Gustave Flaubert ΜΑΝΤΑΜ ΜΠΟΒΑΡΥ

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "Gustave Flaubert ΜΑΝΤΑΜ ΜΠΟΒΑΡΥ"

Transcript

1

2 Gustave Flaubert ΜΑΝΤΑΜ ΜΠΟΒΑΡΥ Μετάφραση: Κωνσταντίνος Θεοτόκης ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 2006

3 Τίτλος πρωτοτύπου: Gustave Flaubert, Madame Bovary, 1856 Μετάφραση: Κωνσταντίνος Θεοτόκης Εξώφυλλο: Μαγιού Τρικεριώτη ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

4 Gustave Flaubert Ο Gustave Flaubert γεννήθηκε το 1821 στο Σεν Μαριτίμ, και πέθανε το 1880 στο Κρουασέ, κοντά στη Ρουέν. Άρχισε να σπουδάζει νομικά στο Παρίσι, ύστερα όμως από μια σοβαρή νευρασθένεια αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις σπουδές του. Εγκαταστάθηκε στο οικογενειακό κτήμα του στο Κρουασέ, από το οποίο σπάνια απομακρυνόταν, και έζησε μια ήρεμη ζωή, αφιερωμένη στη συγγραφή. Η έφεσή του στο γράψιμο ανάγεται στην πρόωρη αγάπη του για το θέατρο. Έπειτα από τα πρώτα νεανικά του έργα, που έμειναν ημιτελή, μεταξύ 1843 και 1845 άρχισε να ασχολείται με το πρώτο σχεδίασμα του μυθιστορήματος Η αισθηματική αγωγή (L'éducation sentimentale, δημοσιεύτηκε το 1869). Μεταξύ 1863 και 1869 έγραψε το δεύτερο κείμενο του ίδιου έργου το οποίο ορισμένοι κριτικοί θεωρούν το καλύτερο βιβλίο του, αλλά και το πιο μοντέρνο σε σύλληψη: ο συγγραφέας, με φόντο το Παρίσι των μέσων του 19ου αι., αναπλάθει τα αισθήματα, τις ψυχικές καταστάσεις, τις αόριστες επιθυμίες των νεανικών του χρόνων και την αποτυχία ενός φανταστικού και όχι πρακτικού πνεύματος, που χάνεται μέσα σε άλλες καταστάσεις. Το 1847, ένα ταξίδι, μαζί με το φίλο του Μαξίμ ντι Καν, στις ακτές της Βρετάνης, ενέπνευσε το ταξιδιωτικό μυθιστόρημα Μέσα από τους κάμπους και τις ακρογιαλιές (Par les champs et par les grèves, δημοσιεύτηκε το 1885). Μεταξύ 1849 και 1851, ξανά με τη συντροφιά του Ντι Καν, ταξίδεψε στην Ελλάδα και στην Εγγύς Ανατολή, απ' όπου άντλησε εμπειρίες και παραστάσεις για τα έργα του. Στο ταξίδι αυτό γεννήθηκε το πρώτο σχεδίασμα του μυθιστορήματος Μαντάμ Μποβαρύ (1857) που, όταν πρωτοδημοσιεύτηκε στη Revue de Paris, προκάλεσε την παραπομπή του συγγραφέα σε δίκη για προσβολή της ηθικής και της θρησκείας. Ο Flaubert κέρδισε τη δίκη, αλλά πικράθηκε πολύ από την υποδοχή που είχε το έργο του. Το έργο περιστρέφεται ολόκληρο γύρω από το πρόσωπο μιας νέας γυναίκας, η οποία ανήκει στην αστική τάξη της επαρχίας και είναι ανικανοποίητη όσο και απογοητευμένη από μια πραγματικότητα που αποκαλύπτεται κατώτερη από τη φαντασία. Το Μαντάμ Μποβαρύ θεωρείται το κορυφαίο έργο του Flaubert, αλλά αξιόλογο θεωρείται επίσης το μυθιστόρημά του Σαλαμπό (Salammbô), που είναι εμπνευσμένο από την ιστορία της Καρχηδόνας και δημοσιεύτηκε το Ένας πίνακας του Μπρίγκελ, τον οποίο είδε στη Γένοβα, του έδωσε το θέμα για το μυθιστόρημα Ο πειρασμός του Αγίου Αντωνίου (La tentation de St Antoine, 1874) στο φιλόδοξο αυτό έργο, ο Flaubert αναφέρεται στους πειρασμούς του πνεύματος και της σάρκας, στους οποίους είναι εκτεθειμένος ακόμα και ο πιο ενάρετος άνθρωπος. Ακολούθησε η συλλογή Τρία διηγήματα (Trois contes, 1877), που αποτελείται από τα διηγήματα Μια απλή καρδιά (Un cœur simple), Ηρωδιάς (Hérodias) και Ο θρύλος του Αγίου Ιουλιανού του Φιλόξενου (La légende de Saint Julien l'hospitalier), τα οποία εμπνεύστηκε από τα βιτρό της μητρόπολης της Ρουέν η συλλογή αυτή σημείωσε επιτυχία κυρίως μεταξύ των νέων της νατουραλιστικής τάσης. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του άρχισε να γράφει το μυθιστόρημα Μπουβάρ και Πεκισέ, ένα έργο με χιουμοριστική διάθεση που αποτέλεσε μια αιχμηρή σάτιρα της αστικής νοοτροπίας και της θετικιστικής επιστημοκρατίας, την οποία παρουσίασε μέσα από δύο ήρωες γκροτέσκ, τους Μπουβάρ και Πεκισέ το έργο αυτό δημοσιεύτηκε ημιτελές μετά το θάνατό του (1881). Νέο φως στην προσωπικότητά του έριξαν οι τέσσερις τόμοι με τον γενικό τίτλο Αλληλογραφία (Correspondance, ) και μια σειρά έργων που δημοσιεύτηκαν επίσης μετά τον θάνατο του: Τα απομνημονεύματα ενός τρελού (Mémoires d'un fou, 1910), που είχε γράψει από το 1837, και το καυστικό Λεξικό των καθιερωμένων ιδεών (Dictionnaire des idées reçues, 1913). Πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι έγραψε και έργα (ορισμένα ημιτελή) για το θέατρο, με κορυφαία τα: Ο υποψήφιος (Le candidat, ανεβάστηκε το 1874), μια έντονη κριτική εναντίον του πολιτικού κόσμου, το οποίο ωστόσο δεν σημείωσε επιτυχία, και Το αδύναμο φύλο (Le sexe faible). Συχνά αναφέρεται πως ο Flaubert αποτελεί τη γέφυρα μεταξύ του ρομαντισμού και του νατουραλισμού. Ένα μέρος του έργου του συνέχισε, όχι μόνο με βάση τις χρονολογίες, αλλά και με την εκλογή των ηρώων και των κοινωνικών κύκλων, τη γραμμή που είχαν χαράξει ο Σταντάλ, ο Μπαλζάκ και ο Ουγκό. Ωστόσο, ο Flaubert ξεχωρίζει από τους ρομαντικούς χάρη στο οξύτατο ύφος

5 του. Μολονότι η ανατροφή του και το περιβάλλον όπου έζησε ήταν βαθύτατα αστικά, αντέδρασε στην αστική ηθική και νοοτροπία, και έφερε στην επιφάνεια τα μειονεκτήματά της.

6 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

7 1 Ήταν η ώρα της μελέτης, όταν ο επιμελητής μπήκε στην τάξη. Τον ακολουθούσε ένας καινούριος, ντυμένος πολιτικά, κι ένας υπηρέτης φορτωμένος μ' ένα μεγάλο αναλόγιο. Εκείνοι που κοιμούνταν ξύπνησαν και όλοι σηκώθηκαν, σαν να τους είχε κάποιος αιφνιδιάσει στην εργασία. Ο επιμελητής μάς έγνεψε να ξανακαθίσουμε κι έπειτα, γυρίζοντας προς τον επιτηρητή μελέτης, του είπε χαμηλόφωνα: «Κύριε Ροζέ, ιδού ένας μαθητής που σας τον συστήνω. Μπαίνει στην πέμπτη τάξη. Εάν η εργασία του και η διαγωγή του το αξίζουν, θα περάσει με τους μεγάλους, καθώς αρμόζει στην ηλικία του». Ο καινούριος, που 'χε μείνει στη γωνία, πίσω από την πόρτα, σε τρόπο που μετά βίας τον βλέπαμε, ήταν ένα αγόρι από την εξοχή, δεκαπέντε χρόνων περίπου και μεγαλύτερος στο ανάστημα από όλους εμάς. Τα μαλλιά του ήταν κομμένα ίσια, πάνω από το μέτωπο, όπως τα 'χαν οι ψάλτες του χωριού, το ύφος του ήταν φρόνιμο και φαινόταν πολύ ζαλισμένος. Μόλο που οι πλάτες του δεν ήταν πλατιές, η τσόχινη πράσινη ζακέτα του, με μαύρα κουμπιά, πρέπει να τον ενοχλούσε σίγουρα στις μασχάλες, κι άφηνε να φαίνονται, μέσα από τα σχιστά αναδιπλώματά της, κόκκινα χέρια συνηθισμένα να είναι γυμνά στον ήλιο. Τα πόδια του, φορούσε γαλάζιες κάλτσες, έβγαιναν μέσα από ένα κιτρινωπό παντελόνι που το παρατραβούσαν οι τιράντες. Είχε δυνατά παπούτσια κακοβερνικωμένα κι αρματωμένα με καρφιά στις σόλες. Αρχίσαμε την επανάληψη των μαθημάτων. Άνοιγε τα αυτιά για να μας ακούει προσεχτικά, όπως στην εκκλησία, μην τολμώντας μήτε να διπλώσει τα πόδια του μήτε ν' ακουμπήσει στους αγκώνες του, και κατά τις δύο, όταν η καμπάνα σήμανε, ο επιτηρητής μελέτης υποχρεώθηκε να τον ειδοποιήσει για να μπει κι αυτός στη γραμμή μαζί μας. Μπαίνοντας στην τάξη, είχαμε τη συνήθεια να ρίχνουμε καταγής τα πηλίκιά μας, για να 'χουμε έτσι τα χέρια ελεύθερα. Από το κατώφλι της πόρτας έπρεπε να τα πετάξει κανείς κάτω από τους πάγκους, ενάντια στον τοίχο, για να σηκωθεί πολλή σκόνη. Αυτός ήταν ο τρόπος. Αλλά είτε γιατί δεν παρατήρησε αυτά τα τεχνάσματα είτε γιατί δεν τόλμησε να τα μιμηθεί, είχε τελειώσει κιόλας η προσευχή, κι ο καινούργιος βαστούσε ακόμα στα γόνατά του το πηλήκιό του. Αυτό το πηλήκιο ήταν ένα είδος πολυσύνθετου καπέλου, που είχε τα στοιχεία του σκούφου από γούνα, του μαλακού καπέλου, του πηλήκιου από σβύδρα και της σκούφιας από βαμβάκι, ήταν, τέλος, ένα από κείνα τα φτωχά τα πράγματα, που η βουβή τους ασκήμια είχε βάθος έκφρασης όπως το πρόσωπο του βλάκα. Αυγουλωτό και φουσκωτό, άρχιζε από τρία κυκλικά λουκάνικα κι έπειτα εναλλάσσονταν, χωρισμένα από μία κόκκινη λουρίδα, κάτι τετραγωνάκια κατιφένια κι από τομάρι λαγού, ερχόταν έπειτα ένα είδος σάκου που τελείωνε σ' ένα πολύγωνο με χαρτόνι από κάτω, ολοκέντητο μ' ένα πολύπλοκο χρυσοκέντημα, κι από το τετράγωνο εκείνο κρεμόταν στην άκρη ενός μικρού και πολύ λεπτού σιριτιού σαν ένας κόμπος από νήματα χρυσά, που ήταν στο σχήμα σαν βαλάνι. Το πηλήκιο ήταν καινούργιο το γείσο του γυάλιζε. «Σήκω επάνω» του είπε ο καθηγητής. Σηκώθηκε το πηλήκιο του 'πεσε χάμω, όλη η τάξη βάλθηκε να γελάει. Έσκυψε για να το σηκώσει ένας μαθητής που καθόταν σιμά του το 'κανε να ξαναπέσει το σήκωσε για δεύτερη φορά. «Βάλε κάπου αυτό το κράνος!» του 'πε ο καθηγητής, που ήταν ένας άνθρωπος με πνεύμα.

8 Ένα γέλιο γενικό ξέσπασε ο δύστυχος έχασε το νου του τόσο, που δεν ήξερε αν έπρεπε να κρατήσει το πηλήκιό του στο χέρι, να το αφήσει να πέσει χάμω ή να το φορέσει στο κεφάλι. Ξανακάθισε και το ακούμπησε πάνω στα γόνατά του. «Σήκω επάνω» του ξανάπε ο καθηγητής, «και πες μου το όνομά σου». Ο καινούριος ψιθύρισε ψελλίζοντας κάτι που κανείς δεν το κατάλαβε. «Ξαναπές το!» Ακούστηκε το ίδιο ψέλλισμα, όλη η τάξη γιουχάιζε. «Δυνατότερα, δυνατότερα!» φώναξε ο δάσκαλος. Ο καινούριος τότε, παίρνοντας μία τελευταία απόφαση, άνοιξε όσο μπορούσε το στόμα του, και με όση δύναμη είχαν τα πλεμόνια του έριξε, μ' ένα ξεφωνητό, σαν να 'κραζε κάποιον, τούτη τη λέξη: Σαρμποβαρή. Ένας πάταγος ξέσπασε ολομεμιάς... δυνάμωσε με τους αλαλαγμούς, με τα ξεφωνητά, με τα γαβγίσματα, με τα ποδοχτυπήματα (καθένας ξανάλεγε: «Σαρμποβαρή! Σαρμποβαρή!») Έπειτα μεταμορφώθηκε σε ήχους απομονωμένους, ησυχάζοντας μετά βίας, κι άξαφνα, μεγαλώνοντας πάλι σε κάποια σειρά θρανίων, όπου, σαν τρακατρούκα κακοσβησμένη, ξέσπασε πάλι κάποιο γέλιο που δεν είχε ακόμα πνιγεί. Ωστόσο, με μια βροχή τιμωρίες η ησυχία αποκαταστάθηκε πάλι στην τάξη και ο καθηγητής, που είχε καταλάβει το όνομα του «Κάρολου Μποβαρύ», αφού τον έκανε να του το υπαγορεύσει, να το κατανοήσει και να το ξαναδιαβάσει, πρόσταξε αμέσως στο κακότυχο αγόρι να πάει να καθίσει στον πάγκο των αμελών, σιμά σιμά στην έδρα. Θέλησε να ξεκινήσει αλλά δίστασε. «Τι ζητάς;» τον ρώτησε ο καθηγητής. «Το πηλ...» αποκρίθηκε με συστολή ο καινούριος, περιφέροντας γύρω του τα ανήσυχα βλέμματά του. «Πεντακόσιους στίχους αποστήθιση όλη η τάξη!» ήταν το ξεφωνητό του καθηγητή, που σταμάτησε μία καινούρια τρικυμία. «Μα δεν ησυχάζετε;» εξακολούθησε ο καθηγητής συγχυσμένος, και σφουγγίζοντας το μέτωπό του με το μαντίλι του, που το πήρε μέσα από το σκουφί του. «Όσο για σένα, καινούριε, θα μου γράψεις είκοσι φορές το ρήμα γελοίος ειμί». Κι έπειτα με γλυκύτερη φωνή: «Ε!... Θα το βρεις το πηλήκιό σου!... Δε σου το 'κλεψαν!...» Όλα ησύχασαν. Τα κεφάλια έσκυψαν πάνω στα χαρτόνια, και ο καινούριος έμεινε σε παραδειγματική στάση δυο ολόκληρες ώρες, αν και δεν έπαψαν να τον βρίσκουν, πιτσιλίζοντάς του το πρόσωπο, μικρά τόπια μασημένου χαρτιού, που του τα 'ριχναν μέσα από τη μύτη κάποιας πένας. Αλλά εκείνος σφούγγιζε με το χέρι το πρόσωπο κι έμενε ακίνητος με κατεβασμένα τα μάτια. Το βράδυ, στο σπουδαστήριο, άνοιξε μεθοδικά το γραφείο του, έβαλε σε τάξη τα πράγματά του, έσιαξε με επιμέλεια το χαρτί του. Τον είδαμε να δουλεύει ευσυνείδητα, γυρεύοντας στο λεξικό όλες τις λέξεις και κοιτάζοντας με προσοχή. Χάρη, βέβαια, σ' αυτή την καλή του θέληση, που την απέδειξε, κατάφερε να μην υποβιβαστεί σε κατώτερη τάξη γιατί, αν και γνώριζε αρκετά τους κανόνες του, δεν είχε στη φράση του καμία κομψότητα. Ο παπάς του χωριού είχε αρχίσει να του διδάσκει τα λατινικά, γιατί, για οικονομία, οι γονείς του δε θέλησαν να τον στείλουν στο σχολείο παρά όσο μπορούσαν αργότερα.

9 Ο πατέρας του, ο κύριος Κάρολος-Διονύσιος-Βαρθολομαίος Μποβαρύ, πρώην επίατρος, που κατά το 1812 βρέθηκε εκτεθειμένος στην υπόθεση των στρατιωτικών εξαιρέσεων και που αυτή την εποχή αναγκάστηκε να παραιτηθεί από την υπηρεσία, έκρινε καλό να ωφεληθεί από τα προσωπικά του πλεονεκτήματα για να αδράξει στο διάβα μια προίκα εξήντα χιλιάδων φράγκων, που θα του 'φερνε η θυγατέρα ενός καπελά, γιατί την είχε τραβήξει το καλοκαμωμένο κορμί του. Ήταν ωραίος άνθρωπος, πολυλογάς, έκανε να σημαίνουν τα σπιρούνια του. Οι φαβορίτες του ήταν κολλημένες με τα μουστάκια του στα δάχτυλα είχε πάντα δαχτυλίδια, φορούσε ρούχα ανοιχτόχρωμα, είχε όψη ανθρώπου γενναίου και μαζί την εύκολη ευθυμία ενός ταξιδιώτη παραγγελιοδόχου. Αφού στεφανώθηκε, έζησε δυο τρία χρόνια με την προίκα της γυναίκας του, τρώγοντας καλά, αφήνοντας αργά το κρεβάτι, καπνίζοντας μία μεγάλη φαρφουρένια πίπα, γυρίζοντας στο σπίτι έπειτα από το θέατρο, πηγαίνοντας στα καφενεία. Ο πεθερός του πέθανε έπειτα και δεν άφησε παρά πολύ λίγα χρήματα αγανάκτησε εναντίον του, επιδόθηκε στη βιομηχανία, έχασε κάμποσα χρήματα κι έπειτα αποσύρθηκε στην εξοχή για να καλλιεργήσει τη γη του. Αλλά επειδή ήταν το ίδιο άσχετος από γεωργία, όπως και με το εμπόριο, αντί να στέλνει τα άλογά του στη δουλειά της γης, τα καβαλίκευε ο ίδιος, έπινε τις μπουκάλες του μηλόκρασού του αντί να τις πουλάει, έτρωγε τα καλύτερα πουλερικά του κι άλειφε τα στιβάλια του με το ξίγκι των γουρουνιών του, δεν άργησε και πολύ να καταλάβει πως έπρεπε να παρατήσει όλη αυτή την επιχείρηση. Βρήκε, λοιπόν, να νοικιάσει για διακόσια φράγκα το χρόνο, σ' ένα χωριό στα σύνορα του Ko και της Πικαρδίας, μία κατοικία που έμοιαζε και σε χωριάτικο σπίτι και σε αρχοντικό, και, γκρινιάρης, κατασπαραγμένος από την τύψη του, κατηγορώντας τον ουρανό, ζηλεύοντας όλο τον κόσμο, κλείστηκε εκεί μέσα, στην ηλικία των σαράντα πέντε χρόνων μονάχα, και απογοητευμένος, έλεγε, από τους ανθρώπους, πήρε την απόφαση να ζήσει ήσυχα. Η γυναίκα του άλλοτε είχε ξετρελαθεί μαζί του. Τον είχε αγαπήσει με χίλιες δουλικότητες που του την είχαν απομακρύνει περισσότερο. Φαιδρή άλλοτε από φυσικού της, διαχυτική, τρυφερή, με την ηλικία είχε καταντήσει, όπως το κρασί που παίρνει αέρα και γίνεται ξίδι, δύσκολη, νευρική, παράξενη. Είχε υποφέρει τόσο πολύ χωρίς να παραπονιέται, στην αρχή, όταν τον έβλεπε να ξετρέχει όλες τις πόρνες του χωριού και να της ξαναγυρίζει το βράδυ βγαλμένος από είκοσι καπηλειά, χορτασμένος απ' όλα και μυρίζοντας κρασί. Τότε είχε σωπάσει καταπίνοντας τη λύσσα της μ' ένα βουβό στωικισμό, που τον βάσταξε ως την ημέρα που πέθανε. Είχε αδιάκοπες δουλειές, έτρεχε όλη μέρα. Πήγαινε στα δικηγορικά γραφεία, στον πρόεδρο των δικαστηρίων, θυμόταν τη λήξη κάθε προθεσμίας, κατάφερνε να κερδίζει χρόνο, και στο σπίτι σιδέρωνε, έραβε, έπλενε τα ρούχα, επιτηρούσε τους εργάτες, τους πλήρωνε τους λογαριασμούς τους, ενώ ο κύριος, που δε συλλογιζόταν πια τίποτα, αδιάκοπα αποκαρωμένος σε μία υπναλέα σκυθρωπότητα, που από αυτήν δεν ξυπνούσε παρά για να της πει λόγια πικρά, έμενε στην άκρη του σιμά στη φωτιά, καπνίζοντας την πίπα του και φτύνοντας στη στάχτη. Όταν απόκτησε παιδί, χρειάστηκε να το στείλει στης παραμάνας. Αλλά το μωρό, άμα γύρισε στο σπίτι, άρχισαν να το χαϊδεύουν σαν πριγκιπόπουλο. Η μητέρα το 'τρεφε με κομπόστες. Ο πατέρας το άφηνε να τρέχει ξυπόλυτο, και για να καμώνεται το φιλόσοφο, έλεγε πως το παιδί μπορούσε κιόλας να περπατάει ολόγυμνο, σαν τα παιδιά των ζώων. Αντίθετα από κείνο που άρεσε στη μητέρα, αυτός είχε στο κεφάλι ένα κάποιο αντρίκειο ιδανικό της παιδικής ηλικίας, και σύμφωνα με αυτό προσπαθούσε να αναθρέψει το παιδί του, θέλοντας να λάβει εκείνο μια σκληρή ανατροφή, σπαρτιάτικη, για να αποκτήσει γερή κράση. Το έστελνε να κοιμηθεί χωρίς φωτιά, το μάθαινε να πίνει ρούμι γενναία και να περιγελά τις λιτανείες. Αλλά από φυσικού του ήμερος ο γιος του, ανταποκρινόταν κακά στις προσπάθειές του. Η μητέρα τον έσερνε πάντα σιμά της του έκοβε φιγουρίνια από χαρτόνι, του έλεγε ιστορίες, κουβέντιαζε μαζί του μονολογώντας αδιάκοπα, με κουβέντες γεμάτες πρόσχαρη μελαγχολία και με φλύαρα γλυκανάλατα χάδια. Στη μονοτονία της ζωής συγκέντρωσε στο κεφάλι εκείνου του παιδιού όλες τις σκορπισμένες και σπασμένες

10 ματαιοδοξίες της. Ονειρευόταν για κείνο μεγάλα αξιώματα, το έβλεπε από τώρα άντρα, μεγάλο, ωραίο, έξυπνο, αποκαταστημένο μηχανικό ή δικαστή, τον έμαθε η ίδια να διαβάζει και του έδειξε μάλιστα σ' ένα παλιό πιάνο που είχε, να τραγουδάει δυο τρία τραγουδάκια. Αλλά για όλα αυτά ο κύριος Μποβαρύ, που δεν είχε πολλή υπόληψη στα γράμματα, έλεγε «πως δεν άξιζε ο κόπος. Θα 'χαν ποτέ τα μέσα να το συντηρήσουν στα σχολειά του κράτους, να του αγοράσουν μία θέση ή ένα εμπορικό κατάστημα;» Από το άλλο μέρος, με λίγη προπέτεια, μπορεί κάποιος να γίνει άνθρωπος στον κόσμο. Η κυρία Μποβαρύ δάγκωνε τότε τα χείλια της, και το παιδί τριγύριζε τους δρόμους στο χωριό. Πήγαινε ξοπίσω από τους δουλευτάδες και κυνηγούσε με σβόλους από χώμα τα κοράκια που πετούσαν. Έτρωγε τα βατόμουρα στην άκρη από τις σούδες, φύλαγε τους ινδιάνους με μια βέργα στο χέρι, γύριζε στον ήλιο τα θερισμένα γεννήματα, έτρεχε στο λόγγο, έπαιζε πηδώντας στο ένα πόδι στο νάρθηκα της εκκλησίας όταν έβρεχε, και τις ημέρες των μεγάλων εορτών παρακαλούσε τον καντηλανάφτη να τον αφήνει να σημαίνει τις καμπάνες, για να κρεμά όλο του το σώμα στο μεγάλο σκοινί και για να τον σηκώνει στον αέρα το πέταμά του. Έτσι αύξαινε το παιδί σαν μία δρυς στο λόγγο, τα χέρια του γίνηκαν δυνατά και το χρώμα του ωραίο. Όταν ήταν δώδεκα χρόνων, η μητέρα του κατάφερε ν' αρχίσει τις σπουδές του. Ο παπάς του χωριού το ανάλαβε. Αυτά τα μαθήματα ήταν τόσο σύντομα και τα παρακολουθούσε τόσο άταχτα, που του χρησίμεψαν πολύ λίγο. Ο παπάς τού έκανε το μάθημα στην εκκλησία, στο ιεροφυλάκιο, τις στιγμές που δεν είχε δουλειά, ορθός, βιαστικά, πριν από μια βάφτιση κι έπειτα από ένα ξόδι: ή μηνούσε του μαθητή του να έρθει έπειτα από τον εσπερινό, αν δεν είχε να βγει το βράδυ από το κελί του. Ανέβαιναν στην κάμαρά του, κάθιζαν, τα μαμούνια και οι πεταλούδες της νύχτας γύριζαν γύρω στο αναμμένο κερί, έκανε ζέστη, το παιδί αποκοιμιόταν, και ο καλός ο παπάς αποκαρωνόταν κι εκείνος με τα χέρια πάνω στο στομάχι και σε λίγο ροχάλιζε με ανοιχτό το στόμα. Άλλες φορές πάλι που ο παπάς ξαναρχόταν στο χωριό, γυρίζοντας από κάποιο γειτονικό μέρος όπου πήγαινε να μεταλάβει κάποιον ετοιμοθάνατο, και έβρισκε τον Κάρολο να κατεργαρεύει στον κάμπο, τον έκραζε, τον μάλωνε για ένα τέταρτο της ώρας, κι άδραχνε την ευκαιρία για να τον κάνει να κλίνει ένα ρήμα κάτω από ένα δέντρο. Ερχόταν η βροχή και το μάθημα σταματούσε ή περνούσε κάποιος γνώριμος και τους έκοφτε. Αλλά ο παπάς ήταν πάντα ευχαριστημένος από το μαθητή και έλεγε μάλιστα πως ο νέος είχε πολύ θυμητικό. Ο Κάρολος δεν μπορούσε να περιοριστεί σ' αυτό. Η μητέρα του έδειξε δραστηριότητα. Ο κύριος Μποβαρύ, ντροπιασμένος, ή καλύτερα κουρασμένος, δεν έφερε αντίσταση περίμεναν ακόμα ένα χρόνο, ώσπου το παιδί κοινώνησε πρώτη φορά. Πέρασαν ακόμα έξι μήνες, και το χρόνο κατόπιν έστειλαν οριστικά τον Κάρολο σ' ένα Λύκειο της Ρουέν, όπου ο πατέρας του τον οδήγησε ο ίδιος, τον Οκτώβρη, την εποχή του πανηγυριού του Αγίου Ρωμανού. Αδύνατο τώρα για καθένα από μας να θυμηθούμε κάτι για κείνον. Ήταν παιδί με χαρακτήρα μετρημένο, που έπαιζε στις ώρες του παιχνιδιού, εργαζόταν στο σπουδαστήριο, πρόσεχε στο μάθημα, κοιμόταν καλά στον κοιτώνα, έτρωγε καλά στην τραπεζαρία. Είχε επίτροπό του ένα μεγάλο σιδεροπώλη που είχε μαγαζί στην οδό Γκαντερί, ο οποίος τον έβγαζε έξω μια φορά το μήνα, ημέρα Κυριακή, όταν έκλεινε το κατάστημά του, τον έστελνε περίπατο στο λιμάνι για να βλέπει τα πλοία κι έπειτα τον συνόδευε ο ίδιος στο σχολειό από τις εφτά η ώρα, πριν το δείπνο. Κάθε Πέμπτη βράδυ έγραφε με κόκκινο μελάνι ένα μεγάλο γράμμα στη μητέρα του και το σφράγιζε με τρία μπολίνια έπειτα έριχνε μια ματιά στα τετράδια της ιστορίας ή διάβαζε έναν παλιό τόμο του ταξιδιού του Ανάχαρση, που σερνόταν στο σπουδαστήριο. Βάζοντας τόση επιμέλεια, μπόρεσε πάντα να κρατηθεί στη μέση της τάξης κάποτε κιόλας κατάφερνε να λάβει κάποιο έπαινο για το μάθημα της φυσικής ιστορίας. Αλλά στο τέλος του τρίτου χρόνου οι

11 γονείς του τον έβγαλαν από το σχολείο για να σπουδάσει την ιατρική, με την ιδέα πως θα μπορούσε να καταφέρει μόνος του να τα βγάλει πέρα με τις πανεπιστημιακές εξετάσεις. Η μητέρα του τού νοίκιασε μια κάμαρη σ' ένα τέταρτο πάτωμα, στο σπίτι ενός βαφέα, που τον γνώριζε. Έκλεισε η ίδια τη συμφωνία για το φαγητό του, του αγόρασε παλιό κρεβάτι από ξύλο κερασιάς, κι απόχτησε μια σόμπα μικρή από χυτοσίδηρο, μαζί και τα ξύλα που θα χρειάζονταν για να θερμαίνουν το άτυχο παιδί της έπειτα από μια βδομάδα έφυγε, συστήνοντάς του να φέρεται καλά τώρα που θα βρισκόταν παραιτημένος στον εαυτό του. Το πρόγραμμα των μαθημάτων, του 'φερε ζάλη. Μάθημα ανατομίας, μάθημα παθολογίας, μάθημα φυσιολογίας, μάθημα φαρμακευτικής, μάθημα χημείας, βοτανικής και θεραπευτικής, χωρίς να λογαριαστεί ούτε η υγιεινή ούτε η ιατρική ύλη, όλο ονόματα που την ετυμολογία τους δε γνώριζε και που ήταν γι' αυτόν σαν άλλες τόσες πόρτες από ιερά γεμάτα σεβάσμιο σκότος. Δεν κατάλαβε τίποτα. Όσα κι αν άκουγε, δεν τα 'νιωθε. Κι όμως εργαζόταν. Είχε τετράδια δεμένα, ακολουθούσε με επιμέλεια τα μαθήματα, δεν έχανε ούτε μία επίσκεψη των καθηγητών. Έκανε με συνείδηση καθημερινά το μικρό του χρέος, σαν το άλογο στο αλώνι που όλο τριγυρίζει στον ίδιο τόπο με τα μάτια δεμένα μην ξέροντας τη δουλειά που καταφέρνει. Για να του οικονομήσει τα έξοδα η μητέρα του τού έστελνε κάθε βδομάδα με τον ταχυδρόμο ένα κομμάτι κρέας μοσχαρίσιο ψητό στο φούρνο, και μ' αυτό προγευμάτιζε το πρωί, όταν ξαναρχόταν από το νοσοκομείο, χτυπώντας αδιάκοπα το πόδι του στον τοίχο έπειτα έπρεπε να τρέξει στα μαθήματα, στο αμφιθέατρο, στο νοσοκομείο, και να γυρίσει πάντα στην κάμαρά του, περνώντας απ' όλους τους δρόμους. Το βράδυ, έπειτα από το φτωχικό γεύμα που του 'δινε ο σπιτονοικοκύρης, ανέβαινε ξανά στην κάμαρά του και ξανάκανε την εργασία του χωρίς να αλλάξει τα υγρά του ρούχα, που κάπνιζαν πάνω του μπροστά στην πυρωμένη σόμπα. Τις ωραίες καλοκαιρινές βραδιές, την ώρα που οι χλιαροί δρόμοι είναι έρημοι, όταν οι υπηρέτριες στα κατώφλια παίζουν το άρπαστο, άνοιγε το παραθύρι του κι ακουμπούσε και κοίταζε. Το ποτάμι, που κάνει να μοιάζει αυτή η γειτονιά της Ρουέν σε μια Βενετία μικρή και πρόστυχη, έτρεχε κάτω, από κάτω του, κίτρινο, μαβί ή γαλάζιο, ανάμεσα στα γεφύρια του και στα κιγκλιδώματά του. Εργάτες κουρνιασμένοι στην ακροποταμιά έπλεναν στο νερό τα χέρια τους. Πάνω σε σταλίκια που έβγαιναν από τις σοφίτες στέγνωναν στον αέρα κουβάρια από βαμβάκι. Απέναντι, πέρα από τους τοίχους, απλωνόταν ο μεγάλος καθάριος ουρανός με τον ήλιο που έδυε κόκκινος. Πόσο καλά που θα 'ταν εκεί κάτω!... Τι δροσιά κάτω από τις οξιές!... Και άνοιγε τα ρουθούνια του για να αναπνέει τις μυρωδιές της εξοχής, που τώρα δεν έρχονταν ως εκεί. Λίγνεψε, το ανάστημά του ψήλωσε και η όψη του πήρε μια έκφραση πονεμένη, που την έκανε, ας πούμε, συμπαθητική. Όπως ήταν φυσικό, από νωθρότητα, σιγά σιγά λησμόνησε τις πρώτες του αποφάσεις. Μια φορά έλειψε από τη βίζιτα του γιατρού, την άλλη μέρα από το μάθημα, και βρίσκοντας την ευχαρίστησή του στα χασομέρια, δεν ξαναγύρισε πια. Πήρε το συνήθειο να συχνάζει στο καφενείο και αγάπησε με πάθος το ντόμινο. Να κλείνεται κάθε βράδυ σ' ένα μικρό δημόσιο μέρος, για να χτυπά πάνω στα μαρμαρένια τραπέζια τα μικρά προβατοκόκαλα, τα σημαδεμένα με τα μαύρα στρογγυλάδια, αυτό του φαινόταν μια πολύτιμη ενέργεια της λευτεριάς του, που τον ύψωνε σε υπόληψη απέναντι στον εαυτό του. Αυτό ήταν για κείνον σαν μύηση στον κόσμο, σαν το έμπασμα προς τις εμποδισμένες χαρές κι έτσι, όταν έμπαινε στο καφενείο, έβαζε το χέρι του στο πόμολο της πόρτας με μια ηδονή σαρκική σχεδόν. Τότε πολλά πράγματα, που μέσα του ήταν περιορισμένα, έβρισκαν τρόπο ν' ανοίξουν έμαθε απ' έξω δίστιχα που τα τραγουδούσε σ' όποιον έμπαινε μέσα έδειξε ενθουσιασμό για τα ποιήματα του Βερανζέρου, έμαθε να ετοιμάζει το ποντς και γνώρισε τέλος τον έρωτα.

12 Χάρη σ' αυτή την προγυμναστική εργασία του απέτυχε ολοκληρωτικά στις εξετάσεις του, ενώ το ίδιο βράδυ τον περίμεναν στο σπίτι για να γιορτάσουν την επιτυχία του. Έφυγε με τα πόδια και σταμάτησε στην αρχή του χωριού εκεί φώναξε τη μητέρα του και της τα διηγήθηκε όλα. Τον δικαιολόγησε εκείνη ρίχνοντας την αποτυχία στους άδικους εξεταστές και του έδωσε λίγο θάρρος, αναλαμβάνοντας αυτή να διορθώσει τα πράγματα. Πέντε χρόνια μόνο στερνότερα ο κύριος Μποβαρύ έμαθε την αλήθεια μα αυτή η αλήθεια ήταν πια παλιωμένη, τη δέχτηκε μην μπορώντας από τ' άλλο μέρος να παραδεχτεί πως ένας άνθρωπος που 'χε βγει από τον εαυτό του μπορούσε να είναι κουτός. Ο Κάρολος, λοιπόν, ξαναβάλθηκε στο έργο και ετοίμασε χωρίς διακοπή την ύλη για τις εξετάσεις του. Έμαθε από τα πριν απέξω κάθε ερώτηση. Πέτυχε με αρκετό καλό βαθμό. Τι ωραία μέρα για τη μητέρα του! Έδωσαν στο σπίτι του ένα μεγάλο γεύμα. Πού θα πήγαινε να εξασκήσει το επάγγελμά του; Στην Τοστ. Εκεί δεν ήταν παρά ένας μόνο γέροντας γιατρός. Από καιρό η κυρία Μποβαρύ παραμόνευε πότε θα πεθάνει... κι ο δυστυχισμένος δεν είχε ακόμη αποχαιρετήσει τον κόσμο, και ο Κάρολος είχε εγκατασταθεί απέναντί του σαν διάδοχός του. Αλλά δεν ήταν αυτό όλο δεν έφτανε που είχε αναθρέψει το γιο της, που τον είχε κάνει να σπουδάσει ιατρική και που του 'χε ανακαλύψει την Τοστ, για να την εξασκήσει του χρειαζόταν και μια γυναίκα. Του τη βρήκε. Ήταν η χήρα ενός δικαστικού κλητήρα από τη Διέπη, που ήταν σαράντα πέντε χρόνων κι είχε ένα ετήσιο εισόδημα από χίλια διακόσια φράγκα. Αν και ήταν άσχημη, λιγνή σαν ξύλο, κι όλο το πρόσωπό της ήταν μπουμπουκιασμένο σαν την άνοιξη, ήταν θετικό το ότι η κυρία Ντιμπίκ είχε εμπρός της πολλούς γαμπρούς να διαλέξει. Για να φτάσει στους σκοπούς της, η κυρία Μποβαρύ μητέρα ήταν υποχρεωμένη να τους βγάλει όλους από τη μέση, και χρειάστηκε κιόλας να αναμετρηθεί με πολλή τέχνη με τις ραδιουργίες ενός κρεοπώλη, που τον υποστήριζαν οι παπάδες. Στα μάτια του Κάρολου ο γάμος ήταν μια ανύψωση σε καλύτερη θέση σκεφτόταν πως θα είχε περισσότερη ελευθερία και πως θα μπορούσε να διαθέτει τον εαυτό του και το χρήμα του. Αλλά η γυναίκα του κατάφερε να τον ορίζει. Μπροστά στον κόσμο έπρεπε να λέει αυτό και να μη λέει εκείνο, έπρεπε να νηστεύει την Παρασκευή, έπρεπε να ντύνεται όπως ήθελε εκείνη, έπρεπε να μην αφήνει ήσυχους τους πελάτες που δεν πλήρωναν. Του άνοιγε τα γράμματα, παραμόνευε τα διαβήματά του, και έβαζε το αυτί της στο μεσότοιχο για ν' ακούει τις συμβουλές που έδινε στο γραφείο του όταν δεχόταν γυναίκες. Ήθελε να 'χει κάθε πρωί τη σοκολάτα της, έκανε νάζια ατελείωτα. Παραπονιόταν ακατάπαυτα για τα νεύρα της, για το στήθος της, για την κακοδιαθεσία της... Ο θόρυβος των βημάτων τής έκανε κακό αν έφευγε κανείς από σιμά της, η μοναξιά της ήταν ανυπόφερτη, αν ξαναγύριζε, το 'κανε γιατί χωρίς άλλο ήθελε να τη δει να πεθαίνει. Το βράδυ, όταν ο Κάρολος ξαναγύριζε σπίτι, έβγαζε μέσα από τα σεντόνια τα μακριά της λιγνά μπράτσα, τον αγκάλιαζε, τον κάθιζε στην άκρη του κρεβατιού και άρχιζε να του μιλά για τις λύπες της: τη λησμονούσε, αγαπούσε κάποιαν άλλη καλά της το 'χαν πει πως θα 'ταν δυστυχισμένη. Και τελείωνε, ζητώντας του ένα σιρόπι για την υγεία της και λίγη περισσότερη αγάπη.

13 2 Μια νύχτα, κατά τις έντεκα, τους ξύπνησε το ποδοβολητό ενός αλόγου που σταμάτησε στην πόρτα. Η υπηρέτρια άνοιξε το φεγγίτη της σοφίτας και κουβέντιασε κάμποση ώρα μ' έναν άνθρωπο που 'χε μείνει κάτω στο δρόμο. Ζητούσε το γιατρό. Είχε ένα γράμμα. Η Ναστασία κατέβηκε τη σκάλα τουρτουρίζοντας και πήγε ν' ανοίξει την κλειδωνιά και τους σύρτες, τον έναν κατόπι τον άλλο. Ο άνθρωπος άφησε έξω το άλογό του, και ακολουθώντας την υπηρέτρια, μπήκε έξαφνα μέσα, κατόπι της. Έβγαλε μέσα από το μάλλινο σκούφο του με τις σταχτιές φούντες ένα γράμμα τυλιγμένο σ' ένα κουρέλι και το πρόσφερε μ' ευγένεια στον Κάρολο, που 'χε ανασηκωθεί κι ακουμπούσε στο μαξιλάρι του για να το διαβάσει. Η Ναστασία σιμά στο κρεβάτι κρατούσε το φως. Η κυρία από συστολή έμεινε γυρισμένη προς τον τοίχο και τους έδειχνε τις πλάτες. Αυτό το γράμμα, σφραγισμένο με μια μικρή γαλάζια βούλα, παρακαλούσε τον κύριο Μποβαρύ να έρθει αμέσως στο μετόχι του Μπερτό, για να φτιάσει ένα σπασμένο πόδι. Αλλά από την Τοστ στο Μπερτό η απόσταση είναι περισσότερη από είκοσι μίλια και ο δρόμος περνούσε από τη Λονγκβίλ και τον Άγιο Βίκτορα. Η νύχτα ήταν σκοτεινή. Η κυρία Μποβαρύ, η νεότερη, φοβόταν μη συνέβαινε τίποτα στον άντρα της. Αποφάσισαν, λοιπόν, να στείλουν εμπρός το σταβλάτορα. Ο Κάρολος θ' αναχωρούσε τρεις ώρες κατόπι, άμα θα σηκωνόταν το φεγγάρι. Θα έστελναν από το μετόχι ένα παιδί να τον προϋπαντήσει, για να του δείξει το δρόμο και να ανοίγει τους φράχτες εμπρός του. Κατά τις τέσσερις το πρωί ο Κάρολος, καλά τυλιγμένος μέσα στο πανωφόρι του, ξεκίνησε για το Μπερτό. Ναρκωμένος ακόμα από τη ζέστη του κρεβατιού του, άφηνε να τον νανουρίζει το ήσυχο ανοιχτοπάτημα του ζώου. Όταν αυτό σταματούσε μονάχο του μπροστά στις τρύπες εκείνες, που τις ανοίγουν στο φρύδι των αυλακιών και που τις περιτριγυρίζουν με αγκάθια, ο Κάρολος ξυπνούσε μ' ένα τίναγμα, θυμόταν γρήγορα το σπασμένο πόδι και προσπαθούσε να φέρει στο μυαλό του όλα τα σπασίματα που γνώριζε. Δεν έβρεχε πια. Η μέρα χάραζε και πάνω στα κλαριά των μηλιών, που δεν είχαν φύλλα, τα πουλιά κάθονταν ασάλευτα, ανασηκώνοντας τα φτερά τους στον ψυχρό αέρα της αυγής. Ο κάμπος ολόισιος απλωνόταν όσο έβλεπε το μάτι, και γύρω στα μετόχια, που φαίνονταν πού και πού σε μεγάλη απόσταση το ένα από το άλλο, πυκνοφυτεμένα δέντρα κηλίδωναν με μαύρο μαβί χρώμα την απέραντη σταχτιά έκταση, που χανόταν στον ορίζοντα μέσα στο θλιβερό χρωματισμό του ουρανού. Ο Κάρολος άνοιγε κάθε τόσο τα μάτια. Έπειτα ο νους του κουραζόταν και ο ύπνος ξαναρχόταν μόνος του σε λίγο βυθιζόταν σ' ένα είδος νάρκωσης όπου οι πρόσφατες εντυπώσεις του μπερδεύονταν με τα περασμένα, ο ίδιος έβλεπε διπλό τον εαυτό του, σπουδαστή στον ίδιο καιρό και παντρεμένο, ξαπλωμένο στο κρεβάτι του, όπως λίγη ώρα πρωτύτερα και μέσα σε μια σάλα από ανθρώπους εγχειρισμένους όπως άλλοτε. Η θερμή μυρωδιά που ανάδιναν τα μπλάστρια ανακατευόταν στο μυαλό του με την πράσινη ευωδιά της δροσούλας, άκουγε να κυλούν πάνω στα σίδερά τους οι σιδερένιοι χαλκάδες των κρεβατιών και τη γυναίκα του να κοιμάται... Καθώς περνούσε από τη Βασονβίλ, είδε στην άκρη μιας σούδας ένα παιδί καθισμένο πάνω στο χορτάρι. «Είσαστε ο γιατρός;» ρώτησε το παιδί. Και αφού ο Κάρολος απάντησε, πήρε στο χέρι τα τσόκαρά του και βάλθηκε να τρέχει μπροστά. Ο γιατρός στο δρόμο κατάλαβε από τα λόγια του οδηγού του πως ο κύριος Ρουό ήταν ένας από τους πιο εύπορους γεωργούς. Είχε σπάσει το πόδι του το προηγούμενο βράδυ, καθώς γύριζε από το σπίτι ενός γείτονά του όπου είχε πάει να γιορτάσει τα Θεοφάνια. Η γυναίκα του ήταν πεθαμένη από δύο χρόνια. Δεν είχε μαζί του παρά τη δεσποινίδα του, που τον βοηθούσε να κρατάει το σπίτι του. Τα αυλάκια από τις ρόδες των αμαξιών γίνονταν βαθιά. Σίμωναν τώρα στο Μπερτό. Το παιδί τότε τρύπωσε μέσα από ένα φράκτη, γίνηκε άφαντο, ύστερα ξαναφάνηκε στην άκρη μιας αυλής για ν'

14 ανοίξει την είσοδο. Το άλογο γλιστρούσε πάνω στο βρεγμένο χόρτο. Ο Κάρολος έσκυβε για να περνά κάτω από τα κλαριά. Τα σκυλιά που φύλαγαν, γάβγιζαν από το σπιτάκι τους τεντώνοντας τις αλυσίδες τους. Όταν μπήκε στο Μπερτό, το άλογό του εξαφανίστηκε κι έκανε ένα μεγάλο λοξοδρόμισμα. Το μετόχι είχε πολύ καλή όψη. Στους στάβλους φαίνονταν, πάνω από τις ανοιχτές πόρτες, τα μεγάλα άλογα της δουλειάς, που έτρωγαν ήσυχα από τα καινούρια παχνιά τους. Σιμά στους τοίχους των σπιτιών ήταν πλατιοί σωροί κοπριάς που ανάδιναν αχνό, και ανάμεσα στις κότες και στους ινδιάνους έβοσκαν ψηλότερα πέντε έξι παγόνια, πολυτέλεια των νορμανδικών ορνιθοτροφείων. Η μάντρα για τα πρόβατα ήταν ένα σπίτι μακρύ μακρύ, η σιταποθήκη ήταν ψηλή με τοίχους λείους σαν το χέρι κάτω από το υπόστεγο ήταν δυο μεγάλα κάρα και τέσσερα άροτρα, με τα καμτσίκια τους και τα περιλαίμιά τους, με τις ιπποσκευές και τα εξαρτήματά τους, ενώ το γαλάζιο μαλλί τους λερωνόταν με την ψιλή σκόνη που έπεφτε από τις σοφίτες. Η αυλή ήταν ανηφορική με δέντρα συμμετρικά φυτεμένα κι ένα πρόσχαρο κοπάδι χήνες έκανε θόρυβο σιμά σε μια λιμνούλα. Μια νέα γυναίκα με μάλλινο φόρεμα από γαλάζιο μερινό, γαρνιρισμένο με τρεις γύρους, ήρθε στο κατώφλι του σπιτιού για να δεχτεί τον κύριο Μποβαρύ, τον έβαλε στο μαγερειό όπου ήταν αναμμένη μια μεγάλη φωτιά. Το πρόγευμα των ανθρώπων κόχλαζε τριγύρω μέσα σε αγγεία ανόμοια στο μέγεθος. Φορέματα βρεγμένα στέγνωναν κάτω από το τζάκι. Το φτυάρι, η μασιά και η σωλήνα του φυσερού, όλα γιγάντια στο μέγεθος, έλαμπαν σαν λουστραρισμένο ατσάλι, ενώ σ' όλους τους τοίχους απλώνονταν άφθονα τα χαλκωματένια σκεύη του μαγερειού, που καθρέφτιζαν ανόμοια τη φωτιά της γωνιάς και μαζί τις πρώτες αχτίδες του ήλιου, που έμπαινε μέσα από τα μικρά τζάμια. Ο Κάρολος ανέβηκε στο πρώτο πάτωμα για να δει τον άρρωστο. Τον βρήκε στο κρεβάτι του, πλημμυρισμένο στον ιδρώτα κάτω από τα σκεπάσματά του είχε πετάξει μακριά του το βαμβακένιο σκούφο του. Ήταν ένας χοντρός, μικρός άντρας πενήντα χρόνων, με άσπρο δέρμα, με μάτια γαλανά, φαλακρός στην μπροστινή μεριά του κεφαλιού του και με σκουλαρίκια στ' αυτιά του σιμά του, πάνω σε μια καρέκλα, είχε μια μεγάλη μπουκάλα γεμάτη ρακί, και κάθε τόσο έπινε για να δώσει καρδιά στην κοιλιά του. Αλλά, άμα είδε το γιατρό, η έξαψή του έπεσε και αντί να βλαστημά, όπως έκανε από δώδεκα ώρες, άρχισε να παραπονιέται αδύναμα. Το σπάσιμο ήταν απλό, χωρίς κανενός είδους περιπλοκές. Ο Κάρολος δε θα ευχόταν για τον εαυτό του τίποτα καλύτερο. Τότε, φέρνοντας στο νου του τους τρόπους των δασκάλων του, παρηγόρησε τον άρρωστο με κάθε λογής όμορφα λόγια, χειρουργικά χάδια, που είναι σαν το λάδι που αλείφουν τα νυστέρια. Για να καλαμώσουν, πήγαν κι έφεραν από το αμαξοστάσι ένα δέμα σανίδες. Ο Κάρολος διάλεξε μία, την έσκισε σε πολλά κομμάτια και τα καθάρισε μ' ένα σπασμένο γυαλί, ενώ η υπηρέτρια έσκιζε σεντόνια για να κατασκευάσει επιδέσμους, και η δεσποινίς Έμμα πάσχιζε να ράψει μαξιλαράκια. Αλλά έκανε πολλή ώρα για να βρει το κουτί της δουλειάς και ο πατέρας της ανυπομονούσε δεν του αποκρίθηκε, αλλά ενώ έραβε, τρυπούσε με το βελόνι τα δάχτυλά της και τα 'βαζε έπειτα στο στόμα για να μυζήξει. Ο Κάρολος απόρησε για την ασπράδα των νυχιών της. Έλαμπαν, ψηλά στην άκρη τους, πιο γυαλισμένα κι απ' τα φιλντίσια της Διέπης κι ήταν κομμένα αμυγδαλωτά. Κι όμως, το χέρι της δεν ήταν ωραίο, δεν ήταν ίσως αρκετά ωχρό κι ήταν ξερό, κομμάτι, στους αρμούς των δαχτύλων ήταν κιόλας πολύ μακρύ και δεν είχε καμπύλες γραμμές στο περιγύρισμά του εκείνο που είχε ωραίο ήταν τα μάτια της αν και ήταν καστανά, φαίνονταν κατάμαυρα χάρη στα βλέφαρα, και το βλέμμα τους πήγαινε ίσια πάνω στον άνθρωπο με μια αγνή προπέτεια. Αφού το μπαντάρισμα των ποδιών τελείωσε, ο ίδιος ο κύριος Ρουό προσκάλεσε το γιατρό «να τσιμπήσει κάτι» πριν φύγει. Ο Κάρολος κατέβηκε στη σάλα, στο ισόγειο. Δυο θέσεις ήταν ετοιμασμένες με ασημένιες κούπες σ' ένα μικρό τραπέζι, στα πόδια ενός μεγάλου κρεβατιού με κουβούκλι, που ήταν σκεπασμένο μ' ένα

15 τσίτι πολύχρωμο με ανθρώπους απάνω που παράσταιναν Τούρκους. Ένιωθε κανείς την ευωδία του κρίνου που ανάδιναν τα υγρά σεντόνια και που έβγαινε από το ψηλό δρύινο ντουλάπι, αντίκρυ στο παράθυρο. Χάμω, στις γωνιές, ήταν αραδιασμένα σακιά γεμάτα σιτάρι. Ήταν το περίσσευμα της σιμοτινής σιταποθήκης, όπου έμπαινε κανείς ανεβαίνοντας τρία πέτρινα σκαλοπάτια. Για στόλισμα της κάμαρας κρεμόταν από ένα καρφί στον πρασινοβαμμένο τοίχο, που το χρώμα του ήταν γδαρμένο από τη νοτιά, μια κεφαλή Αθηνάς, καμωμένη με μαύρο μολύβι, πλαισιωμένη με χρυσαλοιφή, που είχε από κάτω με γοτθικά γράμματα την επιγραφή: «Στον αγαπημένο μου πατέρα!...» Γίνηκε κουβέντα πρώτα για τον άρρωστο, έπειτα για τον καιρό, για τα πολλά τα κρύα, για τους λύκους που έτρεχαν τη νύχτα στους κάμπους. Η δεσποινίς Ρουό δε διασκέδαζε καθόλου στην εξοχή, τώρα μάλιστα που είχε απάνω της, αυτή ολομόναχη, πες, όλες τις φροντίδες για το μετόχι. Η σάλα ήταν δροσερή πολύ και τουρτούριζε τρώγοντας, πράγμα που φανέρωνε κάπως τα σαρκώδη της χείλη, που είχε τη συνήθεια να τα δαγκώνει λιγάκι τις στιγμές που δε μιλούσε. Ο λαιμός της έβγαινε από ένα άσπρο κολάρο διπλωτό. Τα μαλλιά της, που οι δυο κατάμαυρες μεριές τους φαίνονταν σαν ατόφιες, τόσο ήταν γυαλιστερές, χωρίζονταν στη μέση της κεφαλής από μία λεπτή χωρίστρα που έμπαινε μέσα στα μαλλιά ανάλαφρα, ακολουθώντας την καμπύλη του κρανίου και αφήνοντας μόνο την άκρη των αυτιών να φαίνεται, ενώνονταν πίσω σ' ένα χοντρό κότσο, κάνοντας ένα κίνημα κυματιστό προς τα μηνίγγια, που ο επαρχιώτης γιατρός το παρατηρούσε τότε για πρώτη φορά στη ζωή του τα μάγουλά της ήταν ροδοκόκκινα. Φορούσε σαν άντρας, περασμένα ανάμεσα σε δυο κουμπιά του στηθόδεσμού της, ένα ζευγάρι ματογυάλια από ταρταρούγα. Όταν ο Κάρολος, αφού ανέβηκε πάλι απάνω για ν' αποχαιρετήσει και ξανάρθε στη σάλα, τη βρήκε ορθή με το μέτωπο ακουμπισμένο στο παράθυρο να κοιτάζει τον κήπο, όπου τα στηρίγματα των φασολιών ήταν αναποδογυρισμένα από τον άνεμο, γύρισε: «Ζητάτε τίποτα;» ρώτησε. «Με συγχωρείτε, το καμτσίκι μου» απάντησε. Βάλθηκε να ψάχνει πάνω στο κρεβάτι, πίσω από τις πόρτες, κάτω από τις καρέκλες είχε πέσει χάμω, ανάμεσα στα σακιά και τον τοίχο. Η δεσποινίς Έμμα το είδε, έσκυψε πάνω στα σακιά τα γεμάτα σιτάρι. Ο Κάρολος από αβρότητα ρίχτηκε για να σκύψει ο ίδιος, κι όπως άπλωνε το χέρι του με το ίδιο κίνημα, αισθάνθηκε το στήθος του να αγγίζει ανάλαφρα την πλάτη της δεσποινίδας που ήταν σκυμμένη κάτωθέ του. Σηκώθηκε ορθή, κατακόκκινη, τον κοίταξε πάνω από τον ώμο της, παραδίνοντάς του το βούνευρό του. Αντί να ξανάρθει στο Μπερτό σε τρεις μέρες, όπως είχε υποσχεθεί, ξαναφανερώθηκε την αυριανή, κι έπειτα ερχόταν τακτικά δυο φορές την εβδομάδα, χωρίς να λογαριάσει κανείς τις βίζιτες που έκανε κάπου κάπου, σαν να μπέρδευε τις μέρες. Ωστόσο, όλα πήγαν καλά η γιατρειά του αρρώστου προχώρησε σύμφωνα με τους κανόνες, και όταν, απάνω σε σαράντα έξι μέρες, ο κόσμος είδε τον γερο-ρουό να κάνει δοκιμές να περπατάει μονάχος του στο παλιόσπιτό του, άρχισε να θεωρεί τον κύριο Μποβαρύ σαν άνθρωπο μεγάλης αξίας. Ο γερο- Ρουό έλεγε πως δε θα τον γιάτρευαν καλύτερα οι πρώτοι γιατροί του Υβετό ή και της Ρουέν. Ο ίδιος ο Κάρολος δε ζήτησε να μάθει από τον εαυτό του γιατί ερχόταν στο Μπερτό μ' ευχαρίστηση. Αν τον ρωτούσε, θα έβρισκε να εξηγήσει το ζήλο του με τη σοβαρότητα του περιστατικού, ή ίσως κιόλας στο κέρδος που περίμενε. Αλλά ήταν αληθινά αυτή η αιτία που έκανε τις βίζιτές του στο μετόχι μια τόσο γοητευτική εξαίρεση ανάμεσα στις άτυχες ασχολίες της ζωής του; Αυτές τις μέρες σηκωνόταν νωρίς, έφευγε πιλαλώντας, κεντούσε το άλογο, κατέβαινε έπειτα για να σφουγγίσει τα πόδια του στα

16 χόρτα, και φορούσε τα μαύρα χειρόκτιά του πριν μπει στο σπίτι. Του άρεσε να βλέπει τον εαυτό του να πλησιάζει την αυλή, να αισθάνεται σιμά στον ώμο του το φράκτη που την τριγύριζε και ν' ακούει τον πετεινό που λαλούσε πάνω στον τοίχο. Του άρεσαν τα παιδιά που έρχονταν να τον συναντήσουν. Του άρεσε η σιταποθήκη και οι στάβλοι του άρεσε ο γερο-ρουό που του χτυπούσε το χέρι και τον έκραζε σωτήρα του, του άρεσαν τα μικρά τσόκαρα της δεσποινίδας Έμμας πάνω στις πλυμένες πλάκες του μαγερειού. Τα ψηλά τακούνια της την έκαναν να φαίνεται μεγαλύτερη, και όταν περπατούσε μπροστά του, οι ξύλινες παντούφλες της σηκώνονταν γοργά και χτυπούσαν μ' έναν ξηρό κρότο πάνω στο δέρμα των παπουτσιών της. Τον ξεπροβόδιζε πάντα έως το πρώτο σκαλοπάτι της εξώπορτας. Όταν το άλογό του δεν ήταν ακόμα εκεί, έμενε μαζί του. Είχαν αποχαιρετιστεί και δεν κουβέντιαζαν πια. Ο ανοιχτός αέρας την περιτριγύριζε, ανασηκώνοντάς της ανάκατα τα μαλλιά της στον τράχηλο, ή σαλεύοντας στους γοφούς της τα κορδόνια της ποδιάς της, που στριφογύριζαν σαν μικρές σημαίες. Μια μέρα που ο πάγος νερούλιαζε, οι φλούδες των δέντρων ίδρωναν στην αυλή, το χιόνι στις στέγες των σπιτιών έλιωνε, στεκόταν αυτή στο κατώφλι. Πήγε και έφερε την ομπρέλα της και την άνοιξε. Ήταν μια μεταξωτή ομπρέλα, σαν το λαιμό των περιστεριών στο χρώμα, και διάφανη ο ήλιος, περνώντας από το ύφασμα, φώτιζε με αναλαμπές, που άλλαζαν κάθε στιγμή, το λευκό δέρμα του προσώπου της. Χαμογελούσε εκεί από κάτω στη χλιαρή τη ζέστη, κι ακούγονταν μια μια οι σταλαγματιές που έπεφταν πάνω στο τεντωμένο μετάξι. Τον πρώτο καιρό που ο Κάρολος άρχιζε να συχνάζει στο Μπερτό, η κυρία Μποβαρύ, η νεότερη, δεν έπαυε να ρωτάει για τον άρρωστο, και μάλιστα στο βιβλίο που κρατούσε, του δούναι και λαβείν, είχε διαλέξει για τον κύριο Ρουό μία ωραία λευκή σελίδα. Αλλά όταν έμαθε πως ο Ρουό είχε μία θυγατέρα, άρχισε να ζητά πληροφορίες, και έμαθε πως η δεσποινίς Ρουό ήταν αναθρεμμένη στο μοναστήρι των Ουρσουλίνων, είχε λάβει δηλαδή, καθώς λέγουν, καλή μόρφωση και ήξερε επομένως το χορό, τη γεωγραφία, το σχέδιο, ήξερε να κάνει εργόχειρα και να παίζει στο πιάνο. Ξεχείλισε! «Γι' αυτό, λοιπόν» είπε με το νου της, «έχει την όψη τόσο ανοιχτή όταν πηγαίνει και τη βλέπει!» Γι' αυτό βάζει το καινούριο γελέκι του χωρίς να τον μέλει αν θα χαλάσει στη βροχή!... Α, αυτή η γυναίκα, αυτή η γυναίκα!...» Και τη μίσησε από ένστικτο. Στην αρχή ξεθύμαινε με υπαινιγμούς. Ο Κάρολος δεν τους καταλάβαινε υστερότερα, με διαβατικούς στοχασμούς, που τους άφηνε και περνούσαν γιατί φοβόταν το δρολάπι. Τέλος, με αποστροφές ξαφνικές, που σ' αυτές δεν ήξερε πώς ν' απαντήσει. «Για ποιο σκοπό, λοιπόν, ξαναπήγαινε στο Μπερτό, αφού ο κύριος Ρουό ήταν γιατρεμένος, και γιατί δεν τον είχαν πληρώσει; Α! η αιτία ήταν, γιατί εκεί κάτω ήταν κάποιο πρόσωπο που ήξερε να κουβεντιάζει, μία που ήξερε να κεντάει, ένα έξυπνο πνεύμα!... Αυτό ήταν εκείνο που του άρεσε!... Του άρεσαν τα κορίτσια της πόλης!» Και ξανάρχιζε: «Η κόρη του γερο-ρουό, ένα κορίτσι από πόλη!... Ξωθειό μας!... Ο παππούς τους ήταν τσοπάνος και έχουν έναν ξάδελφο που λίγο έλειψε να περάσει από το κακουργιοδικείο για κάποιο δολερό χτύπημα που 'δωσε σ' έναν καβγά!... Δεν άξιζε ο κόπος που έκαναν τόσα νάζια... ούτε που πήγαινε στην εκκλησία την Κυριακή μ' ένα μεταξωτό φόρεμα, σαν να 'ταν κοντέσα!... Ο δύστυχος ο γέρος, που χωρίς τα περσινά αγριόκραμπα, δε θα 'ξερε πώς να πληρώσει τα καθυστερούμενα που χρωστούσε». Για να μην ακούει την γκρίνια της, ο Κάρολος έπαψε να πηγαίνει στο Μπερτό. Η Ελοΐζ τον έκανε να ορκιστεί με το χέρι πάνω στη Σύνοψη πως δε θα ξαναπήγαινε, έπειτα από πολλά δάκρυα και φιλιά, σε μια μεγάλη ερωτική έκρηξη. Υπάκουσε λοιπόν. Αλλά η προπέτεια του πόθου του διαμαρτυρήθηκε για τη διαγωγή του, και με κάποια αθώα υποκρισία συλλογίστηκε πως αυτή η απαγόρευση να τη βλέπει ήταν γι' αυτόν ένα δικαίωμα να την αγαπάει. Κι έπειτα, η χήρα ήταν λιγνή είχε μυτερά δόντια, φορούσε κάθε εποχή ένα μαύρο σάλι που η άκρη του της κατέβαινε ανάμεσα στις ωμοπλάτες το

17 κορμί της ήταν σαν φασκιωμένο μέσα στα στενά φορέματά της, που, πάρα πολύ κοντά, άφηναν να φαίνονται τα στραγάλια της με τις κορδέλες των πλατιών παπουτσιών της που ήταν διασταυρωμένες πάνω σε κάλτσες σταχτιές. Η μητέρα του Κάρολου ερχόταν και τους έβλεπε κάπου κάπου αλλά σε λίγες ημέρες φάνηκε πως η νύφη την τροχούσε ενάντια στο γιο της και τότε σαν μάχαιρες και οι δυο ήταν πανέτοιμες να τον θυσιάσουν με τις παρατηρήσεις τους και με τους συλλογισμούς τους. Δεν έκανε καλά να παρατρώει. Γιατί πρόσφερε πάντα το κέρασμα στον πρώτο τυχόντα; Τι πείσμα είχε να μη θέλει να φορέσει φανέλα! Στην αρχή της άνοιξης ένας νοτάριος της Ιγκουβίλ, που 'χε στα χέρια του παρακαταθήκη κεφάλαια της χήρας Ντιμπίκ, πήρε μία καλή ημέρα το πλοίο, σηκώνοντας μαζί του όλα τα χρήματα που είχε στο γραφείο του. Είναι αλήθεια πως η Ελοΐζ είχε ακόμα, εκτός από το μερίδιο ενός καραβιού, εκτιμημένου έξι χιλιάδες φράγκα, και το σπίτι της στο δρόμο του Αγίου Φραγκίσκου και όμως, απ' όλη αυτή την περιουσία, που την είχαν σηκώσει τόσο ψηλά, δεν είχε φανερωθεί τίποτα στο σπίτι του αντρόγυνου, εκτός μόνο μερικά έπιπλα και μερικά ασπρόρουχα. Ήταν ανάγκη να ξεκαθαριστούν τα πράγματα. Το σπίτι στη Διέπη βρέθηκε πως ήταν φαγωμένο όλο από τις υποθήκες, έως τους πασσάλους των θεμελίων του πόσα είχε παρακαταθήκη στα χέρια του νοταρίου, ένας Θεός μόνο το 'ξερε, και το μερίδιο της βάρκας δεν άξιζε περισσότερα από χίλια τάλιρα. Είχε πει, λοιπόν, ψέματα, η καλή μας κυρία! Στην οργή του ο κύριος Μποβαρύ, πατέρας, έσπασε χτυπώντας στο πάτωμα μια καρέκλα, κατηγόρησε τη γυναίκα του πως αυτή είχε δημιουργήσει τη συμφορά του γιου της, ζευγαρώνοντάς τον με μια τέτοια παλιοφοράδα, που τα χάμουρά της δεν άξιζαν ούτε όσο το τομάρι της. Ήρθαν και οι δυο στην Τοστ, εξηγήθηκαν. Γίνηκαν σκηνές. Η Ελοΐζ, κλαίγοντας, έπεσε στα χέρια του αντρός της, τον εξόρκισε να την προστατέψει μπροστά στους γονείς του. Ο Κάρολος ήθελε να πάρει το μέρος της. Εκείνοι συγχύστηκαν και έφυγαν. Αλλά το χτύπημα είχε δοθεί! Οχτώ μέρες στερνότερα, ενώ άπλωνε στην αυλή τα ασπρόρουχα, βάλθηκε άξαφνα να φτύνει αίμα και την άλλη μέρα, ενώ ο Κάρολος είχε γυρισμένες τις πλάτες για να κλείσει τον μπερντέ του παραθύρου, είπε: «Αχ! Θεέ μου!» αναστενάζοντας και λιγοθύμησε. Είχε πεθάνει. Τι περίεργο πράγμα! Όταν όλα τελείωσαν στο κοιμητήριο, ο Κάρολος ξανάρθε σπίτι του, δε βρήκε κανέναν κάτω, ανέβηκε στο πρώτο πάτωμα, είδε ακόμα το φουστάνι της κρεμασμένο στα πόδια του κρεβατιού, και τότε, ακουμπώντας το κεφάλι του πάνω στο γραφείο του, παραδόθηκε σ' ένα πένθιμο ονειροκόπημα έως το βράδυ. Την είχε αγαπήσει τέλος πάντων!...

18 3 Ένα πρωί ο γερο-ρουό ήρθε και έφερε στον Κάρολο την αμοιβή για το φτιαγμένο πόδι του εβδομήντα πέντε φράγκα σε δίφραγκα ασημένια και μια γαλοπούλα. Είχε μάθει τη συμφορά του και τον παρηγορούσε όσο μπορούσε. «Ξέρω τι είναι αυτό!...» του 'λεγε χτυπώντας τον στον ώμο, «τα πέρασα κι εγώ αυτά... όταν έχασα τη μακαρίτισσά μου, πήγαινα στους κάμπους για να 'μαι ολομόναχος. Έπεφτα κάτω από ένα δέντρο και έκλαιγα, κι έκραζα το Θεό να με βοηθήσει και του 'λεγα ανοησίες!... Ήθελα να είμαι σαν τους αρουραίους που 'βλεπα πάνω στα κλαριά και που είχαν την κοιλιά γεμάτη σκουλήκια... ψόφιος, τέλος πάντων... Κι όταν συλλογιζόμουν πως άλλοι αυτή τη στιγμή ήταν με τις καλές τους τις γυναικούλες και τις βαστούσαν στην αγκαλιά τους, χτυπούσα δυνατά με το μπαστούνι μου τη γης. Η ιδέα μονάχα να πάω στο καφενείο με αηδίαζε. Δε θα το πιστέψετε. Αλλά σιγά σιγά, μια μέρα έδιωχνε την άλλη, μια άνοιξη ένα χειμώνα, και το φθινόπωρο ένα καλοκαίρι, και λίγο λίγο, ψίχαλο ψίχαλο, διάβηκε κι αυτό!... έφυγε, χάθηκε... κατέβηκε, θέλω να πω, γιατί πάντα μένει κάτι στο βάθος, σαν να πούμε ένα βάρος, εκεί πάνω στο στήθος... Αλλά αφού είναι η τύχη μας ολωνών, δεν πρέπει κανείς ν' αφήνει τον εαυτό του να χάνεται, και επειδή πέθαναν άλλοι, να θέλει κανείς και ο ίδιος να πεθάνει... Πρέπει να ξετιναχτείτε, κύριε Μποβαρύ, θα περάσει κι αυτό... Ελάτε να μας δείτε η κόρη μου κάθε τόσο σας συλλογίζεται, το ξέρετε; Και λέει έτσι πως τη λησμονάτε... Να, τώρα σε λίγο έρχεται η άνοιξη... Θα σας βάλουμε να σκοτώσετε κουνέλια για να διασκεδάσετε κομμάτι». Ο Κάρολος άκουσε τη συμβουλή του. Ξανάρθε στο Μπερτό. Τα ξαναβρήκε όλα σαν χτες, δηλαδή σαν εδώ και πέντε μήνες. Οι αχλαδιές ήταν ανθισμένες, και ο καλός μας Ρουό, ορθός τώρα, πηγαινοερχόταν, πράγμα που έδινε ζωή στο μετόχι. Νομίζοντας πως είχε το χρέος να περιποιηθεί όσο μπορούσε περισσότερο το γιατρό, εξαιτίας της λύπης του, τον παρακάλεσε να μη βγάλει το καπέλο του, του μίλησε χαμηλόφωνα, σαν να 'ταν άρρωστος, και καμώθηκε μάλιστα πως ήταν οργισμένος, γιατί δεν είχαν ετοιμάσει επίτηδες κάποιο φαγητό ελαφρότερο παρά όλα τ' άλλα, σαν να πούμε από τις κρέμες στα πινάκια ή από την κομπόστα από αχλάδια. Διηγήθηκε ιστορίες. Ο Κάρολος κατάλαβε πως ήθελε να γελάσει, αλλά του ήρθε πάλι στο νου η γυναίκα του και η όψη του σκοτείνιασε. Έφεραν τον καφέ και δεν τη σκέφτηκε πια. Τη σκεφτόταν όλο και λιγότερο, όσο περισσότερο συνήθιζε να ζει μόνος. Η νέα ευχαρίστηση της ανεξαρτησίας έκανε να του φαίνεται πιο ευκολοβάστακτη η μοναξιά του. Μπορούσε τώρα να αλλάζει όπως ήθελε τις ώρες του γεύματός του, μπορούσε να μπαίνει και να βγαίνει από το σπίτι χωρίς να δίνει λόγο, και όταν ήταν πολύ κουρασμένος, να ξαπλώνεται με όλο του το κορμί στο πλάτος του κρεβατιού. Χαϊδεύτηκε, λοιπόν, έκανε νάζια και δέχτηκε τις παρηγοριές που του έδιναν. Από το άλλο μέρος, ο θάνατος της γυναίκα του δεν τον ωφέλησε λίγο στο επάγγελμά του, γιατί για ένα μήνα όλος ο κόσμος έλεγε και ξανάλεγε: «Ο καημένος ο νέος! Τι συμφορά!» Τ' όνομά του απλώθηκε, η πελατεία του πλήθυνε, και έπειτα πήγαινε στο Μπερτό με όλη του την άνεση. Είχε μία άσκοπη ελπίδα, μία αόριστη ευτυχία έβρισκε το πρόσωπό του πιο ευχάριστο όταν βούρτσιζε τις φαβορίτες του μπρος στον καθρέφτη. Μια ημέρα έλαχε κατά τις τρεις η ώρα να 'ναι στον κάμπο μπήκε στο μαγερειό, χωρίς όμως να δει αμέσως την Έμμα. Τα παραθυρόφυλλα ήταν κλειστά από τις χαραματιές των σανίδων ο ήλιος άπλωνε στο πάτωμα μεγάλες, λιανές γραμμές που τσακίζονταν στις γωνιές των επίπλων και έτρεμαν στο ντιβάνι. Οι μύγες, στο τραπέζι, ανέβαιναν στα άπλυτα ποτήρια και βούιζαν, ενώ πνίγονταν στον πάτο, μέσα στο μηλίτη που απόμενε. Το φως που ερχόταν από το τζάκι, κάνοντας να φαίνεται σαν κατιφένια η αθάλη στην πλάκα, γαλάζωνε λίγο τις ψυχρές στάχτες. Καθισμένη ανάμεσα στη γωνιά και το παράθυρο, η Έμμα έραβε δε φορούσε το μποξέ και φαίνονταν πάνω στους γυμνούς της ώμους

19 κάποια μικρά μαργαριτάρια ιδρώτα. Σύμφωνα με τη συνήθεια της εξοχής τού πρόσφερε να πιει κάτι. Αρνήθηκε επέμεινε εκείνη και τέλος του πρότεινε γελώντας να πάρουν μαζί ένα ποτηράκι λικέρ. Πήγε, λοιπόν, στο ντουλάπι ζητώντας την μπουκάλα του κυρασώ, κατάφερε να πιάσει δυο ποτηράκια, γέμισε το ένα έως τα χείλη, έβαλε κάποια σταγόνα μόλις στ' άλλο, τσούγκρισε και το 'βαλε στο στόμα. Το ποτηράκι ήταν, πες, άδειο γύριζε ανάποδα το κεφάλι για να πιει και με το κεφάλι πίσω, με τα χείλια έξω, με το λαιμό τεντωμένο, γελούσε γιατί δεν αισθανόταν καμιά γεύση, ενώ η άκρα της γλώσσας της περνώντας ανάμεσα στα ψιλά της δόντια, έγλειφε χτυπώντας ανάλαφρα το βάθος του ποτηριού. Ξανακάθισε και ξανάρχισε τη δουλειά της, μια κάλτσα από άσπρο βαμβάκι, που την μπάλωνε. Δούλευε με το κεφάλι σκυμμένο. Δε μιλούσε, ούτε κι ο Κάρολος. Ο αέρας, μπαίνοντας κάτω από την πόρτα, έσπρωχνε λίγη σκόνη πάνω στις πλάκες την έβλεπε ο Κάρολος να σέρνεται, και άκουγε μόνο το χτύπο που έκανε μέσα το κεφάλι του, και μαζί το λάλημα από μακριά μιας κότας που γεννούσε στις αυλές το αυγό. Η Έμμα, κάπου κάπου, δρόσιζε τα μάγουλά της με την παλάμη, που, για να κρυώσει πάλι, τη στήριζε πάνω στο σιδερένιο πόμολο του μεγάλου πυροστάτη. Παραπονιόταν πως από την αρχή της εποχής υπέφερε από ζαλάδες ρώτησε αν τα θαλασσινά λουτρά θα την ωφελούσαν, βάλθηκε να μιλά για το μοναστήρι κι ο Κάρολος για το σχολειό του η κουβέντα άνοιξε. Ανέβηκαν στην κάμαρά της. Του έδειξε τα παλιά της τετράδια της μουσικής, τα βιβλιαράκια που της είχαν δώσει για βραβεία, και στέφανα από φύλλα δρυός που ήταν παρατημένα στο βάθος της ντουλάπας. Του μίλησε κιόλας για τη μητέρα της, για το κοιμητήριο, και του 'δειξε μάλιστα στο περιβόλι τη βραγιά, όπου έκοβε λουλούδια το πρωτοπαράσκευο κάθε μήνα για να τα πάει στο μνήμα της. Αλλά ο κηπουρός που είχαν δεν καταλάβαινε τίποτα η υπηρεσία τους ήταν άθλια. Θα 'θελε πολύ, τουλάχιστο για το χειμώνα μόνο, να κατοικεί στη χώρα, αν και οι μεγάλες μέρες του καλοκαιριού έκαναν ίσως την εξοχή ακόμα πιο βαρετή και ανάλογα με το τι έλεγε, η φωνή της γινόταν ξάστερη, ψιλή, ή σκεπαζόταν ολομεμιάς σαν από ένα μάραμα, σερνόταν σε χαμηλούς τόνους που τελείωναν μ' ένα μουρμούρισμα, όταν μιλούσε στον εαυτό της πότε χαρούμενη, ανοίγοντας αθώα τα μάτια της, έπειτα με μισόκλειστα βλέφαρα, με το βλέμμα πνιγμένο στην πλήξη, με το νου της που ταξίδευε. Το βράδυ, γυρίζοντας σπίτι του ο Κάρολος, ξανάφερνε στο μυαλό του μία μία κάθε φράση που εκείνη είχε προφέρει, πασχίζοντας να τις θυμηθεί όλες, να συμπληρώνει το νόημά τους, για να λάβει ιδέα από τα χρόνια της ζωής της που 'χαν περάσει όταν δεν τη γνώριζε ακόμα. Αλλά ποτέ δεν κατάφερνε να τη δει με το νου του διαφορετική απ' ό,τι την είχε δει την πρώτη φορά, ή απ' ό,τι την είχε αφήσει λίγη ώρα πρωτύτερα. Έπειτα ρώτησε τον εαυτό του τι θα γινόταν όταν θα 'ταν παντρεμένη και με ποιον θα παντρευόταν. Αλίμονο, ο γερο-ρουό ήταν πλούσιος, κι αυτή!... ήταν τόσο ωραία!... Αλλά το πρόσωπο της Έμμας ξαναρχόταν πάντα μπρος στα μάτια του και κάτι μονότονο, σαν το σούρισμα της σβούρας, βούιξε στ' αυτιά του: «Αν ίσως παντρευόσουν! Αν ίσως παντρευόσουν!...» Τη νύχτα δεν κοιμήθηκε ο λαιμός του ήταν σφιγμένος διψούσε. Σηκώθηκε για να πιει από το κανάτι του νερού και άνοιξε το παράθυρο. Ο ουρανός ήταν όλος γεμάτος αστέρια, ένας ζεστός αέρας διάβαινε, μακριά οι σκύλοι γάβγιζαν. Γύρισε το κεφάλι κατά τη μεριά του Μπερτό. Σκέφτηκε πως στο κάτω κάτω της γραφής δεν κινδύνευε τίποτα και υποσχέθηκε στον εαυτό του να τη ζητήσει στην πρώτη ευκαιρία που θα παρουσιαζόταν αλλά κάθε φορά που η ευκαιρία ήταν εκεί, ο φόβος μη και δεν έβρισκε τα κατάλληλα λόγια, έκανε να κολλούν τα χείλη του. Ο γερο-ρουό δε θα 'ταν δυσαρεστημένος αν τον ξεφόρτωναν από τη θυγατέρα του, που δεν του χρησίμευε σε τίποτα στο σπίτι του. Τη δικαιολογούσε μέσα του, βρίσκοντας πως είχε πάρα πολύ μυαλό για τη γεωργία, επάγγελμα καταραμένο από τον ουρανό, αφού κανείς δε γινόταν μ' αυτό εκατομμυριούχος. Ο ίδιος, ο φουκαράς, δεν είχε κερδίσει ποτέ του τίποτα, το εναντίο, ζημίωνε κάθε χρόνο, γιατί, αν είχε πραγματικά ένα τάλαντο έξοχο για τις αγοραπωλησίες και του άρεσαν όλες οι

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο 4 Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο Σεβάχ. Για να δει τον κόσμο και να ζήσει περιπέτειες.

Διαβάστε περισσότερα

ΓΚΥΣΤΑΒ ΦΛΩΜΠΕΡ ΜΑΝΤΑΜ ΜΠΟΒΑΡΥ

ΓΚΥΣΤΑΒ ΦΛΩΜΠΕΡ ΜΑΝΤΑΜ ΜΠΟΒΑΡΥ http://hallofpeople.com/gr/bio/flober.php ΓΚΥΣΤΑΒ ΦΛΩΜΠΕΡ ΜΑΝΤΑΜ ΜΠΟΒΑΡΥ Το πρώτο Κεφάλαιο (Από Έκδοση ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ 2006 Σε μετάφραση: Κωνσταντίνου Θεοτόκη) Ήταν η ώρα της μελέτης, όταν ο επιμελητής

Διαβάστε περισσότερα

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος» Ο εγωιστής γίγαντας Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης «Αλέξανδρος Δελμούζος» 2010-2011 Κάθε απόγευμα μετά από το σχολείο τα παιδιά πήγαιναν για να παίξουν στον κήπο του γίγαντα.

Διαβάστε περισσότερα

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός» ΠΑΡΑΜΥΘΙ #25 «Ο Αϊούλαχλης και ο αετός» (Φλώρινα - Μακεδονία Καύκασος) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #25 Ψηφίστε το παραμύθι που σας άρεσε περισσότερο εδώ μέχρι 30/09/2011

Διαβάστε περισσότερα

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ'' 1 2 Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ'' 3 Τα λουλούδια χωρίς όνομα, τα έχει ο καθένας από μας, αλλά δεν το ξέρουμε. Δεν μας μαθαίνουν τίποτα και ψάχνουμε μόνοι μας άσκοπα να βρούμε κάτι, για να

Διαβάστε περισσότερα

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους. Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους. Κάθεται στο παράθυρο του δωματίου της και σκέφτεται, στεναχωρημένη τους παλιούς της φίλους και συμμαθητές.

Διαβάστε περισσότερα

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής Ο Μικρός Πρίγκιπας έφτασε στη γη. Εκεί είδε μπροστά του την αλεπού. - Καλημέρα, - Καλημέρα, απάντησε ο μικρός πρίγκιπας, ενώ έψαχνε να βρει από πού ακουγόταν η

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο. ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΓΡΑΠΤΟΥ ΛΟΓΟΥ (Γ ΤΑΞΗ) ΟΝΟΜΑ; ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ ΜΕ ΜΙΑ ΛΕΞΗ (ρήμα) Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: ΜΕ ΔΥΟ ΛΕΞΕΙΣ ΜΕ ΟΣΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΘΕΛΕΙΣ Βρέχει.

Διαβάστε περισσότερα

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Εικόνες: Eύα Καραντινού Εικόνες: Eύα Καραντινού H Kοκκινοσκουφίτσα Mια φορά κι έναν καιρό, έμεναν σ ένα χωριουδάκι μια γυναίκα με το κοριτσάκι της, που φορούσε μια κόκκινη σκουφίτσα. Γι αυτό ο κόσμος την φώναζε Κοκκινοσκουφίτσα.

Διαβάστε περισσότερα

Το παραμύθι της αγάπης

Το παραμύθι της αγάπης Το παραμύθι της αγάπης Μια φορά και ένα καιρό, μια βασίλισσα έφερε στον κόσμο ένα παιδί τόσο άσχημο που σχεδόν δεν έμοιαζε για άνθρωποs. Μια μάγισσα που βρέθηκε σιμά στη βασίλισσα την παρηγόρησε με τούτα

Διαβάστε περισσότερα

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ: ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ: 2007-2008 Τάξη: Γ 3 Όνομα: Η μύτη μου είναι μεγάλη. Όχι μόνο μεγάλη, είναι και στραβή. Τα παιδιά στο νηπιαγωγείο με λένε Μυτόγκα. Μα η δασκάλα τα μαλώνει: Δεν

Διαβάστε περισσότερα

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός» ΠΑΡΑΜΥΘΙ #26 «Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός» (Πόντος) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #26 Ψηφίστε το παραμύθι που σας άρεσε περισσότερο εδώ μέχρι 30/09/2011 Δείτε όλα τα παραμύθια

Διαβάστε περισσότερα

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ (Αόρατος) ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Κάποτε στη γη γεννήθηκε το Όνειρο. Το όνομά του δεν ήταν έτσι, όμως επειδή συνεχώς ονειρευόταν, όλοι το φώναζαν Όνειρο. Δεν ήταν κάτι το σπουδαίο, ήταν σαν

Διαβάστε περισσότερα

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους, Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους, μια γριά γυναίκα. Τ όνομά της ήταν Μαραλά. Κανένας δεν

Διαβάστε περισσότερα

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37 Περιεχόμενα Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό............. 11 Αν έχεις τύχη..................................... 21 Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς............... 37 7199_alogaki_pasxalitsa_arkouda:7199_alogaki_pasxalitsa_arkouda

Διαβάστε περισσότερα

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή Αγγελική Δαρλάση Το παλιόπαιδο Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή σε όλους αυτούς που οραματίστηκαν έναν καλύτερο κόσμο και προσπαθούν για να γίνει, έστω και λίγο, καλύτερος 6 «Φτώχεια δεν είναι μόνο η έλλειψη

Διαβάστε περισσότερα

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt - Ι - Αυτός είναι ένας ανάπηρος πριν όμως ήταν άνθρωπος. Κάθε παιδί, σαν ένας άνθρωπος. έρχεται, καθώς κάθε παιδί γεννιέται. Πήρε φροντίδα απ τη μητέρα του, ανάμεσα σε ήχους

Διαβάστε περισσότερα

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η μουσική..............................................11 ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΕΓΧΟΡΔΟ Η αρχοντοπούλα κι ο ταξιδευτής........................15 ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΚΡΟΥΣΤΟ

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ Στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Γ Γυμνασίου οι μαθητές ήρθαν σε επαφή με ένα δείγμα ερωτικής ποίησης. Συγκεκριμένα διδάχτηκαν το ποίημα

Διαβάστε περισσότερα

«Η τύχη του άτυχου παλικαριού»

«Η τύχη του άτυχου παλικαριού» ΠΑΡΑΜΥΘΙ #15 «Η τύχη του άτυχου παλικαριού» (Κοζάνη - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #15 Ψηφίστε το παραμύθι που σας άρεσε περισσότερο εδώ μέχρι 30/09/2011 Δείτε

Διαβάστε περισσότερα

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη υπάρχει ένα σπίτι με άσπρα παράθυρα. Μέσα σε αυτό θα βρούμε ένα χαρούμενο δωμάτιο, γεμάτο γέλια και φωνές, και δυο παιδιά που θέλω να σας γνωρίσω «Τάσι, αυτή η πιτζάμα σού

Διαβάστε περισσότερα

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love) http://hallofpeople.com/gr.php?user=κοέν%20λέοναρντ ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ Στίχοι τραγουδιών του Από το http://lyricstranslate.com/el/leonard-cohen-lyrics.html (Ain t no cure for love) Σε αγαπούσα για πολύ, πολύ

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14 «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14 Ψηφίστε το παραμύθι που σας άρεσε περισσότερο εδώ μέχρι 30/09/2011 Δείτε όλα

Διαβάστε περισσότερα

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου Δύο Σε μια σπουδαία αρχαία πόλη που την έλεγαν Ουρούκ, ζούσε ένας νεαρός βασιλιάς, ο Γκιλγκαμές. Πατέρας του Γκιλγκαμές ήταν ο βασιλιάς Λουγκαλμπάντα και μητέρα του η

Διαβάστε περισσότερα

Χριστούγεννα. Ελάτε να ζήσουμε τα. όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Χριστούγεννα. Ελάτε να ζήσουμε τα. όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά Ελάτε να ζήσουμε τα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά Χριστούγεννα (μέσα από ιστορίες και χριστουγεννιάτικα παιχνίδια) 1 Στόχοι: Μέσα από διάφορες

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ Στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Γ Γυμνασίου οι μαθητές ήρθαν σε επαφή με ένα δείγμα ερωτικής ποίησης. Συγκεκριμένα διδάχτηκαν το ποίημα

Διαβάστε περισσότερα

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα. 1. Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα. Καιρό είχες να ρθεις, Κλουζ, μου είπε ο κύριος Κολχάαζε, ανοιγοκλείνοντας το ψαλίδι του επικίνδυνα κοντά στο αριστερό μου αυτί. Εγώ τα αγαπώ τ αυτιά μου. Γι αυτό

Διαβάστε περισσότερα

Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά Πριν πολλά χρόνια, ζούσε σε μια πόλη της Ναζαρέτ μια νέα και καλή γυναίκα που την

Διαβάστε περισσότερα

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει Μια νύχτα Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει Μια νύχτα σαν κι αυτή μια νύχτα σαν κι αυτή θέλω να σου πω πόσο σ

Διαβάστε περισσότερα

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά 1 Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά με τη μουσούδα μου στο πρόσωπό της, τόσο όσο χρειαζόταν

Διαβάστε περισσότερα

Ποια είναι η ερώτηση αν η απάντηση είναι: Τι έχει τέσσερις τοίχους;

Ποια είναι η ερώτηση αν η απάντηση είναι: Τι έχει τέσσερις τοίχους; Τι έχει τέσσερις τοίχους; Ένα δωμάτιο. Τι υπάρχει απέναντι από το πάτωμα; Το ταβάνι η οροφή. Πού υπάρχουν λουλούδια και δέντρα; Στον κήπο. Πού μπορώ να μαγειρέψω; Στην κουζίνα. Πού μπορώ να κοιμηθώ; Στο

Διαβάστε περισσότερα

THE ENGLISH SCHOOL ΑΓΓΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

THE ENGLISH SCHOOL ΑΓΓΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ THE ENGLISH SCHOOL ΑΓΓΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ Diagnostic exam 2016 ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ Διάρκεια εξέτασης: 1 ώρα και 15 λεπτά ΟΔΗΓΙΕΣ Διάβασε προσεκτικά τις οδηγίες αυτής της σελίδας. Γράψε ΟΛΕΣ τις απαντήσεις στο

Διαβάστε περισσότερα

Σχολικές αναμνήσεις. Η γιαγιά του Χάρη θυμάται

Σχολικές αναμνήσεις. Η γιαγιά του Χάρη θυμάται Η μαμά μου πήγαινε στο 26 ο Δημοτικό Σχολείο Νίκαιας. Η καλύτερη ανάμνηση που έχει είναι οι φίλοι της και η τάξη που μύριζε κιμωλία. Ελευθερία Η γιαγιά μου την τάξη της είχε 87 παιδιά. Τα άτακτα παιδιά

Διαβάστε περισσότερα

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία Πικρίδου-Λούκα. 2014 Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε

Διαβάστε περισσότερα

Η λεοπάρδαλη, η νυχτερίδα ή η κουκουβάγια βλέπουν πιο καλά μέσα στο απόλυτο σκοτάδι;

Η λεοπάρδαλη, η νυχτερίδα ή η κουκουβάγια βλέπουν πιο καλά μέσα στο απόλυτο σκοτάδι; ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ Η λεοπάρδαλη, η νυχτερίδα ή η κουκουβάγια βλέπουν πιο καλά μέσα στο απόλυτο σκοτάδι; Κανένα από αυτά τα ζώα. Στο απόλυτο σκοτάδι είναι αδύνατο να δει κανείς ο,τιδήποτε. Ποια δουλειά

Διαβάστε περισσότερα

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε. ιστορίες της 17 ιστορίες της Πρωτοχρονιάς Παραμύθια: Βαλερί Κλες, Έμιλι-Ζιλί Σαρμπονιέ, Λόρα Μιγιό, Ροζέ-Πιερ Μπρεμό, Μονίκ Σκουαρσιαφικό, Καλουάν, Ιμπέρ Μασουρέλ, Ζαν Ταμπονί-Μισεράτσι, Πολ Νέισκενς,

Διαβάστε περισσότερα

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ Πήγα στην αγορά με τα πουλιά Κι αγόρασα πουλιά Για σένα αγάπη μου Πήγα στην αγορά με τα λουλούδια Κι αγόρασα λουλούδια Για σένα αγάπη μου Πήγα στην αγορά με τα σιδερικά

Διαβάστε περισσότερα

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο Ο Ηλίας ανεβαίνει Ψηλά Ψηλότερα Κάθε Μάρτιο, σε μια Χώρα Κοντινή, γινόταν μια Γιορτή! Η Γιορτή των Χαρταετών. Για πρώτη φορά,

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ» 4 ος ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ 2015-2016 2 Ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ» «Πρόσεχε τι πετάς, είναι η

Διαβάστε περισσότερα

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Η γυναίκα με τα χέρια από φως ΛIΛH ΛAMΠPEΛΛH Σειρά: Κι αν σου μιλώ με Παραμύθια... Η γυναίκα με τα χέρια από φως Εφτά παραμύθια σχέσης από την προφορική παράδοση Τρεις τρίχες λύκου Ζούσε κάποτε, σ ένα μικρό χωριό, ένας άντρας και μια

Διαβάστε περισσότερα

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων Το τελευταίο όνειρο της γέρικης βελανιδιάς Κάπου σε κάποιο δάσος, εκεί στον λόφο που βρίσκονταν κοντά σε μια πλατιά

Διαβάστε περισσότερα

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ (1883-1957) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα)

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ (1883-1957) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα) Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ (1883-1957) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα) Μπήκα στο χωριό, νύχτωνε πια, οι πόρτες όλες σφαλιχτές, μες στις αυλές τα σκυλιά μυρίστηκαν

Διαβάστε περισσότερα

τα βιβλία των επιτυχιών

τα βιβλία των επιτυχιών Τα βιβλία των Εκδόσεων Πουκαμισάς συμπυκνώνουν την πολύχρονη διδακτική εμπειρία των συγγραφέων μας και αποτελούν το βασικό εκπαιδευτικό υλικό που χρησιμοποιούν οι μαθητές των φροντιστηρίων μας. Μέσα από

Διαβάστε περισσότερα

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ! ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ! Δ ΤΑΞΗ 3 Ο ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΑΙΣΩΝΙΑΣ ΣΕΣΚΛΟΥ Όλοι χρειαζόμαστε τη βοήθεια όλων Μια φορά κι έναν καιρό, μια

Διαβάστε περισσότερα

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ Τί σε απασχολεί; Διάβασε τον κατάλογο που δίνουμε παρακάτω και, όταν συναντήσεις κάποιο θέμα που απασχολεί κι εσένα, πήγαινε στις σελίδες που αναφέρονται εκεί. Διάβασε τα κεφάλαια, που θα βρεις σ εκείνες

Διαβάστε περισσότερα

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό - Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό μου να παίξουμε; Αν θέλει, ναι. Προσπάθησε να μην

Διαβάστε περισσότερα

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ Α 1 2017-2018 6 ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου Περιλήψεις βιβλίων που έχουν διαβάσει τα παιδιά από τη σειρά «μικρές καληνύχτες». Η Τρίτη μάγισσα Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι Μου έκανε εντύπωση

Διαβάστε περισσότερα

ταν ήμουνα μικρή, σαν κι εσάς και πιο μικρή, ο παππούς μου μου έλεγε παραμύθια για νεράιδες και μάγισσες, στοιχειωμένους πύργους, δράκους και ξωτικά. Εγώ φοβόμουν πολύ και τότε εκείνος μου έσφιγγε το χέρι

Διαβάστε περισσότερα

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ * Αυτά τα τελευταία μην τα δένουμε και κόμπο όμως. Δυστυχώς... ΥΠΟΘΕΣΗ: ΚΛΕΜΜΕΝΑ ΒΡΑΒΕΙΑ (ΚΑΙ ΚΛΕΜΜΕΝΑ ΦΙΛΙΑ)* Εικόνες: Λέλα Στρούτση ΑΘΗΝΑ Τετάρτη, 7.00 το πρωί Το φως ήταν λιγοστό.

Διαβάστε περισσότερα

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018 Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018 by Rena Mavridou Αγαπητή Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη, πώς προέκυψε η συγγραφή στη ζωή

Διαβάστε περισσότερα

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω. 1 Εδώ και λίγες μέρες, ένα από τα πάνω δόντια μου κουνιόταν και εγώ το πείραζα με τη γλώσσα μου και μερικές φορές με πονούσε λίγο, αλλά συνέχιζα να το πειράζω. Κι έπειτα, χτες το μεσημέρι, την ώρα που

Διαβάστε περισσότερα

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα κόκκινο μπαλόνι σε έναν παιδότοπο. Ήταν μόνο του και παρόλο που τα παιδάκια έπαιζαν μαζί του, δεν είχε κανέναν φίλο που να είναι σαν κι αυτό. Όλη

Διαβάστε περισσότερα

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ 1η Σελίδα Η Γιώτα θα πάει για πρώτη φορά κατασκήνωση. Φαντάζεται πως θα περάσει πολύ άσχημα μακριά από τους γονείς και τα παιχνίδια της για μια ολόκληρη εβδομάδα. Αγχώνεσαι ή νοιώθεις άβολα όταν είσαι

Διαβάστε περισσότερα

Τάξη: Γ. Τμήμα: 2ο. Υπεύθυνη τμήματος : ΑΝΕΣΤΗ ΑΣΗΜΙΝΑ. Εκθέσεις μαθητών.. ΜΑΘΗΤΗΣ: ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΠΟΥΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ.

Τάξη: Γ. Τμήμα: 2ο. Υπεύθυνη τμήματος : ΑΝΕΣΤΗ ΑΣΗΜΙΝΑ. Εκθέσεις μαθητών.. ΜΑΘΗΤΗΣ: ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΠΟΥΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ. Τάξη: Γ Τμήμα: 2ο Υπεύθυνη τμήματος : ΑΝΕΣΤΗ ΑΣΗΜΙΝΑ. Εκθέσεις μαθητών.. ΜΑΘΗΤΗΣ: ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΠΟΥΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ. Θέμα :Τι θέλω να αλλάξει στον κόσμο το 2011. Το έτος 2010 έγιναν πολλές καταστροφές στον κόσμο.

Διαβάστε περισσότερα

Ιωάννα Κυρίτση. Η μπουγάδα. του Αι-Βασίλη. Εικονογράφηση Ελίζα Βαβούρη ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

Ιωάννα Κυρίτση. Η μπουγάδα. του Αι-Βασίλη. Εικονογράφηση Ελίζα Βαβούρη ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ Ιωάννα Κυρίτση Η μπουγάδα του Αι-Βασίλη Εικονογράφηση Ελίζα Βαβούρη ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ Σήμερα ο Αϊ-Βασίλης ξυπνά απ τα χαράματα. Έξι μόνο μέρες μένουν ως την παραμονή της Πρωτοχρονιάς κι ένα σωρό δουλειές τον

Διαβάστε περισσότερα

Όπου η Μαριόν μεγαλώνει αλλά όχι πολύ σε μια βόρεια πόλη

Όπου η Μαριόν μεγαλώνει αλλά όχι πολύ σε μια βόρεια πόλη Όπου η Μαριόν μεγαλώνει αλλά όχι πολύ σε μια βόρεια πόλη Τούτη εδώ είναι μια ιστορία για ένα κοριτσάκι, τη Μαριόν, που ζούσε σ ένα βόρειο νησί, σε μια πόλη που την έλεγαν Νεμπγιαβίκ. Ήταν ένα μέρος με

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ Αλκιβιάδη Θεσσαλονίκη Υεβρουάριος 2015 Παναγιώτα Παπαδημητρίου Αλκιβιάδη Θεσσαλονίκη Υεβρουάριος 2015 [3] Παναγιώτα Παπαδημητρίου Αφιερωμένο στον πατέρα μου Αλκιβιάδη Copyright

Διαβάστε περισσότερα

Αϊνστάιν. Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ. Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης

Αϊνστάιν. Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ. Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης ΜΕΓΑΛΟΙ ΕΦΕΥΡΕΤΕΣ - ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ Αϊνστάιν Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης Περιεχόµενα Κεφάλαιο 1:...3 Κεφάλαιο

Διαβάστε περισσότερα

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ» «Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ» ΚΕΦΆΛΑΙΟ 1 ΘΑ ΣΟΥ ΠΩ τι πιστεύω για την εξαφάνιση, αλλά δώσε μου λίγο χρόνο. Όχι,

Διαβάστε περισσότερα

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ 1 ΠΟΙΗΜΑ από κάθε συλλογή του Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945)

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ 1 ΠΟΙΗΜΑ από κάθε συλλογή του Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945) http://hallofpeople.com/gr/bio/saxtouris.php ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ 1 ΠΟΙΗΜΑ από κάθε συλλογή του Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945) Ομορφιά Ράντισε την ασκήμια μ ομορφιά πήρε μια κιθάρα πήρε ένα ποτάμι πλάι πλάι Τραγουδώντας

Διαβάστε περισσότερα

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου Τέσσερα ΜΠΡΟΜΠΝΤΙΝΓΚΝΑΓΚ Έπειτα από το ταξίδι του στη μικροσκοπική χώρα των Λιλλιπούτειων, ο Γκιούλλιβερ έμεινε στο σπίτι με τη γυναίκα του και τα παιδιά του αλλά πριν περάσουν

Διαβάστε περισσότερα

ΒΟΚΑΚΚΙΟ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΚΑΗΜΕΡΟ

ΒΟΚΑΚΚΙΟ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΚΑΗΜΕΡΟ ΒΟΚΑΚΚΙΟ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΚΑΗΜΕΡΟ Ζούσε κάποτε στο Αρέτσο ένας πλούσιος που τον έλεγαν Τοφάνο και είχε πάρει για γυναίκα του μια ωραιότατη νέα που την λέγανε Μαργαρίτα και που χωρίς να ξέρει το γιατί,

Διαβάστε περισσότερα

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν 2 5 Μ 0 Ν Α Δ Ε Σ 1 Y Π Ο Υ Ρ Γ Ε Ι Ο Π Α Ι Δ Ε Ι Α Σ Κ Α Ι Θ Ρ Η Σ Κ Ε Υ Μ Α

Διαβάστε περισσότερα

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ ΕΓΓΟΝΟΣ: Παππού, γιατί προτιμάς να βάζεις κανέλα και όχι κύμινο στα σουτζουκάκια; ΠΑΠΠΟΥΣ: Το κύμινο είναι κομματάκι δυνατό. Κάνει τους ανθρώπους να κλείνονται

Διαβάστε περισσότερα

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη.   γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό http://hallofpeople.com/gr/bio/roumi.php ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ Επιλεγμένα ποιήματα γλυκαίνει καθετί πικρό το χάλκινο γίνεται χρυσό το θολό κρασί γίνεται εκλεκτό ο κάθε πόνος γίνεται γιατρικό οι νεκροί θα αναστηθούν

Διαβάστε περισσότερα

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν 2 5 Μ 0 Ν Α Δ Ε Σ 1 Y Π Ο Υ Ρ Γ Ε Ι Ο Π Α Ι Δ Ε Ι Α Σ Κ

Διαβάστε περισσότερα

Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή

Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΚΔΟΣΗ Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή της Θείας Λένας. Η γιαγιά μου εξέδωσε αυτό το βιβλίο το 1964. Είναι ένα βιβλίο για μικρά παιδιά, με

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16 «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16 Ψηφίστε το παραμύθι που σας άρεσε περισσότερο εδώ μέχρι 30/09/2011 Δείτε όλα τα παραμύθια

Διαβάστε περισσότερα

Όροι και συντελεστές της παράστασης Ι: Αυτοσχεδιασμός και επινόηση κειμένου.

Όροι και συντελεστές της παράστασης Ι: Αυτοσχεδιασμός και επινόηση κειμένου. Όροι και συντελεστές της παράστασης Ι: Αυτοσχεδιασμός και επινόηση κειμένου. Ενότητα 1: Το σπασμένο μπισκότο. Γιάννα Ροϊλού. Τμήμα: Θεατρικών Σπουδών. Σελίδα 1 1 Σκοποί ενότητας..3 2 Περιεχόμενα ενότητας

Διαβάστε περισσότερα

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους. ΕΙΝΑΙ ΑΤΥΧΙΑ ΝΑ ΤΑΞΙΔΕΥΕΙΣ ΜΕ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ. Νούρου Εγώ Κουάμι ο αδερφός μου Ράζακ ένας φίλος που συναντήσαμε στον δρόμο Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για

Διαβάστε περισσότερα

Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν

Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν http://hallofpeople.com/gr/bio/andersen.php Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν Τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια μακρινή χώρα, ζούσε ένας γκρινιάρης βασιλιάς. Κάθε μέρα ζητούσε από

Διαβάστε περισσότερα

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν. Αποστόλη Λαμπρινή (brines39@ymail.com) ΔΥΝΑΜΗ ΨΥΧΗΣ Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν. Θα σε χτυπάνε, θα σε πονάνε,

Διαβάστε περισσότερα

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού έπαιζε με την μπάλα του. Μετά από ένα δυνατό χτύπημα η μπάλα

Διαβάστε περισσότερα

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου Σε μια αυλή, ζούσαν καμιά δεκαριά γαλοπούλες, μαύρες και με μακριούς λαιμούς κι όλη την ώρα φώναζαν γλου-γλου-γλου. Αχώριστες ήταν και τριγυρνούσαν και τσιμπολογούσαν. Κι έτσι

Διαβάστε περισσότερα

Αν δούµε κάπου τα παρακάτω σήµατα πώς θα τα ερµηνεύσουµε; 2. Πού µπορείτε να συναντήσετε αυτό το σήµα; (Κάθε σωστή απάντηση 1 βαθµός)

Αν δούµε κάπου τα παρακάτω σήµατα πώς θα τα ερµηνεύσουµε; 2. Πού µπορείτε να συναντήσετε αυτό το σήµα; (Κάθε σωστή απάντηση 1 βαθµός) ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1 Φύλλο εργασίας 1 Ερµηνεύουµε σύµβολα! Αν δούµε κάπου τα παρακάτω σήµατα πώς θα τα ερµηνεύσουµε; Επικοινωνούµε έτσι κι αλλιώς 26 2. Πού µπορείτε να συναντήσετε αυτό το σήµα; Σύνολο: (Κάθε σωστή.

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις. Α ομάδα ΕΡΓΑΣΙΕΣ 1. Η συγγραφέας του βιβλίου μοιράζεται μαζί μας πτυχές της ζωής κάποιων παιδιών, άλλοτε ευχάριστες και άλλοτε δυσάρεστες. α) Ποια πιστεύεις ότι είναι τα μηνύματα που θέλει να περάσει μέσα

Διαβάστε περισσότερα

Το μαγικό βιβλίο. Σαν διαβάζω ένα βιβλίο λες και είμαι μια νεράιδα που πετώ στον ουρανό.

Το μαγικό βιβλίο. Σαν διαβάζω ένα βιβλίο λες και είμαι μια νεράιδα που πετώ στον ουρανό. Το μαγικό βιβλίο Σαν διαβάζω ένα βιβλίο λες και είμαι μια νεράιδα που πετώ στον ουρανό. Σαν διαβάζω ένα βιβλίο λες και είμαι μια γοργόνα μέσα στα καταγάλανα νερά. Σαν διαβάζω ένα βιβλίο λες και γίνομαι

Διαβάστε περισσότερα

Ώρες με τη μητέρα μου

Ώρες με τη μητέρα μου Ώρες με τη μητέρα μου (αφίσα για τη γιορτή της μητέρας) 1. «Η μαμά μου ήταν ξεχωριστή»: πώς φαίνεται αυτό από το κείμενο; Η μητέρα ήταν πράγματι ξεχωριστή και «ιδιαίτερη» όπως αποκαλύπτει και η ίδια η

Διαβάστε περισσότερα

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ ΤΟΥ JOSTEIN GAARDER

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ ΤΟΥ JOSTEIN GAARDER ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ ΤΟΥ JOSTEIN GAARDER 1 Α Ομάδα «Κάθεσαι καλά, Γκέοργκ; Καλύτερα να καθίσεις, γιατί σκοπεύω να σου διηγηθώ μια ιστορία για γερά νεύρα». Με αυτόν τον τρόπο ο συγγραφέας του βιβλίου

Διαβάστε περισσότερα

Πρώτες μου απορίες. ΚΟΙΤΑΖΑ τ αγόρια και σκέπτουμουν. [7]

Πρώτες μου απορίες. ΚΟΙΤΑΖΑ τ αγόρια και σκέπτουμουν. [7] A Πρώτες μου απορίες ΚΟΙΤΑΖΑ τ αγόρια και σκέπτουμουν. Ο Λουκάς έγραφε σιωπηλά, τα φρύδια του σουφρωμένα, θυμωμένος ακόμα, ενώ ο Βρασίδας, με τα χέρια στις τσέπες, πήγαινε κι έρχουνταν, κάθουνταν και σηκώνουνταν,

Διαβάστε περισσότερα

Κατανόηση προφορικού λόγου

Κατανόηση προφορικού λόγου Β1 (25 μονάδες) Διάρκεια: 25 λεπτά Ερώτημα 1 Θα ακούσετε δύο (2) φορές έναν συγγραφέα να διαβάζει ένα απόσπασμα από το βιβλίο του με θέμα τη ζωή του παππού του. Αυτά που ακούτε σας αρέσουν, γι αυτό κρατάτε

Διαβάστε περισσότερα

THE ENGLISH SCHOOL ΑΓΓΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

THE ENGLISH SCHOOL ΑΓΓΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ THE ENGLISH SCHOOL ΑΓΓΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ Diagnostic exam 2018 ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ Διάρκεια εξέτασης: 1 ώρα και 15 λεπτά ΟΔΗΓΙΕΣ Διάβασε προσεκτικά τις οδηγίες αυτής της σελίδας. Γράψε ΟΛΕΣ τις απαντήσεις στο γραπτό που

Διαβάστε περισσότερα

The G C School of Careers

The G C School of Careers The G C School of Careers ΔΕΙΓΜΑ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΟΥ ΔΟΚΙΜΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ Ε ΤΑΞΗ Χρόνος: 1 ώρα και 30 λεπτά Αυτό το γραπτό αποτελείται από 7 σελίδες, συμπεριλαμβανομένης και αυτής. Να απαντήσεις σε

Διαβάστε περισσότερα

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή Τζήκου Βασιλική Το δίλημμα της Λένιας 1 Παραμύθι πού έχω κάνει στο πρόγραμμα Αγωγής Υγείας που είχε τίτλο: «Γνωρίζω το σώμα μου, το αγαπώ και το φροντίζω» με την βοήθεια

Διαβάστε περισσότερα

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ Μη µου µιλάς γι' αυτά που ξεχνάω Μη µε ρωτάς για καλά κρυµµένα µυστικά Και µε κοιτάς... και σε κοιτώ... Κι είναι η στιγµή που δεν µπορεί να βγεί απ' το µυαλό Φυσάει... Κι είναι

Διαβάστε περισσότερα

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. Γεννήθηκα πολύ μακριά. Δεν γνωρίζω ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους θυμάμαι. Το μόνο που μου έρχεται στο μυαλό σαν ανάμνηση

Διαβάστε περισσότερα

25 μαγικές ιστορίες για μικρά παιδιά

25 μαγικές ιστορίες για μικρά παιδιά Η αγαπημένη μου συλλογή με χριστουγεννιaτικες ιστορiες 25 μαγικές ιστορίες για μικρά παιδιά Μετάφραση: Έρρικα Πάλλη Éditions Auzou, 2015 Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., 2018 All rights reserved. Τυπώθηκε στην

Διαβάστε περισσότερα

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος 14 Φτάνοντας λοιπόν ο Νικήτας σε μια από τις γειτονικές χώρες, εντυπωσιάστηκε από τον πλούτο και την ομορφιά της. Πολλά ποτάμια τη διέσχιζαν και πυκνά δάση κάλυπταν τα βουνά της, ενώ τα χωράφια ήταν εύφορα

Διαβάστε περισσότερα

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Τα παραμύθια της τάξης μας! Τα παραμύθια της τάξης μας! ΟΙ λέξεις κλειδιά: Καρδιά, γοργόνα, ομορφιά, πυξίδα, χώρα, πεταλούδα, ανηφόρα, θάλασσα, φάλαινα Μας βοήθησαν να φτιάξουμε αυτά τα παραμύθια! «Χρυσαφένια χώρα» Μια φορά κι έναν

Διαβάστε περισσότερα

ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ Παιδικό δωμάτιο Κάπου στην Αθήνα ΑΓΟΡΙ Ένα αγόρι ξανθό, με μάτια που αστράφτουν, στεκόταν όρθιο μπροστά στη βιβλιοθήκη του. Το αγόρι σήκωσε το βλέμμα του ψηλά. Ήξερε τι έψαχνε.

Διαβάστε περισσότερα

Τριγωνοψαρούλη, μην εμπιστεύεσαι ΠΟΤΕ... αχινό! Εκπαιδευτικός σχεδιασμός παιχνιδιού: Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Βασιλική Νίκα.

Τριγωνοψαρούλη, μην εμπιστεύεσαι ΠΟΤΕ... αχινό! Εκπαιδευτικός σχεδιασμός παιχνιδιού: Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Βασιλική Νίκα. Ήρθε ένας νέος μαθητής στην τάξη. Όλοι τον αποκαλούν ο «καινούριος». Συμφωνείς; 1 Δεν είναι σωστό να μη φωνάζουμε κάποιον με το όνομά του. Είναι σαν να μην τον αναγνωρίζουμε. Σωστά. Έχει όνομα και με αυτό

Διαβάστε περισσότερα

Βούλα Μάστορη. Ένα γεμάτο μέλια χεράκι

Βούλα Μάστορη. Ένα γεμάτο μέλια χεράκι 1 Σειρά Σπουργιτάκια Εκδόσεις Πατάκη Ένα γεμάτο μέλια χεράκι Βούλα Μάστορη Εικονογράφηση: Σπύρος Γούσης Σελ. 91 Δραστηριότητες για Γ & Δ τάξη Συγγραφέας: Η Βούλα Μάστορη γεννήθηκε στο Αγρίνιο. Πέρασε τα

Διαβάστε περισσότερα

T: Έλενα Περικλέους

T: Έλενα Περικλέους T: 7000 0090 www.greendot.com.cy Έλενα Περικλέους Ο πρασινομπαλίτσας επιστρέφει... γιατί τα παραμύθια λένε πάντα την ΑΛΗΘΕΙΑ Συγγραφή: Έλενα Περικλέους Εποπτεία: Άρτεμις Παλαιογιάννη / Σάκης Θεοδοσίου

Διαβάστε περισσότερα

Εκμυστηρεύσεις. Πετρίδης Σωτήρης.

Εκμυστηρεύσεις. Πετρίδης Σωτήρης. Εκμυστηρεύσεις Πετρίδης Σωτήρης Email: sotospetridis@yahoo.gr 1 1.ΕΚΚΛΗΣΙΑ/ΕΣΩΤ-ΝΥΧΤΑ Η εκκλησία είναι κλειστή και ο µόνος φωτισµός που υπάρχει είναι από τα κεριά. Στα στασίδια δεν υπάρχει κόσµος. Ένας

Διαβάστε περισσότερα

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας Ένα μωρό που το πέταξαν, γιατί κάποιος χρησμός έλεγε ότι μεγαλώνοντας θα σκοτώσει τον πατέρα του, έγινε μετά από χρόνια ο βασιλιάς της Θήβας, Οιδίποδας. Χωρίς να φταίει, έφερε καταστροφή, και το χειρότερο,

Διαβάστε περισσότερα

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη... Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη... τον Δάσκαλο μου, Γιώργο Καραθάνο την Μητέρα μου Καλλιόπη και τον γιο μου Ηλία-Μάριο... Ευχαριστώ! 6 ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ

Διαβάστε περισσότερα

Μαρία Παντελή, Β1 Γυμνάσιο Αρχαγγέλου, Διδάσκουσα: Γεωργία Τσιάρτα

Μαρία Παντελή, Β1 Γυμνάσιο Αρχαγγέλου, Διδάσκουσα: Γεωργία Τσιάρτα Μαρία Παντελή, Β1 Γυμνάσιο Αρχαγγέλου, 2013-2014 Διδάσκουσα: Γεωργία Τσιάρτα Ο Ρίτσαρντ Ντέιβιντ Μπαχ γεννήθηκε στις 23 Ιουνίου 1936, στο Oak Park, του Illinois. Ξεκίνησε τις σπουδές του στο Long Beach

Διαβάστε περισσότερα

Το σπίτι μου. Ένα σπίτι θα χτίσω. στο βουνό στην μοναξιά και στη σιωπή. στα δέντρα και την πρασινάδα με μεγάλη αυλή. Μάλλον δε θα το χτίσω εκεί.

Το σπίτι μου. Ένα σπίτι θα χτίσω. στο βουνό στην μοναξιά και στη σιωπή. στα δέντρα και την πρασινάδα με μεγάλη αυλή. Μάλλον δε θα το χτίσω εκεί. Το σπίτι μου Ένα σπίτι θα χτίσω στο βουνό στην μοναξιά και στη σιωπή στα δέντρα και την πρασινάδα με μεγάλη αυλή Μάλλον δε θα το χτίσω εκεί. Ένα σπίτι θα χτίσω μακριά στην θάλασσα να σου το κύμα που θα

Διαβάστε περισσότερα

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών Το μυστήριο του πασχαλινού λαγού Του Κώστα Στοφόρου «Να βγούμε;» «Όχι ακόμα», είπε ο μπαμπάς. «Δεν θα έχει έρθει. Είναι πολύ νωρίς. Κάτσε να ξυπνήσει κι ο Δημήτρης».

Διαβάστε περισσότερα

Μια μέρα καθώς πήγαινα στο σπίτι είδα έναν κλέφτη να μπαίνει από το παράθυρο και να είναι έτοιμος να αρπάξει τα πάντα...

Μια μέρα καθώς πήγαινα στο σπίτι είδα έναν κλέφτη να μπαίνει από το παράθυρο και να είναι έτοιμος να αρπάξει τα πάντα... Μια μέρα καθώς πήγαινα στο σπίτι είδα έναν κλέφτη να μπαίνει από το παράθυρο και να είναι έτοιμος να αρπάξει τα πάντα... Αμέσως έβγαλα το κινητό από τη θήκη και έστειλα μήνυμα στο κινητό της μαμάς πού

Διαβάστε περισσότερα