2. Το Κεφάλαιο αυτό αντικαθιστά το "Περί πειθαρχικών ποινών Π.Ν." Β.Διάταγμα του 1939, όπως αναφέρεται στις τελικές Διατάξεις του άρθρου 28 των Δ.Ν.



Σχετικά έγγραφα
Transcript:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17 ΠΕΡΙ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΩΝ ΠΟΙΝΩΝ Αρθρο : 1701. Σκοπός του Κεφαλαίου. 1. Στο Κεφάλαιο αυτό καθορίζονται οι πειθαρχικές και υπηρεσιακές παραβάσεις διά τις οποίες επιβάλλεται πειθαρχική ποινή στο στρατιωτικό προσωπικό του Π.Ν., σύμφωνα με την ισχύουσα πειθαρχική δικαιοδοσία και ρυθμίζεται επίσης ο τρόπος της επιβολής και της εκτίσεως των πειθαρχικών ποινών. 2. Το Κεφάλαιο αυτό αντικαθιστά το "Περί πειθαρχικών ποινών Π.Ν." Β.Διάταγμα του 1939, όπως αναφέρεται στις τελικές Διατάξεις του άρθρου 28 των Δ.Ν. Αρθρο : 1702. Γενικά περί των πειθαρχικών ποινών. 1. Με πειθαρχική ποινή τιμωρούνται οι πράξεις των στρατιωτικών του Π.Ν. που προσβάλλουν τη στρατιωτική πειθαρχία ή την υπηρεσιακή τάξη, ανεξαρτήτως αν οι ίδιες πράξεις, ως προβλεπόμενες από το Στρατιωτικό Ποινικό Κώδικα ή άλλους Ποινικούς Νόμους, είναι και ποινικά κολάσιμες, και υπάγονται στην αρμοδιότητα του Ναυτοδικείου ή άλλου αρμοδίου Δικαστηρίου. 2. Στην έννοια της λέξεως "πράξη" περιλαμβάνεται και η παράλειψη οφειλομένης ενεργείας. 3. Ο πειθαρχικός έλεγχος παραβάτου είναι ανεξάρτητος από τον ποινικό και δύναται να ασκηθεί πριν ή μετά από τον τελευταίο. Η ποινική καταδίκη δεν έχει ως απαραίτητη συνέπεια την επιβολή πειθαρχικής ποινής. Η αθώωση του κατηγορουμένου με βούλευμα Δικαστικού Συμβουλίου ή με απόφαση Δικαστηρίου καθώς και η παύση της ποινικής διώξεως δεν εμποδίζουν εξάλλου την ε- πιβολή πειθαρχικής ποινής, αρκεί αυτή να στηρίζεται σε πράξεις οι οποίες επισύρουν πειθαρχική δίωξη. 4. Η επιβολή πειθαρχικής ποινής έχει σκοπό να διατηρήσει έντονη και αδιάσπαστη την προσήλωση όλου του στρατιωτικού προσωπικού του Π.Ν. προς τις απορρέουσες από την πειθαρχία υποχρεώσεις του, διά της δικαίας τιμωρίας των παρεκτρεπομένων. Την τιμωρία πρέπει να καθοδηγεί κυρίως η προσπάθεια της ηθικής διαπαιδαγωγήσεως και της συμμορφώσεως προς την υψηλή αντίληψη του στρατιωτικού καθήκοντος, απηλαγμένη από κάθε πρόθεση ηθικής μειώσεως των τιμωρουμένων. 5. Η ποινή πρέπει να ακολουθεί το ταχύτερο την παράβαση. Κάθε Ναυτική Αρχή που έχει πειθαρχική δικαιοδοσία οφείλει να

αποφασίζει το συντομώτερο διά τις αναφερόμενες παραβάσεις και να γνωστοποιεί πάντοτε την επιβληθείσα ποινή ή τους λόγους διά τους οποίους δεν επιβλήθηκε ποινή προς τους ισοτίμους ή ανωτέρους που αιτούν την πειθαρχική τιμωρία εκείνων που υπέπεσαν σε παραπτώματα. 6. Οι πράξεις που τιμωρούνται με πειθαρχική ποινή αφορούν σε πειθαρχικές και υπηρεσιακές παραβάσεις σύμφωνα με την διάκριση που γίνεται στα επόμενα άρθρα ΔΝ 1703 και 1704 αντιστοίχως. 7. Τα ως το Κεφάλαιο τούτο καθοριζόμενα περί πειθαρχικών ποινών ισχύουν και διά το γυναικείο στρατιωτικό προσωπικό, εκτός εάν άλλως στα κατωτέρω άρθρα ειδικώς ορίζεται. Αρθρο : 1703. Πειθαρχικές παραβάσεις. 1. Πειθαρχική παράβαση θεωρείται κάθε πράξη αντιβαίνουσα προς τις υποχρεώσεις της στρατιωτικής πειθαρχίας που καθορίζονται στους Νόμους, στις παρούσες Διατάξεις Π.Ν., στις Υ- πουργικές αποφάσεις και στους στρατιωτικούς κανονισμούς. Τέτοιες υποχρεώσεις θεωρούνται κυρίως : α. Η υποταγή και ο σεβασμός κάθε κατωτέρου προς τους ανωτέρους του. β. Ο υποδειγματικός, από κάθε ανώτερο, σεβασμός των θεσμών και των νόμων της Πολιτείας, η προαγωγή του δημοσίου συμφέροντος, η διατήρηση της ευψυχίας και του υψηλού φρονήματος και η άσκηση των καθηκόντων του με αμεροληψία, δικαιοσύνη, ήθος και εργατικότητα. γ. Η πιστή εκτέλεση του καθήκοντος. δ. Η ευπρεπής διαγωγή και συμπεριφορά κάθε στρατιωτικού εντός και εκτός υπηρεσίας. 2. Κάθε πράξη στρατιωτικού που αντιβαίνει στις ανωτέρω υ- ποχρεώσεις ή γενικώτερα στην έννοια της στρατιωτικής πειθαρχίας και τάξεως, αποτελεί παράβαση που τιμωρείται με πειθαρχική ποινή. 3. Κατά τα ανωτέρω, ως πειθαρχικές παραβάσεις θεωρούνται ενδεικτικά : α. Οι πράξεις οι αντιτιθέμενες στις περί πειθαρχίας και τάξεως υποχρεώσεις, οι οποίες καθορίζονται στις παρούσες Διατάξεις Π.Ν. β. Η απείθεια, απροθυμία ή αδιαφορία διά την εκτέλεση

διαταγής. γ. Η μή απονομή του οφειλομένου κατά τους κειμένους κανονισμούς στρατιωτικού χαιρετισμού, ως και η μη τήρηση των εξωτερικών ενδείξεων σεβασμού προς το Εθνικό Σύμβολο και προς τους ανωτέρους. δ. Η άσκηση κριτικής επί διαταγών ή υπηρεσιακών ενεργειών. ε. Η εκ μέρους ανωτέρου άδικη επιβολή ποινής, η κατάχρηση εξουσίας, η υβριστική συμπεριφορά προς κατώτερο, όπως και κάθε πράξη που είναι δυνατό να μειώσει το κύρος και την εξουσία του. στ. Η χωρίς την έγκριση του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης, έκφραση γνώμης δι' υπηρεσιακά θέματα διά του τύπου ή άλλων μέσων. η. Η παράβαση των γενικών υποχρεώσεων του στρατιωτικού προσωπικού, που επιβάλλονται από τις κείμενες Διατάξεις. θ. Οι αδικαιολόγητες απουσίες, εάν δεν απαρτίζουν ποινικό αδίκημα κατά τις διατάξεις του Σ.Π.Κ. ι. Η χαρτοπαιξία "επί χρήμασι", η λόγω μέθης παρεκτροπή, η τάση για ανειλικρίνεια και γενικά κάθε πράξη αντίθετη στην εντιμότητα, την ευθύτητα, την αξιοπρέπεια και τα χρηστά ήθη. ια. Η αναξιοπρεπής εξωτερική εμφάνιση και αντικανονικότης της στολής. ιβ. Η υπέρβαση της ιεραρχίας και η χρησιμοποίηση πλαγίων μέσων. 4. Διά τον καθορισμό της ποινής εκτιμάται από τον επιβάλλοντα η βαρύτης της πειθαρχικής παραβάσεως αναλόγως : α. Tου κλονισμού ο οποίος προήλθε ή μπορούσε να προέλθει από την παράβαση στην πειθαρχία και την τάξη επί του Π. Πλοίου ή της Ν.Υπηρεσίας. β. Των υποκειμενικών συνθηκών εκείνου που υπέπεσε στην παράβαση, όπως της εν γένει διαγωγής του, της ηλικίας του, της νοημοσύνης του, του χαρακτήρος του και της ροπής αυτού προς συστηματική επανάληψη των ιδίων ή παρομοίων παραβάσεων. γ. Της σοβαρότητος των περιστάσεων κάτω από τις οποίες τελεί το Πλοίο ή Ναυτική Υπηρεσία κατά τον χρόνο που λαμ-

βάνουν χώρα οι παραβάσεις, ήτοι αν πρόκειται δια περιστάσεις πολέμου ή ασκήσεων ή χειρισμών ή κινδύνου γενικά. 5. Η υποτροπή στην τέλεση μιας ήδη τιμωρηθείσης παραβάσεως θεωρείται ως ιδιαίτερα επιβαρυντική περίσταση. Αρθρο : 1704. Υπηρεσιακές παραβάσεις. 1. Υπηρεσιακή παράβαση θεωρείται κάθε πράξη αντιβαίνουσα προς τα υπηρεσιακά καθήκοντα κάθε υπηρετούντος στο Π.Ν. στρατιωτικού, τα οποία απορρέουν από τη θέση που κατέχει ή την α- νατεθείσα αποστολή ή υπηρεσία, όπως αυτά τα καθήκοντα καθορίζονται στις παρούσες Διατάξεις Π.Ν., στους Οργανισμούς, Κανονισμούς Οργανώσεως και Λειτουργίας, βιβλία οργανώσεως Πολεμικών Πλοίων, ειδικούς Κανονισμούς, Νόμους, Διατάγματα, Υπουργικές Αποφάσεις, ως και στις Διαταγές του ΓΕΝ και των προϊσταμένων των λοιπών κλιμακίων Διοικήσεως του Π.Ν. 2. Ως υπηρεσιακή παράβαση, επίσης, θεωρείται η μη ακριβής συμμόρφωση κάθε υπηρετούντος στρατιωτικού προς τις υποχρεώσεις ασφαλείας, συντηρήσεως, χρήσεως ή διαχειρίσεως του υλικού, οι οποίες απορρέουν από τα ισχύοντα στο Π.Ν. βιβλία, ο- δηγίες ή τεχνικά εγχειρίδια. 3. Κάθε πράξη που αντιβαίνει προς τα ανωτέρω υπηρεσιακά καθήκοντα κάθε στρατιωτικού, συνιστά υπηρεσιακή παράβαση η ο- ποία τιμωρείται με πειθαρχική ποινή. 4. Διά τον καθορισμό της προς επιβολή ποινής, εκτιμάται από τον επιβάλλοντα η βαρύτης της υπηρεσιακής παραβάσεως αναλόγως : α. Της σοβαρότητας των καθηκόντων τα οποία έχουν ανατεθεί στον παραβάτη. β. Της ζημίας η οποία προήλθε ή ήταν δυνατό να προέλθει στην Υπηρεσία ή τη Δημοσία περιουσία από την παράβαση. γ. Των υποκειμενικών συνθηκών και περιστάσεων οι οποίες καθορίζονται στις παραγράφους 4 και 5 του αμέσως προηγούμενου άρθρου ΔΝ 1703 και οι οποίες εκτιμώνται αναλόγως και διά τις υπηρεσιακές παραβάσεις. Αρθρο : 1706. Ποινές. 1. Οι πειθαρχικές ποινές που επιβάλλονται στο στρατιωτικό προσωπικό του Π.Ν., διακρίνονται σε συνήθεις πειθαρχικές ποινές και καταστατικές πειθαρχικές ποινές.

2. Οι συνήθεις πειθαρχικές ποινές συνιστούν ηθική κύρωση ή περιορισμό της ελευθερίας του παραβάτου, επιβάλλονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου των Διατάξεων Π.Ν. και είναι οι ακόλουθες : α. Διά τους Αξιωματικούς : (1) Επίπληξη. (2) Περιορισμός από μία έως 60 ημέρες. (3) Φυλάκιση από μία έως 60 ημέρες. β. Διά τους Ανθυπασπιστές και Υπαξιωματικούς : (1) Επίπληξη. (2) Περιορισμός από μία έως 60 ημέρες. (3) Φυλάκιση από μία έως 60 ημέρες. γ. Διά τους Διόπους και Ναύτες : (1) Επίπληξη. (2) Στέρηση αδείας εξόδου μέχρις δύο εξόδων. (Πλην του γυναικείου προσωπικού) (3) Περιορισμός από μία μέχρι 60 ημέρες. (4) Φυλάκιση από μία μέχρι 60 ημέρες. 3. Οι καταστατικές πειθαρχικές ποινές είναι οι επιβαλλόμενες διά πειθαρχικά παραπτώματα που προβλέπονται από τους οικείους Νόμους περί καταστάσεως του προσωπικού και συγκεκριμένα : α. Διά τους Αξιωματικούς, οι ποινές της προσκαίρου παύσεως, της προσωρινής απολύσεως, της αποτάξεως και της αποβολής, οι οποίες επιβάλλονται σύμφωνα με τους όρους και διά τους λόγους που ορίζονται στον ισχύοντα νόμο "Περί καταστάσεως Αξιωματικών". β. Διά τους Ανθυπασπιστές και μονίμους ή εθελοντές Υ- παξιωματικούς, η ποινή της αποτάξεως η οποία επιβάλλεται σύμφωνα με τους όρους και διά τους λόγους που ορίζονται στους ισχύοντες νόμους, "Περί καταστάσεως Ανθυπασπιστών και μονίμων και εθελοντών Υπαξιωματικών και οπλιτών". γ. Διά τους εθελοντές Διόπους, η ποινή της μεταφοράς

εθελοντού στην τάξη του στρατευμένου θητείας, η οποία επιβάλλεται σύμφωνα με τους όρους και διά τους λόγους που ορίζονται στον ισχύοντα νόμο περί Διόπων και Ναυτών. 4. Οι ποινές οι επιβαλλόμενες στους μαθητές της Σχολής Ναυτικών δοκίμων και στους μαθητές της Σχολής Μονίμων Υπαξιωματικών κατά την διάρκεια της όλης μαθητείας τους και η εν γένει πειθαρχική δικαιοδοσία που διέπει τις ως άνω σχολές καθορίζονται στους ισχύοντες οικείους οργανισμούς αυτών. Αρθρο : 1707. Πειθαρχική αρμοδιότης. Σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, στην Ναυτική πειθαρχική αρμοδιότητα υπόκεινται όλοι οι ανήκοντες στο Πολεμικό Ναυτικό Αξιωματικοί, Ανθυπασπιστές, Υπαξιωματικοί και Ναύτες, σε οποιαδήποτε κατάσταση και αν διατελούν, καθώς και οι στρατιωτικοί εν γένει, οι υπηρετούντες ή αποσπασμένοι σε κάθε κλιμάκιο Διοικήσεως του Π.Ν. Αρθρο : 1708. Πειθαρχική δικαιοδοσία. 1. Πειθαρχική δικαιοδοσία είναι το δικαίωμα που παρέχεται από τους Νόμους στον Υπουργό Εθνικής Αμύνης και στους ασκούντες Διοίκηση βαθμοφόρους του Π.Ν. να επιβάλλουν πειθαρχικές ποινές στους παραβάτες υφισταμένους που τελούν υπό τις διαταγές τους, ως και στους κατωτέρους τους,σύμφωνα με τα καθοριζόμενα στους οικείους περί καταστάσεως του στρατιωτικού προσωπικού νόμους και στις παρούσες διατάξεις. 2. Η πειθαρχική δικαιοδοσία δια τις μη καταστατικές ποινές στο Πολεμικό Ναυτικό, ρυθμίζεται κατά την αντιστοιχία που ορίζεται στον ακόλουθο πίνακα :

Αρθρο : 1709. Aσκηση της πειθαρχικής δικαιοδοσίας. 1. Ο Υπουργός Εθνικής Αμύνης ασκεί σύμφωνα με τον νόμον "περί Υπουργείου Εθνικής Αμύνης και των οργάνων της Ανωτάτης Διοικήσεως των Ενόπλων Δυνάμεων", τη γενική εποπτεία κατά την εφαρμογή της πειθαρχικής δικαιοδοσίας και ελέγχει την επιβολήν των ποινών που επιβάλλονται από τις Ναυτικές Αρχές. 2. Ο Υπουργός Εθνικής Αμύνης έχει το δικαίωμα να αυξήσει,να μειώσει, να τροποποιήσει ή και να άρει πειθαρχική ποινή, μετά από εξέταση υποβολής παραπόνων, η οποία σε πρώτο βαθμό έχει κριθεί από τον Α/ΓΕΝ, όπως καθορίζεται στο Κεφάλαιο 18 περί υ- ποβολής παραπόνων. 3. Οι επιβάλλοντες πειθαρχικές ποινές έχουν το δικαίωμα να τροποποιούν επί το επιεικέστερο τις ποινές που επιβλήθηκαν από αυτούς τους ίδιους, υποχρεώνονται δε να αναφέρουν στους αμέσως προϊσταμένους τους τους λόγους που προκάλεσαν το μέτρο της ε- πιεικείας τους, στην περίπτωση που οι τιμωρηθέντες είναι Αξιωματικοί. 4. Οι Αρχηγοί ή Διοικητές, λαμβάνοντες επιβληθείσες πειθαρχικές ποινές υποβαλλόμενες από προϊσταμένους υφισταμένων τους κλιμακίων Διοικήσεως, έχουν το δικαίωμα να επαυξάνουν αυτές ή κατόπιν κρίσεως σχετικής αναφοράς παραπόνων κατά τα οριζόμενα στο άρθρο ΔΝ 1802, να επαυξάνουν, μειώνουν, τροποποιούν ή και άρουν τις εν λόγω πειθαρχικές ποινές. 5. Οι Αξιωματικοί που κατά τον νόμον και τις παρούσες Διατάξεις Π.Ν. αναπληρώνουν ένα Αρχηγό, Διοικητή, Κυβερνήτη, Διοικητή ή Διευθυντή Ν. Υπηρεσίας, εφόσον δεν είναι ομοιόβαθμοι αντιστοίχως των ανωτέρω, έχουν την πειθαρχική δικαιοδοσία που προβλέπεται δια τον δικό τους βαθμό. 6. Κάθε Διοικητής, Κυβερνήτης, Διοικητής ή Διευθυντής Ν. Υ- πηρεσίας ο οποίος κρίνει ότι η πειθαρχική του δικαιοδοσία είναι ανεπαρκής δια την τιμωρία ενός ιδιαίτερα σοβαρού παραπτώματος, δύναται να ζητήσει από τον ιεραρχικά προϊστάμενό του την επιβολή ποινής μεγαλυτέρας της δικής του δικαιοδοσίας. 7. Η πειθαρχική δικαιοδοσία του αρχαιότερου Διοικητού ή του αρχαιότερου Κυβερνήτου επεκτείνεται και στο προσωπικό που ευρίσκεται προσωρινά υπό τις διαταγές τους. 8. Ο Κυβερνήτης Πλοίου ή ο Διοικητής ή Διευθυντής Υπηρεσίας επιβάλλει αυτοπροσώπως τις ποινές που αφορούν τους Αξιωματικούς και Ανθυπασπιστές του Πλοίου ή της Υπηρεσίας και τους προς αυτούς αξομοιούμενους, συμπεριλαμβανομένων και των επιβατών προκειμένου περί πλοίων. Δύναται, μέσα στα όρια που προ-

βλέπουν οι παρούσες Διατάξεις,να μεταβιβάζει μέρος της πειθαρχικής του δικαιοδοσίας στον Υπαρχο του Πλοίου ή τον Υποδιοικητή,Υποδιευθυντή της Υπηρεσίας επί του προσωπικού, βαθμού κατωτωτέρου του Ανθυπασπιστού, οφείλει όμως να τηρεί πλήρη έλεγχο επί της επιβολής των ποινών. 9. Ουδείς δύναται να τιμωρηθεί από άλλη αρχή πλήν εκείνης από την οποία εξαρτάται και η οποία έχει πειθαρχική επ' αυτού δικαιοδοσία. 10. Απαραίτητη προϋπόθεση για την επιβολή πειθαρχικής ποινής αποτελεί η λήψη της προηγουμένης απολογίας του παραβάτου. Η διαδικασία λήψεως της απολογίας καθορίζεται στο άρθρο ΔΝ 1716. 11. Δια το αυτό παράπτωμα δεν είναι δυνατόν να επιβληθούν στον παραβάτη ταυτόχρονα ή διαδοχικά περισσότερες από μία ποινες. 12. Σε ουδεμία περίπτωση ατομικό παράπτωμα δύναται να γίνει αιτία δι' επιβολή ομαδικής ποινής. Ακόμη και σε ομαδικά παραπτώματα η ποινή επιβάλλεται με την αναγραφή του ονόματος κάθε παραβάτου. 13. Στους Επικούρους Σημαιοφόρους και στους Εφεδρους Αξιωματικούς επιβάλλονται οι πειθαρχικές ποινές του άρθρου ΔΝ 1706 που προβλέπονται δια τους Αξιωματικούς. Αρθρο : 1710. Εφαρμογή της πειθαρχικής δικαιοδοσίας δια παραβάσεις στα Π. Πλοία και στις Ν. Υπηρεσίας. 1. Κάθε Αξιωματικός, Ανθυπασπιστής ή Υπαξιωματικός, όταν αντιληφθεί παράβαση κατωτέρου του σε Πλοίο ή Ν. Υπηρεσία,οφείλει να πράξει κατά τις Διατάξεις του παρόντος άρθρου. 2. Κυβερνήτης Π. Πλοίου ή προϊστάμενος Ν. Υπηρεσίας, όταν διαπιστώνει αυτοπροσώπως παράβαση που γίνεται από Αξιωματικό, Ανθυπασπιστή, Υπαξιωματικό, Δίοπο ή Ναύτη που τελούν υπό τις διαταγές του, ασκεί επ' αυτών απευθείας την πειθαρχική του δικαιοδοσία. Κατά την άσκηση του πειθαρχικού ελέγχου σε Αξιωματικούς ή Ανθυπασπιστές, εφαρμόζει τα καθοριζόμενα στο άρθρο 1716 περί εγγράφου απολογίας, εκτός εάν κρίνει ότι οι παραβάσεις εγκυμονούν κινδύνους διαπράξεως νέων αδικημάτων, οπότε κατ' εξαίρεση καλεί τους παραβάτες σε προφορική απολογία. Πάντοτε όμως ο Κυβερνήτης ή ο προϊστάμενος εφαρμόζει τα καθοριζόμενα περί εγγράφου απολογίας στις περιπτώσεις παραβάσεων Α- ξιωματικών και Ανθυπασπιστών που διαπιστώθηκαν και αναφέρθηκαν από άλλους ή εκείνων που προκύπτουν από την διενέργεια Ενόρκου Διοικητικής Εξετάσεως (ΕΔΕ) ή ανακριτικής διαδικασίας.

3. Ο Κυβερνήτης Π. Πλοίου ή προιστάμενος Ν. Υπηρεσίας, διαπιστώνοντας από ιδία αντίληψη ή από αναφορά υφισταμένου του ό- τι Αξιωματικός, Ανθυπασπιστής, Υπαξιωματικός, Δίοπος ή Ναύτης μη διατελών υπό τις διαταγές του υπέπεσε σε πειθαρχική παράβαση, απευθύνεται εγγράφως είτε προς την προισταμένη του αρχή είτε απευθείας προς την υπηρεσία στην οποία ανήκει ο παραβάτης, εκθέτει ακριβώς τις συνθήκες υπό τις οποίες έγινε η παράβαση και αιτεί την πειθαρχική του τιμωρία. 4. Ο Υπαρχος, Υποδιοικητής/Υποδιευθυντής ο οποίος διαπιστώνει παράβαση κατωτέρου του, αναφέρει προφορικώς ή εγγράφως κάθε ανήκοντα στην Υπηρεσία του Αξιωματικό ή Ανθυπασπιστή στον Κυβερνήτη ή προϊστάμενο της Υπηρεσίας, δια κάθε δε Υπαξιωματικό, Δίοπο ή Ναύτη διατάσσει ή ενεργεί την εγγραφή του στο οικείο ποινολόγιο. Εφόσον ο παραβάτης δεν ανήκει στην Υπηρεσία του, ο Υπαρχος ή Υποδιοικητής/Υποδιευθυντής αναφέρεται στον Κυβερνήτη ή προιστάμενό του, ο οποίος ενεργεί εν συνεχεία σύμφωνα με τα καθοριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο 3. 5. Κάθε Αξιωματικός, ο οποίος διαπιστώνει παράβαση κατωτέρου του,αναφέρει εγγράφως ή προφορικώς κάθε κατώτερό του Αξιωματικό ή Ανθυπασπιστή της Υπηρεσίας στην οποία ανήκει στον Υ- παρχο ή Υποδιοικητή/Υποδιευθυντή, ο οποίος υποχρεώνεται να α- ναφερθεί στον Κυβερνήτη ή προϊστάμενο. Σε περίπτωση απουσίας του Υπάρχου, ο αναφέρων Αξιωματικός δύναται να αναφερθεί απευθείας στον Κυβερνήτη. Κάθε Αξιωματικός ανώτερος ή αρχαιότερος του εκάστοτε Α- ξιωματικού φυλακής διατάσει την εγγραφή στο οικείο ποινολόγιο κάθε πταίσαντος Υπαξιωματικού, Διόπου ή Ναύτη, αναφέρεται δε προς τούτο στον Αξιωματικό Φυλακής,εφόσον αυτός είναι ανώτερος ή αρχαιότερος του. Δια κάθε Αξιωματικό, Ανθυπασπιστή, Υπαξιωματικό, Δίοπο ή Ναύτη που δεν ανήκει στην υπηρεσία του απευθύνεται ο αναφέρων ιεραρχικά στον Κυβερνήτη του. 6. Ο Αξιωματικός Φυλακής διατάσσει ή ενεργεί την εγγραφή στο οικείο ποινολόγιο κάθε Υπαξιωματικού, Διόπου ή Ναύτη δια τον οποίο διαπίστωσε είτε από ιδία αντίληψη είτε κατόπιν προφορικής αναφοράς Αξιωματικού, Ανθυπασπιστού ή Υπαξιωματικού ότι υπέπεσε σε πειθαρχική παράβαση. 7. Ο Οπλονόμος εγγράφει στο οικείο ποινολόγιο κάθε νεώτερό του Υπαξιωματικό και κάθε Δίοπο ή Ναύτη. 8. Κάθε Ανθυπασπιστής,Υπαξιωματικός ή Δίοπος αναφέρει πταίσαντα κατώτερό του στον Αξιωματικό Φυλακής, εν ανάγκη δε στον Οπλονόμο. 9. Ολες οι εγγραφές παραβατών στα οικεία ποινολόγια κρίνονται και ποινολογούνται από τον Υπαρχο ή Υποδιοικητη/Υπο-

διευθυντή, μετά από την απολογία των παραβατών κατά την προς τούτο λαμβάνουσα χώρα κλήση αυτών, στην αναφορά Υπάρχου/Υποδιοικητού. Αρθρο : 1711. Εφαρμογή της πειθαρχικής δικαιοδοσίας δια παραβάσεις εκτός Π.Πλοίων και Ν.Υπηρεσίων 1. Κάθε βαθμοφόρος του Π.Ν. αντιλαμβανόμενος οποιασδήποτε φύσεως παράβαση λαμβάνουσα χώρα εκτός Ν.Υπηρεσίας ή Π.Πλοίου από κατώτερό του οποιασδήποτε καταστάσεως ή υπηρεσίας, οφείλει να αναφέρει ιεραρχικά την παράβαση στον Κυβερνήτη του ή προϊστάμενό του. Ο Κυβερνήτης ή προϊστάμενος του αναφέροντος, εφόσον κρίνει ότι η παράβαση πρέπει να τιμωρηθεί, δια μεν τους υπό τις διαταγές του υπηρετούντες ασκεί την πειθαρχική του δικαιοδοσία, όπως καθορίζεται στο προηγούμενο άρθρο ΔΝ 1710, λαμβάνων ιδιαίτερα υπόψη και τα καθοριζόμενα περί απολογίας στο αυτό άρθρο, δια δε τους ανήκοντες σε άλλη Υπηρεσία αναφέρεται εγγράφως, είτε στην προϊσταμένη του αρχή είτε απ' ευθείας προς στην Υπηρεσία στην οποία ανήκουν οι παραβάτες, εκθέτει ακριβώς τις συνθήκες υπό τις οποίες συνέβησαν οι παραβάσεις και αιτεί την πειθαρχική τιμωρία των παραβατών. 2. Κάθε βαθμοφόρος του Π.Ν., αντιλαμβανόμενος παρεκτροπή ή διατάραξη της τάξεως ή κοινής ησυχίας από κατώτερό του οποιασδήποτε καταστάσεως ή Υπηρεσίας, οφείλει να χρησιμοποιήσει την επιρροή του και την από τον βαθμό του απορρέουσα εξουσία δια να επαναφέρει τον παρεκτρεπόμενο στην τάξη και την κοσμιότητα με παρατηρήσεις και συστάσεις, αποφεύγοντας κάθε θορυβώδη ε- πέμβαση, ιδιαίτερα εάν ο παρεκτρεπόμενος διατελεί "εν μέθη". Ανώτερος δύναται σε κάθε περίπτωση να διατάξει τον παρεκτρεπόμενο κατώτερό του να απομακρυνθεί αμέσως από τον τόπο της παρεκτροπής, έχει δε το δικαίωμα, εάν πρόκειται δια σοβαρή παρεκροπή, να τον διατάξει να μεταβεί αμέσως στην οικία του ή να παρουσιασθεί στην Υπηρεσία του, ή την πλησιέστερη Ναυτική Αρχή. Αν ο παρεκτρεπόμενος δεν συμμορφώνεται προς τις διαταγές του ανωτέρου του ή αν η βαρύτης της παρεκτροπής το επιβάλλει, ο ανώτερος οφείλει να μεριμνήσει για την σύλληψη του παρεκτρεπομένου και την προσαγωγή του στην πλησιέστερη Ν. Αρχή διά προσώπων της Ν.Υπηρεσίας ή,σε τελευταία ανάγκη,δι'οργάνων της Δημοσίας Τάξεως, φροντίζοντας συγχρόνως όπως ο παρεκτρεπόμενος μη εκτεθεί σε αξιόποινη πράξη, αν διατελεί "εν μέθη" ή σε πλήρη σύγχυση. 3. Εαν ο κατά την ανωτέρω παράγραφο 2 παρεκτρεπόμενος κατώτερος έχει να εκτελέσει ωρισμένη διαταγή, οφείλει να δηλώσει τούτο στον ανώτερο,ο οποίος σε αυτή την περίπτωση λαμβάνει υπ' όψη του την κατάσταση στην οποία ευρίσκεται ο κατώτερος και την ανάγκη εκτελέσεως της διαταγής και ενεργεί και αποφασίζει

κατά το συμφέρον της Υπηρεσίας. 4. Πριν από κάθε επέμβαση κατά τις ανωτέρω παραγράφους αυτού του άρθρου, εάν ο βαθμοφόρος του Π.Ν. φέρει πολιτική περιβολή, πρέπει να γνωστοποιήσει την ιδιότητά του στους παρεκτρεπομένους και να επιδείξη σε αυτούς το δελτίο ταυτότητος ή το οικείο πιστοποιητικό. Αρθρο : 1713. Τρόπος επιβολής των ποινών. 1. Οι αναφερόμενες στην παράγραφο 3 του άρθρου ΔΝ 1706 του παρόντος καταστατικές ποινές, επιβάλλονται είτε με Προεδρικά Διατάγματα προκαλούμενα από τον Υπουργό Εθνικής Αμύνης, είτε με αποφάσεις του Υπουργού Εθνικής Αμύνης, είτε με αποφάσεις της Διοικήσεως μετά προηγουμένη, όπου προβλέπεται, γνωμοδότηση ανακριτικού ή πειθαρχικού συμβουλίου, σύμφωνα με τα λεπτομερώς διά κάθε μια από τις ποινές καθοριζόμενα στους οικείους νόμους "περί καταστάσεως Αξιωματικών" και "περί καταστάσεως Ανθυπασπιστών-Υπαξιωματικών και Οπλιτών" αντιστοίχως. 2. Οι συνήθεις πειθαρχικές ποινές της παραγράφου 2 του άρθρου ΔΝ 1706 του παρόντος επιβάλλονται όπως καθορίζεται στις ακόλουθες παραγράφους από 3 έως και 6. 3. Επιβολή της ποινής της επιπλήξεως : α. Η επίπληξη επιβάλλεται δι' ελαφρές γενικώς παραβάσεις, αποτελεί προειδοποίηση διά σωφρονισμό και δύναται να είναι προφορική ή έγγραφη. β. Η προφορική επίπληξη, ηπιώτερη της έγγραφης, ασκείται, μετά τις εξηγήσεις του παραβάτου, με απλές παρατηρήσεις, οι οποίες πρέπει να είναι σοβαρές και επιτιμητικές, σύντομες αλλά και ευπρεπείς, χωρίς υβριστικό ή σκωπτικό χαρακτήρα. Σε υπηρεσιακό χώρο η προφορική επίπληξη επιβάλλεται αυτοπροσώπως στον τιμωρούμενο, ο οποίος τηρεί την στάση της προσοχής και απέρχεται μετά το πέρας της επιπλήξεως, χωρίς άλλη εξήγηση. γ. Εκτός υπηρεσίας, ο επιβάλλων την προφορική επίπληξη ανώτερος, καλεί ιδιαίτερως τον παρακτρεπόμενο και ενεργεί κατά το προηγούμενο ως άνω εδάφιο 3β χωρίς κατά το δυνατόν να προκαλέσει την προσοχή τρίτων. δ. Η έγγραφη επίπληξη επιβάλλεται στους Αξιωματικούς και Ανθυπασπιστές με εμπιστευτικό έγγραφο από τον Κυβερνήτη ή προϊστάμενο της Υπηρεσίας όπου υπηρετούν, μετά την λήψη έγγραφης απολογίας τους σύμφωνα με το άρθρο ΔΝ 1716. Στους Υπαξιωματικούς οποιασδήποτε προελεύσεως (μονίμους, ε-

θελοντές, εθελοντές μακράς θητείας, στρατευμένους θητείας) και στους ναύτες η έγγραφη επίπληξη αναγράφεται στο οικείο ποινολόγιο του πλοίου ή της Υπηρεσίας όπου υπηρετούν μετά την λήψη της απολογίας τους στη γενομένη κλήση τους προς ποινολόγηση από από τον Υπαρχο ή Υποδιοικητή, σύμφωνα με το αυτό άρθρο. ε. Κάθε ανώτερος δύναται να ζητήσει όπως επιβληθεί ποινή επιπλήξεως σε κατώτερο του άλλης Υπηρεσίας με αναφορά που υποβάλλει ιεραρχικά στον Κυβερνήτη ή προϊστάμενο της Υπηρεσίας στην οποία υπηρετεί, στην οποία αναφορά εκθέτει τα περιστατικά που στοιχειοθετούν την παράβαση. Ο Κυβερνήτης ή προϊστάμενος Υπηρεσίας που λαμβάνει αυτήν την αναφορά, μετά την εξέταση της, έχει το δικαίωμα να μη την διαβιβάσει περαιτέρω αν θεωρήσει την παράβαση ως μη τιμωρητέα, οπότε και γνωρίζει στον αναφέροντα σχετικώς, αλλά έχει επίσης το δικαίωμα να αιτήσει την επιβολή βαρυτέρας ποινής, αν κατά την κρίση του συντρέχει λόγος, οπότε και διαβιβάζει την αναφορά διά τα περαιτέρω απ' ευθείας στον προϊστάμενο της Υπηρεσίας του παραβάτου. στ. Ο Κυβερνήτης ή προϊστάμενος Υπηρεσίας ο οποίος κατόπιν των ενεργειών του προηγουμένου εδαφίου 3ε, λαμβάνει α- ναφορά διά την επιβολή της ποινής της επιπλήξεως ή βαρυτέρας σε υφισταμένους του, ενεργεί περαιτέρω κατά τα καθοριζόμενα στο ανώτερω εδάφιο 3δ και γνωρίζει σχετικώς στην αναφέρουσα αρχή, μόνο στην περίπτωση κατά την οποία δεν επιβληθεί ποινή, ως και τους λόγους που ωδήγησαν στην ανωτέρω απόφαση. 4. Επιβολή της ποινής του περιορισμού : α. Η ποινή του περιορισμού επιβάλλεται διά σοβαρές πειθαρχικές ή υπηρεσιακές παραβάσεις ή διά ελαφρότερες οι ο- ποίες όμως έχουν εκδηλωθεί με υποτροπή. β. Επιβάλλεται στους Αξιωματικούς και Ανθυπασπιστές με εμπιστευτικό έγγραφο από τον Κυβερνήτη ή προϊστάμενο της Υπηρεσίας όπου υπηρετούν, μετά την λήψη της έγγραφης απολογίας τους σύμφωνα με το άρθρο ΔΝ 1716. Στο έγγραφο της ποινής ορίζεται η διάρκεια αυτής, το ακριβές αιτιολογικό της, η ημερομηνία ενάρξεως και λήξεως αυτής και ο τόπος εκτίσεως της ποινής. γ. Επιβάλλεται στους Υπαξιωματικούς οποιασδήποτε προελεύσεως (μονίμους, εθελοντές, εθελοντές μακράς θητείας, στρατευμένους θητείας) και τους Ναύτες με την εγγραφή της ποινής στο οικείο ποινολόγιο του πλοίου ή της Υπηρεσίας όπου υπηρετούν, μετά την λήψη της προφορικής τους απολογίας στη γενομένη κλήση τους προς ποινολόγηση από τον Υπαρχο ή τον Υποδιοικητή.

5. Eπιβολή της ποινής της φυλακίσεως : α. Η ποινή της φυλακίσεως επιβάλλεται για πολύ σοβαρά παραπτώματα διά τα οποία κρίνεται ανεπαρκής ή μη αποτελεσματική η ποινή του περιορισμού. β. Επιβάλλεται με τον ίδιο τρόπο της ποινής του περιοσμού όπως ορίζεται στις ανωτέρω παραγράφους 4β και 4γ διά Αξιωματικούς, Ανθυπασπιστές και Υπαξιωματικούς, Ναύτες αντιστοίχως. 6. Επιβολή της ποινή στερήσεως αδείας εξόδου : α. H ποινή της στερήσεως αδείας εξόδου επιβάλλεται στους στρατευμένους θητείας Διόπους και Ναύτες δι' ελαφρά παραπτώματα που έχουν συνήθως σχέση με την κανονικότητα της στολής, την γενική εμφάνιση, την συμπεριφορά και την εκτέλεση των καθηκόντων τους εντός της υπηρεσίας. β. Επιβάλλεται με την εγγραφή της ποινής στο οικείο ποινολόγιο του πλοίου ή της Υπηρεσίας όπου υπηρετούν, μετά την λήψη της προφορικής τους απολογίας στη γενομένη κλήση προς ποινολόγηση από τον Υπάρχο ή τον Υποδιοικητή. Αρθρο : 1715. Ανακοίνωση και καταχώρηση των ποινών.ποινολόγια. 1. Η επιβαλλομένη με έγγραφο πειθαρχική ποινή σε Αξιωματικούς ή Ανθυπασπιστές, γνωστοποιείται στον τιμωρούμενο με την επίδοση αντιγράφου της εμπιστευτικής διαταγής επιβολής της ποινής,δια την παραλαβή του οποίου υπογράφει. 2. Η εμπιστευτική διαταγή της επιβολής της ποινής σε Αξιωματικούς,υποβάλλεται στο αμέσως προϊστάμενο κλιμάκιο, το οποίο και ιεραρχικά την υποβάλλει στο ΓΕΝ,όπου καταχωρείται στον οικείο ατομικό φάκελλο ή στο οικείο μητρώο δια τους Επικούρους ή εκ κληρωτών εφέδρους Αξιωματικούς. 3. Η εμπιστευτική διαταγή της επιβολής ποινής σε Ανθυπασπιστές,υποβάλλεται στο αμέσως προιστάμενο κλιμάκιο, το οποίο την διαβιβάζει/υποβάλλει προς την Διοίκηση της Ναυτικής Εκπαιδεύσεως,όπου καταχωρείται στον οικείο ατομικό φάκελλο και μητρώο. 4. Σε κάθε Π.Πλοίο και Ν.Υπηρεσία τηρούνται τα ακόλουθα τρία χωριστά ποινολόγια: α. Ποινολόγιο Μονίμων Υπαξιωματικών. β. Ποινολόγιο εθελοντών και στρατευμένων θητείας Υπαξι-

ωματικών. γ. Ποινολόγιο των στρατευμένων θητείας Διόπων και Ναυτών. 5. Οι επιβαλλόμενες ποινές στους Υπαξιωματικούς εγγράφονται στο οικείο ως άνω ποινολόγιο και ανακοινώνονται εμπιστευτικώς στους τιμωρουμένους αμέσως μετά την επιβολή και εγγραφή τους, της οποίας λαμβάνουν γνώση υπογράφοντες στην ειδική στήλη του οικείου ποινολογίου. 6. Οι επιβαλλόμενες ποινές στους στρατευμένους θητείας Διόπους και Ναύτες, εγγράφονται στο οικείο ως άνω ποινολόγιο και ανακοινώνονται, με την ανάγνωση του ποινολογίου αυτού, κατά την πρώτη μετά την επιβολή και εγγραφή τους κλήση επιθεωρήσεως του προσωπικού. 7. Απόσπασμα από κάθε χωριστό ποινολόγιο της ως άνω παραγρ. 4, το οποίο περιλαμβάνει τις επιβληθείσες ποινές περιορισμού και φυλακίσεως μόνον, υποβάλλεται στο τέλος εκάστου μηνός προς την Ν.Αρχή τηρήσεως των μητρώων Υπαξιωματικών και Ναυτών δια την καταχώρηση των ποινών στα οικεία μητρώα με μέριμνά της. 8. Ολες οι επιβαλλόμενες στους Υπαξιωματικούς, Διόπους και Ναύτες και εγγραφόμενες στα ως άνω οικεία ποινολόγια πειθαρχικές ποινές, καταχωρούνται και στα ατομικά βιβλιάρια Μητρώου,τα οποία, εκδοθέντα αρμοδίως κατά την κατάταξή τους, συνοδεύουν αυτούς σε κάθε υπηρεσία όπου υπηρετούν. Το ατομικό βιβλιάριο Μητρώου εκάστου Υπαξιωματικού,Διόπου ή Ναύτου,συμπληρωμένο κανονικώς με τις καταχωρήσεις όλων των επιβληθεισών ποινών, αποστέλλεται αμέσως υπηρεσιακώς προς την υπηρεσίαν προς την οποία μετακινείται, σε περίπτωση μεταθέσεως ή αποσπάσεώς του. Aρθρο : 1716. Κλήση σε απολογία. 1. Διά την εφαρμογή της επιτασσομένης από την παράγραφο 10 του άρθρου ΔΝ 1709 και ειδικώς αναφερομένης στα άρθρο ΔΝ 1710, ΔΝ 1711 και ΔΝ 1713 του παρόντος, λήψεως απολογίας προ της πειθαρχικής ποινής, διά πειθαρχικές και υπηρεσιακές παραβάσεις που έγιναν αντιληπτές κατά οποιοδήποτε τρόπο από τον ασκούντα την πειθαρχική δικαιοδοσία (δι' αμέσου αυτού αντιλήψεως, ή κατόπιν αναφοράς τρίτου προσώπου της υπηρεσίας ή εκ πορίσματος Ενόρκου Διοικήτικής Εξετάσεως, είτε Ενόρκου Προανακρίσεως), καθορίζονται τα ακόλουθα : α. Λήψη απολογίας από Αξιωματικούς - Ανθυπασπιστές : (1) Ο υπαίτιος της παραβάσεως καλείται εγγράφως σε απολογία. Στην εξαιρετική περίπτωση της διαπιστώσεως της πα-

ραβάσεως αυτοπροσώπως από τον ίδιο τον ασκούντα την πειθαρχική δικαιοδοσία και μόνο κάτω από τις συνθήκες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου ΔΝ 1710 του παρόντος, ο ασκών την πειθαρχική δικαιοδοσία δύναται να καλέσει τον υπαίτιο σε προφορική απολογία. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις της αναφοράς της παράβασεως από άλλο πρόσωπο της υπηρεσίας, η έγγραφη α- πολογία είναι υποχρεωτική όπως καθορίζεται στην ίδια ως άνω παράγραφο 2 του αυτού άρθρου ΔΝ 1710. (2) Η έγγραφη κλήση σε απολογία απαιτείται ωσαύτως και στην περίπτωση της εφαρμογής της πειθαρχικής δικαιοδοσίας από προϊστάμενο κλιμάκιο εκείνου στο οποίο υπηρετεί ο Αξιωματικός ή Ανθυπασπιστής. (3) Στην περίπτωση κατά την οποία η πειθαρχικώς ε- λεγκτέα συμπεριφορά προκύπτει από πόρισμα Ενόρκου Διοικητικής Εξετάσεως (ΕΔΕ) ή Ενόρκου προανακρίσεως, εκείνος ο οποίος τις έχει διατάξει καλεί τον υπαίτιο να υποβάλλει έγγραφη απολογία σχετικά με την αποδιδομένη κατηγορία. Αυτή η απολογία επισυνάπτεται στην δικογραφία.η εξέταση του εγκαλουμένου κατά την διάρκεια της ΕΔΕ ή ενόρκου προανακρίσεως δεν αντικαθιστά την απολογία. Ο καλούμενος σε απολογία επί τη βάσει πορίσματος ΕΔΕ έχει δικαίωμα να λάβει γνώση των στοιχείων του φακέλλου της ΕΔΕ μέσα στην προθεσμία η οποία τάσσεται από την σχετική κλήση δια την υποβολή της απολογίας. (4) Η κλήση σε απολογία πρέπει να καθορίζει με σαφήνεια την αποδιδομένη στον εγκαλούμενο παράβαση ή κατηγορία και να τάσσει εύλογη προθεσμία δια την υποβολή αυτής, όχι μικροτέρα των τριών (3) ημερών. (5) Υπόδειγματα κλήσεως σε απολογία δίδονται στο Κεφάλαιο 27. β. Λήψη απολογίας από Υπαξιωματικούς. (1) Διά πειθαρχικές και υπηρεσιακές παραβάσεις που επισύρουν συνήθως πειθαρχικές ποινές άνω των 15 ημερών ή φυλάκιση,καθώς επίσης και δια παραβάσεις που προκύπτουν από πόρισμα ΕΔΕ ή ενόρκου προανακρίσεως, εφαρμόζονται αναλογικά οι διαδικασίες που προβλέπονται δια τους Αξιωματικούς και Ανθυπασπιστές στην προηγουμένη παράγραφο 1α. Οι ίδιες διαδικασίες τηρούνται επίσης κατά την εφαρμογή της πειθαρχικής δικαιοδοσίας από το προιστάμενο κλιμάκιο Διοικήσεως εκείνου στο οποίο υπηρετούν οι Υπαξιωματικοί. Η ποινή η αποφασιζόμενη μετά την έγγραφη απολογία του Υπαξιωματικού εγγράφεται στο οικείο ποινολόγιο και ανακοινώνεται όπως προβλέπεται στο άρθρο ΔΝ 1715 του παρόντος. (2) Δια παραβάσεις οι οποίες επισύρουν ελαφρότε-

ρες ποινές, οι υπαίτιοι αυτών Υπαξιωματικοί εγγράφονται στο οικείο ποινολόγιο και καλούνται οπωσδήποτε να απολογηθούν,προ της επιβολής της ποινής, κατά την προς τούτο γενομένη κλήση τους ενώπιον του Υπάρχου ή Υποδιοικητού του Πλοίου ή της Υπηρεσίας όπου υπηρετούν. Η απολογία τους καταχωρείται συνοπτικά στην προς τούτο προβλεπομένη στήλη του έντυπου του οικείου ποινολογίου πριν από την εγγραφή του αιτιολογικού της ποινής και υπογράφεται από τον απολογηθέντα. γ. Λήψη απολογίας από στρατευμένους θητείας Διόπους και Ναύτες. (1) Δια την απολογία των στρατευμένων θητείας Διόπων και Ναυτών, και επί οποιασδήποτε παραβάσεως, εφαρμόζονται τα ισχύοντα δια τους Υπαξιωματικούς όπως αυτά καθορίζονται στο προηγούμενο εδάφιο 1β(2). 2. Η επιβολή της ποινής σε Αξιωματικούς, Ανθυπασπιστές και όπου ως ανωτέρω προβλέπεται σε Υπαξιωματικούς μετά την λήψη της έγγραφης απολογίας τους, πρέπει να επακολουθεί το ταχύτερον δυνατόν, εφόσον η πράξη κρίνεται πειθαρχικώς τιμωρητέα. 3. Η τυχόν συνταχθείσα σε αντιστρατιωτικό ύφος έγγραφη α- πολογία,το περιεχόμενο της οποίας στοιχειοθετεί αντιπειθαρχική συμπεριφορά, δεν δύναται να αποτελέσει επιβαρυντικό στοιχείο δια την όλη πειθαρχική ευθύνη του απολογούμενου. Το γεγονός αυτό δύναται να αποτελέσει όμως αντικείμενο νέας πειθαρχικής διώξεως, που ασκείται εξ αρχής. 4. Κατά την διαβίβαση των εγγράφων πειθαρχικών ποινών πρέπει να μνημονεύεται ότι ελήφθησαν οι απολογίες των τιμωρουμένων σύμφωνα με τα καθοριζόμενα στο παρόν άρθρον. 5. Δια την διαμόρφωση πληρέστερης γνώμης από τα προϊστάμενα κλιμάκια, στα οποία υποβάλλονται κατά το άρθρο ΔΝ 1715 του παρόντος οι έγγραφες πειθαρχικές ποινές, στην διαβίβαση αυτών επισυνάπτονται οι έγγραφες απολογίες, ως και τα τυχόν επί αυτών απαντητικά έγγραφα. 6. Σε περίπτωση τυχόν αρνήσεως υποβολής απολογίας η ποινή επιβάλλεται κανονικώς διά το παράπτωμα στο οποίο αφορά και α- ναγράφεται σε αυτήν ότι αν και ζητήθηκε απολογία αυτή δεν υ- ποβλήθηκε. Αρθρο : 1717. Εκτιση των ποινών. 1. Εκτιση ποινών Αξιωματικών.

α. Οι τιμωρούμενοι δια της ποινής του περιορισμού Αξιωματικοί εκτίουν την ποινή τους στην οικία τους, στην οποία είναι υποχρεωμένοι να παραμένουν μετά την επιστροφή τους από την υπηρεσία τους. Της ρυθμίσεως αυτής εξαιρούνται οι Σημαιοφόροι οι προερχόμενοι από τις Σχολές Αξιωματικών και οι Επίκουροι και οι των εκ κληρωτών Εφεδροι Σημαιοφόροι, οι οποίοι εκτίουν την εν λόγω ποινή στην Υπηρεσία τους. Οι δια περιορισμού τιμωρημένοι Αξιωματικοί επί Πλοίου ή σε Ν.Υπηρεσία, ανεξάρτητα από τον βαθμό τους, εκτίουν την ποινή τους ή συνεχίζουν την εκτισή της επί του Πλοίου ή στην Ν.Υπηρεσία σε περίπτωση πλού του Πλοίου ή επιφυλακής του Πλοίου και της Υπηρεσίας τους. Το αυτό ισχύει και κατά τις ημέρες προσεγγίσεως του πλοίου σε λιμένες μέσα στα πλαίσια της αποστολής του. Καθ'όλη την διάρκεια της εκτίσεως της ποινής τους ουδεμίας α- παλλάσσονται υπηρεσίας. β. Οι τιμωρούμενοι δια φυλακίσεως Αξιωματικοί απαλλάσσονται κατ'αρχήν από κάθε υπηρεσία, εκτός αν άλλως διαταχθεί από τον επιβάλλοντα την ποινή και εκτίουν αυτήν στις μονάδες τους και σε ειδικό προς τούτο χώρο. Εφόσον δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα και κατόπιν διαταγής ΓΕΝ, ιεραρχικώς προκαλουμένης από τον τιμωρούντα, δύναται να διαταχθεί η έκτιση της ποινής στα Ναυτικά Κρατητήρια. γ. Οι Αξιωματικοί που τιμωρούνται με περιορισμό ή φυλάκιση κατά την διάρκεια κανονικής ή αναρρωτικής τους αδείας, εκτίουν την ποινή μετά την επιστροφή στην υπηρεσία τους. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και ύστερα από έγκριση του ΓΕΝ, είναι δυνατό να γίνει ανάκληση Αξιωματικού σε κανονική άδεια προκειμένου να εκτίσει την ποινή φυλακίσεως που εν τω μεταξύ του επιβλήθηκε. 2. Εκτιση ποινών Ανθυπασπιστών-Υπαξιωματικών. α. Οι τιμωρούμενοι δια της ποινής του περιορισμού Ανθυπασπιστές και Υπαξιωματικοί εκτίουν την ποινή τους στην οικία τους, στην οποία είναι υποχρεωμένοι να παραμένουν μετά την επιστροφή από την υπηρεσία τους.της ρυθμίσεως αυτής εξαιρούνται οι Κελευστές και Δίοποι μόνιμοι ή εθελοντές μακράς θητείας και οι στρατευμένοι θητείας Κελευστές οι οποίοι εκτίουν την ποινή περιορισμού στην υπηρεσία τους. Οι εκτίοντες την ποινή στην οικία τους, ανεξαρτήτως βαθμού, εκτίουν την ποινή τους ή συνεχίζουν την έκτιση αυτής επί του Πλοίου ή σε Ν.Υπηρεσία σε περίπτωση πλού του Πλοίου ή επιφυλακής του Πλοίου και της Υπηρεσίας τους. Το αυτό ισχύει και κατά τις η- μέρες προσεγγίσεως του Πλοίου σε λιμένες μέσα στα πλαίσια της αποστολής του. Καθ'όλη την διάρκεια της εκτίσεως της ποινής τους ουδεμίας απαλλάσσονται υπηρεσίας. β. Οι τιμωρημένοι δια φυλακίσεως Ανθυπασπιστές και Υ-

παξιωματικοί πάσης προελεύσεως εκτίουν την ποινή τους κατ'αρχήν στις μονάδες τους και σε ειδικό προς τούτο χώρο. Εφόσον δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα και κατόπιν διαταγής του ΓΕΝ δια τις ανεξάρτητες υπό τούτο Υπηρεσίες ή του οικείου Διοικητού μεγάλης Διοικήσεως του Π.Ν. δια τις υποτεταγμένες υπηρεσίες, προκαλουμένης από τον τιμωρούντα,δύναται να διαταχθεί η έκτιση της ποινής φυλακίσεως σε κατάλληλα Ναυτικά Κρατητήρια.Οι τιμωρούμενοι δια φυλακίσεως Ανθυπασπιστές και Υπαξιωματικοί απαλλάσσονται κατ'αρχήν από κάθε υπηρεσία κατά την διάρκεια της εκτίσεως της ποινής τους, εκτός αν άλλως διαταχθεί από τον Διοικητή ή προϊστάμενο της Υπηρεσίας. γ. Οι Ανθυπασπιστές και Υπαξιωματικοί, πλην των εξ αυτών στρατευμένων θητείας, που τιμωρούνται με περιορισμό ή φυλάκιση κατά την διάρκεια κανονικής ή αναρρωτικής τους αδείας, εκτίουν την ποινή μετά την επιστροφή στην υπηρεσία τους. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και ύστερα από την έγκριση του οικείου Διοικητού μεγάλης Διοικήσεως Π.Ν. δια τις υποτεταγμένες υ- πηρεσίες ή του ΓΕΝ δια τις ανεξάρτητες, είναι δυνατόν να γίνει ανάκληση των ως άνω ευρισκομένων σε κανονική άδεια προκειμένου να εκτίσουν την ποινή φυλακίσεως, που εν τω μεταξύ τους επιβλήθηκε. 3. Εκτιση ποινών στρατευμένου θητείας προσωπικού : α. Οι τιμωρούμενοι διά στερήσεως αδείας εξόδου στρατευμένοι θητείας Κελευστές, Δίοποι και Ναύτες παραμένουν ένδον από την πρώτη μέρα που έχουν άδεια εξόδου μετά την επιβολή της ποινής. β. Οι τιμωρούμενοι διά περιορισμού στρατευμένοι θητείας Κελευστές, Δίοποι και Ναύτες εκτίουν την ποινή στην Υπηρεσία τους και ουδεμίας απαλλάσσονται υπηρεσίας. γ. Οι τιμωρούμενοι διά φυλακίσεως στρατευμένοι θητείας Κελευστές, Δίοποι και Ναύτες, εκτίουν την ποινή τους στην μονάδα τους και σε ειδικό προς τούτο χώρο, αν υπάρχει, ή αποστέλλονται στα Ναυτικά Κρατητήρια των Ναυστάθμων ή της Διοικήσεως Ναυτικής Εκπαιδεύσεως. Απαλλάσσονται από οποιαδήποτε υπηρεσία αλλά οι εκτίοντες την ποινή τους στα Ναυτικά Κρατητήρια δύνανται να εκτελέσουν πρόσθετες υπηρεσίες, καθώς και διάφορες εργασίες κατά την κρίση του προϊσταμένου της μονάδος στο Κρατητήριο της οποίας εκτίουν την ποινή τους. δ. Στρατευμένοι θητείας Κελευστές, Δίοποι και Ναύτες που τιμωρούνται με περιορισμό ή φυλάκιση κατά την διάρκεια της αναρρωτικής τους αδείας, εκτίουν την ποινή τους μετά την επιστροφή στην Υπηρεσία τους. Ευρισκόμενοι σε κανονική άδεια την μεν ποινή περιορισμού εκτίουν μετά την επιστροφή τους, α- νακαλλούνται όμως από τον τιμωρούντα διά την έκτιση επιβλη-

θείσης κατά την διάρκεια της αδείας τους ποινής φυλακίσεως. 4. Εκτιση ποινών γυναικείου προσωπικού : α. Οι γυναίκες Αξιωματικοί και οι εθελόντριες Ανθυπασπιστές και Υπαξιωματικοί οι τιμωρούμενες με ποινή περιορισμού εκτίουν την ποινή τους στην οικία τους αντιστοίχως όπως οι άνδρες συνάδελφοί τους. Της ρυθμίσεως αυτής εξαιρούνται οι γυναίκες Αξιωματικοί Σημαιοφόροι και οι εθελόντριες βαθμού Διόπου και Κελευστού οι οποίες εκτίουν την ποινή του περιορισμού στην Υπηρεσία τους και στις προβλεπόμενες διά το γυναικείο προσωπικό ενδιαιτήσεις. β. Στη περίπτωση τιμωρίας ανωτέρου ή κατωτέρου γυναικείου προσωπικού διά ποινής φυλακίσεως, αυτή εκτίεται στην Υπηρεσία τους κατά τον τρόπον που εκτίεται η ποινή περιορισμού κατά την προηγουμένη παράγραφο 4α, αποφευγομένης της μετακινήσεως των τιμωρούμενων σε Ν.φυλακές ή Ν.κρατητήρια. γ. Κατ'εξαίρεση, οι εκ του γυναικείου προσωπικού μητέρες ή διανύουσες περίοδο κυήσεως γυναίκες Αξιωματικοί ή Υπαξιωματικοί οποιουδήποτε βαθμού ή Ναυτοδίοποι,τιμωρούμενες διά ποινής περιορισμού ή φυλακίσεως εκτίουν αυτή στην οικία τους. Οι εν λόγω γυναίκες μητέρες ή εν κυήσει,ωσαύτως δεν ανακαλούνται από κανονική ή άλλη άδεια δι' έκτιση τυχόν εν τω μεταξύ επιβληθείσης ποινής φυλακίσεως. 5. Εκτιση ποινών των ευρισκομένων υπό νοσηλεία ή σε αναρρωτική άδεια. α. Οι ευρισκόμενοι υπό νοσηλεία ή σε αναρρωτική άδεια στρατιωτικοί του Π.Ν., τυχόν τιμωρούμενοι διά περιορισμού ή φυλακίσεως, εκτίουν αυτή μετά την λήξη της νοσηλείας ή της α- ναρρωτικής άδειας. β. Ο χρόνος νοσηλείας ή της αναρρωτικής άδειας των υπό ποινή διατελούντων δεν προσμετράται στον χρόνο της ποινής αλλά ο τιμωρηθείς και ασθενήσας υποχρεώνεται μετά την λήξη της νοσηλείας ή της αναρρωτικής άδειας ή την από το Νοσοκομείο έ- ξοδό του να εκτίσει την επιβληθείσα ποινή. γ. Διά τους ευρισκομένους υπό νοσηλεία ή σε αναρρωτική άδεια, που έχουν υποπέσει σε κακούργημα ή πλημμέλημα εφαρμόζονται οι Διατάξεις του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικος. 6. Ο οποιουδήποτε βαθμού αποστελλόμενος προς έκτιση ποινής φυλακίσεως, εφοδιάζεται διά Φύλλου Πορείας που αναγράφει την Υπηρεσία στην οποία αποστέλλεται και την διάρκεια της ποινής. Η δεχομένη τον τιμωρούμενο Υπηρεσία γνωστοποιεί στην αποστέλλουσα Υπηρεσία, δι'εμπιστευτικού εγγράφου,τον χρόνο ε-

νάρξεως και λήξεως της ποινής. Η αποστολή τιμωρημένου προς Ν.φυλακές ή Ν.κρατητήρια γίνεται με συνοδεία ανωτέρου ή αρχαιοτέρου του, όταν ο τιμωρημένος είναι Ναύτης ή Υπαξιωματικός. Αρθρο : 1718. Επίπτωση των πειθαρχικών ποινών στην στρατολογική υποχρέωση των στρατευμένων θητείας ή την εθελουσία υποχρέωση των εθελοντών. 1. Ουδεμία επίπτωση επί της στρατολογικής υποχρεώσεως των στρατευμένων θητείας ή της εθελουσίας υποχρεώσεως των εθελοντών επιφέρει η ποινή του περιορισμού. 2. Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Αμύνης καθορίζεται η ε- πίπτωση των ποινών της φυλακίσεως επί της στρατολογικής υποχρεώσεως των στρατευμένων θητείας ή της εθελουσίας υποχρεώσεως των εθελοντών. Αρθρο : 1719. Επιβολή ποινής μετά από απαλλακτική γνωμοδότηση ανακριτικού ή πειθαρχικού συμβουλίου. 1. Η επιβολή οποιασδήποτε από τις προβλεπόμενες από το παρόν Κεφάλαιο πειθαρχικές ποινές είναι δυνατή και : α. Οταν από γνωμοδότηση ανακριτικού ή πειθαρχικού Συμβουλίου προκύπτει ότι ο εγκαλούμενος διέπραξε την παράβαση που του αποδόθηκε με την παραπεμπτική διαταγή, το Συμβούλιο όμως έκρινε ότι η βαρύτητα της παραβάσεως δεν δικαιολογεί την επιβολή καταστατικής ποινής. β. Διά δευτερεύουσες, συναφείς με την πράξη διά την ο- ποία παραπέμφθηκε παραβάσεις, οι οποίες προκύπτουν από την γνωμοδότηση του Συμβουλίου ή από το σύνολο των στοιχείων της δικογραφίας. 2. Προ της επιβολής των ποινών που προκύπτουν σύμφωνα με την προηγουμένη παράγραφο 1α, εφαρμόζεται η καθοριζομένη στο άρθρο ΔΝ 1716 διαδικασία της απολογίας. Αρθρο : 1720. Διακοπή εκτίσεως ποινής. Απαλλαγή εκτίσεως του υπολοίπου. 1. Διακοπή εκτίσεως ποινής απαγορεύεται, εκτός εάν συντρέχουν λόγοι υγείας ή άλλοι σοβαροί λόγοι οι οποίοι πιστοποιούνται με επίσημα έγγραφα και ως ακολούθως : α. Διά την πρώτη περίπτωση, ήτοι των λόγων υγείας, δι-

καίωμα διακοπής εκτίσεως έχει ο Διοικητής της μονάδος μετά α- πό υποβολή σε αυτόν ιατρικής γνωματεύσεως. β. Διά την δευτέρα περίπτωση, ήτοι των άλλων σοβαρών λόγων, ο Διοικητής δύναται να διατάξει την διακοπή εκτίσεως της ποινής, μόνο εάν αυτή επιβλήθηκε από αυτόν ή υφισταμένους του. Εάν η ποινή επιβλήθηκε από προϊστάμενό του Διοικητή υ- ποβάλλεται ιεραρχικώς αίτηση με τα σχετικά δικαιολογητικά. 2. Απαλλαγή εκτίσεως του υπολοίπου των συνηθισμένων πειθαρχικών ποινώς διατάσσεται μόνο από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας,με την ευκαιρία Εθνικών επετείων, μεγάλων εορτών ή ευτυχών Εθνικών γεγονότων. Αρθρο : 1721. Λήξη της πειθαρχικής διώξεως. 1. Η πειθαρχική δίωξη διά τις καταστατικές ποινές λήγει κατά τα καθοριζόμενα στους περί καταστάσεως διά τους Αξιωματικούς, Ανθυπασπιστές και Υπαξιωματικούς και Οπλίτες οικείους νόμους. 2. Η πειθαρχική δίωξη διά τις συνήθεις πειθαρχικές ποινές λήγει : α. Με την εφαρμογή της πειθαρχικής δικαιοδοσίας κατά του παραβάτου. β. Με την διατασσομένη αρμοδίως θέση υποθέσεως στο αρχείο. γ. Με την παραγραφή της παραβάσεως, η οποία επέρχεται μετά 5ετίαν από την διάπραξή της εκτός των περιπτώσεων που άλλως ειδικώς ο νόμος ορίζει. δ. Με την αποστρατεία ή απόλυση του παραβάτου. Στην περίπτωση αυτή δεν παύει η διαδικασία παραπομπής του Αξιωματικού ή Υπαξιωματικού σε ανακριτικό ή πειθαρχικό Συμβούλιο, η οποία είχε τυχόν αρχίσει προ της αποστρατείας του ή απολύσεώς του. Αρθρο : 1722. Περί υποβολής παραπόνων. 1. Χάριν της ορθής απονομής της πειθαρχικής δικαιοσύνης ε- πιτρέπεται η υποβολή παραπόνων από τον θεωρούντα τον εαυτό του αδίκως τιμωρηθέντα, πάντως μετά την ανακοίνωση της επιβληθείσης ποινής και την έναρξη εκτελέσεως αυτής, όταν έχει χρονική διάρκεια.

2. Η διαδικασία υποβολής παραπόνων δι' επιβληθείσα ποινή ή γενικώς δι' επιβολή αντικανονικών υποχρεώσεως ή αφαίρεση δικαιωμάτων τα οποία παρέχονται από τους Κανονισμούς, καθορίζεται στο επόμενο Κεφάλαιο 18 των Διατάξεων του Π.Ν.