ÓÅÉÑÁ: ÌÉÊÑÇ ÐÕÎÉÄÁ TIÔËÏÓ ÐÑÙÔÏÔÕÐÏÕ: RAVEN S GATE Aðü ôéò Åêäüóåéò Walker Books, Ëïíäßíï 2005 TÉÔËÏÓ ÂÉÂËÉÏÕ: Η Πύλη του Γερακιού ÓÕÃÃÑÁÖÅÁÓ: Anthony Horowitz ÌÅÔÁÖÑÁÓÇ: Φωτεινή Μοσχή ÅÐÉÌÅËÅÉÁ ÄÉÏÑÈÙÓÇ ÊÅÉÌÅÍÏÕ: Ντάνυ Πιέρρου ÓÕÍÈÅÓÇ ÅÎÙÖÕËËÏÕ: Ηλίας Μασούρης ÇËÅÊÔÑÏÍÉÊÇ ÓÅËÉÄÏÐÏÉÇÓÇ: Μερσίνα Λαδοπούλου EÊÔÕÐÙÓÇ: Άγγελος Ελεύθερος & ÓÉÁ Ï.Å. ÂÉÂËÉÏÄÅÓÉÁ: Hλιόπουλος Θ. Ροδόπουλος Π. Ï.Å. Anthony Horowitz, 1983, 2005 EÊÄÏÓÅÉÓ ØÕ ÏÃÉÏÓ Á.Å., ÁèÞíá 2008 Ðñþôç Ýêäïóç: ÌÜéïò 2008 ÉSBN 978-960-453-346-6 Ôõðþèçêå óå áñôß åëåýèåñï çìéêþí ïõóéþí ëùñßïõ êáé öéëéêü ðñïò ôï ðåñéâüëëïí. To ðáñüí Ýñãï ðíåõìáôéêþò éäéïêôçóßáò ðñïóôáôåýåôáé êáôü ôéò äéáôüîåéò ôïõ Åëëçíéêïý Íüìïõ (Í. 2121/1993 üðùò Ý åé ôñïðïðïéçèåß êáé éó ýåé óþìåñá) êáé ôéò äéåèíåßò óõìâüóåéò ðåñß ðíåõìáôéêþò éäéïêôçóßáò. Áðáãïñåýåôáé áðïëýôùò ç Üíåõ ãñáðôþò Üäåéáò ôïõ åêäüôç êáôü ïðïéïäþðïôå ôñüðï Þ ìýóï áíôéãñáöþ, öùôïáíáôýðùóç êáé åí ãýíåé áíáðáñáãùãþ, åêìßóèùóç Þ äáíåéóìüò, ìåôüöñáóç, äéáóêåõþ, áíáìåôüäïóç óôï êïéíü óå ïðïéáäþðïôå ìïñöþ (çëåêôñïíéêþ, ìç áíéêþ Þ Üëëç) êáé ç åí ãýíåé åêìåôüëëåõóç ôïõ óõíüëïõ Þ ìýñïõò ôïõ Ýñãïõ. ÅÊÄÏÓÅÉÓ ØÕ ÏÃÉÏÓ Á.Å. PSICHOGIOS PUBLICATIONS S.A. äñá: ÔáôïÀïõ 121 Head office: 121, Tatoiou Str. 144 52 Ìåôáìüñöùóç 144 52 Metamorfossi, Greece Âéâëéïðùëåßï: Ìáõñïìé Üëç 1 Bookstore: 1, Mavromichali Str. 106 79 ÁèÞíá 106 79 Áthens, Greece Ôçë.: 2102804800 Tel.: 2102804800 Telefax: 2102819550 Telefax: 2102819550 www.psichogios.gr www.psichogios.gr e-mail: info@psichogios.gr e-mail: info@psichogios.gr
ÌåôÜöñáóç: Φωτεινή Μοσχή
ΠΕΡΙ ΕΧOM ENA 1. Η Αποθήκη...11 2. Σπασμένα γυαλιά...24 3. Το Πρόγραμμα ΕΔΕΜ...35 4. Άνω Μάλινγκ...50 5. Μια Προειδοποίηση...61 6. Ψίθυροι...77 7. Ωμέγα Ένα...91 8. Φρέσκια μπογιά...105 9. Τοπικές Υποθέσεις...120 10. Νέξους...136 11. Ένας Επισκέπτης...149 12. Μέσ από τη φωτιά...163 13. Η Ιστορία του Ματ...183 14. Επιστήμη και Μαγεία...199 15. Αφύσικη Ιστορία...217 16. Κόκαλα...236 17. Βαλπούργεια Νύχτα...250 18. Σκοτεινές Δυνάμεις...262 19. Η Πύλη του Γερακιού...272 20. Ο Άντρας από το Περού...289
Η ΑΠΟΘΗΚΗ ΟΜατ Φρίμαν ήξερε πάρα πολύ καλά ότι έκανε λάθος. Καθόταν σε ένα χαμηλό τοίχο έξω από το σταθμό του Ίπσουιτς, φορώντας ένα γκρίζο φούτερ με κουκούλα, ξεχειλωμένο, ξεβαμμένο τζιν και αθλητικά με ξεφτισμένα κορδόνια. Έξι το απόγευμα, και το τρένο από το Λονδίνο είχε μόλις φτάσει. Πίσω του, οι ταξιδιώτες σπρώχνονταν βγαίνοντας από το σταθμό. Γύρω του, αυτοκίνητα, ταξί και πεζοί: ένα κουβάρι. Ήταν η ώρα που επέστρεφαν όλοι σπίτι. Ένα φανάρι τρεμόπαιξε αλλάζοντας από κόκκινο σε πράσινο αλλά τίποτε δεν κινήθηκε. Κάποιος ξέσπασε στην κόρνα του και ο ήχος ξεχύθηκε διαπεραστικός, σχίζοντας τον υγρό απογευματινό αέρα. Ο Ματ γύρισε να κοιτάξει. Το πλήθος, όμως, δεν τον αφορούσε. Δεν ήταν μέρος του. Δεν είχε υπάρξει ποτέ μέρος του και, μερικές φορές, πίστευε ότι ποτέ δε θα γινόταν. Δυο άντρες με ομπρέλες πέρασαν από μπροστά του και τον κοίταξαν αποδοκιμαστικά. Πιθανότατα πίστευαν ότι κάτι σκάρωνε. Ο τρόπος που καθόταν σκυμμένος
ΑΝΤΟΝΙ ΧΟΡΟΟΥΙΤΣ μπροστά, έχοντας τα πόδια ανοιχτά τον έκανε να φαίνεται κάπως επικίνδυνος και μεγαλύτερος από δεκατεσσάρων. Είχε ανοιχτές πλάτες, καλοσχηματισμένο, μυώδες σώμα και λαμπερά γαλανά, έξυπνα μάτια. Τα μαλλιά του ήταν μαύρα, κομμένα πολύ κοντά. Σε πέντε χρόνια θα μπορούσε να γίνει ποδοσφαιριστής ή μοντέλο ή, όπως πολλοί άλλοι, και τα δύο. Το όνομά του ήταν Μάθιου, αλλά ο ίδιος πάντα αποκαλούσε τον εαυτό του Ματ. Καθώς τα προβλήματα είχαν αρχίσει να συσσωρεύονται στη ζωή του, χρησιμοποιούσε το επίθετό του όλο και λιγότερο, μέχρι που δεν το αισθανόταν πια δικό του. Ως Φρίμαν είχε καταχωριστεί στα μητρώα του σχολείου^ όνομα που αναφερόταν συχνά στη λίστα με τις κοπάνες και πολύ γνωστό στους κοινωνικούς λειτουργούς. Ο Μάθιου, όμως, δεν το έγραφε ποτέ και σπάνια το πρόφερε. Το «Ματ» ήταν αρκετό. Του ταίριαζε. Έτσι κι αλλιώς, όσο μπορούσε να θυμηθεί, κανείς δεν του έδινε σημασία. Είδε τους δυο άντρες με τις ομπρέλες να διασχίζουν τη γέφυρα και να εξαφανίζονται κατευθυνόμενοι προς το κέντρο της πόλης. Ο Ματ δεν είχε γεννηθεί στο Ίπσουιτς. Τον είχαν φέρει εδώ και μισούσε τα πάντα σε αυτό το μέρος. Πρώτα πρώτα, δεν ήταν καν πόλη. Ήταν πολύ μικρό. Αλλά δεν είχε τη χάρη ενός χωριού ή μιας κωμόπολης. Εδώ που τα λέμε, ήταν σαν ένα τεράστιο εμπορικό κέντρο με τα ίδια μαγαζιά και σούπερ μάρκετ που θα μπορούσες να συναντήσεις παντού. Μπορούσες να κολυμπήσεις στις Πισίνες Κράουν είτε να δεις ταινία στο πολυσινεμά. Αν είχες αρκετά λεφτά, υπήρχε και μια τεχνητή πίστα για σκι και πίστα καρτ.
Η ΠΥΛΗ ΤΟΥ ΓΕΡΑΚΙΟΥ Αλλά αυτό ήταν όλο. Δεν είχε καν αξιόλογη ομάδα ποδοσφαίρου. Ο Ματ είχε μόνο τρεις λίρες στην τσέπη του^ η αμοιβή του για το μοίρασμα των εφημερίδων. Είχε άλλες είκοσι λίρες στο σπίτι, κρυμμένες σ ένα κουτί κάτω από το κρεβάτι του. Χρειαζόταν λεφτά για τον ίδιο λόγο που τα χρειαζόταν και κάθε έφηβος στο Ίπσουιτς. Όχι μόνο επειδή τα αθλητικά παπούτσια του ήταν πλέον διαλυμένα και επειδή, εδώ και έξι μήνες, είχε τα ίδια παιχνίδια στο X-Box του. Λεφτά σήμαινε δύναμη. Λεφτά σήμαινε ανεξαρτησία. Δεν είχε, λοιπόν, καθόλου λεφτά και ήταν εδώ απόψε διότι χρειαζόταν μερικά. Ωστόσο, ήδη ευχόταν να μην είχε έρθει. Ήταν λάθος. Ήταν βλακεία. Τι του ρθε και είχε συμφωνήσει; Κοίταξε το ρολόι του. Έξι και δέκα. Είχαν κανονίσει να συναντηθούν στις έξι παρά τέταρτο. Αρκετά καλή δικαιολογία. Κατέβηκε πηδώντας από το χαμηλό τοίχο και κατευθύνθηκε προς την είσοδο του σταθμού. Δεν είχε κάνει παρά μερικά βήματα, όταν ένα μεγαλύτερο αγόρι εμφανίστηκε από το πουθενά, κλείνοντάς του το δρόμο. «Ε, πού πας, Ματ; Φεύγεις;» ρώτησε το αγόρι. «Νόμιζα ότι δε θα ρθεις», απάντησε ο Ματ. «Α, ναι; Και πώς έβγαλες αυτό το συμπέρασμα;» Επειδή άργησες τριανταπέντε λεπτά. Επειδή κρυώνω. Επειδή είσαι αξιόπιστος σαν αστικό λεωφορείο. Αυτά ήθελε να πει ο Ματ. Αλλά οι λέξεις δε βγήκαν απ το στόμα του. Σήκωσε μόνο τους ώμους. Το άλλο αγόρι χαμογέλασε. Το όνομά του ήταν Κέλβιν και ήταν δεκαεφτά ετών, ψηλός και κοκαλιάρης, με
ΑΝΤΟΝΙ ΧΟΡΟΟΥΙΤΣ ανοιχτόχρωμα μαλλιά, λευκό δέρμα και έντονη ακμή. Ήταν ντυμένος με ακριβά ρούχα, επώνυμο τζιν και ένα μαλακό δερμάτινο μπουφάν. Ακόμα και στο σχολείο, ο Κέλβιν φορούσε πάντα τα καλύτερα ρούχα. «Με καθυστέρησαν», δικαιολογήθηκε. Ο Ματ δεν είπε τίποτε. «Δεν το μετάνιωσες, έτσι δεν είναι;» «Όχι». «Ματ, φίλε μου, δε χρειάζεται ν ανησυχείς για τίποτε. Θα είναι πανεύκολο. Ο Τσάρλι μου είπε...» Ο Τσάρλι ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός του Κέλβιν. Ο Ματ δεν τον είχε γνωρίσει ποτέ, κι αυτό δεν ήταν καθόλου παράξενο. Ο Τσάρλι βρισκόταν στη φυλακή, σε ένα αναμορφωτήριο ανηλίκων, λίγο έξω από το Μάντσεστερ. Ο Κέλβιν δε μιλούσε συχνά γι αυτόν. Ο Τσάρλι, όμως, ήταν αυτός που είχε μάθει πρώτος για την αποθήκη. Βρισκόταν σε μια βιομηχανική περιοχή και απείχε δεκαπέντε λεπτά από το σταθμό. Ήταν μια αποθήκη γεμάτη CD, βιντεοπαιχνίδια και DVD. Παραδόξως, δεν είχε συναγερμό αλλά μόνο ένα φύλακα, έναν αστυνομικό, συνταξιούχο πλέον, ο οποίος την περισσότερη ώρα λαγοκοιμόταν με τα πόδια πάνω στο τραπέζι και το κεφάλι χωμένο σε μια εφημερίδα. Ο Τσάρλι τα ήξερε όλα αυτά, επειδή ένας φίλος του είχε φτιάξει κάτι ηλεκτρολογικά εκεί. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Τσάρλι, μπορούσες να τρυπώσεις μέσα με ένα συνδετήρα και να βγεις με εξοπλισμό αξίας κάπου διακοσίων λιρών. Ήταν πανεύκολο, σαν να περίμεναν κάποιον να τα κλέψει. Γι αυτό είχαν κανονίσει να συναντηθούν εδώ. Ο Ματ
Η ΠΥΛΗ ΤΟΥ ΓΕΡΑΚΙΟΥ είχε συμφωνήσει με την ιδέα, όταν το συζητούσαν, αλλά μέσα του πίστευε ότι ο Κέλβιν δε μιλούσε σοβαρά. Οι δυο τους είχαν κάνει πολλά πράγματα μαζί. Υπό την καθοδήγηση του Κέλβιν, είχαν κλέψει από σούπερ μάρκετ και μια φορά το είχαν σκάσει με ένα αυτοκίνητο. Αλλά ο Ματ ήξερε ότι αυτό ήταν πολύ χειρότερο. Αυτό ήταν σοβαρό. Ήταν διάρρηξη. Ληστεία. Κανονικό έγκλημα. «Είσαι βέβαιος;» ρώτησε ο Ματ. «Και βέβαια είμαι. Πού είναι το πρόβλημα;» «Αν μας πιάσουν...» «Δεν πρόκειται. Ο Τσάρλι λέει ότι δεν έχουν καν κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης». Ο Κέλβιν ακούμπησε το πόδι του στον τοίχο. Ο Ματ πρόσεξε ότι φορούσε ένα ζευγάρι ολοκαίνουρια Νάικι. Συχνά αναρωτιόταν πού έβρισκε ο Κέλβιν λεφτά για τα ρούχα του. Τώρα, μάλλον ήξερε. «Έλα, Ματ», συνέχισε ο Κέλβιν. «Αν είναι να κάνεις σαν μωρό, δεν ξέρω αν θέλω να κάνω παρέα μαζί σου. Τι σ έπιασε τώρα;» Στο πρόσωπο του Κέλβιν αποτυπώθηκε μια έκφραση εκνευρισμού, οπότε, εκείνη τη στιγμή, ο Ματ ήξερε ότι έπρεπε να πάει. Αν δεν πήγαινε, θα έχανε το μόνο φίλο που είχε. Από τις πρώτες ημέρες που ο Ματ είχε πάει στο γυμνάσιο του Σεντ Έντμουντ, στο Ίπσουιτς, ο Κέλβιν τον πήρε υπό την προστασία του. Κάποια παιδιά θεωρούσαν ότι ο Ματ ήταν παράξενος. Άλλοι είχαν προσπαθήσει να του κάνουν τους μάγκες. Ο Κέλβιν τον είχε βοηθήσει να τους αποκρούσει. Και ήταν πολύ βολικό που ο Κέλβιν έμενε λίγες πόρτες πιο πέρα, στο κτίριο Ίστφιλντ, όπου έμενε ο Ματ με τη θεία του και το φίλο της. Όταν σκούραιναν τα πράγματα, είχε πάντα
ΑΝΤΟΝΙ ΧΟΡΟΟΥΙΤΣ ένα μέρος να πάει. Εξάλλου, έπρεπε να παραδεχθεί ότι ήταν κολακευτικό να κάνει παρέα με κάποιον τρία χρόνια μεγαλύτερό του. «Τίποτε δε μ έπιασε», είπε. «Έρχομαι». Αυτό ήταν. Η απόφαση είχε παρθεί. Ο Ματ έκανε προσπάθεια να καταπνίξει την αίσθηση φόβου που τον κυρίευε όλο και περισσότερο. Ο Κέλβιν τον χτύπησε στην πλάτη και ξεκίνησαν. Σκοτείνιασε γρήγορα. Ήταν τέλος Μαρτίου, αλλά η άνοιξη δεν έλεγε να έρθει. Έβρεχε πολύ όλο το μήνα και φαινόταν σαν να νύχτωνε νωρίς. Καθώς πλησίαζαν στη βιομηχανική ζώνη, τα φώτα του δρόμου άναψαν τρεμοπαίζοντας, σχηματίζοντας λίμνες από βρόμικο πορτοκαλί φως στο χώμα. Η περιοχή ήταν περιφραγμένη με σήματα που προειδοποιούσαν ότι ήταν ιδιωτικός χώρος, αλλά ο φράχτης ήταν σκουριασμένος και γεμάτος τρύπες^ το μόνο εμπόδιο που έμενε ήταν τα αγριόχορτα και τα αγκάθια που φύτρωναν παντού μόλις τέλειωνε η άσφαλτος. Οι γραμμές του τρένου υψώνονταν από πάνω τους, στηριγμένες σε μια σειρά στύλους από τούβλο^ καθώς τα δυο αγόρια πλησίαζαν αθόρυβα, γλιστρώντας ανάμεσα στις σκιές, ένα τρένο πέρασε σφυρίζοντας με κατεύθυνση προς το Λονδίνο. Συνολικά, υπήρχαν περίπου δώδεκα κτίρια. Κάποια είχαν διαφημίσεις στο πλάι: Λ ίσον Λέδερ Έπιπλα γραφείου, Τζ. Μπ. Στράικερ Μηχανικοί Αυτοκινήτων, Σπιτ εντ Πόλις Βιομηχανικοί Καθαρισμοί. Η αποθήκη για την οποία ενδιαφερόταν ο Κέλβιν δεν είχε πινακίδα. Ήταν ένα μακρύ, ορθογώνιο κτίριο με τοίχους από λαμαρίνα και επικλινή στέγη με κεραμίδια. Είχε χτιστεί κάπως ξέ-
Η ΠΥΛΗ ΤΟΥ ΓΕΡΑΚΙΟΥ χωρα από τα γειτονικά κτίρια^ ανάμεσα, υπήρχαν στοί - βες από μπουκάλια και σωροί από άχρηστα χαρτόκουτα και παλιά λάστιχα. Δε φαινόταν κανείς. Όλη η περιοχή έδειχνε έρημη και ξεχασμένη. Η κύρια είσοδος της αποθήκης μια μεγάλη συρόμενη πόρτα ήταν στο μπροστινό μέρος. Δεν υπήρχαν παράθυρα. Ο Κέλβιν οδήγησε τον Ματ σε μια άλλη πόρτα, στο πλάι. Τώρα έτρεχαν, σκυφτοί, στις μύτες των ποδιών τους μες στο σκοτάδι. Ο Ματ έκανε προσπάθεια να παραμείνει ήρεμος, δίχως άγχος, να πάρει κάπως αψήφιστα αυτό που έκαναν. Μια περιπέτεια, αυτό δεν ήταν; Σε μια ώρα από τώρα, θα έκαναν πλάκα για όλ αυτά με τις τσέπες τους γεμάτες μετρητά. Ωστόσο, ένιωθε άβολα. Όταν, μάλιστα, ο Κέλβιν έβαλε το χέρι στην τσέπη του κι έβγαλε ένα μαχαίρι, το στομάχι του σφίχτηκε κι ένιωσε ακόμα χειρότερα. «Τι το θες αυτό;» ψιθύρισε. «Μην ανησυχείς. Είναι για να μπούμε μέσα». Ο Κέλβιν έβαλε τη μύτη της λεπίδας ανάμεσα στην πόρτα και την κάσα της και άρχισε να παίζει με το σύρτη. Ο Ματ τον κοιτούσε χωρίς να λέει τίποτε, ελπίζο - ντας, κατά βάθος, να μην ανοίξει η πόρτα. Η κλειδαριά φαινόταν αρκετά σταθερή και ήταν κάπως απίθανο να μπορέσει να την ανοίξει ο δεκαεπτάχρονος με κάτι τόσο άβολο όσο ένα μαχαίρι. Αλλά, ακριβώς εκείνη τη στιγμή, ακούστηκε ένα κλικ, η πόρτα ταλαντεύτηκε και, ανοίγοντας, ξεχύθηκε φως. Ο Κέλβιν πισωπάτησε^ ο Ματ αντιλήφθηκε ότι ήταν εξίσου ξαφνιασμένος, αν και προσπαθούσε να μην το δείξει. «Μπήκαμε», είπε.
ΑΝΤΟΝΙ ΧΟΡΟΟΥΙΤΣ Ο Ματ έγνεψε καταφατικά. Για μια στιγμή σκέφτηκε μήπως ο Τσάρλι είχε δίκιο τελικά. Ίσως να ήταν τόσο εύκολο όσο είχε πει ο Κέλβιν. Έσπρωξαν την πόρτα και μπήκαν. Μέσα, ο χώρος ήταν τεράστιος πολύ μεγαλύτερος απ ό,τι περίμενε ο Ματ. Όταν του είχε μιλήσει ο Κέλβιν για την αποθήκη, είχε φανταστεί μόνο μερικά ράφια με DVD σε έναν, κατά τα άλλα, άδειο χώρο. Αλλά φαινόταν αχανής, με εκατοντάδες ράφια αριθμημένα και χωρισμένα σε δαιδαλώδεις διαδρόμους, φωτισμένους με πελώρια βιομηχανικά φώτα που κρέμονταν από αλυσίδες. Εκτός από τα παιχνίδια και τα DVD, υπήρχαν κουτιά με εξοπλισμό ηλεκτρονικών υπολογιστών, Γκέιμ Μπόι, συσκευές MP3, ακόμα και κινητά, όλα σε πλαστική συσκευασία, έτοιμα για τα μαγαζιά. Ο Ματ κοίταξε προς τα πάνω. Δεν υπήρχαν κάμερες ασφαλείας, ακριβώς όπως είχε πει ο Κέλβιν. «Εσύ πήγαινε προς τα εκεί», έδειξε ο Κέλβιν. «Ψάξε για μικρά, ακριβά πράγματα. Θα συναντηθούμε πάλι εδώ πίσω». «Γιατί δε μένουμε μαζί;» «Μην ανησυχείς, Ματ. Δε φεύγω χωρίς εσένα!» Τα δυο αγόρια χωρίστηκαν. Ο Ματ βρέθηκε σε ένα στενό διάδρομο με DVD και στις δυο πλευρές. Τομ Κρουζ, Τζόνι Ντεπ, Μπραντ Πιτ... Όλα οι γνωστοί ηθοποιοί στις πιο πρόσφατες ταινίες τους ήταν εκεί. Άπλωσε το χέρι του και πήρε μερικά, χωρίς καν να κοιτάξει τι είχε διαλέξει. Ήταν σίγουρος ότι υπήρχαν και πιο ακριβά πράγματα στην αποθήκη αλλά δεν τον ένοιαζε. Ήθελε απλώς να φύγει.
Η ΠΥΛΗ ΤΟΥ ΓΕΡΑΚΙΟΥ Όλα πήγαν στραβά ξαφνικά. Το κακό ξεκίνησε με μια μυρωδιά που έφτασε στα ρουθούνια του, μια μυρωδιά που ήταν παντού, χωρίς να έρχεται από πουθενά. Μυρωδιά καμένου ψωμιού. Και μια φωνή: «Έλα, Μάθιου. Θ αργήσουμε». Μια έκρηξη χρωμάτων. Ένας λαμπερός κίτρινος τοίχος. Ξύλινα ντουλάπια. Μια τσαγιέρα σαν μικρό αρκουδάκι. Η μυρωδιά τού έλεγε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, με τον ίδιο τρόπο που, μερικές φορές, ένας σκύλος γαβγίζει πριν ακόμα εμφανιστεί ο κίνδυνος. Ο Ματ ήξερε ότι ήταν παράξενο αλλά ποτέ δεν το είχε αμφισβητήσει ως τώρα. Ήταν ένα ταλέντο... ένα είδος ενστίκτου. Μια προειδοποίηση. Αλλά αυτή τη φορά είχε έρθει πολύ αργά. Πριν καλά καλά καταλάβει τι συνέβαινε, ένα βαρύ χέρι είχε γραπωθεί στον ώμο του, γυρνώντας τον προς τα πίσω και μια φωνή ρώτησε: «Τι στο καλό νομίζεις ότι κάνεις;» Ο Ματ ένιωσε τα χέρια του να παραλύουν και τα DVD σκορπίστηκαν στο πάτωμα, γύρω απ τα πόδια του. Απέναντί του, στεκόταν ένας φρουρός. Όχι, όμως, ο ηλικιωμένος αργόσχολος, που είχε αναφέρει ο Κέλβιν, αλλά ένας ψηλός, αυστηρός άντρας με ασημόμαυρη στολή και έναν πομπό συνδεδεμένο με κάποιου είδους θήκη στο στέρνο του. Θα ήταν γύρω στα πενήντα αλλά φαινόταν γυμνασμένος, σαν παίκτης του ράγκμπι. «Η αστυνομία είναι ήδη καθ οδόν», είπε. «Ενεργοποίησες το συναγερμό όταν άνοιξες την πόρτα. Γι αυτό, μην κάνεις καμιά εξυπνάδα».
ΑΝΤΟΝΙ ΧΟΡΟΟΥΙΤΣ Ο Ματ δεν μπορούσε να κουνηθεί. Είχε σοκαριστεί υπερβολικά από την εμφάνιση του φύλακα. Η καρδιά του σφυροκοπούσε στο στήθος του, δυσκολεύοντας την αναπνοή του. Ένιωθε πάλι πολύ μικρός ξαφνικά. «Πώς σε λένε;» ρώτησε κοφτά ο φύλακας. Ο Ματ δεν απάντησε. «Είσαι μόνος;» Αυτή τη φορά ή φωνή του ήταν κάπως πιο ευγενική^ φαίνεται πως είχε καταλάβει ότι ο Ματ δεν ήταν επικίνδυνος. «Πόσοι είστε;» Ο Ματ πήρε μια βαθιά ανάσα. «Εγώ...» Τότε, σαν να γύρισε ένας διακόπτης και να ήρθε ο κόσμος ανάποδα, ξεκίνησε ο πραγματικός τρόμος. Ο φύλακας τινάχτηκε απότομα, τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα, το στόμα του επίσης. Άφησε απ τα χέρια του τον Ματ και σωριάστηκε. Ο Ματ κοίταξε πίσω του και είδε τον Κέλβιν να στέκεται μ ένα σαστισμένο χαμόγελο στο πρόσωπό του. Στην αρχή, δεν κατάλαβε τι είχε συμβεί. Ύστερα, είδε τη λαβή του μαχαιριού να εξέχει από το σώμα του φύλακα, λίγο πιο πάνω από τη μέση του. Δεν έδειχνε να πονάει^ έδειχνε απλώς κατάπληκτος. Είχε καταρρεύσει σιγά σιγά^ λύγισε πρώτα τα γόνατά του, έπειτα έπεσε μπρούμυτα στο πάτωμα και έμεινε εκεί ακίνητος. Ήταν σαν να πέρασε μια αιωνιότητα. Ο Ματ ήταν ακίνητος. Ένιωθε να τον ρουφάει μια μαύρη τρύπα. Τότε τον άρπαξε ο Κέλβιν. «Πάμε να φύγουμε», είπε. «Κέλβιν...» Ο Ματ έκανε προσπάθεια να βρει την ψυχραιμία του. «Τι έκανες;» ψιθύρισε. «Γιατί το έκανες αυτό;»
Η ΠΥΛΗ ΤΟΥ ΓΕΡΑΚΙΟΥ «Τι άλλο να έκανα;» ρώτησε ο Κέλβιν. «Σε είδε». «Το ξέρω ότι με είδε. Αλλά δεν έπρεπε να τον μαχαιρώσεις! Ξέρεις τι έκανες; Ξέρεις τι είσαι;» Ο Ματ δεν μπορούσε να μιλήσει, ήταν τρομοκρατημένος. Ασυναίσθητα, έπεσε πάνω στον Κέλβιν σπρώχνοντάς τον πάνω σε ένα ράφι. Ο Κέλβιν σηκώθηκε γρήγορα. Ήταν πιο εύσωμος και δυνατότερος από τον Ματ. Όρμησε με τη γροθιά του υψωμένη, βρίσκοντας τον Ματ στον κρόταφο. Ο Ματ έπεσε προς τα πίσω, ζαλισμένος. «Τι έγινε, ρε φίλε;» μούγκρισε ο Κέλβιν. «Τι πρόβλημα έχεις;» «Εσύ είσαι το πρόβλημα! Δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό! Έχεις τρελαθεί τελείως!» Το κεφάλι του Ματ γύριζε. Δεν ήξερε τι να πει. «Εσένα σκεφτόμουν». Ο Κέλβιν τον έσπρωξε με το δάχτυλό του. «Το έκανα μόνο για σένα». Ο φύλακας μούγκρισε. Ο Ματ πίεσε τον εαυτό του να κοιτάξει προς τα κάτω. Ο άντρας ζούσε ακόμα αλλά, κάτω και γύρω από το σώμα του, μια λίμνη αίματος φαινόταν διαρκώς να μεγαλώνει. «Πάμε», σφύριξε ο Κέλβιν. «Όχι. Δεν μπορούμε να τον αφήσουμε». «Τι λες τώρα;» «Πού είναι το κινητό σου; Πρέπει να καλέσουμε βοήθεια». «Παράτα με!» Ο Κέλβιν έβρεξε τα ξεραμένα χείλη του με τη γλώσσα του. «Εσύ μείνε, αν θες. Εγώ φεύγω». «Δεν μπορείς να φύγεις!» «Νομίζεις!»
ΑΝΤΟΝΙ ΧΟΡΟΟΥΙΤΣ Και όντως έφυγε, χάθηκε πίσω στο διάδρομο. Ο Ματ τον αγνόησε. Ο φύλακας μούγκρισε ξανά και προσπάθησε να πει κάτι. Ο Ματ ένιωσε ν ανακατεύεται. Έσκυψε και του είπε ακουμπώντας το χέρι του στον ώμο του: «Μην κουνηθείς. Πάω να φέρω βοήθεια». Αλλά η βοήθεια είχε ήδη φτάσει. Πρώτα άκουσε τις σειρήνες και δευτερόλεπτα αργότερα το στρίγκλισμα από τα λάστιχα είχε καταφτάσει η αστυνομία. Πρέπει να είχαν ήδη ξεκινήσει από τη στιγμή που ο Κέλβιν έσπασε την κλειδαριά. Αφήνοντας το φύλακα, ο Ματ σηκώθηκε και βγήκε έξω. Ένα ολόκληρο τμήμα του τοίχου ξαφνικά παραμέρισε. Ο Ματ έβλεπε την αποθήκη απ άκρη σ άκρη μέχρι έξω, το σκοτάδι που γινόταν μαύρο-μπλε-μαύρο-μπλε. Στην είσοδο ήταν παρκαρισμένα τρία αυτοκίνητα. Άναψαν δυο προβολείς, και το εκθαμβωτικό φως καταύγασε το σκοτάδι^ τον τύφλωσε κι έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια του. Ταυτόχρονα, πέντε ή έξι αστυνομικοί, σαν σκιές, κινήθηκαν προς το μέρος του. Πρόσεξε ότι όλοι φορούσαν αλεξίσφαιρα γιλέκα. Ορισμένοι κρατούσαν και όπλα. Είχαν ήδη συλλάβει τον Κέλβιν. Τον τραβούσαν δυο οπλισμένοι άντρες πολύ μεγαλύτεροι απ αυτόν, ενώ ούρλιαζε και έκλαιγε. Τότε πήρε το μάτι του τον Ματ. Γύρισε αμέσως και τον έδειξε. «Δεν το έκανα εγώ», κλαψούρισε με ψιλή φωνή. «Αυτός το έκανε. Αυτός με ανάγκασε να έρθω! Αυτός σκότωσε και το φύλακα». «Μην κουνηθείς!» φώναξε κάποιος, καθώς δυο άντρες πλησίασαν, τρέχοντας, τον Ματ. Ο Ματ στεκόταν ακίνητος. Αργά αργά, σήκωσε τα
Η ΠΥΛΗ ΤΟΥ ΓΕΡΑΚΙΟΥ χέρια του. Οι παλάμες του φωτίστηκαν από τους προβολείς των αυτοκινήτων και, εκείνη τη στιγμή, πρόσεξε ότι ήταν κόκκινες, μέσα στο αίμα. «Αυτός το έκανε! Αυτός το έκανε!» ούρλιαξε ο Κέλβιν. Οι δυο αστυνομικοί πλησίασαν τον Ματ και έπεσαν πάνω του. Τράβηξαν τα χέρια του πίσω από την πλάτη του και του πέρασαν χειροπέδες. Άκουσε το μεταλλικό ήχο και ήξερε ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτε. Τον έσπρωξαν να προχωρήσει και τον έσυραν, σιωπηλό, χωρίς να προβάλει αντίσταση, μέσα στη νύχτα.