Η Κοινοτική οδηγία για τις οµαδικές απολύσεις και η οριστική διακοπή της δραστηριότητας της επιχείρησης ή εκµετάλλευσης



Σχετικά έγγραφα
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 15ης Φεβρουαρίου 2007 *

Περιεχόμενα. Ομαδικές απολύσεις Όρια ομαδικών απολύσεων Εκπρόσωποι των εργαζομένων... 4

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

«ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ Ο.Σ.Π.Α.»

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

Προς: τις Ομοσπονδίες Μέλη της Α.Δ.Ε.Δ.Υ.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΘΕΜΑΤΑΕΤΑΙΡΙΚΗΣΝΟΜΙΚΗΣΕΥΘΥΝΗΣΚΑΙ Ο ΙΚΗΓΟΡΟΣ IN-HOUSE. Επιστηµονική Συνάντηση Πέµπτη, 25 Ιανουαρίου 2007 Αµφιθέατρο Γενναδίου Βιβλιοθήκης

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων και Ανέργων

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

ΓΝΩΜΟ ΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Εργασιακά Θέματα. Καταχρηστική καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου εκ μέρους του εργοδότη

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η :

ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ. Χρόνος αναθεώρησης εργασιών που έχουν εκτελεσθεί προ της έγκρισης Α.Π.Ε. Ανώνυµη εταιρεία µέλος του ΣΑΤΕ υπέβαλε το ακόλουθο ερώτηµα:

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12

Οικονομικής Κοινότητος», που υπογράφηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουλίου. Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης R. και V. Haegeman, Βρυξέλλες,

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

L 283/36 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΟΔΗΓΙΕΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Σύμβαση εξηρτημένης εργασίας

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

ΠΕΡΙΕΧOΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

Περιεχόμενο: H έννομη προστασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Εργασιακά Θέματα «Το νέο καθεστώς της Μεσολάβησης Διαιτησίας μετά τον Ν. 4303/2014»

Ποινική ευθύνη Δικηγόρων για µη γνωστοποίηση παραβάσεων του «πόθεν έσχες» από υπόχρεα πρόσωπα. Πολυχρόνη Τσιρίδη, Δ.Ν. Δικηγόρου Πειραιώς

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4135, 18/7/2007

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Εισαγωγικές παρατηρήσεις...4. Βασικό περιεχόμενο της προστασίας...4. Προϋποθέσεις εφαρμογής των προστατευτικών διατάξεων...

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 3ης Ιουνίου 1986 *

(6) ότι πρέπει να διευκρινιστεί η έννοια του «εργαζομένου» βάσει της νομολογίας του ικαστηρίου 7

Ο νόµος 3900/2010 και η ταχύτητα εκδίκασης φορολογικών υποθέσεων από την επταµελή σύνθεση του Β Τµήµατος του ΣτΕ το έτος 2018

ΣΧΕ ΙΟ ΚΟΙΝΗΣ ΗΛΩΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΙΚΤΥΟΥ ΑΡΧΩΝ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

Σημαντικές αποφάσεις από τη νομολογία των δικαστηρίων της ΕΕ σχετικά με την ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων

Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 26/2004

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 13ης Νοεμβρίου 1990 *

Εργασιακά Θέματα. Συμβάσεις ορισμένου χρόνου

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4229, 5/2/2010

ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΧΗ

ιασυνοριακή µεταφορά της καταστατικής έδρας των εταιρειών

Ο ΠΡΟΕ ΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Εκδίδοµε τον ακόλουθο νόµο που ψήφισε η Βουλή:

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Cour de cassation του Βελγίου προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία το

ΚΥΚΛΟΣ ΣΧΕΣΕΩΝ ΚΡΑΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Διακοπή της Λειτουργίας της Επιχείρησης και Ομαδικές Απολύσεις,

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ 104/2014 (Άρθρο 77 παρ. 3 Ν.3852/2010) Kοινοποίηση

Θέµα εργασίας. Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας (Εφετείο Λάρισας408/2002)

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3610, 7/6/2002

Α Π Ο Φ Α Σ Η 58/2017

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, Έχοντας υπόψη:

δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας (EE ειδ. έκδ. 05/001,

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ (Οι αριθμοί παραπέμπουν στις παραγράφους και στις σελίδες, όπου ενδείκνυται)

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

«Απονοµή τίτλου ειδικότητας Γενικής Ιατρικής σύµφωνα µε τις κοινοτικές οδηγίες 16/1993 και 19/2001»

Αριθµός 104 (Ι) του 2000 και Ν. 39(Ι)/2003

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΩΝ

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

και κάθε άλλη συναφή πράξη, η παραγραφή διακόπτεται µε την έκδοσή τους". Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι για τις χρήσεις που το δικαίωµα του η

Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

συνδυασμό των συνταγματικών αυτών διατάξεων συνάγεται, ότι σε περίπτωση παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, ο κοινός νομοθέτης δύναται να θεσπίσει

AMMINISTRAZIONE DELLE FINANZE DELLO STATO ΚΑΤΑ SIMMENTHAL ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

προς την εφαρμογή, στο κοινοτικό δίκαιο, των θεμελιωδών αρχών της ευρωπαϊκής σύμβασης περί των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ. 3 ο ΚΛΙΜΑΚΙΟ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 151/2011

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων ΙΙ (ΣτΕ 438/2001)

.Λ.Π.10 Γ γον ο ότ ό α τ µε µ τά τ τη τ ν ηµε µ ροµ ο η µ νία ί το τ υ ο Ισο σ λ ο ογ ο ισ ι µ σ ο µ ύ IAS 1 0 1

ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ Ν. 2910/2001 ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΩΝ Α ΕΙΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. Ο Συνήγορος του Πολίτη έχει διαπιστώσει, βάσει αναφορών ενδιαφεροµένων, ότι

27 Ιουνίου 2016 Αριθµ. Πρωτ.: /23681/2016 Πληροφορίες: Γιάννης Κωστής

Βιβλίο IV του Ν.4412/2016. Εισηγήτρια: Καλλιόπη Παπαδοπούλου, Νομική Σύμβουλος ΔήμοςΝΕΤ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 25ης Μαΐου 1993 *

Η θέση του ετερόρρυθμου εταίρου μετά την ισχύ του Ν. 4072/2012

Άρθρο 1 Πεδίο εφαρμογής 4. Άρθρο 2 Αγωγές παραλείψεως 5. Άρθρο 3 Φορείς νομιμοποιούμενοι προς έγερση αγωγής 5. Άρθρο 4 Ενδοκοινοτικές παραβάσεις 6

ίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής εργαζομένων

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα, 23/06/2017 Αριθμός απόφασης: 3516 ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντάκτης ομάδας

Ο ΠΕΡΙ ΡΥΘΜΙΣΕΩΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑΧΥ ΡΟΜΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ ιάταγµα δυνάµει του άρθρου 19

Κύκλος Κοινωνικής Προστασίας ΠΟΡΙΣΜΑ

(Αποστολή µε FAX) Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/2122-1/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 34/2017

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΝΟΜΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ. Άρθρο 78 Σωµατείο

Α Π Ο Φ Α Σ Η 98/2012

ΕΝΩΠΙΟΝ ΠΑΝΤΟΣ ΑΡΜΟΔΙΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΑΡΧΗΣ ΕΞΩΔΙΚΗ ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΗ -ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ -ΔΗΛΩΣΗ

Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΗΣ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΣΕ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΙΚΑΣΤΙΚΗ ΙΑΤΑΓΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΘΕΜΑΤΑ ΙΑΜΟΝΗΣ ΑΛΛΟ ΑΠΩΝ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Η Συνθήκη του Άµστερνταµ: οδηγίες χρήσης

Ομόσπονδου κράτους Rheinland/Pfalz, εκπροσωπουμένου από τον υπουργό Οικονομίας και Μεταφορών, 65 Mainz,

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Transcript:

Η Κοινοτική οδηγία για τις οµαδικές απολύσεις και η οριστική διακοπή της δραστηριότητας της επιχείρησης ή εκµετάλλευσης Tου Προκόπη ηµητριάδη, ικηγόρου Μ Ε Αστικού ικαίου (Παν. Αθηνών), LL.M. (Cambridge) Υπόθεση C-187/05- C-190/05 (Αγοραστούδης) Ι. Εισαγωγή Με την απόφαση του της 7 ης Σεπτεµβρίου 2006 επί των συνεκδικαζόµενων υποθέσεων C-187/05 έως C-190/05 (Αγοραστούδης) το ικαστήριο των Ευρωπαικών Κοινότήτων απαντώντας σε προδικαστικό ερώτηµα που του απηύθυνε η Ολοµέλεια του Αρείου Πάγου ήρθε να δώσει σηµαντικές απαντήσεις στο πρόβληµα της εφαρµογής της κοινοτικής οδηγίας για τις οµαδικές απολύσεις ( Οδηγία 75/129/ΕΚ 1, η οποία τροποποιήθηκε µεταγενέστερα από την Οδηγία 92/56/ΕΚ 2 και κωδικοποιήθηκε µε την Οδηγία 98/59/ΕΚ 3 ) στην περίπτωση της οριστικής διακοπής της λειτουργίας µιας επιχείρησης ή εκµετάλλευσης. Με την απόφασή του το ΕΚ έκρινε ως λανθασµένη και αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο την πάγια σχετική νοµολογία των ελληνικών δικαστηρίων, δηµιουργώντας πολλαπλά προβλήµατα στις επιχειρήσεις οι οποίες είχαν πιστέψει στην ορθότητά της ελληνικής νοµολογίας και ενεργούσαν σύµφωνα µε αυτή, και θέτοντας παράλληλα και ερωτήµατα για τη δυνατότητα των επιχειρήσεων αυτών να ζητήσουν αποζηµίωση από το Ελληνικό ηµόσιο για τις σοβαρές ζηµίες τις οποίες θα υποστούν ως άµεση συνέπεια της µακροχρόνια λανθασµένης εφαρµογής του κοινοτικού δικαίου από τα ελληνικά δικαστήρια ενόψει και της πρόσφατης νοµολογίας του ικαστηρίου των Ευρωπαικών Κοινοτήτων στις υποθέσεις C-224/01 (Kobler) 4 και C-173/03 (Traghetti del Mediterraneo). 5 1 ΕΕ L O48 της 22.2.1975, σελ. 0029-0030 2 ΕΕ L 245 της 26.8.1992, σελ. 003-005 3 ΕΕ L 225 της 12.8.1998, σελ. 0016 4 Συλλογή 2003, σ. Ι-10239 5 Απόφαση της 13 ης Ιουνίου 2006, εν έχει δηµοσιευτεί ακόµη

2. To νοµοθετικό πλαίσιο Ι. Κοινοτικό ίκαιο Είναι προφανές πως οι απολύσεις οι οποίες αφορούν ένα µεγάλο αριθµό εργαζοµένων δηµιουργούν σοβαρά κοινωνικά προβλήµατα, καθώς η αύξηση των ανέργων προκαλεί αλυσιδωτές δυσµενείς επιπτώσεις σε όλους τους τοµείς της κοινωνικής και οικονοµικής ζωής. Για το λόγο αυτό ο κοινοτικός νοµοθέτης εισήγαγε µέσω της Κοινοτικής Οδηγίας 75/129 ΕΚ ορισµένα µέτρα µέσα από τα οποία επιδιώκεται ο περιορισµός των δυσµενών αυτών συνεπειών. Όπως ρητά αναφέρεται στο προοίµιο της Κοινοτικής Οδηγίας προκύπτει πως ο σκοπός των κοινοτικών διατάξεων είναι διπλός. Αφενός επιδιώκεται η «ενίσχυση της προστασίας των εργαζοµένων σε περίπτωση οµαδικών απολύσεων λαµβανοµένης υπόψη της ανάγκης ισόρροπης οικονοµικής και κοινωνικής ανάπτυξης εντός της Κοινότητας.» και αφετέρου δεδοµένου ότι «εξακολουθούν να υπάρχουν διαφορές µεταξύ των διατάξεων που ισχύουν στα Κράτη µέλη της Κοινότητος, όσον αφορά τους όρους και τη διαδικασία των οµαδικών απολύσεων, καθώς και τα µέτρα που είναι πρόσφορα για την άµβλυνση των συνεπειών εκ των απολύσεων αυτών για τους εργαζοµένους», οι οποίες «δύνανται να έχουν άµεση επίπτωση στη λειτουργία της κοινής αγοράς» επιχειρείται η εξάλειψή τους. Τρία είναι τα βασικά µέτρα τα οποία προβλέπει η Κοινοτική Οδηγίας προκειµένου να περιοριστούν οι επιπτώσεις από τις οµαδικές απολύσεις: α)υποχρέωση ενηµέρωσης και πληροφόρησης των εργαζοµένων για τις σχεδιαζόµενες οµαδικές απολύσεις (άρθρο 2 παρ.3 της Οδηγίας), β) υποχρέωση διαβούλευσης µε τους εκπροσώπους των εργαζοµένων (οι διαβουλεύσεις αφορούν τουλάχιστον τις δυνατότητες αποφυγής ή µειώσεως των οµαδικών απολύσεων καθώς και τις δυνατότητες αµβλύνσεως των εξ αυτών συνεπειών δια της προσφυγής σε συνοδευτικά κοινωνικά µέτρα µε σκοπό τη βοήθεια ή τον αναπροσανατολισµό των απολυόµενων εργαζοµένων-άρθρο 2 παρ.1 και 2 της Οδηγίας) και γ) υποχρέωση γνωστοποίησης των σχεδιαζόµενων απολύσεων στην αρµόδια διοικητική αρχή ώστε αυτή µέσα σε ορισµένη σύντοµη προθεσµία κατά την οποία αναστέλλεται η ενέργεια των απολύσεων, να επιδιώξει να εξεύρει λύσεις για τα προβλήµατα που προκύπτουν από τις οµάδικες απολύσεις. (άρθρο 3 της

οδηγίας). Η διοίκηση, κατά το κοινοτικό δίκαιο δεν έχει την εξουσία να εµποδίζει τις σχεδιαζόµενες απολύσεις. Η οδηγία δε θίγει την ελευθερία του εργοδότη αλλά θεσπίζει ένα ελάχιστο επίπεδο προστασίας των εργαζοµένων χωρίς να θίγει την ευχέρεια των κρατών µελών να εφαρµόζουν ή να εκδίδουν νοµοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις περισσότερο ευνοικές για τους εργαζοµένους. (άρθρο 5 της οδηγίας.) Το άρθρο 1 της οδηγίας καθορίζει το πεδίο εφαρµογής της. Ωστόσο, το πεδίο αυτό µεταβλήθηκε από την τροποποιητική οδηγία 92/56/ΕΚ. Έτσι ενώ στην αρχική οδηγία (75/129/ΕΚ) και συγκεκριµένα στο άρθρο 1 παρ.2δ αυτής οριζόταν πως «η παρούσα οδηγία δεν εφαρµόζεται επί των εργαζοµένων που θίγονται από τη διακοπή της δραστηριότητας της επιχείρησης, εφόσον αυτή επέρχεται κατόπιν δικαστικής αποφάσεως» η περίπτωση αυτή καταργήθηκε από την οδηγία 92/56/ΕΚ. Σύµφωνα µε τη νέα οδηγία ο εθνικός νοµοθέτης µπορεί να προβλέψει στην περίπτωση οµαδικών απολύσεων που προκαλούνται από τη διακοπή της δραστηριότητας της επιχείρησης κατόπιν δικαστικής απόφασης ότι ο εργοδότης υποχρεούται να κοινοποιήσει γραπτώς τις οµαδικές απολύσεις στη δηµόσια αρχή µόνο κατόπιν αιτήσεώς της (άρθρο 3 παρ. 1 εδ.β της κωδικοποιητικής Οδηγίας 98/59) και ότι δε θα εφαρµόζεται το άρθρο 4 της Οδηγίας σύµφωνα µε το οποίο οι οµαδικές απολύσεις το σχέδιο των οποίων έχει κοινοποιηθεί στην αρµόδια δηµόσια αρχή ισχύουν το νωρίτερο 30 ηµέρες από την κοινοποίηση που προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1. (άρθρο 4 παρ. 4 της κωδικοποιητικής Οδηγίας 98/59). ΙΙ. Ελληνικό ίκαιο Η κοινοτική Οδηγία 75/129 ενσωµατώθηκε στο ελληνικό δίκαιο µε το νόµο 1387/1983. Ο νόµος αυτός τροποποιήθηκε µεταγενέστερα για να προσαρµοστεί στις απαιτήσεις της κοινοτικής Οδηγίας 92/56 µε τους νόµους 2736/1999 και 2874/2000. Ο Έλληνας νοµοθέτης αφενός καθιερώνει τις υποχρεώσεις ενηµέρωσης, διαβούλευσης και πληροφόρησης της δηµόσιας αρχής σύµφωνα µε τις σχετικές προβλέψεις της Κοινοτικής Οδηγίας, αφετέρου όµως παρέχει στη δηµόσια αρχή την επιπλέον δυνατότητα να µπλοκάρει τις σχεδιαζόµενες οµαδικές απολύσεις µε σχετική απόφασή της. Παρατηρείται έτσι εδώ ένας διαφορετικός προσανατολισµός ανάµεσα

στην Κοινοτική Οδηγία και τον εθνικό νοµοθέτη. Ενώ για τον κοινοτικό νοµοθέτη η διοίκηση απλώς παρεµβαίνει στο στάδιο των διαβουλεύσεων για να βοηθήσει τα µέρη στην εξεύρεση από κοινού λύσεων στα προβλήµατα που δηµιουργούνται από τις σχεδιαζόµενες οµαδικές απολύσεις, ο Έλληνας νοµοθέτης, διατηρώντας την αρχή της απαγόρευσης των οµαδικών απολύσεων µε διοικητική απόφαση που υπήρχε στο προισχύσαν του ν.1387/1983 δίκαιο, τοποθετεί τη διοίκηση στο κέντρο της διαδικασίας των οµαδικών απολύσεων και της αποδίδει τον καθοριστικό ρόλο 6. Σύµφωνα µε το ν.1387/1983 (άρθρο 2 παρ. 2 εδ. γ) η διαδικασία των οµαδικών απολύσεων δεν εφαρµοζόταν σε κάθε περίπτωση διακοπής των εργασιών της επιχείρησης ή εκµεταλλεύσεως κατόπιν πρωτόδικης δικαστικής απόφασης. Την εξαίρεση αυτή όπως ήδη είδαµε προέβλεπε και η αρχική κοινοτική οδηγία 75/129. Ωστόσο η εξαίρεση αυτή καταργήθηκε από την κοινοτική οδηγία 92/56 µε αποτέλεσµα µε το άρθρο 16 του ν. 2736/1999 να καταργηθεί και η εξαίρεση του αρ. 2 παρ. 2 εδ γ. του ν.1387/1983. Περαιτέρω, µε το αρ. 5 παρ. 5 του ν.1387/1983 (το οποία προστέθηκε µε το άρθρο 15 παρ.1 του ν.2736/1999 και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 9 παρ.3 του ν. 2874/2000) ο Έλληνας νοµοθέτης εξαιρεί ρητά τις οµαδικές απολύσεις που γίνονται λόγω διακοπής των εργασιών της επιχείρησης ή εκµετάλλευσης κατόπιν δικαστικής απόφασης από την προβλεπόµενη στο άρθρο 5 διαδικασία έγκρισης των οµαδικών απολύσεων από τη ιοίκηση. Αντίθετα, δεν εξαιρούνται πλέον αυτές οι οµαδικές απολύσεις από τις υποχρεώσεις πληροφόρησης και διαβούλευσης µε τους εκπροσώπους των εργαζοµένων. ΙΙΙ. Ελληνική νοµολογία Όπως αναφέραµε ο Έλληνας νοµοθέτης πριν από την κατάργηση του άρθρου 2 παρ.2 περίπτ. γ του ν.1387/1983 από το άρθρο 2736/1999 εξαιρούσε από το σύνολο της διαδικασίας των οµαδικών απολύσεων αυτές που γίνονταν λόγω διακοπής των εργασιών της επιχείρησης ή εκµετάλλευσης κατόπιν πρωτόδικης δικαστικής απόφασης. Με το σκεπτικό πως στο ελληνικό δίκαιο δεν προβλέπεται περίπτωση κατά την οποία διακόπτεται η λειτουργίας µιας επιχείρησης ή εκµετάλλευσης από 6 Ζερδελής, Το δίκαιο της καταγγελίας της σύµβασης εξαρτηµένης εργασίας, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2 η έκδοση, 2002, σελ. 747, παρ. 1288

δικαστική απόφαση η νοµολογία σε µια σειρά αποφάσεών της 7 δέχτηκε πως η διάταξη του άρθρου 2 παρ.2 περιπτ. γ του ν.1387/1983 κατά το µέτρο που απαιτούσε την έκδοση δικαστικής απόφασης για τη διακοπή των εργασιών της επιχείρησης ή εκµεταλλευσης ήταν ανεφάρµοστη. Προχωρώντας δηλαδή σε µια προφανή περίπτωση contra legem ερµηνείας η ελληνική νοµολογία κατέληγε στο συµπέρασµα πως η διαδικασία των οµαδικών απολύσεων δεν είναι εφαρµοστέα σε κάθε περίπτωση διακοπής της λειτουργίας µιας επιχείρησης ή εκµετάλλευσης ανεξάρτητα από το κατά πόσο η διακοπή αυτή επερχέται ή όχι ως αποτέλεσµα δικαστικής απόφασης. Είναι βέβαια προφανές πως η νοµολογία αναγκάστηκε να προβεί στην ερµηνεία αυτή για να προστατέψει την συνταγµατικά κατοχυρωµένη ελευθερία του εργοδότη να κλείσει την επιχείρησή του, ενόψει και του δικαιώµατος του Υπουργού να µπλοκάρει τις οµαδικές απολύσεις. Η θεωρία εµφανίστηκε διχασµένη ως προς το συγκεκριµένο ζήτηµα. Μια µερίδα της 8 εµφανίστηκε σύµφωνη µε την άποψη της νοµολογίας κατακρίνοντας µάλιστα και τον Έλληνα νοµοθέτη για την χωρίς καµία επεξεργασία και προσαρµογή στην ελληνική νοµοθεσία εισαγωγή των ρυθµίσεων του κοινοτικού δικαίου στην ελληνική έννοµη τάξη, ενώ αντίθετα µια άλλη µερίδα της 9 εµφανίστηκε επικριτική τονίζοντας µεταξύ άλλων το γεγονός πως η αντίστοιχη διάταξη της οδηγίας δεν αναφερόταν γενικά σε κάθε διακοπή της δραστηριότητας µιας επιχείρησης αλλά µόνο σε αυτές που επέρχονται ως αποτέλεσµα δικαστικής απόφασης σε συνδυασµό µε το γεγονός πως, αντίθετα από ό,τι δεχόταν η νοµολογία, υπάρχουν περιπτώσεις στο ελληνικό δίκαιο όπου πράγµατι επέρχεται η διακοπή της δραστηριότητας της λειτουργίας µιας επιχείρησης λόγω δικαστικής απόφασης (πτώχευση, διάφορες περιπτώσεις αφερεγγυότητας του εργοδότη που οδηγούν σε ειδικές διαδικασίες εκκαθάρισης µε παρέµβαση της δικαστικής αρχής). Τέλος, όπως παρατηρειται το οριστικό κλείσιµο µιας επιχείρησης δε συνιστά λόγο να µην εφαρµοστεί η διαδικασία 7 ΕφΑιγ 97/1988, ΕΝ 1989,927, ΕφΠατρ 105/2005, ΕΕργ 64, 776, ΕφΑθ 7432/2003, ΕΝ 59, 525, ΕφΘεσ, 3604/1995, Αρµ, 50,215, ΕφΑθ 1592/1993, ΕΝ 1994,1219, ΕφΘεσ 2357/1989, ΕΝ 1990, 364, ΕφΘεσ13/1986, ΝοΒ 1986,880, ΕφΘεσ 17/1986, ΕΝ 1986,920. 8 Ληξουριώτης, ΕΕ, 2004, 385, Ληξουριώτης, Οµαδικές Απολύσεις και συµµετοχή των εργαζοµένων, 1989, σελ. 118, Λεβέντης ΕΝ 1998, 92, Ντάσιος Εργατικό ικονοµικό ίκαιο, Α/1, σελ, 524, Καρακατσάνης Γαρδίκας, Ατοµικό Εργατικό ίκαιο, σελ. 572επ. 9 Ζαχαρόπουλος, Η Οδηγία για τις οµαδικές απολύσεις και ο Έλληνας δικαστής, ΕΕ, 2006, 732, Κουκιάδης, Ατοµικές Εργασιακές Σχέσεις και κοινωνική πολιτική, σελ. 759, Γαβαλάς, Οι οµαδικές απολύσεις από την σκοπιά του κοινοτικού δικαίου, στο συλλογικό έργο: «Συγχωνεύσεις,- εξαγορέςαναδιαρθρώσεις επιχειρήσεων και οι επιπτώσεις τους στις εργασιακές σχέσεις», σελ. 77, Τραυλός Τζανετάτος, ΕΕργ 2002,129επ., ερµιτζάκη, ΕΕργ 2002,1354, Ληξουριώτης, ΕΕ, 2005, 615 (εγκαταλείποντας την αντίθετη άποψη του ιδίου)

των οµαδικών απολύσεων αφού και σε αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει η ανάγκη να αµβλυνθούν οι σχετικές επιπτώσεις, σύµφωνα εξάλλου ακριβώς και µε το σκοπό των κοινοτικών ρυθµίσεων. Ο λόγος που το συγκεκριµένο ζήτηµα αποκτά ξεχωριστή σηµασία είναι ασφαλώς το γεγονός πως στο ελληνικό δίκαιο η διοικητική αρχή έχει την εξουσία να µπλοκάρει τις οµαδικές απολύσεις θέτοντας το σχετικό βέτο. Είναι λοιπόν εξαιρετικά σηµαντικό να ξεκαθαριστεί το ποιες είναι οι περιπτώσεις εκείνες που υπάγονται στο πεδίο εφαρµογής του νόµου περί οµαδικών απολύσεων αφού µόνο σε αυτές τις περιπτώσεις θα µπορεί η δηµόσια αρχή να µπλοκάρει τις οµαδικές απολύσεις που αποφασίζει ο εργοδότης. ΙV. Ιστορικό της διαφοράς Η ανώνυµη εταιρία GOODYEAR, η οποία ιδρύθηκε κατόπιν εισαγωγής κεφαλαίων από την αλλοδαπή, διέθετε δύο χωριστούς κλάδους επιχειρηµατικής δραστηριότητας από τους οποίους ο ένας αφορούσε την παραγωγή προιόντων ελαστικών επισώτρων και αεροθαλάµων για αυτοκίνητα καθώς και υλικών επισκευής και αναγόµωσής τους και ο άλλος την εµπορία τους. Η παραγωγή των προιόντων γινόταν στο εργοστάσιο της εταιρίας στη Θεσσαλονίκη. Στις 19-7-1996 η γενική συνέλευση των µετόχων της εταιρίας αποφάσισε τη διακοπή της βιοµηχανικής της δραστηριότητας και την οριστική παύση της λειτουργίας του εργοστασίου στη Θεσσαλονίκη από 22-7-1996. Κατόπιν αυτού έγινε καταγγελία των συµβάσεων εργασίας του προσωπικού που απασχολούνταν στο βιοµηχανικό κλάδο περίπου 340 ατόµων από τον παραπάνω χρόνο χωρίς να τηρηθούν οι όροι και η διαδικασία των οµαδικών απολύσεων καθώς η εταιρία θεώρησε πως σύµφωνα µε την πάγια νοµολογία των ελληνικών δικαστηρίων η περίπτωση του κλεισίµατος του εργοστασίου της στη Θεσσαλονίκη δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρµογής του νόµου για τις οµαδικές απολύσεις. Ακολούθησαν αγωγές των εργαζοµένων στον κλάδο της εταιρίας του οποίου η λειτουργία διεκόπη οι οποίες συνεκδικάσθηκαν ενώπιον του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Αθηνών 10 και του Εφετείου Αθηνών 11. Το Εφετείο έκρινε πως οι ανωτέρω οµαδικές απολύσεις ως γενόµενες συνεπεία της οριστικής διακοπής της 10 ΜΠρΑθ 2623-2624/1997, 3898-3899/1997 11 ΕφΑθ 8495-8498/1999

αυτοτελούς εκµεταλλεύσεως µε τη βούληση του εργοδότη είναι έγκυρες παρά το γεγονός πως η διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησης έγινε χωρίς προηγούµενη δικαστική απόφαση. Σύµφωνα µε το Εφετείο: «η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 περίπτωση γ του Ν.1387/83 είναι ανεφάρµοστη κατά το µέρος που απαιτεί την έκδοση δικαστικής απόφασης για τη διακοπή των εργασιών της εκµετάλλευσης. Ο συλλογισµός του Εφετείου βασίζεται στο ότι στο ελληνικό δίκαιο δεν προβλέπεται ειδική διαδικασία δικαστικής διάλυσης ή διακοπής λειτουργίας της επιχείρησης αλλά η διακοπή της λειτουργίας µιας επιχείρησης ως απόρροια της συνταγµατικά κατοχυρωµένης επιχειρηµατικής και οικονοµικής ελευθερίας είναι οποτεδήποτε δυνατή χωρίς προηγούµενη δικαστική απόφαση» Κατά της τελευταίας αυτής απόφασης οι εργαζόµενοι άσκησαν αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου µε την οποία προβάλλεται αίτηση παραβιάσεως των διατάξεων του άρθρου 2 παραγρ. 2 στοιχ γ. του Ν. 1387/83 και του άρθρου 1 παραγρ. 2 εδάφιο δ της οδηγίας του Συµβουλίου 75/129/ΕΟΚ. Κατόπιν αυτού ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι η εξέταση της βασιµότητας των λόγων αναιρέσεως εξαρτάται από την ερµηνεία της προαναφερθείσας διατάξεως της Οδηγίας του Συµβουλίου 75/129 ΕΟΚ η οποία είχε µεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο µε το Ν. 1387/1983 όπως ίσχυε κατά το χρόνο που πραγµατοποιήθηκαν οι ένδικες καταγγελίες της συµβάσεως εργασίας των αναιρεσειόντων και κατά συνέπεια απηύθυνε στο ΕΚ το παρακάτω ερώτηµα 12 : «Με δεδοµένο ότι δεν προβλέπεται από το ελληνικό δίκαιο προηγούµενη δικαστική απόφαση για την οριστική διακοπή της επιχειρήσεως ή εκµεταλλεύσεως µε µόνη τη βούληση του εργοδότου, ερωτάται, αν κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 1 παρ. 2 εδαφ. δ της Οδηγίας του Συµβουλίου 75/129 ΕΟΚ οι διατάξεις της Οδηγίας αυτής εφαρµόζονται επί οµαδικών απολύσεων προκαλούµενων από την οριστική διακοπή της λειτουργίας µιας επιχειρήσεως ή εκµεταλλεύσεως, η οποία αποφασίστηκε οικειοθελώς από τον εργοδότη, χωρίς να προηγηθεί σχετική δικαστική απόφαση». V. Η απόφαση του ικαστηρίου Με την απόφασή του της 7 ης Σεπτεµβρίου 2006 το ικαστήριο έκρινε πως: 12 ΟλΑΠ 24-27/2005, ΕΕ 2005, 612

«Η Οδηγία 75/129/ΕΟΚ του Συµβουλίου, της 17 ης Φεβρουαρίου 1975, περί προσεγγίσεως των νοµοθεσιών των κρατών µελών που αφορούν τις οµαδικές απολύσεις, πρέπει να ερµηνευθεί υπό την έννοια ότι εφαρµόζεται σε περίπτωση οµαδικών απολύσεων λόγω οριστικής παύσεως της λειτουργίας επιχειρήσεως ή εκµεταλλεύσεως η οποία αποφασίζεται οικειοθελώς από τον εργοδότη, χωρίς προηγούµενη δικαστική απόφαση, ενώ η παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο δ, της εν λόγω οδηγίας δεν δικαιολογεί τη µη εφαρµογή αυτής» Το ικαστήριο για να καταλήξει στην ανωτέρω απόφαση του χρησιµοποίησε τρία βασικά επιχιερήµατα: Πρώτον, το ικαστήριο τόνισε (σκέψεις 26-33) πως η ερµηνεία σύµφωνα µε την οποία οι περιπτώσεις οριστικής παύσεως της λειτουργίας επιχείρησης ή εκµετάλλευσης εξαιρούνται από το πεδίο εφαρµογής της Οδηγίας για τις οµαδικές απολύσεις ανεξάρτητα από το κατά πόσο επέρχονται ως συνέπεια µιας δικαστικής απόφασης δε βρίσκει έρεισµα στο γράµµα της οδηγίας 75/129. Σύµφωνα µε το ΕΚ το γράµµα της οδηγίας και ειδικότερα του άρθρου 1 παρ. 1 στοιχείο α και 2 στοιχείο δ είναι σαφές και δεν επιτρέπει ουδεµία εύλογη αµφιβολία ως προς το πεδίο και τις προυποθέσεις εφαρµογής της εν λόγω οδηγίας. Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 στοιχείο α ως οµαδικές απολύσεις νοούνται εκείνες οι απολύσεις που πραγµατοποιούνται από έναν εργοδότη για ένα ή περισσότερους λόγους που δεν έχουν σχέση µε το πρόσωπο των εργαζοµένων.» Ο ορισµός αυτός είναι κατά το ΕΚ αρκούντως ακριβής και αναµφίλεκτος και ως εκ τούτου δεν χωρεί καµία αµφιβολία πως η απαρίθµηση στο άρθρο 1 παράγραφος 2 των τεσσάρων περιπτώσεων µη εφαρµογής της οδηγίας έχει περιοριστικό και εξαντλητικό χαρακτήρα, ενώ πρέπει επίσης να τονιστεί πως ως παρεκκλίσεις πρέπει να ερµηνεύονται συσταλτικώς. Κατόπιν αυτών η τέταρτη από τις παρεκκλισεις αυτές σύµφωνα µε την οποία η οδηγία δεν εφαρµόζεται στις απολύσεις λόγω διακοπής της δραστηριότητας επιχειρήσεως «εφόσον αυτή επέρχεται κατόπιν δικαστικής αποφάσεως» πρέπει να ερµηνευτεί υπό την έννοια πως η οδηγία δεν εφαρµόζεται µόνο όταν η διακοπή της δραστηριότητας της επιχειρήσεως επέρχεται κατόπιν δικαστικής αποφάσεως π.χ. περί πτώχευσης ή λύσεως επιχείρησης. Περαιτέρω το ικαστήριο τόνισε πως είναι άνευ σηµασίας το γεγονός πως οι διατάξεις του εθνικού δικαίου δεν προβλέπουν περίπτωση προηγούµενης έκδοσης

δικαστικής απόφασης στην περίπτωση οριστικής διακοπής της λειτουργίας επιχείρησης ή εκµετάλλευσης που αποφασίζεται οικειοθελώς από τον εργοδότη. εύτερον, το ικαστήριο τόνισε (σκέψεις 34-38) πως η ερµηνεία σύµφωνα µε την οποία οι περιπτώσεις οριστικής παύσεως της λειτουργίας επιχείρησης ή εκµετάλλευσης εξαιρούνται από το πεδίο εφαρµογής της Οδηγίας για τις οµαδικές απολύσεις ανεξάρτητα από το κατά πόσο επέρχονται ως συνέπεια µιας δικαστικής απόφασης δε βρίσκει έρεισµα ούτε στο σκοπό της οδηγίας 75/129. Σύµφωνα µε το ικαστήριο σκοπός της Οδηγίας είναι η ενίσχυση της προστασίας των εργαζοµένων σε περίπτωση οµαδικών απολύσεων. Το ικαστήριο υπογράµµισε πως η οδηγία αυτή εκδόθηκε βάσει των άρθρων 100 και 117 της Συνθήκης ΕΟΚ εκ των οποίων το δεύτερο αφορά την υποχρέωση των κρατών µελών να προαγάγουν τη βελτίωση των όρων διαβιώσεως και εργασίας του εργατικού δυναµικού κατά τρόπο που να επιτρέπει την εναρµόνιση τους µε στόχο την πρόοδο. Υπό το πρίσµα των επιδιωκόµενων σκοπών πρέπει να περιορίζονται όσο το δυνατόν οι περιπτώσεις µη εφαρµογής της επίµαχης οδηγίας σε οµαδικές απολύσεις, στόχος που το ικαστήριο επίσης επεδίωξε όταν σε προγενέστερη απόφαση του (C-449/93, Rockfon, Συλλογή 1995, σ. Ι-4291) έδωσε ιδιαίτερα ευρεία ερµηνεία στην έννοια της «επιχειρήσεως» που χρησιµοποιείται στην Οδηγία. Είναι πάντως αξιοµηνµόνευτο πως το ικαστήριο έσπευσε να τονίσει πως η οδηγία 75/129 δεν θίγει την ελευθερία του εργοδότη να προβεί ή µη σε οµαδικές απολύσεις και πως ότι ο µοναδικός της στόχος είναι οι απολύσεις αυτές να πραγµατοποιούνται κατόπιν διαβουλεύσεων µε τους εκπροσώπους των εργαζοµένων και ενηµερώσεως της αρµόδιας αρχής. Τρίτον, το ικαστήριο τόνισε (σκέψεις 39-42) πως η ανωτέρω ερµηνεία είναι σύµφωνη και µε την πάγια νοµολογία του ικαστηρίου. Το ικαστήριο αναφέρθηκε στη συνέχεια στην απόφασή του επί της υποθέσεως 215/83, Επιτροπή κατά Βελγίου, (Συλλογή 1985, σ.1039, σκέψεις 13 έως 19) όπου το ικαστήριο διαπίστωσε ακριβώς πως το Βέλγιο παραβίασε τις υποχρεώσεις του από τη Συνθήκη καθώς δεν εξασφάλισε την προβλεπόµενη από την Οδηγία προστασία σε όλες τις περιπτώσεις οµαδικών απολύσεων λόγω παύσεως της λειτουργίας επιχείρησης που δεν απορρέει από δικαστική απόφαση. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει το ικαστήριο: «από την έκδοση της αποφάσεως αυτής δεν θα έπρεπε να υφίσταται καµία αµφιβολία ως προς

την έννοια της εξαιρετικής διάταξης του άρθρου 1 παρ.2 στοιχείο δ. της οδηγίας 75/129.» Κλείνοντας, το ικαστήριο δεν παραλείπει (σκέψεις 44-45) να ρίξει τις βολές του και κατά των ελληνικών δικαστηρίων για τη µέχρι τη στιγµή εκείνη στάση τους αναφέροντας χαρακτηριστικά πως : «κατά παράβαση του σκοπού της Οδηγίας 75/129, η νοµολογία των ελληνικών δικαστηρίων εξαιρεί από την επιδιωκόµενη µε την εν λόγω οδηγία προστασία πολυάριθµες περιπτώσεις διακοπής των δραστηριοτήτων επιχειρήσεως, οι οποίες συνεπάγονται µαζικές απολύσεις εργαζοµένων και στις οποίες η ανάγκη προστασίας των εργαζοµένων είναι επιτακτική. Μια τέτοια προσέγγιση η οποία δεν συνάδει επίσης προς την απαίτηση οµοιόµορφης εφαρµογής της οδηγίας 75/129, καθιστά σε µεγάλο βαθµό την οδηγία αυτή άνευ αντικειµένου. VI Oι συνέπειες της απόφασης και η συνέχεια ενώπιον του ΕΚ α) Πρωτ απ όλα πρέπει να τονιστεί πως η ανωτέρω απόφαση εκδόθηκε µε βάση τον ελληνικό νόµο όπως αυτός ίσχυε κατά το χρόνο πραγµατοποίησης των επίδικων απολύσεων (προ δηλαδή της προσαρµογής της ελληνικής νοµοθεσίας στην νεότερη Οδηγία 92/56). Πλέον όπως ήδη αναφέραµε η γενική εξαίρεση από το πεδίο εφαρµογής της νοµοθεσίας για τις οµαδικές απολύσεις σε περίπτωση διακοπής της λειτουργίας της επιχείρησης λόγω δικαστικής απόφασης έχει καταργηθεί και εποµένως δεν υπάρχει προβληµατισµός για το κατά πόσο πρέπει ο εργοδότης σε κάθε περίπτωση οµαδικών απολύσεων να εκπληρώνει την υποχρέωση διαβούλευσης µε τους εργαζόµενους και πληροφόρησης τους. Τούτο επιβεβαίωσε προσφάτως και η νοµολογία του Αρείου Πάγου µε την υπ αριθµ. 1080/2006 απόφασή του 13. Κατόπιν αυτών η σηµασία της απόφασης περιορίζεται στις περιορισµένες περιπτώσεις οµαδικών απολύσεων οι οποίες είχαν λάβει χώρα µε βάση τον ελληνικό νόµο προ της προσαρµογής του στην Κοινοτική Οδηγία 92/56 και οι οποίες τυχόν εκκρεµούν ακόµη στα δικαστήρια. 13 ΕΕ, 2006, 676

β) Η θεωρητική συζήτηση είναι πολύ ενδιαφέρουσα βέβαια αλλά αποτελεί γεγονός το ότι η πρόσφατη απόφαση του ΕΚ θα φέρει σε πολύ δύσκολη θέση την εταιρεία η οποία είναι πιθανό να βρεθεί αντιµέτωπη µε την κήρυξη των επίδικων απολύσεων ως παρανόµων και άρα άκυρων και ως εκ τούτου θα κληθεί να καταβάλει τους σχετικούς µισθούς υπερηµερίας. Αποτελεί νοµίζουµε, ωστόσο η παρούσα επίδικη υπόθεση µια χαρακτηριστική περίπτωση κατά την οποία η δικαιολογηµένη εµπιστοσύνη της εταιρίας προς την πάγια νοµολογία των ελληνικών δικαστηρίων θα πρέπει να συνεκτιµηθεί από το Εφετείο κατά την εκδίκαση της υπόθεσης ώστε και µε βάση την αρχή της καλής πίστης οι µισθοί υπερηµερίας οι οποίοι θα επιδικασθούν να περιοριστούν σε εύλογο χρονικό διάστηµα. Σε κάθε πάντως περίπτωση υπάρχει ανοιχτή η δυνατότητα της εταιρίας να εγείρει αγωγή αποζηµίωσης κατά του Ελληνικού ηµοσίου για τη ζηµία που υπέστη εξαιτίας της παρανοµίας στην οποία προέβησαν τα ελληνικά δικαστήρια µην εφαρµόζοντας το κοινοτικό δίκαιο όπως θα όφειλαν, σύµφωνα και µε το πνεύµα της πρόσφατης νοµολογίας του ΕΚ στις υποθέσεις C-224/01 (Kobler) και C-173/03 (Traghetti del Mediterraneo). γ) Η ανωτέρω απόφαση του ΕΚ δεν κλήθηκε να αντιµετωπίσει ένα έτερο πολύ σηµαντικό ζήτηµα σε σχέση µε το δίκαιο των οµαδικών απολύσεων στη χώρα µας: τη συµβατότητα µε το κονοτικό δίκαιο της δυνατότητας της διοικητικής αρχής να µπλοκάρει τις οµαδικές απολύσεις παραβιάζοντας ουσιαστικά την επιχειρηµατική ελευθερία. Όπως είδαµε και ανωτέρω ο Ελληνας νοµοθέτης, σε αντίθεση µε την Κοινοτική Οδηγία παρέχει στην αρµόδια διοικητική αρχή τη δυνατότητα να µπλοκάρει τις οµαδικές απολύσεις, ή, το αυτό, θέτει τις οµαδικές απολύσεις υπό την έγκριση της αρµόδιας διοικητικής αρχής. Μπορεί να υποστηριχτεί η άποψη πως το µέτρο αυτό, όντας µέτρο ευνοϊκότερο προς τους εργαζοµένους καλύπτεται από τη δυνατότητα που το άρθρο 5 της Οδηγίας παρέχει στον εθνικό νοµοθέτη να προβλέπει ακριβώς τέτοια ευνοικότερα µέτρα. Τα πράγµατα όµως δεν είναι ακριβώς έτσι. Όταν η Κοινοτική Οδηγία παρέχει στον εθνικό νοµοθέτη τη δυνατότητα να προβλέπει ευνοικότερα µέτρα δεν του παρέχει και τη δυνατότητα να θεσπίζει διαφορετικά µέτρα, ήτοι µέτρα τα οποία έρχονται σε αντίθεση µε τη λογική και το σύστηµα της Οδηγίας. Όπως χαρακτηριστικά γράφεται «το δίκαιο των οµαδικών απολύσεων όπως διαµορφώνεται στην Οδηγία είναι

πρωτίστως δίκαιο διαδικασίας των απολύσεων. Και ο σκληρός πυρήνας της προβλεπόµενης διαδικασίας συνίσταται στα συµµετοχικά δικαιώµατα των εκπροσώπων των εργαζοµένων και όχι στο στάδιο της διοικητικής επέµβασης. Εποµένως τα κράτη µέλη δεν επιτρέπεται να αντιστρέψουν τις σαφείς επιλογές και προτεραιότητες του κοινοτικού νοµοθέτη προβλέποντας ως θεµελιακό στοιχείο της όλης διαδικασίας ξένα προς την Οδηγία στοιχεία, όπως την άδεια της δηµόσιας αρχής. εν µπορεί να γίνει δεκτό ότι µια διάταξη σαν αυτή του άρθρου 5 της Οδηγίας 98/59 ΕΚ παρέχει στα κράτη µέλη τη µια εν λευκώ εξουσιοδότηση να εισαγάγουν ή να διατηρήσουν σε ισχύ δικά τους µοντέλα ρύθµισης των σχετικών ζητηµάτων όταν τα µοντέλα αυτά διαπνέονται από µια φιλοσοφία κρατικού παρεµβατισµού ριζικά αντίθετη προς το σκοπό και τη φιλοσοφία της επίµαχης Οδηγίας που αναθέτει στους κοινωνικούς εταίρους την αναζήτηση λύσεων µέσα από διαβουλεύσεις.». 14, 15 Κατόπιν αυτών η σχετική ελληνική εθνική νοµοθεσία εµφανίζεται αντίθετη προς την Κοινοτική Οδηγία. Το θέµα αυτό σε κάθε περίπτωση ξεφεύγει από τα όρια της παρούσης, είναι όµως πολύ πιθανό να τεθεί πολύ σύντοµα µετά την εκδίκαση από το ΕΚ στις 26 Οκτωβρίου 2006 της υπόθεσης C- 270/05 (Αθηναική Χαρτοποιία) κατόπιν του προδικαστικού ερωτήµατος που απηύθυνε στο ικαστήριο ο Άρειος Πάγος µε την υπ αριθµ. ΟλΑΠ 36/2005 απόφασή του 16. 14 Ζαχαρόπουλος, ό.π. σελ. 742. 15 Με το ίδιο σκεπτικό παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η πρόσφατη νοµολογία του ΕΚ σε σχέση µε την ερµηνεία της Οδηγίας για την ευθύνη του παραγωγού για ελαττωµατικά προιόντα, βλ. απόφαση της 10.1.2006, C-402/03 (Skov), µη δηµοσιευθείσα ακόµη 16 ΕΕργ 2005, 1489