ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΦΥΤΩΝ-ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΒΟΤΑΝΙΚΗΣ



Σχετικά έγγραφα
ΝΑΙ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ - ΟΧΙ ΣΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ

Θεµατικές ενότητες: παρεµβάσεις και ενδεικτικές υποθέσεις. 1. Οικονοµική πολιτική. Παρεµβάσεις οικονοµικού χαρακτήρα

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ «ΕΘΝΙΚΟ ΑΠΟΘΕΜΑΤΙΚΟ ΑΠΡΟΒΛΕΠΤΩΝ» ΕΘΝΙΚΟ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΕΣΠΑ


ΝΟΜΟΣ 3263/2004 (ΦΕΚ 179 Α ) Μειοδοτικό σύστηµα ανάθεσης των δηµοσίων έργων και άλλες διατάξεις

«Πολιτιστικές διαδροµές στα µεταλλευτικά τοπία της Kύθνου»

Ημερίδα: «Η χρηματοδότηση των επιχειρήσεων Ποιες λύσεις Ποια προοπτική»

ΑΚΤΙΝΟΛΟΓΙΚΗ ΠΑΘΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΣΠΟΝ ΥΛΙΚΗΣ ΣΤΗΛΗΣ ΣΕ ΜΕΤΑΤΡΑΥΜΑΤΙΚΕΣ ΜΗ ΚΑΤΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ

Συµπεράσµατα από την ανάλυση συχνοτήτων στη Γεωµετρία Α Λυκείου. Για το 1 ο θέµα που αφορά τη θεωρία:

Θέµα: ιακήρυξη πρόχειρου διαγωνισµού για την εργασία ιαχείριση ογκωδών και

στο σχέδιο νόµου «Διαχείριση των µη εξυπηρετούµενων δανείων, µισθολογικές ρυθµίσεις και άλλες επείγουσες στόχων και διαρθρωτικών µεταρρυθµίσεων»

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ. Άρθρο 4 Κοινοί διαδικαστικοί κανόνες

«ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ»

Π.4.1 ΦΟΡΕΑΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΓΠΣ.Ε. ΚΑΛΑΜΠΑΚΑΣ...2 Π.4.2 ΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΑ ΕΡΓΑ, ΜΕΛΕΤΕΣ ΚΑΙ ΘΕΣΜΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ...2

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΝΟΜΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Ο ΗΜΑΡΧΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ /ΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ & ΤΑΜΕΙΑΚΗΣ ΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΜΗΜΑ ΠΡΟΚΗΡΥΞΕΩΝ & ΗΜΟΠΡΑΣΙΩΝ

Αρείου Πάγου: 699/1995 Τµ. Β' Πηγή:.Ε.Ε. 3/96, σ.299, Ε.Ε.. 55/96, σ.830,.ε.ν. 52/96, σ. 239

ΠΡΟΟΙΜΙΟ ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΩΝ

Η ΦΙΛΙΑ..!!! Η ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΤΟΥ ΧΑΝΙΟΥ ΤΟΥ ΙΜΠΡΑΗΜ ΚΩΔΙΚΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΖΟΜΕΝΟΥ: 12234

Θέμα: Πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος για την παροχή «Υπηρεσιών Καθαριότητας» Ο Φορέας Διαχείρισης Εθνικού Δρυμού Παρνασσού

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΟ Ι ΡΥΜΑ ΚΡΗΤΗΣ ΣΧΟΛΗ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

α) του Ν. 2362/95 (Φ.Ε.Κ. 247/Α/ ) «Περί ηµόσιου Λογιστικού Ελέγχου των δαπανών του Κράτους & άλλες διατάξεις»

Ι ΡΥΜΑ ΚΡΗΤΗΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

KAI : , ,80

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3561, 21/12/2001

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ Νο Ο Τοµέας Ασφάλισης Νοµικών του Ενιαίου Ταµείου Ανεξάρτητα. Απασχολουµένων, σε εκτέλεση των διατάξεων του άρθρου 1 του Π 225/95

ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΗ. Κώστας Χ. Χρυσόγονος Καθηγητής Συνταγµατικού ικαίου Τµήµα Νοµικής Αριστοτελείου Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης

ΓΙΑ ΝΑ ΠΝΙΞΕΙΣ ΤΟ ΦΙΔΙ ΔΕΝ ΑΡΚΕΙ ΝΑ ΤΣΑΚΙΣΕΙΣ ΤΑ (ΧΡΥΣΑ) ΑΥΓΑ ΤΟΥ

Αρµοδιότητες Αυτοτελούς Τµήµατος Δηµοτικής Αστυνοµίας

Επιµορφωτικό Πρόγραµµα Ο.ΜΕ Ιανουαρίου 2006 Ν Α Υ Π Λ Ι Ο «Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΣΤΙΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ - Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΙΑΛΟΓΟΥ»

Α. Υποχρεωτικά ικαιολογητικά :

ΘΕΜΑΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΩΝ ΒΙΒΛΙΟ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΩΝ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 1/2005. ΘΕΜΑ: Κοινοποίηση των διατάξεων του άρθρου 9 Ν. 3302/04 (ΦΕΚ 267 τ.α ) περί ρύθµισης οφειλών του Ι.Κ.Α Ε.Τ.Α.Μ.

ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. Για τους όρους αµοιβής και εργασίας των Εργαζοµένων στις Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις Νοµού Χανίων

Έκθεση της Επιτροπής Κοινωνικής Πρόνοιας της Βουλής των Γερόντων για το. θέµα «Η οικονοµική κρίση, εξάλειψη της φτώχειας και κοινωνικός.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΡΙΘΜΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ: 58/ 2014 ΝΟΜΟΣ ΘΕΣΠΡΩΤΙΑΣ ΔΗΜΟΣ ΗΓΟΥΜΕΝΙΤΣΑΣ Δ/ΝΣΗ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΜΕΛΕΤΗ

ΑΛΛΕΡΓΙΚΗ ΡΙΝΙΤΙΔΑ ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΑ & ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

ΤΜΗΜΑ ΗΜΟΣΙΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ & ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ. Από τα πρακτικά της με αριθμό 13ης/2013, συνεδρίασης του Περιφερειακού Συμβουλίου την Τρίτη 9 Ιουλίου 2013 στην Κέρκυρα με τηλεδιάσκεψη.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ «ΔΗΜΟΥ ΚΕΡΚΥΡΑΣ» & «ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ - ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ»

ΤΜΗΜΑ Α Μαρούσι, Αριθµ.Πρωτ. Βαθµ.Προτ Ταχ. /νση : Α. Παπανδρέου 37

Ερµού & Κορνάρου 2 ΤΗΛ: FAX: olme@otenet.gr Αθήνα, 3/3/08 Α.Π.: 656

Α. ΟΡΓΑΝΑ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

(Π.Κ Κοινωνικής Επιθεώρησης Νίκαιας:2/ )

ÔÏÕËÁ ÓÁÑÑÇ ÊÏÌÏÔÇÍÇ

ΝΟΜΟΣ ΒΟΙΩΤΙΑΣ ΔΗΜΟΣ ΘΗΒΑΙΩΝ * * * * * * Αριθ. Πρωτ.16183

Ειδικότητα: Ύφασµα Ένδυση

Έχοντας υπόψη: τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 175 παράγραφος 1, την πρόταση της Επιτροπής ( 1 ),

ΗΜΟΣ ΣΚΟΠΕΛΟΥ ΣΧΕ ΙΟ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ «ΤΕΧΝΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΟΥ ΗΜΟΥ ΣΚΟΠΕΛΟΥ»

ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΙΑΚΙΝΗΣΗ ΑΝΘΡΩΠΩΝ

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΗΛΕΘΕΡΜΑΝΣΗΣ. Άρθ. 1. ΟΡΙΣΜΟΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ& ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙ ΑΣ ΤΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ. Αρ της 25ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2002 ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΜΕΡΟΣ Ι

Άνω Άκρο (ΙΙ) Ι. Γενικά

Οι 99 θέσεις του Ποταμιού

Κατηγορία: Είσπραξη δημοσίων Εσόδων

ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΩΝ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΜΙΑΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ ΨΗΦΟΔΕΛΤΙΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ

Ο ΑΝΤΙ ΗΜΑΡΧΟΣ ΣΚΟΠΕΛΟΥ

ΜΕΛΕΤΗ: «Συντήρηση και Ανακαίνιση Σχολικών κτιρίων». ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΝΟΜΟΣ ΚΥΚΛΑΔΩΝ ΔΗΜΟΣ ΜΥΚΟΝΟΥ ΤΕΧΝΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ. Αριθμός Μελέτης 23/2015

ΕΝ ΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΚΟΡΙΝΘΟΥ 255, ΚΑΝΑΚΑΡΗ 101 ΤΗΛ , , FAX

Η ΦΟΡΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΕΝΩΣΗ

Ασφαλιστικά Θέματα «Ισχύον καθεστώς για άγαμες θυγατέρες»

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΠ. ΛΑΔΙΑΣ

Ι Α Κ Η Ρ Υ Ξ Η Ο ΗΜΑΡΧΟΣ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ Σε εκτέλεση της αριθ. 267 / 2013 Απόφασης της Οικονοµικής Επιτροπής. 11 η Φεβρουαρίου 2014, ηµέρα της εβδοµάδας

στο σχέδιο νόµου «Ρύθµιση συνταξιοδοτικών θεµάτων του Δηµοσίου και άλλες διατάξεις» Επί του άρθρου 1 ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

ΗΜΟΣ ΛΕΜΕΣΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΟΡΟΙ ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΑΝΑ ΟΧΟΥ ΜΕ ΣΥΝΟΠΤΙΚΕΣ ΙΑ ΙΚΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΤΗΝ ΧΑΜΗΛΟΤΕΡΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΠΟΥ ΕΚΠΡΟΣΩΠΕΙΤΕ: ΟΜΟΣΠΟΝ ΙΑ ΕΡΓΟ ΟΤΙΚΩΝ ΕΝΩΣΕΩN ΕΠΙΣΕΙΡΗΣΕΩΝ ΝΑΥΠΗΓΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΚΕΥΗΣ ΠΛΟΙΩΝ ΠΕΙΡΑΙΑ.

EL Επίσηµη Εφηµερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. της 30 Σεπτεµβρίου 2002

Αφήγηση. Βασικά στοιχεία αφηγηµατικού κειµένου:

ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΣΚΑΦΩΝ ΑΝΑΨΥΧΗΣ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΤΟΥΣ

ΙΟΙΚΗΣΗ Ε.Ο.Κ. ΑΡΘΡΟ 1

ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΦΗΒΩΝ ΙΖ ΣΥΝΟ ΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ MOΡΦΩΤΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Ο

Use of this document is subject to the agreed Terms and Conditions and it is protected by digitally embedded signatures against unauthorized use

Ποιες άδειες χορηγεί ο ιευθυντής - Προϊστάµενος Σχολικής Μονάδας

ΙΕΘΝΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 183 «για την αναθεώρηση της (αναθεωρηµένης) σύµβασης για την προστασία της µητρότητας,»

Διδάγματα από την Επανάσταση του Αξίες για μια Δημιουργική Κύπρο

1. ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2013 ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ ΚΑΙ ΕΣΠΕΡΙΝΩΝ ΓΕΝΙΚΩΝ ΛΥΚΕΙΩΝ (ΓΕΛ)

«ΤαΜιτάτατουΨηλορείτη»

Η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών το Π.Δ 152/2013, του Γιώργου Καλημερίδη


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΚΑΘΑΡΙΟΤΗΤΑΣ ΔΗΜΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ ΝΟΜΟΥ ΑΤΤΙΚΗΣ

ΠΡΟΣ: ΚΟΙΝ: ΘΕΜΑ: Ενηµερωτικό σηµείωµα για το πρόβληµα της παράνοµης υλοτοµίας και ειδικά αυτό της καυσοξύλευσης

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΟ Ι ΡΥΜΑ ΚΡΗΤΗΣ ΣΧΟΛΗ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΑΝΑΛΥΣΗ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ

Συµπερασµατικές σκέψεις και προτάσεις

Αρ. Μελέτης: 05 / 2015

ΤΙΤΛΟΣ I ΕΥΡΩΠΑΪΚΑ ΣΧΟΛΕΙΑ

Βρήκαμε πολλά φυτά στο δάσος, αλλά και ήλιο, νερό, αέρα, έδαφος!

ΕΓΧΕΙΡΙ ΙΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ

62 η ΣΥΝΟΔΟΣ ΠΡΥΤΑΝΕΩΝ & ΠΡΟΕΔΡΩΝ Δ.Ε. ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΩΝ

ΦΥΣΙΚΟΣ ΑΕΡΙΣΜΟΣ - ΡΟΣΙΣΜΟΣ

Τρίτη, 23 Μαΐου 2006 Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙ ΕΙΑΣ ΕΚΦΡΑΣΗ - ΕΚΘΕΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. «Για τους όρους αµοιβής και εργασίας των καθηγητών ιδιωτικών τεχνικών και επαγγελµατικών εκπαιδευτηρίων όλης της χώρας»

Το ολοκαύτωμα της Κάσου

Αριθμός 9769/2014 TO ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Μυρσίνη Κοντογιάννη, Πρόεδρο

στο σχέδιο νόµου «Ανασυγκρότηση του Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου και άλλες διατάξεις» Ι. Εισαγωγικές επισηµάνσεις II. Οι επιµέρους ρυθµίσεις:

121(Ι)/2014 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΜΗΧΑΝΟΚΙΝΗΤΩΝ ΟΧΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΡΟΧΑΙΑΣ ΚΙΝΗΣΕΩΣ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 1972 ΕΩΣ (ΑΡ. 2) ΤΟΥ 2014

ΣΧΕ ΙΟ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΥ ΣΧΕ ΙΑΣΜΟΥ ΗΜΟΥ ΝΕΣΤΟΡΙΟΥ

Ο τίτλος της εργασία μας για αυτό το τετράμηνο ήταν «Πολίτες της πόλης μου, πολίτες της οικουμένης». Κλιθήκαμε λοιπόν να γνωρίσουμε καλύτερα την πόλη

Transcript:

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΦΥΤΩΝ-ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΒΟΤΑΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΤΥΠΩΝ ΟΙΚΟΤΟΠΩΝ ΤΗΣ ΑΠΟΞΗΡΑΜΕΝΗΣ ΛΙΜΝΗΣ ΜΟΥΡΙΑΣ Μελέτη της χλωρίδας και βλάστησης και οικολογική διερεύνηση περιβαλλοντικών παραµέτρων στα πλαίσια προγράµµατος πιλοτικού επαναπληµµυρισµού ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ Ι ΑΚΤΟΡΙΚΗ ΙΑΤΡΙΒΗ ΠΑΤΡΑ 2009

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1 1.1 Λειτουργίες και Αξίες των υγροτόπων 1 1.2 Αποξήρανση και υποβάθµιση Μεσογειακών υγροτόπων 2 1.3 Ανάγκη αειφορικής χρήσης και αποκατάστασης Μεσογειακών υγροτόπων 4 1.4 Βασικές αρχές αποκατάστασης υγροτόπων 6 2. ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ-ΣΚΟΠΟΣ 11 3. ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕΛΕΤΗΣ 13 3.1 Ιστορική αναδροµή 13 3.2 Γεωµορφολογία της περιοχής µελέτης 17 3.3 Γεωλογία της περιοχής µελέτης 18 3.4 Υδρογεωλογία της περιοχής µελέτης 20 3.5 Κλίµα 23 3.6 Υφιστάµενη κατάσταση-περιβαλλοντικά προβλήµατα 30 4. ΜΕΘΟ ΟΛΟΓΙΑ 32 4.1 Μελέτη χλωρίδας και βλάστησης 32 4.1.1. Εργασία υπαίθρου 32 4.1.2. Εργαστηριακή επεξεργασία 37 4.2 Εδαφολογικές αναλύσεις 42 4.2.1. Εργασία υπαίθρου 42 4.2.2. Εργαστηριακές αναλύσεις 42 4.3 Αναλύσεις νερού 47 4.3.1. Εργασία υπαίθρου 47 4.3.2. Εργαστηριακές αναλύσεις 47 4.4 Στατιστική επεξεργασία 47 4.5 Πείραµα επαναπληµµυρισµού 48 5. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ-ΣΥΖΗΤΗΣΗ 51 5.1 Χλωριδικός κατάλογος 51 5.2 Χλωριδική ανάλυση 72 5.3 Μονάδες βλάστησης 83 5.4 Εκτίµηση ποικιλότητας µονάδων βλάστησης 122 5.5 Χαρτογράφηση βλάστησης 125 5.6 Εκτίµηση υποβάθµισης των µονάδων βλάστησης 130

5.7 Αποτελέσµατα εδαφολογικών αναλύσεων 143 5.8 Στατιστική επεξεργασία αποτελεσµάτων εδαφολογικών αναλύσεων 166 5.8.1. Συσχέτιση εδαφολογικών παραµέτρων-συντελεστής Spearman 166 5.8.2. Συσχέτιση εδαφικών παραµέτρων και µονάδων βλάστησης 168 5.8.2α.Μέθοδος άµεσης κατάταξης- Ανάλυση κανονικών 168 αντιστοιχιών (CCA) 5.8.2β.Πολυπαραγοντική στατιστική ανάλυση (Factor analysis) 171 5.9 Αποτελέσµατα αναλύσεων νερού 178 5.10 Στατιστική επεξεργασία αποτελεσµάτων αναλύσεων νερού 189 5.10.1. Συσχέτιση χηµικών παραµέτρων νερού Συντελεστής 189 Spearman 5.10.2. Συσχέτιση παραµέτρου νερού και µονάδων βλάστησης 190 5.10.2α. Πολυπαραγοντική στατιστική ανάλυση (Factor 190 analysis) 5.10.2β.Μέθοδος άµεσης κατάταξης- Ανάλυση κανονικών 193 αντιστοιχιών (CCA) 5.11 Αποτελέσµατα πιλοτικού επαναπληµµυρισµού 196 6. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 204 7. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ 212 8. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 220 9. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 235

Εισαγωγή 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1.1 Λειτουργίες και Αξίες των υγροτόπων Οι υγρότοποι και οι παράκτιες περιοχές αποτελούν οικοσυστήµατα µεγάλης οικολογικής αξίας. Ως υγρότοποι ορίζονται οι περιοχές όπου επικρατούν υδροµορφικά εδάφη και είναι κατακλυσµένες ή κορεσµένες µε επιφανειακό ή υπόγειο νερό σε συχνότητα και διάρκεια τέτοια, ώστε να είναι ικανές να στηρίζουν υγροτοπική κατά το πλείστον βλάστηση (Gerakis, 1992). Καθ όλη τη διάρκεια της ιστορίας των πολιτισµών, η εξέλιξη των υγροτοπικών οικοσυστηµάτων υπήρξε στενά συνυφασµένη µε την ανθρώπινη ευηµερία και τη διατήρηση των φυσικών πόρων, ιδίως των υδατικών, των εδαφικών και των γενετικών. Οι παραδοσιακές οικονοµικές δραστηριότητες βασίζονται στους υγρότοπους. Οι αξίες των υγροτόπων περιλαµβάνουν όλα εκείνα τα αγαθά και τις υπηρεσίες που παρέχουν οι υγρότοποι στην ανθρωπότητα. Οι αξίες αυτές µπορεί να είναι άµεσα εκµεταλλεύσιµες, όπως η αρδευτική, η αλιευτική και η γεωργική, ή έµµεσα επωφελείς, όπως η βιολογική, η αναψυχική, η επιστηµονική, η εκπαιδευτική και η πολιτιστική. Οι αξίες ενός υγροτόπου καθορίζονται άµεσα ή έµµεσα από τις λειτουργίες του, δηλαδή το σύνολο των φυσικών, χηµικών και βιολογικών διεργασιών που αυτός επιτελεί. Οι διεργασίες αυτές είναι αποτέλεσµα συνδυασµού πολυάριθµων αλληλεπιδράσεων µεταξύ των δοµικών στοιχείων του υγροτόπου, καθώς και µεταξύ του υγροτόπου και του ευρύτερου περιβάλλοντός του, ιδίως δε της λεκάνης απορροής του. Οι κύριες υγροτοπικές λειτουργίες είναι οι ακόλουθες: - Βιολογική ποικιλότητα. - Στήριξη τροφικών πλεγµάτων. - Αποθήκευση νερού και εµπλουτισµός των υπόγειων υδροφορέων. - Παγίδευση ιζηµάτων και τοξικών ουσιών. - Αποµάκρυνση και µετασχηµατισµός θρεπτικών στοιχείων. - Έλεγχος πληµµυρικών φαινοµένων και σταθεροποίηση ακτών. - Βελτίωση του µικροκλίµατος των παράκτιων περιοχών. Ο αριθµός των λειτουργιών, η σχετική τους σηµασία και ο βαθµός επιτέλεσής τους διαφέρουν από υγρότοπο σε υγρότοπο. Κάθε υγρότοπος είναι ένα µοναδικό οικοσύστηµα, τα γνωρίσµατα του οποίου εξαρτώνται από τα χαρακτηριστικά της λεκάνης απορροής, την τοπογραφική διαµόρφωση, το κλίµα και από πολλούς άλλους παράγοντες (Ζαλίδης et al., 2002). 1

Εισαγωγή 1.2 Αποξήρανση και υποβάθµιση Μεσογειακών υγροτόπων Το ποσοστό κάλυψης των Μεσογειακών χωρών µε υγρότοπους είναι πολύ µικρότερο σε σχέση µε τις βορειότερες χώρες. Για παράδειγµα, στην Ισπανία οι υγρότοποι καλύπτουν µόνο το 0,3% της συνολικής έκτασης της χώρας, ενώ στη Σουηδία, µία περισσότερο ψυχρή και υγρή χώρα, καλύπτουν το 28%. Συνεπώς, τα υγροτοπικά οικοσυστήµατα στις Μεσογειακές χώρες είναι ιδιαιτέρως σηµαντικά και ταυτοχρόνως ευάλωτα στον ασύνετο σχεδιασµό και τη διαχείριση. Αρχαίοι µύθοι της Ανατολικής Μεσογείου και των χωρών της Μέσης Ανατολής, κάνουν λόγο για σχέδια αποξήρανσης υγροτόπων. Εντούτοις, το πρώτο, ίσως, µεγάλο έργο αποξήρανσης υγροτόπου πραγµατοποιήθηκε κατά τη Ρωµαϊκή περίοδο όπου άρχισε η αποξήρανση των Ελών Pontine που για αιώνες ευθύνονταν για τη µεγάλη εξάπλωση της ελονοσίας στην Κεντρική Ιταλία. Μολονότι οι Μεσογειακοί υγρότοποι απειλούνται από πολλές ανθρώπινες δραστηριότητες, δεν έχει εκπονηθεί έως σήµερα αναλυτική µελέτη της υποβάθµισης και της απώλειας υγροτόπων στο σύνολο της Μεσογείου. Παρόλα αυτά, εκτιµάται ότι τα τελευταία 100 έτη εξαφανίσθηκε το 28% των υγροτόπων της Τυνησίας. Για παράδειγµα, η λεκάνη απορροής της Μedjerda παρουσιάζει τη µεγαλύτερη απώλεια υγροτοπικής έκτασης της τάξης του 84%. Κύρια αιτία της απώλειας ήταν η στράγγιση, η αστικοποίηση, η επέκταση των καλλιεργούµενων εδαφών και η κατασκευή φραγµάτων (Ζαλίδης et al., 2002). Μελέτη επίσης της γαλλικής κυβέρνησης έδειξε ότι το 86% των σηµαντικότερων υγροτόπων στη Γαλλία υποβαθµίστηκε εξαιτίας µέτρων πολιτικής που εφαρµόσθηκαν µεταξύ 1964 και 1994 και τα οποία ενθάρρυναν την αποξήρανση των υγροτόπων (Baldock et al., 1984). Τα τελευταία χρόνια η Ισπανία έχει χάσει 40.000 ha των υγροτόπων της, τα τρία τέταρτα των οποίων ήταν συνδεδεµένα µε υδροφορείς. Στους Ρωµαϊκούς χρόνους, το 10% της έκτασης της Ιταλίας (3 εκατοµµύρια ha) αποτελούνταν από υγρότοπους, ενώ έως το 1991 η έκταση αυτή µειώθηκε σε µόνο 300.000 ha (Ζαλίδης et al., 2002). Σε εθνικό επίπεδο, η Ελλάδα αποξήρανε το 60% των υγροτόπων της µεταξύ 1920 και 1969 (Gerakis, 1992), ενώ το ποσοστό αυτό ήταν υψηλότερο στους νοµούς της Ανατολικής, Κεντρικής και υτικής Μακεδονίας, στους οποίους η συνολική έκταση λιµνών µειώθηκε από 58.600 ha σε 36.400 ha και η συνολική έκταση ελών από 98.600 ha σε 5.600 ha (Psilovikos, 1992). Στις αρχές του 20 ου αιώνα και κατά τη µεσοπολεµική περίοδο πραγµατοποιήθηκε η αποξήρανση της λίµνης Καλλιπεύκης (Ν. Λαρίσης) το 1907, της λίµνης 2

Εισαγωγή Γιαννιτσών (Ν. Πέλλας) το 1935 και τον ίδιο χρόνο της Αρτζάν και του Αµατόβου (Ν. Κιλκίς), ενώ το 1936 της λίµνης Αχινού (Ν. Σερρών). Έως και το Β Παγκόσµιο πόλεµο, βασικός στόχος των έργων αποξήρανσης ήταν αφενός η γεωργική εκµετάλλευση των νέων εκτάσεων και αφετέρου η καταπολέµηση της ελονοσίας στις παραλίµνιες περιοχές. Οι µεταπολεµικές αποξηράνσεις άρχισαν το 1950 µε την αποξήρανση της λίµνης Ξυνιάδας (Ν. Φθιώτιδας) το 1950 και ακολούθησαν οι αποξηράνσεις της Λάντζας και της Μαυρούδας (Ν. Θεσσαλονίκης) το 1960, της Κάρλας (Ν. Μαγνησίας) το 1962, της Αγουλινίτσας, της Μουριάς και της Κάστας (Ν. Ηλείας) το 1969 (Κοβάνη, 2002). Από τους 40 συνολικά περίπου µεγάλους υγρότοπους της Ελλάδας που έχουν αποξηρανθεί µέχρι σήµερα, για το 50% δεν υπάρχουν πλέον δυνατότητες επαναδηµιουργίας. Για ένα άλλο ποσοστό 30%, οι δυνατότητες επαναδηµιουργίας είναι άγνωστες και µόνο για ένα ποσοστό 20% υπάρχουν πιθανότητες και είναι δυνατό να εξεταστεί η επαναδηµιουργία τους (Ζαλίδης-Μαντζαβέλας, 1994). Οι αρνητικές δυνάµεις που επιδρούν στον πλούτο των Μεσογειακών υγροτόπων είναι ακόµη ισχυρές. Σήµερα, η επίδραση αυτή σπάνια λαµβάνει µορφή πλήρους αποξήρανσης, αλλά κάνει την εµφάνισή της κυρίως ως υποβάθµιση των λειτουργιών των υφιστάµενων υγροτόπων. Το συνολικό πρόβληµα των Μεσογειακών υγροτόπων είναι απόρροια των µέτρων πολιτικής που λαµβάνονται, για να ικανοποιήσουν τις υδατικές ανάγκες των οικισµών, της γεωργίας και της βιοµηχανίας, καθώς και για την παραγωγή υδροηλεκτρικής ενέργειας. Για παράδειγµα, η αρδευόµενη γεωργία είναι η δραστηριότητα που απαιτεί τη µεγαλύτερη κατανάλωση νερού στη Μεσόγειο. Το περισσότερο αρδευτικό νερό προέρχεται από επιφανειακές πηγές. Η µη αειφορική χρήση του νερού αυτού αποτελεί την κύρια αιτία επιδείνωσης της κατάστασης διαφόρων υγροτόπων της Ελλάδας (Gerakis & Kalburtji, 1998), αλλά και άλλων χωρών. Σε πολλούς επίσης ποταµούς που απορρέουν στη Μεσόγειο έχουν κατασκευαστεί φράγµατα για την παραγωγή υδροηλεκτρικής ενέργειας, την αποθήκευση αρδευτικού νερού αλλά και για την αντιµετώπιση των πληµµυρών. Οι διαταραχές που προκαλούν τα φράγµατα στους κατάντη υγρότοπους έχουν τεκµηριωθεί µε πιο χαρακτηριστικό παράδειγµα, το φράγµα του Ασουάν στο Νείλο. Άλλα λιγότερο γνωστά παραδείγµατα είναι, ο Ροδανός ποταµός στη Γαλλία, και οι ποταµοί Νέστος και Αχελώος στην Ελλάδα (Ζαλίδης et al., 2002). 3

Εισαγωγή Η βιοµηχανία παράλληλα µπορεί να αποτελεί ελάσσονα χρήστη νερού, αποτελεί όµως σηµαντική πηγή ρύπανσης για τους υγρότοπους. Η άµεση και έµµεση εισροή ρύπων από βιοµηχανικές µονάδες, καθώς και η µη σηµειακή ρύπανση, που προέρχεται από τα αγροοικοσυστήµατα της περιµετρικής ζώνης των υγροτόπων, αναγνωρίζονται ως κοινά φαινόµενα σε ολόκληρο τον κόσµο. Οι δυσµενείς επιδράσεις επιδεινώνονται το καλοκαίρι, όταν ο όγκος του νερού των υγροτόπων µειώνεται εξαιτίας της υψηλής εξάτµισης και λόγω της αυξηµένης άντλησης γλυκού νερού για άρδευση. 1.3 Ανάγκη αειφορικής χρήση και αποκατάστασης Μεσογειακών υγροτόπων Σήµερα οι υγρότοποι αποτελούν πιθανώς τα πλέον κινδυνεύοντα οικοσυστήµατα στη Μεσόγειο. Κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, στις χώρες της Μεσογείου έχουν αρχίσει να κάνουν την εµφάνισή τους θετικές δυνάµεις. Μια απόδειξη γι αυτό αποτελούν οι διάφορες διεθνείς συµβάσεις προστασίας του περιβάλλοντος, που έχουν υπογραφεί από την πλειονότητα των Μεσογειακών χωρών, όπως οι συµβάσεις για τις διασυνοριακές µετακινήσεις των επικίνδυνων αποβλήτων, για τη διατήρηση της άγριας ζωής, για την ερηµοποίηση, για τις κλιµατικές αλλαγές, για τη βιοποικιλότητα και κυρίως, η σύµβαση για τους υγρότοπους (Συνθήκη Ramsar), η οποία είναι και η µοναδική διεθνής σύµβαση που αναφέρεται σε έναν συγκεκριµένο τύπο οικοσυστήµατος. Η Σύµβαση για τους υγρότοπους δίνει ιδιαίτερη προσοχή στην αποκατάσταση των υγροτόπων. Αυτό φαίνεται από τις αποφάσεις και τις συστάσεις που έχει υιοθετήσει η ιάσκεψη των Συµβαλλόµενων Μερών και οι οποίες προτείνουν στα κράτη µέλη να αναλάβουν δράσεις αποκατάστασης. Η διάσκεψη που πραγµατοποιήθηκε το Μάιο του 1999, ψήφισε την απόφαση µε αριθµό VII.17 και τίτλο: «Η αποκατάσταση ως στοιχείο του εθνικού σχεδιασµού της διατήρησης και της συνετής χρήσης των υγροτόπων». Η απόφαση εκείνη ανέφερε µεταξύ των άλλων, ότι: «τα Συµβαλλόµενα Μέρη καλούνται να αναγνωρίσουν ότι η αποφυγή της περαιτέρω απώλειας πρέπει να έχει πάντα πρώτη προτεραιότητα. Εντούτοις, ένα εθνικό πρόγραµµα αποκατάστασης, το οποίο θα εφαρµόζεται παράλληλα µε δράσεις προστασίας, µπορεί να προσφέρει επιπρόσθετες ωφέλειες στον άνθρωπο και τη φύση, όταν η αποκατάσταση αποβαίνει οικολογικά, οικονοµικά και κοινωνικά αειφόρος». Η ανωτέρω απόφαση προέτρεπε, επίσης, τα Συµβαλλόµενα Μέρη «να προβούν στην έρευνα των υγροτόπων που έχουν αποξηρανθεί και να εκτιµήσουν τις χαµένες λειτουργίες και αξίες αυτών των υγροτόπων. Πρέπει να συγκεντρωθούν πληροφορίες 4

Εισαγωγή για τη δυνατότητα αποκατάστασης των χαµένων υγροτόπων, για τις ωφέλειες που µπορεί να προκύψουν και για τις προτεραιότητες αποκατάστασης». Στην επόµενη διάσκεψη (Νοέµβριος 2002), υιοθετήθηκε η απόφαση VIII.16 µε τίτλο: «Αρχές και κατευθυντήριες γραµµές αποκατάστασης υγροτόπων». Σε αυτήν τα Συµβαλλόµενα Μέρη αναγνωρίζουν ότι «παρά το αυξανόµενο ενδιαφέρον για την αποκατάσταση υγροτόπων και παρά τις ευκαιρίες αποκατάστασης, οι σχετικές προσπάθειες είναι ακόµη σποραδικές και δεν είναι ενταγµένες σε γενικότερο εθνικό σχεδιασµό. Άτοµα και οργανισµοί που ενδιαφέρονται για την αποκατάσταση εργάζονται µεµονωµένα χωρίς να αξιοποιούν την πείρα που αποκτάται από άλλα έργα». Οι νέες κατευθυντήριες γραµµές της Σύµβασης, αναφέρονται στις γενικές αρχές που θα πρέπει να διέπουν τα έργα αποκατάστασης και σε έναν οδηγό, για το πώς µπορεί κανείς να προχωρήσει από τους σκοπούς και την υλοποίηση προς την εκπόνηση ενός προγράµµατος παρακολούθησης και λήψης διορθωτικών µέτρων (http://www.ramsar.org). Αξιοσηµείωτη είναι επίσης τα τελευταία χρόνια η αύξηση των µελετών και των εκστρατειών ευαισθητοποίησης της κοινής γνώµης, καθώς και η ίδρυση τριών ακόµα επιστηµονικών ιδρυµάτων για τους υγρότοπους, του ΕΚΒΥ στην Ελλάδα, του SEHUMED στην Ισπανία και του ICN στην Πορτογαλία. Οι χώρες της λεκάνης της Μεσογείου έχουν επίσης εκφράσει, µέσω της συµµετοχής τους στην Πρωτοβουλία για τους Υγρότοπους της Μεσογείου (MedWet), τη βούλησή τους να προωθήσουν την υλοποίηση περισσότερων έργων αποκατάστασης σε όλη τη Μεσόγειο (http://www.medwet.org/medwetnew/en/index.asp). Κατά την 1 η συνάντηση της Μεσογειακής Επιτροπής Υγροτόπων, η οποία φιλοξενήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη τον Μάρτιο του 1998, προσδιορίστηκε η ανάγκη για περισσότερη συνεργασία σε ότι αφορά την αποκατάσταση, επισηµάνθηκαν τα κοινά γνωρίσµατα και προβλήµατα των Μεσογειακών υγροτόπων, αλλά και οι ωφέλειες της ανταλλαγής εµπειριών από παρελθόντα και σύγχρονα έργα αποκατάστασης σε διάφορες Μεσογειακές χώρες (Kontos et al., 1999). Τέλος, οι Μεσογειακές χώρες που είναι κράτη µέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως η Ελλάδα, εφαρµόζουν την Οδηγία-Πλαίσιο για τα Ύδατα (2000/60/ΕΕ) σχετικά µε τη συλλογική δράση στο πεδίο της πολιτικής για το νερό (Official Journal of the European Communities, 2000). Η Οδηγία αυτή θα αποτελέσει το κύριο εργαλείο και θα επηρεάσει τη µελλοντική διαχείριση των υδάτων και των υδάτινων οικοσυστηµάτων στην Ευρώπη. Τα κράτη µέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποχρεούνται να εκπονήσουν ολοκληρωµένα διαχειριστικά σχέδια σε επίπεδο 5

Εισαγωγή λεκάνης απορροής. Για την επιτυχή έκβαση των τελευταίων, είναι αναγκαίος ο συγκερασµός όλων των φυσικών διεργασιών και των ανθρώπινων δραστηριοτήτων που επηρεάζουν τον υδρολογικό κύκλο σε επίπεδο λεκάνης απορροής (World Wide Fund for Natura, 2000). Η εφαρµογή αυτής της Οδηγίας αναµένεται να αποφέρει σηµαντικά οφέλη, όπως τη µείωση της ρύπανσης των υδάτων και τη βελτίωση της οικολογικής ποιότητας των εσωτερικών και παράκτιων υδάτινων οικοσυστηµάτων. 1.4 Βασικές αρχές αποκατάστασης υγροτόπων H συνεχής υποβάθµιση των υγροτοπικών οικοσυστηµάτων λόγω των ανθρώπινων δραστηριοτήτων και παρεµβάσεων καθιστά την αποκατάστασή τους αναγκαιότητα των ηµερών µας. Ο όρος αποκατάσταση υγροτόπων, σύµφωνα µε τη βιβλιογραφία (National Research Council 1992, Mitsch & Gosselink 1993, Middleton 1999) αναφέρεται: α) στην ανόρθωση των υφιστάµενων υγροτόπων (Restoration/Enhancement), β) στην αναδηµιουργία χαµένων (π.χ. αποξηραµένων) υγροτόπων (Wetland recreation/wetland mitigation), γ) στη δηµιουργία υγροτόπων σε νέες τοποθεσίες (Wetland creation). Θα πρέπει να τονιστεί ότι ο όρος «αποκατάσταση» δεν αναφέρεται στην επαναφορά του υγροτόπου στις ίδιες ακριβώς συνθήκες που επικρατούσαν πριν την υποβάθµιση. Πρωταρχικός σκοπός των έργων αποκατάστασης θα πρέπει να είναι η επίτευξη, στο µέτρο του δυνατού, της οικολογικής ακεραιότητας του υποβαθµισµένου οικοσυστήµατος. Ακέραιο και αυτοδιατηρούµενο οικοσύστηµα είναι αυτό που έχει ικανότητα αυτοανόρθωσης και είναι ένα αειφόρο σύστηµα ικανό να αφοµοιώσει την καταπόνηση και την αλλαγή (SER, 2004). Τα µέτρα της αποκατάστασης πρέπει να στοχεύουν στην επαναφορά υγροτοπικών λειτουργιών ικανών να ανταποκριθούν στις υφιστάµενες οικολογικές και κοινωνικοοικονοµικές συνθήκες της συγκεκριµένης περιοχής (Ζαλίδης et al., 2002). Στην περιοχή της Μεσογείου έχουν γίνει διάφορες προσπάθειες αποκατάστασης, άλλες λιγότερο και άλλες περισσότερο επιτυχηµένες (Zalidis et al., 1999). Χαρακτηριστικά παραδείγµατα αποτελούν οι προσπάθειες αποκατάστασης της λίµνης Μαυρούδας στην Κεντρική Μακεδονία (Ν. Θεσσαλονίκης) και της λίµνης Κάρλας (Ν. Μαγνησίας). Στα συνηθέστερα εµπόδια προς την επιτυχία ενός έργου αποκατάστασης συγκαταλέγονται: ο µη πρόσφορος σχεδιασµός, η πληµµελής εκτέλεση του σχεδίου 6

Εισαγωγή αποκατάστασης και η παράληψη να εκληφθεί ο υγρότοπος ως τµήµα του ευρύτερου συνόλου µιας εξελισσόµενης λεκάνης απορροής. Θεµελιώδες προαπαιτούµενο για την εκπόνηση ενός έργου αποκατάστασης είναι ο καθορισµός των σκοπών της αποκατάστασης για το συγκεκριµένο τόπο (site). H ύπαρξη σαφών, εφικτών και µετρήσιµων σκοπών, συνιστά το καίριο βήµα προς την επιτυχή έκβαση της αποκατάστασης (Whigham 1999, Ehrenfeld 2000). Οι σκοποί καθοδηγούν την πορεία της υλοποίησης και θέτουν τα κριτήρια για την αξιολόγηση της επιτυχίας. Το ερώτηµα για ποιο λόγο θέλουµε τον υγρότοπο, πρέπει να απαντάται σε συνάρτηση µε τις δυνατότητες και τους περιορισµούς της ευρύτερης περιοχής. Είναι λογικό ότι µια δεδοµένη λεκάνη απορροής µπορεί να εξελιχθεί ή να τροποποιηθεί µόνο µέσα στα όρια που επιτρέπουν οι τοπικές βιοτικές και αβιοτικές συνθήκες. Για να προσδιοριστούν οι σκοποί της αποκατάστασης ενός υγροτόπου απαιτείται γνώση του ιστορικού των συνθηκών, που υπήρχαν πριν την υποβάθµιση, και του είδους των µελλοντικών συνθηκών, που είναι δυνατόν να διαµορφωθούν. Σε ορισµένες περιπτώσεις, η έκταση και το µέγεθος των αλλαγών στη λεκάνη απορροής ενδέχεται να περιορίζουν τη δυνατότητα αποκατάστασης του υγροτόπου. Κατά συνέπεια, ο σχεδιασµός της αποκατάστασης πρέπει να λαµβάνει υπόψη του τις τυχόν µη αναστρέψιµες µεταβολές, που επήλθαν στη λεκάνη απορροής. Η µελέτη και η λεπτοµερής περιγραφή της παρούσας οικολογικής κατάστασης (υδρολογικό ισοζύγιο, φυσικοχηµικές παράµετροι νερού και εδάφους, χλωρίδα, πανίδα, οικολογικές αλληλεπιδράσεις) αποτελούν βασικό στοιχείο του σχεδιασµού ενός έργου αποκατάστασης (Bjork, 1994). Η διερεύνηση των υφιστάµενων υδρολογικών συνθηκών συµβάλλει στην ποσοτικοποίηση της χωρικής και χρονικής κατανοµής του νερού, τόσο εντός του υπό αποκατάσταση υγροτόπου, όσο και στη λεκάνη απορροής στην οποία αυτός ανήκει. Η σύγκριση των υφιστάµενων και αναµενόµενων υδατικών ισοζυγίων για µια λεκάνη απορροής είναι χρήσιµη για τον εντοπισµό τυχόν προβληµάτων παροχής νερού, την εκτίµηση των συνεπειών των προτεινόµενων κατασκευαστικών παρεµβάσεων, καθώς και του µεγέθους άγνωστων υδρολογικών συνιστωσών, όπως της ροής των υπόγειων υδάτων και των απωλειών (Hayes et al., 2000). Παράλληλα η µελέτη των εδαφολογικών συνθηκών και η χαρτογράφηση των διαφορετικών τύπων εδάφους αποτελούν σηµαντικό εργαλείο, δεδοµένου ότι τα ιζήµατα είναι η µνήµη του υγροτοπικού συστήµατος τόσο από βιοτική, όσο και από αβιοτική άποψη και επηρεάζουν τις λειτουργίες του υγροτόπου. Επιπλέον η γνώση 7

Εισαγωγή των ιδιοτήτων του εδάφους βοηθά και στην επιλογή της κατάλληλης τοποθεσίας για την αποκατάσταση του υγροτόπου. Για παράδειγµα, ένα έδαφος µε µεγάλη υδατοπερατότητα δεν µπορεί να επιλεγεί για την εγκατάσταση ενός υγροτόπου, διότι η υποστήριξη των κατάλληλων υδρολογικών συνθηκών δεν είναι δυνατή. Σε µια λεκάνη απορροής περιέχονται αρκετοί διαφορετικοί τύποι εδαφών, ο οποίοι µπορούν να στηρίξουν πληθώρα εδαφικών λειτουργιών. Οι εδαφικές διεργασίες είναι αυτές, που τελικά θα καθορίσουν το βαθµό, στον οποίο οι υγροτοπικές λειτουργίες θα επιτελούνται και θα προσδιορίσουν και το τελικό αποτέλεσµα της αποκατάστασης. Η υγροτοπική βλάστηση επίσης αποτελεί τη «ραχοκοκαλιά» του υγροτοπικού οικοσυστήµατος και καθορίζει το ενδιαίτηµα άλλων υγροτοπικών οργανισµών, ιδιαίτερα των ασπόνδυλων και των σπονδυλωτών ζώων (Verhoeven, 1992). Οι φυτοκοινότητες αποτελούν βασικά συστατικά στοιχεία της βιολογικής ποικιλότητας των υγροτόπων. Μπορούν να χρησιµοποιηθούν ως δείκτες των υγροτοπικών λειτουργιών, διότι τα υδρόβια φυτά παρέχουν φυσική και ενεργειακή στήριξη στο υπόλοιπο τροφικό πλέγµα. Οι βασικότεροι παράγοντες που καθορίζουν τη σύνθεση των ειδών των φυτοκοινοτήτων στους υγρότοπους είναι: η υδροπερίοδος, το βάθος κατάκλυσης, η περιοδικότητα κατάκλυσης, η αλατότητα νερού και εδάφους, η ένταση της βόσκησης, η ισχύς των υδατικών ρευµάτων, η ποιότητα του νερού, ο τύπος εδάφους και το ετήσιο εύρος θερµοκρασίας (Παπαστεργιάδου et al., 2002). Σε ό,τι αφορά στη βλάστηση του υγροτοπικού οικοσυστήµατος, η επιλογή των φυτοκοινοτήτων στόχων πρέπει να εξυπηρετεί τους σκοπούς του εκάστοτε έργου αποκατάστασης. Για παράδειγµα, εάν πρωταρχικός σκοπός είναι η ποικιλότητα της ορνιθοπανίδας, τότε η διάρθρωση του υγροτόπου πρέπει να διαθέτει την καταλληλότερη σύνθεση φυτικών ειδών και την καταλληλότερη δοµή βλάστησης που µπορεί να στηρίξει ο τόπος, προκειµένου να εξασφαλιστούν καταφύγιο, τροφή και ευκαιρίες αναπαραγωγής για το µεγαλύτερο δυνατό αριθµό ειδών πουλιών. Είναι δυνατόν να προκύψουν αντιπαραθέσεις σχετικά µε το αν η προσπάθεια αποκατάστασης ενός υγροτόπου πρέπει να επικεντρωθεί στην αύξηση της ποικιλότητας συνολικά ή στην προώθηση ευνοϊκών συνθηκών για ένα συγκεκριµένο σπάνιο είδος. Η µεγάλη δοµική ποικιλότητα της βλάστησης έχει ως αποτέλεσµα την αύξηση της ποικιλότητας των ειδών. Κατά συνέπεια, από την άποψη της διατήρησης της φύσης, µια λίµνη, για παράδειγµα, µε καλαµώνες και επιπλέοντα και εφυδατικά φυτά είναι εξαιρετικά επιθυµητή, καθώς είναι επωφελής και για όλες τις υπόλοιπες 8

Εισαγωγή οµάδες οργανισµών. Επιθυµητή είναι επίσης και η ποικιλία σε φυσικά γνωρίσµατα, όπως το βάθος, η κατανοµή και ο τύπος ιζήµατος. Για τον καθορισµό της φυτοκοινότητας-στόχου για ένα συγκεκριµένο υγρότοπο, χρειάζεται να συλλεχθούν ποσοτικές πληροφορίες σχετικά µε α) τη σύνθεση και τη δοµή των υφιστάµενων κοινοτήτων, β) τις περιβαλλοντικές συνθήκες του τόπου (κλίµα, υπόστρωµα, υδατικό καθεστώς), γ) τις παρελθούσες και παρούσες πρακτικές διαχείρισης στον τόπο και στη λεκάνη απορροής του (Παπαστεργιάδου et al., 2002). Σε περιπτώσεις αποκατάστασης αποξηραµένων υγροτόπων, η ευκολία επανεγκατάστασης φυτοκοινοτήτων ποικίλλει. Αν πρόκειται για έναν υγρότοπο που παρέµεινε ξηρός για µερικά µόνο έτη, η απλή επαναφορά του υδατικού καθεστώτος ενδέχεται να επιφέρει την επανεγκατάσταση των φυτοκοινοτήτων, δεδοµένου του γεγονότος ότι θα έχουν επιβιώσει πολλά σπέρµατα και άλλα φυτικά αναπαραγωγικά όργανα. Στην περίπτωση όµως ενός υγροτόπου που έχει παραµείνει ξηρός για µεγάλο χρονικό διάστηµα, ενδέχεται να απαιτούνται ειδικές παρεµβάσεις, προκειµένου να επιτευχθεί η επανεγκατάσταση. Παραδείγµατα τέτοιων παρεµβάσεων αποτελούν: η παροχέτευση νερού από τάφρους όπου φύονται φυτά, η σπορά και η φύτευση φυταρίων (Middleton 1999, Ζαλίδης et al. 2002). Εντούτοις κάθε προσπάθεια αποκατάστασης υγροτοπικών οικοσυστηµάτων είναι δυνατόν να καταλήξει σε αποτυχία, εάν εξακολουθούν να υφίστανται οι αιτίες της υποβάθµισης. Συνεπώς είναι πολύ σπουδαίος ο εντοπισµός των αιτιών της υποβάθµισης, τόσο στον υγρότοπο, όσο και στην ευρύτερη λεκάνη απορροής και η εξάλειψη ή η θεραπεία των συνεχιζόµενων καταπονήσεων, όπου αυτό είναι δυνατό. Στα πλαίσια ενός προγράµµατος αποκατάστασης, εκτός από τα επιστηµονικά και τεχνικά θέµατα, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται η σπουδαιότητα των προσδοκιών και των στάσεων του τοπικού πληθυσµού. Η αποκατάσταση των υγροτόπων πρέπει να αποτελεί µια ανοικτή διαδικασία, στην οποία µετέχουν όλα τα ενδιαφερόµενα µέρη των τοπικών κοινωνιών. Η ύπαρξη ή ανυπαρξία υποστήριξης εκ µέρους της τοπικής κοινής γνώµης σε ένα έργο αποκατάστασης, µπορεί να κρίνει την επιτυχία ή την αποτυχία του (La Peyre et al. 2001, Turner 2005). Η συνεργασία µε µετόχους, οργανώσεις και οργανισµούς, που ενδεχοµένως επηρεάζονται από το έργο, µπορεί να συµβάλει στην εξασφάλιση της υποστήριξης που είναι αναγκαία για να προωθηθεί το έργο και για να εξασφαλισθεί η µακροπρόθεσµη διατήρηση των αποκαταστηµένων περιοχών (USEPA, 2000). Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι ένα σχέδιο αποκατάστασης πρέπει πάντα να περιλαµβάνει πρόγνωση για την εξέλιξη του υγροτόπου µετά την αποκατάσταση, 9

Εισαγωγή καθώς και µακροπρόθεσµο πρόγραµµα παρακολούθησης (Monitoring) και διαχείρισης. Επιπροσθέτως, αποφασιστική σηµασία για όλα τα σχέδια αποκατάστασης κατέχει η πρόβλεψη µιας αναµονής µεταξύ των διορθωτικών παρεµβάσεων και της σταθεροποίησης του οικοσυστήµατος. Σύµφωνα µε τους Ruiz-Jaen & Aide (2005), στη φάση της παρακολούθησης και της αξιολόγησης της επιτυχίας ενός έργου αποκατάστασης, ιδιαίτερη βαρύτητα πρέπει να δίνεται στη µελέτη της βιοποικιλότητας, της βλάστησης και της οικολογικής διαδοχής. Για την εκτίµηση των παραπάνω παραµέτρων, αλλά και για την αποτίµηση της προόδου του έργου, χρήσιµη είναι και η σύγκριση του υπό αποκατάσταση υγροτόπου µε υγρότοπους αναφοράς (Hobbs & Norton 1996, Scatolini & Zadler 1996, Streever et al. 1996, Brown & Bedford 1997, Hobbs & Harris 2002, SER 2004). Βέβαια κάθε έργο αποκατάστασης παρουσιάζει τις δικές του µοναδικές συνθήκες και ποτέ δύο οικοσυστήµατα δεν είναι πανοµοιότυπα. Ως εκ τούτου, έχει µεγάλη σηµασία να προσαρµόζεται το έργο στη δεδοµένη κατάσταση και να εκτιµώνται οι διαφορές µεταξύ του τόπου αναφοράς και του υπό αποκατάσταση τόπου. Ίσως ο καταλληλότερος τρόπος για να διασφαλιστεί η µακροπρόθεσµη αειφορία µιας αποκαταστηµένης περιοχής, είναι να ελαχιστοποιηθεί η ανάγκη για συνεχή συντήρησή της, ιδίως σε ό,τι αφορά την άνοδο της στάθµης των υδάτων, τη διαχείριση της βλάστησης ή τη συχνή διόρθωση των βλαβών που προξενούν πληµµυρικά γεγονότα. Οι προσεγγίσεις µε υψηλές απαιτήσεις συντήρησης όχι µόνο διογκώνουν το κόστος του έργου αποκατάστασης, αλλά και θέτουν τη µακροπρόθεσµη επιτυχία του κάτω από την εξάρτηση ανθρώπινων και οικονοµικών πόρων, οι οποίοι ενδέχεται να µην είναι πάντα διαθέσιµοι. Ο σχεδιασµός που ευνοεί την αυτοδιατήρηση εµπεριέχει και την έννοια της προώθησης της οικολογικής ακεραιότητας. 10

Αντικείµενο-Σκοπός 2. ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ-ΣΚΟΠΟΣ Η Λίµνη Μουριά εντοπιζόταν γεωγραφικά στο Ν. Ηλείας, 5km Ν της πόλης του Πύργου κοντά στις εκβολές του Αλφειού ποταµού. Την περίοδο 1967-69 έγινε αποξήρανση της λίµνης προκειµένου να αυξηθεί η καλλιεργήσιµη γη και να αντιµετωπιστεί η ελονοσία που µάστιζε τις παραλίµνιες περιοχές. Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1998, πραγµατοποιήθηκε από το Πανεπιστήµιο Πατρών, τη Νοµαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ηλείας και την Ηλειακή Α.Ε., έρευνα περιβαλλοντικών παραµέτρων και προϋποθέσεων επαναπληµµυρισµού της αποξηραµένης Λίµνης Μουριάς (Γεωργιάδης et al., 1998). Στα πλαίσια της παραπάνω έρευνας, έγινε εκτίµηση του φυσικού δυναµικού και επεξεργασία των σηµαντικότερων τεχνικο-οικονοµικών και οικολογικών παραµέτρων της περιοχής. Ακόµα έχει εξεταστεί η δυνατότητα ανάπτυξης ιχθυοκαλλιέργειας στην περίπτωση του επαναπληµµυρισµού, ενώ παράλληλα έχουν γίνει προτάσεις για την περιβαλλοντική διαχείριση και τη χωροταξική οργάνωση της ευρύτερης περιοχής (Α.Τ.Ε., 1986). Παράλληλα, µε ειδικές µελέτες προβλέπονται οι επιπτώσεις των παραποτάµιων δραστηριοτήτων στην ποιότητα των υδάτων του Αλφειού ποταµού (Γιαννόπουλος & Τσιβόγλου 1992, Ηλιοπούλου-Γεωργουδάκη 1994). Παρόλα αυτά δεν έχει πραγµατοποιηθεί µια ολοκληρωµένη µελέτη αποκατάστασης της λίµνης, αφού µέχρι σήµερα δεν έχουν µελετηθεί εκτενώς οι αβιοτικές παράµετροι, καθώς και η αλληλοσυσχέτισή τους µε τις βιοτικές παραµέτρους, η γνώση των οποίων παίζει ουσιαστικό ρόλο στη διαχείριση και προστασία των υγροτοπικών οικοσυστηµάτων. Η παρούσα διατριβή πραγµατοποιήθηκε στα πλαίσια του προγράµµατος «Μελέτη των αβιοτικών και βιοτικών παραµέτρων της αποξηραµένης λίµνης Μουριάς (Ν. Ηλείας) µε σκοπό τον επαναπληµµυρισµό της» (ΠΕΝΕ 2003). Αντικείµενο του παραπάνω ερευνητικού έργου είναι η µελέτη των αβιοτικών και βιοτικών παραµέτρων της περιοχής της παλιάς λίµνης, µε σκοπό τον πειραµατικό επαναπληµµυρισµό µικρής έκτασης (5 στρέµµατα) και την αειφορική διαχείριση του νέου υγροτοπικού οικοσυστήµατος. Στα πλαίσια του παραπάνω προγράµµατος γίνεται καταµερισµός των ερευνητικών αντικειµένων σε τρεις διδακτορικές διατριβές και προβλέπεται εκτός από τη µελέτη των τύπων οικοτόπων, η έρευνα των υδρολογικών-υδροχηµικών (Καραπάνος, 2009) και γεωλογικών-εδαφολογικών (Χατζηαποστόλου, 2009) παραµέτρων της αποξηραµένης Λίµνης Μουριάς. Το 11

Αντικείµενο-Σκοπός πρόγραµµα πραγµατοποιήθηκε από τα Τµήµατα Γεωλογίας και Βιολογίας του Πανεπιστηµίου Πατρών µε τη συνεργασία της ηµοτικής Αναπτυξιακής Επιχείρησης του Πύργου. Αντικείµενο έρευνας και σκοπός της παρούσας διατριβής είναι: 1. Ο προσδιορισµός και η καταγραφή της χλωρίδας της αποξηραµένης λίµνης Μουριάς. 2. Η χωρολογική ανάλυση καθώς και η ανάλυση βιοµορφών της χλωρίδας. 3. Η αναγνώριση και ο προσδιορισµός των διαφορετικών µονάδων βλάστησης της περιοχής και των τύπων οικοτόπων. 4. Ο προσδιορισµός του βαθµού διαταραχής και της υποβάθµισης των φυσικών οικοτόπων λόγω των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στην περιοχή. 5. Η χαρτογράφηση µε χρήση GIS των τύπων οικοτόπων και η εκτίµηση της διαχρονικής αλλαγής στην έκτασή τους. 6. Η ανάλυση των οικολογικών συνθηκών στις θέσεις ανάπτυξης των επιµέρους µονάδων βλάστησης (φυσικοχηµικές παράµετροι εδάφους και νερού). 7. Η συστηµατική παρακολούθηση του ρυθµού εποικισµού της νέας λίµνης µε φυτικά taxa και της διαδοχής της βλάστησης σε αυτήν. 8. Η διατύπωση διαχειριστικών προτάσεων για την περιοχή στα πλαίσια των αρχών της ολοκληρωµένης διαχείρισης και αποκατάστασης υγροτόπων. 12

Περιοχή µελέτης 3. ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕΛΕΤΗΣ 3.1 Ιστορική αναδροµή Η λίµνη Μουριά εντοπιζόταν γεωγραφικά στο Ν. Ηλείας, 5km Ν της πόλης του Πύργου κοντά στις εκβολές του Αλφειού ποταµού (Εικ. 3.1). Η έκτασή της προσέγγιζε τα 6.560 στρέµµατα, από τα οποία περίπου 6.000 στρέµµατα αποτελούσαν την κυρίως λίµνη που εκτεινόταν Β του σηµερινού δρόµου Πύργου- Σπιάντζας, ενώ τα υπόλοιπα περιελάµβαναν βαλτώδεις εκτάσεις στα Ν του ίδιου δρόµου χωρίς άµεση επικοινωνία µε τη λίµνη (Εικ. 3.2). Μεταξύ των ορίων της λίµνης και της θάλασσας παρεµβαλλόταν ζώνη θινών πλάτους 200 µέχρι 500 µέτρων και ύψους έως 6 µέτρα. Η επικοινωνία µε τη θάλασσα εξασφαλιζόταν µε στόµιο επικοινωνίας (µπούκα) µήκους 400 µέτρων στο ανατολικό άκρο της λίµνης. Η λίµνη είχε µέγιστο βάθος µέχρι 1m και λειτουργούσε ως φυσικός αποδέκτης των νερών της βροχής, των νερών που προέρχονταν από τους µικροχειµάρρους της περιοχής του Πύργου, καθώς και των νερών από την υπερχείλιση του Αλφειού ποταµού. Σύµφωνα µε βιβλιογραφικές αναφορές (Lavrentiades 1964, Γεωργιάδης et al. 1998) οι µονάδες βλάστησης που επικρατούσαν στην περιοχή της λίµνης ήταν οι εξής: - αµµόφιλες φυτοκοινωνίες των κλάσεων Ammophiletea και Cakiletea maritimae, - αλοφυτικές φυτοκοινωνίες των κλάσεων Salicornietea, Arthocnemetea και Thero-Salicornietea, - υγρά λιβάδια της κλάσης Juncetea maritimi, - υδρόβια βλάστηση της λίµνης, βυθισµένη ή επιπλέουσα, - παρόχθιες συστάδες µε ιτιές, φτελιές, λεύκες και αρµυρίκια. Άξια αναφοράς είναι και η πλούσια ορνιθοπανίδα της παλιάς λίµνης Μουριάς, καθώς αποτελούσε σταθµό πολλών µεταναστευτικών πτηνών. Η περιοχή βρίσκεται εντός του λεγόµενου δυτικού αεροδιαδρόµου µετανάστευσης. Την άνοιξη και το φθινόπωρο κάθε έτους, ο ευρύς αυτός διάδροµος που ενώνει τα παράλια της υτικής Ελλάδας από την Κρήτη έως την Ήπειρο, χρησιµοποιείται από τα µεταναστευτικά πτηνά, διότι αποτελεί τµήµα του ταξιδιού τους από την Ευρώπη προς την Αφρική και αντίστροφα. Κατά µήκος του δυτικού αεροδιαδρόµου, οι υγρότοποι έχουν εξέχουσα 13

Περιοχή µελέτης σηµασία, αφού λόγω της υψηλής παραγωγικότητάς τους, παρέχουν τροφή και καταφύγιο στα µεταναστευτικά πτηνά. Όσον αφορά την αλιευτική παραγωγή της λίµνης, πρέπει να σηµειωθεί ότι ήταν επίσης αρκετά µεγάλη και αποτελούσε σηµαντική πηγή εισοδήµατος για το ντόπιο πληθυσµό. Εξέχουσα αλιευτική σηµασία κατείχαν κυρίως τα χέλια, οι κέφαλοι και τα µπαρµπούνια, ενώ σε µικρότερες ποσότητες αλιεύονταν αθερίνες και γαρίδες. Στην περιοχή λειτουργούσε το ιχθυοτροφείο «Μουριά» και η εκµετάλλευσή του γινόταν από τον Αλιευτικό Συνεταιρισµό Μουριάς, που είχε ιδρυθεί το 1964 από κατοίκους των παραλίµνιων κοινοτήτων, κατόπιν σύµβασης µίσθωσης µε το Ελληνικό ηµόσιο. Αν στα κέρδη από την αλιευτική παραγωγή προστεθεί και η οικονοµική ενίσχυση της περιοχής από την κυνηγετική δραστηριότητα (Εικ. 3.4) είναι εµφανής η µεγάλη κοινωνικοοικονοµική αξία του παλιού υγροτόπου. Την περίοδο 1967-69 έγινε αποξήρανση της λίµνης για να αποδοθεί στην γεωργία και για να αντιµετωπιστεί η ελονοσία που µάστιζε τις παραλίµνιες περιοχές (Εικ. 3.3). Μετά την αποξήρανση ακολούθησε αναδασµός στην ευρύτερη περιοχή. Έτσι, ένα πολύ µικρό µέρος της έκτασης της παλιάς λίµνης που γειτόνευε µε ιδιωτικά κτήµατα, ενσωµατώθηκε σ αυτά, ενώ το υπόλοιπο παρέµεινε στην ιδιοκτησία του ηµοσίου. Εκτός από τα απαραίτητα εγγειοβελτιωτικά έργα (διαµόρφωση εδάφους, οδοποιία, αποστραγγιστικό δίκτυο, αρδευτικό δίκτυο κτλ.), που εκτελέστηκαν µετά την αποξήρανση, στην έκταση της κυρίως λίµνης κατά το έτος 1972 έγινε εδαφοβελτίωση µε γύψο. Μετά τη δηµιουργία των δρόµων προσπέλασης και των αρδευτικών και αποστραγγιστικών τάφρων, η έκταση που παρέµεινε ήταν περίπου 5.500 στρέµµατα από τα οποία 5.050 στρέµµατα βρίσκονταν στην έκταση της κυρίως λίµνης και τα υπόλοιπα στρέµµατα στις παλιές βαλτώδεις εκτάσεις κοντά στο δρόµο Πύργου-Σπιάντζας. Μέρος των παραπάνω εκτάσεων (2.545,5 στρέµµατα) έχει παραχωρηθεί σε ιδιώτες παραγωγούς, µε ενοικιαστήρια συµβόλαια και χρησιµοποιούνται για γεωργικές καλλιέργειες ή ως βοσκότοποι. Επίσης, έχουν παραχωρηθεί σε τρίτους, µε ειδικές υπουργικές αποφάσεις, τεµάχια συνολικής έκτασης 515 στρεµµάτων. Συγκεκριµένα, παραχωρήθηκαν 300 στρέµµατα στο ήµο Πύργου για τη δηµιουργία εκθετηρίου γεωργικών και βιοµηχανικών προϊόντων και 50 στρέµµατα για να χρησιµοποιηθούν ως σκουπιδότοπος, 15 στρέµµατα σε τοπική οµάδα για την κατασκευή αθλητικών εγκαταστάσεων, ενώ παραχωρήθηκαν και 150 14

Περιοχή µελέτης στρέµµατα για τη δηµιουργία Ειδικού Κτηνοτροφικού Κέντρου (Γεωργιάδης et al., 1998). Τα απαραχώρητα τεµάχια (2.439,50 στρέµµατα) αποτελούν ως επί το πλείστον άγονα εδάφη εξαιτίας της µεγάλης συγκέντρωσης αλάτων στο έδαφος. Το εισόδηµα που απέφερε η λίµνη Μουριά στους κατοίκους της περιοχής µέσω της αλιείας δεν κατέστη δυνατόν να αποκατασταθεί µε τη γεωργία µετά την αποξήρανση της λίµνης, δεδοµένου ότι η µισή σχεδόν έκταση της παλιάς λίµνης δεν αποτελείται από εδάφη κατάλληλα για καλλιέργεια (Γεωργιάδης et al., 1998). Αποξηραµένη λίµνη Μουριά Εικόνα 3.1: Τοπογραφικός χάρτης περιοχής µελέτης (Γ.Υ.Σ. κλίµακα:1: 50.000). 15

Περιοχή µελέτης Λίµνη Μουριά Βαλτώδεις εκτάσεις Εικόνα 3.2: Λίµνη Μουριά (Γ.Υ.Σ., 1960, κλίµακα:1:30.000). Εικόνα 3.3: Περιοχή Λίµνης Μουριάς µετά την αποξήρανση (Γ.Υ.Σ., 1973, κλίµακα:1:40.000). 16

Περιοχή µελέτης Εικόνα 3.4: Κυνηγοί στην περιοχή της λίµνης Μουριάς (7/11/1952). 3.2 Γεωµορφολογία της περιοχής µελέτης Η περιοχή της αποξηραµένης λίµνης Μουριάς διαµορφώθηκε από τη συνέργεια των ενδογενών γεωλογικών φαινοµένων που ελέγχουν τις ανοδικές κινήσεις του γήινου φλοιού και των φαινοµένων της συνεχούς ιζηµατογένεσης λόγω της δράσης του ποταµού Αλφειού. Οι επικρατούντες άνεµοι (Ν έως Β διευθύνσεως) που ελέγχουν τη δράση των κυµάτων και των παράλληλων προς την ακτή ρευµάτων µπορούν να θεωρηθούν ως οι κύριοι παράγοντες διαµόρφωσης της ακτογραµµής, των φυσικών φραγµάτων άµµου και των αµµοθινών, που µε τη σειρά τους είχαν αποτελέσει και το έναυσµα δηµιουργίας της παλαιάς λίµνης Μουριάς. Η λίµνη της Μουριάς λειτουργούσε ως ο φυσικός αποδέκτης των νερών από µικροχειµάρρους της περιοχής του Πύργου, αλλά περιστασιακά και των επιφανειακών εισροών από τον ίδιο τον Αλφειό ποταµό. Τα έργα αποστράγγισης και οι ευθυγραµµίσεις των φυσικών υδατορρευµάτων αλλοίωσαν εντελώς τη φυσική κατανοµή και την ισορροπία των ιζηµάτων, τα οποία σήµερα αποµακρύνονται από την περιοχή µέσω των αποστραγγιστικών αυλακών και τάφρων. 17

Περιοχή µελέτης Οι λόφοι που περιβάλλουν την περιοχή µελέτης είναι το Βουνό Κατάκολου (κορυφή +83m), οι λόφοι Σκουροχωρίου Γρανιτσέικων- Βυτινέικων (κορυφές +93 και +42m) και τα υψώµατα Πύργου. Οι φυσικοί χείµαρροι που ξεκινούν από αυτούς τους λόφους έχουν µικρές λεκάνες απορροής. Ο κυριότερος φυσικός χείµαρρος (ρέµα Μούτελης), που ξεκινά βόρεια του Πύργου από την περιοχή Αγ. Γεώργιος, εκτρέπεται µέσω συστήµατος διωρύγων και τάφρων αποστράγγισης προς τον Αλφειό ποταµό, ώστε να µην µπορεί να κατακλύσει την περιοχή. Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι, παρά τον τεράστιο όγκο φερτών υλικών που µεταφέρει προς την παράκτια ζώνη ο Αλφειός ποταµός, στην εκβολή του δεν υπάρχει εκτεταµένο δέλτα που να εισχωρεί σηµαντικά στη θάλασσα. Η απουσία σαφώς διαµορφωµένου δέλτα µπορεί να οφείλεται: - στην έντονη δράση των παράκτιων ρευµάτων, που παρασύρουν κυρίως τα λεπτόκοκκα ιζήµατα, - στη σχετικώς µικρή κλίση της κοίτης του ποταµού, ιδίως µετά την Ολυµπία, εξ αιτίας της οποίας τα αδροµερή υλικά αποτίθενται κατά µήκος της κοίτης του αλλά και στις ενδιάµεσες «εσωτερικές» λεκάνες του ποταµού (π.χ. λεκάνη Μεγαλόπολης), - στη συµπίεση των ιζηµάτων που τελικώς παραµένουν στην περιοχή της εκβολής υπό την επίδραση του βάρους των συσσωρευµένων νεότερων ιζηµάτων, - στην κατακράτηση υλικών ανάντη του αρδευτικού φράγµατος Φλόκα, σε συνδυασµό µε την παράλληλη απουσία τροφοδότησης της κοίτης κατάντη του φράγµατος µε φερτά υλικά επιφανειακών απορροών λόγω της κατασκευής αναχωµάτων, - στην έντονη αµµοχαλικοληψία από την κοίτη του ποταµού κατάντη του φράγµατος Φλόκα έως σχεδόν τις εκβολές. Γενικά όλη η έκταση της πρώην λίµνης Μουριάς είναι σχεδόν επίπεδη µε πολύ µικρή κλίση προς τη θάλασσα. Το υψόµετρο της περιοχής κυµαίνεται από +2 µέχρι - 2,2m (Χατζηαποστόλου, 2009). Η είσοδος θαλασσινού νερού στις περιοχές µε αρνητικό υψόµετρο εµποδίζεται από την ύπαρξη αµµωδών αναχωµάτων που βρίσκονται κατά µήκος της παραλιακής ζώνης. Οι χαµηλές αυτές παράκτιες αµµοθίνες, στα νότια της τέως λίµνης, έχουν µέγιστο ύψος περί τα 2m. 3.3 Γεωλογία της περιοχής µελέτης Στην ευρύτερη περιοχή της λίµνης Μουριάς απαντώνται γεωλογικοί σχηµατισµοί της Τεταρτογενούς περιόδου (Πλειστοκαινικής και Ολοκαινικής ηλικίας). 18

Περιοχή µελέτης Παλαιότεροι σχηµατισµοί (Πλειοκαινικής ηλικίας, της βαθµίδας του Βούναργου) αναπτύσσονται στη λοφώδη ζώνη των Βυτινέικων-Γρανιτσέικων και του Πύργου. Αναλυτικότερα, οι κυριότεροι γεωλογικοί σχηµατισµοί στην περιοχή σύµφωνα µε το γεωλογικό χάρτη του Ι.Γ.Μ.Ε. (Φύλλο Πύργου, 1:50.000, 1980, Εικ. 3.5), όπως αυτοί εµφανίζονται από την ακτή προς την ενδοχώρα, είναι οι εξής: - Σηµερινά ιζήµατα ακτής (Hcd): παράκτιες άµµοι και χαλίκια, που εκτείνονται κατά µήκος της σηµερινής ακτογραµµής. - Σύστηµα σηµερινών φυσικών φραγµών (Hdn 3 ): αιολικές άµµοι (θίνες) µικρού ύψους που εκτείνονται σε όλο το µήκος της ακτογραµµής από το Κατάκολο µέχρι την εκβολή του Αλφειού ποταµού, πίσω από το σύστηµα των παράκτιων άµµων. Αυτό το σύστηµα έχει µεγάλη υδρογεωλογική σηµασία, διότι χαρακτηρίζεται από αβαθή υδροφόρο ορίζοντα γλυκού νερού, που αποτρέπει τη διείσδυση θαλασσινού νερού προς την περιοχή της παλιάς λίµνης. - Σύστηµα παλαιότερων φυσικών φραγµών Μουριάς (Hdn 1 ): πρόκειται για παλιές αµµοθίνες σχηµατισµένες πάνω από παλιότερες ακτογραµµές, σε απόσταση 0,5-1km από τη σηµερινή ακτογραµµή. - Λιµνοθαλάσσια ιζήµατα (Ηlg): λεπτόκοκκα κυρίως ιζήµατα (άµµος, ιλύς, άργιλος), πλούσια σε απολιθώµατα. - Αλλουβιακές αποθέσεις (Hal): ποταµοχειµάρρεια ιζήµατα. - Ιζήµατα της ανώτερης κάτω αναβαθµίδας του Αλφειού (Ηt 1 ): ιζήµατα που αποτελούνται από φακοειδούς µορφής εναλλαγές στρωµάτων χαλικιών, κροκαλών, άµµων, αµµοϊλύων και πηλών, καλυπτόµενα από έδαφος. Τα συστατικά των ιζηµάτων αυτών προέρχονται από τη διάβρωση των πετρωµάτων της λεκάνης απορροής του Αλφειού, τα οποία υπάγονται στις γεωτεκτονικές ζώνες Πίνδου και Τριπόλεως. Στα στρώµατα των χαλικιών και των κροκαλών επικρατούν τα ασβεστολιθικά στοιχεία της ζώνης της Πίνδου (λευκότεφροι και λευκοί ασβεστόλιθοι) και σε µικρότερο ποσοστό ασβεστολιθικές κροκάλες και χαλίκια της ζώνης Τριπόλεως. Αισθητή είναι και η παρουσία ψαµµιτικών στοιχείων (ψαµµίτες του Φλύσχη), καθώς και των κερατολιθικών στοιχείων από τους ραδιολαρίτες του Ιουρασικού. Στα αµµώδη στρώµατα κυριαρχούν ασβεστιτικά και κερατολιθικά στοιχεία, αλλά και τεµάχια απολιθωµάτων του Νεογενούς που επανατοποθετήθηκαν στα νεότερα ιζήµατα. - Σχηµατισµός Βούναργου (Pl): άρρυθµες εναλλαγές ασβεστιτικών άµµων, αργίλων και ψαµµιτών. Οι άµµοι είναι λεπτόκοκκες έως µεσόκοκκες και 19

Περιοχή µελέτης χαρακτηρίζονται από ιζηµατογενείς δοµές, που περιέχουν µακρο- και µικροαπολιθώµατα. - Κροκαλοπαγή του Αγ. Ιωάννη (Ptc 2 ) και άµµοι του Τζόγια (Pts). - Παράκτιος ασβεστόλιθος Αγίου Ανδρέα και Κατάκολου (Ptk): ασβεστόλιθος που δοµεί τη χαµηλή λοφώδη ζώνη µεταξύ Αγ. Ανδρέα και Κατάκολου (υψόµετρο +83m). 3.4 Υδρογεωλογία της περιοχής µελέτης Στην περιοχή της Μουριάς σήµερα, εκτός από τα επιφανειακά νερά που εισέρχονται από τους χείµαρρους, σηµαντικός είναι και ο ρόλος των υπόγειων νερών, τα οποία υπάρχουν σε µικρότερο ή µεγαλύτερο βαθµό µέσα σε υδροπερατά στρώµατα. Σε περιοχές τις παλιάς λίµνης που καλύπτονται από λεπτόκοκκα και σχετικώς υδατοστεγή υλικά (στρώµατα αργίλου), τα υπόγεια νερά βρίσκονται υπό συνθήκες αρτεσιανής πίεσης, µέσα σε στρώµατα χαλικιών, κροκαλών και άµµων ποτάµιας προέλευσης. Αυτά τα στρώµατα είναι δυνατό να δίνουν και αναβλύσεις πηγών όταν βρίσκονται σε πολύ µικρό βάθος ή όταν υπάρχει κάποια φυσική τοµή της ποτάµιας αναβαθµίδας του Αλφειού, κοντά στην κοίτη του ποταµού. Υπόγεια υδροφορία αναπτύσσεται επίσης και στα συστήµατα των αµµοθινών και των παλαιών παράκτιων φυσικών φραγµών. Τα υλικά αυτά έχουν γενικά καλό βαθµό διαλογής στο κοκκοµετρικό τους φάσµα και αποτελούν αυτοτελείς υδροφόρους σχηµατισµούς, που σχηµατίζουν επιµήκεις φακοειδούς µορφής υδροφόρους ορίζοντες, οι οποίοι ακολουθούν την πορεία των αµµοθινών και των φυσικών φραγµών. Επειδή συνήθως έχουν ως υπόβαθρο πιο λεπτόκοκκα λιµνοθαλάσσια υλικά, η περίσσεια του νερού αυτού αναβλύζει είτε προς την πλευρά της τέως λίµνης Μουριάς είτε υπογείως προς την παράκτια άµµο και από εκεί προς τη θάλασσα. Ακόµα δεν αποκλείεται να υπάρχει επικοινωνία της περιοχής της Μουριάς µε υπόγειους υδροφορείς, που αναπτύσσονται στα Πλειοκαινικά στρώµατα των λόφων γύρω από τον Πύργο, στην ίδια την περιοχή του Πύργου καθώς και στους λόφους Βυτινέικων-Γρανιτσέικων. Σε βάθη άνω των 30m (αλλά και σε µικρότερα βάθη) στις περιοχές αυτές, αναπτύσσεται αξιόλογη υπόγεια υδροφορία και δεν µπορεί να αποκλειστεί κάποια υδραυλική επικοινωνία µε την τέως λίµνη µέσω γεωλογικών ρηγµάτων. Η εκφόρτιση νερών από την αναβαθµίδα του Αλφειού είναι πάντως η πλέον πιθανή πηγή τροφοδοσίας της περιοχής µελέτης µε υπόγεια νερά (Γεωργιάδης et al., 1998). 20

Περιοχή µελέτης Μηνιαίες µετρήσεις της στάθµης του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα στην περιοχή της τέως λίµνης Μουριάς (Καραπάνος et al., 2008), έδειξαν την πτώση της στάθµης του υδροφόρου ορίζοντα, την αναστροφή της υδραυλικής κλίσης του υδροφόρου και κατά συνέπεια την κίνηση του νερού από τη θάλασσα προς την ενδοχώρα. Η πτώση της στάθµης στην περιοχή οφείλεται στην υπεράντληση νερού από τις τοπικές γεωτρήσεις, αλλά και στη λειτουργία αντλιοστασίων καθ όλη τη διάρκεια του έτους, στα ανατολικά και δυτικά όρια της παλιάς λίµνης, τα οποία οδηγούν τα επιφανειακά νερά προς τη θάλασσα. Τα αντλιοστάσια όµως, εκτός από το επιφανειακό νερό, αντλούν και µέρος της ποσότητας του νερού του υδροφόρου, καθώς το κύριο αποστραγγιστικό κανάλι που βρίσκεται στα κατάντη της περιοχής και συλλέγει τα επιφανειακά νερά όλης της λίµνης τέµνει και τον υδροφόρο ορίζοντα. 21

Περιοχή µελέτης 0 km 1 km Εικόνα 3.5: Γεωλογικός χάρτης περιοχής µελέτης (Ι.Γ.Μ.Ε., Φύλλο Πύργου, 1:50.000, 1980). 22

Περιοχή µελέτης 3.5 Κλίµα Το κλίµα επηρεάζει σηµαντικά τη χλωρίδα και τη βλάστηση µιας περιοχής. Οι κλιµατικοί παράγοντες επιδρούν άµεσα ή έµµεσα στη γεωγραφική κατανοµή ενός είδους, στη φυσιογνωµία του, καθώς και σε άλλες φυσιολογικές διεργασίες, όπως στην άνθηση και την καρποφορία. Στοιχεία που προσδιορίζουν το κλίµα είναι η θερµοκρασία, η υγρασία, οι βροχοπτώσεις, καθώς και η κατανοµή τους κατά τη διάρκεια του έτους. Τα κλιµατολογικά δεδοµένα που χρησιµοποιήθηκαν για την περιγραφή του κλίµατος της περιοχής προέρχονται από τον Μετεωρολογικό Σταθµό της E.M.Y. στον Πύργο, και αφορούν το χρονικό διάστηµα 1975-2004 (Πίνακας 3.1). Πίνακας 3.1: Μετεωρολογικά δεδοµένα για την περιοχή µελέτης. Μ.Σ. Πύργου: Περίοδος 1975-2004, Γεωγραφικό πλάτος: 97º 41', Γεωγραφικό µήκος: 21º 26', υψόµετρο: +2m Θερµοκρασία ºC Μέσος αριθµός ηµερών Μέσο Μέση Μήνες ύψος Μέση Μέση σχετική Μέση υετού µέγιστη ελάχιστη υγρασία Βροχής Οµίχλης ρόσου (mm) (%) I 130,4 9,7 15,0 5,3 74,5 12,7 0,3 3,1 Φ 105,3 10,4 15,5 5,4 72,9 11,3 0,1 3 Μ 70,5 12,5 17,6 7,7 72,0 9,4 0,4 5,5 Α 57,4 15,7 20,0 9,4 71,8 9,2 0,2 8,8 Μ 24,8 19,8 25,5 12,9 69,8 5,4 0,2 11,8 Ι 11,1 24,6 29,9 16,0 65,4 1,5 0 8,5 Ι 10,0 27,0 32,6 17,9 62,4 0,8 0 5,9 Α 21,0 27,0 33,0 18,2 64,5 1,4 0 8,1 Σ 41,6 23,4 29,3 16,2 69,5 6 0,2 11,9 Ο 103,4 19,3 25,4 13,0 73,4 7,8 0,1 11,3 Ν 185,0 14,9 20,2 10,1 75,8 13,9 0 6,9 173,4 11,0 16,1 8,2 76,9 15,6 0,3 4 Έτος 933 17,9 23,3 11,7 70,7 95 Όπως φαίνεται από τον Πίνακα 3.1, οι θερµότεροι µήνες στην περιοχή είναι ο Ιούλιος και ο Αύγουστος (27 ο C), ενώ ο ψυχρότερος µήνας είναι ο Ιανουάριος (9,7 ο C). Η µέση ετήσια θερµοκρασία είναι 17,9 ο C. Η µέση µέγιστη θερµοκρασία που έχει σηµειωθεί στην περιοχή την περίοδο 1975-2004 είναι 33 ο C (Αύγουστος) και η µέση ελάχιστη 5,3 ο C (Ιανουάριος) (Εικ. 3.6). Η σχετική υγρασία είναι επίσης ένας σηµαντικός κλιµατικός παράγοντας, που επηρεάζεται από τη θερµοκρασία του αέρα. Γενικά, η αύξηση της θερµοκρασίας του 23

Περιοχή µελέτης αέρα προκαλεί µείωση της σχετικής υγρασίας και αντίστροφα. Από τις τιµές της σχετικής υγρασίας του Μ.Σ. Πύργου φαίνεται, ότι η υγρασία παρουσιάζει σταδιακή µείωση από το µήνα Φεβρουάριο µέχρι το µήνα Ιούλιο, µήνες δηλαδή κατά τους οποίους αυξάνεται συνεχώς η θερµοκρασία του αέρα. Το υπόλοιπο διάστηµα του έτους, δηλαδή από το µήνα Αύγουστο έως και το µήνα Ιανουάριο, η σχετική υγρασία αυξάνεται σταδιακά, ενώ αντίθετα την ίδια περίοδο η θερµοκρασία του αέρα µειώνεται (Εικ. 3.6, Εικ. 3.7). Θερµoκρασία οc 35 30 25 20 15 10 5 0 Ι Φ Μ Α Μ Ι Ι Α Σ Ο Ν T max T T min Μήνες Εικόνα 3.6: Ετήσια πορεία της µέσης (Τ), ελάχιστης (Τ min) και µέγιστης (T max) µηνιαίας θερµοκρασίας στην περιοχή. Μέση σχετική υγρασία (%) 100,0 80,0 60,0 40,0 20,0 0,0 Ι Φ Μ Α Μ Ι Ι Α Σ Ο Ν Μήνες Εικόνα 3.7: Ετήσια πορεία της µέσης µηνιαίας σχετικής υγρασίας (%) στην περιοχή. Παράλληλα, το µέσο ετήσιο ύψος υετού κατά το διάστηµα 1975-2004 ανέρχεται στα 933mm. Η υγρή περίοδος του έτους διαρκεί από τον Σεπτέµβριο έως τον Απρίλιο 24

Περιοχή µελέτης (Εικ. 3.8), λόγω των Ν και Ν ανέµων των θερµών και ψυχρών µετώπων, τα οποία διασχίζουν τη Μεσόγειο από τα µέσα Σεπτεµβρίου µέχρι και το Μάιο. Ο ξηρότερος µήνας είναι ο Ιούλιος (10,0 mm) και ο υγρότερος ο Νοέµβριος (185 mm). Σηµαντικό στοιχείο αποτελεί επίσης η διακύµανση που παρουσιάζει το ύψος των βροχοπτώσεων στη διάρκεια των ετών σε σχέση µε τη µέση ετήσια τιµή (933mm). Κατά το χρονικό διάστηµα 1975-2004, το µεγαλύτερο ύψος βροχόπτωσης παρατηρείται το 1979 (1685,8 mm) και το µικρότερο το 1989 (426,6 mm). Έτη όπως τα 1976, 1978, 1979, 1980, 1996, 1999, είχαν ετήσια βροχόπτωση πολύ µεγαλύτερη από τη µέση τιµή. Αντίθετα, κατά τα έτη 1989 και 1992, η ετήσια βροχόπτωση ήταν πολύ µειωµένη σε σχέση µε τη µέση τιµή. Η ετήσια αυτή διακύµανση των βροχοπτώσεων είναι ένα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία του µεσογειακού κλίµατος (Εικ. 3.9). Σε όλες τις παραµέτρους του κλίµατος είναι αισθητή η επίδραση της θάλασσας, που είναι εµφανής µε πολλούς τρόπους, όπως: - άµβλυνση ακραίων τιµών θερµοκρασίας, τόσο το χειµώνα όσο και το καλοκαίρι, - επικράτηση θαλάσσιας αύρας κατά τις θερµές ώρες της θερινής περιόδου, - αυξηµένη σχετική υγρασία αέρος. Ύψος βροχόπτωσης 200 180 160 140 120 100 80 60 40 20 0 Ι Φ Μ Α Μ Ι Ι Α Σ Ο Ν Μήνες Εικόνα 3.8: Ετήσια διακύµανση του µηνιαίου µέσου ύψους βροχόπτωσης στην περιοχή. 25

Περιοχή µελέτης Βροχόπτωση (mm) 1800 1600 1400 1200 1000 800 600 400 200 0 1975 1976 1977 1978 1979 1980 1981 1982 1983 1984 1985 1986 1987 1988 1989 1990 1991 1992 1993 1994 1995 1996 1997 1998 1999 2000 2001 2002 2003 2004 Έτος Συνολικό ύψος βροχόπτωσης Εικόνα 3.9: Συνολικό ύψος βροχόπτωσης ανά έτος τη χρονική περίοδο 1975-2004. Προσδιορισµός βιοκλίµατος µε τη µέθοδο των βιοκλιµατικών ορόφων Ο προσδιορισµός του βιοκλίµατος, δηλαδή της βιολογικής έκφρασης του κλίµατος, γίνεται µε βάση τη θερµοκρασία και τις υδατικές συνθήκες, αφού αυτοί είναι οι κλιµατικοί παράγοντες που επηρεάζουν κυρίως την ανάπτυξη και την εξάπλωση των φυτών. Για τον υπολογισµό του βιοκλιµατικού ορόφου χρησιµοποιήθηκε το οµβροθερµικό πηλίκο Q 2 του Emberger. Q 2 =1000P/{[(M + m)/2] (M-m)} (σχέση 1) Όπου: P: η ετήσια βροχόπτωση σε mm. M: ο µέσος όρος των µέγιστων θερµοκρασιών του θερµότερου µήνα σε απόλυτους βαθµούς (-273,2 ο C = 0 K). m: ο µέσος όρος των ελάχιστων θερµοκρασιών του ψυχρότερου µήνα, επίσης σε απόλυτους βαθµούς. Το πηλίκο (Μ+m)/2 εκφράζει τη βιολογική µέση θερµοκρασία, καθώς οι ακραίες θερµοκρασίες επηρεάζουν τη βλάστηση. Επίσης η διαφορά Μ-m δείχνει το εύρος ηπειρωτικότητας του κλίµατος και έµµεσα εκφράζει και τον παράγοντα της 26

Περιοχή µελέτης εξάτµισης. Η τιµή του m ο C προσδιορίζει την ένταση του ψύχους που επικρατεί σε µια περιοχή κατά τη χειµερινή περίοδο. Με βάση τις τιµές του Q 2 και την τιµή του m, οι Emberger-Sauvage συνέταξαν το βιοκλιµατικό διάγραµµα για τη µεσογειακή περιοχή (Εικ. 3.10), το οποίο υποδιαιρείται σε χαρακτηριστικές ζώνες, ώστε ο βαθµός ξηρότητας να αυξάνεται όσο ελαττώνεται η τιµή του Q 2. Οι ζώνες αυτές που ορίζονται από τις καµπύλες αποτελούν τους βιοκλιµατικούς ορόφους ή βιοκλίµατα: 1. Πολύ ξηρό (ερηµικό) κλίµα 2. Ξηρό 3. Ηµίξηρο 4. Ύφυγρο 5. Υγρό 6. Υπέρυγρο 7. Μεσογειακό κλίµα ορέων Οι κατακόρυφες ευθείες διαχωρίζουν κάθε βιοκλιµατικό όροφο σε υπορόφους, λαµβάνοντας υπόψη το µέσο όρο των ελάχιστων θερµοκρασιών του ψυχρότερου µήνα m ο C: 1. Χειµώνας θερµός για m>7 ο C 2. Χειµώνας ήπιος για 3 ο C <m<7 ο C 3. Χειµώνας ψυχρός για 0 ο C <m<3 ο C 4. Χειµώνας δριµύς για -10 ο C <m<0 ο C 5. Χειµώνας πολύ δριµύς για m ο C <-10 ο C Σύµφωνα µε τον Πίνακα 3.1 για την περιοχή µελέτης ο µέσος όρος των µέγιστων θερµοκρασιών του θερµότερου µήνα (Αύγουστος) είναι Μ=306 K (273,2+33 ο C) και ο µέσος όρος των ελάχιστων θερµοκρασιών του ψυχρότερου µήνα (Ιανουάριος) είναι m= 278,3 K (273,2+5,3 ο C). Με βάση τη σχέση 1 η τιµή του οµβροθερµικού πηλίκου Q 2 είναι Q 2 =115,3. Σύµφωνα µε το κλιµατικό διάγραµµα των Emberger-Sauvage (Εικ. 3.10) η περιοχή µελέτης ανήκει στον ύφυγρο βιοκλιµατικό όροφο (Q 2 =115,3) µε ήπιο χειµώνα (m=5,3 ο C). Με βάση τις µέσες τιµές θερµοκρασίας και βροχόπτωσης, κατασκευάστηκε το οµβροθερµικό διάγραµµα κατά Gaussen και Bagnouls (Εικ. 3.11), για τον προσδιορισµό της διάρκειας της περιόδου ξηρασίας στην περιοχή µελέτης. Σύµφωνα µε το οµβροθερµικό διάγραµµα προκύπτει ότι η περιοχή µελέτης χαρακτηρίζεται από µια περίοδο ξηρασίας που εκτείνεται από τον Μάιο έως τον Σεπτέµβριο. 27