ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΔΙΑΛΕΞΗ ΑΡ. 2 Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΜΕΡΟΣ Β



Σχετικά έγγραφα
811 Ν. 23/90. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Δικαστήρια Δικαστές Γραμματεία

Οικογενειακό Δίκαιο. Τίτλος Μαθήματος LAW 201. Κωδικός Μαθήματος. Υποχρεωτικό. Τύπος μαθήματος. Προπτυχιακό. Επίπεδο. 2 ο / 3 ο (Χειμερινό)

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3629, 9/8/2002

ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

816 Ν. 87(Ι)/94. Ο ΠΕΡΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ (ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΈς ΟΜΆΔΕς) ΝΟΜΌς ΤΟΥ 1994

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4229, 5/2/2010

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΥΠΡΟΥ. (Εξετάσεις σύμφωνα με το άρθρο 5 του περί Δικηγόρων Νόμου) ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ (Να απαντηθούν τέσσερις από τις έξι ερωτήσεις)

Ο ΠΕΡΙ ΑΘΕΜΙΤΗΣ ΚΤΗΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΟΥ ΟΦΕΛΟΥΣ ΑΠΟ ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΥΣ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ

Ε.Ε. Παρ. ΙΙ(Ι), Αρ. 4096, Δ.Κ. 3/2014

583 KAJI. 122/96. E.E. Παρ. ΙΠ(Ι) Αρ. 3052,

Αριθμός 73(Ι) του 2018 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΥΠΡΟΥ. (Εξετάσεις σύμφωνα με το άρθρο 5 του περί Δικηγόρων Νόμου) ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

Ο ΠΕΡΙ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2003 Ν.122(Ι)/2003 (25/07/2003) ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΠΑΡΑΠΟΝΩΝ Κ.Δ.Π. 570/2005 (16/12/2005)

ΜΕΡΟΣ IV ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3828, 31/3/2004 Ο ΠΕΡΙ ΙΣΗΣ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΑΣΧΕΤΑ ΑΠΟ ΦΥΛΕΤΙΚΗ Ή ΕΘΝΟΤΙΚΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2004

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4102, 15/12/2006

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3629, 9/8/2002

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4289, 29/7/2011 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΓΡΑΦΕΙΩΝ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΝΟΜΟ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3487, 6/4/2001

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3649, 1/11/2002

Ε.Ε. Παρ. II(I), Αρ. 4085, Δ.Κ. 4/2009 4/2009 Ο ΠΕΡΙ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗΣ ΝΟΣΗΛΕΙΑΣ ΝΟΜΟΣ, 77(Ι) ΤΟΥ 1997

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3611, 14/6/2002

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4173, 18/7/2008

E.E., Παρ. I, Αρ. 2659,

Κανονισμοί δυνάμει του άρθρου 27 Το Υπουργικό Συμβούλιο, ασκ(οντας τις εξουσίες που του χορηγούνται

132(Ι)/2016 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 1973 ΕΩΣ (Αρ. 2) ΤΟΥ 2015

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4019, 29/7/2005 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΤΑΜΕΙΟΥ ΠΑΡΟΧΗΣ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ ΣΕ ΕΠΕΝΔΥΤΕΣ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3578, 22/2/2002

Δεκεμβρίου, 2006 ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ [ΑΡΤΕΜΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές] ROSE ΔΑΜΤΣΑ, v. ΠΕΤΡΟΥ ΔΑΜΤΣΑ (Αρ.

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι) Αρ. 4615,

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4452, (Ι)/2014 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΖΩΝΗΣ ΝΟΜΟ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4318, 2/3/2012 9(I)/2012 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΥΔΑΤΟΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ (ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ) ΝΟΜΟ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4272, 4/3/2011

1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπου

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4135, 18/7/2007

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ OΓΔΟΗΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2015

ΕΠΙΣΗΜΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3611, 14/6/2002

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4214, 24/7/2009 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΝΟΜΟ

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

1207 Κ.Δ.Π. 172/2004 Ο ΠΕΡΙ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΝΟΜΟΣ

E.E. Παρ. ΠΙ (I) Αρ. 2806,

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4158, 11/4/2008 NOMOΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΟ ΟΡΙΣΜΕΝΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΩΝ

ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ. Δημοσιογραφική διάσκεψη Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως Τρίτη, 31/1/2017

ΕΠΙΣΗΜΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Ο περί Πωλήσεως Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόµος (ΚΕΦ.232)

Αριθμός 126(Ι) του 2018 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΜΟΝΑΔΑΣ ΕΥΡΩΠΟΛ

Ε.Ε. Παρ. 1(1) 866 Ν. 108(Ι)/95 Αρ. 3028,

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4071, 24/2/2006 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗΣ ΠΡΟΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΡΥΠΑΝΣΗΣ ΝΟΜΟ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3989, 6/5/2005

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3404, 27/4/2000

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ της 9ης ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1996 ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΜΕΡΟΣ Ι

Αριθμός 182 Ο ΠΕΡΙ ΑΡΔΕΥΤΙΚΩΝ ΤΜΗΜΑΤΩΝ (ΧΩΡΙΩΝ) ΝΟΜΟΣ ΚΕΦ. 342

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3629, 9/8/2002

ΜΕΡΟΣ I ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Ε.Ε. Παρ. ΙΙ(Ι), Αρ. 4113, Διαδικαστικός Κανονισμός 30/2017

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΡΙΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ της 27ης ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1990 ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ. ΜΕΡΟΣ Ι Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις

E.E., Παρ. I, Αρ. 2598, Ν. 139/91

ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΔΙΑΛΕΞΗ ΑΡ. 2 Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΜΕΡΟΣ Α

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ της 21ης ΙΟΥΛΙΟΥ 1989 ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

967 Ν. 105(I)/92. Ε.Ε. Παρ. I (I), Αρ. 2760,

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3610, 7/6/2002

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

18(Ι)/2014 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΕ ΔΙΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ. Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3459, 29/12/2000. ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ της 29ης ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2000

Γονική μέριμνα σε υποθέσεις διασυνοριακού χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένης της απαγωγής παιδιού

ΠΕΡΙ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΩΝ ΧΡΗΣΤΩΝ Ή ΟΥΣΙΟΕΞΑΡΤΗΜΕΝΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2016 (N.41(I)/2016) Νατάσα Σαββοπούλου Λειτουργός

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3831, 5/4/2004 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΖΩΝΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3401, 7/4/2000

Ο Περί Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος και Γενικότερα Περί. Κοινωνικών Παροχών Νόμος του 2014 (109(Ι)/2014),

ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΔΙΑΛΕΞΗ ΑΡ. 2 Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΜΕΡΟΣ Α

E.E., Παρ. I, Αρ. 2516, Ν. 111/90

175 Ν. 46(Ι)/96. "όροι εργασίας" σημαίνει τους όρους που το δικαστήριο δύναται να επιβάλει, σύμφωνα με το εδάφιο (5) του άρθρου 5 και το άρθρο 6 του

Πειθαρχία και Διαχείριση Παραπόνων στην Επιχείρηση

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4282, 29/4/2011

BULLETIN 74. Κυβερνητική Πράξη / Πράξη Κανονιστικού Χαρακτήρα. Εμείς από την άλλη πλευρά, εισηγηθήκαμε στο Δικαστήριο ότι:

1843 Ν. 187/91. Ο ΠΕΡΙ ΤΕΚΝΩΝ (ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΟΣΤΑΣΗ) ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 1991 ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΑΡΘΡΩΝ Άρθρο 1. Συνοπτικός τίτλος. ΜΕΡΟΣ Ι ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

83(Ι)/2012 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΑΞΙΔΙΩΝ ΚΑΙ ΞΕΝΑΓΩΝ ΝΟΜΟ. Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3480, 9/3/2001

Use of this document is subject to the agreed Terms and Conditions and it is protected by digitally embedded signatures against unauthorized use

Αριθμός 111(Ι) του 2016 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 2002 ΕΩΣ (ΑΡ. 2) ΤΟΥ 2015 Προοίμιο. Για σκοπούς, μεταξύ άλλων -

3(I)/2016 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 2011 ΕΩΣ Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ της 14ης ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1997 ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΜΕΡΟΣ Ι

(Aναθεωρητική Εφεση Αρ. 59/07) 1 Φεβρουαρίου, [ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές] YOUSIFE MOHAMAD,

Αριθμός 101(Ι) του 2016 Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΛΩΣΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΟΡΙΣΜΕΝΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΩΝ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥΣ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4010, 8/7/2005.Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΘΕΣΠΙΣΗΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΕΡΓΟΔΟΤΟΥΜΕΝΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2005

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3828, 31/3/2004 Ο ΠΕΡΙ ΙΣΗΣ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΣΤΗΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2004

Αριθμός 242 Ο ΠΕΡΙ ΑΡΔΕΥΤΙΚΩΝ ΤΜΗΜΑΤΩΝ (ΧΩΡΙΩΝ) ΝΟΜΟΣ (ΚΕΦ. 342 ΚΑΙ ΝΟΜΟΙ 130 ΤΟΥ 1968, 5 ΤΟΥ 1978, 157 ΤΟΥ 1989 ΚΑΙ 47 ΤΟΥ 1991)

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4425,

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4068, 10/2/2006

E.E., Παρ. I, Αρ. 2284,

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΡΙΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ. ΜΕΡΟΣ Ι Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις

H Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Εργασιακά Θέματα «Το νέο καθεστώς της Μεσολάβησης Διαιτησίας μετά τον Ν. 4303/2014»

Transcript:

ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΔΙΑΛΕΞΗ ΑΡ. 2 Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΜΕΡΟΣ Β Εκτός από το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου όπως λειτουργεί στην βάση του Δικαίου της Ανάγκης και συνεχίζει τις εργασίες του πρώην Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και Ανωτάτου Δικαστηρίου και εκτός των Επαρχιακών Δικαστηρίων και Κακουργιοδικείων, στην Κύπρο λειτουργούν εξειδικευμένα Δικαστήρια. Για σκοπούς πληρότητας να αναφέρουμε ότι τα Επαρχιακά Δικαστήρια κατά την άσκηση της δικαιοδοσίας τους σε αστικής φύσεως υποθέσεις είναι δυνατόν να λειτουργούν και σαν εξειδικευμένα Δικαστήρια στη βάση εξειδικευμένης νομοθεσίας και δικονομίας. Π.χ. ακούουν υποθέσεις που αφορούν απαλλοτριώσεις και επιτάξεις ή και ναυτικές υποθέσεις στην βάση εξειδικευμένου δικονομικού πλαισίου και νομικού καθεστώτος. Στο πλαίσιο αυτό λειτουργούν με βάση τις πρόνοιες του Νόμου 15/62 για τις απαλλοτριώσεις όπως και του Νόμου 21/62 για επιτάξεις και των Κανονισμών Ναυτοδικείου. Επιπρόσθετα ακούουν αιτήσεις για φιλανθρωπικά ιδρύματα ΚΕΦ 41 ως επίσης και για θέματα που άπτονται των εταιρειών δυνάμει του κεφαλαίου 113 ως και των Συνεταιρισμών και Εμπορικών Επωνυμιών δυνάμει του Κεφαλαίου 116. Όμως παράλληλα εξειδικευμένα Δικαστήρια λειτουργούν στην βάση εξειδικευμένης νομοθεσίας και διορίζονται Δικαστές αυτών οι οποίοι ακούουν υποθέσεις όχι σαν Επαρχιακοί Δικαστές αλλά σαν Δικαστές του συγκεκριμένου Δικαστηρίου στο οποίο παρακάθονται για να εφαρμόσουν την εξειδικευμένη νομοθεσία. Τέτοια Δικαστήρια λειτουργούν στον τομέα του Οικογενειακού Δικαίου, στον τομέα του Ενοικιοστασίου, δηλαδή ελεγχόμενων ενοικιάσεων, στον τομέα του Εργατικού Δικαίου συμπεριλαμβανομένων και θεμάτων Ταμείων Προνοίας, αδειών κλπ ως επίσης και στο πλαίσιο εφαρμογής του Στρατιωτικού Κώδικα Στρατιωτικά Δικαστήρια. Τέλος, να υπενθυμίσουμε ότι εξακολουθούν να λειτουργούν τα Εκκλησιαστικά Δικαστήρια στην βάση του άρθρου 111 του Συντάγματος ως επίσης και του Καταστατικού της

Παναγιότατης Εκκλησίας της Κύπρου το οποίο τροποποιήθηκε πρόσφατα. Επίσης λειτουργούν Διοικητικές Αρχές που ακούουν Ιεραρχικές Προσφυγές και ενεργούν σαν Οιονεί Δικαστήρια. ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ: Όπως αναφέραμε πιο πάνω με βάση το Αρθρο 111 του Συντάγματος κάθε θέμα που είχε σχέση με τον γάμο όπως επίσης και το διαζύγιο ή τις οικογενειακάς σχέσεις διαγιγνώσκεται από Οικογενειακό Δικαστήριο το οποίο στην πραγματικότητα ήταν Εκκλησιαστικό όπως λειτουργούσε δυνάμει του Αρθρου 111 (2) του Συντάγματος. Η πρόνοια αυτή τροποποιήθηκε με την πρώτη τροποποίηση του Συντάγματος Νόμο 95/89 του 1989 αφού προηγήθηκε η νομοπροπαρασκευαστική Επιτροπή για τον εκσυγχρονισμό του Οικογενειακού Δικαίου η οποία λειτούργησε από το 1982 και έπειτα διορισθείσα από τον τότε Υπουργό Δικαιοσύνης κ. Φοίβο Ν. Κληρίδη. Η Επιτροπή λειτούργησε με Πρόεδρο της τον τότε Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Λουκή Σαββίδη και Μέλη της, τους Λιάνα Νικολάου, νυν Επίτροπο Διοίκησης και δικηγόρους τον Ανδρέα Λαδά και Δρ. Χρίστο Κληρίδη. Το έργο της η Επιτροπή συνέχισε και αποπεράτωσε με Υπουργό Δικαιοσύνης τον Δημητράκη Λιβέρα, υπέβαλε την έκθεση της και τελικά στην βάση της μετά από διάφορες τροποποιήσεις εγκρίθηκε ένα νέο πλαίσιο του Οικογενειακού Δικαίου, που είχε σαν αποτέλεσμα την θέσπιση μεταξύ άλλων του Νόμου 23/90 ο οποίος προνοεί για την ίδρυση και λειτουργία γενικότερα των Οικογενειακών Δικαστηρίων. Ο Νόμος τέθηκε σε εφαρμογή άμεσα και με βάση τον Νόμο αυτόν, όπως τροποποιήθηκε, συγκροτήθηκαν στην Κύπρο Οικογενειακά Δικαστήρια για διαζύγια που απαρτίζονται από τρεις Δικαστές όπως προβλέπεται στην σχετική υπό παράγραφο (α) της παραγράφου 2 (Α) του Αρθρου 111 του Συντάγματος και σε κάθε άλλη Δίκη από ένα Δικαστή του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Έγινε πρόνοια στο Αρθρο 3 (2) του Νόμου ότι σε περίπτωση που η Εκκλησία δεν θα αποδεχόταν να διορίσει κληρικό πρόεδρο του Οικογενειακού Δικαστηρίου για να προεδρεύει στις Δίκες Διαζυγίου τότε το Ανώτατο Δικαστήριο διορίζει τον Πρόεδρο του Οικογενειακού Δικαστηρίου, κάτι το οποίο έγινε στην πορεία. Η Πρόνοια για συμμετοχή κληρικών στα Οικογενειακά Δικαστήρια έγινε σαν μια ύστατη προσπάθεια να συμμετάσχει και η Εκκλησία στον εκσυγχρονισμό του Δικαίου πλήν όμως προσέκρουσε στην άρνηση της Εκκλησίας. Με βάση το Αρθρο 4 για κάθε Επαρχία συγκροτείται ένα Οικογενειακό Δικαστήριο υπό την αίρεση ότι το Ανώτατο Δικαστήριο μπορεί να μεταβάλει τον αριθμό και τα όρια των

Επαρχιών αυτών. Σαν αποτέλεσμα σήμερα λειτουργούν Οικογενειακά Δικαστήρια που εξυπηρετούν όλες τις Επαρχίες. Οι όροι υπηρεσίας με βάση Άρθρο 7 του Νόμου είναι οι ίδιοι με του Ανώτερου Επαρχιακού Δικαστή και Επαρχιακού Δικαστή. Με βάση το Άρθρο 10 του Νόμου ο Αρχιπρωτοκολλητής στο Ανώτατο Δικαστήριο και οι υπάλληλοι των Πρωτοκολλητείων των Επαρχιακών Δικαστηρίων ασκούν καθήκοντα γραμματείας των Οικογενειακών Δικαστηρίων. Η δικαιοδοσία των Οικογενειακών Δικαστηρίων καθορίζεται στα Άρθρα 11 15. Ασκούν την δικαιοδοσία τους δυνάμει του Άρθρου 111 του Συντάγματος και μεταξύ άλλων για θέματα διαζυγίου θρησκευτικών και πολιτικών γάμων. Επίσης έχουν δικαιοδοσία για θέματα οικογενειακών σχέσεων, θέματα γονικής μέριμνας, διατροφής, αναγνώρισης τέκνου, υιοθεσίας, περιουσιακών σχέσεων των κυπρίων και οποιαδήποτε γαμική ή οικογενειακή διαφορά. Προϋπόθεσις είναι οι διάδικοι ή ένας από αυτούς να έχουν την διαμονή τους στην Δημοκρατία παρόλον που με βάση το Ευρωπαϊκό Δίκαιο τώρα πιθανόν να επαρκεί κυπριακή υπηκοότητα των διαδίκων όπου η διαφορά αφορά κύπριους υπηκόους. Βλέπε Μιχαλιάς v. Μιχαλιάς (2009) στο Revision Material σελ. 132. Επίσης με βάση νομολογία του Οικογενειακού Δικαστηρίου στα θέματα περιουσιακών σχέσεων το Δικαστήριο δεν εφαρμόζει μόνο τον Νόμο (Ν) 232/91 Περί Περιουσιακών Σχέσεων των συζύγων, αλλά και τις Αρχές της Επιεικείας ιδιαίτερα σε σχέση με την ύπαρξη και ή εφαρμογή καταπιστευμάτων οποιασδήποτε μορφής. Βλέπε μεταξύ άλλων Αρθρο 14 του Περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Στοιχείων των Συζύγων Νόμου (Ν) 232/91) και re Manolis Yiangou 1999 1ΑΑΔ 703, Λογγίνος ν. Λογγίνου (2000) 1Β ΑΑΔ 1314 και Φιλίππου ν. Φιλίππου (2003) 1 ΑΑΔ 1343 και Κοζάκη ν. Κοζάκη 2003 1Β ΑΑΔ 1047. Μιχαήλ ν. Γιάγκου 2001 1ΑΑΔ 1643, και Μιχαήλ ν. Μιχαήλ 1999 1ΑΑΔ 703. Βλέπε σε αντίθεση Π. Γρηγορίου ν. Γρηγορίου 2001 1ΑΑΔ 1461. Η κατά τόπο αρμοδιότητα του Δικαστηρίου καθορίζεται στο Άρθρο 12 και βασίζεται στην διαμονή ενός εκ των διαδίκων. Όπου υπάρχει ανήλικο η διαμονή του ανήλικου και του Εναγομένου προσδίδει δικαιοδοσία στην Επαρχία για την οποία ιδρύθηκε το Οικογενειακό Δικαστήριο, το οποίο διατηρεί το δικαίωμα να παραπέμψει, εάν δεν είναι αρμόδιο, στο αρμόδιο κατά τόπον Οικογενειακό Δικαστήριο. Με βάση το Άρθρο 14 το εφαρμοστέο δίκαιο είναι οι πρόνοιες του Συντάγματος δηλαδή του Άρθρου 111, όπως

τροποποιήθηκε, όπως και της σχετικής νομοθεσίας στον τομέα του Οικογενειακού Δικαίου. Έχει εκδοθεί σχετικός δικονομικός θεσμός δυνάμει του Άρθρου 15 του Νόμου. Στα Άρθρα 16 και 17 του Νόμου γίνεται πρόνοια για τις εξουσίες των Οικογενειακών Δικαστηρίων ο δε Νόμος παραπέμπει στον Περί Δικαστηρίων Νόμο στο Τέταρτο Μέρος εξομοιώνοντας με αυτό τον τρόπο στο θέμα των εξουσιών τα Οικογενειακά Δικαστήρια με τα Επαρχιακά. Πρόσθετα, με βάση το Άρθρο 17 του Περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου τα Οικογενειακά Δικαστήρια σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης όπως και σε ορισμένες άλλες περιπτώσεις έχουν δικαιοδοσία να παραχωρήσουν στον ένα σύζυγο την αποκλειστική χρήση της κατοικίας. Ως επίσης και παραλαβής των κινητών που του ανήκουν εκτός των απολύτως απαραιτήτων για την χωριστή εγκατάσταση. Σε σχέση με τις συνεδρίες του Δικαστηρίου και την μαρτυρία/απόδειξη εφαρμόζονται κατ αναλογίαν οι πρόνοιες που εφαρμόζονται στα Επαρχιακά Δικαστήρια. Με βάση το Αρθρο 21 του Νόμου οι Αποφάσεις των Οικογενειακών Δικαστηρίων υπόκειται σε Εφεση ενώπιον Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου το οποίο απαρτίζεται από τρεις Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το Εφετείο αυτό έχει εξουσία Δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου αλλά και Πρωτοβάθμιου σε Εφέσεις ενώπιον του. Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν είναι το Ανώτατο Δικαστήριο αλλά είναι ένα ξεχωριστό ειδικό Εφετείο το οποίο λειτουργεί σαν τέτοιο από αποφάσεις των Οικογενειακών Δικαστηρίων. Συνεπώς, Εφέσεις ενώπιον του δεν καταχωρούνται στο Ανώτατο Δικαστήριο αλλά στο Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο έστω και εάν το Πρωτοκολλητείο του Ανωτάτου Δικαστηρίου παρέχει υπηρεσίες και έστω και αν οι Δικαστές του δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου προέρχονται από την Οικογένεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Τέλος, να επισημάνουμε ότι λειτουργούν στην Κύπρο και Οικογενειακά Δικαστήρια για τις θρησκευτικές ομάδες. Ο νόμος τέθηκε σε ισχύ από 1/1/1990.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΕΛΕΓΧΟΥ ΕΝΟΙΚΙΑΣΕΩΝ: Τα Δικαστήρια αυτά λειτουργούν σήμερα δυνάμει του Περί Ενοικιοστασίου Νόμου 23/1983. Ο Νόμος αυτός τροποποιεί κωδικοποιεί και ενσωματώνει προηγούμενους Περί Ενοικιοστασίου Νόμους. Ιδιαίτερα τον Νόμο 36 του 1975 ο οποίος καταργήθηκε από τον νόμο 23 /1983. Όσον αφορά το δικονομικό πλαίσιο το Δικαστήριο λειτουργεί στην βάση Κανονισμών που θεσπίστηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο οι οποίοι παραπέμπουν, όπου δεν γίνεται πρόνοια στην κατ αναλογία εφαρμογή των Κανόνων Περί Πολιτικής Δικονομίας. Βλέπε Άρθρο 31 του Νόμου. Στα Δικαστήρια Ελέγχου Ενοικιάσεων, παρόλο ότι εφαρμόζεται το Δίκαιο της Απόδειξης παραδοσιακά εφαρμόζεται με κάποια χαλαρότητα ενόψει της φύσης του Δικαστηρίου το οποίο δύναται να δεχθεί μαρτυρία και να την αξιολογήσει ανεξάρτητα με το ότι με βάση το Δίκαιο της Απόδειξης δεν θα ήταν αποδεκτή η μαρτυρία αυτή ενώπιον Δικαστηρίου που επιλύει αστικές διαφορές όπως Επαρχιακού Δικαστηρίου. Με βάση το Άρθρο 4 καθιδρύονται Δικαστήρια Ελέγχου Ενοικιάσεων ο αριθμός των οποίων δεν υπερβαίνει τα τρία. Κάθε Δικαστήριο απαρτίζεται από έναν Πρόεδρο και δυο άλλα Μέλη οι οποίοι διορίζονται από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο. Τα δυο Μέλη αυτά διορίζονται από κατάλογο ο οποίος συμπεριλαμβάνει εκπροσώπηση των συμφερόντων των ιδιοκτητών και των ενοικιαστών. Τα Δικαστήρια Ελέγχου Ενοικιάσεων είναι τριμελή και εκπροσωπούνται σε αυτά τα συμφέροντα εξίσου από τα δυο Μέλη, εκτός του Προέδρου, των Ιδιοκτητών και των Ενοικιαστών. Δημιουργείται Γραμματεία παρά τω Δικαστηρίω σε κάθε Επαρχία η οποία διαθέτει Γραμματέα και Μέλη Προσωπικού. Σύμφωνα με το Αρθρο 5 η εκδίκαση είναι συνοπτική και όπως αναφέραμε πιο πάνω το «Δικαστήριο δεν δεσμεύεται υπό του εκάστοτε ισχύοντος δικαίου της αποδείξεως». Το Δικαστήριο επιλαμβάνεται θεμάτων που αφορούν τον καθορισμό ενοικίων κατοικιών και καταστημάτων θεσμίου ενοικιαστή, δηλαδή ενοικιαστή σε περιοχές όπου ισχύει ο Περί Ενοικιοστασίου Νόμος (σε όλες τις πόλεις και δήμους ισχύει). Θέσμιος ενοικιαστής σύμφωνα με το Αρθρο 2 του Νόμου είναι ο ενοικιαστής ακινήτου η ενοικίαση του οποίου έχει λήξει ή τερματισθεί αλλά εξακολουθεί τούτος να κατέχει το ακίνητο. Το Υπουργικό Συμβούλιο δημοσιεύει Διάταγμα στην Επίσημο Εφημερίδα της Δημοκρατίας με το οποίο κηρύττει οποιαδήποτε περιοχή στην Κύπρο

από καιρού εις καιρόν σαν ελεγχόμενη και καθορίζει σε αυτό τα ακίνητα ουσιαστικά επί των ο οποίων εντός της περιοχής εφαρμόζεται το εν λόγω Διάταγμα. Βλέπε Αρθρο 2 (β) (3) του Νόμου. Εκτός από θέματα ενοικίου το Δικαστήριο επιλαμβάνεται και θεμάτων ανάκτηση κατοχής. Με βάση το Αρθρο 11 του Νόμου η ανάκτησης κατοχής περιορίζεται σε συγκεκριμένες μόνο περιπτώσεις όπως π.χ. όπου υπάρχει παράλειψη καταβολής οποιουδήποτε ενοικίου ή όπου το ακίνητο έχει υποστεί ζημία λόγω καταστρεπτικών πράξεων ή σοβαρής αμέλειας του Ενοικιαστή ή που υπάρχει διαγωγή που αποτελεί οχληρία ή παράβαση όρου Περί υπενοικίασης ή που απαιτείται λογικά από τον ιδιοκτήτη ή για σκοπούς κατεδάφισης ή κατεδάφισης και επαναδοικοδόμησης. Βεβαίως μπαίνουν αυτές οι προϋποθέσεις τόσον διαδικαστικής όσο και ουσιαστικής μορφής με στόχο για κοινωνικοοικονομικούς σκοπούς να διαφυλάττεται και διασφαλίζεται η κατοχή του ακινήτου από τον ενοικιαστή έστω και αν η ενοικίαση έχει λήξει ή τερματιστεί. Ο νόμος κρίθηκε παλαιότερα συνταγματικός αλλά παραμένει θέμα κατά πόσο με την εφαρμογή σήμερον και την νομολογία έκτοτε της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ο περιορισμός στις εξώσεις και ή τα ενοίκια είναι δυνατόν να συνεχίσει. Το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων έχει δικαιοδοσία, επίσης να αναθεωρεί Διατάγματα του ως επίσης και να τιμωρεί για παρακοή αλλά και να παραχωρεί νέα ενοικίαση, ως και δικαιοδοσία να επιβάλλει όρους επί παντός Διατάγματος. Σύμφωνα με το Αρθρο 7 του Νόμου οποιαδήποτε Απόφαση του Δικαστηρίου υπόκειται εντός 42 ημερών από την έκδοση της σε Εφεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η πρόνοια αυτή ισχύει από το 1999. Το Δικαστήριο έχει δικαίωμα να επιδικάζει εμπορική εύνοια (αέρα) προς όφελος ενοικιαστή ο οποίος θα την απολέσει σε περίπτωση έξωσης του. Στο Μέρος V γίνεται πρόνοια για προσωρινές διατάξεις για εκτοπισθέντες και δισπραγούσες και απροσπέλαστους περιοχές. Όσον αφορά την δικαιοδοσία του Δικαστηρίου για την έκδοση προσωρινών Διαταγμάτων ή και άλλων εξουσιών του Δικαστηρίου, το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων εφαρμόζει κατ αναλογίαν τις πρόνοιες του Περί Δικαστηρίων Νόμου. ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ: Για θέματα Εργατικού Δικαίου δικαιοδοσία έχουν δυο Δικαστήρια. Το Επαρχιακό Δικαστήριο όπου η Απαίτηση αφορά αποζημιώσεις για παράνομο τερματισμό απασχόλησης και η διεκδικούμενη απαίτηση είναι για μελλοντική απώλεια απολαβών για

περίοδο πέραν των δυο ετών. Για αποζημιώσεις μέχρι απώλεια απολαβών 2 ετών αποκλειστική αρμοδιότητα έχει το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών. Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει ερμηνεύσει αυστηρά τις πρόνοιες της εργατικής νομοθεσίας, με πάγια νομολογία του ότι, εκτός όπου υπάρχει ρητή πρόνοια για εργοδότηση μέχρι συγκεκριμένο όριο ηλικίας σε γραπτή ή προφορική σύμβαση η οποία αποδεικνύεται, κάθε άλλη σύμβαση μπορεί να τερματισθεί με λογική προειδοποίηση η οποία για πολύ παλαιούς υπαλλήλους δυνατόν να γίνει με προειδοποίηση των 12 μηνών. Σαν αποτέλεσμα η συντριπτική πλειοψηφία των υποθέσεων για ισχυριζόμενο παράνομο τερματισμό των υπηρεσιών εκδικάζονται στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, το οποίο λειτουργεί στην βάση των προνοιών του Περί Ετησίων Αδειών Μετ Απολαβών Νόμου 8/1967, ο οποίος τροποποιήθηκε αρκετές φορές μέχρι σήμερα. Το Μέρος IV του Νόμου προνοεί για την εγκαθίδρυση Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών. Στο Άρθρο 12 του Νόμου το οποίο είναι εκτενές καθορίζεται κάθε σχετικό θέμα ως και η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Συνοπτικά το Δικαστήριο επιλαμβάνεται κάθε εργατικής διαφοράς και παντός παρεμπίπτοντος ή συμπληρωματικού θέματος, ως επίσης και θεμάτων που εγείρονται από την σύμβαση εργασίας, όπως ετήσιες άδειες δεδουλευμένο ημερομίσθια, φιλοδώρημα, 13 μισθό κλπ. Στην δικαιοδοσία επίσης του Δικαστηρίου αυτού παραπέμπονται και διαφορές δυνάμει άλλων Νόμων της εργατικής νομοθεσίας όπως π.χ. του Νόμου ο Περί Εργοδοτουμένων Με Εργασία Ορισμένου Χρόνου (Απαγόρευση Δυσμενούς Μεταχείρισης) Νόμος 98 (1)/2003, σε σχέση με συμβασιούχους υπαλλήλους του Δημοσίου ή και άλλους με συμβάσεις ληξιπρόθεσμες οι οποίες καθίστανται αορίστου διαρκείας ή του Νόμου για Ταμεία Προνοίας Ν. 44/81. Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών έχει ένα Πρόεδρο ή Δικαστή και δυο άλλα Μέλη που αντιπροσωπεύουν την εργοδοτική και εργατική πλευρά. Ο Πρόεδρος και Δικαστές διορίζονται από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο. Η αντιμισθία και οι όροι υπηρεσίας του Προέδρου είναι οι εφαρμοζόμενοι στον Ανώτερο Επαρχιακό Δικαστή και τον Δικαστή. Τα άλλα Μέλη αντλούνται από κατάλογο και διορίζονται από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο για διετία. Η έδρα του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών είναι η Λευκωσία αλλά υπάρχει δυνατότητα με βάση το Άρθρο 12(10) το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών να λειτουργεί και σε άλλες Επαρχίες. Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών που λειτουργεί σε άλλες επαρχίες επιλαμβάνεται υποθέσεων όταν η διαφορά έχει ανακύψει εντός της εν λόγω Επαρχίας ή αν ο αιτητής σε περίπτωση που δεν υπάρχει το στοιχείο αυτό έχει την συνήθη ή μόνιμη κατοικία του στην Επαρχία. Η αίτηση στο

Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών υποβάλλεται εντός 12 μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία ανέκυψε το δικαίωμα ή εντός εννέα μηνών από την απάντηση του ταμείου για πλεονάζων προσωπικό. Σύμφωνα με το Άρθρο 11(12) η διαδικασία είναι συνοπτική και διέπεται από δικονομικούς θεσμούς που έχουν εκδοθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο. Το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τους κανόνες απόδειξης. Οποιαδήποτε Απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών υπόκειται σε Έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο εντός 42 ημερών. Περαιτέρω με βάση την προσθήκη του Άρθρου 12(α) από το 2001 κάθε απόφαση του Δικαστηρίου φέρει τόκο ανάλογα με αυτό που προβλέπεται στο Περί Δικαστηρίων Νόμο, από την ημερομηνία καταχώρησης της αίτησης ή στις περιπτώσεις πλεονασμού από την 184 η ημέρα απόλυσης. Διορίζεται πρωτοκολλητής με υπαλλήλους με έδρα του Δικαστηρίου την Λευκωσία, όπως αναφέραμε πιο πάνω. Ως επί το πλείστον η πρακτική απέδειξε ότι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών λειτουργεί ικανοποιητικά και εκδίδει αποφάσεις ακλουθώντας την Νομολογία του ιδίου του Δικαστηρίου ως και την Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αλλά και νομολογία αγγλικών Δικαστηρίων στον τομέα του αγγλικού Εργατικού Δικαίου. Η διεκπεραίωση των υποθέσεων είναι συντομοτέρα αυτής στα Επαρχιακά Δικαστήρια. ΣΤΡΑΤΟΔΙΚΕΙΟ: Σαν αποτέλεσμα των δικοινοτικών ταραχών κατέστη αναγκαία η σύσταση της Εθνικής Φρουράς. Η Κυπριακή Δημοκρατία τελούσε υπό απειλήν εισβολής και αντιμετώπιζε επίσης εσωτερικό κίνδυνο, λόγω των δικοινοτικών ταραχών που ξέσπασαν τον Δεκέμβριο του 1963. Αναπόφευκτα, με την δημιουργία Εθνικής Φρουράς προέκυψε σαφώς και η αναγκαιότητα θέσπισης Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα και Δικονομίας. Προφανώς χρησιμοποιήθηκε το ελληνικό πρότυπο. Ο Ποινικός Κώδικας είναι το απαραίτητο συμπλήρωμα στο, Περί Εθνικής Φρουράς Νόμο 20/1964. Ο Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας και Δικονομία θεσπίστηκαν με τον Νόμο 40 του 1964. Το 14 ο μέρος του Νόμου καλύπτει τον οργανισμό των Δικαστηρίων και την Δικονομία. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο Αρθρο 102 «η ποινική δικαιοσύνη εν των στρατώ απονέμεται: Α Υπό του Στρατιωτικού Δικαστηρίου ως Πρωτοβαθμίου. Β. Υπό του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως Δευτεροβαθμίου»

Με το Άρθρο 103 του Νόμου καθιδρύεται Στρατιωτικό Δικαστήριο και ασκεί καθ άπασα στην Κύπρο την δικαιοδοσία του. Το Στρατιωτικό Δικαστήριο συνεδριάζει στην Λευκωσία αλλά, και σε Επαρχιακά Δικαστήρια στις άλλες πόλεις. Δυνάμει του Άρθρου 104 το Στρατιωτικό Δικαστήριο σύγκειται εκ του Προέδρου ή του Αναπληρωτού Προέδρου και δυο Στρατοδικών απάντων διοριζομένων υπό του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου. Σύμφωνα με το Άρθρο 104 (Α) του Νόμου ο Πρόεδρος πρέπει αν κατέχει τα προσόντα του Ανώτερου Επαρχιακού Δικαστή και ο Αναπληρωτής του Επαρχιακού Δικαστή. Ο Πρόεδρος φέρει virtute officio το βαθμό του Υποστράτηγου και Ταξίαρχου αντίστοιχα. Οι Στρατοδίκες ορίζονται από τον Πρόεδρο του Στρατοδικείου με βάση κατάλογο Στρατοδικών που ετοιμάζει το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο. Περαιτέρω, σύμφωνα με το Άρθρο 105 διορίζονται υπάλληλοι τα καθήκοντα και οι εξουσίαι των οποίων καθορίζονται από διαδικαστικό κανονισμό του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Είναι αμφίβολο κατά την γνώμη μου κατά πόσο το Ανώτατο Δικαστήριο κέκτηται αρμοδιότητος με διαδικαστικό κανονισμό να καθορίζει καθήκοντα υπαλλήλου. Πολύ πιθανόν τούτο να αντίκειται προς το Σύνταγμα. Συμφώνως του Αρθρου 106 καθήκοντα Στρατιωτικών Εισαγγελέων εκτελούν νομικοί λειτουργοί της νομικής υπηρεσίας αλλά ο Γενικός Εισαγγελέας εξουσιοδοτεί αξιωματικούς λοχαγούς και άνω με νομική κατάρτιση που είναι εγγεγραμμένοι στο μητρώο δικηγόρων να εκτελούν χρέη και καθήκοντα Στρατιωτικού Εισαγγελέα. Γίνεται πρόνοια στο Άρθρο 107 ανάλογα με τον βαθμό του κατηγορουμένου, για το βαθμό του Προέδρου και Στρατοδικών. Η δικαιοδοσία και αρμοδιότητα των Στρατιωτικών Δικαστηρίων επεξηγείται και αναλύεται λεπτομερώς στο Άρθρο 112. Βασικά, το Στρατιωτικό Δικαστήριο δικάζει περί αδικημάτων και όχι για αποζημιώσεις που προκύπτουν από τα αδικήματα. Στην αρμοδιότητα του Στρατιωτικού Δικαστηρίου υπάγονται αδικήματα τα οποία διαπράττονται από στρατιωτικούς αιχμάλωτους πολέμου, λιποτάκτες, εν αδεία διατελούντες στρατιωτικούς μέχρι δυο μήνες, και στρατεύσιμους. Σημασίας είναι η πρόνοια του Άρθρου 112 (2)(3) το οποίο προνοεί: «Κατ εξαίρεση, υπάγονται εις την αρμοδιότητα του Στρατιωτικού Δικαστηρίου ιδιώται εφόσον δια του παρόντος νόμου ή άλλου ειδικού νόμου ούτως ορίζεται.».

Σύμφωνα με το Άρθρο 113 γίνονται εξαιρέσεις στο Άρθρο 112. Εξαιρούνται από την αρμοδιότητα του Στρατιωτικού Δικαστηρίου και δικάζονται από τα κοινά Ποινικά Δικαστήρια οι παραβάσεις Νόμων Περί Εκλογών, η πειρατεία και ναυταπάτη, οι παραβάσεις των τελωνειακών, δασικών και φορολογικών Νόμων, των Νόμων Περί Ναρκωτικών και Θήρας και πάσα υπό τον κοινό Ποινικό Νόμο, αξιόποινος πράξις η οποία διαπράττεται κατά μελών των δυνάμεων ασφαλείας ή κατά την εκτέλεση αστυνομικών καθηκόντων αυτών. Επίσης, εξαιρούνται παραβάσεις τροχαίας εφόσον ο στρατιωτικός δεν ετέλη σε διατεταγμένη υπηρεσία και το όχημα του δεν ανήκε εις την στρατιωτική υπηρεσία. Επίσης εξαιρούνται αδικήματα περιφρόνησης κοινού Ποινικού Δικαστηρίου, διαπραττόμενα στο ακροατήριο. Τέλος, να σημειωθεί επίσης ότι σύμφωνα με το Άρθρο 114 όπου υπάρχει συμμετοχή στρατιωτικών και ιδιωτών τότε άπαντες υπάγονται στα κοινά Δικαστήρια. Εκτός εάν το αδίκημα αφορά το, στρατιωτικό Ποινικό Νόμον οπότε γίνεται διαχωρισμός των στρατιωτικών από τους ιδιώτες. Όπου υπάρχει αμφισβήτηση αρμοδιότητας μεταξύ στρατοδικείου και Ποινικού Δικαστηρίου το θέμα επιλύει το Ανώτατο Δικαστήριο. Οι πρόνοιες των Άρθρων 116 και έπειτα αφορούν την δικονομία. ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ: Σε σχέση με τα Εκκλησιαστικά Δικαστήρια, το θέμα όπως είδαμε διέπεται από το Άρθρο 111 του Συντάγματος όπως τροποποιήθηκε και το καταστατικό της Αγιότατης Εκκλησίας της Κύπρου του 1999, μέχρι πρόσφατα οπότε και τροποποιήθηκε. Με βάση το Άρθρο 236 του εν λόγω καταστατικού ιδρύονται Εκκλησιαστικά Δικαστήρια Οικογενειακού Δικαίου τα οποία διακρίνονται σε πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια δηλαδή Εφετεία. Ο Πρόεδρος του πρωτοβάθμιου είναι πάντοτε αξιωματούχος κληρικός και αν είναι δυνατόν κάτοχος πτυχίου νομικής, Άρθρο 240. Απαρτίζονται δυνάμει του Άρθρου 239 από ένα Πρόεδρο και 2 Παρέδρους. Το Εφετείο λειτουργεί σε κάθε Επισκοπική περιφέρεια, Άρθρο 236 και απαρτίζεται σύμφωνα με το Άρθρο 247 από ένα Πρόεδρο και 2 Παρέδρους. Σύμφωνα με το Άρθρο 248 ο Πρόεδρος του Εφετείου είναι πάντοτε ο οικείος Επίσκοπος ή ο βοηθός και οι Παρέδροι είναι κληρικοί απόφοιτοι, αν είναι δυνατόν Θεολογικής ή Νομικής Σχολής. Στα Άρθρα 260 και έπειτα έως 267 καθορίζεται η

αρμοδιότητα του Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου και τα επόμενα Άρθρα αφορούν την διαδικασία ως και τις Εφέσεις μέχρι το Άρθρο 355. Η λειτουργία των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων και οι αποφάσεις τους για θέματα διαζυγίου, αλλά και άλλα συναφή δεν δεσμεύουν την πολιτεία. Όπως είδαμε με βάση την Πρώτη Τροποποίηση του Συντάγματος το 1989, θέματα πλέον διαζυγίου αφορούν αποκλειστικά την πολιτεία και τα Οικογενειακά Δικαστήρια των οποίων και μόνον οι αποφάσεις αναγνωρίζονται από την πολιτεία. Στην πράξη, για να καταχωρηθεί Αίτηση Διαζυγίου με βάση τις πρόνοιες της Νομοθεσίας βλέπε Ν 22/90 επιδίδεται γνωστοποίηση προς τον οικείο Επίσκοπο της πρόθεσης καταχώρησης Αίτησης Διαζυγίου με στόχο να εμπλακεί η Εκκλησία σε απόπειρα συνδιαλλαγής. Μετά την πάροδο τριμήνου προθεσμίας, χωρεί Αίτηση Διαζυγίου στο Εκκλησιαστικό Δικαστήριο. Εκκλησιαστικό διαζύγιο επιδιώκεται να εκδοθεί στις περιπτώσεις που είναι επιθυμία των διαδίκων να τελέσουν μελλοντικά θρησκευτικό γάμο με δεδομένο ότι η εκκλησία αρνήθηκε να συμμετάσχει στα Οικογενειακά Δικαστήρια και να αποδεχθεί την δικαιοδοσία τους για έκδοση διαζυγίου. ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ: Αποκλειστική αρμοδιότητα για εφαρμογή του Διοικητικού Δικαίου και για ακύρωση πράξεων και ή παραλείψεων της διοίκησης έχει το Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος και του Άρθρου 29. Όμως, οιονεί Διοικητικά Δικαστήρια λειτουργούν για φορολογικά θέματα όπως και για αναθεώρηση κατακύρωσης προσφορών από το Δημόσιο. Το καθεστώς τους δεν είναι ακριβώς καθεστώς Διοικητικού Δικαστηρίου, αλλά Αναθεωρητικής ουσιαστικά Αρχής. Με λίγα λόγια μέσα στο πλαίσιο μορφής διοικητικής προσφυγής εξετάζουν αποφάσεις φορολογικών αρχών και ή αποφάσεων της Αναθέτουσας Αρχής στον τομέα των προσφορών. Από τις αποφάσεις εντός 75 ημερών δύναται να καταχωρηθεί Προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει του Αρθρου 146 του Συντάγματος. Σχετικές είναι οι πρόνοιες του Περί Σύναψης Συμβάσεων (προμήθειες, έργα και υπηρεσίες) Νόμου 101(1) του 2003 ως και για τα φορολογικά θέματα που καλύπτονται από το Εφοριακό Συμβούλιο οι πρόνοιες του Περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου 4/78. Σε σχέση με τις προσφορές, το μέρος IV ΤΟΥ νόμου 101(1)/2003 προνοεί για την καθίδρυση Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών η οποία με βάση το Άρθρο 155 εξετάζει Ιεραρχικές Προσφυγές εναντίον

πράξεων ή αποφάσεων της Αναθέτουσας Αρχής. Στο Άρθρο 56 γίνεται λεπτομερής πρόνοια για την Προσφυγή και την διαδικασία κατά της απόφασης της Αναθέτουσας Αρχής και στο Άρθρο 60 προνοείται ότι «αν ο ενδιαφερόμενος θεωρεί τον εαυτό του αδικημένο από την απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών δικαιούται να ασκήσει Προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος, η Αναθεωρητική Αρχή έχει λειτουργήσει με αρκετή επιτυχία έχει δε πλούσια νομολογία η οποία δημοσιεύεται στο διαδίκτυο. Πρόσφατα έχουν διατυπωθεί παράπονα για καθυστέρηση στην διεκπεραίωση υποθέσεων αλλά είναι δίκαιο να αναφέρουμε ότι εναντίον σχεδόν κάθε απόφασης Αναθέτουσας Αρχής καταχωρείται Ιεραρχική Προσφυγή και, πλέον, έχει καθιερωθεί η πρακτική της άσκησης της Ιεραρχικής Προσφυγής και στην συνέχεια του ένδικου μέτρου Προσφυγής στο Ανώτατο Δικαστήριο. Σε αρκετές περιπτώσεις, το θέμα επιλύεται και τελειώνει στο στάδιο της Αναθεωρητικής Αρχής προσφορών. Έχουν γίνει προτάσεις για βελτίωση των όρων λειτουργίας της Αρχής ή και δημιουργίας περαιτέρω διαδικασιών για απάβλυνση του προβλήματος ιδιαίτερα για τις περιπτώσεις πολλών εκατομμυρίων και μεγάλων έργων η εκτέλεσης των οποίων καθυστερεί πολλές φορές για χρόνια μέχρι περάτωσης των διαδικασιών ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής και στην συνέχεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Όμως, το φαινόμενο αυτό θα έλεγα ότι είναι «παγκόσμιο». Δυνάμει σχετικών προνοιών του Νόμου 4/78, και συγκεκριμένα του Άρθρου 4 (α) το οποίο εισήχθηκε το 1999, καθιδρύεται Εφοριακό Συμβούλιο με αρμοδιότητα την εξέταση Ιεραρχικών Προσφυγών εναντίον αποφάσεων του Διευθυντή του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων και ή λειτουργών του. Σύμφωνα με το Άρθρο 20 του Νόμου, οποιοδήποτε πρόσωπο θεωρεί τον εαυτό αδικημένο από την φορολογία που του επιβλήθηκε έχει επιλογή, είτε να ασκήσει προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο, σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος, ή να ασκήσει Ιεραρχική Προσφυγή στο Εφοριακό Συμβούλιο εναντίον της Απόφασης εντός 45 ημερών. Για να επιληφθεί της Προσφυγής το Εφοριακό Συμβούλιο, προηγείται καταβολή του μη αμφισβητούμενου μέρους του φόρου. Μετά την εξέταση της Ιεραρχικής Προσφυγής σε Ακρόαση που προηγείται και αφού ακούσει τις απόψεις του Αιτητή και του Διευθυντή ή του αντιπροσώπου των, το Εφοριακό Συμβούλιο αποφασίζει επί του θέματος. Με βάση το Άρθρο 21 του Νόμου, οποιοδήποτε πρόσωπο θεωρεί τον εαυτό του αδικημένο μπορεί στην συνέχεια να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά της απόφασης του Εφοριακού Συμβουλίου. Η σύσταση και λειτουργία του Εφοριακού Συμβουλίου καθορίζονται σε κανονισμούς που έχει εκδώσει το Υπουργικό Συμβούλιο. Το Εφοριακό Συμβούλιο επιλαμβάνεται μεταξύ άλλων αποφάσεων για άμεσους φόρους

δεν ασχολείται με θέματα που αφορούν το ΦΠΑ. Δεδομένου ότι ο ΦΠΑ καθορίζεται με τις πρόνοιες άλλης νομοθεσίας και την διαχείριση του οποίου έχει το τμήμα τελωνείων. ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Η Οργάνωση των Δικαστηρίων στην Κύπρο ξεκίνησε από την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, Ανωτάτου Δικαστηρίου και Επαρχιακών Δικαστηρίων για να συμπτυχθεί αργότερα, όπως είδαμε πιο πάνω, ενόψει του δικαίου της Ανάγκης σε ενιαίο Ανώτατο Δικαστήριο και Επαρχιακά Δικαστήρια. Λόγω των αναγκών που προέκυψαν με την θέσπιση εξειδικευμένων νομοθετημάτων εγκαθιδρύθηκαν και εξειδικευμένα Δικαστήρια σε εξειδικευμένους τομείς. Εκ των πραγμάτων, και στην πορεία, κατέστη αναγκαίο να διευρυνθεί η οργάνωση των δικαστηρίων. Παρόλον, τούτο, η Κύπρος αντιμετωπίζει όπως και οι περισσότερες ίσως Ευρωπαϊκές χώρες πρόβλημα καθυστερήσεων στην απονομή της Δικαιοσύνης. Έχουν ασφαλώς ληφθεί μέτρα προς την κατεύθυνση βελτίωσης της όλης κατάστασης, όχι όμως προς την οριστική επίλυση του θέματος. Είναι ανάγκη το θέμα να αντιμετωπιστεί σφαιρικά και προφανώς θα ήταν χρήσιμο για τον σκοπό αυτόν να εισαχθεί στην Κύπρο ο θεσμός μόνιμης Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής η οποία να απαρτίζεται από νομομαθείς οι οποίοι να εξετάζουν από καιρού εις καιρόν θέματα που αφορούν την δυσλειτουργία στον τομέα απονομής της δικαιοσύνης με στόχο την έκδοση διαρκών εκθέσεων έτσι που να υπάρχει μια διαρκής προσπάθεια ανανέωσης και βελτίωσης της οργάνωσης των δικαστηρίων. Δεν διαφεύγει της προσοχής μας ότι τα ποσά τα οποία διατίθενται ετήσια στον εκάστοτε προϋπολογισμό για θέματα δικαιοσύνης δεν επαρκούν. Παρόλον ότι η δικαιοσύνη με τα λίγα μέσα που διαθέτει κατάφερε στην Κύπρο να επιτελέσει ένα αρκετά αξιόλογο έργο, σίγουρα θα μπορούσε να πετύχει ακόμα περισσότερα εάν και εφόσον υπήρχαν συγκεκριμένες και έγκυρες προτάσεις σε διαρκή βάση και αυτές υλοποιούντο με την διάθεση των απαραίτητων όρων για τον σκοπό αυτόν. Δρ. Χρίστος Κληρίδης 11.10.2011