ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΕΡΠΑΤΑΡΗΣ ΒΙΟΛΕΤΤΑ ΒΑΣΙΛΑΚΟΥ : ΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ ΤΩΝ ΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΚΥΡΩΣΗΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣτΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΩΝ ΟΜΟΛΟΓΩΝ των πρώην εργαζομένων του ομίλου της ΟΛΥΜΠΙΑΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ Α. ΙΣΤΟΡΙΚΟ 1. Ήμασταν όλοι εργαζόμενοι και ανήκαμε όλοι στο τακτικό προσωπικότης ανωνύμου εταιρίας με την επωνυμία «ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑ-ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ Α.Ε», «ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ ΑΕΡΟΠΛΟΪΑ Α.Ε»,.... Την 2.12.2009 η τότε εργοδότριές μας ετέθησαν σε ειδική εκκαθάριση δυνάμει των από 5715/2009 και 5716/2009 τελεσίδικων δικαστικών αποφάσεων του Εφετείου Αθηνών κατά το άρθρο 14 Α του Ν. 3429/2005, όπως αυτό τροποποιήθηκε από το νόμο 3710/2008. Με τις ίδιες αποφάσεις ειδική εκκαθαρίστρια των ως άνω εταιριών ορίσθηκε η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΕΩΣ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΟΥ». Το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2009 η έως τότε εργοδότριά μας, ως αναφέρεται ανωτέρω, δια της εκκαθαρίστριας εταιρίας κατήγγειλε αζημίως τις συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου μας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο14 Α του Ν. 3429/2005 και ως ανήκοντες στους εργαζόμενους των «Σημερινών Εργοδοτών» του νόμου αυτού. 2. Με το Ν. 3717/2008 (ΦΕΚ/Α/239/26.11.2008) θεσπίστηκαν μέτρα κοινωνικής προστασίας για τους εργαζόμενους των εταιρειών, του άρθρου 1 αυτού (ΟΜΙΛΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ Ο.Α.), οι οποίες έχουν τεθεί υπό καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης και των οποίων οι συμβάσεις λύθηκαν με καταγγελία και αζημίως (δηλαδή χωρίς την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης καταγγελίας) από τις υπό εκκαθάριση εταιρείες. Μεταξύ άλλων κοινωνικών ρυθμίσεων μέτρων, ο Ν.3717/2008 με το άρθρο 4 Κεφ. Α προβλέπει την καταβολή «ΕΦΑΠΑΞ ΠΟΣΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ» στους ανήκοντες στο Τακτικό και Εποχικό προσωπικό των Σημερινών Εργοδοτών, εργαζόμενους. Σύμφωνα δε, με την αιτιολογική έκθεση του Ν. 3717/2008 το προβλεπόμενο εκ του άρθρου 4 εφάπαξ ποσό κοινωνικής ενίσχυσης καταβάλλεται σαν αντιστάθμισμα του γεγονότος ότι οι εκκαθαριζόμενες εργοδότριες εταιρείες δεν είχαν τα χρήματα για να καλύψουν τις αποζημιώσεις καταγγελίας συμβάσεων εργασίας του προσωπικού τους, ενώ είχαν αποκτήσει την ευχέρεια να λύουν τις συμβάσεις εργασίες αζημίως. Συγκεκριμένα, με την ως άνω διάταξη της παρ. 4 του Ν. 3717/2008 ορίζεται ότι : «1. Στους ανήκοντες στο Τακτικό και Εποχικό Προσωπικό των Σημερινών Εργοδοτών εργαζομένους, των οποίων οι συμβάσεις με την επιχείρηση λύονται ή καταγγέλλονται μετά την Κρίσιμη Ημερομηνία, καταβάλλεται εντός διμήνου από την υποβολή της αίτησης της επόμενης παραγράφου 2 εφάπαξ ποσό κοινωνικής ενίσχυσης το οποίο ισούται προς: α. Το ποσό της νόμιμης αποζημίωσης που αντιστοιχεί στην καταγγελία της σχέσης έμμισθης εντολής δικηγόρων ή νομικών συμβούλων.
β. Για το λοιπό Τακτικό Προσωπικό, ποσό που αντιστοιχεί στο χρόνο προϋπηρεσίας σε οποιονδήποτε από τους Σημερινούς Εργοδότες και τους Αρχικούς Εργοδότες, ως εξής: (i) Για προϋπηρεσία μέχρι ενός έτους, ποσό ίσο με τις Τακτικές Μηνιαίες Αποδοχές προσαυξημένο κατά το ένα έκτο (1/6) αυτών. (ii) Για προϋπηρεσία πλέον του έτους και μέχρι τεσσάρων ετών, ποσό διπλάσιο των Τακτικών Μηνιαίων Αποδοχών προσαυξημένο κατά το ένα έκτο (1/6) αυτών. (iii) Για προϋπηρεσία πλέον των τεσσάρων ετών και μέχρι έξι ετών, ποσό τριπλάσιο των Τακτικών Μηνιαίων Αποδοχών προσαυξημένο κατά το ένα έκτο (1/6) αυτών. (iv) Για προϋπηρεσία πλέον των έξι ετών και μέχρι οκτώ ετών, ποσό τετραπλάσιο των Τακτικών Μηνιαίων Αποδοχών προσαυξημένο κατά το ένα έκτο (1/6) αυτών. (v) Για προϋπηρεσία πλέον των οκτώ ετών και μέχρι δέκα ετών, ποσό πενταπλάσιο των Τακτικών Μηνιαίων Αποδοχών προσαυξημένο κατά το ένα έκτο (1/6) αυτών. (vi) Για συμπληρωμένη προϋπηρεσία δέκα ετών, ποσό εξαπλάσιο των Τακτικών Μηνιαίων Αποδοχών προσαυξημένο κατά το ένα έκτο (1/6) αυτών. (vii) Για κάθε συμπληρωμένο έτος υπηρεσίας πάνω από τα δέκα προστίθεται ποσό ίσο με τις Τακτικές Μηνιαίες Αποδοχές προσαυξημένο κατά το ένα έκτο (1/6) αυτών, με ανώτατο όριο ποσό ίσο με είκοσι τέσσερις Τακτικές Μηνιαίες Αποδοχές προσαυξημένο κατά το ένα έκτο (1/6) αυτών. γ. Για το Εποχικό Προσωπικό, ποσό το οποίο υπολογίζεται με βάση τις αποδοχές που υπολείπονται έως τη συμπλήρωση του ορισμένου χρόνου, αφαιρουμένων των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων και του αναλογούντος φόρου. 2. Για την καταβολή του εφάπαξ ποσού κοινωνικής ενίσχυσης οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να υποβάλουν σχετική αίτηση εντός διμήνου από τη λύση ή καταγγελία της σύμβασης στην αρμόδια υπηρεσία παροχών του ΟΑΕΔ του τόπου κατοικίας τους. Με την αίτηση συνυποβάλλονται η καταγγελία ή λύση της σύμβασης και βεβαίωση από τον εκκαθαριστή περί του ύψους του εφάπαξ ποσού κοινωνικής ενίσχυσης που δικαιούται ο εργαζόμενος, όπου αναγράφεται αναλυτικά ο τρόπος υπολογισμού του ποσού αυτού και η οποία εκδίδεται εντός πέντε (5) ημερών από σχετική αίτηση του ενδιαφερομένου. 3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας ρυθμίζονται τα ειδικότερα θέματα που προκύπτουν από την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων. 4. Οι δαπάνες που προκαλούνται από την εφαρμογή της διάταξης του παρόντος άρθρου καλύπτονται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό και καταβάλλονται από τον ΟΑΕΔ μετά από τη μεταφορά των σχετικών κονδυλίων.». 3. Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 3 του Ν. 3717/2008 ως "Τακτικό προσωπικό" ορίζεται: «..το με σχέση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προσωπικό των Σημερινών Εργοδοτών, καθώς και οι με συμβάσεις έμμισθης εντολής δικηγόροι ή νομικοί σύμβουλοι των Σημερινών Εργοδοτών. Στο «Τακτικό Προσωπικό» περιλαμβάνονται και οι κατέχοντες τη βαθμίδα του δόκιμου υπαλλήλου μέχρι κατ ανώτατο όριο την 1.3.2009, όπως επίσης και το προσωπικό που έχει προσληφθεί στο εξωτερικό με συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου από τους Σημερινούς ή τους Αρχικούς Εργοδότες και είναι αποσπασμένο στους Σημερινούς
Εργοδότες στην Ελλάδα μέχρι την Κρίσιμη Ημερομηνία, καθώς και το προσωπικό των Σημερινών Εργοδοτών που έχει προσληφθεί με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, στο οποίο έχει ανατεθεί αποκλειστικά το έργο της μεταβίβασης των περιουσιακών στοιχείων σε ιδιώτη επενδυτή.». 4. Κατά το άρθρο 4 του Ν. 3717/2008, επομένως, το εφάπαξ ποσό κοινωνικής ενίσχυσης έπρεπε να καταβληθεί σε εμάς από το Ελληνικό Δημόσιο διά του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού» εντός διμήνου από την υποβολή σχετικής αίτησης μου στην αρμόδια υπηρεσία παροχών του ΟΑΕΔ του τόπου κατοικίας μας, την οποία αίτηση έπρεπε να καταθέσουμε εντός διμήνου από τη λύση ή καταγγελία της σύμβασης εργασίας μας. Όλοι μας εντός της τασσόμενης ανωτέρω δίμηνης προθεσμίας από την καταγγελία των συμβάσεων εργασίας μας υποβάλλαμε νόμιμα και εμπρόθεσμα σχετικές αιτήσεις ενώπιον των αρμοδίων υπηρεσιών του ΟΑΕΔ του τόπου κατοικίας μας. 5. Σύμφωνα με το άρθρο 49 παρ. 4 του Ν. 3871/2010 «Δημοσιονομική Διαχείριση και Ευθύνη» (ΦΕΚ Α 141/17-08-2010) προστέθηκε 5 η παράγραφος στο αρθρ. 4 του Ν.3717/2008 το κείμενο της οποίας έχει ως εξής: «5. Η καταβολή του εφάπαξ ποσού κοινωνικής ενίσχυσης στους δικαιούχους του άρθρου αυτού μπορεί να γίνει εν όλω ή εν μέρει με την έκδοση ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται το ύψος των ομολόγων που θα εκδοθούν, οι όροι και η διαδικασία έκδοσής τους». 6. Κατ εφαρμογή των ως άνω διατάξεων εκδόθηκαν: Η υπ αριθ. ΚΥΑ 143/2010(ΥΑ 14360/583 ΦΕΚ Β 1062/13.07.2010) τωνυφυπουργών Οικονομικών - Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης με την οποία αποφασίστηκε η καταβολή εντός δύο μηνών από την δημοσίευση της ως άνω απόφασης, σε κάθε δικαιούχο του εφάπαξ ποσού κοινωνικής ενίσχυσης του άρθρου 4 του ν. 3717/2008 (ΦΕΚ Α 239) για το έτος 2010, ως εξής: α) Ολόκληρο το εφάπαξ ποσό για όσους δικαιούχους το ύψος αυτού υπολογιζόμενο σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Ν. 3717/2008 δεν υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ. β) Ποσό 15.000 ευρώ για όσους δικαιούχους το εφάπαξ ποσό υπολογιζόμενο σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Ν. 3717/2008 υπερβαίνει τις 15.000 ευρώ. Η υπ αριθ. ΚΥΑ 925/2011 (ΥΑ 925/54 ΦΕΚ Β 439/18.03.2011) των Υφυπουργών Οικονομικών - Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, αποφασίστηκε η καταβολή της δεύτερης δόσης εντός δύο μηνών από τη δημοσίευση της ως άνω απόφασης σε κάθε δικαιούχο, η οποία είναι μέρος του υπολειπόμενου εφάπαξ ποσού κοινωνικής ενίσχυσης, σε συνέχεια της υπ` αριθμ. 14360/583/23-7-2010 κοινής υπουργικής απόφασης των υφυπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης με την οποία καταβλήθηκε η πρώτη δόση του εφάπαξ ποσού κοινωνικής ενίσχυσης, του άρθρου 4 του ν. 3717/2008 (ΦΕΚ Α` 239), ως εξής: α) Ολόκληρο το υπολειπόμενο εφάπαξ ποσό για όσους δικαιούχους το ύψος αυτού υπολογιζόμενο σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Ν. 3717/2008 δεν υπερβαίνει τις 20.000,00 και
β) Ποσό 20.000,00 για όσους δικαιούχους το υπολειπόμενο εφάπαξ ποσό υπολογιζόμενο σύμφωνα με τις ίδιες ανωτέρω διατάξεις υπερβαίνει τις 20.000,00. Η υπ αριθμ. 2/10210/0023 Α /31-01-2011 Υ.Α. του Υπουργού Οικονομικών για την Έκδοση ειδικού ομολογιακού δανείου, ετήσιας διάρκειας, σταθερού επιτοκίου 1%, για την εξόφληση υποχρεώσεων του Ελληνικού Δημοσίου προς τους απολυμένους του ομίλου ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑ, σύμφωνα με την οποία αποφασίστηκε με σκοπό την εξόφληση οφειλών του Ελληνικού Δημοσίου προς τους απολυμένους του Ομίλου ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑ, του εφάπαξ ποσού κοινωνικής ενίσχυσης, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 4 του ν.3717/08, η έκδοση ειδικού ομολογιακού δανείου συνολικής ονομαστικής αξίας ποσού 139.430.089,87, ετήσιας διάρκειας, σταθερού επιτοκίου 1% ετησίως, με ημερομηνία έκδοσης 31.1.2011 και ημερομηνία λήξης 30.06.2012 και διανεμήθηκαν προς τους δικαιούχους ομόλογα λήξης 30.06.2012. Μεταξύ άλλων στην Υ.Α.αναφέρεται ρητώς ότι τα ανωτέρω ομόλογα εκδίδονται σε άυλη μορφή, με κωδικό αριθμό (ISIN) GR 106003792, ότι εκδίδονται στο άρτιο δηλαδή στο 100% της ονομαστικής τους αξίας και ότι η εξόφληση των τίτλων θα γίνει στην ονομαστική τους αξία. Επίσης αναφέρεται ότι οι τίτλοι του ομολογιακού δανείου θα διατεθούν στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε., η οποία θα τους διανείμει στους δικαιούχους και ότι για τη διάθεση αυτή δεν θα καταβληθεί προμήθεια στην Εθνική Τράπεζα. 7. Από όλες τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι δεν αποκτήσαμε το ως άνω προϊόν μέσω επενδυτικής επιλογής, ούτε κατόπιν επιλογής μας, αλλά το Ελληνικό Δημόσιο για να εκπληρώσει την εκ του νόμου υποχρέωση του για την καταβολή του υπολοίπου ποσού του εφάπαξ ποσού κοινωνικής ενίσχυσης και προκειμένου για τη νομιμότητα της αζήμιας καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας μας αορίστου χρόνου από την εργοδότριά μας ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ ΑΕΡΟΠΛΟΪΑ Α.Ε» και «ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑ-ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ Α.Ε», επέλεξε μονομερώς, επέβαλε και εισήγαγε νομοθετική ρύθμιση χάριν καταβολής για την έκδοση ομολόγου υπέρ των απολυμένων μέσω ειδικού ομολογιακού δανείου 1% λήξεως 30.6.2012 και με τη ρητή πρόβλεψη ότι η εξόφληση θα γίνει στην ονομαστική αξία εκάστου των τίτλων. Συγκεκριμένα, δεν λάβαμε από την εργοδότριά μας ανώνυμη εταιρία «ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ ΑΕΡΟΠΛΟΪΑ Α.Ε» και«ολυμπιακη ΑΕΡΟΠΟΡΙΑ-ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ Α.Ε» τη νόμιμη αποζημίωση καταγγελίας σύμβασης εργασίας, καθώς κατά αναλυτικώς αναφερόμενα ανωτέρω ο Ν. 3717/2008 προέβλεψε την ισόποση καταβολή από το Ελληνικό Δημόσιο του «εφάπαξ ποσού κοινωνικής ενίσχυσης», για την εξασφάλιση του οποίου και χάριν εξοφλήσεως και ενώ τελούσε ήδη σε υπερημερία ως προς το χρόνο καταβολής αποφάσισε μονομερώς την έκδοση του ως άνω ειδικού ομολογιακού δανείου, δια του άρθρου 49 παρ. 4 του Ν. 3871/2010. Συνεπώς τα ομόλογα (άυλοι τίτλοι) αυτά της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε, που έχουμε στην κατοχή μας, εξασφάλιζαν επί της ουσίας την
οφειλή της αποζημίωσης απόλυσής μας, γεγονός που αναφέρεται άλλωστε ρητά κατά τα ανωτέρω στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 3717/2008. 8. Ειδικότερα είμαστε όλοι δικαιούχοι και κάτοχοι ομολόγων εκδόσεως του Ελληνικού Δημοσίου, με φορέα του Συστήματος Λογιστικής Παρακολούθησης Συναλλαγών την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε., με ημερομηνία έκδοσης την 31.01.2011, ημερομηνία λήξης την 30-06-2012 και κωδικό GR 010 6003792. Τα ομόλογα αυτά εκδόθηκαν υπό τον τίτλο «ΟΜΟΛΟΓΑ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΕΣ ΚΑΤΑΘΕΣΕΙΣ ΕΙΔΙΚΟ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΟ ΔΑΝΕΙΟ ΕΤΗΣΙΑΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΣΤΑΘΕΡΟΥ ΕΠΙΤΟΚΙΟΥ 1% ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΦΛΗΣΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΠΡΟΣ ΑΠΟΛΥΜΕΝΟΥΣ ΟΜΙΛΟΥ ΟΛΥΜΠΙΑΚΗΣ GR 010 6003792-30.06.2012». 9. Σε συνέχεια όλων των ανωτέρω διατάξεων εκδόθηκε ο Ν. 4050/23.2.2012 «Κανόνες τροποποίησης τίτλων, εκδόσεως ή εγγυήσεως του Ελληνικού Δημοσίου με συμφωνία των Ομολογιούχων», ο οποίος κατά την αιτιολογική έκθεση κύριο σκοπό είχε τη διασφάλιση μιας ομοιόμορφης και αποτελεσματικής αναδιάταξης του ελληνικού χρέους σε βιώσιμα επίπεδα με τη συμμετοχή των ιδιωτών, σύμφωνα με την απόφαση της Συνόδου των κρατών μελών της Ευρωζώνης της 26 ης Οκτωβρίου 2011. Σύμφωνα με το Ν. 4050/2012, ως «τίτλος» νοείται ομόλογο, ομολογιακό δάνειο ή άλλος τίτλος δανεισμού, σε φυσική ή άυλη μορφή, που διέπεται από το ελληνικό δίκαιο και του οποίου : αα) εκδότης ή εγγυητής είναι το Ελληνικό Δημόσιο, ββ) η αρχική διάρκεια κατά το χρόνο πρώτης έκδοσής του υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες και γγ) η ημερομηνία εκδόσεως είναι προγενέστερη της 31 ης Δεκεμβρίου 2011. Ως «επιλέξιμος τίτλος» νοείται κάθε τίτλος που ορίζεται με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου και σε πρόσκληση του Ελληνικού Δημοσίου, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 2,. ως «Ομολογιούχος» νοείται ο φορέας του Συστήματος Λογιστικής Παρακολούθησης Συναλλαγών (το «Σύστημα») της παρ. 1 του άρθρου 6 του Ν. 2198/1994 στους λογαριασμούς του οποίου, στο Σύστημα, είναι καταχωρημένοι επιλέξιμοι τίτλοι, όπως ειδικότερα καθορίζεται στην πρόσκληση της παραγράφου 2, ως «Διαχειριστής της Διαδικασίας» νοείται η Τράπεζα της Ελλάδος. 10. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 Ν. 4050/2012 το Υπουργικό Συμβούλιο, μετά από εισήγηση του Υπουργού Οικονομικών, αποφασίζει την έναρξη της διαδικασίας τροποποίησης επιλέξιμων τίτλων από τους Ομολογιούχους, προσδιορίζει τους επιλέξιμους τίτλους και επί ανταλλαγής ορίζει το κεφάλαιο ή το ονομαστικό ποσό, το επιτόκιο ή την απόδοση, τη διάρκεια, το αγγλικό ή άλλο δίκαιο που θα διέπει τους νέους τίτλους που θα εκδοθούν από το Ελληνικό Δημόσιο και εξουσιοδοτεί τον ΟΔΔΗΧ να εκδώσει μία ή περισσότερες προσκλήσεις εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου. Με την πρόσκληση καλούνται οι Ομολογιούχοι των επιλέξιμων τίτλων που ορίζονται σε αυτήν να αποφασίσουν, μέσα σε συγκεκριμένη προθεσμία, αν δέχονται την τροποποίηση των επιλέξιμων τίτλων, όπως προτείνεται από το Ελληνικό Δημόσιο και σύμφωνα με τη διαδικασία του παρόντος άρθρου. Σημειώνεται ότι ουδείς από εμάς αποδέχθηκε την τροποποίηση των επιλέξιμων τίτλων μας, αλλά αντίθετα δηλώσαμε ρητά και κατηγορηματικά την αντίθεσή μας και εναντιωθήκαμε σε οποιαδήποτε τροποποίηση. Στην παράγραφο 4 του άρθρου 1 του Ν. 4050/2012 ορίζεται : «Η συμμετοχή Ομολογιούχου στη διαδικασία διενεργείται με όλο ή μέρος του ανεξόφλητου
κεφαλαίου των επιλέξιμων τίτλων που κατέχει, όπως ορίζεται στην πρόσκληση. Για την τροποποίηση των επιλέξιμων τίτλων απαιτείται συμμετοχή στη διαδικασία (απαρτία) τουλάχιστον του ενός δευτέρου (1/2) του συνολικού ανεξόφλητου κεφαλαίου όλων των επιλέξιμων τίτλων που ορίζονται στη σχετική πρόσκληση («συμμετέχον κεφάλαιο») και ενισχυμένη πλειοψηφία υπέρ της τροποποίησης τουλάχιστον των δύο τρίτων (2/3) του συμμετέχοντος κεφαλαίου». 11. Επιπρόσθετα η παρ. 9 του άρθρου 1 του Ν. 4050/2012 αναφέρει επί λέξει :«Από τη δημοσίευση της εγκριτικής απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, η απόφαση των Ομολογιούχων, όπως βεβαιώθηκε από τον Διαχειριστή της Διαδικασίας, ισχύει έναντι πάντων, δεσμεύει το σύνολο των Ομολογιούχων και των επενδυτών των επιλέξιμων τίτλων και υπερισχύει οποιασδήποτε αντίθετης, γενικής ή ειδικής, διάταξης νόμου ή κανονιστικής πράξης ή συμφωνίας. Σε περίπτωση ανταλλαγής των επιλέξιμων τίτλων, με την καταχώριση στο Σύστημα των νέων τίτλων επέρχεται αυτοδικαίως ακύρωση των επιλέξιμων τίτλων που ανταλλάσσονται με νέους τίτλους και κάθε δικαίωμα ή υποχρέωση που απορρέει από αυτούς, συμπεριλαμβανομένων και όλων των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που οποιαδήποτε στιγμή αποτελούσαν μέρος αυτών, αποσβέννυται». 12. Στη συνέχεια, με την προσβαλλόμενη υπ αριθμ. 5 Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (στο εξής χάριν συντομίας «ΠΥΣ») της 24 ης Φεβρουαρίου 2012 άρχισε η διαδικασία τροποποίησης των επιλέξιμων τίτλων και καθορίστηκαν οι όροι ανταλλαγής τους. Κατά το άρθρο 1 παρ. 3 της ΠΥΣ αυτής : «Η τροποποίηση των επιλέξιμων τίτλων θα γίνει με ανταλλαγή τους με νέους τίτλους έκδοσης του Ελληνικού Δημοσίου και με νέους τίτλους (ή ισοδύναμα τους για την εφαρμογή αλλοδαπών κανονισμών) έκδοσης του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ). Οι νέοι τίτλοι που θα εκδοθούν από το Ελληνικό Δημόσιο θα αποτελούνται σωρευτικά από α) νέα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου και β) τίτλους των οποίων η απόδοση θα συνδέεται με το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (τίτλοι ΑΕΠ)». Σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 1 : «Τα νέα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου : α) θα έχουν ετήσιο επιτόκιο ως ακολούθως : αα) 2% για τις πληρωμές τοκομεριδίων το έτος 2013 έως και το έτος 2015, ββ) 3% για τις πληρωμές τοκομεριδίων το έτος 2016 έως και το έτος 2020, γγ) 3,65% για την πληρωμή τοκομεριδίου το έτος 2021, δδ) 4,3% για τις πληρωμές τοκομεριδίων το έτος 2022 έως και το έτος 2042, β) θα λήγουν από το έτος 2023 έως και το έτος 2042, γ) θα διέπονται από το αγγλικό δίκαιο. Όσον αφορά το κεφάλαιο των νέων ομολόγων, για κάθε 1.000 ευρώ ανεξόφλητου κεφαλαίου επιλέξιμων τίτλων που θα ανταλλαγούν θα δοθούν νέα ομόλογα ονομαστικού κεφαλαίου 315 ευρώ (31,5 του ανεξόφλητου κεφαλαίου επιλέξιμων τίτλων)». Ενώ κατά την παρ. 5 του άρθρου 1 :«Οι τίτλοι ΑΕΠ οι οποίοι θα χορηγούνται σωρευτικά με τα νέα ομόλογα της προηγούμενης παραγράφου : α) δεν θα έχουν κεφάλαιο, β) θα έχουν απόδοση υπολογιζόμενη επί ονομαστικού ποσού ίσου με το ονομαστικό κεφάλαιο των νέων ομολόγων της προηγούμενης παραγράφου. Το ονομαστικό ποσό θα μειώνεται ετησίως από το έτος 2024 έως τη λήξη των τίτλων, γ) η απόδοση των τίτλων ΑΕΠ θα εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από : αα) την εκάστοτε ετήσια ποσοστιαία αύξηση του πραγματικού
ΑΕΠ, πέραν των προκαθορισμένων προβλέψεων και ορίων και ββ) το ύψος του ονομαστικού ΑΕΠ. Η απόδοση θα έχει ανώτατο όριο 1%, δ) θα λήξουν το έτος 2042, ε) θα διέπονται από το αγγλικό δίκαιο». 13. Από τον συνδυασμό της παραγράφου 2 του άρθρου 1 της προσβαλλόμενης υπ αριθμ. 5 ΠΥΣ και του πίνακα του Παραρτήματος αυτής (της υπ αριθμ. 5 ΠΥΣ), προκύπτει ότι μεταξύ των επιλέξιμων τίτλων που θα προταθούν προς τροποποίηση εντάσσονται και οι επιλέξιμοι τίτλοι, των οποίων είμαστε όλοι μας δικαιούχοι και κάτοχοι, με κωδικό (ISIN) GR 0106003792, με ημερομηνία λήξεως την 30 η.6.2012, με τοκομερίδιο 1% και συνολικό ανεξόφλητο κεφάλαιο 140.300.477,52. 14. Εν συνεχεία, με την προσβαλλόμενη υπ αριθμ. 10 ΠΥΣ της 9 ης Μαρτίου 2012 εγκρίθηκε, σύμφωνα με την παράγραφο 8 του άρθρου 1 του Ν. 4050/2012, η απόφαση των ομολογιούχων να αποδεχθούν την τροποποίηση των επιλέξιμων τίτλων, όπως η απόφαση αυτή βεβαιώθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση από 9.3.2012 Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος. Συγκεκριμένα η προσβαλλόμενη από 9.3.2012 Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος διαπιστώνει την επίτευξη της απαιτούμενης από το Νόμο (άρθρο πρώτο παρ. 4 του Ν. 4050/2012) απαρτίας ως προς τη συμμετοχή των ομολογιούχων στη διαδικασία λήψεως απόφασης περί ανταλλαγής των επιλέξιμων τίτλων και της απαιτούμενης στο νόμο (άρθρο πρώτο παρ. 4 Ν. 4050/2012) ενισχυμένης πλειοψηφίας, υπερβαίνουσας τα 2/3 υπέρ της τροποποίησης. Επίσης κατά την παρ. 9 του άρθρου 1 του Ν. 4050/2012, η εν λόγω προσβαλλόμενη υπ αριθμ. 10 ΠΥΣ, από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ισχύει έναντι πάντων, δηλαδή δεσμεύει το σύνολο των Ομολογιούχων και των επενδυτών των επιλέξιμων τίτλων. 15. Με την προσβαλλόμενη υπ αριθμ. 2/20964/0023 Α /12 (ΦΕΚ 682Β/9.3.2012) Υπουργική Απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, υλοποιήθηκε η τροποποίηση των επιλέξιμων τίτλων και εκδόθηκαν νέοι τίτλοι ομολόγων και τίτλοι ΑΕΠ του Ελληνικού Δημοσίου. Κατά δε το άρθρο 6 της Υπουργικής Απόφασης :«Για τα φυσικά πρόσωπα κατόχους των νέων τίτλων της Ελληνικής Δημοκρατίας με μορφή ομολόγων θα εκδοθεί ISIN τύπου Β («ISIN Β»). Τα φυσικά πρόσωπα που είναι ήδη κάτοχοι επιλέξιμων τίτλων με ISIN B θα πάρουν αυτόματα νέους τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου με μορφή ομολόγων με ISIN B». Β. ΕΝΝΟΜΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΖΗΜΙΑ ΕΚΑΣΤΟΥ ΑΙΤΟΥΝΤΑ Παρουσίαση των συνεργασιών μας με την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, όσον αφορά τα ομόλογα :
Κατ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω προκύπτει το άμεσο, ενεστώς και προσωπικό έννομο συμφέρον μας, προς άσκηση της υπό κρίση αίτησης ακύρωσης. Συγκεκριμένα προκύπτει η περιουσιακή βλάβη εκάστου από εμάς σύμφωνα με την ανάλυση που ακολουθεί για κάθε αιτούντα. Γ. ΛΟΓΟΙ ΑΚΥΡΩΣΗΣ Με την παρούσα αιτούμαστε την ακύρωση της υπ αριθμ. 5 Πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου της 24 ης Φεβρουαρίου 2012 (ΦΕΚ Α37/24.2.2012) «Έναρξη διαδικασίας τροποποίησης επιλέξιμων τίτλων και καθορισμός όρων ανταλλαγής τους», της υπ αριθμ. 10 Πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου της 9 ης Μαρτίου 2012 (ΦΕΚ Α50/9.3.2012)«Έγκριση της απόφασης των Ομολογιούχων για την τροποποίηση των επιλέξιμων τίτλων, όπως βεβαιώθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος ως Διαχειριστή της Διαδικασίας», της υπ αριθμ. 2/20964/0023 Α /12 Υπουργικής Απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ Β682/9.3.2012) «Υλοποίηση της τροποποίησης των επιλέξιμων τίτλων και έκδοση νέων τίτλων ομολόγων και τίτλων ΑΕΠ του Ελληνικού Δημοσίου» και της 9 ης Μαρτίου 2012 Πράξης Διοικητικής του Διοικητική της Τράπεζας της Ελλάδος, για τους κάτωθι αναλυτικά αναφερόμενους αληθινούς και βάσιμους λόγους και για όσους με ρητή επιφύλαξη νομίμου δικαιώματός μας επιφυλασσόμαστε να προσθέσουμε με δικόγραφο πρόσθετων λόγων ακύρωσης. 18. ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ 18.1 Σύμφωνα με τη διάταξη του 17 παρ. 1 του Συντάγματος του 1975/2001, «η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του κράτους, τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από αυτή δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος». Από τη διατύπωση του άρθρου αυτού προκύπτει ότι, πέρα από την αμυντική της διάσταση, αυτή δηλ. της αξίωσης αποχής έναντι της δημόσιας εξουσίας, η προστασία της ιδιοκτησίας αποκτά και μια θεσμική διάσταση, αφού τελεί σε συνάρτηση με συγκεκριμένο σκοπό (μη-βλάβη του γενικού συμφέροντος). Η θεσμική εγγύησή της σημαίνει ότι η ιδιοκτησία αποτελεί μεν θεμελιώδες στοιχείο της έννομης τάξης μας, η ακριβής όμως διαμόρφωση του περιεχομένου της, με τη συνακόλουθη επιβολή, αν είναι ανάγκη, των ανάλογων περιορισμώνανατίθεται στον κοινό νομοθέτη, ο οποίος, κατά την θέσπιση των σχετικών κανόνων οφείλει να μεριμνά, ώστε να μην αναιρείται συνολικά η ουσία του συνταγματικού δικαιώματος της ιδιοκτησίας ( Χρυσόγονος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Εκδ. Σάκκουλας 2002, σελ. 338.) Τη συνταγματική προστασία της ιδιοκτησίας ως θεσμού αναγνωρίζει και η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Αξιοσημείωτες είναι οι αποφάσεις 3521-2/1992, στις οποίες η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας. αποφάνθηκε ότι «η προστασία της ιδιοκτησίας που προκύπτει από το άρθρο 17 του Συντάγματος, δεν καλύπτει μόνο
την απλή ύπαρξη αυτής, αλλά, κατά κανόνα, εγγυάται αυτήν ως νομικό θεσμό με το κατά περιουσιακό δίκαιο περιεχόμενό του, δηλαδή η προστασία αυτή περιλαμβάνει επίσης την ανεμπόδιστη και κατ αποκλειστικότητα χρήση και κάρπωση του πράγματος και, κατ επέκταση, προκειμένου περί αστικού ή αγροτικού ακινήτου, και το δικαίωμα του ιδιοκτήτη να το προφυλάσσει από παρεμβάσεις τρίτων, με τη γύρωθεν περίφραξή του που αποτελεί υλική ενέργεια συνδεδεμένη, κατά τη φύση του πράγματος, άρρηκτα με την έννοια της ιδιοκτησίας και μάλιστα με την εξουσία της χρήσης του κατ αποκλειστικότητα» (ΣτΕ 3521-2/1992 (Ολ.), ΙΘ ΤοΣ, 1993, σελ. 166-7). 18.2 Το Σύνταγμα λοιπόν, και κατά τις παραπάνω αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, εγγυάται την ιδιοκτησία ως νομικό θεσμό με το κατά περιουσιακό δίκαιο περιεχόμενό του. Επιτάσσει, μ άλλα λόγια, στον νομοθέτη που θέτει περιουσιακό δίκαιο να μην θεσπίζει κανόνες που αφαιρούν από την ιδιοκτησία κάθε ουσιώδες περιεχόμενο, ή κατ άλλη διατύπωση, που καθιστούν αδρανή την ιδιοκτησία σε σχέση με τον προορισμό της. Μάλιστα, εφόσον το Σύνταγμά μας εγγυάται την ιδιοκτησία (και) ως θεσμό, καθίσταται επιτακτική η προστασία της και μέσω θετικών ενεργειών της κρατικής εξουσίας. Η λήψη, επομένως, των αναγκαίων μέτρων για την περιφρούρηση του απειλούμενου συνταγματικού δικαιώματος της ιδιοκτησίας δεν εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης, αντιθέτως αποτελεί υποχρέωση των αρχών της δημόσιας εξουσίας. 18.3 Την ιδιοκτησία, εξάλλου, προστατεύει και η Σύμβαση «για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών» (Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου-εφεξής ΕΣΔΑ), η οποία υπογράφτηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 και κυρώθηκε από τη χώρα μας με το ν.δ. 53/1974 (Α 256) και συγκεκριμένα το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (εφεξής άρθρο 1 ΠΠΠ) αυτής. Η ΕΣΔΑ, βέβαια, αποτελεί, κατά τους όρους του άρθρου 28 Συντ., ισχύον δίκαιο, γι αυτό και ο εθνικός εφαρμοστής του δικαίου στο πλαίσιο της εφαρμογής των διατάξεων της Σύμβασης, εν προκειμένω των σχετικών με την προστασία της ιδιοκτησίας, δεσμεύεται από την «αυθεντία του ερμηνευτικού δεδικασμένου»του ΕΔΔΑ και οφείλει να προβαίνει σε έλεγχο της συμβατότητας των νόμων με τις διατάξεις της Σύμβασης. Πρόκειται για μια διάταξη στην οποία η αρκετά πλούσια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής ΕΔΔΑ), ιδίως αυτή των δεκαπέντε τελευταίων ετών, έχει προσδώσει αρκετά συγκεκριμένο περιεχόμενο και θεωρητική επεξεργασία. 18.4 Στη διάταξη του άρθρου 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε (μαζί με τη Σύμβαση) με το Ν.Δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυξημένη έναντι των κοινών νόμων ισχύ, διαλαμβάνεται ότι «παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίαςτους. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας αυτού, ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουν το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέσει εν ισχύι νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίους προς ρύθμισιν της
χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιο συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Γίνεται ευθύς αντιληπτό ότι στο πρώτο εδάφιο της πρώτης υποπαραγράφου αναφέρεται ότι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο «δικαιούται σεβασμού της περιουσίας αυτού», στο δεύτερο εδάφιο της ίδιας υποπαραγράφου χρησιμοποιείται η διατύπωση «( ) στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ( )», ενώ στη δεύτερη υποπαράγραφο γίνεται μνεία για «ρύθμιση της χρήσεως των αγαθών». Αναντίρρητα, γίνεται δεκτό ότι η διάταξη, παρά τη χρήση διαφορετικών όρων, αναφέρεται στην προστασία της ιδιοκτησίας γενικά και σε όλες της τις εκφάνσεις. Αυτό, εξάλλου, πιστοποιεί και το Δικαστήριο. Στην απόφαση Marckx (ΕΔΔΑ, Υπόθεση Marckx κατά Βελγίου, Απόφαση της 13 ης Ιουνίου 1979, Α, αρ. 31, παρ. 63) βρήκε την ευκαιρία να σημειώσει ότι «[α]ναγνωρίζοντας στον καθένα το δικαίωμα σεβασμού της περιουσίας του, το άρθρο 1 (του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου) κατ ουσίαν εγγυάται το δικαίωμα της ιδιοκτησίας.» Με τη διάταξη αυτή κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Στην έννοια της περιουσίας περιλαμβάνονται όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα δικαιώματα «περιουσιακής φύσεως» και τα κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα. Καλύπτεται έτσι κάθε μορφή δικαιώματος οικονομικού περιεχομένου και δη τα ενοχικά περιουσιακά δικαιώματα και ειδικότερα απαιτήσεις, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον, έως την προσφυγή στο δικαστήριο, δίκαιο, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά. (πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου : Pressos Compania Naviera S.A. κ.ά. κατά Βελγίου, (Α332): (1995) παράγρ. 28 επ., Pine Valley Development κατά Ιρλανδίας (Α222) (1992) παράγρ. 51 κ.α.). Τέτοιες θα πρέπει να θεωρηθούν, πέραν πάσης αμφιβολίας, και οι απαιτήσεις από αποζημίωση απολύσεως.συγκεκριμένα κατά την υπ αριθμ. 9/2008 απόφαση του ΑΠ έχει κριθεί :«Τέτοιες απαιτήσεις (ενοχικά δικαιώματα) είναι και εκείνες του εργατικού δικαίου, που στρέφονται κατά του κράτους. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται και οι απαιτήσεις από τακτικές αποδοχές (μισθούς κ.λ.π.), που καταβάλλονται σε εργαζόμενους στο δημόσιο τομέα και οι οποίες δεν μπορούν να μειωθούν παρά μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας, η συνδρομή της οποίας υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων (Ολομ. ΑΠ 3/1998). Επίσης, η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, που εντάσσεται στις θεμελιώδεις αρχές της Κοινότητας, αποβλέπει να διασφαλίσει τον πολίτη από την απρόβλεπτη μεταβολή καταστάσεων και εννόμων σχέσεων, που διέπει το κοινοτικό δίκαιο. Η αρχή αυτή πρέπει να εφαρμόζεται και στο εσωτερικό δίκαιο καθόσον αφορά το ύψος των αποδοχών των εργαζομένων, οι οποίοι δικαιολογούνται να τρέφουν προσδοκίες ότι αυτές δεν θα μειωθούν αδικαιολόγητα στο μέλλον». 18.5 Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που κυρώθηκε με το ν. 3671/2008 (Α 129)
έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυξημένη έναντι των κοινών νόμων ισχύ, «Κάθε πρόσωπο δικαιούται να είναι κύριος των νομίμως κτηθέντων αγαθών του, να τα χρησιμοποιεί, να τα διαθέτει και να τα κληροδοτεί. Κανείς δεν μπορεί να στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνον για λόγους δημόσιας ωφέλειας, στις περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο νόμο και έναντι δίκαιης και έγκαιρης αποζημίωσης για την απώλεια της. Η χρήση των αγαθών μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς από το νόμο, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο προς το γενικό συμφέρον.». 18.6 Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 4 του Ν.3717/2008 προβλέφθηκε η καταβολή «ΕΦΑΠΑΞ ΠΟΣΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ», σε εμάς ήτοι στους ανήκοντες στο Τακτικό και Εποχικό προσωπικό των «Σημερινών Εργοδοτών», εργαζόμενους. Σύμφωνα δε με την αιτιολογική έκθεση του Ν. 3717/2008, το προβλεπόμενο εκ του άρθρου 4 εφάπαξ ποσό κοινωνικής ενίσχυσης καταβλήθηκε σαν αντιστάθμισμα του γεγονότος ότι οι εκκαθαριζόμενες δεν είχαν τα χρήματα για να καλύψουν τις αποζημιώσεις καταγγελίας του προσωπικού τους, ενώ είχαν αποκτήσει την ευχέρεια να λύουν τις συμβάσεις εργασίες αζημίως. 18.7 Συγκεκριμένα, με την ως άνω διάταξη της παρ. 4 του Ν. 3717/2008 ορίζεται ότι : «1. Στους ανήκοντες στο Τακτικό και Εποχικό Προσωπικό των Σημερινών Εργοδοτών εργαζομένους, των οποίων οι συμβάσεις με την επιχείρηση λύονται ή καταγγέλλονται μετά την Κρίσιμη Ημερομηνία, καταβάλλεται εντός διμήνου από την υποβολή της αίτησης της επόμενης παραγράφου 2 εφάπαξ ποσό κοινωνικής ενίσχυσης το οποίο ισούται προς: α. Το ποσό της νόμιμης αποζημίωσης που αντιστοιχεί στην καταγγελία της σχέσης έμμισθης εντολής δικηγόρων ή νομικών συμβούλων. β. Για το λοιπό Τακτικό Προσωπικό, ποσό που αντιστοιχεί στο χρόνο προϋπηρεσίας σε οποιονδήποτε από τους Σημερινούς Εργοδότες και τους Αρχικούς Εργοδότες, ως εξής: (i) Για προϋπηρεσία μέχρι ενός έτους, ποσό ίσο με τις Τακτικές Μηνιαίες Αποδοχές προσαυξημένο κατά το ένα έκτο (1/6) αυτών. (ii) Για προϋπηρεσία πλέον του έτους και μέχρι τεσσάρων ετών, ποσό διπλάσιο των Τακτικών Μηνιαίων Αποδοχών προσαυξημένο κατά το ένα έκτο (1/6) αυτών. (iii) Για προϋπηρεσία πλέον των τεσσάρων ετών και μέχρι έξι ετών, ποσό τριπλάσιο των Τακτικών Μηνιαίων Αποδοχών προσαυξημένο κατά το ένα έκτο (1/6) αυτών. (iv) Για προϋπηρεσία πλέον των έξι ετών και μέχρι οκτώ ετών, ποσό τετραπλάσιο των Τακτικών Μηνιαίων Αποδοχών προσαυξημένο κατά το ένα έκτο (1/6) αυτών. (v) Για προϋπηρεσία πλέον των οκτώ ετών και μέχρι δέκα ετών, ποσό πενταπλάσιο των Τακτικών Μηνιαίων Αποδοχών προσαυξημένο κατά το ένα έκτο (1/6) αυτών.
(vi) Για συμπληρωμένη προϋπηρεσία δέκα ετών, ποσό εξαπλάσιο των Τακτικών Μηνιαίων Αποδοχών προσαυξημένο κατά το ένα έκτο (1/6) αυτών. (vii) Για κάθε συμπληρωμένο έτος υπηρεσίας πάνω από τα δέκα προστίθεται ποσό ίσο με τις Τακτικές Μηνιαίες Αποδοχές προσαυξημένο κατά το ένα έκτο (1/6) αυτών, με ανώτατο όριο ποσό ίσο με είκοσι τέσσερις Τακτικές Μηνιαίες Αποδοχές προσαυξημένο κατά το ένα έκτο (1/6) αυτών. γ. Για το Εποχικό Προσωπικό, ποσό το οποίο υπολογίζεται με βάση τις αποδοχές που υπολείπονται έως τη συμπλήρωση του ορισμένου χρόνου, αφαιρουμένων των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων και του αναλογούντος φόρου. 2. Για την καταβολή του εφάπαξ ποσού κοινωνικής ενίσχυσης οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να υποβάλουν σχετική αίτηση εντός διμήνου από τη λύση ή καταγγελία της σύμβασης στην αρμόδια υπηρεσία παροχών του ΟΑΕΔ του τόπου κατοικίας τους. Με την αίτηση συνυποβάλλονται η καταγγελία ή λύση της σύμβασης και βεβαίωση από τον εκκαθαριστή περί του ύψους του εφάπαξ ποσού κοινωνικής ενίσχυσης που δικαιούται ο εργαζόμενος, όπου αναγράφεται αναλυτικά ο τρόπος υπολογισμού του ποσού αυτού και η οποία εκδίδεται εντός πέντε (5) ημερών από σχετική αίτηση του ενδιαφερομένου. 3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας ρυθμίζονται τα ειδικότερα θέματα που προκύπτουν από την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων. 4. Οι δαπάνες που προκαλούνται από την εφαρμογή της διάταξης του παρόντος άρθρου καλύπτονται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό και καταβάλλονται από τον ΟΑΕΔ μετά από τη μεταφορά των σχετικών κονδυλίων». 18.8 Κατά το άρθρο 4 του Ν. 3717/2008, επομένως, το εφάπαξ ποσό κοινωνικής ενίσχυσης έπρεπε να καταβληθεί σε εμάς από το Ελληνικό Δημόσιο διά του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού» εντός διμήνου από την υποβολή σχετικής αίτησης μου στην αρμόδια υπηρεσία παροχών του ΟΑΕΔ του τόπου κατοικίας μας, την οποία αίτηση έπρεπε να καταθέσουμε εντός διμήνου από τη λύση ή καταγγελία της σύμβασης εργασίας μας. Όλοι μας εντός της τασσόμενης ανωτέρω δίμηνης προθεσμίας από την καταγγελία των συμβάσεων εργασίας μας υποβάλλαμε νόμιμα και εμπρόθεσμα σχετικές αιτήσεις ενώπιον των αρμοδίων υπηρεσιών του ΟΑΕΔ του τόπου κατοικίας μας. 18.9 Συνεπώς, η αξίωσή μας για την καταβολή του ανωτέρω εφάπαξ ποσού συνιστά επί της ουσίας αξίωση από αποζημίωση λόγω της απολύσεώς μας, η οποία κατέστη αναντίρρητη για τα μέρη και αναγνωρίσθηκε με διάταξη τυπικού νόμου και είναι πλήρως εκκαθαρισμένη και ληξιπρόθεσμη, ως απορρέουσα από τη λύση της μεταξύ μας εργασιακής σχέσης. 18.10 Σημειωτέον ότι οι αιτούντες δεν αποκτήσαμε το ως άνω προϊόν μέσω επενδυτικής επιλογής, ούτε κατόπιν επιλογής μας, αλλά το Ελληνικό Δημόσιο για να
εκπληρώσει την εκ του νόμου υποχρέωση του για την καταβολή του υπολοίπου ποσού του εφάπαξ ποσού κοινωνικής ενίσχυσης και προκειμένου για τη νομιμότητα της αζήμιας καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας μας αορίστου χρόνου από την εργοδότριά μας ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ ΑΕΡΟΠΛΟΪΑ Α.Ε» και «ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑ-ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ Α.Ε» επέλεξε μονομερώς, επέβαλε και εισήγαγε νομοθετική ρύθμιση χάριν καταβολής για την έκδοση ομολόγου υπέρ των απολυμένων μέσω ειδικού ομολογιακού δανείου 1% λήξεως 30.6.2012. Συνεπώς τα ομόλογα (άυλοι τίτλοι) αυτά που διατέθηκαν από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε, που έχουμε στην κατοχή μας, καλύπτουν επί της ουσίας την οφειλή της αποζημίωσης απόλυσής μας, γεγονός που αναφέρεται άλλωστε ρητά κατά τα ανωτέρω στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 3717/2008. 18.11 Ωστόσο, η μείωση της ονομαστικής αξίας των ομολόγων (άυλων τίτλων) που μας δόθηκαν για την ανωτέρω αιτία και επήλθε κατ εφαρμογή των προσβαλλόμενων πράξεων, παραβιάζει κατάφορα τις διατάξεις των άρθρων 14 του Συντάγματος, της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και του άρθρου 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παρά τους κανόνες για την προστασία της περιουσίας που εισάγουν οι εν λόγω διατάξεις, η εφαρμογή των προσβαλλόμενων πράξεων επιφέρει σε εμάς άμεση περιουσιακή ζημία. 18.12 Κατ ακολουθία των ανωτέρω, οι προσβαλλόμενες πράξεις αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 14 του Συντάγματος, της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και του άρθρου 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και για το λόγο αυτό πρέπει να ακυρωθούν. 19. ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΗΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΧΡΗΣΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ 19.1 Η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου (άρθρα 2, 4, 1, 5, 20, 2, 25 και 26 του Συντάγματος) υπό την ειδικότερη έκφανση της αρχής της ασφάλειας του δικαίου ή από το εκάστοτε προσβαλλόμενο ατομικό δικαίωμα (συρροή συνταγματικών θεμελίων). Σε κάθε περίπτωση όμως σήμερα πια αναμφίβολα η αρχή αυτή αποτελεί και θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου. Πράγματι ο νομοθέτης, όταν ανατρέπει μία κατάσταση από την οποία απέρρεαν συγκεκριμένα δικαιώματα υπέρ συγκεκριμένων διοικουμένων, υποχρεούται εκ του Συντάγματος να προσπαθήσει να συμβιβάσει αφενός την ανάγκη προσαρμογής της κατάστασης αυτής στις κοινωνικές εξελίξεις αφετέρου την ανάγκη αποφυγής αιφνιδιασμού και μη ανατροπής παγιωμένων καταστάσεων. Αντίστοιχη υποχρέωση απορρέει κατά συνέπεια και για την δικαστική εξουσία κατά τον έλεγχο της συνταγματικότητας αυτού του κανόνα δικαίου.
19.2 Ειδικότερα η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης εφαρμόζεται έναντι του νομοθέτη με δύο μορφές, είτε με το εάν από την παραπάνω αρχή απαγορεύεται κατά γενικό τρόπο η αναδρομικότητα των δυσμενέστερων νόμων, είτε με το εάν εμποδίζει η επενέργεια των εκ του χρόνου της δημοσίευσης των ισχυόντων νόμων, έννομες συνέπειες και καταστάσεις που έχουν δημιουργηθεί υπό το κράτος του προϊσχύοντος δικαίου. Η παραπάνω αρχή θεμελιώνεται στην αρχή του κοινωνικού κράτους και στην ανάγκη σταθερότητας των διοικητικών καταστάσεων έναντι του διοικούμενου. Η εύλογη εμπιστοσύνη και πεποίθηση που αισθάνεται ο πολίτης δημιουργεί ασφάλεια δικαίου, μία από τις βασικές συνιστώσες του κράτους δικαίου, η παραβίαση της οποίας από οποιαδήποτε εκδήλωση κρατικής δραστηριότητας με την έκδοση διοικητικών πράξεων δημιουργεί λόγο ακύρωσης αυτών για παράβαση κατ ουσία διάταξης νόμου. 19.3 Επιπλέον, μια από τις πιο σημαντικές αρχές που διέπλασε η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι η αρχή της «χρηστής» διοίκησης, ή «αγαθής» διοίκησης, ή της «καλής» διοίκησης ή της «χρηστής και εύρυθμης» διοίκησης, ή των «χρηστών διοικητικών ηθών». Η εξειδίκευση του περιεχομένου της έννοιας της αρχής της χρηστής διοίκησης από τη νομολογία γίνεται με τρόπο αρνητικό μάλλον παρά θετικό. Δηλαδή ορίζεται τι δεν πρέπει να κάνει η διοίκηση, η οποία οφείλει να μην αιφνιδιάζει και να μην διαταράσσει και ταλαιπωρεί χωρίς λόγο και μάλιστα να εξαπατά τον καλόπιστο διοικούμενο. Η χρηστή διοίκηση οφείλει αντίθετα και όταν ακόμη δρα κατά διακριτική ευχέρεια (προπάντων τότε) να διαφυλάττει τα έννομα συμφέροντα του ιδιώτη και να τον διευκολύνει στην άσκηση των δικαιωμάτων του. Κατά το Στασινόπουλο, «Η χρηστή διοίκηση είναι έννοια φωτεινή, η οποία καίτοι έχει κινητόν και ρευστόν πως το περιαύγασμά της εν τούτοις χρησιμεύει σήμερον ως ύψιστον παιδαγωγικόν σύμβολον δια την διοίκησιν και σωτήριον βοήθημα δια πάντα πολίτην μετά της διοικήσεως συναλλασόμενον» 19.4 Σύμφωνα με την αρχή αυτή η διοίκηση θα πρέπει να ενεργεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε να ανταποκρίνεται στο κρατούν περί δικαίου αίσθημα και στις εκάστοτε ισχύουσες αντιλήψεις περί ηθικής της ολότητας. Πρόκειται, δηλαδή, για την αγαθή κρίση που πρέπει να διέπει γενικώς τα διοικητικά όργανα κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, ενόψει της εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος και της εύρυθμης λειτουργίας της Διοίκησης, αλλά και στο πλαίσιο του πνεύματος επιεικείας που διέπει την έννομη τάξη και της προστασίας του διοικουμένου (ΣΤΕ 810/1983, 3298/1992, 2641/1994). Θα πρέπει δηλαδή να προνοεί για τα έννομα συμφέροντα και δικαιώματα των διοικουμένων και να μη δίνει την εντύπωση ότι δρα αυθαίρετα ή ανεπιεικώς ή ότι λαμβάνει ή ανακαλεί χωρίς δικαιολογημένη αιτία. Η διοίκηση έχει υποχρέωση σεβασμού των πραγματικών καταστάσεων που έχουν δημιουργηθεί υπέρ καλόπιστων τρίτων από τις οποίες αυτοί επωφελούνται. Επομένως ο θεσμός της χρηστής διοίκησης παρέχει ουσιαστική προστασία στους διοικούμενους από τις πράξεις ή παραλείψεις της Διοίκησης, στις οποίες εμφιλοχωρεί το στοιχείο της παρανομίας, της αβλεψίας κ.λ.π. Με τη χρηστή διοίκηση επιδιώκεται να αποφεύγονται κατά την εφαρμογή των νομικών διατάξεων οι δογματικές και
ανεπιεικείς ερμηνευτικές εκδοχές τους και η προσαρμογή τους στις κρατούσες κοινωνικές συνθήκες και απαιτήσεις. (Πρ. Δ. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, πέμπτη έκδοση, ο.π., σελ. 211). 19.5 Με την έννοια αυτή οι αρχές οι οποίες περιέχονται στην χρηστή διοίκηση είναι της καλής πίστεως, της εμπιστοσύνης προς την διοίκηση, της αρχής μη καταχρήσεως του δικαιώματος κ.λ.π. Είναι όμως πολύ ευρύτερη των αρχών αυτών, γιατί δεν ταυτίζεται με το περιεχόμενό τους, ούτε με τις προϋποθέσεις εφαρμογής τους, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν συναλλακτικές σχέσεις, ούτε ισοτιμία μερών, αφού η αρχή εφαρμόζεται αυτεπάγγελτα από τη Διοίκηση και τον δικαστή. Η εύρυθμη διοίκηση περιέχει περισσότερα αντικειμενικά εξωτερικά στοιχεία, που εξασφαλίζουν όχι μόνο το ρυθμό αλλά και τον εύρυθμο των δημοσίων υπηρεσιών. Περιέχει λοιπόν αρχές με στοιχεία Δημοσίου Δικαίου όπως είναι η αρχή της συνέχειας των δημοσίων υπηρεσιών, η αρχή της ίσης μεταχείρισης των υπό τας αυτάς συνθήκας τελούντων, η αρχή της αναλογίας μέσου προς σκοπό, η αρχή της σταθερότητας των διοικητικών καταστάσεων. Οι προαναφερόμενες ενδεικτικά αρχές δεν διακρίνονται σαφώς μεταξύ τους, αλλά συνδέονται ευθέως με τη λειτουργία μιας δημόσιας υπηρεσίας, η οποία προκειμένου να εκπληρώσει το σκοπό της πρέπει όχι απλά να λειτουργεί, αλλά να λειτουργεί εύρυθμα και αδιάκοπα με βάση πάντα την αρχή της νομιμότητας, δηλαδή με βάση το σύνολο των κανόνων δικαίου στους οποίους πρέπει να υπακούει η Διοίκηση ιδιαίτερα όταν αυτή δρα κατά διακριτική ευχέρεια, έτσι ώστε να μην εξαπατά ή να παγιδεύει τους διοικούμενους. 19.6 Επομένως οι αρχές της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης λειτουργούν για τη νομιμοποίηση των εν λόγω καταστάσεων, γιατί η Διοίκηση κατά την ενάσκηση της δραστηριότητάς της εκτός από νόμιμη θα πρέπει να είναι και χρηστή, αγαθή και εύρυθμη. Δεν θα πρέπει απλώς να τηρεί το γράμμα του νόμου, αλλά να λαμβάνει υπόψη της και τις ιδιαιτερότητες κάθε περίπτωσης που δεν τις προβλέπει νόμος και που χρειάζονται ειδικό χειρισμό με πνεύμα επιείκειας. 19.7 Συνεπώς εν προκειμένω οι προσβαλλόμενες κανονιστικές πράξεις παραβιάζουν την αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικούμενου, η οποία είναι ειδικότερη εκδήλωση της αρχής του κράτους δικαίου, και την αρχή της χρηστής διοίκησης. Σημειώνεται ότι είμαστε δικαιούχοι και κάτοχοι των ανωτέρω επιλέξιμων τίτλων, τους οποίους μονομερώς μας επέβαλε το Ελληνικό Δημόσιο, άνευ άλλης επιλογής, να πάρουμε κατ εφαρμογή του άρθρου 4 Ν. 3717/2008, όπως αυτός έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα, και μάλιστα προς εκπλήρωση συμβατικών του υποχρεώσεων έναντι ημών και δη της υποχρέωσης καταβολής των αποζημιώσεων απόλυσής μας. 19.8 Μετά την εφαρμογή των προσβαλλόμενων κανονιστικών πράξεων, έχουμε υποστεί άμεση περιουσιακή ζημία, όπως αναλυτικώς αναφέρεται ανωτέρω, εξαιτίας της μείωσης της ονομαστικής αξίας των επιλέξιμων τίτλων που αναλάβαμε, μολονότι η Διοίκηση μας είχε δημιουργήσει την εύλογη πεποίθηση, ότι η ρευστοποίηση των επιλέξιμων τίτλων που αναλάβαμε θα γινόταν στο αρχικό ποσό που
αναγραφόταν σε αυτούς και ότι θα λαμβάναμε το συνολικό ποσό που μας όφειλε για την ως άνω αιτία. Η συμπεριφορά της Διοίκησης που μας δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση είχε τα εξωτερικά στοιχεία της νομιμοφάνειας, με αποτέλεσμα να μας δημιουργήσει πρόσφορη βάση εμπιστοσύνης και ήταν συνεχής και ομοιόμορφη, δεν διακόπηκε δηλαδή από αλληλοσυγκρουόμενες και αντίθετες πρακτικές και δεν ήταν αντιφατική. 19.9 Η ανωτέρω συμπεριφορά της Διοίκησης προσκρούει και στην αρχή της χρηστής Διοίκησης διότι με την εφαρμογή των προσβαλλόμενων κανονιστικών πράξεων δημιουργούνται καταστάσεις παράνομες, και συγκεκριμένα η επέλευση της άμεσης περιουσιακής μας ζημίας, που οδηγεί στην άδικη και σκληρή στάση αυτής σε βάρος καλόπιστων τρίτων, όπως οι αιτούντες. Σε καμία περίπτωση, η μείωση της ονομαστικής αξίας των επιλέξιμων τίτλων, τους οποίους υποχρεωθήκαμε να αναλάβουμε προκειμένου να διασφαλισθεί η απορρέουσα από τη λύση της εργασιακής μας σχέσης αξίωσή μας, δεν συνάδει με την υποχρέωση της Διοίκησης να δρα με πνεύμα επιείκειας και για την προστασία του διοικούμενου. 19.10 Κατ ακολουθία των ανωτέρω, οι προσβαλλόμενες πράξεις αντίκεινται στις αρχές της προστατευομένης εμπιστοσύνης, που απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου (άρθρα 2, 4, 1, 5, 20, 2, 25 και 26 του Συντάγματος) και της αρχής της χρηστής διοίκησης και για το λόγο αυτό πρέπει να ακυρωθούν. 20. ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ (άρθρο 4 Σ) 20.1 Σύμφωνα με το άρθρο 4 του Συντάγματος «1. Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. 5. Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Με τη διάταξη αυτή θεσπίζεται η νομική ισότητα των Ελλήνων πολιτών, η οποία νοείται αφ ενός ως ισότητα όλων των Ελλήνων πολιτών ενώπιον του Νόμου και αφ ετέρου ως ισότητα των ρυθμίσεων και του περιεχομένου του Νόμου προς το σύνολο των Ελλήνων πολιτών. Η αρχή αυτή δεσμεύει τόσο τον νομοθέτη όσο και τη διοίκηση, ώστε να διασφαλίζεται η ισότητα όχι μόνο των πολιτών ενώπιον του νόμου, αλλά και του νόμου ενώπιον των πολιτών. 20.2 Κατά την διάταξη αυτή οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, θεσπίζεται όχι μόνο η ισότητα των Ελλήνων έναντι του νόμου, αλλά και η ισότητα του τελευταίου (του νόμου) έναντι των πρώτων, υπό την έννοια ότι ο νομοθέτης δεσμεύεται, όταν ρυθμίζει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις που αφορούν περισσότερες κατηγορίες προσώπων, να μην εισάγει αδικαιολόγητες διακρίσεις και εξαιρέσεις, εκτός αν αυτές επιβάλλονται από λόγους κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, την ύπαρξη των οποίων ελέγχουν τα δικαστήρια (Ολ.ΑΠ 3/1997, 7/1993, 6/1992). 20.3 Περαιτέρω, ως συνεισφορά των Ελλήνων πολιτών κατά την παρ. 5 του άρθρου 4 του Σ, εννοούνται οι, κάθε λογής και με διάφορες ονομασίες, φόροι, τέλη, δασμοί, εισφορές κ.λ.π., τακτικοί ή έκτακτοι ή και «εφάπαξ», που αποτελούν αναγκαστικές παροχές μονομερώς των φορολογουμένων προς το κράτος, χωρίς ειδική αντιπαροχή από μέρους του και χωρίς να έχουν το χαρακτήρα της χρηματικής ποινής. Γενικότερα η υποχρέωση της
«χωρίς διακρίσεις» συνεισφοράς των πολιτών, πρέπει να εννοηθεί, όπως και στη γενική αρχή της ισότητας, ότι αποκλείει τις αυθαίρετες και αδικαιολόγητες, από υποστηρίξιμους λόγους γενικότερης κοινωνικής ή και οικονομικής σκοπιμότητας, νομοθετικές διακρίσεις, είτε στην επιβάρυνση είτε στην απαλλαγή. 20.4 Εν προκειμένω οι προσβαλλόμενες κανονιστικές διοικητικές πράξεις αντίκειται στην συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας καθώς με αυτές ρυθμίζονται ουσιωδώς όμοιες σχέσεις ή καταστάσεις εισάγοντας αδικαιολόγητες διακρίσεις και εξαιρέσεις. Συγκεκριμένα, ενώ όλοι οι Έλληνες πολίτες απολαμβάνουν του δικαιώματος της λήψεως της αποζημίωσης απόλυσής τους, με νόμους μάλιστα δημοσίας τάξεως, με τις προσβαλλόμενες πράξεις επέρχεται «κατάργηση» του δικαιώματος μας επί της αποζημίωσης απόλυσης και/ή σε κάθε περίπτωση «συρρίκνωση» αυτού. Όπως αναλυτικά αναφέρεται ανωτέρω τα ομόλογα (άυλοι τίτλοι), των οποίων είμαστε δικαιούχοι και κάτοχοι διατέθηκαν από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε κατ εφαρμογή του άρθρου 49 παρ. 4 του Ν. 3871/2010, καλύπτουν επί της ουσίας την οφειλή της αποζημίωσης απόλυσής μας, γεγονός που αναφέρεται άλλωστε ρητά κατά τα ανωτέρω στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 3717/2008. 20.5 Επιπρόσθετα, κατά το άρθρο 4 του Ν. 3717/2008 το εφάπαξ ποσό κοινωνικής ενίσχυσης έπρεπε να καταβληθεί σε όλο το τακτικό και έκτακτο προσωπικό των εργοδοτριών μας ανωνύμων εταιριών. Παράλληλα, ο ανωτέρω Νόμος έθεσε έναν κοινό τρόπο υπολογισμού του εφάπαξ ποσού κοινωνικής ενίσχυσης για όλους τους δικαιούχους. Κύριο προσδιοριστικό σημείο του ύψους του εφάπαξ ποσού κοινωνικής ενίσχυσης καθορίστηκε ο χρόνος προϋπηρεσίας στην πρώην εργοδότριά μας. Επιπλέον με τις προσβαλλόμενες πράξεις επέρχεται παραβίαση της αρχής της ισότητας, καθώς ένας αριθμός ατόμων των απολυθέντων εργαζομένων του Ομίλου Ο.Α ικανοποιήθηκαν πλήρως και εισέπραξαν ολόκληρο το ποσό του εφάπαξ κοινωνικής ενίσχυσης, όπως αυτό υπολογίζεται κατά το άρθρο 4 του Ν. 3717/2008, ενώ ένας άλλος αριθμός ατόμων των απολυθέντων εργαζομένων, μεταξύ των οποίων και εμείς, δεν έχουμε μέχρι και σήμερα ικανοποιηθεί, ενώ μετά την ισχύ των προσβαλλόμενων πράξεων η ικανοποίηση μας δεν θα είναι πλήρης, καθώς το εκ του άρθρου 4 του Ν. 3717/2008 υπολογιζόμενο εφάπαξ ποσό κοινωνικής ενίσχυσης, υπολείπεται πλέον του ημίσεως (53,5%) του αναγραφομένου ποσού στο ομόλογο. Ειδικότερα, όσοι απολυθέντες εργαζόμενοι είχαν να λάβουν ως εφάπαξ ποσό κοινωνικής ενίσχυσης συνολικό ποσό έως 15.000, 20.000 ή 35.000 εισέπραξαν όλο το ποσό αυτής και ικανοποιήθηκαν πλήρως, με την καταβολή σε αυτούς του ποσού των 15.000, δυνάμει ως άνω της ΚΥΑ 143/2010 (ΥΑ 14360/583 ΦΕΚ Β 1062/13.07.2010) και του ποσού των 20.000, βάσει της ως άνω ΚΥΑ 925/2011 (ΥΑ 925/54 ΦΕΚ Β 439/18.03.2011). Ενώ όσοι από τους απολυθέντες εργαζομένους δικαιούνταν εκ του νόμου εφάπαξ ποσό κοινωνικής ενίσχυσης ανωτέρω των 35.000, αφενός δεν έχουν μέχρι και σήμερα ικανοποιηθεί, αφετέρου οι εκ του νόμου απαιτήσεις τους λόγω των προσβαλλόμενων πράξεων και εκ του ομολόγου μειώνονται πλέον του ημίσεως, προκαλώντας σε εμάς άμεση περιουσιακή, αλλά και ηθική ζημία.
20.6 Σημειώνεται ότι η διαφορετική εν προκειμένω μεταγενέστερη κανονιστική ρύθμιση ομοίων καταστάσεων απολυόμενοι εργαζόμενοι του Ομίλου Ο.Α- σε καμία περίπτωση δεν είναι σύμφωνη και με την συναταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας. 20.7 Επιπρόσθετα οι προσβαλλόμενες αντίκεινται στην αρχή της ισότητας ενώπιον των δημοσίων βαρών (παράγραφοι 1 και 5, αντιστοίχως, του άρθρου 4 του Συντάγματος), διότι για την επείγουσα αντιμετώπιση των σοβαρότατων οικονομικών προβλημάτων της Χώρας ακόμη και αν αυτά οφείλονται κατά κύριο λόγο σε πράξεις ή παραλείψεις κρατικών οργάνων (ατυχείς ή αντισυνταγματικές νομοθετικές παρεμβάσεις, παράνομες συμπεριφορές ή αναποτελεσματικές ενέργειες των οργάνων της Διοικήσεως) το Κράτος μπορεί να επιβάλλει επιβαρύνσεις (φορολογικές ή άλλες) στο σύνολο των πολιτών, αναλόγως των δυνάμεων εκάστου, δεν μπορεί, όμως, να επιβάλλει τέτοιες επιβαρύνσεις σε συγκεκριμένη κατηγορία του πληθυσμού (όπως συμβαίνει εν προκειμένω) χωρίς να παράσχει στην συγκεκριμένη αυτή θιγόμενη κατηγορία αντιστάθμισμα έναντι της επιβαλλομένης σ αυτήν, χάριν του γενικού συμφέροντος, επιβαρύνσεως. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΕΡΠΑΤΑΡΗΣ ΒΙΟΛΕΤΤΑ ΒΑΣΙΛΑΚΟΥ