Ένα ρεμπέτικο τραγούδι... Έμπνευση: Γιώργος Σκαμπαρδώνης Στίχοι-Μουσική: Μάρκος Βαμβακάρης
Ταξίμι (Το): Ο αυτοσχεδιασμός στην αρχή ενός τραγουδιού... Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης «διακτινίζεται» στο 1932 και βρίσκει τον Μάρκο Βαμβακάρη στην Τρούμπα, ανάμεσα σε χασικλίδες και πόρνες. Κάθεται μαζί του στους τεκέδες, τον ακολουθεί για οκτώ χρόνια, που είναι καθοριστικά για την εξέλιξή του. Ταξίμι: Όλα βαίνουν καλώς... Ο Μάρκος από άσημος εκδοροσφαγεύς μεταμορφώνεται σε άρχοντα του Αυτοσχεδιασμός στην αρχή ενός μουσικού μπουζουκιού. Όλα είναι εναντίον τραγουδιού του... Την ίδια στιγμή, ο Μάρκος βιώνει τη μεγαλύτερη οδύνη: Η γυναίκα του, το μεγάλο πάθος της ζωής του, η Ζιγκοάλα τον παρατάει και συζεί με τον παιδικό του φίλο. Η οικογένειά του που δεν έχει αντιληφθεί το μέγεθος του ταλέντου του. Η δικτατορία Μεταξά που λογοκρίνει τα τραγούδια του. Ο πόλεμος που είναι προ των πυλών...
Ταξίμι (Το): Ο αυτοσχεδιασμός στην αρχή ενός τραγουδιού... Κάπου εκεί βρίσκεται και ο Σκαμπαρδώνης Ο Μάρκος τραγουδά «έπρεπε Κάπου εκεί βρίσκεται και ο Σκαμπαρδώνης. να ρχοσουνα ρε μάγκα στον τεκέ μας» και εκείνος αποδέχεται μετά χαράς την Ο Μάρκος πρό(σ)κληση. του τραγουδά: «έπρεπε να ρχοσουνα ρε μάγκα στον τεκέ μας» Τότε, αρχίζει να συνθέτει ένα και εκείνος αποδέχεται ρεμπέτικο μετά χαράς τραγούδι την πρό(σ)κληση. διάρκειας οκτώ Τότε, χρόνων και 429 σελίδων, δικής του έμπνευσης, σε αρχίζει να συνθέτει στίχους ένα ρεμπέτικο και μουσική τραγούδι Μάρκου Βαμβακάρη διάρκειας οκτώ χρόνων και 429 σελίδων, δικής του έμπνευσης, σε στίχους και μουσική Μάρκου Βαμβακάρη.
Κουπλέ (Το) : Δίστιχη στροφή τραγουδιού Κουπλέ: δίστιχη στροφή τραγουδιού «Ζούλα σε μια βάρκα μπήκα «Ζούλα σε μια βάρκα μπήκα στη σπηλιά του Δράκου βγήκα»... στη σπηλιά του Δράκου βγήκα» Ο Μάρκος φεύγει 13 ετών από τη Σύρο, ταξιδεύοντας λαθραία. Προορισμός του ο Πειραιάς. Ο Μάρκος φεύγει 13 χρονών από τη Σύρο, ταξιδεύοντας λαθραία. Προορισμός του ο Πειραιάς. «Χρόνια μεσ στην Τρούμπα, μαγκίτης κι αλανιάρης ρώτησε να μάθεις, κι ύστερα να με πάρεις» Το 1932 δουλεύει στα Σφαγεία. Παρέα με τους φίλους του Γιώργο Μπάτη, Ανέστη Δελιά και Στράτο Παγιουμτζή «αλητεύουν» στην Τρούμπα. «Με πίκρες και με βάσανα με προίκισε η φύση μα όλα περνούν και χάνονται μόνο με το χασίσι» Η «τετράδα» κάνει βόλτες στους οίκους ανοχής, χώνεται μέσα σε τεκέδες, μαστουρώνει με λουλάδες και παίζει μουσική.
Ρεφρέν (Το): Το κομμάτι ενός τραγουδιού που επαναλαμβάνεται «Μικρός αρραβωνιάστικα, κορόιδο που πιάστηκα και επήρα μια μπεμπέκα, μαγκιόρα για γυναίκα» Η πρώτη του γυναίκα η Ζιγκοάλα, είναι ο μεγάλος καημός της ζωής του. Τον παράτησε και συζεί για τον παιδικό του φίλο, Γιωργάκη. Παρά την προδοσία, την ατίμωση σε όλο τον Πειραιά, εξακολουθεί να τη λατρεύει. «Μες στο σπίτι μου για σένα, όλοι με μαλώνουνε λένε ζόρικες κουβέντες, που με φαρμακώνουνε» Ο αδερφός του ο Φραγκίσκος δεν μπορεί να καταπιεί την προσβολή. Αδυνατεί να πιστέψει ότι ο Μάρκος την αφήνει ατιμώρητη και επιτρέπει να τον ρεζιλεύει.
Καραντουζένι (το): τρόπος χορδίσματος του μπουζουκιού «Εγώ δεν είμαι ποιητής, τραγούδια να ταιριάζω μον μου τα φέρνει ο αργκιλές, και τα κατασκευάζω» ΟΜάρκος ζει, καταγράφει, ζυμώνεται μέσα από τους ανθρώπους του περιθωρίου. Έχει πάντα μαζί το μολυβάκι του, για να σημειώνει στίχους σε πακέτα από τσιγάρα. «Είμαι παιδάκι έξυπνο, παίζω και μπουζουκάκι κι όλος ο κόσμος μ αγαπά γιατί μαι Συριανάκι» Ο Μάρκος θεωρείται το καλύτερο μπουζούκι του Πειραιά. Η φήμη του φτάνει μέχρι το διευθυντή της δισκογραφικής εταιρείας Odeon. «Κάν τονε, Σταύρο, κάν τονε βαλ του φωτιά και κάφ τονε» Η τετράδα παίζει πρώτη φορά σε μαγαζί, στη Μάντρα του Σαραντόπουλου. Η κομπανία «Η Ξακουστή Τετράς του Πειραιώς» κερδίζει από το πρώτο βράδυ τις εντυπώσεις.
Σόλο (Το): Μουσική εκτέλεση με ένα μόνο όργανο «Έπρεπε να ρχοσουνα ρε μάγκα στον τεκέ μας...» Η πρώτη του δισκογραφική δουλειά γίνεται ανάρπαστη. Ο κόσμος διψούσε για μπουζούκι. «Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά, εμένα μ αγαπούνε μόλις θα μ αντικρίσουνε, θυσία θα γενούνε» Όλος ο Πειραιάς μιλά για εκείνον. Όλοι τον κοιτούν με λατρεία. Η μάνα του δεν τον καταλαβαίνει. Η Ζιγκοάλα του ζητά χρήματα. «Με ασανσέρ ανέβηκες σε πολυκατοικίες κι έπαιξες και γουστάρανε, μπουζούκι μου ανφάν γκατέ κυρίες» Τότε ανοίγει το «Ρομαντικόν Μπαρ Μάρκος», Τετράς η Ξακουστή του Πειραιώς. Τον επισκέπτεται όλη η καλή κοινωνία.
Σύγκρουση (Η): Δύο διαφορετικά μουσικά μέρη επικαλύπτουν το ένα το άλλο «Μπουζούκι γλέντι του ντουνιά, που γλένταγες τους μάγκες κι οι πλούσιοι σου κάνανε, μπουζούκι μου μεγάλες ματσαράγκες» Η δικτατορία του Μεταξά. Ο Μάρκος δεν έχει άδεια για το μαγαζί και δεν πρόκειται να του τη δώσουν αν δεν γίνει «δικός» τους. Εκείνος αρνείται. «Πέντε μήνες βρίσκομαι μεσ τη Θεσσαλονίκη...» «Αφότου εγεννήθηκα, φωτιά με τριγυρίζει» Εκεί αντιλαμβάνεται ότι όλα είναι εναντίον του: Η οικογένειά του, η λογοκρισία της δικτατορίας, το φάντασμα της Ζιγκοάλας που έχει στοιχειώσει στη ψυχή του. «Μια φούντωση μία φλόγα, έχω μέσα στην καρδιά λες και μάγια μου χεις κάνει...» Επόμενη περιοδεία στη Σύρο. Επιστρέφει στα πάτρια εδάφη, στα τιμημένα χώματα και του έρχεται η έμπνευση της φραγκοσυριανής
Ρεφρέν (Το): Το κομμάτι ενός τραγουδιού που επαναλαμβάνεται «Μεσ στης Πόλης το χαμάμ ένα χαρέμι κολυμπά» Οι γυναίκες στιγμάτισαν τη ζωή του. Πρώτα η Ροζαλίνα στη Σύρο. Η Έλλη, που την πήρε από τον οίκο ανοχής. Η Άννα, η πλούσια που ερχόταν στο μαγαζί να τον ακούσει. Η Σούλα που την πήρε από τη Θεσσαλονίκη. «Τα δυο σου χέρια πήρανε βεργούλες και με δείρανε» Η Ζιγκοάλα, που ούτε και εκείνη άντεξε το προφίλ του ρεμπέτη που επιβάλλει περιπλάνηση, αντροπαρέα, αλητείες. Εκείνη προτίμησε τη σιγουριά του Γιωργάκη. Ώσπου συνειδητοποίησε ότι ο Μάρκος έγινε γνωστός. Ότι ήταν μία μουσική ιδιοφυΐα. Ότι παγιδεύτηκε μόνη της
Φινάλε (Το): Κλείσιμο ενός τραγουδιού «Μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια, κατσαρά μαύρα μαλλιά» Η Ζιγκοάλα μαθαίνει ότι ο Μάρκος αρραβωνιάζεται μία όμορφη και πολύ μικρότερή της. Αρχίζει και τρελαίνεται. Κάνει μάγια στον Μάρκο, είναι ικανή πια για όλα. «Αγάπησα και πόνεσα για σένα παραφρόνεσα σ έσφαξα στα Πετράλωνα όπως τ αρνιά στα Σάλωνα» Την ημέρα του αρραβώνα εμφανίζεται σε αλλόφρονα κατάσταση. Ο Μάρκος παραμένει ατάραχος. Ο Γιωργάκης την ακολουθεί και τη χτυπά με λοστό, αφήνοντάς τη ημιθανή. «Χαράματα η ώρα τρεις θα ρθω να σε θα ρθώ να σε ξυπνήσω» Ο Μάρκος είναι αρραβωνιασμένος. Έχει πιει πολύ. Το όραμα της Ζιγκοάλας τον ακολουθεί ακόμα. Εκείνη σέρνεται ως την πόρτα του, ένα κουφάρι μέσα στα αίματα. Εκείνος νομίζει ότι βλέπει όραμα Ακούγονται σειρήνες πολέμου. Ξημερώνει 28η Οκτωβρίου 1940. Από ένστικτο θυμάται την ταμπέλα στο καφενείο του Μπάτη: Όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας
Ακαπέλα... Η «συνομιλία» του Γιώργου Σκαμπαρδώνη με το ρεμπέτικο και τους εκπροσώπους του κρατά εδώ και πολλά χρόνια. Έχει ο ίδιος παραδεχτεί ότι υπήρχε μέσα του πολύ καιρό. Έτσι, μετά το βιβλίο «Ουζερί Τσιτσάνης», το επόμενο βήμα ήταν ένα βιβλίο για τον άλλο μεγάλο πυλώνα του ρεμπέτικου, τον Μάρκο Βαμβακάρη. Ο Σκαμπαρδώνης ξεκαθαρίζει ότι πρόκειται για μυθιστόρημα κι όχι για μία μυθιστορηματική βιογραφία του Μάρκου. «Μία λοξή, αυθαίρετη σύνθεση που γεννήθηκε από το θαυμασμό του για τον άνθρωπο που θεμελίωσε το ρεμπέτικο τραγούδι, που άλλαξε τα δεδομένα στη διασκέδαση». Εκείνο που τον γοήτευσε εξαρχής ήταν η σχέση του Μάρκου με τη Ζιγκοάλα, μία σχέση πάθους, μίσους και καταναγκασμού. Ο βασανιστικός έρωτας που βιώνει ο Μάρκος για τη Ζιγκοάλα θρυμματίζει τη ψυχή του και την ίδια στιγμή ανατροφοδοτεί την έμπνευσή του. Ίσως για αυτό ο Μάρκος δεν επέστρεψε ποτέ σε εκείνη. Ο πόνος του ήταν πιο χρήσιμος από την ευτυχία.
Ακαπέλα... Εκείνο που τον σημάδεψε ήταν το τραγούδι «Έπρεπε να ρχόσουνα, ρε μάγκα, στον τεκέ μας». Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης αποδέχτηκε την πρόσκληση και έγραψε ένα μυθιστόρημα γραμμένο σε γλώσσα μόρτικη. Γεμάτη γκαϊλέδες και νταλκάδες... Παράλληλα, ξεδιπλώνεται μία ολόκληρη εποχή και μία ανθρωπογεωγραφία. Ο Πειραιάς και οι άνθρωποι του περιθωρίου τη μεταπροσφυγική περίοδο: Τα κουτσαβάκια και οι νταήδες της Κοκκινιάς, οι πόρνες της Τρούμπας, οι τεκετζήδες. Η δικτατορία του Μεταξά και η επιβολή της λογοκρισίας. Η αρχή του πολέμου που έμελλε να σηματοδοτήσει μία νέα εποχή. Ο ίδιος έχει μία βιωματική σχέση με το ρεμπέτικο. Μεγάλωσε σε μία φτωχή γειτονιά της Χαριλάου. Ο πατέρας του είχε εμπλακεί στον Εμφύλιο ως αριστερός και στη συνέχεια δυσκολεύτηκε να βρει δουλειά. Η μητέρα του διατηρούσε μπακάλικο. Μέσα του υπήρχαν εικόνες από χωροφύλακες και κυνηγημένους του εμφυλίου. Όπως έχει παραδεχτεί, αυτά τα βιώματα χρησιμοποίησε στην ιστορία του Μάρκου.