ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ: Η ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΗ ΑΝΑΚΛΗΣΗ (Άρθρα 41 51 ΠτωχΚ) ΕΠΙΒΛΕΠΟΥΣΑ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ Ο. ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ: ΧΑΤΖΙΚΟΥ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ (Α.Μ. 557) ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2011
«Η ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΗ ΑΝΑΚΛΗΣΗ» (Άρθρα 41 51 ΠτωχΚ)
Π Ι Ν Α Κ Α Σ Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Ω Ν ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ Α. Γενική ιδέα..... 1 Β. Στόχοι και λειτουργία του θεσµού της πτωχευτικής ανάκλησης... 5 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΥΤΕΡΟ Η ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΗ ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΩΣ ΘΕΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΟΥ ΙΚΑΙΟΥ Α. Ιστορική αναδροµή στο ελληνικό δίκαιο της πτωχευτικής ανάκλησης 7 Β. Οι ισχύουσες διατάξεις του ΠτΚ για την πτωχευτική ανάκληση. Σύγκριση µε τις προϊσχύουσες διατάξεις του ΕµπΝ... 8 Γ. Σύγκριση της πτωχευτικής ανάκλησης µε άλλους θεσµούς... 9. Η συνταγµατικότητα του θεσµού της πτωχευτικής ανάκλησης... 11 Ε. Αλλοδαπά δίκαια. 13 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΗΣ ΑΝΑΚΛΗΣΗΣ Α. Έννοια της πτωχευτικής ανάκλησης.... 14 Β. Νοµική φύση της πτωχευτικής ανάκλησης. 15 Γ. Συνέπειες της ενοχικής φύσης της πτωχευτικής ανάκλησης 17. Η τύχη του αντικειµένου που αποδίδεται συνεπεία της πτωχευτικής ανάκλησης 19 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΟΙ ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΗΣ ΑΝΑΚΛΗΣΗΣ.. 19 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ ΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΩΝ ΣΕ ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΠΡΑΞΕΩΝ Α. Πράξεις υποχρεωτικής ανάκλησης 25 I. ωρεές και χαριστικές δικαιοπραξίες... 27
II. Πληρωµή µη ληξιπρόθεσµων χρεών.. 30 III. Ανώµαλη πληρωµή ληξιπρόθεσµων χρεών. 31 IV. Σύσταση εµπράγµατης ή ενοχικής ασφάλειας προς εξασφάλιση προγενέστερης οφειλής.. 33 Β. ΠΡΑΞΕΙΣ ΥΝΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΚΛΗΣΗΣ (Άρθρο 43 ΠτΚ) Ι. α. Προϋποθέσεις ανάκλησης..... 38 β. Κατηγορίες ανακαλούµενων πράξεων.... 42 ΙΙ. Ειδικά ζητήµατα α. Η πτωχευτική ανάκληση επί πληρωµής χρηµατογράφων (άρθρο 47 ΠτΚ) 44 β. Πτωχευτική ανάκληση και ρύθµιση των εκκρεµών συµβάσεων... 45 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ ΟΛΙΑ ΒΛΑΒΗ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΤΩΝ (Άρθρο 44 ΠτΚ).. 46 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒ ΟΜΟ ΠΡΑΞΕΙΣ ΕΞΑΙΡΟΥΜΕΝΕΣ ΤΗΣ ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΗΣ ΑΝΑΚΛΗΣΗΣ Α. Πράξεις του άρθρου 45 ΠτΚ... 48 Β. Πράξεις στο πλαίσιο χρηµατοοικονοµικών συναλλαγών (άρθρο 46 ΠτΚ)... 52 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓ ΟΟ Η ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ ΤΗΣ ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΗΣ ΑΝΑΚΛΗΣΗΣ Α. Η άσκηση της ανακλητικής αξίωσης. Αρµόδιο δικαστήριο και εφαρµοστέα διαδικασία. 54 Β. Ενεργητική και παθητική νοµιµοποίηση.. 56 Γ. Περιεχόµενο και αίτηµα της ανακλητικής αγωγής..... 59. Παραγραφή της ανακλητικής αξίωσης... 60 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΗΣ ΑΝΑΚΛΗΣΗΣ. 60
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΑΤΟ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΙΑΤΑΞΕΙΣ.. 69 Α. ΧΡΕΟΚΟΠΙΑ 1. Τα αδικήµατα του άρθρου 171 παρ. 1 ΠτΚ 71 2. Το αδίκηµα του άρθρου 171 παρ. 2 ΠτΚ 81 Β. ΕΥΝΟΪΚΗ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ ΠΙΣΤΩΤΗ.. 82 Γ. Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΡΙΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ (173 ΠτΚ).. 83. ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ.. 84 ΤΕΛΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ.. 85 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ αδηµ. ΑΚ α.ν. ΑΠ Αρµεν. ΑρχΝ αριθ. β.δ. βλ. γνωµοδ. ΕΕ νη εδ. ΕΕΝ ΕΕµπ ΕΕ έκδ. ΕκθΝοµΕπιτρ ΕµπΝ Ελλ νη ΕπισκΕ ΕΤρΑξΧρ Εφ ΚΝοΒ ΚΠολ ΜΠρ Ν αδηµοσίευτη Αστικός Κώδικας αναγκαστικός νόµος Άρειος Πάγος Αρµενόπουλος (περιοδικό) Αρχείο Νοµολογίας (περιοδικό) αριθµός βασιλικό διάταγµα βλέπε γνωµοδότηση ίκαιο Επιχειρήσεων και Εταιριών (περιοδικό) ικαιοσύνη (περιοδικό) εδάφιο Εφηµερίς Ελλήνων Νοµικών (περιοδικό) Επιθεώρηση Εµπορικού ικαίου (περιοδικό) Ευρωπαϊκή Ένωση έκδοση Έκθεση Νοµοπαρασκευαστικής Επιτροπής επί του Πτωχευτικού Κώδικα Εµπορικός Νόµος Ελληνική ικαιοσύνη (περιοδικό) Επισκόπηση Εµπορικού ικαίου (περιοδικό) Επιθεώρηση Τραπεζικού Αξιογραφικού και Χρηµατιστηριακού ικαίου Εφετείο Κώδικας Νοµικού Βήµατος Κώδικας Πολιτικής ικονοµίας Μονοµελές Πρωτοδικείο Νόµος
ΝοΒ ΝΟΜΟΣ Νοµικό Βήµα (περιοδικό) Τράπεζα Νοµικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ ν. νόµος ΟλΑΠ ό.π. παρ. π.δ. περ. ΠΚ ΠοινΧρ ΠΠρ ΠτΚ Σ σελ. ΣτΕ στοιχ. τεύχ. τόµ. υποσηµ. ΦΕΚ ΧρΙ Ολοµέλεια Αρείου Πάγου όπως παραπάνω παράγραφος προεδρικό διάταγµα περίπτωση Ποινικός Κώδικας Ποινικά Χρονικά (περιοδικό) Πολυµελές Πρωτοδικείο Πτωχευτικός Κώδικας Σύνταγµα σελίδα Συµβούλιο της Επικρατείας στοιχείο τεύχος τόµος Υποσηµείωση Φύλλο Εφηµερίδας της Κυβέρνησης Χρονικά Ιδιωτικού ικαίου (περιοδικό)
Σελίδα 1 Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Π Ρ Ω Τ Ο ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ Α. Γενική ιδέα Το πτωχευτικό δίκαιο αποτελεί µηχανισµό συλλογικής ικανοποίησης των πιστωτών, η οποία µπορεί να επιτευχθεί είτε µέσω εκκαθάρισης, είτε µέσω αναδιοργάνωσης της πτωχευτικής περιουσίας, ανάλογα µε την πορεία που θα ακολουθήσει η ανοιγείσα πτώχευση (άρθρο 1 ΠτΚ) 1. Για να καταστεί εφικτή η λειτουργία του ειδικού αυτού µηχανισµού ικανοποίησης θα πρέπει η πτωχευτική περιουσία να υπαχθεί σε ειδικό καθεστώς διοίκησης, ούτως ώστε να προστατευθεί από ενδεχόµενες πράξεις αποµείωσης της αξίας της. Για το λόγω αυτό θεσπίστηκε ο θεσµός της πτωχευτικής απαλλοτρίωσης, ο οποίος στερεί από τον οφειλέτη τη διοίκηση της περιουσίας του και την αναθέτει στο σύνδικο (άρθρο 17 ΠτΚ) 2. Η πτωχευτική απαλλοτρίωση συµπληρώνεται από την αρχή της αναστολής των ατοµικών καταδιωκτικών µέτρων από τους πτωχευτικούς πιστωτές (άρθρα 21 παρ. 2 και 25 ΠτΚ), καθώς αλλιώς δεν θα µπορούσε καν να γίνεται λόγος για συλλογική ικανοποίηση 3. Αντικείµενο της πτωχευτικής απαλλοτρίωσης είναι η πτωχευτική περιουσία, η οποία στο άρθρο 16 παρ. 1 ΠτΚ ορίζεται ως «το σύνολο περιουσίας που ανήκει στον οφειλέτη κατά την κήρυξη της πτώχευσης, οπουδήποτε και αν βρίσκεται». Κρίσιµο εποµένως χρονικό σηµείο για την οριοθέτηση της πτωχευτικής περιουσίας είναι η κήρυξη της πτώχευσης. Η κήρυξη ωστόσο της πτώχευσης δεν επέρχεται άµεσα, κατά το χρονικό σηµείο επέλευσης της αφερεγγυότητας, αλλά απαιτείται η έκδοση δικαστικής απόφασης (άρθρο 7 ΠτΚ). Η παρέµβαση του πτωχευτικού δικαστηρίου είναι εκ των πραγµάτων απαραίτητη, καθώς θα πρέπει αφενός να διαπιστωθεί η συνδροµή των νόµιµων προϋποθέσεων, αλλιώς η αίτηση απορρίπτεται και αφετέρου θα πρέπει να ρυθµιστούν ορισµένα διαδικαστικά ζητήµατα, όπως ο διορισµός συνδίκου, εισηγητή δικαστή, η σφράγιση της πτωχευτικής περιουσίας κτλ. Εντούτοις, η κήρυξη της πτώχευσης µε δικαστική απόφαση έχει ως αναπόφευκτη συνέπεια τη χρονική διάσταση µεταξύ του 1. Βλ. Σωτηρόπουλο Γ., Ο νέος «πτωχευτικός κώδικας»: από την πτώχευση στην εξυγίανση του ελληνικού πτωχευτικού δικαίου, ΧρΙΔ 2008, 289. 2. Ακόμη και στην ειδική περίπτωση της ανάθεσης της διοίκησης στον οφειλέτη, όταν η πτώχευση κηρύσσεται με αίτηση αυτού, κατ άρθρο 18 ΠτΚ, ουσιαστικά υιοθετείται ένα καθεστώς συνδιοίκησης με το σύνδικο. 3. Βλ. ΑΠ 449/2010 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 2419/2010 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 758/2005 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 860/1999, ΕπισκΕΔ 1999, 1164, ΜΠρΘεσ 6398/1995, Αρμεν. 1997, 97. Βλ. επίσης Αρβανιτάκης Π., Επίδραση της πτωχεύσεως στο κύρος πράξεων της εκτελέσεως που έλαβαν χώρα πριν από την κήρυξή της, Γνμδ., ΧρΙΔ Δ/2004, 280, Παμπούκη Κ., Συνέπειες της πτώχευσης ως προς τους πτωχευτικούς πιστωτές, ΕπισκΕΔ 2008, 21, Χατζηνικολάου Αγγελίδου Ρ., Η θέση του δανειστή εντός και εκτός πτώχευσης, ΔΕΕ 2011, 261.
Σελίδα 2 χρονικού σηµείου επέλευσης της αφερεγγυότητας και του χρονικού σηµείου κήρυξης της πτώχευσης, από την οποία κήρυξη της πτώχευσης άρχονται και οι παραπάνω µηχανισµοί προστασίας της πτωχευτικής περιουσίας, δηλαδή η πτωχευτική απαλλοτρίωση και η αναστολή των ατοµικών καταδιωκτικών µέτρων των πτωχευτικών πιστωτών. Ο θεσµός της πτωχευτικής ανάκλησης υιοθετήθηκε ακριβώς για να γεφυρώσει το παραπάνω χρονικό χάσµα µεταξύ ουσιαστικής αφερεγγυότητας και τυπικής κήρυξης της πτώχευσης. Ειδικότερα, για να γίνει κατανοητός ο σκοπός της πτωχευτικής ανάκλησης, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι κάθε πρόσωπο, ακόµη και σε περίοδο οικονοµικής δυσπραγίας, είναι ελεύθερο να προβαίνει σε βλαπτικές συναλλαγές µε τρίτους, είτε µειώνοντας την περιουσία του, είτε αυξάνοντας τα χρέη του. Τέτοιες συναλλαγές είναι ελεύθερες, ακόµη και αν υπάρχουν χρέη. Επίσης ο οφειλέτης, κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του, έχει την ευχέρεια να εξοφλεί τους πιστωτές του, χωρίς να τηρεί κάποια σειρά µεταξύ τους 4. Από τη στιγµή ωστόσο που ο οφειλέτης δεν βρίσκεται απλώς σε οικονοµική δυσπραγία, αλλά έχει ήδη παύσει τις πληρωµές του, ο νόµος βλέπει πλέον µε καχυποψία τη διαχείριση της περιουσίας του, καθώς είναι πιθανό ο οφειλέτης, προβλέποντας την κήρυξη της πτώχευσής του, να µετέλθει διάφορα τεχνάσµατα προς βλάβη των πιστωτών του. Αυτό µπορεί να συµβεί µε δύο κυρίως τρόπους: Πρώτον, ο οφειλέτης µπορεί να αποκρύψει την περιουσία του ή να µεταβιβάσει στοιχεία της σε φιλικά του πρόσωπα ή σε εταιρίες που ελέγχει ο ίδιος («fraudulent conveyances»), ή να την επιβαρύνει µε χρέη, µειώνοντας τις πιθανότητες ικανοποίησης των πιστωτών του. εύτερον, µπορεί να προβεί σε επιλεκτικές πληρωµές προς πιστωτές, τους οποίους για κάποιο λόγο ευνοεί, π.χ. γιατί έχει φιλικές σχέσεις µαζί τους, γιατί υφίσταται µεγαλύτερες πιέσεις απ αυτούς, γιατί αναµένει κάποιου είδους υποστήριξη κτλ. («preferences»). Βεβαίως, τέτοιου είδους επιλεκτικές προνοµιακές πληρωµές ή εξασφαλίσεις προς κάποιους πιστωτές, έρχονται σε αντίθεση µε την γενικώς ισχύουσα στο πτωχευτικό δίκαιο «αρχή της ισότιµης µεταχείρισης των πτωχευτικών πιστωτών» («par conditio creditorum») 5. Από την ηµέρα λοιπόν κατά την οποία ο οφειλέτης έπαυσε τις πληρωµές του, οι πράξεις του θεωρούνται ύποπτες ως επιζήµιες έναντι των δανειστών του. Για το λόγο αυτό, η περίοδος που εκτείνεται µεταξύ ηµέρας παύσης των πληρωµών και ηµέρας κήρυξης της πτώχευσης, καλείται «ύποπτη περίοδος» («periode suspecte») 6. Το µέσο 4. Βλ. Περάκη Ε., Πτωχευτικό Δίκαιο, 2010, σελ. 219 επ. 5. Βλ. Κοτσίρη Λ., Πτωχευτικό Δίκαιο, 7 η έκδ., 2008, κεφ. 6 ο, 1, σελ. 377 επ., Ψυχομάνη Σπ., Πτωχευτικό Δίκαιο, Γ έκδ., 2007, κεφ. 7 ο, σελ. 195 επ., Περάκη Ε., ό.π., σελ. 220, Γεωργακόπουλο Γ., Πτώχευση και εξυγίανση, β έκδ., 1997, σελ. 63 επ. 6. Αλλιώς και «πτωχευτική περίοδος», έτσι Ρόκας Κ., Πτωχευτικόν Δίκαιον, 13 η έκδ., 1978, σελ. 215. Με βάση επομένως τα χρονικά σημεία της κήρυξης της πτωχεύσεως και της παύσεως των πληρωμών,
Σελίδα 3 προσβολής των πράξεων του οφειλέτη που διενεργήθηκαν µέσα στην ύποπτη περίοδο και οι οποίες περιλαµβάνουν είτε απαλλοτρίωση περιουσιακών του στοιχείων σε βάρος των πιστωτών του, είτε κατά προτίµηση ικανοποίηση ή εξασφάλιση κάποιου από αυτούς, κατά παράβαση της αρχής της ισότητας, είναι η πτωχευτική ανάκληση, ιδιαίτερος νοµικός θεσµός του πτωχευτικού δικαίου, που ρυθµίζεται στα άρθρα 41 έως 51 ΠτΚ. Σκοπός εποµένως της πτωχευτικής ανάκλησης είναι η αποκατάσταση της µείωσης της περιουσίας του οφειλέτη που επήλθε µέχρι την κήρυξη της πτώχευσης και η επαναφορά της περιουσίας του οφειλέτη στην κατάσταση που θα έπρεπε αυτή να βρίσκεται, χωρίς τις επιζήµιες πράξεις του µετέπειτα πτωχεύσαντος οφειλέτη 7. Επιπλέον, ο θεσµός της πτωχευτικής ανάκλησης φιλοδοξεί να δώσει λύσεις στο µεγαλύτερο πρόβληµα που πλήττει τις πτωχεύσεις διεθνώς, την ανεπάρκεια του ενεργητικού, η οποία οφείλεται συχνά σε δόλιες ενέργειες του οφειλέτη κατά την περίοδο που προηγείται της κήρυξης της πτώχευσης, εξαιτίας της οποίας συρρικνώνονται σηµαντικά οι προοπτικές ικανοποίησης των πιστωτών 8. Πράξεις που έγιναν από τον οφειλέτη πριν την ύποπτη περίοδο είναι δυνατόν να προσβληθούν από το σύνδικο µόνο 9, και όχι ατοµικά από κάθε δανειστή, σύµφωνα µε τις γενικές διατάξεις των άρθρων 939 επ. ΑΚ περί καταδολίευσης δανειστών. Κατά παρέκκλιση από τη διάταξη του άρθρου 943 παρ. 1 εδ. β ΑΚ, σύµφωνα µε την οποία η διάρρηξη ενεργεί µόνο υπέρ των δανειστών που προσέβαλαν την απαλλοτρίωση, αλλά και λόγω του συλλογικού χαρακτήρα της πτώχευσης, η διάρρηξη της απαλλοτρίωσης που γίνεται µετά από την άσκηση αγωγής από το σύνδικο, ενεργεί προς όφελος όλων των πιστωτών 10. Ακόµη, οι ίδιες πράξεις είναι δυνατόν να προσβληθούν µε τις διατάξεις μπορούν να διακριθούν οι ακόλουθες περίοδοι, που έχουν σημασία για την πτωχευτική διαδικασία και την τύχη των πράξεων του πτωχεύσαντος: α) Περίοδος από την κήρυξη της πτώχευσης και εξής (ως την περάτωση δηλαδή της πτωχευτικής διαδικασίας). Κατά την περίοδο αυτή ισχύει η πτωχευτική απαλλοτρίωση, τη διοίκηση και διαχείριση της πτωχευτικής περιουσίας έχει ο σύνδικος και τυχόν πράξεις του οφειλέτη αναφορικά με την πτωχευτική περιουσία είναι άκυρες. β) Περίοδος από την παύση των πληρωμών έως την έναρξη της πτώχευσης. Για την περίοδο αυτή χρησιμοποιείται ο όρος «ύποπτη» ή «πτωχευτική περίοδος». Στην περίοδο αυτή αναφέρονται οι ρυθμίσεις ΠτΚ 41 επ. για την πτωχευτική ανάκληση. γ) Περίοδος πριν από την παύση των πληρωμών, όχι όμως και πέρα από πενταετία πριν από την κήρυξη της πτώχευσης. Για την περίοδο αυτή χρησιμοποιείται ο όρος «προπτωχευτική περίοδος», στην οποία αναφέρεται η ρύθμιση του άρθρου 44 ΠτΚ. Βλ. αναλυτικά Σπυριδάκη Ι., Πτωχευτικό Δίκαιο, 2008, σελ. 246. 7. Βλ. Ρόκα Κ., ό.π., σελ. 214, Κοτσίρη Λ., ό.π., σελ. 377, Ψυχομάνη Σπ., ό.π., σελ. 195 επ., Σωτηρόπουλο Γ., Πτωχευτική Ανάκληση, 2009, σελ. 4 επ. 8. Βλ. Σωτηρόπουλο Γ., Πτωχευτικός αποχωρισμός, πτωχευτική διεκδίκηση, πτωχευτική ανάκληση, ΕπισκΕΔ Γ/2008, σελ. 646 επ., 658, τον ίδιο, Πτωχευτική Ανάκληση, ό.π., σελ. 7. 9. Βλ. ΕφΠειρ 14/2006, ΔΕΕ 2006, 917, ΕφΑθ 3856/1998, ΕλλΔ 41, 1376, ΕφΘεσ 1962/1992, ΕΕμπΔ 1993, 133 επ., ΕφΑθ 6215/1982, ΝοΒ 1983, 69, ΕφΑθ 3187/1973, ΕΕμπΔ 1973, 586 επ., ΠΠρΑθ 5340/1995, ΔΕΕ 1995, 755 επ. 10. Βλ. ΑΠ 1/2006, ΕΕμπΔ 2006, 436, με παρατηρ. Κοτσίρη Λ., ΕφΛαρ 123/2005, ΕπισκΕΔ 2005, 400, ΕφΑθ 3856/1998, ΕλλΔ 2000, 1375, ΕφΘεσ 1589/1996, Αρμ. 1996, 1121 και από τη θεωρία Αναστασιάδης Η, Ελληνικόν Εμπορικόν Δίκαιον, τομ. ΙΙΙ, έκδ. β, 1938, σελ. 193, Λεβαντής Ε., Πτωχευτικόν Δίκαιο, 1975, σελ.
Σελίδα 4 του άρθρου 44 ΠτΚ περί δόλιας βλάβης των πιστωτών, εφόσον έλαβαν χώρα εντός της τελευταίας πενταετίας προ της κήρυξης της πτώχευσης και εφόσον βεβαίως πληρούνται και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις που θέτει ο νόµος. Με τους ειδικούς κανόνες της πτωχευτικής ανάκλησης επιβάλλεται η (σε κάποιο βαθµό) οπισθενέργεια της πτώχευσης και των δεσµεύσεων που αυτή δηµιουργεί, ώστε να ελέγχονται µε αυστηρότερα κριτήρια οι πράξεις που διενεργούνται από τον αφερέγγυο οφειλέτη πριν πτωχεύσει. Ο έλεγχος αυτός θα µπορούσε βεβαίως να επιτευχθεί απλούστερα µε αναδροµικότητα της πτωχευτικής απαλλοτρίωσης, ώστε αυτή να µην επέρχεται το πρώτον µε την πτώχευση, αλλά ήδη µε την παύση των πληρωµών και να καταλαµβάνει και τις πράξεις του µεσοδιαστήµατος 11. Κάτι τέτοιο βεβαίως θα ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο για την ασφάλεια των συναλλαγών, αλλά και προβληµατικό από συνταγµατικής απόψεως. Επιπλέον, η επιχείρηση του οφειλέτη θα παρέλυε ήδη πριν πτωχεύσει 12. Ο θεσµός της πτωχευτικής ανάκλησης καλείται λοιπόν να ανεύρει σηµεία ισορροπίας µεταξύ των αντικρουόµενων συµφερόντων των πτωχευτικών πιστωτών αφενός, οι οποίοι εξυπηρετούνται από την πτωχευτική ανάκληση και αφετέρου των προπτωχευτικά συναλλασσοµένων µε τον οφειλέτη, οι οποίοι πλήττονται από την πτωχευτική ανάκληση 13. Στην προσπάθεια αυτή ο νόµος δεν καθιστά ανίσχυρες όλες τις πράξεις του οφειλέτη αδιακρίτως, όπως συµβαίνει µε την πτωχευτική απαλλοτρίωση, ούτε µεταχειρίζεται τις πράξεις αυτές µε την ίδια αυστηρότητα, αλλά τις διαβαθµίζει ανάλογα µε το βαθµό επικινδυνότητας που έχουν. Αυστηρότερος είναι ο νόµος µε τις χαριστικές πράξεις και τις πληρωµές χρεών σε χρόνο ή µε τρόπο που δεν αντιστοιχούν στην οφειλή και των οποίων η ανατροπή είναι ευχερέστερη, ενώ άλλες πράξεις (π.χ. αµφοτεροβαρείς συµβάσεις, όπου υπάρχει αντάλλαγµα) κρίνονται µε ελαστικότερα κριτήρια. 112, Γκολογκίνα Οικονόμου Ε., Η καταδολίευση των δανειστών, ιδίως σε περίπτωση πτωχεύσεως του οφειλέτη, Αρμεν. 1985, 279 επ., Τριανταφυλλάκη Γ., Εφαρμογές Εμπορικού Δικαίου, τομ. 3 Α, 2007, σελ. 870 επ. 11. Βλ. Σωτηρόπουλο Γ., Πτωχευτική Ανάκληση, ό.π., σελ. 62, κατά τον οποίο «η πτωχευτική ανάκληση δεν συνιστά παρά μια παραλλαγμένη εκδοχή της πτωχευτικής απαλλοτρίωσης». 12. Βλ. Περάκη Ε., ό.π., σελ. 220 επ. 13. Βλ. ΝομΟδ Uncitral 2004, υπό One I.5.
Σελίδα 5 Β. Στόχοι και λειτουργία του θεσµού της πτωχευτικής ανάκλησης. Σχετικά µε την αποστολή, τους στόχους και τη λειτουργία της πτωχευτικής ανάκλησης, ως θεσµό του πτωχευτικού δικαίου, έχουν ιστορικά διατυπωθεί διάφορες θεωρητικές απόψεις 14. Μια πρώτη άποψη, αντιλαµβάνεται την πτωχευτική ανάκληση ως µηχανισµό κύρωσης ανήθικων συναλλακτικών πρακτικών και ως µηχανισµό απόδοσης δικαιοσύνης: Οι πράξεις του οφειλέτη πριν την κήρυξη της πτώχευσης σε συµπαιγνία µε κάποιους πιστωτές του, µε στόχο είτε να αποκρυβούν περιουσιακά στοιχεία, είτε να ικανοποιηθούν προνοµιακά κάποιοι πιστωτές είναι ηθικοδικαιικά µη αποδεκτές, πράγµα που νοµιµοποιεί και την ανατροπή τους. Η κυρωτική λειτουργία της πτωχευτικής ανάκλησης ενισχύεται από τη σύνδεσή της µε υποκειµενικά στοιχεία από την πλευρά του οφειλέτη και του τρίτου, πράγµα που συµβαίνει όταν απαιτείται για την ανάκληση η ύπαρξη δόλου (άρθρο 44 ΠτΚ ). Μια άλλη θεωρητική προσέγγιση υποστηρίζει ότι η πτωχευτική ανάκληση υπάρχει χάριν της προληπτικής της λειτουργίας 15. Η εκ των υστέρων ανατροπή των προπτωχευτικών πράξεων επενεργεί και γενικοπροληπτικά (κατά την ορολογία του ποινικού δικαίου), καθώς αφαιρεί από τους συναλλασσοµένους το κίνητρο σύναψης ανακλητέων πράξεων, η δε λειτουργία αυτή ενισχύεται από τη δυνατότητα του πτωχευτικού δικαστηρίου να καταδικάσει τον κακόπιστο αντισυµβαλλόµενο του οφειλέτη σε καταβολή αποζηµίωσης (άρθρο 49 παρ. 3 ΠτΚ), όπως και από τον κίνδυνο ποινικών ευθυνών του (άρθρα 172, 173 παρ. 2 ΠτΚ). Μια τρίτη άποψη, συνδέει την πτωχευτική ανάκληση µε την εξυγίανση της επιχείρησης του οφειλέτη, ερµηνεύοντας έτσι τον θεσµό ως µέσο εξυπηρέτησης της διάσωσης της επιχείρησης του οφειλέτη 16. Η διατήρηση της ακεραιότητας της πτωχευτικής περιουσίας είτε µέσω της αποτροπής αποµείωσής της, είτε µέσω της εκ των υστέρων αποκατάστασής της, εξυπηρετεί τις προοπτικές διάσωσης της επιχείρησης του οφειλέτη. Η διάσωση της επιχείρησης δεν συνιστά ωστόσο αυτοτελή επιδίωξη του πτωχευτικού δικαίου (άρθρο 1 ΠτΚ), αλλά µια πιθανή έκβαση της πτωχευτικής διαδικασίας, εφόσον µέσω αυτής εξυπηρετούνται τα συµφέροντα των πτωχευτικών 14. Αναλυτικά για τις απόψεις αυτές βλ. Σωτηρόπουλο Γ., ό.π., κεφ. 2, υπό ΙΙ, σελ. 54 επ., όπου και περαιτέρω παραπομπές στην αλλοδαπή κυρίως βιβλιογραφία. 15. Βλ. Περάκη Ε., ό.π., σελ. 220. 16. Βλ. Περάκη Ε., Εισαγωγή στο δίκαιο της εξυγίανσης των επιχειρήσεων, 1987, σελ. 10, τον ίδιο, Η «πτωχευτικοποίηση του δικαίου», εις «Σύγχρονα προβλήματα του πτωχευτικού δικαίου & προτάσεις νομοθετικής πολιτικής», 6 ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ελλήνων Εμπορικολόγων, 1998, 27 επ. = Θέματα θεωρίας και πράξης του εμπορικού δικαίου, 2004, σελ. 571 επ., Λιακόπουλο Α., Διαδικασία εξυγίανσης των επιχειρήσεων, Ζητήματα Εμπορικού Δικαίου, Ι, 1985, 389 = ΕΕμπΔ 1983, 185, τον ίδιο, Δίκαιο εξυγίανσης και εκκαθάρισης επιχειρήσεων, 1994, σελ. 47 επ.
Σελίδα 6 πιστωτών, κατά τρόπο ικανοποιητικότερο σε σχέση µε την κλασική έκβαση της πτώχευσης µέσω ρευστοποίησης του ενεργητικού. Κρατούσα είναι µάλλον σήµερα η άποψη, που εντοπίζει την δικαιοπολιτική βάση της πτωχευτικής ανάκλησης στην «αρχή της ισότιµης µεταχείρισης των πτωχευτικών πιστωτών». Κατ αυτή την άποψη, το πτωχευτικό δίκαιο θα µπορούσε να χαρακτηριστεί ως δίκαιο διαχείρισης και κατανοµής ζηµίας. Ως εκ τούτου, οι πτωχευτικοί πιστωτές θα πρέπει να αντιµετωπίζονται κατά τρόπο ισότιµο. Η ύπαρξη προνοµίων στο ισχύον δίκαιο διασπά σε µεγάλο βαθµό την αρχή αυτή, η οποία ουσιαστικά αφορά τους ανέγγυους πιστωτές. Οι πράξεις του οφειλέτη, πριν την κήρυξη της πτώχευσης, µε τις οποίες ικανοποιεί κατά προτίµηση κάποιους µόνο από τους πιστωτές του, διαταράσσει την αρχή της ισότιµης µεταχείρισης των πιστωτών εις βάρος των υπολοίπων, οι οποίοι θα πρέπει να περιοριστούν στο µειωµένο (πλέον) πτωχευτικό µέρισµα. Έτσι, µε την ανατροπή των εν λόγω «κατά προτίµηση» πράξεων του οφειλέτη, η πτωχευτική ανάκληση λειτουργεί ουσιαστικά ως µηχανισµός υλοποίησης της αρχής της ισότιµης µεταχείρισης των πτωχευτικών πιστωτών. Σύµφωνα ωστόσο µε την ορθότερη άποψη, η πτωχευτική ανάκληση στοχεύει στην προστασία της πτωχευτικής περιουσίας. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι γενική προϋπόθεση της πτωχευτικής ανάκλησης είναι, σύµφωνα µε το άρθρο 41 ΠτΚ, ο επιζήµιος χαρακτήρας της πράξης. Όπως προαναφέρθηκε, η πτωχευτική ανάκληση αποτελεί ουσιαστικά µια παραλλαγµένη εκδοχή της πτωχευτικής απαλλοτρίωσης: όπως η πτωχευτική απαλλοτρίωση έχει ταχθεί για την προστασία της πτωχευτικής περιουσίας µετά την κήρυξη της πτώχευσης, έτσι και η πτωχευτική ανάκληση έχει ταχθεί για την προστασία της περιουσίας του οφειλέτη από τη χρονική στιγµή επέλευσης της αφερεγγυότητας. Από το χρονικό αυτό σηµείο ο οφειλέτης βρίσκεται ουσιαστικά σε ένα ιδιότυπο καθεστώς στέρησης της εξουσίας διάθεσης, καθώς τυχόν διαθέσεις τελούν υπό ανάκληση, εφόσον κηρυχθεί η πτώχευση και εφόσον βεβαίως συντρέχουν και οι σχετικές κατά περίπτωση προϋποθέσεις που θέτει ο νόµος. Εκείνο που ενδιαφέρει από πλευράς πτωχευτικής ανάκλησης είναι η αποκατάσταση της πτωχευτικής περιουσίας στην κατάσταση που θα ήταν αν δεν είχαν µεσολαβήσει οι ανακλητέες πράξεις, ούτως ώστε να µπορεί στη συνέχεια να επιλεγεί η καταλληλότερη µορφή περάτωσης της πτωχευτικής διαδικασίας (σχέδιο αναδιοργάνωσης, ένωση των πιστωτών).
Σελίδα 7 Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Ε Υ Τ Ε Ρ Ο Η ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΗ ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΩΣ ΘΕΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΟΥ ΙΚΑΙΟΥ Α. Ιστορική αναδροµή στο ελληνικό δίκαιο της πτωχευτικής ανάκλησης. Το δίκαιο της πτωχευτικής ανάκλησης από τη θέση σε ισχύ του πτωχευτικού δικαίου στην Ελλάδα, δύο περίπου αιώνες πριν, µέχρι την σχετικά πρόσφατη υιοθέτηση του ΠτΚ δεν είχε υποστεί παρά ελάχιστες, µικρής σηµασίας αλλαγές. Πτωχευτικό δίκαιο εισήχθη στην Ελλάδα µε τη θέση σε ισχύ του Γαλλικού Εµπορικού Κώδικα του 1807, οπότε και υιοθετήθηκαν απλώς τα τρία πρώτα βιβλία του Γαλλικού Εµπορικού Κώδικα. Στο πτωχευτικό δίκαιο ήταν αφιερωµένο το τρίτο βιβλίο µε τίτλο «περί πτωχεύσεως και χρεοκοπίας» (άρθρα 437-614), οι δε διατάξεις για την πτωχευτική ανάκληση εµπεριέχονταν στα άρθρα 443 επ. Με το Ν. ΨΛΣΤ της 13/14-12-1878 «περί πτωχεύσεως και χρεοκοπίας» αντικαταστάθηκε ολόκληρο το τρίτο βιβλίο του ΕµπΝ. Η πτωχευτική ανάκληση ρυθµίστηκε στα άρθρα 449 έως 453 ΕµπΝ, το δε περιεχόµενο των σχετικών ρυθµίσεων έλαβε σχεδόν την τελική του µορφή, κατόπιν των περιορισµένων αλλαγών που επέφερε ο Ν. ΓΦΟ της 22/24.02.1910. Με την αναδηµοσίευση του κειµένου του ΕµπΝ µε το Β 16/17-6-1910, τα άρθρα του ΕµπΝ για την πτωχευτική ανάκληση έλαβαν νέα αρίθµηση (537-541) και έµειναν αναλλοίωτα µέχρι την κατάργησή τους µε τον ΠτΚ. Το προϊσχύσαν δίκαιο (υπό το καθεστώς του ΕµπΝ) ήταν δοµηµένο πάνω στη διάκριση µεταξύ «άκυρων» και «ακυρώσιµων» πράξεων. Στην πρώτη κατηγορία («άκυρες πράξεις») γινόταν κατά µία άποψη δεκτό ότι επρόκειτο για ακυρότητα κατά την έννοια του αστικού δικαίου 17, ενώ κατ άλλη άποψη και παρά το γράµµα του νόµου (άρθρο 537 ΕµπΝ)- η έννοµη συνέπεια της πτωχευτικής ανάκλησης ήταν η γένεση ενοχικών αξιώσεων αποκατάστασης των πραγµάτων στην πρότερη κατάσταση 18. Μεταξύ των υποστηριχτών και των δύο απόψεων αµφισβητείτο επίσης εάν για την επέλευση της «ακυρότητας» απαιτείτο η έκδοση δικαστικής απόφασης, όπου το δικαστήριο στερείτο διακριτικής ευχέρειας και όφειλε να διατάξει την ανάκληση, εφόσον οι πράξεις είχαν διενεργηθεί εντός της ύποπτης περιόδου ή εντός των προηγούµενων 17. Την άποψη αυτή υποστήριζαν Αναστασιάδης Η., ό.π., σελ. 195 επ., Λεβαντής Ε., ό.π., σελ. 114, Ροδόπουλος Α., Πτωχευτικόν Δίκαιον, κείμενον, ερμηνεία, νομολογία, τυπικόν, β έκδ., 1968, υπό άρθρο 537 αρ. 3, Ρόκας Κ., ό.π., σελ. 225 επ., Τούσης Α. Χ., Εμπορικός νόμος, τομ. Ι, 5 η έκδ., 1976, υπό άρθρο 537 αρ. 1 α, Λιακόπουλος Α., Δίκαιο εξυγίανσης, ό.π., σελ. 95, Ψυχομάνης Σπ., Πτωχευτικό Δίκαιο, β έκδ., 2004, σελ. 112. 18. Έτσι Ματθίας Σ., Τα αποτελέσματα της παυλιανής διάρρηξης, ΕλλΔνη 1989, 1273, Ρόκας Ν., Στοιχεία Πτωχευτικού Δικαίου, 1997, σελ. 42 επ., Κοτσίρης Λ., Πτωχευτικό Δίκαιο, 6 η έκδ., 1998, σελ. 413 επ.,
Σελίδα 8 δέκα ηµερών αυτής 19. Στις «άκυρες πράξεις» εντάσσονταν οι συναλλακτικά «ανώµαλες» συναλλαγές και συγκεκριµένα οι ετεροβαρείς πράξεις, η πληρωµή µη ληξιπρόθεσµων χρεών, η πληρωµή ληξιπρόθεσµων χρεών όχι µε µετρητά ή µε εµπορικά γραµµάτια και η σύσταση ασφαλειών προς εξασφάλιση προϋπαρχουσών οφειλών. Η δεύτερη κατηγορία των λεγόµενων «ακυρώσιµων» πράξεων (άρθρο 538 ΕµπΝ) περιλάµβανε κάθε πράξη που δεν ενέπιπτε στη ρύθµιση του άρθρου 537 ΕµπΝ, οπότε κάθε συναλλαγή µπορούσε να ανακληθεί δικαστικά, εφόσον ο συναλλαχθείς µε τον µετέπειτα πτωχό τελούσε σε γνώση του γεγονότος της παύσης των πληρωµών. Ο ισχύον Πτωχευτικός Κώδικας ψηφίστηκε την 27-6-2007 (Ν. 3588/2007), τέθηκε σε ισχύ από την 16-9-2007 (άρθρο 180 ΠτΚ) και εφαρµόζεται στις διαδικασίες που άρχισαν µετά την έναρξη ισχύος του (άρθρο 182 παρ. 1 ΠτΚ). Σύµφωνα µε το άρθρο 182 παρ. 2 ΠτΚ το καταργηθέν προϊσχύσαν δίκαιο εξακολουθεί να ισχύει και να εφαρµόζεται στις εκκρεµείς κατά το χρόνο θέσης σε ισχύ του ΠτΚ διαδικασίες. Με τη θέση σε ισχύ του Πτωχευτικού Κώδικα άλλαξε σελίδα και το δίκαιο της πτωχευτικής ανάκλησης, καθόσον ήταν σαφής η βούληση των συντακτών του (του ΠτΚ) να προσδώσουν ιδιαίτερη βαρύτητα στο συγκεκριµένο θεσµό, λόγω της σηµασίας του για την οικονοµική αποτελεσµατικότητα του γενικότερου θεσµού της πτώχευσης 20. Β. Οι ισχύουσες διατάξεις του ΠτΚ για την πτωχευτική ανάκληση. Σύγκριση µε τις προϊσχύουσες διατάξεις του ΕµπΝ. Ο θεσµός της πτωχευτικής ανάκλησης ρυθµίζεται στα άρθρα 41 έως 51 ΠτΚ. Σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 41 ΠτΚ: «Πράξεις του οφειλέτη που διενεργήθηκαν εντός του χρόνου που περιλαµβάνεται από την παύση των πληρωµών µέχρι την κήρυξη της πτώχευσης (ύποπτη περίοδος) και είναι επιζήµιες για την οµάδα των πιστωτών ανακαλούνται ή µπορούν να ανακληθούν από το σύνδικο κατά τις διατάξεις των επόµενων άρθρων». Τα άρθρα 41 επ. ακολουθούν γενικά το προϊσχύσαν δίκαιο (ΕµπΝ 537 επ.), αποκλίνουν όµως από αυτό σε ορισµένα σηµεία: Πρώτον, η ζηµία των πιστωτών, ως προϋπόθεση της ανάκλησης, αφορούσε µόνο την ανάκληση κατά το άρθρο 538 ΕµπΝ, 19. Κατά της αναγκαιότητας έκδοσης δικαστικής απόφασης τάσσονταν κατά βάση οι υποστηρικτές της ακυρότητας κατά την έννοια του αστικού κώδικα. Βλ. ΕφΠατρ 650/1997 ΔΕΕ 1997, 1091 (υπό το προϊσχύσαν δίκαιο), η οποία δέχεται ότι η ακυρότητα δωρεάς ακινήτου που πραγματοποιήθηκε την ύποπτη περίοδο επέρχεται αυτοδικαίως χωρίς να είναι αναγκαία η έκδοση δικαστικής απόφασης, μπορεί όμως να ζητηθεί η αναγνώριση αυτής με άσκηση αναγνωριστικής αγωγής κατά το άρθρο 70 ΚΠολΔ. 20 Βλ. Αυγητίδη Δ., Ο πτωχευτικός κώδικας του 2007 Η αλλαγή κατεύθυνσης του ελληνικού δικαίου αφερεγγυότητας, ΕΕμπΔ 2007, 542 επ., υπό Β.ΙΙΙ.4 σελ. 559 και Μπεχρή Κεχαγιόγλου Γ., Σημειώσεις Πτωχευτικού Δικαίου με βάση το ν. 3588/2007, 2008, υπό Ι, σελ. 1 επ.
Σελίδα 9 ενώ κατ άρθρο 41 ΠτΚ, αποτελεί προϋπόθεση κάθε ανάκλησης (άλλο το ότι σε ορισµένες περιπτώσεις τεκµαίρεται). εύτερον, εισήχθη τεκµήριο γνώσης της παύσης των πληρωµών, όταν αντισυµβαλλόµενοι είναι ορισµένα πρόσωπα (ΠτΚ 43 παρ. 2 ΠτΚ). Τρίτον, εισήχθη νέα µορφή ανάκλησης, η «δόλια βλάβη των πιστωτών» του άρθρου 44 ΠτΚ, ενώ ρητά θεσπίζονται κατηγορίες µη ανακαλούµενων πράξεων (ΠτΚ 45). Τέταρτον, ορίζονται ρητά τα αποτελέσµατα της ανάκλησης (ΠτΚ 49, 50), ένα ζήτηµα έντονα αµφισβητούµενο υπό το καθεστώς του ΕµπΝ. Πέµπτον, το άρθρο 539 ΕµπΝ (βραδεία εγγραφή υποθήκης) δεν µεταφέρθηκε στον ΠτΚ. Οι διατάξεις των άρθρων 41 επ. ΠτΚ σχετικά µε την πτωχευτική ανάκληση είναι αναγκαστικού δικαίου, αν και, όπως επισηµαίνεται στην ΕκθΝοµΕπιτρ, είναι δυνατόν να τροποποιηθούν µε το σχέδιο αναδιοργάνωσης της επιχείρησης 21. Γ. Σύγκριση της πτωχευτικής ανάκλησης µε άλλους θεσµούς. α) Πτωχευτική ανάκληση και αδικοπραξία. Οι θεσµοί αυτοί διαφέρουν ουσιωδώς µεταξύ τους. Η αδικοπραξία προϋποθέτει προσβολή συγκεκριµένου προσώπου κατά την τέλεσή της. Αντίθετα, στην πτωχευτική ανάκληση δεν υπάρχει πράξη που περιέχει κάποια ιδιαίτερη προσβολή εννόµου αγαθού, αλλά πράξη περιορισµού όλης της πτωχευτικής περιουσίας και συνεπώς προσβολής όλων µαζί των πιστωτών, ανεξαρτήτως του χρονικού σηµείου κατά το οποίο έγιναν πιστωτές, δηλαδή ανεξαρτήτως του αν έγιναν πιστωτές κατά ή µετά την ανακαλούµενη πράξη. Συνεπώς το πραγµατικό της αδικοπραξίας δεν επαρκεί για την ανάκληση 22, η οποία προϋποθέτει πάντοτε κήρυξη της πτώχευσης και αντιστρόφως, δεν απαιτείται να υπάρχει αδικοπραξία για τη θεµελίωση της ανακλητικής αξίωσης. Ο Πτωχευτικός Κώδικας προβλέπει την εφαρµογή των περί αδικοπραξιών διατάξεων σε περίπτωση κακοπιστίας του καθ ου η ανάκληση (άρθρο 49 παρ. 3 ΠτΚ). β) Πτωχευτική ανάκληση και αδικαιολόγητος πλουτισµός. Η ανακλητική αξίωση δεν στηρίζεται στον πλουτισµό ή τη διατήρηση του πλουτισµού από τον καθ ου 23. Είναι αναµφισβήτητο ότι η πτωχευτική ανάκληση δεν προϋποθέτει πλουτισµό του καθ ου, ούτε έλλειψη νόµιµης αιτίας, γιατί η ανάκληση στρέφεται κατά έγκυρων πράξεων. Αν η πράξη είναι άκυρη ή δεν δηµιουργεί τουλάχιστον φαινόµενο εγκυρότητας, ανάκληση δε νοείται, αφού το πράγµα έχει παραµείνει στην περιουσία του οφειλέτη. Ο σύνδικος 21. Βλ. ΕκθΝομΕπιτρ υπό άρθρο 41 ΠτΚ: «Στο πλαίσιο του σχεδίου αναδιοργάνωσης είναι δυνατόν οι προϋποθέσεις, υπό τις οποίες επιτρέπεται η ανάκληση να τροποποιηθούν, διότι κατά περιεχόμενο η πτωχευτική ανάκληση ανήκει στην αξιοποίηση της πτωχευτικής περιουσίας, που μπορεί να είναι αντικείμενο του σχεδίου κατά το άρθρο 107». 22. Βλ. Ρόκα Κ., ό.π., σελ. 226. 23. Βλ. Ρόκα Κ., ό.π. σελ 226, Κοτσίρη Λ., Πτωχευτικό Δίκαιο, 7 η έκδ., 2008, ό.π. σελ. 385 επ.
Σελίδα 10 διεκδικεί καταρχήν το πράγµα που εξέφυγε της πτωχευτικής περιουσίας. Ο Κώδικας προβλέπει την εφαρµογή των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισµού, µόνο εάν δεν είναι δυνατή η αυτούσια επαναµεταβίβαση του πράγµατος (άρθρο 49 παρ. 1 ΠτΚ). γ) Πτωχευτική ανάκληση και εκτέλεση. Έχει διατυπωθεί η άποψη, στη γερµανική κυρίως θεωρία, ότι η πτωχευτική ανάκληση αποτελεί επέκταση της εκτελεστικής φύσης της πτώχευσης και συνεπώς ότι η υποχρέωση του καθ ου η ανάκληση συνίσταται σε ανοχή. Ωστόσο, στην πτωχευτική ανάκληση, ο σύνδικος δεν έχει δικαίωµα εκτέλεσης κατά των περιουσιακών αντικειµένων του καθ ου. Το αίτηµα της ανάκλησης είναι η απόδοση των αντικειµένων, ενώ η υποχρέωση του καθ ου συνίσταται σε θετική πράξη και όχι σε ανοχή, σε ενοχή και όχι σε ευθύνη 24. δ) Πτωχευτική ανάκληση και καταδολίευση δανειστών. Ο θεσµός της καταδολίευσης δανειστών («actio pauliana» άρθρα 939 επ. ΑΚ) αποτελεί τον πλέον συγγενέστερο προς την πτωχευτική ανάκληση θεσµό, τόσο από ιστορικής, όσο και από δογµατικής απόψεως. Κατά µία άποψη άλλωστε, η πτωχευτική ανάκληση αποτελεί τον «πτωχευτικοδικαιϊκό αδελφό θεσµό της παυλιανής αγωγής» 25. Κοινό σηµείο αναφοράς των δύο θεσµών είναι το ενδιαφέρον για την προστασία των δανειστών κατά του δόλου του οφειλέτη τους. Ωστόσο υπάρχουν µεταξύ τους και σηµαντικές διαφορές. Η αγωγή διάρρηξης αποτελεί µέσο που εξυπηρετεί την ατοµική αναγκαστική εκτέλεση, ενώ αντίθετα η ανάκληση «εξυπηρετεί» την πτώχευση, ως µορφή συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης, αυξάνοντας το µέγεθος της πτωχευτικής περιουσίας, από την οποία αναµένουν να ικανοποιηθούν συλλήβδην οι πτωχευτικοί δανειστές 26. Στην αγωγή διάρρηξης πρέπει να αποδειχθεί ο δόλος του οφειλέτη, ενώ στην πτωχευτική ανάκληση ο δόλος τεκµαίρεται. Περαιτέρω, η αγωγή διάρρηξης έχει χαρακτήρα περισσότερο κύρωσης του δόλου, ενώ η πτωχευτική ανάκληση αποβλέπει στη διάρρηξη πράξεων που διασπούν την αρχή της ισότητας των πιστωτών στην πτωχευτική διαδικασία. Παράλληλα, στην αγωγή διάρρηξης δεν απαιτείται η επαναµεταβίβαση από τον τρίτο του αποκτηθέντος µε την καταδολιευτική δικαιοπραξία αντικειµένου, καθώς η απόφαση που απαγγέλει τη διάρρηξη έχει εµπράγµατη ενέργεια, κάτι το οποίο είναι αντιθέτως αναγκαίο στην πτωχευτική ανάκληση 27. Πάντως η αγωγή του 939 ΑΚ έχει σηµασία για την ανατροπή των πράξεων του οφειλέτη πριν από την ύποπτη περίοδο. Στην περίπτωση αυτή, την αγωγή διάρρηξης, εφόσον βεβαίως συντρέχουν οι προϋποθέσεις της και ο οφειλέτης έχει κηρυχθεί σε πτώχευση, δε δικαιούνται να τη ζητήσουν οι πιστωτές ατοµικά, αλλά ο σύνδικος 24. Βλ. Κοτσίρη Λ., ό.π. σελ. 386. 25. Έτσι Σωτηρόπουλος Γ., ό.π., κεφ. 2, υπό ΙΙ, σελ. 54 επ. 26. Βλ. Κορνηλάκη Π., «Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο», τόμος α, 2002, σελ. 716 717. 27. Βλ. Κορνηλάκη Π., ό.π., σελ. 746 επ.
Σελίδα 11 ενεργώντας για την οµάδα πιστωτών 28. Η διάρρηξη ενεργεί υπέρ της οµάδας των πιστωτών, χωρίς να εφαρµόζεται στη περίπτωση αυτή η διάταξη του άρθρου 943 ΑΚ κατά την οποία η διάρρηξη ενεργεί µόνο υπέρ των δανειστών που προσέβαλλαν την απαλλοτρίωση. Ο πτωχευτικός νόµος προσέγγισε το άρθρο 939 ΑΚ µε τη ρύθµιση του άρθρου 44 ΠτΚ, προβλέποντας την ανάκληση των δόλιων πράξεων του οφειλέτη. Έτσι, πράξεις που έγιναν από τον οφειλέτη πριν την ύποπτη περίοδο, είναι δυνατό να προσβληθούν από το σύνδικο µόνο, και όχι ατοµικά από κάθε δανειστή, σύµφωνα µε τις γενικές διατάξεις του άρθρου 939 επ. ΑΚ ή σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 44 ΠτΚ (εφόσον βεβαίως έλαβαν χώρα εντός της τελευταίας πενταετίας προ της πτώχευσης) 29 30.. Η συνταγµατικότητα του θεσµού της πτωχευτικής ανάκλησης. Ένα ζήτηµα που έχει απ ασχολήσει ιδιαίτερα, είναι η συµβατότητα της πτωχευτικής ανάκλησης µε το Σύνταγµα και ειδικότερα µε το άρθρο 17 του Συντάγµατος. Στο άρθρο 17 παρ. 1 Σ. κατοχυρώνεται το ατοµικό δικαίωµα της ιδιοκτησίας ως πτυχή της ευρύτερης έννοιας της οικονοµικής ελευθερίας. Η συνταγµατική κατοχύρωση του ατοµικού δικαιώµατος συνεπάγεται την ελευθερία του ατόµου να χρησιµοποιεί και να διαθέτει την ιδιοκτησία του. Επιπλέον όµως, στο άρθρο 17 Σ. κατοχυρώνεται και η 28. Βλ. Ρόκα Κ., ό.π., σελ 214, Γκολογκίνα Οικονόμου Ε., ό.π., σελ. 276 επ. 29. Σε περίπτωση πτώχευσης οφειλέτη εμπόρου και συνύπαρξης αγωγής διάρρηξης για καταδολιευτικές απαλλοτριώσεις που έγιναν από τον οφειλέτη, πρέπει να διακρίνουμε τις εξής περιπτώσεις: α) αν κατά την κήρυξη της πτώχευσης η δίκη περί διάρρηξης από δανειστή ήταν εκκρεμής και αφορά στοιχείο της πτωχευτικής περιουσίας η δίκη διακόπτεται βιαίως (άρθρο 286 γ ΚΠολΔ) και αναλαμβάνεται από το σύνδικο που ενεργεί προς το συμφέρον της ομάδας των πιστωτών β) μετά την κήρυξη της πτώχευσης σε αγωγή διάρρηξης απαλλοτρίωσης που είχε γίνει πριν την κήρυξη της πτώχευσης νομιμοποιείται μόνο ο σύνδικος που ενεργεί προς το συμφέρον της ομάδας των πιστωτών και όχι καθένας από τους πιστωτές και γ) μετά την περάτωση της πτώχευσης η αγωγή διάρρηξης μπορεί να ασκηθεί από κάθε νομιμοποιούμενο δανειστή και εφόσον βεβαίως δεν έχει παραγραφεί η περί διαρρήξεως αγωγή (5ετία από την απαλλοτρίωση), αν πάλι ήταν εκκρεμής μπορεί να συνεχιστεί από τους δανειστές, εφόσον θα είχαν, πριν την κήρυξη της πτώχευσης, δικαίωμα έγερσης της σχετικής αγωγής. Βλ. Κοτσίρη Λ., παρατ. στην ΑΠ 1/2006, ΕΕμπΔ 2006, 438. Βλ. και ΜΠρΣερ 440/1994, Αρμεν. 1995, 48. 30. Ως προς τις πράξεις του οφειλέτη κατά την ύποπτη περίοδο γίνεται δεκτή από τη νομολογία και τη θεωρία η δυνατότητα του συνδίκου να κάνει χρήση κατά βούληση τόσο των διατάξεων της πτωχευτικής ανάκλησης, όσο και εκείνων της αγωγής διάρρηξης. Βλ. ΑΠ 1/2006 ΝοΒ 2006, 823 = ΧρΙΔ 2006, 414, ΑΠ 162/1961 ΕΕΝ 28, 650, Γκολογκίνα Οικονόμου Ε., Παρατηρ. στην ΕφΘεσ 1962/1992, ΕπισκΕΔ 1995, 371 επ., Γεωργακόπουλο Λ., ό.π., σελ. 147, Λιακόπουλο Α., ό.π., σελ. 95, Δεληγιάννη Ι. Κορνηλάκη Π., Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, τομ. ΙΙΙ, 1992, σελ. 377 επ., Αναστασιάδη Η., ό.π., τομ. ΙΙΙ, σελ. 193 επ., Λεβαντή Ε., ό.π., σελ. 112 επ. Αντίθετος ο Δυοβουνιώτης Γ., Σύστημα του Ελληνικού Πτωχευτικού Δικαίου, τομ. Ι, β έκδ., 1934, τομ. ΙΙ, β έκδ., 1935, σελ. 343, ο οποίος δέχεται την εφαρμογή των διατάξεων για την παυλιανή αγωγή επί πράξεων της ύποπτης περιόδου, μόνο εάν δεν μπορούν να εφαρμοστούν οι διατάξεις για την πτωχευτική ανάκληση, ενώ κατά τον Σωτηρόπουλο Γ., ό.π., σελ. 104 επ., ο σύνδικος νομιμοποιείται να ασκήσει μόνο την πτωχευτική ανάκληση, ενώ δεν μπορεί να ασκήσει την αγωγή διάρρηξης των άρθρων 939 επ. ΑΚ.
Σελίδα 12 θεσµική εγγύηση της ιδιοκτησίας, καθώς τίθεται υπό την προστασία του Κράτους. Αυτό καθιερώνει ανάµεσα στα άλλα την υποχρέωση του κοινού νοµοθέτη να θεσπίσει έναν εγγυηµένο χώρο ύπαρξης και λειτουργίας του δικαιώµατος 31. Η συνταγµατική προστασία του δικαιώµατος στην ιδιοκτησία δεν είναι ωστόσο απόλυτη, αλλά εξειδικεύεται και περιορίζεται τόσο από τον συντακτικό, όσο και από τον κοινό νοµοθέτη στο πλαίσιο στάθµισης και άλλων αντιτιθέµενων συµφερόντων, µε βάση πάντα την αρχή της αναλογικότητας 32. Με την πτωχευτική ανάκληση ανατρέπεται εκ των υστέρων µία πράξη που διενεργήθηκε πριν την κήρυξη της πτώχευσης, γεγονός που συνεπάγεται επέµβαση στην περιουσιακή κατάσταση του τρίτου (καθ ου η πτωχευτική ανάκληση) και περιορισµό της εξουσίας διάθεσης 33. Η πτωχευτική ανάκληση αποτελεί θεµιτή µορφή περιορισµού/οριοθέτησης της ιδιοκτησίας, καθώς µέσω αυτής δίνεται από τον κοινό νοµοθέτη προτεραιότητα σε ιδιωτικά συµφέροντα χρήζοντα προστασίας 34. Συγκεκριµένα, ως προς τις ανακλητέες πράξεις των άρθρων 43, 44 και 47 ΠτΚ η γνώση των κατά περίπτωση κρίσιµων περιστατικών από το πρόσωπο, κατά του καθ ου η ανακλητική αξίωση, δικαιολογεί τον περιορισµό του δικαιώµατος ιδιοκτησίας, µε την µορφή του περιορισµού της εξουσίας διάθεσης του οφειλέτη. Στις πράξεις υποχρεωτικής ανάκλησης του άρθρου 42 ΠτΚ, το στοιχείο που δικαιολογεί τον περιορισµό της ιδιοκτησίας, είναι το αµάχητα τεκµαιρόµενο επιζήµιο της συναλλαγής, καθώς και ο «ανώµαλος» χαρακτήρας αυτής 35. Το ζήτηµα απασχόλησε ιδιαίτερα και το Γερµανικό Συνταγµατικό ικαστήριο, το οποίο δέχτηκε ότι η πτωχευτική ανάκληση είναι θεσµός συνταγµατικός, διότι από το άρθρο 14, 1 του Γερµανικού Συντάγµατος (εγγύηση της ιδιοκτησίας), δεν προκύπτει συνταγµατική επιταγή για αναγνώριση της περιουσιακής κτήσης από τον οφειλέτη ως οριστικής και απρόσβλητης. Ανήκει στο νοµοθέτη να ορίσει σε ποια έκταση δικαιούται ο δανειστής να επέµβει και κατ αυτόν τον τρόπο να καθορίσει το περιεχόµενο της ιδιοκτησίας 36. 31. Βλ. αναλυτικά Δρόσο Ι., Συνταγματικοί περιορισμοί της ιδιοκτησίας και αποζημίωση, 1997, Χρυσόγονο Κ., Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 3 η έκδ., 2006, κεφ. 4 ο, 24, σελ. 361 επ. 32. Βλ. Κασιμάτη Γ., Τα συνταγματικά όρια της ιδιοκτησίας, 1972, σελ. 25 επ., Γέροντας Α., Δημόσιο Οικονομικό Δίκαιο, 2002, σελ. 418. 33. Βλ. Κασιμάτη Γ., Η συνταγματική έννοια της ιδιοκτησίας και η διεύρυνσις αυτής, ΕΔΔΔ 1974, 201 επ. 34. Βλ. Δαγτόγλου Π., Συνταγματικό δίκαιο, Ατομικά δικαιώματα, τομ. Α, Β, 1991, σελ. 908, υποσημ. 3. 35. Βλ. Σωτηρόπουλο Γ., ό.π., σελ. 66. 36. Βλ Κοτσίρη Λ., Πτωχευτικό Δίκαιο, 7 η έκδ., 2008, ό.π., σελ 379 επ., με τις εκεί παραπομπές.
Σελίδα 13 Ε. Αλλοδαπά δίκαια Σε όλα τα προσφάτως αναθεωρηθέντα σύγχρονα πτωχευτικά δίκαια, οι ρυθµίσεις για την πτωχευτική ανάκληση κατέχουν εξέχουσα θέση, είναι δε διαρκής η προσπάθεια των εθνικών νοµοθετών να εκσυγχρονίζουν το σχετικό νοµοθετικό πλαίσιο, ούτως ώστε να ανταποκρίνεται κατά τρόπο αποτελεσµατικότερο στις διαρκώς εξελισσόµενες συναλλακτικές ανάγκες και πρακτικές. Ειδικότερα, το πλέον σύνθετο, αναλυτικό και πλήρες σύνολο διατάξεων για την προστασία της πτωχευτικής περιουσίας από πράξεις που έλαβαν χώρα πριν από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας, αποτελεί το γερµανικό δίκαιο της πτωχευτικής ανάκλησης («Insolvenzanfechtung»), που καταλαµβάνει τις 129-147 InsO. Ας σηµειωθεί άλλωστε ότι το γερµανικό δίκαιο για την αφερεγγυότητα αποτέλεσε ένα από τα αλλοδαπά πρότυπα στο οποίο στηρίχθηκε ο ελληνικός Πτωχευτικός Κώδικας. Αντιθέτως, το γαλλικό δίκαιο της πτωχευτικής ανάκλησης («nullité») υστερεί καταφανώς σε ποιότητα σε σύγκριση µε άλλα σύγχρονα πτωχευτικά δίκαια, καθώς δεν έχει ακολουθήσει τις ανάγκες της σύγχρονης συναλλακτικής πραγµατικότητας, παρουσιάζει όµως ενδιαφέρον, καθώς οργανώνεται κατά τρόπο που οµοιάζει στα προϊσχύσαν ελληνικό δίκαιο (537-540 ΕµπΝ). Οι σχετικές διατάξεις του γαλλικού δικαίου για την πτωχευτική ανάκληση περιλαµβάνονται στα Art. L. 632-1 έως Art. L. 632-4 του γαλλικού Code de commerce ( CHAPITRE II, De la nullité de certains actes ). ιατάξεις σχετικά µε την ανατροπή επιζήµιων πράξεων του οφειλέτη που ενήργησε πριν κήρυξη της πτώχευσής του περιλαµβάνονται επιπλέον τόσο στο αγγλικό δίκαιο (στην Insolvency Act του 1986), όσο και στο οµοσπονδιακό δίκαιο των Η.Π.Α. και συγκεκριµένα στο 5 ο Κεφάλαιο (Chapter 5, Creditors, the Debtor and the Estate), υποκεφάλαιο ΙΙΙ (Subchapter III, The Estate) του αµερικανικού «Bankruptcy Code» 37. Ιδιαίτερης αναγνώρισης ως νοµοθετικό πρότυπο χαίρει διεθνώς ο νοµοθετικός οδηγός της Επιτροπής για το ιεθνές Εµπορικό ίκαιο των Ηνωµένων Εθνών (United Nations Commission on International Trade Law - UNCITRAL) για το πτωχευτικό δίκαιο του έτους 2004. Με τον εν λόγω νοµοθετικό οδηγό, µε τον οποίο επιδιώκεται κατά το δυνατό- η επίτευξη νοµοθετικής οµοιοµορφίας σε διεθνές επίπεδο, αφενός κωδικοποιούνται τα διάφορα εθνικά πτωχευτικά κείµενα και αφετέρου διατυπώνονται νοµοθετικές προτάσεις προς τους εθνικούς νοµοθέτες. Οι προτάσεις αυτές, οι οποίες ονοµάζονται «Συστάσεις» («Recommendations»), έχουν περισσότερο τον χαρακτήρα κατευθυντήριων γραµµών, προτρέποντας τον εκάστοτε νοµοθέτη να παρέµβει ρυθµιστικά σε συγκεκριµένα ζητήµατα προς ορισµένη κατεύθυνση, ενώ λιγότερο έχουν 37. Για τις ρυθμίσεις των αλλοδαπών δικαίων βλ. αναλυτικά Σωτηρόπουλο Γ., ό.π., κεφ. 1, υπό IV, σελ. 21 επ., όπου και περαιτέρω παραπομπές στην ξένη βιβλιογραφία.
Σελίδα 14 τον χαρακτήρα αυστηρά προκαθορισµένων ρυθµίσεων συγκεκριµένου περιεχοµένου 38. Στο ζήτηµα της πτωχευτικής ανάκλησης είναι αφιερωµένες οι Συστάσεις υπ αριθ. 87 έως 99, τις οποίες σε µεγάλο βαθµό, εάν όχι πλήρως, έχει υιοθετήσει ο ισχύον Πτωχευτικός Κώδικας. Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Τ Ρ Ι Τ Ο ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΗΣ ΑΝΑΚΛΗΣΗΣ Α. Έννοια της πτωχευτικής ανάκλησης. Ως πτωχευτική ανάκληση, µπορεί να χαρακτηριστεί ο ιδιαίτερος νοµικός θεσµός του πτωχευτικού δικαίου, που ως περιεχόµενο έχει το µέσο, τη διαδικασία και το αποτέλεσµα της ανατροπής πράξεων του πτωχεύσαντα οφειλέτη, οι οποίες συντελέσθηκαν µέσα στην ύποπτη περίοδο ή εντός της τελευταίας πενταετίας πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, εφόσον αυτές οι πράξεις είναι επιζήµιες για την οµάδα των πιστωτών, περιέχουν δηλαδή είτε απαλλοτρίωση, είτε ικανοποίηση ή εξασφάλιση πιστωτή σε βάρος των λοιπών και υπό τους λοιπούς όρους του νόµου 39. Με τον υπό κρίση θεσµό, λοιπόν, αναγνωρίζεται ανακλητική αξίωση, ασκούµενη µε αγωγή από το σύνδικο (και κατ εξαίρεση από τον πτωχευτικό πιστωτή), για την προσβολή (ανάκληση) επιζήµιων πράξεων του οφειλέτη µέσα στην ύποπτη περίοδο, µε σκοπό την αναµεταβίβαση στην πτωχευτική περιουσία περιουσιακού στοιχείου του πτωχού που περιήλθε µε την ανακαλούµενη πράξη σε τρίτο 40. Συνοπτικά, ως στοιχεία που συγκροτούν την έννοια της πτωχευτικής ανάκλησης θα µπορούσαν να αναφερθούν τα παρακάτω: α) Αξίωση ανακλητική, η οποία ανήκει στην πτωχευτική περιουσία. β) Αφορά ανάκληση, δηλαδή ανατροπή επιζήµιας πράξεως του οφειλέτη πτωχεύσαντος, που επιχειρήθηκε από αυτόν εντός της ύποπτης περιόδου και αφορούσε περιουσιακά στοιχεία, τα οποία θα είχαν άλλως περιληφθεί στην πτωχευτική περιουσία. «Επιζήµια» είναι µία πράξη αν κατά οποιοδήποτε τρόπο επηρεάζει δυσµενώς τη θέση των πτωχευτικών πιστωτών και τις δυνατότητες ικανοποίησής τους. γ) Η ανακλητική αξίωση ασκείται µε αγωγή ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου. δ) Ενάγων είναι ο σύνδικος και κατ εξαίρεση πτωχευτικός πιστωτής. 38. Βλ. αναλυτικά Μουσταΐρα Ε., Οι εργασίες της UNCITRAL σχετικά με τις διαδικασίες αφερεγγυότητας, εις τιμ. τομ. Κοτσίρη Λ., 2004, 719, σελ. 736 επ., Σωτηρόπουλο Γ., ό.π., κεφ. 1, υπό Στ, σελ. 39 επ. 39. Για τον ορισμό βλ. Ψυχομάνη Σπ., Πτωχευτικό Δίκαιο, γ έκδ., 2007, ό.π., σελ. 197. 40. Βλ. Σπυριδάκη Ι., ο.π. σελ. 251.
Σελίδα 15 ε) Εναγόµενος είναι ο αντισυµβαλλόµενος του πτωχού, δηλαδή ο λαβών µέρος στην υπό ανάκληση πράξη (καθώς και οι καθολικοί διάδοχοί του ή οι κακόπιστοι ειδικοί διάδοχοί του). στ) Η ανάκληση, ανάλογα µε την πράξη στην οποία αφορά, µπορεί να είναι υποχρεωτική ή δυνητική για το πτωχευτικό δικαστήριο. ζ) Συνέπεια της ανακλήσεως είναι η υποχρέωση του αντισυµβαλλοµένου του πτωχού να αναµεταβιβάσει στην πτωχευτική περιουσία το αποκτηθέν µε την ανακληθείσα πράξη περιουσιακό στοιχείο. Β. Νοµική φύση της πτωχευτικής ανάκλησης. Η νοµική φύση της πτωχευτικής ανάκλησης αποτελούσε, πριν την εισαγωγή του ισχύοντος Πτωχευτικού Κώδικα, ένα από τα πλέον αµφιλεγόµενα ζητήµατα του πτωχευτικού δικαίου, για το οποίο έχουν διατυπωθεί αρκετές απόψεις, εµπνευσµένες από τη γερµανική κυρίως θεωρία. Οι κυριότερες από αυτές είναι οι ακόλουθες 41 : - Η θεωρία της «εµπράγµατης φύσης της ανάκλησης» 42, σύµφωνα µε την οποία, το δικαίωµα της ανάκλησης είναι διαπλαστικό, όπως ακριβώς και το δικαίωµα ακύρωσης του αστικού δικαίου. Με την ανάκληση, οι µέχρι τότε ισχυρές νοµικές πράξεις ή δικαιοπραξίες ανατρέπονται και ακυρώνονται. Σύµφωνα λοιπόν µε τη διαπλαστική φύση του δικαιώµατος, εάν η ανατρεπόµενη δικαιοπραξία είναι εµπράγµατη, επίσης εµπράγµατη θα είναι και η ενέργεια της ανατροπής. Έτσι, κατά τη θεωρία αυτή, η ανάκληση µεταβίβασης πράγµατος ή απαίτησης θα έχει σαν συνέπεια την επαναφορά π.χ. της κυριότητας ή της απαίτησης στην πτωχευτική περιουσία 43. Ο σύνδικος εποµένως θα ενεργεί κατά του συναλλαγέντος µε τον οφειλέτη σαν να µην είχε λάβει χώρα η πράξη αυτή, π.χ. θα ασκεί διεκδικητική αγωγή. - Κατά τη θεωρία της «αποχωριστικής ενέργειας της ανάκλησης», το υποκείµενο στην πτωχευτική ανάκληση στοιχείο ανήκει κατά την αξία του στην πτωχευτική περιουσία. Λόγω της πτωχευτικής διαδικασίας, καθίσταται αναγκαίο η νοµική κατάσταση να προσαρµοσθεί στην οικονοµική. Με την επαναφορά του αντικειµένου που µεταβιβάστηκε αίρεται η διάσταση αυτή µεταξύ τύπου και ουσίας του ανήκειν. Συνεπώς, κατά τους υποστηριχτές της εν λόγω θεωρίας, πρέπει να δοθεί στην ανάκληση ενέργεια αποχωρισµού, δηλαδή ενέργεια εµπράγµατη. - Κατά τη θεωρία της «υπεγγυότητας», η οποία τα τελευταία χρόνια είναι ιδιαίτερα δηµοφιλής στη Γερµανία, εφόσον συντρέξουν οι κατά περίπτωση προϋποθέσεις για την 41. Για τις διατυπωθείσες θεωρίες βλ. αναλυτικά Κοτσίρη Λ., ό.π., υπό 2, σελ. 383 επ., Σωτηρόπουλο Γ., ό.π., κεφ. 4, σελ. 107 επ. 42. Βλ. Ροδόπουλο Α., ό.π.. 43. Βλ. ΕφΠατρ 650/1997 ΔΕΕ 1997, 1091 (υπό το προϊσχύσαν δίκαιο).
Σελίδα 16 πτωχευτική ανάκληση πράξεων, γίνεται δεκτό ότι ναι µεν η διαθετική δικαιοπραξία παραµένει ισχυρή, οπότε το πράγµα εξακολουθεί να βρίσκεται στην κυριότητα του τρίτου, όµως, από πλευράς υπεγγυότητας, το πράγµα θεωρείται ότι ως αξία ουδέποτε εξέφυγε της περιουσιακής σφαίρας του οφειλέτη, οπότε εξακολουθεί και µετά τη µεταβίβαση να παραµένει υπέγγυο απέναντι στους πτωχευτικούς πιστωτές του οφειλέτη. Με άλλα λόγια, κατά τη θεωρία της υπεγγυότητας, το περιουσιακό στοιχείο στο οποίο αφορά η πτωχευτική ανάκληση θεωρείται αναδροµικά ότι δεν έχει εκφύγει «υπεγγυητικώς» της πτωχευτικής περιουσίας, αλλά ως αξία και αντικείµενο ευθύνης εξακολουθεί να αποτελεί τµήµα αυτής. Προς εξυπηρέτηση των σκοπών της πτώχευσης και µε το δεδοµένο ότι το κύρος της ανακλητέας δικαιοπραξίας δεν θίγεται, ο νόµος εξοπλίζει ρητά το σύνδικο µε ενοχική αξίωση, η οποία ανάλογα µε το είδος της προσβαλλόµενης πράξης αποσκοπεί στην αποκατάσταση της πρότερης κατάστασης (αποδίδεται δηλαδή το αντικείµενο που παρανόµως εξέφυγε). Η σηµασία της διατήρησης της υπεγγυότητας υπέρ των πιστωτών του οφειλέτη καταδεικνύεται στην περίπτωση επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του τρίτου από δανειστές του ή σε περίπτωση πτώχευσης του τρίτου, οπότε στη µεν πρώτη περίπτωση ο σύνδικος µπορεί να ασκήσει την ανακοπή του άρθρου 936 ΚΠολ, στη δε δεύτερη περίπτωση γίνεται δεκτή η δυνατότητα πτωχευτικού αποχωρισµού υπέρ των πτωχευτικών πιστωτών της πτώχευσης του οφειλέτη 44. - Τέλος, κατά την κρατούσα και ορθότερη θεωρία, το δικαίωµα ανάκλησης αποτελεί «ενοχική αξίωση», που γεννιέται άµεσα µε την κήρυξη της πτώχευσης, προς απόδοση της παροχής, η οποία µε την ανακαλούµενη πράξη εξήλθε της περιουσίας του οφειλέτη 45. Αυτή η ενοχική αξίωση δηµιουργείται ευθέως από το νόµο. Πρόκειται δηλαδή για ενοχική σχέση εκ του νόµου µεταξύ του συνδίκου ως οργάνου τη πτώχευσης και του καθ ου η ανάκληση. Η πτωχευτική ανάκληση δεν είναι διαπλαστικό δικαίωµα, όπως η ακυρωσία του αστικού δικαίου 46, ούτε έχει εµπράγµατη ή αποχωριστική ενέργεια, αλλά αποτελεί πραγµάτωση ενοχικής αξίωσης προς απόδοση 47. Ο νέος Πτωχευτικός Κώδικας υιοθέτησε στις ρυθµίσεις του την τελευταία αυτή άποψη. 44. Την άποψη αυτή υποστηρίζει ο Σωτηρόπουλος Γ., ό.π., κεφ. 4, υπό Γ, σελ. 122 επ., όπου και περαιτέρω παραπομπές στη γερμανική κυρίως θεωρία και νομολογία. 45. Την άποψη αυτή υποστηρίζουν Κοτσίρης Λ., ό.π., σελ. 384, Ρόκας Κ., ό.π., σελ. 230, ιδίως υποσημ. 18, Ρόκας Ν., ό.π., σελ. 39, Στίγκας Θ., Δίκαιο Πτώχευσης και εξυγίανσης, Σχόλια Νομολογία, 2005, σελ. 37, Ψυχομάνης Σπ., ό.π., σελ. 197 επ., Σπυριδάκης Ι., ό.π., σελ. 252 επ. Αντίθετος ωστόσο ο Αναστασιάδης Η., Ελληνικόν Εμπορικόν Δίκαιον, τομ. 3, έκδ. β, 1938, σελ. 196 επ. Από τη νομολογία Βλ. ΑΠ 859/1974 ΕΕΔ κστ 486, ΝοΒ 1975, 483, ΑΠ 230/1973 ΕΕΔ κδ 579. 46. Βλ. όμως ΑΠ 859/1974 ΝοΒ 1975, 483, κατά την οποία, στο προγενέστερο δίκαιο, η κατ άρθρο 538 ΕΝ ανατροπή αποτελούσε περίπτωση καθαρής ακυρωσίας. 47. Βλ. ΑΠ 533/2003 ΕΕμπΔ 2003/688 (καθεστώς ΕμπΝ), κατά την οποία, σε μεταβίβαση ακινήτου που έλαβε χώρα κατά την ύποπτη περίοδο και στη συνέχεια απαγγέλθηκε η δυνητικώς απαγγελλόμενη
Σελίδα 17 Γ. Συνέπειες της ενοχικής φύσης της πτωχευτικής ανάκλησης. Κατά τη διάταξη του το άρθρου 48 παρ. 1 ΠτΚ «οι πράξεις που έγιναν στην ύποπτη περίοδο ανακαλούνται µε απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου». Από τη ρύθµιση καθίσταται εποµένως σαφές ότι οι πράξεις αυτές είναι ανακλητές και όχι αυτοδικαίως άκυρες. Η ανακλητική αξίωση, έχοντας φύση ενοχικής αξίωσης κατευθυνόµενης προς παροχή και όχι φύση διαπλαστικού δικαιώµατος, δεν µπορεί να ασκηθεί µε απλή δήλωση του συνδίκου. Σε κάθε περίπτωση, η ανάκληση ασκείται µε αγωγή, ένσταση, αντένσταση ή ανταγωγή. Η ανάκληση οποιασδήποτε πράξης απαιτεί δικαστική απόφαση, η οποία επιφέρει ως συνέπεια γεννά την υποχρέωση του εναγοµένου τρίτου να επαναµεταβιβάσει στην πτωχευτική περιουσία την παροχή που έλαβε από τον πτωχεύσαντα µε βάση την ανακαλούµενη πράξη 48. Ακόµη και για τις πράξεις του άρθρου 42 ΠτΚ (πράξεις υποχρεωτικής ανάκλησης), το δικαστήριο επιλαµβάνεται, µε την έννοια ότι στερείται οποιασδήποτε διακριτικής ευχέρειας, περιοριζόµενο µόνο στη διαπίστωση της φύσης και του χρόνου διενέργειας της πράξης. Αυτή ακριβώς η διαπίστωση των προϋποθέσεων του άρθρου 42 ΠτΚ κάνει τη δικαστική παρέµβαση αναγκαία. Εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 42 ΠτΚ, η ανάκληση είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο 49. Το δικαίωµα εποµένως της πτωχευτικής ανάκλησης αποτελεί ενοχική αξίωση, που πηγάζει απευθείας εκ του νόµου, µε φορέα δικαιούχο το σύνδικο, ως όργανο της πτώχευσης και υπόχρεο τον τρίτο, κατά του οποίου στρέφεται η ανάκληση. Λόγω της ενοχικής φύσης του δικαιώµατος, εφαρµόζονται οι ισχύουσες διατάξεις του Αστικού Κώδικα περί ενοχικών αξιώσεων, όπως λ.χ. οι σχετικές µε την απόσβεση των ενοχών (άρθρα 416 επ. ΑΚ), την υπερηµερία οφειλέτη και δανειστή (άρθρα 340, 349 ΑΚ) κτλ. Η µη αδικοπρακτική φύση της ανακλητικής αξίωσης αποκλείει την εφαρµογή των σχετικών περί αδικοπραξιών διατάξεων, ιδιαίτερα των άρθρων 915, 918, 922, 923, 926 και 937 Α.Κ., εκτός βεβαίως εάν ο Πτωχευτικός Κώδικας ρητά παραπέµπει σε αυτές 50. Η πτωχευτική ανάκληση ενεργεί µεταξύ των µερών της ενοχικής σχέσης, δηλαδή µεταξύ του συνδίκου, ο οποίος ενεργεί προς το συµφέρον της οµάδας πιστωτών και του καθ ου η ανάκληση. Αντίθετα, µεταξύ οφειλέτη και καθ ου η ανάκληση, η πράξη παραµένει ισχυρή 51. Συνεπώς, εάν ο καθ ου υποχρεωθεί σε επαναµεταβίβαση του αντικειµένου που µεταβιβάστηκε από τον οφειλέτη, διατηρεί τα δικαιώµατά του κατά του ακυρότητα (με την έννοια της ανάκλησης) του 538 ΕΝ δεν ενεργεί εμπραγμάτως (δηλαδή δεν επανακάμπτει η κυριότητα στην περιουσία του οφειλέτη αυτόματα), αλλά απαιτείται επαναμεταβίβαση. 48. Βλ. Κοτσίρη Λ., ό.π., σελ. 384 επ., Ψυχομάνη Σπ., ό.π., σελ. 197. 49. Βλ. ΕφΘεσ 2021/1981, ΕλλΔικ 23 (1982), σελ. 232. 50. Βλ. Κοτσίρη Λ., ό.π. σελ 388. 51. Βλ. Λεβαντή Ε., ό.π., σελ. 115, Ψυχομάνη Σπ., ό.π., σελ. 201 επ. και από τη νομολογία ΑΠ 386/1997, Δ/νη 1997, 1847 = ΔΕΕ 1997, 973 = ΕΕμπΔ 1999, 126 = ΕΕΝ 1998, 544= ΝοΒ 1998, 1419