσε υποδειγματικές μεταφράσεις πολλών αριστοτελικών έργων στα λατινικά, τις οποίες χρησιμοποίησαν οι δυτικοί θεολόγοι, και μάλιστα ο Θωμάς Ακινάτης*. Μετέφρασε επίσης τα Στοιχεία θεολογίας του Πρόκλου*, τις Υποτυπώσεις του Σέξτου Εμπειρικού* κ.ά. 6. Γ. του Όκ(κ)αμ, βλ. Όκκαμ Γουλιέλμος. 7. Γ. του Σαμπώ (Guillaume de Champeaux, Σαμπώ, 1070-Κλαιρβώ, 1121). Σχολαστικός θεολόγος-φιλόσοφος, επίσκοπος του Σαλόν, ι- δρυτής της σχολής του αγίου Βίκτωρα*, όπου είχε μαθητή και τον Αβελάρδο*, ο οποίος αργότερα καταπολέμησε τις απόψεις του δασκάλου του. Ως οπαδός και υπερασπιστής της πραγματοκρατίας (realismus*) και πολέμιος της ονοματοκρατίας (nominalismus*), απέδιδε πραγματική ύπαρξη, θεωρούσε ως ουσία τις καθολικές έννοιες (universalia), οι οποίες προϋπάρχουν των πραγμάτων, ενώ αυτά τα τελευταία είναι δευτερεύοντα, επουσιώδη κατηγορήματα, τυχαία συμβεβηκότα (βλ. και λ. νομιναλισμός, ρεαλισμός. Σχολαστικισμός). Ε. Χωραφάς Γούντζερ (Woodger) Γιόζεφ Χένρι ( ). Βρετανός φιλόσοφος και βιολόγος, ο ο- ποίος, υπό την επίδραση των ιδεών των Ράσσελ*, Γουάιντχεντ*, Τάρσκι* και του κύκλου της Βιέννης*, επιχειρεί τη συγκρότηση μιας ε- πιστημολογίας της βιολογικής επιστήμης. Εργα του: Biological Principles, London - New York, The Axiomatic Method in Biology, Cambridge, Biology and Language, Cambridge, Physics, Psychology and Medicine, Cambridge, Δ. n. Γουόρντ (Word), Λέστερ φράνκ ( , Ιλινόις , Ουάσιγκτον). Αμερικανός κοινωνιολόγος, ιδρυτής της κοινωνιολογίας στις ΗΠΑ. Το σύστημα των ιδεών του είναι ένα από τα πιο ολοκληρωμένα του τέλους του 19ου αιώνα. Η κοινωνιολογία αντιπροσωπεύει κατά τον Γουόρντ την κορωνίδα των επιστημών, τη «scientia scientiarum» (επιστήμη των επιστημών), θεμελιώνεται κυρίως πάνω στη βιολογία και την ψυχολογία, συμπεριλαμβάνει δε και τις φυσικές επιστήμες. Δεν αποτελεί ωστόσο το απλό άθροισμα των επιμέρους επιστημών, δεν είναι δηλαδή μια απλή σύνθεσή τους. Εχει ως αντικείμενο τη δραστηριότητα κι όχι τόσο το Είναι των ανθρώπων. Ασχολείται μάλλον με τη λειτουργία παρά με τη δομή της κοινωνίας. Διακρίνεται σε καθαρή (Pure sociologie, 1903) και εφαρμοσμένη κοινωνιολογία (Applied sociologie, 1904). Η πρώτη ασχολείται με τη διαμόρφωση και τη διατύπωση των βασικών αρχών, ενώ η δεύτερη με τα τεχνικά μέσα που υποβοηθούν στην επιτάχυνση του αυθόρμητου φυσικού προτσές της κοινωνικής εξέλιξης. Η καθαρή θεωρία αναφέρεται στην κοινωνική δομή, στατική και δυναμική (έννοιες δανεισμένες από τον Κοντ*). Η στατική διερευνά τη δομή της κοινωνίας, όπως αυτή αναπτύσσεται μέσα από τον αγώνα της για ορθολογικοποίηση κι όχι τόσο για την ίδια της την ύπαρξη. Η δυναμική συνδέεται με τη γένεση και την τέλεση, τις δομικές δηλαδή αλλαγές μέσω των οποίων επιτελείται η πρόοδος της κοινωνίας. (Ο Γουόρντ αποδέχεται εδώ την εξελικτική - ντετερμινιστική αντίληψη του Σπένσερ'). Ο Γουόρντ εισάγει την έννοια της συνεργασίας την οποία θεωρεί ως γενική - κοσμική αρχή που διαπερνά και καθορίζει τα πάντα. Την κατανοεί ως συστηματική και οργανική αλληλεπίδραση αντίθετων μεταξύ τους δυνάμεων, ως την καθεαυτήν συνθετική εργασία. Το σύμπαν, μεταβαλλόμενο βαθύτατα, διέρχεται από συνεχείς - δημιουργικές κρίσεις, οι οποίες αποτελούν κάθε φορά πηγές νέων μορφών: των ηλιακών και πλανητικών συστημάτων, των αισθημάτων, της νόησης και τελικά των κοινωνιών. Ειδικά για τις τελευταίες ο Γουόρντ υποστηρίζει ότι μέσω διαφορετικών διεργασιών (της συνεργασίας, της σύγκρουσης, του ανταγωνισμού, της αντίθεσης) η συνέργεια οδηγεί στον συμβιβασμό και τη συνεργασία κι από κει στην ίδια την οργανωμένη κοινωνία. Πρόκειται για μια διαδικασία αμοιβαίας γονιμοποίησης των διάφορων κοινωνικών ομάδων, που από τη στιγμή της αποκατάστασης μιας επαφής αναμιγνύονται και τελικά εναρμονίζονται μεταξύ τους. Το αποτέλεσμα είναι μια διαφοροποιημένη βέβαια, αλλά ομογενής εθνότητα (η Αμερική αποκαλύπτεται εδώ ως το μοντέλο της ι- στορίας). Παρά το γεγονός ότι η διαδικασία της "γένε- 312

313 Γρηγοράς σης" των δομών είναι, σύμφωνα με τα παραπάνω, ασυνείδητη, η περαιτέρω ανάπτυξή τους -αν έχει κάποιο νόημα- πρέπει, κατά τον Γουόρντ, να καθοδηγείται συνειδητά. Ενας ανώτερος κοινωνικός - πνευματικός πολιτισμός προϋποθέτει τη συνειδητή κυριαρχία πάνω στη φύση και την κοινωνία, προϋποθέτει αυτό που ο Γουόρντ ονομάζει "τέλεση". Η τέλεση ανατίθεται στο κράτος -και από την άποψη αυτή ο Γουόρντ είναι εντονότατα αντίθετος στον φιλελεύθερο ατομικισμό της εποχής του: το κράτος δεν προστατεύει μόνον τους πολίτες, αλλά πρέπει να συμβάλλει και στη βελτίωση της κοινωνίας. Εργα του: Δυναμική κοινωνιολογία ή εφαρμοσμένη κοινωνική επιστήμη, τόμοι 2, 1883 (Dynamic sociology or applied social science).- Οι φυσικοί παράγοντες του πολιτισμού, 1893 (The physic factors of civilisation).- Καθαρή κοινωνιολογία, 1903, (Pure sociology).- Εφαρμοσμένη κοινωνιολογία, 1906 (Applied sociology). Αντώνης Οικονόμου Γρατσιάτος Παύλος ( ). Γεννήθηκε στο Αργοστόλι. Εκεί έμαθε και τα πρώτα γράμματα και τέλειωσε το γυμνάσιο. Ενας από τους δασκάλους του, ο Ιωάννης Μενάγιας, τον μύησε στη φιλοσοφία και ιδιαίτερα στις ιδέες του Χέγκελ*. Συμπλήρωσε τη φιλολογική και φιλοσοφική του κατάρτιση με προσωπική εργασία. Εργάστηκε ως εκπαιδευτικός σε ιδιωτικά σχολεία και για αρκετά χρόνια διετέλεσε διευθυντής των γραφείων της Αρχαιολογικής ε- ταιρείας. Ασχολήθηκε με μεταφράσεις φιλοσοφικών έργων και με πρωτότυπες συγγραφές. Εργα του: Σχίσμα Εκκλησίας προς τον χριστιανικόν Πολιτισμόν. Κοινωνική Μελέτη, Αθήνα 1894 Φιλοσοφία της Θρησκείας (Επιτομή και διασκευή του έργου του άγγλου φιλόσοφου Jogn Caird, Introduction to the Philosophy of Religion), Αθήνα, εκδόσεις Φέξη, Μεταφράσεις: Αριστοτέλη, Περί ψυχής και Μικρά Φυσικά Πλάτωνα, Τίμαιος' Χέγκελ, Λογική (όλα στις εκδόσεις Φέξη). Σελίδες από το πρώτο έργο του Γρατσιάτου έχει περιλάβει ο Ε. Π. Παπανούτσος στο γνωστό έργο του Νεοελληνική Φιλοσοφία, τ. 2, σελ Φ. Κ. Βώρος γραφειοκρατία. Μορφή κρατικής, κυρίως, οργάνωσης / μηχανισμού μέσα στην κοινωνία με σημαντικό, και συνήθως καθοριστικό, ρυθμιστικό / κανονιστικό ρόλο στην όλη εξελικτική πορεία ενός δεδομένου κοινωνικού συνόλου αλλά και στους επιμέρους τομείς των δραστηριοτήτων του (οικονομικό, κοινωνικό, πολιτισμικό κ.λπ.). Η γραφειοκρατία, προσδιοριζόμενη βασικά από τις παραγωγικές σχέσεις, με την αυστηρά "ιεραρχημένη" δομή της και τη στενή συνάρτηση / εξάρτησή της από την ε- ξουσία, κατά τον Κ. Μαρξ*, αντιπροσωπεύει και υπηρετεί τα συμφέροντα και την ιδεολογία της άρχουσας τάξης, σήμερα του καπιταλισμού' τη διακρίνει η ροπή προς την τυπικότητα, η έλλειψη συναισθηματισμού, ο αυταρχισμός, η αυθαιρεσία, η αλλοτρίωση και η εκμηδένιση της προσωπικότητας, καθώς και η τάση, ιδιαίτερα στην τεχνοκρατούμενη εποχή μας αλλά και παλαιότερα, αποκλειστικής κατοχής της γνώσης επίσης, μεταξύ των μελών αυτού του κοινωνικού στρώματος συχνά αναπτύσσονται αντικοινωνικά φαινόμενα (σταδιοδρομία με αθέμιτα μέσα, επιδίωξη προνομίων, διαφθορά). Αντίθετα, κατά τον Χέγκελ* η γραφειοκρατία αναπαριστά στον κόσμο μας την "απόλυτη ιδέα" - ο Μ. Βέμπερ* τη θεωρεί προοδευτικό φαινόμενο, χαρακτηριστικό της "νόμιμης εξουσίας", και ενσάρκωση της ορθολογικότητας του καπιταλισμού και τη χαρακτηρίζει: αποδοτική, αυστηρά ιεραρχημένη εξουσία, σύστημα γενικών και μόνιμων κανόνων, απρόσωπη και συναισθηματικά ουδέτερη διοικητική δραστηριότητα. Ρεαλιστικότερες απόψεις εκφράζουν οι Ρ. Μάικελσον, Σέλζνικ, Πάρσονς, Ρ. Μέρτον, Α. Γκόουλντνερ ο Β. Παρέτο* βλέπει στην γραφειοκρατία μια ελίτ ικανή για διοίκηση, ο Τζ. Μπάρναμ χαρακτηρίζει τα διευθυντικά στελέχη ως νέα κρατούσα τάξη, ο Γκ. Λούκατς* ε- πισημαίνει τον αλλοτριωτικό χαρακτήρα της γραφειοκρατίας, ενώ ο Γκάλμπρεϊθ* υπογραμμίζει ότι πραγματικός φορέας εξουσίας στη σύγχρονη κοινωνία είναι η "τεχνοδομή" (τεχνικό σώμα της γραφειοκρατίας). Βιβλιογρ.: Μαρξ Κ., Κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας του κράτους και του δικαίου, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, Φ. Ένγκελς. Η καταγωγή της οικογένειας, της α- τομικής ιδιοκτησίας και του κράτους, Σ.Ε.- Β. 1. Λένιν, Κράτος και επανάσταση, "Απαντα", τ Μ. Albrow. Bureaucracy, London, Hegel G. W. F., Grundlinien der philosophie des Rechts Oder Naturrecht und Staatwissenschalt im Grundvisse. Berlin M. Weber, Βασικές έννοιες κοινωνιολογίας, Κένταυρος, Αθήνα Γκάλμπρεϊθ Τ. Κ., Το νέο βιομηχανικό κράτος, Παπαζήσης, Αθήνα.- Nicos Mouzelis, Organisation and Bureaucracy, London, ε. x. Γρηγοράς Νικηφόρος (1295, Ηράκλεια Πόντου 313

314 Γρηγόριος /60). Πρόκειται για μια μεγάλη φυσιογνωμία του 14ου αιώνα, σήμερα δε χαρακτηρίζεται ως εγκυκλοπαιδιστής, αλλά και ιστορικός, καθώς επίσης και φιλόσοφος. Ο Νικηφόρος δίδαξε για κάποιο διάστημα στη Μονή της Χώρας. Η σημερινή κριτική τον αναγνωρίζει ως τη μεγαλύτερη ίσιος πνευματική μορφή του όψιμου Μεσαίωνα. Η ιστορία του καλύπτει τα χρόνια και συμπληρώνει, σε πολλά σημεία, τον Ακροπολίτη* και τον Παχυμέρη*. Ο Γρηγοράς δεχόταν ότι υπάρχει μία παγκόσμια ψυχή που ενώνει τον ουρανό και τη γη. Η διδασκαλία αυτή είναι φανερό ότι απηχεί νεοπλατωνικές θέσεις, πάντως στη συνέχεια απετέλεσε τη βάση της διδασκαλίας του Πλήθωνα*. Στη διαιωνιζόμενη συζήτηση των μορφωμένων κύκλων γύρω από την αξιολόγηση του Πλάτωνα* και του Αριστοτέλη*, ο Γρηγοράς πήρε το μέρος του Πλάτωνα, τον οποίο προσεπάθησε μάλιστα να μιμηθεί στον διάλογό του Φλωρέντιος. Αν και δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τη θεολογία, πήρε μέρος στην ησυχαστική διαμάχη, επειδή επίστευε ότι οι ιδέες του Παλαμά* ήταν βλάσφημες, αιρετικές και επικίνδυνες για την ορθόδοξη Εκκλησία. Ητοι ο Γρηγοράς διεξήγαγε έναν μακροχρόνιο και σκληρό αγώνα ε- ναντίον του Γρηγορίου Παλαμά, κυρίως με τα "αντιρρητικά" του έργα. Αυτό δεν σημαίνει ότι ήταν οπαδός του Βαρλαάμ*, αφού τον είχε α- ντιμετωπίσει δημόσια πιθανόν σε θέματα της "τετρακτύος", και διαφωνούσε οπωσδήποτε με τον αριστοτελισμό* του αντιπάλου του. Εργα του: PG Επιστολαί προς τονφιλόσοφον Ιωσήφ, ΒΖ 8, Correspondence de Nicdphore Gr6goras, έκδ. R. Guillaud, Paris, Ερμηνεία εις τον Συνεσίου περί ενυπνίων λόγον PG 149, , Φλωρέντιος ή περί σοφίας, PG 149, , κ.ά. Νικ. Γ. Πολίτης Γρηγόριος Μοναχός ή Ανεπώνυμος (11ος αι.). Αριστοτελικός φιλόσοφος. Ανήκει στην κατηγορία εκείνων που κατά τη Βυζαντινή περίοδο υπομνηματίζουν, συνοψίζουν και παραφράζουν τα φιλοσοφικά κείμενα του Αριστοτέλη* και του Πορφυρίου*, με σκοπό να διευκολύνουν τη μελέτη τους. Πιστός στην παράδοση αυτή έγραψε Συνοπτικόν σύνταγμα φιλοσοφίας, που εκδόθηκε από τον J. Wegelin (Augsburg, 1600), από τον οποίο επονομάζεται Aneponymus. Νεότερη έκδοση: J.-L. Heiberg, Anonymi Logiga et Quadrivium, Κοπεγχάγη Απ Τζ. Γρηγόριος Νύσσης ( ). Ο τελευταίος χρονολογικά από τους Καππαδόκες είναι ο ε- πίσκοπος Νύσσης Γρηγόριος, ο πλέον φιλόσοφος από τους χριστιανούς συγγραφείς. Η μελέτη έχει αποδείξει ότι στο έργο του Γρηγορίου ανευρίσκονται επιδράσεις όλων των περιόδων της φιλοσοφίας ακόμη και της προσωκρατικής. Ομιλούν οι μελετητές και για επιδράσεις του Πλάτωνα*, που αποδίδονται στη νεοπλατωνική σχολή των Αθηνών, αλλά και για επιδράσεις του μυστικισμού του μέσου πλατωνισμού. Παράλληλα τα έργα του έχουν καθαρό και ορθό χριστιανικό υπόβαθρο, έτσι ώστε σχεδόν από το σύνολό τους να ανευρίσκονται επιδράσεις σε πολλά μεταγενέστερα χριστιανικά έργα. Τα έργα του μπορούν να καταταχθούν σε μελέτες που αφορούν στη συστηματική φιλοσοφία και σε άλλες που έχουν ως αντικείμενο την οροθέτηση της χριστιανικής φιλοσοφίας, σε αντιπαράθεση προς την αντίστοιχη ελληνική. Εκτός απ' αυτά έχει γράψει έργα ηθικού περιεχομένου. Ο Γρηγόριος εξετάζει το θεολογικό, το κοσμολογικό και το ανθρωπολογικό ζήτημα. Αναφέρεται στην Αγ. Τριάδα, τη σάρκωση του Χριστού, την πλάση του ανθρώπου και σε άλλα συναφή θέματα, όπως το ζήτημα του Είναι και του χρόνου, της ύλης, του Θεού κ.λπ. Ας αναφέρουμε σε παρένθεση ότι, σύμφωνα με μια πληροφορία, έκανε και πείραμα για ν' α- ποδείξει ότι ο κόσμος προήλθε από το χάος. Η διδασκαλία για την τριαδική θεότητα θεραπεύει, κατά τον Γρηγόμιο, τα τρωτά τόσο του ελληνισμού όσο και του ιουδαϊσμού, αφού ως Τριάδα είναι αντίθετη με την ιουδαϊκή άποψη και ως Μονάδα προς την ελληνική ως Τριάδα πάλι συμφωνεί με την πολλαπλότητα της θεότητας που δέχονται οι Ελληνες, ενώ ως Μονάδα συμφωνεί προς τη μοναδικότητα της θεότητας των Ιουδαίων (Λόγος Κατηχ. 3, Srawley, 17). Παράλληλα η απόρριψη της οντότητας του κακού αναιρεί και τα επιχειρήματα όσων υποστηρίζουν ότι υπάρχει αέναος αγώνας μεταξύ του καλού και κακού. Ο Γρηγόριος, αναφερόμενος στην ελευθερία του ανθρώπου, έρχεται σε αντίθεση προς τη στωική διδασκαλία για την ειμαρμένη. Αφού ο 314

315 Γρηγόριος ο Παλαμάς άνθρωπος απομακρύνθηκε από τον Θεό με την πονηρή χρήση του νου του, αυτό σημαίνει ότι μπορεί με την αγαθή χρήση του να επανέλθει. Την αντίληψη αυτή της επιστροφής εις το "κατά φύσιν", θα αναπτύξουν παραπέρα και άλλοι συγγραφείς των επόμενων αιώνων. Ο επιλεκτέος βίος, κατά τον Γρηγόριο, πρέπει να είναι ο "κατά Χριστόν". Αυτός ο βίος μπορεί να βρει βοήθεια και στην έξω φιλοσοφία, ιδιαίτερα την ηθική και τη φυσική. (θεωρία εις τον του Μωυσέως βίον,ρβ 44, 336). Έργα του: Κατά Ειμαρμένης, (PG 45, ).- Προς Έλληνας εκ των κοινών εννοιών (PG 45, ).- Προς Ευνόμιον Αντιρρητικοί λόγοι IB' (PG 45, ).- Περί κατασκευής ανθρώπου (PG 44, ).- Περί ψυχής και Αναστάσεως ο λόγος ο λεγόμενος τα Μακρίνεια (PG 46, ). Nut. Γ. Πολίτης Γρηγόριος ο Θεολόγος ή Ναζιανζηνός ( /90). Γεννήθηκε κοντά στη Ναζιανζό της Καππαδοκίας και ήταν πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης το 381, όπου και προήδρευσε της Β' Οικουμενικής Συνόδου, η οποία ασχολήθηκε με τη θεότητα του Αγ. Πνεύματος. Κυρίως όμως για το σύνολο του έργου και των πράξεών του ο Γρηγόριος θεωρείται ως ένας από τους τρεις αναγνωριζόμενους και ονομαζόμενους θεολόγους (ο πρώτος είναι ο μαθητής και επιστήθιος φίλος του Χριστού Ιωάννης, ο δεύτερος ο Γρηγόριος και ο τρίτος ο Συμεών, ο οποίος θα λάβει μαζί και άλλο επίθετο και θα ονομασθεί Νέος θεολόγος). Η φιλοσοφική υ- ποδομή, αλλά και ο χαρακτήρας του Γρηγορίου είναι διάχυτος στο έργο του, είτε μιλάει για τα ανθρώπινα προβλήματα, την αμαρτία, τον θάνατο και άλλα είτε για τη θεία φωτοχυσία. Κρίνεται περιττό να υπομνησθεί ότι ο Γρηγόριος ασχολείται κυρίως με το θεολογικό πρόβλημα, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι στο έργο του δεν περιλαμβάνονται και άλλα θέματα ειδικότερου φιλοσοφικού ενδιαφέροντος. Τη χριστιανική φιλοσοφία ("έσω"), η οποία, αν και φαίνεται τα.τεινή, οδηγεί στον Θεό, την α- ντιπαραθέτει ο Γρηγόριος προς την έξω, η οποία παίζει με τις σκιές της αλήθειας και απομακρύνει τον άνθρωπο από τη γνώση του Θεού (PG 35, ). Η αναίρεση της συνύπαρξης της ύλης ως αρχικής αιτίας της ύπαρξης των όντων, καθώς και της εκδοχής για την αυτόματη ή τυχαία συγκρότηση του κόσμου, βρίσκεται μεταξύ των ζητημάτων που εξετάζονται. Αν γίνει παραδεκτή, γράφει ο Γρηγόριος, η τυχαία γένεση του κόσμου, δεν θα πρέπει να απαντήσουμε ποιος τον ετακτοποίησε; Στην πεοίπτωση που θα το αποδώσουμε στην τύχη, συνεχίζει ο Γρηγόριος, ποιος θα θεωρήσουμε ότι τον κρατεί; θα παραδεχθούμε ότι και αυτό είναι τυχαίο ή ότι κάτι άλλο είναι που συντηρεί τον κόσμο, κάτι δηλαδή διαφορετικό από την τύχη και τον αυτοματισμό; Μετά απ" αυτά συμπεραίνει ότι δεν είναι η τύχη αλλ' ο θεός που εδημιούργησε τον κόσμο {Λύγος Β' θεολ. ις', Barbel, 96). Μία από τις μεγαλύτερες δυσκολίες του φιλοσοφικού βίου θεωρεί ο Γρηγόριος το εγχείρημα της ανίχνευσης της αλήθειας, αφού αισθάνεται την απόγνωση στην οποία βρίσκεται ο σκεπτόμενος άνθρωπος, που κινείται από την ανειρήνευτη διάθεση της μάθησης, όταν καταλήξει σε ένα συμπέρασμα, που είναι πρόκληση για τη συνέχιση του έργου. Η μάθηση και ο λόγος, προσθέτει ο Γρηγόριος, είναι "δυστέκμαρτός τε και δυσθεώρητος", γιατί οι άνθρωποι είναι αδύνατον να απαλλαγούν από την εξουσία των αισθήσεων. Έργα του: Λόγοι Ε' θεολογικοί, PG Κατά Ιουλιανού Βασιλέως και κατά Ελλήνων στηλιτευτικός, PG 35, Περί γενέσεως και αθανασίας ψυχής (λατ.), PG 35, Κεφάλαια φυσικά, θεολογικά, ηθικά τε και πρακτικά ρν'. ("Φιλοκαλία" Δ', ). Νικ. Γ. Πολίτης Γρηγόριος ο Παλαμάς (Κωνσταντινούπολη, Νοεμβρ. 1359, θεσσαλονίκη). Εγνώρισε την έξω και την έσω παιδεία στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης το οποίο τότε διηύθηνε ο Θεόδωρος ο Μετοχίτης*. Στράφηκε όμως ενωρίτερα αποκλειστικά σχεδόν προς τη θεολογία. Εγκατέλειψε την Πόλη και ήλθε στον Αθωνα, αργότερα στο Παπίκιο Όρος, στη Βέροια, και τέλος έγινε επίσκοπος θεσσαλονίκης το θεωρείται ως ο ανανεωτής του η- συχασμού*. Ο Γρηγόριος είναι πολυγραφότατος, έχει μάλιστα σωθεί το σύνολο σχεδόν του έργου του, τα δε συγγράμματά του διακρίνονται σε εκείνα που έχουν ως αντικείμενο τα σχετιζόμενα με το άγιο Πνεύμα, σε επιστολές προς διαφόρους αντιησυχαστές, σε ποιμαντικά και ασκητικά. Ιδίως όμως, επειδή έγραφε πάντοτε προκειμένου να απαντήσει σε όσους παρενέβαλλαν ε- μπόδια στην ορθή τοποθέτηση της Εκκλησίας απέναντι στα διάφορα προβλήματα, τα έργα 315

316 Γρηγόριος ο ΣιναΤτης του αναφέρονται κυρίως στην έριδα που ξέσπασε αυτή την εποχή σχετικά με το αν είναι δυνατή η γνώση του Θεού από τον άνθρωπο. Ειδικότερα ο Παλαμάς, σχετικά με την ησυχαστική άποψη, ήλθε σε σύγκρουση με τη σχολαστική αντίληψη, που θέλησε να εισαγάγει ο εκ Καλαβρίας Βαρλαάμ*. Ετσι ο επίσκοπος Θεσσαλονίκης δίδασκε ότι ο θεός δεν είναι ακατάληπτος και αναπόδεικτος, όπως υποστήριζε ο Βαρλαάμ, αλλ' αποδεικνύεται, όχι βέβαια και αποκλειστικά με λογικές κατασκευές, παρά με την πίστη, τον φωτισμό και την παράδοση (Χρήστου, Α', 212, 13, 421, 28). Οι "ενέργειες" οι ονομαζόμενες "ιδιότητες" του θεού, και όχι η ουσία του, φανερώνονται στον άνθρωπο. Στην κατάσταση αυτή ο άνθρωπος αισθάνεται μια θέρμη εσωτερική και βλέπει το θείο φως, το οποίο είναι ουσιαστικό και όχι συμβολικό και φανερώνει ακριβώς τις θείες ενέργειες. Αλλωστε η αίσθησή του μαρτυρεί ότι είναι πραγματικό. Το φως αυτό είναι, κατά τον Παλαμά, το ίδιο με εκείνο που φανερώθηκε κατά τη Μεταμόρφωση στο Θαβώρ. Οι αντίπαλοι του τον κατηγορούσαν, μαζί και τον ησυχασμό, ότι έτσι εισάγονται και άλλοι κατώτεροι θεοί. Η απάντηση του Παλαμά στις κατηγορίες είναι ότι οι ενέργειες είναι η "υφειμένη" θεότης και όχι άλλος θεός. Οι απόψεις του Παλαμά στηρίζονται στη διδασκαλία του Χριστού και των Αποστόλων, στις αποφάσεις των Συνόδων, αλλά και στα συγγράμματα των παλαιών μυστικών θεολόγων, ιδίως των Καππαδοκών, του Μακαρίου, του Διονυσίου, του Μαξίμου του Ομολογητού*, αλλά και στη ζώσα μοναχική πραγματικότητα. Η Εκκλησία δέχθηκε τη διδασκαλία του και, εννιά χρόνια μετά τον θάνατό του, τον κατέταξε στους αγίους (βλ. και λ. ησυχασμός βυζαντινός). Εργα του: PG , Συγγράμματα, Α'-Δ', επιμ. Π. Κ. Χρήστου, θεσσαλονίκη 1908'.- Κεφάλαια φυσικά, θεολογικά, ηθικά τε και πρακτικά ρν' ("φιλοκαλία" Δ', ).- Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων. ("φιλοκαλία" Δ', ).- Αγιορειτικός τόμος..., Συγγράμματα Β', επιμ. Π. Κ. Χρήστου, θεσσαλονίκη 1988? Νικ. Γ. Πολίτης Γρηγόριος ο ΣιναΤτης ( ). θεωρείται ως ο ανανεωτής του ησυχασμού*. Γεννήθηκε στο Κούκουλο, κοντά στις Κλαζομενές, και γνώρισε από μικρός τη "θύραθεν" και την εκκλησιαστική παιδεία. Εγινε μοναχός στη μονή της αγ. Αικατερίνης του Σινά, από όπου και η προσωνυμία του. Στη συνέχεια πήγε στο Αγιο Όρος, στη Χίο, στην Κωνσταντινούπολη και, τέλος, στο όρος Κατακρυωμένος, όπου και πέθανε (1347). Ο Γρηγόριος προέτρεπε τους μοναχούς να διαβάζουν τις πραγματείες για την προσευχή και τον ησυχασμό που έγραψαν ο Ιωάννης της Κλίμακος*, ο Ισαάκ, ο άγιος Μάξιμος*, ο Νέος θεολόγος και ο μαθητής του Νικήτας Στηθάτος. Στο έργο του υπάρχουν μεταξύ άλλων καίριες διακρίσεις των παθών (Κεφάλαια... 77). Ακολουθώντας πολύχρονη παράδοση, κάνει λόγο για τα οκτώ πονηρά πνεύματα, τους προστάτες της πονηρίας, από τους ο- ποίους τρεις μεγάλοι: της "γαστριμαργίας", της "φιλαργυρίας" και της "κενοδοξίας"' και πέντε μικρότεροι: της "πορνείας" και "οργής" και "λύπης" και "ακηδίας" και "υπερηφανίας". (Κεφάλαια... 91). Επειδή η ζωή του μοναχού, κυρίως, πρέπει να διακρίνεται για την ταπείνωση, ο Γρηγόριος δίδασκε ότι υπάρχουν επτά δρόμοι που οδηγούν σ" αυτή: η σιωπή, η ταπεινοφροσύνη, η ταπεινολογία, η ταπεινοφορία, η αυτομεμψία, η συντριβή, η εσχατιά. Ειδικότερα την ησυχαστική του μέθοδο τη χώριζε σε τρία στάδια. Κατά το πρώτο, ο ασκούμενος πρέπει να κάθεται χαμηλά και να προσπαθεί να κατακρατήσει τον νου του στην καρδιά του. Αυτό συντελείται με την επίκληση του θείου ο- νόματος, της ονομαζόμενης και μονολογίστου ευχής, δηλαδή του "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με". Στο δεύτερο, ο μοναχός, απαλλαγμένος από βιοτικές φροντίδες, γίνεται αντικείμενο θείου φωτισμού. Τέλος στο τρίτο, για το οποίο δεν άφησε μαρτυρίες, γίνεται η συναρπαγή του όλου ανθρώπου προς τον θεό. Εργα του: Κεφάλαια δι' ακροστιχίδος πάνυ ωφέλιμα ρλζ' ("Φιλοκαλία" Δ', 31-62) και PG 150, Περί ησυχίας και προσευχής και ότι χωρίς οδηγού ευχερώς συνεισέρχεται η πλάνη (PG 150, ). Νικ. Γ. Πολίτης ΤΕΛΟΣ Α' ΤΟΜΟΥ

317 ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Εκδοτική επιμέλεια: ΠΑΝΟΣ Κ. ΚΑΠΟΠΟΥΛΟΣ Τόμος Α': αβατάρα - Γρηγόριος ο Σιναΐτης Σελίδες: 320, χαρτί γραφής Σαμοά των 100 γρ., σχήμα 70x100-1/16 Φωτοσύνθεση φιλμ: ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΣΤΡΙΤΣΗΣ Αθήνα, Θεμιστοκλέους 53, τηλ Μοντάζ: ΣΥΜΒΟΛΟ Ν. Λιόσια, Δολιανών 18 & Σάσωνος 2, τηλ Εκτύπωση - Offset: ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΚΑΡΕΝΤΖΟΣ Περιστέρι, Μονή Δαμάστας 6, τηλ Βιβλιοδεσία: I. ΜΟΥΤΣΗΣ Αιγάλεω, Εμμ. Παπά 6, τηλ Ο πρώτος τόμος δόθηκε στην κυκλοφορία τον Οκτώβριο 1994

318

319

320

ΤΙ ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ ΓΝΩΣΗ; ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ; Το ερώτημα για το τι είναι η γνώση (τι εννοούμε όταν λέμε ότι κάποιος γνωρίζει κάτι ή ποια

ΤΙ ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ ΓΝΩΣΗ; ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ; Το ερώτημα για το τι είναι η γνώση (τι εννοούμε όταν λέμε ότι κάποιος γνωρίζει κάτι ή ποια 18 ΤΙ ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ ΓΝΩΣΗ; ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ; Το ερώτημα για το τι είναι η γνώση (τι εννοούμε όταν λέμε ότι κάποιος γνωρίζει κάτι ή ποια χαρακτηριστικά αποδίδουμε σε ένα πρόσωπο το οποίο λέμε

Διαβάστε περισσότερα

VIDEOφιλοσοφείν: Η τεχνολογία στην υπηρεσία της Φιλοσοφίας

VIDEOφιλοσοφείν: Η τεχνολογία στην υπηρεσία της Φιλοσοφίας VIDEOφιλοσοφείν: Η τεχνολογία στην υπηρεσία της Φιλοσοφίας Παραδείγματα διδακτικής αξιοποίησης video στο μάθημα των Αρχών Φιλοσοφίας (Β Λυκείου Γενική Παιδεία) 3 ο ΓΕ.Λ. ΠΕΙΡΑΙΑ 27 ΜΑΡΤΙΟΥ 2015 Μαλεγιαννάκη

Διαβάστε περισσότερα

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΑΝΤ (1724-1804)

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΑΝΤ (1724-1804) ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΑΝΤ - ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΙΟΘΕΩΡΙΑΣ ΤΟΥ 1 ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΑΝΤ (1724-1804) (Η σύντομη περίληψη που ακολουθεί και η επιλογή των αποσπασμάτων από την πραγματεία του Καντ για την ανθρώπινη γνώση,

Διαβάστε περισσότερα

τι είναι αυτό που κάνει κάτι αληθές; τι κριτήρια έχουμε, για να κρίνουμε πότε κάτι είναι αληθές;

τι είναι αυτό που κάνει κάτι αληθές; τι κριτήρια έχουμε, για να κρίνουμε πότε κάτι είναι αληθές; ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ; τι είναι αυτό που κάνει κάτι αληθές; τι κριτήρια έχουμε, για να κρίνουμε πότε κάτι είναι αληθές; ποια είναι η σχέση των πεποιθήσεών μας με την πραγματικότητα, για να είναι αληθείς και

Διαβάστε περισσότερα

GEORGE BERKELEY ( )

GEORGE BERKELEY ( ) 42 GEORGE BERKELEY (1685-1753) «Ο βασικός σκοπός του Berkeley δεν ήταν να αμφισβητήσει την ύπαρξη των εξωτερικών αντικειμένων, αλλά να υποστηρίξει την άποψη ότι τα πνεύματα ήταν τα μόνα ανεξάρτητα όντα,

Διαβάστε περισσότερα

Θέµατα Αρχών Φιλοσοφίας Θεωρητικής Κατεύθυνσης Γ Λυκείου 2000

Θέµατα Αρχών Φιλοσοφίας Θεωρητικής Κατεύθυνσης Γ Λυκείου 2000 Θέµα Α1 Θέµατα Αρχών Φιλοσοφίας Θεωρητικής Κατεύθυνσης Γ Λυκείου 2000 Α.1.1. Να γράψετε στο τετράδιό σας τα ονόµατα των φιλοσόφων (στήλη Α) και δίπλα την έννοια (στήλη Β) που συνδέεται µε τον καθένα: Α

Διαβάστε περισσότερα

Θέµατα Αρχών Φιλοσοφίας Θεωρητικής Κατεύθυνσης Γ Λυκείου 2000

Θέµατα Αρχών Φιλοσοφίας Θεωρητικής Κατεύθυνσης Γ Λυκείου 2000 Θέµατα Αρχών Φιλοσοφίας Θεωρητικής Κατεύθυνσης Γ Λυκείου 2000 ΕΚΦΩΝΗΣΕΙΣ Θέµα Α1 Α.1.1. Να γράψετε στο τετράδιό σας τα ονόµατα των φιλοσόφων (στήλη Α) και δίπλα την έννοια (στήλη Β) που συνδέεται µε τον

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή στη Φιλοσοφία (Φ101)

Εισαγωγή στη Φιλοσοφία (Φ101) ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ (Φ101) 3η ενότητα: Θεμελιώδη ερωτήματα & κλάδοι της φιλοσοφίας Γιώργος Ζωγραφίδης Τμήμα Φιλοσοφίας & Παιδαγωγικής Άδειες Χρήσης Το παρόν

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Νάκου Αλεξάνδρα Εισαγωγή στις Επιστήμες της Αγωγής Ο όρος ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ δημιουργεί μία αίσθηση ασάφειας αφού επιδέχεται πολλές εξηγήσεις. Υπάρχει συνεχής διάλογος και προβληματισμός ακόμα

Διαβάστε περισσότερα

ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: 2

ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: 2 ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: 2 Η ιστορία της φιλοσοφίας από την Αρχαία Ελλάδα μέχρι σήμερα μπορεί να θεωρηθεί ως μια διαδικασία αναζήτησης μιας απάντησης στο ερώτημα, «τι είναι γνώση;» Οι Δυτικοί φιλόσοφοι

Διαβάστε περισσότερα

ΣΧΕΔΙΟ ΕΠΟ 22 2 ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΣΧΕΔΙΟ ΕΠΟ 22 2 ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΧΕΔΙΟ ΕΠΟ 22 2 ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ο ορθολογισμός έχει βασικό κριτήριο γνώσης την ανθρώπινη νόηση και όχι την εμπειρία.η νόηση με τις έμφυτες και τους λογικούς νόμους αποτελεί αξιόπιστη πηγή γνώσης. Σύμφωνα

Διαβάστε περισσότερα

ΘΩΜΑΣ ΑΚΙΝΑΤΗΣ

ΘΩΜΑΣ ΑΚΙΝΑΤΗΣ http://hallofpeople.com/gr/bio/aquinas.php ΘΩΜΑΣ ΑΚΙΝΑΤΗΣ Ο μεγαλύτερος και σπουδαιότερος φιλόσοφος του δευτέρου μισού του Μεσαίωνα ήταν ο Θωμάς ο Ακινάτης, που έζησε από το 1225 ως το 1274. Υπήρξε ο σημαντικότερος

Διαβάστε περισσότερα

Αναπληρωτής Καθηγητής Γεώργιος Παύλος. 1 Ο πολιτισμός ευαθείον του ανθρώπου, η φαντασία της προόδου και ο φετιχισμός της τεχνικής

Αναπληρωτής Καθηγητής Γεώργιος Παύλος. 1 Ο πολιτισμός ευαθείον του ανθρώπου, η φαντασία της προόδου και ο φετιχισμός της τεχνικής ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ Για τους ΦΟΙΤΗΤΕΣ του ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΗΛΕΚΤΡΟΛΟΓΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ & ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΩΝ Αναπληρωτής Καθηγητής Γεώργιος Παύλος ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Διαβάστε περισσότερα

1)Στην αρχαιότητα δεν υπήρχε διάκριση των κοινωνικών επιστημών από τη φιλοσοφία. Σ Λ

1)Στην αρχαιότητα δεν υπήρχε διάκριση των κοινωνικών επιστημών από τη φιλοσοφία. Σ Λ 1.2.1 1)α)Σε ποιους, ας τους πούμε κλάδους, διαιρούσε ο Αριστοτέλης τη Φιλοσοφία (6 μονάδες); β)ποιο ήταν το περιεχόμενο κάθε κλάδου από αυτούς; β)ποιος από αυτούς ασχολούνταν, έστω και έμμεσα, με την

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΓΝΩΣΗΣ. ΤΕΙ ΑΜΘ ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΣ Γεώργιος Θερίου

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΓΝΩΣΗΣ. ΤΕΙ ΑΜΘ ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΣ Γεώργιος Θερίου ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΓΝΩΣΗΣ ΤΕΙ ΑΜΘ ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΣ Γεώργιος Θερίου ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: 2 Η ιστορία της φιλοσοφίας από την Αρχαία Ελλάδα μέχρι σήμερα μπορεί να θεωρηθεί ως μια διαδικασία αναζήτησης

Διαβάστε περισσότερα

1ος Πανελλαδικός Μαθητικός Διαγωνισμός Φιλοσοφικού Δοκιμίου. Η φιλοσοφία ως τρόπος ζωής Αρχαία ελληνική φιλοσοφία

1ος Πανελλαδικός Μαθητικός Διαγωνισμός Φιλοσοφικού Δοκιμίου. Η φιλοσοφία ως τρόπος ζωής Αρχαία ελληνική φιλοσοφία 1ος Πανελλαδικός Μαθητικός Διαγωνισμός Φιλοσοφικού Δοκιμίου Η φιλοσοφία ως τρόπος ζωής Αρχαία ελληνική φιλοσοφία προκριματική φάση 18 Φεβρουαρίου 2012 υπό την Αιγίδα του ΥΠΔΒΜΘ Διοργάνωση Τμήμα Φιλοσοφίας

Διαβάστε περισσότερα

2η ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΠΟ 22. ΘΕΜΑ: Οι βασικοί σταθµοί του νεώτερου Εµπειρισµού από τον Locke µέχρι και τον Hume. ΣΧΕ ΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Α.

2η ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΠΟ 22. ΘΕΜΑ: Οι βασικοί σταθµοί του νεώτερου Εµπειρισµού από τον Locke µέχρι και τον Hume. ΣΧΕ ΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Α. Θέµατα & Ασκήσεις από: www.arnos.gr 2η ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΠΟ 22 ΘΕΜΑ: Οι βασικοί σταθµοί του νεώτερου Εµπειρισµού από τον Locke µέχρι και τον Hume. ΣΧΕ ΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Σύµφωνα µε τη θεωρία του εµπειρισµού

Διαβάστε περισσότερα

Σύλλογος Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας «σὺν Ἀθηνᾷ»

Σύλλογος Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας «σὺν Ἀθηνᾷ» Σύλλογος Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας «σὺν Ἀθηνᾷ» Σάββατο, 4 Οκτωβρίου 2014 Τμήμα Α Η ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΣΗΜΕΡΑ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ 7 ΑΙΩΝΕΣ ΣΤΟΧΑΣΜΟΥ ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ

Διαβάστε περισσότερα

Α. ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Α. ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Α. ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΔΙΑΘΕΣΗ / ΙΣΤΟΡΙΚΟ 7 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Η φιλοσοφία. Έννοια και περιεχόμενο 13 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ Η εξέλιξη της φιλοσοφίας και η οντολογία Ι. Εισαγωγή... 25 ΙΙ. Η προσωκρατική φιλοσοφία...

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή στην Παιδαγωγική

Εισαγωγή στην Παιδαγωγική Εισαγωγή στην Παιδαγωγική ΤΜΗΜΑ ΑΓΓΛΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ Χειμερινό εξάμηνο 2016-2017 Διδάσκουσα: Μαρία Δασκολιά Επίκουρη καθηγήτρια Τμήμα Φ.Π.Ψ. Θεματική του μαθήματος Έννοια και εξέλιξη της Παιδαγωγικής

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΙΤΛΟΣ: «ΕΜΠΕΙΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ» ΜΑΘΗΤΡΙΑ: ΠΡΙΑΜΗ ΒΑΓΙΑ, Β4 ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΝΤΑΒΑΡΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ 2016 17 Περιεχόμενα ΠΕΡΙΛΗΨΗ... 3 ΕΙΣΑΓΩΓΗ...

Διαβάστε περισσότερα

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΑΝΤ ( )

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΑΝΤ ( ) ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΑΝΤ - ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΙΟΘΕΩΡΙΑΣ ΤΟΥ 1 ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΑΝΤ (1724-1804) (Η σύντομη περίληψη που ακολουθεί και η επιλογή των αποσπασμάτων από την πραγματεία του Καντ για την ανθρώπινη γνώση,

Διαβάστε περισσότερα

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Β ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΕΝΟΤΗΤΑ ΔΕΥΤΕΡΗ: ΛΕΞΕΙΣ ΝΟΗΜΑ ΚΑΙ ΚΑΘΟΛΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Β ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΕΝΟΤΗΤΑ ΔΕΥΤΕΡΗ: ΛΕΞΕΙΣ ΝΟΗΜΑ ΚΑΙ ΚΑΘΟΛΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Β ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΕΝΟΤΗΤΑ ΔΕΥΤΕΡΗ: ΛΕΞΕΙΣ ΝΟΗΜΑ ΚΑΙ ΚΑΘΟΛΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ 1. Λέξεις και νόημα Η γλώσσα αποτελείται από λέξεις. Η λέξη είναι το μικρότερο τμήμα της γλώσσας

Διαβάστε περισσότερα

Ένα γόνιμο μέλλον. στο παρόν και πνευματικές ιδιότητες που εκδηλώνουν οι Έλληνες όταν κάνουν τα καλά τους έργα

Ένα γόνιμο μέλλον. στο παρόν και πνευματικές ιδιότητες που εκδηλώνουν οι Έλληνες όταν κάνουν τα καλά τους έργα 1 Ένα γόνιμο μέλλον Ένα γόνιμο μέλλον χρειάζεται μια καλή συνείδηση στο παρόν και πνευματικές ιδιότητες που εκδηλώνουν οι Έλληνες όταν κάνουν τα καλά τους έργα Χρειαζόμαστε οι Έλληνες να συνδεθούμε πάλι

Διαβάστε περισσότερα

2 ο Σεμινάριο ΕΓΚΥΡΗ ΠΡΑΞΗ & ΣΥΝΟΧΗ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ. Δίκτυο σχολείων για τη μη-βία

2 ο Σεμινάριο ΕΓΚΥΡΗ ΠΡΑΞΗ & ΣΥΝΟΧΗ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ. Δίκτυο σχολείων για τη μη-βία 2 ο Σεμινάριο ΕΓΚΥΡΗ ΠΡΑΞΗ & ΣΥΝΟΧΗ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ Δίκτυο σχολείων για τη μη-βία Α Μέρος: ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ Τα επίπεδα συνείδησης Ύπνος Μισοξύπνιο Αφύπνιση Ελάχιστη εργασία των εξωτερικών αισθήσεων Με εικόνες

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΙΤΛΟΣ: «ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ ΗΘΙΚΩΝ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ» ΜΑΘΗΤΡΙΑ: ΣΚΡΕΚΑ ΝΑΤΑΛΙΑ, Β4 ΕΠΙΒΛ. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΝΤΑΒΑΡΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ 2016 17 Περιεχόμενα

Διαβάστε περισσότερα

Αρχές Φιλοσοφίας Β Λυκείου Τράπεζα Θεμάτων: 2 ο κεφάλαιο «Κατανοώντας τα πράγματα»

Αρχές Φιλοσοφίας Β Λυκείου Τράπεζα Θεμάτων: 2 ο κεφάλαιο «Κατανοώντας τα πράγματα» Αρχές Φιλοσοφίας Β Λυκείου Τράπεζα Θεμάτων: 2 ο κεφάλαιο «Κατανοώντας τα πράγματα» Α] Ασκήσεις κλειστού τύπου (Σωστό Λάθος) Για τον Πλάτωνα οι καθολικές έννοιες, τα «καθόλου», δεν είναι πράγματα ξεχωριστά

Διαβάστε περισσότερα

Τι είναι οι αξίες και ποια η σχέση τους με την εκπαίδευση; Σε τι διαφέρουν από τις στάσεις και τις πεποιθήσεις; Πώς ταξινομούνται οι αξίες;

Τι είναι οι αξίες και ποια η σχέση τους με την εκπαίδευση; Σε τι διαφέρουν από τις στάσεις και τις πεποιθήσεις; Πώς ταξινομούνται οι αξίες; Τι είναι οι αξίες και ποια η σχέση τους με την εκπαίδευση; Σε τι διαφέρουν από τις στάσεις και τις πεποιθήσεις; Πώς ταξινομούνται οι αξίες; Δρ. Δημήτριος Γκότζος 1. ΟΡΙΣΜΟΣ Αξία: Θα ήταν ουτοπικό να δοθεί

Διαβάστε περισσότερα

ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ

ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ Για τον Αριστοτέλη, όλες οι ενέργειες των ανθρώπων γίνονται για κάποιο τέλος, δηλαδή για κάποιο σκοπό που είναι ο ανώτερος όλων των αγαθών, την ευδαιμονία. Σύμφωνα

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ - ΠΟΛΙΤΙΚΑ Ενότητα 12η (Α 2, 5-6) - Ο άνθρωπος είναι «ζ?ον πολιτικ?ν»

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ - ΠΟΛΙΤΙΚΑ Ενότητα 12η (Α 2, 5-6) - Ο άνθρωπος είναι «ζ?ον πολιτικ?ν» 1. Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΑΙ Ο ΣΤΟΧΟΣ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΟΝΤΟΤΗΤΩΝ (ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ, ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ) Σύμφωνα με τις διδασκαλίες του Αριστοτέλη, υπάρχουν τρία είδη κοινωνικών οντοτήτων ή διαφορετικά, ομάδων

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΧΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Β ΤΑΞΗΣ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ 2002

ΑΡΧΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Β ΤΑΞΗΣ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ 2002 ΑΡΧΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Β ΤΑΞΗΣ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ 2002 ΟΜΑ Α Α Α.1 Να γράψετε στο τετράδιό σας τους αριθµούς της Στήλης Α και δίπλα σε κάθε αριθµό το γράµµα της Στήλης Β, που αντιστοιχεί

Διαβάστε περισσότερα

Είναι τα πράγματα όπως τα αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας;

Είναι τα πράγματα όπως τα αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας; Είναι τα πράγματα όπως τα αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας; Εμείς που αντιλαμβανόμαστε είμαστε όλοι φτιαγμένοι από το ίδιο υλικό; Πώς βρεθήκαμε σ αυτόν τον κόσμο; Ο θάνατός μας σημαίνει το τέλος ή

Διαβάστε περισσότερα

Σέλλινγκ (Friedrich Wilhelm Joseph Schelling )

Σέλλινγκ (Friedrich Wilhelm Joseph Schelling ) FRIEDRICH W. SCELLING ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ 1 Σέλλινγκ (Friedrich Wilhelm Joseph Schelling 1775-1854) (ΜΕΡΙΚΑ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ*) Από το φιλοσοφικό έργο του Σέλλινγκ "Η ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ"

Διαβάστε περισσότερα

Ηθική ανά τους λαούς

Ηθική ανά τους λαούς Ηθική ανά τους λαούς Ηθική ως όρος Όταν μιλάμε για ηθική, εννοούμε κάθε θεωρία που θέτει αντικείμενο θεωρητικής εξέτασης την πρακτική συμπεριφορά του ανθρώπου. Η φιλοσοφική ηθική διακρίνεται επομένως τόσο

Διαβάστε περισσότερα

Αισθητική φιλοσοφία της τέχνης και του ωραίου

Αισθητική φιλοσοφία της τέχνης και του ωραίου Αισθητική φιλοσοφία της τέχνης και του ωραίου Αικατερίνη Καλέρη, Αν. Καθηγήτρια το μάθημα Αισθητική διδάσκεται στο 4ο έτος, Ζ εξάμηνο εισάγει στις κλασσικές έννοιες και θεωρίες της φιλοσοφίας της τέχνης

Διαβάστε περισσότερα

Επιδιώξεις της παιδαγωγικής διαδικασίας. Σκοποί

Επιδιώξεις της παιδαγωγικής διαδικασίας. Σκοποί Επιδιώξεις της παιδαγωγικής διαδικασίας Σκοποί Θεματικές ενότητες Διαμόρφωση των σκοπών της αγωγής Ιστορική εξέλιξη των σκοπών της αγωγής Σύγχρονος προβληματισμός http://users.uoa.gr/~dhatziha/ Διαφάνεια:

Διαβάστε περισσότερα

Σκοποί της παιδαγωγικής διαδικασίας

Σκοποί της παιδαγωγικής διαδικασίας Σκοποί της παιδαγωγικής διαδικασίας Θεματικές ενότητες Διαμόρφωση των σκοπών της αγωγής Ιστορική εξέλιξη των σκοπών της αγωγής Σύγχρονος προβληματισμός Διαμόρφωση των σκοπών της αγωγής Η παιδαγωγική διαδικασία

Διαβάστε περισσότερα

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙ ΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΚΕΝΤΡΟ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΤΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΣΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙ ΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΚΕΝΤΡΟ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΤΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΣΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙ ΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΚΕΝΤΡΟ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΤΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΣΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΑΘΗΝΑ 1999 Υπεύθυνος Οµάδας Αλέξανδρος Καριώτογλου, ρ. Θεολογίας Οµάδα Σύνταξης

Διαβάστε περισσότερα

ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΑ

ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΑ Ο λόγος που ο Αριστοτέλης μελέτησε την έννοια της αρετής στα Ηθικά Νικομάχεια είναι γιατί αυτή αποτελεί προϋπόθεση όχι μόνο για την ευδαιμονία του ατόμου αλλά και ολόκληρης

Διαβάστε περισσότερα

Οι Πυθαγόρειοι φιλόσοφοι είναι μια φιλοσοφική, θρησκευτική και πολιτική σχολή που ιδρύθηκε τον 6ο αιώνα π.χ από τον Πυθαγόρα τον Σάμιο στον Κρότωνα

Οι Πυθαγόρειοι φιλόσοφοι είναι μια φιλοσοφική, θρησκευτική και πολιτική σχολή που ιδρύθηκε τον 6ο αιώνα π.χ από τον Πυθαγόρα τον Σάμιο στον Κρότωνα Κ. Σ. Δ. Μ. Ο. Μ. Οι Πυθαγόρειοι φιλόσοφοι είναι μια φιλοσοφική, θρησκευτική και πολιτική σχολή που ιδρύθηκε τον 6ο αιώνα π.χ από τον Πυθαγόρα τον Σάμιο στον Κρότωνα της Κάτω Ιταλίας. Η κοινότητα στεγαζόταν

Διαβάστε περισσότερα

Δημιουργώντας μια Συστηματική Θεολογία

Δημιουργώντας μια Συστηματική Θεολογία Ερωτήσεις Επανάληψης 1 Οι Θεολογικές Δηλώσεις στην Συστηματική Θεολογία Διάλεξη Τρίτη από την σειρά Δημιουργώντας μια Συστηματική Θεολογία Οδηγός Μελέτης Περιεχόμενα Περίγραμμα Ένα περίγραμμα του μαθήματος,

Διαβάστε περισσότερα

Σύλλογος Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας «σὺν Ἀθηνᾷ»

Σύλλογος Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας «σὺν Ἀθηνᾷ» Σύλλογος Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας «σὺν Ἀθηνᾷ» Σάββατο, 16 Νοεμβρίου 2013 Αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία Ενηλίκων Τμήμα Β Την προηγούμενη φορά. ΣΚΕΠΤΙΚΟΙ Οὐδὲν ὁρίζομεν «τίποτε δεν θέτουμε ως βέβαιο» (Διογένης

Διαβάστε περισσότερα

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης Αναπτυξιακή Ψυχολογία Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης Θέματα διάλεξης Η σημασία της αυτοαντίληψης Η φύση και το περιεχόμενο της αυτοαντίληψης Η ανάπτυξη της αυτοαντίληψης Παράγοντες

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΣΧΟΛΗ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΟΚΙΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΣΧΟΛΗ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΟΚΙΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΣΧΟΛΗ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΟΚΙΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΑΝΑΡΤΗΤΕΟ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ Αρ. Πρωτ.: 0703/22.3.2018 Πειραιάς, 22 Μαρτίου 2018 E-mail: deansecretary@snd.edu.gr ΘΕΜΑ:

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙΝΑΙ Η ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΑ ΜΙΑ ΜΕΘΟΔΟΣ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ; 1

ΕΙΝΑΙ Η ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΑ ΜΙΑ ΜΕΘΟΔΟΣ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ; 1 ΕΙΝΑΙ Η ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΑ ΜΙΑ ΜΕΘΟΔΟΣ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ; 1 Στο σημείο αυτό του οδοιπορικού γνωριμίας με τις διάφορες μεθόδους αυτογνωσίας θα συναντήσουμε την Αστρολογία και θα μιλήσουμε για αυτή. Θα ερευνήσουμε δηλαδή

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΒΟΡΕΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ / ΜΥΤΙΛΗΝΗ Ετήσιο Πρόγραμμα Παιδαγωγικής Κατάρτισης / Ε.Π.ΠΑΙ.Κ.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΒΟΡΕΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ / ΜΥΤΙΛΗΝΗ Ετήσιο Πρόγραμμα Παιδαγωγικής Κατάρτισης / Ε.Π.ΠΑΙ.Κ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΒΟΡΕΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ / ΜΥΤΙΛΗΝΗ Ετήσιο Πρόγραμμα Παιδαγωγικής Κατάρτισης / Ε.Π.ΠΑΙ.Κ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ Διδάσκων στην ΑΣΠΑΙΤΕ / Παράρτημα Β. Αιγαίου Θεολόγος Καθηγητής στο Πειραματικό ΓΕ. Λ.

Διαβάστε περισσότερα

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ (μάθημα επιλογής) Α τάξη Γενικού Λυκείου Α) Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών (ΑΠΣ) Στο πλαίσιο της διδασκαλίας του μαθήματος επιλογής «Ελληνικός και Ευρωπαϊκός πολιτισμός»,

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΒΟΡΕΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ / ΜΥΤΙΛΗΝΗ Ετήσιο Πρόγραμμα Παιδαγωγικής Κατάρτισης / Ε.Π.ΠΑΙ.Κ.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΒΟΡΕΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ / ΜΥΤΙΛΗΝΗ Ετήσιο Πρόγραμμα Παιδαγωγικής Κατάρτισης / Ε.Π.ΠΑΙ.Κ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΒΟΡΕΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ / ΜΥΤΙΛΗΝΗ Ετήσιο Πρόγραμμα Παιδαγωγικής Κατάρτισης / Ε.Π.ΠΑΙ.Κ. ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΓΕ. Λ. ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ Διδάσκων στην ΑΣΠΑΙΤΕ / Παράρτημα

Διαβάστε περισσότερα

Χριστιανική Γραμματεία ΙIΙ

Χριστιανική Γραμματεία ΙIΙ Χριστιανική Γραμματεία ΙIΙ Ενότητα 2-Δ Β2: Πρωτοσχολαστικοί διαλεκτικοί Αναστάσιος Γ. Μαράς, Δρ Θ. Πρόγραμμα Ιερατικών Σπουδών Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες χρήσης Creative

Διαβάστε περισσότερα

Ελευθερία και Θεότητα στην αρχαιοελληνική σκέψη και στους Πατέρες

Ελευθερία και Θεότητα στην αρχαιοελληνική σκέψη και στους Πατέρες Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας Δογματικά θέματα Γνώση εν προσώπω και Ελευθερία // Γνώση εν προσώπω και Αγάπη Ελευθερία και Θεότητα στην αρχαιοελληνική σκέψη και στους Πατέρες Β. Μπακούρος Η Χριστιανική

Διαβάστε περισσότερα

Ατομική Ψυχολογία. Alfred Adler. Εισηγήτρια: Παπαχριστοδούλου Ελένη Υπ. Διδάκτωρ Συμβουλευτικής Ψυχολογίας. Υπεύθυνη καθηγήτρια: Μ.

Ατομική Ψυχολογία. Alfred Adler. Εισηγήτρια: Παπαχριστοδούλου Ελένη Υπ. Διδάκτωρ Συμβουλευτικής Ψυχολογίας. Υπεύθυνη καθηγήτρια: Μ. Ατομική Ψυχολογία Alfred Adler Εισηγήτρια: Παπαχριστοδούλου Ελένη Υπ. Διδάκτωρ Συμβουλευτικής Ψυχολογίας Υπεύθυνη καθηγήτρια: Μ. Μαλικιώση- Λοΐζου Ατομική Ψυχολογία Τονίζει τη μοναδικότητα της προσωπικότητας

Διαβάστε περισσότερα

Τι είναι η Φιλοσοφία της Ιστορίας: Εξέλιξη της συνείδησης της ελευθερίας. (Αυτή δεν είναι αυστηρή και ιστορικά συνεχής.)

Τι είναι η Φιλοσοφία της Ιστορίας: Εξέλιξη της συνείδησης της ελευθερίας. (Αυτή δεν είναι αυστηρή και ιστορικά συνεχής.) Χέγκελ Γεννήθηκε το 1770. 19 χρονών όταν έγινε η Γαλλική Επανάσταση. Το 1806 έγινε η Μάχη της Ιένας, νίκη του Ναπολέοντα. Γαλλική κυριαρχια, 1806-1814. Φιλελευθεροποίηση, κατάργηση δουλοπαροικίας και λογοκρισίας.

Διαβάστε περισσότερα

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΒΙΟΣ & ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΒΙΟΣ & ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Μαθητικό Συνέδριο Ιστορίας "Το Βυζάντιο ανάμεσα στην αρχαιότητα και τη σύγχρονη Ελλάδα" ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΒΙΟΣ & ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Η επίδραση της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας στο Βυζαντινό Πολιτισμό Μαθητική Κοινότητα

Διαβάστε περισσότερα

Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1

Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1 Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1 Μια σύνοψη του Βιβλίου (ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ): Η πλειοψηφία θεωρεί πως η Νόηση είναι μια διεργασία που συμβαίνει στον ανθρώπινο εγκέφαλο.

Διαβάστε περισσότερα

Η Επιστήµη της Κοινωνιολογίας

Η Επιστήµη της Κοινωνιολογίας ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Η Επιστήµη της Κοινωνιολογίας 1. Ορισµός και αντικείµενο της Κοινωνιολογίας 1.1. Κοινωνιολογία και κοινωνία Ερωτήσεις του τύπου «σωστό λάθος» Να χαρακτηρίσετε τις προτάσεις ως Σωστές ή Λανθασµένες,

Διαβάστε περισσότερα

ΕΚΠ. ΕΤΟΥΣ Απαντήσεις

ΕΚΠ. ΕΤΟΥΣ Απαντήσεις Σελίδα 1 από 5 Απαντήσεις Β.1 Το συγκεκριμένο απόσπασμα αντλήθηκε από το 8 ο βιβλίο των Πολιτικών του Αριστοτέλη, που έχει ως θέμα του την παιδεία. Ήδη, από την πρώτη φράση του αποσπάσματος (ὅτι μέν οὖν

Διαβάστε περισσότερα

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ. Ενότητα 11: ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΕΤΕΡΟΝΟΜΙΑ. ΜΑΡΙΑ Κ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ Τμήμα Ιερατικών Σπουδών

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ. Ενότητα 11: ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΕΤΕΡΟΝΟΜΙΑ. ΜΑΡΙΑ Κ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ Τμήμα Ιερατικών Σπουδών ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ Ενότητα 11: ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΕΤΕΡΟΝΟΜΙΑ ΜΑΡΙΑ Κ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ Τμήμα Ιερατικών Σπουδών Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες χρήσης Creative Commons. Για εκπαιδευτικό

Διαβάστε περισσότερα

7. Η θεωρία του ωφελιµ ισµ ού

7. Η θεωρία του ωφελιµ ισµ ού 7. Η θεωρία του ωφελιµ ισµ ού Α1. Ερωτήσεις γνώσης - κατανόησης 1. Ποιοι είναι οι κύριοι εκπρόσωποι της θεωρίας του ωφελιµισµού και µε βάση ποιο κριτήριο θα πρέπει, κατ αυτούς, να αξιολογούνται οι πράξεις

Διαβάστε περισσότερα

Η ιστορία της παιδικής συμπεριφοράς γεννιέται από την συνύφανση αυτών των δύο γραμμών (Vygotsky 1930/ 1978, σελ. 46).

Η ιστορία της παιδικής συμπεριφοράς γεννιέται από την συνύφανση αυτών των δύο γραμμών (Vygotsky 1930/ 1978, σελ. 46). 1896 1934 2 ξεχωριστές στην καταγωγή τους γραμμές ανάπτυξης: Α) Μία πρωτόγονη, φυσική γραμμή ανάπτυξης,, αυτόνομης εκδίπλωσης των βιολογικών δομών του οργανισμού, και Β) μία πολιτισμική, ανώτερη ψυχολογική

Διαβάστε περισσότερα

«Παγκοσμιοποίηση και Ταυτότητες»

«Παγκοσμιοποίηση και Ταυτότητες» 17/12/2018 «Παγκοσμιοποίηση και Ταυτότητες» / Ενορίες Στο πλαίσιο των εκδηλώσεων «ΕΝΟΡΙΑ εν δράσει» του Ιερού Ναού Ευαγγελιστρίας Πειραιώς και σε συνεργασία με το Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα του Πανεπιστημίου

Διαβάστε περισσότερα

ΟΙ 3 ΙΕΡΑΡΧΕΣ: Βασίλειος

ΟΙ 3 ΙΕΡΑΡΧΕΣ: Βασίλειος ΟΙ 3 ΙΕΡΑΡΧΕΣ: Βασίλειος ο Μέγας Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός Ιωάννης ο Χρυσόστομος Ποιοί ήταν; Πού έζησαν; Τί έκαναν; Δρ. Χρυσόστομος Παπασπύρου 30 Ιανουαρίου 2015 Βασίλειος ο Μέγας (330-379) Ο Βασίλειος ο

Διαβάστε περισσότερα

Η έννοια της Θρησκευτικής Εµπειρίας στη Διαπροσωπική Θεωρία Ψυχανάλυσης του Erich Fromm: Προεκτάσεις στη διδασκαλία του µαθήµατος των Θρησκευτικών

Η έννοια της Θρησκευτικής Εµπειρίας στη Διαπροσωπική Θεωρία Ψυχανάλυσης του Erich Fromm: Προεκτάσεις στη διδασκαλία του µαθήµατος των Θρησκευτικών Η έννοια της Θρησκευτικής Εµπειρίας στη Διαπροσωπική Θεωρία Ψυχανάλυσης του Erich Fromm: Προεκτάσεις στη διδασκαλία του µαθήµατος των Θρησκευτικών Erich Fromm (1900-1980) Γεώργιος Χαλκιάς Σχολικός Σύµβουλος

Διαβάστε περισσότερα

Σύλλογος Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας «σὺν Ἀθηνᾷ» Σάββατο, 12 Οκτωβρίου 2013

Σύλλογος Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας «σὺν Ἀθηνᾷ» Σάββατο, 12 Οκτωβρίου 2013 Σύλλογος Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας «σὺν Ἀθηνᾷ» Σάββατο, 12 Οκτωβρίου 2013 Η ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΣΗΜΕΡΑ ΗΘΙΚΟΠΛΑΣΤΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΩΣ ΠΑΡΟΤΡΥΝΣΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ

Διαβάστε περισσότερα

«Φιλοσοφία, Αυτογνωσία και Επιμέλεια Ψυχής/Εαυτού»

«Φιλοσοφία, Αυτογνωσία και Επιμέλεια Ψυχής/Εαυτού» Πανελλήνιο Συνέδριο Τμήματος Φιλοσοφίας «Φιλοσοφία, Αυτογνωσία και Επιμέλεια Ψυχής/Εαυτού» 5-7 Δεκεμβρίου 2018, Κεντρική Βιβλιοθήκη Διοργάνωση Μιχάλης Παρούσης, Πρόεδρος του Τμήματος Φιλοσοφίας, Αναπληρωτής

Διαβάστε περισσότερα

102 Φιλοσοφίας Πάτρας

102 Φιλοσοφίας Πάτρας 102 Φιλοσοφίας Πάτρας Το Τμήμα Φιλοσοφίας ιδρύθηκε με το Π.Δ. 206/1999 (Φ.Ε.Κ. 176/6-9-1999) και αποτελεί το πρώτο και μοναδικό αμιγώς φιλοσοφικό τμήμα στην Ελλάδα. Άρχισε να λειτουργεί το ακαδημαϊκό έτος

Διαβάστε περισσότερα

3 ο Δημοτικό Σχολείο Βροντάδου Χίου Οι Τρεις Ιεράρχες, η ζωή και το έργο τους. Χίος, 29 Ιανουαρίου 2016 Εκπαιδευτικός: Κωσταρή Αντωνία

3 ο Δημοτικό Σχολείο Βροντάδου Χίου Οι Τρεις Ιεράρχες, η ζωή και το έργο τους. Χίος, 29 Ιανουαρίου 2016 Εκπαιδευτικός: Κωσταρή Αντωνία 3 ο Δημοτικό Σχολείο Βροντάδου Χίου Οι Τρεις Ιεράρχες, η ζωή και το έργο τους Χίος, 29 Ιανουαρίου 2016 Εκπαιδευτικός: Κωσταρή Αντωνία Εισαγωγή Και οι τρεις γεννήθηκαν τον 4ο αιώνα μ.χ., στα Βυζαντινά Χρόνια.

Διαβάστε περισσότερα

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ. Ενότητα 3: Η ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ. ΜΑΡΙΑ Κ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ Τμήμα Ιερατικών Σπουδών

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ. Ενότητα 3: Η ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ. ΜΑΡΙΑ Κ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ Τμήμα Ιερατικών Σπουδών ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ Ενότητα 3: Η ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ ΜΑΡΙΑ Κ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ Τμήμα Ιερατικών Σπουδών Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες χρήσης Creative Commons. Για εκπαιδευτικό

Διαβάστε περισσότερα

Χριστιανική Γραμματεία ΙIΙ

Χριστιανική Γραμματεία ΙIΙ Χριστιανική Γραμματεία ΙIΙ Ενότητα 2-Δ Β7: Διάλυση του Σχολαστικισμού- Γουλιέλμος Όκκαμ Αναστάσιος Γ. Μαράς, Δρ Θ. Πρόγραμμα Ιερατικών Σπουδών Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες

Διαβάστε περισσότερα

Περιεχόμενα. Προλογικό Σημείωμα... 17

Περιεχόμενα. Προλογικό Σημείωμα... 17 11 Προλογικό Σημείωμα... 17 Ενότητα Ι: Δημιουργική Αναζήτηση... 19 Δ01 Ο Ιωνικός Διαφωτισμός και η Ανάδυση της Επιστημονικής Σκέψης...21 Δ1.1 Ο Ιωνικός Διαφωτισμός... 21 Δ1.2 Η Επιστημονική Σκέψη... 22

Διαβάστε περισσότερα

Γιατί ο Ιησούς Χριστός ήταν και είναι «σημείον αντιλεγόμενον» Διδ. Εν. 6

Γιατί ο Ιησούς Χριστός ήταν και είναι «σημείον αντιλεγόμενον» Διδ. Εν. 6 Γιατί ο Ιησούς Χριστός ήταν και είναι «σημείον αντιλεγόμενον» Διδ. Εν. 6 Υπαπαντή του Κυρίου «θα είναι σημείο αντιλεγόμενο, για να φανερωθούν οι πραγματικές διαθέσεις πολλών» (Λουκ. 2, 34-35) Διχογνωμία

Διαβάστε περισσότερα

ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΟΥ ΚΑΝΟΝΑΣ

ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΟΥ ΚΑΝΟΝΑΣ ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΟΥ ΚΑΝΟΝΑΣ Η Φιλοσοφία γεννήθηκε από την ανάγκη του ανθρώπου να γνωρίσει τον κόσμο που ζει, να καταλάβει τη φύση και τη δύναμη αυτών που τον τριγυρίζουν και να αποκτήσει μια κοσμοθεωρία

Διαβάστε περισσότερα

Η εποχή του Διαφωτισμού

Η εποχή του Διαφωτισμού Ομαδική εργασία μαθητών Γ1 (12-01-2015) ΕΝΟΤΗΤΑ 1 Η εποχή του Διαφωτισμού ΟΜΑΔΑ 1 Κωνσταντίνος Σταύρος Χρήστος - Γιάννης Εξελίξεις στην Ευρώπη κατά τον 17 ο και 18 ο αιώνα Οικονομικές μεταβολές Αγροτική

Διαβάστε περισσότερα

Σημειώσεις Κοινωνιολογίας Κεφάλαιο 1 1

Σημειώσεις Κοινωνιολογίας Κεφάλαιο 1 1 Σημειώσεις Κοινωνιολογίας Κεφάλαιο 1 1 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ Γέννηση της κοινωνιολογίας Εφαρμογή της κοινωνιολογικής φαντασίας Θεμελιωτές της κοινωνιολογίας (Κοντ, Μαρξ, Ντυρκέμ, Βέμπερ) Κοινωνιολογικές

Διαβάστε περισσότερα

Θεόδωρος Μαριόλης Τ.Δ.Δ., Πάντειο Πανεπιστήμιο Ι.Κ.Ε. Δημήτρης Μπάτσης

Θεόδωρος Μαριόλης Τ.Δ.Δ., Πάντειο Πανεπιστήμιο Ι.Κ.Ε. Δημήτρης Μπάτσης Θεόδωρος Μαριόλης Τ.Δ.Δ., Πάντειο Πανεπιστήμιο Ι.Κ.Ε. Δημήτρης Μπάτσης Ηθικά Νικομάχεια, Βιβλίο Ε Δύο Προτάσεις του Αριστοτέλη Δύο Προβλήματα Πρόταση 1 «Αμοιβαιότητα/Ανταπόδοση θα υπάρξει [η ανταλλαγή

Διαβάστε περισσότερα

Διαφωτισμός και Επανάσταση. 3 ο μάθημα

Διαφωτισμός και Επανάσταση. 3 ο μάθημα Διαφωτισμός και Επανάσταση 3 ο μάθημα 24.10.2018 Διαφωτισμός Τι πρεσβεύουν οι Διαφωτιστές; 1. τον ορθολογισμό και την πίστη στην πρόοδο, 2. αλλαγές σε όλες τις πτυχές της ανθρώπινης δράσης (στους πολιτικοκοινωνικούς

Διαβάστε περισσότερα

Να αναγνωρίζεται η ελευθερία του κάθε εκπαιδευτικού να σχεδιάσει το μάθημά του. Βέβαια στην περίπτωση αυτή υπάρχει ο κίνδυνος. αποτελεσμάτων.

Να αναγνωρίζεται η ελευθερία του κάθε εκπαιδευτικού να σχεδιάσει το μάθημά του. Βέβαια στην περίπτωση αυτή υπάρχει ο κίνδυνος. αποτελεσμάτων. Ιωάννης Ε. Βρεττός Αναλυτικό Πρόγραμμα Να δίνονται στους εκπαιδευτικούς όλοι οι στόχοι, ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος της απόκλισης και της διαφοροποίησης των αποτελεσμάτων. Στην περίπτωση αυτή δεσμεύεται

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΒΟΡΕΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ / ΜΥΤΙΛΗΝΗ / Ετήσιο Πρόγραμμα Παιδαγωγικής Κατάρτισης / Ε.Π.ΠΑΙ.Κ.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΒΟΡΕΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ / ΜΥΤΙΛΗΝΗ / Ετήσιο Πρόγραμμα Παιδαγωγικής Κατάρτισης / Ε.Π.ΠΑΙ.Κ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΒΟΡΕΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ / ΜΥΤΙΛΗΝΗ / Ετήσιο Πρόγραμμα Παιδαγωγικής Κατάρτισης / Ε.Π.ΠΑΙ.Κ. ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ / Θεολόγος Καθηγητής DEA

Διαβάστε περισσότερα

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Ενότητα 1: ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΜΑΡΙΑ Κ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ Α.Ε.Α.Θ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΙΕΡΑΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες χρήσης

Διαβάστε περισσότερα

www.kalymnikifilia.gr

www.kalymnikifilia.gr Η επιρροή του ελληνικού πολιτισμού και της ελληνικής γλώσσας στη διαμόρφωση του ρωσικού εκπαιδευτικού συστήματος (το παράδειγμα των Εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της Μόσχας) ΒΑΝΤΙΜ ΓΙΑΡΟΒΟÏ Kαθηγητής μουσικής

Διαβάστε περισσότερα

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ.

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ. 2 ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ (Ι) ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ. ΤΙ ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ; Στο μάθημα «Κοινωνική Θεωρία της Γνώσης (I)» (όπως και στο (ΙΙ) που ακολουθεί) παρουσιάζονται

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΒΟΡΕΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ / ΜΥΤΙΛΗΝΗ Ετήσιο Πρόγραμμα Παιδαγωγικής Κατάρτισης / Ε.Π.ΠΑΙ.Κ.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΒΟΡΕΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ / ΜΥΤΙΛΗΝΗ Ετήσιο Πρόγραμμα Παιδαγωγικής Κατάρτισης / Ε.Π.ΠΑΙ.Κ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΒΟΡΕΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ / ΜΥΤΙΛΗΝΗ Ετήσιο Πρόγραμμα Παιδαγωγικής Κατάρτισης / Ε.Π.ΠΑΙ.Κ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ Διδάσκων στην ΑΣΠΑΙΤΕ / Παράρτημα Β. Αιγαίου Θεολόγος Καθηγητής στο Πειραματικό ΓΕ. Λ.

Διαβάστε περισσότερα

3.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Ανάλυση θεωρίας

3.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Ανάλυση θεωρίας Κεφάλαιο Εξέλιξη 3.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ανάλυση θεωρίας Πολλές από τις επιστημονικές απόψεις που έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί δεν γίνονται εύκολα αποδεκτές, διότι αντιβαίνουν την αντίληψη που οι άνθρωποι διαμορφώνουν

Διαβάστε περισσότερα

Ορθόδοξο Ορφανοτροφείο στην Ινδία. Ανακτήθηκε από (8/9/2016). * * *

Ορθόδοξο Ορφανοτροφείο στην Ινδία. Ανακτήθηκε από  (8/9/2016). * * * Β ΛΥΚΕΙΟΥ ΘEMATIKH ΕNOTHTA 2. ΘΡΗΣΚΕΙΑ Β_ΘΕ 2.1 ΙΕΡΟΤΗΤΑ (Νοηματοδοτώντας) Ορθόδοξο Ορφανοτροφείο στην Ινδία. Ανακτήθηκε από http://photodentro.edu.gr/lor/r/8521/8872?locale=el (8/9/2016). Γυναίκα που

Διαβάστε περισσότερα

EDMUND HUSSERL ( Ε. ΧΟΥΣΕΡΛ, )

EDMUND HUSSERL ( Ε. ΧΟΥΣΕΡΛ, ) EDMUND HUSSERL 1 EDMUND HUSSERL ( Ε. ΧΟΥΣΕΡΛ, 1859-1938) Ο Καρτέσιος (Ντεκάρτ) αναζήτησε να θεμελιώσει τη γνώση και να εξασφαλίσει την ανάπτυξη της Επιστήμης στις πρώτες αναμφισβήτητες παρατηρήσεις που

Διαβάστε περισσότερα

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ 1 ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ Β ΤΑΞΗ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ 2 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ο - ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ 2.1 Το δουλοκτητικό σύστημα 2.1 ΤΟ ΔΟΥΛΟΚΤΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Διαβάστε περισσότερα

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ ΣΤΕΛΕΧΗ

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ ΣΤΕΛΕΧΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Πειραιά Τεχνολογικού Τομέα ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ ΣΤΕΛΕΧΗ Ενότητα # 2: Επιστημολογία και Φιλοσοφικά Ρεύματα Μιλτιάδης Χαλικιάς Τμήμα Διοίκησης

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΤΜΗΜΑ ΘΕΑΤΡΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Διδάσκουσα: Μαρία Δασκολιά Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Τμήμα Φ.Π.Ψ. Εαρινό εξάμηνο 2018-2019 ΕΝΟΤΗΤΑ 2: ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΤΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ Η επιστημονική

Διαβάστε περισσότερα

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ. Ενότητα 2: ΗΘΙΚΟΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ. ΜΑΡΙΑ Κ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ Τμήμα Ιερατικών Σπουδών

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ. Ενότητα 2: ΗΘΙΚΟΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ. ΜΑΡΙΑ Κ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ Τμήμα Ιερατικών Σπουδών ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ Ενότητα 2: ΗΘΙΚΟΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΜΑΡΙΑ Κ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ Τμήμα Ιερατικών Σπουδών Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες χρήσης Creative Commons.

Διαβάστε περισσότερα

ΒΙΟΗΘΙΚΑ ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

ΒΙΟΗΘΙΚΑ ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΒΙΟΗΘΙΚΑ ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ Ενότητα 3: Είναι ο αγέννητος άνθρωπος πρόσωπο; Φιλοσοφικές απόψεις Μιλτιάδης Βάντσος Άδειες

Διαβάστε περισσότερα

ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΦΡΟΝΤΙΣΤΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ (Ο.Ε.Φ.Ε.) ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ 2019 A ΦΑΣΗ

ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΦΡΟΝΤΙΣΤΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ (Ο.Ε.Φ.Ε.) ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ 2019 A ΦΑΣΗ ΤΑΞΗ: ΜΑΘΗΜΑ: B ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ / ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ Ημερομηνία: Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2019 Διάρκεια Εξέτασης: 3 ώρες ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ Α. Ο συγγραφέας αναφέρεται στη φυσιογνωμία και στον ρόλο

Διαβάστε περισσότερα

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ. Ενότητα 8: ΟΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ. ΜΑΡΙΑ Κ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ Τμήμα Ιερατικών Σπουδών

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ. Ενότητα 8: ΟΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ. ΜΑΡΙΑ Κ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ Τμήμα Ιερατικών Σπουδών ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ Ενότητα 8: ΟΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΜΑΡΙΑ Κ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ Τμήμα Ιερατικών Σπουδών Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες χρήσης Creative Commons. Για εκπαιδευτικό

Διαβάστε περισσότερα

Κοινωνιολογία της Αγροτικής Ανάπτυξης

Κοινωνιολογία της Αγροτικής Ανάπτυξης Κοινωνιολογία της Αγροτικής Ανάπτυξης ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ «Ολοκληρωμένη Ανάπτυξη και Διαχείριση του Αγροτικού Χώρου» Ενότητα 2: Αγροτική Κοινότητα και Αγροτικός Μετασχηματισμός (1/2) 2ΔΩ Διδάσκων:

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ. (ισχύει για τους εισαγομένους από το ακαδημαϊκό έτος )

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ. (ισχύει για τους εισαγομένους από το ακαδημαϊκό έτος ) ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ (ισχύει για τους εισαγομένους από το ακαδημαϊκό έτος 2019-2020) ΕΞΑΜΗΝΟ ECTS ΕΞΑΜΗΝΟ ECTS Α 2 Β 1 1. Αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία ΙΙ 2. Λογική Ι. Γνωσιοθεωρία. Αρχαία

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΤΜΗΜΑ ΘΕΑΤΡΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Διδάσκουσα: Μαρία Δασκολιά Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Τμήμα Φ.Π.Ψ. Εαρινό εξάμηνο 2018-2019 ΕΝΟΤΗΤΑ 1: ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ ΩΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ Εμφάνιση

Διαβάστε περισσότερα

138 Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών Κρήτης (Ρέθυμνο)

138 Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών Κρήτης (Ρέθυμνο) 138 Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών Κρήτης (Ρέθυμνο) Σκοπός Το Τμήμα έχει σκοπό την ανάδειξη επιστημόνων ικανών να καλύψουν τις ανάγκες της εκπαίδευσης σε μαθήματα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής, Ψυχολογίας

Διαβάστε περισσότερα

Είδαμε τη βαθμολογία των μαθητών στα Μαθηματικά της προηγούμενης σχολικής χρονιάς. Ας δούμε τώρα πώς οι ίδιοι οι μαθητές αντιμετωπίζουν τα Μαθηματικά.

Είδαμε τη βαθμολογία των μαθητών στα Μαθηματικά της προηγούμενης σχολικής χρονιάς. Ας δούμε τώρα πώς οι ίδιοι οι μαθητές αντιμετωπίζουν τα Μαθηματικά. Γ. Οι μαθητές και τα Μαθηματικά. Είδαμε τη βαθμολογία των μαθητών στα Μαθηματικά της προηγούμενης σχολικής χρονιάς. Ας δούμε τώρα πώς οι ίδιοι οι μαθητές αντιμετωπίζουν τα Μαθηματικά. ΠΙΝΑΚΑΣ 55 Στάση

Διαβάστε περισσότερα

2 Μαρτίου Η Δύναμη της Αγάπης. Θρησκεία / Θρησκευτική ζωή. Μίνα Μπουλέκου, Συγγραφέας-Ποιήτρια

2 Μαρτίου Η Δύναμη της Αγάπης. Θρησκεία / Θρησκευτική ζωή. Μίνα Μπουλέκου, Συγγραφέας-Ποιήτρια 2 Μαρτίου 2018 Η Δύναμη της Αγάπης Θρησκεία / Θρησκευτική ζωή Μίνα Μπουλέκου, Συγγραφέας-Ποιήτρια Η αγάπη είναι μια λέξη τόσο απλή και τόσο μεγαλειώδης. Αποτελεί το μεγαλύτερο κεφάλαιο της εξελικτικής

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟ 1 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2017 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟ 1 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2017 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟ 1 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2017 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ Κείμενο Η γλώσσα ως αξία Μιλώντας για τη γλώσσα ως αξία-πρέπει

Διαβάστε περισσότερα

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΑ Β' ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΑ Β' ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΑ Β' ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ Συγγραφείς 1. Δημήτριος Λ. Δρίτσας, Δρ Θεολογίας, Σχολικός Σύμβουλος 2. Δημήτριος Ν. Μόσχος, Δρ Θεολογίας, Καθηγητής Λυκείου Αναβύσσου 3. Στυλιανός Λ. Παπαλεξανδρόπουλος,

Διαβάστε περισσότερα

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ. Ενότητα 6: ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ. ΜΑΡΙΑ Κ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ Τμήμα Ιερατικών Σπουδών

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ. Ενότητα 6: ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ. ΜΑΡΙΑ Κ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ Τμήμα Ιερατικών Σπουδών ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ Ενότητα 6: ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΜΑΡΙΑ Κ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ Τμήμα Ιερατικών Σπουδών Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες χρήσης Creative Commons. Για εκπαιδευτικό υλικό,

Διαβάστε περισσότερα