Το ΒΗΜΑ, 09/11/2003 H πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός Σιρίµαβο Μπανταρανάικε 1916-2000 Του ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΖΕΝΑΚΟΥ KEIMENA: ΙΩΑΝΝΑ ΖΟΥΛΑ H Σιρίµα (η κατάληξη «βο» στο όνοµά της προστέθηκε αργότερα και δηλώνει έκφραση σεβασµού) Ρατουάτε Ντίας γεννήθηκε στις 17 Απριλίου 1916 κοντά στο Κάντι της ΚεΫλάνης. H οικογένειά της ανήκε στην αριστοκρατία του νησιού και η Σιρίµα φοίτησε σε σχολή ρωµαιοκαθολικών καλογραιών στην πρωτεύουσα Κολόµπο, παρ' ότι ήταν βουδίστρια. H Μπανταρανάϊκε προσεύχεται µαζί µε τον γιο της Ανούρα κατά τη διάρκεια επίσκεψής της στο Λονδίνο το 1961 Το 1940, στα 24 της χρόνια, η Σιρίµα παντρεύτηκε τον Σολοµώντα Μπανταρανάικε, γόνο πλουσίων γαιοκτηµόνων, και απέκτησε µαζί του τρία παιδιά. Όταν το 1948 η 1
Κεϋλάνη ανεξαρτητοποιήθηκε από τη Μεγάλη Βρετανία, ο Μπανταρανάικε εκλέχθηκε βουλευτής στο νεοσύστατο κοινοβούλιο µε το Ενωµένο Εθνικό Κόµµα, το οποίο κέρδισε τις εκλογές, και έγινε υπουργός Υγείας. Γρήγορα όµως διαφώνησε µε το κόµµα του, παραιτήθηκε και το 1952 ίδρυσε το Κόµµα της Ελευθερίας, για να διαφωνήσει όµως και µε αυτό και τελικά να σχηµατίσει το Ενωµένο Μέτωπο του Λαού (συµµαχία εθνικών και σοσιαλιστικών κοµµάτων) µε το οποίο ο Μπανταρανάικε κέρδισε µε συντριπτική πλειοψηφία τις εκλογές του 1956 και έγινε πρωθυπουργός της χώρας. H κλαίουσα χήρα Ωστόσο ο Μπανταρανάικε δεν χάρηκε πολύ τη δόξα του ούτε πρόλαβε να πραγµατοποιήσει εκείνα που είχε υποσχεθεί στους ψηφοφόρους του. Στις 25 Σεπτεµβρίου 1959 ένας αντιφρονών βουδιστής µοναχός τον πυροβόλησε και την εποµένη ο Μπανταρανάικε πέθανε. Ως εκείνη τη στιγµή η Σιρίµα ήταν µια µάλλον άχρωµη και συνεσταλµένη σύζυγος και µητέρα και, όπως είχε πει τότε ένας εξάδελφός της, «η µόνη φωτιά µε την οποία είχε έλθει ποτέ αντιµέτωπη η Σιρίµα ήταν της κουζίνας της». Ωστόσο η Σιρίµα, µετά τη δολοφονία του συζύγου της, αποφάσισε να µπει στην πολιτική. Καθ' όλη τη διάρκεια της προεκλογικής της εκστρατείας, απευθυνόµενη στα πλήθη που την επευφηµούσαν, η Σιρίµαβο - είχε πλέον προστεθεί το «βο» - υποσχόταν µε δάκρυα και λυγµούς ότι θα συνεχίσει το έργο του συζύγου της. Αυτό το συνεχές προεκλογικό µοιρολόι τής έδωσε την προσωνυµία η «κλαίουσα χήρα». Μόλις όµως κέρδισε τις εκλογές του 1960 και έγινε πρωθυπουργός, στις 20 Ιουλίου, η Σιρίµαβο Μπανταρανάικε έκοψε τους θρήνους και µε στιβαρό χέρι έπιασε το τιµόνι της διακυβέρνησης µιας χώρας µε τεράστια φυλετικά και οικονοµικά προβλήµατα. Ηταν η πρώτη γυναίκα σε ολόκληρο τον κόσµο που αναδείχθηκε πρωθυπουργός, έξι ολόκληρα χρόνια προτού η Ιντιρα Γκάντι εκλεγεί πρωθυπουργός της Ινδίας. Το κόστος των µεταρρυθµίσεων H Μπανταρανάικε αρχικά συνέχισε το µεταρρυθµιστικό πρόγραµµα του συζύγου της: σοσιαλιστική οικονοµική πολιτική, ουδετερότητα στις διεθνείς σχέσεις, 2
αντικατάσταση της αγγλικής γλώσσας µε τη γλώσσα των Σινχάλα, που αποτελούσαν την πλειονότητα (72%) του πληθυσµού. Σύντοµα όµως η Σιρίµαβο πήρε και τις δικές της πρωτοβουλίες: εθνικοποίησε τις ξένες εταιρείες πετρελαίου, και τον κρατικό προϋπολογισµό τον διαχειρίζονταν πλέον η κρατική Τράπεζα της Κεϋλάνης και η νέα Τράπεζα του Λαού. Οι αγγλικές στρατιωτικές βάσεις, µε φιλική συµφωνία, αποµακρύνθηκαν από τη χώρα και η αµερικανική βοήθεια αντικαταστάθηκε από τη σοβιετική, κυρίως για προγράµµατα εκβιοµηχάνισης. Επίσης, ενώ δόθηκε µεγάλη βαρύτητα στην εκπαίδευση, οι µεταρρυθµίσεις που προωθήθηκαν ευνόησαν τους βουδιστές Σινχάλα, αγνοώντας εντελώς τους ινδουιστές Ταµίλ, της µεγαλύτερης µειονότητας (21% του πληθυσµού), που κατοικούσαν στο βορειοανατολικό τµήµα της Κεϋλάνης. Αλλά οι σοσιαλιστικές µεταρρυθµίσεις της Μπανταρανάικε προσέκρουσαν στις αντιρρήσεις των βουδιστών της δεξιάς πτέρυγας του κόµµατός της, οι οποίοι έπαψαν να στηρίζουν την κυβέρνηση. Ετσι η κυβέρνηση έπεσε το 1964 και στις επόµενες εκλογές το κόµµα της Μπανταρανάικε γνώρισε παταγώδη ήττα, παρ' ότι η ίδια εκλέχθηκε βουλευτής. Από την ήττα στη δόξα H Μπανταρανάϊκε, έχοντας µόλις ψηφίσει, την ηµέρα του θανάτου της Στα επόµενα πέντε χρόνια η µαχητική και ακούραστη Σιρίµαβο εντρύφησε στην τέχνη της πολιτικής και στις εκλογές του 1970, επικεφαλής του Ενωµένου Αριστερού Μετώπου, πέτυχε σαρωτική νίκη επί των αντιπάλων της. Τα δύο τρίτα των εδρών του Κοινοβουλίου της Κεϋλάνης ήταν «δικά της». Με τόσο µεγάλη πλειοψηφία µπορούσε πλέον να προωθήσει και να επιβάλει τα µεταρρυθµιστικά της σχέδια. 3
Εθνικοποίησε ιδιωτικές εταιρείες, προχώρησε σε αναδασµό της γης, διέταξε την αµερικανική ειρηνευτική δύναµη να εγκαταλείψει τη χώρα και έκλεισε την πρεσβεία του Ισραήλ. Ωστόσο ο ρυθµός των σοσιαλιστικών µεταρρυθµίσεων της Μπανταρανάικε θεωρήθηκε πολύ αργός από τους ακροαριστερούς οπαδούς του Μετώπου Λαϊκής Απελευθέρωσης, οι οποίοι, νεαρής ηλικίας κατά το πλείστον, εξεγέρθηκαν το 1971 εναντίον της κυβέρνησης. H Μπανταρανάικε δεν δίστασε να στείλει εναντίον τους τον στρατό και λέγεται ότι σκοτώθηκαν γύρω στους 20.000 ανθρώπους. Χωρίς υπολογίσιµους αντιπάλους για την ώρα, η Μπανταρανάικε τον Μάιο του 1972 ανακήρυξε τη χώρα Σοσιαλιστική ηµοκρατία, αλλάζοντας το όνοµά της από Κεϋλάνη σε Σρι Λάνκα, εθνικοποίησε όλες τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, τα σχολεία - ακόµη και τα θρησκευτικά -, τις εφηµερίδες και απαγόρευσε τις εισαγωγές των περισσοτέρων αγαθών. Επίσης καθιέρωσε ως επίσηµη θρησκεία του κράτους τον βουδισµό, προς µεγάλη απογοήτευση των ινδουιστών Ταµίλ. Τα οικονοµικά µέτρα της Μπανταρανάικε δεν επέφεραν το αναµενόµενο αποτέλεσµα. Αντίθετα, µέσα από τα σκουριασµένα γρανάζια µιας διεφθαρµένης γραφειοκρατίας, η χώρα έπεσε σε οικονοµικό τέλµα. Στις εκλογές του 1977 το Ενωµένο Αριστερό Μέτωπο πήρε µόλις οκτώ έδρες, ενώ το Εθνικό Κόµµα κέρδισε το 75% των ψήφων. Χωρίς πολιτικά δικαιώµατα Τρία χρόνια αργότερα, το 1980, το Κοινοβούλιο κατηγόρησε τη Μπανταρανάικε για κατάχρηση εξουσίας όταν ήταν πρωθυπουργός και της αφαίρεσε τα πολιτικά της δικαιώµατα για επτά χρόνια. Στο µεταξύ η Σρι Λάνκα σπαρασσόταν από τον εµφύλιο πόλεµο ανάµεσα στους Ταµίλ, οι οποίοι είχαν αρχίσει τον ένοπλο αγώνα εναντίον της παντοδυναµίας των Σινχάλα. Το 1987 η Ινδία έστειλε στρατιωτικές δυνάµεις για να αποκαταστήσουν την ειρήνη, αλλά η Μπανταρανάικε, η οποία είχε ανακτήσει τα πολιτικά της δικαιώµατα, εναντιώθηκε σθεναρά στην ινδική επέµβαση, παρ' όλο που άλλοτε η Ινδία ήταν ο 4
στενότερος σύµµαχός της. Για µία ακόµη φορά η Μπανταρανάικε αισθάνθηκε υποχρεωµένη να υπερασπιστεί τους οµοίους της, δηλαδή τους Σινχάλα. Παρά τα 72 της χρόνια, η Μπανταρανάικε επέστρεψε στον πολιτικό στίβο το 1988, διεκδικώντας την προεδρία, η οποία στο µεταξύ είχε αναβαθµιστεί: ο πρόεδρος της Σρι Λάνκα συγκέντρωνε πλέον στα χέρια του όλες σχεδόν τις εξουσίες αυτής της ηµοκρατίας, σε αντίθεση µε τον πρωθυπουργό, του οποίου η θέση ήταν απλώς τιµητική. Αλλά η Μπανταρανάικε έχασε τις εκλογές, αν και µε πολύ µικρή διαφορά. Οικογένεια πολιτικών Πάσχοντας από διαβήτη και καθηλωµένη σε αναπηρική πολυθρόνα, η Σιρίµαβο είδε τις πολιτικές τύχες της οικογενείας της να παίρνουν θετική τροπή το 1994, όταν η κόρη της Τσαντρίκα Κουµαρατούνγκα εκλέχθηκε πρόεδρος της Σρι Λάνκα και πρόσφερε το τιµητικό αξίωµα της πρωθυπουργίας της χώρας στη µητέρα της. Από την άλλη, ο γιος της Σιρίµαβο, ο Ανούρα, δυσαρεστηµένος από τη νίκη της αδελφής του, συντάχθηκε µε την αντιπολίτευση. Το µοναδικό παιδί της Σιρίµαβο που δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για την πολιτική είναι η πρωτότοκη κόρη της Σουνέτχρα. H Σιρίµαβο Μπανταρανάικε πέθανε στις 10 Οκτωβρίου 2000, αφού προηγουµένως πρόλαβε να ψηφίσει στις προεδρικές εκλογές. Επιστρέφοντας από το εκλογικό τµήµα στο σπίτι της, η Μπανταρανάικε υπέστη καρδιακή εµβολή και κατέληξε, χωρίς να προλάβει να δει την κόρη της να επανεκλέγεται στο ύψιστο αξίωµα της χώρας. 5