Περιοδικό ΕΝΩΠΙΟΝ Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκη, Σε πτέ μβρ ιος Οκτ ώβρ ιος 20 06, τε ύχο ς 3 5, σελ. 9-15 Το Συνταγματικό Δικαστήριο: ο πολιτικός κηδεμόνας της δικαστικής εξουσίας Του Αντώνη Μανιτάκη Καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου σ το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Οφείλω να τοποθετηθώ από την αρχή, χωρίς περιστροφές και επιφυλάξεις, ότι είμαι αντίθετος στην ενδεχόμενη ίδρυση στη χώρα μας Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο θα είναι επιφορτισμένο, κατ αποκλειστικότητα, άμεσα ή κατόπιν παραπομπής, με την δικαιοδοσία ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων. Δεν θεωρώ, με άλλες λέξεις, την ίδρυση ενός ειδικού Δικαστηρίου στο οποίο θα συγκεντρώνεται υποχρεωτικά ο διάχυτος, σήμερα, δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων αναγκαία, ούτε σκόπιμη, ούτε καν συνταγματικά επιτρεπτή, εφ όσον με την πρόταση αυτή το ισχύον σύστημα ελέγχου αναιρείται ή συρρικνώνεται σημαντικά και εξαφανίζονται έτσι οι εγγυήσεις άμεσης προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών που απολάμβαναν οι πολίτες, πάνω έναν αιώνα, από τον παρεμπίπτοντα και διάχυτο έλεγχο. Δεν είναι αναγκαία, διότι τις βασικές λειτουργίες ή την αποστολή, που έχουν αναλάβει και ασκούν τα Συνταγματικά Δικαστήρια στην Ευρώπη, όπου ισχύει ο καλούμενος συγκεντρωτικός έλεγχος, τις επιτελούν στη χώρα μας τα «κοινά» δικαστήρια. Στην Ελλάδα το Σύνταγμα έχει αναγνωριστεί από τον 19 ο αιώνα, δικαστικά, ως ο υπέρτατος νόμος του κράτους, προς τον οποίο οφείλουν να συμμορφώνονται όλες οι συντεταγμένες κρατικές λειτουργίες και να συμφωνούν όλες οι κρατικές πράξεις, κανονιστικές και διοικητικές. Η έννοια της συνταγματικότητας και της δικαιοδοτικής κύρωσής της είναι γνωστές στην ελληνική συνταγματική επιστήμη πολύ πριν την επεξεργαστεί στο σύστημά του ο Κέλσεν, στο περίφημο άρθρο του για την συνταγματική δικαιοσύνη που δημοσιεύτηκε το 1929. Την δικαιοδοσία ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων την πήρε
0 1 ο δικαστής μόνος του και την έχει ως αμερόληπτος κριτής διαφορών που άγονται προς επίλυση ενώπιόν του. Την ασκεί παράλληλα με την κοινή δικαιοδοσία με την οποία είναι συνυφασμένη και από την οποία δεν μπορεί να ξεκοπεί. Η συνταγματική δικαιοσύνη στην Ελλάδα είναι τμήμα οργανικό και αναπόσπαστο της κοινής δικαιοσύνης. Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα του αμερικάνικου συστήματος ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, το οποίο αποκαλείται και σύστημα του κατ ενστασιν ελέγχου, στην οικογένεια του οποίου ανήκε και το ελληνικό κατ αντιδιαστολή προς το ευρωπαϊκό, που διενεργείται από το ειδικά δικαστήρια, τα συνταγματικά. Γνώρισμά του είναι ότι η συνταγματική δικαιοσύνη, δεν αποτελεί, δεν συγκροτεί αυτοτελή ή ξεχωριστή δικαιοδοσία. Ο Έλληνας δικαστής απονέμοντας δικαιοσύνη με βάση τον νόμο και το Σύνταγμα είναι υποχρεωμένος, αναγκασμένος να ελέγξει αν ο νόμος, που εφαρμόζει, προσβάλλει αυθαίρετα ή αδικαιολόγητα συνταγματικά δικαιώματα και αν αντίκειται σε θεμελιώδεις αρχές ή κανόνες της πολιτειακής και κοινωνικής συμβίωσης. Δεν μπορεί να απαλλαγεί από αυτήν την δικαιοδοσία χωρίς να αρνηθεί τον εαυτόν του και κανείς δεν μπορεί να του την στερήσει χωρίς να θίξει την ίδια την δικαιοδοτική λειτουργία στον πυρήνα της. Άρα κάθε αφαίρεση ή συρρίκνωσή της θίγει ευθέως ένα από τα θεμέλια του δικαιοδοτικού συστήματος και είναι για τον λόγο αυτή αντισυνταγματική. Δυστυχώς συχνά λησμονείται, όχι μόνον από τους πολιτικούς αλλά και από την θεωρία, ότι το σύστημα αυτό συνταγματικής δικαιοσύνης στην Ελλάδα δεν καθιερώθηκε το πρώτον από το άρθρο 93 παρ. 4Σ, όπως μερικοί νομίζουν. Το άρθρο αυτό επιβεβαίωσε και ρητά, θετικοποιώντας, μια μακραίωνη παράδοση. Τα λογικά επομένως θεμέλια της εξουσίας αυτής του δικαστή και η νομιμοποιητική της ρίζα ανευρίσκονται πέρα και πίσω από την συνταγματική διάταξη, στην διάκριση των εξουσιών, στον αυστηρό χαρακτήρα του Συντάγματος και στην κανονιστική πρόσληψη του Συνταγματικού κειμένου, στην αντιμετώπισή του δηλαδή ως νόμου θεμελιώδους που δεσμεύει τους πάντες. Αγνοώντας την συνταγματική μας παράδοση, ακόμη και αυτή την βαθειά ριζωμένη, αναγκαζόμαστε να μηρυκάζουμε ξένα στερεότυπα, άσχετα με τη δική μας ιδιαιτερότητα και αναμασάμε θέσφατα και ρήσεις που δεν ανήκουν ούτε ταιριάζουν στο
σύστημά μας. Η Ελλάδα είναι ίσως η μοναδική χώρα στην Ευρώπη και είχε παρεμπίπτοντα ή κατ ένστασιν σύστημα δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας και αντί να καμαρώνουμε γι αυτή την εθνική μας πρωτοπορία, αντί να κοιτάμε πως θα την προσαρμόσουμε στα νέα δεδομένα, πως θα την βελτιώσουμε, πως θα την καταστήσουμε πιο λειτουργική αξιοποιώντας δικαστική εμπειρία πολλών δεκαετιών, κοιτάμε να την εγκαταλείψουμε και στρεφόμαστε σε πρότυπα που δεν ταιριάζουν στην συνταγματική μας παράδοση και θα δημιουργήσουν τεράστια νομικά και θεσμικά προβλήματα χωρίς να επιλύσουν τα υπάρχοντα. Αντί να στραφούμε προς το συγγενές σε μας αμερικάνικο πρότυπο, αναζητούμε πρότυπα από την Γαλλία, μία χώρα που είναι αθεράπευτα προσκολλημένη στον μύθο του νόμου, έκφραση της γενικής θέλησης, που δεν γνώρισε ούτε φαίνεται να γνωρίζει τι θα πεί κατασταλτικός και μάλιστα παρεμπίπτων έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων ή αντλούμε στοιχεία από την κρατικιστική παράδοση της Γερμανίας, μια χώρα στην οποία ο έλεγχος της συνταγματικότητας υπηρετεί πρίν από όλα τον ομοσπονδιακό χαρακτήρα οργάνωσης του γερμανικού κράτους ή, τέλος, κοιτάμε να δανειστούμε στοιχεία από την Ιταλία που αγνοεί την παράδοση του αυστηρού συντάγματος και του παρεμπίπτοντα ελέγχου της συνταγματικότητας. Θεωρώ για τους λόγους αυτούς την σχετική πρόταση αναθεώρησης αντίθετη στην συνταγματική μας παράδοση, αλλά επί πλέον και ως άσκοπη ή ανεδαφική, διότι όχι μόνον δεν θα αντιμετωπίσει τις αδυναμίες που υπάρχουν- του διάχυτου ελέγχου αλλά και θα δημιουργήσει νέες που θα είναι πιο μεγαλύτερες και πιο βασανιστικές από τις υπάρχουσες. Έτσι, αντί η συγκέντρωση του ελέγχου της συνταγματικότητας στο Συνταγματικό Δικαστήριο δια της παραπομπής σε αυτό από τα κατώτερα δικαστήρια να οδηγήσει, όπως προσδοκούν, στην επιτάχυνση της διαδικασίας, θα προκαλέσει απίθανες καθυστερήσεις στην εκδίκαση των υποθέσεων, η έκβαση των οποίων θα εξαρτάται από την επίλυση του ζητήματος της συνταγματικότητας. Διότι, η παραπομπή θα έχει ως συνέπεια την αναβολή της υπόθεσης και την εκ νέου εκδίκασή της μετά την απόφαση για την συνταγματικότητα. Θα μπορεί μάλιστα έτσι το ζήτημα της συνταγματικότητας να αποτελεί για τους στρεψόδικους διαδίκους λόγο
αναβολής της εκδίκασης των υποθέσεων. Αλλά ούτε στην βεβαιότητα δικαίου θα συμβάλει η παραπομπή στο Συνταγματικό Δικαστήριο αφού, εκτός από την καθυστέρηση στη εκδίκαση της υπόθεσης και κάθε υπόθεσης, που θα συνεπάγεται κάθε ζήτημα συνταγματικότητας, θα προξενήσει η ίδια και νέα, άλυτα ζητήματα δικονομικά, που συνδέονται με την φύση του ελέγχου που θα ασκεί το συνταγματικό δικαστήριο, αν θα είναι δηλαδή, αφηρημένος ή συγκεκριμένος, ενόψει της υπόθεσης ή ανεξάρτητα από την υπόθεση, αν η κρίση για την συνταγματικότητα θα δημιουργεί δεδικασμένο μόνο για τους διαδίκους ή για κάθε μελλοντική σχετική υπόθεση, καθώς και πόσο ή πώς θα δεσμεύεται ο δικαστής από την απόφαση του συνταγματικού δικαστηρίου. Σοβαρά ζητήματα θα δημιουργηθούν και από το είδος και το εύρος του ερωτήματος της συνταγματικότητας: θα αφορά και το ζήτημα της συνταγματικής αξιολόγησης των συμβάσεων ή δικαιοπραξιών, ή και το ερώτημα της τριτενέργειας ή και τη συνταγματικότητα μια απεργίας; στην δίκη για τα ασφαλιστικά μέτρα, ο δικαστής θα αναβάλει αν προκύψει ζήτημα συνταγματικότητας; και άλλα πολλά Είναι αποκαλυπτικό πάντως των δικονομικών ζητημάτων που θα ανακύψουν καθώς και των πολιτικών προθέσεων των εισηγητών του Συνταγματικού Δικαστηρίου, το άρθρο του συναδέλφου Ευάγγελου Βενιζέλου για το συνταγματικό δικαστήριο στο «Σύνταγμα». Σύμφωνα με το σκεπτικό της πρότασής του αλλά και με βάση το ολοκληρωμένο σχέδιο διατύπωσης της αναθεωρητικής του πρότασης, το Συνταγματικό Δικαστήριο θα μπορεί να κάνει όσα μπορούν να κάνουν ή δεν μπορούν να κάνουν μαζί όλα τα συνταγματικά δικαστήρια της Ευρώπης: το Δικαστήριο θα αποφαίνεται και κατόπιν παραπομπής από δικαστήριο και ευθέως κατόπιν προσφυγής του Υπουργικού Συμβούλιου, και προληπτικό και κατασταλτικό έλεγχο, και σε τυπικό νόμο και σε σχέδιο νόμου ή πρόταση νόμου, και αφηρημένο και συγκεκριμένο έλεγχο, θα διαθέτει και αποφασιστική και γνωμοδοτική αρμοδιότητα. Κατά τα άλλα ο έλεγχος θα παραμείνει ως έχει (!), διάχυτος και παρεμπίπτων. Ως προς την σύνθεση του δικαστηρίου, αυτό θα είναι αμιγώς πολιτικό δικαστήριο, τα μέλη του οποίου θα διορίζονται από την Βουλή με αυξημένη πλειοψηφία, άρα με τη συμφωνία περισσοτέρων του ενός κομμάτων. Δεν διευκρινίζεται αν το όργανο θα
βρίσκεται εντός ή εκτός της κοινής δικαιοσύνης καθώς και αν συγκροτείται με την ίδρυσή του μια νέα δικαιοδοσία, συνταγματική, διαφορετική και ανεξάρτητη από τις άλλες. Είναι προφανές ότι θα πρόκειται για ένα πολιτικό δικαστήριο, που θα είναι ο συνταγματικός κηδεμόνας των κοινών δικαστηρίων, οποίος θα έχει ως αποστολή του τον έλεγχο της συνταγματικής κρίσης του δικαστή. Ένα δικαστήριο για τα δικαστήρια, πάνω από τά δικαστήρια και όχι για την πολιτική εξουσία, αυτό αποτελεί πράγματι παγκόσμια πρωτοτυπία. Θα πρόκειται για καθαρά πολιτικό δικαστήριο, αφού καμμία εγγύηση δεν παρέχεται ως προς την ανεξαρτησία και την δικαιοδοτική ή δικαστική ικανότητα των μελών του, και αφού επιφορτίζεται να ελέγχει τα δικαστήρια και όχι την πολιτική εξουσία. Δεν θα είναι πάντως αντίβαρο στην κυβερνητική πλειοψηφία. Η προστασία των συνταγματικών δικαιωμάτων τελεί υπό την προστασία των δικαστηρίων και του τακτικού δικαστή, που απολαμβάνει προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας και είναι επιφορτισμένος με την απονομή της δικαιοσύνης σύμφωνα με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Ο δικαστικός -και όχι απλώς δικαιοδοτικός- έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων αποτελεί για την ελληνική συνταγματική τάξη την πλέον θεμελιώδη εγγύηση προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των ατόμων. Στην ελληνική συνταγματική παράδοση ο διάχυτος και παρεμπίπτων έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων αντιμετωπίστηκε από τη θεωρία και την νομολογία ως θεμελιώδης εγγύηση προστασίας του Συντάγματος και των συνταγματικών ελευθεριών. Κάθε, επομένως, προσβολή της εγγύησης αυτής πλήττει ευθέως την δικαιοκρατική προστασία των δικαιωμάτων. Η δικαιοκρατική μορφή του πολιτεύματος στην Ελλάδα ταυτίζεται με την δικαστική προστασία των δικαιωμάτων και αυτή με την σειρά της με τον παρεμπίπτοντα δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, δηλαδή με το δικονομικό δικαίωμα που έχει κάθε πολίτης να επικαλείται ως διάδικος ότι η κοινοβουλευτική πλειοψηφία αυθαιρετεί και προσβάλλει τα συνταγματικά δικαιώματά του και να ζητά από τον δικαστή της υπόθεσής του να μην εφαρμόσει στην υπόθεση που δικάζει τον αντισυνταγματικό νόμο. Αυτό το δικαίωμα το χάνει τελικά ο διάδικος, αφού ο «φυσικός» δικαστής της υπόθεσής του αδυνατεί να ικανοποιήσει το αίτημά του.
Για τον λόγο αυτό θεωρώ ότι ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, συνυφασμένος όπως είναι με την απονομή της δικαιοσύνης και με την δικαστική προστασία των δικαιωμάτων, ανήκει στον σκληρό πυρήνα του κράτους δικαίου και δεν είναι δυνατόν να αναθεωρηθεί, διότι θα πληγεί έτσι μία θεμελιώδης αρχή του πολιτεύματός μας, θα ανατραπεί μια κατασταλτική δικαιοκρατική εγγύηση των δικαιωμάτων μας. Το άρθρο 93 παρ. 4Σ αποτυπώνει μία μακραίωνη παράδοση, διότι καθιέρωσε και τυπικά μια άρρητη μέχρι την καθιέρωσή της αρχή, αλλά αναντίρρητα θεμελιώδη αρχή του πραγματικού μας συντάγματος, δηλαδή του συντάγματος που συγκροτείται από το πλέγμα εκείνο των συνταγματικών αρχών, γραπτών ή άγραφων, και κανόνων που έχουν ριζώσει στην συλλογική συνταγματική μας συνείδηση, που προσδίδουν στον πολίτευμα ενότητα, συνέχεια και ταυτότητα. Η διάταξη αυτή δεν υπόκειται σε αναθεώρηση, διότι εγγυάται συνταγματικά αγαθά υψίστης σημασίας, ταυτισμένα με την ταυτότητα του πολιτεύματός μας, τα οποία δεν νομιμοποιούνται να θίξουν συγκυριακές πλειοψηφίες και αναθεωρητικές βουλιμίες. Θα ήθελα να τελειώσω με αναφορά στο κείμενο ενός αδικημένου Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Βάσσου Ρώτη, ενός από τους πιο θεσμούς υποστηρικτές του παρεμπίπτοντος ελέγχου και από τους πρωτεργάτες της πρωτοποριακής διοικητικής νομολογίας για το περιβάλλον. Σε μια διάλεξη που έδωσε για τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων το 1992 με αφορμή πάλι μια συζήτηση για την ανάγκη ίδρυσης συνταγματικού δικαστηρίου έγραφε: «χωρίς τον παρεμπίπτοντα δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας η αλαζονεία της πλειοψηφίας του νομοθετικού σώματος δεν θα είχε φραγμό. Εξάλλου τυχόν αφαιρέσεις της αρμοδιότητας του ελέγχου από τους δικαστικούς λειτουργούς δεν θα σημάνει μόνον την αποψίλωση και αφυδάτωση της δικαιοσύνης αλλά κυριολεκτικά τον ευνουχισμό των στελεχών του Ως εκ τούτου δεν είναι μόνο βέβηλη η τυχόν εκρίζωση της παραδοσιακής αυτής αρχής απονομής της δικαιοσύνης, είναι ανατρεπτική, ανιστόριτη και προϊόν δουλικής απομίμησης ξένων, πρόσφατης μάλιστα εμπνεύσεως, προτύπων. Και έχει την οσμήν εφαλτηρίου για την τακτοποίηση ορισμένων φιλόδοξων και
πολυπραγμόνων» και κατέληγε λέγοντας ότι Παρ όλα τα μειονεκτήματα και τις αδυναμίες του συστήματος που ισχύει, παρόλη την ατολμία, ενίοτε, ή τις αστόχαστες επεμβάσεις, θεωρώ όχι απλώς παράλογη αλλά επιτηδευμένα περιττή και επικίνδυνη την τυχόν ανατροπή του με τη δημιουργία ενός ολοκληρωμένου Συνταγματικού Δικαστηρίου με ταυτόχρονη κατάργηση της δυνατότητας άσκησης δικαστικού ελέγχου από κάθε δικαστή»(βάσσου Ρώτη, Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, η έκταση και οι φορείς του, σε Αναφορές στη δυναμική του Συντάγματος, Αντ.Σάκκουλας, 1998, σ. 61-77). Το συνταγματικό μας πολίτευμα δεν έχει στην παρούσα συγκυρία ανάγκη από νέους θεσμούς. Δεν μας φταίνε οι θεσμοί ούτε μας σώζουν νέοι. Οι φορείς φταίνε για την δυσλειτουργία τους. Αυτοί που ενσαρκώνουν τους θεσμούς, όσοι τους θέτουν σε λειτουργία και εφαρμογή αλλοιώνουν ή παραποιούν κάτω από ασφυκτική πίεση το πρότυπο νόημά τους. Έχουμε ανάγκη από δικαστές με υψηλό, ελεύθερο και αδέκαστο φρόνημα που να έχουν συνείδηση της δύσκολης αποστολής τους. Χωρίς αντάξιους του λειτουργήματός τους δικαστές δεν έχουμε ούτε δικαιώματα ούτε δημοκρατία. Οι ισχύοντες θεσμοί χρειάζονται σίγουρα προσαρμογή και ανανέωση, δεν χρειάζονται ωστόσο υποκατάσταση ούτε αντικατάσταση και πάντως δεν αντιμετωπίζονται θεσμικές δυσλειτουργίες με αναθεωρητικούς πειραματισμούς που στηρίζονται σε άκριτους μιμητισμούς.