5591 ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΕΥΧΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Αρ. Φύλλου 411 19 Φεβρουαρίου 2016 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ Υιοθέτηση Κατευθυντήριων Γραμμών της Ευρωπαϊ κής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συ ντάξεων (EIOPA) σχετικά με την υποενότητα κα ταστροφικού κινδύνου στον κλάδο ασφάλισης ασθενείας (EIOPA BoS 14 176/27.11.2014).... 1 Υιοθέτηση Κατευθυντήριων Γραμμών της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξε ων (EIOPA) σχετικά με τις ειδικές παραμέτρους για κάθε επιχείρηση (EIOPA BoS 14 178/27.11.2014).... 2 ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ Αριθμ. πράξης 65/12.2.2016 (1) Υιοθέτηση Κατευθυντήριων Γραμμών της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (EIOPA) σχετικά με την υποενότητα καταστροφικού κινδύνου στον κλάδο ασφάλισης ασθενείας (EIOPA BoS 14 176/27.11.2014). ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Η ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α φού έλαβε υπόψη: α) το άρθρο 55Α του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως ισχύει, β) τον Ν. 4364/2016 «Προσαρμογή της ελληνικής νο μοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστη ριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ), στα άρθρα 2 και 8 της Oδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευ ρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 σχετικά με την τροποποίηση των Οδη γιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (εφεξής ΕΑΑΕΣ) και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών, καθώς και στο άρθρο 4 της Οδη γίας 2011/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τη συ μπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντο τήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και συναφείς διατάξεις της νομοθεσίας περί της ιδιωτικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 13) και ιδίως το άρθρο 46 αυτού, γ) τον Κανονισμό υπ αριθμ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη Σύσταση Ευρω παϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξε ων (ΕΕ L 331 της 15.12.2010), και ιδίως το άρθρο 16 αυτού, δ) τον κατ εξουσιοδότηση Κανονισμό (ΕΕ) 2015/35 της Επιτροπής για τη συμπλήρωση της Οδηγίας 2009/138/ ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτή των ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (ΕΕ L 12 της 17.1.2015), ε) τις Κατευθυντήριες Γραμμές σχετικά με την υπο ενότητα καταστροφικού κινδύνου στον κλάδο ασφάλι σης ασθενείας (EIOPA BoS 14 176/27.11.2014) στο κείμενο των οποίων αναφέρεται ότι εφαρμόζονται από την 1η Ιανουαρίου 2016, και στ) ότι από τις διατάξεις της παρούσας δεν προκύ πτει δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού, αποφασίζει: Να υιοθετήσει τις Κατευθυντήριες Γραμμές της Ευ ρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συ ντάξεων σχετικά με την υποενότητα καταστροφικού κινδύνου στον κλάδο ασφάλισης ασθενείας (EIOPA BoS 14 176/27.11.2014), ως εξής: Άρθρο 1 Σκοπός και Ορισμοί 1. Σκοπός της παρούσας είναι να θεσπισθεί πλαίσιο οδη γιών για την εφαρμογή της παραγράφου 4 του άρθρου 81 του Ν. 4364/2016 καθώς και των άρθρων 160 ως 163 καθώς και το Παράρτημα VI του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/35. 2. Για τις ανάγκες της παρούσας, λαμβάνονται υπό ψη οι ορισμοί που δίδονται στις αντίστοιχες έννοιες στα κείμενα του Ν. 4364/2016, της Οδηγίας 2009/138/ ΕΚ (Φερεγγυότητα ΙΙ) και των Κανονισμών που αναφέ ρονται ανωτέρω. Σε περίπτωση απόκλισης μεταξύ των ορισμών των ιδίων εννοιών στην ελληνική απόδοση των ως άνω κειμένων, προκρίνεται η ορολογία που υιοθετεί ο Ν. 4364/2016. Ειδικότερα, ισχύει ο ακόλουθος ορισμός: α) «Μεμονωμένη αξίωση»: μια αξίωση από έναν συ γκεκριμένο ασφαλισμένο, η οποία είναι απόρροια της επέλευσης ενός ασφαλισμένου γεγονότος.
5592 ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ) Άρθρο 2 (1η κατευθυντήρια γραμμή) Γενικές διατάξεις για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών επιβαρύνσεων για τον καταστροφικό κίνδυνο σε συμβάσεις ασφάλισης ασθενείας (υγείας) 1. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες, στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τον καταστροφικό κίνδυνο ασθενείας (υγείας) σύμφωνα με την τυποποιη μένη μέθοδο, απαιτείται ο καθορισμός της αιτίας ενός καταστροφικού σεναρίου, τότε, εφόσον οι επιπτώσεις από την εφαρμογή των σεναρίων των άρθρων 160 ως 163 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/35 μπορούν να έχουν πε ρισσότερες από μία αιτίες, οι ασφαλιστικές και αντα σφαλιστικές επιχειρήσεις χρησιμοποιούν κατά τον εν λόγω υπολογισμό την αιτία που επιφέρει τις μεγαλύτε ρες απώλειες στα βασικά ίδια κεφάλαιά τους. 2. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τον καταστροφικό κίνδυνο ασθενείας (υγείας) σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο, εξαιρούν κάποιο από τα σενάρια των άρθρων 160 ως 163 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/35 μόνον εφόσον όλες οι ενδεχόμενες αιτίες που μπορούν να προκαλέσουν το εν λόγω καταστροφικό σενάριο εξαιρούνται βάσει των γενικών και ειδικών όρων των εξεταζόμενων ασφαλιστικών συμβάσεων, ενδεικτικά η τρομοκρατική ενέργεια. Άρθρο 3 (2η κατευθυντήρια γραμμή) Υπολογισμός του ασφαλισμένου κεφαλαίου σε περίπτωση παροχών που σχετίζονται με θάνατο από ατύχημα 1. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες μια ασφαλιστική σύμβαση προβλέπει παροχές που σχετίζονται με θάνατο ανεξαρτήτως αιτίας και παράλληλα προβλέπει επιπρό σθετες παροχές σε περίπτωση θανάτου από ατύχημα, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπο ρούν να λαμβάνουν υπόψη αποκλειστικά τις επιπρό σθετες παροχές κατά τους υπολογισμούς της αξίας των παροχών που αναφέρονται στην περίπτωση (β) της παραγράφου 3 του άρθρου 161 και στην περίπτωση (γ) της παραγράφου 4 του άρθρου 162 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/35, μόνον εφόσον: α) οι παροχές έχουν ξεχωριστεί, και β) οι κίνδυνοι που σχετίζονται με τις παροχές θανά του ανεξαρτήτως αιτίας, λαμβάνονται δεόντως υπόψη στους υπολογισμούς της ενότητας αναλαμβανόμενου κινδύνου ζωής. 2. Σε περιπτώσεις ασφαλίσεων θανάτου από ατύχη μα στις οποίες προβλέπεται η παροχή επιπρόσθετων περιοδικών καταβολών, οι ασφαλιστικές και αντασφαλι στικές επιχειρήσεις υπολογίζουν την αξία της παροχής αυτής επί τη βάσει βέλτιστων εκτιμώμενων παραδοχών (πίνακα θνησιμότητας και καμπύλη επιτοκίων προεξό φλησης), λαμβάνοντας υπόψη τα σχετικά δημογραφικά χαρακτηριστικά του ασφαλισμένου πληθυσμού καθώς και τη συμβατική διάρκεια των περιοδικών καταβολών. 3. Σε περιπτώσεις που, κατά τον υπολογισμό της αξίας των παροχών, είτε δεν υπάρχουν δημογραφικά στοιχεία, είτε υπάρχουν αλλά δεν είναι επαρκή, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, για τον υπολογι σμό των δημογραφικών παραμέτρων, χρησιμοποιούν ρεαλιστικές παραδοχές, οι οποίες βασίζονται είτε σε δημοσιευμένα είτε σε εσωτερικά στατιστικά στοιχεία. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τεκμηριώνουν τις χρησιμοποιούμενες παραδοχές του προηγουμένου εδαφίου στην Τράπεζα της Ελλάδος. 4. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρή σεις, κατά τον υπολογισμό της αξίας των παροχών, λαμβάνουν υπόψη όλες τις αναμενόμενες μελλοντικές αυξήσεις, τόσο στις περιοδικές καταβολές, όσο και στα έξοδα διακανονισμού των απαιτήσεων. Άρθρο 4 (3η κατευθυντήρια γραμμή) Υπολογισμός του ασφαλισμένου κεφαλαίου σε περίπτωση παροχών που σχετίζονται με μόνιμη ανικανότητα 1. Σε περίπτωση που παροχές σχετιζόμενες με ανικα νότητα μπορούν να καταβληθούν είτε με τη μορφή εφ άπαξ καταβολής, είτε με τη μορφή περιοδικών καταβο λών, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις υπολογίζουν την αξία των παροχών που αναφέρονται στην περίπτωση (β) της παραγράφου 3 του άρθρου 161 και στην περίπτωση (γ) της παραγράφου 4 του άρθρου 162 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/35 σύμφωνα με την ακό λουθη μεθοδολογία: α) Βήμα 1: καθορισμός του αναμενόμενου ποσοστού εκ των συνολικών παροχών που λαμβάνουν τη μορφή εφ άπαξ καταβολής. β) Βήμα 2: καθορισμός, για κάθε ασφαλισμένο, της παροχής σε περίπτωση εφ άπαξ καταβολής και της βέλτιστης εκτίμησης των περιοδικών καταβολών. γ) Βήμα 3: υπολογισμός του μέσου σταθμικού όρου μεταξύ των δύο τιμών που καθορίστηκαν κατά το βήμα 2, χρησιμοποιώντας ως βάρη στάθμισης το ποσοστό που καθορίστηκε στο βήμα 1. 2. Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1 του παρόντος, σε περίπτωση που η επιλογή για τη μορφή της παρο χής, κατ αποκοπή ή περιοδική, βρίσκεται στη διακριτική ευχέρεια του δικαιούχου, η επιχείρηση χρησιμοποιεί τη μέγιστη από τις δύο τιμές του βήματος 2 της παραγρά φου 1 του παρόντος, αντί του μέσου σταθμικού. 3. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δικαιολογούν τις παραδοχές που χρησιμοποιούν για τον υπολογισμό των ποσοστών της παραγράφου 1 του παρόντος. Σε περίπτωση που μια επιχείρηση δεν πα ρέχει επαρκή, κατά την απόλυτη κρίση της Τράπεζας της Ελλάδος, δικαιολόγηση τότε υπολογίζει την αξία των παροχών ως τη μέγιστη τιμή μεταξύ της αξίας της κατ αποκοπή παροχής και της βέλτιστης εκτίμησης των περιοδικών παροχών. 4. Σε περίπτωση που το ποσό της παροχής λόγω ανι κανότητας εξαρτάται από το βαθμό ανικανότητας των ασφαλισμένων, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις υπολογίζουν την αξία των παροχών για το σύνολο των αντίστοιχων ασφαλισμένων, ως ακολούθως: α) εξάγουν την κατανομή του βαθμού ανικανότητας μεταξύ των ατόμων που έχουν κριθεί ως ανάπηροι, β) υπολογίζουν το κόστος των απαιτήσεων που σχε τίζονται με κάθε βαθμό ανικανότητας γ) εφαρμόζουν κατάλληλα την κατανομή του βαθμού ανικανότητας στο αντίστοιχο κόστος των απαιτήσεων. 5. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δικαιολογούν τις παραδοχές που χρησιμοποιούν για τον υπολογισμό της κατανομής του βαθμού ανικανότητας
ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ) 5593 της παραγράφου 4 του παρόντος. Σε περίπτωση που μια επιχείρηση δεν παρέχει επαρκή, κατά την απόλυτη κρίση της Τράπεζας της Ελλάδος, δικαιολόγηση τότε χρησιμοποιούν για το σύνολο των αντίστοιχων ασφαλι σμένων το μέγιστο, ανεξαρτήτως βαθμού ανικανότητας, κόστος απαίτησης. 6. Κατά τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης των περιοδικών παροχών λόγω μόνιμης ανικανότητας από ατύχημα, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχει ρήσεις υποθέτουν ότι οι καταβολές διενεργούνται για το σύνολο του χρονικού διαστήματος, όπως καθορίζε ται στους γενικούς και ειδικούς όρους της αντίστοιχης ασφαλιστικής σύμβασης, λαμβάνοντας υπόψη την πι θανή θνησιμότητα. 7. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, κατά τους σχετικούς υπολογισμούς, διαμορφώνουν ρε αλιστικές παραδοχές ως προς το ρυθμό θνησιμότητας των μόνιμα ανάπηρων προσώπων, βασιζόμενες σε δημό σια ή εσωτερικά στατιστικά στοιχεία. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να είναι σε θέση να δικαιολογούν την επιλογή των ανωτέρω παραδοχών. 8. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, κατά τον υπολογισμό της αξίας των παροχών, λαμβά νουν υπόψη τους τις αναμενόμενες αυξήσεις των ποσών που έχουν τη μορφή περιοδικών καταβολών καθώς και τις αναμενόμενες αυξήσεις των εξόδων διακανονισμού απαιτήσεων. Άρθρο 5 (4η κατευθυντήρια γραμμή) Υπολογισμός του ασφαλισμένου κεφαλαίου σε περί πτωση δεκαετούς διάρκειας παροχών ανικανότητας και δωδεκάμηνης διάρκειας παροχών ανικανότητας 1. Σε περιπτώσεις ανικανότητας λόγω ατυχήματος που διαρκεί δέκα έτη, ή ανικανότητας λόγω ατυχήματος που διαρκεί δώδεκα μήνες κατά τις οποίες ο δικαιού χος δύναται να λάβει την παροχή είτε εφ άπαξ είτε με τη μορφή περιοδικών καταβολών, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εφαρμόζουν τις διατάξεις του άρθρου 4 της παρούσας. 2. Σε περίπτωση που το ποσό της παροχής λόγω ανι κανότητας εξαρτάται από το βαθμό ανικανότητας των ασφαλισμένων, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εφαρμόζουν τις διατάξεις των παραγρά φων 4 και 5 του άρθρου 4 της παρούσας. 3. Κατά τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης των παροχών που έχουν τη μορφή περιοδικών καταβολών και αφορούν σε περιπτώσεις ανικανότητας λόγω ατυ χήματος που διαρκεί δέκα έτη, ή ανικανότητας λόγω ατυχήματος που διαρκεί δώδεκα μήνες, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δεν λαμβάνουν υπόψη τους κανένα αίτιο εξόδου Στον υπολογισμό του προηγουμένου εδαφίου, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμ βάνουν υπόψη το σύνολο των μελλοντικών καταβολών από το τέλος της περιόδου αναμονής μέχρι το τέλος της δεκαετούς, ή δωδεκάμηνης περιόδου ή, εφόσον επέρχεται νωρίτερα, το τέλος της περιόδου που πα ρέχεται η κάλυψη. 4. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, κατά τον υπολογισμό της αξίας των παροχών, λαμβά νουν υπόψη τους τις αναμενόμενες αυξήσεις των ποσών που έχουν τη μορφή περιοδικών καταβολών καθώς και τις αναμενόμενες αυξήσεις των εξόδων διακανονισμού απαιτήσεων. Άρθρο 6 (5η κατευθυντήρια γραμμή) Υπολογισμός του ασφαλισμένου κεφαλαίου σε περί πτωση ιατρικής περίθαλψης λόγω ατυχήματος 1. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις υπολογίζουν το μέσο κόστος της ιατρικής περίθαλψης λόγω ατυχήματος, ως το λόγο του αθροίσματος του κόστους των παροχών ιατρικής περίθαλψης λόγω ατυ χήματος που παρατηρήθηκαν κατά τα προηγούμενα έτη, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών εξόδων, προς το πλήθος των περιπτώσεων που αντιστοιχούν στις παροχές αυτές. 2. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διασφαλίζουν ότι το πλήθος των ετών παρατήρησης είναι αρκετά εκτενές ώστε να ελαχιστοποιούνται τα στατιστικά λάθη. 3. Κατά τον υπολογισμό του μέσου κόστους της πα ραγράφου 1 του παρόντος, οι ασφαλιστικές και αντα σφαλιστικές επιχειρήσεις αναπροσαρμόζουν παρελθό ντα στοιχεία με τον πληθωρισμό του κόστους ιατρικής περίθαλψης. 4. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν υπόψη τους υποχρεωτικά τον αναμενόμενο πληθωρισμό του κόστους ιατρικής περίθαλψης, σε πε ριπτώσεις ιατρικής περίθαλψης οι οποίες αναμένονται να διαρκέσουν πλέον του ενός έτους. 5. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαχωρίζουν τις παρελθούσες παρατηρήσεις αναφορι κά με στοιχεία που αφορούν σε καταβεβλημένες πα ροχές ιατρικής περίθαλψης λόγω ατυχήματος και σε λοιπές παροχές. Όπου είναι αναγκαίο, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις συμπληρώνουν την ανάλυση του προηγουμένου εδαφίου με την κρίση ενός εμπειρογνώμονα. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις βασίζουν όλες τις εκτιμήσεις τους σε δη μοσιευμένα, ή εσωτερικά, στατιστικά στοιχεία και θα πρέπει να είναι σε θέση να δικαιολογούν στην Τράπεζα της Ελλάδος τις παραδοχές στις οποίες προβαίνουν. Άρθρο 7 (6η κατευθυντήρια γραμμή) Υπολογισμός του ασφαλισμένου κεφαλαίου της υποενότητας κινδύνου συγκέντρωσης ατυχημάτων 1. Για τον υπολογισμό της αξίας των παροχών της περίπτωσης (γ) της παραγράφου 4 του άρθρου 162 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/35, οι ασφαλιστικές και αντασφα λιστικές επιχειρήσεις εφαρμόζουν τις διατάξεις των άρθρων 3 ως 5 της παρούσας. 2. Σε περιπτώσεις που ένας ασφαλισμένος καλύπτεται από δύο ή περισσότερα ασφαλιστήρια συμβόλαια τα οποία προβλέπουν παροχές σε περίπτωση γεγονότος τύπου e και τα γεγονότα αυτά δεν είναι αμοιβαίως αποκλειόμενα, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις για τον υπολογισμό του SI(e,i), όπως ανα φέρεται στην περίπτωση (γ) της παραγράφου 4 του άρθρου 162 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/35,προσθέτουν τις καταβαλλόμενες παροχές όλων των σχετικών ασφαλι στηρίων συμβολαίων.
5594 ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ) Άρθρο 8 (7η κατευθυντήρια γραμμή) Σε περίπτωση που μια σύμβαση προβλέπει επανα λαμβανόμενες πληρωμές παροχών, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις υπολογίζουν την βέλτιστη εκτίμηση των πληρωμών των παροχών που αφορούν σε μόνιμη ανικανότητα για εργασία η οποία προκαλείται από λοιμώδη νόσο όπως αναφέρεται στην περίπτωση (β) της παραγράφου 2 του άρθρου 163 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/35, σύμφωνα με την μεθοδολογία του άρθρου 4 της παρούσας που αφορά σε μόνιμη ανικανότητα από ατύχημα. Άρθρο 9 (8η κατευθυντήρια γραμμή) 1. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις υπολογίζουν τη βέλτιστη εκτίμηση των οφειλόμενων ποσών για χρησιμοποίηση υγειονομικής περίθαλψης h όπως αναφέρεται στο άρθρο 163 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/35 ως το γινόμενο: α) του αναμενόμενου αριθμού θεραπευτικών αγωγών h για έναν ασφαλισμένο, β) επί το αναμενόμενο μέσο κόστος αποζημίωσης για μία θεραπευτική αγωγή h όπου ο αναμενόμενος αριθμός θεραπευτικών αγωγών ισούται τουλάχιστον με 1. 2. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εκτιμούν επακριβώς, με βάση την εμπειρία τους: α) τον αναμενόμενο αριθμό χρήσεων κάθε θεραπευ τικής αγωγής h, β) το μέσο κόστος αποζημίωσης για μία χρήση κάθε θεραπευτικής αγωγής h. 3. Στην περίπτωση κατά την οποία μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να αποδείξει ότι η παρελθούσα εμπειρία δεν επιτρέπει την ακριβή εκτίμη ση, τότε χρησιμοποιεί ως αναμενόμενο αριθμό θεραπευ τικών αγωγών την τιμή 1 για το είδος χρησιμοποίησης υγειονομικής περίθαλψης «Νοσοκομειακή περίθαλψη» και «Δεν ζητείται επίσημη ιατρική περίθαλψη» και την τιμή 2 για το είδος χρησιμοποίησης υγειονομικής περί θαλψης «Επίσκεψη σε ιατρό». 4. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αναπροσαρμόζουν την εκτίμηση του μέσου κόστους αποζημίωσης με βάση το ποσοστό πληθωρισμού των ιατρικών πληρωμών και την συμπληρώνουν, εφόσον χρειάζεται, προσφεύγοντας στην κρίση εμπειρογνω μόνων. Η περίοδος παρατήρησης πρέπει να είναι αρκετά μεγάλης διάρκειας ώστε να αποφεύγονται τα στατιστι κά σφάλματα. Άρθρο 10 Η ισχύς της παρούσας αρχίζει από την 1η Ιανουαρίου 2016. Η πράξη αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και να αναρτηθεί στον ιστότοπο της Τρά πεζας της Ελλάδος. Ο Διοικητής ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ Αριθμ. πράξης 68/12.2.2016 (2) Υιοθέτηση Κατευθυντήριων Γραμμών της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (EIOPA) σχετικά με τις ειδικές παραμέτρους για κάθε επιχείρηση (EIOPA BoS 14 178/27.11.2014). ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Η ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Αφού έλαβε υπόψη: α) το άρθρο 55Α του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως ισχύει, β) τον Ν. 4364/2016 «Προσαρμογή της ελληνικής νο μοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστη ριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ), στα άρθρα 2 και 8 της Oδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευ ρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 σχετικά με την τροποποίηση των Οδη γιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (εφεξής ΕΑΑΕΣ) και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών, καθώς και στο άρθρο 4 της Οδη γίας 2011/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τη συ μπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντο τήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και συναφείς διατάξεις της νομοθεσίας περί της ιδιωτικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 13) και ιδίως το άρθρο 46 αυτού, γ) τον Κανονισμό υπ αριθμ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη Σύσταση Ευρω παϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξε ων (ΕΕ L 331 της 15.12.2010), και ιδίως το άρθρο 16 αυτού, δ) τον κατ εξουσιοδότηση Κανονισμό (ΕΕ) 2015/35 της Επιτροπής για τη συμπλήρωση της Οδηγίας 2009/138/ ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτή των ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (ΕΕ L 12 της 17.1.2015), ε) τον Εκτελεστικό Κανονισμό (ΕΕ) 2015/498 της Επιτρο πής για τον καθορισμό εκτελεστικών τεχνικών προτύπων όσον αφορά τη διαδικασία εποπτικής έγκρισης για τη χρησιμοποίηση ειδικών για κάθε επιχείρηση παραμέτρων σύμφωνα με την οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 79/8 της 25.3.2015), στ) τις Κατευθυντήριες Γραμμές σχετικά με τις ειδικές παραμέτρους για κάθε επιχείρηση (EIOPA BoS 14 178/27.11.2014) στο κείμενο των οποίων αναφέ ρεται ότι εφαρμόζονται από την 1η Ιανουαρίου 2016, και ζ) ότι από τις διατάξεις της παρούσας δεν προκύπτει δα πάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού, αποφασίζει: Να υιοθετήσει τις Κατευθυντήριες Γραμμές της Ευ ρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συ ντάξεων σχετικά με τις ειδικές παραμέτρους για κάθε επιχείρηση (EIOPA BoS 14 178/27.11.2014), ως εξής: Άρθρο 1 Σκοπός και Ορισμοί 1. Σκοπός της παρούσας είναι να θεσπισθεί πλαίσιο οδηγιών για την εφαρμογή της παραγράφου 7 του άρ
ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ) 5595 θρου 80, των άρθρων 86, 188 και της παραγράφου 2 του άρθρου 203 του Ν. 4364/2016 καθώς και των άρθρων 218, 219, 220, 338 και 356 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/35. 2. Τα άρθρα 2 ως 9 της παρούσας εφαρμόζονται ανα λόγως σε ομίλους όταν υπολογίζουν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας του ομίλου κάνοντας χρήση της μεθόδου 1 ή συνδυασμού των μεθόδων 1 και 2, σύμ φωνα με τις περιπτώσεις (α), (β) και (γ) της παραγράφου 1 του άρθρου 335 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/35. 3. Για τις ανάγκες της παρούσας, λαμβάνονται υπό ψη οι ορισμοί που δίδονται στις αντίστοιχες έννοιες στα κείμενα του Ν. 4364/2016, της Οδηγίας 2009/138/ ΕΚ (Φερεγγυότητα ΙΙ) και των Κανονισμών που αναφέ ρονται ανωτέρω. Σε περίπτωση απόκλισης μεταξύ των ορισμών των ιδίων εννοιών στην ελληνική απόδοση των ως άνω κειμένων, προκρίνεται η ορολογία που υιοθετεί ο Ν. 4364/2016. ΚΕΦΑΛΑΙΟ I ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ ΓΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ Ή ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ Άρθρο 2 (1η και 2ηκατευθυντήριες γραμμές) Ο ρόλος της κρίσης των εμπειρογνωμόνων Σημαντικότητα 1. Κάθε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση η οποία εφαρμόζει παραμέτρους ειδικές για τη συγκεκρι μένη επιχείρηση διασφαλίζει ότι πληρούνται τα κριτήρια ποιότητας δεδομένων που ορίζονται στο άρθρο 219 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/35, ανεξαρτήτως της σημαντικό τητας του τμήματος για το οποίο χρησιμοποιούνται οι ειδικές αυτές παράμετροι. 2. Κατά την εφαρμογή του άρθρου 219 του εν λόγω Κανονισμού, απαγορεύεται η κρίση εμπειρογνωμόνων να χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο ελλιπών δεδομένων. Χρήση της κρίσης εμπειρογνωμόνων κατά την εφαρ μογή του ανωτέρω άρθρου επιτρέπεται μόνον για την τυχόν προσαρμογή υφιστάμενων δεδομένων. 3. Οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις χρησιμοποιούν παραδοχές που βασίζονται στην κρίση των εμπειρογνωμόνων μόνον εφόσον τα δεδομένα που προκύπτουν από την προσαρμογή της παραγράφου 2 της παρούσας πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 219 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/35, και αποδεικνύουν στην Τράπε ζα της Ελλάδος την εν λόγω συμμόρφωση τόσο κατά την αρχική αίτηση έγκρισης όσο και σε κάθε περίπτωση επόμενου αιτήματός της. Άρθρο 3 (3η κατευθυντήρια γραμμή) Προσαρμογές για τη βελτίωση του επιπέδου καταλληλότητας των δεδομένων 1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 2 της παρούσας, κατά τον καθορισμό των παραμέτρων που προσιδιάζουν σε κάθε επιχείρηση, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να προσαρμόζουν τα ιστορικά δεδομένα μόνον ώστε να απαλείφεται η τυχόν επίδρα ση των κινδύνων που δεν θα έχουν σχέση κατά τους επόμενους δώδεκα (12) μήνες. 2. Κάθε προσαρμογή σε ιστορικά δεδομένα που αφορά σε εξομάλυνση αυτών δεν επιτρέπεται. Άρθρο 4 (4η κατευθυντήρια γραμμή) Προσαρμογή των ιστορικών δεδομένων ούτως ώστε να εξουδετερώνεται η επίδραση καταστροφικών γεγονότων και να αντικατοπτρίζονται οι τρέχουσες συμφωνίες αντασφάλισης 1. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που εφαρμόζουν παραμέτρους ειδικές για αυτές δια θέτουν καταγεγραμμένες πολιτικές και διαδικασίες για τα ακόλουθα: α) για την αναγνώριση, καταγραφή και επιμέτρηση των ζημιών από καταστροφικά γεγονότα κατ αντιδι αστολή των ζημιών που απλώς θεωρούνται ακραίες (outliers), β) για την προσαρμογή δεδομένων σύμφωνα με την περίπτωση (ε) της παραγράφου 2 του Β τμήματος του παραρτήματος XVII του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/35, γ) για την προσαρμογή δεδομένων σύμφωνα με την περίπτωση (δ) της παραγράφου 2 του Β τμήματος, την περίπτωση (γ) της παραγράφου 2 του Γ τμήματος και την περίπτωση (στ) της παραγράφου 2 του Δ τμήματος του παραρτήματος XVII του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/35. 2. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εξετάζουν και λαμβάνουν δεόντως υπόψη τυχόν με ταβολές της ιδίας κράτησής τους αναφορικά με μη αναλογικές αντασφαλιστικές συμβάσεις, όταν οι μετα βολές αυτές έχουν αντίκτυπο στη μεταβλητότητα του κινδύνου σχηματισμού αποθεμάτων (reserverisk). Άρθρο 5 (5η κατευθυντήρια γραμμή) Υπολογισμός της προσαρμογής για τη μη αναλογική αντασφάλιση αναφορικά με τον κίνδυνο ασφαλίστρων 1. Κατά τον υπολογισμό του συντελεστή προσαρμογής για τη μη αναλογική αντασφάλιση της υποπερίπτωσης (iii) της περίπτωσης (α) καθώς και της υποπερίπτωσης (iii) της περίπτωσης (γ) της παραγράφου 1 του άρθρου 218 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/35, τόσο τα ακαθάριστα δεδομένα όσο και τα καθαρά, χωρίς τη μη αναλογική αντασφάλιση, δεδομένα αντανακλούν τις αντασφαλι στικές συμβάσεις που θα παρέχουν κάλυψη για τους επόμενους δώδεκα μήνες. 2. Αναφορικά με τα δεδομένα της παραγράφου 1 του παρόντος, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επι χειρήσεις συμμορφώνονται με τα άρθρα 1 έως 4 της παρούσας. Άρθρο 6 (6η κατευθυντήρια γραμμή) Διαρκής συμμόρφωση 1. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις περιλαμβάνουν στο πλαίσιο της αξιολόγησης του ιδίου κινδύνου και της φερεγγυότητάς τους (ORSA) παρακο λούθηση της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις για τη χρήση παραμέτρων ειδικών σε αυτές. 2. Στο πλαίσιο της έκθεσης αναφορικά με την αξιολό γηση ιδίου κινδύνου και φερεγγυότητας (ORSA) η οποία υποβάλλεται στην Τράπεζα της Ελλάδος, οι ασφαλιστι κές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις συμπεριλαμβά νουν κάθε τυχόν σημαντική μεταβολή στα στοιχεία και στις πληροφορίες που περιλαμβάνονταν στην αίτηση και παρέχουν σχετικές λεπτομερείς πληροφορίες.
5596 ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ) 3. Σε περίπτωση που η χρήση νέων δεδομένων επι φέρει σημαντικές μεταβολές στις πληροφορίες που περιλαμβάνονταν στην αίτηση, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις παρέχουν, κατόπιν αι τήματος της Τράπεζας της Ελλάδος, όλες τις λεπτο μέρειες σχετικά με τον υπολογισμό των ειδικών παρα μέτρων, συμπεριλαμβανομένης της επίπτωσης από τη χρήση του νέου συνόλου δεδομένων, καθώς και κάθε άλλο στοιχείο βάσει του οποίου τεκμηριώνεται ότι ο υπολογισμός είναι κατάλληλος. 4. Σε περίπτωση που οι ασφαλιστικές και αντασφαλι στικές επιχειρήσεις,οι οποίες κάνουν ήδη χρήση ειδικών παραμέτρων, αντιληφθούν ότι μια άλλη τυποποιημένη μέθοδος παράγει ακριβέστερο αποτέλεσμα για τους σκοπούς της εκπλήρωσης των απαιτήσεων βαθμονόμη σης των περιπτώσεων (β), (γ) και (δ) της παραγράφου 1 του άρθρου 77 του Ν. 4364/2016, υποβάλουν νέα αίτηση για τη χρήση της εν λόγω εναλλακτικής τυποποιημένης μεθόδου. Άρθρο 7 (7η κατευθυντήρια γραμμή) Αποκατάσταση μη συμμόρφωσης 1. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με κάποια από τις απαιτήσεις για τη χρήση, από μία ασφαλιστική ή αντα σφαλιστική επιχείρηση, παραμέτρων ειδικών για αυτήν, η Τράπεζα της Ελλάδος αξιολογεί τη δυνατότητα της επιχείρησης να συμμορφωθεί εντός τριών μηνών. 2. Κατά την αξιολόγηση της παραγράφου 1 του πα ρόντος, η Τράπεζα της Ελλάδος εξετάζει τον βαθμό και την έκταση της μη συμμόρφωσης, τον χρόνο που απαιτείται για την αποκατάστασή της καθώς και τις ενέργειες στις οποίες προτίθεται να προβεί η επιχείρη ση ώστε να αποκαταστήσει την τήρηση των απαιτήσεων σχετικά με την χρήση των ειδικών παραμέτρων. 3. Εάν η κατάσταση μη συμμόρφωσης δεν μπορεί να διορθωθεί εντός τριών μηνών, η Τράπεζα της Ελλάδος, με απόφασή της, ανακαλεί την έγκριση για τη χρήση ει δικών παραμέτρων για τη συγκεκριμένη επιχείρηση σύμ φωνα με το άρθρο 6 του Εκτελεστικού Κανονισμού (ΕΕ) 2015/498 σχετικά με τη «διαδικασία εποπτικής έγκρισης για τη χρησιμοποίηση ειδικών για κάθε επιχείρηση πα ραμέτρων σύμφωνα με την Οδηγία 2009/138/ΕΚ». 4. Σε περίπτωση ανάκλησης της έγκρισης, η ασφαλι στική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υπολογίζει την Κε φαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας χρησιμοποιώντας τις τυποποιημένες παραμέτρους και σε περίπτωση που επιθυμούν τη χρήση εκ νέου ειδικών παραμέτρων για αυτές, υποβάλουν νέα αίτηση. Άρθρο 8 (8η κατευθυντήρια γραμμή) Απαίτηση εκ μέρους της Τράπεζας της Ελλάδος για τη χρήση από μία επιχείρηση ειδικών για αυτήν παραμέτρων 1. Στην απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία λαμβάνεται σύμφωνα με το άρθρο 86 του Ν. 4364/2016, κατά την οποία ζητείται από μία ασφαλιστική ή αντα σφαλιστική επιχείρηση να αντικαταστήσει ένα υποσύ νολο των παραμέτρων που χρησιμοποιούνται στον υπο λογισμό με την τυποποιημένη μέθοδο από παραμέτρους ειδικές για τη συγκεκριμένη επιχείρηση, καταγράφονται οι παράμετροι που πρέπει να αντικατασταθούν με ανα φορά στο άρθρο 218 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/35. Στην απόφαση του προηγουμένου εδαφίου προσδιορίζεται συγκεκριμένη προθεσμία στην εν λόγω επιχείρηση ώστε να υποβάλλει σχετική αίτηση. Η τιθέμενη προθεσμία είναι ρεαλιστική και προσδιορίζεται κατά την κρίση της Τράπεζας της Ελλάδος, αφού λάβει υπόψη της την άποψη της ενδιαφερόμενης επιχείρησης. 2. Η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, αφού λάβει το αίτημα της Τράπεζας της Ελλάδος, εξετάζει διεξοδικά όλες τις διαθέσιμες τυποποιημένες μεθόδους. Άρθρο 9 (9η κατευθυντήρια γραμμή) Σημαντική απόκλιση 1. Η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά την εξέταση του άρ θρου 86 του Ν. 4364/2016 του κατά πόσον ενδείκνυται ο υπολογισμός της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυό τητας σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο, επειδή το προφίλ κινδύνου της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται ο υπολογισμός με την τυποποι ημένη μέθοδο, λαμβάνει υπόψη της τουλάχιστον τα ακόλουθα: α) τα συμπεράσματα ή πορίσματα που προκύπτουν από τη διαδικασία εποπτικής αξιολόγησης του άρθρου 25 του Ν. 4364/2016, β) τη φύση, τον τύπο και το μέγεθος της απόκλισης, γ) την πιθανότητα και τη σοβαρότητα των τυχόν δυ σμενών συνεπειών για τους ασφαλισμένους και τους δικαιούχους, δ) το επίπεδο ευαισθησίας των παραδοχών με τις οποίες σχετίζεται η απόκλιση, ε) την εκτιμώμενη οικονομική μέση διάρκεια (duration) καθώς και τη μεταβλητότητα της απόκλισης εντός χρο νικού διαστήματος ίσου με την ανωτέρω οικονομική μέση διάρκεια. 2. Η Τράπεζα της Ελλάδος πραγματοποιεί την εξέ ταση της παραγράφου 1 του παρόντος στη βάση της μεγαλύτερης δυνατής ανάλυσης σε επίπεδο ομογενών ομάδων για τις οποίες είναι δυνατή η χρήση των ειδικών αυτών παραμέτρων. ΚΕΦΑΛΑΙΟ II ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΟΜΙΛΟ Άρθρο 10 (10η κατευθυντήρια γραμμή) Αίτηση για έγκριση της χρήσης ειδικών παραμέτρων για κάθε όμιλο 1. Στην αίτηση ενός ομίλου για έγκριση της χρήσης παραμέτρων ειδικών για τον όμιλο αυτό περιλαμβάνο νται τουλάχιστον οι πληροφορίες που απαιτούνται στις παραγράφους 1, 3 και 4 του άρθρου 1 του Εκτελεστικού Κανονισμού (ΕΕ) 2015/498 σχετικά με τη «διαδικασία εποπτικής έγκρισης για τη χρησιμοποίηση ειδικών για κάθε επιχείρηση παραμέτρων σύμφωνα με την Οδηγία 2009/138/ΕΚ», όπου κάθε αναφορά σε «ειδικές παρα μέτρους για κάθε επιχείρηση» νοείται ως αναφορά σε «ειδικές παραμέτρους για κάθε όμιλο». 2. Η Τράπεζα της Ελλάδος, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, άλλως η αρχή εποπτείας του ομίλου, δύναται να ζητά πρόσθετες πληροφορίες για την αξιολόγηση της αίτησης της παραγράφου 1 του
ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ) 5597 παρόντος άρθρου από την συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, την εταιρεία ασφαλιστι κών συμμετοχών ή τη μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών. Άρθρο 11 (11η κατευθυντήρια γραμμή) Πεδίο εφαρμογής της χρήσης ειδικών παραμέτρων για κάθε όμιλο 1. Όταν η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας του ομίλου υπολογίζεται σύμφωνα με τη μέθοδο 1 ή βά σει συνδυασμού της μεθόδου 1 και της μεθόδου 2, η συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχεί ρηση, η εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών χρησιμοποιεί τις ειδικές παραμέτρους για κάθε όμιλο μόνο στα ενο ποιημένα δεδομένα των περιπτώσεων (α), (β) και (γ) της παραγράφου 1 του άρθρο 335 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/35 και τα άρθρα 2 ως 9 της παρούσας εφαρμόζο νται αναλόγως. 2. Όταν η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας του ομίλου υπολογίζεται σύμφωνα με τη μέθοδο 2, η συμ μετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, η εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή η μικτή χρημα τοοικονομική εταιρεία συμμετοχών δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιεί παραμέτρους ειδικές για τον όμιλο αυτόν. 3. Σε περιπτώσεις ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων,οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμο γής του υπολογισμού της φερεγγυότητας ενός ομίλου σύμφωνα με τη μέθοδο 2, τότε, ειδικές παράμετροι συ μπεριλαμβάνονται στον υπολογισμό της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας του ομίλου μόνο για τις επιχειρήσεις αυτές που έχουν λάβει σχετική έγκριση από την αρμόδια εποπτική αρχή. Άρθρο 12 (12η κατευθυντήρια γραμμή) Απαιτήσεις ποιότητας δεδομένων σε επίπεδο ομίλου Η συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επι χείρηση, η εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών αποδεικνύει στην Τράπεζα της Ελλάδος, εφόσον δρα ως αρχή επο πτείας του ομίλου, άλλως στην αρχή εποπτείας του ομίλου, ότι η φύση της επιχειρηματικής δραστηριότητας και το προφίλ κινδύνου του ομίλου είναι αρκετά παρό μοια με τα αντίστοιχα των μεμονωμένων επιχειρήσεων που παρέχουν τα δεδομένα, ώστε να διασφαλίζεται η συνέπεια μεταξύ των στατιστικών παραδοχών στις οποίες βασίζονται τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται σε επίπεδο μεμονωμένων οντοτήτων και σε επίπεδο ομίλου. Άρθρο 13 (13η κατευθυντήρια γραμμή) Διαβούλευση στο πλαίσιο του κολεγίου (σώματος) εποπτικών αρχών Κατά τη διαβούλευση που προβλέπεται στην παρά γραφο 3 του άρθρου 356 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/35, η Τράπεζα της Ελλάδος και οι άλλες εποπτικές αρχές στο πλαίσιο του κολεγίου (σώματος) εποπτικών αρχών, μεταξύ άλλων, αναλύουν και εξετάζουν την αντιπρο σωπευτικότητα των δεδομένων σε επίπεδο ομίλου και τη συνάφεια της χρησιμοποιούμενης τυποποιημένης μεθόδου. Άρθρο 14 (14η κατευθυντήρια γραμμή) Ενημέρωση του κολεγίου (σώματος) εποπτικών αρχών 1. Στην περίπτωση αίτησης για έγκριση χρήσης παρα μέτρων ειδικών για μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση σε ατομικό επίπεδο, η οποία περιλαμβάνεται στο πεδίο εφαρμογής του υπολογισμού της φερεγγυ ότητας του ομίλου, η Τράπεζα της Ελλάδος, ενημε ρώνει το κολέγιο εποπτικών αρχών για την παραλαβή σχετικής αίτησης και για την αντίστοιχη απόφασή της. Σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης, η Τράπεζα της Ελλάδος ενημερώνει το κολέγιο εποπτικών αρχών για τους βασικούς λόγους της απόφασής της. 2. Πριν από τη λήψη της τελικής της απόφασης σχε τικά με την αίτηση για τη χρήση ειδικών παραμέτρων για κάθε όμιλο, η Τράπεζα της Ελλάδος, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, εξετάζει όλες τις τυχόν αποφάσεις των επιμέρους εποπτικών αρχών σχετικά με αιτήσεις ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρή σεων που περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής του υπολογισμού της φερεγγυότητας του ομίλου για τη χρήση ειδικών παραμέτρων σε ατομικό επίπεδο. Άρθρο 15 Η ισχύς της παρούσας αρχίζει από την 1η Ιανουαρίου 2016. Η πράξη αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και να αναρτηθεί στον ιστότοπο της Τρά πεζας της Ελλάδος. Ο Διοικητής ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ
5598 ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ) ΕΘΝΙΚΟ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ Σε έντυπη μορφή: Για τα Φ.Ε.Κ. από 1 έως 16 σελίδες σε 1 προσαυξανόμενη κατά 0,20 για κάθε επιπλέον οκτασέλιδο ή μέρος αυτού. Για τα φωτοαντίγραφα Φ.Ε.Κ. σε 0,15 ανά σελίδα. Σε μορφή DVD/CD: Τεύχος Ετήσια έκδοση Τριμηνιαία έκδοση Μηνιαία έκδοση Τεύχος Ετήσια έκδοση Τριμηνιαία έκδοση Μηνιαία έκδοση Α 150 40 15 Α.Α.Π. 110 30 - Β 300 80 30 Ε.Β.Ι. 100 - Γ 50 Α.Ε.Δ. 5 - Υ.Ο.Δ.Δ. 50 Δ.Δ.Σ. 200 20 Δ 110 30 Α.Ε. Ε.Π.Ε. 100 Η τιμή πώλησης μεμονωμένων Φ.Ε.Κ. σε μορφή cd rom από εκείνα που διατίθενται σε ψηφιακή μορφή και μέχρι 100 σελίδες, σε 5 προσαυξανόμενη κατά 1 ανά 50 σελίδες.... Τεύχος Έντυπη μορφή Τεύχος Έντυπη μορφή Τεύχος Έντυπη μορφή Α 225 Β 320 Γ 65 Υ.Ο.Δ.Δ. 65 Δ 160 Α.Α.Π. 160 Ε.Β.Ι. 65 Α.Ε.Δ. 10 Α.Ε. Ε.Π.Ε. 2.250 Δ.Δ.Σ. 225 Α.Σ.Ε.Π. 70 Ο.Π.Κ. Το τεύχος Α.Σ.Ε.Π. (έντυπη μορφή) θα αποστέλλεται σε συνδρομητές ταχυδρομικά, με την επιβάρυνση των 70, ποσό το οποίο αφορά τα ταχυδρομικά έξοδα. Η καταβολή γίνεται σε όλες τις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.). Το πρωτότυπο διπλότυπο (έγγραφο αριθμ. πρωτ. 9067/28.2.2005 2η Υπηρεσία Επιτρόπου Ελεγκτικού Συνεδρίου) με φροντίδα των ενδιαφερομένων, πρέπει να αποστέλλεται ή να κατατίθεται στο Εθνικό Τυπογραφείο (Καποδιστρίου 34, Τ.Κ. 104 32 Αθήνα). Σημειώνεται ότι φωτοαντίγραφα διπλοτύπων, ταχυδρομικές Επιταγές για την εξόφληση της συνδρομής, δεν γίνονται δεκτά και θα επιστρέφονται. Οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τα μέλη της Ένωσης Ιδιοκτητών Ημερησίου Τύπου Αθηνών και Επαρχίας, οι τηλεοπτικοί και ραδιοφωνικοί σταθμοί, η Ε.Σ.Η.Ε.Α, τα τριτοβάθμια συνδικαλιστικά όργανα και οι τρι τοβάθμιες επαγγελματικές ενώσεις δικαιούνται έκπτωσης πενήντα τοις εκατό (50%) επί της ετήσιας συνδρομής. Το ποσό υπέρ ΤΑ.Π.Ε.Τ. (5% επί του ποσού συνδρομής), καταβάλλεται ολόκληρο (Κ.Α.Ε. 3512) και υπολογίζεται πριν την έκ πτωση. Στην Ταχυδρομική συνδρομή του τεύχους Α.Σ.Ε.Π. δεν γίνεται έκπτωση. Πληροφορίες για δημοσιεύματα που καταχωρίζονται στα Φ.Ε.Κ. στο τηλ.: 210 5279000. Φωτοαντίγραφα παλαιών Φ.Ε.Κ.: τηλ.: 210 8220885. Τα φύλλα όλων των τευχών της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως διατίθενται δωρεάν σε ηλεκτρονική μορφή από την ιστοσελίδα του Εθνικού Τυπογραφείου (www.et.gr) Hλεκτρονική Διεύθυνση: http://www.et.gr e mail: webmaster.et@et.gr ΟΙ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗΣ ΠΟΛΙΤΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ ΑΠΟ 08:00 ΜΕΧΡΙ 13:30 *02004111902160008* ΑΠΟ ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΟΥ 34 * ΑΘΗΝΑ 104 32 * ΤΗΛ. 210 52 79 000 * FAX 210 52 21 004