ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΕΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΠΑΡΑ ΟΣΕΙΣ ΜΕΡΟΣ Β ΤΑ Ε ΟΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΜΕΡΟΣ Γ ΤΑ Ε ΟΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗ ΙΑΝΟΜΗ ΤΟΥ ΕΙΣΟ ΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗ ΦΤΩΧΕΙΑ Γιάννης Σακέλλης Ακ. Ετος 2013-14
ΜΕΡΟΣ Β Τα Δεδομένα για την Κατάσταση Απασχόλησης του Πληθυσμού και η Έρευνα Εργατικού Δυναμικού Κάθε μέρα περί τα 3,6 εκατομμύρια άνθρωποι στη χώρα μας πηγαίνουν για δουλειά. Προσφέρουν την εργασία τους στο δημόσιο, στις επιχειρήσεις αλλά και ως αυτοαπασχολούμενοι. Οι δεξιότητες που κατέχουν καθώς και η εργασία που προσφέρουν είναι εξαιρετικά ανομοιογενής: Εξειδικευμένοι ή ανειδίκευτοι βιομηχανικοί εργάτες, υπάλληλοι γραφείου, ελεύθεροι επαγγελματίες διαφόρων ειδικοτήτων, δάσκαλοι, ιατροί, δικηγόροι, αγρότες με δική τους εκμετάλλευση, εργάτες γης κ.λπ.. Στον αντίποδα, οι επιχειρήσεις ζητούν εργασία. Ανάλογα με τις απαιτήσεις της παραγωγής αναζητούν εν δυνάμει εργαζόμενους με τις αντίστοιχες εξειδικεύσεις και δεξιότητες. Στην αγορά εργασίας και υπό συνθήκες τέλειου ανταγωνισμού το ύψος της αμοιβής εργασίας είναι αυτό που καθορίζει το επίπεδο απασχόλησης και διασφαλίζει το σημείο ισορροπίας ανάμεσα στην προσφορά και στη ζήτηση εργασίας. Εάν στη λειτουργία της αγοράς υπάρχουν ατέλειες (που υπάρχουν), τότε δημιουργείται διάσταση ανάμεσα στην προσφορά και τη ζήτηση. Ετσι, στην περίπτωση που η προσφορά εργασίας υπερβαίνει τη ζήτηση αυτής (δηλαδή αυτοί που επιθυμούν να εργασθούν είναι περισσότεροι από αυτούς που επιχειρήσεις θέλουν να προσλάβουν), εμφανίζεται στην αγορά πλεόνασμα εργατικών χεριών, το οποίο κοινωνικά σημαίνει ανεργία. Έτσι, σήμερα στην Ελλάδα πέρα από τα περίπου 3,7 εκατομμύρια άτομα που εργάζονται, υπάρχουν και περί το 1,4 εκατομμύριο που δεν εργάζονται (αν και θα ήθελαν να εργασθούν), και κάνουν προσπάθειες (απεγνωσμένες, πολλές φορές), για βρουν δουλειά. Η κατάσταση απασχόλησης του πληθυσμού βρίσκεται στο επίκεντρο της πολιτικής σκηνής και αποτελεί σημείο συνάντησης των κοινωνικών, ανθρωπιστικών και οικονομικών επιστημών. Η ποσοτική πλευρά προσεγγίζεται κυρίως από την Έρευνα Εργατικού Δυναμικού (Labour Force Survey) η οποία διεξάγεται με ευθύνη της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής και με κοινό Κανονισμό και Ορισμούς της Eurostat για όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ.
3.1 Η Ταυτότητα της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού Η Έρευνα Εργατικού Δυναμικού διεξάγεται κάθε τρίμηνο. Είναι δειγματοληπτική με το μέγεθος του δείγματος να κυμαίνεται από 30.000 έως 50.000 νοικοκυριά, με τελική δειγματοληπτική μονάδα έρευνας το νοικοκυριό και καλύπτει το σύνολο της χώρας 1. Παράγει στοιχεία, για κάθε μια από τις 13 Περιφέρειες της χώρας. Τα στοιχεία αναφέρονται σε τρεις κατηγορίες του πληθυσμού από 15 ετών και άνω: 1 η Κατηγορία: Απασχολούμενοι 2 η Κατηγορία: Άνεργοι 3 η Κατηγορία: Μη εργατικό δυναμικό Και οι τρεις ως άνω κατηγορίες προσεγγίζονται ως προς το φύλο, την ηλικία, την οικογενειακή κατάσταση και το επίπεδο εκπαίδευσης. Οι απασχολούμενοι και όσες/όσοι από τις άλλες δυο κατηγορίες εργάστηκαν στο παρελθόν προσεγγίζονται και ως προς τον Κλάδο Παραγωγικής Δραστηριότητας, την Επαγγελματική Κατηγορία και τη Θέση στο Επάγγελμα Επιπλέον, πέρα των ανωτέρω βασικών στοιχείων, μέσω της επεξεργασίας του πρωτογενούς υλικού της Έρευνας είναι δυνατόν να παραγάγουμε σημαντικό αριθμό δεδομένων που αφορούν την κατάσταση απασχόλησης του πληθυσμού. 1 Με την Ερευνα Εργατικού Δυναμικού καλύπτεται το σύνολο του πληθυσμού της Χώρας εξαιρουμένων: 1. των μελών των συλλογικών συμβιώσεων, όπως βρεφοκομεία, ορφανοτροφεία, γηροκομεία, στρατώνες, φυλακές, ψυχιατρεία, διάφορα άσυλα κ.λπ. 2. των νοικοκυριών των αλλοδαπών που υπηρετούν σε πρεσβείες, προξενεία, στρατιωτικές και άλλες αποστολές 3. των έφεδρων αξιωματικών και οπλιτών σε κατοικία έξω από το στρατόπεδο 4. των μελών των νοικοκυριών που βρίσκονται εκτός οικισμού, δηλαδή μένουν σε κατοικίες που απέχουν περισσότερο από 200 μέτρα από την τελευταία οικοδομή του οικισμού.
Η παραγωγή των δεδομένων προέρχεται από το ερωτηματολόγιο της Έρευνας το οποίο απευθύνεται στα νοικοκυριά και συμπληρώνεται από εκπρόσωπο αυτών, με τη βοήθεια και παρουσία εξουσιοδοτημένου από την ΕΛΣΤΑΤ ερευνητή. 3.1.2 Το Ερωτηματολόγιο της Έρευνας Το πλέον πρόσφατο ερωτηματολόγιο της Έρευνας χωρίζεται σε δύο Μέρη: Στο πρώτο μέρος περιλαμβάνονται αναλυτικά ερωτήσεις για τα δημογραφικά στοιχεία των μελών του νοικοκυριού, ενώ το εκτενέστατο δεύτερο μέρος διαιρείται συνολικά σε 11 επιμέρους ενότητες ως εξής 2 : Α. Γενικά στοιχεία απασχόλησης μελών (13 ερωτήσεις) Β. Στοιχεία της μοναδικής ή πρώτης εργασίας (26 ερωτήσεις) Γ. Εργασία με βάρδιες και άλλα χρονικά χαρακτηριστικά της κύριας απασχόλησης (6 ερωτήσεις) Δ. Εκπαίδευση που σχετίζεται με την εργασία (6 ερωτήσεις) Ε. Δεύτερη απασχόληση (5 ερωτήσεις) Στ. Τυχόν προηγούμενη εργασία γι αυτούς που δεν εργάζονται (6 ερωτήσεις) Ζ. Αναζήτηση εργασίας (5 ερωτήσεις) Η. Κατάσταση απασχόλησης κατά την άποψη του ερωτώμενου (1 ερώτηση) με τα οικιακά ή αν τελικά θεωρεί ότι δεν ανήκει σε καμία από τις ανωτέρω περιπτώσεις. Θ. Εκπαίδευση (1 ερώτηση) Ι. Κυριότερη ασχολία ένα χρόνο πριν: ΙΑ. Εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες 3 2 http://www.statistics.gr/portal/page/portal/esye/bucket/a0101/other/a0101_sjo01_qs_q Q_01_2011_04_2011_01_F_GR.pdf 3 Επισημαίνεται ότι ανάλογα με τις απαιτήσεις της εφαρμοζόμενης κοινωνικής πολιτικής, στο πλαίσιο της τακτικής τριμηνιαίας έρευνας Εργατικού υναμικού πραγματοποιούνται ad hoc έρευνες, προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες αυτές. Ενδεικτικά αναφέρονται οι έρευνες «Μετάβαση από την Εκπαίδευση στην Αγορά Εργασίας» και «Μορφές και ιάρκεια Χρόνου Εργασίας»
3.1.3 Βασικές Έννοιες και Ορισμοί Για την προσέγγιση των δεδομένων της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού είναι απαραίτητο να έχουμε υπ όψη μας τους παρακάτω συμβατικούς ορισμούς, η γνώση των οποίων μας επιτρέπει να προσεγγίσουμε την ποιότητα των προς επεξεργασία δεδομένων ενώ η υιοθέτησή τους από τις ευρωπαϊκές χώρες (και όχι μόνον), επιτρέπει τις συγκρίσεις. Πληθυσμός εργάσιμης ηλικίας: Συνήθως θεωρείται ο πληθυσμός ηλικίας 15-64 ή 15 και άνω Άνεργος 4 : Τα κριτήρια ένταξης ενός ατόμου στην κατηγορία των ανέργων είναι συνδυαστικά τα εξής 5 : δεν εργάζεται (Δεν εργάστηκε ούτε μία ώρα την προηγούμενη εβδομάδα διεξαγωγής της έρευνας, αναζητά σήμερα μία εργασία (π.χ. επειδή απολύθηκε, τελείωσε η εργασία που είχε αναλάβει, έκλεισε η επιχείρηση ή ζητά εργασία για πρώτη φορά). τις προηγούμενες 4 εβδομάδες, συμπεριλαμβανομένης και της εβδομάδας διενέργειας της έρευνας, να έχει κάνει κάποιες ενέργειες για να βρει μία εργασία (εγγραφή στον ΟΑΕΔ, υποβολή αιτήσεων σε εταιρείες, δημοσίευση αγγελιών, κλπ.) και να είναι διαθέσιμο, αν του προσφερθεί μία εργασία, να την αναλάβει μέσα στις επόμενες δύο εβδομάδες Απασχολούμενος (εργαζόμενος): Το βασικό κριτήριο ένταξης στην κατηγορία των απασχολουμένων αποτελεί η εργασία (από μία ώρα και άνω την εβδομάδα) από την οποία αποκομίζουν άμεσα ή έμμεσα οικονομικό όφελος. Στους απασχολούμενους/εργαζόμενους συμπεριλαμβάνονται επίσης: οι μισθωτοί, καθώς και οι μαθητευόμενοι με αμοιβή, οι επιχειρηματίες όταν εργάζονται και οι ίδιοι οι βοηθοί στην οικογενειακή επιχείρηση χωρίς αμοιβή 4 Κανονισμός (ΕΚ) 1897/2000 της Επιτροπής σχετικά με τον λειτουργικό ορισμό της ανεργίας. 5 Σύμφωνα με τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας (ILO)
όσοι έχουν διακόψει προσωρινά την εργασία τους, γιατί βρίσκονται σε κανονική ή αναρρωτική άδεια, απεργία κλπ. ή η εργασία τους είναι εποχική (η εποχικότητα εργασίας, ως προσωρινή διακοπή, ισχύει μόνο για όσους εργάζονται σε δική τους επιχείρηση). Εργατικό Δυναμικό ή Οικονομικά Ενεργός Πληθυσμός: αποτελείται από το άθροισμα απασχολουμένων και ανέργων. Μη Οικονομικά Ενεργός Πληθυσμός ή Μη Εργατικό Δυναμικό: Το υποσύνολο του Πληθυσμού Εργάσιμης Ηλικίας που δεν ανήκει στο εργατικό δυναμικό (δηλαδή στην ουσία αποτελείται από όλους όσοι δεν εργάζονται αλλά ούτε και αναζητούν εργασία). 3.1.4 Αξιοπιστία των αποτελεσμάτων Η αξιοπιστία των αποτελεσμάτων μιας δειγματοληπτικής έρευνας κρίνεται με βάση τη διαφορά που μπορεί να υπάρχει ανάμεσα στα αποτελέσματα του δείγματος και αυτά του πληθυσμού 6. Στην Ερευνα Εργατικού Δυναμικού, είναι αλήθεια ότι το μέγεθος του δείγματος δεν επιτρέπει την πλήρη αξιοποίηση του εκτενέστατου ερωτηματολογίου, ιδιαιτέρως στις περιπτώσεις που θα θέλαμε να έχουμε πληροφορίες για υποκατηγορίες των βασικών παραμέτρων κατά Περιφέρεια. Π.χ. εάν θέλουμε να αντλήσουμε την πληροφορία «άνεργοι που έχουν εργαστεί στο παρελθόν στον κλάδο Ξενοδοχεία και Εστιατόρια κατά φύλο» για κάποια από τις Περιφέρειες της χώρας, ενδεχομένως το αποτέλεσμα να μην είναι αξιόπιστο. Γενικώς για τη συγκεκριμένη Ερευνα πρέπει να γνωρίζουμε ότι: τα δειγματοληπτικά σφάλματα είναι πολύ μικρά για εκτιμήσεις που αντιστοιχούν σε πληθυσμό άνω των 50.000 (~1-1,4%), ανεκτά για πληθυσμό 50.000-100.000 (~2,6-3,9%), ενώ 6 Οι στατιστικοί έλεγχοι εκφεύγουν των ορίων των συγκεκριμένων πανεπιστημιακών παραδόσεων
κάτω των 50.000 (>4%) τα δειγματοληπτικά σφάλματα θα πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη από τους χρήστες των αποτελεσμάτων της έρευνας 7. 3.1.5 Η κατάσταση απασχόλησης του πληθυσμού της Ελλάδας σήμερα Στις επόμενες παραγράφους παρουσιάζονται τα βασικά στοιχεία της κατάστασης απασχόλησης του πληθυσμού της Ελλάδας, σύμφωνα με την Έρευνα Εργατικού Δυναμικού η οποία αναφέρεται στο τελευταίο τρίμηνο του 2013. Σύμφωνα με την έρευνα αυτή ο αριθμός των ανέργων ξεπέρασε τα 1.350.000 άτομα σημειώνοντας αύξηση τόσο σε σχέση με το προηγούμενο (τρίτο) τρίμηνο όσο και σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2012. Οι απασχολούμενοι ήταν κάτι παραπάνω από 3.580.000 άτομα. Με βάση τα δεδομένα αυτά το εργατικό δυναμικό, ανήλθε περίπου στα 5.000.000 άτομα Το ποσοστό ανεργίας ξεπέρασε το 27% του εργατικού δυναμικού Το ποσοστό απασχόλησης κατήλθε στο 51% του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας και Το ποσοστό συμμετοχής ξεπέρασε το 70% του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας Δείκτες: Εργατικό Δυναμικό (LF) = Απασχολούμενοι (EMP) + Άνεργοι (UNEMP) Πληθυσμός Εργάσιμης Ηλικίας (ACPOP) (Συνήθως πληθυσμός 15-64) Ποσοστό Συμμετοχής Εργ. Δυν. = LF/ACPOP X100 Ποσοστό Απασχόλησης = EMP/ACPOP X 100 Ποσοστό Ανεργίας = UNEMP / LF X 100 7 Σακέλλης Γ., Πληθυσμός και Εργατικό Δυναμικό στην Ελλάδα Μορφολογία και Διαχρονικές Εξελίξεις, εκδόσεις Μπένος, Αθήνα,2001.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η κατανομή της απασχόλησης κατά Τομέα Οικονομικής Δραστηριότητας. Από τα στοιχεία προκύπτει ότι, τη μερίδα του λέοντος κατέχει ο Τριτογενής Τομέας (Υπηρεσίες) με ποσοστό πάνω από το 70% των απασχολουμένων. Ακολουθούν ο Δευτερογενής Τομέας (Βιομηχανία) με ποσοστό 15,5% και ο Πρωτογενής (Γεωργία κ.λπ.) με ποσοστό που πλησιάζει το 14%. Εξάλλου σε ό,τι αφορά την ανεργία, το μεγαλύτερο ποσοστό καταγράφεται στους νέους ηλικίας 15-29 (πάνω από 50%). Σε σχέση με το επίπεδο εκπαίδευσης, το μεγαλύτερο ποσοστό καταγράφεται στα επίπεδα «καθόλου σχολείο» και «μερικές τάξεις του Δημοτικού και το μικρότερο στο επίπεδο της «Τριτοβάθμιας» και «Διδακτορικό ή Μεταπτυχιακό» με ποσοστό περίπου 17%.
ΜΕΡΟΣ Γ Τα Δεδομένα για τη Διανομή του Εισοδήματος και τη Φτώχεια Κατά τις τελευταίες δεκαετίες οι οικονομικές ανισότητες και κυρίως η φτώχεια απασχολούν ιδιαίτερα τη δημοσιότητα αλλά και τους υπεύθυνους άσκησης κοινωνικής πολιτικής. Βεβαίως, στο άκουσμα της λέξης «φτώχεια», η σκέψη μπορεί να στρέφεται κατ αρχήν στους Λαούς της Υποσαχάρειας Αφρικής και της Ασίας, που μαστίζονται από κακές συνθήκες διαβίωσης, υποσιτισμό και κακή υγεία. Όμως, όσο κι αν αυτό φαίνεται αντιφατικό και οξύμωρο, το πρόβλημα της φτώχειας υφίσταται σε μεγάλη έκταση και στις αναπτυγμένες χώρες, μολονότι σ' αυτές είναι διαφορετικό στη φύση του. Πράγματι, σύμφωνα με στοιχεία του της Eurostat, περίπου 16 εκατομμύρια άτομα στη Γερμανία (19,6% του πληθυσμού), 19 εκατομμύρια στη Γαλλία (19,1) και 3,8 εκατομμύρια στην Ελλάδα (34,6) ζούν σε κατάσταση φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού. Μολονότι ο καπιταλισμός υποσχόταν να εξαλείψει τα φαινόμενα της πείνας και της εξαθλίωσης, σήμερα, 200 χρόνια μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση και την επιβολή του παγκόσμιου καπιταλιστικού καταμερισμού της εργασίας, τα προβλήματα παραμένουν. Προκαλούν μεν την διατύπωση προβληματισμών και εκδήλωσης ενδιαφέροντος των δυνατών για τη θέση των αδυνάτων, χωρίς όμως να αποδεικνύεται ότι έχει γίνει κάτι το ουσιαστικό. 4.1 Η έννοια και η φύση του προβλήματος της φτώχειας Η έκταση του προβλήματος Προκαταρκτικά πρέπει να επισημάνουμε ότι το πρόβλημα της φτώχειας περιπλέκεται πολύ όταν, από ένα κατ' εξοχήν κοινωνικό ζήτημα υποκείμενο σε ουσιαστικές παρατηρήσεις για τις κοινωνικές επιπτώσεις που έχει και το ρόλο που παίζει στη
διαδικασία της αναπαραγωγής της κοινωνικής ιεραρχίας, ανάγεται σ' ένα ποσοτικά μετρήσιμο μέγεθος. Και η περιπλοκή αυξάνεται ακόμη περισσότερο όταν η μέτρηση γίνεται με σκοπό να αποτελέσει οδηγό για τις κατευθύνσεις της πολιτικής στήριξης των χαμηλών εισοδημάτων και τον προορισμό των επιδομάτων συμπληρωματικού εισοδήματος αλλά και ένδειξη των κοινωνικών διαστάσεων του προβλήματος. Εφόσον η φτώχεια συνδέεται στενά με την έννοια της στέρησης η ποσοτική διερεύνηση θα αφορά στον εντοπισμό των ατόμων μιας κοινωνίας που στερούνται βασικών μέσων διαβίωσης. Στις διάφορες εμπειρικές έρευνες προσδιορίζεται το όριο φτώχειας το οποίο αντιστοιχεί σε κάποιο επίπεδο προσωπικού εισοδήματος ή καταναλωτικής δαπάνης κάτω από το οποίο θεωρείται ότι άτομα, οικογένειες ή νοικοκυριά βρίσκονται σε κατάσταση ένδειας. Επομένως, το κλειδί για τον ποσοτικό προσδιορισμό της φτώχειας βρίσκεται στον τρόπο με τον οποίο ορίζονται τα βασικά μέσα διαβίωσης. Πράγματι, η ένταξη ενός ανθρώπου στις τάξεις των φτωχών μιας κοινωνίας προϋποθέτει την ύπαρξη ενός γενικά αποδεκτού ορισμού για την ποσοτική πλευρά της έννοιας της στέρησης. Εκ πρώτης όψεως το ζήτημα φαίνεται απλό αρκεί να υποτεθεί ότι η στέρηση συνδέεται με τη δυνατότητα απόκτησης. αγαθών τα οποία αποτελούν βασικά μέσα βιολογικής αναπαραγωγής του ανθρώπου για μια χρονική περίοδο (πχ μια εβδομάδα ή ένα μήνα). Τα αγαθά αυτά αφορούν κυρίως τη διατροφή, την ένδυση, τη στέγη και την υγεία. Όμως, είναι άραγε σωστό να θεωρείται ότι τα αγαθά και οι βασικές ανάγκες είναι ίδιες για το οποιοδήποτε επίπεδο ανάπτυξης ή υπόκεινται σε διαφοροποιήσεις στο χώρο και στο χρόνο; Για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό είναι αναγκαίο να ανατρέξουμε στις έννοιες της σχετικής και της απόλυτης φτώχειας. Παρακάτω γίνεται ο προσδιορισμός των δύο αυτών εννοιών. 4.2 Η απόλυτη και η σχετική φτώχεια Ο ορισμός της απόλυτης φτώχειας οφείλεται στον S. Rowntree ο οποίος στις αρχές του 20 ου αιώνα μελέτησε την κατάσταση της φτώχειας στο Υork της Αγγλίας. Η απόλυτη φτώχεια αντιστοιχεί σε διαθέσιμο εισόδημα το οποίο δεν επαρκεί για την προμήθεια των αγαθών που είναι απαραίτητα για τη διαβίωση και διατήρηση στη ζωή. Η έννοια της απόλυτης φτώχειας συνδέθηκε μ ένα ιδιαίτερο διαιτολόγιο που περιλάμβανε τις απαραίτητες θερμίδες για τη συντήρηση του ανθρώπινου οργανισμού, συμπληρωμένο με τη στοιχειώδη στέγη και τα απαραίτητα είδη
ρουχισμού. Έμμεσα υποτίθεται ότι, ο καθένας που βρίσκεται στην κατάσταση αυτή, έχει "πλήρη γνώση" δηλαδή γνωρίζει τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να κατανέμει το χρηματικό του εισόδημα στην αγορά των συγκεκριμένων αγαθών τα οποία περιέχουν τα απαραίτητα συστατικά για την επιβίωσή του. Επισημαίνεται εξάλλου ότι η απόλυτη φτώχεια μπορεί να είναι πρώτου βαθμού όταν αναφέρεται σε άτομα που έχουν διαθέσιμο εισόδημα κάτω από το καθορισμένο ελάχιστο όριο συντήρησης, και δευτέρου βαθμού όταν. αντιστοιχεί σε εισόδημα το οποίο, μολονότι είναι πάνω από το όριο αποτελεί εισόδημα φτώχειας επειδή δεν κατανέμεται ορθολογικά στη διαδικασία απόκτησης των βασικών αγαθών διαβίωσης. Το όριο της απόλυτης φτώχειας σε σταθερές τιμές, ελάχιστα διαφέρει στο χρόνο και στο χώρο δεδομένου ότι αντιστοιχεί στο επίπεδο εισοδήματος το οποίο εξασφαλίζει τα τελείως απαραίτητα αγαθά επιβίωσης και αναπαραγωγής. Ο ορισμός της απόλυτης φτώχειας δεν αναφέρεται καθόλου στο πολιτιστικό επίπεδο και το πρότυπο διαβίωσης της κοινωνίας. Συνεπώς, η στέρηση αναφέρεται μόνο στο βιολογικώς αναγκαίο και όχι σε ό,τι η κοινωνία, στο συγκεκριμένο χρόνο και τόπο και στο δεδομένο επίπεδο ανάπτυξης, θεωρεί ως αναγκαίο. Όμως, είναι γεγονός ότι άλλη είναι η φύση της στέρησης στις χώρες του Τρίτου Κόσμου και άλλη στις αναπτυγμένες βιομηχανικές χώρες του καπιταλισμού. Και βεβαίως, άλλες ήταν οι ανάγκες κατά την αρχαιότητα, άλλες κατά το μεσαίωνα και άλλες στη σημερινή εποχή. Επομένως για τον προσδιορισμό του ελάχιστου ορίου διαβίωσης ταιριάζει περισσότερο μια σχετική παρά μια απόλυτη οπτική. Η έννοια της σχετικής φτώχειας φαίνεται να είναι συνεπής ως προς την αντικειμενική περιγραφή και την πραγματική εκτίμηση της έκτασης του προβλήματος. Προσδιορίζεται πάντοτε σε αντιστοιχία με τις βασικές ανάγκες οι οποίες όμως, με τη σειρά τους προσδιορίζονται από το συγκεκριμένο βιοτικό επίπεδο. που αντιστοιχεί στα διάφορα στάδια κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης. Έτσι, λ.χ. στα πλαίσια του Δευτέρου Προγράμματος Φτώχειας της Επιτροπής των
Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το Συμβούλιο Αποφάσεων (19 Δεκεμβρίου 1984), υιοθέτησε τον παρακάτω ορισμό ο οποίος εντάσσεται στους ορισμούς της σχετικής φτώχειας: Ως φτωχοί θα θεωρούνται οικογένειες ή ομάδες προσώπων των οποίων οι πόροι (υλικοί, πολιτιστικοί και κοινωνικοί) είναι τόσο περιορισμένοι ώστε τους αποκλείουν από τον ελάχιστα αποδεκτό τρόπο ζωής του Κράτους-Μέλους που κατοικούν [αναφέρεται στο Eurostat,1990,σελ. 5]. Όμως, η υιοθέτηση ενός ορισμού σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, συνεπάγεται πολλές και αξεπέραστες δυσκολίες στη διαδικασία της αντικειμενικής εφαρμογής του με στόχο να προσδιορισθούν τα άτομα που βρίσκονται στην κατάσταση φτώχειας. Οι δυσκολίες αυτές, ως συνήθως παρακάμπτονται με την υιοθέτηση συμβατικών ορισμών. Οι συμβατικοί ορισμοί αναφέρονται συνήθως στον καθορισμό του ορίου φτώχειας το οποίο αντιστοιχεί με κάποιο ποσοστό του μέσου ή διάμεσου εισοδήματος ή καταναλωτικής δαπάνης. Τα τελευταία χρόνια έχει υιοθετηθεί ως όριο της φτώχειας το 60% της διαμέσου της κατανομής του προσωπικού εισοδήματος. 4.3 Η Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης Για τον προσδιορισμό της κατανομής του εισοδήματος καθώς και για τον εντοπισμό του ορίου της φτώχειας στα περισσότερα κράτη διεξάγονται δειγματοληπτικές έρευνες. Στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωση διεξάγεται η ετήσια έρευνα SILC (Statistics of Income and Living Conditions) με κοινή μεθοδολογία της Εurostat. Έχουμε επομένως συγκρίσιμα στοιχεία για την πορεία της διανομής του εισοδήματος και του επιπέδου της φτώχειας. Τα δεδομένα αυτά αποτελούν και τη βάση για την αξιολόγηση της κοινωνικής πολιτικής.
4.3.1 Οργάνωση της έρευνας SILC Όπως και για τη δειγματοληπτική Έρευνα του Εργατικού Δυναμικού έτσι και για την έρευνα SILC υπεύθυνος φορέας για τις διαδικασίες διεξαγωγής της έρευνας για την Ελλάδα είναι η ΕΛΣΤΑΤ υπό την εποπτεία και τους κανονισμούς της Eurostat. 4.3.2 Αντικειμενικοί σκοποί της έρευνας Ευρύτερος στόχος της έρευνας είναι η διερεύνηση βασικών κοινωνικών και οικονομικών δεικτών που μετρούν τις συνθήκες διαβίωσης του πληθυσμού και την κοινωνική συνοχή, όπως είναι οι δείκτες για τη φτώχεια πριν και μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, τη συνεχιζόμενη φτώχεια, την κατανομή του εισοδήματος, τη μισθολογική διαφορά μεταξύ των φύλων κ.λπ. Τα στοιχεία που συγκεντρώνονται για το νοικοκυριό και τα μέλη που το συνθέτουν, αφορούν σε 5 αλληλένδετους τομείς όπου σε σχέση με το περιεχόμενό τους διακρίνονται: 1. στο εισόδημα από οποιαδήποτε πηγή και αν προέρχεται (εργασία, περιουσία, κοινωνικά επιδόματα κλπ.) 2. στην απασχόληση 3. στις συνθήκες στέγασης (ποιότητα κατοικίας, ανέσεις κλπ.) 4. στο επίπεδο εκπαίδευσης και, 5. στην κατάσταση της υγείας των μελών Γενικότερα, στόχος είναι η έρευνα να αποτελέσει πηγή αναφοράς συγκρίσιμων στατιστικών για την κατανομή του εισοδήματος και τον κοινωνικό αποκλεισμό. 4.2.3 Επίπεδο κάλυψης της έρευνας Η έρευνα καλύπτει το σύνολο του πληθυσμού της Χώρας (ιδιωτικά νοικοκυριά και μέλη αυτών) με εξαίρεση τις συλλογικές κατοικίες 8 και τα νοικοκυριά με μέλη ξένους υπηκόους που υπηρετούν σε ξένες διπλωματικές αποστολές. 8 Εκτός των ξενοδοχείων, νοσοκομείων, γηροκομείων και άλλα συναφή, συλλογικές κατοικίες θεωρούνται και τα νοικοκυριά που παρέχουν στέγη με διατροφή σε άνω των 5 τροφίμους.
4.2.3 Μεθοδολογία της έρευνας Η έρευνα SILC είναι δειγματοληπτική με τελική μονάδα δειγματοληψίας το νοικοκυριό, ενώ παράλληλα συλλέγονται στοιχεία και σε επίπεδο μέλους (συμπλήρωση ατομικού ερωτηματολογίου). Το μέγεθος του δείγματος της έρευνας έχει προσδιοριστεί σε 8.000 περίπου νοικοκυριά, ώστε να επιτυγχάνεται κάθε φορά το ελάχιστο αποτελεσματικό μέγεθος δείγματος των 4.750 και 3.500 νοικοκυριών για τη συγχρονική και διαχρονική συνιστώσα της έρευνας, αντίστοιχα, όπως ορίζει ο κανονισμός της Eurostat. Ο προσδιορισμός αυτός του δειγματικού μεγέθους στηρίχθηκε σε πρόβλεψη ποσοστού ανταπόκρισης τουλάχιστον 75% και τιμής design effect ίσης περίπου με 1,3. 4.2.4 Περίοδος αναφοράς Λόγω της πολυδιάστατης μορφής των στοιχείων της έρευνας ανάλογα με τις πληροφορίες που συγκεντρώνονται διαφέρουν και τα χρονικά διαστήματα αναφοράς. Συνεπώς όταν πρόκειται για συλλογή δεδομένων στον τομέα της Αγοράς Εργασίας διακρίνονται τρεις χρονικοί περίοδοι αναφοράς: στην ερώτηση της κύριας ασχολίας είναι η ημέρα διενέργειας της έρευνας, στην ερώτηση της δυνατότητας ανάληψης εργασίας είναι οι δύο εβδομάδες που έπονται της ημέρας της έρευνας, ενώ στην περίπτωση αλλαγής εργασίας η περίοδος αναφοράς αφορά στους 12 τελευταίους μήνες πριν την ημέρα διενέργειας της έρευνας. Τα εισοδήματα και οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης αφορούν το ημερολογιακό έτος που προηγείται του έτους διενέργειας της έρευνας, ενώ όσον αφορά τα ενοίκια και τεκμαρτά ενοίκια κατοικίας περίοδος αναφοράς είναι ο τρέχων μήνας κατά τον οποίο διενεργείται η έρευνα. Τέλος οι ερωτήσεις που σχετίζονται με τον τομέα της υγείας 9 αναφέρονται τους τελευταίους 12 μήνες πριν από την ημέρα διενέργειας της έρευνας. 9 Π.χ. ιατρικές επισκέψεις σε ειδικευμένο γιατρό ή οδοντίατρο.
4.2.4 Μέθοδος συγκέντρωσης των στοιχείων Για τη συγκέντρωση των στοιχείων ακολουθείται η μέθοδος της προσωπικής συνέντευξης με ερωτηματολόγιο που συμπληρώνεται από τον συνεντευκτή που υποβάλλει τις ερωτήσεις στον υπεύθυνο του νοικοκυριού ή σε άλλο μέλος του νοικοκυριού ηλικίας 16 ετών και άνω, το οποίο να είναι σε θέση να απαντήσει. 4.2.5 Περιεχόμενο εντύπων Για τους σκοπούς της έρευνας συμπληρώνονται τέσσερα ερωτηματολόγια των οποίων η δομή περιγράφεται ως ακολούθως: Μητρώο Νοικοκυριού: Στο έντυπο αυτό δίνονται πληροφορίες σχετικά με τα προσωπικά στοιχεία του ερωτώμενου υπευθύνου (ονοματεπώνυμο, ταχυδρομική δ/νση της κατοικίας, αριθμό τηλεφώνου του νοικοκυριού), τη δυνατότητα ή μη εντοπισμού της κατοικίας και το αποτέλεσμα της συνέντευξης με το νοικοκυριό (π.χ. το νοικοκυριό συνεργάστηκε ή για διάφορους λόγους δεν επιτεύχθηκε η συνέντευξη και συνεπώς η συμπλήρωση του ερωτηματολογίου). Μητρώο Μελών: Στο εν λόγω έντυπο παρέχονται πληροφορίες σχετικά με τα βασικά δημογραφικά χαρακτηριστικά των μελών του νοικοκυριού, το είδος φροντίδας παιδιών ηλικίας μέχρι 12 ετών και τα στοιχεία κοινωνικής ασφάλισης. Ερωτηματολόγιο Νοικοκυριού: Το ερωτηματολόγιο αυτό αποτελεί και το πιο ουσιαστικό τμήμα της έρευνας δεδομένου ότι παρέχει σημαντικές πληροφορίες για την κύρια κατοικία του νοικοκυριού, τις συνθήκες διαβίωσής του και τις πηγές εισοδήματος. Οι ερευνητές επιδιώκουν οι πληροφορίες να δίνονται από τους υπευθύνους της κατοικίας. Ωστόσο, στις περιπτώσεις όπου αυτό δεν είναι εφικτό το ερωτηματολόγιο συμπληρώνεται με βάση τα στοιχεία που δίνει οποιοδήποτε άλλο μέλος ηλικίας 16 ετών και άνω και είναι σε θέση να απαντήσει στις σχετικές ερωτήσεις. Το ερωτηματολόγιο νοικοκυριού περιλαμβάνει 49 ερωτήσεις οι οποίες κατανέμονται σε 16 ενότητες ως εξής: Στοιχεία για τον ερευνητή, στοιχεία κατοικίας καθώς και αντιλήψεις και απόψεις για την κατοικία, πληροφορίες για μη χρηματικά αγαθά, οικονομική κατάσταση και χρήση δημοσίων κοινωνικών υπηρεσιών, εισόδημα ατόμων 16 ετών και κάτω, κοινωνική βοήθεια, μεταβολή ακίνητης περιουσίας, εισόδημα από ενοίκια,
οικογενειακά επιδόματα και παροχές, παροχή βοηθείας σε ή και από τρίτους, εισοδήματα σε είδος, διάρκεια και ημερομηνία συνέντευξης. Ατομικό Ερωτηματολόγιο: Στο παρόν έντυπο περιλαμβάνονται ερωτήσεις που αφορούν στη συγκέντρωση πληροφοριών ξεχωριστά για κάθε μέλος του νοικοκυριού (ηλικίας 16 ετών και άνω) για θέματα που σχετίζονται με την οικογενειακή κατάσταση, την εκπαίδευση, την υγεία, την απασχόληση και το εισόδημα. Το ατομικό ερωτηματολόγιο περιλαμβάνει 23 ενότητες με 130 ερωτήσεις συνολικά. Σύμφωνα με τη δομή του ερωτηματολογίου οι ερωτήσεις κατανέμονται στις εξής θεματικές ενότητες: Πληροφορίες για τον ερευνητή, δημογραφικά στοιχεία, δεδομένα για την εκπαίδευση, υγεία, τρέχουσα ασχολία, χαρακτηριστικά της τελευταίας ή σημερινής εργασίας, χαρακτηριστικά της κύριας εργασίας, ιστορικό εργασίας, εισόδημα μισθωτών, παροχή αυτοκινήτου της επιχείρησης, άλλες παροχές σε είδος, εισόδημα από αυτοαπασχόληση, εισόδημα από επενδύσεις, ιδιωτικές συντάξεις, επιδόματα ανεργίας ή επαγγελματικής επιμόρφωσης, προσωπικές συντάξεις ή συντάξεις βοηθήματα από το/ τη σύζυγο, επιδόματα βοηθήματα ασθενείας, συντάξεις επιδόματα / βοηθήματα αναπηρίας ανικανότητας, εκπαιδευτικές παροχές, φόροι εισοδήματος, προστασία δικαιωμάτων και έννομων αγαθών, διάρκεια και ημερομηνία συνέντευξης. 4.2.6 Αξιοπιστία των αποτελεσμάτων Τα στοιχεία που συλλέγει η έρευνα SILC επαρκούν για αξιόπιστες εκτιμήσεις των χαρακτηριστικών σε επίπεδο Χώρας, ενώ σε επίπεδο νομού με βάση τον υφιστάμενο σχεδιασμό δεν είναι δυνατόν να διεξαχθούν αξιόπιστα στοιχεία 4.2.7 Συμβατικοί ορισμοί 4.2.7 Τα δεδομένα για τη διανομή του εισοδήματος στην Ελλάδα Α. Ως Εισόδημα θεωρείται: Το συνολικό καθαρό (από φόρους και εισφορές στην κοινωνική ασφάλιση) χρηματικό εισόδημα που λαμβάνεται από το νοικοκυριό και τα μέλη του κατά το
προηγούμενο έτος από τη διεξαγωγή της έρευνας (στην προκειμένη περίπτωση το 2002) δηλαδή: Το εισόδημα από εργασία Το εισόδημα από κτήσεις περιουσιακών στοιχείων Τις κοινωνικές παροχές και τις συντάξεις Χρηματικές μεταβιβάσεις μεταξύ των νοικοκυριών Δεν περιλαμβάνονται διάφορες εκδοχές εισοδήματος όπως: - Το εισόδημα από έμμεσες κοινωνικές μεταβιβάσεις - Τόκοι από δάνεια - Αποδοχές σε είδος - Τεκμαρτό ενοίκιο από ιδιοκατοίκηση Β. Μια άλλη ενδιαφέρουσα μεθοδολογική παρατήρηση αφορά τις προσαρμογές που πρέπει να γίνουν και σχετίζονται με το μέγεθος του νοικοκυριού προκειμένου τα εισοδήματα να καταστούν συγκρίσιμα. Μία λύση θα ήταν η διαίρεση του συνολικού εισοδήματος του νοικοκυριού με τον αριθμό των μελών του έτσι ώστε να συγκρίνουμε τελικά το κατά κεφαλήν εισόδημα. Όμως είναι αλήθεια ότι εάν ένα άτομο (μονομελές νοικοκυριό) χρειάζεται χ ποσό χρηματικών μονάδων για να έχει ένα συγκεκριμένο επίπεδο διαβίωσης τα δύο άτομα (νοικοκυριό δύο ατόμων) δεν χρειάζεται να έχουν διπλάσιο ποσό για να απολαμβάνουν το ίδιο επίπεδο διαβίωσης, αλλά λιγότερο (επιμερισμός βασικών εξόδων π.χ. ενοίκιο κ.λπ.). Για το λόγο αυτό η Eurostat υιοθέτησε τους λεγόμενους συντελεστές ισοδυναμίας. Συγκεκριμένα, το συνολικό διαθέσιμο εισόδημα του νοικοκυριού διαιρείται με έναν συντελεστή, ο οποίος προκύπτει από μία κλίμακα ισοδυναμίας που παρουσιάζεται στον παρακάτω πίνακα:
Κλίμακα ισοδυναμίας εισοδήματος Eurostat Μέλη Νοικοκυριού Συντελεστής Στάθμισης Παράδειγμα νοικοκυριού με δύο ενήλικες και δύο μικρά παιδιά 1 ενήλικας 1 1 Ενήλικας και παιδιά από 16 ετών και άνω 0,5 0,5 Παιδιά κάτω των 15 0,3 2Χ0,3 Συντελεστής Ισοδυναμίας Άθροισμα 2,1 Επομένως, για το μονομελές νοικοκυριό το εισόδημα λογίζεται αυτούσιο αφού διαιρείται δια ένα. Για ένα νοικοκυριό με 2 ενήλικες το εισόδημα διαιρείται με 1,5. για ένα νοικοκυριό για 2 ενήλικες και 2 ανήλικα τέκνα διαιρείται με 2,1 κ.λ.π. Επισημαίνεται ότι στην κατανομή κατά άτομο θεωρείται ότι καθένα μέλος του νοικοκυριού κατέχει το ίδιο εισόδημα που αντιστοιχεί στο ισοδύναμο εισόδημα του νοικοκυριού που προκύπτει από τους παραπάνω υπολογισμούς. Αυτό σημαίνει ότι καθένα από τα μέλη του νοικοκυριού απολαμβάνει το ίδιο επίπεδο διαβίωσης. Συνεπώς, στην κατά άτομο κατανομή, το εισόδημα που αποδίδεται σε κάθε άτομο δεν αντιπροσωπεύει χρηματική απολαβή αλλά ένα δείκτη συνθηκών διαβίωσης. 4.3 Τα δεδομένα για την κατανομή του εισοδήματος στην Ελλάδα 4.3.1 Ο δείκτης S80/S20 και το Χάσμα ή Βάθος της Φτώχειας Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας εκφράζει το ποσοστό των ατόμων που βρίσκονται κάτω από το όριο του 60% της διαμέσου της κατανομής του διαθέσιμου ισοδύναμου εισοδήματος Ο δείκτης S80/S20 εκφράζει πόσες φορές είναι μεγαλύτερο το ποσοστό του συνολικού ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος που απολαμβάνει το πλουσιότερο 20% του πληθυσμού από το αντίστοιχο εισόδημα που απολαμβάνει το φτωχότερο 20%.
Το χάσμα της φτώχειας αναφέρεται στην εισοδηματική κατάσταση των ατόμων που βρίσκονται κάτω από το όριο. Συνήθως εκφράζεται ως ποσοστό της διαφοράς του ορίου φτώχειας και της διαμέσου των ατόμων που βρίσκονται κάτω από το όριο. 4.3.2 Τα δεδομένα Τα αποτελέσματα για την κατανομή του εισοδήματος τα οποία προέκυψαν από την έρευνα, εμφανίζονται στον Πίνακα 4.3.1 και έχουν ως ακολούθως: Σε σχέση με τα τεταρτημόρια εισοδήματος φαίνεται ότι το 25% του πληθυσμού με πολύ χαμηλά εισοδήματα 10 ζεί με το (μόλις) 8,7% του συνολικού εισοδήματος ενώ το 25% με πολύ υψηλά εισοδήματα απολαμβάνει το περίπου 47% του συνολικού εισοδήματος. Η κατάσταση με την κρίση παρουσιάζει σαφή επιδείνωση. Ο συντελεστής S80/S20 είναι στο επίπεδο του 6,6 (5,9 το 2008). Πίνακας 4.3.1 Μερίδιο % Εισοδήματος σε τεταρτημόρια 2008-2012 GINI, S80/S20 Τεταρτημόρια 2008 2009 2010 2011 2012 1ο 9,6 9,8 9,9 9,4 8,7 2ο 17,9 18 17,9 17,7 17,9 3ο 25,6 25,5 25,7 26,1 26,4 4ο 46,9 46,7 46,5 46,8 47 100 100 100 100 100 GINI 33,4 33,1 32,9 33,6 34,3 S80/S20 5,9 5,8 5,6 6 6,6 Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, EU-SILC Ο συντελεστής Gini αποτελεί ένα μέτρο μεγέθους της ανισοκατανομής (ή του βαθμού συγκέντρωσης του εισοδήματος) και αποτελεί την ποσοτική έκφραση της καμπύλης Lorenz (Πίνακας 4.3.2, Διάγραμμα 4.3.1). 10 Τα δεδομένα έχουν ήδη ταξινομηθεί κατά τάξη μεγέθους σύμφωνα με το ύψος του εισοδήματος
Πίνακας 4.3.2 Μερίδιο % Αθροιστικών Κατανομών Εισοδήματος 2012 Αθροιστική Ποσοστών Νοικοκυριών Αθροιστική Ποσοστών Εισοδήματος 25 8,7 50 26,6 75 53 100 100 Από τα δεδομένα του Πίνακα 4.3.2 κατασκευάζεται η καμπύλη συγκέντρωσης Lorenz η οποία παρουσιάζεται στο Διάγραμμα 4.3.1. Διάγραμμα 4.3.1 Καμύλη Συγκέντρωσης Lorenz: Κατανομή του Εισοδήματος στην Ελλάδα, 2012 100 A % Αθροιστική Εισοδήματος 80 60 40 20 Γραμμή Πλήρους Ισότητας S 0 B 0 25 50 75 100 % Αθροιστική Ατόμων Στο Διάγραμμα αυτό η ευθεία 0Α αποτελεί τη γραμμή της πλήρους ισότητας, δεδομένου ότι σε κάθε σημείο της το ποσοστό των ατόμων είναι ίσο με το ποσοστό του συνολικού εισοδήματος που απολαμβάνει. Η καμπύλη αντιπροσωπεύει την πραγματική κατάσταση καθώς οι συντεταγμένες κάθε σημείου της προκύπτουν από τις αθροιστικές του Πίνακα 4.3.1. Ετσι, όσο περισσότερο απομακρύνεται η καμπύλη από τη διαγώνιο 0Α τόσο μεγαλύτερη είναι η ανισοκατανομή του εισοδήματος.
Ο συντελεστής Gini (ως ποσοτική έκφραση της Καμπύλης Lorenz) εκφράζεται από το εμβαδόν S (το οποίο προσδιορίζεται από την Καμπύλη Lorenz και την Γραμμή Πλήρους ισότητας) διαιρεμένου δια του εμβαδού του τριγώνου ΟΒΑ, για να καταστεί ο συντελεστής ανεξάρτητος από τις μονάδες μέτρησης. Σε σχέση με τη φτώχεια το όριο αυτής που προέκυψε από τα εισοδήματα του 2012 ήταν 5.708 ευρώ, για μονοπρόσωπο νοικοκυριό. Γνωρίζοντας το όριο αυτό μπορούμε να υπολογίσουμε τα κατώφλια φτώχειας για τα νοικοκυριά οιουδήποτε μεγέθους και σύνθεσης πολλαπλασιάζοντας με τους αντίστοιχους συντελεστές ισοδυναμίας. Ετσι, λόγου χάριν, σε ένα νοικοκυριό με τέσσερα μέλη (2 ενήλικες και 2 μικρά παιδιά) θα αντιστοιχεί κατώφλι φτώχειας 11.986,8 Ευρώ που αποτελεί και το όριο της φτώχειας για τη συγκεκριμένη κατηγορία. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το ποσοστό του πληθυσμού της Ελλάδας πού ήταν σε κίνδυνο φτώχειας ήταν 23,1%, για το 2012.