Πρόλογος των επιμελητών στην ελληνική έκδοση Αν και οι περισσότεροι μελετητές εντοπίζουν την ανάδυση του λαϊκισμού στα τέλη του 19 ου αιώνα, με τους Ρώσους Ναρόντνικι και το κίνημα των Λαϊκιστών στις ΗΠΑ, ο λαϊκισμός δεν έγινε (σχεδόν) παγκόσμιο φαινόμενο παρά στα τέλη του 20 ού αιώνα. Τις τελευταίες δεκαετίες λαϊκιστές ηγέτες έχουν ανελιχθεί στην εξουσία σε χώρες πολύ διαφορετικές μεταξύ τους, όπως η Βολιβία (Έβο Μοράλες) και η Ταϊλάνδη (Θακσίν Τσιναβάτ) ή η Σλοβακία (Vladimír Mečiar) και η Βενεζουέλα (Ούγκο Τσάβεζ). Σε πολλές άλλες χώρες ο λαϊκισμός αποτελεί κυρίαρχο χαρακτηριστικό των αντιπολιτευόμενων ομάδων. Σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις, οι λαϊκιστές έχουν αντιμετωπίσει τον σκεπτικισμό της ελίτ, συμπεριλαμβανομένων των ακαδημαϊκών, οι οποίοι συνήθως τους θεωρούν απειλή για τη δημοκρατική τάξη. Είναι ενδιαφέρον ότι η ιδέα πως ο λαϊκισμός αποτελεί απειλή για τη δημοκρατία μοιάζει να μη σχετίζεται με τον ορισμό του λαϊκισμού όπως χρησιμοποιείται από δημοσιογράφους, πολιτικούς ή ακαδημαϊκούς. Με μερικές σημαντικές εξαιρέσεις, ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε μερικές χώρες της Λατινικής Αμερικής, ο λαϊκισμός γίνεται κατανοητός ως ένα αρνητικό πολιτικό φαινόμενο, που ταυτίζεται γενικώς με την επίθεση σε διάφορες μειονότητες καθώς και με ανεύθυνη οικονομική ή πολιτική συμπεριφορά. Στις περισσότερες περιπτώσεις η άποψη ότι ο λαϊκισμός είναι κακός για τη δημοκρατία βασίζεται σε μία γενικώς αποδεκτή ρευστή αίσθηση περί αυτού, η οποία υποστηρίζεται από ανεκδοτολογικού τύπου αποδείξεις. Αν και υπάρχει κάποια ακαδημαϊκή έρευνα πάνω στο θέμα, οι περισσότερες αναλύσεις έχουν περιορισμένο εύρος, καθώς οι περισσότεροι μελετητές τείνουν να μελετούν έναν συγκεκριμένο λαϊκιστή πολιτικό, σε μία συγκεκριμένη χώρα και μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο. [11]
Πρόλογος των επιμελητών στην ελληνική έκδοση Επιπλέον, τα συμπεράσματα των διαφόρων μελετών είναι δύσκολο να συνδυαστούν, καθώς χρησιμοποιούν (ρητά ή υπόρρητα) πολύ διαφορετικούς ορισμούς τόσο του λαϊκισμού όσο και της δημοκρατίας. Το παρόν βιβλίο παρουσιάζει την πρώτη συστηματική, συγκριτική ανάλυση του λαϊκισμού και της δημοκρατίας, χρησιμοποιώντας ένα κοινό αναλυτικό πλαίσιο. Εστιάζει σε σύγχρονες περιπτώσεις λαϊκισμού στην α- νατολική Ευρώπη, τη βόρεια Αμερική, τη νότια Αμερική και τη δυτική Ευρώπη. Αν και η Ελλάδα δεν συμπεριλαμβάνεται ως μελέτη περίπτωσης στο βιβλίο, τα ευρήματα ρίχνουν παρόλ αυτά κάποιο φως στην ιδιαίτερη περίπτωση του ελληνικού λαϊκισμού. Στην πραγματικότητα, ο κύριος λόγος που η Ελλάδα δεν επιλέχθηκε ως μελέτη περίπτωσης για το βιβλίο ήταν ο ιδιαίτερος χαρακτήρας και η ιστορία του ελληνικού λαϊκισμού. Ενώ ο λαϊκισμός είναι ένα σχετικά πρόσφατο φαινόμενο στη δυτική Ευρώπη, το οποίο άρχισε να ε- ξαπλώνεται στην περιοχή μόνο προς τα τέλη της δεκαετίας του 1980, στην Ελλάδα ήταν σημαντική (κάποιοι θα υποστήριζαν κυρίαρχη) δύναμη ήδη από την έναρξη της νέας δημοκρατικής περιόδου το 1974. Επιπρόσθετα, ενώ συνδέεται περισσότερο με ριζοσπαστικά αντιπολιτευτικά κόμματα της δεξιάς στη δυτική Ευρώπη, στην Ελλάδα ήταν για πολύ καιρό ταυτισμένος με το βασικό «κεντροαριστερό» κόμμα. Κι ό- μως, έξω από την Ελλάδα, οι αναλυτές συμπεριλάμβαναν το ΠΑΣΟΚ στην κατηγορία των σοσιαλιστικών/σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, έστω κι αν ορισμένοι συγγραφείς εντόπιζαν «ιδιαίτερα χαρακτηριστικά», τα οποία γενικώς εξηγούνταν στη βάση της «μεταβατικής» φάσης της ελληνικής δημοκρατίας. Αναμφίβολα, ένα από τα «ιδιαίτερα χαρακτηριστικά» του ΠΑΣΟΚ είναι η πελατειακή του φύση κάτι που τοποθετεί το κόμμα πιο κοντά σε ορισμένες περιπτώσεις της Λατινικής Αμερικής, και ιδιαίτερα του κόμματος του Περόν στην Αργεντινή. Όσον αφορά το θεωρητικό πλαίσιο αυτού του βιβλίου, η Ελλάδα ανήκει, τουλάχιστον αρχικά (1981-89), στην κατηγορία του κυβερνητικού λαϊκισμού σε μία μη εδραιωμένη δημοκρατία όπως οι περιπτώσεις της Σλοβακίας υπό τον Vladimír Mečiar (1992-98) και του Περού υπό τον Αλμπέρτο Φουτζιμόρι (1990-2000). Σε σχέση με αυτές τις δύο περιπτώσεις, η Ελλάδα ταιριάζει περισσότερο με τη Σλοβακία παρά με το Περού, τόσο στον τύπο λαϊκισμού (δηλ. σχετικά αριστερόστροφου) όσο και στις επιπτώσεις του στη δημοκρατία (δηλ. τη σταθεροποίηση [ 12 ]
της εκλογικής δημοκρατίας και την αντίσταση σε μία πραγματική μεταμόρφωση προς την κατεύθυνση της φιλελεύθερης δημοκρατίας). Υπό αυτήν την έννοια, αξίζει να σημειώσουμε μία σημαντική διαφορά μεταξύ του ελληνικού και του περουβιανού συστήματος διακυβέρνησης: ενώ η Ελλάδα είναι κοινοβουλευτική δημοκρατία, το Περού διαθέτει προεδρικό σύστημα. Συνεπώς, αν και πολλοί μελετητές διατείνονται ότι οι κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου στη δεκαετία του 1980 μπορούν να ιδωθούν ως παραδειγματικές ενός λαϊκιστή ηγέτη στην εξουσία, ο Παπανδρέου δεν εξελέγη στην πραγματικότητα άμεσα από τον ελληνικό λαό αλλά από το κόμμα του, το οποίο στη συνέχεια κατάφερε να κατακτήσει την πλειοψηφία στο ελληνικό κοινοβούλιο. Το ερώτημα που αξίζει να ερευνήσουμε είναι το αν οι διαφορετικές εσωκομματικές τάσεις καθώς και η αντιπολίτευση κατά την εφαρμογή σημαντικών μεταρρυθμίσεων ήταν σε θέση να καταφέρουν να μετριάσουν τις λαϊκιστικές τάσεις του Πρωθυπουργού, ιδιαίτερα με όρους ώθησής του προς τον σεβασμό των βασικών κανόνων του παιχνιδιού στο δημοκρατικό σύστημα. Οι περισσότερο ειδικοί στην ελληνική πολιτική θα μπορούσαν πιθανότατα να δώσουν μία πιο λεπτομερή απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Παρόλ αυτά, σε εμάς φαντάζει ξεκάθαρο ότι στην περίπτωση της Ελλάδας, αντίθετα με τη Σλοβακία, ούτε το κόμμα που υποστήριξε τον πρωθυπουργό, ούτε η δεξιά αντιπολίτευση δεν μετέβαλαν θεμελιωδώς την Ελλάδα σε φυσιολογική φιλελεύθερη δημοκρατία, αφήνοντας τους δημοκρατικούς θεσμούς απροστάτευτους απέναντι στην επιστροφή του ΠΑΣΟΚ το 1993. Μερικοί μελετητές δε, όπως ο Takis Pappas (Open Democracy, 12 Ιουνίου 2012) 1, υποστηρίζουν ότι αντί να αντιπαρατεθεί με τον λαϊκισμό του ΠΑΣΟΚ, η Νέα Δημοκρατία τον υιοθέτησε, καθιστώντας τον λαϊκισμό εκ των ων ουκ άνευ στοιχείο της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Ακόμα και η υφιστάμενη οικονομική κρίση δεν έχει μεταβάλει αυτό το χαρακτηριστικό αν και οδήγησε στην αντικατάσταση της παραδοσιακής αντιπαράθεσης στο ελληνικό κομματικό σύστημα μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΝΔ με μία νέα αντιπαράθεση μεταξύ μνη- 1 [ΣτΜ.] Περισσότερα πάνω σε αυτό το ζήτημα στο Takis Pappas, Populist Democracies: Post-authoritarian Greece and Post-communist Hungary, Government and Opposition (2013, υπό δημοσίευση) [13]
Πρόλογος των επιμελητών στην ελληνική έκδοση μονιακών και αντιμνημονιακών κομμάτων, τα κυριότερα νέα κόμματα είναι και πάλι στην ουσία λαϊκιστικά. Αν και η ελληνική περίπτωση είναι εν γένει ευθυγραμμισμένη με τα κύρια ευρήματα του βιβλίου μας, εγείρει όμως παράλληλα και μερικά ενδιαφέροντα ερωτήματα. Πρώτα και κύρια, θα καταφέρουν οι παλιοί λαϊκιστές να επιβιώσουν των προκλήσεων των νέων λαϊκιστών, δεδομένου ότι θα παρουσιαστούν ως η παλιά ελίτ σε αυτή τη νέα διάσταση; Δεύτερο, είναι ο λαϊκισμός μεταδοτικός και αν ναι, υπό ποιες προϋποθέσεις; Τρίτο, και πιο ανησυχητικό, πότε αντικαθίσταται το ουσιαστικά ρεφορμιστικό λαϊκιστικό μήνυμα με ένα ουσιαστικά επαναστατικό και εξτρεμιστικό; Σε όλο το μήκος και πλάτος της Ευρώπης υπάρχουν άνθρωποι που αναφέρονται σε σενάρια Βαϊμάρης για την Ελλάδα, με βάση την παρατήρηση ότι η ακροδεξιά Χρυσή Αυγή (ΧΑ) έχει αντικαταστήσει τον λαϊκιστικό ριζοσπαστικό δεξιό Λαϊκό Ορθόδοξο Συναγερμό (ΛΑΟΣ). Αν και το σενάριο της Βαϊμάρης φαντάζει ακόμη μακρινό, καθώς οι παλιοί και νέοι λαϊκιστές (π.χ. ΠΑΣΟΚ, Ανεξάρτητοι Έλληνες, ΣΥΡΙΖΑ) συνεχίζουν να υπερτερούν σταθερά των άκρων (π.χ. ΧΑ και ΚΚΕ), δεκαετίες λαϊκιστικών πολιτικών φαίνεται πως δεν έχουν απλά υπονομεύσει την ισχύ των δημοκρατικών θεσμών, αλλά έχουν επίσης υπονομεύσει τη λαϊκή στήριξη σε αυτούς τους θεσμούς. Η υφιστάμενη κατάσταση στην Ελλάδα δεν θυμίζει τόσο την Ευρώπη της δεκαετίας του 30 όσο την εμπειρία ορισμένων χωρών της Λατινικής Αμερικής κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1990 και του 2000, όταν υπέστησαν βαθιές οικονομικές κρίσεις οι οποίες, σε μεγάλο βαθμό, σχετίζονταν άμεσα με την αμέλεια των πολιτικών ηγετών και κομμάτων που βρίσκονταν στην εξουσία. Παρά τις δραματικές επιπτώσεις αυτών των κρίσεων στον πληθυσμό και το πολιτικό σύστημα, οι δημοκρατίες της Λατινικής Αμερικής αποδείχθηκαν ανθεκτικές. Με τη σημαντική εξαίρεση του Περού υπό την εξουσία του Αλμπέρτο Φουτζιμόρι, το οποίο υφίστατο και τη σημαντική πρόκληση της τρομοκρατίας, καμία χώρα της Λατινικής Αμερικής δεν υπέστη κάποια δημοκρατική ανατροπή, στο σημείο που αρκετοί μελετητές ομιλούν για την περίεργη ανθεκτικότητα της λατινοαμερικάνικης δημοκρατίας. Σήμερα, η βασική ανησυχία δεν είναι αν η δημοκρατία θα επιβιώσει στη Λατινική Αμερική, αλλά μάλλον η ποιότητα των δημοκρατικών θεσμών στην [ 14 ]
περιοχή και οι τρόποι με τους οποίους μπορούν να εφαρμοστούν μεταρρυθμίσεις με στόχο την εμβάθυνση της δημοκρατίας. Πιστεύουμε πως αυτή η ανησυχία ισχύει και για την περίπτωση της Ελλάδας, όπου οι λαϊκιστικές δυνάμεις μπορούν να έχουν τόσο αρνητικές όσο και θετικές επιπτώσεις στο δημοκρατικό σύστημα. Οι ειδικοί στα ελληνικά κόμματα και την πολιτική μπορούν σαφώς να προσφέρουν ενδιαφέρουσες αναλύσεις επί τούτου του ζητήματος. Ελπίζουμε πως αυτό το βιβλίο θα συνεισφέρει σε αυτήν τη συζήτηση προσφέροντας ένα διαυγές θεωρητικό πλαίσιο για την ανάλυση του λαϊκισμού και της δημοκρατίας στην Ελλάδα, το οποίο επιτρέπει επίσης τη σύγκριση με άλλες χώρες που έχουν υποστεί ή υφίστανται την πρόκληση των λαϊκιστικών δυνάμεων. Cas Mudde & Cristóbal Rovira Kaltwasser Athens (GA), ΗΠΑ & Brighton, Ηνωμένο Βασίλειο [15]