Ἁγιάζω (Β) Κ.Δ. (Ε.Γ./ΚΕΙΜ.) ΡΙΖΑ: < αρχ. ἅγιος + παραγ. κατ. -αζω, ΑΓΙΟΣ < ΙΝΔ/Ε *JAG- «τιμώ, ευλαβούμαι», παραβ. σανσκρ. YAJ-ATI «λατρεύει». ΕΡΜΗΝΕΙΑ: Αγιάζω, εξαγνίζω, καθαρίζω/αποκαθαίρω από πνευματικό ή ηθικό ψεγάδι. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: Ἁγιασμός Rom 6:19, Ἅγιος Joh 17:11, Ἁγιότης Heb 12:10, Ἁγιωσύνη Rom 1:4, Ἁγνεία 1Ti 4:12, Ἁγνίζω Joh 11:55, Ἁγνισμός Act 21:26, Ἁγνός Tit 2:5, Ἁγνότης 2Co 6:6. ΣΥΝΩΝΥΜΑ: Ἅγιος Joh 17:11, Ἁγιασμός Rom 6:19, Ἁγιότης Heb 12:10, Ἁγιωσύνη Rom 1:4, Ἁγνίζω Joh 11:55, Ἁγνισμός Act 21:26, Ἅμεμπτος Luk 1:6, Ἀμίαντος Heb 7:26, Ἅμωμος 1Pe 1:19, Καθαρίζω Tit 2:14, Καθαρισμός Heb 1:3, Καθαρότης Heb 9:13, Καθαίρω Joh 15:2, Ὅσιος Act 2:27, Heb 7:26,, Ὁσιότης Luk 1:75. ΑΝΤΙΘΕΤΑ: Ἁμαρτάνω 2Co 6:18, Ἁμαρτία Rom 8:10, Ἰασμός 2Pe 2:10, Μιαίνω Tit 1:15, Μίασμα 2Pe 2:20, Μολύνω 1Co 8:7, Μολυσμός 2Co 7:1. ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Ρήμα α συζυγίας βαρύτονο. ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ: Ενεστ. ἁγιάζω, Πρτ. ἡγίαζον, Μελ. ἁγιάσω, Αόρ. ἡγίασα, Πρκ. ἡγίακα, Υπερσ. ἡγιάκειν. Ενεστ. μεσ. ἁγιάζομαι, Πρτ. μεσ. ἡγιαζόμην, Μελ. μεσ. ἁγιάσομαι, Μελ. παθ. ἁγιασθήσομαι, Αόρ. μεσ. ἡγιασάμην, Αόρ. παθ. ἡγιάσθην, Πρκ. μεσ. ἡγίασμαι, Υπερσ. μεσ. ἡγιάσμην. Για αναλυτική μελέτη βλ. αρχαιοελληνική γραμματική ΤΑ ΡΗΜΑΤΑ. ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: 1) ΑΓΙΑΖΩ Α) Μεταβατικό 1) + αιτ.: αγιάζω κάποιον ή κάτι, εξαγνίζω κάποιον ή κάτι, καθαρίζω / αποκαθαίρω κάτι ή κάποιον από πνευματικό ή ηθικό ψεγάδι [Eph 5:26:... ἵνα αὐτὴν (τὴν ἐκκλησίαν) ἁγιάσῃ ] (ΚΕΙΜ.). 2) Ἁγιάζομαι Α) Αμετάβατο: Αγιάζομαι, εξαγνίζομαι, καθαρίζομαι / αποκαθαίρομαι από πνευματικό ή ηθικό ψεγάδι (1Co 6:11: ἀλλὰ ἡγιάσθητε, ἀλλὰ ἐδικαιώθητε...) (ΚΕΙΜ.). Για αναλυτική μελέτη βλ. αρχαιοελληνικό συντακτικό ΣΥΝΤΑΞΙΣ ΤΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ. ΤΥΠΟΙ ΤΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ ΣΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ: 1) Ἁγιάζει: γ ενικό Οριστικής Ενεστώτα Ενεργητικής
2) Ἁγιάζεται: γ ενικό Οριστικής Ενεστώτα Μεσοπαθητικής 3) Ἁγιαζομένους: Αιτιατική πληθυντικού Μετοχής αρσενικού γένους Ενεστώτα Μεσοπαθητικής 4) Ἁγιάζον: Ονομαστική ενικού Μετοχής ουδετέρου γένους του Ενεστώτα Ενεργητικής 5) Ἁγιάζω: α ενικό Οριστικής Ενεστώτα Ενεργητικής Φωνής (βλ. ΕΙΔ. ΑΝΑΦ. 2, 5). 6) Ἁγιάζων: Ονομαστική ενικού της Μετοχής του αρσενικού γένους του Ενεστώτα Ενεργητικής 7) Ἁγιᾶσαι: Απαρέμφατο Αορίστου Ενεργητικής 8) Ἁγιάσας: Ονομαστική ενικού Μετοχής αρσενικού γένους του Αορίστου Ενεργητικής 9) Ἁγιάσατε: β πληθυντικό Προστακτικής Αορίστου Ενεργητικής 10) Ἁγιάσῃ: γ ενικό Υποτακτικής Αορίστου Ενεργητικής 11) Ἁγιασθήτω: γ ενικό Προστακτικής Μεσοπαθητικού Αορίστου α (βλ. ΕΙΔ. ΑΝΑΦ. 1, 4). 12) Ἁγίασον: β ενικό Προστακτικής Αορίστου Ενεργητικής 13) Ἡγίασεν: γ ενικό Οριστικής Αορίστου Ενεργητικής Φωνής (βλ. ΕΙΔ. ΑΝΑΦ. 6). 14) Ἡγιάσθη: γ ενικό Οριστικής Αορίστου α Μεσοπαθητικής 15) Ἡγιάσθητε: β πληθυντικό Οριστικής Αορίστου α Μεσοπαθητικής 16) Ἡγιασμένη: Ονομαστική Ενικού Μετοχής Θηλυκού γένους του Παρακειμένου Μεσοπαθητικής 17) Ἡγιασμένοι: Ονομαστική πληθυντικού Μετοχής αρσενικού γένους του Παρακειμένου Μεσοπαθητικής 18) Ἡγιασμένοις: Δοτική πληθυντικού Μετοχής αρσενικού γένους του Παρακειμένου Μεσοπαθητικής 19) Ἡγιασμένον: Ονομαστική ενικού Μετοχής ουδετέρου γένους του Παρακειμένου Μεσοπαθητικής 20) Ἡγιασμένους: Αιτιατική πληθυντικού Μετοχής αρσενικού γένους του Παρακειμένου Μεσοπαθητικής 21) Ἡγίασται: γ ενικό Οριστικής Παρακειμένου Μεσοπαθητικής Φωνής (βλ. ΕΙΔ. ΑΝΑΦ. 3).
ΣΥΜΦΡΑΖΟΜΕΝΑ (CONTEXT) ΛΕΞΗ-ΦΡΑΣΕΙΣ- ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ: 1) Mat 6:9 (Mat 5:1), 2) 1Pe 3:15 (Mat 10:22, 2Ti 3:12, Phl 4:5, Jac 1:27, 4:4, Mar 3:20-30, Act 5:42, Mat 22:21). (Βλ. ΕΙΔ. ΑΝΑΦΟΡΕΣ): ΕΙΔΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ: 1) Στο κείμενο (ΚΕΙΜ.) (Mat 6:9-13) γνωστό και ως «Κυριακή Προσευχή» ή «πάτερ ημών» οι φράσεις συνδυάζονται: α) με μια επίκληση (πάτερ ἡμῶν), β) με τρεις ευχές (ἁγιασθήτω, ἐλθέτω, γενηθήτω), γ) με τρία αιτήματα, παρακλήσεις (δὸς ἡμῖν, ἄφες ἡμῖν, μὴ εἰσενέγκῃς ἡμ ᾶς). Το όλο κείμενο χαρακτηρίζεται από λιτότητα (στην έκφραση), περιεκτικότητα (στα νοήματα) και ευθυβολία (στα αιτήματα, παρακλήσεις). Λειτουργεί δε με δύο Κεντρικούς Μηχανισμούς της Ελλην. γλώσσας: α) την τροπικότητα και β) την εξειδίκευση. Στα πλαίσια αυτά χρησιμοποιείται ως ένα ΤΕΛΕΙΟ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ με ΑΨΟΓΟ και ΙΔΑΝΙΚΟ ΛΟΓΟ, ο οποίος συνδυάζεται με ΚΑΘΑΡΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΑ και ΓΛΩΣΣΙΚΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ (βλ.λ. Προσεύχομαι). 2) Το ρήμα προέρχεται από τη λ. Ἅγιος Σημιτικής προέλευσης. Η κατάληξη -άζω (ἁγιάζω, ἁγιάζειν, Mat 6:9, 23:17,19) στον τομέα της παραγωγικής μορφολογίας της Κοινής Ελλην. Γλώσσας συναντάται μέσα σ ένα εξαιρετικό παραγωγικό σχηματισμό εννοιών στο κείμενο των Χριστιανικών Ελλην. Γραφών (παραβ. Πυρράζω Mat 16:2, 3, Στυγνάζω Mat 16:3, Mar 10:22) κ.α. 3) Ἁγιασθήτω: Μονολεκτικός τύπος μιας κατ εξοχήν Τροπικής Έγκλισης. Στο Mat 6:10 ο μονολεκτικός αυτός τύπος στις προστακτικές ἁγιασθήτω (τὸ ὄνομά σου), ἐλθέτω (ἡ βασιλεία σου), γενηθήτω (τὸ θέλημά σου) ως ευχές εξειδικεύονται στα πλαίσια του Κεντρικού Μηχανισμού της Αρχαίας Ελλην. Γλώσσας καθώς εμφανίζονται μ ένα ομοιόμορφο ονοματικό υποκείμενο (ΣΟΥ) επειδή ο ΘΕΟΣ είναι ΕΝΑΣ. Στο κείμενο (Mat 6:9) εμφανίζεται με το γραμματικοποιημένο τύπο της τροπικότητας ενός από τους κύριους μηχανισμούς της (Αρχαίας) Ελληνικής γλώσσας (Σημ. στην τροπικότητα τα ρήματα εμφανίζονται με τη μορφή των εγκλίσεων προστακτικής (όπως εδώ), υποτακτικής και ευκτικής) παραβ. λ. Προσεύχομαι. 4) Ἁγιάζω: Στο κείμενο (Mat 6:7,9) η εξειδίκευση των ευχών και των αιτημάτων συντάσσεται με τα υποκείμενα και αντικείμενα των παραγράφων με εξαίρεση (εδώ) (το αντικείμενο δὸς ἡμῖν).
5) Η λ. Ἡγίασεν αναφέρεται στο εδάφιο Joh 10:36 στο οποίο υπάρχει μείξη ορθού και πλάγιου λόγου. Το φαινόμενο αποτελεί (Αρχαιοελληνικό) ιδιωματισμό και μάλιστα «Αττικισμό» της «Κοινής» Ελληνικής γλώσσας το οποίο περιλαμβάνεται στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές (Καινή Διαθήκη). 6) Ἁγιάσατε: προευτρεπίσατε, κηρύξατε. 7) Ἁγιᾶσαι: καρπῶσαι, καῦσαι ἁγίως. 8) Ἁγίασμα: ὁ θεῖος νεώς. Δαβίδ ἐγενήθη Ἰουδαία ἁγίασμα αὐτοῦ, καὶ ἁγιαστία, ἡ ἁγιωσύνη, ἀγιστεία δὲ διφθόγγῳ. 9) Ἁγίζων: ἁγιάζων, βούθυτον ἑστίαν ἁγίζων ἵκου, καὶ ἁγιασθέντων, ἀφιερωθέντων, καὶ ἁγιάζω, αἰτιατικῇ. 10) Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Κύριος: ὅτι τοὺς λέγοντας, μυριάκις ἐστὶν ἅγιος ὁ Θεός, καὶ τοὺς παρερμηνεῦσαι τοῦτο τολμῶντας, λαμπρῶς ἐλέγχει τό ἐξεζήτησα τὸ πρόσωπόν σου, τὸ πρόσωπόν σου, κύριε, ζητήσω, μὴ ἀποτρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπ ἐμοῦ, τὴν ἁγίαν ἀνακηρύττει τριάδα, καὶ τό, θῦσον τῷ θεῷ θυσίαν αἰνέσεως καὶ ἀποδός τῷ ὑψίστῳ τὰς εὐχάς σου, καὶ τὰ ἑξῆς, καὶ διὰ τούτων καὶ δι ἄλλων πολλῶν ἡ παλαιὰ κηρύττει, ὅτι οὐχ ἑνὸς προσώπου σημαίνει δεσποτείαν, ἀλλὰ τριῶν μὲν ὑποστάσεων, μιᾶς δὲ οὐσίας, οἱ δὲ λέγοντες, ἅγιος ὁ σταυρωθείς, ἐπιστομιζέσθωσαν ἀπὸ τοῦ ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρὸς τὸν θεὸν τὸν ἰσχυρόν, τὸν ζῶντα (Πηγή: Λεξικό Σουΐδα, 10ος αιώνας μ.χ., σελ. 38). ΕΒΔΟΜΗΚΟΝΤΑ (Ο'): Gen 2:3, Exo 13:2,12,29:21, Lev 8:11-15.