και να διαβάσετε τέσσερα άκρως ενδιαφέροντα άρθρα. «Ο ρόλος της διατροφής στην προαγωγή της υγείας του ανθρώπου» του Πέτρου Ντίνα.



Σχετικά έγγραφα
Συνοπτική Παρουσίαση. Ελλάδα

ΚΩ ΙΚΑΣ ΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΩΝΥΜΙΑ «ΠΑΠΟΥΤΣΑΝΗΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ»

Προδημοσιεύτηκαν τα τέσσερις πρώτα προγράμματα του νέου ΕΣΠΑ που αφορούν

Διασυνοριακά νερά και διαχειριστικά σχέδια λεκανών

Τοποθέτηση Δημάρχου Γ. Πατούλη. για τεχνικό πρόγραμμα 2010

ΤΕΙ ΗΠΕΙΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΈΓΓΡΑΦΟ Σ.Ε.Ε.Δ.Δ.Ε. ΟΙ ΕΠΙΒΑΡΥΝΣΕΙΣ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟΥ

Δασικά Οικοσυστήματα και Τεχνικά Έργα

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. Ελλείψεις στο φορολογικό νομοσχέδιο. Σοβαρές ελλείψεις στη νέα μορφή του φορολογικού νομοσχεδίου

Όταν το μάθημα της πληροφορικής γίνεται ανθρωποκεντρικό μπορεί να αφορά και την εφηβεία.

Σοφία Γιουρούκου, Ψυχολόγος Συνθετική Ψυχοθεραπεύτρια

Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο

Ασυντήρητες και επικίνδυνες οικοδομές

ΘΕΣΕΙΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΕΣ

ΕΘΝΙΚΗ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

ΗΛΙΟΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΑΥΤΟΣΚΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΤΗΡΙΑΚΟΥ ΚΕΛΥΦΟΥΣ

Δευτέρα, 9 Απριλίου 2012 ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΕΜΠΟΡΙΟΥ & ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΠΕΤΡΑΚΗ 16 Τ.Κ ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ.: FAX:

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. Ακολουθεί ολόκληρη η τοποθέτηση - παρέμβαση του Υπουργού Δ.Μ.&Η.Δ.

Καλές Πρακτικές Πρόληψης και Αντιμετώπισης Ενδοσχολικής Βίας- Σχολική Διαμεσολάβηση

ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗ ΤΗΓΑΝΕΛΑΙΟΥ ΓΙΑΤΙ - ΠΩΣ - ΠΟΤΕ

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΟ ΕΝΤΥΠΟ ΑΡ.20. Φορολογική μεταρρύθμιση Κύπρου Ιούλιος 2002 Αύγουστος Γενικά

Το συνέδριο σας πραγματοποιείται σε μια εξαιρετικά δύσκολη συγκυρία για τον τόπο, την οικονομία της χώρας, την κοινωνία και τον κόσμο της εργασίας.

ΕΥΡΥΖΩΝΙΚΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ ΚΑΙ

ΝΕΑ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ- ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΣΕ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ

Εσωτερικοί Κανονισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης

Ενώνουμε δυνάμεις. Δείγματα Γραφής. Δυναμικά μπροστά ΑΝΔΡΕΑΣ Ζ. ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ. Βουλευτής

Βιοκαλλιέργεια φυτών μεγάλης καλλιέργειας E. Καμπουράκης, MSc, PhD

ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ

Τίτλος Ειδικού Θεματικού Προγράμματος: «Διοίκηση, Οργάνωση και Πληροφορική για Μικρο-μεσαίες Επιχειρήσεις»

ΔΙΑΔΟΣΗ ΘΕΡΜΟΤΗΤΑΣ Φυσική Β' Γυμνασίου. Επιμέλεια: Ιωάννης Γιαμνιαδάκης

ΙΕΘΝΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 183 «για την αναθεώρηση της (αναθεωρηµένης) σύµβασης για την προστασία της µητρότητας,»

ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΣΥΜΒΑΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΗΧΑΝΟΠΟΙΗΜΕΝΗΣ ΜΕΘΟΔΟΥ ΣΠΟΡΑΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΤΕΥΣΗΣ ΣΠΟΡΟΦΥΤΩΝ ΛΑΧΑΝΙΚΩΝ

ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ. Αγγελική Περιστέρη Α 2

Ατομικό ιστορικό νηπίου

Από το ξεκίνημά του ο ΤΙΤΑΝ εκφράζει

1. Εισαγωγή. 2. Καταπολέμηση της φοροδιαφυγής

1 Επιμέλεια: Γράβαλος Βασίλειος, Χρυσανθάκης Ιωάννης

...ακολουθώντας τη ροή... ένα ημερολόγιο εμψύχωσης

11. Προϋπολογισμός Προϋπολογισμός και αποδοτικότητα δημοσίων υπηρεσιών: υφιστάμενη κατάσταση

Οι ΕΔ που χρειάζεται η χώρα

03-00: Βιομάζα για παραγωγή ενέργειας Γενικά ζητήματα εφοδιαστικών αλυσίδων

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΠΑΙΧΝΙΔΙΟΥ

Αρωματικά φυτά της Ελλάδας

OIKONOMIKEΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ

ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ ΜΕ ΤΙΣ ΝΕΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Παρασκευή, 25 Ιανουαρίου 2013 ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΕΜΠΟΡΙΟΥ & ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΠΕΤΡΑΚΗ 16 Τ.Κ ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ.: FAX:

ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΕΜΠΟΡΙΟΥ & ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΠΕΤΡΑΚΗ 16 Τ.Κ ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ.: FAX:

Α. Πολιτιστικοί φορείς Πλήθος φορέων Έδρα Γεωγραφική κατανομή φορέων Νομική μορφή Έτος ίδρυσης...

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ. των Τοπικών Προϊόντων. του Δήμου Σητείας. «Σητείας Γη»

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ

ΚΕΦ. 1 Η ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΣΤΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ

«Συλλογή, μεταφορά και διαχείριση επικίνδυνων στερεών αποβλήτων της Γ.Μ.Μ.Α.Ε. ΛΑΡΚΟ»

Οι 21 όροι του Λένιν

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Νομοθετικές πράξεις) ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

Α. ΟΡΓΑΝΑ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

Πρόγραμμα Σπουδών για το "Νέο Σχολείο"

ΔΕΛΤΙΟ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

Έρευνα Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης

Σκοπός του παιχνιδιού. Περιεχόμενα

ΤΙΜΟΛΟΓΙΟ ΜΕΛΕΤΗΣ ΑΡ. ΜΕΛ.:. ΔΗΜΟΣ: ΚΑΡΥΣΤΟΥ ΕΡΓΟ: ΤΕΧΝΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΑΔΑ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΠΕΤΑΛΟ Δ.Δ.

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΚΑΘΑΡΙΟΤΗΤΑΣ ΔΗΜΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ ΝΟΜΟΥ ΑΤΤΙΚΗΣ

Δαλιάνη Δήμητρα Λίζας Δημήτρης Μπακομήτρου Ελευθερία Ντουφεξιάδης Βαγγέλης

Πρακτικό εργαλείο. για την ταυτοποίηση πρώτου επιπέδου των θυμάτων παράνομης διακίνησης και εμπορίας. τη σεξουαλική εκμετάλλευση

Η Ψυχοπαθολογία του Πολιτικού Του Φ.Μωρόγιαννη *

Πρόγραμμα Σταθερότητας, Ανάπτυξης και Ανασυγκρότησης της χώρας. Ενημερωτικό σημείωμα

Κατερίνα Παναγοπούλου: Δημιουργώντας κοινωνικό κεφάλαιο την εποχή της κρίσης

ΜΝΗΜΟΝΙΟ ΣΥΝΑΝΤΙΛΗΨΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΕΣΜΕΥΤΙΚΗ ΕΙΔΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

ΕΝΤΟΛΕΑΣ: ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ:

Ησυμβολή των αυτοκρατόρων και των μελών των οικογενειών

Παραβατικότητα Ανηλίκων και Πρόγραμμα Κυκλοφοριακής Αγωγής «ΕΡΜΗΣ» ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΠΙΜΕΛΗΤΩΝ ΑΝΗΛΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΝΗΛΙΚΩΝ ΑΘΗΝΑΣ

Σχολή Αναρρίχησης Βράχου Μέσου Επιπέδου Άνοιξη 2014

αρχαιολόγος- μουσειολόγος- ξεναγός, ΜΑ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΑΒΑΛΑΣ Σχ ολή Διοίκησή και Οικονομίας Τμήμα Λογιστική

ΑΠΟΦΑΣΗ 32 ου ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ Π.Ο.Σ.Ε.Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. Καλαμπάκα, 4 & 5 Μαΐου 2014

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΡΙΘΜ. ΠΡΩΤ. : ΝΟΜΟΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ ΑΜΥΝΤΑΙΟ 11/09/2015 ΔΗΜΟΣ ΑΜΥΝΤΑΙΟΥ

ΠΡΟΣΩ ΟΛΟΤΑΧΩΣ! ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Η ΑΥΤΕΠΑΓΓΕΛΤΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΩΝ ΜΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ. ( Διοικητική Ενημέρωση, τ.51, Οκτώβριος Νοέμβριος Δεκέμβριος 2009)

ΧΙΙΙ Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας

Ευρώπη: Μια κοινότητα αξιών

ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΦΙΛΕΛΛΗΝΩΝ & ΨΥΛΛΑ ΑΘΗΝΑ Τηλ Fax adedy@adedy.gr, adedy1@adedy.gr

ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ

ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΚΤΙΑ ΖΩΝΗ ΣΚΑΡΑΜΑΓΚΑ- ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ ΜΕ ΤΗ ΛΙΜΝΗ ΚΟΥΜΟΥΝΔΟΥΡΟΥ

ΜΗ ΤΥΠΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΜΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΙΣ ΑΓΟΡΕΣ

Ευρετήριο πινάκων. Ασκήσεις και υπομνήματα

ΑΒΒΑΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, ΜΙΑ ΑΓΝΩΣΤΗ ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΤΗΣ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑΣ ΚΑΙ Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΩΝ ΘΑΝΑΣΙΜΩΝ ΠΑΘΩΝ

Του Σταύρου Ν. PhD Ψυχολόγου Αθλητικού Ψυχολόγου

ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΟΚΗΡΥΞΗΣ αριθμ /605/ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΑΝΟΙΚΤΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΚΗΡΥΞΗ ΑΝΑΔΟΧΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

Συνεταιριστική Οικονομία

ΑΜΕΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΣΤΕΓΑΣΗ

ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΑΠΝΟΥ ΚΑΒΑΛΑΣ ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Ο τίτλος της εργασία μας για αυτό το τετράμηνο ήταν «Πολίτες της πόλης μου, πολίτες της οικουμένης». Κλιθήκαμε λοιπόν να γνωρίσουμε καλύτερα την πόλη

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΤΜΗΜΑ ΔΙΕΘΝΩΝ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΤΙΣ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ

ΟΔΗΓΟΣ ΓΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ & ΔΙΕΥΘΥΝΤΙΚΑ ΣΤΕΛΕΧΗ

ενεργοί πολίτες για τη Μήλο οι θέσεις μας Υποψηφιότητα Αντώνη Καβαλιέρου δημοτικές εκλογές

Ασφάλεια στις εργασίες κοπής μετάλλων

Το ολοκαύτωμα της Κάσου

Κύριε Πρέσβη της Γαλλίας στην Κύπρο, κυρία Florent, Κύριε Επίτροπε Εθελοντισμού και μη Κυβερνητικών Οργανώσεων κυρία Γενική Γραμματέας Ισότητας των

Σεμινάριο με θέμα : Εθελοντισμός & Δικαιώματα Παιδιού

109(Ι)/2014 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟ ΕΓΓΥΗΜΕΝΟ ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΟΤΕΡΑ ΠΕΡΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΠΑΡΟΧΩΝ ΤΟΥ 2014 ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΑΡΘΡΩΝ

ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΦΥΣΙΚΟΥ ΑΕΡΙΟΥ

Transcript:

Οργανισμός Science Technologies Οκτώβριος 2013 Έκδοση Ιουνίου Σεπτεμβρίου 2013 Τεύχος 61-62 NEWSLETTER Αγαπητές οί φίλες-οι, Σας παρουσιάζουμε με μεγάλη χαρά το διπλό ηλεκτρονικό μας περιοδικό (τεύχος 61-62) με το οποίο κλείνουμε 10 χρόνια συνεχούς ενημέρωσης των αναγνωστών μας. Στις σελίδες του περιοδικού μας μπορείτε να περιηγηθείτε Περιεχόμενα Διατροφή Ο ρόλος της διατροφής στην προαγωγή της υγείας του ανθρώπου Πέτρος Ντίνας NCO, B.Sc, M.Sc Άσκηση Σχεδιασμός και καθοδήγηση της προπόνησης μυϊκής δύναμης στα ομαδικά αθλήματα: το παράδειγμα της πετοσφαίρισης Χατζηνικολάου Αθανάσιος, Ph.D. Άσκηση Ναι ή όχι διατάσεις στην προθέρμανση; και να διαβάσετε τέσσερα άκρως ενδιαφέροντα άρθρα. «Ο ρόλος της διατροφής στην προαγωγή της υγείας του ανθρώπου» του Πέτρου Ντίνα. «Σχεδιασμός και καθοδήγηση της προπόνησης μυϊκής δύναμης στα ομαδικά αθλήματα: το παράδειγμα της πετοσφαίρισης» του θανάση Χατζηνικολάου. «Ναι ή όχι διατάσεις στην προθέρμανση;» του Κώστα Χατζηχρήστου. «Κατασκευή και έλεγχος αξιοπιστίας του Chronojump-Boscosystem: Ένα δωρεάν εργαλείο μέτρησης του κάθετου άλματος» της επιστημονικής ομάδας κατασκευής του νέου μας προϊόντος Chronojump- Boscosystem. Επίσης θα έχετε την ευκαιρία να δείτε μια σειρά από δραστηριότητες, νέα, τόσο για τα τεκταινόμενα της εταιρείας μας όσο και για τωρινά και μελλοντικά δρώμενα στη Ελληνική και Κυπριακή Επικράτεια στους χώρους της Υγείας-Άσκησης-Διατροφής-Ευεξίας! Χατζηχρήστος Κώστας, MEd, CSCS Νέες τεχνολογίες Κατασκευή και έλεγχος αξιοπιστίας του Chronojump-Boscosystem: Ένα δωρεάν εργαλείο μέτρησης του κάθετου άλματος Σας ευχόμαστε καλή ανάγνωση Με εκτίμηση, Ακολουθείστε μας στο Twitter Ο γυρολόγος Βρείτε μας στο facebook

Διατροφή Ο ρόλος της διατροφής στην προαγωγή της υγείας του ανθρώπου Πέτρος Ντίνας NCO, BSc, MSc PhD research student, University of Wolverhampton, UK, Researcher, Fame Laboratory Μαρία Δημοπούλου 1, Βασίλειος Χριστοδούλου 1, Φανή Καραγιάννη 1, Μαρία Μπουγέση 1, Παύλος Κωνσταντίνου 1 και Πέτρος Ντίνας 1,2,3 1 Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού, Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Ελλάδα 2 Εργαστήριο Λειτουργικής Αρχιτεκτονικής των Θηλαστικών στο Περιβάλλον τους, Τρίκαλα, Ελλάδα 3 School of Sport Performing Arts & Leisure, University of Wolverhampton, UΚ ΠΕΡΙΛΗΨΗ Εισαγωγή: Η διατροφή του ανθρώπου παίζει πρωτεύοντα ρόλο στην ύπαρξή του καθώς παρέχει τα απαραίτητα θρεπτικά συστατικά για την επιβίωση του. Σήμερα παγκοσμίως υπάρχει μια άνιση κατανομή της πρόσβασης σε τροφές με αποτέλεσμα σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία του ανθρώπου. Παρατηρείται το φαινόμενο από τη μία πλευρά σε χώρες κυρίως του τρίτου κόσμου να μην υπάρχει αρκετή τροφή για κατανάλωση και από την άλλη σε χώρες του λεγόμενου ανεπτυγμένου κόσμου η υπερκατανάλωση τροφών να προκαλεί σοβαρά προβλήματα υγείας στον άνθρωπο. Σκοπός: Ο στόχος της παρούσας ανασκόπησης βιβλιογραφίας ήταν να εξετάσει τους παράγοντες που επηρεάζουν τις διατροφικές συνήθειες του ανθρώπου, τις επιπτώσεις της κακής διατροφής στα παιδιά και τους ψυχολογικούς παράγοντες που παίζουν ρόλο στη διαμόρφωση αυτών των συνηθειών. Μέθοδος: Εξετάσθηκε το θέμα από την πλευρά της υπερκατανάλωσης κυρίως γιατί είναι μια από τις μεγαλύτερες ανησυχίες στη χώρα μας. Για την αναζήτηση των πληροφοριών πραγματοποιήθηκε μία πλήρη αναζήτηση στη βάση δεδομένων PubMed, Science Direct, Google Scholar, καθώς επίσης και στη βάση δεδομένων hape.gr. Η αναζήτηση περιλάμβανε επίσης και άρθρα τα οποία αποτελούσαν βιβλιογραφικές αναφορές των άρθρων που μελετήθηκαν. Συζήτηση-Συμπεράσματα: Σαν κυρίως συμπέρασμα της παρούσας ανασκόπησης βιβλιογραφίας θα αναφέραμε ότι οι νέοι ρυθμοί ζωής κάνουν τον άνθρωπο και κυρίως το νέο άνθρωπο να υποφέρει από διαφόρων μορφών ασθένειες, όπως οι διατροφικές ανωμαλίες. Πρέπει να εξετάσουμε και να βελτιώσουμε τον τρόπο ζωής μας έτσι ώστε να είμαστε καλά με τον εαυτό μας για να υιοθετήσουμε υγιεινές διατροφικές συμπεριφορές απαλλαγμένοι από ψυχολογικά βάρη. Επίσης θα πρέπει να εφαρμόσουμε την αρχή του ισορροπημένου θερμιδικού ισοζυγίου για να αποφύγουμε την πρόσληψη υπερβολικού βάρους και κατά συνέπεια των προβλημάτων υγείας που αυτό προκαλεί.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η διατροφή του ανθρώπου παίζει πρωτεύοντα ρόλο στην ύπαρξή του καθώς παρέχει τα απαραίτητα θρεπτικά συστατικά για την επιβίωση του. Σήμερα παγκοσμίως υπάρχει μια άνιση κατανομή της πρόσβασης σε τροφές με αποτέλεσμα σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία του ανθρώπου [1]. Παρατηρείται το φαινόμενο από τη μία πλευρά σε χώρες κυρίως του τρίτου κόσμου να μην υπάρχει αρκετή τροφή για κατανάλωση και από την άλλη σε χώρες του λεγόμενου ανεπτυγμένου κόσμου η υπερκατανάλωση τροφών να προκαλεί σοβαρά προβλήματα υγείας στον άνθρωπο [2]. Στον λεγόμενο «ανεπτυγμένο» κόσμο η διατροφή θεωρείται αυτονόητη και αντιμετωπίζεται σαν διασκέδαση ενώ στο λεγόμενο «τρίτο κόσμο» η διατροφή είναι αναγκαιότητα για τη διατήρηση στη ζωή. Το φαινόμενο του υποσιτισμού φαίνεται ότι δύσκολα αντιμετωπίζεται αν λάβουμε υπόψιν ότι υπάρχουν περιοχές του κόσμου με πολύ μεγάλα ποσοστά υποσιτιζομένων. Για παράδειγμα στις χώρες της Αφρικής κάτω από τη Σαχάρα το 34% του πληθυσμού υποσιτιζόταν το 1998 ενώ το 2015 το ποσοστό αυτό θα παραμείνει υψηλό στο 22% [1]. Αν θελήσουμε να δώσουμε μία διάσταση το πόσο είναι το έλλειμμα σε χιλιοθερμίδες ανά ημέρα ανά άτομο αρκεί να προβάλουμε ορισμένα ακόμη στατιστικά στοιχεία. Στο Μπαγκλαντές για παράδειγμα το 2000 η έλλειψη τροφής ανά άτομο ήταν 340 χιλιοθερμίδες ανά ημέρα ενώ στη Σομαλία 490 χιλιοθερμίδες και στο Αφγανιστάν 480 χιλιοθερμίδες [1]. Επιπλέον, το συγκεκριμένο πρόβλημα δεν εντοπίζεται μόνο σε χώρες της Ασίας και της Αφρικής αλλά και στη Νότιο Αμερική. Στην Αϊτή για παράδειγμα το 2000 υπήρχε έλλειμμα 460 χιλιοθερμίδων την ημέρα ανά άτομο [1]. Όσο σοβαρό είναι το φαινόμενο του υποσιτισμού εξίσου σοβαρό είναι και το φαινόμενο της υπερκατανάλωσης. Για παράδειγμα, η παχυσαρκία η οποία οφείλεται κυρίως στην υπερκατανάλωση τροφών και στην υποκινητικότητα μαστίζει τον λεγόμενο «ανεπτυγμένο» κόσμο αν σκεφτεί κανείς ότι προκαλεί προβλήματα υγείας όπως καρδιαγγειακή νόσο, διαβήτη, μυϊκά προβλήματα, καρκίνους, υπέρταση κλπ. [3, 4]. Επιπλέον στατιστικά στοιχεία αποκαλύπτουν, ότι περίπου 400 εκατομμύρια ενήλικες παγκοσμίως είναι παχύσαρκοι, ενώ 20 εκατομμύρια παιδιά και 1,6 δισεκατομμύρια ενήλικες είναι υπέρβαροι [3]. Επίσης μέχρι το έτος 2015, περίπου 2,3 δισεκατομμύρια ενήλικες θα είναι υπέρβαροι και 700 εκατομμύρια ενήλικες θα είναι παχύσαρκοι [3]. Είναι ευρέως αποδεκτό ότι οι καλές διατροφικές συνήθειες αλλά και η άσκηση διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη σωστή φυσική ανάπτυξη και εξέλιξη των ανθρώπων καθώς προάγουν γενικότερα την υγεία και απομακρύνουν το κίνδυνο ασθενειών [5]. Η υγιεινή διατροφή επηρεάζει άμεσα ένα πλήθος δεικτών υγείας και συγκεκριμένα, έχει αναφερθεί ότι σχετίζεται με τη μείωση των παραγόντων κινδύνου καρδιαγγειακών δυσλειτουργιών, την αύξηση της πυκνότητας των οστών, την απουσία κάποιων μορφών καρκίνου και την αντιμετώπιση της αναιμίας και του διαβήτη [6]. Συμπερασματικά, για τους μεν υποσιτιζόμενους χρειάζονται τρόφιμα για να συμπληρωθεί η διατροφή τους, κάτι που βεβαίως δεν είναι καθόλου εύκολο, για τις ανεπτυγμένες χώρες

χρειάζονται πολιτικές για να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο της υπερκατανάλωσης. Κατά αυτή την έννοια, θα πρέπει να εξεταστούν τρόποι που θα αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τα δύο αυτά φαινόμενα. Για παράδειγμα, έχει παρατηρηθεί στην Ελλάδα ότι τα παιδιά δεν ακολουθούν την παραδοσιακή «Μεσογειακή Διατροφή» και στρέφονται σε ένα είδος διατροφής μη ισσορροπημένο και όχι ενδεδειγμένο [7]. Η διατροφή που ακολουθείται περιλαμβάνει μεταξύ άλλων, αυξημένη πρόσληψη ζάχαρης και εμπλουτισμένα με γλυκαντικές ουσίες δημητριακά προϊόντα, καθώς επίσης και μειωμένη πρόσληψη φυτικών ινών τα οποία αλλάζουν τη σύνθεση της πρόσληψης σε λίπη αλλά και διαμορφώνοντας διατροφικά πρότυπα που χαρακτηρίζονται από πρόσληψη τροφών με υψηλό γλυκαιμικό φορτίο [8]. Στην παρούσα ανασκόπηση βιβλιογραφίας επιχειρήθηκε να καλυφθεί το φαινόμενο της σωστής διατροφής, κυρίως από την πλευρά της υπερκατανάλωσης και αυτό γιατί στη χώρα μας υπάρχει μεγάλο ποσοστό υπέρβαρων και παχύσαρκων κυρίως παιδιών [3]. Τα πιο πρόσφατα στοιχεία μαρτυρούν ότι το 22.5% του πληθυσμού στην Ελλάδα είναι παχύσαρκοι [3]. Για να αντιμετωπιστεί η υπερκατανάλωση δεν φτάνει μόνο η λογική του ενεργειακού ισοζυγίου, δηλαδή ίση κατανάλωση θερμίδων με αυτές που προσλαμβάνονται σε μορφή τροφής, αλλά πρέπει να εξεταστούν και παράγοντες που επηρεάζουν αυτό το στόχο. Για αυτό το σκοπό, καθορίστηκαν κατά τη γνώμη των συγγραφέων κάποια σοβαρά θέματα διατροφής που αφορούν την υγεία του ανθρώπου καθώς ήταν πολύ δύσκολο να καλυφθούν οι προβληματισμοί στο σύνολό τους. Ο στόχος της παρούσας ανασκόπησης βιβλιογραφίας ήταν να εξετάσει τους παράγοντες που επηρεάζουν τις διατροφικές συνήθειες του ανθρώπου, τις επιπτώσεις της κακής διατροφής στα παιδιά και τους ψυχολογικούς παράγοντες που παίζουν ρόλο στη διαμόρφωση αυτών των συνηθειών. Γίνεται επίσης αναφορά στον ρόλο και τις επιπτώσεις της τροφικής αλλεργίας στην υγεία του ανθρώπου. Για την άντληση των πληροφοριών πραγματοποιήθηκε μία πλήρη αναζήτηση στις βάσεις δεδομένων PubMed, Science Direct, Google Scholar, καθώς επίσης και στη βάση δεδομένων Hape.gr. Η αναζήτηση περιλάμβανε επίσης και άρθρα τα οποία αποτελούσαν βιβλιογραφικές αναφορές των άρθρων που μελετήθηκαν. ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΙΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΕΣ ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ Η πρόσληψη της τροφής ελέγχεται με φυσιολογικούς μηχανισμούς. Υπάρχουν νευροδιαβιβαστές και ορμόνες που δίνουν το αίσθημα του κορεσμού ή της πείνας. Η λεπτίνη για παράδειγμα μπορεί να ρυθμίσει το αίσθημα του κορεσμού ή της πείνας ανάλογα με την ικανότητά της ή όχι να συνδέεται με τους υποδοχείς της αλλά και με τα αυξημένα επίπεδά της ή όχι στον ανθρώπινο οργανισμό [9, 10]. Παρόλα αυτά αυτός ο φυσιολογικός μηχανισμός επηρεάζεται από κοινωνικούς, ψυχολογικούς αλλά και περιβαλλοντολογικούς παράγοντες οι οποίοι διαταράσσουν την ισορροπία. Η παχυσαρκία αποτελεί μια επιδημία του σύγχρονου κόσμου και αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο πρόβλημα δημόσιας υγείας το οποίο σχετίζεται άμεσα με την κακή διατροφή αλλά και με την έλλειψη φυσικής δραστηριότητας [2]. Κοινωνικοί και

δημογραφικοί παράγοντες όπως η ηλικία, το φύλο, η εθνικότητα, το μορφωτικό επίπεδο των γονέων, και το σωματικό βάρος επηρεάζουν τη συμμετοχή σε φυσική δραστηριότητα [11] αλλά και στην επιλογή υγιεινών διατροφικών συνηθειών [12]. Φαίνεται λοιπόν να υπάρχουν διαφοροποιήσεις μεταξύ αυτών των παραγόντων και στις διατροφικές συνήθειες. Σε σχετική μελέτη των Κυριαζή, Ρεκλείτη, και Σαρίδη (2010) σε 2.374 παιδιά ηλικίας 6-12 χρονών στον νομό Αττικής, διαπιστώθηκε πως μεταξύ υπέρβαρων και παχύσαρκων παιδιών, τα αγόρια παρουσίασαν μεγαλύτερο ποσοστό παχυσαρκίας (9.2%) από τα κορίτσια (5,3%). Σύμφωνα με τους ερευνητές αυτό οφείλεται σε ακατάλληλες διατροφικές συνήθειες όπως η αποφυγή κατανάλωσης φρούτων και λαχανικών, η κατανάλωση ψωμιού και η κατανάλωση ανθρακούχων αναψυκτικών, τα οποία σχετίζονται θετικά με την παχυσαρκία, με τα αγόρια να είναι πιο επιρρεπή σε λανθασμένες διατροφικές επιλογές σε σχέση με τα κορίτσια. Ακόμη, παρατηρήθηκε πως ο δείκτης μάζας σώματος των παιδιών σχετίζεται θετικά με την κατανάλωση έτοιμου φαγητού και με την παρακολούθηση τηλεόρασης για πολλές ώρες [12]. Άλλες μελέτες έχουν δείξει πως τα υπέρβαρα και παχύσαρκα άτομα έχουν μικρότερη φυσική δραστηριότητα σε σχέση με τα άτομα φυσιολογικού βάρους. Για παράδειγμα στη μελέτη των Διγγελίδη, Κάμτσιου και Θεοδωράκη (2007), τα υπέρβαρα και παχύσαρκα παιδιά σε σχέση με τα παιδιά φυσιολογικού βάρους ηλικίας 11-12 ετών, φαίνεται πως έχουν χαμηλότερα σκορ στην φυσική δραστηριότητα και υιοθετούν περισσότερο καθιστικές συνήθειες στην καθημερινότητά τους, όπως πολλές ώρες ενασχόλησης με την τηλεόραση και τον ηλεκτρονικό υπολογιστή [13]. Επίσης, η χρήση των ηλεκτρονικών παιχνιδιών και της τηλεόρασης για περισσότερο από 2 ώρες την ημέρα φαίνεται να είναι πιο συχνή στα αγόρια από ότι στα κορίτσια [14]. Τα παραπάνω στοιχεία έχουν ιδιαίτερη σημασία δεδομένου ότι η παχυσαρκία στα παιδιά έχει συνδεθεί πέρα από τις πολλές ώρες παρακολούθησης τηλεόρασης, και με το ανθυγιεινό φαγητό [15]. Η παρακολούθηση προγραμμάτων στην τηλεόραση, η χρήση βίντεο και ηλεκτρονικού υπολογιστή συνδέθηκε με την αυξημένη ημερήσια κατανάλωση ανθυγιεινών τροφών (ανθρακούχα ποτά, τηγανητές τροφές, σνακ), με πολλά λιπαρά, ζάχαρη και μειωμένα θρεπτικά συστατικά και με μειωμένη κατανάλωση φρούτων, λαχανικών, φυτικών ινών και βιταμίνης C [16, 17]. Η υιοθέτηση ενός τέτοιου ανθυγιεινού διαιτολογίου αποτυπώθηκε και στην μελέτη του Κυριακού που διεξήχθη στη Κύπρο σε 121 πρωτοετείς φοιτητές. Βρέθηκε πως οι νέοι δεν διατηρούν ένα υγιεινό τρόπο διατροφής. Συγκεκριμένα ένα ποσοστό του 55.7% δεν ετοιμάζει φαγητό σπίτι, ενώ το 31.4% τρώει σε ταχυφαγεία 2-3 φορές την εβδομάδα τη στιγμή που το 74,3% των παχύσαρκων συμμετεχόντων δήλωσαν ότι δεν διατηρούν ένα σταθερό ωράριο στην λήψη των γευμάτων. Στην ίδια μελέτη βρέθηκε επίσης ότι οι νέοι δεν περιλαμβάνουν στο καθημερινό τους πρόγραμμα την άσκηση αφού το 47,2% των νέων δήλωσε ότι δεν αθλείται [18]. Η απουσία της σωματικής δραστηριότητας σε παιδιά και εφήβους θέτει σε κίνδυνο την υγεία τους, αφού χρόνιες ασθένειες των ενηλίκων όπως καρδιακές δυσλειτουργίες, διαβήτης τύπου ΙΙ και παχυσαρκία κάνουν την εμφάνισή τους ήδη από την παιδική ηλικία [19].

Ένας επιπλέον παράγοντας που επηρεάζει τις διατροφικές συνήθειες είναι η οικογένεια, η επίδραση της οποίας είναι σημαντική στις συμπεριφορές κατανάλωσης τροφής των παιδιών, όπως αποδεικνύεται και από τα αποτελέσματα της μελέτης των Τσαμίτα και Καρτερολιώτη (2008). Στην παραπάνω μελέτη βρέθηκε ότι η διατροφή των γονέων και η κοινωνικοοικονομική τους θέση επηρεάζουν τις διατροφικές συνήθειες των παιδιών τους. Συγκεκριμένα, το οικογενειακό εισόδημα των γονέων σχετίζεται θετικά με την κατανάλωση δημητριακών και φρούτων ενώ το μορφωτικό επίπεδο σχετίζεται θετικά με την κατανάλωση γαλακτοκομικών [20]. Στη συγκεκριμένη μελέτη ακόμη βρέθηκε ότι το κάπνισμα και η κατανάλωση αλκοόλ επιδρούν θετικά στην κατανάλωση ανθυγιεινών τροφών και αρνητικά στην κατανάλωση γαλακτοκομικών και δημητριακών [20]. Σε μια σχετική μελέτη του 2004, που πραγματοποιήθηκε με μαθητές Γυμνασίου στην Τοκουσίμα της Ιαπωνίας, διαπιστώθηκε πως όταν η κατανάλωση των γευμάτων γίνεται καθημερινά με την οικογένεια αυτό συνδέεται με ένα χαμηλότερο ποσοστό παχυσαρκίας, καθώς υιοθετούνται από τα παιδιά καλές διατροφικές συνήθειες και κατανάλωση ισορροπημένων γευμάτων [21]. Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας, είναι το υψηλό οικογενειακό εισόδημα το οποίο φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο στις διατροφικές συνήθειες των νέων αφού σχετίζετε θετικά με την υγιεινή διατροφή και την άσκηση [18]. Σε μελέτη που διεξήχθη στην Γερμανία, βρέθηκε ότι οι γυναίκες που ανήκουν σε χαμηλή εισοδηματική τάξη και έχουν ένα χαμηλό επίπεδο σχολικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης φαίνεται να είναι πιο επιρρεπείς στην παχυσαρκία. Είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό ότι το εισόδημα είχε μια ισχυρή επίδραση στις γυναίκες, ενώ στους άνδρες το εισόδημα ήταν ανεξάρτητο από την ανάπτυξη παχυσαρκίας [22]. ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΑΚΗΣ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ Δεδομένου ότι οι κακές διατροφικές συνήθειες δημιουργούν τις προϋποθέσεις για πρόωρη ανάπτυξη της παχυσαρκίας και ασθενειών [19], είναι πολύ σημαντικό να εξετάσουμε τις επιπτώσεις των συνηθειών αυτών στα παιδιά. Οι φτωχές διατροφικές συνήθειες και τα χαμηλά επίπεδα φυσικής δραστηριότητας στην παιδική ηλικία, είναι παράγοντες κινδύνου για μεταγενέστερη νοσηρότητα και θνησιμότητα στην εφηβεία και στην ενήλικο ζωή, περιλαμβάνοντας αυξημένους κινδύνους για καρδιαγγειακές παθήσεις, παχυσαρκία, οστεοπόρωση και άλλες ασθένειες που δρομολογούνται στην παιδική ηλικία [19]. Επιπλέον, οι φτωχές διατροφικές συνήθειες στη σχολική ηλικία μπορεί να επηρεάσουν την ανάπτυξη, την εξέλιξη, την ακαδημαϊκή απόδοση [23], τα επίπεδα δραστηριότητας των παιδιών, καθώς και την ανάπτυξη άλλων άμεσων προβλημάτων, όπως η τερηδόνα [24]. Διατροφή Αθηροσκλήρωση και δισλιπιδαιμία Οι καρδιαγγειακές παθήσεις που αποτελούν την κυριότερη αιτία θανάτων στον Καναδά και στην Αμερική [25], με αριθμό που φθάνει το ένα εκατομμύριο ετησίως [26] θεωρούνται μείζον πρόβλημα για τα παιδιά παρά το γεγονός ότι τα κλινικά συμπτώματα των ασθενειών αυτών εμφανίζονται στα ώριμα χρόνια της ζωής [27].

Παρόλο που οι κλινικές εκδηλώσεις των παραγόντων κινδύνου για καρδιαγγειακές παθήσεις εμφανίζονται αργότερα στη ζωή, είναι γενικώς αποδεκτό ότι οι συμπεριφορές που αυξάνουν τους παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακές παθήσεις έχουν τις ρίζες τους στην παιδική ηλικία [28]. Η υψηλή συγκέντρωση λιπιδίων στο αίμα, η παχυσαρκία, το κάπνισμα, ο σακχαρώδης διαβήτης και η έλλειψη φυσικής δραστηριότητας μπορούν ήδη να παρατηρηθούν στην παιδική και εφηβική ηλικία [29]. Επιπλέον, βιολογικοί παράγοντες κινδύνου όπως τα αυξημένα επίπεδα λιπιδίων ορού φαίνεται ότι εμφανίζουν σταθερότητα από την παιδική στην εφηβική ηλικία [29]. Μια σχετική μελέτη υποδεικνύει ότι πολλά παιδιά που είναι παχύσαρκα ή έχουν υψηλή πίεση αίματος ή δυσλιπιδαιμία, θα διατηρήσουν αυτούς τους παράγοντες κινδύνου και σαν ενήλικες [30]. Παράλληλα, σε υγιή νεαρά άτομα, το επίπεδο χοληστερόλης ορού αποτέλεσε ισχυρό παράγοντα πρόβλεψης καρδιαγγειακών παθήσεων μετά από 25 ή περισσότερα χρόνια. Η σχέση αυτή παρέμεινε ισχυρή παρά το ευνοϊκό λιπιδαιμικό προφίλ για καρδιαγγειακές παθήσεις [27]. Όταν δεν ακολουθούνται οι διατροφικές οδηγίες που σχετίζονται με το σωματικό βάρος, το διαιτητικό λίπος, κυρίως κορεσμένο [31-33], τις φυτικές ίνες [34, 35], το νάτριο [36], τα ραφιναρισμένα δημητριακά [37, 38] και αναψυκτικά [39] εμφανίζονται συμπτώματα που σχετίζονται με τον αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων. Διατροφή και Παχυσαρκία Τις τελευταίες δεκαετίες πλήθος περιβαλλοντικών αλλαγών έχουν παρατηρηθεί, λόγω δημογραφικών, οικονομικών και κοινωνικών αλλαγών. Η παράλληλη ραγδαία εισβολή της τεχνολογίας στην καθημερινότητα επέφερε τη ριζική αλλαγή της κοινωνικής διάρθρωσης, με άμεσο αποτέλεσμα τη διαφοροποίηση των διατροφικών συνηθειών και τη μετάβαση από την παραδοσιακή διατροφή στη σύγχρονη, γρήγορη και ανθυγιεινή. Πρόσφατα επιδημιολογικά δεδομένα αναφέρουν ότι παγκοσμίως το 10% των παιδιών σχολικής ηλικίας έχει πλεονάζον λίπος στο σώμα του, γεγονός που αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης κάποιου χρόνιου νοσήματος [40]. Παράλληλα, η παιδική παχυσαρκία αναδεικνύεται ως η σύγχρονη πανδημία που εξελίσσεται ραγδαία τις τελευταίες δεκαετίες στις οικονομικά αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες με διαφορετικούς ρυθμούς. Στην Ελλάδα τα τελευταία 30 χρόνια παρουσιάζεται συνεχής αύξηση του βάρους των παιδιών, με μελέτες να παρουσιάζουν ότι το 20-30% των παιδιών είναι υπέρβαρα και ταυτόχρονα το 9% παχύσαρκα [41]. Η παχυσαρκία είναι αποτέλεσμα της διαταραχής του ισοζυγίου ενέργειας και πιο συγκεκριμένα, αποτέλεσμα του θετικού ισοζυγίου ενέργειας. Ισοζύγιο ενέργειας είναι η ισορροπία μεταξύ της ενεργειακής πρόσληψης και της ενεργειακής κατανάλωσης. Στο θετικό ισοζύγιο ενέργειας η ενεργειακή πρόσληψη είναι μεγαλύτερη από την ενεργειακή κατανάλωση, με αποτέλεσμα, όταν αυτό διατηρηθεί για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα, να αυξηθούν οι ενεργειακές αποθήκες του σώματος, το σωματικό λίπος, και επομένως να εμφανιστεί παχυσαρκία. Γενικά, οι παράγοντες που θα καθορίσουν τελικά αν ένα άτομο γίνει παχύσαρκο ή όχι αλλά και το βαθμό της παχυσαρκίας μπορούν να διαιρεθούν σε γενετικούς και περιβαλλοντικούς [42]. Οι περιβαλλοντικοί παράγοντες περιλαμβάνουν

το σύνολο των χαρακτηριστικών του τρόπου ζωής, όπως η φυσική δραστηριότητα και οι διαιτητικές συνήθειες, καθώς και άλλοι παράγοντες όπως οι ψυχολογικοί. Έτσι η περιορισμένη φυσική δραστηριότητα και η καθιστική ζωή, όπως και η συχνή ενασχόληση με ηλεκτρονικά παιχνίδια ή η υπερβολική παρακολούθηση τηλεόρασης σχετίζεται με την παχυσαρκία [43]. Ταυτόχρονα, κακές διατροφικές επιλογές όπως η συχνή κατανάλωση γρήγορου φαγητού (fast food) και τροφίμων πλούσιων σε λίπος και θερμίδες οδηγούν σε παρόμοια αποτελέσματα. Το λίπος είναι ενεργειακά πυκνότερο από τις πρωτεΐνες και τους υδατάνθρακες, ενώ ταυτόχρονα μπορεί να αποθηκευτεί στο ανθρώπινο σώμα ως λιπώδης ιστός [44]. Ένας από τους σοβαρότερους προβληματισμούς όσον αφορά την παιδική παχυσαρκία είναι η πιθανότητα παραμονής του προβλήματος στην ενήλικο ζωή. Παχύσαρκα βρέφη έχουν διπλάσιο κίνδυνο για μελλοντική παχυσαρκία από ότι τα βρέφη κανονικού βάρους, ενώ παχύσαρκα παιδιά ηλικίας 8 ετών έχουν 5-7 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο για μελλοντική παχυσαρκία από ότι τα παιδιά κανονικού βάρους καθώς επίσης και παχύσαρκοι έφηβοι διατρέχουν 8-25 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο για μελλοντική παχυσαρκία από ότι οι έφηβοι κανονικού βάρους [45]. Μερικές από τις κυριότερες άμεσες επιπτώσεις της παχυσαρκίας στην παιδική ηλικία είναι ίδιες με τις επιπλοκές στους ενήλικες, δηλαδή η αρτηριακή υπέρταση, η χρόνια φλεγμονή, η αυξημένη πηκτικότητα αίματος, η δυσλειτουργία του ενδοθηλίου και υπερινσουλιναιμία, η υπερτριγλυκεριδαιμία, και τα χαμηλά επίπεδα HDL [46]. Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου II, ο οποίος μέχρι πρόσφατα θεωρείτο νόσημα ενηλίκων, παρουσιάζεται τα τελευταία χρόνια σε μεγάλη συχνότητα σε εφήβους και παιδιά σχολικής ηλικίας [47]. Η ανάπτυξη αντίστασης στην ινσουλίνη σε εφήβους συσχετίζεται με την παχυσαρκία αλλά και το ρυθμό αύξησης του δείκτη μάζας σώματος [47]. Επίσης, πνευμονικές επιπλοκές της παιδικής παχυσαρκίας που περιλαμβάνουν το σύνδρομο άπνοιας στον ύπνο, βρογχικό άσθμα, δυσχέρεια στην άσκηση, προβλήματα που περιορίζουν ακόμα περισσότερο την άσκηση, συμβάλλουν στην αύξηση του σωματικού βάρους [48]. Επιπλέον προβλήματα από την παιδική παχυσαρκία δημιουργούνται με αυξητική συχνότητα και σε άλλα συστήματα, όπως σοβαρές ηπατικές, νεφρολογικές, μυοσκελετικές, νευρολογικές και ενδοκρινολογικές διαταραχές όπως η γυναικομαστία σε εφήβους, η πρώιμη εμμηναρχή, η καθυστέρηση της ήβης, και το σύνδρομο των πολυκυστικών ωοθηκών [48]. Διατροφή και οστεοπόρωση Εκτός από την παχυσαρκία, είναι αποδεκτό ότι οι ρίζες της οστεοπόρωσης είναι καλλιεργημένες στην παιδική ηλικία. Πάνω από το 90% του οστού σχηματίζεται κατά τη διάρκεια της παιδικής και εφηβικής ηλικίας, έτσι η διατροφή είναι ζωτικής σημασίας στην επιτυχία της κορυφαίας οστικής μάζας και πυκνότητας και μπορεί να βοηθήσει στην αποφυγή της οστεοπόρωσης [49]. Επιπλέον, η φυσική δραστηριότητα παίζει σημαντικό ρόλο για την ανατροπή της αυξητικής πορείας της οστεοπόρωσης αργότερα στη ζωή. Έτσι προτείνονται να ακολουθούνται απλά προγράμματα φυσικής δραστηριότητας στην παιδική ηλικία για να

μειώσουν τις πιθανότητες της ενήλικης οστεοπόρωσης [49]. αντίδραση του οργανισμού αλλά χωρίς τη συμμετοχή του ανοσοποιητικού συστήματος [53]. Άλλα προβλήματα ως αποτέλεσμα της «κακής» διατροφής στα παιδιά Εκτός όμως από το αυξημένο σωματικό βάρος, η διατροφή η οποία περιλαμβάνει σε μεγάλο βαθμό τρόφιμα υψηλής περιεκτικότητας σε ζάχαρη και σε αλάτι οδηγεί στην εμφάνιση οδοντικών προβλημάτων όπως η τερηδόνα [24] αλλά και στην αυξημένη αρτηριακή πίεση [50]. Επιπλέον, προβλήματα μπορεί να παρουσιαστούν αν η διατροφή του παιδιού είναι φτωχή σε μικροθρεπτικά συστατικά οπότε και έχει πιο ευάλωτο ανοσοποιητικό σύστημα [50]. Χωρίζοντας τις ανεπιθύμητες αντιδράσεις από τα τρόφιμα σε τοξικές και μη τοξικές, αυτό που κυρίως εδώ παρουσιάζομαι είναι οι μη τοξικές (Σχήμα 1). Σχήμα 1: Ανεπιθύμητες αντιδράσεις τροφίμων Ο ΡΟΛΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΤΡΟΦΙΚΗΣ ΑΛΛΕΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΔΥΣΑΝΕΞΙΑΣ ΣΤΗΝ ΥΓΕΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ Η αλλεργία αποτελεί ένα επιπλέον κίνδυνο μετά από την κατανάλωση ορισμένων τροφών. Έχει αποδειχθεί ότι η τροφική αλλεργία και δυσανεξία εχει αυξηθεί στις δυτικές χώρες, αν σκεφτεί κανείς ότι μόνο στην Αμερική από το 1997 μέχρι το 2007 είχε αυξηθεί ο αριθμός των περιστατικών τροφικής αλλεργίας κατά 18% [51]. Ο μηχανισμός της τροφικής αλλεργίας έχει να κάνει με την αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος του ανθρώπου (με μεσολαβητή την ανοσοσφαιρίνη «IgE») σε πρωτεΐνες που παίρνουμε από την τροφή [52]. Αντιλαμβανόμενος ο ανθρώπινος οργανισμός λανθασμένα τις αλλεργιογόνες αυτές πρωτεΐνες στο πεπτικό σύστημα απελευθερώνει χημικές ουσίες με πιο γνωστή την «ισταμίνη» προκαλώντας έτσι συμπτώματα τροφικής αλλεργίας, εν αντιθέση με την δυσανεξία των τροφών όπου σχεδόν έχουμε την ίδια Οι εκδηλώσεις σε υπερευαισθησία τροφής συνήθως είναι άμεσες και έχουν σχέση είτε με την ποσότητα του αλλεργιογόνου είτε με τον τύπο της αλλεργικής αντίδρασης στο ανθρώπινο οργανισμό. Μπορεί να έχουμε γαστρεντερικές εκδηλώσεις όπως ναυτία, εμέτους, διάρροιες, ή δερματικές εκδηλώσεις με εκζέματα, εξανθήματα, και κνησμούς. Επίσης εκδηλώνονται και αναπνευστικές αντιδράσεις με πιο συχνά το άσθμα, βήχας, ρινίτιδα καθώς και άλλες εκδηλώσεις όπως αναφυλαξία και ημικρανίες [54]. Όσον αφορά την τροφική δυσανεξία οι εκδηλώσεις δεν διαφέρουν πολύ από αυτές της αλλεργίας καθώς επίσης είναι χρόνιες, και το μόνο σίγουρο είναι ότι

δεν συμμετέχει το ανοσοποιητικό σύστημα. Οπότε παρατηρούνται συμπτώματα με μεταβολικές διαταραχές όπως η έλλειψη του ενζύμου λακτόζης καθώς επίσης και τοξικές αντιδράσεις, αναφυλαξίας ή φαρμακολογικές τοξικές αντιδράσεις [55]. Τροφική αλλεργία ή δυσανεξία μπορεί να μας συμβεί από οποιαδήποτε τροφή καταναλώσουμε. Οι πιο συχνές τροφές που προκαλούν αντιδράσεις στον πληθυσμό και έχουν καταγραφεί παρουσιάζονται στον πίνακα 1. [56]. σήμερα όμως έχουν γίνει πολλές μελέτες πάνω στο κομμάτι αυτό ώστε να μπορέσουν να καλυτερεύσουν τη ζωή ασθενών με τροφικές δυσλειτουργίες [60]. Σίγουρα μέχρι σήμερα δεν έχει βρεθεί κάποια θεραπεία για αυτού του είδους τις ασθένειες, μένοντας μόνο στο κομμάτι της αποφυγής της κατάποσης τέτοιων τροφών. Πλέον όλα τα προϊόντα αναγράφουν τα συστατικά παρασκευής τους ώστε να μπορεί να αποφεύγει ο καταναλωτής τυχόν προϊόντα που θα του εκδηλώσουν τροφικές αντιδράσεις [61]. Στην βιβλιογραφία επίσης δεν διευκρινίζεται πλήρως κατά πόσο οι τροφικές δυσλειτουργίες επηρρεάζουν ή επηρεάζονται και από την παχυσαρκία. Μελέτη σχετική με τα υπέρβαρα παιδιά και τις αλλεργίες έδειξε ότι δεν υπάρχει συσχέτιση [62]. ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ Πίνακας 1: Τροφές (σε ποσοστό) που προκαλούν αλλεργία ή δυσανεξία. Οι διαγνώσεις των τροφικών αντιδράσεων όπως οι αλλεργίες και οι δυσανεξίες είναι πολλές και συνήθως δεν διαφέρουν απο τις διαγνώσεις των άλλων αλλεργιών. Ένας τρόπος διάγνωσης των αντιδράσεων αυτών είναι με το ιστορικό του ασθενή μαζί με τις διατροφικές του συνήθειες [57]. Ακόμη υπάρχουν διάφορα διαγνωστικά τεστ που γίνονται εργαστηριακά όπως δερματικά ή αιματολογικά [58]. Γενικά η διάγνωση των αντιδράσεων με δυσανεξία είναι ελλειπής στην διεθνή βιβλιογραφία [59]. Η ποιότητα ζωής των ανθρώπων με τροφική αλλεργία ή δυσανεξία είναι λίγο περιορισμένη συγκριτικά με ένα φυσιολογικό άνθρωπο. Μέχρι ΤΙΣ ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΕΣ ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ «Σήμερα τα έχετε όλα και πάλι ευχαριστημένοι δεν είστε» είναι τα πιθανά λόγια των περισσότερων ηλικιωμένων ατόμων προς τους νέους, τα παιδιά ή τα εγγόνια τους. Στις μέρες μας, τόσο σχετικά με το θέμα της διατροφής όσο και με άλλα θέματα, υπάρχουν πάρα πολλά προϊόντα και οι περισσότεροι όπως λέμε προσέχουμε τη διατροφή μας ή ακολουθούμε συγκεκριμένες δίαιτες. Παρά την τόση ποικιλία τροφών όμως, καθώς και τη γνώση που υπάρχει σήμερα για τον υγιεινό τρόπο διατροφής που είναι καλό να ακολουθούμε, είναι έντονη η παρουσία ασθενειών σχετικών με διατροφικές διαταραχές, κάτι που αποτελεί ένα από τα προβλήματα της εποχής μας. Αυτό ίσως να οφείλεται και σε παραπληροφόρηση των καταναλωτών από δήθεν προϊόντα διαίτης μέσω της διαφήμισης. Η

ψυχογενής ανορεξία και βουλιμία αποτελούν ένα από τα έντονα προβλήματα της εποχής μας και τείνουν να πάρουν ανεξέλεγκτες διαστάσεις τα τελευταία χρόνια. Οι έφηβοι και οι νέοι άνθρωποι, κυρίως γυναίκες, είναι εκείνοι που κατά κύριο λόγο πλήττονται από αυτές τις ασθένειες [63, 64]. Η ψυχογενής ανορεξία είναι μία διατροφική διαταραχή, η οποία χαρακτηρίζεται από άρνηση του ασθενή να διατηρήσει το κατώτερο φυσιολογικό σωματικό βάρος, έντονο φόβο για πρόσληψη βάρους και διαταραγμένη εικόνα σώματος [65]. Το πιο συνηθισμένο χαρακτηριστικό, είναι πως ο ασθενής βλέπει τον εαυτό του πολύ πιο παχύ από ότι είναι στην πραγματικότητα. Η ψυχογενής βουλιμία, είναι μία διατροφική διαταραχή με κύριο χαρακτηριστικό τα επαναλαμβανόμενα επεισόδια υπερφαγίας, τα οποία ακολουθούνται από χρήση καθαρτικών μεθόδων, υπερεντατική άσκηση ή πλήρη αποχή από το φαγητό [66]. Οι διατροφικές διαταραχές έχουν πολλές αιτίες εμφάνισης και σχετίζονται με πολλούς παράγοντες. Αυτοί οι παράγοντες προκαλούν κυρίως διαταραχές στην παιδική διατροφή και μη υγιεινές διατροφικές συμπεριφορές, προβλήματα βάρους και πέψης, κοινωνικοπολιτισμικά στερεότυπα για το σχήμα και το βάρος του σώματος και μη φυσιολογικές οικογενειακές σχέσεις [67-69]. Επίσης μπορεί να περιλαμβάνουν διάφορες καταστάσεις στη ζωή του ατόμου όπως άγχος, χαμηλή αυτοεκτίμηση, προηγούμενες καταχρήσεις, ψυχοσεξουαλικές δυσκολίες, και ανωμαλίες στο ενδοκρινικό σύστημα [67-69]. Η κατάσταση αυτή μπορεί να εξαρτάται από τη δομή και τη λειτουργία του εγκεφάλου καθώς επίσης και χαρακτηριστικά της ανάπτυξης και της συμπεριφοράς του ατόμου σε σχέση με την προσωπικότητά του [67-69]. Όσο αφορά την ψυχοπαθολογία, σχετικές μελέτες που εξέτασαν διατροφικές διαταραχές, ή μη υγιεινές διατροφικές συμπεριφορές, τα συνδέουν με άλλα συμπεριφοριστικά, ψυχιατρικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά, όπως προβλήματα ύπνου, υπερδραστηριότητα του ατόμου, στερεότυπα, αρνητικές απόψεις του ατόμου για τον εαυτό του, ψυχοκοινωνική απώλεια και φτωχή κοινωνικοποίηση [70, 71]. Ψυχογενής Βουλιμία Αρκετές είναι οι μελέτες που έχουν γίνει για τη σχέση των οικογενειακών γευμάτων και της βουλιμίας. Τα πιο συχνά οικογενειακά γεύματα φάνηκε να σχετίζονται με μειωμένη τάση για υπερφαγία και αντισταθμιστικές συμπεριφορές [72]. Ωστόσο, όπως προκύπτει από την έρευνα των Munoz, Israel και Anderson (2007), πράγματι υπάρχει σχέση μεταξύ της συχνότητας των οικογενειακών γευμάτων και των συμπτωμάτων βουλιμίας, η οποία στηρίζεται σε μια πιο γενική σχέση μεταξύ οικογενειακής σταθερότητας και των συμπτωμάτων αυτών [73]. Όταν υπάρχουν συγκεκριμένα οικογενειακά γεύματα, δραστηριοποίηση μεταξύ των μελών της οικογένειας και οικογενειακή σταθερότητα, τα συμπτώματα βουλιμίας μειώνονται αρκετά. Σε οικογένειες που υπάρχει μια σταθερή δραστηριοποίηση μεταξύ των μελών, τα συμπτώματα της βουλιμίας μειώνονται επίσης. Συμπερασματικά, οικογένειες των οποίων τα μέλη αφιερώνουν χρόνο μαζί, σε διάφορες δραστηριότητες και έχουν συχνά γεύματα παρουσιάζεται έντονη μείωση των συμπτωμάτων βουλιμίας. Αυτό έχει διάφορες ψυχοπαθολογικές εξηγήσεις, αλλά το σίγουρο είναι ότι αναδεικνύει τη

σημασία της σταθερότητας μέσα στην οικογένεια τόσο σε ψυχολογικές όσο κατ επέκταση και σε καθημερινές φυσιολογικές συμπεριφορές [73]. Σημαντικός αριθμός ασθενών με ψυχογενή βουλιμία, δεν πάνε ποτέ στο πρώτο τους ραντεβού με τον ειδικό, ένα φαινόμενο που περιγράφεται ως αποτυχία στο να δεσμευτεί το άτομο στη θεραπεία που πρόκειται να κάνει [74]. Για τα άτομα με ψυχογενή βουλιμία η θεραπεία που συστήνεται εστιάζεται στη συμπεριφοριστική θεωρία και πρέπει να είναι χρονικά καθορισμένη. Ένας συνδυασμός ψυχοδυναμικών αρχών με συμπεριφοριστικές στρατηγικές ενδείκνυται, για την αντιμετώπιση διατροφικών διαταραχών και κυρίως της ψυχογενής βουλιμίας. Πρόκειται για παρέμβαση σε προσωπικά και διαπροσωπικά χαρακτηριστικά, ξεκινώντας από την κατανόηση των συναισθημάτων του ασθενή από τον θεραπευτή [74]. Υπάρχουν διαφορές μεταξύ των δύο ομάδων με διατροφικές διαταραχές. Τα άτομα που πάσχουν από βουλιμία, σε σύγκριση με τα άτομα που πάσχουν από ανορεξία είναι πιο αυθόρμητα, με υψηλότερη την τάση να κλέψουν, να καταναλώσουν αλκοόλ και ουσίες, έχουν μειωμένη αποτελεσματική οργάνωση με ορατή την κατάθλιψη και το άγχος καθώς και στοιχεία διαπροσωπικής ευαισθησίας και ενοχής [75, 76]. Εκείνοι που πάσχουν από ψυχογενή ανορεξία έχουν υψηλό επίπεδο ανασταλτικότητας, έλεγχο και περιορισμό των σκέψεων, ενώ εκείνοι που πάσχουν από ψυχογενή βουλιμία έχουν υψηλή μη ανασταλτικότητα σε αντίθεση με τον υψηλό περιορισμό και έλεγχο των σκέψεων [77]. Μελέτες δείχνουν σημαντικές διαφορές στην προσωπικότητα των γονιών και στις οικογενειακές καταστάσεις, μεταξύ των ατόμων με ψυχογενή ανορεξία και ψυχογενή βουλιμία. Επιπλέον, τα άτομα που πάσχουν από ψυχογενή ανορεξία έχουν μια πολύ πιο δυνατή σύνδεση μεταξύ της σχέσης που έχουν με τους γονείς τους και τα πιστεύω τους σε σχέση με τα άτομα που πάσχουν από ψυχογενή βουλιμία [78]. Ψυχογενής Ανορεξία Η Ψυχογενής ανορεξία χαρακτηρίζεται από το υψηλότερο ποσοστό πρόωρης θνησιμότητας σε σχέση με όλες τις ψυχιατρικές καταστάσεις [79] και σύμφωνα με τους Pawluck και Gorey (1998), επηρεάζει περίπου 19.000-100.000 γυναίκες το χρόνο, καθώς τα πιο συχνά θύματα είναι οι έφηβοι [80]. Η απώλεια βάρους είναι ένα από τα χαρακτηριστικά και κριτήρια για τη διάγνωση της ψυχογενής ανορεξίας. Το 1689 ο Richard Morton είχε πρώτος περιγράψει μία περίπτωση νευρικής ανορεξίας ενώ ο όρος «Νευρική Ανορεξία» δόθηκε από τον Gull, περίπου το 1884 [81]. Η Bruch (1973), ανέπτυξε μία θεωρία εξηγώντας τη δημιουργία της ασθένειας βασισμένη στην αδυναμία του «εγώ» και στα χαρακτηριστικά των διαπροσωπικών σχέσεων. Σύμφωνα με την Bruch η ανορεξία είναι ένας έντονος αγώνας για την ταυτότητα του αυτοσεβασμού, σε ένα πλαίσιο αναστολής της αυτονομίας από τους γονείς, το οποίο οδηγεί στη μειωμένη ανάπτυξη του «εγώ» του παιδιού αλλά και του νέου. Αυτό έχει άμεση σχέση με τη μειωμένη ή διαταραγμένη εικόνα σώματος, η οποία αποτελεί σύμπτωμα της αίσθησης αναποτελεσματικότητας [82]. Η Sugarman (1982), συμφωνεί με την άποψη ότι τα άτομα με ψυχογενή ανορεξία έχουν μειωμένη αυτοπεποίθηση [83]. O Sours (1974), αναφέρει πως οι δύο από τις τρεις ομάδες ατόμων με ψυχογενή ανορεξία που

μελετούσε, παρουσίασαν μειωμένη αυτοπεποίθηση, πιθανή έλλειψη διαχωρισμού του εαυτού και πνευματική διαφοροποίηση στην εικόνα σώματος [84]. Η Palazzoli, ανέφερε πως η αδυναμία του «εγώ» είναι κεντρικής σημασίας στα άτομα με ψυχογενή ανορεξία κάτι στο οποίο συμφωνεί και η Bruch [85]. Συμπερασματικά, η αδυναμία ανάπτυξης του «εγώ» συνδέεται με την ψυχογενή ανορεξία. Οι Parker, Tupling και Brown (1979), ανέπτυξαν ένα όργανο μέτρησης για να εξετάσουν τη συμβολή των γονιών στη σχέση γονιού και παιδιού, το Parental Bonding Instrument [86]. Από τις μετρήσεις φάνηκε πως οι γονείς συμβάλουν με δύο τρόπους: με τη φροντίδα και τον έλεγχο. Στην μελέτη των Leung, Thomas, and Waller (2000), γυναίκες με ανορεξία φάνηκε ότι είχαν χαμηλή φροντίδα από τους γονείς τους και αυτό συνδεόταν με μη υγιεινά πιστεύω [78]. Επίσης στην μελέτη των Ball και Lee (2000), βρέθηκε πως η μειωμένη μητρική και γονική φροντίδα συνδέεται με αρνητική προσαρμογή στα κοινωνικά προβλήματα σε αντίθεση με τα υψηλά επίπεδα μητρικής φροντίδας. Άτομα με διατροφικές διαταραχές θεωρούν τον εαυτό τους λιγότερο ικανό στην αντιμετώπιση του άγχους και στην επίλυση προβλημάτων. Για τη λύση κοινωνικών προβλημάτων σύμφωνα με τους D Zurilla & Nezu (1982), χρειάζεται η υιοθέτηση δεξιοτήτων γνωστικής συμπεριφοράς στην καθημερινή ζωή [87]. Γυναίκες με διατροφικές διαταραχές είναι πιο πιθανό να αποφύγουν τη χρήση γνωστικών διαδικασιών ως μέσο για την επίλυση μίας κατάστασης, σε σχέση με τις γυναίκες χωρίς ανάλογες διαταραχές, με αποτέλεσμα να είναι λιγότερο αποτελεσματικές στην αντιμετώπιση μίας δύσκολης κατάστασης και στην επίλυση προβλημάτων [88]. Κάποια επιπλέον χαρακτηριστικά ατόμων με ανορεξία, όπως φάνηκε στη μελέτη του Rowland (1970), στην οποία συμμετείχαν 23 άτομα με ψυχογενή ανορεξία, είναι οι έντονες τάσεις για κατάθλιψη, διαταραχές στην εικόνα σώματος, μειωμένο έλεγχο του «εγώ» και έντονα συναισθήματα απομόνωσης [89] τα οποία παρουσίασαν οι συμμετέχοντες. Ένα άλλο χαρακτηριστικό σχετικό με την ψυχογενή ανορεξία είναι η σεξουαλική ταυτότητα του ατόμου, η οποία αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά είδη κοινωνικής ταυτότητας. Οι δυσκολίες στην ανάπτυξη σεξουαλικής ταυτότητας είναι ζωτικής σημασίας για την εμφάνιση ή όχι νευρικής ανορεξίας, τόσο ως προς τη ψυχοδυναμική όσο και ως προς τη γνωστική συμπεριφορά του ατόμου, καθώς συνδέεται όπως προαναφέρθηκε και με οικογενειακές κοινωνικές και πολιτισμικές διαταραχές. Στη μελέτη του Katarzyna (2007) όπως αποτυπώνεται από τον Januszek (2007), φάνηκε ότι η χαμηλή αυτοεκτίμηση ως ένα χαρακτηριστικό σχετικό με το φύλο, δηλώνει την ασυμφωνία μεταξύ της ιδανικής και της πραγματικής εικόνας που έχει το άτομο για τον εαυτό του. Ένας τρόπος αντιμετώπισης που προτείνεται στην ίδια έρευνα, είναι η συγκέντρωση στα εξωτερικά χαρακτηριστικά, κυρίως την εμφάνιση, ώστε να δεχτούν οι κοπέλες αυτές τον εαυτό τους ως ένα αδύνατο άτομο και να κατανοήσουν την ανάγκη που έχουν για βοήθεια. Η θεραπεία, θα πρέπει να γίνεται σε ένα πλαίσιο τονισμού της θηλυκότητας, σε συνάρτηση με την αύξηση της αυτοεκτίμησης των κοριτσιών, την απαλλαγή της πίεσης που νιώθουν για τις προσδοκίες που έχουν οι άλλοι για αυτές και την ενθάρρυνση της αυτοπεποίθησής τους [65].

Οδηγούμαστε επομένως στο συμπέρασμα πως οι νέοι ρυθμοί ζωής σε συνδυασμό με ψυχολογικούς και κοινωνικούς παράγοντες κάνουν τον άνθρωπο και κυρίως το νέο άνθρωπο να υποφέρει από διαφόρων μορφών ασθένειες και στη συγκεκριμένη περίπτωση σχετιζόμενες με τη διατροφή. Είναι καλό να εξετάσουμε και να βελτιώσουμε τον τρόπο ζωής μας και να είμαστε καλά με τον εαυτό μας γιατί έτσι θα βοηθήσουμε τόσο εμάς τους ίδιους όσο και τους γύρω μας. ΣΥΖΗΤΗΣΗ-ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Ο στόχος της παρούσας ανασκόπησης βιβλιογραφίας ήταν να εξετάσει τους παράγοντες που επηρεάζουν τις διατροφικές συνήθειες του ανθρώπου, τις επιπτώσεις της κακής διατροφής στα παιδιά και τους ψυχολογικούς παράγοντες που παίζουν ρόλο στη διαμόρφωση αυτών των συνηθειών. Από την πλευρά του υποσιτισμού του ανθρώπου δεν επιχειρήθηκε να συζητηθεί το θέμα διότι ο κύριος προβληματισμός στη χώρας μας αλλά και στην ευρύτερη ευρωπαϊκή περιοχή είναι το φαινόμενο της υπερκατανάλωσης και των ψυχογενών ανωμαλιών. Φαίνεται ότι, η παχυσαρκία είναι μία «ασθένεια» που πρέπει να αντιμετωπίζεται καθ όλη τη διάρκεια της ζωής, ξεκινώντας από την παιδική ηλικία. Και αυτό γιατί παρόλο που οι κλινικές εκδηλώσεις των παραγόντων κινδύνου της παχυσαρκίας για καρδιαγγειακές παθήσεις εμφανίζονται αργότερα στη ζωή, οι συμπεριφορές αυτές οι οποίες αυξάνουν τους παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακές παθήσεις έχουν τις ρίζες τους στην παιδική ηλικία [28]. Για να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο πρέπει να γίνει μία αρχική εκτίμηση από το γιατρό για να διαγνωστεί η αιτία της υπερκατανάλωσης και κατά συνέπεια του υπερβολικού βάρους έτσι ώστε να εφαρμοστεί ανάλογη παρέμβαση. Πάντα όμως και παράλληλα με τα προηγούμενα πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας, πως ένα σταθερό οικογενειακό περιβάλλον, μία δραστήρια παιδική ηλικία από την πλευρά της φυσικής δραστηριότητας και η εκμάθηση υγιεινής διατροφής από την παιδική ηλικία, θέτουν τις σωστές βάσεις για υγιείς έφηβους και ενήλικες. Επίσης προτείνεται η εξέταση τυχόν ψυχολογικών παραγόντων που οδηγούν τα παιδιά κυρίως στην υπερκατανάλωση [90]. Επιπλέον, προτείνεται τα παιδιά να ακολουθούν διατροφικές οδηγίες που οδηγούν στη διατήρηση του ενδεδειγμένου σωματικού βάρους, και ενδεδειγμένη πρόσληψη λίπους, κυρίως κορεσμένο [31-33], πρόσληψη φυτικών ινών [34, 35], νατρίου [36], ραφιναρισμένων δημητριακών [37, 38] αλλά όχι αναψυκτικών [39] έτσι ώστε να μην εμφανίζονται παράγοντες κινδύνου καρδιαγγειακών παθήσεων. Η αύξηση της φυσικής δραστηριότητας όχι μόνο μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο για καρδιαγγειακά νοσήματα αλλά και να αποτελέσει αφετηρία για να υιοθετηθεί ένας πιο υγιεινός τρόπος ζωής συμπεριλαμβανομένου και της σωστής διατροφής [91]. Η φυσική δραστηριότητα θα μπορούσε επίσης να επηρεάσει θετικά την ψυχολογική κατάσταση του ανθρώπου και προς αυτή την κατεύθυνση να βελτιώσει τη στάση του απέναντι στις διατροφικές του συνήθειες [92]. Όσο αφορά τα άτομα που πάσχουν από ψυχογενή βουλιμία η θεραπεία που συστήνεται εστιάζεται μέσω της κατανόησης των συναισθημάτων του ασθενή από τον θεραπευτή. Από

την άλλη πλευρά ο τρόπος αντιμετώπισης της ψυχογενής ανορεξίας πρέπει να περιλαμβάνει την αποδοχή της εξωτερικής εικόνας του ατόμου έτσι ώστε να γίνει κατανοητό ότι είναι αρκετά αδύνατα άτομα και να μην προβαίνουν σε ακρότητες. Επειδή μέχρι σήμερα δεν έχει βρεθεί κάποια θεραπεία για την τροφική αλλεργία και δυσανεξία, διατροφή. Τα προγράμματα υγείας θα ήταν χρήσιμο να προβάλλουν θετικές στάσεις για την υγιεινή διατροφή και τη φυσική δραστηριότητα, να ενισχύουν την προώθηση ενός υγιεινού τρόπου ζωής και να προσφέρουν γνώσεις και εμπειρίες, ώστε η ευαισθητοποίηση σε θέματα διατροφής να ξεκινά από πολύ νωρίς. και έτσι πρέπει να γίνεται ανά περίπτωση αποφυγή της πρόσληψης τροφών που προκαλούν αυτές τις επιπτώσεις καθώς πλέον όλα τα προϊόντα αναγράφουν τα συστατικά παρασκευής τους έτσι ώστε να μπορούν οι καταναλωτές να επιλέγουν τα κατάλληλα για αυτούς τρόφιμα [61]. Σαν κύριο συμπέρασμα της παρούσας ανασκόπησης βιβλιογραφίας θα αναφέραμε ότι οι νέοι ρυθμοί ζωής κάνουν τον άνθρωπο και κυρίως το νέο άνθρωπο να υποφέρει από διαφόρων μορφών ασθένειες, όπως η διατροφικές ανωμαλίες. Πρέπει να εξετάσουμε και να βελτιώσουμε τον τρόπο ζωής μας έτσι ώστε να είμαστε καλά με τον εαυτό μας για να υιοθετήσουμε υγιεινές διατροφικές συμπεριφορές απαλλαγμένοι από ψυχολογικά βάρη. Επίσης θα πρέπει να εφαρμόσουμε την αρχή του ισορροπημένου θερμιδικού ισοζυγίου για να αποφύγουμε την πρόσληψη υπερβολικού βάρους και κατά συνέπεια την αποφυγή των προβλημάτων υγείας που αυτό προκαλεί [3, 48]. Στο πλαίσιο αυτό κρίνεται επιτακτική η ανάγκη για σχεδιασμό και εφαρμογή παρεμβατικών προγραμμάτων άσκησης (μέσω των εκπαιδευτικών φυσικής αγωγής στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση), αλλά και διατροφής από τη πολιτεία με σκοπό την πρόληψη και θεραπεία διαφόρων ασθενειών που σχετίζονται με τη ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1. WHO. The state of food insecurity in the world 2000. WHO 2000. 2. WHO, 2004, Comparative Quantification of Health Risks {Overweight and obesity (high body mass index)},chapter 8, A.D.L. Majid Ezzati, Anthony Rodgers,and Christopher J.L. Murray, Editor: Geneva. 3. WHO. Obesity and overweight. Available from: http://www.who.int/mediacentre/factsheets/fs31 1/en/ 2010. 4. Okay D, Jackson P, Marcinkiewicz M, et al. Exercise and Obesity Primary Care: Clinics in Office Practice 2009; 36(2): p. 379-393. 5. CenterDiseaseControlPrevention. Physical activity and good nutrition: essential elements to prevent chronic diseases and obesity 2003. Nutr Clin Care 2003; 6(3): p. 135-8. 6. Chan W, Yao X, Ko W, et al. Nitric oxide mediated endothelium-dependent relaxation induced by glibenclamide in rat isolated aorta. Cardiovasc Res 2000; 46(1): p. 180-7. 7. Hassapidou M, Fotiadou E, Maglara E, et al. Energy intake, diet composition, energy expenditure, and body fatness of adolescents in northern Greece. Obesity (Silver Spring) 2006; 14(5): p. 855-62. 8. Magkos F, Piperkou I, Manios Y, et al. Diet, blood lipid profile and physical activity patterns in primary school children from a semi-rural area of Greece. J Hum Nutr Diet 2006; 19(2): p. 101-12, quiz 113-6. 9. Sato K, Kawamura TYamagiwa S. The "Senobi" breathing exercise is recommended as first line treatment for obesity. Biomedical Research 2010; 31(4): p. 259-262. 10. Kraemer RCastracane V. Effect of Acute and Chronic Exercise on Ghrelin and Adipocytokines during Pubertal Development. Med Sport Sci 2010; 55: p. 156 173. 11. Sternfeld B, Ainsworth BEQuesenberry CP. Physical activity patterns in a diverse population of women. Prev Med 1999; 28(3): p. 313-23.

12. Κυριαζής Ι, Ρεκλείτη ΜΣαρίδη Μ. Δείκτες παχυσαρκίας, διατροφικοί και άλλοι παράγοντες σε μαθητές πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης αστικών περιοχών του νομού Αττικής. Archives of Hellenic medicine 2010. 13. Διγγελίδης Ν, Κάμτσιος ΣΘεοδωράκης Ι. Σωματική Δραστηριότητα, Στάσεις προς την Άσκηση, Αντίληψη Εαυτού, Διατροφικές Συνήθειες και Δείκτης Μάζας Σώματος Μαθητών Δημοτικού Σχολείου. Αναζητήσεις στην Φυσική Αγωγή και τον Αθλητισμό 2007; 5(1): p. 27 40. 14. Dupuy M, Godeau E, Vignes C, et al. Sociodemographic and lifestyle factors associated with overweight in a representative sample of 11-15 year olds in France: results from the WHO- Collaborative Health Behaviour in School-aged Children (HBSC) cross-sectional study. BMC Public Health 2011; 11: p. 442. 15. Hardus PM, van Vuuren CL, Crawford D, et al. Public perceptions of the causes and prevention of obesity among primary school children. Int J Obes Relat Metab Disord 2003; 27(12): p. 1465-71. 16. Yannakoulia M, Karayiannis D, Terzidou M, et al. Nutrition-related habits of Greek adolescents. Eur J Clin Nutr 2004; 58(4): p. 580-6. 17. Utter J, Neumark-Sztainer D, Jeffery R, et al. Couch potatoes or french fries: are sedentary behaviors associated with body mass index, physical activity, and dietary behaviors among adolescents? J Am Diet Assoc 2003; 103(10): p. 1298-305. 18. Κυριακού Ε, 2010, Οι διατροφικές συνήθειες νέων της Κύπρου.Η σημασία της διατροφής στη υγεία: Απόψεις πρωτοετών Κύπριων Φοιτητών. 19. Τζέτζης Γ, Κακαμούκας Β, Γούδας Μ, et al. Σύγκριση της φυσικής δραστηριότητας και της σωματικής αυτοαντίληψης παχύσαρκων και μη παχύσαρκων παιδιών. Αναζητήσεις στη Φυσική και τον Αθλητισμό 2005; 3(1): p. 29-39. 20. Τσαμίτα ΙΚαρτερολιώτης Κ. Συμπεριφορές που Σχετίζονται με την Υγεία, Κοινωνικοί Παράγοντες και Διατροφικές Συνήθειες Εφήβων σε μια Ελληνική Επαρχιακή Πόλη. Αναζητήσεις στη Φυσική Αγωγή και τον Αθλητισμό 2008; 6(1): p. 25 36. 21. Yuasa K, Sei M, Takeda E, et al. Effects of lifestyle habits and eating meals together with the family on the prevalence of obesity among school children in Tokushima, Japan: a cross-sectional questionnaire-based survey. J Med Invest 2008; 55(1-2): p. 71-7. 22. Kuntz BLampert T. Socioeconomic factors and obesity. Dtsch Arztebl Int 2010; 107(30): p. 517-22. 23. Feinstein L, Sabates R, Sorhaindo A, et al. Dietary patterns related to attainment in school: the importance of early eating patterns. J Epidemiol Community Health 2008; 62(8): p. 734-9. 24. Pitts NB, Evans DJNugent ZJ. The dental caries experience of 12-year-old children in the United Kingdom. Surveys coordinated by the British Association for the Study of Community Dentistry in 1996/97. Community Dent Health 1998; 15(1): p. 49-54. 25. Katzmarzyk PT, Malina RM, Song TM, et al. Physique, subcutaneous fat, adipose tissue distribution, and risk factors in the Quebec Family Study. Int J Obes Relat Metab Disord 1999; 23(5): p. 476-84. 26. Farrell SW, Kampert JB, Kohl HW, 3rd, et al. Influences of cardiorespiratory fitness levels and other predictors on cardiovascular disease mortality in men. Med Sci Sports Exerc 1998; 30(6): p. 899-905. 27. Klag MJ, Ford DE, Mead LA, et al. Serum cholesterol in young men and subsequent cardiovascular disease. N Engl J Med 1993; 328(5): p. 313-8. 28. Tell GSVellar OD. Physical fitness, physical activity, and cardiovascular disease risk factors in adolescents: the Oslo Youth Study. Prev Med 1988; 17(1): p. 12-24. 29. Raitakari OT, Porkka KV, Taimela S, et al. Effects of persistent physical activity and inactivity on coronary risk factors in children and young adults. The Cardiovascular Risk in Young Finns Study. Am J Epidemiol 1994; 140(3): p. 195-205. 30. Webber LS, Srinivasan SR, Wattigney WA, et al. Tracking of serum lipids and lipoproteins from childhood to adulthood. The Bogalusa Heart Study. Am J Epidemiol 1991; 133(9): p. 884-99. 31. Boniface DRTefft ME. Dietary fats and 16-year coronary heart disease mortality in a cohort of men and women in Great Britain. Eur J Clin Nutr 2002; 56(8): p. 786-92. 32. Kabagambe EK, Baylin A, Siles X, et al. Individual saturated fatty acids and nonfatal acute myocardial infarction in Costa Rica. Eur J Clin Nutr 2003; 57(11): p. 1447-57. 33. Rivellese AA, Maffettone A, Vessby B, et al. Effects of dietary saturated, monounsaturated and n-3 fatty acids on fasting lipoproteins, LDL size and post-prandial lipid metabolism in healthy subjects. Atherosclerosis 2003; 167(1): p. 149-58. 34. Diehr PBeresford SA. The relation of dietary patterns to future survival, health, and cardiovascular events in older adults. J Clin Epidemiol 2003; 56(12): p. 1224-35. 35. Millen BE, Quatromoni PA, Nam BH, et al. Dietary patterns, smoking, and subclinical heart disease in women: opportunities for primary prevention from the Framingham Nutrition Studies. J Am Diet Assoc 2004; 104(2): p. 208-14. 36. Kotchen TAMcCarron DA. Dietary electrolytes and blood pressure: a statement for healthcare professionals from the American Heart

Association Nutrition Committee. Circulation 1998; 98(6): p. 613-7. 37. Hu FB, Rimm EB, Stampfer MJ, et al. Prospective study of major dietary patterns and risk of coronary heart disease in men. Am J Clin Nutr 2000; 72(4): p. 912-21. 38. Liu S. Intake of refined carbohydrates and whole grain foods in relation to risk of type 2 diabetes mellitus and coronary heart disease. J Am Coll Nutr 2002; 21(4): p. 298-306. 39. Ludwig DS. The glycemic index: physiological mechanisms relating to obesity, diabetes, and cardiovascular disease. JAMA 2002; 287(18): p. 2414-23. 40. Lobstein T, Baur LUauy R. Obesity in children and young people: a crisis in public health. Obes Rev 2004; 5 Suppl 1: p. 4-104. 41. Roditis ML, Parlapani ES, Tzotzas T, et al. Epidemiology and predisposing factors of obesity in Greece: from the Second World War until today. J Pediatr Endocrinol Metab 2009; 22(5): p. 389-405. 42. Ζαμπέλας Α, ed. Κλινική Διαιτολογία και Διατροφή με Στοιχεία Παθολογίας, Τόμος 2., ed. Ι.ε.Π.Χ. Πασχαλίδης2007: Αθήνα. 43. Desai MN, Miller WC, Staples B, et al. Risk factors associated with overweight and obesity in college students. J Am Coll Health 2008; 57(1): p. 109-14. 44. Sarnblad S, Ekelund UAman J. Dietary fat intake predicts 1-year change in body fat in adolescent girls with type 1 diabetes. Diabetes Care 2006; 29(6): p. 1227-30. 45. Dietz WH. Health consequences of obesity in youth: childhood predictors of adult disease. Pediatrics 1998; 101(3 Pt 2): p. 518-25. 46. Freedman DS, Mei Z, Srinivasan SR, et al. Cardiovascular risk factors and excess adiposity among overweight children and adolescents: the Bogalusa Heart Study. J Pediatr 2007; 150(1): p. 12-17 e2. 47. Burgert TS. Glucose and insulin metabolism in obese youth. Pediatr Endocrinol Rev 2006; 3 Suppl 4: p. 555-9. 48. He QKarlberg J. Bmi in childhood and its association with height gain, timing of puberty, and final height. Pediatr Res 2001; 49(2): p. 244-51. 49. Kesaniemi YK, Danforth E, Jr., Jensen MD, et al. Dose-response issues concerning physical activity and health: an evidence-based symposium. Med Sci Sports Exerc 2001; 33(6 Suppl): p. S351-8. 50. Παπανικολάου Γ, ed. Σύγχρονη Διατροφή και Διαιτολογία., ed. L. Degiorgio2002: Αθήνα. 51. Branum AMLukacs SL. Food allergy among children in the United States. Pediatrics 2009; 124(6): p. 1549-1555. 52. Johansson SG, Bieber T, Dahl R, et al. Revised nomenclature for allergy for global use: Report of the Nomenclature Review Committee of the World Allergy Organization, October 2003. J Allergy Clin Immunol 2004; 113(5): p. 832-836. 53. Genuis SJ. Sensitivity-related illness: the escalating pandemic of allergy, food intolerance and chemical sensitivity. Sci Total Environ 2010; 408(24): p. 6047-6061. 54. Boyce JA, Assa'ad A, Burks AW, et al. Guidelines for the diagnosis and management of food allergy in the United States: summary of the NIAIDsponsored expert panel report. Nutr Res Pract 2011; 31(1): p. 61-75. 55. David TJ. Adverse reactions and intolerance to foods. Br Med Bull 2000; 56(1): p. 34-50. 56. Zuidmeer L, Goldhahn K, Rona RJ, et al. The prevalence of plant food allergies: a systematic review. J Allergy Clin Immunoll 2008; 121(5): p. 1210-1218 e1214. 57. Werfel T. Food allergy. J Dtsch Dermatol Ges 2008; 6(7): p. 573-583. 58. Davis CM. Food allergies: clinical manifestations, diagnosis, and management. Curr Probl Pediatr Adolesc Health Care 2009; 39(10): p. 236-254. 59. Nelson MOgden J. An exploration of food intolerance in the primary care setting: the general practitioner's experience. Soc Sci Med 2008; 67(6): p. 1038-1045. 60. Flokstra-de Blok BM, DunnGalvin A, Vlieg-Boerstra BJ, et al. Development and validation of a selfadministered Food Allergy Quality of Life Questionnaire for children. Clin Exp Allergy 2009; 39(1): p. 127-137. 61. Lieberman JASicherer SH. Quality of life in food allergy. Curr Opin Allergy Clin Immunol 2011; 11(3): p. 236-242. 62. Irei AV, Sato Y, Lin TL, et al. Overweight is associated with allergy in school children of Taiwan and Vietnam but not Japan. J Med Invest 2005; 52(1-2): p. 33-40. 63. Halmi KA, Falk JRSchwartz E. Binge-eating and vomiting: a survey of a college population. Psychol Med 1981; 11(4): p. 697-706. 64. Pyle RL, Mitchell JE, Eckert ED, et al. The incidence of bulimia in freshman college students. International Journal of Eating Disorders 1983; 2: p. 75-85. 65. Januszek K. Some aspects of sexual identity of girls suffering from anorexia. Archives of Psychiatry and Psychotherapy 2007; 3: p. 53-62. 66. Bell L. What predicts failure to engage in or drop out from treatment for bulimia nervosa and what implications does this have for treatment? Clinical Psychology and Psychotherapy 2001; 8: p. 424 435. 67. Wentz E, ed. Ten-Year Outcome of Anorexia Nervosa with Teenage Onset. ed. G. University2000: Goteborg Sweden.

68. Palmer B, ed. Helping People with Eating Disorders. A Clinical Guide to Assessment and Treatment. 2000: Wiley, Chichester. 69. Hoek HW, Treasure JLKatzman MA, eds. Neurobiology in the Treatment of Eating Disorders. 1998: Wiley, West Sussex. 70. Tewari S, Krishnan VHR, Valsalan VC, et al. Pica in a learning disability hospital: a clinical survey. British Journal of Developmental Disabilities 1995; 41: p. 13 22. 71. Dudley JR, Ahlgrim-Delzell LCalhoun ML. Diverse diagnostic and behavioural patterns amongst people with a dual diagnosis. J Intellect Disabil Res 1999; 43 ( Pt 2): p. 70-9. 72. Neumark-Sztainer D, Wall M, Story M, et al. Are family meal patterns associated with disordered eating behaviors among adolescents? Journal of Adolescent Health 2004; 35: p. 350 359. 73. Munoz DJ, Israel ACAnderson DA. The relationship of family stability and family mealtime frequency with bulimia symptomatology. Eat Disord 2007; 15(3): p. 261-71. 74. Murphy S, Russel LWaller G. Integrated Psychodynamic Therapy for Bulimia Nervosa and Binge Eating Disorder: Theory, Practice and Preliminary Findings. European Eating Disorders Review 2005; 13: p. 383 391. 75. Norman DHerzog D. Bulimia, anorexia nervosa, and anorexia nervosa with bulimia. Intemational Journal of Eating Disorders 1983; 2: p. 43-52. 76. Strober M, Salkin B, Burroughs J, et al. Validity of the bulimia-restricter distinction in anorexia nervosa. Parental personality characteristics and family psychiatric morbidity. J Nerv Ment Dis 1982; 170(6): p. 345-51. 77. Crow SJ, Stewart Agras W, Halmi K, et al. Full syndromal versus subthreshold anorexia nervosa, bulimia nervosa, and binge eating disorder: a multicenter study. Int J Eat Disord 2002; 32(3): p. 309-18. 78. Leung N, Thomas GWaller G. The relationship between parental bonding and core beliefs in anorexic and bulimic women. Br J Clin Psychol 2000; 39 ( Pt 2): p. 205-13. 79. Steinhausen HC. The outcome of anorexia nervosa in the 20th century. Am J Psychiatry 2002; 159(8): p. 1284-93. 80. Pawluck DEGorey KM. Secular trends in the incidence of anorexia nervosa: integrative review of population-based studies. Int J Eat Disord 1998; 23(4): p. 347-52. 81. Small AC. The Contribution of Psychodiagnostic Test Results Toward Understanding Anorexia Nervosa. Journal of Eating Disorder 1984; 3: p. 47-59. 82. Bruch H, ed. Eating disorders: Obesity, anorexia nervosa and the person within. ed. B. Books1973: New York. 83. Sugarman A, Quinlan DDevenis L. Anorexia nervosa as a defense against anaclitic depression. International. Journal of Eating Disorders 1982; I: p. 44-61. 84. Sours JA. The anorexia nervosa syndrome. Int J Psychoanal 1974; 55(4): p. 567-79. 85. Palazzoli M, ed. Self starvation: From the intrapsychic to the transpersonal approach to anorexia nervosa., ed. H.C. Books1974: London. 86. Parker G, Tupling HBrown LB. A parental bonding instrument. British Journal of Medical Psychology 1979; 52: p. 1 10. 87. D Zurilla TJNezu AM, eds. Social problem solving in adults. In P. C. Kendall (Ed.), Advances in cognitive-behavioural research and therapy ed. A. Press. Vol. 1. 1982: New York. 201 274. 88. Troop NA, Holbrey ATreasure JL. Stress, coping, and crisis support in eating disorders. Int J Eat Disord 1998; 24(2): p. 157-66. 89. Rowland CV, Jr. Anorexia nervosa. A survey of the literature and review of 30 cases. Int Psychiatry Clin 1970; 7(1): p. 37-137. 90. Ebbeling CB, Pawlak DBLudwig DS. Childhood obesity: public-health crisis, common sense cure. Lancet 2002; 360(9331): p. 473-82. 91. WHO, 2005, Review of Best Practice in Interventions to Promote Physical Activity in Developing Countries S.S. A. Bauman, and M Lewicka,T. Armstrong, V. Candeias and J. Richards, Editor, WHO Workshop on Physical Activity and Public Health: Beijing. 92. Dinas P, Koutedakis YFlouris A. Effects of exercise and physical activity on depression. Ir J Med Sci. 2011; 180(2): p. 319-25.

Άσκηση Σχεδιασμός και καθοδήγηση της προπόνησης μυϊκής δύναμης στα ομαδικά αθλήματα: το παράδειγμα της πετοσφαίρισης Χατζηνικολάου Αθανάσιος, Ph.D. Λέκτορας Προπονησιολογίας, ΤΕΦΑΑ-ΔΠΘ Ο σχεδιασμός, η καθοδήγηση και η πραγματοποίηση της προπόνησης δύναμης έχει διττή σημασία στον αγωνιστικό αθλητισμό. Πρώτο στόχο, αποτελεί η βελτιστοποίηση της απόδοσης και δεύτερο, εξίσου σημαντικό, αποτελεί η πρόληψη τραυματισμών που συνήθως συμβαίνουν από την αθλητική δραστηριότητα. Η μυϊκή δύναμη μπορεί να αυξηθεί α) μέσω της επέκτασης του ενεργειακού δυναμικού των μυών (μέθοδοι μυϊκής υπερτροφίας και αντοχής στη δύναμη) και β) μέσω της βελτίωσης της νεύρωσης των μυών (μέθοδοι ταχυδύναμης, αντιδραστικής δύναμης και βελτίωσης της ενεργοποίησης των μυών). Ανάλυση αναγκών Από την ανάλυση αναγκών της πετοσφαίρισης προκύπτει πως 1) το κυρίαρχο σύστημα παραγωγής ενέργειας είναι το αναερόβιο αγαλακτικό που χρησιμοποιεί ως υποστρώματα την τριφωσφορική αδενοσίνη και τη φωσφοκρεατίνη (συμμετοχή περίπου 40%). Αυτό δεν σημαίνει πως η γαλακτική γλυκόλυση και ο αερόβιος μηχανισμός δεν συνεισφέρουν στην παραγωγή ενέργειας, ωστόσο τα δύο αυτά συστήματα ασκούν επικουρικό ρόλο. 2) Οι παράμετροι φυσικής απόδοσης που πρέπει να αναπτυχθούν είναι α) η μέγιστη δύναμη β) ο ρυθμός ανάπτυξης της δύναμης και γ) η ικανότητα αντίστασης στην κόπωση από τις επαναλαμβανόμενες προσπάθειες μέγιστης έντασης. 3) τραυματισμοί ή και σύνδρομα υπέρχρησης που παρουσιάζονται στην πετοσφαίριση αφορούν, με μεγαλύτερη συχνότητα, στην άρθρωση του γόνατος, την ποδοκνημική και την άρθρωση του ώμου. 4) για τον καθορισμό της έντασης και της ποσότητας της προπόνησης απαραίτητη είναι η αξιολόγηση της μέγιστης δύναμης (μέσω του καθορισμού της 1

Μέγιστης Επανάληψης,ΜΕ) με τον έμμεσο ή άμεσο προσδιορισμό. Ως Ασκήσεις ισχύος μπορεί να θεωρηθούν οι Ολυμπιακές άρσεις και οι παραλλαγές τους. Επιλογή ασκήσεων Για την καλύτερη καθοδήγηση της προπόνησης δύναμης οι ασκήσεις μπορούν να χωριστούν σε τρεις κατηγορίες 1) βασικές ασκήσεις οι οποίες κινητοποιούν, μια ή περισσότερες μεγάλες μυϊκές ομάδες ( είναι οι πολυαρθρικές ασκήσεις) και κατέχουν βασική θέση στο σχεδιασμό των προγραμμάτων 2) βοηθητικές ασκήσεις, οι οποίες συνήθως κινητοποιούν μικρές μυϊκές ομάδες και κυρίως μία άρθρωση (μονοαρθρικές), βρίσκουν εφαρμογή στην πρόληψη και αποκατάσταση τραυματισμών ( εντάσσονται και οι ασκήσεις για την ιδιοδεκτικότητα κορμού και άκρων, κοιλιακοίραχιαίοι σε ειδική μπάλα) και 3) οι δομικές ασκήσεις, είναι οι βασικές ασκήσεις που δίνουν έμφαση στη σταθεροποίηση της σπονδυλικής στήλης κατά την άρση των αντιστάσεων. Επιπρόσθετα οι δομικές ασκήσεις που πραγματοποιούνται εκρηκτικά θεωρούνται και ως «ασκήσεις ισχύος», σε αυτή την κατηγορία βασική θέση κατέχουν οι «Ολυμπιακές Άρσεις» και οι παραλλαγές τους. Από την ανάλυση αναγκών μπορούμε να καταλήξουμε στο ότι οι βασικές ασκήσεις για την πετοσφαίριση μπορεί να είναι: 1. Ημικαθίσματα Προβολές ποδιών με μπάρα 2. Πιέσεις πάγκου Pull over 3. Κωπηλατική 4. Έλξεις τροχαλίας (εμπροσθολαίμιες και οπισθολαίμιες) 5. Κάμψεις γονάτων Ως βοηθητικές ασκήσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν οι εξής: 1. Κάμψεις εκτάσεις αγκώνα 2. Κάμψεις εκτάσεις καρπού 3. Προσαγωγοί απαγωγοί ισχίων 4. Ασκήσεις για την ωμική ζώνη με τη χρήση ελαστικών ιμάντων. (προσαγωγούς- απαγωγούςστροφείς του ώμου) 5.Ραχιαία και πελματιαία κάμψη ποδοκνημικής (γαστροκνήμιος και πρόσθιοι κνημιαίοι μυς) 6. Κοιλιακοί Ραχιαίοι σε ειδική μπάλα Συχνότητα προπόνησης Η συχνότητα προπόνησης αναφέρεται στον αριθμό των προπονητικών μονάδων ανά εβδομάδα. Παράγοντες που επηρεάζουν τη συχνότητα στην προπόνηση δύναμης είναι α) το προπονητικό επίπεδο των ασκούμενων β) ο διαθέσιμος χρόνος και χώρος γ) ο διαχωρισμός των μυϊκών ομάδων (πρέπει οι βασικές μυϊκές ομάδες να προπονούνται 2 φορές την εβδομάδα) δ) η περίοδος προπόνησης (προετοιμασίας, αγωνιστική, μεταβατική) ε) το υπόλοιπο προπονητικό πρόγραμμα. Ενδεικτικά αναφέρεται πως σε ομάδα που έχει στη διάθεση της 2 προπονητικές μονάδες ανά εβδομάδα για την προπόνηση δύναμης θα μπορούσαν, οι αθλητές, να εκτελέσουν 2 φορές όλες τις βασικές ασκήσεις και να διαχωρίσουν τις βοηθητικές σε δύο υποομάδες όπου θα χρησιμοποιούνται εναλλακτικά.