ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ 13 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2015 ΓΝΩΣΤΟ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ 1. ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ Το να μένουν εκεί, είπα εγώ, και να μη θέλουν να κατεβαίνουν πάλι (πίσω) κοντά σε εκείνους τους δεσμώτες ούτε να συμμετέχουν στους κόπους και στις τιμές μαζί με αυτούς, είτε είναι ταπεινότερες (οι τιμές) είναι σπουδαιότερες. Ξέχασες, είπα εγώ, πάλι, φίλε μου, ότι το νόμο δεν τον ενδιαφέρει αυτό, πώς δηλαδή θα επιτύχει στην πόλη μία συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα, αλλά αναζητά τρόπους για να πραγματοποιηθεί αυτό για ολόκληρη την πόλη, συγκρατώντας τους πολίτες (ενωμένους σε αρμονικό σύνολο) με την πειθώ και τον εξαναγκασμό, κάνοντάς τους να μεταδίδουν ο ένας στον άλλο την ωφέλεια την οποία ο καθένας μπορεί να προσφέρει στο κοινό και αυτός ο ίδιος (ο νόμος) δημιουργώντας τέτοιους άνδρες μέσα στην πόλη (πολίτες), με σκοπό όχι να τους αφήνει να κατευθύνονται όπου ο καθένας θέλει, αλλά να τους χρησιμοποιεί αυτός ο ίδιος (ο νόμος), για να φυλάσσει την πόλη ενωμένη (για να δημιουργεί δεσμό που ενώνει την πόλη). 2. «Τούς ἀπαιδεύτους και ἀληθείας ἀπείρους» Οι πρώτοι, λοιπόν, που κρίνονται ακατάλληλοι για τη διακυβέρνηση της πόλης είναι οι απαίδευτοι. Ο Σωκράτης δεν αφήνει αυτή τη θέση του χωρίς αιτιολόγηση, ώστε να μη φανεί ότι υπάρχει μια ελιτίστικη, «ρατσιστική» τοποθέτηση απέναντι στους ανθρώπους που δεν έχουν μορφωθεί, δεν έχουν λάβει τα εφόδια της παιδείας. Οι λόγοι για τους οποίους δεν είναι ικανοί να κυβερνήσουν οι απαίδευτοι είναι οι εξής: α. Είναι «ἄπειροι ἀληθείας», δεν έχουν φτάσει, δηλαδή, στη γνώση της αλήθειας, αλλά ζουν στο ψεύδος και στην πλάνη. Είναι οι άνθρωποι του σπηλαίου που βρίσκονται στο πνευματικό σκοτάδι. Θεωρούν αληθινές τις ψεύτικες παραστάσεις που προσλαμβάνουν με τις αισθήσεις τους, αγνοούν την ύπαρξη του κόσμου των Ιδεών, δεν έχουν βγει από τον ψεύτικο, σκιώδη κόσμο του σπηλαίου, δεν έχουν προσεγγίσει τον κόσμο της αληθινής γνώσης, τον κόσμο του φωτός. Είναι λογικό, λοιπόν, ότι δεν μπορεί να ανατεθεί η τύχη μιας πόλης σε έναν τέτοιον άνθρωπο. Επιπλέον, πρέπει να τονίσουμε το εξής: ο Σωκράτης, όπως και ο Πλάτωνας, υποστήριζαν ότι δεν είναι κανείς κακός με τη θέληση του όποιος διαπράττει το κακό, το κάνει επειδή δε γνωρίζει τι είναι καλό και κακό. Όμως, όπως ειπώθηκε προηγουμένως, στη γνώση φτάνει κανείς μέσω της παιδείας, της μελέτης της φιλοσοφίας. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να γνωρίσει κανείς το Αγαθό. Επομένως, κάποιος απαίδευτος δεν έχει φτάσει στη θέαση του Αγαθού, δε γνωρίζει το καλό και
το κακό έτσι, μπορεί -χωρίς να το θέλει- να διαπράξει το κακό, εφόσον αγνοεί το Αγαθό. Για το λόγο αυτό, λοιπόν, ο απαίδευτος δε θεωρείται κατάλληλος για να αναλάβει τη διακυβέρνηση της πολιτείας. β. «σκοπὸν ἐν τῷ βίῳ... δημοσίᾳ»: ο δεύτερος λόγος για τον οποίο οι απαίδευτοι δεν κρίνονται επαρκείς για τη διακυβέρνηση της πόλης είναι ότι δεν έχουν στη ζωή τους έναν υψηλό σκοπό, στον οποίο θα είναι αφιερωμένοι και τον οποίο υπηρετούν με τις πράξεις τους στη δημόσια και ιδιωτική τους ζωή. Ο Σωκράτης εννοεί ότι οι τυχαίοι και αφιλοσόφητοι πολιτικοί, οι οποίοι δεν έχουν εκπαιδευτεί και δεν έχουν φτάσει στη γνώση της αλήθειας, δεν έχουν δει το φως της αληθινής σοφίας και δεν έχουν γνωρίσει την ύψιστη αρετή, το Αγαθό, είναι άνθρωποι χωρίς έναν υψηλό πολιτικό στόχο στη ζωή τους. Προφανώς θα κινούνται από ταπεινά κίνητρα, θα επιδιώκουν την ικανοποίηση προσωπικών συμφερόντων, θα λησμονούν το πραγματικό χρέος του κυβερνήτη, θα αδιαφορούν για τον ένα και μοναδικό σκοπό που λέει ο Πλάτωνας ότι πρέπει να έχουν οι φύλακες της πολιτείας και ο οποίος είναι να υπηρετούν πιστά και ανιδιοτελώς την πόλη ολόκληρη. «μήτε τούς ἐν παιδείᾳ ἐωμένους διατρίβειν διά τέλους [ ] ὅτι ἑκόντες εἶναι οὐ πράξουσιν, ἡγούμενοι ἐν μακάρων νήσοις ζῶντες ἔτι ἀπῳκίσθαι;» Η δεύτερη κατηγορία ανθρώπων, η οποία δεν κρίνεται ικανή να αναλάβει τη διακυβέρνηση της πολιτείας, είναι οι άνθρωποι που περνούν όλη τους τη ζωή αφοσιωμένοι στις θεωρητικές - πνευματικές τους αναζητήσεις, καθώς δεν προχωρούν σε πράξεις, δεν ενεργούν, δεν ενδιαφέρονται για τα κοινά, αλλά ζουν στη μακαριότητα των πνευματικών ενασχολήσεων και απολαμβάνουν το φως της γνώσης που έχουν κατακτήσει. «ἑκόντες εἶναι οὐ πράξουσιν» Το ερώτημα που γεννιέται είναι γιατί οι άνθρωποι που ζουν «ἐν παιδείᾳ» δια βίου δεν είναι ικανοί να αναλάβουν τη διακυβέρνηση της πόλης. Ο Πλάτωνας λέει ότι η ανεπάρκειά τους βρίσκεται στο ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι άνθρωποι της δράσης. Δε δείχνουν συνήθως καμιά διάθεση να αναμειχθούν στα κοινά, αρέσκονται στα πνευματικά ταξίδια τους, στη θεωρητική προσέγγιση όλων των ζητημάτων είναι λογικό ότι τέτοιοι άνθρωποι όση σοφία, γνώση, πνευματική επάρκεια και αν διαθέτουν δεν κάνουν για τη διακυβέρνηση της πόλης, εφόσον για το ρόλο αυτό απαιτείται δράση, αλλά και κάτι ακόμα: χρειάζεται διάθεση, ζήλος, επιθυμία για προσφορά στην πόλη. Οι άνθρωποι αυτοί, όμως, όχι μόνο δε χαρακτηρίζονται από τέτοιο ζήλο, αλλά απεναντίας είναι εντελώς απρόθυμοι να ασχοληθούν με τα κοινά, δε θέλουν να διαταράξουν την ψυχική τους γαλήνη και ευφορία. Βρίσκονται στον κόσμο του φωτός και δεν έχουν καμιά διάθεση να κατέβουν στο σκοτάδι, για να αναλάβουν το ρόλο του οδηγού των μαζών, των αμαθών, των ευρισκομένων στο σκοτάδι.
3. «τό μάθημα τό μέγιστον, ἰδεῖν τό ἀγαθόν»: Ο Σωκράτης στο σημείο αυτό ορίζει ποιο είναι το ύψιστο μάθημα. Είναι η γνώση, η θέαση του Αγαθού. Ωστόσο, ο Πλάτωνας δεν έδωσε στο έργο του μια σαφή ερμηνεία γι αυτόν τον όρο που είναι από τους βασικότερους στο φιλοσοφικό του σύστημα παρά αρκείται σε ορισμένους υπαινιγμούς. Γι αυτό ήδη από τη ν αρχαιότητα το «Πλάτωνος ἀγαθόν» ήταν παροιμιακή έκφραση για κάτι το ασαφές και το σκοτεινό. Ωστόσο, από τις αναφορές μέσα στο κείμενο του Πλάτωνα μπορούμε να πούμε ότι το Αγαθό, δηλαδή το ύψιστο αυτό μάθημα είναι: 1. Το «εἶναι» και ό,τι διατηρεί το «εἶναι». Δηλαδή το ον, η βαθύτερη ουσία των όντων. Όχι το «φαίνεσθαι», αλλά το «εἶναι». 2. Η τάξη, ο κόσμος (=κοσμιότητα, οργάνωση) και η ενότητα που διαπερνά και συνέχει την πολλαπλότητα. Δηλαδή, το Αγαθόν είναι η οργάνωση, η ομορφιά, είναι αυτό που επιτρέπει την ύπαρξη τάξης και συνοχής ανάμεσα στα διαφορετικά. 3. Ό,τι παρέχει την αλήθεια και την επιστήμη. Το Αγαθό, δηλαδή, είναι το φως, είναι το μέσο που παρέχει τη δυνατότητα στον άνθρωπο να ξεφύγει από την πλάνη, από το ψεύδος και να κατακτήσει την αλήθεια, να οδηγηθεί στο δρόμο της επιστήμης βγαίνοντας από τον κόσμο του πνευματικού σκοταδιού και της άγνοιας. 4. Η ύψιστη αρχή και η πηγή του όντος και της γνώσης. «και ἀναβῆναι ἐκείνην τήν ἀνάβασιν, καί ἐπειδάν ἀναβάντες ἱκανῶς ἴδωσι» Ο Σωκράτης με την πρόταση αυτή επιστρέφει στην αλληγορία του σπηλαίου και χαρακτηρίζει την πορεία προς το Αγαθόν, ως την ανάβαση από τα βάθη του σπηλαίου, την έξοδο από το φως και τελικά τη θέαση του ύψιστου Αγαθού. Εδώ, λοιπόν, μπορούμε να διατυπώσουμε κάποια γενικά συμπεράσματα για το Αγαθό, για τον τρόπο με τον οποίο το χαρακτηρίζει ο Πλάτωνας και το ρόλο που καλείται να επιτελέσει: α. Πρώτα απ όλα, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, το Αγαθόν είναι το μέγιστο μάθημα, το ύψιστο σημείο της γνώσης, είναι το φως, ο ήλιος, η αλήθεια. β. Υπάρχει δυνατότητα κατάκτησης του Αγαθού. Δεν είναι κάτι το απλησίαστο, το ανέφικτο. Αντιθέτως, με τη συνδρομή της παιδείας είναι δυνατόν ο άνθρωπος να το προσεγγίσει («ἀφικέσθαι»), να το αντικρίσει («ἰδεῖν»), να το δει επαρκώς ώστε να το κατακτήσει («ἱκανῶς ἴδωσι»). γ. Μπορεί να υπάρχει δυνατότητα να προσεγγίσει ο άνθρωπος το Αγαθό, όμως αυτό δεν ισχύει για όλους τους ανθρώπους. Μόνο οι προικισμένες φύσεις, οι άριστοι, είναι αυτοί που μπορούν να φτάσουν στην ύψιστη αυτή γνώση. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν εκ φύσεως την ικανότητα να αναρριχηθούν
τόσο ψηλά και να κατακτήσουν την κορυφή της γνώσης και της αλήθειας, δηλαδή τη θέαση του Αγαθού. δ. Η διαδικασία που πρέπει να περάσουν οι «βέλτισται φύσεις» για να φτάσουν τελικά στο Αγαθό, δεν είναι εύκολη. Απαιτείται κοπιώδης προσπάθεια, συνεχής και δύσκολος αγώνας. Είναι ανηφορικός και τραχύς ο δρόμος προς την κατάκτηση του μέγιστου αυτού μαθήματος, του Αγαθού. Η επανάληψη της λέξης ανάβαση («ἀναβῆναι, ἀνάβασιν, ἀναβάντες») υπογραμμίζει τη δυσκολία της ανηφορικής αυτής πορείας. ε. Η γνώση του Αγαθού είναι η απαραίτητη προϋπόθεση, για να αναλάβει κάποιος τη διακυβέρνηση της πολιτείας. Ο Πλάτωνας φαίνεται να υποστηρίζει ότι κατάλληλος για έναν τέτοιο ρόλο είναι μόνο αυτός που έχει φτάσει στο ύψιστο σημείο της γνώσης. Μόνο όποιος δει τον «ήλιο», όποιος λάβει το μέγιστο μάθημα, πληροί τις προϋποθέσεις για να αναλάβει τις τύχες της πόλης. Γιατί αυτός ο άνθρωπος θα είναι πλέον γνώστης του καλού και του κακού, της δικαιοσύνης και της αδικίας, της αρετής κ.λ.π. 4. «συναρμόττων τούς πολίτας ἐπί τόν σύδνεσμον τῆς πόλεως» Το χωρίο αυτό αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα του λόγου του Σωκράτη, καθώς δίνεται ο σκοπός του νόμου, αλλά και τα μέσα τα οποία πρέπει να χρησιμοποιήσει για την επίτευξη του σκοπού αυτού. Ο σκοπός του νόμου: α. Να αποβλέπει στην ευδαιμονία του κοινωνικού συνόλου, παρέχοντας υπηρεσίες σε όλο το κοινωνικό σύνολο και όχι μόνο σε κάποια προνομιούχο τάξη («ἐν ὅλῃ ἐγγενέσθαι»). β. Να επιτυγχάνει την αρμονική συνύπαρξη των πολιτών. Να συνεργάζονται, δηλαδή, γόνιμα και δημιουργικά, συγκροτώντας ένα σύνολο και να μην έχουν μεταξύ τους οι τρεις τάξεις της πόλης εχθρικές διαθέσεις (συναρμόττων τούς πολίτας). γ. Να καλλιεργεί κλίμα συνεργασίας μεταξύ των πολιτών. Να αναπτύσσει τον αλτρουισμό, την αλληλεγγύη, να εμφυσά στους πολίτες την επιθυμία να προσφέρουν ό,τι μπορούν για το κοινωνικό σύνολο. Να διαμορφώνει συλλογική συνείδηση, έτσι ώστε κάθε τάξη και κάθε πολίτης ξεχωριστά να ωφελεί στο βαθμό που μπορεί τους συμπολίτες του («μεταδιδόναι ὠφελεῖν»). δ. Να διαπλάθει πολίτες, οι οποίοι θα είναι εμποτισμένοι με τις αξίες της συλλογικότητας και οι οποίοι θα έχουν συνειδητοποιήσει ότι έχουν κάποιο συγκεκριμένο ρόλο να διαδραματίσουν στην πολιτεία. Πρέπει, λοιπόν, ο νόμος να περάσει στη συνείδηση των πολιτών ότι δεν μπορούν να πράττουν ό,τι και όπως θέλουν, αλλά έχουν ένα συγκεκριμένο ρόλο να επιτελέσουν μέσα στα πλαίσια της πολιτείας, με σκοπό τη εύρυθμη λειτουργία της και κατ επέκταση την ευδαιμονία των ίδιων των πολιτών («ἐμποιῶν βούλεται»). Τα μέσα του νόμου:
α. Η πειθώ. Ο Πλάτωνας θεωρεί ότι ο νόμος θα πρέπει να πείθει τους πολίτες να συμμορφώνονται με τις επιταγές του. Δηλαδή πρωταρχικό ζητούμενο είναι οι πολίτες να μην εξαναγκάζονται, αλλά συνειδητά να ακολουθούν το νόμο. Αυτό, βέβαια, απαιτεί την κατάλληλη αγωγή, την ηθική διαπαιδαγώγηση, την καλλιέργεια της κοινωνικής συνείδησης των πολιτών, που θα τους επιτρέψει να υπακούουν στους νόμους χωρίς άσκηση πίεσης. β. Η ανάγκη = βία. Βλέπουμε ότι ο Πλάτωνας δεν περιορίζεται μόνο στην πειθώ. Αποδέχεται ως μέσο διαμόρφωσης πολιτών, συμμορφωμένων με το νόμο, τη βία. Στους «Νόμους» ο Πλάτωνας λέει ότι ο άριστος νομοθέτης συνδυάζει την πειθώ με τη βία, η οποία αφορά τον «ἄπειρον παιδείας ὄχλον». Βλέπουμε, λοιπόν, ότι όχι απλώς υιοθετεί και τους δύο τρόπους, αλλά ορίζει και τις περιπτώσεις όπου ο καθένας πρέπει να εφαρμόζεται. η βία, δηλαδή, θα πρέπει να εφαρμόζεται στον όχλο, ο οποίος δεν έχει λάβει παιδεία και δεν μπορεί με την πειθώ να οδηγηθεί στο σωστό δρόμο. Μπορούμε να διαπιστώσουμε από το κείμενο ότι ο Πλάτωνας δείχνει μάλλον μια προτίμηση προς την πειθώ, καθώς λέει ότι ο σκοπός του νόμου είναι να διαμορφώσει τέτοιους πολίτες που θα ωφελούν ο ένας τον άλλο («ποιῶν ὠφελίας»). Φυσικά, όταν γίνεται αναφορά σε διαμόρφωση, διάπλαση χαρακτήρων και νοοτροπιών, μάλλον έχουμε να κάνουμε με την παιδεία, την καλλιέργεια, την πειθώ και όχι τη βία και τον εξαναγκασμό. 5. Σχολικό βιβλίο: σελ. 97-98 «Το ενδιαφέρον του Αγαθού» 6. εκπαιδευτήριο, παιδαγωγικός / εχεμύθεια, πολιούχος / λησμονιά, αλάνθαστος / πειστικός, πειθαναγκαστικός / παρεκτροπή, κακότροπος. ΑΓΝΩΣΤΟ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ 1. Μολονότι δε από τη φύση είναι δύσκολο και ενοχλητικό το να παίρνει κανείς αποφάσεις, εσείς έχετε κάνει αυτό ακόμα πιο δύσκολο, άντρες Αθηναίοι γιατί όλοι γενικά οι άλλοι άνθρωποι συνηθίζουν να χρησιμοποιούν τη σκέψη πριν από τα προβλήματα, ενώ εσείς (συνηθίζετε να χρησιμοποιείτε τη σκέψη) μετά τα προβλήματα. Εξαιτίας δε αυτής της νοοτροπίας συμβαίνει στη διάρκεια όλου του χρόνου, που γνωρίζω εγώ, αυτός μεν που σας κατακρίνει για όσα τυχόν σφάλματα διαπράξατε να έχει καλή φήμη και να φαίνεται ότι μιλάει καλά, οι δε υποθέσεις και εκείνα για τα οποία παίρνετε αποφάσεις να διαφεύγουν την προσοχή σας. 2. οὖσι, φύσεως, ποιοίης ή ποιοῖς, ἀνδρί, πᾶσι, ἐβουλεύσατο, συμβήσεται, συμβῆναι, ἣν, ἃ ή ἃττα. 3. ὄντος : γενική απόλυτη εναντιωματική μετοχή
τοῦ βουλεύεσθαι : έναρθρο απαρέμφατο ως υποκείμενο της μετοχής Ἀθηναῖοι : επιθετικός προσδιορισμός στο ἃνδρες πάντες : κατηγορηματικός προσδιορισμός στο ἃνθρωποι ἐκφεύγειν : τελικό απαρέμφατο υποκείμενο του συμβαίνει. 4. Πρόκειται για δευτερεύουσα αναφορική πρόταση προσδιοριστική στο «χρόνον». 5. ὃς ἐπιτιμᾷ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΔΟΥ ΕΛΠΙΔΑ ΤΣΙΑΡΔΑΚΛΗ ΑΝΝΑ