χειμωνασ τησ ανατολησ 11 1 Θανααάση... Θανάααση!!! ακούστηκε μια φωνή γεμάτη απελπισία. Το παιδί κοκάλωσε, η πάνινη μπάλα έπεσε από το χέρι του. Πάνιασε. Το αίμα έφυγε από το πρόσωπό του. Η μάνα! Έλα, παίξε, είναι η σειρά σου, του είπε ο μικρός Βασίλης. Η μάνα είναι! είπε και άρχισε να τρέχει σαν τρελός. Φίδια τον έζωσαν. Κάτι στη φωνή τον έκανε να ανατριχιάσει ολόκληρος. Οι τρίχες στο σβέρκο του είχαν σηκωθεί. Πέρασε τη γέφυρα του Τσάι και βρέθηκε στη συνοικία της μητρόπολης. Πρώτη φορά έφτασε τόσο γρήγορα στην ανοιχτή εξώπορτα του σπιτιού. Δεν είχε μπει καλά καλά στην αυλή και η μητέρα του του φώναξε: Τον ντοτόρο γρήγορα! Φέρε τον ντοτόρο! Λαχανιασμένο το παιδί στάθηκε στην καμάρα της αυλόπορτας για να πάρει ανάσα. Γρήγορα! Όσο μπορείς πιο γρήγορα! του φώναξε. Ο Μουράτ, μάνα; Τον θέλω, τρέχα! Ο μικρός έβαλε φτερά στα πόδια. Ήταν αρκετούς δρόμους μακριά ο ντοτόρος, έπρεπε να τρέξει, να προλάβει. Ο ντοτόρος, έτσι τον ήξεραν όλοι, ήταν ο Ευρωπαίος γιατρός.
12 ελπιδα οικονομοπουλου Eίχε γεννηθεί στην Αγγλία. Ύστερα από περιπέτειες, που ούτε ο ίδιος ήθελε να κουβεντιάζει, έφτασε στα σαράντα του χρόνια ταλαιπωρημένος και άρρωστος στη Σπάρτη της Πισιδίας στη Μικρά Ασία, όπου και έμεινε. Το τελευταίο του καταφύγιο ήταν μια ήσυχη πόλη, χτισμένη στα ριζά του Ταύρου, σε υψόμετρο χίλια περίπου μέτρα. Μια πόλη με καταβολές από την αρχαιότητα μέχρι το Βυζάντιο, όπως φανέρωναν το ελληνικό της όνομα, Σπάρτη, και τα σκορπισμένα ελληνικά μάρμαρα και τα ερείπια βυζαντινών εκκλησιών. Ισπάρτα την έλεγαν οι Τούρκοι. Είχε 30.000 κατοίκους, από τους οποίους οι 10.000 ήταν Έλληνες και οι 2.000 Αρμένιοι. Πλούσιο μέρος, ευλογημένο, γεσίλ (πράσινη) την ονόμαζαν οι Τούρκοι. Το Τσάι, παραπόταμος του Κέρσου, πότιζε τα χωράφια της περιοχής και τους ροδώνες που κοσμούσαν την πόλη σαν δαχτυλίδι. Εκεί ο ντοτόρος βρήκε το απάνεμο λιμάνι που τόσο χρειαζόταν. Δέκα ολόκληρα χρόνια ήταν εδώ. Ακόμα και τώρα, το 1904, που είχε κάπως γεράσει, δεν είχε αποφασίσει να ξαναγυρίσει στην πατρίδα του. Ασκούσε την τέχνη του γιατρού στους Έλληνες και Αρμένιους χριστιανούς και πολλές φορές και στους μουσουλμάνους. Είχε αναπτύξει φιλία ο γιατρός με την οικογένεια του μικρού Θανάση από την άφιξή του στη Σπάρτη. Ο πατέρας του μικρού, ο Δημήτρης Παπάζογλου, Ντιμπίλ χότζα τον έλεγαν από σεβασμό οι Τούρκοι, μόλις τον γνώρισε τον συμπάθησε και αμέσως τον εμπιστεύτηκε. Στο καφενείο τον καλούσε πάντα στο τραπέζι του, και τις Κυριακές τα μεσημέρια πολλές φορές για φαΐ στο σπίτι, όταν βρισκόταν στην πόλη. Του άρεσε του Ντιμπίλ να ακούει ιστορίες για ξένους τόπους, έθιμα και συνήθειες. Ο γιατρός ήξερε να διηγείται τις περιπέτειές του με χιούμορ, ακόμα και για γεγονότα που του είχαν κοστίσει. Ένα καλό που είχε ο γιατρός ήταν ότι δεν του έπαιρνες κουβέντα για ανθρώπους που γιατροπόρευε
χειμωνασ τησ ανατολησ 13 ούτε για ιστορίες που είχαν ειπωθεί πάνω στο μεθύσι. Μπορούσε να λέει για τον εαυτό του, για άλλον όχι. Ο μικρός Θανάσης έφτασε λαχανιασμένος στο σπίτι του γιατρού και απελπισμένος άρχισε να χτυπάει την πόρτα με τις γροθιές του και να φωνάζει: Ντοτόρε, ντοτόρε, έλα γρήγορα! Η μάνα με έστειλε να σε φωνάξω. Ο πατέρας δεν είναι καλά. Ο γιατρός άκουσε τη λαχανιασμένη και απελπισμένη φωνή του μικρού κάτω από το παραθύρι του. Κατάλαβε ποιος είναι, χωρίς να τον δει. Πριν από ένα μήνα είχαν βρει μαχαιρωμένο τον Ντιμπίλ σε ένα χαντάκι. Κανείς δεν ήξερε ποιος είχε κάνει αυτό το κακό. Το θύμα δεν ήταν άνθρωπος άσημος. Μπορεί να είχε εχθρούς, ανταγωνιστές πάνω στη δουλειά του, και άλλους που εποφθαλμιούσαν το βιος του, αλλά ήταν βέβαιο ότι αυτοί που τον μαχαίρωσαν δεν ήθελαν να τον ληστέψουν, γιατί το πουγκί του βρέθηκε μέσα στη ζώνη του. Ο Δημήτρης Παπάζογλου ήταν ένας από τους μεγαλύτερους εμπόρους αφιονιού, σταριού και σίκαλης στο Γκελεντός, που ήταν ανατολικά της λίμνης Εγιρδίρ. Μαζί με το μεγαλύτερό του αδερφό Γκαβρέλ, ο οποίος του είχε μάθει και τη δουλειά, διαχειρίζονταν ένα μεγάλο τμήμα του εμπορίου της περιοχής. Ο Ντιμπίλ είχε ισχυρή προσωπικότητα. Ήταν γνωστός για την ευγένεια, την καλοσύνη, την τιμιότητα, το θάρρος, την εξυπνάδα και τη μόρφωσή του. Καθώς έτρεχε ο γιατρός με τον μικρό μέσα στα σοκάκια, θύμησες του έρχονταν για τις καλοσύνες και τα λάθη του αρρώστου. Το μεγαλύτερο λάθος του ήταν ότι στη δούλεψή του είχε πάρει εκείνο το ρεμάλι τον Ιορδάνη, ανιψιό από την αδερφή του την Καλλή, που ήταν δυστυχώς το άκρο αντίθετο του θείου του. Αυτόν τον αχαΐρευτο ο Ντιμπίλ, ύστερα από παρακάλια και κλάμα-
14 ελπιδα οικονομοπουλου τα της μάνας του, τον είχε πάρει για να του μάθει τη δουλειά. Κανονικά έπρεπε να είναι στο πόδι του, εδώ στη Σπάρτη, στο μικρό μαγαζί που κρατούσαν στην αγορά, για να παίρνει παραγγελίες από τους πελάτες. Αλλά αυτός τις περισσότερες ώρες τις περνούσε παίζοντας στα καφενεία της αγοράς και στα καταγώγια κοντά στο Ταμπάκ Χανέ (Βυρσοδεψεία) μπαρμπούτι και χαρτιά, ξοδεύοντας όλο το μισθό του. Τα λεφτά δεν του έφταναν, και έφταιγαν όλοι οι άλλοι γι αυτό εκτός από τον ίδιο. Η απληστία του, η ζήλια και τελικά το μίσος μεγάλωναν με τα χρόνια. Και κάτι άλλο έβαζε σε σκέψεις τον ντοτόρο. Είχε ακουστεί ότι ο Ιορδάνης χρωστούσε πολλά λεφτά, αλλά υποσχόταν ότι θα τα επιστρέψει γρήγορα, μιας και θα γινόταν πλούσιος. Ωστόσο όποια υποψία και να είχε την απόδιωχνε, γιατί το βράδυ που έγινε η επίθεση στον Παπάζογλου ο μεθυσμένος Ιορδάνης έκανε τόση φασαρία στην αγορά που τον έκλεισαν στο μπουντρούμι. Η μάνα του έβαλε λυτούς και δεμένους και έδωσε κάμποσες λίρες για να καταφέρει να τον βγάλει. Τώρα ο Ντιμπίλ πέθαινε από τις μαχαιριές που είχε δεχτεί αλλά και από την πνευμονία. Είχε μείνει ώρες στο χαντάκι κοντά στο δρόμο κάτω από τη βροχή, εκεί όπου τον έριξαν οι δολοφόνοι του. Αν ζούσε μέχρι σήμερα το όφειλε στο άλογό του. Αυτό τον είχε σώσει. Το πανέξυπνο ζώο ξέφυγε από τα χέρια που το κρατούσαν και έτρεξε χιλιόμετρα για να ειδοποιήσει ότι κάτι κακό συνέβαινε στο αφεντικό του. Τους ξύπνησε κλοτσώντας την εξώπορτα της αυλής, χλιμιντρίζοντας δυνατά, και μετά έτρεχε μπροστά από την άμαξα που τους μετέφερε στο μέρος του εγκλήματος. Ο ντοτόρος και ο μικρός έφτασαν στο σπίτι λαχανιασμένοι. Έξω από τη μεγάλη κρεβατοκάμαρα τους περίμενε η μάνα του Θανά-
χειμωνασ τησ ανατολησ 15 ση, η Σαλώμη. Γυναίκα όμορφη με ξανθοκάστανα μαλλιά τραβηγμένα σε χαλαρό κότσο και με γαλαζοπράσινα μάτια που έλαμπαν στο γλυκό της πρόσωπο. Αυτά τα μάτια, που άλλοτε φανέρωναν τη χαρά της ζωής, τώρα καθρέφτιζαν την απόγνωση, τη λύπη και το φόβο. Οι μαύροι κύκλοι την έδειχναν πολύ μεγαλύτερη από τα είκοσι εννέα της χρόνια. Αυτή η γυναίκα, που περίμενε από στιγμή σε στιγμή το θάνατο του αγαπημένου της άντρα, μέχρι τώρα είχε όλα τα καλά. Ένα σύζυγο που την αγαπούσε, παιδιά που τα λάτρευε και μια περιουσία που φαινόταν ότι ήταν ευλογημένη από το Θεό. Θα έμενε απροστάτευτη. Ευτυχώς που είχε αγόρι και έτσι οι συγγενείς του άντρα της δε θα την έδιωχναν από το σπίτι όπου μεγάλωνε τα παιδιά της. Η γυναίκα εκείνα τα χρόνια δεν είχε δική της περιουσία. Η περιουσία ανήκε στον πατέρα της ή στον άντρα της ή στον αρσενικό κληρονόμο. Ακόμα και η προίκα που έφερνε, μετά το θάνατο του συζύγου, δεν της ανήκε. Δεν ήταν αυτεξούσια ούτε είχε δικό της θέλω. Τις αποφάσεις τις έπαιρνε το οικογενειακό συμβούλιο, που απαρτιζόταν από τους συγγενείς του άντρα της. Η Σαλώμη δόξαζε το Θεό που είχε τον Θανάση. Ο γιατρός μπήκε στην κάμαρη, όπου τον τελευταίο μήνα ήταν συχνός επισκέπτης. Ο μικρός Θανάσης, ακόμα λαχανιασμένος, με ένα σφάχτη στην αριστερή πλευρά της μέσης, σωριάστηκε στο χαμηλό καναπέ δίπλα στο σοφρά. Ήταν σκοτεινά, ο ήλιος είχε πλέον δύσει και είχε ακουστεί ήδη η φωνή του μουεζίνη για τη βραδινή προσευχή. Στην άκρη του δωματίου πάνω σε ένα σκαμνί διέκρινε την κατά τρία χρόνια μικρότερη αδερφή του να κουνιέται πάνω κάτω μουρμουρίζοντας, κρατώντας δυνατά την αγαπημένη της κούκλα. Το βλέμμα της ήταν στυλωμένο σε ένα σημείο. Δε φαινόταν να τον έχει προσέξει, δε φαινόταν να έχει προσέξει κανέναν. Η καημένη η Γεσθημανή! Μι-
16 ελπιδα οικονομοπουλου κρή και ευάλωτη και πολύ ευαίσθητη, με το αργό της βήμα τριγύριζε σε όλες τις κάμαρες χωρίς να μιλάει. Πού και πού ακουγόταν ο βήχας της. Το πρόσωπό της λεπτό, με ξανθοκόκκινα μαλλιά, ίδια με του αδερφού της, με χλομή επιδερμίδα, έδινε την εντύπωση ότι ήταν ένα αερικό, ότι δεν ανήκε σε αυτόν τον κόσμο. Πολλές φορές, εκεί που καθόταν ατενίζοντας το κενό, έλεγε ξαφνικά λόγια τα οποία μερικοί τα θεωρούσαν τρελά. Αλλά αργότερα, όσοι τα θυμόντουσαν, καταλάβαιναν ότι τα τρελά λόγια είχαν προφητική σημασία. Το ίδιο είχε γίνει και τώρα. Όταν ήταν να φύγει ο πατέρας για τη Σμύρνη, η Γεσθημανή κρεμάστηκε πάνω του και τον παρακαλούσε κλαίγοντας να μη φύγει εκείνη τη μέρα. Επαναλάμβανε μάλιστα τη λέξη: «μαχαίρι». Δεν κοιμήθηκε καθόλου εκείνο το βράδυ και έκλαιγε συνεχώς. Φαίνεται ότι με κάποιο τρόπο είχε διαισθανθεί την τραγωδία που ερχόταν. Αλλά αυτή τη φορά δεν μπόρεσε δυστυχώς να την αποτρέψει. Η Φατμέ, η μουσουλμάνα που ερχόταν να πλύνει τα ρούχα, έσωσε το παιδί της επειδή είχε ακούσει τη μικρή Γεσθημανή. Ένα πρωί το κορίτσι κατέβηκε στο ισόγειο όπου έβραζαν τα μεγάλα καζάνια με τα ασπρόρουχα. Στάθηκε μπροστά της και είπε με βλέμμα στο κενό: «ο Χασάν, νερό, νερό». Στην αρχή η Φατμέ πήγε να τη διώξει, αλλά ξαφνικά κάτι στη φωνή της την έκανε να την προσέξει. Ο Χασάν, ο μικρός της γιος, σώθηκε την τελευταία στιγμή από τη μάνα του αρπάζοντάς τον από το χείλος της δεξαμενής που πήγε να πέσει. Από τότε η μικρή στα μάτια της φτωχής γυναίκας ήταν μια αγία. Η Σαλώμη βγήκε από την κάμαρα κρατώντας μια λάμπα. Τα χαρακτηριστικά της ήταν τραβηγμένα, τα μάτια κόκκινα από το κλάμα. Τους έκανε νεύμα να περάσουν μέσα. Ο μικρός πήρε το χέρι
χειμωνασ τησ ανατολησ 17 της αδερφής του και το έσφιξε δυνατά. Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα, ο πόνος τού ξέσκιζε το στήθος. «Έφτασε το τέλος», σκέφτηκε, «πρέπει να κρατηθώ, τώρα εγώ είμαι ο προστάτης της οικογένειας, πρέπει να φερθώ σαν άντρας». Όταν μπήκε στο δωμάτιο, είδε τον πατέρα του να ζει ακόμα και έτρεξε πάνω του κλαίγοντας. Μπαμπά, μπαμπά, φώναξε παίρνοντας το παγωμένο χέρι του πατέρα του στην αγκαλιά του. Θα γίνεις καλά, έτσι δεν είναι; Μου το υπόσχεσαι; Ο πατέρας ψέλλισε: Αντίο, παιδί μου, φυλάξου από τον... Η φωνή του έσβησε σε ψίθυρο, δεν ακούστηκε. Η μικρή πλησίασε τον πατέρα της, έσκυψε και τον φίλησε στο μάγουλο και στο χέρι. Πατέρα, μη μας αφήνεις. Έτσι πέθανε ο Ντιμπίλ εκείνο το βράδυ της Παρασκευής του Μάρτη του 1904. Οι ώρες και οι μέρες που ακολούθησαν ήταν βασανιστικές. Σε λιγότερο από μία ώρα μοιρολογίστρες ήρθαν στο σπίτι για να κλάψουν το νεκρό. Τον βρήκαν έτοιμο, ντυμένο με τα καλά του ρούχα. Δεν ήθελε η Σαλώμη να μάθουν για το μαχαίρωμα του άντρα της, που μόνο αυτή και ο γιατρός το ήξεραν, και βέβαια και ο δολοφόνος. Το σπίτι μαύρισε, όλα σκεπάστηκαν με μαύρα πέπλα. Μαύρες οι ψυχές, μαύρο και το εσωτερικό του σπιτιού. Στην κηδεία μαζεύτηκαν όλοι οι Έλληνες και πολλοί Τούρκοι από τη Σπάρτη και από τη γύρω περιοχή. Ήρθε και ο συνέταιρος του Ντιμπίλ, από την περιοχή του Μπαλτζί, ο Αχμέτ Αλή μπέης. Έβγαλαν επικήδειο οι πλέον αξιοσέβαστοι από τους Έλληνες και τους Τούρκους. Μίλησε και ο ντοτόρος, με μάτια βουρκωμέ-
18 ελπιδα οικονομοπουλου να, με τα καλύτερα λόγια. Στην κηδεία ήταν μόνο άντρες. Καμιά άλλη γυναίκα δεν ήταν εκεί, ούτε η χήρα. Την οικογένεια την αντιπροσώπευσε ο μικρός Θανάσης, ντυμένος στα μαύρα. Η Σαλώμη ήταν μαυροντυμένη από πάνω μέχρι κάτω. Κόσμος πολύς ερχόταν για να τους συλλυπηθεί, όχι μόνο Έλληνες, αλλά και Τούρκοι και Αρμένιοι και ο Εβραίος σαράφης και ο πατριώτης του, ο έμπορος αρωμάτων και βοτάνων, με τους οποίους είχε συχνά δοσοληψίες ο συχωρεμένος. Πρώτος και καλύτερος ο Ιορδάνης, που ήρθε με τη μάνα του την Καλλή, τη μεγάλη αδερφή του Ντιμπίλ. Αυτή η γυναίκα ήταν άπληστη, αγέλαστη, επιθετική, σωστό θεριό. Χλομή και άχρωμη, ζήλευε τους πάντες και περισσότερο από όλους το μικρό της αδερφό. Αυτή ήταν που είχε εμφυσήσει στο άβουλο, κακόβουλο και άχρηστο γιο της την έχθρα και τη ζήλια ενάντια στην οικογένεια του θείου του. Στο σπίτι πήγε και ο Αχμέτ Αλή μπέης με τον πρωτότοκο και μοναδικό γιο του, τον Ιμπραήμ. Τη χαιρέτησε με υπόκλιση. Ήξερε την οικογένειά της στη Σπάρτη, και με τον Λάζαρο Κιουρκτσόγλου, τον πατέρα της, είχε καλή συνεργασία για χρόνια. Εκτιμούσε βαθιά τη Σαλώμη. Γύρισε και κοίταξε τον Ιορδάνη και τη μάνα του, τα μάτια του μίκρυναν. Πρόσεχε! της ψιθύρισε. Από το νησί των Ελλήνων της λίμνης Εγιρδίρ ήρθε και ο Ζαχαρίας με το γιο του τον τσαγκάρη, τον Βαγγέλη. Είχε μια μικρή βιοτεχνία και έφτιαχνε ειδικές μπότες για τους Τούρκους, τους τζισμέδες, με στολίδια και γυριστές μύτες. Τα πρώτα λεφτά γι αυτή την επιχείρηση τα είχε δώσει ο συχωρεμένος. Από τότε πατέρας και γιος ήταν πιστοί φίλοι του ιδίου και της οικογένειάς του. Στο νεκρικό τραπέζι θύμησες κατέκλυσαν τους φίλους και
χειμωνασ τησ ανατολησ 19 διηγήθηκαν διάφορες ιστορίες με πρωταγωνιστή τον πεθαμένο φίλο τους. Κάποια στιγμή έπεσε σιωπή μέσα στην κάμαρη. Ένα βηχαλάκι ακούστηκε. Ο παππούς Λάζαρος, σκουπίζοντας τα δάκρυά του, είπε με τρεμάμενη φωνή: Αλήθεια, από αυτούς που βοήθησε, και βοήθησε πολλούς, και δε μιλάω για φίλους που είναι τώρα εδώ μέσα, ποιος άλλος του έδειξε την ευγνωμοσύνη που του έδειξε ένας λήσταρχος; Μιλάω για τον Ντουμάνογλου το ληστή. Πολλοί γύρισαν και τον κοίταξαν έκπληκτοι. Τι, δεν ξέρετε; Μετά το θάνατο του Οσμάν ο συχωρεμένος έγραψε ένα γράμμα στο φίλο του τον πασά Σεβντέτ. Του ζήτησε να μετατρέψει τη θανατική ποινή των παλικαριών του Οσμάν σε ισόβια. Το αίτημά του έγινε δεκτό. Τα ισόβια για τους κρατουμένους ήταν, ευτυχώς γι αυτούς, μόνο δώδεκα χρόνια. Τη μέρα που τους άφησαν πεινασμένους, ρακένδυτους και βρόμικους, όλοι έφυγαν από την πόλη. Μόνο ένας έμεινε. Ο Ντουμάνογλου. Τον είδαμε ξαφνικά στην πλατεία του καφενείου μια Κυριακή να κοιτάζει αριστερά και δεξιά, να ρωτάει κάποιον γέρο και ύστερα με βήμα αποφασιστικό να έρχεται να γονατίζει μπροστά στα πόδια του αγαπημένου μου γαμπρού ζητώντας του άφεση αμαρτιών. Του είχε πάρει το χέρι και το φιλούσε, ενώ δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια του. Ο Ντιμπίλ ταράχτηκε τόσο που σηκώθηκε όρθιος και είπε σ εκείνον το φτωχοδιάβολο να φύγει. Όλοι ασυναίσθητα γύρισαν και κοίταξαν προς τη μεριά του Ιορδάνη και της μάνας του. Σε λίγη ώρα μάνα και γιος έφυγαν. Αλάφρωσε η ατμόσφαιρα. Αργά το απόγευμα έφυγαν οι φίλοι και οι γνωστοί, αφήνοντας τη χήρα με τα παιδιά να κλαίνε. Η Σαλώμη ένιωθε πιο μόνη από ποτέ.
20 ελπιδα οικονομοπουλου 2 Όλα άλλαξαν ύστερα από το θάνατο του Δημήτρη Παπάζογλου, του Ντιμπίλ. Ο μικρός Θανάσης ξυπνούσε με μάτια κόκκινα από το κλάμα. Τα χείλη του ήταν σφιγμένα. Απέφευγε να κλαίει μπροστά στη μητέρα του, για να μην τη στενοχωρήσει. Αλλά δεν ήθελε να πιστέψει ότι ο πατέρας του είχε πάει στον άλλο κόσμο. Μήπως ήταν στο Γκελεντός και την Παρασκευή θα τον έβλεπε στην πόρτα με ανοιχτή αγκαλιά; Η Γεσθημανή έγινε πιo απόμακρη. Πολλές φορές έκλαιγε και προσευχόταν με παράξενα λόγια. Η Σαλώμη κλείστηκε στο σπίτι. Τα ξανθοκάστανα μαλλιά της απέκτησαν τούφες άσπρες. Τα μάτια της γυάλιζαν σαν να είχε πυρετό. Αδυνάτισε, το βήμα της έγινε αργό. Τα πόδια της σέρνονταν στο πάτωμα, σαν να μην είχε κουράγιο να τα σηκώσει. Είχε γεράσει μέσα σε λίγες μέρες. Τα παιδιά δεν έβγαιναν έξω, εκτός αν πήγαινε ο Μουράτ μαζί τους. Τα παράθυρα ήταν κλειστά, με μαύρα πανιά να τα σκεπάζουν, ακόμα και αυτά που έβλεπαν στην εσωτερική αυλή. Πανιά κάλυψαν τα έπιπλα, τα χαλιά μαζεύτηκαν από τα πατώματα και μπήκαν στην αποθήκη, ενώ τα κρύσταλλα που κοσμούσαν τις σερβάντες μαζεύτηκαν κι αυτά. Στο δωμάτιο που πέθανε ο Ντιμπίλ, ένα καντήλι έκαιγε κάτω από τα εικονίσματα και ένα κερί δίπλα σε μια φωτογραφία του σε κορνίζα. Μόνο η Σαλώμη έμπαινε σε αυτόν το χώρο. Μία φορά μόνο, έξι μήνες μετά το θάνατο του πατέρα της, μπήκε η Γεσθημανή στο δωμάτιο αυτό. Η Σαλώμη ήταν έτοιμη να πάει να τη βγάλει έξω, μιας και είχε απαγορέψει στα παιδιά να παίζουν εκεί. Ξαφνικά η φωνή της μικρής ακούστηκε χαρούμενη από την κάμαρη: Μπαμπά! Γύρισες; Μετά ησυχία. Η Σαλώμη σκέφτηκε να