ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 2 2. ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ... 2 3. ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ... 3 4. ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΤΟΥ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕΛΕΤΗΣ... 4 4.1 ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ GR1430004 SCI «Εθνικό Θαλάσσιο Πάρκο Αλονήσου, Βορείων Σποράδων, Ανατολική Σκόπελος»... 4 4.2 Ι ΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ GR1430004 SCI «Εθνικό Θαλάσσιο Πάρκο Αλονήσου, Βορείων Σποράδων, Ανατολική Σκόπελος»..7 4.3 ΚΑΛΥΨΗ ΓΗΣ ΚΑΤΑ CORINE...... 105 5. ΕΟΥΣΑ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ 5.1 ΤΡΩΤΟΤΗΤΑ ΚΙΝ ΥΝΟΙ ΑΠΕΙΛΕΣ 5.2 ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΚΙΝ ΥΝΩΝ - ΑΠΕΙΛΩΝ 107 5.3 ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ - ΜΕΤΡΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ..107 6. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ. 108 1
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η παρούσα Ειδική Οικολογική Αξιολόγηση (ΕΟΑ) αποτελεί παράρτηµα της Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ), ως αναπόσπαστο µέρος αυτής, για το έργο/ δραστηριότητα της τροποποίησης και µετέπειτα λειτουργίας του Σταθµού Βάσης κινητής τηλεφωνίας της εταιρίας VODAFONE-ΠΑΝΑΦΟΝ Α.Ε.Ε.Τ και ο οποίος είναι εγκατεστηµένος επί εδάφους στη θέση «ΠΑΛΟΥΚΙ», της ηµοτικής Ενότητας Σκοπέλου, του ήµου Σκοπέλου, της Περιφερειακής Ενότητας Μαγνησίας, της Περιφέρειας Θεσσαλίας (κωδική ονοµασία σταθµού: 1000280 ΣΚΟΠΕΛΟΣ). Σκοπός της παρούσας έκθεσης ΕΟΑ είναι η αποτελεσµατική προστασία και διατήρηση του Τόπου Κοινοτικής Σηµασίας (ΤΚΣ) SCI GR1430004 «Εθνικό Θαλάσσιο Πάρκο Αλονήσου, Βορείων Σποράδων, Ανατολική Σκόπελος», στην περιοχή όπου βρίσκεται εγκατεστηµένος ο εξεταζόµενος σταθµός βάσης της εταιρίας Vodafone. Για το σκοπό αυτό προτείνονται κατάλληλα περιβαλλοντικά µέτρα, ιδίως σε ό,τι αφορά τη διατήρηση των αξιόλογων ειδών µε βάση τις οικολογικές απαιτήσεις και τις απειλές τους, µε τελικό στόχο την επίτευξη Ικανοποιητικού Καθεστώτος Προστασίας στην περιοχή. Η θέση όπου είναι εγκατεστηµένος ο Σταθµός της VODAFONE βρίσκεται σε απόσταση 2200µ. από την περιοχή που είναι χαρακτηρισµένη και ως Τοπίο Ιδιαίτερου Φυσικού Κάλλους (ΤΙΦΚ) µε κωδικό: AT5011126 ΣΤΑΦΥΛΟΣ ΣΚΟΠΕΛΟΥ Επειδή η εγκατάσταση βρίσκεται σε απόσταση µεγαλύτερη των 300µ. από την παραπάνω περιοχη δεν αποτελεί αντικείµενο της παρούσας µελέτης αφού βρίσκεται εκτός περιοχής µελέτης.. Πρόσθετα η θέση βρίσκεται εντός καταφυγίου άγριας ζωής µε κωδική ονοµασία Κ 869 ΠΑΛΟΥΚΙ ΗΜΟΥ ΣΚΟΠΕΛΟΥ για το οποίο θα γίνει παρακάτω περιγραφή. Σύµφωνα µε τα διαλαµβανόµενα στην Υ.Α. 170225/27-1-2014 κρίνεται ότι για το έργο δεν απαιτούνται πρόσθετες παρατηρήσεις λόγω της µικρής έκτασής του (περιγράφεται αναλυτικά παρακάτω) της µη ύπαρξης κινητών µερών στην εγκατάσταση και της ελάχιστης διάρκειας και έκτασης εργασιών τροποποίησης του έργου χωρίς διενέργεια κατασκευαστικών εργασιών Η ΕΟΑ εστιάζει στις συνέπειες για την περιοχή µελέτης βάσει των στόχων διατήρησής της. Η σηµασία των επιπτώσεων προσδιορίζεται σε σχέση µε τα ειδικά χαρακτηριστικά και τις ειδικές περιβαλλοντικές συνθήκες που επικρατούν στη προστατευόµενη περιοχή στην οποία αφορά το έργο ή η δραστηριότητα, λαµβάνοντας ιδιαιτέρως υπόψη τους στόχους διατήρησής τους. 2. ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ Ο εξεταζόµενος Σταθµός Βάσης της εταιρίας Vodafone που φιλοξενεί και την εταιρεία WIND είναι εγκατεστηµένος επί εδάφους,στη θέση «Παλούκι», της ηµοτικής Ενότητας Σκοπέλου, του ήµου Σκοπέλου, της Περιφερειακής Ενότητας Μαγνησίας της Περιφέρειας Θεσσαλίας. Στην εν λόγω θέση, µε συντεταγµένες (κατά ΕΓΣΑ 87): φ = 39 ο 06 1 0 λ = 23 ο 45 2 7 έχει τοποθετηθεί επί εδάφους και σε υψόµετρο 540.35 m από τη µέση στάθµη της θάλασσας ένας (1) ιστός κεραιών «κλασσικού τύπου» µε κατασκευή τύπου πυραµίδας στην κορυφή του, συνολικού ύψους 48,80 m από το έδαφος 2
Ο ιστός καταλήγει σε υψόµετρο 589,15 m από τη µέση στάθµη της θάλασσας και µε το πέρας των αιτούµενων τροποποιήσεων θα φέρει επάνω του 12 κεραίες συνολικά της Vodafone και 3 της WIND Επίσης, στον ίδιο ιστό θα φιλοξενούνται έως και 29 µικροκυµατικά κάτοπτρα, συνολικά και για τις 2 εταιρείες Τα υποστηρικτικά µηχανήµατα του Σταθµού θα εξακολουθήσουν να φιλοξενούνται, σε δύο (2) υφιστάµενους χτιστούς οικίσκους, διαστάσεων: 5,5m x 3,0m x 3,5m (ύψος) και 3,1m x 2,4m x 3,5m (ύψος) στον οποίο στεγάζεται το ηλεκτροπαραγωγό ζεύγος και η δεξαµενή αποθήκευσης πετρελαίου. Πρόσθετα υπάρχει και ένας οικίσκος (χτιστός) διαστάσεων 4m x 2,5m x 3,5m (ύψος) που φιλοξενεί τα µηχανήµατα της εταιρείας WIND ΕΛΛΑΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΕΣ Α.Ε.Β.Ε. η οποία φιλοξενείται στον ίδιο ιστό. Περιµετρικά των ανωτέρω εγκαταστάσεων έχει κατασκευαστεί κατάλληλη περίφραξη για την παρεµπόδιση της προσέγγισης ανθρώπων και ζώων στο Σταθµό. Συγκεκριµένα διακρίνονται ο κύριος χώρος του Σταθµού, που περιλαµβάνει τον ιστό και τον οικίσκο της VODAFONE, και η πύλη εισόδου. Η Μελέτη Ραδιοεκποµπών, που έχει εκπονηθεί για την τροποποίηση του εξεταζόµενου Σταθµού θα κατατεθεί στην αρµόδια αρχή που γνωµατεύει επί θεµάτων υγείας, την Ελληνική Επιτροπή Ατοµικής Ενέργειας (Ε.Ε.Α.Ε.), ηλεκτρονικά, µέσω του Συστήµατος Ηλεκτρονικής Υποβολής Αιτήσεων (Σ.ΗΛ.Υ.Α.) της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών & Ταχυδροµείων (Ε.Ε.Τ.Τ.), σύµφωνα µε τη διαδικασία που ορίζει ο Νόµος 4070/2012. 3. ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ Στην περίπτωση έργων και δραστηριοτήτων που λαµβάνουν χώρα σε προστατευόµενες περιοχές του δικτύου NATURA 2000, η περιβαλλοντική αδειοδότηση διενεργείται µε βάση τις σχετικές πρόνοιες των ειδικότερων προεδρικών διαταγµάτων και υπουργικών αποφάσεων προστασίας. Για τη δέουσα εκτίµηση των επιπτώσεων στο πλαίσιο της παρούσας Ειδικής Οικολογικής Αξιολόγησης έχουν ληφθεί υπόψη οι σχετικές αναφορές της εθνικής και διεθνούς νοµοθεσίας και συγκεκριµένα: Ο Νόµος 4014/2011 (ΦΕΚ 209/Α/21.09.2011) «Περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων και δραστηριοτήτων, ρύθµιση αυθαιρέτων σε συνάρτηση µ ε δηµιουργία περιβαλλοντικού ισοζυγίου και άλλες διατάξεις αρµοδιότητας Υπουργείου Περιβάλλοντος». Η υπό δηµοσίευση Υπουργική Απόφαση µε αρ. Η.Π. 52983/1952 και ηµεροµηνία 25/09/2013 «Προδιαγραφές της Ειδικής Οικολογικής Αξιολόγησης για έργα και δραστηριότητες της κατηγορίας Β του άρθρου 10 του Ν. 4014/2011 (Α 209) «Περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων και δραστηριοτήτων, ρύθµιση αυθαιρέτων σε συνάρτηση µε δηµιουργία περιβαλλοντικού ισοζυγίου και άλλες διατάξεις αρµοδιότητας Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιµατικής Αλλαγής». Ο Νόµος 3937/2011 (ΦΕΚ 60/Α/31.03.2011) «ιατήρηση της βιοποικιλότητας και άλλες διατάξεις». Η ΚΥΑ 33318/3028/1998 (ΦΕΚ 1289/Β/28.12.1998) «Καθορισµός µέτρων και διαδικασιών για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων (ενδιαιτηµάτων) καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας». Η ΚΥΑ υπ αρ. Η.Π. 14849/853/Ε103/2008 (ΦΕΚ 645/Β/11.04.2008) «Τροποποίηση των υπ' αριθµ. 33318/3028/1998 κοινών υπουργικών αποφάσεων (Β 1289) και υπ' αριθµ. 29459/1510/2005 κοινών υπουργικών αποφάσεων (Β 992), σε συµµόρφωση µ ε διατάξεις της οδηγίας 2006/105 του Συµβουλίου της 20ης Νοεµβρίου 2006 της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Η ΚΥΑ υπ αρ. Η.Π. 37338/1807/Ε.103/2010 (ΦΕΚ 1495/Β/06.09.2010) «Καθορισµός µέτρων και διαδικασιών για τη διατήρηση της άγριας ορνιθοπανίδας και των οικοτόπων/ενδιαιτηµάτων της, σε συµµόρφωση µε τις διατάξεις της Οδηγίας 79/409/ΕΟΚ, «Περί διατηρήσεως των άγριων πτηνών», του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου της 2ας Απριλίου 1979, όπως κωδικοποιήθηκε µε την οδηγία 2009/147/ΕΚ». 3
Η ΚΥΑ 8353/276/Ε103 (ΦΕΚ 415/Β/23.02.2012) «Τροποποίηση και συµπλήρωση της υπ αριθ. 37338/1807/2010 κοινής υπουργικής απόφασης Καθορισµός µέτρων και διαδικασιών για τη διατήρηση της άγριας ορνιθοπανίδας και των οικοτόπων/ενδιαιτηµάτων της, σε συµµόρφωση µε την Οδηγία 79/409/ΕΟΚ... (Β 1495), σε συµµόρφωση µε τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 4 της Οδηγίας 79/409/ΕΟΚ Για τη διατήρηση των άγριων πτηνών του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου της 2ας Απριλίου 1979, όπως κωδικοποιήθηκε µε την οδηγία 2009/147/ΕΚ». H Οδηγία 92/43/ΕΟΚ του Συµβουλίου της 21 ης Μαΐου 1992 για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας. Η Οδηγία 79/409/ΕΟΚ περί διατηρήσεως των άγριων πτηνών. Η Οδηγία 2009/147/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου της 30 ης Νοεµβρίου 2009 περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών (κωδικοποιηµένη έκδοση της 79/409/ΕΟΚ). Η διενέργεια της δέουσας εκτίµησης των επιπτώσεων περιλαµβάνει την ανάλυση και αξιολόγηση των εκτιµώµενων επιπτώσεων στη βιοποικιλότητα της εξεταζόµενης ζώνης, µ ε σκοπό την εξακρίβωση των πιθανών µεταβολών στο καθεστώς διατήρησης της περιοχής και τη διασφάλιση της ακεραιότητάς της. Η έννοια της δέουσας εκτίµησης περιγράφεται στο άρθρο 11 του Ν. 4014/2011. 4. ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΤΟΥ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕΛΕΤΗΣ Σύµφωνα µε την από 25/09/2013 Υπουργική Απόφαση µε αρ. Η.Π. 52983/1952, «ως περιοχή καταγραφής στοιχείων του φυσικού περιβάλλοντος της ΕΟΑ θεωρείται η περιοχή που περιλαµβάνεται εντός µιας νοητής γραµµής που περικλείει όλα τα τµήµατα του έργου ή της δραστηριότητας και όλες τις συνοδευτικές υποδοµές και εγκαταστάσεις καθώς και µια περιφερειακή ζώνη, η οποία ορίζεται κατά περίπτωση από τον/τους συντάκτες της ΕΟΑ ανάλογα µε το προστατευτέο αντικείµενο, τον τύπο του έργου, τα χαρακτηριστικά του και τις επιπτώσεις του και η οποία δεν µπορεί να υπερβαίνει τα 300 µέτρα». Η θέση εγκατάστασης του εξεταζόµενου Σταθµού Βάσης της VODAFONE - ΠΑΝΑΦΟΝ βρίσκεται εντός των ορίων της προστατευόµενης περιοχής µε κωδικό GR1430004 SCI «Εθνικό Θαλάσσιο Πάρκο Αλονήσου, Βορείων Σποράδων, Ανατολική Σκόπελος». Στις ενότητες που ακολουθούν γίνεται αρχικά µια σύντοµη περιγραφή της ανωτέρω προστατευόµενης περιοχής, ενώ στη συνέχεια παρουσιάζονται αναλυτικά τα επιµέρους σηµαντικά στοιχεία αυτής. Η αναλυτική καταγραφή των στοιχείων του φυσικού περιβάλλοντος προέκυψε από κατάλληλη βιβλιογραφική ανασκόπηση και από τα αναφερόµενα σηµαντικά στοιχεία στο τυποποιηµένο δελτίο δεδοµένων της προαναφερθείσας περιοχής του δικτύου NATURA 2000. 4.1 ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ GR1430004 SCI «Εθνικό Θαλάσσιο Πάρκο Αλονήσου, Βορείων Σποράδων, Ανατολική Σκόπελος» O τόπος κοινοτικής σηµασίας µε κωδικό GR1430004 έχει συνολική έκταση 249145.6000 ha τόσο θαλάσσια όσο και χερσαία, Περιγραφή: Οι Βόρειες Σποράδες είναι ένα σύµπλεγµα νησιών που βρίσκεται στο Β Αιγαίο, βόρεια της Εύβοιας και ανατολικά του Πηλίου. Η περιοχή περιλαµβάνει το νοτιοανατολικό τµήµα της Σκοπέλου και την Αλόννησο, που είναι τα µόνα κατοικούµενα τµήµατά της, και µικρότερα νησιά και νησίδες που δεν κατοικούνται, µε 4
εξαίρεση κάποιους φύλακες και περιστασιακούς βοσκούς. Το µεγαλύτερο τµήµα της προτεινόµενης περιοχής (94%) καλύπτεται από θάλασσα. Όσον αφορά στη γεωλογία τους, στα περισσότερα νησιά επικρατούν τα ασβεστολιθικά πετρώµατα µε εξαίρεση την Ψαθούρα, που έχει καθαρά ηφαιστειογενή προέλευση. Κοντά στην Ψαθούρα βρίσκεται ένα ανενεργό ηφαίστειο. Στη Σκόπελο σχηµατίζονται κοιλάδες µε απότοµες πλαγιές και χείµαρροι. Η βλάστηση αποτελείται κυρίως από δάση χαλεπίου πεύκης, µακκί Quercus coccifera, ένα µικρό δάσος Quercus ilex, µακκία Oleo-Ceratonion, οπωροφόρα δέντρα και ελαιώνες. Η βλάστηση στην Αλόννησο αποτελείται κυρίως από πυκνό µακκί µε Quercus coccifera, Q. ilex, Arbutus unedo, Juniperus phoenicea, δάση χαλεπίου πεύκης και φρύγανα (Sarcopoterium spinosum). Το πευκοδάσος στη Σκόπελο και στην Αλόννησο έχει αντικαταστήσει τα είδη βελανιδιάς που επικρατούσαν παλαιότερα. Αυτό ήταν αποτέλεσµα της ευνόησης των πευκοδασών, γιατί το ξύλο τους χρησιµοποιείται στην κατασκευή πλοίων. Τύποι Οικοτόπων: Εκτάσεις θαλάσσιου βυθού µε βλάστηση (Ποσειδώνιες), Αβαθείς κολπίσκοι και κόλποι, Ύφαλοι, Απόκρηµνες βραχώδεις ακτές µε βλάστηση στη Μεσόγειο (µε ενδηµικά Limonium spp.), Υποτυπώδεις κινούµενες θίνες, Μεσογειακά εποχικά τέλµατα, Υψηλοί θαµνώνες µε Juniperus phoenicea, Χαµηλές διαπλάσεις µε Euphorbia κοντά σε απόκρηµνες βραχώδεις ακτές, ιαπλάσεις ή σχηµατισµοί ή θαµνώδεις φυτοκοινωνίες µε Euphorbia dendroides, Φρύγανα Sarcopoterium spinosum, Ψευδοστέπα µε αγρωστώδη και µονοετή φυτά (Thero-Brachypodietea), άση σκληρόφυλλων που χρησιµοποιούνται για βοσκή (dehesas) µε Quercus ilex, Ασβεστολιθικά βράχια του Αιγαίου, Σπήλαια των οποίων δεν γίνεται τουριστική εκµετάλλευση, Θαλάσσια σπήλαια εξολοκλήρου ή κατά το ήµισυ κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, Παρόχθια δάση-στοές της θερµής Μεσογείου (Nerio- Tamaricetea), άση µε Quercus ilex, Μεσογειακά πευκοδάση µε ενδηµικά είδη πεύκων της Μεσογείου µε Pinus halepensis. Είδη φυτών: εν υπάρχουν πληροφορίες για τα είδη φυτών της περιοχής Είδη ζώων: Rhinolophus euryale, Tursiops truncatus, Monachus monachus, Capra aegagrus, Testudo marginata, Testudo graeca, Caretta caretta, Elaphe quatuorlineata, Elaphe situla. 'Aλλα σηµαντικά είδη: -Χλωρίδα: 28B, 1C, 11D -Πανίδα: 3A, 10B, 19C, 36D Επιπτώσεις/ ράσεις: -Θετική: 165, 607 (IN), -Ουδέτερη: 100, 170, 210, 211, 401, 403, 501, 502, 504, 506, 511, 622, 961, 965(IN) -Αρνητική: 110, 120, 140, 212, 230, 421, 520, 608, 621, 623, 690, 710, 730, 946, 966 (IN) / 790 (AR) Καθεστώς προστασίας: -Εθνικό και Περιφερειακό επίπεδο: εθνικό θαλάσσιο πάρκο, ελεγχόµενη κυνηγετική περιοχή, καταφύγιο θηραµάτων. 5
- ιεθνές επίπεδο: περιοχή Σύµβασης Βαρκελώνης, ΣΠΠ. Σπουδαιότητα: Το τµήµα των Βορείων Σποράδων που συµπεριλαµβάνεται στην περιοχή, περιλαµβάνει το Εθνικό Θαλάσσιο Πάρκο και αντιπροσωπεύει ένα µοναδικό σύµπλεγµα χερσαίων και θαλάσσιων µεσογειακών οικοτόπων. Περιλαµβάνει πολλούς τύπους βλάστησης µεταξύ των οποίων θαλάσσιους οικοτόπους προτεραιότητας µε άριστη αντιπροσωπευτικότητα. Επίσης, φιλοξενεί πολλά είδη φυτών και ζώων µεταξύ των οποίων και ενδηµικά, σπάνια ή προστατευόµενα είδη καθώς επίσης και taxa στο νοτιότερο ή βορειότερο άκρο εξάπλωσής τους. Το νησί Πιπέρι είναι περιοχή προστατευόµενη από τη Σύµβαση της Βαρκελώνης. Εκτός από το επιστηµονικό και εκπαιδευτικό της ενδιαφέρον, η προτεινόµενη περιοχή έχει και µεγάλο αρχαιολογικό ενδιαφέρον, καθώς στα νησιά υπάρχουν ευρήµατα και µνηµεία των προϊστορικών, κλασικών και βυζαντινών χρόνων (σπηλαιολογικά ευρήµατα, ναυάγια πλοίων, παλιά µοναστήρια και εκκλησίες). Οι πολυάριθµες σπηλιές και οι παραλίες που σχηµατίζονται µεταξύ των απότοµων βραχωδών ακτών αποτελούν ιδανικά καταφύγια της µεσογειακής φώκιας, της οποίας ο πληθυσµός στην περιοχή εκτιµάται ως ο σηµαντικότερος της Μεσογείου. Το Πιπέρι, η πιο σηµαντική περιοχή αναπαραγωγής της µεσογειακής φώκιας, αποτελεί και τον πυρήνα του θαλάσσιου πάρκου των Β Σποράδων. Ένας αποµονωµένος πληθυσµός του Capra aegagrus ssp. dorcas ζει αποκλειστικά στη Γιούρα. Επίσης αξιόλογη είναι η ερπετοπανίδα της περιοχής που περιλαµβάνει σπάνια και προστατευόµενα είδη. Η ορνιθοπανίδα είναι πλούσια σε είδη και περιλαµβάνει µεγάλο αριθµό µεταναστευτικών πουλιών καθώς και πολλά είδη που αναπαράγονται στην προτεινόµενη περιοχή. Η πανίδα των ασπόνδυλων είναι επίσης σηµαντική καθώς περιλαµβάνει πολλά ενδηµικά είδη ισοπόδων, ιδιαίτερα στη σπηλιά του Κύκλωπα, στη Γιούρα. Η θαλάσσιοι βιότοποι χαρακτηρίζονται από αφθονία ειδών σε καλούς πληθυσµούς. Η υψηλή ποικιλότητα των θαλάσσιων ειδών οφείλεται κατά ένα µέρος στην ποικιλότητα των θαλάσσιων οικοτόπων (όπως τα άριστα λιβάδια Posidonia, οι ύφαλοι κ.λπ.) και στην έλλειψη ρύπανσης. Το γεγονός αυτό κάνει την προτεινόµενη περιοχή σηµαντική από συστηµατική και ζωογεωγραφική άποψη. Εδώ, έχουν επίσης καταγραφεί 170 είδη ψαριών, 70 είδη αµφιπόδων και 40 είδη σπόγγων. Η πλούσια χασµοφυτική βλάστηση που περιλαµβάνει πολλά ενδηµικά είδη, έχει µεγάλο φυτογεωγραφικό και οικολογικό ενδιαφέρον. Υπάρχουν είδη που εξαπλώνονται στο Ν Αιγαίο, για τα οποία η Γιούρα αποτελεί το βορειότερο άκρο εξάπλωσής τους. 6
4.2 Ι ΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ GR1430004 SCI «Εθνικό Θαλάσσιο Πάρκο Αλονήσου, Βορείων Σποράδων, Ανατολική Σκόπελος» Θα εξεταστούν οι ιδιαιτερότητες της περιοχής µελέτης και ιδιαίτερα οι φυσικοί οικότοποι. Φυσικοί οικότοποι (ενδιαιτήµατα) ονοµάζονται οι χερσαίες περιοχές ή οι υγρότοποι που διακρίνονται χάριν στα βιοτικά και αβιοτικά χαρακτηριστικά τους. Οι περιοχές αυτές µπορεί να είναι είτε εξ ολοκλήρου φυσικές, είτε ηµιφυσικές. Ο ορατός κίνδυνος εξαφάνισης πολλών ειδών οργανισµών και αλλοίωσης της σύνθεσης και υποβάθµισης πολλών οικοσυστηµάτων, µε αποτέλεσµα τη µείωση της βιοποικιλότητας σε παγκόσµιο επίπεδο, οδήγησαν στη διακήρυξη της ιάσκεψης του Ρίο το 1992 και στην έκδοση της Οδηγίας 92/43 από µέρους του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου. Σκοπός της έκδοσης αυτής της Οδηγίας είναι τόσο η διατήρηση της βιοποικιλότητας στα κράτη - µέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, µέσω της προστασίας ορισµένων φυσικών τύπων οικοτόπων (habitats) κοινοτικού ενδιαφέροντος, όσο και ορισµένων ειδών φυτών και ζώων, επίσης κοινοτικού ενδιαφέροντος. Στην θέση του έργου υφίσταται ο οικότοπος µε την ονοµασία «Garrigues της Ανατολικής Μεσογείου» και τον κωδικό 5340. Με αυτόν τον τύπο οικοτόπου περιγράφεται η ανοικτή θαµνώδης βλάστηση αειφύλλων πλατυφύλλων που βρίσκεται σε µείξη µε φρύγανα. Στην περιοχή µελέτης πρόκειται συνήθως για αραιούς θαµνώνες µε Quercus coccifera στους οποίους υπάρχει πολύ έντονη παρουσία του Phlomis fruticosa. Οι κοινότητες βόσκονται έντονα και αποτελούν στάδιο υποβάθµισης σκληρόφυλλων θαµνώνων. Εκτός από τα παραπάνω είδη στη σύνθεση της φυτοκοινότητας συµµετέχουν και άλλα είδη ανθεκτικά στη βόσκηση όπως τα Crataegus monogyna και Euphorbia rigida. Οι ανοικτές αυτές δοµές ευνοούν την έντονη παρουσία πολλών ποωδών ειδών µε πιο άφθονα τα Brachypodium retusum,pteridium aquilinum, Bupleurum glumaceum, Festuca jeanpertii subsp. achaia κλπ. Ακόµα και οι υψηλότεροι θάµνοι είναι υπερβοσκηµένοι και το ύψος τους σπάνια ξεπερνάει το 1,5 m. Ο τύπος του οικοτόπου απαντάται σε ξηρά εδάφη µε ελάχιστο έδαφος, όπου το µητρικό υπόστρωµα µπορεί να είναι ασβεστόλιθοι, γνεύσιοι ή βασάλτης. Τα εδάφη συνήθως είναι θερµά ξηρά και φτωχά σε θρεπτικά στοιχεία ασβεστολιθικά χωρίς αυτό να σηµαίνει ότι δεν έχουν καταγραφεί και άλλες περιπτώσεις (πχ εδάφη που προέρχονται από φλύσχη, σχιστόλιθους κλπ.) Οι υπόλοιπες οικολογικές παράµετροι (κλίσεις εκθέσεις) ποικίλουν πολύ, όπως και το υψόµετρο,, αφού ο τύπος του οικοτόπου αυτού καταγράφηκε από το επίπεδο της θάλασσας µέχρι το υψόµετρο των 1200 µέτρων. Εν γένει οι θαµνώνες είναι σηµαντικοί για τις λειτουργίες της περιοχής και συµβάλλουν στην βιοποικιλότητα. Οι υψηλοί και πυκνοί θαµνώνες (µακκί) της Ceratonio-Rhamnion χαρακτηρίζονται εν γένει από υψηλή προσαρµογή στις µεσογειακές περιβαλλοντικές συνθήκες και από ποικιλία ειδών. Το γεγονός αυτό καθώς και οι λειτουργίες που επιτελούν και τα οφέλη τους (δηµιουργία µικρολιµάτων- 7
προσφοράπολλαπλών ενδιαιτηµάτων, διατήρηση της ποιότητας του εδάφους και συγκράτηση εδαφών) καθιστούν απαραίτητη τη διατήρησή τους. Οι φυτοκοινότητες στα πλαίσια του εξεταζόµενου οικότοπου αποτελούν µέρος της φυσικής βλάστησης αρκετών περιοχών. Το γεγονός αυτό τις καθιστά ενδιαφέρουσες και η καλή ανάπτυξή τους αποτελεί ένδειξη της οµαλής λειτουργίας των οικοσυστηµάτων µε τα οποία σχετίζονται. Παρακάτω ακολουθεί σχηµατική απεικόνιση του σταθµού µας στον οικότοπο 8
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΧΛΩΡΙ ΑΣ Στα τυποποιηµένα δελτία του δικτύου Natura για την περιοχή, αναφέρονται τα παρακάτω είδη χλωρίδας: Ι. Φυτά αναφερόµενα στο παράρτηµα IΙ της 92/43/EEC εν αναφέρονται ΙΙ. Άλλα σηµαντικά είδη φυτών Scientific Name Filago cretensis ssp. cretensis Malcolmia flexuosa ssp. naxensis Centaurea rechingeri Trigonella rechingeri Callitriche brutia Stachys tetragona Arenaria litoralis Pilularia minuta Scabiosa hymettia Campanula chalcidica Linum gyaricum Evax contracta Crocus sieberi ssp. atticus Scutellaria sporadum Campanula reiseri Linum leucanthum Galium reiseri Silene multicaulis ssp. genistifolia Carduus macrocephalus ssp. sporadum Arenaria phitosiana Amelanchier chelmea Filago aegaea ssp. aristata Silene fabaria Cephalaria squamiflora Erysimum senoneri ssp. senoneri Pancratium maritimum Atriplex recurva Cat. C R V P P P P P P P P P P P P P C P P P P P P P P P P P P P P 9
Lythrum borysthenicum Fritillaria sporadum P P Κατηγορία (Cat.): C = κοινό, R = σπάνιο, V = πολύ σπάνιο, P = παρόν ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΟΡΝΙΘΟΠΑΝΙ ΑΣ Σύµφωνα µε το τυποποιηµένο δελτίο του δικτύου Natura, στην περιοχή απαντώνται τα παρακάτω είδη πτηνών: 92/43/ΕΟΚ Ι. Είδη αναφερόµενα στο άρθ. 4 της 2009/147/ΕΚ & στο παρ. ΙΙ της Species Population in the site Code Scientific Name T Size Unit Cat. Min Max A094 Pandion haliaetus c R A023 Nycticorax nycticorax c R A214 Otus scops r C A256 Anthus trivialis c C A251 Hirundo rustica r C A229 Alcedo atthis w R A438 Hippolais pallida r R A014 Hydrobates pelagicus c R A309 Sylvia communis c R A315 Phylloscopus collybita c C A282 Turdus torquatus w R A275 Saxicola rubetra c R A310 Sylvia borin c R A087 Buteo buteo r R A232 Upupa epops c R A304 Sylvia cantillans c C A162 Tringa totanus c R A093 Hieraaetus fasciatus p R A338 Lanius collurio c C A228 Apus melba r C 10
A226 Apus apus r C A097 Falco vespertinus c R A103 Falco peregrinus p C A266 Prunella modularis c C A231 Coracias garrulus c R A273 Phoenicurus ochruros c R A274 Phoenicurus phoenicurus c C A243 Calandrella brachydactyla c C A252 Hirundo daurica r R A181 Larus audouinii c 51 100 i A392 Phalacrocorax aristotelis desmarestii p 1 180 A339 Lanius minor c R A440 Sylvia rueppelli c R A278 Oenanthe hispanica r C A285 Turdus philomelos w R A379 Emberiza hortulana c R A299 Hippolais icterina c R A177 Larus minutus c R A253 Delichon urbica r C A262 Motacilla alba r R A439 Hippolais olivetorum r R A210 Streptopelia turtur r R A086 Accipiter nisus c R A317 Regulus regulus c R A230 Merops apiaster c R A078 Gyps fulvus c R A026 Egretta garzetta c R A257 Anthus pratensis w C A181 Larus audouinii r P A080 Circaetus gallicus r P A306 Sylvia hortensis r R A010 Calonectris diomedea r C A261 Motacilla cinerea r R A113 Coturnix coturnix c R A032 Plegadis falcinellus c R A029 Ardea purpurea c R A081 Circus aeruginosus c R A269 Erithacus rubecula c C 11
A277 Oenanthe oenanthe r R A013 Puffinus puffinus r C A447 Emberiza caesia r R A260 Motacilla flava c C A337 Oriolus oriolus c R A382 Emberiza melanocephala r C A259 Anthus spinoletta c R A268 Cercotrichas galactotes c R A359 Fringilla coelebs r R A145 Calidris minuta c R A250 Ptyonoprogne rupestris r R A212 Cuculus canorus c C A224 Caprimulgus europaeus r R A100 Falco eleonorae r C A316 Phylloscopus trochilus c C A255 Anthus campestris c R A355 Passer hispaniolensis r R A005 Podiceps cristatus c R A311 Sylvia atricapilla c R A271 Luscinia megarhynchos c R A313 Phylloscopus bonelli c R A085 Accipiter gentilis c R A095 Falco naumanni c R A319 Muscicapa striata c C A307 Sylvia nisoria c R A341 Lanius senator r C A019 Pelecanus onocrotalus c V A077 Neophron percnopterus c R A024 Ardeola ralloides c R Τύπος (Τ): p = µόνιµο, r = αναπαραγωγής, c = συγκέντρωση, w = διαχείµαση Μονάδα (Unit): i = άτοµα, p = ζεύγη Κατηγορία (Cat.): C = κοινό, R = σπάνιο, V = πολύ σπάνιο, P = παρόν ΙΙ. Άλλα σηµαντικά είδη πτηνών Accipiter gentiles - ιπλοσάϊνο Έχει χοντρά, φαρδιά φτερά, επίµηκες σώµα και φαρδύ στήθος, που φαίνεται λευκό από απόσταση. Στη διαδικασία προσγείωσης, ανοίγει σαν βεντάλια την ουρά του και κατεβάζει τα πόδια του. Η κατασκευή του σώµατός του (µε δυνατές κοντές και 12
φαρδιές φτερούγες, µακριά ουρά και δυνατά µακριά πόδια) είναι έτσι ώστε να µπορεί να ελλίσεται ανάµεσα στα κωνοφόρα δέντρα και στους πυκνούς θάµνους του δάσους κυνηγόντας το θήραµά του. Το ιπλοσάινο ανήκει στην οικογένεια των αστούριων όπως και το Ξεφτέρι sparowhawk (Αccipiter nisus) και το Σαΐνι (Αccipiter brevipes). Το µέγεθός του σε βάρος ξεκινάει από 650γρ. για το αρσενικό µέχρι και 1.250γρ. για το θηλυκό και µε άνοιγµα φτερών από 1µ για το αρσενικό ως και 1.20µ. για το θηλυκό. Το διπλοσάινο θεωρείται από τις ποιο τέλειες ιπτάµενες φονικές µηχανές και ξεχωρίζει από την εξαιρετική του ταχύτητα, δύναµη και µεγάλη επιµονή στο να σκοτώσει, τόσο, που είναι ικανό να σκοτώνει θηράµατα πολύ ποιο µεγάλα σε µέγεθος και βάρος από το ίδιο. Σαν κοντοφτέρουγο γεράκι που είναι, το κυνήγι του δεν βασίζεται στην εφόρµηση όπως τα µακρυφτέρουγα π.χ Πετρίτης, κυνηγογέρακας κ.α) αλλα στην άµεση καταδίωξη όπως τα πλατυφτέρουγα (π.χ Harris hawk και κοκινόουρη γερακίνα - Red tailed) Στην άγρια φύση είναι από τα γεράκια που δεν συµπαθεί την παρουσία του ανθρώπου για αυτό και είναι σπάνιο να τύχει να συναντήσουµε κάποιο εντελώς τυχαία. Έιναι πουλί δασόβιο, ζει αποµονωµένο βαθιά σε κωνοφόρο δάσος συνήθως αλλά τυχαίνει να κυνηγάει κάποιες φορές και στο σύνορο του δάσους µε τις αγροτικές περιοχές, Είναι επίσης πολύ σπάνιο να το δούµε να γυροπετάει όπως π.χ µία Γερακίνα (buteo buteo). Η κατασκευή του σώµατός του (µε δυνατές κοντές και φαρδιές φτερούγες, µακριά ουρά και δυνατά µακριά πόδια) είναι έτσι ώστε να µπορεί να ελλίσεται ανάµεσα στα κωνοφόρα δέντρα και στους πυκνούς θάµνους του δάσους κυνηγόντας το θήραµά του. Φτιάχνουν τις φωλιές τους σε δάση ώριµων φυλλοβόλων και κωνοφόρων δέντρων. Γεννούν µέχρι 5 αυγά από τα τέλη Μαρτίου µέχρι τις αρχές Μαΐου. Η επώαση διαρκεί 35 42 µέρες. Οι νεοσσοί βγαίνουν από τα αυγά στα τέλη Ιουνίου και τον Ιούλιο και µένουν γύρω από τη φωλιά για περίπου 7 εβδοµάδες. Κατόπιν διασκορπίζονται προς όλες τις κατευθύνσεις, αλλά ποικίλλει η απόσταση στην οποία ταξιδεύουν. Για την Ιερακοθηρία Θεωρείται ένα από τα καλύτερα γεράκια γιατί χρησιµοποιείται για όλα σχεδόν τα αξιόλογα θηράµατα ( φασιανό, πάπια, πέρδικες, φάσες, ορτύκια, λαγός, αγριοκούνελο, (και ο µεγάλος σκίουρος στην Αµερική) κ.α ) αλλά συγχρόνως και από τα ποιο δύσκολα, δύστροπα και απαιτητικά γεράκια και αυτό, γιατί λόγω της νευρικότητάς του έχει τόσο πολύ στρες, που µπορεί πετώντας το σε µία απλή πτήση 13
να χαθεί χωρίς να έχουµε καταλάβει καν τι µπορεί να έχει συµβεί, ή πιάνοντας ένα θήραµα στο κυνήγι να µην µας επιτρέψει να το πλησιάσουµε, παίρνοντας το θήραµα και πετώντας µακριά µας, αλλά ακόµα και µε τα γραµµάρια της τροφής του είναι πολύ ριψοκίνδυνο να παίξει κάποιος µε µικρή εµπειρία για το λόγω ότι µπορεί να λιµοκτονήσει απροσδόκητα, πράγµα που το καθιστά εντελώς ακατάλληλο για έναν αρχάριο. Πάντως ένα τέτοιο αρπακτικό στα χέρια ενός έµπειρου γερακάρη γίνεται ένας τέλειος κυνηγός µε αξιοζήλευτο κυνήγι και αξιολάτρευτο θέαµα. Accipiter nisus Ξεφτέρι, Τσιχλογέρακο Γενικά χαρακτηριστικά: ιµορφικό. Το αρσενικό είναι σκούρο γκρίζο στο πάνω µέρος και άσπρο µε κοκκινόξανθες οριζόντιες ρίγες από κάτω. Το ίδιο χρώµα υπάρχει στο κάτω µέρος του λαιµού και στα µάγουλα. Το θηλυκό και τα νεαρά µοιάζουν πολύ µε τα αντί στοιχα του Σαϊνιού. Το µάτι των ενηλίκων είναι κίτρινο ενώ το κήρωµα και τά πόδια σ' όλες τις ηλικίες είναι κίτρινο. Τα θηλυκά είναι πάντα µεγαλύτερα από τα αρσενικά, σχεδόν διπλάσια σε βάρος και µέγεθος. Είναι ένας µικρός αλλά πολύ γρήγορος και ευκίνητος άστούριος. Προτιµάει να κάθεται κρυµµένος στα φυλλώµατα, άπ' οπου και εφορµάει αστραπιαία στην λεία του. Τα κοντά και στρογγυλωπά φτερά του τον βοηθάνε να αναπτύσ σει µεγάλη ταχύτητα σε µικρές αποστάσεις. Κυνηγάει συνήθως µόνος. Οικότοπος: Συχνάζει σε δάση, Όχι όµως πολύ πυκνά. Πολύ συχνά και ειδικά τον χειµώνα, τον βρίσκουµε κοντά σε χωριά, σε µεγάλα πάρκα πόλεων ή' σε ανοιχτά µέρη πάντα όµως µέσα σε συστάδες δένδρων ή µεγάλων θάµνων. Βιολογία: Ή κύρια τροφή του αποτελείται από µικρά πουλιά το θηλυκό όµως µπορεί να σκοτώσει και πουλιά στο µέγεθος της Φάσσας Τα µεγάλα έντοµα αποτελούν το 20% της λείας του, ενώ τα µικρά θηλαστικά το 6%. Χτίζει τη φωλιά του σε δάση, κατά προτίµηση κωνοφόρα και σε ύψος 10-15 µ. πάνω από το έδαφος. Μόνο το θηλυκό κλωσάει για 35 περίπου ηµέρες τα 3-7 αυγά, πού γεννιούνται αργά τον Απρίλη. Τα µικρά φεύγουν από την φωλιά µετά 28-30 ήµερες και µετά 10 ήµερες ανεξαρτητοποιούν ται τελείως. Κατάσταση στην Ελλάδα: Το Ξεφτέρι είναι ένα από τα πιο κοινά Ελληνικά αρπακτικά, κυρίως όµως τον χειµώνα, οπότε πολλά άτοµα από την Β. Ευρώπη έρχονται εδώ για να ξεχειµωνιάσουν. Πολλά ζευγάρια φωλιάζουν ιδίως στην Κ. Ελλάδα, πουθενά όµως ό ενδηµικός πληθυσµός δεν παρουσιάζει µεγάλη πυκνό τητα. Σταθερό. Alcedo atthis Αλκυόνη Καθεστώς παρουσίας - πληθυσµός. Απαντάται όλο το χρόνο. Σε µεγάλο πλήθος κατά τη φθινοπωρινή περίοδο που µεταναστεύει νότια και µαζικά. Σε µικρότερο 14
πλήθος το Χειµώνα και τέλος σε ακόµη µικρότερο κατά τη θερινή περίοδο το οποίο και φωλιάζει. Ο πληθυσµός της Αλκυόνης στη χώρα µας έχει εκτιµηθεί σε 100-300 ζευγάρια (BirdLife International 2004). Οικολογία - απειλές. Η αλκυόνη απαντάται στις όχθες λιµνών, ποταµών και παράκτιων υγροτόπων. Φιάχνει τη φωλιά της σκάβοντας βαθειές τρύπες σε σχετικά µαλακό έδαφος σε απότοµα πρανή των οχθών υδατορευµάτων ή λιµνών. Έχει λίγο πολύ σταθερές επικράτειες και συγκεκριµένα πλεονεκτικά σηµεία (συνήθως προεξέχοντα κλαδιά δέντρων ή πασσάλους) απ όπου εφορµά για τροφή (µικρά ψάρια) που πιάνει µε απότοµες βουτιές. εν απειλείται ιδιαίτερα παρά µόνον από τους περιοδικούς «καθαρισµούς» των οχθών ποταµών και κατά την αναπαραγωγική περίοδο. Anthus campestris - Ωχροκελάδα Καθεστώς παρουσίας πληθυσµός: Είναι µεταναστευτικό είδος που φωλιάζει σε ξηρά βραχώδη λιβάδια µεσαίου και µεγάλου υψοµέτρου. Οικολογία: Χαρακτηριστικό είδος των βοσκοτόπων της ηµιορεινής ζώνης µε βασικές απαιτήσεις σε ενδιαίτηµα την παρουσία λιβαδικών εκτάσεων µαζί µε θαµνώνες και γυµνά απόβλάστηση τµήµατα. Εµφανίζεται και σε φρυγανικά οικοσυστήµατα. Τρέφεται κυρίως µε ασπόνδυλα. Απειλές: Η σοβαρότερη άµεση απειλή για το είδος θεωρείται ότι είναι η υποβάθµιση και συρρίκνωση των ενδιαιτηµάτων της που προέρχεται κυρίως από τις αλλαγές χρήσεων γης (εγκατάλειψη της εκτατικής και νοµαδικής κτηνοτροφίας, µετατροπή βοσκοτόπων και εκτατικών καλλιεργειών σε εντατικές καλλιέργειες, αναδασώσεις βοσκοτόπων, εγκατάλειψη ορεινών καλλιεργειών µε επακόλουθη δάσωση εγκατάσταση πυκνής θαµνώδους βλάστησης). Έµµεση αλλά σηµαντική απειλή είναι η µείωση των πληθυσµών των ασπονδύλων που συνιστούν τη λεία του είδους εξαιτίας της χρήσης γεωργικών φαρµάκων και εντοµοκτόνων στη σύγχρονη γεωργία. Οι πληθυσµοί της Χαµοκελάδας έχουν µειωθεί στην Ευρώπη κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Anthus pratensis - Λιβαδοκελάδα, Χωραφογαλούδι Η Λιβαδοκελάδα είναι από τα πιο κοινά πουλιά το χειµώνα στα χωράφια και τις ανοιχτές εκτάσεις. Έχει µήκος µόλις 15 εκατοστά, είναι µικρό χερσόβιο πουλί που επισκέπτεται την Ελλάδα κατά τους χειµερινούς µήνες. Η ράχη της είναι λαδίκαστανή, έχει ανοιχτόχρωµο στήθος µε πολλές λεπτές ραβδώσεις και πόδια καστανωπά µε ένα µακρύ νύχι στο πίσω δάκτυλο και το ράµφος είναι λεπτό και µυτερό. Τα εξωτερικά φτερά της ουράς είναι λευκά. 15
ιανοµή και ενδιαίτηµα: Βρίσκεται στις περισσότερες περιοχές του βόρειου µισού της Ευρώπης και της νοτιοδυτικής Ασίας. Στη νότια Ευρώπη, τη βόρεια Αφρική και τη νοτιοδυτική Ασία είναι συνήθως ενδηµικό. ιατροφή: κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών µηνών τρέφετε κυρίως µε έντοµα και αρθρόποδα όλων των ειδών, κατά τους χειµερινούς µήνες, επιπλέον των αρθρόποδων και µε διάφορους σπόρους. Αναπαραγωγή: Η φωλιά χτίζεται στο έδαφος από ξερά χόρτα και βρύα και εσωτερικά είναι επενδεδυµένη µε πούπουλα. Γεννάει συνήθως 4 έως 6 αυγά ανοικτό γκρι χρώµατος. Το θηλυκό επωάζει τα αυγά για 13 ηµέρες. Στη διατροφή των νεοσσών συµµετέχουν και οι δύο γονείς για 12 έως 14 ηµέρες. Συχνά στη φωλιά της Λιβαδοκελάδας προτιµά να εναποθέτει το αυγό του ο Kούκος (Cuculus canorus). Anthus spinoletta - Νεροκελάδα Έχει µέγεθος 17εκ. µε σκουρόχρωµο µακρύ ράµφος και σκουρόχρωµα πόδια. Ανήκει στα είδη που παρουσιάζουν άλλο φτέρωµα το χειµώνα και άλλο την άνοιξη και το καλοκαίρι (εποχικός διµορφισµός). Συγκεκριµένα το χειµώνα το πάνω µέρος του φτερώµατος είναι σκούρο καστανό ενώ το κάτω είναι υπόλευκο µε σκούρες καστανές ραβδώσεις. Επίσης οι φτερούγες παρουσιάζουν δύο λεπτές άσπρες ρίγες. Την άνοιξη το πάνω µέρος του φτερώµατος γίνεται σταχτοκάστανο, το κεφάλι παίρνει σταχτί χρώµα και εµφανίζεται λευκό φρύδι. Οι ραβδώσεις του στήθους χάνονται αποκτώντας µια ρόδινη απόχρωση. Anthus trivialis - ενδροκελάδα, ενδρογαλούδι Η ενδροκελάδα έχει µέσο µήκος σώµατος 15 εκατοστά περίπου, οι φτερούγες φτάνουν στα αρσενικά κατά µέσο όρο τα 90 χιλιοστά, ενώ στα θηλυκάπερίπου τέσσερα έως πέντε χιλιοστά µικρότερες. Το βάρος του σώµατος της ενδροκελάδας κατά τη διάρκεια της περιόδου αναπαραγωγής είναι περίπου 22 έως 24 γραµµάρια κατά την έναρξη της µετανάστευσης το φθινόπωρο είναι συχνά βαρύτερη και µπορεί να ζυγίζει περίπου 30 γραµµάρια. Στην επιστροφή µετά από τη διαχείµαση στην Αφρική ζυγίζει µόλις 16 γραµµάρια. Το φτέρωµα δεν έχει διαφορές µεταξύ των φύλων. Ο βασικός χρωµατισµός στο πάνω µέρος του σώµατος είναι κίτρινος έως λαδοκαφέ µε σκούρες ραβδώσεις ιδιαίτερα στο κεφάλι. Το κάτω µέρος είναι άσπρο έως κιτρινωπό µε έντονες σκούρες ραβδώσεις στο στήθος, οι ραβδώσεις στις πλευρές είναι λεπτότερες. Έχει πιο έντονο κίτρινο χρώµα στο λαιµό, στο στήθος και στις πλευρές του λαιµού. Τα εξωτερικά φτερά της ουράς είναι άσπρα. Πάνω από το µάτι έχει ανοιχτόχρωµο φρύδι συχνά δυσδιάκριτο. Η ίριδα είναι σκούρο καφέ, το 16
πάνω µέρος του ράµφους και η άκρη της κάτω γνάθου είναι µαυροκαφέ, η υπόλοιπη κάτω γνάθος προς τη βάση είναι ανοιχτότερη. Τα πόδια έχουν ρόζ χρώµα. Βιότοπος εµφάνιση: Αναπαράγεται στις εύκρατες και ψυχρές περιοχές της Ευρασίας. Το είδος είναι αποδηµητικό και ξεχειµωνιάζει στη δυτική Αφρική. Προτιµά κυρίως ανοικτές εκτάσεις µε λιγοστά δένδρα και πυκνή βλάστηση στο έδαφος. Στις Άλπεις φτάνουν µέχρι και σε υψόµετρο 2300 µέτρα ενώ στα Ιµαλάια ακόµα και σε υψόµετρο 4.200 µέτρων. Αναπαραγωγή: Η φωλιά χτίζεται στο έδαφος κρυµµένη συνήθως κάτω από χαµηλούς θάµνους ή φτέρες ή ανάµεσα στην πυκνή βλάστηση. Γεννάει συνήθως 5 αυγά στα µέσα Μαΐου µέχρι αρχές Ιουνίου, συχνά έχει και δεύτερη ωοτοκία. Η περίοδος επώασης διαρκεί 12 έως 14 ηµέρες. Η επώαση διεξάγεται µόνο από το θηλυκό. Οι νεοσσοί τρέφονται και από τους δύο γονείς, αλλά κυρίως από το θηλυκό. Οι νεοσσοί µετά από 10 έως 12 ηµέρες εγκαταλείπουν τη φωλιά αλλά παραµένουν κρυµµένα στο έδαφος γιατί ακόµα δεν µπορούν να πετάξουν ενώ σιτίζονται µέχρι την 25η µέρα της ζωής τους. Αρχίζουν να πετάνε από τη δέκατη πέµπτη έως την εικοστή ηµέρα από τη ζωή τους. Τροφή: Η ενδροκελάδα τρέφεται µε έντοµα κυρίως σκαθάρια, ακρίδες, σφήκες, µυρµήγκια, στην διατροφή των νεοσσών οι κάµπιες παίζουν επίσης σηµαντικό ρόλο. Σπανιότερα τρέφετε και µε διάφορους σπόρους. Καθεστώς προστασίας: Ο παγκόσµιος πληθυσµός υπολογίζεται σε περίπου 370 εκατοµµύρια πουλιά σε µια περιοχή 14 εκατοµµυρίων τετραγωνικών χιλιοµέτρων. Το είδος δεν διατρέχει κίνδυνο. Υποείδη: Παρά την πολύ µεγάλη περιοχή διανοµής έχει µόνο δύο υποείδη. Οι πληθυσµοί που αναπαράγονται στην περιοχή των Ιµαλαίων ανήκουν στο υποείδος Anthus trivialis haringtoni, το οποίο έχει ελαφρώς ευρύτερη τη βάση του ράµφους του από το υποείδος Anthus trivialis trivialis. Apus apus Σταχτάρα, Πετροχελίδονο Το Πετροχελίδονο είναι σκούρο καφέ αλλά όταν πετά στον ουρανό φαίνεται µαύρο, η ίριδα είναι σκούρα καφέ. Το µικρό µαύρο ράµφος είναι ελαφρώς κυρτό προς τα κάτω. Έχει µακριά φτερά σε σχήµα δρεπανιού και κοντή διχαλωτή ουρά. Μπορεί κανείς να το περάσει για χελιδόνι αλλά τα Πετροχελίδονα δεν κάµπτουν τα φτερά τους όταν πετούν. Επίσης είναι αδύνατον να τα δει κανείς να προσγειώνονται οι φωλιές τους είναι καλά κρυµµένες κάτω από σκεπές και µπαινοβγαίνουν σε αυτές πετώντας πολύ γρήγορα. Παρατηρούνται πιο συχνά σε κατοικηµένες περιοχές όπου φωλιάζουν σε ρωγµές, τρύπες εξαερισµού, σε απότοµους βράχους, σε κτίρια πόλεων και πάνω σε 17
τοίχους. Είναι πολύ σύνηθες πουλί στις πόλεις ενώ δεν ζούνε συχνά σε γεωργικές περιοχές. Το Πετροχελίδονο είναι πιο µεγάλο από το Χελιδόνι. Έχει πιο µακριά φτερά σε σχήµα δρεπανιού και κοντή διχαλωτή ουρά. Τα Πετροχελιδόνια δεν κάµπτουν τα φτερά τους όταν πετούνε και έχουν κοντή διχαλωτή ουρά. Ο σχηµατισµός της πτήσης τους είναι ένα µανιώδες χτύπηµα των φτερών τους για περίπου ένα λεπτό και µετά ένα διαρκές γλύστρηµα ή πλεύση. Όταν πετούν κόντρα στον άνεµο τα πουλιά αυτά φαίνονται ακίνητα. Αναπαραγωγή: Φωλιάζουν σε ρωγµές, τρύπες εξαερισµού και ορισµένες φορές σε ειδικά κουτιά-φωλιές που κατασκευάζουν οι άνθρωποι. Οι φωλιές τους είναι φτιαγµένες από φτερά, κοµµατάκια χόρτου και σπόρων, τα οποία έχουν όλα συλλεχθεί κατά τη διάρκεια της πτήσης τους. Φτιάχνουν τις φωλιές τους χρησιµοποιώντας το κολώδες σάλιο τους. Τα ζεύγη είναι µαζί για πολλά χρόνια και χρησιµοποιούν την ίδια φωλιά κάθε χρόνο. Το αρσενικό και το θηλυκό εκκολάπτουν τα αυγά για 20 µέρες και οι δύο γονείς ανατρέφουν τους νεοσσούς µέχρι να µπορούν να πετάξουν, όταν είναι πια 50-70 ηµερών. Τα νεαρά πουλιά µπορούν να αναπαραχθούν σε ηλικία 2-3 χρονών. ιανοµή και ενδιαίτηµα: Η Κοινή σταχτάρα είναι διακορπισµένη σε ολόκληρη την Ευρώπη (εκτός από την Ισλανδία) και τη Μέση Ανατολή κατά τους καλοκαιρινούς µήνες. Κατοικεί στο Ηνωµένο βασίλειο από τον Απρίλιο µέχρι τον Σεπτέµβριο. Είναι κοινά πουλιά και ο πληθυσµός τους είναι αρκετά σταθερός στην Ευρώπη, παρόλο που έχει µειωθεί σε κάποιες χώρες τα τελευταία χρόνια. εν πρέπει να ξεχνάµε ότι οποιαδήποτε καταστροφή προκληθεί στο περιβάλλον τους και τον φυσικό τους περίγυρο µπορεί να τα εξαφανίσει από την ήπειρο µας. Επιστρέφουν στη νότιο Αφρική για τον χειµώνα. Κυριότερα ενδιαιτήµατα που στηρίζουν το είδος 269 Υγρά λιβάδια 271 Μεσόφιλα λιβάδια 296 Καλλιεργούµενη γη 300 Άλλες αστικές και βιοµηχανικές περιοχές 821 Εσωτερικοί κρηµνοί 822 Λιθώνες και ογκόλιθοι Τα Πετροχελίδονα ζουν σε θερµά κλίµατα προκειµένου να βρίσκουν ιπτάµενα έντοµα για την τροφή τους, έτσι περνούν µόνο τρεις µήνες στη βόρειο Ευρώπη κάθε χρόνο. Καταφθάνουν από την κεντρική Αφρική στις αρχές Μαΐου (στις αρχές Μαρτίου στην Κύπρο). Στην Ελλάδα, η Σταχτάρα είναι ένα από τα πιο κοινά καλοκαιρινά πουλιά. Κατανέµεται στην ενδοχώρα αλλά και σε πολλά νησιά. 18
Πόλεις και χωριά έιναι το επιθυµητό περιβάλλον για αυτά τα πουλιά αφού οι παλιές σκεπές των σπιτιών παρέχουν τις ιδανικές συνθήκες για να χτίσουν τις φωλιές τους. Ξεκινούν το ταξίδι της επιστροφής στα µέσα Ιουλίου, πριν οι νύχτες γίνουν πολύ κρύες. εν µπορούν να κουρνιάσουν τις νύχτες κατά το ταξίδι όπως τα χελιδόνια κι έτσι ταξιδεύουν γρήγορα. Τα νεαρά τελικώς ανεξαρτητοποιούνται µε το που εγκαταλείπουν την φωλιά και αµέσως ξεκινούν την µετανάστευση τους. Μέχρι τα µέσα Αυγούστου τα περισσότερα Πετροχελίδονα έχουν φτάσει στην κεντρική Αφρική σε χώρες όπως η Ταζµανία, η Κένυα και η Ζιµπάµπουε. εν περνούν όλο τον χειµώνα σε ένα σηµείο αλλά ταξιδεύουν ανάλογα µε την ύπαρξη τροφής και τις καιρικές συνθήκες. ιατροφή: Οι Lack και Owen (1955) γράφουν για το πως τα οµοιόπτερα και τα δίπτερα έιναι η κοινή τροφή της Σταχτάρας και επιπλέον κάποια έντοµα όπως υµενόπτερα και κολεόπτερα τα οποία πιάνουν πετώντας µε το ανοιχτό ράµφος τους. Απειλές: Οι κύριες απειλές του ειδους σχετίζονται µε την υποβάθµιση/απώλεια των κρίσιµων ενδιαιτηµάτων τους, ιδιαίτερα του ενδιαιτήµατος φωλιάσµατος. Καινούργιες µέθοδοι κατασκευής των σκεπών µειώνουν τη διαθεσιµότητα των καταλλήλων σχισµών που φωλιάζουν οι Σταχτάρες (Handrinos & Akriotis, 1997). Οι κύριες απειλές που υποβαθµίζουν το ενδιαίτηµα τροφοληψίας του είδους είναι η αποξήρανση των υγροτόπων και των θέσεων µε επιφανειακά νερά κοντά σε αστικά κέντρα, η εκτεταµένη χρήση αγροχηµικών στις αγροτικές περιοχές, καθώς και η προώθηση της ενσταβλησµένης σε βάρος της εκτατικής κτηνοτροφίας (Tucker & Heath, 1994). Apus melba Βουνοσταχτάρα, Σκεπαρνάς Ο Σκεπαρνάς κατατάσεται στην οικογένεια Apodidae. Είναι δυνατό πουλί µε σκούρα δρεπανωτά φτερά και κοντή σκουρόχρωµη και ψαλιδωτή ουρά. Έχει λευκή κοιλιά και σκούρο καφέ στήθος, το πάνω µέρος είναι ανοιχτό µπεζ ή γκριζοκαφέ. Τα µάγουλα και το σαγώνι του είναι επίσης λευκά. Το ράµφος είναι µαύρο και η ίριδα καφέ µαύρη. Έχει µέγεθος 20-23 εκατοστά και το άνοιγµα των φτερών του είναι περίπου 51-58 εκατοστά. Είναι ογκώδες πουλί, ζυγίζει 75 έως 125 γραµµάρια, το αρσενικό είναι κατά µέσο όρο περίπου 2% µεγαλύτερο από το θηλυκό. Με µεγάλη διαφορά το µεγαλύτερο είδος του γένους Apus στη δυτική Παλαιαρκτική. Ο Σκεπαρνάς, όπως και τα υπόλοιπα είδη του γένους Άπους (Apus), είναι εανέριο πουλί πετώντας τον περισσότερο χρόνο της ζωής του. Αυτού του είδους τα πουλιά κοιµούνται καθώς πετούν και ακόµα ζευγαρώνουν κατά την πτήση, κατεβαίνοντας στο έδαφος µόνο για να φτιάξουν φωλιά και να µεγαλώσουν τα µικρά τους. εν µπορούν να κουρνιάσουν γιατί έχουν πολύ κοντά πόδια που χρησιµοποιούν µόνο για 19
την προσκόλληση σε κάθετες επιφάνειες. Η επιστηµονική ονοµασία του προέρχεται από την αρχαία ελληνική άπους, που σηµαίνει χωρίς πόδια. Οι Σκεπαρνάδες είναι κοινωνικά, µονογαµικά πουλιά και φτιάχνουν αναπαραγωγικές κοινότητες µε λίγα έως και εκατοντάδες ζεύγη. Μπορούν επίσης να φτιάξουν ανάµικτα σµήνη µε πάνω από 500 πουλιά µε Σταχτάρες (Apus apus) και Στακτοπετροχελίδονα (Apus pallidus). Κατά την αναπαραγωγική περίοδο, συλλέγουν τροφή πετώντας σε µεγάλες εκτάσεις, αρκετά µακριά από τις φωλιές τους. Συλλαµβάνουν την τροφή τους στον αέρα πετώντας µε ανοιχτό το στόµα. Κατά την πτήση, τα φτερά τους είναι αλύγιστα και οι κινήσεις τους είναι πιο βαθιές και πιο αργές σε σχέση µε τη Σταχτάρα (Apus apus). ιανοµή και ενδιαίτηµα: Οι Σκεπαρνάδες ζουν στην Ιβηρική χερσόνησο, στη νότια και αλπική Ευρώπη, στη Μεσόγειο, την Αφρική και σε τµήµατα της Μέσης Ανατολής, της Μικράς Ασίας, της Ινδίας, της Σρι Λάνκα. Ο Σκεπαρνάς ζει σε διάφορες περιοχές κυρίως βραχώδη µέρη, σε απόκρηµνα βράχια και βραχονησίδες, σε βαθιές χαράδρες, σε σπηλιές, σε δάση, µέχρι και µέσα σε πόλεις όπου φτιάχνουν τις φωλιές κυρίως στο εσωτερικό εγκαταλειµένων κτιρίων, σπανιότερα σε εξωτερικούς χώρους. Οι Σκεπαρνάδες φτάνουν στις αναπαραγωγικές περιοχές τους τον Απρίλιο και τον Σεπτέµβριο πετούν νότια στις χειµερινές περιοχές τους στην Αφρική. Αναπαραγωγή: Ο αρσενικός και ο θηλυκός Σκεπαρνάς φτιάχνουν ρηχές φωλιές από κλαδάκια και γρασίδι ενωµένα µε σάλιο, πάνω σε κτίρια ή βράχους. Η αναπαραγωγική περίοδος είναι από τον Απρίλιο µέχρι τον Ιούνιο, κατά τη διάρκεια της οποίας γεννούν µια φορά ως επί το πλείστον από 1 έως 3 άσπρα αυγά σπανίως 4. Το αρσενικό και το θηλυκό εκκολάπτουν τα αυγά για 20 µέρες, και οι δύο γονείς ανατρέφουν τα µικρά µέχρι να είναι έτοιµα να πετάξουν όταν είναι πια 50-70 ηµερών. Τα µικρά µπορούν να αναπαραχθούν από την ηλικία των 2-3 χρονών. ιατροφή: Η διατροφή του Σκεπαρνά αποτελείται κυρίως από διάφορα έντοµα όπως υµενόπτερα, ακρίδες, πεταλούδες και αρθρόποδα που συλλαµβάνονται κατά την πτήση. Κυνηγούν σε υγρότοπους όπως ποτάµια και βάλτους και σε εποχιακά πληµµυρισµένα λιβάδια. Ardea purpurea Πορφυροτσικνιάς Κατηγορία κινδύνου στην Ελλάδα: Κινδυνεύον EN [A2cd] Κατηγορία κινδύνου διεθνής: Μειωµένου ενδιαφέροντος LC Εξάπλωση, πληθυσµιακά στοιχεία και τάσεις: Ο πορφυροτσικνιάς είναι σπάνιος και τοπικός καλοκαιρινός επισκέπτης, καθώς και πιο κοινός και διαδεδοµένος διερχόµενος µετανάστης στην Ελλάδα. Είδος πιο διαδεδοµένο και πιο κοινό στο παρελθόν, έχει σήµερα κατακερµατισµένη και τοπική κατανοµή, κυρίως στη βόρεια 20
και λιγότερο στην κεντρική Ελλάδα. Τα τελευταία τριάντα χρόνια ο αναπαραγόµενος πληθυσµός του πορφυροτσικνιά στην Ελλάδα έχει περιοριστεί στο 10% αυτού που καταγράφηκε τη δεκαετία του '70 (600-650 ζευγ.), το είδος δε έχει σταµατήσει να φωλιάζει σε πολλούς υγρότοπους της νότιας Ελλάδας (Καζαντζίδης 2005, Handrinos & Akriotis 1997). Ο πληθυσµός του στην Ελλάδα εκτιµήθηκε (2003) σε 40-60 ζευγ. σε 7 υγρότοπους (στα έλτα των ποταµών Αξιού, Έβρου και Σπερχειού και στις λίµνες Κερκίνη, Πρέσπα και Χειµαδίτιδα, καθώς και στον Αµβρακικό κόλπο) (Υφαντής & Καζαντζίδης 2003, Καζαντζίδης 2005), µε τάσεις περαιτέρω µείωσης. Ο σηµαντικότερος στην Ελλάδα χώρος φωλιάσµατος του είδους είναι το έλτα Αξιού, µε 16-20 ζευγ. (Υφαντής & Καζαντζίδης 2003). Είδος πιο διαδεδοµένο κατά τις µεταναστευτικές περιόδους και κατά τη µετα-αναπαραγωγική περίοδο, παρατηρείται (συνήθως µεµονωµένα άτοµα) σε πολλούς υγρότοπους σε όλη την Ελλάδα, συµπεριλαµβανοµένων και αρκετών νησιών (Handrinos & Akriotis 1997). Υπάρχουν 3 επανευρέσεις στην Ελλάδα ατόµων δακτυλιωµένων σε Ολλανδία, Αυστρία και Ουγγαρία, ενώ ένα άτοµο που δακτυλιώθηκε στη Λ. Κερκίνη βρέθηκε στην Κορυτσά της Αλβανίας (Ακριώτης & Χανδρινός 2004). Ποσοστό του πληθυσµού του είδους που βρίσκεται στην Ελλάδα: Το 0,1-0,2% του ευρωπαϊκού (Ευρώπη-Μεσόγειος- Μαύρη Θάλασσα) (Wetlands International 2006). Οικολογία: Ο πορφυροτσικνιάς ζει σε υγρότοπους γλυκών νερών και δέλτα ποταµών. Φωλιάζει σε πυκνούς και εκτεταµένους καλαµιώνες και περιστασιακά σε παραποτάµια ή παραλίµνια δάση. Φωλιάζει σε µονοειδείς χαλαρές αποικίες και σπανιότερα µοναχικά. Περιστασιακά, ιδιαίτερα εκεί όπου δεν υπάρχουν εκτεταµένοι καλαµιώνες, φωλιάζει µε άλλα είδη ερωδιών, σε µικτές αποικίες (Λ. Κερκίνη). Τρέφεται µε υδρόβια έντοµα, αµφίβια και ψάρια σε αβαθείς βάλτους γλυκών νερών, συνήθως κρυµµένος στην πυκνή βλάστηση και σε ορυζώνες. Γεννά 3-5 αβγά κατά τον Απρίλιο-Μάιο, τα οποία επωάζει για 25-26 ηµέρες. Οι νεοσσοί αποκτούν το πλήρες φτέρωµά τους σε ηλικία 45-50 ηµερών, οπότε και εγκαταλείπουν τη φωλιά (Καζαντζίδης 2005). Απειλές: Η ρύπανση των νερών και η καταστροφή και υποβάθµιση των υγρότοπων, ιδιαίτερα των γλυκών νερών, όπως οι λίµνες και τα έλη, είναι από τις κύριες απειλές του είδους στην Ελλάδα. Οι λόγοι της µείωσης του πληθυσµού του πορφυροτσικνιά στην Ελλάδα δεν είναι επαρκώς γνωστοί, ενδέχεται όµως να οφείλονται σε αλλοιώσεις στους υγρότοπους της υποσαχάριας Αφρικής, όπου διαχειµάζει το είδος (Υφαντής & Καζαντζίδης 2003, Καζαντζίδης 2005). Επίσης, η πρακτική της καύσης των καλαµιώνων αργά την άνοιξη σε πολλές περιοχές της βόρειας Ελλάδας µπορεί να περιορίσει τη δυνατότητα του φωλιάσµατος του είδους. 21
Μέτρα διατήρησης που υπάρχουν: Προστατευόµενο είδος, ολόκληρος σχεδόν ο αναπαραγόµενος πληθυσµός και µέρος του διερχόµενου κατά τη µετανάστευση πληθυσµού απαντώνται σε περιοχές του δικτύου ΖΕΠ/Natura 2000. Μέτρα διατήρησης που απαιτούνται: Προστασία των υγρότοπων από τη ρύπανση και την υποβάθµιση, µε έµφαση στους υγρότοπους όπου το είδος αναπαράγεται. Προώθηση µέτρων για περιορισµό της χρήσης γεωργικών φαρµάκων και λιπασµάτων στις καλλιέργειες περιφερειακά των υγρότοπων. ιαχείριση των καλαµιώνων µε τρόπο που να λαµβάνει υπόψη τις ανάγκες και τις οικολογικές απαιτήσεις του είδους για φώλιασµα και απαγόρευση της καύσης τους. Συστηµατική απογραφή του αναπαραγόµενου πληθυσµού και καταγραφή των απειλών που αντιµετωπίζει. Ardeola ralloides - Κρυπτοτσικνιάς Κατηγορία κινδύνου στην Ελλάδα: Τρωτό VU [C1; D1 ] Κατηγορία κινδύνου διεθνής: Μειωµένου ενδιαφέροντος LC Εξάπλωση, πληθυσµιακά στοιχεία και τάσεις: Ο κρυπτοτσικνιάς είναι τοπικά κοινός καλοκαιρινός επισκέπτης και κοινός διερχόµενος µετανάστης µε ευρεία κατανοµή στην Ελλάδα. Ο αναπαραγόµενος πληθυσµός του είδους µειώνεται ραγδαία τα τελευταία χρόνια: Κατά τη δεκαετία του '70 ο πληθυσµός του εκτιµήθηκε σε 2.050-2.200 ζευγ. (σε εννέα αποικίες), ενώ κατά τα τέλη της δεκαετίας του '90 σε 400-700 ζευγ. (Handrinos & Akriotis 1997, Birdlife International 2004). Σύµφωνα µε την πιο πρόσφατη απογραφή (2003), το είδος αναπαράγεται σε εννέα και πάλι αποικίες σε Μακεδονία και Ήπειρο, ο δε συνολικός πληθυσµός του εκτιµάται σε 450-500 ζευγ., µε αρνητικές τάσεις. Το µεγαλύτερο µέρος του αναπαραγόµενου πληθυσµού στην Ελλάδα βρίσκεται στη Λ. Κερκίνη (190 ζευγ.), στο έλτα Αξιού (145-150 ζευγ.) και στο βάλτο Ροδιάς του Αµβρακικού κόλπου (80-100 ζευγ.). Άλλες, µικρότερες αποικίες βρίσκονται στις λίµνες Πετρών και Μικρή Πρέσπα, στις εκβολές του ποταµού Γαλλικού και στο έλτα Καλαµά (Υφαντής & Καζαντζίδης 2004). Πολύ πιο διαδεδοµένος και κοινός κατά τη µετανάστευση, ο κρυπτοτσικνιάς απαντάται στους µεγαλύτερους υγρότοπους της Ελλάδας και περιστασιακά, σε µικρές οµάδες, σε παράκτιους υγρότοπους τόσο στην ηπειρωτική Ελλάδα όσο και στα νησιά. Αν και δεν υπάρχουν επαρκείς καταµετρήσεις, φαίνεται ότι οι αριθµοί κατά τη µετανάστευση µειώνονται. ύο άτοµα που είχαν δακτυλιωθεί στη Βουλγαρία και στη Ρουµανία βρέθηκαν στη Φθιώτιδα και στην Αιτωλοακαρνανία αντίστοιχα, ενώ ένας κρυπτοτσικνιάς που δακτυλιώθηκε στο έλτα Αξιού βρέθηκε στην Γκάνα (Ακριώτης & Χανδρινός 2004). Ποσοστό του 22
πληθυσµού του είδους που βρίσκεται στην Ελλάδα: Το 1,8%-2,5% του ευρωπαϊκού (Καζαντζίδης 2005, Wetlands International 2006). Οικολογία: Ο κρυπτοτσικνιάς ζει σε υγρότοπους γλυκών νερών και δέλτα ποταµών και σπανιότερα σε παράκτιους υγρότοπους. Φωλιάζει σε παραλίµνια ή παραποτάµια δάση µε αρµυρίκια, ιτιές, σκλήθρα ή λεύκες (σπανιότερα σε καλαµιώνες) σχηµατίζοντας µικτές αποικίες µαζί µε άλλα είδη ερωδιών. Τρέφεται µε αµφίβια, έντοµα και ψάρια, σε ορυζώνες, όταν αυτοί είναι διαθέσιµοι, ρηχά έλη γλυκών νερών αλλά και αποστραγγιστικές τάφρους και κανάλια. Γεννά κατά τον Μάιο 2-7 αβγά (µέσος όρος αβγών/φωλιά: 4,7), που τα επωάζει για 22-25 ηµέρες. Η επιτυχία αναπαραγωγής µπορεί να φθάσει µέχρι και 2,8 νεοσσούς/φωλιά (Papakostas 2002, Τσαχαλίδης 2002, Kazantzidis & Goutner 2005). Απειλές: Η ρύπανση των νερών και η καταστροφή και υποβάθµιση των υγρότοπων είναι από τις κύριες απειλές του είδους στην Ελλάδα (Goutner et al. 2001). Η ανύψωση της στάθµης της Λ. Κερκίνης, όπου υπάρχει η µεγαλύτερη αποικία κρυπτοτσικνιάδων στην Ελλάδα, προκαλεί κατά τη περίοδο της αναπαραγωγής την καταστροφή πολλών φωλιών του είδους. Μέτρα διατήρησης που υπάρχουν: Προστατευόµενο είδος, ολόκληρος σχεδόν ο αναπαραγόµενος και µέρος του διερχόµενου κατά τη µετανάστευση πληθυσµού απαντώνται σε περιοχές του δικτύου ΖΕΠ/Natura 2000. Μέτρα διατήρησης που απαιτούνται: Προστασία των υγρότοπων, και ιδιαίτερα αυτών στους οποίους αναπαράγεται ο κρυπτοτσικνιάς, από τη ρύπανση και την υποβάθµιση. Προώθηση µέτρων για περιορισµό της χρήσης γεωργικών φαρµάκων καιλιπασµάτων στις καλλιεργούµενες εκτάσεις περιφερειακά των υγρότοπων και ιδιαίτερα στους ορυζώνες. ιαχείριση των νερών στη Λ. Κερκίνη η οποία θα λαµβάνει υπόψη τις ανάγκες του είδους κατά την αναπαραγωγική του περίοδο. Buteo buteo - Γερακίνα, Ποντικοβαρβακίνα Tο πιο τυπικό αρπακτικό της Ελλάδας. Έχει µέτριο µέγεθος (51-57cm), µε αετόµορφη σιλουέτα και ποικίλια αποχρώσεων στο φτέρωµα, µε βασικό χρώµα το καφέ. Το πάνω µέρος του σώµατός της είναι σκούρο καφέ ενώ το κάτω µέρος άσπρο µε καφετιά στίγµατα µε διάφορες αποχρώσεις. Η ουρά είναι ραβδωτή µε πιο ευδιάκριτη την ακραία λωρίδα. Κατά την πτήση διακρίνονται οι πλατιές φτερούγες και η στρογγυλεµένη ουρά. Ο κοντός λαιµός της τη διαχωρίζει από τους αετούς, καθώς κατά την πτήση, το κεφάλι της δεν ξεχωρίζει έντονα από το σώµα, σε αντίθεση µε τους αετούς. Tο θηλυκό, όπως συνήθως συµβαίνει στα αρπακτικά, είναι µεγαλύτερο σε µέγεθος από το αρσενικό. 23
Αρκετά συχνή στην Ελλάδα και ειδικά το χειµώνα, όπου έρχεται το χειµώνα από βορειότερες χώρες. Αναπαράγεται σε ολόκληρη την ηπειρωτική χώρα και τα νησιά. Πρόκειται για είδος µε µεγάλη προσαρµοστικότητα. Χρειάζεται πάντως κάποια ανοικτά µέρη µε χαµηλή βλάστηση για να κυνηγάει αλλά και ψηλά δέντρα για να ξεκουράζεται και να χτίζει τη φωλιά της. Πετάει δυσκίνητα, πολλές φορές στο ίδιο σηµείο (επιτόπου). Τρέφεται κυρίως µε τρωκτικά αλλά και µε ψοφίµια, έντοµα, ερπετά, πουλιά. Εντοπίζει τα ποντίκια είτε γυροπετώντας πάνω από ανοιχτές εκτάσεις µε τις πλατιές φτερούγες σε ανοιχτό V και την ουρά της ανοιχτή σα βεντάλια είτε επιτηρώντας από ψηλά ενώ µπορεί να περπατά ή να στέκεται καραδοκώντας στο έδαφος. Τέλη Μαρτίου ή αρχές Απριλίου το θηλυκό γεννάει 2-4 αβγά τα οποία επωάζονται και από τους γονείς διαδοχικά. Μετά από 33-35 µέρες βγαίνουν τα µικρά που πρωτοπετούν ύστερα από 40-45 µέρες. Καθεστώς προστασίας: Συµπεριλαµβάνεται στα είδη του Παραρτήµατος ΙΙ της Σύµβασης της Βέρνης για τη διατήρηση της ευρωπαϊκής άγριας ζωής και των φυσικών βιοτόπων. Calandrella brachydactyla Μικρογαλιάντρα Καθεστώς παρουσίας - πληθυσµός. Ο πληθυσµός της στην Ελλάδα εκτιµάται στα 20.000-50.000 ζευγάρια. Οικολογία. Προτιµά ανοιχτά, ξηρά πετρώδη ενδιαιτήµατα. Τρέφεται κυρίως µε σπόρους και έντοµα τα οποία θηρεύει στο έδαφος ή επάνω στα χαµηλά φυτά. Μπορεί να βρεθεί ακόµη σε µη εντατικές καλλιέργειες καθώς και σε αραιούς θαµνώνες. Απειλές. Μείωση των ενδιαιτηµάτων λόγω των αλλαγών στις καλλιεργητικές τακτικές. Calidris minuta - Νανοσκαλίδρα Η Νανοσκαλίδρα είναι το πλέον πολυάριθµο παρυδάτιο στην Ελλάδα, ιδιαίτερα κατά την εαρινή µετανάστευση όπου απαντά σε κατάλληλο ενδιαίτηµα σε όλους τους υγροτόπους της χώρας και στα νησιά. Το χειµώνα είναι πιο σύνηθες στη δυτική και νότια Ελλάδα (Handrinos & Akriotis, 1997). Η Νανοσκαλίδρα δεν αναπαράγεται στη χώρα µας (BirdLife International 2004a). Ο ευρωπαϊκός πληθυσµός της φαίνεται να είναι µεγάλος (~460.000 ζεύγη) και να παραµένει σταθερός. Το είδος διέρχεται από την Ελλάδα κυρίως κατά τη διάρκεια των µεγάλων µεταναστευτικών του µετακινήσεων. 24