«Περίληψη των θέσεων και προτάσεων που εκφράσθηκαν στη Δημόσια Διαβούλευση για τη διαπίστωση συνθηκών αποτελεσματικού ανταγωνισμού στον κλάδο αγοράς και εμπορίας πετρελαιοειδών σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 του ν. 703/1977 όπως ισχύει» Ιούλιος 2008- Αθήνα Ελληνική Δημοκρατία Επιτροπή Ανταγωνισμού
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εισαγωγή... 1 Δομή του κειμένου της περίληψης... 2 2. Ανάλυση Αγορών... 5 2.1 Η Αγορά Διύλισης... 5 2.1.1 Τιμολογιακή Πολιτική... 5 2.1.2 Αποθέματα Ασφαλείας... 7 2.2 Η Αγορά Χονδρικής Εμπορίας... 10 2.2.1 Τιμολογιακή και εκπτωτική πολιτική... 10 2.2.2 Διακίνηση των πετρελαιοειδών... 11 2.3 Η Αγορά Λιανικής... 13 2.3.1 Οι συμβάσεις των επιχειρήσεων λιανικής εμπορίας... 13 2.3.2 Περιορισμοί του ανταγωνισμού... 15 Ελληνική Δημοκρατία Επιτροπή Ανταγωνισμού
Εισαγωγή Στις 27 Μαΐου 2008, η Επιτροπή Ανταγωνισμού δημοσίευσε κείμενο δημόσιας διαβούλευσης με θέμα την επανεξέταση και αξιολόγηση των επιπτώσεων της κανονιστικής παρέμβασής της στον κλάδο αγοράς και εμπορίας πετρελαιοειδών σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 του ν. 703/1977 όπως ισχύει. Για το σκοπό αυτό και σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω άρθρου, η Επιτροπή Ανταγωνισμού, προσκάλεσε όλους τους ενδιαφερόμενους φορείς της αγοράς να απαντήσουν στην ως άνω διαβούλευση εντός του χρονικού πλαισίου από 27 Μαΐου 2008 έως και 27 Ιουνίου 2008. Το παρόν κείμενο παρουσιάζει την περίληψη των απαντήσεων των συμμετεχόντων στο κείμενο της δημόσιας διαβούλευσης όπως ορίζει αναλυτικά το άρθρο 5 του ν. 703/77 όπως ισχύει. Ειδικότερα, σύμφωνα με την παρ. 6 της υπουργικής απόφασης 3716 (ΦΕΚ 926/17.7.2006) που αφορά στη διαδικασία Δημόσιας Διαβούλευσης του άρθρου 5 του ν. 703/1977, η Επιτροπή Ανταγωνισμού εντός δεκαπέντε (15) ημερών από τη λήξη της διαβούλευσης, καταχωρίζει στο διαδικτυακό της τόπο και του Υπουργείου Ανάπτυξης περίληψη των απόψεων, οι οποίες εκφράστηκαν, κατά τρόπο που να διασφαλίζει το απόρρητο της ταυτότητας του προσώπου που τις διατύπωσε. Επίσης, δεν ανακοινώνονται στοιχεία που έχουν χαρακτηριστεί ως εμπιστευτικά από το πρόσωπο που τα διαβίβασε ή τα απέστειλε. Σε κάθε περίπτωση οι απόψεις που παρατίθενται σε περίληψη των συμμετεχόντων στη δημόσια διαβούλευση, δεν απειχούν κατ ανάγκη τις θέσεις και τις απόψεις της Επιτροπής. Ελληνική Δημοκρατία Επιτροπή Ανταγωνισμού 1
Δομή του κειμένου της περίληψης Το ακόλουθο κείμενο αποτελείται από δύο ενότητες. Στην πρώτη ενότητα παρατίθενται οι γενικότερες παρατηρήσεις των συμμετεχόντων αναφορικά με τη διαδικασία της δημόσιας διαβούλευσης και την αποτελεσματικότητα αυτής στην αγορά των πετρελαιοειδών εν γένει. Στη δεύτερη ενότητα παρατίθενται τα κυριότερα σχόλια των συμμετεχόντων που αφορούν στις συνθήκες ανταγωνισμού στις επιμέρους αγορές (διύλιση, χονδρική εμπορία και λιανική διάθεσης). 1. Γενικές Παρατηρήσεις / Επισημάνσεις Ένας συμμετέχων υποστηρίζει ότι η υπ αριθ.334/v/2007 απόφαση της Επιτροπής με θέμα «Λήψη απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 5 του ν.703/77, όπως ισχύει, επί των μέτρων και προτάσεων στον κλάδο της αγοράς και εμπορίας πετρελαιοειδών προϊόντων, έπειτα. από αίτημα του Υπ. Ανάπτυξης για την εξέταση του ανωτέρου κλάδου» δεν εφαρμόστηκε σχεδόν στο σύνολό της έως σήμερα. Έτερος συμμετέχων θεωρεί κατ αρχάς ότι η επανεξέταση του κλάδου μετά από ένα έτος από την θέση σε ισχύ των προτεινόμενων μέτρων, όπως ο νόμος προβλέπει, είναι πρόωρη δεδομένου ότι το διάστημα είναι ιδιαίτερα μικρό για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων, όπως κατ επέκταση είναι πρώιμη η τροποποίηση των ληφθέντων μέτρων ή η λήψη νέων. Ο ίδιος συμμετέχων υποστηρίζει ότι στο νέο κείμενο η Επιτροπή Ανταγωνισμού σε πολλές περιπτώσεις δεν ασχολείται επί της ουσίας με την αποτελεσματικότητα ή αναποτελεσματικότητα των ληφθέντων μέτρων, παρά προσανατολίζεται σε νέα μέτρα χωρίς να επιχειρηματολογεί ως προς την αναγκαιότητα των μέτρων αυτών και τα αναμενόμενα αποτελέσματα από την εφαρμογή τους. Εν κατακλείδι, θεωρεί ότι για την επανεξέταση του κλάδου των πετρελαιοειδών και τη στάθμιση της αναγκαιότητας λήψης νέων μέτρων είναι σημαντικό να συνεκτιμηθεί η υλοποίηση ή μη των προτάσεων της Επιτροπής, καθώς και ο χρόνος υλοποίησης αυτών, ώστε να κριθεί αν έχει μεσολαβήσει ικανός χρόνος για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων από την εφαρμογή των μέτρων. Συνεχίζοντας στην ίδια βάση υποστηρίζει ότι η Επιτροπή επανέρχεται χωρίς επαρκή τεκμηρίωση σε θέσεις που υποστήριξε στο πρώτο κείμενο που έθεσε σε Δημόσια Διαβούλευση (Σεπτέμβριος 2006), καίτοι σε επόμενα στάδια της Διαβούλευσης εγκατέλειψε τις θέσεις αυτές. Ελληνική Δημοκρατία Επιτροπή Ανταγωνισμού 2
Από άλλο συμμετέχοντα προτείνεται στην Επιτροπή να ασκήσει τις κατά νόμο αρμοδιότητές της ώστε να εξασφαλισθεί η εφαρμογή του συνόλου των προτάσεών της και όχι ενός μέρους αυτών. Ακολούθως, έτερος συμμετέχων υποστηρίζει ότι η Επιτροπή έστω και μετά την έκδοση της απόφασής της θα έπρεπε να παρέχει σχετικές διευκρινίσεις, οδηγίες και παραδείγματα εφαρμογής προκειμένου να συμβάλλει στην αποτελεσματική συμμόρφωση. Ένας εκ των συμμετεχόντων προτείνει την επιβολή διαφάνειας των τιμών σε όλα τα στάδια διακίνησης ώστε να γνωστοποιούνται τα περιθώρια κέρδους των εμπλεκομένων στη σχετική αγορά προς όφελος των μεταξύ τους διαπραγματεύσεων και της δημιουργίας κλίματος εμπιστοσύνης στο καταναλωτικό κοινό. Στο ίδιο πλαίσιο προτείνεται από άλλο συμμετέχοντα η καθημερινή δημοσιοποίηση των τιμών των διυλιστηρίων και των εταιριών εμπορίας, καθώς και η διενέργεια τιμοληψιών από το Υπουργείο Ανάπτυξης από τις εταιρίες εμπορίας με παράλληλη δημοσίευση σε εβδομαδιαία βάση των μέσων τιμών χονδρικής, αφαιρουμένων των εκπτώσεων (ανά νομό και πανελλαδικά). Προς την ίδια κατεύθυνση έτερος συμμετέχων υποστηρίζει ότι προέχει η διασφάλιση της τήρησης των υποχρεώσεων γνωστοποίησης των τιμών από όλους τους φορείς της αγοράς πετρελαιοειδών, εμμένοντας στην αναγκαιότητα υλοποίησης της προηγούμενης πρότασης της Επιτροπής για σύσταση του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος Πετρελαίου (ΟΠΣΠ) προκειμένου να επιτευχθεί συστηματική παρακολούθηση της εξέλιξης των τιμών και των εκπτώσεων των πετρελαιοειδών σε όλα τα στάδια της εφοδιαστικής αλυσίδας. Αναφορικά με την ενίσχυση του θεσμικού ρόλου της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ), ο ίδιος θεωρεί ότι θα πρέπει προηγουμένως να αναβαθμισθεί ο ρόλος της ως ανεξάρτητης διοικητικής αρχής και να ενισχυθεί η ανεξαρτησία της μέσω της συνταγματικής κατοχύρωσής της. Από άλλο συμμετέχοντα προτείνεται ο εκσυγχρονισμός της Δημόσιας Διοίκησης με σύγχρονο τεχνολογικό εξοπλισμό για τον καλύτερο έλεγχο της αγοράς πετρελαιοειδών και δημιουργία θεσμικού πλαισίου τέτοιου που θα προβλέπει αποτελεσματική εποπτεία και παρέμβαση της ΡΑΕ στην εν λόγω αγορά, ενώ κατατίθεται και η άποψη για λήψη μέτρων για την ενίσχυση της καταναλωτικής συνείδησης του κοινού. Ελληνική Δημοκρατία Επιτροπή Ανταγωνισμού 3
2. Ανάλυση Αγορών 2.1 Η Αγορά Διύλισης Ως προς την ύπαρξη ή όχι συνθηκών υγιούς ανταγωνισμού, ένας εκ των συμμετεχόντων θεωρεί ότι η ύπαρξη δύο εγχώριων εταιρειών διύλισης δεν αποτελεί ιδιαιτερότητα, ούτε προεξοφλεί την έλλειψη ανταγωνισμού, ο οποίος άλλωστε λειτουργεί αποτελεσματικά στο επίπεδο της χονδρικής προμήθειας των εταιριών εμπορίας, δεδομένου ότι οι εταιρίες εμπορίας παρά το ότι διαθέτουν επαρκείς αποθηκευτικούς χώρους και έχουν πρόσβαση στους αποθηκευτικούς χώρους των διυλιστηρίων για την τήρηση αποθεμάτων ασφαλείας, δεν πραγματοποιούν εισαγωγές αλλά προμηθεύονται καύσιμα από τα εγχώρια διυλιστήρια γιατί προφανώς οι τιμές τους είναι πιο συμφέρουσες από αυτές των εισαγωγών. Ο ίδιος αναφέρει ότι δεν πρέπει να ορίζεται «αγορά διύλισης» με την έννοια που αναπτύσσεται στο κείμενο που τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση, αλλά αγορά χονδρικής προμήθειας των εταιριών εμπορίας σε μεγάλες ποσότητες είτε από τα εγχώρια διυλιστήρια είτε από άλλους προμηθευτές με εισαγωγές. Περεταίρω υποστηρίζει ότι η σχετική γεωγραφική αγορά χονδρικής προμήθειας των εταιριών εμπορίας είναι διεθνής. 2.1.1 Τιμολογιακή Πολιτική Ένας συμμετέχων επισημαίνει την ανάγκη διαφάνειας στην τιμολόγηση των εταιριών διύλισης που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα. Έτερος συμμετέχων θεωρεί ότι στο στάδιο διύλισης βελτιώθηκαν οι συνθήκες ανταγωνισμού με τη γνωστοποίηση της τιμής πώλησης των πετρελαιοειδών της εγχώριας αγοράς από τα διυλιστήρια το αργότερο έως τις 10.00 π.μ. της ημέρας παράδοσης τους. Περαιτέρω, συμφωνεί και με τη διαπίστωση της Επιτροπής σχετικά με την αδιαφάνεια στην διαμόρφωση των προσαυξήσεων, εκτιμώντας παράλληλα ότι τα premium των ελληνικών διυλιστηρίων είναι αρκετά ψηλότερα αντίστοιχων διυλιστηρίων του εξωτερικού (έως 0,022 /λίτρο). Από τρίτο συμμετέχοντα αναφέρεται σχετικά ότι παρόλο που η γνωστοποίηση της τιμής των διυλιστηρίων στις εταιρίες εμπορίας έως τις 10.00 το πρωί της ημέρας παράδοσης επηρέασε θετικά τη λειτουργία της αγοράς, θα ήταν σκόπιμη η γνωστοποίηση της τιμής από την Ελληνική Δημοκρατία Επιτροπή Ανταγωνισμού 4
προηγούμενη ημέρα εξαλείφοντας έτσι την αβεβαιότητα, δεδομένου ότι οι εταιρίες εμπορίας καθορίζουν από την προηγούμενη ημέρα την τιμή πώλησης για την επόμενη. Έτερος συμμετέχων προτείνει τη λήψη νομοθετικού ή διοικητικού μέτρου δυνάμει του οποίου θα επιβάλλεται στις εταιρίες διύλισης αφενός η γνωστοποίηση των τιμών το αργότερο έως τις 06.00 π.μ., ώστε να υφίσταται χρονικό περιθώριο για τις εταιρίες εμπορίας να ενσωματώσουν στη μέση τιμή χονδρικής πώλησης την τιμή των πετρελαιοειδών, αφετέρου η έκδοση αναλυτικής κατάστασης τιμών χρέωσης των υπηρεσιών που προσφέρουν και αντιστοιχούν στις προσαυξήσεις. Ο ίδιος συμμετέχων τάσσεται υπέρ της επαναφοράς του προηγούμενου καθεστώτος τιμολόγησης επί εβδομαδιαίας βάσης καθώς το καθεστώς της εβδομαδιαίας τιμολόγησης των διυλιστηρίων άγει σε μεγαλύτερη διαφάνεια στον τρόπο διαμόρφωσης των τιμών σε όλα τα επίπεδα της αγοράς πετρελαιοειδών. Αντίθετη με το συμπέρασμα της Επιτροπής περί αδιαφάνειας στον τρόπο τιμολόγησης των διυλιστηρίων είναι η τοποθέτηση ετέρου συμμετέχοντα που υποστηρίζει ότι αυτή γίνεται σύμφωνα με τις διεθνείς πρακτικές, δηλ. τις εκτιμήσεις του οίκου Platt s για τη Μεσόγειο και καθορίζεται κατά κανόνα από τις αρχές της προσφοράς και της ζήτησης και όχι στη βάση του κόστους. Άλλος συμμετέχων αναφέρει ότι παρόλο που το 2006 η Επιτροπή δεν επέμεινε στο θέμα του κόστους κτήσης πετρελαίου και τήρησης αποθεμάτων ασφαλείας, χωρίς να προτείνει άλλωστε σχετικά μέτρα, το 2008 επανέρχεται και υποστηρίζει το γεγονός ότι οι εταιρίες διύλισης δεν υπολογίζουν χωριστά τα στοιχεία του κόστους που περιλαμβάνονται στην προσαύξηση (premium) δημιουργεί προβλήματα ανταγωνισμού. Ωστόσο ο ίδιος υποστηρίζει ότι τα πετρελαιοειδή αποτελούν εμπορεύματα (commodities) των οποίων η τιμή πώλησης δεν καθορίζεται με τη λογική του κόστους κτήσης συν το κέρδος (cost plus) αλλά από τη συνεχώς μεταβαλλόμενη διεθνή αγορά πετρελαίου. Περαιτέρω υποστηρίζει ότι σε μια πλήρως απελευθερωμένη αγορά δεν νοείται η αναγωγή τιμών στο κόστος. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι η κανονιστική παρέμβαση της Επιτροπής αναφορικά με την έγκαιρη γνωστοποίηση της τιμής πώλησης από τις εταιρίες διύλισης δεν επηρέασε θετικά τις τιμές λιανικής πώλησης υγρών καυσίμων, δεδομένου ότι ακόμη και αν θεωρητικά μηδενιστεί το καθαρό περιθώριο του διυλιστηρίου, η επίπτωση στην τελική τιμή θα είναι κάτω από ένα λεπτό ανά λίτρο. Επομένως, δεν έχει νόημα η ενασχόληση με την τιμή του διυλιστηρίου όταν στα πρατήρια εμφανίζονται διαφορές που αγγίζουν ακόμη και τα 10 λεπτά ανά λίτρο στον ίδιο οδικό άξονα. Επιπροσθέτως, αναφέρει ότι η μέση τιμή μικτού περιθωρίου εταιριών και πρατηριούχων αυξήθηκε κατά την περίοδο 1/7/08-31/5/08, ενώ αντίθετα το μικτό περιθώριο Ελληνική Δημοκρατία Επιτροπή Ανταγωνισμού 5
διύλισης μειώθηκε το Α τρίμηνο 2008, εξαιτίας της παρατηρούμενης διεθνώς μείωσης των περιθωρίων διύλισης. Σε σχέση με την τιμολογιακή πολιτική των εταιριών διύλισης αναφέρει ότι είναι διαφανής, διότι η τιμή πώλησης του προϊόντος διαμορφώνεται επί τη βάσει της διεθνούς τιμής του όπως δημοσιεύεται στο δελτίο Platts (όπως και στις περιπτώσεις εισαγωγής), στην οποία προστίθεται η βασική προσαύξηση (premium) που συμφωνούν με τους πελάτες τους για κάθε προϊόν και που μένει σταθερή κατά τη διάρκεια της σύμβασης, επί της οποίας χορηγούνται συνήθως εκπτώσεις όγκου. Ο ανωτέρω τρόπος διαμόρφωσης της τελικής τιμής πώλησης εξαλείφει την αβεβαιότητα των εταιριών εμπορίας, οι οποίες δύνανται να γνωρίζουν ομοίως τα στοιχεία που καθορίζουν τις τιμές εισαγωγής. Επισημαίνει δε ότι μόνο στην Ελλάδα ισχύει η υποχρέωση γνωστοποίησης στις Αρχές των τιμών διυλιστηρίου, καθώς μόνο στην Ελλάδα γίνεται διαχωρισμός της αγοράς διύλισης από την αγορά εμπορίας. Συνεχίζοντας, διαπιστώνει ότι οι τιμές των διυλιστηρίων καθορίζονται από τις εισαγωγές και όχι αντιστρόφως, δεδομένου ότι η τιμή Platt s καθορίζεται από τις διεθνείς εμπορικές πράξεις για κάθε προϊόν στην αντίστοιχη περιοχή. Καταλήγοντας, θεωρεί ότι η παρατήρηση της Επιτροπής ότι ο τρόπος τιμολόγησης των διυλιστηρίων ακυρώνει στην πράξη το ενδιαφέρον των ανεξάρτητων πρατηριούχων για πρόσβαση στα διυλιστήρια δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα εφόσον έχει ήδη τεθεί σε ισχύ σύμβαση μεταξύ των διυλιστηρίων και μίας εταιρίας λιανικής πώλησης. 2.1.2 Αποθέματα Ασφαλείας Ένας εκ των συμμετεχόντων επισημαίνει την έλλειψη χωροταξικού σχεδιασμού για τη δημιουργία αποθηκευτικών εγκαταστάσεων. Με τη θέση της Επιτροπής αναφορικά με την ανεπάρκεια των υφιστάμενων αποθηκευτικών χώρων για την τήρηση αποθεμάτων ασφαλείας που περιορίζονται σε αυτούς των διυλιστηρίων, συντάσσεται και άλλος συμμετέχων, δεδομένου ότι οι αποθηκευτικοί χώροι των εταιριών εμπορίας δεν επαρκούν για την κάλυψη των καθημερινών τους αναγκών, ενώ παράλληλα ελάχιστες εγκαταστάσεις έχουν τη δυνατότητα να δεχθούν δεξαμενόπλοια μεγάλης χωρητικότητας (τουλάχιστον 20.000 τόνων) που θα καθιστούσαν συμφέρουσα την πραγματοποίηση εισαγωγών. Ως εκ τούτου και αυτός θεωρεί επιβεβλημένη την εκπόνηση ενός γενικού χωροταξικού σχεδιασμού. Περαιτέρω επισημαίνει τη θετική συμβολή της Επιτροπής στην ολοκλήρωση του κανονισμού τήρησης αποθεμάτων ασφαλείας, ο οποίος παρ όλα αυτά είναι αναποτελεσματικός, καθώς «συντηρεί» το διαπραγματευτικό πλεονέκτημα των διυλιστηρίων ως φορέων πιστοποιημένων αποθηκών, χωρίς παράλληλα να προβλέπονται πουθενά οι προϋποθέσεις παρέμβασης οιουδήποτε κρατικού φορέα (μόνο Ελληνική Δημοκρατία Επιτροπή Ανταγωνισμού 6
κατόπιν καταγγελίας). Ως εκ τούτου, θεωρεί επιβεβλημένη τη συγκρότηση ανεξάρτητου φορέα τήρησης αποθεμάτων ασφαλείας, σύμφωνα και με την πρόταση της Επιτροπής. Ο ίδιος συμμετέχων προς τόνωση των εισαγωγών προτείνει τη θέσπιση δυνατότητας τήρησης αποθεμάτων ασφαλείας σε άλλη χώρα της Ε.Ε. με την ενεργοποίηση του θεσμού των σχετικών διακρατικών συμφωνιών. Έτερος συμμετέχων υποστηρίζει ότι παρά την ολοκλήρωση του Κανονισμού Τήρησης Αποθεμάτων Ασφαλείας, το γεγονός ότι μόνο οι εγχώριες εταιρίες διύλισης διαθέτουν αποθήκες με τις απαιτούμενες προδιαγραφές σε συνδυασμό με την έλλειψη ολοκληρωμένου χωροταξικού σχεδιασμού και την εκτεταμένη γραφειοκρατία για αδειοδότηση, εγείρουν φραγμούς στην πραγματοποίηση εισαγωγών αποθαρρύνοντας παράλληλα τη δημιουργία νέων αποθηκευτικών χώρων. Πέραν των ανωτέρω επισημαίνει το καθεστώς αδιαφάνειας κατά τη διαδικασία πρόσβασης στις αποθήκες των διυλιστηρίων, γεγονός που οφείλεται στη μη γνωστοποίηση από τις εταιρίες διύλισης του τιμήματος για τη τήρηση των αποθεμάτων ασφαλείας με το οποίο επιβαρύνονται οι εταιρίες εμπορίας. Ο ίδιος προτείνει την δημιουργία αποθηκευτικών χώρων από το κράτος με τη σύσταση ενός ανεξάρτητου φορέα ο οποίος θα τηρεί τα αποθέματα ασφαλείας για λογαριασμό των υπόχρεων έναντι καθορισμένου τιμήματος. Καταλήγοντας, τονίζει την ανάγκη άρσης του περιορισμού αναφορικά με την υποχρέωση τήρησης των αποθεμάτων ασφαλείας μόνο εντός της ελληνικής επικράτειας. Διαφορετική θέση υιοθετεί έτερος συμμετέχων αναφέροντας ότι το γεγονός ότι μόνο οι εγχώριες εταιρίες διύλισης διαθέτουν αποθήκες με τις απαιτούμενες προδιαγραφές δεν δίνει σε αυτές συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι των εταιρών εμπορίας, δεδομένου ότι οι προδιαγραφές αυτές είναι οι απολύτως αναγκαίες για την ασφάλεια και προστασία του περιβάλλοντος. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι η τήρηση αποθεμάτων ασφαλείας συνεπάγεται κόστος το οποίο επωμίζονται τα εγχώρια διυλιστήρια διατηρώντας τις τιμές σε ιδιαίτερα ανταγωνιστικά επίπεδα. Αναφέρει δε ότι η σχετική προσαύξηση έχει διατηρηθεί σταθερή και όχι ως ποσοστό επί των τιμών των προϊόντων σε αντίθεση με τα σχετικά κόστη που είναι ποσοστιαία συνάρτηση των διεθνών τιμών και πάντως χαμηλότερο από τις σχετικές εισφορές (ΔΕΤΕ και 1,1% του ν.3054/2002). Η θέση του συνίσταται στο ότι η δραματική αύξηση του κόστους τήρησης αποθεμάτων οδηγεί κατά περίπτωση τις εξαγωγές ανταγωνιστικότερες της εγχώριας αγοράς, ενώ παράλληλα θεωρεί ότι η αγορά πετρελαίου είναι παγκοσμιοποιημένη και δεν θα πρέπει ως σχετική γεωγραφική αγορά να εκλαμβάνεται η ελληνική επικράτεια. Εν κατακλείδι, αντιτίθεται στη σύσταση ανεξάρτητου οργανισμού τήρησης αποθεμάτων δεδομένου ότι το κόστος κτήσης και μόνο αποθεμάτων 90 ημερών με τις τρέχουσες τιμές Ελληνική Δημοκρατία Επιτροπή Ανταγωνισμού 7
ανέρχεται σε 3.8 δις. δολάρια, ποσό που σε τέτοια περίπτωση θα επωμισθεί ο καταναλωτής ή και ο φορολογούμενος πολίτης. Την ίδια άποψη ενστερνίζεται και έτερος συμμετέχων που υποστηρίζει ότι οι αποθηκευτικοί χώροι για την τήρηση αποθεμάτων ασφαλείας δεν αποτελούν «ουσιώδεις υποδομές» (όρος που άλλωστε αναφέρεται μόνο σε περίπτωση ύπαρξης φυσικού μονοπωλίου), καθώς μετά τη θέσπιση του Κανονισμού Τήρησης Αποθεμάτων Ασφαλείας εξασφαλίζεται η πρόσβαση των εταιριών εμπορίας στους χώρους αυτούς. Ο ίδιος συμμετέχων υποστηρίζει ότι παρά την παρέλευση ενός έτους από τη θέση σε ισχύ του νέου Κανονισμού Τήρησης Αποθεμάτων, ο οποίος ρυθμίζει με διαφάνεια την πρόσβαση τρίτων σε αποθήκες τήρησης αποθεμάτων ασφαλείας, κανείς δεν έχει ζητήσει να μισθώσει αποθήκες τήρησης αποθεμάτων ασφαλείας η να αναθέσει την τήρηση αυτών σε πιστοποιημένο φορέα αποθήκευσης. Αναφέρει ότι η υποχρέωση τήρησης αποθεμάτων ασφαλείας δεν συνιστά φραγμό στην πραγματοποίηση εισαγωγών, αντιθέτως δε η απουσία εισαγωγών από εταιρίες εμπορίας σε μακροχρόνια βάση οφείλεται στην ανταγωνιστικότητα των τιμών πώλησης των ελληνικών διυλιστηρίων. Σχετικά με τη διαφάνεια στο κόστος τήρησης αποθεμάτων ασφαλείας ο συμμετέχων αναφέρει ότι παρόλο που δεν αναγράφεται στις συμβάσεις των διυλιστηρίων με τις εταιρίες εμπορίας αλλά περιλαμβάνεται στην προσαύξηση που αναγράφεται στις συμβάσεις, μπορεί παραταύτα να υπολογιστεί από κάθε εταιρία εμπορίας σε περίπτωση εισαγωγών. Καταλήγοντας, αναφορικά με το θέμα τιμολόγησης θεωρεί ότι δεν είναι σκόπιμος ο παραλληλισμός του υπολογισμού του κόστους τήρησης αποθεμάτων ασφαλείας απολογιστικά με τον υπολογισμό των εκπτώσεων όγκου. Ελληνική Δημοκρατία Επιτροπή Ανταγωνισμού 8
2.2 Η Αγορά Χονδρικής Εμπορίας Ένας συμμετέχων υποστηρίζει ότι η αγορά χονδρικής εμπορίας στην Ελλάδα είναι σημαντικά διευρυμένη, ο ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων του κλάδου έχει ενταθεί ιδιαίτερα τον τελευταίο χρόνο με σαφή ένδειξη προς αυτό την παρατηρούμενη τελευταία ανακατανομή και διασπορά των μεριδίων αγοράς θετικά προς τις μικρές εταιρίες. 2.2.1 Τιμολογιακή και εκπτωτική πολιτική Ένας συμμετέχων ισχυρίζεται ότι η θέσπιση αντικειμενικών κριτηρίων εκπτώσεων πρατηρίων δεν βελτιώνει τις συνθήκες ανταγωνισμού, αλλά αντίθετα δημιουργεί ανισότητες υπέρ των πρατηρίων με μεγάλες καταναλώσεις και σημαντικές παράπλευρες δραστηριότητες, (επικράτηση συνθηκών εναρμόνισης σε επίπεδο εμπορίας και σε επίπεδο πρατηρίων). Αναφορικά με τις υποστηρικτικές εκπτώσεις, ο ίδιος υποστηρίζει ότι η υποστηρικτική έκπτωση εν γένει απλώς αναπροσαρμόζει τη βασική, δεν μπορεί να αποτελέσει μέσο εναρμόνισης ή διακριτικής μεταχείρισης μεταξύ ιδιολειτουργούμενων πρατηρίων και πρατηρίων με σύμβαση αποκλειστικής προμήθειας και συνήθως ωφελεί τον καταναλωτή. Ως προς την τιμολόγηση στη χονδρική εμπορία έτερος συμμετέχων υποστηρίζει ότι ο εκ προοιμίου προσδιορισμός τρόπου τιμολόγησης των επιχειρήσεων δεν είναι εφικτός. Όπως ισχυρίζεται, οι παρεχόμενες επί του τιμολογίου εκπτώσεις σε συνδυασμό με την παροχή απολογιστικών και υποστηρικτικών εκπτώσεων δίνουν στις εταιρίες εμπορίας τη δυνατότητα ανταγωνισμού ανά την επικράτεια, εξυπηρετώντας κατ αρχάς την ανάγκη κάλυψης σε καύσιμα κάθε περιοχής της χώρας με ευνοϊκές τιμές για τον καταναλωτή. Ο ίδιος συμμετέχων θεωρεί ότι η αγορά χονδρικής εμπορίας στην Ελλάδα είναι ανταγωνιστική, ενώ η μικρή διάρκεια των συμβάσεων, η διεθνής αύξηση των τιμών, η αυξανόμενη ένταση του ανταγωνισμού και οι με αυξανόμενο κόστος δανεισμού εταιρικές επενδύσεις στους χώρους των πρατηρίων οδηγούν σε σταθερή μείωση της κερδοφορίας των εταιριών εμπορίας κατευθύνοντας τις σε στρατηγικές βελτιστοποίησης επενδύσεων ή και σταδιακής επιχειρηματικής μετάβασης και στον τομέα λιανικής εμπορίας. Λαμβάνοντας θέση επί των προτεινόμενων μέτρων της Επιτροπής Ανταγωνισμού που αφορούσαν στον ενδελεχή έλεγχο των εκπτώσεων που παρέχονται από τις εταιρίες εμπορίας στους πρατηριούχους υγρών καυσίμων, ένας εκ των συμμετεχόντων θεωρεί ότι στερούνται αποτελεσματικότητας στην πράξη, δεδομένου ότι ως μέτρα έχουν επιμέρους μόνο εφαρμογή στην αγορά εμπορίας, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι η αιτία της στρεβλωτικής Ελληνική Δημοκρατία Επιτροπή Ανταγωνισμού 9
συμπεριφοράς σε ό,τι αφορά στο ζήτημα της διαμόρφωσης των τιμών των πετρελαιοειδών προϊόντων σε υψηλά επίπεδα εντοπίζεται στο επίπεδο της αγοράς διύλισης. Σε αντιδιαστολή με τους ανωτέρω, έτερος συμμετέχων αναφέρει ότι η αγορά χονδρικής εμπορίας είναι συγκεντρωμένη όπως υποδεικνύει και το πόρισμα της Επιτροπής σχετικά με τον διακριτικό τρόπο τιμολόγησης και χορήγησης εκπτώσεων από εταιρίες εμπορίας σε βάρος των πρατηριούχων. 2.2.2 Διακίνηση των πετρελαιοειδών Ένας συμμετέχων αναφέρεται στο ισχύον καθεστώς μεταφορών, όπου οι ιδιοκτήτες Δ.Χ. βυτιοφόρων μεταφοράς καυσίμων παρεμβαίνουν αποτελεσματικά ενάντια σε οποιαδήποτε μεταβολή αυτού. Την ίδια άποψη ενστερνίζεται έτερος συμμετέχων επισημαίνοντας τα προβλήματα που δημιουργεί το υφιστάμενο καθεστώς μεταφοράς καυσίμων, με το μέσο κόμιστρο να διατηρείται σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα και προτείνει πλήρη απελευθέρωση της μεταφοράς καυσίμων, προκειμένου να μειωθεί σημαντικά το μέσο κόστος μεταφοράς μέσω της δημιουργίας ανταγωνιστικών συνθηκών μεταξύ των μεταφορέων και της εκμετάλλευσης οικονομιών κλίμακας. Ένας από τους συμμετέχοντες συμφωνεί με την ανάλυση της Επιτροπής αναφορικά με τη μη απελευθέρωση των δημοσίων μεταφορών με βυτιοφόρα αυτοκίνητα ως προς το κόστος μεταφοράς και την ευχέρεια απόκτησης σχετικής άδειας κυκλοφορίας βυτιοφόρου αυτοκινήτου από τις εταιρίες εμπορίας. Επισημαίνει την απαγόρευση συνάψεως συμβάσεων έργου από τις εταιρίες εμπορίας για την χρήση των ΙΧ βυτιοφόρων τους, την αδυναμία ελεύθερης αντικατάστασης των ΙΧ βυτιοφόρων των εταιριών. Με την ίδια θέση συντάσσεται και έτερος συμμετέχων, ο οποίος συμφωνεί πλήρως με την πρόταση της Επιτροπής αναφορικά με την άρση των περιορισμών για την έκδοση νέων αδειών κυκλοφορίας βυτιοφόρων Ι.Χ. Στο ίδιο πνεύμα, ακόμα ένας συμμετέχων συμφωνεί με τις απόψεις της έκθεσης ως προς τη μη απελευθέρωση των δημοσίων μεταφορών με φορτηγά βυτιοφόρα αυτοκίνητα τόσο ως προς το επιβαλλόμενο κόμιστρο μεταφοράς όσο και προς την ευχέρεια απόκτησης σχετικής άδειας κυκλοφορίας Δ.Χ. βυτιοφόρου ή αντίθετα Ι.Χ. βυτιοφόρων από εταιρίες εμπορίας, αναφέροντας περαιτέρω άλλα περιοριστικά μέτρα, όπως την απαγόρευση σύναψης Ελληνική Δημοκρατία Επιτροπή Ανταγωνισμού 10
συμβάσεων έργου από τις εταιρίες εμπορίας για την χρήση των Ι.Χ. βυτιοφόρων τους και την αδυναμία ελεύθερης αντικατάστασης αυτών. Σε ανάλογες διαπιστώσεις καταλήγει και έτερος συμμετέχων υποστηρίζοντας ότι είναι επιβεβλημένη η απελευθέρωση του επαγγέλματος του βυτιοφορέα σε τρεις φάσεις. Σύμφωνα με τις θέσεις του κατά την πρώτη φάση προτείνεται να αρθούν οι περιορισμοί για αντικατάσταση των παλαιών Ι.Χ. βυτιοφόρων των εταιριών, στη δεύτερη φάση προτείνει να εκδοθούν άδειες Ι.Χ. από πρατηριούχους για τη μεταφορά καυσίμων αποκλειστικά για τις ανάγκες των πρατηρίων τους και στην τρίτη φάση να εκδοθούν άδειες Ι.Χ. από πρατηριούχους με νομαρχιακή ή και περιφερειακή ισχύ. Αντίθετος με τις ανωτέρω θέσεις εμφανίζεται έτερος συμμετέχων, ο οποίος ισχυρίζεται ότι τα υπάρχοντα σε κυκλοφορία Φ.Δ.Χ. και Φ.Ι.Χ. βυτιοφόρα επαρκούν για να εξυπηρετήσουν διπλάσια ζήτηση. Κατά συνέπεια και τα ανεξάρτητα πρατήρια μπορούν εύκολα να εξυπηρετηθούν. Ο ίδιος συμμετέχων υποστηρίζει ότι χορηγούνται με υπουργική απόφαση στις εταιρίες εμπορίας άδειες επιπλέον ΦΙΧ βυτιοφόρων από τα ήδη κατέχοντα ανάλογα με τον όγκο πωλήσεων και η δυνατότητα αντικατάστασής τους με νέα συγχρόνων προδιαγραφών εφόσον δεν υπερκαλύπτουν τον αριθμό των δικαιούμενων, ενώ προσκομίζει σχετικό έγγραφο στο οποίο εκφράζεται η ικανοποίηση του κλάδου από την ενέργεια αυτή. Αντίστοιχο δικαίωμα χορήγησης αδειών κυκλοφορίας ΦΙΧ βυτιοφόρων έχουν ήδη οι πωλητές πετρελαίου θέρμανσης Αττικής και Θεσσαλονίκης με προοπτική άμεσης επέκτασης της σχετικής απόφασης πανελλαδικά. Αναφορικά με τον καθορισμό κατώτατων κομίστρων με ΚΥΑ, υποστηρίζει ότι οι κατώτερες τιμές αφορούν μόνο στο κόστος κίνησης, ενώ η παροχή προσωπικής εργασίας καθιστά πιο συμφέρουσα την χρήση των ΦΔΧ από τα πρατήρια, ενώ αντιθέτως η χρήση ΦΙΧ θα επιφέρει επιπλέον κόστος που ο πρατηριούχος θα μετακυλήσει στην λιανική τιμή. Κατά τον ίδιο φορέα η χορήγηση νέων αδειών κυκλοφορίας Φ.Δ.Χ. εξαρτάται αποκλειστικά από τη διαπίστωση από τον αρμόδιο φορέα μεταβολής των μεταφορικών αναγκών της χώρας. Επιπλέον υποστηρίζει ότι ο καθορισμός από τη Διοίκηση κατώτατων ορίων των κομίστρων των εθνικών οδικών μεταφορών αποσκοπεί στην προστασία των καταναλωτών αυτών των μεταφορικών υπηρεσιών. Αναφορικά με την χορήγηση αδειών ΦΙΧ και τους περιορισμούς στην αντικατάστασή τους, ο ίδιος συμμετέχων υποστηρίζει ότι στις εταιρίες εμπορίας πετρελαιοειδών χορηγούνται άδειες κυκλοφορίας ΦΙΧ αυτοκινήτων μεταφοράς υγρών κακυσίμων κατ ελάχιστο αριθμό 2 και μέγιστο μέχρι του αριθμού που καλύπτει το 100% του όγκου πωλήσεών τους, ενώ για την δυνατότητα αντικατάστασης των κυκλοφορούντων Βυτιοφόρων ΦΙΧ των εταιριών έχει εκδοθεί σχετική απόφαση. Επισημαίνει δε ότι τα οποιαδήποτε περιοριστικά μέτρα στη χορήγηση των Ελληνική Δημοκρατία Επιτροπή Ανταγωνισμού 11
φορτηγών αυτοκινήτων αποβλέπουν στην προστασία του περιβάλλοντος, στη στροφή και ανάπτυξη των σιδηροδρομικών και συνδυασμένων μεταφορών, συμβάλλοντας παράλληλα και στην βελτίωση του επιπέδου της οδικής ασφάλειας. 2.3 Η Αγορά Λιανικής 2.3.1 Οι συμβάσεις των επιχειρήσεων λιανικής εμπορίας Ένας συμμετέχων, υπογραμμίζει ότι οι συμβάσεις εμπορικής συνεργασίας είναι απαραίτητες δεδομένου ότι η προοπτική της πενταετούς συνεργασίας επιτρέπει στις εταιρίες εμπορίας να εφαρμόσουν στα πρατήρια την τεχνογνωσία τους, να επενδύσουν σε σύγχρονο εξοπλισμό, τεχνολογία και σε προγράμματα ελέγχου ποιότητας και ποσότητας καυσίμων και επιπροσθέτως να λάβουν μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος και την ασφάλεια των συνεργατών τους και των καταναλωτών, χωρίς τα ανωτέρω να γίνονται με σχετική επιβάρυνση των τιμών. Αναφέρει δε ότι οι δεσμευτικοί όροι στις εν λόγω συμβάσεις αφορούν στην πλειοψηφία τους τη διατήρηση της φήμης της εκάστοτε εταιρίας μέσω του επιπέδου εξυπηρέτησης, των μέτρων ασφαλείας και προστασίας του περιβάλλοντος, πάντα στο μέτρο του αναγκαίου, ενώ η νομιμότητα των προσυμφωνημένων ποινικών ρητρών επαφίεται στην κρίση του Δικαστηρίου. Στο ίδιο πλαίσιο έτερος συμμετέχων υποστηρίζει ότι οι συμβάσεις κινούνται εντός των νομίμων πλαισίων του ελευθέρου ανταγωνισμού, καλύπτοντας πλήρως τους αντισυμβαλλόμενους σε όλα τα στάδια συνεργασίας που προβλέπουν, δεδομένου ότι και οι τιμές είναι γνωστές και συμφωνημένες εκάστοτε μεταξύ των αντισυμβαλλόμενων και δεν υπάρχουν ρήτρες για την περίπτωση υπέρβασης των ορίων κατανάλωσης. Έτερος εκ των συμμετεχόντων δεν φαίνεται να ενστερνίζεται την ανωτέρω θέση, καθώς υποστηρίζει ότι οι μεταξύ των εταιριών εμπορίας και των πρατηριούχων συμβάσεις οδηγούν στη διαμόρφωση των τιμών λιανικής από τις εταιρίες εμπορίας και τη νοθεία/λαθρεμπόριο από τους πρατηριούχους. Τέλος, ένας άλλος συμμετέχων, υποστηρίζει ότι οι συμβάσεις μεταξύ των εταιριών εμπορίας και των πρατηριούχων, θα πρέπει να διερευνηθούν σε βάθος. Ελληνική Δημοκρατία Επιτροπή Ανταγωνισμού 12
2.3.2 Περιορισμοί του ανταγωνισμού Ένας συμμετέχων διατύπωσε την αντίθεσή του προς τη θέση της Επιτροπής σχετικά με την αξιολόγηση των μέτρων και τα προβλήματα ανταγωνισμού στην αγορά λιανικής εμπορίας, υποστηρίζοντας ότι ο περιορισμός ως προς το ωράριο λειτουργίας των πρατηρίων δεν παρεμποδίζει τον ανταγωνισμό, εφόσον κρίνεται γενικότερα ασύμφορη η διανυκτέρευση από τους πρατηριούχους. Η δε πρόταση για χρήση ταμειακών μηχανών κρίνεται αναχρονιστική, όπως και το σημερινό σύστημα παράδοσης καυσίμων, σε αντίθεση με την καθιέρωση συγχρόνων ηλεκτρονικών συστημάτων ελέγχου εισροής-εκροής ποσοτήτων καυσίμων. Αναφορικά με τη δημιουργία πρατηρίων υγρών καυσίμων σε υπεραγορές, υποστηρίζει ότι το πόρισμα της Επιτροπής είναι ανακριβές, δεδομένου ότι επιτρέπεται ήδη η ίδρυση πρατηρίων από υπεραγορές, με την τήρηση όμως των κανόνων ασφαλείας που ισχύουν για όλα τα πρατήρια. Ο ίδιος συμμετέχων υποστηρίζει ότι η αναφορά του πορίσματος της Επιτροπής στο μεγάλο αριθμό πρατηρίων ως παράγοντα επιβάρυνσης των τιμών αφενός αντίκειται ευθέως στη φιλοσοφία του υγιούς ανταγωνισμού, ενώ παράλληλα παραγνωρίζει τις σχετικές ανάγκες που δημιουργούνται από ειδικές γεωγραφικές συνθήκες. Έτερος συμμετέχων καταθέτει ως προβλήματα που λειτουργούν αποτρεπτικά προς τη διενέργεια επενδύσεων και την απεξάρτηση των πρατηρίων από συμβάσεις αποκλειστικότητας τον αποκλεισμό των πρατηρίων από την πρόσβαση τους στα διυλιστήρια και τη στέρηση του δικαιώματος να διαθέτουν ανάλογα με τις ανάγκες τους τα κατάλληλα μεταφορικά μέσα. Ο ίδιος αναφέρει και την έλλειψη αποθηκευτικών χώρων στην περιφέρεια και τα νησιά που αποτρέπει τη δραστηριοποίηση περισσοτέρων εταιριών εμπορίας. Σημειώνεται ότι δεν αντιτίθεται στην τοποθέτηση ταμειακών μηχανών με την προϋπόθεση να υιοθετηθεί ένα σύστημα ελέγχου εισροών εκροών που θα εξασφαλίζει την ποιότητα και την ποσότητα των καυσίμων. Σχετικά με την απελευθέρωση του ωραρίου υποστηρίζει ότι εξαιτίας του μεγάλου αριθμού των εν λειτουργία πρατηρίων ο αριθμός των πρατηρίων που διημερεύει ή διανυκτερεύει είναι ήδη μεγάλος ώστε η απελευθέρωση του ωραρίου θα επέφερε μόνο αύξηση του λειτουργικού κόστους και κατά συνέπεια των τιμών λιανικής. Όσον αφορά στη δημιουργία πρατηρίων υγρών καυσίμων σε υπεραγορές, υποστηρίζει ότι και σήμερα επιτρέπεται με μοναδικούς περιορισμούς που αφορούν στην τήρηση σχετικών κανόνων ασφαλείας. Από τρίτο συμμετέχοντα γίνεται αναφορά στις αδικαιολόγητα μεγάλες αποκλίσεις τιμών μεταξύ πρατηρίων ή περιοχών που ανέρχονται έως και στα 35 λεπτά το λίτρο, οι οποίες θα πρέπει να εξεταστούν αυτεπαγγέλτως από την Επιτροπή Ανταγωνισμού. Ο ίδιος υποστηρίζει Ελληνική Δημοκρατία Επιτροπή Ανταγωνισμού 13
ότι οι συμβάσεις εμπορικής συνεργασίας μεταξύ πρατηριούχων και εταιριών εμπορίας πετρελαιοειδών περιλαμβάνουν περιοριστικούς του ανταγωνισμού όρους στη διακίνηση εμπορευμάτων (αδιαφάνεια, μονομερή καθορισμό και υποκειμενικότητα κριτηρίων αναφορικά με τις τιμές πώλησης και την εκπτωτική πολιτική, διακριτική μεταχείριση μεταξύ μελών του ιδίου δικτύου). Καταλήγοντας, αναφέρεται στην έως σήμερα μη εφαρμογή των σχετικών με την ελεύθερη πρόσβαση των πρατηριούχων στα διυλιστήρια διατάξεων του ν.3335/2005, η οποία στην πράξη παρεμποδίζεται από τις εγχώριες εταιρείες διύλισης. Έτερος συμμετέχων συμφωνεί με την προτεινόμενη επιβολή χρήσης των ταμειακών μηχανών προς περιορισμό του λαθρεμπορίου, της νοθείας και της κερδοσκοπίας, που επιπροσθέτως θα βοηθούσε στη συστηματική καταγραφή των τιμών λιανικής. Θεωρεί δε ότι το κόστος εγκατάστασης των ταμειακών μηχανών θα μπορούσε να επιδοτηθεί από την Πολιτεία. Περαιτέρω, δεν αντιτίθεται στη λειτουργία πρατηρίων από υπεραγορές, θεωρεί όμως ότι θα πρέπει να θεσπιστούν αυστηρότερα μέτρα ασφαλείας και προστασίας του περιβάλλοντος από αυτά που ισχύουν για τα υπόλοιπα πρατήρια ενώ θα πρέπει ταυτόχρονα να εξασφαλιστούν και οι προϋποθέσεις κοινών ανταγωνιστικών όρων με τα υπόλοιπα πρατήρια της χώρας. Συμφωνεί με τη θέση της Επιτροπής αναφορικά με την κατάργηση του ωραρίου λειτουργίας των πρατηρίων, η οποία θεωρεί ότι θα επιφέρει μείωση των τιμών των καυσίμων μέσω της συμπίεσης των εξόδων των πρατηριούχων και της βελτίωσης στην εξυπηρέτηση του καταναλωτή. Τέλος, συντάσσεται με την πρόταση της Επιτροπής για σημάνσεις των τιμών των καυσίμων πρατηρίων ΣΕΑ στις μεγάλες οδικές αρτηρίες για ενημέρωση του καταναλωτή, επισημαίνει ωστόσο ότι το σημαντικό πρόβλημα στους μεγάλους αυτοκινητόδρομούς είναι το ισχύον καθεστώς διαμόρφωσης του καταβαλλόμενου από πλευράς ΣΕΑ ενοικίου (ποσοστό επί του τζίρου των καυσίμων),που επιβαρύνει δυσανάλογα την τελική λιανική τιμή. Προτείνει δε να αναπροσαρμοστούν όλες οι συμβάσεις των εν λειτουργία ΣΕΑ όσον αφορά στο μέρος του ενοικίου που είναι συνδεδεμένο με τα καύσιμα μετατρέποντας το από ποσοστό επί του τζίρου σε λεπτά ανά λίτρο. Ένας άλλος συμμετέχων συμφωνεί με τη χρήση ταμειακών μηχανών από τα πρατήρια και μάλιστα ηλεκτρονικών, συνδεμένων με τις αντλίες. Ο ίδιος συμμετέχων συμφωνεί με την απελευθέρωση του ωραρίου λειτουργίας των πρατηρίων και τη δυνατότητα χρήσης αυτόματων αντλιών πώλησης καυσίμων μέσω πιστωτικών καρτών. Αντιτίθεται δε στην ελεύθερη διάθεση καυσίμων από αλυσίδες υπεραγορών θεωρώντας ότι μακροπρόθεσμα θα οδηγήσει σε μονοπωλιακές καταστάσεις, πέραν της θέσης σε κίνδυνο της δημόσιας ασφάλειας. Ελληνική Δημοκρατία Επιτροπή Ανταγωνισμού 14
Έτερος συμμετέχων υποστηρίζει την ανάγκη τοποθέτησης ταμειακών μηχανών στα πρατήρια και μετάταξης των φορολογικών στοιχείων των πρατηρίων σε βιβλία Β κατηγορίας προκειμένου να καταργηθεί ο όρος του ελάχιστου εμπορικού κέρδους 5%, ώστε να γίνεται η νόμιμη απόδοση του Φ.Π.Α., να ανταγωνίζονται τα πρατήρια σε περιθώρια κάτω του 5% και να υπάρχει διαφάνεια στις πωλούμενες ποσότητες. Από άλλο συμμετέχοντα διατυπώνεται η άποψη ότι για τα προβλήματα ανταγωνισμού στην αγορά λιανικής πώλησης ευθύνεται ο μεγάλος αριθμός πρατηρίων, η ανεπάρκεια μεταφορικών μέσων, το ωράριο λειτουργίας των πρατηρίων και η έλλειψη ταμειακών μηχανών. Ο ίδιος κάνει αναφορά στον τρόπο φορολόγησης των πρατηρίων που οδηγεί στην αδικαιολόγητη με καθαρά οικονομικά κριτήρια ανάπτυξη της λιανικής εμπορίας. Θεωρεί δε ότι στην αγορά διύλισης (χονδρικής προμήθειας των εταιριών εμπορίας κατ αυτόν) λειτουργεί άψογα ο ανταγωνισμός. Κατ αυτόν η Επιτροπή θα πρέπει να στραφεί στην αγορά λιανικής εμπορίας όπου εκτός των άλλων δεν είναι ελέγξιμο το κέρδος των πρατηριούχων. Πέραν των ανωτέρω, προτείνει ενίσχυση των ενεργειών καταπολέμησης της νοθείας, του λαθρεμπορίου και της πειρατείας. Συντάσσεται και με την πρόταση της Επιτροπής Ανταγωνισμού για εγκατάσταση ταμειακών μηχανών στις αντλίες με συχνούς ελέγχους των μετρητών παράδοσης καυσίμων και γνωστοποίηση στο κοινό των παρανομούντων με παράλληλη επιβολή αυστηρών κυρώσεων, καθώς και με την λειτουργία των πρατηρίων πέραν των εργάσιμων ωρών. Σε αντίθεση με τις ανωτέρω παρατιθέμενες προτάσεις, έτερος συμμετέχων ισχυρίζεται ότι η είσοδος στην αγορά λιανικής πώλησης υγρών καυσίμων στα super markets θα επιδεινώσει την τιμολογιακή πολιτική σε βάρος του καταναλωτή δεδομένου ότι στα ήδη υπεράριθμα πρατήρια, όπως ήταν η αρχική διαπίστωση της Επιτροπής θα προστεθούν πέραν των super markets και άλλοι δυνητικοί ανταγωνιστές. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι εάν τα super markets αποκτήσουν δεσπόζουσα θέση στην εν λόγω αγορά, μέσω της μεταξύ τους εναρμόνισης θα οδηγήσουν σε ακόμη μεγαλύτερη αύξηση των τιμών. Στο ίδιο πλαίσιο υποστηρίζει ότι η απελευθέρωση του ωραρίου θα οδηγήσει σε αύξηση των τιμών γιατί θα αυξήσει τα λειτουργικά έξοδα των πρατηρίων χωρίς να μεταβάλει ουσιαστικά τη μέση κατανάλωση ανά πρατήριο. Ο ίδιος συμφωνεί με την τοποθέτηση ταμειακών μηχανών στα πρατήρια μόνο με παράλληλη εγκατάσταση ηλεκτρονικού συστήματος ελέγχου εισροών εκροών, ώστε ο έλεγχος να γίνεται από τις ενδείξεις των αντλιών, προκειμένου να εξασφαλίζεται αυτόματη έκδοση αποδείξεων, άμεση σύλληψη δασμοφοροδιαφυγής, αποτροπή αντιποίησης καυσίμων, έλεγχος διαρροών, έλεγχος μέσω τερματικού των διακινούμενων ποσοτήτων από ΚΕΔΑΚ, αναγνώριση εισφορών εκροών, καταγραφή αποθεμάτων και έλεγχος ελλειμματικών Ελληνική Δημοκρατία Επιτροπή Ανταγωνισμού 15
παραδόσεων. Πέραν των άλλων υποστηρίζει, ότι προκειμένου να λειτουργήσει η πρόσβαση των ανεξάρτητων πρατηρίων στα διυλιστήρια, θα πρέπει αφενός τα διυλιστήρια να συστήσουν από κοινού ένα φορέα που θα επωμισθεί την διευκόλυνση της τιμολόγησης και του εκτελωνισμού των καυσίμων έτσι ώστε να καταστεί εύκολη και η φόρτωση αυτών, αφετέρου δε να αποκτηθούν ΙΧ βυτιοφόρα από ανεξάρτητους πρατηριούχους. Σχετικά με την αναθεώρηση των συμβάσεων των πρατηρίων σε αυτοκινητόδρομους ο ίδιος συμμετέχων αναφέρει ότι τα πρατήρια των εθνικών οδών ανήκουν ιδιοκτησιακά σε μια κλειστή ομάδα και λειτουργούν σε κάποιο βαθμό εναρμονισμένα. Προς την μείωση των τιμών στα πρατήρια των αυτοκινητοδρόμων θα βοηθούσε η μείωση των μεγάλων εγγυητικών των πρατηρίων αυτών προς το ΤΕΟ και η τοποθέτηση ειδικών πινακίδων που θα δείχνουν τιμές αλλά και χιλιομετρικές αποστάσεις από πρατήρια που βρίσκονται σε παράλληλους και κάθετους άξονες με την εθνική οδό. Αναφορικά δε με την αναθεώρηση των συμβάσεων μεταξύ εταιριών και πρατηριούχων, ο ίδιος υποστηρίζει ότι οι ισχύουσες συμβάσεις ευθύνονται για τις μεταξύ των πρατηρίων αποκλίσεις στις τιμές των καυσίμων που φθάνουν τα 15-20 λεπτά, τις ιδιαίτερα μεγάλες πιέσεις στα περιθώρια των πρατηριούχων και την υπερβολική τιμολόγηση του τελικού προϊόντος και προτείνει την αναθεώρηση των συμβάσεων, με ταυτόχρονη συμμετοχή των πρατηριούχων στις εθνικές και κοινοτικές ενισχύσεις για την κάλυψη των αναγκών τους σε υλικοτεχνική υποδομή. Εν συνεχεία αναφέρει ότι συμφωνεί με την επικόλληση ειδικού σήματος με διαφορετικό χρωματισμό όταν υπάρχει διαπιστωμένη νοθεία με ευθύνη του πρατηριούχου, με την προϋπόθεση ότι ως νοθεία θα λογίζονται μόνο οι περιπτώσεις κατά τις οποίες προκύπτει κέρδος και ότι θα λαμβάνεται υπόψη στα πορίσματα περί νοθείας πέραν του ποσοστού νόθευσης και η ποσότητα του δευτερεύοντος προϊόντος στο πρωτεύον. Έτερος συμμετέχων υποστηρίζει ότι ο αριθμός των πρατηρίων στην Ελλάδα δεν είναι αδικαιολόγητα αυξημένος, ούτε ευθύνεται για τις επικρατούσες τιμές. Αναφορικά με την είσοδο των super markets στη λιανική θεωρεί ότι δεν πρέπει να μεταβληθεί η υπάρχουσα κατάσταση, με την συμπληρωματική δέσμευση όσοι εμπορεύονται πετρελαιοειδή προϊόντα να τηρούν τους περιβαλλοντικούς όρους διακίνησης και ανακύκλωσης όπως ο νόμος ορίζει. Ο ίδιος συμμετέχων θεωρεί απαραίτητη την με πιστοποίηση κατοχύρωση των δεξιοτήτων και της άτυπης κατάρτισης του ανθρώπινου δυναμικού του κλάδου, την διασφάλιση επαγγελματικών δικαιωμάτων και την βελτίωση της πληροφόρησης και εκπαίδευσής του. Αναφορικά με την πάταξη του λαθρεμπορίου επισημαίνει ότι θα οδηγήσει σε αύξηση του περιθωρίου των πρατηριούχων, ενώ η ανοχή της πολιτείας υποδεικνύει ότι αποσκοπεί στην διατήρηση χαμηλότερων τιμών λιανικής. Ο ίδιος επισημαίνει την ανάγκη προστασίας των πρατηρίων διάθεσης υγρών καυσίμων και λιπαντικών που λειτουργούν στα νόμιμα πλαίσια, Ελληνική Δημοκρατία Επιτροπή Ανταγωνισμού 16
σε σχέση με αυτά που λειτουργούν χωρίς να διαθέτουν τις προβλεπόμενες από το νόμο υποδομές. Ο συμμετέχων καταλήγοντας θεωρεί ότι η πολιτεία θα πρέπει να λάβει μέτρα, προκειμένου να μην βαρύνεται ο πρατηριούχος αποκλειστικά από το κόστος που επιφέρει η χρήση πιστωτικών καρτών, την πρόσθετη αμοιβή προσωπικού για απασχόληση πέραν του ωραρίου (νύχτα και αργίες) και την ασφάλιση του χρήματος σε περίπτωση ληστείας (εφόσον το 65% του τζίρου αφορά σε φόρους). Ακόμη ένας εκ των συμμετεχόντων θεωρεί ότι δεν συντρέχουν λόγοι απελευθέρωσης του ωραρίου, δεδομένου ότι με το παρόν σύστημα εξυπηρετούνται επαρκώς οι καταναλωτές ενώ δεν θίγονται οι εργαζόμενοι στα πρατήρια, ενώ σε αντίθετη περίπτωση προβλέπεται ότι θα λειτουργούσαν τελικά ελάχιστα πρατήρια σε ορισμένους οδικούς άξονες και μόνο τις ημέρες και ώρες που θα υπήρχε οικονομικό ενδιαφέρον αγνοώντας τις πραγματικές ανάγκες του κοινού, σε βάρος του ανταγωνισμού και των περιφερειακών πρατηρίων. Ο ίδιος αντιπροτείνει στην τοποθέτηση ταμειακών μηχανών ως μέσου αναχρονιστικού την εισαγωγή σύγχρονων ηλεκτρονικών συστημάτων ελέγχου εισροής εκροής ποσοτήτων καυσίμων, προκειμένου να ελέγχονται όχι μόνο οι πρατηριούχοι αλλά και οι εταιρίες εμπορίας και οι βυτιοφορείς, και επιπλέον να εντοπίζονται οι οφειλούμενες σε διαφορές θερμοκρασίας αυξομειώσεις του όγκου των καυσίμων. Ένας άλλος συμμετέχων, υποστηρίζει ότι η απελευθέρωση του ωραρίου μπορεί να οδηγήσει σε μείωση των διανυκτερεύοντων πρατηρίων και επακόλουθη άμβλυνση του ανταγωνισμού, αν δεν υπάρξει προηγούμενη δέσμευση, ενώ ενδέχεται να διευκολύνει τις πιέσεις των εταιριών προς τους πρατηριούχους και των πρατηριούχων προς το προσωπικό τους, επιδεινώνοντας τις συνθήκες εργασίας. Αναφορικά με την ίδρυση πρατηρίων από σούπερ μάρκετ έτερος συμμετέχων, υπογραμμίζει ότι αυτή επιτρέπεται απολύτως με την παράλληλη τήρηση των κανόνων ασφαλείας που ισχύουν για όλα τα πρατήρια, ενώ θεωρεί ότι σε περίπτωση που θα ανατρέπονταν οι κανόνες ασφαλείας προκειμένου να λειτουργήσουν πρατήρια στα πάρκιγκ των σούπερ μάρκετ, αυτά θα διατηρούσαν προσωρινά χαμηλές τιμές μετακυλίοντας το κόστος στα υπόλοιπα προϊόντα τους, τις οποίες θα αύξαναν όταν θα έβγαζαν τους ανταγωνιστές τους από την αγορά. Όσον αφορά στον αριθμό των πρατηρίων ο ίδιος συμμετέχων υποστηρίζει ότι δεν είναι δυνατόν να θεωρείται πρόβλημα, δεδομένου ότι αφενός ευνοεί εξ ορισμού τον ανταγωνισμό, αφετέρου έρχεται σε αντίφαση με την πρόταση της Επιτροπής για τη λειτουργία και άλλων πρατηρίων από σούπερ μάρκετ, και την διαπίστωση της ιδίας ότι οι υψηλές τιμές καυσίμων στις κλειστές εθνικές οδούς οφείλεται κατά βάση στην έλλειψη πολλών ανταγωνιστών. Αναφορικά με τους Ελληνική Δημοκρατία Επιτροπή Ανταγωνισμού 17
περιορισμούς στην πρόσβαση των βενζινοπωλών στα διυλιστήρια αναφέρει ως πραγματικά εμπόδια την «εναρμονισμένη» επιβολή από τα διυλιστήρια υπερβολικών γραφειοκρατικών και τυπικών διαδικασιών στις κοινοπραξίες και τους συνεταιρισμούς, την δυσκολία σύστασης τέτοιων κοινοπραξιών/συνεταιρισμών και τον αποκλεισμό από ατομική πρόσβαση των άλλων ανεξάρτητων βενζινοπωλών και των βενζινοπωλών που έχουν συμβάσεις αποκλειστικής συνεργασίας με εταιρίες εμπορίας. Ένας εκ των συμμετεχόντων θεωρεί ότι μια νέα αναθεώρηση της κείμενης νομοθεσίας προς το σκοπό της διεύρυνσης των φυσικών και νομικών προσώπων που δύνανται να καταστούν δικαιούχοι αδειών λιανικής εμπορίας (είσοδος μεγάλων ανταγωνιστών) δεν θα έχει θετικές επιδράσεις στον ανταγωνισμό και στην διατήρηση των τιμών σε χαμηλά επίπεδα. Τέλος, έτερος συμμετέχων υποστηρίζει ότι θα πρέπει να παραχωρηθεί το δικαίωμα απόκτησης βυτιοφόρων αυτοκινήτων από τα πρατήρια ανάλογα με τις ανάγκες τους. Ελληνική Δημοκρατία Επιτροπή Ανταγωνισμού 18