Σχολ. Έτος 2014-15 10o Δημοτικό Σχολείο Σερρών Ε τάξη δάσκαλος: Χομόντοζλης Παύλος 1
2
διανομή των ρόλων Αφηγητής Υπηρέτης 1 Υπηρέτης 2 Υπηρέτης 3 Τρυγαίος Κόρη Σκαθάρι Ερμής Πόλεμος Παιδί 1 Παιδί 2 Παιδί 3 Ειρήνη Οπλοπώλης 3
4
(Το σκηνικό παρουσιάζει το σπίτι-ναό του Δία στ αριστερά, ενώ στα δεξιά είναι η σπηλιά, όπου είναι φυλακισμένη η Ειρήνη. Αφηγητής: Μια φορά κι έναν καιρό, στα πολύ παλιά τα χρόνια, ξέσπασε ένας πολύ μεγάλος πόλεμος ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις. Οι Έλληνες τρωγόντουσαν αναμεταξύ τους. Όμως ένας Αθηναίος, ο αγρότης Τρυγαίος, δεν μπορούσε να το χωνέψει αυτό. Μέρανύχτα παρακαλούσε τον Δία, που τότε όλοι οι Έλληνες πίστευαν ότι ήταν πατέρας όλων των Θεών, να σταματήσει αυτόν τον πόλεμο, να γλιτώσει τους Έλληνες από αυτό το κακό. (Εμφανίζεται ο Τρυγαίος) Τρυγαίος: Τι πας να κάνεις Θεούλη μου!!! Γιατί αφήνεις τον πόλεμο να ρημάζει την Ελλάδα; Αφηγητής: Μα ο Δίας δεν του απαντούσε. Τρυγαίος: Α!!! Πρέπει να βρω έναν τρόπο ν ανέβω στον ουρανό. Να δω τον Δία από κοντά, να του το πω αυτοπροσώπως. (Φεύγει από τη σκηνή και πάει να φέρει μια σκάλα.) Αφηγητής: Ψηλές σκάλες στήνει και πάει να σκαρφαλώσει, πού παρακαλώ; Στα σύννεφα. (Εμφανίζεται ο Τρυγαίος με μία σκάλα. Την στήνει και αρχίζει να σκαρφαλώνει. Ανεβαίνει ένα σκαλοπάτι και μονολογεί.) Τρυγαίος: Η αλήθεια είναι ότι τα σύννεφα είναι λίγο ψηλά. (Ανεβαίνει δύο σκαλοπάτια ακόμα.) Ωχ!!! Αρχίζω να ζαλίζομαι. Κι αν γύρει η σκάλα και πέσω; Καλύτερα να βρω έναν άλλον τρόπο. Καλύτερα να πάω να τον βρω στη θερινή του κατοικία, τον 5
Όλυμπο. (Κατεβαίνει τη σκάλα και φεύγει από τη σκηνή παίρνοντας και τη σκάλα μαζί του.) Αφηγητής: Έτσι αποφάσισε να πάει να τον συναντήσει στη θερινή του κατοικία, που ήταν στην κορυφή του πιο ψηλού βουνού της Ελλάδας, τον Όλυμπο. Άλλαξε και μεταφορικό μέσο. Σκέφτηκε, σκέφτηκε, ρώτησε, έψαξε και στο τέλος αποφάσισε να πάει στην κορυφή του Ολύμπου με ένα σκαθάρι. Βρήκε ένα σκαθάρι, ένα τόσο δα και το έδωσε στους υπηρέτες του, να το ταΐζουν, να το ταΐζουν μέχρι που να μεγαλώσει, να γίνει τεράστιο, σαν ένα μικρό αεροπλάνο, ν ανέβει πάνω του και να τον πάει στον Όλυμπο. (Μπαίνουν οι υπηρέτες μέσα, χορεύοντας στο ρυθμό της μουσικής. Ο υπηρέτης 2 ζυμώνει σε μια σκάφη που έφερε μαζί του, οι άλλοι τον κοροϊδεύουν με παντομίμα. Ο ζυμωτής κάποια στιγμή κουράζεται και σταματάει.) Υπηρέτης 1: Την πίτα για το σκαθάρι μας... Εμπρός, τι κάθεστε; Ζυμώνετε βρε!... Υπηρέτης 2: Κι άλλη; Καλά, κι αυτή που τώρα δα του πήγες; Δεν χόρτασε παναθεμά το; Υπηρέτης 3: Μα δεν την έφαγε. Της δίνει μια χλαπ, νάτηνε κάτω. Ζύμωνε, ζύμωνε και γρήγορα! (Το σκαθάρι μουγκρίζει). Αχ! συμφορά μου, θέλει κι άλλη. Ζύμωνε, ζύμωνε πολλές πιτούλες!... Ωχ!!! ξεχάσαμε τις άλλες στον φούρνο. Θα καούν. (Παίρνει το φτυάρι και ξεφουρνίζει μια πίτα. Τη φέρνει μπροστά στη μύτη του.) Τι ωραία που βρωμάει! Υπηρέτης 1: Μα τι λες βρε αδερφέ!!! Τι θα πει: «Τι ωραία που βρωμάει!!!». Άκου εκεί!!! Αλλά κι αυτό το σκαθάρι μας να του αρέσουν οι πίτες από κοπριά... Ναι καλοί μου άνθρωποι. Εμ βέβαια, σκαθάρι είναι, τέτοιες πίτες του αρέσουν. Και εμείς οι 6
καημενούληδες τι να κάνουμε; Ό,τι θέλει ο πελάτης. Δε με πιστεύετε, έτσι; Ελάτε εδώ στη σκάφη να μυρίσετε κι αν δεν βρωμοκοπήσετε... Υπηρέτης 2: Σώπα και ζύμωνε! Το σκαθάρι μας πρέπει να φάει να μεγαλώσει. Υπηρέτης 3: Άααα!... δεν αντέχω πια. Υπηρέτης 1: Για ξεφούρνισε και τις άλλες! Να τις δώσουμε όλες, μπας και χορτάσει. Υπηρέτης 2: (Ξεφουρνίζει άλλες δύο πίτες και τις δίνει.) Παιδιά, μήπως ξέρετε πού πουλάνε μύτες, μύτες που να μην έχουν ρουθούνια να πάω ν αγοράσω μια; Υπηρέτης 3: Αχ! Αχ! Πιστέψτε με χειρότερη δουλειά απ το να ζυμώνεις πίτες για σκαθάρι δεν υπάρχει. Υπηρέτης 1: Είναι και καλομαθημένο βλέπετε. Τις θέλει καλοζυμωμένες σαν φραντζόλες. (Αφουγκράζεται.) Υπηρέτης 2: Έρχεται το αφεντικό!! (Μπαίνει ο Τρυγαίος.) Τρυγαίος: Τι γίνεται; Πώς πάει το σκαθαράκι μου; (Τη στιγμή αυτή βλέπει το σκαθάρι και έκπληκτος ) Πώ, πώ, πώς μεγάλωσε το γλυκούλι μου! Πρέπει να τρως όλο το φαγητό σου. Και καλά κάνεις. Υπηρέτης 3: Μας έχει πεθάνει αφεντικό. Δεν μπορούμε να το χορτάσουμε. Τρυγαίος: (Απευθυνόμενος στο σκαθάρι.) Μου φαίνεται ότι είσαι έτοιμο για την πτήση. Υπηρέτης 1: Καλά βρε αφεντικό, τι τρέλα είναι πάλι και τούτη; Τι πας να κάνεις; Δεν έβρισκες άλλο τρόπο να ταξιδέψεις; Τρυγαίος: Ε, πετούμενο άλλο στον ουρανό δεν υπάρχει, που να μπορεί να με πάει στον Όλυμπο. Βλέπεις, δεν έχουμε εφεύρει ακόμα τα αεροπλάνα και τα ελικόπτερα. Υπηρέτης 2: Μα, αφεντικό, μ αυτό το σκαθάρι θα γκρεμοτσακιστείς. Δεν σκέφτεσαι την κορούλα σου που θα την αφήσεις ορφανή; Τι 7
θα απογίνει στους πέντε δρόμους; (Απευθυνόμενος στην κόρη του Τρυγαίου, που εμφανίζεται από μακριά..) Ε, παιδί, παιδί, κορίτσι, ο μπαμπάς σου φεύγει και σ αφήνει. Θα γκρεμοτσακιστεί από κει πάνω. Εμπόδισέ τον, θερμοπαρακάλεσέ τον να μείνει. (Η κόρη πλησιάζει και απευθυνόμενη στον πατέρα της ) Κόρη: Πατέρα, πατερούλη και μπαμπά, φεύγεις μακριά επάνω σε σκαθάρι (μ αν τσακιστείς και μείνω ορφανή σκέφτηκες ποιος γυναίκα θα με πάρει;) Χ2 Πώς σου ρθε να το ζέψεις το σκαθάρι και τόσο δρόμο να πας στον ουρανό (αχ, μείνε να σου δίνω εγώ χαβιάρι κι άσ τον μονάχο του στα νέφη τον Θεό) Χ2 Τρυγαίος: Κόρη μου, κοράσι μου, γλυκιά εσύ κορούλα, μη φοβάσαι, μη, δεν πέφτει ο μπαμπακούλης δες πώς γερά κρατιέται απ τη φτερούγα και θα γυρίσει γρήγορα, αν θέλει ο Θεούλης. Αφήνω, γεια, αφήνω, γεια, τα γκέμια παίρνω τα χρυσά (και ντέι, ντέι, ντέι και μια και δυο πάμε ψηλά στον ουρανό.) Χ2 Σκαθάρι, σκαθαράκι μου πρόσεχε μη χαθούμε μη λυγιέσαι, μη και πέσουμε και πάμε πρόσεχε καλά μη γκρεμοτσακιστούμε μη ξεχνιέσαι μη και στ άστρα που κυλούμε. Αφήνω, γεια, αφήνω, γεια, τα γκέμια παίρνω τα χρυσά (και ντέι, ντέι, ντέι και μια και δυο πάμε ψηλά στον ουρανό.) Χ2 8
Αφηγητής: Έτσι ο Τρυγαίος, πάνω στο σκαθάρι, έφτασε στον Όλυμπο. Εκεί πάνω, έξω από το παλάτι του Δία, συνάντησε τον αγγελιοφόρο του, τον Ερμή, από τον οποίο πήρε πολλές πληροφορίες για τον Δία, την Ειρήνη και τον πόλεμο. (Εμφανίζεται ο Ερμής ανάμεσα από τις κολώνες.) Ερμής: Ποιος είσαι εσύ, πώς ήρθες εδώ πάνω; Τρυγαίος: (Απλώνοντας το χέρι για να συστηθεί.) Τρυγαίος. Αμπελουργός απ το Μαρκόπουλο. Ξέρεις, έξω από την Αθήνα. Ερμής: Και τι γυρεύεις εδώ πάνω; Τρυγαίος: Θέλω να μιλήσω με τον Δία. Εδώ δεν είναι το παλάτι του; Πήγαινε να μου τον φωνάξεις. Ερμής: Αυτό ήταν μέχρι χτες. Δεν είναι πια, μετακόμισε. Τρυγαίος: Μετακόμισε; Ερμής: Ναι, μετακόμισε. Νευρίασε, νευρίασε τόσο πολύ με σας τους Έλληνες, που βάλατε μέσα στο σπίτι σας τον καταραμένο τον πόλεμο, ώστε έφυγε σ ένα άλλο παλάτι στην άλλη άκρη του κόσμου, να μη σας βλέπει και συγχύζεται. Τρυγαίος: Καλά και δε μου λες, μια δεσποσύνη Ειρήνη μήπως τη γνωρίζεις; Ερμής: Ειρήνη, Ειρήνη Τη Ρηνούλα καλέ δεν ξέρω; Φυσικά και την ξέρω. Εσύ πού την ξέρεις; Τρυγαίος: Ήτανε στην Ελλάδα και όλοι ήμασταν ευτυχισμένοι. Όμως μια μέρα έφυγε. Ερμής: Δεν έφυγε από μόνη της. Εσείς τη διώξατε. Εσείς βάλατε στα σπίτια σας τον πόλεμο. Τρυγαίος: Μετανιώσαμε. Θέλουμε πάλι την Ειρήνη να ρθει στην Ελλάδα. Ερμής: Κακομοίρα Ειρήνη!!! 9
Τρυγαίος: Ερμής: Τρυγαίος: Ερμής: Τρυγαίος: Ερμής: Γιατί κακομοίρα; Άκου να δεις τι έγινε. Τη μέρα που ήρθε ο πόλεμος στην Ελλάδα η Ειρήνη στενοχωρήθηκε πολύ και γυρνούσε λυπημένη εδώ κι εκεί. Τη βρήκε ο πόλεμος και Να την ξεχάσεις. Δε νομίζω πως θα την ξαναδείς ποτέ σου. Καημενούλα Ειρήνη!!! Γιατί; Τι έγινε; Πού πήγε; Την βρήκε ο πόλεμος, που την έψαχνε, και τη φυλάκισε σε μια τρύπα ενός βράχου. Το χειρότερο! Δεν έχει σκοπό να την αφήσει ελεύθερη. Α, τον αλήτη τον πόλεμο. Και δε μου λες, μήπως γνωρίζεις πού είναι αυτός ο βράχος; Πρέπει οπωσδήποτε να την ελευθερώσω. Αν και είναι πολύ δύσκολο, αφού ο βράχος είναι πολύ μεγάλος, θα σε οδηγήσω στον βράχο, γιατί κι εγώ στενοχωριέμαι να σας βλέπω να σκοτώνεστε. Έλα μαζί μου! (Χάνονται πίσω από τη σκηνή και εμφανίζονται από την άλλη μεριά, όπου βρίσκεται ο βράχος.) Ερμής: Τρυγαίος: Ερμής: Τρυγαίος: Ερμής: Τρυγαίος: Ερμής: Να τος ο βράχος. Καημενούλα Ειρήνη. Πρέπει κάτι να κάνουμε. Και δε μου λες; Αυτός ο αλήτης ο πόλεμος πού είναι; Κάπου εδώ γυρνάει. Μήπως ξέρεις μ εμάς τους Έλληνες τι σκέφτεται να κάνει; Να σας κοπανίσει. Να μας κοπανίσει; Ναι, να σας κοπανίσει. Αγόρασε ένα πελώριο γουδί κι έχει σκοπό να βάλει εκεί μέσα όλες τις πόλεις της Ελλάδας να τις 10
κοπανίσει να τις κάνει σκορδαλιά. Μα, σιωπή! Νομίζω πως έρχεται. Κρύψου! (Μπαίνει ο πόλεμος με εμβατηριακή μουσική κρατώντας ένα πελώριο γουδί κι ένα τσουβάλι που έχει μέσα όλες τις πόλεις της Ελλάδας. Ο Τρυγαίος φοβισμένος κρύβεται πίσω από τον Ερμή και από εκεί παρακολουθεί την κατάσταση.) Πόλεμος: Εν δυο, εν δυο, εμπρός με βήμα ταχύ (ο πό- ο πόλεμος φτάνει, σταθείτε προσοχή.) Χ2 Πω πω τι χαρούλες θα κάνω τι γλέντι εδώ θα στηθεί (μοβόρικα αίμα ρουφάω κι η γης από με θα χαθεί ) Χ2 Εν δυο, εν δυο, μπρος φέρτε μου ένα γουδί, (Αθήνα και Πάτρα και Βόλο να λιώσω να κάνω ζουμί.) Χ2 (Σταματάει και κατεβάζει από τον ώμο του το τσουβάλι.) Και τώρα η σειρά σου Θεσσαλονίκη. (Βγάζει από το τσουβάλι τον Λευκό Πύργο και τον ρίχνει στο γουδί.) Λίγα σκόρδα, λίγο αλατοπίπερο. Όμως κάτι πρέπει να λείπει από το μίγμα. (Μυρίζει το μίγμα.) Α, ναι λίγα δάκρυα. (Δίνει ένα χαστούκι στον Τρυγαίο κι αυτός αρχίζει να κλαίει. Ο Πόλεμος μαζεύει τα δάκρυά του στο γουδί.) Έτσι μπράβο, μωρό μου, κλάψε, κλάψε! Κι άλλα δάκρυα μη μας κόψει η συνταγή. Ωραία! Και τώρα το γουδοχέρι να κοπανήσουμε το μίγμα. (Ψάχνει μέσα στο τσουβάλι για το γουδοχέρι.) Α! το ξέχασα μέσα. Πάω να το φέρω. (Απευθυνόμενος στον Ερμή.) Έλα κι εσύ μαζί μου. (Τον πιάνει από το αυτί, τον τραβάει και χάνονται πίσω από Τρυγαίος: τη σκηνή.) Βρε κακό που πάθαμε! Ακούσατε παιδιά τι σκοπό έχει ο πόλεμος; Λοιπόν, ένα μας σώζει από αυτόν. Να 11
ελευθερώσουμε την Ειρήνη πριν γυρίσει. Παιδιά, εδώ θα χρειαστώ τη βοήθειά σας. Θα με βοηθήσετε να ελευθερώσουμε τη σκλαβοπούλα την Ειρήνη; (Έρχονται τα παιδιά μπροστά.) Παιδί 1: Βεβαίως θα σε βοηθήσουμε φίλε της Ειρήνης και όλων των ανθρώπων φίλε. Παιδί 2: Πες, κι ό,τι πεις θα γίνει. Εμείς είμαστε στις διαταγές σου. Παιδί 3: Εμείς τα παιδιά θέλουμε την ειρήνη πιο πολύ απ όλο τον κόσμο. Όλα τα παιδιά: Μέσα από τη καρδιά μας σε παρακαλούμε να τη φέρεις την Ειρήνη πίσω. Εμείς είμαστε στη διάθεση σου, καλέ μας Τρυγαίε. Τρυγαίος: Μπράβο παιδιά ειρηνόφιλα! Αχ, αν όλοι οι ενήλικοι ήταν σαν κι εσάς, ο πόλεμος κι όλοι μαζί του οι κακούργοι, θα φευγαν μια για πάντα από δω πέρα! Λοιπόν, ακούστε το σχέδιό μου. (Πάει και φέρνει ένα σχοινί.) Εγώ θα δέσω με αυτό το σχοινί την πέτρα που κλείνει τη σπηλιά της Ειρήνης. Εσείς θα βοηθήσετε να την τραβήξουμε. Όταν δώσω το σύνθημα, τότε θα τραβήξετε το σχοινί. Μόνο σας παρακαλώ λίγο γρήγορα, μη προλάβει να γυρίσει ο πόλεμος. (Πάει πίσω, επιστρέφει με ένα σχοινί και το δένει στον βράχο.) Λοιπόν, για να έχουμε ρυθμό, θα λέω ένα τραγούδι. (Όλα τα παιδιά τραβάνε στο ρυθμό του τραγουδιού.) Παιδιά: Έι χοπ, έι χοπ, ένα δύο τρία οχτώ έι χοπ, έι χοπ, έξι δέκα δεκαοχτώ. Αργά, αργά τραβάτ αργά και κάντε υπομονή. Σιγά, σιγά μ επιμονή η Ρηνιώ στο φως θα βγει. 12
Λεύτεροι θα ναι τότε όλοι θάλασσα, εξοχή και πόλη, ύπνος, ξύπνος και παιχνίδια καθισιό και πανηγύρια. Έι χοπ, έι χοπ, ένα δύο τρία οχτώ έι χοπ, έι χοπ, έξι δέκα δεκαοχτώ. (Ο βράχος έχει μετατοπιστεί. Εμφανίζεται ο Ερμής.) Ερμής: Τι κάνετε εδώ βρε; Τρυγαίος: Τίποτε το κακό Ερμή μου. Ερμής: Θα με σκοτώσει βρε ο πόλεμος αν μάθει ότι ελευθερώσατε την Ειρήνη. Τρυγαίος: Άσε τα λόγια και βάλε ένα χεράκι κι εσύ να βγάλουμε την Ειρήνη. (Ο Ερμής βοηθάει και αυτός και η Ειρήνη βγαίνει στο φως. Όλα τα παιδιά τότε τραγουδάνε.) Παιδιά: (Ρήνα μου, Ρήνα μου, Ρήνα κι Ρηνάκι μου.) Χ2 (Η Ειρήνη βγαίνει αλλά τους γυρίζει την πλάτη.) Τρυγαίος: Ειρήνη, γιατί μας κάνεις τώρα νάζια; (Η Ειρήνη σκύβει στο αυτί ενός παιδιού και κάτι λέει.) Παιδί 1: Παιδί 2: Παιδί 3: Δεν κάνει νάζια. Απλά είναι θυμωμένη, γιατί τρεις φορές ήρθε στην Αθήνα με ειρηνικές προτάσεις και τρεις φορές τη διώξατε. Έχει δίκιο η Ειρήνη, εσείς τη διώξατε. Θερμοπαρακάλεσέ την, Τρυγαίε, την Ειρήνη. Πρέπει να γυρίσει. 13
Τρυγαίος: Συγχώρεσέ μας Ειρήνη. Έχεις δίκιο. Φταίξαμε. Εμείς σε διώξαμε. Τώρα όμως μετανιώσαμε. Μη φεύγεις! Μείνε κοντά μας! Ειρήνη: (Απευθυνόμενη στα παιδιά) Τι λέτε παιδιά; Να μείνω; Παιδιά: Ναι, ναι! (Μπαίνει ο οπλοπώλης.) Οπλοπώλης: Πού είναι ο Τρυγαίος; Τρυγαίος: Παρών αυτοπροσώπως. Οπλοπώλης: Αχ, τι μου κανες Τρυγαίε! Με εξόντωσες! Με κατάστρεψες! Πάει η τέχνη μου! Δε μου λες τώρα, όλα αυτά τα όπλα τι θα τα κάνω; Τρυγαίος: Γι αυτό σκας άνθρωπέ μου; Μπήξ τα στη γη να σκαρφαλώσει ο κισσός! Άσε τη γκρίνια κι έλα μαζί μας! Στα χρόνια της ειρήνης που θα έρθουν η τέχνη που έχεις, να επεξεργάζεσαι τα μέταλλα, είναι πολύ χρήσιμη. Χρειάζονται εργαλεία για τη γη. Φτυάρια, αξίνες, άροτρα. Τέτοια θα φτιάχνεις. Οπλοπώλης: Κι εγώ που νόμιζα ότι θα μείνω άνεργος τώρα!!! Τρυγαίος: Και τώρα, εμπρός. Όλοι μαζί ας τραγουδήσουμε κι ας χορέψουμε παρακαλώντας ποτέ πια να μη φύγει η Ειρήνη από την Ελλάδα. (Όλοι μαζί πιάνονται στο χορό τραγουδώντας.) Όλοι: Γιούπι για-για, γιούπι-γιούπι για ας χαρούμε την Ειρήνη βρε παιδιά. (Όχι πόλεμος κι αμάχη, όχι όπλα και θανάτοι μόνο αξίνες, φτυάρια και δουλειά.) Χ2 Γιούπι για-για, γιούπι-γιούπι για 14
τους πολέμους διώξτε μακριά. (Κι όποιος ξαναπιάσει ασπίδα στον ποπό να βγάλει αγκίδα και στη γλώσσα να του βάλουν πιπεριά.) Χ2 (Εμφανίζεται ο Αφηγητής.) Αφηγητής: Για δες εκεί τις πολιτείες που έκλεισαν ειρήνη κι αγαπήσαν! Διώξαν τον πόλεμο απ τα σπίτια τους και κουβεντιάζουνε σα φίλες κι ας έχουνε μελανιές στα μούτρα απ τις μπουνιές που δώσαν μεταξύ τους. Ακούστε κόσμε. Τσάπες, αξίνες, φτυάρια, δρεπάνια και λουλούδια να πάρετε όλοι σας και να πετάξετε μακριά τα όπλα. Είναι πολύ κακό πράγμα ο πόλεμος. Εμπρός, όλοι πια σε ειρηνικά έργα. Η Ειρήνη πρέπει παντού να απλωθεί. (Ακούγεται το τραγούδι και όλοι μαζί επαναλαμβάνουν και χορεύουν.) Όλοι: Εσείς εδώ που κάθεστε τριγύρω και κοιτάτε, έλα, έλα, τριγύρω και κοιτάτε φάτε, πιέστε, χορέψετε κι εμένα ν αγαπάτε έλα, έλα, έλα κι εμένα ν αγαπάτε. Τ άσπρα τα δόντια δεν ωφελούν αν δεν μασούν φαγάκι έλα έλα, αν δεν μασούν φαγάκι. Το στόμα αξία δεν έχει αν δεν πίνει νεράκι έλα, έλα, έλα αν δεν πίνει νεράκι. Δέηση κάνω στο Θεό την Ελλάδα να προσέχει έλα, έλα την Ελλάδα να προσέχει και τη γλυκιά Ειρήνη μας που μόνο μια την έχει έλα, έλα, έλα που μόνο μια την έχει. Κι όλου του κόσμου τα καλά κρασί, ψωμί και σύκα έλα, έλα κρασί, ψωμί και σύκα να δίνει ο Θεός τον π αγαπά και την Ειρήνη προίκα. 15
Ποτέ πολέμου ιαχή στη γη μην αντηχήσει έλα, έλα στη γη μην αντηχήσει. Παντού Ειρήνη ν απλωθεί κι ο πόλεμος να σβήσει έλα, έλα, έλα κι ο πόλεμος να σβήσει. Κι έτσι η ιστορία μας ετούτη παίρνει τέλος μα η Ειρήνη ελπίζω στη ζωή ποτέ μην πάρει τέλος (έλα, έλα, έλα ποτέ μην πάρει τέλος.) Χ3 ΤΕΛΟΣ 16