ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ 2009-2014 ΟΔΗΓΟΣ ΧΡΗΣΗΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ EL
Ο παρών οδηγός χρήσης έχει ως σκοπό να συνδράμει τους βουλευτές κατά την εφαρμογή του κώδικα δεοντολογίας για τους βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε θέματα οικονομικών συμφερόντων και σύγκρουσης συμφερόντων («ο Κώδικας») και κατά τη χρησιμοποίηση της δήλωσης οικονομικών συμφερόντων των βουλευτών («η Δήλωση»). Η εστίαση του παρόντος οδηγού βασίζεται σε ερωτήσεις των βουλευτών προς τη συμβουλευτική επιτροπή δεοντολογίας των βουλευτών («η Συμβουλευτική Επιτροπή»), καθώς και στις πρακτικές και αναλύσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Ο παρών οδηγός επεξηγεί τις διατάξεις του Κώδικα άρθρο προς άρθρο. Η Δήλωση καταρτίζεται σύμφωνα με το άρθρο 4, το οποίο αποτελεί τη νομική της βάση. Πέρα από τις πληροφορίες που περιέχονται στον παρόντα Οδηγό Χρήσης, οι βουλευτές δικαιούνται να ζητούν συμβουλές από τη Συμβουλευτική Επιτροπή σχετικά με την ερμηνεία και την εφαρμογή του Κώδικα και τη χρησιμοποίηση της Δήλωσης, κατά τρόπο εμπιστευτικό και εντός 30 ημερών. Οι αιτήσεις πρέπει να απευθύνονται, με ηλεκτρονικό μήνυμα ή επιστολή, στη γραμματεία της Συμβουλευτικής Επιτροπής: Advisory.Committee@europarl.europa.eu European Parliament Secretariat, Advisory Committee on the Conduct of Members rue Wiertz, 60 PHS 07B019 B-1047 Brussels Η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν ελέγχει ή εξετάζει τις δηλώσεις πριν από την υποβολή τους. Ωστόσο, η γραμματεία της Συμβουλευτικής Επιτροπής μπορεί να παράσχει επί τούτου τεχνική συνδρομή για τη συμπλήρωση της δήλωσης. EL 2
Άρθρα 1 & 2 Κατευθυντήριες αρχές και κύρια καθήκοντα των βουλευτών Οι βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου συμμορφώνονται με τα υψηλότερα δεοντολογικά πρότυπα και φροντίζουν να μη θίγουν την εικόνα του θεσμικού οργάνου κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Ενεργούν και ψηφίζουν σύμφωνα με τις πεποιθήσεις τους και υπέρ του γενικού οφέλους και δεν συνάπτουν ποτέ συμφωνία ή αναλαμβάνουν δέσμευση που περιορίζει την ψήφο τους ή την ελευθερία τους στα όργανα του Κοινοβουλίου. Στο ίδιο πνεύμα, το νομοθετικό έργο και η ψήφος των βουλευτών πρέπει να αποσκοπούν αποκλειστικά στο γενικό συμφέρον: δεν επιζητούν, αποδέχονται ή λαμβάνουν οποιαδήποτε οικονομική ή άλλη αμοιβή, ως αντάλλαγμα για το έργο τους, πέραν από τις αποδοχές και τις αποζημιώσεις που καταβάλλονται από το θεσμικό όργανο. Απαγορεύεται αυστηρά η αποδοχή χρηματικών ποσών ως αντάλλαγμα για την υποστήριξη ορισμένων κειμένων ή τροπολογιών ή για την άσκηση επιρροής σε όργανα του Κοινοβουλίου. Προκειμένου να διασφαλισθεί ο ανοικτός χαρακτήρας και η διαφάνεια, οιαδήποτε οικονομική υποστήριξη, σε προσωπικό ή σε υλικούς πόρους που παρέχεται σε βουλευτή από τρίτο στο πλαίσιο των πολιτικών δραστηριοτήτων του, δηλώνεται στο τμήμα (Ζ) της Δήλωσης (βλ. σελίδα 10 κατωτέρω), μαζί με την ένδειξη της ταυτότητας του τρίτου. Άρθρο 3 Συγκρούσεις συμφερόντων Ο Κώδικας Δεοντολογίας δεν απαγορεύει τις συγκρούσεις συμφερόντων αλλά επιδιώκει να διασφαλίσει ότι κάθε υπάρχουσα ή δυνητική σύγκρουση συμφερόντων δηλώνεται εγκαίρως και κατά τρόπο διαφανή από τον βουλευτή. Υφίσταται υπάρχουσα σύγκρουση συμφερόντων όταν ο βουλευτής έχει προσωπικό συμφέρον το οποίο μπορεί - αν και όχι αναγκαστικά - να επηρεάσει αθέμιτα την εκτέλεση των καθηκόντων του. EL 3
Υφίσταται δυνητική σύγκρουση όταν, για παράδειγμα, ένας βουλευτής καλείται να συμμετάσχει σε εξωτερική δραστηριότητα που θα μπορούσε να οδηγήσει σε υπάρχουσα σύγκρουση καθηκόντων. Δεν υφίσταται σύγκρουση καθηκόντων όταν ο βουλευτής απολαμβάνει κάποιο προνόμιο ως μέλος του γενικότερου κοινού ή μιας ευρύτερης κατηγορίας ατόμων. Για παράδειγμα επιδόματα ή προτιμησιακά επιτόκια που χορηγούνται συνήθως σε ηλικιωμένους πολίτες δεν αποτελούν αιτία σύγκρουσης καθηκόντων. Ομοίως, προνόμια που χορηγούνται για παράδειγμα, στους κατοίκους ορισμένων λιγότερο αναπτυγμένων περιοχών ή στα μέλη συγκεκριμένων εθνοτικών, θρησκευτικών ή κοινωνικών ομάδων δεν θεωρούνται δυνητικές αιτίες σύγκρουσης συμφερόντων. Όταν ένας βουλευτής αντιμετωπίζει υπάρχουσα ή δυνητική σύγκρουση συμφερόντων και δεν μπορεί να την επιλύσει οφείλει να τη γνωστοποιήσει εγγράφως στον Πρόεδρο. Οφείλει επίσης να τη γνωστοποιήσει, εγγράφως ή προφορικώς, στον πρόεδρο οποιουδήποτε οργάνου του Κοινοβουλίου στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες του οποίου συμμετέχει ο βουλευτής, διασφαλίζοντας κατά τον τρόπο αυτό τη μέγιστη δυνατή διαφάνεια και τη φήμη του θεσμικού οργάνου. Ωστόσο, δεν απαιτείται η κατά τον τρόπο αυτό γνωστοποίηση της σύγκρουσης συμφερόντων, εάν είναι ήδη εμφανής στη Δήλωση του βουλευτή. Άρθρο 4 Δήλωση των βουλευτών Προθεσμία υποβολής Κάθε βουλευτής συμπληρώνει, χρονολογεί, υπογράφει και υποβάλλει τη δήλωσή του στον Πρόεδρο, μέσω της Μονάδας Διοικητικών Θεμάτων των Βουλευτών (γραφεί ο PHS 07B019, email: Administration- Deputes@europarl.europa.eu): μετά τις εκλογές για την ανάδειξη του Κοινοβουλίου, έως το τέλος της πρώτης περιόδου συνόδου ή EL 4
εάν ο βουλευτής αναλαμβάνει καθήκοντα κατά τη διάρκεια της κοινοβουλευτικής περιόδου, εντός 30 ημερών από την ανάληψη των καθηκόντων του και πάντοτε εντός 30 ημερών από κάθε επερχόμενη αλλαγή, π.χ. μετά από κάθε τροποποίηση των οικονομικών συμφερόντων του βουλευτή, κατόπιν, λόγου χάρη, μεταβολής του μισθού ή της εντολής του, νέας εξωτερικής απασχόλησης, της απόκτησης συμμετοχής σε εταιρία, του διορισμού του σε εξωτερική επιτροπή, κ.λπ. ( ο παρών κατάλογος παραδειγμάτων είναι ενδεικτικός και όχι εξαντλητικός ). Δεν ισχύει πλέον η προηγούμενη υποχρέωση ενημέρωσης της Δήλωσης μόνο σε ετήσια βάση. Ασυμβίβαστο καθηκόντων Δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα, και συνεπώς η συμβουλευτική επιτροπή δεν είναι αρμόδια να καθορίζει εάν μία θέση ή εντολή που κατέχει βουλευτής είναι ασυμβίβαστη με τα καθήκοντά του ως βουλευτή. Το ζήτημα αυτό εμπίπτει στην Πράξη της 20ής Σεπτεμβρίου 1976 περί της εκλογής των αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με άμεση και καθολική ψηφοφορία και αποτελεί αρμοδιότητα της Νομικής Υπηρεσίας του Κοινοβουλίου. Συντάξεις γήρατος Οι συντάξεις γήρατος χορηγούνται εξ ορισμού σε πρόσωπα που δεν ασκούν πλέον επαγγελματική δραστηριότητα. Δεν θεωρούνται ούτε αμοιβή για δραστηριότητα σύμφωνα με το τμήμα (Α) της Δήλωσης, ούτε οικονομική υποστήριξη που χορηγείται από τρίτο σύμφωνα με το τμήμα (Ζ), και συνεπώς δεν απαιτείται να δηλώνονται. Τούτου λεχθέντος, οι βουλευτές έχουν πάντοτε τη δυνατότητα να δηλώνουν τις συντάξεις γήρατος στο τμήμα (Θ) της Δήλωσης, εφόσον το επιθυμούν. Νομίσματα και συναλλαγματικές ισοτιμίες Εάν τα ποσά που πρόκειται να δηλωθούν από βουλευτή είναι εκπεφρασμένα σε νόμισμα άλλο από το ευρώ, πρέπει να μετατρέπονται και να δηλώνονται σε ευρώ, χρησιμοποιώντας τη συναλλαγματική ισοτιμία που ισχύει κατά την ημέρα υποβολής της Δήλωσης στον Πρόεδρο. EL 5
Καθαρό / μικτό εισόδημα Η Δήλωση οικονομικών συμφερόντων δεν αποτελεί φορολογική δήλωση ή δήλωση εισοδήματος. Στόχος της είναι να διασφαλιστεί η μέγιστη δυνατή διαφάνεια έναντι των ευρωπαίων πολιτών. Δεδομένου ότι οι φορολογικές βάσεις και οι φορολογικοί συντελεστές διαφέρουν από το ένα κράτος μέλος στο άλλο, οι βουλευτές οφείλουν να δηλώνουν τα μικτά ποσά των εισοδημάτων τους. Κατηγορίες εισοδήματος Τα μηνιαία εισοδήματα που πρέπει να αναφέρονται στα διάφορα τμήματα της δήλωσης οικονομικών συμφερόντων διακρίνονται σε τέσσερις κατηγορίες: από 500 έως 1.000 ευρώ μηνιαίως από 1.001 έως 5.000 ευρώ μηνιαίως από 5.001 έως 10.000 ευρώ μηνιαίως και περισσότερα από 10.000 ευρώ μηνιαίως. Ως γενική αρχή, τα εισοδήματα που αντιστοιχούν σε συμφέροντα που γνωστοποιούνται σύμφωνα με τον Κώδικα θα πρέπει να δηλώνονται εκτός εάν νομικά ή συμβατικά κωλύματα παρεμποδίζουν τον βουλευτή να αποκαλύψει τις εν λόγω πληροφορίες. Απασχόληση, συμμετοχή σε διοικητικό συμβούλιο, δραστηριότητα, συμμετοχή σε εταιρία ή σύμπραξη που είτε δεν αμείβεται είτε αμείβεται με λιγότερα από 500 ευρώ μηνιαίως, θα πρέπει επίσης να δηλώνεται, χωρίς ωστόσο να απαιτείται ο προσδιορισμός κάποιας κατηγορίας εισοδήματος, εκτός εάν ο βουλευτής επιθυμεί να πράξει τούτο στο τμήμα (Θ) της Δήλωσης οικειοθελώς. Στις περιπτώσεις που το εισόδημα του βουλευτή δεν μπορεί να διαχωριστεί από το εισόδημα του/της συζύγου του (για παράδειγμα, σε περίπτωση συγκυριότητας επιχείρησης λόγω γάμου), δεν απαιτείται να δηλώνεται κατηγορία εισοδήματος, προκειμένου να διαφυλάσσεται ο εμπιστευτικός χαρακτήρας των προσωπικών δεδομένων του/της συζύγου. EL 6
Το έντυπο Δήλωσης Τμήμα (A) Κατά την υποβολή της Δήλωσης, ο βουλευτής δηλώνει όλες τις δραστηριότητες που έχει ασκήσει και κάθε συμμετοχή που είχε σε διοικητικό όργανο κατά τη διάρκεια των τριών ετών πριν από την κοινοβουλευτική περίοδο. Οι βουλευτές που έχουν εκλεγεί για πολλαπλές και διαδοχικές περιόδους θητείας θα πρέπει συνεπώς να δηλώνουν ότι διετέλεσαν βουλευτές κατά τη διάρκεια των τριών αυτών ετών. Τμήμα (B) Ο βουλευτής δηλώνει το μισθό που εισέπραξε λόγω εντολών σε οποιαδήποτε άλλα κοινοβούλια. Λαμβάνοντας υπόψη το άρθρο 2 των μέτρων εφαρμογής του Καθεστώτος των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (απόφαση του Προεδρείου της 19ης Μαΐου και 9ης Ιουλίου 2008), ο όρος «κοινοβούλιο» νοείται ως οιοδήποτε κοινοβούλιο με νομοθετικές εξουσίες, το οποίο είναι θεσπισμένο σε ένα κράτος μέλος και δεν αποτελεί εθνικό κοινοβούλιο. Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται τα ακόλουθα κοινοβούλια: στο Βέλγιο, τα κοινοβούλια των περιφερειών και κοινοτήτων στη Γερμανία, τα κοινοβούλια των ομόσπονδων κρατών στην Ισπανία, οι νομοθετικές συνελεύσεις των αυτόνομων κοινοτήτων στην Ιταλία, οι νομοθετικές συνελεύσεις των περιφερειών και των αυτόνομων επαρχιών του Trento και Bolzano στην Αυστρία, τα κοινοβούλια των ομόσπονδων κρατών στο Ηνωμένο Βασίλειο, το Σκωτικό Κοινοβούλιο, η Εθνική Συνέλευση για την Ουαλία και η Συνέλευση Βορείου Ιρλανδίας στη Φινλανδία, το Κοινοβούλιο του Åland στην Πορτογαλία, τα περιφερειακά κοινοβούλια των Αζορών και της Μαδέρας. Η Δήλωση πρέπει να υποβάλλεται ανεξάρτητα από το ύψος του μισθού. EL 7
Εάν ο βουλευτής ασκεί εντολή σε αντιπροσωπευτικό όργανο το οποίο δεν θεωρείται κοινοβούλιο, (για παράδειγμα σε επιτροπή δημοτικού ή περιφερειακού συμβουλίου), τα σχετικά εισοδήματα μπορούν να δηλώνονται, οικειοθελώς, στο τμήμα (Θ) της Δήλωσης. Ο όρος «μισθός» αναφέρεται σε τακτική πληρωμή ή αμοιβή και όχι σε περιοδικές αποζημιώσεις που εισπράττονται για την κάλυψη εξόδων που συνδέονται με τη συμμετοχή σε συνεδριάσεις, με δαπάνες ταξιδίου, κ.λπ., εκτός εάν οι αποζημιώσεις αυτές υπερβαίνουν σημαντικά τα όντως πραγματοποιηθέντα έξοδα και συνεπώς μπορεί να συναχθεί ευλόγως ότι περιλαμβάνουν ένα στοιχείο αμοιβής. Οι περιστασιακές αποζημιώσεις δηλώνονται στο τμήμα (Ζ) εφόσον συνιστούν μορφή οικονομικής υποστήριξης που χορηγείται στο πλαίσιο των πολιτικών δραστηριοτήτων του βουλευτή. Τμήμα (Γ) Η έκφραση «αυτοαπασχολούμενο άτομο» πρέπει να ερμηνεύεται ευρέως και δεν περιορίζεται σε οποιαδήποτε συγκεκριμένα επαγγέλματα ή τομείς εργασίας. Η έκφραση χρησιμοποιείται προκειμένου να διευκρινιστεί ότι μία «τακτική αμειβόμενη δραστηριότητα» πρέπει να δηλώνεται ανεξάρτητα από την ύπαρξη οποιασδήποτε εργασιακής, συμβατικής ή άτυπης σχέσης μεταξύ του πληρωτή και του δικαιούχου της αμοιβής/βουλευτή. Οι βουλευτές δεν οφείλουν να δηλώνουν την κυριότητα εγγείων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων ή το εισόδημα που παράγεται από την κυριότητα αυτή, εκτός εάν το εν λόγω εισόδημα καταβάλλεται για την άσκηση δραστηριότητας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων την οποία αναλαμβάνει ο βουλευτής ως υπάλληλος ή αυτοαπασχολούμενος. Στην περίπτωση αυτή η δραστηριότητα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων δηλώνεται στο παρόν τμήμα. Ωστόσο, η κυριότητα εγγείων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων και/ή το εισόδημα που παράγεται από αυτήν θα πρέπει να δηλώνονται, εάν είναι τέτοιας κλίμακας ή σημασίας ώστε να συνιστούν οικονομικό συμφέρον που ενδέχεται να επηρεάσει την άσκηση των καθηκόντων του βουλευτή. Αυτό δηλώνεται στο τμήμα (H) της Δήλωσης. Στις περιπτώσεις όπου η κυριότητα εγγείων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων και/ή το εισόδημα που παράγεται από αυτήν δεν συνιστούν EL 8
οικονομικό συμφέρον που ενδέχεται να επηρεάσει την άσκηση των καθηκόντων του βουλευτή, μπορούν παραταύτα να δηλώνονται στο τμήμα (Θ) της Δήλωσης οικειοθελώς. Τμήμα (Δ) Η συμμετοχή σε όργανα που συγκροτούνται από το Κοινοβούλιο δεν εμπίπτει στο πεδίο του παρόντος τμήματος, καθώς δεν αποτελεί «εξωτερική» δραστηριότητα. Τμήμα (Ε) Ο Κώδικας Δεοντολογίας αναφέρει τη συγγραφική δραστηριότητα, το διδακτικό έργο και την παροχή ειδικευμένων συμβουλών ως παραδείγματα αμειβόμενων δραστηριοτήτων που πρέπει να αναφέρονται στο τμήμα (Ε). Τα παραδείγματα αυτά είναι ενδεικτικά και όχι εξαντλητικά. Αυτό συνεπάγεται ότι οποιασδήποτε άλλης μορφής αμειβόμενη δραστηριότητα την οποία αναλαμβάνει ο βουλευτής παράλληλα με τα καθήκοντά του πρέπει να αναφέρεται. Αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει για παράδειγμα, την αμειβόμενη στιγμιαία συμμετοχή σε έρευνες ή δημοσκοπήσεις, ή τη συμβολή του βουλευτή σε αρθρογραφία. Οποιοδήποτε αντάλλαγμα λαμβάνει βουλευτής για τη δραστηριότητά του θεωρείται αμοιβή. Το αντάλλαγμα αυτό δεν περιορίζεται μόνο σε οικονομικές απολαβές, αλλά καλύπτει και άλλες μορφές ανταμοιβής, όπως δώρα ή καταβολές χρηματικών ποσών, ή δωρεές υπέρ τρίτου. Οι βουλευτές δηλώνουν τις περιστασιακές αμειβόμενες δραστηριότητές τους εάν το συνολικό ποσό υπερβαίνει τα 5.000 ευρώ ανά ημερολογιακό έτος, ανεξάρτητα από τον αριθμό ή το ύψος των χρηματικών ποσών που συναποτελούν το σύνολο των 5.000 ευρώ. Συνεπώς ενδέχεται να προκύψουν δύο διαφορετικές καταστάσεις: Εάν ο βουλευτής εισέπραξε συνολική αμοιβή έναντι περιστασιακών δραστηριοτήτων που υπερβαίνει τα 5.000 ευρώ ανά ημερολογιακό έτος, οφείλει να παράσχει λεπτομερείς πληροφορίες για κάθε μία από τις δραστηριότητές του, και να γνωστοποιήσει την αντίστοιχη αμοιβή Εάν η συνολική αμοιβή είναι κατώτερη από αυτό το όριο των 5.000 ευρώ, ο βουλευτής δεν υπέχει νομική υποχρέωση να EL 9
αναφέρει κάποια από τις εξωτερικές του δραστηριότητες. Ωστόσο, ο βουλευτής μπορεί να δηλώσει τις δραστηριότητες αυτές οικειοθελώς στο τμήμα (Θ) της Δήλωσης. Η έκφραση «ημερολογιακό έτος» αναφέρεται στο τρέχον έτος και όχι σε ένα κοινοβουλευτικό έτος κατά τη διάρκεια της εντολής. Τμήμα (ΣΤ) Η έκφραση «συμμετοχή» πρέπει να ερμηνεύεται ευρέως ώστε να περιλαμβάνει κάθε επένδυση ή δικαίωμα σε εταιρία, σύμπραξη ή επιχείρηση, καθώς και κάθε επένδυση ή δικαίωμα σχετικό με αυτές. Οικογενειακές επιχειρήσεις, ακόμη και αυτές μικρού ή πολύ μικρού μεγέθους, δεν εξαιρούνται. Τα περιουσιακά στοιχεία χαρτοφυλακίου δεν εμπίπτουν στο πεδίο του τμήματος (ΣΤ) της Δήλωσης, εκτός εάν η επενδυτική στρατηγική ή η έκθεση επιδόσεων χρησιμοποιείται ως βάση για τον εντοπισμό επενδύσεων σε συγκεκριμένους οικονομικούς τομείς, οπότε εναπόκειται στο βουλευτή να αποφασίσει εάν επιθυμεί να δηλώσει αυτά τα περιουσιακά στοιχεία, έχοντας κατά νου την κατευθυντήρια αρχή του Κώδικα περί ανοικτού χαρακτήρα. Οι παροχές ταμείων συντάξεων, τα μακροπρόθεσμα ομόλογα δημοσίου και τα εισοδήματα από οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων που δεν επιτρέπουν τον εντοπισμό περιουσιακών στοιχείων δεν απαιτείται να αναφέρονται στο τμήμα (ΣΤ) της Δήλωσης. Ωστόσο, εάν κάποιος βουλευτής θεωρεί ότι συνιστούν οικονομικό συμφέρον που ενδέχεται να επηρεάσει την άσκηση των καθηκόντων του, μπορεί να αναφέρει τα εισοδήματα αυτά στο τμήμα (H) της Δήλωσης. Οι βουλευτές οφείλουν να δηλώνουν τις συμμετοχές τους και τα εισοδήματα από αυτές, εφόσον συντρέχει τουλάχιστο μία από τις ακόλουθες δύο προϋποθέσεις: Υφίστανται δυνητικές επιπτώσεις δημόσιας τάξης, πράγμα που σημαίνει ότι το πεδίο δραστηριότητας της εταιρίας ή της σύμπραξης περιλαμβάνει τομείς στους οποίους συνήθως νομοθετούν δημόσιες αρχές (ήτοι ο βουλευτής θα μπορούσε δυνητικά να επηρεάσει τη νομοθεσία του Κοινοβουλίου υπέρ της εταιρίας ή της σύμπραξης) ή EL 10
Ο βουλευτής αποκτά, λόγω της συμμετοχής, σημαντική επιρροή στις υποθέσεις του εν λόγω οργανισμού, πράγμα που σημαίνει ότι βρίσκεται σε θέση που του επιτρέπει να στρέφει τις στρατηγικές επιλογές του οργανισμού αυτού προς ορισμένη κατεύθυνση (για παράδειγμα, όσον αφορά την αναδιάρθρωση, επενδυτικές αποφάσεις, στρατηγικές μάρκετινγκ, συγχωνεύσεις και αγορές, κ.λπ.). Τμήμα (Ζ) Οποιαδήποτε οικονομική υποστήριξη, σε προσωπικό ή σε υλικούς πόρους παρέχεται σε βουλευτή από τρίτο, πρέπει να δηλώνεται εφόσον συνδέεται με τις πολιτικές δραστηριότητες του βουλευτή, ανεξάρτητα εάν οι δραστηριότητες αυτές διεξάγονται στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή στο πλαίσιο άλλου οργάνου όπως, για παράδειγμα, συνέλευσης, δημοτικού συμβουλίου ή πολιτικού κόμματος. Οι συντάξεις γήρατος δεν θεωρούνται μορφή υποστήριξης που χορηγείται από τρίτο στο πλαίσιο των πολιτικών δραστηριοτήτων των βουλευτών και συνεπώς δεν απαιτείται να δηλώνονται, εκτός εάν ο βουλευτής επιθυμεί να πράξει τούτο οικειοθελώς, στο τμήμα ( Θ) της Δήλωσής του. Τμήμα (Η) Ο Κώδικας δεν προβλέπει κάποια συγκεκριμένη εξαίρεση από το πεδίο της έννοιας «άλλα οικονομικά συμφέροντα», ούτε περιορίζει το πεδίο τους κατά οιοδήποτε τρόπο ή μορφή: ο Κώδικας δεν εξαιρεί τα ιδιωτικά περιουσιακά στοιχεία από το πεδίο του όρου «οικονομικά συμφέροντα» εφόσον ενδέχεται να επηρεάσουν την εκτέλεση των καθηκόντων του βουλευτή. Συνεπώς τα ιδιωτικά περιουσιακά στοιχεία απαιτείται να δηλώνονται εφόσον ενδέχεται να επηρεάσουν την εκτέλεση των καθηκόντων του βουλευτή. Ως εκ τούτου, τα δικαιώματα προαίρεσης μετοχών πρέπει να αναφέρονται στο τμήμα (H) της Δήλωσης, εφόσον θεωρείται ότι μπορούν να έχουν μια τέτοια επίδραση. Το ίδιο ισχύει για κάθε περιουσιακό στοιχείο ή δικαίωμα που έχει ή θα αποκτήσει οικονομική αξία, καθώς και για κάθε εισόδημα που προέρχεται από ανάλογα περιουσιακά στοιχεία ή δικαιώματα, και αφορούν απασχόληση, EL 11
δραστηριότητα ή συμμετοχή που έχει δηλωθεί σύμφωνα με τα προηγούμενα τμήματα της Δήλωσης. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να δηλώνονται τόσο η κεφαλαιακή αξία όσο και το δεδουλευμένο εισόδημα/δεδουλευμένοι τόκοι που προέρχονται από χρηματοοικονομικά μέσα, εφόσον ενδέχεται να επηρεάσουν την εκτέλεση των καθηκόντων των βουλευτών. Στο τμήμα αυτό, οι βουλευτές οφείλουν επίσης να δηλώνουν την κυριότητα εγγείων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων και/ή το εισόδημα που παράγεται από αυτά, εφόσον αποτελούν οικονομικό συμφέρον που ενδέχεται να επηρεάσει την εκτέλεση των καθηκόντων τους (βλ. τμήμα (Γ) ανωτέρω). Τμήμα (Θ) Οι βουλευτές που επιθυμούν να δηλώσουν οτιδήποτε δεν καλύπτεται άμεσα από τα τμήματα (A) έως (Η) μπορούν να πράξουν τούτο στο τμήμα (Θ), ανεξάρτητα εάν αυτό αφορά οικονομικ ά συμφέροντα, συγκρούσεις συμφερόντων ή γενικές πληροφορίες οποιουδήποτε είδους για τις οποίες ο βουλευτής επιθυμεί τη διαφάνεια. Άρθρο 5 Δώρα ή παρόμοιες παροχές Δώρα Ως δώρο ορίζεται κάθε ευκρινές υλικό αντικείμενο που δίδεται σε μία περίσταση από έναν δωρητή. Οι βουλευτές δικαιούνται να αποδέχονται δώρα, ανεξάρτητα από την αξία τους, όταν αυτά δεν συνδέονται με την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Για παράδειγμα, τα δώρα που προσφέρονται στο πλαίσιο του οικογενειακού ή φιλικού κύκλου μπορούν να γίνονται δεκτά, ανεξάρτητα από την αξία τους, και δεν απαιτείται να δηλωθούν Όταν βουλευτές δεν εκπροσωπούν το Κοινοβούλιο με επίσημη ιδιότητα αλλά λαμβάνουν δώρα κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και για λόγους αβροφροσύνης, υπάρχουν δύο δυνατότητες: εάν η κατά προσέγγιση αξία του δώρου υπερβαίνει τα 150 ευρώ, ο βουλευτής αποποιείται το δώρο EL 12
εάν η κατά προσέγγιση αξία του δώρου είναι κάτω από τα 150 ευρώ, ο βουλευτής μπορεί να αποδεχθεί και να κρατήσει το δώρο, χωρίς την υποχρέωση να το δηλώσει. Η κατάσταση είναι διαφορετική όταν οι βουλευτές εκπροσωπούν το Κοινοβούλιο με επίσημη ιδιότητα. Τούτο συμβαίνει όταν ένας βουλευτής: ασκεί χρέη Προέδρου, Αντιπροέδρου, Κοσμήτορα, προέδρου ή αντιπροέδρου επιτροπής, προέδρου ή αντιπροέδρου διακοινοβουλευτικής αντιπροσωπείας, ή οιουδήποτε άλλου κατόχου αιρετού αξιώματος εντός του Κοινοβουλίου εκπροσωπεί το Κοινοβούλιο, για λογαριασμό του Προέδρου, σε διεθνείς σχέσεις ή σε επίσημες τελετές εκπροσωπεί επιτροπή ή διακοινοβουλευτική αντιπροσωπεία σε επίσημη αποστολή που έχει λάβει άδεια από τη Διάσκεψη των Προέδρων ή από το Προεδρείο. Δώρα που λαμβάνονται βάσει των κανόνων αβροφροσύνης από έναν βουλευτή που εκπροσωπεί το Κοινοβούλιο με επίσημη ιδιότητα μπορούν πάντοτε να γίνονται αποδεκτά. Τα δώρα αυτά αποτελούν, κατ αρχήν, ιδιοκτησία του Κοινοβουλίου. Ο βουλευτής πρέπει να δηλώνει τα δώρα αυτά το αργότερο την τελευταία ημέρα του μήνα που έπεται εκείνου της ημερομηνίας παραλαβής (για παράδειγμα, πριν από τις 31 Μαΐου, εάν το δώρο ελήφθη στις 15 Απριλίου). Στο έντυπο της Δήλωσης, ο βουλευτής θα πρέπει να προσδιορίζει το όνομα του δωρητή, την ημερομηνία παραλαβής, την ιδιότητα υπό την οποία έλαβε το δώρο, να προβαίνει σε μια περιγραφή του δώρου και να αναφέρει εάν η αξία του είναι κάτω ή άνω των 150 ευρώ. Η Μονάδα Διοικητικών Θεμάτων των Βουλευτών θα ενημερώσει στη συνέχεια τον βουλευτή πού θα πρέπει να παραδώσει το δώρο. Σε ό,τι αφορά την αξία του δώρου, υπάρχουν δύο δυνατότητες: EL 13
εάν η αξία του δώρου είναι κάτω από 150 ευρώ, και το δώρο δεν έχει εμφανή άυλη αξία για το Κοινοβούλιο, ο βουλευτής μπορεί, κατ εξαίρεσιν, να το κρατήσει μόνιμα σε περίπτωση που υπάρχουν αμφιβολίες, ο βουλευτής μπορεί να υποβάλει το δώρο στη Μονάδα Διοικητικών Θεμάτων των Βουλευτών προκειμένου να προβεί σε μια εκτίμηση της αξίας του εάν η αξία του δώρου υπερβαίνει 150 ευρώ, το δώρο φυλάσσεται στις εγκαταστάσεις του Κοινοβουλίου, δύο όμως εξαιρέσεις είναι δυνατές: o ο Πρόεδρος μπορεί να αποφασίσει ότι τα δώρα καλλιτεχνικής ή πολιτιστικής αξίας θα εκτίθενται σε κατάλληλη θέση στις εγκαταστάσεις του Κοινοβουλίου o ο Πρόεδρος μπορεί να εξουσιοδοτήσει έναν βουλευτή να εκθέτει το δώρο στο γραφείο του στις εγκαταστάσεις του Κοινοβουλίου, για όσο διάστημα ο βουλευτής εξακολουθεί να υπηρετεί υπό την επίσημη ιδιότητα με την οποία έλαβε το δώρο. Η Μονάδα Διοικητικών Θεμάτων των Βουλευτών διατηρεί μητρώο των δώρων που αποτελούν ιδιοκτησία του Κοινοβουλίου. Το μητρώο δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του Κοινοβουλίου. Βουλευτής που έχει δεχθεί καλόπιστα δώρο κατά την κανονική άσκηση των καθηκόντων του και συνειδητοποιεί ότι η αξία του υπερβαίνει τα 150 ευρώ προβαίνει σε σχετική γνωστοποίηση και καταθέτει το δώρο (βλ. ανωτέρω) το συντομότερο δυνατόν. Προσκλήσεις σε εκδηλώσεις που διοργανώνονται από τρίτους Οι βουλευτές πρέπει να δηλώνουν τη συμμετοχή τους σε εκδηλώσεις που διοργανώνονται από τρίτους, όταν η επιστροφή των εξόδων ταξιδίου, στέγασης ή διαμονής, ή η άμεση πληρωμή των εξόδων αυτών, καλύπτεται από τον τρίτο. Η δήλωση πρέπει να γίνεται σε έντυπο το αργότερο την τελευταία ημέρα του μήνα που έπεται εκείνου της ημερομηνίας συμμετοχής (για παράδειγμα, πριν από τις 31 Μαΐου, εάν η εν λόγω εκδήλωση έγινε στις 15 Απριλίου). Οι βουλευτές δεν υποχρεούνται να δηλώνουν στο έντυπο οιαδήποτε ποσά, υποχρεούνται όμως να δώσουν πληροφορίες για τον τρίτο, τον EL 14
τύπο των καλυπτόμενων εξόδων και λεπτομέρειες για την εκδήλωση στην οποία συμμετείχαν. Το έντυπο θα δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του Κοινοβουλίου. Ωστόσο, η υποχρέωση δήλωσης δεν ισχύει στις ακόλουθες περιπτώσεις: όταν ο τρίτος είναι θεσμικό όργανο, υπηρεσία ή οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αναγνωρισμένος διεθνής οργανισμός (π.χ. τα Ηνωμένα Έθνη και τα όργανά τους, το Συμβούλιο της Ευρώπης), κεντρική, τοπική, περιφερειακή ή δημοτική αρχή ενός κράτους μέλους (εκτός εάν η συγκεκριμένη αρχή ενεργεί ως εκπρόσωπος μιας δημόσιας επιχείρησης), πολιτικό κόμμα ή ίδρυμα, κοινωνικός εταίρος που συμμετέχει στον κοινωνικό διάλογο (π.χ. συνδικαλιστική οργάνωση ή εργοδοτική ένωση), και εκκλησία ή θρησκευτική κοινότητα (με εξαίρεση τους οργανισμούς εκπροσώπησής τους, τις νομικές οντότητες και τα δίκτυα που έχουν δημιουργηθεί για την εκπροσώπησή τους) όταν δεν καταβάλλονται ούτε επιστρέφονται τα έξοδα ταξιδίου, στέγασης ή διαμονής, παρά μόνον το κόστος ενός γεύματος, ενός εισιτηρίου ή παρεμφερούς παροχής, το κόστος της οποίας είναι κάτω από 150 ευρώ όταν το Προεδρείο ή η Διάσκεψη των Προέδρων έχει δώσει άδεια σε μια αντιπροσωπεία, που τα έξοδα των μελών της καλύπτονται πλήρως ή εν μέρει από τρίτους. Άρθρο 6 Δραστηριότητες των πρώην βουλευτών Στους πρώην βουλευτές έχουν χορηγηθεί ορισμένες διευκολύνσεις, κατόπιν της απόφασης του Προεδρείου της 12ης Απριλίου 1999, που επαναλήφθηκε το 2004 και το 2009. Οι πρώην βουλευτές δικαιούνται, λοιπόν: να εισέρχονται στα κτίρια του Κοινοβουλίου στους τρεις τόπους εργασίας και στα γραφεία πληροφοριών του Κοινοβουλίου ή τις περιφερειακές μονάδες πληροφοριών στα κράτη μέλη EL 15
επιδεικνύοντας την «κάρτα του πρώην βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου» την οποία μπορούν να λαμβάνουν κατόπιν αιτήσεως να χρησιμοποιούν τα εστιατόρια και τις καφετέριες του Κοινοβουλίου στους τρεις τόπους εργασίας να χρησιμοποιούν τις βιβλιοθήκες/κέντρα τεκμηρίωσης, καθώς και τους χώρους στάθμευσης του Κοινοβουλίου στους τρεις τόπους εργασίας να χρησιμοποιούν το «γραφείο διέλευσης» στο οποίο υπάρχουν τηλεφωνικές εγκαταστάσεις για τοπικές κλήσεις σε καθένα από τους τρεις τόπους εργασίας, και να έχουν πρόσβαση στον ιστότοπο του Κοινοβουλίου. Ωστόσο, οι πρώην βουλευτές που αναπτύσσουν επαγγελματική δραστηριότητα ως εκπρόσωποι ομάδων συμφερόντων που συνδέονται άμεσα με τη διαδικασία λήψης αποφάσεων της ΕΕ, δεν δικαιούνται να χρησιμοποιούν τις διευκολύνσεις αυτές για όσο διάστημα συμμετέχουν σε τέτοιες δραστηριότητες. Άρθρο 7 Συμβουλευτική επιτροπή δεοντολογίας των βουλευτών Καθήκον της συμβουλευτικής επιτροπής είναι να παρακολουθεί την εφαρμογή και τήρηση του Κώδικα, να αξιολογεί εικαζόμενες παραβιάσεις που αναφέρονται σε αυτόν από τον Πρόεδρο, και να παρέχει καθοδήγηση στους βουλευτές σχετικά με την ερμηνεία και εφαρμογή του Κώδικα. Η συμβουλευτική επιτροπή είναι ένα πολυμερές όργανο που τα μέλη του επιλέγονται από τα προεδρεία της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων και της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων ενώ τα αναπληρωματικά μέλη ορίζονται από τις πολιτικές ομάδες που δεν εκπροσωπούνται. Οι αιτήσεις των βουλευτών τυγχάνουν εμπιστευτικής εξέτασης και οι βουλευτές δικαιούνται να λαμβάνουν καθοδήγηση, η οποία παρέχεται πάντοτε εντός 30 ημερών. EL 16
Άρθρο 8 Διαδικασία στην περίπτωση ενδεχόμενης παράβασης του κώδικα δεοντολογίας Εναπόκειται στον Πρόεδρο να αποφασίσει εάν μία εικαζόμενη παράβαση θα πρέπει να παραπεμφθεί στη συμβουλευτική επιτροπή προς έρευνα. Σε περίπτωση παραπομπής η συμβουλευτική επιτροπή μπορεί να δεχθεί σε ακρόαση τον ενεχόμενο βουλευτή στο πλαίσιο της έρευνάς της. Κατόπιν σύστασης της συμβουλευτικής επιτροπής προς τον Πρόεδρο για την ενδεχόμενη λήψη απόφασης, ο Πρόεδρος μπορεί να επιβάλει κύρωση στον βουλευτή. Στην περίπτωση αυτή ακολουθούνται οι ίδιοι κανόνες με τα μέτρα που παρατίθενται στο άρθρο 166, παράγραφος 3, και η διαδικασία προσφυγής που ορίζεται στο άρθρο 167 του Κανονισμού του Κοινοβουλίου. Άρθρο 9 Εφαρμογή Το Προεδρείο είναι το όργανο που είναι αρμόδιο να καθορίζει τα μέτρα εφαρμογής συμπεριλαμβανομένων μιας διαδικασίας παρακολούθησης, της ενημέρωσης των ποσών που αναφέρονται στον Κώδικα, και της υποβολής πρότασης για την αναθεώρηση του Κώδικα. Η παρακολούθηση των δηλώσεων οικονομικών συμφερόντων γίνεται από τη Μονάδα Διοικητικών Θεμάτων των Βουλευτών της ΓΔ Προεδρίας εξ ονόματος του Προέδρου. Η παρακολούθηση αυτή συνίσταται σε έναν γενικό έλεγχο επαλήθευσης για λόγους διασάφησης, όταν υπάρχει λόγος να πιστεύει κανείς ότι η δήλωση περιέχει εμφανώς λανθασμένα, επιπόλαια, δυσανάγνωστα ή ακατανόητα στοιχεία. Αν ένα ζήτημα δεν επιλύεται εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, ο Πρόεδρος αποφασίζει για την ακολουθητέα διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 8 του Κώδικα δεοντολογίας. EL 17