Κατερίνη, 28 Οκτωβρίου 2015 Σεβασμιότατε Σεβαστοί πατέρες Αξιότιμοι κύριοι Βουλευτές, Κυρία Αντιπεριφερειάρχη, Κύριε Δήμαρχε, Κύριοι Εκπρόσωποι πολιτικών, στρατιωτικών και πολιτιστικών φορέων Κυρίες και κύριοι Αγαπητοί μαθητές Υπάρχουν στις ιστορίες των λαών κάποιες χρονολογίες που υψώνονται ορόσημα και σταθμοί στο πέρασμα των χρόνων. «Από την υψηλότερη κορφή τους μπορεί ένα έθνος να αγναντεύει εποπτικά όλη την περιπέτεια της ιστορικής του διαδρομής». Τέτοια χρονολογία είναι για την Ελλάδα η σημερινή επέτειος της 28ης Οκτωβρίου 1940 που αποτέλεσε απαρχή για μια νέα περίοδο εθνικής ζωής. Είναι μια ημέρα γιορτής και εθνικής υπερηφάνειας για την πατρίδα μας. Μία ημέρα μνήμης και τιμής προς όλους εκείνους τους Έλληνες που αγωνίστηκαν ενάντια στον ολοκληρωτισμό και πέτυχαν ενωμένοι την πρώτη σημαντική νίκη μέσα σε μια Ευρώπη αιματοβαμμένη από την τραγωδία του Β Παγκοσμίου Πολέμου. Το έπος του 40 δεν ήταν απλά μία προσπάθεια απόκρουσης ενός εισβολέα. Ήταν ένα ηρωικό γεγονός με παγκόσμια ακτινοβολία και πανανθρώπινη απήχηση. Σε μια στιγμή που οι λαοί της Ευρώπης παραδίνονταν πανικόβλητοι στο φασιστικό Άξονα, μια χούφτα Έλληνες με ελάχιστα εφόδια, τόλμησαν να ορθώσουν το ανάστημά τους και να αντισταθούν στις σιδερόφραχτες στρατιές του φασισμού, διδάσκοντας όλο τον κόσμο πως δεν έχουν καμιά αξία τα σύνεργα του αφανισμού μπρος στο μεγάλο όπλο της γενναιότητας και της αυτοθυσίας. Μία χούφτα πολεμιστές, αλλά ψυχές συσπειρωμένες, γροθιές σφιχτά ενωμένες σ ` ένα στόχο. Την υπεράσπιση του πολιτισμού απέναντι στη βαρβαρότητα. Η μικρή Ελλάδα δεν αγωνίστηκε μόνο για τα εδάφη της, αλλά και για τα κληροδοτήματα της ιστορίας και του πολιτισμού της. Ήξερε καλά ότι τα μεγάλα έργα τα εμπνέονται και τα δημιουργούν μόνο ελεύθεροι άνθρωποι. Κι αυτή την ελευθερία υπερασπίστηκε, γιατί μόνο αυτή κάνει τον άνθρωπο σημαντικό και τον πολιτισμό του αθάνατο. Στα βουνά της Αλβανίας οι Έλληνες φαντάροι έδιναν τη μάχη για να μη σιγήσει το ελληνικό πνεύμα. Κι έτσι κατάφεραν να δείξουν στην ανθρωπότητα ότι η υπεροχή δεν ανήκει στο πλήθος. Ανήκει στο πάθος. Ανήκει σ εκείνους που αψηφούν κάθε απειλή και κίνδυνο για να υπερασπιστούν προγονικές αξίες και ιδανικά. Η μνήμη των γεγονότων του Έπους του 40 μάς οδηγεί στα ηρωικά βουνά της ` Πίνδου, όπου δόθηκε ένας άνισος αγώνας για το δίκαιο και την ελευθερία. Και εμείς οι Έλληνες αντίθετα με τους άλλους λαούς γιορτάζουμε όχι το τέλος αλλά την έναρξη κάθε εθνικού μας αγώνα. Πράγματι η 28 Οκτωβρίου του 1940 σηματοδοτεί την αρχή μιας ακόμη πολεμικής εποποιίας της πατρίδας μας.
Οκτώβριος 1940. Ο Β Παγκόσμιος πόλεμος, αποτέλεσμα της επεκτατικής πολιτικής της ναζιστικής Γερμανίας και της φασιστικής Ιταλίας, είχε ήδη ξεσπάσει. Η Πολωνία, η Δανία, η Ολλανδία, ακόμη και η άλλοτε υπερδύναμη Γαλλία είχαν υποταχθεί στα γερμανικά στρατεύματα. Οι Άγγλοι αγωνίζονταν μόνοι να προστατεύσουν την ακεραιότητα της πατρίδας τους. Στη Βαλκανική η κατάληψη της Αλβανίας από τους Ιταλούς και οι προκλητικές ενέργειες σε βάρος της Ελλάδας φανέρωναν τα επεκτατικά σχέδια του Μουσολίνι. Στις 28 Οκτωβρίου 1940 ο Ιταλός πρεσβευτής Γκράτσι επέδωσε στην ελληνική κυβέρνηση τελεσίγραφο, με το οποίο η Ιταλία ζητούσε ελεύθερη δίοδο των στρατευμάτων της από τα ελληνικά εδάφη. Το γενναίο ΟΧΙ του τότε κυβερνήτη της χώρας Ι. Μεταξά εξέφραζε το αίσθημα της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Στους μήνες που ακολούθησαν γράφτηκε μια από τις πιο ένδοξες και παράλληλα τις πιο τραγικές σελίδες της Νεότερης Ιστορίας μας. Νέοι από όλα τα σημεία της Ελλάδας στρατολογήθηκαν για να αντιμετωπίσουν τον εχθρό. Αψηφώντας τους Ιταλικούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς πλημμύρισαν τους δρόμους τραγουδώντας και δίνοντας τη δική τους απάντηση, το δικό τους ΟΧΙ. Άνθρωποι απλοί και φτωχοί, όπως απλή και φτωχή ήταν και η πατρίδα τους. Άνθρωποι που όμως αγωνίστηκαν γενναία για να αντιμετωπίσουν τον κατά πολύ ανώτερο σε πολεμικό εξοπλισμό και πλήθος αντίπαλό τους, καταφέρνοντας έτσι την πρώτη νίκη κατά των Δυνάμεων του Άξονα. Με απίστευτες δυσκολίες και με τις γυναίκες της Πίνδου να γράφουν τη δική τους χρυσή σελίδα, η επέλαση του εχθρού μετατράπηκε σε άτακτη υποχώρηση, και ο πόλεμος μεταφέρθηκε στην Αλβανία. Οι Ιταλοί στρατιώτες, συνειδητοποιώντας την καταστροφή στην οποία οδηγούσε τη χώρα τους ο Μουσολίνι, δεν πολεμούσαν πια, αλλά παραδίνονταν. Χιλιάδες οι αιχμάλωτοι, ενώ η θριαμβευτική πορεία του στρατού μας συνεχιζόταν αδιάκοπα. Οι φαντάροι πολεμούσαν σκληρά πάνω στα βουνά της Αλβανίας. Και η Παναγιά, η Υπέρμαχος Στρατηγός, ψηλή μαυροφoρούσα ορμούσε εμπρός τους, άνοιγε δρόμο στην παλικαριά τους και με φτερά αετού τους μετάγγιζε αντρειοσύνη. Και το θαύμα έγινε. Κορυτσά, Άγιοι Σαράντα, Αργυρόκαστρο, Πρεμετή, Πόγραδετς οι πόλεις και τα χωριά το ένα μετά το άλλο έπεφταν διαδοχικά. Η υποδουλωμένη μέχρι τότε Ευρώπη παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα τη γενναιοψυχία της μικρής Ελλάδας να αντιπαραταχθεί στη βία του Ιταλικού φασισμού και παραμιλούσε για τους ήρωες που πολεμάνε σαν Έλληνες. Η ταπείνωση του φασιστικού ιμπεριαλισμού είχε συντελεστεί. Η μικρή Ελλάδα σημείωνε μεγάλη νίκη αφήνοντας έκπληκτο όλο τον κόσμο. Εμψύχωνε με το λαμπρό παράδειγμά της την αποθαρρυμένη ως τότε Ευρώπη και με το αίμα των παιδιών της άλλαζε τις τύχες του πολέμου και την πορεία της ιστορίας. Σύσσωμος ο παγκόσμιος τύπος σχολίαζε τα κατορθώματα των ευζώνων και παρομοίαζε τους αγώνες τους κατά του Μουσολίνι με τον αγώνα του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες κατά του Ξέρξη. Οι New York Times έγραφαν: «Σ ένα μόλις μήνα το μικρό ελληνικό κράτος διέλυσε τον κακό εφιάλτη που σκότιζε το πνεύμα του δημοκρατικού κόσμου».
Η γερμανική ωστόσο εισβολή τον Απρίλιο του 1941 έσβησε τα χαμόγελα και την ελπίδα της δόξας. Οι νίκες των Ελλήνων κατά των Ιταλών, γελοιοποίησαν τον Μουσολίνι, εξανάγκασαν όμως τον Χίτλερ να επέμβει στις 6 Απριλίου 1941, για να κατακτήσει την Ελλάδα, πριν επιτεθεί κατά της Ρωσίας. Ο ελληνικός στρατός αγωνίστηκε ηρωικά για να κρατήσει την οχυρωμένη γραμμή των συνόρων. Ωστόσο τα γερμανικά στρατεύματα, με τη στρατιωτική τους υπεροχή, κατάφεραν να διεισδύσουν στην ενδοχώρα. Στις 27 Απριλίου, έφτασαν μέχρι την Αθήνα, όπου ύψωσαν στην Ακρόπολη τη ναζιστική σημαία. Οι Γερμανοί κατακτητές παραχώρησαν τμήματα της Μακεδονίας και της Θράκης στους Βούλγαρους, ενώ μοιράστηκαν με τους Ιταλούς την υπόλοιπη χώρα. Το μέτωπο της Αλβανίας κατέρρευσε και άρχισε η τραγική οπισθοχώρηση του στρατού μας. Με πεισματωμένη πίκρα, πένθιμα, οι νικητές της Ιταλίας άρχιζαν να παρελαύνουν για να παραδώσουν τον οπλισμό τους. Πετούσαν κάτω σε σωρούς, σαν παλιοσίδερα, τα τιμημένα όπλα τους. Ένας νέος, λεβέντης λοχαγός του πυροβολικού, αγκάλιασε, φίλησε το πυροβόλο του και βγάζοντας το πιστόλι του αυτοκτόνησε μη αντέχοντας την ταπείνωση. Ο στρατός μας, ένας στρατός από φαντάσματα κατέβαινε από την Αλβανία. Κρατούσε ακμαίο ακόμα το ηθικό του, μόνο που στα χείλη του τρεμόπαιζε μια ζάρα πικρή. Αλλιώς είχε πλάσει με το νου του αυτό το γυρισμό: σε φάλαγγες πυκνές, με βηματισμό, λόγχες ν' αστράφτουν, σάλπιγγες να ηχούν, καμπάνες να σημαίνουν, χαμόγελα να τους καλωσορίζουν. Και να φυσάει παντού ο άνεμος της νίκης στον καταγάλανο, ελληνικό ουρανό. «Αυτό θα ήταν δικαιοσύνη. Αυτό θα ήταν η νίκη του θεού. Αυτό θα αντιπλήρωνε για την αδικία, θα γιάτρευε όλες τις πληγές. Και τότε οι νεκροί θα αναστέναζαν ξαλαφρωμένοι κάτω από το χώμα τους. Και όσοι μαυροφορέθηκαν στην πατρίδα, όσοι απόμειναν με αδειανή αγκαλιά, όσοι δεν θα έβλεπαν τον πολεμιστή τους να γυρίζει πίσω, θα ήξεραν πως αυτοί που έρχονται αντί για κείνον, είναι οι εκδικητές για τον θάνατό του». Όμως κάποιος άλλος νόμος φαίνεται πως όριζε τα πράγματα αυτού του τόπου. Νόμος παράνομος, κρυφός, όπως η ατιμία. Νόμος που δεν ξέρει παρά το δίκιο του ισχυρού και ξεδιπλώνει την αλήθεια σκληρή και αδιάντροπη. Η νίκη των ελλήνων, παρά τον ηρωισμό και την πίστη στα ιδανικά, δεν ήταν δυνατόν να αποτρέψει τη γερμανική κατάκτηση, το σκοτάδι και την αγριότητα, την πείνα και τα βασανιστήρια, την καταρράκωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και τις εκτελέσεις στα Καλάβρυτα, στο Δίστομο και αλλού. Τελευταίο οχυρό της ελληνικής αντίστασης η Κρήτη. Η προσπάθεια να κατακτηθεί το νησί με ρίψη αλεξιπτωτιστών προκάλεσε τρομακτικές απώλειες σε ένα από τα επίλεκτα σώματα των γερμανικών δυνάμεων. «Οι Έλληνες, αφού έμαθαν στον κόσμο πώς να ζει, τώρα του διδάσκουν πώς να πεθαίνει για την πατρίδα, για την ελευθερία, για τα πανανθρώπινα ιδανικά και δικαιώματα».
Ο ελληνικός λαός σ ` όλη τη διάρκεια της τριπλής κατοχής από Ιταλούς, Γερμανούς και Βούλγαρους πείνασε, πόνεσε, μάτωσε. Μέχρι το τέλος του πολέμου μετρούσε τις πληγές του και ο απολογισμός ήταν βαρύς. Η Ελλάδα μετρούσε τις μεγαλύτερες απώλειες, σε αναλογία με τον πληθυσμό της, από τις υπόλοιπες χώρες της Συμμαχίας. Οι αριθμοί τρομακτικοί: το σύνολο των νεκρών, στις μάχες, από τις εκτελέσεις και τις κακουχίες έφτανε τις 520.000. Η αντίσταση της Ελλάδας κράτησε 219 ημέρες, ενώ στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης η μέγιστη διάρκειά της ήταν 65 ημέρες. Ο ελληνικός λαός όμως δε σταμάτησε να αγωνίζεται. Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία. Οι μάχες στη Βόρεια Αφρική συνέχισαν το έργο που ξεκίνησαν οι πολεμιστές στα βουνά της Αλβανίας. Η Εθνική Αντίσταση κινητοποίησε το λαό, του ξανάδωσε την πίστη στη νίκη κι αυτός αγωνίστηκε ηρωικά μέχρι που η γαλανόλευκη να κυματίσει ξανά στον ιερό βράχο της Ακρόπολης. Οι θυσίες και τα ολοκαυτώματα των γενναίων πολεμιστών έφεραν τελικά το χαρμόσυνο μήνυμα της Απελευθέρωσης της Ελλάδας. Στις 12 Οκτωβρίου 1944, μετά από 1264 μέρες βαρβαρότητας και απανθρωπιάς, ο γερμανικός στρατός εγκατέλειπε την Ελλάδα και ο ελληνικός λαός πανηγύριζε με περηφάνια την λευτεριά του. Κυρίες και Κύριοι Η 28 η Οκτωβρίου 1940 είναι μια επέτειος και ένας θρύλος, μια μνήμη κι ένα χρέος. Σήμερα, 75 χρόνια μετά, το μήνυμα για εθνική ενότητα και πίστη σε αρχές και αξίες είναι και πάλι επίκαιρο. Κάθε γενιά αντιμετωπίζει τις δικές της προκλήσεις. Κάθε γενιά καλείται να επιδείξει τις δικές της αντιστάσεις, να πει τα δικά της μεγάλα «ΟΧΙ». Και η γενιά μας δίνει σήμερα το δικό της μεγάλο αγώνα ενάντια σε απειλές αδιόρατες και πιο αθόρυβες. Ενάντια στις ηθικές και αξιακές εκπτώσεις, στην ισοπέδωση και την αναξιοκρατία που πνίγει τις ελπίδες και τα όνειρα των νέων μας. Ενάντια σε ένα ανορθόδοξο πόλεμο με ασύμμετρες πολιτικές και οικονομικές αγκυλώσεις. Ενάντια στην παραφροσύνη της διεθνούς τρομοκρατίας που έχει βυθίσει τον κόσμο σε ένα πρωτόγνωρο κλίμα ανησυχίας, ανασφάλειας, φόβου και αμηχανίας. Ζούμε σήμερα μια περίοδο οικονομικής και ηθικής κρίσης και δίνουμε έναν άλλο αγώνα επιβίωσης, για να απελευθερωθούμε από τα δεσμά της υπερχρέωσης, που μας οδήγησε σε απίστευτες ταπεινώσεις και σε ένα φαύλο κύκλο ύφεσης, ανεργίας, δυστυχίας και απόγνωσης. Καθώς στεκόμαστε σχεδόν αδύναμοι απέναντι σε όλες αυτές τις δυνάμεις της κοσμικής αταξίας και των διαβόητων αγορών μπορούμε να προτάξουμε τις αρχές και τις αξίες που σφυρηλάτησαν οι μικροί και μεγάλοι πρωταγωνιστές της γενιάς του '40. Και αυτές είναι οι αρχές της ελευθερίας και της δημοκρατίας, που απορρέουν από το πνεύμα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Είναι οι αξίες της ομοψυχίας και των συναινέσεων, της συλλογικής συνείδησης και των κοινών προσπαθειών. Γιατί μόνο έτσι θα μπορέσουμε, κλείνοντας τον κύκλο της δοκιμασίας και της κρίσης που μαστίζει το σύγχρονο κόσμο, να
κατακτήσουμε ένα ειρηνικό και δημοκρατικό μέλλον για όλους. Για να επανέλθει η αξιοπρέπεια και η δικαιοσύνη στην πατρίδα μας. Και τότε η νίκη θα είναι νίκη της Ελλάδας και του λαού της! Σήμερα, που η Ελλάδα περιβάλλεται από ένα ξέσπασμα βαλκανικών και μεσανατολικών εθνικισμών, καθώς μεγάλες δυνάμεις αναδιατάσσονται στη διεθνή σκακιέρα, οφείλουμε, αναλογιζόμενοι τα διδάγματα της εθνικής επετείου του 1940, να επιδιώξουμε την ανάταξη των δυνάμεων του ελληνισμού σε όλα τα επίπεδα. Απέναντι στον απάνθρωπο ευρωπαι κο ορθολογισμο οφείλουμε να αντιπαρατάξουμε την ένδοξη ιστορία μας που η αξία της δεν υπολογίζεται με ομόλογα και ευρώ αλλά «με της ψυχής το πύρωμα μετριέται». Απέναντι στους ωμούς εκβιασμούς και τα απειλητικά ψευτοδιλήμματα οφείλουμε να αντιπαρατάξουμε προσωπικά και συλλογικά ολοκαυτώματα, που αξιολογούν την ελευθερία ως απόλυτο και μη διαπραγματεύσιμο ούτε ανταλλάξιμο περιεχόμενο ζωής. Η ιστορική εποποιία του «ΟΧΙ» δεν είναι μόνο επέτειος εθνικής μνήμης και υπερηφάνειας. Είναι ο τελευταίος μεγάλος "λόγος" του ελληνισμού, ο πιο κοντινός σε εμάς, που θα μπορούσε να εμπνέει το λαό μας σε συνθήκες δύσκολες, όπως οι σημερινές και να τον οδηγεί σε μια νέα, απαραίτητη για την επιβίωσή του, συλλογικότητα. Είναι το μεγαλειώδες μήνυμα ότι ο Ελληνισμός οφείλει να παραμείνει η ελπίδα του κόσμου. Γιατί αυτό είναι το χρέος που του όρισε η ιστορία και ο πολιτισμό του. Γιατί αυτή είναι τη μοίρα που του επέβαλαν οι πανανθρώπινες αξίες της ελευθερί ας, της ειρήνης και της δημοκρατίας, για τις οποίες πολέμησαν με γενναιότητα και αυταπάρνηση οι ήρωες του '40. Χρόνια πολλά Ελλάδα! Σας ευχαριστώ Ευαγγελία Κανάλη Φιλόλογος-Συγγραφέας