ΤΑΜΕΙΟ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ Ισχύουσες Διατάξεις (β.δ. 3/13-7-1936) Άρθρο 1ον Ίδρυσις - Έδρα - Σκοπός



Σχετικά έγγραφα
ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΧΡΟΝΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ 1. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΙΤΟΥΝΤΑ

Άρθρο 1 Κλάδοι ΤΣΜΕ Ε

γ. τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων, των Σωμάτων Ασφαλείας και του Πυροσβεστικού Σώματος και δ. τα αιρετά όργανα (Βουλευτές και Δήμαρχοι).

Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης & Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Σχετ 1: Η με αριθμ. 2/24112/ΔΕΠ/ (ΑΔΑ: 7ΦΘΨΗ-ΟΒΛ) εγκύκλιος.

ΘΕΜΑ: Σχετικά με την ασφάλιση βουλευτών στον ΕΦΚΑ και στο ΕΤΕΑΕΠ. : Το υπ αριθμ.πρωτ. Δ.ΕΙΣΦ.Μ./322/827402/ έγγραφο του ΕΦΚΑ.

Εγκύκλιος Ε.Φ.Κ.Α. αρ. 4/2018 Προσωρινή σύνταξη. Εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 2 του Ν. 4499/2017

Άρθρο 1 Τροποποίηση διατάξεων του π.δ. 169/2007.

ΑΔΑ: ΒΙΨΟ4691Ω3-14Ι. Εγκύκλιος: 1. Αθήνα, 13/1/2014. Αρ. πρωτ.: ΔΙΑΣΦ/Φ7/1/52709

Θέματα Κανονισμού Ασφάλισης ΙΚΑ - ΕΤΑΜ, Ασφαλιστικών Φορέων, προσαρμογή της νομοθεσίας στην Οδηγία 2010/18/ΕΕ και λοιπές διατάξεις.

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ -ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Εγκύκλιος Ι.Κ.Α. αρ. 5-15/01/ Αναγνώριση χρόνου εκπαιδευτικ

Αθήνα, 14 / 2 / Αριθ. Πρωτ. : Δ.15 / Δ / οικ / 73. ΠΡΟΣ : 1. ΕΦΚΑ Γενική Διεύθυνση Εισφορών και Ελέγχων Σατωβριάνδου Αθήνα

Ειδικότερα: 1. Αναγνωριζόμενοι - πλασματικοί χρόνοι στον Ε.Φ.Κ.Α.

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ & ΠΡΟΝΟΙΑΣ

Αρθρο... Ρύθμιση της Κοινωνικής Ασφάλισης του προσωπικού της Τράπεζας της Ελλάδος

Οι παράγραφοι 1,2,3,5,7,8 του άρθρου 3 του Καταστατικού, αντικαθίστανται με τις ακόλουθες διατάξεις:

ΘΕΜΑ : «Παροχή συμπληρωματικών οδηγιών για την εφαρμογή των παρ. 3 και 4 του άρθρου 36 του ν.4387/2016»

ΘΕΜΑ :«Ε.Κ.Α.Σ- Γνωστοποίηση των διατάξεων του άρθρου 92 του Ν.4387/2016 και εισοδηματικά κριτήρια χορήγησής του για το έτος 2016».

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΟΙΝ. ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

ΘΕΜΑ : «Γνωστοποίηση των διατάξεων του άρθρου 94 του ν. 4387/2016»

ΑΠΟΦΑΣΗ ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ

Σας κοινοποιούμε τις διατάξεις του άρθρου 1 ( παρ.2 εδ. α γ,στ & παρ.11) του Πρώτου Κεφαλαίου καθώς και του άρθρου 4

Φ.10043/οικ.14226/431/

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

-Προϋποθέσεις συνταξιοδότησης λόγω θανάτου.»

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα, 3/ 10 / 2011 ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ & ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ Αρ. πρωτ. ΔΙ.Π.ΣΥΝ./Φ1 / 5/ 77266

Ταχ. Δ/νση: Κάνιγγος 29 Προς: Ως πίνακας αποδεκτών Αθήνα. Τηλέφωνο:

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ: 7/2015 ΘΕΜΑ:

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ

τι είναι η κατηγοριοποίηση των ασφαλισμένων;

Σύλλογος Συνταξιούχων ΑΤΕ Αμερικής 6 Τ.Κ Αθήνα Τηλ: Γράμμα ΕΤΕΑ

ΣΧΕΔΙΟ ΔΙΑΤΑΞΗΣ ΓΙΑ ΕΔΟΕΑΠ.. ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

ΛΗΓΕΙ Η ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΠΡΟΫΠΗΡΕΣΙΑΣ

ΑΔΑ: ΒΙΨΟ4691Ω3-ΛΥΛ. Εγκύκλιος: 2. Αθήνα, 13/1/2014. Αρ. πρωτ.: ΔΙΑΣΦ/Φ7/2/53368

ΘΕΜΑ: «Ασφαλιστικό καθεστώς προσλαμβανομένων για πρώτη φορά στο Δημόσιο από , άρθρο 2 του ν.3865/2010 (152 Α )»

ΠΡΟΣ: ΘΕΜΑ : «Έναρξη καταβολής σύνταξης σε οφειλέτη συνταξιούχο με τις διατάξεις της διαδοχικής ασφάλισης»

Νομοθεσίες που ψηφίστηκαν στο πλαίσιο των Μέτρων Δημοσιονομικής Εξυγίανσης και αφορούν Μισθοδοσία, Συντάξεις και Κοινωνικές Ασφαλίσεις

Τραπεζα Φορολογικής Ενημέρωσης από την Epsilon Net

ΔΙΑΔΟΧΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ. του νομικού συμβούλου της Π.Ο.Υ.Ε.Φ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΤΣΩΚΟΥ

Σχετικά µε τη συνέχιση της ασφάλισης των µισθωτών της επιχ/σης «ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΦΩΣΦΟΡΙΚΩΝ ΛΙΠΑΣΜΑΤΩΝ Α.Ε.»

Σ80/1/16692/2019 Συμπληρωματικές οδηγίες για. 4554/2018 σχετικά με την έναρξη και τη λήξη του δικαιώματος συνταξιοδότησης από τον ΕΦΚΑ

Με την τελευταία κωδικοποίηση από το Νόμο 4472/2017. Εισφορές αυτοπασχολουμένων και ελεύθερων επαγγελματιών

ΑΠΟΦΑΣΗ ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ. ΘΕΜΑ: Kαταβολή από το Δημόσιο ασφαλιστικών εισφορών δικαιούχων. συντάξεως θανάτου - απασχολουμένων ως μισθωτών και αυτοτελώς

INFORMATICS XS^lg* DFVFI OPMFN DEVELOPMENT AGENCY. i-. ~7-«7V-.w :25:29 Τ AGENCY EEST

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΚΛΙΜΑΚΙΟ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΔΑΠΑΝΩΝ ΣΤΟ Ι ΤΜΗΜΑ ΠΡΑΞΗ 104/2018

ίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής εργαζομένων

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα 17/08/2011

Αναφορικά με το παραπάνω αναφερόμενο θέμα, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:

ΘΕΜΑ: Γνωστοποίηση ρυθμίσεων του ν. 4387/2016, που αφορούν το ΕΤΑΤ και τους συνταξιούχους προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος του ΕΤΕΑ (τ. ΕΤΕΑΜ).

: ΚΑΤ.ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΤΗΛ. : , ΦΑΞ. :

O.A.E.E ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ :62 ΑΔΑ: 45ΒΝ4691Ω3-ΧΦΤ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ & ΚΟΙΝΩΝ. ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΘΗΝΑ, 07 / 11 /2011

Αθήνα, ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΥΣΑ Αριθ. Πρωτ. ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ Σ67/ 3 ΑΡ.: 41. ΠΡΟΣ: Τους Αποδέκτες του Πίνακα Α

Αριθμ. πρωτ.: Φ 80020/οικ /Δ / Γνωστοποίηση ρ

Σχετικές εγκύκλιοι: 1. Φ.10043/οικ.58770/1442/ (ΑΔΑ : 6ΦΧ3465Θ1Ω-0ΧΞ) 2. Φ.10043/οικ.14224/430/ (ΑΔΑ : Ω0ΠΖ465Θ1Ω-ΜΜΟ)

ΑΔΑ : 4ΙΗ3Η-Β ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΝ. Αθήνα, 1 Νοεμβρίου 2010 Αρ.Πρωτ: /0092

ΘΕΜΑ : «Εφαρμογή του άρθρου 36 του ν.4387/2016 σε ασφαλισμένους του ΕΤΑΑ»

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ

Αθήνα, 19 /3/ Αριθ. Πρωτ. : Φ.80000/οικ.12151/274. ΠΡΟΣ : 1. ΕΦΚΑ Α. Γραφείο κ. Διοικητή Αγ. Κωνσταντίνου Αθήνα

ΝΟΜΟΣ 4305/14 - ΦΕΚ Α 237 ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΤΑΜΕΙΩΝ)

Αρθρο 51. Ρύθμιση οφειλών προς τη Φορολογική Διοίκηση

α) Ενσωματώνει στο βασικό μισθό μέρος από τα επιδόματα που καταβάλλονταν μέχρι σήμερα.

ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΑΣΦ. ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ Αθήνα, 7 / 6 /10 ΔΙΕΥΘΥΝΣH ΠΑΡΟΧΩΝ ΤΜΗΜΑ ΚΥΡΙΑΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ

Β. Αναγνώριση χρόνου υπηρεσίας των ανωτέρω προσώπων, ως χρόνου ασφάλισης στον κλάδο σύνταξης του Ι.Κ.Α..

Ασφάλισης, που εντάχθηκαν στο Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. με τις διατάξεις του άρθρου 5 του ν.3029/2002 και του άρθρου 1 του ν.3655/2008.

Θέμα: Παραιτήσεις Εκπαιδευτικών Λύση Υπαλληλικής Σχέσης

ΟΡΘΗ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ. Αθήνα, 23 Σεπτεμβρίου 2016 Αριθμ. Πρωτ.: 30193/7276. Προς: Όλους τους Ο.Τ.Α.

Τραπεζα Φορολογικής Ενημέρωσης από την Epsilon Net

ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΑΔΕΙΑ & ΕΠΙΔΟΜΑ ΑΔΕΙΑΣ ΣΤΟΝ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΤΟΜΕΑ

Οι ασφαλισμένοι του Ο.Α.Ε.Ε. ή σε περίπτωση θανάτου τους, οι δικαιούχοι σύνταξης δύνανται να αναγνωρίσουν με εξαγορά τους κάτωθι χρόνους:

Πώς θα υπολογίζεται η ανταποδοτική σύνταξη για τους ασφαλισμένους του Δημοσίου ;

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΘΕΜΑ: Αυτοδίκαιες απολύσεις λόγω τριακονταπενταετίας και ορίου ηλικίας και αιτήσεις παραίτησης εκπαιδευτικών

Αθήνα, 1/6/2016. Αριθ. Πρωτ.:Φ.80000/οικ.22102/922

Αθήνα, 14 / 2 / Αριθ. Πρωτ. : Δ.15 / Δ / οικ.9290 / 183. ΠΡΟΣ : ΕΦΚΑ Γραφείο κ. Διοικητή Αγ. Κωνσταντίνου Αθήνα

ΝΔ 4202/1961: Διαδοχική ασφάλιση Βλ. και Ν.4387/2016 άρθρο 19 (28393) Κατά εξουσιοδότηση Εκδοθέντα και Εφαρμοστικά Νομοθετήματα 8

1) ΑΣΦΑΛΙΣΗ µέχρι την 31/12/1982 (ΕΞΑΓΟΡΕΣ Ν. 3863/10 ΟΧΙ-) I. ΑΝΔΡΕΣ, ΓΥΝΑΙΚΕΣ:

ΘΕΜΑ: «Γνωστοποίηση της διάταξης της παραγράφου 13 του άρθρου 39 του ν. 4387/2016»

Ταμείο επαγγελματικής ασφάλισης

Αριθ. Πρωτ. ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ Σ40/17 ΑΡ.: 10

Αριθ. Πρωτ. ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ Σ40/17 ΑΡ.: 10

- 2 - Ν.Π.Δ.Δ. Α. Α.Ν. 3163/55 - Ν.Δ. 4277/62 (Ειδικό συνταξιοδοτικό καθεστώς Ι.Κ.Α.) 1. Διορισθέντες μέχρι

Το προσωπικό που πληροί τις προϋποθέσεις της παρ. 1 του άρθρου 4 του Ν. 3654/2008 αποχωρεί από την υπηρεσία την

ιατάξεις της παρ. 3 & 4 του άρθρου 18 του Ν.3522/2006

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα, 22/12/2017 Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΒΑΣΙΚΕΣ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΣΥΝΤΑΞΙΟ ΟΤΗΣΗΣ

Taxlive - Επιμόρφωση Λογιστών Λογιστικά Προγράμματα & Υπηρεσίες Λογιστικής Ενημέρωσης

ΘΕΜΑ: Kοινοποίηση διατάξεων του άρθρου 19 του ν. 4611/2019 και παροχή οδηγιών για την εφαρμογή του.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ: 1. Γενική Δ/νση Πληροφορικής Δ/νση Εκμετάλλευσης Τμήμα Παραγωγής και Διακίνησης Αναφορών (Συντάξεις)

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ ΕΠΙ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΝΟΜΟΥ

/ΝΣΗ ΚΥΡΙΑΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ ΚΑΙ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ ( 13) ΤΜΗΜΑ : '

ΘΕΜΑ : Προσθήκη στην Υπουργική Απόφαση 30854/3809/ (3498 Β ) - Ανασχεδιασμός τεχνικής βάσης Εφάπαξ Παροχών ΑΠΟΦΑΣΗ

ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΔΗΜΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ: 91/2005. γ.για τη συµπλήρωση των χρονικών προϋποθέσεων για σύνταξη λόγω

ΘΕΜΑ: << Συγχώνευση Κλάδου Αρωγής του ΤΕΑΕΥΕΕΟ και κατάργηση του Κλάδου Πρόνοιας αυτού >>.

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ: Α. ΑΡΘΡΟ 6

ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ & ΠΡΟΝΟΙΑΣ

1. ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΔΙΑΚΟΠΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ

ΘΕΜΑ : «Δεν υπόκειται σε εισφορές υπέρ ΙΚΑ το ποσό του κινήτρου απόδοσης του άρθρου 13 του Ν. 2470/97»

Ι. ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΚΛΑΔΩΝ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΚΑΙ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ ΤΟΥ ΤΑΚΕ - ΑΝΑΛΗΨΗ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΗΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ

Transcript:

1 ΤΑΜΕΙΟ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ Ισχύουσες Διατάξεις (β.δ. 3/13-7-1936) Άρθρο 1ον Ίδρυσις - Έδρα - Σκοπός 1. Ιδρύεται Ταμείον Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων με έδραν τας Αθήνας. 2. Σκοπός του Ταμείου τούτου είναι η, συμφώνως προς τας επομένας διατάξεις, χορήγησις εφ άπαξ χρηματικού βοηθήματος εις τον εκ της Δημοσίας υπηρεσίας απολυόμενον ή αποχωρούντα ησφαλισμένον, ή εν περιπτώσει θανάτου τούτου εις τα μέλη της οικογενείας του. 3. Εν τοις επομένοις άρθροις ο όρος «ΤΑΜΕΙΟΝ» σημαίνει το ΤΑΜΕΙΟΝ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ. Άρθρο 2ον Διοίκησις Ταμείου (Α.Υ. Συντονισμού και Εργασίας 59605/7-6-1967, αδημοσίευτη) 1. Το Ταμείον τούτο αποτελεί Νομικόν Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, υπαγόμενον εις την εποπτείαν και τον έλεγχον του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών και διοικείται υπό Διοικητικού Συμβουλίου απαρτιζομένου εξ εννέα (9) μελών υπό την ακόλουθον σύνθεσιν. α ) Εκ του Προέδρου. β) Εξ ενός (1) ανωτέρου υπαλλήλου λαμβανομένου εξ εκάστου των Υπουργείων: Κοινωνικών Υπηρεσιών, Οικονομικών, Εσωτερικών, Δικαιοσύνης, Παιδείας και Εμπορίου προτάσει του αρμοδίου Υπουργού. γ) Εκ δύο αντιπροσώπων των Δημοσίων Υπαλληλικών Οργανώσεων, υποδεικνυομένων υπό των οικείων συνδικαλιστικών Οργανώσεων. [Όπως η περ. γ αντικ. με Α.Υ. Προεδρίας Κυβερνήσεως & Κοινωνικών Υπηρεσιών Φ21/οικ. 2274/1982 (ΦΕΚ 434 Β /24-6-1982)] Α.Υ. Προεδρίας της Κυβέρνησης & Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων 2006/1986 (ΦΕΚ 943 Β /31-12-1986): «Στις συνεδριάσεις των Διοικητικών Συμβουλίων των Ασφαλιστικών Οργανισμών αρμοδιότητας της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων του Υπουργείου Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μετέχει με δικαίωμα ψήφου και ένας (1) εκπρόσωπος των υπαλλήλων του Οργανισμού όπου ήδη δεν προβλέπεται τέτοια συμμετοχή, όταν συζητούνται θέματα προσωπικού, ή οργάνωσης και λειτουργίας του οικείου οργανισμού». 2. Ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου μετά του αναπληρωτού του εκλέγεται εκ προσώπων εχόντων μίαν των κάτωθι ιδιοτήτων, του Συμβούλου Επικρατείας ή Συμβούλου Ελεγκτικού Συνεδρίου ή Νομικού Συμβούλου του Κράτους ή Παρέδρου των ως άνω Σωμάτων, εν ενεργεία ή εν συντάξει ή Δικηγόρου ή άλλου εγκρίτου Προσώπου ειδικού περί τα θέματα Κοινωνικής Ασφαλίσεως και Κοινωνικής Πολιτικής. 3. Εις περίπτωσιν διορισμού ως αναπληρωτού του Προέδρου, προσώπου έχοντος την ιδιότητα του Συμβούλου Επικρατείας ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου

2 ή Νομικού Συμβούλου του Κράτους ή Παρέδρου των ως άνω Σωμάτων, ούτος προεδρεύει του Συμβουλίου εν ελλείψει, απουσία ή κωλύματι του Προέδρου. 4. Αποκλείεται ο διορισμός ως Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου προσώπου, έχοντος την ιδιότητα του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου ετέρου Οργανισμού Κοινωνικής Ασφαλίσεως ή Πολιτικής, Δημοσίων Διοικητικών Υπαλλήλων ή Υπαλλήλων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου. 5. Άπαντα τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και ο Πρόεδρος αυτού, πλην των λόγω θέσεως τοιούτων, διορίζονται μετ' ισαρίθμων αναπληρωτών δι αποφάσεως του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών δημοσιευομένης εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως επί τριετή θητεία αρχομένη από της εκδόσεως, της περί συγκροτήσεως τούτου αποφάσεως. 6. Τα εις αντικατάστασιν οπωσδήποτε αποχωρούντων διοριζόμενα μέλη, διορίζονται δια τον υπόλοιπον χρόνον της θητείας των αποχωρούντων μελών. 7. Εν περιπτώσει λήξεως της θητείας των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, αύτη παρατείνεται αυτοδικαίως μέχρι του διορισμού των νέων μελών, ουχί όμως, πάντως πέραν του τριμήνου από της λήξεώς της. 8. Το Διοικητικόν Συμβούλιον εκλέγει κατά την πρώτην αυτού συνεδρίασιν μεταξύ των μελών αυτού έναν Αντιπρόεδρον δια μυστικής ψηφοφορίας των παρόντων μελών αυτού. Ούτος διατηρεί το αξίωμα αυτού εφ όσον διατηρεί την ιδιότητα του μέλους. 9. Το Διοικητικό Συμβούλιο ευρίσκεται εν απαρτία παρόντος του ημίσεος του αριθμού των μελών αυτού, εν οις ο Πρόεδρος ή ο Προεδρεύων, πλέον ενός και λαμβάνει αποφάσεις δια της απολύτου πλειοψηφίας των παρόντων μελών αυτού. 10. Εις τας συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου και Επιτροπών παρίσταται άνευ ψήφου Κυβερνητικός Επίτροπος. Ο Κυβερνητικός Επίτροπος δικαιούται να λαμβάνει τον λόγον επί παντός θέματος, να υποβάλη προτάσεις και να ζητή εντός 48 ωρών από της λήψεώς της, την αναστολήν εκτελέσεως πάσης αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου ή των κατωτέρω Επιτροπών, ην ήθελε κρίνει ως αντικειμένην προς τας διατάξεις κειμένων Νόμων, Διαταγμάτων και Υπουργικών αποφάσεων των διεπουσών την λειτουργίαν του Ταμείου. Επί διαφωνίας του Κ. Επιτρόπου προς απόφασιν Επιτροπής, αποφαίνεται κατά πρώτον βαθμόν το Διοικητικόν Συμβούλιον του Ταμείου, του Επιτρόπου δυναμένουνα επιμείνη επί της διαφωνίας του, εφ όσον το Διοικητικόν Συμβούλιον ήθελε συμφωνήσει προς την απόφασιν της Επιτροπής. Αι αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου, ων εζητήθη η αναστολή εκτελέσεως παρά του Κ. Επιτρόπου δεν εκτελούνται μέχρις ου, επί τη αιτήσει του Δ.Σ., υποβαλλομένη υπό του Προέδρου τούτου ή του Κ. Επιτρόπου άρη την διαφωνίαν, απόφασις του Υπουργού Κοιν. Υπηρεσιών, ήτις είναι υποχρεωτική δια το Ταμείον. Εις περίπτωσιν καθ ην, ο Υπουργός Κοιν. Υπηρεσιών, δεν ήθελε κοινοποιήσει εις το Ταμείον την επί της διαφωνίας απόφασίν του εντός 15 ημερών από της λήψεως της σχετικής αιτήσεως του Κ. Επιτρόπου ή του Διοικητικού Συμβουλίου, τούτο δύναται να αποφασίση την εκτέλεσιν, της εφ ης η διαφωνία αποφάσεως. Ο Κυβ. Επίτροπος δύναται ν αναστέλη εφ άπαξ μέχρι της επομένης συνεδριάσεως και την εκτέλεσιν οιασδήποτε αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου, δι ην ήθελε διατυπώσει ητιολογημένας επιφυλάξεις

3 αναφερομένας εις ουσιώδη συμφέροντα του Ταμείου ή εις γενικότερα Κρατικά συμφέροντα. Εν τη περιπτώσει ταύτη, το Διοικ. Συμβούλιο του Ταμείου δύναται εις επομένην αυτού συνεδρίασιν δια της πλειοψηφίας των δύο τρίτων τουλάχιστον του συνόλου των μελών του, να διατάξη την εκτέλεσιν της ανασταλείσης αποφάσεως και διαφωνούντος του Κ. Επιτρόπου. Ο Κυβ. Επίτροπος δύναται ν αναστέλη δια τους αυτούς λόγους και αποφάσεις των Επιτροπών, της διαφωνίας επιλυομένης εν τη περιπτώσει ταύτη υπό του Δ.Σ. του Ταμείου, όπερ δύναται δια της πλειοψηφίας των δύο τρίτων (2/3), τουλάχιστον του συνόλου των μελών του, να διατάζη την εκτέλεσιν της αποφάσεως και διαφωνούντος του Κυβ. Επιτρόπου. Ο Κυβ. Επίτροπος και ο αναπληρωτής αυτού διορίζονται δια πράξεως του Υπουργού Κοιν. Υπηρεσιών εκ των παρά τω Υπουργείω Κοιν. Υπηρεσιών υπηρετούντων επί βαθμώ Διευθυντού α Τάξεως και άνω υπαλλήλων αυτού, καλείται δε πάντοτε επί ποινή ακυρότητος της συνεδριάσεως, εις πάσας τας συνεδριάσεις του Δ.Σ., και των παρά τω Ταμείω λειτουργούντων Συμβουλίων και Επιτροπών. Η θητεία του ούτω διοριζομένου Κυβερνητικού Επιτρόπου και του αναπληρούντος είναι η αυτή, με την, των μελών του Διοικ. Συμβουλίου. Η απόφαση του Υπουργού Εργασίας με την οποία αίρεται η διαφωνία μεταξύ του Δ.Σ. του ΤΣΜΕΔΕ και της κυβερνητικής επιτρόπου, προσβάλλεται με προσφυγή στο διοικητικό πρωτοδικείο. ΣτΕ 1918/03 ΔιΔικ 17/609. 11. Το Δ.Σ. συνεδριάζει τακτικώς μεν τετράκις του μηνός, εκτάκτως δε οσάκις παραστή ανάγκη, θεωρείται δε εν απαρτία, παρόντων του 1/2 του αριθμού των μελών αυτού, εν οις ο Πρόεδρος ή ο Προεδρεύων, πλέον ενός και λαμβάνει αποφάσεις δια της απόλυτης πλειοψηφίας των παρόντων μελών αυτού. 12. Καθήκοντα Γραμματέως του Δ.Σ. εκτελεί είς των υπαλλήλων του Ταμείου, οριζόμενος εκάστοτε υπό του Δ. Συμβουλίου. 13. Εις τας συνεδριάσεις του Δ.Σ. παρίσταται ο Διευθυντής του Ταμείου, εισάγων τας διαφόρους υποθέσεις άνευ ψήφου. 14. Το Δ.Σ. δύναται εκάστοτε να εκλέγη δια ψηφοφορίας Επιτροπήν, εις ην εκχωρεί δι αποφάσεώς του μέρος των δικαιωμάτων αυτού. Επίσης δι αποφάσεώς του, δύναται να εκχωρή μέρος των δικαιωμάτων του, εις τον Πρόεδρον του Ταμείου. 15. Εις τα μέλη του Δ.Σ. δύναται ν ανατίθεται υπό του Προέδρου εισήγησις διαφόρων υποθέσεων ως και η υπογραφή ορισμένων εγγράφων. 16. Εις έκαστον των μελών του Δ.Σ. και εις τον Εισηγητήν παρέχεται δι έξοδα κινήσεως εις βάρος του Ταμείου αποζημίωσις δι εκάστην παρουσίαν εν τακτική ή εκτάκτω συνεδριάσει. Αι συνεδριάσεις, όμως, δι ας θα παρέχηται η ως άνω αποζημίωσις δεν δύναται να υπερβώσι τας τέσσαρας μηνιαίως. 17. Εις τον Πρόεδρον του Δ.Σ. ή εις τον εκτελούντα τα καθήκοντα του Προέδρου, Αντιπροέδρον, καταβάλλεται επί πλέον των ως άνω κατά συνεδρίασιν αποζημιώσεων και πρόσθετος αποζημίωσις. 18. Αι κατά τας ανωτέρω παραγράφους αποζημιώσεις καθορίζονται εκάστοτε δια κοινών αποφάσεων των Υπουργών Οικονομικών και Κοιν. Υπηρεσιών. 19. Το Δ. Συμβούλιον διοικεί το Ταμείον και διαχειρίζεται την περιουσίαν του και ειδικώτερον αποφασίζει δια την τοποθέτησιν των Κεφαλαίων, την εκποίησιν, υποθήκευσιν, ενεχειρίασιν των περιουσιακών στοιχείων του

4 Ταμείου, συμβιβάζεται και παραιτείται από δικαστικού αγώνος, εγκρίνει τον Προϋπολογισμόν, Ισολογισμόν και Απολογισμόν, αποφασίζει δια την απονομήν των ασφαλιστικών παροχών*, εγκρίνει πάσαν δαπάνην αφορώσαν το Ταμείον, ως και τη σύναψιν και την χορήγησιν των πάσης φύσεως δανείων, λαμβάνει και υποδεικνύει μέτρα προς βελτίωσιν και αρτιωτέραν εκπλήρωσιν των σκοπών του Ταμείου και αποφασίζει εν γένει ελευθέρως επί παντός ζητήματος αφορώντος το Ταμείον, δεσμευόμενον μόνον όπου εκ διατάξεως Νόμου ή Β. Δ/τος ή Υπουργικής αποφάσεως προβλέπεται τοιαύτη δέσμευσις. [*Βλ. όμως ήδη άρθ. 1 1 ν. 861/1979] Ειδικώς αι δαπάναι δια προμηθείας και εργασίας εν γένει ως και αι μισθώσεις και αι εκμισθώσεις αποφασίζονται: α) άνευ διαγωνισμού εάν το ποσόν προκειμένου περί δαπανών δέν υπερβαίνει τας 15.000 δραχμάς και προκειμένου περί μισθώσεων και εκμισθώσεων εάν το ετήσιον μίσθωμα δεν υπερβαίνει τας 30.000 δραχμάς, β) δια προχείρου διαγωνισμού, εάν το ποσόν των δαπανών υπερβαίνει τας 15.000 δρχ., αλλ ουχί τας 50.000 δρχ., ως και εάν το ετήσιον μίσθωμα υπερβαίνει τας 30.000 δρχ., αλλ ουχί τας 100.000 δρχ., και γ) δια τακτικού Δημοσίου διαγωνισμού, εάν το ποσόν, των δραχμών υπερβαίνει τας 50.000 δρχ., ως και εάν το ετήσιον μίσθωμα υπερβαίνει τας 100.000 δρχ. Ο διαγωνισμός δύναται και εις τας δύο ως άνω περιπτώσεις να παραλειφθή εάν τούτο επιβάλλεται από επείγουσαν ανάγκην ή δι άλλους σοβαρούς λόγους. Προς τούτο, όμως, απαιτείται η έκδοσις ητιολογημένης αποφάσεως του Δ.Σ. δικαιολογούσης την παράλειψιν. Το Ταμείον δεν δεσμεύεται έναντι τρίτων και δεν αναλαμβάνει ουδεμίαν υποχρέωσιν έναντι οιουδήποτε άνευ αποφάσεως του Δ.Σ. καταχωρουμένης εις τα πρακτικά των συνεδριάσεών του. Άπασαι αι αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου, αι αφορώσαι την Διοίκησιν και την διαχείρησιν, εισίν υποχρεωτικαί δια τον Υπουργόν και εκτελούνται εντός μηνός από της εις αυτόν υποβολής των. Κατά γενική αρχή η οποία διέπει τα της συνθέσεως των συλλογικών οργάνων, κατά τη συζήτηση και ψηφοφορία για τη λήψη αποφάσεως του συλλογικού οργάνου, δεν επιτρέπεται να παρίστανται πρόσωπα μη μετέχοντα στη νόμιμη συγκρότησή του, διότι διαφορετικά επέρχεται ακυρότητα της απόφασης (ΣτΕ 4176/98 ΔιΔικ 12/647). Άρθρο 3ον Πόροι 1. Πόροι του Ταμείου είναι: α) ετήσια εισφορά του Κράτους, αναγραφομένη εν κρατικώ προϋπολογισμώ, β) μηνιαίοι εισφοραί των εις αυτό ησφαλισμένων καθοριζόμεναι δια μεν τους λαμβάνοντας μηνιαίας αποδοχάς (βασικός μισθός μετά επιδόματος ευδοκίμου υπηρεσίας και εξαντλήσεως της ιεραρχίας, δώρα εορτών και επιδόματα αδείας), ως και παντός ετέρου τοιούτου υπαχθησομένου εις την υπέρ του Ταμείου εισφοράν μέχρι και δρχ. 800, εις 2% επί των αποδοχών, δια δε τους λοιπούς εις 4%, γ) αι προς αυτό τυχόν δωρεαί και κληροδοτήματα και πάν προερχόμενον εκ της διαχειρίσεως της περιουσίας του. 2. Προς εξεύρεσιν του μηνιαίου βασικού μισθού του ησφαλισμένου δεν λαμβάνονται υπόψιν αι τυχόν κεχορηγημέναι αυτώ προσαυξήσεις, λόγω

5 πολυετούς υπηρεσίας ή παραμονής εν τω αυτώ βαθμώ ή τα τυχόν παρεχόμενα αυτώ επιδόματα πόλεων, ενοικίου ή άλλης φύσεως. 3. Δια τους μήνας καθ ους ήθελον επέλθει αυξομειώσεις εις τον μηνιαίον βασικόν μισθόν του ησφαλισμένου, συνεπαγόμεναι και μεταβολάς της μισθολογικής του κατατάξεως, ενεργείται αύτη βάσει του κατά τας περισσοτέρας ημέρας εκάστου των υπ όψει μηνών καταβληθέντος τω ησφαλισμένω μηνιαίου μισθού. 4. Ησφαλισμένοι τεθέντες ή τιθέμενοι εις διαθεσιμότητα ή άλλην κατάστασιν, μη συνεπαγομένην την λύσιν της υπαλληλικής σχέσεως, υπόκεινται εις εισφοράν εφ ολοκλήρου του πριν τεθούν εις διαθεσιμότητα ή άλλην κατάστασιν βασικού μισθού των, ανεξαρτήτως της μειώσεως ή και της παντελούς στερήσεως των αποδοχών των, ο δε τρόπος εισπράξεως παρά του Ταμείου των ούτως οφειλομένων εισφορών καθορίζεται εκάστοτε δι αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου αυτού. 5. Τα ποσά των μηνιαίων εισφορών των ησφαλισμένων αναγράφονται εις τας μισθολογικάς καταστάσεις ή εντάλματα μισθών υπό των επιμελουμένων την κατάρτισιν αυτών υπηρεσιών και παρακρατούνται υπό των ενεργούντων τας πληρωμάς των υπαλληλικών μισθών, αποδίδονται δε εις το Ταμείον κατά τους ορισμούς διατάγματος προκαλουμένου παρά των Υπουργών των Οικονομικών και της Εθνικής Οικονομίας. 6. Αι εισφοραί ενεργούνται και επί των οπωσδήποτε χορηγουμένων παρά του Δημοσίου Ταμείου βοηθημάτων ή αποδοχών εις εξερχομένους της υπηρεσίας ησφαλισμένους ή εν περιπτώσει θανάτου τούτων, εις τα μέλη της οικογενείας των. 7. Αι προς το Ταμείον οφειλαί των ησφαλισμένων ή ετέρων προσώπων, τα εκ της διαχειρίσεως της περιουσίας του έσοδα βεβαιούνται και εισπράττονται κατά τας περί εισπράξεως Δημοσίων εσόδων διατάξεις, το δε Διοικητικόν Συμβούλιον του Ταμείου δύναται να καταλογίζη τόκον 7% δια τον χρόνον καθυστερήσεως των οφειλομένων. [Άρθρον μόνον β.δ. 33/1971: «Η βεβαίωσις και η είσπραξις των εσόδων του Ταμείου Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων ανατίθεται εις τα Δημόσια Ταμεία»] 8. Πάσα οφειλή ησφαλισμένου προς το Ταμείον συμψηφίζεται αποφάσει του Δ.Σ. κατά την προς αυτόν καταβολήν των παροχών. [Άρθ. 37 1 ν. 2084/1992: «Η συνολική εισφορά ασφάλισης για εφάπαξ βοήθημα σε φορείς ασφάλισης πρόνοιας ορίζεται σε ποσοστό 4% και βαρύνει αποκλειστικά τους ασφαλισμένους» Σημ. το άρθ. 37 1 ν. 2084/1992 αφορά τους ασφαλιζόμενους από 1-1-1993 (άρθ. 43 ν. 2084/1992)]. [Για τον υπολογισμό της εισφοράς βλ. άρθ. 9 ν. 2512/1997, υπ άρθ. 10 του Καταστατικού] 9. Τακτικές εισφορές του Ταμείου, οι οποίες δεν παρακρατήθηκαν και δεν καταβλήθηκαν εμπροθέσμως για οποιονδήποτε λόγο υπολογίζονται επί του μηνιαίου μισθού που λαμβάνει ο ασφαλισμένος κατά το μήνα που γίνεται η σχετική απόδοση των εισφορών. Υπόχρεος σε καταβολή των οφειλομένων είναι ο ασφαλισμένος. Ο τρόπος και η προθεσμία εξόφλησης της οφειλής από τακτικές εισφορές καθορίζεται με τις εκάστοτε ισχύουσες, περί αναγνωρίσεως προϋπηρεσίας, διατάξεις της νομοθεσίας του Ταμείου. 10. Τακτικές εισφορές υπέρ του Ταμείου, οι οποίες παρακρατήθηκαν κανονικά από τις αποδοχές του υπαλλήλου και δεν αποδόθηκαν εντός του επόμενου από την παρακράτηση μήνα, επιβαρύνονται με πρόσθετο τέλος

6 εκπρόθεσμης καταβολής, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 56 του ν. 2676/1999, όπως αυτά ισχύει κάθε φορά, το οποίο βαρύνει τον υπόχρεο σε απόδοση εργοδότη Δημόσιο ή Ν.Π.Δ.Δ. Με το άρθ. 56 2 ν. 2676/1999 αντικαταστάθηκε το άρθ. 27 1 α.ν. 1846/1951. Η 1 του άρθ. 27 α.ν. 1846/1951 αντικαταστάθηκε ήδη με το άρθ. 9 6 ν. 3232/2004 και έχει ως εξής: «1. Ασφαλιστικές εισφορές υπέρ του Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ., οι οποίες δεν καταβάλλονται εμπροθέσμως, επιβαρύνονται με πρόσθετο τέλος από την επόμενη ημέρα εκείνης κατά την οποία έληξε η κατά νόμο προθεσμία καταβολής τους. Ως ασφαλιστικές εισφορές νοούνται και οι εισφορές υπέρ του Ειδικού Λογαριασμού Δώρων Εργατοτεχνιτών Οικοδόμων (Ε.Λ.Δ.Ε.Ο.), καθώς και οι εισφορές που συνεισπράττονται από το Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. Κάθε φορά που εισπράττονται απαιτήσεις από τις παραπάνω αιτίες, συνεισπράττεται υποχρεωτικά και η προσαύξηση λόγω εκπρόθεσμης καταβολής που αναλογεί στο καταβαλλόμενο ποσό. Το ποσοστό του πρόσθετου τέλους ορίζεται σε 3% για τον πρώτο μήνα καθυστέρησης και 1% για κάθε επόμενο μήνα και μέχρι 120% συνολικά. Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής, ως μήνας θεωρείται ο ημερολογιακός μήνας. Με απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων μπορεί να καθορίζονται τα ποσοστά πρόσθετων τελών, καθώς και το ανώτατο όριο αυτών». Σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθ. 9 ν. 3232/2004: «Στις διατάξεις της παραγράφου αυτής [εννοείται της 1 του άρθ. 27 α.ν. 1846/1951 όπως αντικαθίσταται] υπάγονται όλες οι οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές, ανεξάρτητα από τις μισθολογικές περιόδους στις οποίες ανάγονται». Με το άρθ. 56 3 ν. 2676/1999 αντικαταστάθηκε το άρθ. 21 8 ν. 1976/1991 ως εξής: «Τα ποσοστά πρόσθετου τέλους λόγω εκπρόθεσμης καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών, που προβλέπονται από τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 27 του α.ν. 1846/1951. όπως ισχύουν κάθε φορά, εφαρμόζονται αναλόγως για όλους τους Ασφαλιστικούς Οργανισμούς, αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Από την ισχύ του παρόντος οι καταστατικές διατάξεις των προαναφερόμενων Ασφαλιστικών Οργανισμών ή άλλες γενικές διατάξεις, που ρυθμίζουν διαφορετικά την επιβολή κυρώσεων, λόγω εκπρόθεσμης καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών, καταργούνται». 11. Η παράγραφος 9 εφαρμόζεται και σε περίπτωση λήψης αναδρομικών αποδοχών από τον υπάλληλο, σε εκτέλεση δικαστικής απόφασης. [Οι 9-11 προστέθηκαν με άρθ. 57 8 ν. 3518/2006] Άρθρον 4 Ησφαλισμένοι (άρθ. 1 β.δ. 48/1971) 1. α. Ασφαλίζονται υποχρεωτικώς παρά τω Ταμείω πάντες οι Δημόσιοι Πολιτικοί Υπάλληλοι (τακτικοί, μόνιμοι, δόκιμοι, έκτακτοι και επί θητεία), οι εκ του Δημοσίου Ταμείου και εις βάρος αυτού μισθοδοτούμενοι επί μηνιαίω μισθώ πλην: α) των μελών του Υπουργικού Συμβουλίου, Υφυπουργών και Γενικών Διοικητών, Γενικών γραμματέων υπουργείων, αυτοτελών δημοσίων υπηρεσιών, οργανισμών, περιφερειών του Ν. 1622/1986, ειδικών γραμματέων υπουργείων, νομαρχών και επάρχων, διορισθέντων και διοριζομένων μετά την έναρξη ισχύος του Ν. 1235/1982. Καταλογισμοί γενόμενοι προ της ενάρξεως ισχύος της παρούσας διαταξης, από οποιαδήποτε Αρχή, δεν εκτελούνται, όσα ποσά έχουν βεβαιωθεί ως εισπρακτέα εισφορά υπέρ του Ταμείου Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων διαγράφονται, τυχόν δε καταβληθέντα επιστρέφονται ατόκως ως αχρεωστήτως καταβληθέντα και

7 β) των μη μισθοδοτουμένων δια μηνιαίου μισθού. [Τα γραμμένα με πλάγια γράμματα προστέθηκαν με την 1 της 9059/9/11.2.1988 Α.Υ. Εσωτερικών και Υγείας, Πρόνοιας και Κοιν. Ασφαλίσεων] Κατ εξαίρεσιν οι ημερομίσθιοι ως και οι επί συμβάσει υπάλληλοι του Δημοσίου ή Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου ή Οργανισμών, ων το προσωπικόν υπάγεται εις την ασφάλισιν του Ταμείου, μονιμοποιούμενοι θεωρούνται και καθίστανται ησφαλισμένοι αφ ης προσελήφθησαν ή αφ ης κατηρτίσθη η σύμβασις, υποχρεούμενοι εις αναγνώρισιν της υπό την ανωτέρω ιδιότητα παρασχεθείσης προϋπηρεσίας των και εξαγοράν αυτής κατά τας διατάξεις του Οργανισμού του Ταμείου. [Όπως το εδάφ. α τροποπ. με άρθ. 1 π.δ. 666/1978] β. Έκτακτοι υπάλληλοι ησφαλισμένοι του Ταμείου μέχρι της 21-4-1969, ων η σύμβασις εργασίας βάσει του Ν.Δ. 169/1969 μετετράπη από Δημοσίου Δικαίου εις τοιαύτην Ιδιωτικού Δικαίου, λόγω της μη μονιμοποιήσεώς των, εξακολουθούν να είναι ησφαλισμένοι υπό τους αυτούς ως μέχρι τούδε όρους και προϋποθέσεις επί καταβολή των κατά μήνα εισφορών μέχρι της εξόδου των εκ της υπηρεσίας. [Το εδάφ. β προστέθηκε με άρθ. 1 β.δ. 309/1972 και διατηρήθηκε με άρθ. 1 π.δ. 670/1976] γ. Καθαρισταί ή καθαρίστριαι ησφαλισμένοι παρά τω Ταμείω, ων η σύμβασις εργασίας μετετράπη από δημοσίου δικαίου εις τοιαύτην ιδιωτικού δικαίου αορίστου διαρκείας, δυνάμει των διατάξεων του Ν.Δ. 169/1969, δύνανται να συνεχίσουν την παρ αυτώ ασφάλισίν των υπό τας αυτάς προϋποθέσεις, ανεξαρτήτως της γενομένης συμφώνως προς τας διατάξεις της υπ αριθ. 25356/2914/7-6-1973 (ΦΕΚ 689/1973) κοινής αποφάσεως των Υπουργών παρά τω Πρωθυπουργώ, Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, μεταβολής του τρόπου αμοιβής των. Δια τον υπολογισμόν των προς το Ταμείον εισφορών, η καθ εκάστην ημέραν ωρομίσθιος εργασία των και αμοιβή των ανάγεται εις ημερομίσθιον και τούτο εν συνεχεία εις μηνιαίον μισθόν. [Το εδάφ. γ τίθεται με το άρθ. 1 π.δ. 670/1976] 2. Ασφαλίζονται υποχρεωτικώς παρά τω Ταμείω και οι απαρτίζοντες το προσωπικόν της Βουλής, της Αστυνομίας Πόλεων, ως και οι εκ των μεταταγέντων εκ της πρώην Τ.Τ.Τ. υπηρεσίας εις τον Οργανισμόν Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος ορισθέντες ονομαστικώς εις τας κατά τας διατάξεις του άρθρου 8 του Νόμου 2045/1952 εκδοθείσας υπ αριθ. 2881/6-8-1952 και 2110/29-5-1953 αποφάσεις του Υπουργού Συγκοινωνιών (παράρτημα ΦΕΚ 108/23-9-1952 και 55/30-5-1953), ως και οι δι ειδικών διατάξεων υπαγόμενοι εις την ασφάλισιν του Ταμείου. [Η 2 τίθεται με το άρθ. 1 β.δ. 48/1971 Η 3 που είχε τεθεί με το άρθ. 1 β.δ. 48/1971, καταργήθηκε με το άρθ. 1 2 π.δ. 666/1978 και η 4 έλαβε το αριθμό 3] 3. Συνταξιούχοι στρατιωτικοί, διορισθέντες ή διοριζόμενοι εις δημοσίας θέσεις, δύνανται τη αιτήσει των, να απαλλάσσονται των υπέρ του Ταμείου Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων κρατήσεων επί του μισθού αυτών. Αι ενεργηθείσαι μέχρι τούδε (5 Δεκεμβρίου 1967) από 1 Μαΐου 1967 τοιαύται κρατήσεις επιστρέφονται εις τους καταβαλλόντας τη αιτήσει των. [Άρθ. 1 β.δ. 172/1969: «Από της ισχύος του παρόντος Διατάγματος άπαν το τελούν εν ενεργεία κατά την δημοσίευσιν αυτού ή εφ εξής διοριζόμενον διδακτικόν προσωπικόν των εν τω Κράτει λειτουργούντων Σχολείων, των ανεγνωρισμένων ή

8 αναγνωριζομένων ως ισοτίμων προς τα Δημόσια, υπάγεται αυτοδικαίως εις την υποχρεωτικήν ασφάλισιν του Ταμείου Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων». Άρθ. 19 ν. 1539/1985: «1. Οι επί συμβάσει αορίστου ή ορισμένου χρόνου υπάλληλοι του προβλέπει το άρθρο 1 του Ν.Δ. 874/1971, οι οποίοι μισθοδοτούνται από το Δημόσιο Ταμείο ή άλλους ειδικούς πόρους, υπάγονται υποχρεωτικά στην ασφάλιση του Ταμείου Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων...με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις που υπάγονται και οι μόνιμοι υπάλληλοι της υπηρεσίας στην οποία υπηρετούν, εφόσον δεν υπάγονται στην ασφάλιση άλλου ταμείου προνοίας...για την απασχόληση αυτή. 2. Ο χρόνος υπηρεσίας τους, προ της υπαγωγής στην ασφάλιση, αναγνωρίζεται και εξαγοράζεται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν σε κάθε ταμείο. 3. Για τον υπολογισμό των εισφορών και παροχών των υπαλλήλων αυτών, ως τακτικές αποδοχές θα λαμβάνονται υπόψη, μόνο ο βασικός μισθός και το επίδομα χρόνου υπηρεσίας που καταβάλλονται στον υπάλληλο, όπως αυτές καθορίζονται από γενικές αποφάσεις ή συλλογικές συμβάσεις κάθε κατηγορίας υπαλλήλων, συμπεριλαμβανομένης και της ΑΤΑ». Άρθ. 58 1 π.δ. 166/2000: «Ο χρόνος υπηρεσίας των συνταξιούχων του δημοσίου γενικά που υπηρετούν ή προσλαμβάνονται σε θέσεις του δημόσιου τομέα, που ορίζεται στην παρ. 6 του άρθρου 1 του Ν.1256/1982 και λαμβάνουν σύνταξη και αποδοχές συγχρόνως, δεν αναγνωρίζεται ως συντάξιμος ούτε από το δημόσιο ούτε και από άλλους ασφαλιστικούς φορείς. Η προηγούμενη διάταξη, δεν ισχύει όταν η σύνταξη, είναι προσωπική ή πολεμική ή γενικά στρατιωτική παθόντος στην υπηρεσία και εξαιτίας της υπηρεσίας ή εξομοιώνεται με πολεμική»] Άρθρον 5 Προϋποθέσεις χορηγήσεως βοηθήματος εις ησφαλισμένους δικαιουμένους συντάξεως 1. Δικαίωμα λήψεως εφ άπαξ βοηθήματος εκ του Ταμείου Προνοίας Δημ. Υπαλλήλων έχουν οι παρ αυτώ ησφαλισμένοι υπό τινα των εν άρθρω 4 παρ. 1 του Οργανισμού ιδιοτήτων και προϋποθέσεων, οι δικαιωθέντες συντάξεως εκ του Δημ. Ταμείου, εφ όσον συνεπλήρωσαν χρόνον ασφαλίσεως: α) εις την περίπτωσιν της απολύσεως λόγω σωματικής ή διανοητικής ανικανότητος εν υπηρεσία και ένεκα ταύτης πεντήκοντα ( 50 ) μηνών, β) εις την περίπτωσιν απολύσεως λόγω σωματικής ή διανοητικής ανικανότητος εν υπηρεσία ουχί όμως ένεκα ταύτης εκατόν ( 100 ) μηνών, γ) εις τας περιπτώσεις απολύσεως λόγω καταργήσεως θέσεως, ή λόγω ορίου ηλικίας και παραιτήσεως κατόπιν υποβιβασμού, εκατόν είκοσι ( 120 ) μηνών και δ) εις τας λοιπάς περιπτώσεις εξόδου εκ της υπηρεσίας εκατόν πεντήκοντα (150) μηνών. [Όπως η 1 τροποπ. με άρθ. 2 π.δ. 666/1978] 2. Προκειμένου περί χορηγήσεως εφ άπαξ βοηθήματος εκ του Ταμείου εις τους παρ αυτώ ησφαλισμένους υπαλλήλους του ΕΛΤΑ, την προϋπόθεσιν συνταξιοδοτήσεως εκ του Δημοσίου αντικαθιστά η συνταξιοδότησις εκ του Ταμείου Ασφαλίσεως Προσωπικού Οργανισμού Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος (ΤΑΠΟΤΕ ). Αι διατάξεις της παρούσης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως και εις περίπτωσιν εφαρμογής των άρθρων 6 και 7 του παρόντος Οργανισμού. [Η 2 προστέθηκε με το π.δ. 117/1974] Άρθ. 38 1 εδάφ. α και άρθ. 56 1 εδάφ. α ν. 2084/1992: «Στον ασφαλισμένο σε κάθε φορέα ασφάλισης πρόνοιας απονέμεται εφάπαξ βοήθημα, εφόσον έτυχε κύριας

9 σύνταξης λόγω γήρατος ή οριστικής αναπηρίας από οποιονδήποτε φορέα και πληροί τις λοιπές προϋποθέσεις του οικείου ταμείου». 1. Από το άρθ. 5 1 προκύπτει ότι προκειμένου να χορηγήσει το Τ.Π.Δ.Υ. εφ άπαξ βοήθημα σε ασφαλισμένους που έχουν δικαίωμα να λάβουν σύνταξη από το Δημόσιο Ταμείο, απαιτείται αυτοί να έχουν λάβει τη σύνταξη που δικαιούνται από το Δημόσιο Ταμείο μετά από πράξη του αρμοδίου κατά το νόμο οργάνου για τον κανονισμό της συντάξεως αυτής, καθώς και να έχουν συμπληρώσει τον απαιτούμενο ελάχιστο χρόνο ασφαλίσεως στο Τ.Π.Δ.Υ. Τα αρμόδια για την απονομή εφάπαξ όργανα του ΤΠΔΥ δεσμεύονται από την πράξη κανονισμού συντάξεως, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή δεν έχει ανακληθεί, ως προς τον βεβαιούμενο σ αυτή χρόνο υπηρεσίας, τη φύση της υπηρεσίας αυτής, το ύψος των αποδοχών και τον τερματισμό του χρόνου της συντάξιμης υπηρεσίας και συνεπώς δεν μπορούν ως προς τα θέματα αυτά να ελέγξουν τη νομιμότητα της πράξεως κανονισμού συντάξεως. Η περαιτέρω όμως κρίση, αν η υπηρεσία που βεβαιώνεται από την πράξη αυτή του κανονισμού της συντάξεως, πρέπει να αναγνωρισθεί ως χρόνος ασφάλισης στο ΤΠΔΥ, γίνεται κατ αποκλειστική εφαρμογή της διεπούσης του Ταμείο αυτό νομοθεσίας (ΣτΕ 3341/95 [7μ] ΕΔΚΑ 39/95). 2. Ναι μεν κατά γενική αρχή του ασφαλιστικού δικαίου το συνταξιοδοτικό δικαίωμα κρίνεται, εκτός αν υπάρχει αντίθετη διάταξη, με βάση το νομοθετικό καθεστώς που ισχύει κατά το χρόνο θεμελιώσεως του δικαιώματος και υποβολής της σχετικής αιτήσεως, πλην το ζήτημα της υπαγωγής ή μη ορισμένου χρονικού διαστήματος στην ασφάλιση οργανισμού κοινωνικής ασφαλίσεως κρίνεται, κατ αρχήν, με βάση τις διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρονικό αυτό διάστημα (ΣτΕ 2770/99 ΔιΔικ 12/1451). Άρθρον 6 Προϋποθέσεις χορηγήσεως βοηθήματος εις ησφαλισμένους μη δικαιουμένους συντάξεως Δικαίωμα εφ άπαξ βοηθήματος εκ του Ταμείου Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων έχουσι και οι μη δικαιούμενοι συντάξεως εκ του Δημοσίου Ταμείου εφ όσον συνεπλήρωσαν χρόνον ασφαλίσεως α) εις την περίπτωσιν απολύσεως λόγω ορίου ηλικίας ή λόγω σωματικής ή διανοητικής ανικανότητος νομίμως βεβαιωθείσης 120 μηνών, β) εις τας λοιπάς περιπτώσεις απολύσεως, πλην της οφειλομένης εις αποχήν εκ των καθηκόντων και της προκαλουμένης τη αιτήσει του ησφαλισμένου 180 μηνών, και γ) εις την περίπτωσιν εξόδου δια παραιτήσεως ή απολύσεως οφειλομένης εις αποχήν εκ των καθηκόντων ή προκαλουμένης αιτήσεως του ησφαλισμένου 220 μηνών. [Όπως το άρθρο αντικ. με την 56952/15.11.1951 Απόφ. Υπ. Εργασίας. Το άρθρο ίσχυε μέχρι 31-12-1997. Μετά την 1-1-1998 ισχύουν οι διατάξεις των άρθ. 38 1 εδάφ. β για τους ασφαλισμένους από 1-1-1993 και 56 1 εδάφ. β του ν. 2084/1992 για τους ασφαλισμένους μέχρι 31-12-1992] Άρθ. 38 1 εδάφ. β ν. 2084/1992: «Εφάπαξ βοήθημα χορηγείται στους κατά τις διατάξεις κάθε φορέα ασφάλισης πρόνοιας δικαιούχους θανόντος ασφαλισμένου, εφόσον συντρέχουν οι χρονικές προϋποθέσεις συνταξιοδοτήσεως λόγω θανάτου, του φορέα κύριας ασφάλισης στον οποίο ήταν ασφαλισμένος ο θανών». Άρθ. 56 1 εδάφ. β ν. 2084/1992: «Εφάπαξ βοήθημα χορηγείται στους κατά τις διατάξεις κάθε φορέα ασφάλισης πρόνοιας δικαιούχους θανόντος ασφαλισμένου, εφόσον συντρέχουν οι χρονικές προϋποθέσεις συνταξιοδοτήσεως λόγω θανάτου, που ισχύουν στο φορέα κύριας ασφάλισης».

10 Άρθρον 7 Προϋποθέσεις χορηγήσεως βοηθήματος εις οικογενείας θανόντων ησφαλισμένων 1. Δικαίωμα εφ άπαξ βοηθήματος εκ του Ταμείου Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων έχουν: α) τα βάσει συνταξιοδοτικών πράξεων δικαιωθέντα συντάξεως εκ του Δημοσίου Ταμείου πρόσωπα της οικογενείας των εν τη υπηρεσία θνησκόντων ησφαλισμένων, εφ όσον ο αποβιώσας είχε συμπληρώσει κατά την ημέραν του θανάτου του χρόνο ασφαλίσεως εκατόν (100) μηνών και β) τα πρόσωπα της οικογενείας του μετά την συμπλήρωσιν χρόνου ασφαλίσεως εκατόν (100) μηνών αποβιώσαντος ησφαλισμένου, τα οποία δεν δικαιούνται συντάξεως, είτε διότι ο αποβιώσας δεν εκέκτητο την ιδιότητα του τακτικού Δημοσίου Πολιτικού υπαλλήλου, είτε διότι ούτος, είχε μεν την ιδιότητα ταύτην, αλλά δεν είχε συμπληρώσει την προς απονομήν συντάξεως απαιτουμένην συντάξιμον υπηρεσίαν, εφ όσον όμως εις αμφοτέρας τας περιπτώσεις τα πρόσωπα ταύτα περιλαμβάνονται εις τον κύκλον των μελών της οικογενείας, τα οποία θα εδικαιούντο συντάξεως εάν δια τον αποβιώσαντα συνέτρεχον αι νόμιμοι προϋποθέσεις συνταξιοδοτήσεως. [Όπως η 1 τροποπ. με άρθ. 3 π.δ. 666/1978. Η 1 ίσχυε μέχρι 31-12-1997. Από 1-1-1998 ισχύουν οι διατάξεις των άρθ. 38 1 εδάφ. γ για τους ασφαλισμένους από 1-1-1993 και 56 1 εδάφ. γ του ν. 2084/1992 για τους ασφαλισμένους μέχρι 31-12-1992 και από την παραπάνω 1 του άρθ. 7 μόνο αυτά που είναι σημειωμένες με πλάγια γράμματα] Άρθ. 38 1 εδάφ. γ και 56 1 εδάφ. γ ν. 2084/1992 (τα εδάφ. προστέθηκαν με άρθ. 16 5 ν. 2556/1997): «Στην περίπτωση κατά την οποία, σύμφωνα με το παραπάνω εδάφιο, δεν υπάρχουν πρόσωπα που δικαιούνται σύνταξη εξαιτίας του θανάτου του ασφαλισμένου, το εφάπαξ βοήθημα χορηγείται στον επιζώντα σύζυγο και τα τέκνα αυτού ανάλογα με το κληρονομικό τους δικαίωμα». 2. Η κατανομή του βοηθήματος μεταξύ των δικαιουμένων τοιούτων προσώπων της οικογενείας του αποβιώσαντος γίνεται κατά την αναλογίαν του δικαιώματος συντάξεως εκάστου τούτων. Εάν τα τέκνα ή τινα τούτων διατελώσιν υπό την επιτροπείαν άλλου και ουχί του επιζώντος γονέως, δύναται να απαιτηθή παρά του επιτρόπου των η κεχωρισμένη καταβολή της ανηκούσης αυτοίς μερίδος του βοηθήματος. Η προς τούτο όμως αίτησις, δέον να έχει υποβληθεί εις το Ταμείον προ της εκδικάσεως της αιτήσεως, περί απονομής βοηθήματος, άλλως αι μερίδες των ανηλίκων καταβάλλονται εις τον επιζώντα γονέα. 3. Εν περιπτώσει ελλείψεως επιτρόπου ανηλίκων, δύναται το Διοικητικόν Συμβούλιον να καταθέση παρά τη Εθνική Τραπέζη της Ελλάδος και επ ονόματι τούτων την αναλογούσαν αυτοίς μερίδα του βοηθήματος. 4. Εις περίπτωσιν καθ ην οι ησφαλισμένοι ή αι οικογένειαί των μετά την λόγω απολύσεως, παραιτήσεως, θανάτου κλπ. αρχικήν έξοδον εκ της υπηρεσίας, ήθελον αποδείξει εντός ενός έτους από της ημέρας εξόδου, κατά την ισχύουσαν εκάστοτε διαδικασίαν απονομής συντάξεως παθόντων εν υπηρεσία και ένεκα ταύτης, ότι έπαθον εν υπηρεσία και ένεκα ταύτης, διαπιστωθεί δε τούτο δια πράξεως του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εφαρμόζονται δια την απονομήν αυτοίς βοηθήματος αι αφορώσαι την απόλυσιν, λόγω σωματικής ή διανοητικής ανικανότητος εν υπηρεσία και ένεκα ταύτης σχετικαί διατάξεις.

11 [Οι 2-4 ισχύουν και μετά την 1-1-1998] Άρθρον 8 Προϋποθέσεις επιστροφής εισφορών 1. Επιστροφής εισφορών δικαιούνται εκ του Ταμείου : α) οι μη δικαιούμενοι κατά τας άλλας διατάξεις εφ άπαξ βοηθήματος ησφαλισμένοι, εφ όσον εξήλθον της υπηρεσίας μετά την συμπλήρωσιν χρόνου ασφαλίσεως 72 μηνών. [Όπως το εδάφ. α αντικ. με άρθ. 2 1 π.δ. 670/1976] β) Οι μη δικαιούμενοι επίσης εφ άπαξ βοηθήματος ησφαλισμένοι ανεξαρτήτως του χρόνου ασφαλίσεώς των, εφ όσον εξήλθον της υπηρεσίας, λόγω σωματικής ή διανοητικής ανικανότητος εν υπηρεσία και ένεκα ταύτης νομίμως κατά τας εκάστοτε ισχυούσας διατάξεις βεβαιωθείσης και γ) τα πρόσωπα της οικογενείας του ησφαλισμένου ανεξαρτήτως του χρόνου ασφαλίσεώς του, εφ όσον δεν δικαιούνται κατά τας άλλας διατάξεις εφ άπαξ βοηθήματος και περιλαμβάνονται μεταξύ των προσώπων, άτινα θα εδικαιούντο συντάξεως, εάν ο αποβιώσας εκέκτητο την προς τούτο υπηρεσίαν. 2. Αι υπό τας ανωτέρω προϋποθέσεις επιστρεπτέαι εις τους ησφαλισμένους ή τας οικογενείας των εισφοραί καθορίζονται ίσαι προς τα 70/100 του ποσού του βοηθήματος, όπερ βάσει των μηνών ασφαλίσεως και των υπαχθεισών εις την υπέρ του Ταμείου εισφοράν των αποδοχών των, του τελευταίου μηνός της ασφαλίσεώς των θα προέκυπτεν υπέρ αυτών εάν εδικαιούντο τοιούτου. [Όπως το εδάφ. α αντικ. με άρθ. 2 2 π.δ. 670/1976] Η μεταξύ των μελών της οικογενείας του αποβιώσαντος ησφαλισμένου κατανομή και καταβολή των επιστρεπτέων εισφορών ενεργείται, συμφώνως προς τας διατάξεις περί απονομής και καταβολής του εφ άπαξ βοηθήματος. 3. Τα ποσά των εισπραχθεισών εισφορών επιστρέφονται τοις δικαιούχοις ατόκως. 4. Εάν δι οιονδήποτε λόγον εγένοντο εισφοραί επί του μισθού Δημοσίου υπαλλήλου, μη υπαγομένου εις το Ταμείον Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων, δεν γεννά υπέρ αυτού δικαίωμα βοηθήματος, αι δε αχρεωστήτως εισπραχθείσαι εισφοραί επιστρέφονται αυτώ ατόκως δι αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου. [Το άρθρο ίσχυε μέχρι 31-12-1997. Από 1-1-1998 εξακολουθεί να ισχύει η 4 και )αντί για τις 1-3 ισχύουν οι διατάξεις των άρθ. 38 2 για τους ασφαλισμένους από 1-1-1993 και 56 2 του ν. 2084/1992 για τους ασφαλισμένους μέχρι 31-12-1992] Άρθ. 38 2 και 56 2 ν. 2084/1992 (όπως αντικ. με άρθ. 9 2-3 ν. 2335/1995: «Στους μη δικαιούμενους εφάπαξ βοηθήματος κατά την αποχώρηση από την εργασία ή το επάγγελμα για το οποίο ασφαλίστηκαν σε φορέα πρόνοιας για χρόνο ασφάλισης τουλάχιστον τριών (3) ετών ή σε περίπτωση θανάτου αυτών στα πρόσωπα που αναφέρονται στην παρ. 1, εφόσον ο θανών είχε συμπληρώσει τον παραπάνω χρόνο ασφάλισης, μετά από αίτησή τους, η οποία υποβάλλεται οποτεδήποτε, επιστρέφονται οι ατομικές τους εισφορές, εντόκως, από το χρόνο είσπραξής τους με ετήσιο επιτόκιο 8% για κάθε χρόνο. Αύξηση ή μείωση του επιτοκίου γίνεται με απόφαση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων». Φ.7/952/29-7-1999 Απόφ. Υφυπ. Εργασίας και Κοιν. Ασφαλίσεων (ΦΕΚ 1594 Β/10-8-1999): «Το προβλεπόμενο από τις παρ. 2 και 3 του άρθρου 9 του Ν. 2335/95 ετήσιο επιτόκιο για την επιστροφή των εισφορών στους μη δικαιουμένους εφάπαξ βοηθήματος, ορίζεται σε ποσοστό 7%».

12 Φ.307/1077/14-3-2003 Απόφ. Υφυπ. Εργασίας και Κοιν. Ασφαλίσεων (ΦΕΚ 339 Β/20-3-2003): «Το προβλεπόμενο από τις παρ. 2 και 3 του άρθρου 9 του Ν. 2335/95 ετήσιο επιτόκιο επιστροφής εισφορών ορίζεται σε ποσοστό 5% για εισφορές που καταβάλλονται σε φορείς Πρόνοιας, μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης». Φ.80000/οικ.26625/1319/17-11-2006 Απόφ. Υπ. Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας (ΦΕΚ 1772 Β/6-12-2006): «Το επιτόκιο επιστροφής εισφορών, που προβλέπεται από τις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 9 του ν. 2335/1995, υπολογίζεται με βάση το εκάστοτε ποσοστό απόδοσης, που απολαμβάνουν οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης από τη συμμετοχή των αποθεματικών τους στο «ΚΟΙΝΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ», που διαχειρίζεται η Τράπεζα της Ελλάδος, σε εφαρμογή του άρθρου 15 παρ. 11α του ν. 2469/1997 και ισχύει κατά το χρόνο υποβολής της σχετικής αίτησης του υπαλλήλου ή σε περίπτωση θανάτου αυτού των δικαιοδόχων του, στον οικείο φορέα ασφάλισης πρόνοιας. Οι Φ.7/952/29.7.1999 (Β 1594) και Φ.307/1077/14.3.2003 (Β'339) υπουργικές αποφάσεις καταργούνται». Φ.80000/30449/1467/29-12-2006 Εγκύκλιος Υπ. Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας: «Για την εφαρμογή της παραπάνω απόφασης σας διευκρινίζουμε τα ακόλουθα: Οι αποδόσεις από τη διαχείριση του Κοινού Κεφαλαίου καταβάλλονται από την Τράπεζα της Ελλάδος κάθε εξάμηνο. Το Α εξάμηνο αναφέρεται στο χρονικό διάστημα από 16/12 μέχρι 15/6 και το Β εξάμηνο από 16/6 μέχρι 15/12 κάθε έτους. Οι εξαμηνιαίες αυτές αποδόσεις πιστώνονται στους λογαριασμούς των φορέων από 16/6 και 16/12 κάθε έτους και η ενημέρωση γίνεται από την Τράπεζα της Ελλάδος. Κατόπιν αυτού οι αιτήσεις για επιστροφή εισφορών, οι οποίες θα υποβληθούν μετά τη 6-12-2006, ημερομηνία δημοσίευσης της εν λόγω Υπουργικής Απόφασης και μέχρι 15/6/2007, οπότε θα διαμορφωθεί το νέο ποσοστό απόδοσης, θα εξετάζονται με βάση το ποσοστό απόδοσης του Β εξαμήνου 2006, όπως αυτό ισχύει από 16-12-2006 και ανέρχεται σε ποσοστό 3,9322%. Για πληρέστερη πληροφόρηση σε ό,τι αφορά το ποσοστό και το ποσό απόδοσης οι φορείς μπορούν να απευθύνονται στη Διεύθυνση Εργασιών Δημοσίου Τμήμα Διαχείρισης Διαθεσίμων Νομικών Προσώπων της Τράπεζας της Ελλάδος. Μετά την ισχύ της απόφασης αυτής, οι Φ.7/952/29-7-1999(1594 Β ) και Φ.307/1077/14-3-2003(339 Β ) Υπουργικές Αποφάσεις με τις οποίες το ποσοστό του ετήσιου επιτοκίου επιστροφής εισφορών είχε καθοριστεί σε 7% και 5% αντίστοιχα, παύουν να ισχύουν. Επίσης, τα παραπάνω ισχύουν αναλόγως και για το επιτόκιο των μεταφερομένων εισφορών από ν.π.δ.δ. σε ν.π.δ.δ. σύμφωνα με τα όσα ορίζονται από τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 13 του ν. 3050/13-9-2003 (214 Α ). Παρακαλούμε για ενημέρωση και εφαρμογή των ανωτέρω». 1. Εφόσον ο ν. 2084//1992 δεν περιέχει ρητή πρόβλεψη για την αναδρομική εφαρμογή του, δεν μπορεί να εφαρμοσθεί επί σχέσεως εκ κοινωνικής ασφαλίσεως λυθείσης ήδη προ αυτού δι αποκοπής του ασφαλιστικού δεσμού (ΑΠ 627/1972 ΕΔΚΑ ΙΔ 597) (Γνμδ Α. Χρυσανθακόπουλου, Συμβ. ΝΣΚ 3/94). 2. Στους μη δικαιουμένους εφάπαξ βοηθήματος, επιστρέφονται εντόκως οι καταβληθείσες εισφορές στους φορείς ασφάλισης. Δοθέντος δε ότι δεν τάσσεται περιορισμός ως προς τον χρόνο άσκησης του δικαιώματος του ασφαλισμένου για την επιστροφή των εισφορών, έπεται ότι οι τόκοι οφείλονται, εφόσον διαφορετικά δεν ορίζεται στο νόμο, μέχρι της καταβολής στον ασφαλισμένο του επιστρεφόμενου ποσού... Διάφορο είναι το θέμα της παραγραφής των τόκων (Γνμδ Α. Χρυσανθακόπουλου, Συμβ. ΝΣΚ 3/94).

13 3. Κατά γενική αρχή του δικαίου της κοινωνικής ασφαλίσεως, το δικαίωμα για την ασφαλιστική παροχή κρίνεται, εκτός αντίθετης ρητής ρυθμίσεως, σύμφωνα με το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον χρόνο της επελεύσεως της ασφαλιστικής περιπτώσεως (ΣτΕ 4146/1988 ΕΔΚΑ 1989 σελ. 219, 3670/1988 ΔΕΝ 46.374, 1555/1987, 2012/1981 ΕΔΚΑ 1982, 148, 102/1983 ΕΔΚΑ 1983, 283) η δε υποβολή της αιτήσεως του ασφαλισμένου περί απονομής της συγκεκριμένης παροχής, δεν αποτελεί προϋπόθεση της κτήσεως του σχετικού δικαιώματος ούτε συστατικό στοιχείο αυτού αλλά συνιστά απλώς άσκηση κτηθέντος δικαιώματος (ΣτΕ 1528/1987 ΕΔΚΑ 1987, 474, 4337/1985) (Γνμδ Α. Χρυσανθακόπουλου, Συμβ. ΝΣΚ 1/94). 4. Ο ασφαλισμένος που αποχώρησε από την υπηρεσία πριν από την έκδοση του ν. 2084/1992, δεν έχει δικαίωμα να ζητήσει την επιστροφή των ασφαλιστικών εισφορών του βάσει του νέου καθεστώτος του ν. 2084/1992 γιατί ο ασφαλιστικός του δεσμός με το Ταμείο διακόπηκε οριστικά μετά την αποχώρησή του από την υπηρεσία (Γνμδ Α. Χρυσανθακόπουλου, Συμβ. ΝΣΚ 3/94). 5. Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις (άρθ. 56 1-2 ν. 2084/1992) προκύπτει ότι εφάπαξ βοήθημα χορηγείται και στους κατά τις διατάξεις κάθε φορέα ασφάλισης πρόνοιας δικαιούχους του αποθανόντος ασφαλισμένου, εφόσον συντρέχουν οι χρονικές προϋποθέσεις συνταξιοδότησης λόγω θανάτου που ισχύουν στον φορέα κυρίας ασφάλισης και ότι τόσο ο ασφαλισμένος όσο και οι δικαιούχοι θανόντος αυτού, δικαιούνται επιστροφής των καταβληθεισών στους ασφαλιστικούς φορείς εισφορών... Κατά συνέπεια τα δικαιοδόχα πρόσωπα, σύμφωνα με τις καταστατικές διατάξεις του Ταμείου, που δεν δικαιούνται εφάπαξ βοηθήματος, γιατί ο θανών ασφαλισμένος δεν είχε τον απαιτούμενο χρόνο υπηρεσίας, θα λάβουν και αυτά όπως ο ασφαλισμένος εάν δεν είχε προαποβιώσει, τις καταβληθείσες εισφορές στον ασφαλιστικό φορέα, βάσει του άρθ. 56 2 του ν. 2084/1992 (Γνμδ Α. Χρυσανθακόπουλου, Συμβ. ΝΣΚ 3/94). 6. Κατά γενικήν αρχήν του ασφαλιστικού δικαίου, αι εισφοραί των ησφαλισμένων αι καλύπτουσαι νομίμως χρόνον υποχρεωτικής ασφαλίσεως, περιλαμβανόμεναι μεταξύ των πόρων των ασφαλιστικών οργανισμών, δια των οποίων σχηματίζεται το ασφαλιστικόν κεφάλαιον, δεν επιστρέφεται εις τους καταβαλόντας, και όταν ακόμη καθίσταται, κατά περίπτωσιν, βέβαιον εκ των πραγμάτων ότι δεν είναι εφικτή η εις αυτούς χορήγησις ασφαλιστικών παροχών, ως εκ της μη συγκεντρώσεως εκ μέρους τους των αναγκαίων, κατά νόμον προϋποθέσεων. Κάμψις της γενικής αυτής αρχής επιτρέπεται μόνον οσάκις υφίσταται ρητή νομοθετική ρύθμισις προβλέπουσα επιστροφήν των ασφαλιστικών εισφορών, οπότε το επιστρεφόμενον ποσόν θεωρείται, και αυτό, ως ασφαλιστική παροχή (ΣτΕ 701/84 ΝοΒ 33/177). Άρθρον 9 Χρόνος Ασφαλίσεως (άρθ. 4 π.δ. 666/1978) 1. α. Χρόνος ασφαλίσεως είναι τα μετά την ίδρυσιν του Ταμείου χρονικά διαστήματα, καθ α ο ησφαλισμένος υπέκειτο νομίμως εις τας υπέρ αυτού εισφοράς, ως και τα μετά την ίδρυσιν του Ταμείου χρονικά διαστήματα καθ α ο δια Νόμου ή δια των περί υπαγωγής εις την ασφάλισιν αποφάσεων του Δ.Σ. υπαχθείς εις ταύτην υπεχρεώθη εις την καταβολήν εισφορών δια τον προδιαδραμόντα χρόνον ως επίσης και τα μετά την ίδρυσιν του Ταμείου χρονικά διαστήματα, άτινα δια Νόμου εθεωρήθησαν ως Δημοσία Πολιτική υπηρεσία και συντάξιμος τοιαύτη παρασχεθείσα εις το Δημόσιον ή Ν.Π.Δ.Δ. ή Οργανισμόν, ων το προσωπικόν υπάγεται εις την ασφάλισιν του Ταμείου υπό

14 τινα των εν άρθρω 4 παρ. 1 του Οργανισμού του Ταμείου αναφερομένων ιδιοτήτων και προϋποθέσεων. β. Υπάλληλοι Ν.Π.Δ.Δ. ή Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, οίτινες απεσπάσθηκαν ή μετετάγησαν εις Δημοσίαν υπηρεσίαν και εν συνεχεία της τοιαύτης αποσπάσεως ή μετατάξεώς των απέκτησαν την δημοσιοϋπαλληλικήν ιδιότητα, δύνανται να αναγνωρίσουν ως εν ασφαλίσει εις το Ταμείον την εις το εξ ου απεσπάσθηκαν ή μετετάγησαν Ν.Π.Δ.Δ. ή Οργανισμόν Τοπικής Αυτοδιοικήσεως προϋπηρεσία των, εφ όσον η προϋπηρεσία των αύτη αναγνωρίζεται ως συντάξιμος. Η αναγνώρισις ως εν ασφαλίσει του ανωτέρου χρόνου, ενεργείται δι εξαγοράς κατά τας οικείας διατάξεις του Οργανισμού του Ταμείου. Δικαίωμα αναγνώρισης έχουν μόνον οι αποσπασθέντες ή μεταταγέντες στο Δημόσιο από τους Ο.Τ.Α., οι οποίοι με την απόσπαση ή μετάταξη απέκτησαν τη δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα (ΔΕφΑθ 1317/2000 Φ. 103). γ. Εν τούτοις εξακολουθούν ισχύουσαι εξαιρετικώς καθ όσον αφορά εις τον χρόνον ασφαλίσεως των εκ των μετόχων του Ταμείου Προνοίας Προσωπικού Τ.Τ.Τ. προερχομένων αι ειδικαί περί τούτων διατάξεις του άρθρου 4 του από 14 Μαρτίου 1953 Β.Δ. «περί συγχωνεύσεως των υφισταμένων Ταμείων Αρωγής Υπαλλήλων κλπ.» καθ όσον δε αφορά τους εις τον ΟΤΕ υπηρετούντας μετόχους αι κείμεναι ειδικαί περί των υποχρεώσεων και δικαίωμά των τούτων διατάξεις. 2. Εις τον κατά την ανωτέρω παράγραφον χρόνον ασφαλίσεως προσμετρούνται ως χρόνος ασφαλίσεως: α) τα μετά την ίδρυσιν του Ταμείου χρονικά διαστήματα, καθ α ο ησφαλισμένος δεν υπέκειτο εις τας υπέρ αυτού εισφοράς ως μη δικαιούμενος αποδοχών, λόγω κανονικής ή αναρρωτικής ή εκπαιδευτικής αδείας, άνευ αποδοχών, ή λόγω διαθεσιμότητος, ή λόγω άλλης καταστάσεως μη συνεπαγομένης την λύσιν της υπαλληλικής σχέσεως, β) τα μετά την ίδρυσιν του Ταμείου χρονικά διαστήματα, καθ α ο ησφαλισμένος παρέμεινεν εκτός υπηρεσίας, εφ όσον ταύτα θεωρούνται, δυνάμει των εκάστοτε ισχυουσών διατάξεων, ως συντάξιμος υπηρεσία. γ) Τα μετά την ίδρυσιν του Ταμείου και προ της υπαγωγής εις την ασφάλισιν τούτου χρονικά διαστήματα καθ α ο ησφαλισμένος υπηρετεί εις το Δημόσιον ή Οργανισμόν, ούτινος το προσωπικόν υπάγεται εις την ασφάλισιν του Ταμείου, εφ όσον πάντως ούτοι παρέσχον τας υπηρεσίας των υπό τινα των εν τη παραγράφω 1 του άρθρου 4 του παρόντος, αναφερομένων ασφαλιστέων περί πτώσεων, δ) τα μετά την ίδρυσιν του Ταμείου χρονικά διαστήματα της συνταξίμου πραγματικής υπηρεσίας εκπαιδευτικών εν γένει της διανυθείσης εν Δωδεκανήσω, ε) η από της ιδρύσεως του Ταμείου μέχρι 31-12-1952 διανυθείσα εν τη Χωροφυλακή πραγματική υπηρεσία των Αστυνομικών υπαλλήλων, ως και εις τας υπηρεσίας των Τ.Τ.Τ. κατά το ανωτέρω χρονικόν διάστημα διανυθείσα πραγματική υπηρεσία των ησφαλισμένων, εφ όσον εις αμφοτέρας τας περιπτώσεις κατέστησαν ούτοι ησφαλισμένοι του Ταμείου προ της 1-1-1953. 3. Τα υπό στοιχεία α μέχρι και ε της προηγουμένης παραγράφου χρονικά διαστήματα προσμετρούνται εις τον χρόνον ασφαλίσεως, εφ όσον τούτο ζητηθή υπό του ησφαλισμένου ή εν περιπτώσει θανάτου τούτου υπό των δικαιουμένων ασφαλιστικής παροχής προσόδων της οικογενείας του και εφ όσον καταβληθούν αι αναλογούσας δια τον προσμετρούμενον χρόνον

15 εισφοραί. Αι δια τα χρονικά ταύτα διαστήματα οφειλόμεναι εισφοραί δύναται να εξοφληθούν κατά την διάρκειαν της ενεργού υπηρεσίας του ησφαλισμένου είτε εφ άπαξ είτε δι εξαμηνιαίων δόσεων, άλλως αύται παρακρατούνται εφ άπαξ εκ του χορηγηθησομένου αυτοίς εφ άπαξ βοηθήματος. Η οφειλόμενη μηνιαία εισφορά για εξαγορά προς αναγνώριση προϋπηρεσίας ορίζεται σε ποσοστό 7% επί των συνταξίμων αποδοχών που λαμβάνει ο ασφαλισμένος κατά το μήνα υποβολής της σχετικής αίτησης, η οποία υποβάλλεται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δύο ετών από την ημερομηνία υπαγωγής στην ασφάλιση του Ταμείου. Χρόνος προϋπηρεσίας για τον οποίο ο ασφαλισμένος είχε υπαχθεί στην ασφάλιση άλλου ταμείου, κλάδου ή λογαριασμού πρόνοιας καθώς και χρόνος ο οποίος αναγνωρίζετο από προηγούμενο φορέα πρόνοιας που ήταν ασφαλισμένος, δεν μπορεί να αναγνωρισθεί και εξαγορασθεί στο Ταμείο. [Όπως το εδάφιο αυτό αντικ. με την 1 της Α.Υ. Εργασίας Φ. 215/1763/24-11-1998 (ΦΕΚ 1242 Β /8-12-1998). Η ίδια Υ.Α. ορίζει περαιτέρω ότι: «2. Για τους ήδη ασφαλισμένους του Ταμείου ισχύουν τα αναφερόμενα στην παρ. 1 της παρούσης, η δε σχετική αίτηση υποβάλλεται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δύο ετών από την ημερομηνία δημοσίευσής της. 3. Η ισχύς της απόφασης αυτής αρχίζει από την ημερομηνία δημοσίευσής της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως». Με την Φ. 215/353/9-4-2001 Α.Υ. Εργασίας & Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΦΕΚ 475 Β /25-4-2001) τροποποιήθηκε η πρώτη περίπτωση του δεύτερου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 9 ως εξής: «Η οφειλόμενη μηνιαία εισφορά για εξαγορά της προς αναγνώριση προϋπηρεσίας ορίζεται από 9.12.2000 και εφεξής, σε ποσοστό 8% επί των συνταξίμων αποδοχών, που λαμβάνει ο ασφαλισμένος κατά το μήνα υποβολής της σχετικής αίτησης, η οποία υποβάλλεται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δύο ετών από την ημερομηνία υπαγωγής στην ασφάλιση του Ταμείου»]. [Πριν από την παραπάνω τροποποίησή του, το εδάφιο αυτό είχε τροποποιηθεί με το άρθ. 1ο του π.δ. 317/1996 ως εξής: «Στην περίπτωση της εξοφλήσεως του οφειλομένου ποσού είτε κατά τη διάρκεια της ενεργού υπηρεσίας του ασφαλισμένου, είτε σε περίπτωση παρακρατήσεως του ποσού αυτού από το εφάπαξ που πρόκειται να του χορηγηθεί εκάστη των οφειλομένων μηνιαίων εισφορών ορίζεται σε ποσοστό 6% επί των συνταξίμων αποδοχών (βασικός μισθός, επίδομα χρόνου υπηρεσίας και ΑΤΑ) τις οποίες λαμβάνει ο ασφαλισμένος κατά το μήνα υποβολής της αίτησης για αναγνώριση προϋπηρεσίας ή κατά τον τελευταίο μήνα ασφάλισής του στο Ταμείο». Στο 2ο άρθρο του ίδιου π.δ. οριζόταν ότι: «Το Διάταγμα αυτό ισχύει δια όσους και για οποιοδήποτε λόγο υποβάλλουν αίτηση για αναγνώριση μετά τη δημοσίευσή του καθώς και για τους μονιμοποιηθέντες με το Ν. 2190/94 (Α 28), δημοσίους υπαλλήλους που υπέβαλαν ή θα υποβάλλουν αίτηση για αναγνώριση χρόνου προϋπηρεσίας τους»]. [Πριν από την τροποποίησή του με το π.δ. 317/1996 το εδάφιο αυτό όριζε: «Εις την περίπτωσιν της εξοφλήσεως των οφειλομένων κατά την διάρκειαν της ενεργού υπηρεσίας του ησφαλισμένου, προς καθορισμόν του πληρωτέου ποσού, εκάστη των οφειλομένων μηνιαίων εισφορών υπολογίζεται ίση κατά ποσόν προς την εισφοράν την αντιστοιχούσαν εις τας αποδοχάς του ησφαλισμένου κατά τον μήνα υποβολής εις το Ταμείον της προς αναγνώρισιν του περί ου πρόκειται χρόνου, αιτήσεώς του»]. Δι αποφάσεων του Δ.Σ. του Ταμείου, εκδιδομένων κατόπιν αιτήσεως των ενδιαφερομένων, καθορίζεται αναλόγως του ύψους του οφειλομένου ποσού ο αριθμός των εξαμηνιαίων δόσεων μη δυναμένων εν πάση περιπτώσει να υπερβούν τας δώδεκα (12). [Με το άρθ. 1 ν. 861/1979 ορίστηκε ότι η αναγνώριση χρόνου προϋπηρεσίας των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης ενεργείται δι αποφάσεως του προϊσταμένου των υπηρεσιών του οικείου Ασφαλιστικού Οργανισμού]

16 Αι καθορισθησόμεναι υπό του Δ.Σ. εξαμηνιαίαι δόσεις εξοφλούνται δια καταθέσεως του αντιστοίχου ποσού εις τον παρά τη Εθνική Τραπέζη της Ελλάδος λογαριασμόν του Ταμείου, μερίμνη των υποχρέων. Κατά τον αυτόν τρόπον ενεργείται υπό του υποχρέου και η εφ άπαξ εξόφλησις της οφειλής του. Κάθε εξαμηνιαία δόση εξαγοράς προϋπηρεσίας από τη δημοσίευση του Διατάγματος αυτού (σημ.: του π.δ. 169/1983) θεωρείται εμπρόθεσμη, εφόσον καταβάλλεται μέσα στο χρόνο που ορίζεται για την καταβολή της επόμενης δόσης (εξάμηνο). Στην περίπτωση που οι υπόχρεοι των δόσεων δεν καταθέσουν μέσα στην τασσόμενη προθεσμία την καθορισθείσα εξαμηνιαία δόση ή διακόψουν για οποιαδήποτε αιτία την καταβολή της παύει να ισχύει ο γενόμενος καθορισμός της οφειλής τους και ενεργείται νέος υπολογισμός αυτής, κατόπιν υποβολής νέας αίτησης από τον ενδιαφερόμενο και με τις αποδοχές του μήνα υποβολής αυτής στο Ταμείο. Τα ποσά που έχουν καταβληθεί εμπρόθεσμα μέχρι του επανυπολογισμού υπολογίζονται συμψηφιστικά για την απόσβεση οφειλής αντίστοιχου χρόνου. [Τα δύο παραπάνω εδάφια τίθενται όπως τροποπ. με άρθ. 1 π.δ. 169/1983] Εις την περίπτωσιν παρακρατήσεως των οφειλομένων εκ του χορηγηθησομένου εφ άπαξ βοηθήματος, εκάστη των οφειλομένων μηνιαίων εισφορών ορίζεται ίση κατά ποσόν προς την εισφοράν την αντιστοιχούσαν εις τας αποδοχάς του ησφαλισμένου κατά τον τελευταίον μήν της ασφαλίσεως μη δυναμένη πάντως να είναι μεγαλυτέρα του 80/100 του υπέρ αυτού βάσει της εξόδου του εκ της υπηρεσίας προκύπτοντος μηνιαίου βοηθήματος. [Το παραπάνω εδάφιο έχει καταργηθεί με το άρθ. 2ο 2 π.δ. 317/1996] Κατ εξαίρεσιν, προκειμένου περί καταβολής εισφορών οφειλομένων λόγω στρατεύσεως, ανεξαρτήτως χρόνου λήξεως αυτής, εκάστη των οφειλομένων εισφορών δεν δύναται να είναι μείζων του 50/100 του μηνιαίου βοηθήματος, ούτινος θα εδικαιούτο ο στρατευθείς εάν εξήρχετο της ασφαλίσεως κατά τον μήνα υποβολής εις το Ταμείον της αιτήσεως εξαγοράς, του βοηθήματος υπολογιζομένου βάσει των αποδοχών του τελευταίου μηνός προ της υποβολής της αιτήσεως. Άρθ. 38 11 ν. 1759/1988: «Ο χρόνος υπηρεσίας του προσωπικού των νοσηλευτικών ιδρυμάτων ιδιωτικού δικαίου, που διανύθηκε σε αυτά πριν από τη μετατροπή τους σε Ν.Π.Δ.Δ. του ν.δ. 2592/1953, αναγνωρίζεται από το Ταμείο Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων. Η εξαγορά του χρόνου αυτού γίνεται κατόπιν αιτήσεως των ενδιαφερομένων και σύμφωνα με τις οικείες καταστατικές διατάξεις του Ταμείου». Άρθ. 38 ν. 1813/1988: «Πρόσθετη ασφάλιση γιατρών Ε.Σ.Υ. 1. α) Οι γιατροί του άρθρου 35 του νόμου αυτού, οι οποίοι δεν ήταν συνταξιούχοι πριν από το διορισμό τους στο Ε.Σ.Υ., με δήλωσή τους, μέσα σε προθεσμία έξι μηνών, είτε από το διορισμό τους είτε από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, και δεν ανακαλείται, μπορούν να διατηρήσουν την ασφάλισή τους σε φορείς επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας (ταμεία ή κλάδους) στους οποίους ήταν ασφαλισμένοι πριν από το διορισμό τους, καθώς και το δικαίωμα για αναγνώριση προϋπηρεσιών τους, κατά τις διατάξεις του οικείου φορέα, εφ όσον δεν έχει υποκύψει σε παραγραφή, άλλως υπάγονται αυτοδικαίως στην ασφάλιση του Ταμείου Αρωγής Υπαλλήλων Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών (Τ.Α.Υ.Υ.Κ.Υ.), του Μετοχικού Ταμείου Πολιτικών Υπαλλήλων (Μ.Τ.Μ.Υ.) και του Ταμείου Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων (Τ.Π.Δ.Υ.)... γ)... Προκειμένου για το Τ.Π.Δ.Υ. οι ασφαλιστικές εισφορές και ο υπολογισμός του εφάπαξ βοηθήματος γίνεται στο βασικό μισθό μαζί με τις τυχόν προσαυξήσεις του επιδόματος πολυετούς παραμονής στον ίδιο βαθμό, που προβλέπεται από την παράγραφο 7 του άρθρου 30 του ν. 1397/1983, καθώς και τα ποσά της ΑΤΑ.

17 3. Η προϋπηρεσία που αναγνωρίζεται από το Δημόσιο, κατά την παρ. 1 του άρθρου 37 του νόμου αυτού, λαμβάνεται υπόψη με αίτηση του ενδιαφερομένου για τον υπολογισμό του εφάπαξ βοηθήματος του Τ.Π.Δ.Υ. Η αναγνώριση και εξαγορά του χρόνου αυτού ενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας του Τ Π.Δ.Υ.». Άρθ. 27 14 ν. 2676/1999 (ΦΕΚ 1 Α /5-1-1999): «Οι ασφαλισμένοι του Τ.Α.ΑΣ., οι οποίοι προσλήφθηκαν στην Ελληνική Αστυνομία μετά την 1-1-1993 και εφεξής μπορούν να ασφαλισθούν προαιρετικά και στο Ταμείο Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων εφαρμοζομένων των διατάξεων που διέπουν το Ταμείο αυτό. Η σχετική αίτηση, η οποία δεν ανακαλείται. υποβάλλεται στο Ταμείο αυτό και στην υπηρεσία της ΕΛ.ΑΣ. από τους ήδη υπηρετούντες εντός ανατρεπτικής προθεσμίας έξι (6) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος και από τους εφεξής προσλαμβανόμενους εντός της αυτής ανατρεπτικής προθεσμίας από την ημερομηνία πρόσληψής τους στην ΕΛ.ΑΣ. Οι ασφαλισμένοι αυτοί μπορούν να αναγνωρίσουν στο Ταμείο Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων και το χρόνο προϋπηρεσίας τους στην ΕΛ.ΑΣ., υποβάλλοντας σχετική αίτηση μέσα στην παραπάνω προθεσμία. Η αναγνώριση και η εξαγορά του χρόνου αυτού γίνεται σύμφωνα με τις σχετικές καταστατικές διατάξεις του Ταμείου Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων περί αναγνωρίσεως προϋπηρεσιών». Άρθ. 7 ν. 4202/1961 (όπως τροποπ. με άρθ. 12 ν. 1405/1983): 1. Οι διατάξεις του παρόντος ν. δ/τος εφαρμόζονται ανάλογα και για την ασφάλιση στους οργανισμούς επικουρικής ασφάλισης στις περιπτώσεις διαδοχικής υπαγωγής σε περισσότερους από έναν από τους οργανισμούς αυτούς. 2. Για την εφαρμογή των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου, οργανισμοί επικουρικής ασφάλισης θεωρούνται όλα τα ν.π.δ.δ. που χορηγούν περιοδικές παροχές, βοηθήματα ή μερίσματα, ως και κάθε άλλος οργανισμός πού χορηγεί τέτοιες παροχές, ανεξάρτητα με την ονομασία και τη νομική του μορφή, εφόσον τα έσοδα αυτών από εργοδοτικές εισφορές, κοινωνικούς πόρους ή άλλη επιχορήγηση υπερβαίνουν τα έσοδα από τις εισφορές των ασφαλισμένων. 3. Τα πρόσωπα πού ασφαλίσθηκαν διαδοχικά σε περισσότερα από ένα Ταμεία, Κλάδους ή Λογαριασμούς πού χορηγούν εφάπαξ παροχές ανεξάρτητα με την ονομασία τους και τη νομική τους μορφή, μπορούν να ζητήσουν από τον καθέναν από τους οργανισμούς αυτούς ξεχωριστά, την προσμέτρηση του χρόνου ασφάλισής τους στους άλλους οργανισμούς για τη θεμελίωση του δικαιώματος χορήγησης εφάπαξ παροχής. Ο κάθε οργανισμός που υπολογίζει χρόνο ασφάλισης που διανύθηκε στους άλλους οργανισμούς σύμφωνα με τις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου θεωρεί ότι ο χρόνος αυτός διανύθηκε στην ασφάλισή του και εφαρμόζει τη νομοθεσία του, υπολογίζοντας το ποσό του εφάπαξ βοηθήματος με βάση το σύνολο του χρόνου ασφάλισης, πού διανύθηκε στους άλλους οργανισμούς και καταβάλλει στο δικαιούχο το ποσό του εφάπαξ βοηθήματος πού βαρύνει αυτόν ανάλογα με το χρόνο πού είχε στην ασφάλισή του. Για τον υπολογισμό του εφάπαξ βοηθήματος λαμβάνεται υπόψη ως χρόνος ασφάλισης, ο χρόνος για τον όποίο έχουν καταβληθεί ασφαλιστικές εισφορές, καθώς και ο χρόνος υπηρεσίας ή προϋπηρεσίας ο όποίος υπολογίζεται σύμφωνα με τη νομοθεσία του οργανισμού, ανεξάρτητα από την καταβολή ή μη ασφαλιστικών εισφορών». Άρθ. 18 5 ν. 2079/1992: «Ως αποδοχές για τον υπολογισμό της εφάπαξ παροχής θεωρούνται οι αποδοχές ή τα ποσά που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του εφάπαξ, κατά το χρόνο διακοπής της ασφάλισης σε ταμείο, κλάδο ή λογαριασμό Πρόνοιας. Το ποσό της εφάπαξ παροχής που προκύπτει σύμφωνα με τα παραπάνω, καταβάλλεται εντόκως με επιτόκιο 8% για κάθε χρόνο από τη διακοπή της ασφάλισης από κάθε φορέα πρόνοιας και μέχρι την οριστική αποχώρηση του ασφαλισμένου από τον τελευταίο φορέα που καταβάλλει εφάπαξ παροχή». 1. Κατά την έννοια του άρθ. 9 1 εδ. α, για να θεωρηθεί ότι τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα διανύθηκαν στην ασφάλιση του ΤΠΔΥ πρέπει να αναφέρονται αποκλειστικώς σε χρόνο κατά τον οποίο ο ασφαλισμένος παρέσχε πράγματι υπηρεσία και δεν αρκεί μόνη η πρόβλεψη από το νόμο ότι η υπηρεσία αυτή είναι πραγματική (ΣτΕ 3341/95 [7μ] ΕΔΚΑ 39/97).

18 2. Υπολογίζεται και ο χρόνος που οι γιατροί παρέμειναν στην υπηρεσία χωρίς να απομακρυνθούν με διαπιστωτική πράξη που προέβλεπε το άρθ. 11 ν. 1232/1982 (ΣτΕ 1112/98). 3. Αναγνωρίζεται στην ασφάλιση του Ταμείου η υπηρεσία ως έκτακτου υπαλλήλου του Ι.Κ.Α. (τέως Ταμείου Ανεργίας) και ως υπαλλήλου του ΝΠΔΔ «Εθνικός Οργανισμός Χριστιανικής Αλληλεγγύης» (ΣτΕ 1112/98). 4. Δεν υπολογίζεται ο χρόνος της στρατιωτικής θητείας (ΔΕφΑθ 229/01, Φ. 100) και ο χρόνος ως εκτάκτου στη χωροφυλακή (ΤρΔΠρΑθ 267/2000, Φ. 127). 5. Δεν υπολογίζεται ο χρόνος στρατιωτικής υπηρεσίας ως μόνιμου υπαξιωματικού με ανακατάταξη (ΤρΔΠρΑθ 10780/2000, Φ. 140). 6. Υπολογίζεται η δικηγορική υπηρεσία, που χρησίμευσε ως προσόν διορισμού (ΔΕφΑθ 229/01, Φ. 100). 7. Είναι αδιάφορο αν οι μη συνυπολογιζόμενες για τη διαμόρφωση του εφ άπαξ βοηθήματος απόλαυες υπόκεινται σε ασφαλιστικές εισφορές, αφού, κατά γενική αρχή του δικαίου της κοινωνικής ασφαλίσεως, η εν γένει υποχρέωση καταβολής εισφορών αποβλέπει στο σχηματισμό του ασφαλιστικού κεφαλαίου και την εξυπηρέτηση της αναλογιστικής βάσεως, επί της οποίας στηρίζεται η οικονομία των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως, ο δε καθορισμός του ύψους, αλλά και της βάσεως, της καταβαλλομένης από τους ασφαλισμένους εισφοράς, δεν εξαρτάται από τη δυνατότητα απολαύσεως ασφαλιστικής παροχής αντίστοιχης με το ύψος της εισφοράς (πρβλ. ΣτΕ 3519/1992 Ολ., 3744/1999 7μ.), ενώ, εξ άλλου, είναι, μεν, κατ αρχήν, επιβεβλημένη η τήρηση αναλογίας μεταξύ των εισφορών και των ασφαλιστικών παροχών, ούτε, όμως, από τη συνταγματική αρχή της ισότητας ούτε από τις γενικές αρχές του δικαίου της κοινωνικής ασφαλίσεως επιβάλλεται οι ασφαλιστικές εισφορές και οι παροχές να καθορίζονται επί της ίδιας βάσεως (πρβλ. ΣτΕ 2183/1980 Ολ.).(ΣτΕ 4081/00 ΔιΔικ 14/...). 8. Τα όργανα του Ταμείου δεσμεύονται από την πράξη κανονισμού συντάξεως ως προς τον βεβαιούμενο σ αυτή χρόνο υπηρεσίας, τη φύση και τον χρόνο τερματισμού της υπηρεσίας αυτής, καθώς και το ύψος των αποδοχών. Η αναγνώριση με νόμο ορισμένων χρόνων ως συντάξιμης υπηρεσίας, όπως συμβαίνει με το χρόνο στρατιωτικής υπηρεσίας του ασφαλισμένου καθώς και με το χρόνο υπηρεσίας του ως στρατιωτικού στη Χωροφυλακή, δεν αρκεί για το συνυπολογισμό του χρόνου αυτού στην ασφάλιση του Ταμείου, εφόσον δεν προκύπτει ότι ο χρόνος αυτός αναγνωρίζεται και ως δημόσια πολιτική υπηρεσία (ΣτΕ 1344/08 ΕλΔ 49/...). Άρθρον 10 Καθορισμός και Καταβολή Βοηθήματος 1. α) Τα ποσά των εφ άπαξ βοηθημάτων που χορηγούνται από το Ταμείο καθορίζονται, ανάλογα με το χρόνο ασφάλισης των ασφαλισμένων και από τις αποδοχές του μήνα εξόδου από την υπηρεσία τους, που νόμιμα υπήχθησαν σε κρατήσεις υπέρ του Ταμείου. Αποδοχές του μήνα εξόδου από την υπηρεσία νοούνται, ο βασικός μισθός με τις προσαυξήσεις του χρονοεπιδόματος και της Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής. [Όπως η περ. α τροποπ. με άρθρο μόνο π.δ. 243/1984. Μισθός ασφάλισης είναι εκείνος του τελευταίου μήνα ενεργού υπηρεσίας, όπως αυτός προκύπτει από την οικεία πράξη του Γ.Λ.Κ., ο δε χρόνος των τρίμηνων αποδοχών προσμετράται μόνο στο χρόνο ασφαλίσεως, χωρίς να επηρεάζει το μισθό (ΔΕφΑθ 1317/2000, Φ. 103)] β) Το κατά τις ισχύουσες προϋποθέσεις καταβλητέο βοήθημα στον έχοντα χρόνο ασφαλίσεως 420 μηνών ή στην οικογένειά του σε περίπτωση θανάτου, αποτελείται από το άθροισμα των γινομένων τα οποία προκύπτουν από τον πολλαπλασιασμό των κατά τα παραπάνω αποδοχών του επί συντελεστές:

19 1) 30 Χ του τμήματος των αποδοχών μέχρι δρχ. 15.000. 2) 28 Χ του τμήματος των αποδοχών από 15.001 μέχρι 17.000. 3) 26 Χ του τμήματος των αποδοχών από 17.001 μέχρι 19.000. 4) 24 Χ του τμήματος των αποδοχών από 19.001 μέχρι 21.000. 5) 22 Χ του τμήματος των αποδοχών από 21.001 μέχρι 23.000. 6) 20 Χ του τμήματος των αποδοχών από 23.001 μέχρι 25.000. 7) 12 Χ του τμήματος των αποδοχών από 25.001 και άνω. Το εφ άπαξ βοήθημα που προκύπτει από την παραπάνω κλίμακα προσαυξάνεται κατά ποσοστό 80,6% για τους ασφαλισμένους των οποίων ο τερματισμός της συντάξιμης υπηρεσίας τους ανάγεται σε χρόνο μετά την 1-1- 1992. [Το ποσοστό του 80,6% έχει μεταβληθεί ως εξής: Έτος Ποσοστό Συντελεστής ΦΕΚ 1993: 11% 100,5% 225Β/2.4.93 1994: 20% 140,6% 188Β/23.3.94 1995: 20% 188,7% 125Β/24.2.95 1996: 7% 208,91% 281Β/25.4.96 1997: 12% 246% 680Β/8.8.97 1998: 9% 277,14% 287Β/24.3.98 1999: 3,5% 290,34% 301Β/1.4.99 2000: 3% 302,05% 368Β/24.3.00] Ο τερματισμός του χρόνου συντάξιμης υπηρεσίας θα αποδεικνύεται από την πράξη του κανονισμού της συντάξεως του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. [Όπως η περ. β τροποπ. με άρθρο μόνο π.δ. 187/1992] γ) Επί του ούτως εξευρισκομένου βοηθήματος, όπερ εν ουδεμία περιπτώσει δύναται να είναι κατώτερον των τριάκοντα χιλιάδων δραχμών (30.000), οι κεκτημένοι χρόνον ασφαλίσεως κάτω των 420 μηνών ή άνω τούτων ή εν περιπτώσει θανάτου αι οικογένειαι αυτών, δικαιούνται ποσού αντιστοίχου προς τους μήνες ασφαλίσεώς των. 2. Οι μήνες, καθ ους επήλθον μισθολογικαί μεταβολαί υπολογίζονται διανυθέντες εξ ολοκλήρου εις ον μισθόν αντιστοιχούν αι περισσότεραι ημέραι του μηνός. Κατά την εξεύρεσιν του κατά τα ανωτέρω μέσου όρου των αποδοχών το προκύπτον κλάσμα δραχμής υπολογίζεται ως μία δραχμή. 3. Ως ημέρα ενάρξεως του χρόνου ασφαλίσεως των ησφαλισμένων του Ταμείου θεωρείται η ημέρα της χρονολογίας ην φέρει το έγγραφον της κοινοποιήσεως του διορισμού των και ως ημέρα λήξεως τούτου η ημέρα αφ ης, λήξαντος του χρόνου της μισθοδοσίας, εις ον περιλαμβάνεται το χρονικόν διάστημα χορηγήσεως εις τούτους, ή τας οικογενείας των, αποδοχών ή βοηθήματος μετά την αποχώρησιν εκ της υπηρεσίας ή τον θάνατόν των, άρχεται η σύνταξις εις τους δικαιωθέντας τοιαύτης ή θα ήρχετο η αυτή σύνταξις εάν οι μη δικαιούμενοι εδικαιούντο τοιαύτης. [Άρθρο μόνο ν. 2833/1954: «Η παρά τω Ταμείω Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων ασφάλισις των εις κατάστασιν μονίμου διαθεσιμότητος διατελούντων αστυνομικών, λήγει υποχρεωτικώς, χορηγουμένων εις τούτους των παροχών των προβλεπομένων υπό των εκάστοτε διεπουσών το Ταμείον διατάξεων: α) Από της επομένης της συμπληρώσεως υπό τούτων του ορίου ηλικίας του ισχύοντος εκάστοτε δι ομοιόβαθμον Αστυνομικόν υπάλληλον ή β) από της επομένης της υποβολής υπό τούτων σχετικής αιτήσεως, ην δύναται να υποβάλωσι, αφ ης πληρούνται εν τω προσώπω των αι προϋποθέσεις, αι απαιτούμεναι δια την θεμελίωσιν δικαιώματος εφ άπαξ βοηθήματος ησφαλισμένου απολυομένου της υπηρεσίας λόγω, ανικανότητος εν υπηρεσία ουχί, όμως, ένεκα ταύτης και μη δικαιουμένου συντάξεως].

20 4. Το κατά την συγκεφαλαίωσιν των μηνών ασφαλίσεως προκύπτον έλαττον των 30 ημερών διάστημα λογίζεται ως πλήρης μήν. 5. Δια τον καθορισμόν του ποσού του εφ άπαξ βοηθήματος του χορηγουμένου εις ησφαλισμένον παθόντα εν υπηρεσία και ένεκα ταύτης και εις οικογένεια θανόντος ησφαλισμένου, εφ όσον ούτος δεν έχει συμπληρώσει 150 μήνες ασφαλίσεως, θεωρείται ως συμπληρώσας τούτους. [Η 5 έχει καταργηθεί σιωπηρώς με το ν. 2084/1992] [Άρθ. 9 ν. 2512/1997: Θέματα Τ.Π.Δ.Υ. 1. Η προβλεπόμενη από τις καταστατικές διατάξεις του Ταμείου Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων (Τ.Π.Δ.Υ.) εισφορά υπολογίζεται επί των τακτικών μηνιαίων αποδοχών και μέχρι του ποσού των επτακοσίων χιλιάδων (700.000) δραχμών. Το ποσό αυτό μπορεί να αυξάνεται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ύστερα από απόφαση του Δ.Σ. του Τ.Π.Δ.Υ. 2. Ως αποδοχές για τον υπολογισμό του εφάπαξ βοηθήματος, σύμφωνα με τη διάταξη της περίπτωσης β της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του β.δ/τος της 3/13.7.1936, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο μόνο του π.δ/τος 243/1984 (ΦΕΚ 96 Α ), που χορηγείται από το Ταμείο Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων νοούνται το πηλίκον της διαιρέσεως του συνόλου των τακτικών μηνιαίων αποδοχών που έλαβε ο/η ασφαλισμένος/η κατά τα πέντε (5) ημερολογιακά έτη που προηγούνται του έτους υποβολής της αίτησης για την παροχή του βοηθήματος δια του αριθμού των εξήντα (60) μηνών ασφάλισης της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου. Ως τακτικές μηνιαίες αποδοχές για τον υπολογισμό της εισφοράς και του εφάπαξ βοηθήματος θεωρούνται το σύνολο του βασικού μισθού του μισθολογικού κλιμακίου, του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας και του ποσού της Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής (Α.Τ.Α.) ή των ποσοστιαίων αυξήσεων που χορηγούνται σε εφαρμογή των νόμων περί εισοδηματικής πολιτικής με τον περιορισμό της παραγράφου 1 του παρόντος. Στην έννοια των ανωτέρω αποδοχών δεν περιλαμβάνονται άλλες παροχές, επιδόματα και αποζημιώσεις οποιασδήποτε μορφής που χορηγούνται σε ασφαλισμένους του Ταμείου ως συμπλήρωμα αποδοχών έστω και αν αυτές χαρακτηρίζονται ως τακτικές αποδοχές. 3. Κατ' εξαίρεση για τους ασφαλισμένους του Τ.Π.Δ.Υ. που εξέρχονται της υπηρεσίας μετά την 1.1.1997, το υπολογιζόμενο κατά τον ανωτέρω τρόπο εφάπαξ βοήθημα σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι μικρότερο από αυτό που διαμορφώθηκε στις 31.12.1996 με βάση τις τακτικές μηνιαίες αποδοχές, όπως παραπάνω περιγράφονται για την ίδια κατηγορία υπαλλήλων προσαυξημένο με το ποσοστό αυξήσεως της εισοδηματικής πολιτικής για τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων του τρέχοντος έτους, υπολογιζομένου αθροιστικά σε ετήσια βάση. Για κάθε δε έτος της επόμενης (από 1.1.1997) πενταετίας το ανωτέρω εκάστοτε ποσό του εφάπαξ βοηθήματος προσαυξάνεται με το ποσοστό αυξήσεως της εισοδηματικής πολιτικής για τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων του αντίστοιχου έτους. 4. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων μετά από σύμφωνη γνώμη του Δ.Σ. του Τ.Π.Δ.Υ. δύναται να αυξάνεται από 1.1.2002 και εφεξής το προβλεπόμενο εφάπαξ βοήθημα από τις παραγράφους 2 και 3 σε ποσοστό που ορίζεται με βάση τα οικονομικά δεδομένα του Τ.Π.Δ.Υ. [Όπως η 4 αντικ. με άρθ. 45 ν. 2972/2001] 5. Κάθε διάταξη της νομοθεσίας του Ταμείου Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων που ρυθμίζει διαφορετικά τα παραπάνω θέματα καταργείται. 6. Οι ανωτέρω διατάξεις μπορεί να τροποποιούνται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. 7. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ισχύουν από 1.1.1997]. [Κ.Υ.Α. 2/39350/0022/24-5-1999 (ΦΕΚ 1308 Β/24-6-1999) Τρόπος υπολογισμού του εφάπαξ βοηθήματος των ασφαλισμένων από 1.1.1993 και εφεξής σε φορείς πρόνοιας: «Το παρεχόμενο εφάπαξ βοήθημα στους ασφαλισμένους σε φορείς πρόνοιας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 37 και 38 του Ν. 2084/1992 (Α 165), όπως τροποποιούνται και ισχύουν κάθε φορά, υπολογίζεται ως εξής: α) Για τους μισθωτούς: Το εφάπαξ βοήθημα αποτελείται από το γινόμενο του εβδομήντα επί τοις εκατό (70%) των συνταξίμων αποδοχών επί των οποίων έγιναν οι νόμιμες κρατήσεις, επί τα έτη ασφάλισης.