1. < «θοῶς ἀλλασσομένη καὶ σαλευομένη». 2. < «ἐκ τοῦ θῶ τοῦ σημαίνοντος τὸ τρέχω καὶ τοῦ λὰ τὸ ἁλμυρόν, ἤγουν τὸ ἅλας».



Σχετικά έγγραφα
Κομοτηνη Ταξiδια στο θρακιko πeλαγος. Εκπαιδευτικo πρoγραμμα για μαθητeς δημοτικοy

Η ιστορική πατρότητα του όρου «Μεσόγειος θάλασσα» ανήκει στους Λατίνους και μάλιστα περί τα μέσα του 3ου αιώνα που πρώτος ο Σολίνος τη ονομάζει

Ταξιδεύοντας στην ηπειρωτική Ελλάδα. Τάξη Φύλλο Εργασίας 1 Μάθημα Ε Δημοτικού Διαιρώντας την Ελλάδα σε διαμερίσματα και περιφέρειες Γεωγραφία

Πρώτη έκδοση Νοέμβριος 2017 ISBN

ENOTHTA 1: ΧΑΡΤΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΘΕΩΡΙΑΣ

ΜΑΘΗΜΑ:Η ΔΙΑΘΕΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΚΑΙ Η ΕΥΕΛΙΚΤΗ ΖΩΝΗ ΘΕΜΑ: «ΘΑΛΑΣΣΑ» ΜΕΤΕΚΑΠΙΔΕΥΟΜΕΝΟΣ ΔΑΣΚΑΛΟΣ: ΦΑΡΜΑΚΗΣ ΗΛΙΑΣ

Θεογονία: Πώς ξεκίνησαν όλα.

Χρονολογία ταξιδιού:στις 8 Ιουλίου του 1497 άρχισε και τελείωσε το 1503

Μεταφορά - μεταφορικά μέσα

Μαρία αγγελίδου. το βυζάντιο σε έξι χρώματα. χ ρ υ σ ο. eikonoγραφηση. κατερίνα βερουτσου

Προσανατολισμός. Γιώργος Τσεβεκίδης. Υπεύθυνοι Καθηγητές: Σμυρλή Ιωάννα. Πιτένη Αναστασία. Καραγιάννης Στέργιος

ΟΔΥΣΣΕΙΑ: ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΚΑΙ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ

Διάστημα. Βάλε στη σωστή απάντηση (μία κάθε φορά). Για να κάνει η Γη μια πλήρη περιστροφή γύρω από τον Ήλιο, χρειάζεται:

ΠΛΟΙΑ. Ειρήνη Πετράκη Δασκάλα Σύμβουλος ΣΧ.Τ.

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Β ΛΥΚΕΙΟΥ 7 ου ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΛΑΡΙΣΑΣ ΜΕ ΛΥΚ. ΤΑΞΕΙΣ. Μεσόγειος: Ένας παράδεισος σε κίνδυνο

Γ) Ο Πλάτωνας 7) Ο Όµηρος ίσως έγραψε τα έπη ή ίσως τα συνέθεσε προφορικά; Α) ίσως τα έγραψε Β) ίσως τα συνέθεσε προφορικά 8) Τι κάνουν οι ραψωδοί; Α)

Η τρίτη κίνηση της Γης

Αλσιμπάνι-Λαγοπόδης Νεζάρ-Λάμπρος A Γυμνασίου 4 ο Γυμνάσιο Χαριλάου

Μηνύματα Ομάδων Παιδικής HELMEPA για την Παγκόσμια Ημέρα Ωκεανών ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ & ΘΡΑΚΗ

Α Γ Γ Ε Λ Ι Ε Σ Γ Ι Α

Η κοινωνική οργάνωση της αρχαϊκής εποχής

εποικοδοµισµός οµαδοσυνεργατική µάθηση διερευνητική µάθηση επίλυση προβλήµατος

Τα πιο μεγαλόπρεπα στολίδια της Γης. Τάξη Φύλλο Εργασίας 1 Μάθημα Στ Δημοτικού Αναζητώντας τα πιο μεγαλόπρεπα στολίδια Γεωγραφία

Α1.5 «Aνακρίνοντας» τους χάρτες

ΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΩΝ ΚΥΚΛΑΔΩΝ

Αλήθεια, ακόμη και τώρα, έχετε αναρωτηθεί ποια ήταν αυτά τα κείμενα και τι περιεχόμενο είχαν;

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

II. ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΑΡΤΙΟΣ 2019 ΣΥΝΟΛΟ

Τα ουσιαστικά. Ενικός αριθµός Πληθυντικός αριθµός

Μάθαμε για την συνθήκη του Ραμσάρ, η οποία προστατεύει με νόμο τους υδροβιότοπους.

Εργασίες και Μηνύματα Ομάδων Παιδικής HELMEPA για τις Παγκόσμιες Ημέρες Περιβάλλοντος (5 Ιουνίου) και Ωκεανών (8 Ιουνίου) ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ & ΘΡΑΚΗ

«Οι Οδύσσειες της Προϊστορίας» και το «Αίνιγμα 7000 χρόνων»

.Σ. Ναυστάθµου Σούδα (XANIA) ΛΕΟΝΤΕΙΟ.Σ. Πατησίων

Μια οµαδικοαναλυτική άποψη για την ιστορία και το χρόνο

Η Λίνδος απέχει 50 χλμ. νότια από την πόλη της Ρόδου. Ο οικισμός διατηρεί το χρώμα και την ατμόσφαιρα μιας άλλης εποχής. Κυρίαρχο στοιχείο ο

Ο τόπος µας. Το σχολείο µας. Πολιτισµός. Η τάξη µας

Το φως αναφέρεται σε σχετικά έντονο βαθμό στη μυθολογία, τόσο στην ελληνική όσο και στη μυθολογία άλλων αρχαίων λαών που το παρουσιάζουν σε διάφορες

Γεωλογία - Γεωγραφία Β Γυμνασίου ΦΥΛΛΑΔΙΟ ΑΣΚΗΣΕΩΝ. Τ μαθητ : Σχολικό Έτος:

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Ο Καταστατικός Χάρτης της Γης

"Στην αρχή το φως και η πρώτη ώρα που τα χείλη ακόμα στον πηλό δοκιμάζουν τα πράγματα του κόσμου." (Οδυσσέας Ελύτης)

Κεφάλαιο 12. Η δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου - ο ιονύσιος Σολωµός (σελ )

Ανάβρυτα Συντελεστές: Αγγελάκης Άγγελος Αδαμάκης Παύλος Τσαντά Ιωάννα Σωτηροπούλου Κωνσταντίνα

ΤΟ ΚΡΑΣΙ ΣΤΗΝ ΤΟΠΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ Α ΤΑΞΗ ΓΕΛ ΣΕΡΒΙΩΝ ΣΧ. ΕΤΟΣ

Α Γ Γ Ε Λ Ι Ε Σ Γ Ι Α

Ο Πλίνιος μάλιστα γράφει ότι η Κρήτη ήταν η πατρίδα δύο δένδρων με μεγάλη ιατρική χρησιμότητα του κρητικού πεύκου και του κρητικού κυπαρισσιού, από

KANONEΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

ΒΙΒΛΙΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Σαν το σύννεφο φεύγω πετάω έχω φίλο τον ήλιο Θεό Με του αγέρα το νέκταρ µεθάω αγκαλιάζω και γη κι ουρανό.

Μιλώντας με τα αρχαία

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΕΠΙΠΕΔΟΥ ΙV

ΑΛΛΑΓΏΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΑΛΑΣΣΙΑ

ΜΑΘΗΜΑ 16 ΤΑ ΒΟΥΝΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΕΔΙΑΔΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

Ενότητα 1 : Το ταξίδι των λέξεων στον χρόνο

ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΘΕΜΑΤΑ. ήταν ο κάθε ένας από αυτούς και σε ποιον από αυτούς σχηματίστηκε η Ελλάδα;

Ερευνητική Εργασία Α Λυκείου ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ. «Η Ιστορία της έντεχνης γραφής στην Ελλάδα: Το στίγμα της γενιάς του `30 στην ποίηση»

Η Αμμόχωστος (λατινικά: Famagusta, τούρκικα: Gazimağusa), είναι πόλη στην Κύπρο και βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νησιού, στον κόλπο που φέρει και

3. Να αναφέρεις να μέτρα που πρέπει να ληφθούν σε μια σχολική μονάδα πριν, κατά την διάρκεια και μετά από ένα σεισμό.

ελιές, παστά ψάρια, και σπάνια από κρέας, κυρίως στην Αθήνα.

Το μεγαλύτερο μέρος της γης αποτελείται από νερό. Το 97,2% του νερού αυτού

Ιανουάριος Δευτέρα Τρίτη Τετάρτη Πέμπτη Παρασκευή Σάββατο Κυριακή

Το καράβι της Κερύνειας

ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΣΤΗΝ ΜΕΓΑΛΟΧΑΡΗ

Β τάξη. Κειµενικοί στόχοι Λεξικογραµµατικοί στόχοι Γραπτά µηνύµατα του περιβάλλοντος

...Μια αληθινή ιστορία...

Ταξιδεύοντας με την ελληνική μυθολογία. Εκπαιδευτική επίσκεψη - Γ τάξη

ΤΟ ΑΘΗΝΑΪΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ 2018 ΤΑΞΗ : Α ΤΜΗΜΑ : 2 ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ : ΒΑΣΙΛΙΚΟΥ ΕΛΕΝΗ

Λογοτεχνικό Εξωσχολικό Ανάγνωσμα. Εργασία Χριστίνας Λιγνού Α 1

Εργασίες. Γένη των επιθέτων Τα επίθετα έχουν τρία γένη και συμφωνούν πάντα στο γένος, στον αριθμό και στην πτώση με το ουσιαστικό που συνοδεύουν.

Η ΥΠΕΥΘΗΝΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: Αλεξανδρή Ελευθερία. Η ΕΛΙΑ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ: Δημαράκης Κοσμάς Δράκου Άννα Καίρης Μάριος Κομίνη Ιωάννα Σουλάνδρος Τάσος


Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις

Ερωτηματολόγιο Προγράμματος "Ασφαλώς Κυκλοφορώ" (αρχικό ερωτηματολόγιο) Για μαθητές Β - Γ Δημοτικού

Η Πόλη έξω από τα Â Ë

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Κεφάλαιο 5 (σελ ) Η επανάσταση στα νησιά του Αιγαίου

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΟΞΟ. Γεωλογική εξέλιξη της Ελλάδας Το Ελληνικό τόξο

Οι πικρές αλήθειες της γλώσσας μου

Α Γ Γ Ε Λ Ι Ε Σ Γ Ι Α

Σέσσι, Γραμματικό. κείμενο-φωτό: Κώστας Λαδάς

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΚΕΝΤΡΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΝΗΣΙΑ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ ΚΡΗΤΗ

ΕΛΛΗΝΙΚΑ Μ-Π-Ο-Ρ-Ω Ν-Α Δ-Ι-Α-Β-Α-Ζ-Ω

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

ΑΓΓΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Χρόνος: 1 ώρα. Οδηγίες

Αρχαίοι Έλληνες Ιστοριογράφοι Εισαγωγή

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ 2004

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

«Η ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ, ΕΝΑ ΠΟΛΥΧΡΩΜΟ ΠΑΖΛ ΘΑΛΑΣΣΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΩΝ» Τάξη: Δ. Υπεύθυνη Εκπαιδευτικός: Τζημαγιώργη Δήμητρα. Σχολική χρονιά:

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ 2004

Σειρά «ΘΥΜΗΣΙΣ» : Αρχαίος Ελληνικός Πολιτισμός και Γλώσσα

*** ΣΧΕΔΙΟ ΣΥΣΤΑΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2014/0319(NLE)

ΟΜΗΡΙΚΗ ΕΠΟΧΗ (

Να διαβάσεις με προσοχή το κείμενο και να κάνεις όλες τις εργασίες που ακολουθούν.

Ι ΑΚΤΙΚΟ ΣΕΝΑΡΙΟ: Ας γνωρίσουμε τη γεωγραφία της Ελλάδας

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΚΕΝΤΡΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ. ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗ - Σχολική χρονιά

Λίγα Λόγια για τον Μυκηναϊκό Πολιτισμό

Το 1766, το Ναυαρχείο προσέλαβε τον Cook για να διοικήσει ένα επιστημονικό ταξίδι στον Ειρηνικό Ωκεανό. Ο σκοπός του ταξιδιού ήταν να παρατηρήσει και

Όνομα και Επώνυμο:.. Όνομα Πατέρα: Όνομα Μητέρας:.. Δημοτικό Σχολείο:.. Τάξη/Τμήμα:.. Εξεταστικό Κέντρο:...

Transcript:

Η θάλασσα στη γλώσσα µας Το να µιλήσεις για τη θάλασσα στη γλώσσα ενός λαού, όπως οι Έλληνες, που έχουν συνδέσει διαχρονικά τη ζωή τους µε τη θάλασσα, το να µιλήσεις για τη θάλασσα στη γλώσσα µιας χώρας που η θάλασσα αποτελεί µέρος τής βιολογικής, εθνικής, οικονοµικής και ψυχολογικής ύπαρξης των κατοίκων της, είναι πραγµατικά και πρακτικά ριψοκίνδυνο. Κινδυνεύεις ν αφήσεις έξω από τη γλωσσική πραγµάτευσή σου κοµµάτια τής γλωσσικής υπόστασης αυτού τού λαού, πολύτιµα δηλαδή πετράδια τής έκφρασής του, που είναι στην πραγµατικότητα οι λέξεις. Γιατί οι λέξεις είναι πολύτιµοι λίθοι τής γλωσσικής παρακαταθήκης ενός ολόκληρου λαού. Είναι κειµήλια τής πολιτισµικής κληρονοµιάς ενός έθνους. Είναι αναντικατάστατα συστατικά τής ταυτότητάς του. Σ αυτό το ριψοκίνδυνο έργο θα αποδυθώ, ζητώντας την κατανόησή σας, απόψε και θα σάς ξεναγήσω σ ένα ταξίδι στον µαγικό κόσµο των λέξεων και ειδικότερα των λέξεων τής γλώσσας µας που συνδέονται µε τη θάλασσα. Άλλωστε, οι ίδιες οι λέξεις είναι µια θάλασσα. Θάλασσα οι λέξεις στον κόσµο τής γλώσσας ενός λαού, θάλασσα που διασχίζουµε µε επικοινωνιακή ασφάλεια µέσα στα γερά σκαριά που µάς εξασφαλίζει η στέρεη και δοκιµασµένη αρµατωσιά τής ελληνικής γλώσσας. *** Λένε πως η γλώσσα τού ανθρώπου ξεκίνησε από τέσσερεις λέξεις, τις λέξεις ουρανός γη θάλασσα αέρας. Αυτές πρωτόπλασε ο άνθρωπος. εν θα σάς παρασύρω στους ανεξερεύνητους αντικειµενικά για την επιστήµη χώρους τής γλωσσογονίας που οι γλωσσολόγοι θεωρούµε εξαιρετικά ανασφαλείς, πλάσµατα µιας µυθικής φαντασίας. Θα ήµουν όµως έτοιµος να δεχθώ µαζί σας ότι µία από τις λέξεις που χρειάστηκαν πολλοί λαοί, µεταξύ των οποίων οι Έλληνες, περνώντας από την κοινωνία στην επι-κοινωνία, ήταν η ανάγκη να δηλώσουν το υγρό στοιχείο που τους περιέβαλλε. Γι αυτό το υγρό στοιχείο, οι Έλληνες χρησιµοποίησαν πέντε λέξεις: τις λέξεις θάλασσα, ἅλς (η), πόντος, πέλαγος και ωκεανός. Μέσα απ αυτές και γύρω απ αυτές πλάστηκαν πλήθος άλλων λέξεων για να δηλώσουν ποικίλες άλλες συναφείς έννοιες, καθώς και σύνθετες και λεπτές διαφοροποιήσεις, χρησιµοποιώντας τους δύο κύριους λεκτικούς µηχανισµούς τής γλώσσας µας: την παραγωγή και τη σύνθεση. Από αυτόν τον τεράστιο πλούτο θα 1

ξεχωρίσουµε µε τους περιορισµούς τού χρόνου που έχουµε µερικές ενδεικτικές λέξεις, για να τις σχολιάσουµε εν συντοµία. θάλασσα Και πρώτα-πρώτα η πιο αρχαία λέξη που χρησιµοποιήθηκε στην Ελληνική (από τον Όµηρο µέχρι σήµερα), για να δηλώσει «τη µεγάλη υδάτινη επιφάνεια µε αλµυρό νερό», η λέξη θάλασσα. Η λέξη αυτή δεν απαντά σε καµιά άλλη γλώσσα τής οικογένειας των γλωσσών στην οποία ανήκει η Ελληνική ούτε σε άλλη γλωσσική οικογένεια ή µεµονωµένη γλώσσα. Είναι µια προελληνική λέξη, που όπως τόσες άλλες (πβ. δάφνη, πύργος, µέγαρον, χαλκός, ασπίς, τύρρανος, ξίφος, Αθηνά, Κόρινθος, Ιλισός, Υµηττός, Ρέθυµνο, Κρήτη κ.ά.) υιοθέτησαν οι Έλληνες από τους Προέλληνες. Πρόκειται δηλ. γλωσσολογικά για λέξη που δεν ετυµολογείται από τα Ελληνικά, µολονότι παραδίδονται πολλές παρετυµολογίες («λαϊκές ετυµολογίες») τής λέξης: 1. < «θοῶς ἀλλασσομένη καὶ σαλευομένη». 2. < «ἐκ τοῦ θῶ τοῦ σημαίνοντος τὸ τρέχω καὶ τοῦ λὰ τὸ ἁλμυρόν, ἤγουν τὸ ἅλας». 3. < «ἐκ τοῦ ἄσσα τοῦ τινάσσεσθαι, τοῦτ ἔστι θεόν ἅλα τινασσόμενον». 4. < «παρά τὸ σάλον σάλασσα καὶ θάλασσα». 5. < «παρὰ τὸ ἆσσον ( εγγύτερον ) εἶναι θανάτου τοὺς πλέοντας ἐν αὐτῷ». Είναι, λοιπόν, χαρακτηριστική η πεισµατική όσο και απεγνωσµένη και ανεπιτυχής επιστηµονική προσπάθεια των αρχαίων γραµµατικών να ετυµολογήσουν τη λέξη, η οποία σηµειωτέον δεν παραδίδεται στα Μυκηναϊκά (πινακίδες γραµµικής γραφής Β ), ενώ φαίνεται να συνδέεται µορφικά µε τη λέξη δαλάγχα που παραδίδει ο Ησύχιος ως λέξη τής αρχαίας µακεδονικής διαλέκτου. Επίσης, ας σηµειωθεί ότι στις άλλες γλώσσες τής ινδοευρωπαϊκής οικογένειας οι λέξεις για τη θάλασσα ανάγονται στη ρίζα mar-, που έδωσε λατ. mare, απ όπου ιταλ. mare, γαλλ. mer, ισπ. mar, ρουµ. mare, ιρλ. muir, λιθ. mares, σλαβ. morje, γερµ. Meer. Η ρίζα αυτή φαίνεται να συνδέεται µε το αρχ. ελλην. µαρµαίρω «λάµπω, ακτινοβολώ» (απ όπου και οι λ. µάρµαρο, η αρχική σηµ. ήταν «η στιλπνή επιφάνεια που ακτινοβολεί», και µαρµαρυγή «λαµπύρισµα»), τού οποίου 2

η αρχική σηµασία ήταν «η στιλπνότητα τής επιφάνειας τής θάλασσας που ακτινοβολεί, όταν πέφτουν επάνω της οι ακτίνες τού ηλίου». Αν κρίνει κανείς από το πλήθος των συνθέτων και των παραγώγων που πλάστηκαν µε αναφορά στη θάλασσα καθ όλη τη διαδροµή τής ελληνικής γλώσσας (αρχαία µεσαιωνική νέα), µένει κατάπληκτος πόσο έντονα έχει περάσει διαχρονικά η θάλασσα στη ζωή των Ελλήνων, κατ εξοχήν θαλασσινού λαού. Άλλοτε για να περιγράψει τον φυσικό κόσµο που τον περιβάλλει (ζώα, φυτά, γεωλογικά µορφώµατα): θαλασσο-πούλι, θαλασσ-αετός, θαλασσο-κόρακας, θαλασσο-µάννα (η τσούχτρα), θαλασσο-σαύρια, θαλασσο-χελώνα, θαλασσό-χελυς, θαλασσο-σφαιρίδαι θαλασσ-άγκαθο, θαλασσό-γαµπρος, θαλασσ-αίγλη (αρχ.), θαλασσοκράµβη, θαλασσό-πρασο, θαλασσό-χορτο, θαλασσία (αρχ.) θαλασσόβραχος, θαλασσο-σπηλιά, θαλασσο-θραύστης, λιµνο-θάλασσα, ακρο-θαλασσιά, ακροθαλάσσι. Άλλοτε, πάλι, για να περιγράψει τη σχέση τού Έλληνα µε τη θάλασσα, είτε ως χώρο επικοινωνίας, είτε ως ζωτικό χώρο διαβίωσης, είτε ως πηγή εξουσίας, είτε ως καλλιτεχνική έµπνευση, είτε ως πηγή δυσκολιών, συγκινήσεων αλλά και πίκρας που ήταν για τον Έλληνα η θάλασσα. Παραδείγµατα. Χώρος επικοινωνίας: θαλασσο-πλόος/πλοΐα, θαλασσο-πόρος/-ία, θαλασσο-βάτης (αρχ.), θαλασσοδοµέτρης (αρχ.), θαλασσοπόνος (πβ. γεωπόνος), θαλασσουργώ/-ός/-ία (αρχ.), θαλασσοαυλώ (αρχ.), θαλασσοδρόµος. Χώρος-µέσα ζωής: θαλασσόβιος (αρχ.), θαλασσοβίωτος, θαλασσοδίαιτος, θαλασσονόµος. Καλλιτεχνική ενασχόληση: θαλασσογραφία/-ος/- ώ. Πηγή βιωµάτων, συγκινήσεων, µόχθων, πικρίας: πικροθάλασσα, θαλασσοδέρνοµαι/-δαρµένος, θαλασσοµαχώ/-ία/-ος, θαλασσοπνίγοµαι, θαλασσοπνίχτης, θαλασσοπαλεύω, θαλασσογέννητος, θαλασσογέννηµα, θαλασσόθρεφτος, θαλασσόκλυστος, θαλασσοκοπώ, θαλασσόπλαγκτος (αρχ.), θαλασσόπληκτος, θαλασσόµοχθος, θαλασσοπλάνητος (αρχ.), θαλασσόλυκος. Πηγή εξουσίας: θαλασσοκράτωρ/-κρατορία, θαλασσοκρατώ/-ία (αρχ.), θαλασσοµέδων (αρχ. «κύριος τής θάλασσας»). Θαλασσινοί χαρακτηρισµοί: θαλασσόζωστος, θαλασσόλουστος, θαλασσοπέλαγος, θαλασσοτείχιστος, θαλασσόχρωµος, θαλασσοπόρφυρος, θαλασσοβραχής, θαλασσοβάφω/-ής, θαλασσοταραχή, θαλασσοφοβία, θαλασσαιµία (µεσογειακή αναιµία), θαλασσοθεραπεία, θαλασσασφάλεια, θαλασσοδάνειο (δάνειο που θα πληρωνόταν αν έφτανε το πλοίο στο λιµάνι!!), ανθρωποθάλασσα, λαοθάλασσα, φουσκοθαλασσιά, υποθαλάσσιος, επιθαλάσσιος, παραθαλάσσιος (οι αρχαίοι έλεγαν και ενθαλάσσιος και υπερθαλάσσιος). 3

Τέλος, ας θυµηθούµε τα θάλασσα-θαλασσάκι (µου), θαλάσσιος και θαλασσινός και θαλασσινά και θαλασσής, θαλασσένιος και θαλασσίζω. Και προτού οι νέοι Έλληνες τα θαλασσώσουµε (εννοώ το ρήµα θαλασσώνω) οι αρχαίοι Έλληνες θαλάσσωναν είτε µε τη σηµ. «πλένοµαι στη θάλασσα» είτε µε τη σηµ. «διαπλέω τη θάλασσα», αλλά και µε τη σύγχρονη σηµ. «τα κάνω θάλασσα». Οι αρχαίοι µάλιστα είχαν και ρήµα θαλασσεύω («ταξιδεύω στη θάλασσα») και θαλασσίζω («έχω γεύση θαλασσινού νερού»). Μάλιστα έπιναν θαλασσίτη (οίνο) («κρασί που πάγωναν στη θάλασσα») ακόµη και θαλασσοµέλι («µέλι ανάµικτο µε θαλασσινό νερό»)! Αλλά κι εµείς οι Νεοέλληνες δεν παλεύουµε απλώς µε τη θάλασσα, αλλά οργώνουµε τις θάλασσες, για να φθάσουµε ακόµη και να φάµε τη θάλασσα µε το κουτάλι! Και µια και βρισκόµαστε στη Χίο, σ ένα αιγαιοπελαγίτικο νησί τής Μεσογείου, ας πούµε ότι οι αρχαίοι Έλληνες λέγοντας θάλασσα εννοούσαν κατ εξοχήν (ήδη στον Όµηρο) τη Μεσόγειο θάλασσα. Ο Ηρόδοτος µάλιστα τη λέει απλώς «ἥδε ἡ θάλασσα» (αυτή εδώ η θάλασσα!), ο Πλάτων «ἡ παρ ἡμῖν θάλασσα» (η θάλασσά µας) και ο Πολύβιος «ἡ θάλασσα ἡ καθ ἡμᾶς». Ο Αριστοτέλης την λέει «ἡ ἔσω θάλασσα», ενώ «ἡ ἔξω θάλασσα» είναι ο Ωκεανός, που λέγεται και «Ατλαντική θάλασσα» ή και «µεγάλη θάλασσα». Βεβαίως ο Μένανδρος, ο κακόγλωσσος κωµικός, θα πει το περίφηµο «θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν»! Οι Έλληνες ακόµη θα καυτηριάσουν κάποιον που προσποιείται ότι αγνοεί κάτι µε την παροιµιώδη φράση «ὁ Κρὴς τὴν θάλασσαν ἀγνοεῖ»! Ενώ ο Αισχύλος (στους Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας) θα πει την περίφηµη έκτοτε ποιητική φράση «θάλασσα κακῶν» (=πέλαγος δυστυχιών). πέλαγος Μια άλλη «θαλασσινή λέξη» τής Ελληνικής είναι η λ. πέλαγος. Ως πέλαγος χαρακτηρίζεται «η επίπεδη ανοιχτή υγρή υδάτινη επιφάνεια µε αλµυρό νερό, η οποία αποτελεί συνήθως µέρος µιας ευρύτερης θάλασσας». Έτσι µιλάµε για το Αιγαίο ή το Ιόνιο, το Κρητικό ή το Θρακικό ή το Ικάριο πέλαγος, που αποτελούν θαλάσσιες επιφάνειες µιας ευρύτερης υδάτινης έκτασης που είναι η Μεσόγειος θάλασσα. Ό,τι χαρακτηρίζει ετυµολογικά, στην αρχική σηµασία και χρήση της, τη λ. πέλαγος είναι η έννοια τής «επίπεδης επιφάνειας» µε την οποία συνδέεται η λέξη. Στην πραγµατικότητα η ονοµασία προέρχεται από µια ΙΕ ρίζα *pela- που σήµαινε «επίπεδος». Από την ίδια ρίζα προέρχονται οι λέξεις πλαξ (πλακός), πλάγ-ιος και παλάµη. Και οι τρεις αυτές λέξεις δηλώνουν επίπεδες επιφάνειες σε διάφορες 4

θέσεις, µε κατ εξοχήν επίπεδη, ανοιχτή και αναπεπταµένη υγρή επιφάνεια, το πέλαγος. Αξίζει να σηµειώσουµε ότι και η ονοµασία των γηγενών κατοίκων τού ελλαδικού χώρου, των γνωστών Πελασγών (δηλ. τού προελληνικού στρώµατος), προέρχεται πιθανότατα από την ίδια ρίζα: Πελασγοί < * Πελαγσ-κοί, που θα σήµαινε αρχικά «τους κατοίκους των επίπεδων πεδινών εκτάσεων». Ας σηµειωθεί ότι από την ίδια ΙΕ ρίζα *pela/pla- προέρχονται και άλλες σηµαντικές λέξεις των ευρωπαϊκών γλωσσών µε την ίδια βασική ή παρεµφερή σηµασία: λατ. pla-nus «επίπεδος», planum planities «επίπεδο», planca «σανίδα», palma «παλάµη» + «φοίνικας», plattus «πιάτο» γαλλ. plan - plain «επίπεδος», plat «πιάτο», plateau «επίπεδο», palme paume «παλάµη» + «φοίνικας», αγγλ. plain, plate, palm αλλά και flat, field «πεδίο» γερµ. flach, Feld. Η λ. πέλαγος δήλωσε, λοιπόν, την ανοιχτή θάλασσα και τα ανοιχτά τής θάλασσας, ξεκινώντας από την επίπεδη επιφάνεια που επιτρέπει να βλέπεις µακριά. Έτσι συνδυάστηκε στην αρχαία µε όλες τις άλλες λέξεις που δήλωναν τη θάλασσα: πέλαγος θαλάσσης (Απολλώνιος ο Ρόδιος), πόντου πέλαγος (Πίνδαρος), πέλαγος Αἰγαίας ἁλός (Ευριπίδης), ἁλός ἐν πελάγεσσιν (Οµήρ. Οδύσ). Ο Αισχύλος που µιλάει για «θάλασσα κακών» θα µιλήσει µεταφορικά και για «πέλαγος κακών» (Πέρσες). ύο «αθώα» ρήµατα τής αρχαίας, παράγωγα τής λ. πέλαγος, το ρ. πελαγοδροµώ που σήµαινε «πλέω στο πέλαγος, στ ανοιχτά τής θάλασσας» και το ρ. πελαγόω που σήµαινε «µετατρέπω σε πέλαγος, πληµυρίζω», προσέλαβαν στη Ν. Ελληνική αρνητική σηµασιολογική χροιά. Έφτασαν να δηλώνουν και τα δύο τις ιδιαίτερες δυσκολίες, τους κινδύνους και τελικά την αµηχανία στην οποία καταλήγει κανείς, όταν χάνεται στο πέλαγος των δυσκολιών και των προβληµάτων. Έτσι λέµε για κάποιον ότι πελάγωσε ή πελαγοδροµεί κάπου χωρίς να βρίσκει διέξοδο. Τη σηµ. «τού διαπλέω το πέλαγος» δηλώνει σήµερα το ρ. πελαγίζω, που είναι ήδη αρχαίο. Τα αρχ. επίθετα πελάγιος, πελαγικός και πελαγαίος έδωσαν τη θέση τους στο επίθ. πελαγήσιος, ενώ το πελάγιος στο θηλυκό έδωσε το κύριο όνοµα Πελαγία. ἃλς Έχετε σκεφθεί ποτέ πόσο σηµαντική, πόσο καθοριστική ή και µοιραία µπορεί να αποβεί σηµασιολογικά η διαφορά ανάµεσα σ ένα αρσενικό κι ένα θηλυκό γένος; Ε, λοιπόν, το αρσενικό µιας συγκεκριµένης λέξης δήλωνε το «αλάτι» και το θηλυκό 5

«τη θάλασσα»! Μιλάµε για την αρχαία λ. αλς, αλός που ως αρσενικό «ὁ ἅλς» ήταν το αλάτι, ενώ ως θηλυκό «ἡ ἅλς» ήταν η θάλασσα. Μια ρίζα *sal-, που σήµαινε αρχικά «το αλάτι» και που έδωσε πλήθος συναφών λέξεων (στις οποίες θα επανέλθουµε), ήταν η πηγή τής λ. λς. Η λέξη αυτή χρησιµοποιήθηκε κυρίως στην ποίηση. εν πέρασε στον πεζό λόγο, όπου κυριάρχησε η λ. θάλασσα και µε ειδικότερη, όπως είδαµε, σηµασία οι λ. πέλαγος και πόντος. Την βρίσκουµε ιδίως στον Όµηρο: χεῖρας νιψάμενος πολιῆς ἁλός («ένιψε τα χέρια του στη λευκή θάλασσα») και στην περίφηµη φράση «παρά θῖν ἁλός» («στην άκρη τής θάλασσας, στην ακρογιαλιά»). ήλωνε κυρίως τα ρηχά νερά τής θάλασσας κοντά στην παραλία και γενικότερα τη θάλασσα όπως την βλέπει κανείς από τη στεριά. Μια σειρά από ποιητικές σύνθετες λέξεις τής αρχαίας ανάγονται στη λ. άλς υπό τον τύπο αλι- (ίσως από έναν αρχαιότερο, ουδέτερου γένους, τύπο ἅλις-): αλι-άετος (=θαλασσαετός), αλι-αής («ο πνέων προς ή διά τής θαλάσσης»), αλι-ανθής (=αλιπόρφυρος, µε λαµπρό πορφυρό χρώµα), αλί-βαπτος και αλι-βαφής (=θαλασσοβαφής, βυθισµένος στη θάλασσα), αλί-βρεκτος (=θαλασσόβρεκτος), αλίβροµος και αλί-γδουπος (που θορυβεί όπως το κύµα τής θάλασσας), αλί-βρωτος (που τον έφαγε η θάλασσα), αλι-γείτων (που γειτονεύει µε τη θάλασσα), αλι-γενής, αλι-δινής, αλί-δροµος, αλι-ειδής, αλι-εργής, αλι-ερκής και αλί-ζωνος και αλι-κύµων (ο περιβαλλόµενος από θάλασσα), αλί-ζωος (ο ζων στη θάλασσα), αλι-ηγής (που σπάει πάνω του η θάλασσα), αλι-ηχής, αλί-κλυστος, αλίκµητος και αλι-πλάγητος και αλι-πλανής (ο ταλαιπωρούµενος από τη θάλασσα), αλίκτυπος, αλι-νηχής, αλί-πληκτος και πολλά άλλα. Αυτό που παρατηρούµε είναι ότι στον χώρο τής ποίησης η λ. λς έδωσε πλήθος συνθέτων, παράλληλων προς τα σύνθετα µε το θάλασσα (θαλασσόπληκτος = αλίπληκτος, θαλασσοεργής = αλιεργής κ.λπ.). Σύνθετα και παράγωγα, που χρησιµοποιούνται µέχρι σήµερα είναι: ὑπό + ἅλς > ὕφ-αλος (= [βράχος] υπό την θάλασσα), παρά + ἅλς > παρ-άλιος/παραλία (=παρά την θάλασσα), ἐν + ἅλς > εν-άλιος («ενάλιος αρχαιολογία»), ἐν αἰγί ἁλός > (αι) γιαλός/γιαλός («στο κύµα τής θάλασσας»), ἁλός ἄχνη > αλοσάχνη > αλισάχνη («το λεπτό στρώµα αλατιού, ό,τι αφήνει η θάλασσα στο πρόσωπο ή στα κοιλώµατα των βράχων). Άλ-ιµος (< αλς + -ιµος) «θαλάσσιος» και «αρµυρήθρα», αλί-πεδο («παράκτια πεδιάδα»), Αγχί-αλος (= «κοντά στη θάλασσα»), Αλόννησος (αλός + νήσος πρβλ. Πέλοπος νήσος > Πελοπόννησος µε δύο ν). Το τοπωνύµιο 6

µάλιστα Αµφίαλος (αµφί + άλς) µαρτυρείται ήδη στα Μυκηναϊκά (a-pi-a-ro). Αλλά το ισχυρότερο παράγωγο παραµένει η λ. αλι-εύς που έδωσε πλήθος παραγώγων αλιεύω, αλιεία, αλίευµα, αλιευτικός, αλιεργάτης κ.ά. Ο παράλληλος τύπος (ο) αλς, δηλ. το αλάτι, έδωσε µια άλλη σειρά λέξεων, όπως λ.χ. το άλας, άλατος (από την αιτ. «τούς άλας»), τα αλ-υκή, άλ-µη, αλµυρός, αλµύρα, αλµυρίζω κ.ά. Τέλος, η ΙΕ ρίζα sal-, που έδωσε στην Ελληνική και τη θάλασσα και το αλάτι, σήµαινε κυρίως το αλάτι, δίνοντας σειρά λέξεων στις ευρωπαϊκές γλώσσες, όπως λατ. sal «αλάτι», salinus «αλατισµένος, αλµυρός» αλλά και salarium «χρηµατικό ποσό που καταβαλλόταν στους στρατιώτες για την αγορά αλατιού», απ όπου προήλθε η έννοια τού «µισθός» στο γαλλ. salaire και (δι αυτού) στο αγγλ. salary! Επίσης τρεις γαστρονοµικές λέξεις, µέσω τής Λατινικής και τής Γαλλικής, πέρασαν σε ευρύτερη χρήση: salade (σαλάτα) sauce (σάλτσα) saucisse (λουκάνικο). Η λ. σαλάτα (ιταλ. in-salata, ισπ. en-salada, γαλλ. salade, αγγλ. salad, γερµ. Salat) σηµαίνει, στην πραγµατικότητα, «αλατισµένη». Επίσης το λατ. salsus «αλατισµένος» έδωσε το salsa, απ όπου το γαλλ. (και διεθνές σήµερα) sauce (σος). Έδωσε επίσης το γαλλ. saucisse και το αγγλ. sausage, δηλ. το αλατισµένο κρέας και ειδικότερα το λουκάνικο (η ελλην. λ. λουκάνικο είναι ήδη µεσαιωνική από το λατ. lucanicum «είδος αλλαντικού», όπως το παρασκεύαζαν οι Lucani, κάτοικοι περιοχής στην Κάτω Ιταλία). πόντος Λέξεις όπως Εύξεινος Πόντος, Ελλήσποντος, ποντοπόρα πλοία, καταποντίζω κ.ά. µάς οδηγούν σε µιαν άλλη «θαλασσινή λέξη», τη λ. πόντος. Η κυριολεκτική σηµασία τής λ. πόντος είναι «θαλάσσιο πέρασµα», «θάλασσα που λειτουργεί κυρίως ως πέρασµα από τη µια στεριά σε µιαν άλλη». Τέτοιος ήταν λ.χ. ο Εύξεινος πόντος, η επικίνδυνη για τη διάβαση των πλοίων Μαύρη Θάλασσα, ο Άξεινος Πόντος, που ευφηµιστικά και αποτρεπτικά ονοµάστηκε Εύξεινος Πόντος «θάλασσα που καλοδέχεται τους ξένους που την διαπλέουν». Αν η λ. αλς χρησιµοποιήθηκε, όπως είδαµε, στην ποίηση, η λ. πόντος χρησιµοποιήθηκε στον πεζό λόγο ως µια ακόµη λέξη για τη θάλασσα, την κλειστή θάλασσα που λειτουργεί ως πέρασµα (Εύξεινος Πόντος, Έλλης πόντος > Ελλήσποντος, Προποντίς «η θάλασσα τού Μαρµαρά») ή ως καθορισµένων ορίων επιµέρους θάλασσα (ό,τι δηλ. και το πέλαγος) σε χρήσεις όπως Αιγαίος πόντος, Σαρωνικός πόντος, Ικάριος πόντος, Σικελικός πόντος κ.ά. Ο Όµηρος χρησιµοποιεί για τον πόντο χαρακτηρισµούς όπως απείριτος (= «αδιάβατος»), µεγακήτης («µε 7

πολλά και µεγάλα κήτη»), µέλας, οίνοψ (= «κρασωπός, σκουρόχρωµος, στο χρώµα τού κόκκινου κρασιού»). Όπως προκειµένου για τη λ. θάλασσα έτσι και για τη λ. πόντος ένα πλήθος παράλληλων συνθέτων χρησιµοποιήθηκαν στην αρχαία για να δηλώσουν διάφορες ιδιότητες τής θάλασσας: ποντοβαφής, ποντόβροχος, ποντογενής, ποντοθήρης, ποντοκράτωρ, ποντοµέδων, ποντοναύτης, ποντοπαγής, ποντοπλάνητος, ποντοτίνακτος, ποντοχάρυβδις κ.ά. Λέξεις συγγενείς, που χρησιµοποιούµε και σήµερα, είναι το επίθετο πόντιος που σήµαινε ό,τι το θαλάσσιος (πόντιο ύδωρ, πόντιο πέλαγος, πόντια κύµατα, πόντια ακτή κ.λπ.) και το επίθετο ποντ-ικός που δήλωνε κάθε τι που αναφέρεται στον Πόντο ως γεωγραφική τοποθεσία: ποντικόν δένδρεον, ποντική ρίζα (=γλυκόριζα) και ποντικός µυς «η νυφίτσα». Ό,τι ονοµάζουµε ποντικός (ποντίκι), το γνωστό τρωκτικό, προέρχεται από το ποντικός µυς, µυς των ποντοπόρων πλοίων (κατά παράλειψιν τού µυς πβ. και αρουραίος µυς, ο µυς των αγρών). Αξίζει εδώ να αναφερθεί για την περιπετειώδη ιστορία των λέξεων ότι υπήρχε και το ποντικόν κάρυον (ποντικό καρύδι) που, κατά παράλειψιν τού κάρυον, το ποντικόν έγινε findik στα Τουρκικά, απ όπου η λ. φουντούκι που ξαναπήραµε ως αντιδάνειο. Σήµερα χρησιµοποιούµε επίσης τη συχνή στον Όµηρο λ. ποντοπόρος «αυτός που διασχίζει τη θάλασσα», καθώς και το πολύ εύχρηστο στην αρχαία γλώσσα ρήµα καταποντίζω «βυθίζω στη θάλασσα». Η ρίζα από την οποία ξεκίνησε η λ. πόντος είναι η ΙΕ ρίζα *pent- που σήµαινε «πέρασµα». Από την ίδια ρίζα υποστηρίζεται από µερικούς ότι προήλθαν στην Ελληνική το ρ. πατώ, µε αρχική σηµ. «βαδίζω, περπατώ» και το ουσ. πάτος που σήµαινε αρχικά τον «δρόµο». Η ίδια ρίζα έδωσε το λατ. pons/pontis «γέφυρα», που πέρασε και σε άλλες γλώσσες, απ αυτό µάλιστα έγινε και το pontifex «ποντίφηξ», που λόγω τής σπουδαιότητας των ελάχιστων την αρχαία εποχή γεφυρών και τής χρήσης τους ως ελεγχόµενων διαβάσεων, το αξίωµα τού ποντίφηκος ήταν εξαιρετικά σηµαντικό, ανατιθέµενο σε ανώτατους ιερείς µε αρµοδιότητα την κατασκευή και τη συντήρηση γεφυρών, γεγονός που τους προσπόριζε δύναµη και κύρος. Από την ίδια ρίζα είναι και το ρ. find/finden «ευρίσκω» των γερµανικών γλωσσών. ωκεανός Προκειµένου για τη δήλωση «µεγαλύτερης υδάτινης επιφάνειας που χωρίζει και ηπείρους» η «θαλασσινή λέξη» που χρησιµοποιήθηκε ήταν η ονοµασία Ωκεανός, 8

ονοµασία που πέρασε διεθνώς να σηµάνει θάλασσες ευρείας εκτάσεως που χωρίζουν ηπείρους (γαλλ. océan, αγγλ. ocean κ.λπ.). Η λ. προήλθε από το όνοµα ενός µυθικού ποταµού, τού Ωκεανού, ο οποίος περιέρρεε, κατά τη µυθολογία, τη γη χωρίς αρχή και τέλος, Στην πραγµατικότητα έτσι δηλώθηκε ο Ατλαντικός ωκεανός, η εξωτερική, µεγάλη διαχωριστική θάλασσα, για να διακριθεί από τη γνωστή στους Έλληνες µεγάλη εσωτερική θάλασσα, τη Μεσόγειο. Στη συνείδηση των ανθρώπων ο ωκεανός, σε έκταση και σε όγκο, αποτελούσε ό,τι µεγαλύτερο υπήρχε. Έτσι έφθασε η λ. ωκεανός να χρησιµοποιηθεί ως προσφώνηση ωκεανέ, αντίστοιχη προς τη δική µας σύγχρονη προσφώνηση των νέων µεγάλε! *** πλέω/πλοίο Οι λέξεις που συνδέονται µε τη θάλασσα είναι εξ ορισµού πάρα πολλές, λόγω τής γεωγραφικής και, κατ επέκτασιν, τής οικονοµικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής των Ελλήνων, συνδεδεµένης µε τη θάλασσα. Εφεξής θα σταθώ επιλεκτικά σ έναν αριθµό «ναυτικών λέξεων» που έχουν ευρύτερη χρήση στη γλώσσα µας. Ένα ρήµα, το ρ. πλέω (<* πλέf-ω) και το παράγωγό του πλοίο, και ένα ουσιαστικό, το ουσιαστικό ναυς έδωσαν στην Ελληνική (αρχαία και νέα) έναν πλούτο ναυτικών λέξεων που διευκολύνουν την επικοινωνία του. Εν πρώτοις το ρ. πλέω, από µια ΙΕ ρίζα *pleu- που έδωσε όχι µόνο το πλέfω µαζί µε το λατ. plu-it «βρέχει» (γαλλ. pluit «βροχή»), plu-via «βροχή», αγγλ. flood «πληµύρα» κ.ά., αλλά και οµόρριζα όπως πλύ-νω και πλού-τος (κυριολ. σηµασία: «αυτό που ρέει άφθονα, η αφθονία»), υπήρξε το ίδιο πλούσια πηγή παραγώγων και συνθέτων. Κύρια παράγωγα: (*πλοf-ος) > πλους, (*πλοfιον)>πλοίον και πλω-τός. Για να αντιληφθούµε την έκταση τής γλωσσικής παραγωγικότητας τού πλέω, ας θυµηθούµε τα σύνθετα τής λέξης αυτής και τού παραγώγου της πλους µε προθέσεις (στην αρχαία και τη νέα Ελληνική): πλέ-ω εισ πλέω εκ πλέω πλους είσ πλους έκ πλους 9

απο πλέω ανα πλέω κατα πλέω δια πλέω παρα πλέω περι πλέω συµ πλέω επι πλέω υπερ πλέω υπο πλέω προσ πλέω από πλους ανά πλους κατά πλους διά πλους παρά πλους περί πλους σύµ πλους επί πλους υπέρ πλους υπό πλους πρόσ πλους Η λ. πλοίο χρησιµοποιήθηκε για να δηλώσει στην αρχαία κάθε είδους πλοίο πλην τού πολεµικού, το οποίο δήλωνε η λ. ναυς. Η λ. πλοίο σήµαινε κυριολεκτικά «σκάφος που πλέει στο νερό» και δήλωσε το εµπορικό και φορτηγό πλοίο: Θουκυδίδης: τοῖς πλοίοις καὶ ταῖς ναυσί (=µε εµπορικά και πολεµικά πλοία). ναῦς Η λ. ναύς χρησιµοποιείται στον Όµηρο (στον οποίον δεν απαντά ακόµη η µετέπειτα επικρατήσασα λ. πλοίον) µε χαρακτηρισµούς που αντιδιαστέλλουν τα πολεµικά πλοία («νήες µακραί») από τα εµπορικά («νήες στρογγύλαι»). Τα πολεµικά πλοία χαρακτηρίζονται και νήες τριήρεις ή απλώς τριήρεις. Η λ. ναυς προήλθε από µια ΙΕ ρίζα *nav- που σήµαινε το πλοίο και έδωσε στα ελληνικά λέξεις όπως ναυ-ς, ναύ-της, ναυ-σία (=ναυτία) και ναύ-κληρος, στα αρχ. ινδ. το naus, στα λατ. τα navis, navalis, navigare, navigium και naufragium («ναυάγιο»), τα οποία έδωσαν µε τη σειρά τους τις πολλές αντίστοιχες λέξεις στις λατινογενείς γλώσσες (Ιταλική, Γαλλική, Ισπανική) καθώς και στην Αγγλική. Από τη λ. ναυς και τους γραµµατικούς τύπους τής κλίσεώς της (νηο-, νεω-) προέκυψαν τρεις σειρές παραγώγων µε πλήθος λέξεων: ναυ- νηο- νεω- ναύ της νηο ποµπή νεώ ριο ναύ λος νηο λόγιο νεω λκώ ναυ αγός (άγνυµι) νηο ψία 10

ναύ αρχος ναύ κληρος ναυ λοχώ ναυ µαχώ ναυ πηγός (πήγνυµι) ναύ σταθµος ναυ σι-πλοΐα Ναύ πακτος Ναύ πλιο νηο γνώµονας ναυτναύτ ης ναυτ ικός ναυτ εργάτης ναυτ-ασφάλεια ναυτ ίλος/-ιλία/-ιλιακός/-ιλλόµενοι ναυτ ία ναυτοναυτό-παις/-πουλο/-πρόσκοπος ναυτο-λογώ/-λόγιο ναυτο-σύνη ναυτο-δικείο ναυτο-φυλακή ναυπηγ ναυπηγ ός/-ώ/-ηση ναυπηγ-είο ναυπηγ οεπισκευαστικός ναυλ ναύλ ος/α ναυλ αγορά ναυλ-ώνω/-ωση/-ωτής/-ωτήριο ναυλο ναυλο σύµφωνο ναυλο µεσίτης 11

ναυαγ ναυαγ ός ναυαγ ώ ναυάγ ιο ναυαγ ο-σώστης/-σωστικό ναυαγ ι-αίρεση ναυαρχ ναύαρχ ος ναυαρχ ώ ναυαρχ ίδα καράβι βαπόρι υπερωκεάνιο πορθµείο οχηµαταγωγό σκάφος Κοντά στις λ. πλοίο και ναυς κυριάρχησε στις ναυτικές λέξεις η λ. καράβι από την αρχαία λ. κάραβος (ο) που σήµαινε «την καραβίδα, τη γαρίδα» και που ήδη στην αρχαία γλώσσα δήλωσε µεταφορικά το πλοίο. Από τις πρώτες δεκαετίες τού 19ου αιώνα χρησιµοποιήθηκε πολύ η ξενικής προέλευσης λ. βαπόρι (<ιταλ. vapore < λατ. vapor «ατµός»), που αποδόθηκε στην Ελληνική µε τη λ. ατµόπλοιο (ατµοπλοϊκός, ατµοπλοΐα). Μια σειρά από τύπους πλοίων, όπως υπερωκεάνιο (όχι υπερωκιάνιο!), πετρελαιοφόρο, ακτοπλοϊκό χρησιµοποιήθηκαν επίσης, µε τελευταία τα πορθµεία και τα οχηµαταγωγά (ferry-boat). (Ας σηµειωθεί ότι η λ. πορ-θµός, απ όπου το πορθµείο, συνδέεται µε το πόρ-ος «πέρασµα», από µια ΙΕ ρίζα *per- που έδωσε τόσο το περ-ώ/περ-νώ, πέρα, περόνη και πόρος, πορεύοµαι, πορεία, πόρπη κ.ά., όσο και το πέρνηµι «πουλώ», απ όπου το πόρνη µε αρχική σηµασία «η γυναίκα που έχει πουληθεί για σκλάβα»). Τέλος, ας αναφερθεί και η λ. σκάφος από το ρ. σκάπτω/σκάβω, µε αρχική σηµασία «το εσκαµµένο, το σκαφτό, βαθουλωµένο» (πβ. και σκάφη, σκάφανδρο). Ελληνική είναι και η βάρκα από το αρχ. βᾶρις µέσω τού λατιν. bar(i)ca (αντιδάνειο) και το ήδη αρχ. λέµβος, ενώ τουρκικής προέλευσης δάνειο είναι το καΐκι (< τουρκ. kayik). Ελληνικό επίσης είναι και το σκαρί από αρχ. ἐσχάρ-ιον < ἐσχάρα «ο σκελετός τού ναυπηγούµενου πλοίου». νῆσος Άξιο περιεργείας είναι ότι η λ. νήσος, που χρησιµοποιεί ήδη ο Όµηρος, είναι µάλλον άγνωστης προελεύσεως (πιθ. προελληνικό-µεσογειακό δάνειο), αν δεν δεχθεί κανείς την ετυµολογική σύνδεση µε το νήχω «κολυµπώ». Ας σηµειωθεί ότι η λ. νησ-ιώτης (κατά τα ιδ-ιώτης, στρατ-ιώτης) πρωτοχρησιµοποιείται ήδη στον 12

Πίνδαρο και στον Αισχύλο, ενώ ήδη αρχαία είναι και τα υποκοριστικά παράγωγα νησίδα (<νησ-ίς) και νησί (<νησ-ίον). Επίσης από το λατιν. in-sula (πιθ. < *ensalus = εν-άλιος) «ο εντός τής θαλάσσης» προήλθε το γαλλ. ile, ενώ το αγγλ. island προήλθε από ieg (<αρχ. γερµ. aujo, συγγενές προς το λατ. aqua «νερό») + land. Τέλος, ως «ετυµολογικό περίεργο» ας αναφέρω ότι από το insula προήλθε και η ινσουλίνη (< insul + in), επειδή αυτή η ορµόνη εκκρίνεται από τα κύτταρα β των νησίδων τού παγκρέατος! λειµών λιµήν λίµνη Τέλος, είναι ενδιαφέρον να µνηµονευθεί ένα «ετυµολογικό τρίπτυχο» τής Ελληνικής: λειµών λιµήν λίµνη. Και οι τρεις λέξεις ανάγονται σε µια ΙΕ ρίζα * (s)lei- που σήµαινε «λασπώδης» και που έδωσε: α) το λειµών µε αρχική σηµ. «υγρός, ανθηρός τόπος», β) αρχ. το λιµήν. Ως προς τη νεότερη λ. λιµάνι, πρόκειται για αντιδάνειο, ήτοι το πήραµε από το τουρκ. liman που το ίδιο ανάγεται στο ελλην. λιµέν-ιον < λιµήν, και γ) το λίµνη (< λί µν η). Η λ. λίµνη δήλωνε «τα ακίνητα νερά, τη βαλτώδη λίµνη», ενώ στον Όµηρο και στην ποίηση δήλωσε και τη «θάλασσα». *** εφοπλιστής Στο νησί τόσων διαπρεπόντων εφοπλιστών δεν θα ήθελα να τελειώσω χωρίς µια σύντοµη αναφορά στις λέξεις εφοπλίζω-εφοπλισµός-εφοπλιστής και στη λ. στόλος. Το ρ. εφοπλίζω σήµαινε στην αρχαία Ελληνική ό,τι και το εξοπλίζω, χρησιµοποιήθηκε δε πολύ νωρίς, ήδη στον Όµηρο, για να δηλώσει προκειµένου για πλοία τη σηµασία «εφοδιάζω µε τα απαραίτητα, δίνω τα αναγκαία εφόδια» (ό,τι η σηµερινή έννοια τού εξοπλισµού και όχι τού οπλισµού των όπλων): «νῆα ἐφοπλίσσαντες» (Οδύσ. ζ 295). Οι λ. εφοπλισµός και εφοπλιστής είναι στόλος νεότερες. Πλάστηκαν στις αρχές τού 19ου αιώνα. Τέλος, µεταφράζοντας το ξενικό shipowner, πλάστηκε (µόλις το 1887) η λ. πλοιοκτήτης. Σηµασιολογικό ενδιαφέρον, για την ιστορία των λέξεων που εξετάζουµε, έχει και η λ. στόλος. Η λ. στόλος από το στέλλω σήµαινε κυρίως «τον εξοπλισµό», «το εφοδιασµένο µε όπλα στράτευµα», αλλά και την αποστολή, «το ταξίδι». Τη σηµ. τού «εξοπλισµού» είχε και άλλο παράγωγο τού στέλλω, η λ. στολή, η οποία σήµανε όµως και τον «εφοδιασµό µε ενδύµατα» και, κατ επέκτασιν, την «ενδυµασία». Το ίδιο και το παράγωγο στολίς. Από το τελευταίο πλάστηκε το ρ. στολίζω που ξεκίνησε µε τη σηµ. «εφοδιάζω µε ενδύµατα», για να περάσει αργότερα στη σηµ. 13

«διακοσµώ, στολίζω». Το προσεγµένο, καλαίσθητο ντύσιµο στην αισθητική καλλιέργεια των αρχαίων Ελλήνων ταυτίστηκε µε την έννοια τού διακόσµου, µε αισθητικές απαιτήσεις. *** Μιλώντας σ ένα ένδοξο, ιστορικό και πανάρχαιο νησί, όπως η Χίος, µιλώντας σε τόσους νησιώτες, µιλώντας σε καπετάνιους και ναυτικούς, µιλώντας τελικά σε Έλληνες για τη θάλασσα στην ελληνική γλώσσα είναι σαν να σας µιλώ για κάποιον πολύ γνώριµό σας, που τον έχετε συναντήσει από τα παιδικά σας χρόνια µέχρι σήµερα, σε διαβάσµατα και ακούσµατά σας από τραγούδια και αφηγήσεις µέχρι ιστορίες για καράβια και ναυτικούς, για ταξίδια, για ναυάγια, για ανθρώπους τής θάλασσας, αλλά ακόµη και για «θεό τής θάλασσας» στην αρχαιότητα (εννοώ τον Ποσειδώνα) και χριστιανούς αγίους, προστάτες τής θάλασσας (ας θυµηθούµε τον Άγιο Νικόλαο). Στα ακούσµατά σας για θάλασσες, για κύµατα, για φουρτούνες, για φουσκοθαλασσιές, για σκαριά, για ψαράδες, για καΐκια, για βαρκάρηδες, για αλιευτικά! Ο ποιητής τής θάλασσας, των βράχων και των νησιών τού Αιγαίου, ο Οδυσσέας Ελύτης θα πει για την Ελλάδα: «Η Ελλάδα που µε σιγουριά πατάει στη θάλασσα // Η Ελλάδα που µε ταξιδεύει πάντοτε» (Ο Ήλιος ο Πρώτος, σ. 79). Η θάλασσα, λοιπόν, είναι µέρος τού κόσµου τού Έλληνα, άρα και κοµµάτι τής γλώσσας του. «Έχοντας ερωτευτεί και κατοικήσει αιώνες µες στη θάλασσα, έµαθα γραφή και ανάγνωση», θα πει πάλι ο Ελύτης. Από αυτή τη βιωµατική σχέση τού Έλληνα µε τη θάλασσα πηγάζει ο λεκτικός πλούτος που δηµιουργήσαµε και αναπτύξαµε στην Ελληνική, για να µιλήσουµε για τον απέραντο και µαγικό κόσµο τής θάλασσας. Ο πλούτος της αναδύθηκε από τα κείµενά µας, από την προφορική µας λαλιά, από τον ενδιάθετο λόγο και από τη συναισθηµατική ταύτισή µας µε το υγρό στοιχείο. Οι εννοιολογικές διαφοροποιήσεις οδήγησαν σε λεπτές σηµασιολογικές διακρίσεις. Η πολλαπλή προσέγγιση σε παράλληλες συνωνυµικές δηλώσεις. Η φαντασία µας σε τολµηρές σηµασιολογικές µεταφορές και οι γλωσσικές βουτιές µας «στη θάλασσα των λέξεων» έφεραν πάντοτε στην επιφάνεια πολύτιµα γλωσσικά πετράδια, µερικούς στίχους τού Οµήρου, φράσεις τού Αισχύλου, συγκλονιστικές µεταφορές τής υµνογραφίας τού Ρωµανού, απαράµιλλες λεκτικές εικόνες τού Ελύτη, γνωστά θαλασσινά τραγούδια τής δηµοτικής µας ποίησης. «Ἔνθ ἄλλοι μὲν πάντες ὅσοι φύγον αἰπὺν ὄλεθρον, οἴκοι ἔσαν, πόλεμόν τε πεφευγότες ἠδὲ θάλασσαν τὸν δ οἶον, νόστου κεχρημένου ἠδὲ 14

γυναικός, νύμφη πότνια ἔρυκε Καλυψώ» γράφει ο Όµηρος (Οµ. Ιλ. Β 294-5). Για «κακῶν θάλασσα» µιλάει µεταφορικά ο Αισχύλος (Επτά επί Θήβας, 758). Ο Πλάτων (στον Μενέξενο 24Α) λέει: «Καί οἷα ἐπιόντα ὑπέμειναν κατά τε γῆν καί κατά θάλατταν». Στο πιο ποιητικό κείµενο τού Ευαγγελίου, στην Αποκάλυψη τού Ιωάννου (Αποκ. 4.5-6) διαβάζουµε: «Καί ἐκ τοῦ θρόνου ἐκπορεύονται ἀστραπαί καί φωναί καί βρονταί [ ] καί ἐνώπιον τοῦ θρόνου ως θάλασσα ὑαλίνη, ὁμοία κρυστάλλῳ». Και στον Ακάθιστο Ύµνο τού Ρωµανού θα ψάλλουµε στην Παναγία: «Ἰδού σοι, Χαῖρε, κραυγάζομεν, λιμήν ἡμῖν γενοῦ θαλαττεύουσι καί ὁρμητήριον ἐν τῷ πελάγει τῶν θλίψεων καί τῶν σκανδάλων πάντων τοῦ πολεμήτορος». Κι από τον Ρωµανό θα περάσουµε στον Σολωµό «λες κι θάλασσα κοιµάται/µες στης γης την αγκαλιά» (Γαλήνη 3). Περνώντας τέλος «από τις θαλασσινές σπηλιές» τού Σεφέρη, περισσότερο ίσως κι από το δηµοτικό τραγούδι «θάλασσα, πικροθάλασσα και πικροκυµατούσα», αυτό που θα µας συνοδεύει πάντα είναι η προτροπή τού Ελύτη: «Πρόσεχε να προφέρεις καθαρά τη λέξη θάλασσα, έτσι που να γυαλίζουν µέσα της όλα τα δελφίνια»! (Τα ετεροθαλή, 344). Ο διάπλους στη θάλασσα των λέξεων δεν είναι εύκολος, το καταλάβατε. Σ έναν απόπλου λέξεων επιχείρησα να σας παρασύρω, σε µια γλωσσική περιπλάνηση που θα έχει επιτύχει τον στόχο της, αν σάς κεντρίσει να σκεφθείτε και να ανακαλύψετε τους δικούς σας λεκτικούς δρόµους στις θάλασσες τής γλώσσας µας. 15