ÓÅÉÑÁ: ÌÉÊÑÇ ÐÕÎÉÄÁ TIÔËÏÓ ÐÑÙÔÏÔÕÐÏÕ: THE WAVE TRAVELLER Áðü ôéò Åêäüóåéò Bloomsbury, Ëïíäßíï 2007 TÉÔËÏÓ ÂÉÂËÉÏÕ: Ο ταξιδευτής των κυμάτων ÓÕÃÃÑÁÖÅÁÓ: Pearl Morrison ÌÅÔÁÖÑÁÓÇ ÊÅÉÌÅÍÏÕ: Μαίρη Γραμμένου ÅÐÉÌÅËÅÉÁ ÄÉÏÑÈÙÓÇ ÊÅÉÌÅÍÏÕ: Μαρία Μπανούση ÓÕÍÈÅÓÇ ÅÎÙÖÕËËÏÕ: Γιώργος Παζάλος ÇËÅÊÔÑÏÍÉÊÇ ÓÅËÉÄÏÐÏÉÇÓÇ: Μερσίνα Λαδοπούλου EÊÔÕÐÙÓÇ: Α. &. Φ. Δεληγιάννης Ο.Ε. ÂÉÂËÉÏÄÅÓÉÁ: Êùíóôáíôßíá Ðáíáãéþôïυ & ΣΙΑ Ο.Ε. Pearl Morrison, 2007 The moral rights of the author have been asserted. EÊÄÏÓÅÉÓ ØÕ ÏÃÉÏÓ Á.Å., ÁèÞíá 2008 Ðñþôç Ýêäïóç: Ιούνιος 2008 ÉSBN 978-960-453-396-1 Ôõðþèçêå óå áñôß åëåýèåñï çìéêþí ïõóéþí ëùñßïõ êáé öéëéêü ðñïò ôï ðåñéâüëëïí. To ðáñüí Ýñãï ðíåõìáôéêþò éäéïêôçóßáò ðñïóôáôåýåôáé êáôü ôéò äéáôüîåéò ôïõ Åëëçíéêïý Íüìïõ (Í. 2121/1993 ü- ðùò Ý åé ôñïðïðïéçèåß êáé éó ýåé óþìåñá) êáé ôéò äéåèíåßò óõìâüóåéò ðåñß ðíåõìáôéêþò éäéïêôçóßáò. Áðáãïñåýåôáé áðïëýôùò ç Üíåõ ãñáðôþò Üäåéáò ôïõ åêäüôç êáôü ïðïéïäþðïôå ôñüðï Þ ìýóï áíôéãñáöþ, öùôïáíáôýðùóç êáé åí ãýíåé áíáðáñáãùãþ, åêìßóèùóç Þ äáíåéóìüò, ìåôüöñáóç, äéáóêåõþ, áíáìåôüäïóç óôï êïéíü óå ïðïéáäþðïôå ìïñöþ (çëåêôñïíéêþ, ìç áíéêþ Þ Üëëç) êáé ç åí ãýíåé åêìåôüëëåõóç ôïõ óõíüëïõ Þ ìýñïõò ôïõ Ýñãïõ. ÅÊÄÏÓÅÉÓ ØÕ ÏÃÉÏÓ Á.Å. PSICHOGIOS PUBLICATIONS S.A. äñá: ÔáôïÀïõ 121 Head office: 121, Tatoiou Str. 144 52 Ìåôáìüñöùóç 144 52 Metamorfossi, Greece Âéâëéïðùëåßï: Ìáõñïìé Üëç 1 Bookstore: 1, Mavromichali Str. 106 79 ÁèÞíá 106 79 Áthens, Greece Ôçë.: 2102804800 Tel.: 2102804800 Telefax: 2102819550 Telefax: 2102819550 www.psichogios.gr www.psichogios.gr e-mail: info@psichogios.gr e-mail: info@psichogios.gr
ÌåôÜöñáóç: Μαίρη Γραµµένου
Το βιβλίο αυτό αφιερώνεται στους Κάμερον, Τζέμα, Τζέιμι και Κίρστεν Ευχαριστώ τους Σάρα Οντεντίνα, Τζόρτζια Μάρεϊ και Ίζαμπελ Φορντ, που βλέπουν πέρα απ τον ορίζοντα
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Tα Γκλίμπερ βρίσκονταν σε λήθαργο για εκατό χρόνια, βαθιά κάτω απ τη Βόρεια Θάλασσα, εκεί όπου ούτε το φως του ήλιου ούτε η λάμψη του φεγγαριού διατάρασσαν την ανάπαυσή τους. Φάλαινες, καρχαρίες και παράξενα ψάρια με μάτια νεκρά περιφέρονταν πάνω απ τις κελυφωτές ράχες τους και τα βυθισμένα συντρίμμια πολεμικών πλοίων κείτονταν κοντά στο μέρος που αναπαύονταν, αλλά αυτά συνέχιζαν να κοιμούνται, προστατευμένα από στρώσεις άμμου και λάσπης. Ίσως να κοιμόντουσαν για άλλα εκατό χρόνια, όμως η αλλαγή είχε ήδη αρχίσει. Το ολόγιομο φεγγάρι σκαρφάλωσε στον ουρανό του Φεβρουαρίου φέρνοντας μαζί του πλημμυρίδες και επικίνδυνα υπόγεια ρεύματα, αλλά η συνέπεια αυτής της αναταραχής έγινε έντονα αισθητή στο βυθό της θάλασσας, μακριά από τα ανθρώπινα βλέμματα. Η υδάτινη καταιγίδα σκούπισε την άμμο απ τα κελύφη των Γκλίμπερ και αυτά αναδύθηκαν απ το αναπαυτήριό τους κατά χιλιάδες, σε αλλεπάλληλες σειρές, η μία πίσω απ την άλλη. Ορισμένα έμοιαζαν με μαύ-
8 ÐÅÑË ÌÏÑÉÓÏÍ ρες στρογγυλές πέτρες στο μέγεθος ανθρώπινης παλάμης, ενώ άλλα έφταναν σε πλάτος μια βάρκα με κουπιά. Άνοιξαν αργά τα μικρά, στρογγυλά σαν του κάβουρα μάτια τους και ο βυθός του ωκεανού έμοιαζε να κινείται καθώς καθένα ανασηκώθηκε πάνω σε οκτώ ασταθή πόδια και στάθηκε προσοχή. Όταν η άμμος κατακάθισε στο βυθό, ένα Γκλίμπερ πρόβαλε ανάμεσά τους κρατώντας ένα πράσινο βότσαλο στη δαγκάνα του. Αυτό ήταν το σύνθημα που περίμενε ο στρατός. Ένας αιώνας είχε περάσει απ την τελευταία φορά που η θάλασσα τους κάλεσε να πολεμήσουν, τώρα όμως είχε έρθει ξανά η ώρα και τα Γκλίμπερ, με τις δαγκάνες τους σηκωμένες ψηλά, ξεκίνησαν τη μακρά και επικίνδυνη προέλασή τους βόρεια, προς το πεδίο μάχης του Γουέστερβοου.
ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΕΒ ΟΜΑ ΕΣ ΑΡΓΟΤΕΡΑ
1 Tην πρώτη φορά που ο Άρτσι Στρίνγκγουιντ άκουσε τον ήχο μιας μακρινής προελαύνουσας στρατιάς σκαρφάλωνε πάνω σ ένα βραχώδες ακρωτήριο, όπου ισχυρές παλίρροιες συναντιούνται, όμως δεν πορεύονται στρατεύματα. Στράφηκε γύρω περιμένοντας να δει ένα στρατό να προελαύνει, αλλά το μόνο που αντίκρισε ήταν ένας ασημένιος γλάρος που σέρφαρε στα ρεύματα του αέρα και τους γονείς του, οι οποίοι κοίταζαν επίμονα ένα κοίλωμα στους βράχους γεμάτο με θαλασσινό νερό. Πιο πέρα, η λευκή καθαρή άμμος απλωνόταν μέχρι το βάθος του ορίζοντα. Όμως ο ήχος της προέλασης συνεχιζόταν. Ο Άρτσι αποφάσισε ότι ήταν η ηχώ των κυμάτων που έσκαγαν στην άλλη πλευρά του ακρωτηρίου, γιατί τι άλλη εξήγηση θα μπορούσε να υπάρχει; Αλλά μια εβδομάδα αργότερα άκουσε τον ίδιο ήχο προέλασης ξανά. Ήταν ένα ήσυχο κυριακάτικο πρωινό κάτω στο λιμάνι του Γουέστερβοου και ψάρευε μαζί με τους φίλους του, τον
12 ÐÅÑË ÌÏÑÉÓÏÍ Τζορτζ και τον Σιντ. Μια ώρα είχε περάσει κι ούτε ένα ψάρι δεν είχε τσιμπήσει. Η απογοήτευση των αγοριών μεγάλωνε και απ το γεγονός ότι η παλίρροια είχε επιστρέψει. Ο Άρτσι έσκυψε πάνω στα κιγκλιδώματα του λιμανιού και το βλέμμα του καρφώθηκε στο καθαρό νερό. Ένα άδειο μπουκάλι λεμονάδας ξεχώρισε απ τη λάσπη, δίπλα σ ένα μαύρο παπούτσι που του έλειπαν τα κορδόνια, κι ένας μεγάλος όγκος από φύκια έπλεε προς την απέναντι προβλήτα, αλλά ψάρι δεν υπήρχε ούτε για δείγμα. Ο Άρτσι προσπάθησε να διατηρήσει την αισιοδοξία του. «Ίσως πρέπει να δοκιμάσουμε σε πιο βαθιά νερά», είπε. Όμως ούτε ο Σιντ ούτε ο Τζορτζ έδειξαν ενδιαφέρον. Η μόνη απάντηση ήρθε από έναν ασημένιο γλάρο που έκοβε βόλτες πάνω απ τα κεφάλια τους. Ήταν ένας μάλλον ταλαιπωρημένος γλάρος με μια ασυνήθιστη σειρά από μαύρα πούπουλα κάτω απ το ένα φτερό του. Έβγαλε ένα μακρόσυρτο κρώξιμο καθώς ο Άρτσι βάδιζε κατά μήκος του λιμανιού προς μια γλίστρα, * που θα τον οδηγούσε κάτω, στην άκρη του νερού. Το πρώτο πράγμα που παρατήρησε κοιτάζοντας την επιφάνεια της θάλασσας ήταν η αντανάκλασή του, ένα σκούρο περίγραμμα του εαυτού του που κινούνταν ήσυχα, και σήκωσε το χέρι του για να στρώσει την πεισματάρικη τούφα που πέταγε πάνω απ το δεξί αυτί του. Ύστερα ξάπλωσε μπρούμυτα, έσκυψε πάνω απ την άκρη ώσπου η μύτη του σχεδόν άγγιξε το νερό και εστίασε το βλέμμα του σε αυτό που βρισκόταν από κάτω. Δεν υπήρχαν καθόλου ψάρια, αλλά έκπληκτος αντίκρισε δύο μικρά ολοστρόγγυλα μαύρα μάτια να τον παρατηρούν έξω απ τα πυκνά, σαν * Ράμπα καθέλκυσης και ανέλκυσης μικρών σκαφών. (Σ.τ.Μ.)
Ο ΤΑΞΙΔΕΥΤΗΣ ΤΩΝ ΚΥΜΑΤΩΝ τοίχωμα πλεγμένα μεταξύ τους φύκια. Τα μάτια ήταν σαν γυάλινα και παράξενα υπνωτικά και καθώς ο Άρτσι έσκυψε περισσότερο προσπαθώντας να προσδιορίσει σε τι είδους πλάσμα ανήκαν αυτά τα μάτια, άλλο ένα ζευγάρι ματιών ξεπρόβαλε απ τα φύκια κι ύστερα άλλο ένα κι άλλο ένα, μέχρι που εκατοντάδες ζευγάρια μάτια τον κοιτούσαν επίμονα υπομονετικά, σαν να περίμεναν κάποιο σινιάλο. Ο Άρτσι συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να τραβήξει το βλέμμα του από πάνω τους. Αφουγκραζόταν έναν παράξενο, διαπεραστικό θρήνο και ακούγοντάς τον ένιωθε το μυαλό του ν αδειάζει σιγά σιγά. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν ότι το νερό τον καλούσε κοντά του, ότι έμοιαζε μ ένα μεγάλο, απαλό υδάτινο μαξιλάρι που περίμενε τον Άρτσι να ξαπλώσει επάνω του. Όσο αυτή η σκέψη πλημμύριζε το κεφάλι του, τόσο περισσότερο χαλάρωνε και καθώς τα μάτια του έκλειναν, αντιλήφθηκε μια σκιά να κινείται πάνω απ τη θάλασσα προς το μέρος του. Μια κρύα ανατριχίλα διαπέρασε το σώμα του, μια φωνή από πολύ μακριά τον κάλεσε με τ όνομά του και τότε το κεφάλι του γλίστρησε κάτω απ την επιφάνεια και όλα μαύρισαν.
2 OΆρτσι προσπάθησε ν ανοίξει τα μάτια του, αλλά δεν μπορούσε. Προσπάθησε να σηκώσει το κεφάλι του έξω απ το παγωμένο νερό, αλλά δεν μπορούσε. Είχε παραλύσει εντελώς και ήταν αδύνατον ν αντισταθεί στην αίσθηση ότι ένα φίδι έρπονταν στο σβέρκο του. Αλλά του άρεσε η σιωπή. Μια δυνατή στριγκλιά έφτασε στ αυτιά του κι ένιωσε νερό να τρέχει ψυχρό αέρα φωνές και άνοιξε τα μάτια του στο φως της ημέρας. Το πρόσωπό του αιωρούνταν πάνω απ την επιφάνεια της θάλασσας και το κεφάλι του πονούσε επειδή κάποιος τον τραβούσε απ τα μαλλιά. Θαλασσινό νερό έτρεχε στα μάγουλά του, έβγαινε απ τα ρουθούνια και τη μύτη του. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του και θυμήθηκε να αναπνεύσει όταν τον έβαλαν σε καθιστή στάση. «Τι πήγες να κάνεις;» τον ρωτούσε ο Τζορτζ. «Να πνιγείς;» Ο Άρτσι τίναξε το κεφάλι του και σταγόνες νερού πετάχτηκαν απ το πρόσωπο και τα μαλλιά του. Ανάσαινε με δυσκολία κι ύστερα βγήκαν οι λέξεις: «Τα είδατε;»
Ο ΤΑΞΙΔΕΥΤΗΣ ΤΩΝ ΚΥΜΑΤΩΝ «Πτώματα;» είπε ο Σιντ, που πάντοτε φοβόταν το χειρότερο. «Μάτια!» είπε ο Άρτσι. Έφτυσε αλμυρό νερό. «Εκατοντάδες μάτια!» Ο Σιντ έβγαλε ένα γκρίζο τσαλακωμένο χαρτομάντιλο απ την τσέπη του παντελονιού του. Τα φύλλα του φαίνονταν κολλημένα μεταξύ τους με κάτι ακατονόμαστο. Το έτεινε στον Άρτσι, ο οποίος αρνήθηκε την προσφορά προτιμώντας να χρησιμοποιήσει τα δάχτυλά του για να σκουπίσει το νερό που έσταζε απ τη φράντζα του. Στο μεταξύ ο Τζορτζ κοίταζε μέσα στη θάλασσα. «Δε βλέπω μάτια». Έριξε και ο Σιντ μια ματιά. «Ούτε εγώ», είπε. Ο Άρτσι σύρθηκε στην άκρη του νερού και κοίταξε ερευνητικά το σύμπλεγμα φυκιών. Τα μάτια είχαν εξαφανιστεί. «Αλλά ήταν εκεί», επέμεινε, «εκατοντάδες». Ο Τζορτζ σήκωσε το καλάμι του. «Μάλλον φύκια ήταν», αποφάσισε. «Πείνασα. Πάμε να φάμε κάτι; Ποιος θα έρθει;» Ο Σιντ δέχτηκε αμέσως, αλλά μια που δεν είχε καθόλου χρήματα, στράφηκε στον Άρτσι, ο οποίος σίγουρα θα του έδινε. «Θα έρθεις;» τον ρώτησε. Ο Άρτσι έγνεψε καταφατικά σκοπεύοντας να τους ακολουθήσει πίσω στη γλίστρα, όμως μια κίνηση κάτω απ το νερό τράβηξε την προσοχή του. Δεξιά κι αριστερά του εκατοντάδες ζευγάρια μάτια πρόβαλαν ξανά μέσα απ τα φύκια και βάλθηκαν να τον κοιτούν επίμονα. Ο Άρτσι ένιωσε να τον κυριεύει η ίδια υπνωτική αίσθηση. Προσπάθησε να φωνάξει τον Σιντ και τον Τζορτζ, όμως η φωνή του βγήκε σαν ψίθυρος και το κεφάλι του βάρυνε τόσο, που έγειρε κοντά στη θάλασσα. Εκείνη τη στιγμή άκουσε για δεύτερη φορά ένα στράτευμα να προχωρά. Ήταν ο ίδιος σταθερός ρυθ-
16 ÐÅÑË ÌÏÑÉÓÏÍ μός που είχε ακούσει στο Σημείο μια εβδομάδα νωρίτερα, μόνο που αυτή τη φορά η πορεία γινόταν κάτω απ το νερό και τώρα ξεχώριζε με βεβαιότητα τη χαρακτηριστική κλαγγή από πανοπλίες. Τα γυάλινα μάτια που τον κάρφωναν το άκουσαν κι αυτά και τινάχτηκαν μέσα στα φύκια προκαλώντας μικρές δίνες στην επιφάνεια του νερού. Η αίσθηση ύπνωσης εξαφανίστηκε επίσης και ο Άρτσι ανασηκώθηκε και αντίκρισε ένα γλάρο να πετά μπροστά του. Χτυπούσε άγρια τα φτερά του και όταν έκρωξε προειδοποιητικά, ο Άρτσι απομακρύνθηκε βιαστικά απ την άκρη του νερού. Το πουλί τότε γύρισε και πέταξε προς την κορυφή της γλίστρας, όπου ο Σιντ και ο Τζορτζ περίμεναν το φίλο τους και μετά από ένα ακόμα δυνατό κρώξιμο που αντήχησε στο λιμάνι ετοιμάστηκε να επιτεθεί. Ο Σιντ ήταν ο πρώτος που αντέδρασε. Κάλυψε το κεφάλι με τα χέρια του και βγάζοντας μια στριγκλιά πανικού άρχισε να τρέχει. Ωστόσο η γρήγορη φυγή του εμποδίστηκε απ τις γαλότσες του, που ήταν δύο νούμερα μεγαλύτερες. Ο Τζορτζ, με τα καινούργια αθλητικά του, τον προσπέρασε τραβώντας την κουκούλα του μπουφάν του πάνω στο κεφάλι του για να προστατευτεί κι έτρεξε προς την καφετέρια, στην κορυφή του λιμανιού. Ο Άρτσι άρπαξε το καλάμι του, στάθηκε στα πόδια του και άρχισε να τρέχει παρακολουθώντας το επιτιθέμενο πουλί με την άκρη του ματιού του. Ενώ τα αγόρια πλησίαζαν την πόρτα της καφετέριας, ο γλάρος ξαφνικά άλλαξε πορεία και πέταξε ψηλά, πάνω απ τις σκεπές, κατευθυνόμενος προς το λόφο, για να καταλήξει σ ένα μεγάλο σπίτι κοντά στην κορυφή. Ήταν ένα παλιό σπίτι με κισσό που σκαρφάλωνε πάνω στους τοίχους του, ένα ψηλό δέντρο στην
Ο ΤΑΞΙΔΕΥΤΗΣ ΤΩΝ ΚΥΜΑΤΩΝ πρόσοψη και μια μπρούντζινη ταμπέλα στο φράχτη του κήπου που έγραφε «Γουίντι Εντζ». Εκεί βολεύτηκε πάνω σε μια ραγισμένη καπνοδόχο, σε κοντινή απόσταση από ένα φεγγίτη κι αφού έκλεισε τα φτερά του, τέντωσε το λαιμό του κι έριξε μια διερευνητική ματιά μέσα στη σοφίτα, στο υπνοδωμάτιο του Άρτσι.