Τ ρ ω α δ ί τ ι σ σ ε ς



Σχετικά έγγραφα
Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

ΤΡΩΑΔΕΣ ΕΚΑΒΗ-ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ. 306 κεξ. Εκ. Όχι. Δεν είναι πυρκαγιά. Είναι η κόρη μου η Κασσάνδρα.

ΤΡΩΑΔΙΤΙΣΣΕΣ ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ ΠΟΥ ΕΡΓΑΣΤΗΚΑΝ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΕΞΗΣ: ΜΑΝΤΥ ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ ΕΥΗ ΘΟΔΩΡΗ ΚΩΝ/ΝΟΣ ΚΕΛΛΑΡΗΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: "ΕΛΕΝΗ" ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΗ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ. Α. ΚΕΙΜΕΝΟ: Β ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ στίχοι:

Κείμενα - Εικονογράφηση. Διονύσης Καραβίας ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ ΑΘΗΝΑ

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

Χαρακτηριστικές εικόνες από την Ιλιάδα του Ομήρου

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Κεφάλαιο 5. Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Δυο μάτια παιχνιδιάρικα :: Κάνουλας Κ. - Παγιουμτζής Σ. :: Αριθμός δίσκου: DT-142.

The best of A2 A3 A4. ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ, α Από το Α συμβούλιο των θεών με την Αθηνά στην Ιθάκη. ως τη μεταστροφή του Τηλέμαχου.

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

ΕΚΕΙΝΗ ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥ Ι ΓΙΑ ΤΟΝ Γ

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Playlist με τίτλο: Κώστας Κανούλας. Δημιουργήθηκε από georgina.levitikou στις 25 Ιανουαρίου 2016

Το παραμύθι της αγάπης

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού

«Η νίκη... πλησιάζει»

Τραγικά Και Κωμικά Στοιχεία του Μενελάου στην Ελένη του Ευριπίδη. Γ

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Αρχαίο Θέατρο και Δημοκρατία

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

w w w. s t i x o i. i n f o

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Σαράντα από τις φράσεις που αποθησαυρίστηκαν μέσα από το έργο του Καζαντζάκη επίκαιρες κάθε φορά που τις διαβάζουμε:


Βεδουΐνα :: Χιώτης Μ. - Λαζαρίδου Θ. :: Αριθμός δίσκου: B

Απόψε μες στο καπηλειό :: Τσιτσάνης Β. - Καβουράκης Θ. :: Αριθμός δίσκου: Kal-301.

Είσαι ένας φάρος φωτεινός

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Βαλεντσιάνες :: Λαύκας Γ. - Χασκήλ Σ. :: Αριθμός δίσκου:

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

( Ανεβαίνουν στη σκηνή μία-μία οι Σουλιώτισσες αναμαλλιασμένες, φτάνουν στο γκρεμό, τον βλέπουν απότομα κάνουν τρομαγμένες πίσω )

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν

Έκαψα την καλύβα μου :: Μπακάλης Μ. - Μπέλλου Σ. :: Αριθμός δίσκου: GA

ΜΕ ΕΝΑ ΚΟΥΒΑΡΙ ΚΑΙ ΕΝΑ ΚΑΡΑΒΙ ΑΠ ΤΗΝ ΚΡΗΤΗ ΩΣ ΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ!!

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού Β Περίοδος

Β ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ (στ ) ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ. ΚΡΕΩΝ: Σε σένα, σε σένα μιλώ, που σκύβεις το κεφάλι στο έδαφος,ομολογείς ή αρνείσαι ότι τα έκανες αυτά εδώ;

Απ' το Μαρόκο η Εσμέ :: Τούντας Π. - Περπινιάδης Σ. :: Αριθμός δίσκου: AO

ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Η ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΙΣΙΩΝ

ΠΕΤΡΑΚΗ ΒΙΚΥ Β 2 ΣΧ. ΕΤΟΣ

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

Ένα βήμα μπροστά στίχοι: Νίκος Φάρφας μουσική: Κωνσταντίνος Πολυχρονίου

Ευλογημένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ημοτικού

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Σκηνή 1η Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ (από μετάφραση) Α : Κείμενο: Ευριπίδη Ελένη, Πρόλογος, 1 η Σκηνή (στ.26-58)

ΣΚΗΝΙΚΑ. Η ιστορία διαδραματίζεται έξω από το σπίτι της Μήδειας στην Κόρινθο. Άρα σκηνικό θα είναι η πρόσοψη του σπιτιού.

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Σκηνή 1 η. Μπαίνει η γραμματέας του φουριόζα και τον διακόπτει. Τι θες Χριστίνα παιδί μου; Δε βλέπεις που ομιλώ στο τηλέφωνο;

Ας μην ξημερώσει ποτέ (Ας μην ξημέρωνε ποτέ) :: Χατζηχρήστος Α. - Χατζηχρήστος Α. :: 1948

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

ΘΕΑΤΡΙΚΟ:ΤΟ ΚΟΥΡΔΙΣΤΟ ΑΥΓΟ

Μαρία Κωνσταντινοπούλου Ψυχολόγος - ειδική παιδαγωγός

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

«Η ΣΕΛΗΝΟΜΟΡΦΗ» Πράσινη κλωστή κλωσμένη. στην ανέμη τυλιγμένη. δωσ της κλώτσο να γυρίσει. παραμύθι ν αρχίσει

Προτεινόμενα κείμενα για προσκλητήρια

qwφιertyuiopasdfghjklzxερυυξnmηq σwω ψerβνtyuςiopasdρfghjklzx cvbn nmσγqwφertyuioσδφpγρa ηsόρ ωυdf ghjργklαzxcvbnβφδγωmζq wert

General Music Catalog General Music ΘΩΔΗ ΕΦΗ. page 1 / 5

Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού

ΒΟΚΑΚΚΙΟ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΚΑΗΜΕΡΟ

Η μάνα σου θα τα πληρώσει (Τί σου λέει η μάνα σου για 'μένα) :: Σκαρβέλης Κ. - Βέζος Σ. :: 1935

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας

Το ημερολόγιό μου Πηνελόπη

Kangourou Greek Competition 2014

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Πρώτες μου απορίες. ΚΟΙΤΑΖΑ τ αγόρια και σκέπτουμουν. [7]

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

Προτεινόμενα κείμενα για προσκλητήρια

Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

«Ο βασιλιάς Φωτιάς, η Συννεφένια και η κόρη τους η Χιονένια

Ο ΘΡΥΛΟΣ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ, ΒΑΣΙΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΡΜΙΔΟΝΩΝ

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

ΓΙΑΤΙ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ. Για την ΗΜΕΡΑ ΑΣΦΑΛΟΥΣ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ και τη Δράση Saferinternet.gr

Άνοιξε και μετάνιωσα :: Χιώτης Μ. - Καζαντζίδης Σ. :: Αριθμός δίσκου: DG

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

Transcript:

2012-2013 Ευριπίδη Τ ρ ω α δ ί τ ι σ σ ε ς μετάφραση Κώστας Βάρναλης Θεατρικό Εργαστήρι 8 ου ΓΕΛ, κείμενο διδασκαλίας ΠΡΟΛΟΓΟΣ Ο θαλασσόθεος είμαι Ποσειδώνας ήρθα απ τα βάθη τ αλμυρά του Αιγαίου, όπου με πόδι ανάλαφρο οι νεράιδες ξεδιπλώνουν το θάμα του χορού τους. Απ τον καιρό που εγώ κι ο Φοίβος ζώσαμε την Τροία με καλοπύργωτο καστέλι όλο πέτρα ισωμένη με τ αλφάδι, δεν έφυγε στιγμή απ την καρδιά μου η αγαπημένη πόλη του Πριάμου. Και νά την τώρα, καίγεται ρημάδι, κουρσεμένη απ τ αργείτικα κοντάρια. Γιατί με την ορμήνεια της Παλλάδας ο μάστορης Επειός απ τη Φωκίδα μαστόρεψεν έν άλογο με ξύλα κι έκρυψε στην κοιλιά του πολεμάρχους, κι αυτό τ ολέθριο σύνεργο το πέρασε μέσα στο κάστρο. Κι οι κάτοικοι οι κατοπινοί απ τα πολλά τα δόρατα που κλειούσε βαθειά του, τ ονομάσαν «Δούρειον Ίππο»... Ρημαγμένα τα δάση τα ιερά. Στους ναούς των θεών πλημμύρα αιμάτου. Στα σκαλιά του βωμού του ερμείου Διός, προστάτη των σπιτιών, νεκρός ο Πρίαμος. Πολύ χρυσάφι και λογής κουρσέματα 1

τα φορτώνουν οι Αργείτες στα καράβια. Προσμένουν πρίμο αγέρα να σαλπάρουν, ν αγκαλιάσουν χαρούμενοι παιδιά τους και γυναίκες. Γιατί ως τα τώρα δέκα φορές η γης εκάρπισε κι αυτοί πολεμούσαν μακριά από τη Ελλάδα. Τώρα εγώ νικημένος απ την Ήρα και την Παλλάδα, που πολύ βοηθήσαν για το χαμό της Τροίας, αφήνω πια την ξακουσμένη πόλη, τους βωμούς μου. Γιατί όπου πέσει ρήμαγμα και χάος ξεχνιούνται κι οι θεοί, γιατί κανένας καιρό δεν έχει για να τους τιμήσει. Αντιβογκάει ο Σκάμαντρος το κλάμα των σκλάβων γυναικών, που οι νικητές με κλήρο τις μοιράζονται κι Αρκάδες και Θεσσαλοί και γόνοι του Θησέα, των Αθηναίων πρωτάτοι. Κι εδώ, μέσα σε σκηνές, όσες δεν θα μπουν στον κλήρο. Τις ξεχωρίσαν για τους καπετάνιους. Μαζί μ αυτές κι η κόρη του Τυνδάρεω η σπαρτιάτισσα Ελένη, πολύ δίκαια, σκλάβα την έχουν με τις άλλες σκλάβες. Για κοιτάχτε την άμοιρην Εκάβη πεσμένην μπρος στην πόρτα της καλύβας δάκρια χύνει πολλά και για πολλούς. Την Πολυξένη σφάξαν, το παιδί της, άσπλαχνα πάνω στου Αχιλλέα τον τάφο. Άντρα δεν έχει πια και γενοβόλια. Και την παρθένα την Κασσάντρα, που ήταν θεοπαρμένη του Απόλλωνα, την άρπαξε, χωρίς ντροπή και πίστη ο Αγαμέμνων με το στανιό, κρυφή ομόκλινή του. Γειά σου, κάποτες πόλη ευτυχισμένη με τα λαμπρά πυργιά σου, αν η Παλλάδα δε σε χαλούσε, ακόμα θα κρατιόσουν. Μπορώ να πω δυο λόγια στου πατρός μου τον αδερφό, απ τους πρώτους αθανάτους, λησμονώντας την έχτρα την παλιά μας Μα ναι, βασίλισσα Αθηνά, οι αγάπες των συγγενών είναι χαρά μεγάλη. Μ αρέσει η καλοδιάθετή σου γνώμη. Κάτι έχω, που ενδιαφέρει και τους δυο μας. Παραγγελιά από κάποιον θεό ή κι απ τον ίδιο τον πρωτόθεο Δία. Καθόλου. Για την Τροία, που της πατάμε τώρα τη γη, ζητάω να με βοηθήσεις. Και ξέχασες την έχτρα που της είχες και τη λυπάσαι τώρα, πού ναι στάχτη; Πάνε αυτά, ξεχασμένα. Τώρα θέλω να με συντρέξεις σ ό,τι εγώ σχεδιάζω. 2

Καλά. Μα πες μου πρώτα, για ποιανού τ όφελος; Των Φρυγών ή των Ελλήνων; Τους πρωτινούς εχτρούς μου να γλυκάνω, το γυρισμό των φίλων να πικράνω. Έτσι πηδάς από μια γνώμη σ άλλη κι όπως σού ρθει πολυαγαπάς κι εχθρεύεσαι; Το ξέρεις πως προσβάλαν οι Αχαιοί τους ναούς μου κι εμένα. Στ άδυτό σου ατίμασε ο Αίαντας την Κασσάντρα. Κι απ τους άλλους κανείς δεν είπε λέξη. Κι όμως εσύ τους έδωσες τη νίκη. Μα τώρα βόηθα να τους τιμωρήσω. Πολύ καλά. Μα πες μου με ποιον τρόπο. Το γυρισμό τους θέλω να χαλάσω. Τώρα εδώ, στη στεριά, ή μεσοπέλαγα; Όταν για την πατρίδα θ αρμενίζουν, θ αμολήσει νεροποντήν ο Δίας, χαλάζι, ανεμική, σκοτάδι μαύρο, και σ εμένα θα δώσει αστροπελέκια, για να καίω τα καράβια τους. Και σύ, σα θα περνούν του Αιγαίου το μεσοπέλαγο, να σηκώσεις τα κύματα βουνά με μουγκρητά και ρούφουλα, ώσπου ο κάβος του Καφηρέα κουφάρια να γεμίσει κι έτσι να μάθουν άλλοτες να σέβονται τους ναούς των θεών και τους δικούς μου. Η χάρη θα σου γίνει. Τα πολλά τα λόγια περισσεύουν. Θα ταράξω συθέμελα το Αιγαίο και θα χορτάσουν από πνιγμένους κάβοι και γκρεμοί των νησιών και του Καφηρέα η πούντα. Πήγαινε τώρα στον Όλυμπο να πάρεις απ τα χέρια του πατρός σου τ αστροπελέκια κι ύστερα περίμενε να λύσουν οι Αχαιοί τα παλαμάρια. Μωρός ο που κουρσεύει πολιτείες Και ρημάζει ναούς ιερά και τάφους, γιατί θα έρθει κι αυτουνού η σειρά. ΚΟΜΜΟΣ Κακομοίρα, από χάμου ανασήκωσε το κεφάλι. Στηλώσου! Και Τροία δεν υπάρχει, δεν είσαι βασίλισσα. Υποτάξου στης μοίρας τ αλλάγματα. 3

Όπου θέλει ας σε σύρει το ρέμα κι όπου θέλει ο Θεός. Συφορά, συφορά μου! Μα τι πρώτα να κλάψω; Όλα τά χασα, την πατρίδα, τα τέκνα, τον άντρα μου. Όλα στάχτη, όλα τίποτα! Ας μπορούσα να σαλέψω λιγάκι στη ράχη από τό να μου στ άλλο πλευρό, σαν τη βάρκα στο πέλαγο, κι ο θρήνος να κρατάει το ρυθμό. Αχ! Συφορά μου, σκλάβα με παν στα ξένα. Αχ των κονταρομάχων Τρώων γυναίκες, κορίτσια, που θα μείνετε αστεφάνωτα, να! καίγεται η πατρίδα μας! Κλάφτε την με την καρδιά σας! Μαζί σας κ εγώ, σαν κλωσσομάνα θα σκούξω ενώ παλιότερα, στηριγμένη στου βασιλιά το σκήπτρο, τους χορούς πρώτη εγώ αρχινούσα χτυπώντας με το πόδι το ρυθμό για των θεών τη δόξα! ΠΑΡΟΔΟΣ Γιατί σκούζεις, Εκάβη, και κλαις; Τι καινούργιο κακό να σε βρήκε; Γιατί φτάνουν ως πίσω οι κραξιές σου και σπαράζει από φόβο η καρδιά μας. Στα καράβια οι οχτροί τα κουπιά χερακώνουν να φύγουν. Αχ! Αλίμονο! Τι στοχάζονται; Πού θα με πάνε στ αγύριστα ξένα; Δεν το ξέρω! Απ το κακό στο χειρότερο όλα. Όξω εβγάτε γυναίκες της Τροίας για να δείτε φτωχές τι σας μέλλεται. Των παθών μου τα κλάματα η μάβρη τρομαγμένη τα άφησα κι ήρθα, για να μάθω από σένα την ίδια αν απόφαση πήραν να μας σφάξουν οι Αργίτες. γιατί βλέπω και πιάνουν τα κουπιά τους να φύγουν. Αχ παιδί μου, ήρθα σύναβγα εδώ κι η ψυχή μου σπαράζει απ τη φρίκη. Κι ούτε κήρυκας βγήκε να πει ποιανού θα μαι η κακότυχη σκλάβα. Θα το πει σε λιγάκι ο λαχνός σου. Αχ, αλίμονο / αλί, ποιος Αργίτης / ή ποιος Θεσσαλιώτης / ποιος νησιώτης εμένα την άραχλη / θα με σύρει μακριά απ την Πατρίδα; Μα κι εγώ γριά γυναίκα σε ποια χώρα, ποιανού θα μαι σκλάβα; Σαν τον έρμο τον κηφήνα θα πλανιέμαι, σαν ονειροφάντασμα, με λειωμένη τη μορφή, την πορτιέρισσα θα κάνω, μωρουδέλια θα νταντέβω, Εγώ, που ήμουνα της Τροίας η πρώτη. 4

Α ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Έρχεται μαντατοφόρος Δαναός. Άσκημα τα βλέπω. Τι μαύρο μήνυμα να φέρνει; Σκλάβες θα μας σύρουν όλες για του Πέλοπα τη χώρα. Εκάβη θα με ξέρεις. Είμαι ο Ταλθύβιος. Φέρνω μαντάτο σοβαρό, καλοκυρά μου. Από καιρό τ ανάμενα το φοβερό μαντάτο! Κληρωθήκατε, πάει! Αυτό φοβόσουν; Σε ποια πολιτεία θεσσαλική, της Φθίας ή και της χώρας των Βοιωτών θενά μας πάτε σκλάβες; Παίρνει από μιαν ο κάθε πολέμαρχος. Και ποια σε ποιον έλαχε πες μου! Ρώτα με χωριστά για καθεμιά σας. Τ αγαπημένο το σπλάχνο μου η Κασσάντρα, σε ποιον έλαχε η δόλια; Δίχως κλήρο τη διάλεξε ο Αγαμέμνονας. Για να την δώσει ολοζωίς σκλάβα στην Κλυταιμνήστρα; Όχι! Μα για δικιά του κρεβατογυναίκα! Πώς, την παρθένα, που της είχε ορίσει ο χρυσομάλλης ο Φοίβος πάντ ανέγγιχτη, αζευγάρωτη να μένει; Έρωτας στην καρδιά τόνε σαγίτεψε για τη θεοφόρα μάντισσα παρθένα. Πέτα, κόρη μου, κάτω μακριά του ναού τα κλειδιά, των μαλλιών σου τα στεφάνια, τις άσπρες κορδέλλες! Καλότυχη, που βασιλιάς την παίρνει ομόκλινή του! Και πού ναι εκείνη, που στερνά μου αρπάξατε απ τα χέρια; Την Πολυξένη λες ή καμιάν άλλη; Αυτήν! Ποιανού την έδωσε ο κλήρος; Να φροντίζει τον τάφο του Αχιλλέα. Αλίμονό της. Δούλα την εγέννησα; Τι νόμοι και συνήθεια των Ελλήνων απάνθρωπα! Μη χολοσκάς, την ησυχία της βρήκε! 5

Τι θες να πεις; Βλέπει τον ήλιο ακόμα; Γλίτωσε από τα βάσανα του κόσμου. Κ η δύστυχη Αντρομάχη σε ποιον έλαχε αφέντη; η άξια γυναίκα του Έχτορά μου, του κονταρομάχου; Κι αυτήνε δίχως κλήρο την επήρε διαλεχτήν τ Αχιλλέα ο γιος Νεοπτόλεμος. Και ποιον εγώ η γερόντισσα θα υπηρετώ; Του βασιλιά Οδυσσέα έλαχες μαύρη! Κλάφτε με Τρωαδίτισσες! Έπεσα δούλα στον πιο μισημένον άντρα, άπιστον, αδικητή, γλώσσα δίβουλη, ό,τι λέει το ξελέει και την αγάπη τη γυρνά σε μίσος κ έχτρα. Πάω χαμένη! Μού λαχε ο πιο πικρός και ο πιο μαύρος κλήρος. Βασίλισσά μου, τό μαθες ποιος θά ναι αφέντης σου, μα εμείς ποιανού θα λάχουμε; Γρήγορα, φέρτε μου έξω την Κασσάνδρα. Τι βλέπω; Φλόγα μέσα στην καλύβα! Τι τρέχει; Μην ανάψανε φωτιά οι αιχμάλωτες, την ώρα που θά φευγαν, να πέσουν να καούνε ζωντανές; Ανοίχτε, ανοίχτε την καλύβα. Ετούτες αν χαθούν εγώ θά χω την ευθύνη. Φωτιά δεν είναι. Μάνιασε η Κασσάντρα μου και πήρε δρόμο καταδώ, τρεχάλα. ΚΑΣΣΑΝΤΡΑ Σήκω! Μέριασε! Θ αγιάσει της λαμπάδας μου το φως τον ιερό ναό του Φοίβου. Χαίρε, Υμέναιε βασιλιά! Ο γαμπρός μακαρισμένος και μακαρισμέν η νύφη. Ωχ! Υμήν, Υμέναιε! Αν εσύ, καλή μου μάνα, κλαις και δέρνεσαι, που χάνεις άντρα και πατρίδα σου, τώρα, εγώ στο γάμο μου φλόγ ανάβω και στη δίνω σένα, Υμέναιε, σένα Εκάτη. Βασίλισσα, την ξώφρενή σου κόρη συγκράτησέ την. Με τη φόρα πού χει στων Ελλήνων θα πέσει το στρατόπεδο. Αχ! παιδί μου, δός μου τη δάδα! Δεν μπορείς τη φλόγα να κρατάς μανιασμένη. Οι δυστυχίες δε σε γνώστεψαν διόλου, ανάλλαγ είσαι. ΚΑΣΣΑΝΤΡΑ Μάνα, τη νικηφόρα κεφαλή μου στεφάνωσέ την και μαζί μου γλέντα. Βασιλικός ο γάμος της κορούλας σου. Και με το ζόρι σπρώχνε με, αν εγώ απρόθυμα πηγαίνω. Αλλ αν υπάρχει Απόλλωνας, θα κάνει ο γάμος ο δικός μου στον παινεμένο βασιλιά Αγαμέμνονα χειρότερο κακό κι απ της Ελένης. 6

Θα τον σκοτώσω και θα του ρημάξω τ αρχοντικό του, για να γδικηθώ πατέρα μου κι αδέρφια. Δε θα κάνω λόγο για τ άλλα ντροπερά που έρχονται. Για το πελέκι που θα πέσει απάνω στο λαιμό το δικό μου κι αλλουνού, για μάνας σκοτωμό, που αιτία του θά ναι ο γάμος μου. Του Ατρέα το βασιλίκι θα το ξεθεμελιώσω, θ αποδείξω πως είναι πιο καλότυχ η δικιά μας η πατρίδα παρά η δικιά τους χώρα. Κι αν είμαι μανιασμένη και θεοφόρα, Θα βγω για λίγο απ την εξαλλοσύνη μου. Αυτοί για μια γυναίκα, για έναν έρωτα, για την Ελένη, πέσανε χιλιάδες. Κι ο σοφός αρχηγός τους ό,τι πιότερο αγάπαγε το παιδί του και το σπίτι του - μονομιάς τα θυσίασε για ό,τι πιότερο μισούσε, τη γυναίκα του αδερφού του, που μοναχή της τό σκασε, δεν κλέφτηκε. Φτασμένοι του Σκαμάντρου τ ακρογιάλια οι Έλληνες δεν πεθαίναν για να σώσουν την πατρικιά τους γη και δεν ξανάειδαν τα παιδιά τους και δεν τους σαβανώσαν τα χέρια της γυναίκας τους, μα κείτονται στην ξένη γη. Μα οι δικοί μας πεθαίναν πρώτα πρώτα για ό,τ υπάρχει τιμιότερο στον κόσμο, για την πατρίδα! Κι ύστερα όσοι πέφταν κονταροχτυπημένοι, τους έφερναν στο σπίτι οι αγαπημένοι τους κι αυτοί, αφού τους σαβανώναν με τα χέρια τους στη γη την πατρικιά τους παραχώναν κι οι γλιτωμένοι του πολέμου εζούσαν την κάθε μέρα σπίτι, συντροφιά με τη γυναίκα, τα παιδιά τους. Τέτοια χάρη κανείς εχθρός μας δεν την είχε. Σε πονούν του Έχτορά σου τα υστερνά. Να μην ξεχνάς, πως ήτανε το πρώτο παληκάρι. Ο ερχομός των Ελλήνων τον ανάδειξε, χωρίς αυτούς η αξιά του θα χανόταν. Κι αν δεν έκλεβε ο Πάρης την Ελένη κανείς την ύπαρξή του δε θα μάθαινε. Οι γνωστικοί μισούνε τους πολέμους μα σαν ξεσπάσουν άθελα, μεγάλη τιμή λογιέται τ αντρειωμένου ο θάνατος για την πατρίδα και ντροπή η δειλία. Μην κλαις λοιπόν, μανούλα, το χαμό της χώρας μας και τα πικρά μου στέφανα. Αυτά θε ν αφανίσουν απ τον κόσμο όποιους πολυμισούμ εγώ και συ. Ορίστε! Των Πανελλήνων ο πρωτάρχος, ο μέγας και πολύς ακριβογιός του Ατρέα, πήγε και διάλεξε για ταίρι ερωτοχτυπημένος μια μαινάδα! Έλα τώρα μαζί μου να σε πάω στο βασιλιά μας, όμορφη νυφούλα. Κι εσύ θα πας στο γιο του Λαέρτη, όταν σε γυρέψει. ΚΑΣΣΑΝΤΡΑ 7

Να! δούλος μια φορά κι είναι όλοι τέτοιοι, όσοι έχουνε του κήρυκα τον τίτλο, τα σιχαμένα πλάσματα, που κάνουν τα θελήματα πόλεων ή τυράννων. Λες πως θα πάει η μάνα μου δουλεύτρα στου Δυσσέα το παλάτι; Μάθε ωστόσο: μού χει δώσει το λόγο του ο Απόλλωνας, πως εδώ θα πεθάνει - δε μιλώ για τ άλλα που θα πάθει. Κι ο Δυσσέας ο δύστυχος δεν ξέρει τι του μέλλεται. Δέκα χρόνια θα κάνει να φτάσει μοναχός του στο Θιάκι. Πέρα στα στενά περάσματα της Σικελίας τον καρτεράει η Χάρυβδη. Πιο πέρα ο ωμοφάγος Κύκλωπας, η μάγισσα η Κίρκη, που, κακιά, μεταμορφώνει σε γουρούνι τον άνθρωπο. Ναυάγια στα πέλαγα τ αρμυρά. Λωτού πιοτό της λησμοσύνης. Και για να συντομεύω, θα κατεβεί στον Άδη ζωντανός. Γρήγορα περπάτα, πάμε ν ανταμώσουμε στον Άδη το γαμπρό! Θα σε φάει το σκοτάδι στρατηλάτη των Ελλήνων, που θαρρείς, πως είσαι μέγας. Πού είσαι, τ αρχηγού το σκάφος, να μπαρκάρω; Πάρε με απ αυτόν τον τόπο. Θα μαι μια κακιά Ερινύα, που θα κουβαλάς μαζί σου. Γεια σου, μάνα, και μην κλάψεις, γειά σου αγαπητή πατρίδα. Ω! πατέρα μου κι αδέρφια, πεθαμένοι, δε θ αργήσω νά ρθω να σας αγκαλιάσω, αφού πρώτα θα χαλάσω το βασίλειο, που μας έχει αποχαλάσει. Γυναίκες! Η Εκάβη! Αφήστε με κοπέλες μου να κείτομαι πεσμένη χάμω. Θεοί μου, σας καλώ κι ας μου σταθήκατε κακοί συμμάχοι. Στην απελπισιά μας οι δύστυχοι από σας έλεος ζητάμε. Αχ! παιδί μου, Κασσάντρα μου, συντρόφισσα των θεών στα βακχέματά τους, τώρα σ αποτελειώνουν τα βαριά χτυπήματα της μοίρας, η τιμή σου θα χαθεί. Και συ πού να σαι τώρα, Πολυξένη μου; Γιατί ν ανασηκώνομαι; Τι τ όφελος; Κάτω αφήστε με να πέσω να πεθάνω στα δάκρυά μου πνιγμένη. Α ΣΤΑΣΙΜΟ Πολυδάκρυτον ω Μούσα κλάψε μοιρολόγι. Κλάψε της Πατρίδας μου τον πικρό επικήδειο Πρώτα πρώτα καταριέμαι το τετράτροχο άλογό τους που μ αυτό σκλαβώθηκα. Οι Αχαιοί το παρατήσαν έξω από την πύλη μας Κι ο λαός της Τροίας απάνω στα τειχιά της ξεφωνούσε: «Μπρος εμείς οι γλιτωμένοι του πολέμου να το πάμε μες στην πόλη μας ετούτο της θεάς το ιερό αφιέρωμα». Κι όλο μας το ψυχομέτρι τρέχανε στις πύλες για να δουν το Αργίτικο δώρο το γεμάτο πολεμάρχους, της Πατρίδας μου όλεθρο! Με κλωστά σκοινιά το δέσαν και σα μαβροκάραβο ως της Αθηνάς το σύραν το ναό. Πάνω στη χαρά του κόπου πλάκωσεν η μαύρη νύχτα Τότε οι φρυγικές φλογέρες νικητήρια αχολογούσαν κι όλα τα κορίτσια αρχίσαν το χορό και το τραγούδι. Κι εγώ μές στο παλάτι μου χόρεβα τραγουδώντας 8

Όντας ακούστηκε κραυγή θανάτου μές στο κάστρο Γιατί πετάχτη ο πόλεμος απ τον κρυψώνα μέσα Και τα μωρά σφιγγότανε στην αγκαλιά της μάνας. Και στα κλινάρια οι κοπελιές εκόβαν τα μαλλιά τους και δοξαζόνταν οι Έλληνες σαν έσβηνεν η Τροία. Β ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Κοίτα, Εκάβη, σε χέρια εχθρικά η Αντρομάχη. Στον κόρφο της σφίγγει τον Αστυάναχτα, γιο αγαπημένο του Έχτορά σου. Καημένη μητέρα, πού σε πάνε, καημένο παιδί. Σκλάβα με παίρνουν οι Αχαιοί. Αλίμονό μου! Τι μοιρολογάς; Αχ! Αχ! Τη μαύρη μοίρα μου...; Ω Δία! Τη συφορά μου; Παιδί μου! Κάποτε ήμουνα! Πάνε τα πλούτη κι οι χαρές! Καημένη! Τ άξια μου παιδιά! Αλίμονο! Για την κατάντια μου! Σ αφήνω με τα κλάματα. Τι μαύρο είναι το τέλος σου! Ω, δώμα, όπου ξεγένναγα! Κοιτάς, ω μάνα του Έχτορά μου, την κατάντια μας; Άκαρδη βία! Να τώρα δα μου αρπάξαν την Κασσάντρα μου μες από τα χέρια! Αλίμονό μας! Οι συφορές δεν έχουν μετρημό και παραβγαίνουν ποια θά ναι η χειρότερη. Σφαχτό την Πολυξένη σου προσφέραν στον νεκρόν Αχιλλέα, πάνου στον τάφο του. Αχ! Συφορά! Ξεκαθαρίσαν τώρα τα σκοτεινά τα λόγια του Ταλθύβιου. Την είδα με τα μάτια μου και έτρεξα γρήγορα να τη σκεπάσω κλαίγοντας. Κορούλα μου! Πάει γλίτωσεν εκείνη! Ο θάνατός της καλύτερος απ τη ζωή μου. Ίδια δεν είναι ο θάνατος κ η ζήση. Η ζήση ελπίδα, αφανισμός ο Χάρος! Μάνα, σωστός δεν είναι αυτός σου ο λόγος. Άκου κι εμένα και παρηγορήσου. Το να μη γεννηθείς είναι απαράλλαχτο με το νά χεις πεθάνει. Προτιμότερος ο θάνατος απ την κακιά ζωή, 9

γιατί δε νιώθουν πόνο οι πεθαμένοι. Και τώρα η Πολυξένη σου νεκρή δε νιώθει τα πικρά της παθημένα, όμοια σα να μην ήταν γεννημένη. Κι αν εγώ τ όνειρό μου έχω πετύχει νά χω όνομα καλό και τιμημένο, όμως την ευτυχία δεν τη βρήκα. Όλες τις αρετές, που από παλιά πρέπει νά χει η καλή νοικοκυρά πάσκιζα να τις έχω. Στον άντρα μου μπροστά μιλιά δεν είχα. Γλυκοπρόσωπη πάντα ήξερα πού ο λόγος του περνά και πού ο δικός μου. Η φήμη όλων αυτών των χαρισμάτων μου έφτασε στο στρατό των Αχαιών κι αυτό ήταν ο χαμός μου. Όταν με πιάσαν ζήτησε να με πάρει τ Αχιλλέα ο ακριβογιός γυναίκα, να δουλεύω στο σπίτι των φονιάδων μας. Αν βγάλω τον Έχτορα απ τη σκέψη μου κι ανοίξω την καρδιά μου στον τωρινό, προδίνω την πεθαμένη αγάπη μου. Αν μισήσω τον τωρινό, κι αυτός θα με μισήσει. Και συ Έχτορά μου δεν υπάρχεις πια και σκλάβα με μπαρκάρουν για την Ελλάδα εμένα. Λοιπόν, δε βρίσκεις τώρα το χαμό της Πολυξένης μικρότερο κακό απ το δικό μου; Κι αν όλ οι άνθρωποι ζουν με την ελπίδα, εγώ καμιάν δεν έχω, πως θα ιδώ άσπρην ημέρα κάποτες. Εγώ ποτές δεν μπήκα σε καράβι. Ό,τι ξέρω, το χω ακουσμένο απ άλλους ή ζωγραφιά ιδωμένο. Όταν βρεθούνε οι ναύτες σε φουρτούνα μέτρια, τρέχουν απάνου κάτου σ άρμενα, τιμόνι και τα νερά τ αδειάζουν, μα σαν τύχει να ταράζεται ο πόντος απ τα θέμελα αφήνονται στη μοίρα, όπως τους πάει ο μανιασμένος άνεμος. Κι εγώ, μου δέθηκεν η γλώσσα απ τα πολλά παθήματα κι αμίλητη αμολιέμαι, νικημένη από το μίσος των θεών. Και συ καλό παιδί, πάψε το κλάμα για το χαμό τ αντρός σου. Δεν μπορείς με τα δάκρυά σου πίσω να τον φέρεις. Μόνο φρόντιζε τώρα δω κ εμπρός, να σέβεσαι τον τωρινό σου αφέντη και με τρόπους καλούς να τον κερδίσεις. Θα εφχαριστήσεις όσους σ αγαπάνε και του γιου μου τ αγόρι θα μπορέσεις να τ αναστήσεις για καλό μεγάλο της πατρίδας. Τι κάποιο απ τα παιδιά του θα ξαναχτίσει κάποτες την Τροία, μεγάλη σαν και πρώτα... Γυναίκα του Έχτορα, του πρώτου παληκαριού της Τροίας, μη μου θυμώσεις! Άθελά μου σου φέρνω την ομόφωνη απόφαση των αρχηγών Ελλήνων. Λέγε. Κακό σημάδι ο πρόλογός σου. Αυτό σου το παιδί... πώς να το πω; Θα μας χωρίσουν; Άλλον θά χει αφέντη; Ποτές κανένας δε θα το αφεντέψει! Θα μείνει εδώ της Τροίας απομεινάρι; Διστάζω να σου πω τη μαύρη αλήθεια. 10

Καλός ο δισταγμός σου, αλλά το μήνυμα; Μάθε το! Θα σκοτώσουν το παιδί σου. Συφορά μου, χειρότερη απ το γάμο μου! Νίκησε η γνώμη του Δυσσέα να μη μεγαλώσουν το γιο τέτοιου πατέρα. Ίδια να πάθει κι ο δικός του γιός. Να τον πετάξουν πάνου απ το κάστρο. Ό,τι να γίνει, δείξου μυαλωμένη. Μη σφίγγεις το παιδί σου, αλλ αξιόπρεπα παραδώσου στη μοίρα. Σκέψου: και πατρίδα κι άντρα τά χασες, κι είσαι σκλάβα. Κι εμείς πολλοί, εσύ μια. μ όλους μας να τα βάλεις δεν μπορείς. Γι αυτό μην αντιστέκεσαι τ αδίκου και να μην καταριέσαι τους Αργίτες. Κράτα τη γλώσσα σου γιατί αλλιώς θα σου αρνηθούν το λείψανο να θάψεις και λύπηση καμιά δε θα σου δείξουν. Αγόρι μου γλυκό, κανακεμένο σε παίρνουν απ τη μάνα σου οι οχτροί να σε σκοτώσουν. Ανάθεμά σας συφοριασμένοι γάμοι μου κι αγάπες, σαν πρωτομπήκα νύφη στου Έχτορά μου το σπίτι, να γεννήσω όχι σφαχτάρι των Ελλήνων παρά μεγάλο αφέντη της σταχοφόρας της Ασίας!.. Αιστάνεσαι το τι σε περιμένει; Δε θα βγει από τον τάφο του ο πατέρας σου ν αρπάξει το κοντάρι να σε σώσει. Θα σε πετάξουν απ τα ψηλά του κάστρου κατακέφαλα να τσακιστείς, να φύγει σου η ψυχούλα. Ανώφελ οι φροντίδες μου κι οι κόποι. Και τώρα τη μανούλα σου, στερνή φορά σου, φίλησέ τηνε και σφίξου με τα δυο σου χεράκια στο λαιμό μου και κόλλα τα χειλάκια σου χείλη μου.. Αχ! Έλληνες, απάνθρωπων βασάνων εφευρέτες, τ αθώο μωρό τι φταίει και το σκοτώνετε; Αχ, Ελένη εσύ του Δία δεν είσαι φύτρο, οι πατεράδες σου πολλοί ναι: Χάρος, Δαίμονας και Μίσος και Φόνος κι όλες οι πληγές του κόσμου. Δεν μπορεί να σε γέννησεν ο Δίας, στρίγγλα κακιά για μας και τους δικούς σου. Στ ανάθεμα! Για τα γλυκά σου μάτια ρημάχτηκαν οι ξακουστοί μας κάμποι! Να! πάρτε το, τραβάτε και γκρεμίστε το για να χαρεί η ψυχή σας. Το χαμό μας οι αθάνατοι τον θέλουν, δεν μπορώ να σώσω το παιδί μου από το θάνατο. Αχ! πάρτε μου κι εμέ τ άθλιο κορμί μου και πετάχτε το μέσα στο καράβι! Δύστυχη Τροία, χιλιάδες άνθρωποί σου σκοτωθήκαν για μια κακή γυναίκα! Άσε τώρα, παιδί, την αγκάλη της φτωχιάς σου μανούλας, ν ανέβεις ψηλά, στο στεφάνι του κάστρου των προγόνων σου, εκεί τη στερνή σου ν αφήσεις πνοούλα, έτσι θέλει των Ελλήνων η κρίση. Πάρτε τον! Τα τέτοια μηνύματα να τα φέρνουν μονάχα σκληρόκαρδοι, 11

δίχως λύπηση άνθρωποι, όχι εγώ! B ΣΤΑΣΙΜΟ Δεν μπορώ να βοηθήσω. Τα χάνω. Μοναχά να χτυπάω το κεφάλι. Αυτό μου απομένει. Να κλαίω την Πατρίδα και να σκούζω για σένα. Τραγούδι : Όσο βαρούν τα σίδερα, βαρούν τα μαύρα ρούχα Καίγεται η μάνα που με γέννησε, καίγεται η χώρα μου. Και βόγκουν τ ακρογιάλια της. Τραγούδι : γιατί τα φόρεσα κι εγώ για μιαν αγάπη πού χα. Η μια κλαίει τον άντρα της Κι άλλη τα γεννοβόλια της. Λες και στριγγλίζουνε πουλιά που χάσαν τα μικρά τους. Τραγούδι : Είχα και υστερήθηκα, θυμούμαι και στενάζω Αχ, του προσώπου σου η γλύκα, αχ, έρωτα! Είχα δροσόλουτρα, είχα παλάτια, είχα έναν άντρα, είχα ζωή. Τραγούδι : άνοιξε γη μέσα να μπω, κόσμο να μην κοιτάζω. Ντροπή σου Δία! Ντροπή! Γ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΜΕΝΕΛΑΟΣ Χαίρε, φλόγα καλλίφεγγη του ήλιου, σήμερα εδώ στα χέρια μου θα πέσει η Ελένη. Είμαι ο πολύπαθος Μενέλαος μαζί με τη φρουρά μου. Εδώ στην Τροία δεν ήρθα, όπως θαρρούν, για τη γυναίκα μου, παρά για να χτυπήσω αυτόν τον άνομο που την έκλεψε μές απ το σπίτι μου. Τον τιμώρησε αυτόν και τη χώρα του το ελληνικό κοντάρι κι οι θεοί. Και τώρα ήρθα να πάρω τη Σπαρτιάτισσα (προτιμώ να μη λέγω τ όνομά της!) Την έχουν εκεί μέσα με τις άλλες αιχμάλωτες. Κι αυτοί που τη σκλαβώσαν μου τηνε παραδώσαν να την κάνω ό,τι θελήσω: να τη θανατώσω ή να την πάρω πίσω στην πατρίδα. Κι αποφάσισα: εδώ δεν την πειράζω, μα θα την ανεβάσω στο καράβι και περνώντας το πέλαο θα την φέρω σε τόπο ελληνικό, για να την δώσω σε κείνους, που οι δικοί τους σκοτωθήκαν για χάρη της, να τήνε τιμωρήσουν. Εμπρός, παιδιά, αρπάχτε την κακούργ απ τα μαλλιά και φέρτε την εδώ! Κι άμα φυσήξει πρίμος, θα τήν πάμε στην Ελλάδα. Ω! που κρατάς τη γης και σε κρατά, όποιος και να σαι (αδιάλυτο μυστήριο!) ή Δίας ή Νόμος φυσικός ή Νους, σε προσκυνώ. Ακολουθώντας την πορεία σου ανάκουστος, ρυθμίζεις πάντα δίκια τη μοίρα των ανθρώπων! ΜΕΝΕΛΑΟΣ Πρωτακούω τέτοιαν παράξενη ευκή! Τι τρέχει; Κι εγώ μαζί σου συμφωνώ, Μενέλαε. Να τη σκοτώσεις! Όμως να μη γυρίσεις να την δεις, γιατί θαμπώνει των αντρών τα μάτια, γκρεμίζει πολιτείες και σπίτια καίει, γητέφτρα ακαταμάχητη, την ξέρουμε κι εγώ κι εσύ κι όλοι οι παθοί του κόσμου. ΕΛΕΝΗ Προμήνυμα κακό, Μενέλαε, τούτ η πρώτη σου πράξη: με τη βία με σέρνουν και με τραβάν οι δορυφόροι σου έξω! 12

Καταλαβαίνω, με μισείς. Μα θα θελα να μάθω ποιαν απόφαση πήρατε για τη ζωή μου οι Έλληνες και συ. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Ο στρατός σε παράδωσε ασυζήτητα σ εμέ να σε σκοτώσω, που μ ατίμασες. ΕΛΕΝΗ Μπορώ ν αντιγνωμήσω; Ο θάνατός μου, θά ναι αδικιά μεγάλη, αν με σκοτώσεις. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Εδώ δεν ήρθα για κουβέντες, μόνο να σε σκοτώσω! Βασιλιά, άκουσέ την. Ας μην πεθάνει αναπολόγητη. Όμως δος μου εμένα την άδεια ν απαντήσω. Δεν ξέρεις τι κακό μας έχει κάνει τους Τρωαδίτες. Κι άμα λογαριάσεις τα δικά μας μαζί με τα δικά σου, τίποτα δεν τη σώζει από το θάνατο. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Χασομεράμε. Αν όμως επιμένει να μιλήσει, θα κάνω αυτήν τη χάρη σε σένα, όχι σ αυτήν - κι ας το ξέρει. ΕΛΕΝΗ Το ξέρω, κι αν τα πω καλά κι αν όχι, εσύ δε θα δεχτείς να μου απαντήσεις, από μίσος. Μα εγώ θα ξετινάξω μια-μια τις κατηγόριες, που θα μου λεγες, αν μιλούσες. Λοιπόν η πρώτη αιτία των κακών είναι τούτη εδώ, που γέννησε τον Πάρη. Και κατόπι ο γέρο-πρίαμος, που το μωρό δεν το πνιξεν αυτός, αφού ονειρέφτηκε, πως δαβλόν εγέννησε, που θα καιε την πατρίδα του - κι εμένα. Κι άκουσε τώρα τ από δώ και πέρα. Της ομορφιάς τους βάλαν οι θεές κριτή τον Πάρη. Τού ταξε η Παλλάδα μπροστάρης των Φρυγών να καταχτήσει την Ελλάδα. Μα η Ήρα: «θα σε κάνω βασιλιά της Ασίας και της Ευρώπης». Η Αφροδίτη, του κορμιού μου υμνολογώντας το θάμα, του το χάριζε, αν σ αυτήνε της ομορφιάς προσφέρει το χρυσόμηλο. Και τώρ αναλογίσου τα επακόλουθα. Κέρδισε η Αφροδίτη κι έτσι ο νέος μου γάμος έσωσε την Ελλάδα: δεν την πήρανε με το κοντάρι τύραννοι βάρβαροι και δε σκλαβώσαν το λαό της. Κι όμως κι αν σωθήκατ εσείς, εγώ πουλήθηκα (κι όχι εγώ, η ομορφιά μου!). Κι όλοι τώρα με βλαστημάνε, αντίς να μου φορέσουν στεφάνι ευγνωμοσύνης στο κεφάλι. Θα πεις δεν μπαίνω στην ουσία: δεν είπα πως τό σκασα από το σπίτι σου κρυφά. Είχε βοηθό μεγάλη θεάν ο δαίμονας αυτηνής (πες τον Πάρη, αν θες, ή Αλέξαντρο) κι ανάξιος σύ, τον άφησες, στο σπίτι μονάχο του μ εμένα και μπαρκάροντας σ ένα καράβι, για την Κρήτη αρμένισες. Ας είναι! Τώρα εμένα θα ρωτήσω κι όχι εσένα: Τι στοχαζόμουν άραγε, όταν έφευγα μ έναν ξένο προδίνοντας και σπίτι και πατρίδα; Τιμώρησε την Αφροδίτη και δείξου από το Δία πιο δυνατός, που όλους τους αθάνατους εξουσιάζει, μα σκλάβος είναι τουτηνής! Συμπάθα με, τι δε μπορούσα αντίσταση να κάνω. Αλλ ίσως ν αντιλέξεις με το δίκιο σου: όταν πέθανε ο Πάρης και τον σκέπασεν η μαύρη γη, γιατί δεν δραπέτεψα να καταφύγω στα δικά μας πλοία; 13

Πολλές φορές προσπάθησα. Και μάρτυρες του κάστρου οι πορτοφύλακες κι οι βάρδιες, που με πιάσαν πολλές φορές πάνω στις πολεμίστρες να ζητάω κρυφά έξω να ξεγλυστρήσω με σκοινιά. Και τότες άλλος άντρας, ο Δηίφοβος, με το στανιό με πήρε για γυναίκα του, παρά τη γνώμη των πολλών. Πώς τώρα θα με σκοτώσεις δίκια με το χέρι σου, αφού μ έκλεψε ο Πάρης άθελά μου κι αντίς για νικητήρια πλερωμή, που σωσα την πατρίδα, σκλάβα σύρθηκα; Βασίλισσα, υπεράσπισε τη χώρα σου. Χάλασε τη τέχνη της γαλίφας, που ξέρει να τα λέει καλά η κακούργα-γλώσσα δολερή. Θα υπερασπίσω πρώτα τις θεές να φανεί τι μεγάλη ψεύτρα ετούτη! Όχι τόσο απλοϊκές Παλλάδα κι Ήρα, ώστε να τα πουλήσουν τα βασίλειά τους, Αθήνα κι Άργος, και να τα σκλαβώσουν για ένα τίποτα οι βάρβαροι Ασιάτες. Δεν ήρθαν στο βουνό της Ίδης τάχα να παραβγούν στην ομορφιά, παρά να παίξουν. Τι την έπιασε την Ήρα να θέλει τα πρωτεία; Μήπως να πάρει άλλον άντρα, πιο δυνατό απ το Δία; Μην η Παλλάδα ξαφνικά τσιμπήθηκε κι ορέχτηκε παντρειά με ωραίο θεό, αυτή που ζήτησε απ το Δία πατέρα της να μένει πάντ απάρθενη, αζευγάρωτη; Μη ζητάς ν αποδείξεις τόσο άμυαλες τρεις αθάνατες! Πας να κουκουλώσεις τις ντροπές τις δικές σου. Δε γελιόμαστε. Κι όσα λες για την Αφροδίτη είναι για γέλια: πως αυτή σου τον έφερε στο σπίτι σου το γιό μου, λες και δεν μπορούσε, μένοντας στον ουρανό της ήσυχα, και σένα και τις Σπαρτιάτισσες να σας πάει στην Τροία. Το παληκάρι μου ήταν ομορφόπαιδο και μόλις το είδες άξαφνα παλάβωσες. Τον είδες με τη βάρβαρη στολή του να λάμπει στο χρυσάφι και θαμπώθηκε το μυαλό σου. Μικρή και φτωχικιά σου φάνηκεν η Σπάρτη και φαντάστηκες πως στων Φρυγών την πολιτεία ποτάμι τρέχουνε τα μαλάματα και θα χες να ξοδεύεις απλόχερα, όσα θέλεις. Το σπιτικό τ αντρός σου δε σε χώραγε! Ας είναι! Λες, πως σ έκλεψεν ο γιός μου με το στανιό. Ξεφώνισες καθόλου; Ποιος σ άκουσε μέσα στη Σπάρτη; Κι όμως ήταν εκεί τα δυο σου αδέρφια, ο Κάστορας κι ο Πολυδεύκης, παληκάρια αψόθυμα. Δεν είχαν γίνει ακόμ αστέρια δίδυμα. Εδώ στη Τροία σε πήραν καταπόδι οι Αργίτες κι αρχινά ο κονταροπόλεμος. Σα μαθαίναμε νίκες του Μενελάου, τον παινούσες, για να ζηλεύει ο γιός μου, πού χεν αντεραστή του άντρα γενναίο. Κι όταν έγερνε η μάχη καταδώθε γι ανάξιον άντρα τον κατηγορούσες. Τό χες δίπορτο. Μοναχά την τύχη λογάριαζες, την αρετή καθόλου. Και λες ακόμα: απ τα ψηλά του κάστρου πάσκιζες να ξεφύγεις με σκοινιά, η αθέλητα κρατούμενη!.. Ποιος σ είδε 14

να δένεις τη θελειά να κρεμαστείς, ν ακονάς το μαχαίρι να σφαγείς; Αυτό κάνει η φιλότιμη γυναίκα, που τον πρώτο της άντρα αποθυμά! «Κόρη μου, φεύγα! Τα παιδιά μου θά βρουν άλλες γυναίκες. Σένα θα σε στείλω κρυφά στα ελληνικά σου τα καράβια, ο πόλεμος να πάψει Ασίας Ελλάδας!» Σου τά λεα, μα δεν άκουγες. Στου Πάρη το παλάτι ήσουν πρώτη και καλύτερη κι οι βάρβαροι σκυφτά σε προσκυνούσαν. Και τώρα στολισμένη και βαμμένη βγήκες μπροστά στον ήλιο και στον άντρα σου, ω πλάσμα σιχαμένο! Το σωστό θα τανε νά ρθεις κουρελοντυμένη με μαλλιά ξουρισμένα, σα μια δούλα, και ταπεινή και τρέμοντας του φόβου, μετανοιωμένη, κι έτσι να αλαφρώσεις τα βαριά σου τα κρίματα ως τα τώρα! Κι άκου, Μενέλαε, πού θα καταλήξω: Αν θέλεις να δοξάσεις την Ελλάδα, σκότωσέ την! Αυτό ζητά η τιμή σου! Σκότωσέ την Μενέλαε, το ζητάνε κι η δικιά σου τιμή και των προγόνων σου. Μη σε κακολογήσουν στην Ελλάδα πως εσύ των πολέμων ο αντρειωμένος εδείλιασες μπροστά σε μια γυναίκα! Σκότωσέ την! ΜΕΝΕΛΑΟΣ Σύμφωνος είμαι. Θελητά της έφυγε απ το δικό μου σπίτι για το ξένο. Κι ας λέει, πως τήνε πλάνεψεν η Αφροδίτη. Να παραστήσει πάει το ανίδεο θύμα. Περπάτα! Μπρος! Θα πετροβοληθείς! για να πλερώσεις με το θάνατό σου σε λίγην ώρα βάσανα χρόνων! Μάθε το, δε ντροπιάζεται ο Μενέλαος! ΕΛΕΝΗ Όχι! Πέφτω στα γόνατα. Συγχώρα με! Μη μου φορτώσεις των θεών το φταίξιμο. Τους συμπολεμιστάδες σου, Μενέλαε, μην προδώσεις. Τους σκότωσεν ετούτη! Αυτούς και τα παιδιά τους εγδικήσου. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Γερόντισσά μου φτάνει. Δεν αλλάζω τη γνώμη μου. Και σεις ακόλουθοί μου, τραβάτε την στο πλοίο, που περιμένει. Μην μπεις μαζί της στο ίδιο καράβι. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Μπας κι είναι τώρα πιο βαριά από πριν; Ο που αγαπά πολύ, ξανακυλάει. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Κι ο που αγαπιέται, ανάγκη να το αξίζει... Θα γίνει αυτό που λες, στο ίδιο καράβι μαζί μου δε θα μπει. Καλή σου η σκέψη. Κι άμα φτάσουμε κάτου, θα πεθάνει το χειρότερο θάνατο, όπως ταιριάζει. Γ ΣΤΑΣΙΜΟ Έτσι το λοιπόν ω Δία άσπλαχνα παράδωσες στους εχθρούς μας τους Αργίτες τους ιερούς ναούς της Τροίας, το ιερό μας το καστέλλι και τα κισσοφόρα δάση. Πάνε τα σφαχτά σου τώρα στων θεών τα πανηγύρια 15

Αχ, πώς θά θελα να ξέρω ουρανόθρονε Πατέρα αν τα σκέφτεσαι όλα τούτα, βλέποντας τη δόλια Τροία να την καίνε τώρα οι φλόγες. Καλέ μου άντρα κι ακριβέ, πλανιέται η ψυχή σου στη γη, τ αγαπημένο σου κορμί χωρίς να το θρηνήσω κι εμένα σ άγνωστες στεριές με παν να με ρημάξουν, τα μάβρα παιδοπούλια μου χωρίζοντ απ τη μάνα και σκίζετ η καρδιά. Και σαν του Μενελάου το πλοίο μεσοπέλαγα βρεθεί να καεί απ αστροπελέκι και μαζί μ αυτό κι εγώ. Και μακάρι αυτός πατρίδα, γη και σπίτι να μη δει. ΘΡΗΝΟΣ Σ ΚΑΙ ΧΟΡΟΥ Συφορά για τη χώρα καινούργια κοιτάχτε γυναίκες των Τρώων, νεκρός ο Αστυάναχτας πάνου απ τους πύργους τον πετάξαν οι Αργίτες στα βράχια και του φέρνουνε τώρα το λείψανο. Εκάβη, ένα καράβι ακόμα μένει. Το φόρτωσε τα λάφυρά του ο γιός του Αχιλλέα κι όπου νά ναι βάζει πλώρη για της Φθίας τ ακρογιάλια. Μαζί του πήρε την Αντρομάχη ο Νεοπτόλεμος. Πώς έκλαψα, όταν είδα να τη σέρνουν κι αυτή να ξεφωνάει και να χτυπιέται πού χανε την πατρίδα της για πάντα κι αποχαιρέταε του Έχτορα τον τάφο. Και μια χάρη ζητούσε απ τον καινούργιο τον άντρα της: να θάψει το παιδί του γιού σου, που το σκοτώσαν οι Αργίτες. Και στα δικά σου χέρια να το δώσουν, όσο μπορείς στην τωρινή κατάντια σου, να το νεκροστολίσεις με λουλούδια. Κι άμα νεκροστολίσεις το παιδί κι εμείς το παραχώσουμε, στα γρήγορα σηκώνουμε την άγκυρα να φύγουμε. Κάνε λοιπόν το χρέος σου βιαστικά κι εγώ σ έχω απαλλάξει από έναν κόπο: περνώντας του Σκαμάντρου το ποτάμι, τό λουσα το παιδί και του καθάρισα τις πληγές του απ τα αίματα. Και τώρα φεύγω και πάω το λάκκο του να σκάψω. Κι αν σύντομα τελειώσουμε κι οι δυο μας, θα σαλπάρουμε εφθύς για την Ελλάδα. Βάλτε την τιμημένη ασπίδα του Έχτορά μου χάμω. Ω, πόσο θλιβερό τ αλλοτινό περήφανό της θώρι! Και σεις Αργίτες, δυνατά κοντάρια κι αδύνατα μυαλά, τι φοβηθήκατε ένα μωρό παιδί και τόσο απάνθρωπα το λιώσατε; Λοιπόν δεν είστε τίποτα! Ντροπή σας να φοβάστε τη σκιά σας. Αγάπη μου, σκληρός ο θάνατός σου. Με πόση αγάπη η μάνα σου τα χτένιζε τα μαλλιά και γλυκά σου τα φιλούσε και τώρα απ το σπασμένο κάφκαλό σου προβάλει ο Χάρος και γελάει. Τι φρίκη! Στοματάκι μου εσύ γλυκομίλητο, έκλεισες πια! Και ψέματα όσα μού λεγες στο κρεβάτι μου πέφτοντας: θα κόψω απ τα μαλλιά μου ένα πλοκάμι, άμα πεθάνεις και τραγουδιστάδες στον τάφο σου θα φέρω να σε κλάψω. Και τώρα εγώ χωρίς πατρίδα και παιδιά, 16

σένα το νιό, τον άγουρο, σε θάβω. Και τι θα γράψει ο στιχουργός στην πλάκα; «Ενθάδε κείτ ένα μωρό. Οι Αργίτες το σκοτώσαν, γιατί το φοβηθήκαν!» Τι μεγάλη ντροπή για την Ελλάδα! Αλλ αν απ τον πατέρα σου δεν πήρες κληρονομιά σου τίποτα, όμως θά χεις τη δοξασμένη την ασπίδα του στον τάφο. Απ ό,τι μας απόμεινε, τρεχάτε, φέρτε μου να στολίσω τ άθλιο το πτώμα. Νάτες έρχονται και κρατούν στα χέρια ό,τι απόμεινε απ το κούρσος της πατρίδας, για νεκροστόλι του παιδιού. Χρυσό μου, αφτά μπορεί να σου προσφέρει η μάννα απ το παλιό σου βιος. Αυτά μονάχα τα στολίδια απόμειναν, γιατί όλα σου τα πήρε η θεομίσητη η Ελένη, τη ζωή σου και το σπίτι σου. Την καρδιά μου πληγώνουν τα λόγια σου. Και μείς δυνατό βασιλιά τον προσμέναμε. Κι ό,τι θα σου φορέναμε στο γάμο, όταν θα παντρευόσουνα την πρώτη κοπέλα της Ασίας, μ αυτά σκεπάζω το νεκρό σου κορμί. Κλάψτο, Κυρά μου, κλάψε! Αχ, ελπίδα μου! Κλάψε! Σπαράζω... Κατάρα, κακό! Γυναίκες, τ αδίκου στους θεούς θυσιάζαμε... Προχωράτε να θάψουμε τ άμοιρο λείψανο. Τί ναι τούτες οι φλόγες των δαβλών που κινιούνται ψηλά στο καστέλλι της Τροίας; Τι καινούργιο κακό να μηνάνε; Άντρες που πήρατε την εντολή να κάψετε την Τροία Τι κάθεστε με τα δαδιά στο χέρι; Κι εσείς, μόλις σας πω νά στε έτοιμες να μπείτε στα καράβια για το καλό ταξίδι. Κι εσύ, Κυρά, ν ακολουθήσεις του Δυσσέα τους στρατιώτες να σε πάν στο βασιλιά τους σκλάβα ολοζωίς. Φεύγω. Τροία μου, πάει και τ όνομά σου. Καίγεσαι τώρα και τραβάν εμάς σκλάβες στα ξένα. Αθάνατοι θεοί, τι σας φωνάζω ανώφελα; Και πρίν, που συχνά σας καλούσα, δεν ακούγατε. Εμπρός! Πάμε να πέσω στη φωτιά, μαζί με την πατρίδα να καώ! Σάλεψε ο νους της, πιάστε την! ΕΞΟΔΟΣ Σεισμός πολύς! Γκρεμίζεται το κάστρο. Εμπρός, αρχίστε την πορεία μας για τη σκλαβιά την κατάμαυρη. 17

Φτωχιά Πατρίδα, πάμε σαν τα σφαχτά για τον εχτρό να φορτωθούμε. Καπνός γινήκαν όλα και χαθήκαν. Όλα τα σάρωσε ο εχτρός μας με σίδερο, φωτιά και μίσος. Τίποτα δεν έμεινε απ την πόλη μας, μονάχα κάρβουνο, καπνός και στάχτη. Σε λίγο θα χαθεί κι η θύμησή της, κι η θύμηση η δική μας θα χαθεί. Τίποτα, τίποτα πια, ούτε σημάδι από μας δε θ απομείνει. ΑΥΛΑΙΑ 18

19