ΘΕΜΑ: Προϋποθέσεις αντικατάστασης Δικηγόρου διορισθέντα στα πλαίσια της παροχής δωρεάν νομικής βοήθειας. Σας γνωστοποιούμε την εισήγηση του Γενικού Γραμματέα του Δικηγορικού Συλλόγου Καβάλας, Αθανασίου Χ. Πατσάκα που έγινε ομόφωνα δεκτή από το Διοικητικό Συμβούλιο του Δικηγορικού Συλλόγου Καβάλας με την με αριθμ. 4/27-2-2015 απόφασή του (θέμα 2ο) και αφορά ερώτημα του συναδέλφου Κωνσταντίνου Θεοδωρίδη, όσον αφορά το δικαίωμα ή μη, άρνησης ανάληψης και εκτέλεσης εντολής από Δικηγόρο διορισθέντα στα πλαίσια της παροχής δωρεάν νομικής βοήθειας σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος. Συνοπτικά, κατά την ανωτέρω απόφαση, ο Δικηγόρος, που διορίσθηκε στα πλαίσια της παροχής δωρεάν νομικής βοήθειας σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος, δικαιούται να αρνηθεί αιτιολογημένα τον διορισμό του και να αντικατασταθεί από άλλον Δικηγόρο. Στην περίπτωση όμως επίκλησης λόγου, που κρίνεται ως μη σπουδαίος, ο Δικαστής πέραν από την αναγκαστική αντικατάσταση του διορισθέντος δικηγόρου, οφείλει να αποστείλει και σχετικό πρακτικό στον Δικηγορικό Σύλλογο, ώστε να αποκλεισθεί ο δικηγόρος αυτός από τον σχετικό πίνακα στο μέλλον. Προφανώς αν ο διορισμός γίνεται εκτός του καταρτισθέντα πίνακα δικηγόρων, που επιθυμούν τον διορισμό τους, δεν μπορεί να υπάρξει για το μέλλον η ανωτέρω προβλεπόμενη από το νόμο κύρωση. Αν δεν προβληθεί, όμως, από τον διορισθέντα Δικηγόρο, που διορίσθηκε, μετά από αίτηση συμπερίληψής του στον ανωτέρω κατάλογο ή (στην ειδική περίπτωση μη καταρτίσεως καταλόγου από τον Δικηγορικό Σύλλογο) από το σύνολο των μελών του Δικηγορικού Συλλόγου, έστω εν σπέρματι, κάποιος λόγος ενώπιον του αρμοδίου, για την κατά τα ανωτέρω αντικατάστασή του, δικαστικού οργάνου, τότε, δεν μπορεί να υπάρξει απαλλαγή του από την ανωτέρω υποχρέωσή του. ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΠΑΤΣΑΚΑ, ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ, ΓΕΝΙΚΟΥ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΚΑΒΑΛΑΣ. ΘΕΜΑ: Δικαίωμα ή μη, άρνησης ανάληψης και εκτέλεσης εντολής από Δικηγόρο διορισθέντα στα πλαίσια της παροχής δωρεάν νομικής βοήθειας σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος. Σχετ.: 1. Η ανάθεση, σύμφωνα με το 8ο θέμα του με αρ. πρακτικού 28/16-12-2014, του Διοικητικού Συμβουλίου του Δ.Σ.Κ., εισήγησης όσον αφορά την με αρ. πρωτ. 2067/12-12-2014 αίτηση του συναδέλφου Κωνσταντίνου Θεοδωρίδη. 2. Η με αρ. πρωτ. 2067/12-12-2014 αίτηση του συναδέλφου Κωνσταντίνου Θεοδωρίδη. 3. Ο νόμος 3226/2004 «Παροχή νομικής βοήθειας σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος και 1 / 6
άλλες διατάξεις», όπως ισχύει σήμερα και ιδίως το αρθ. 3 αυτού. 4. Η εισηγητική έκθεση των αρμοδίων Υπουργών επί του ανωτέρω νόμου. 5. Ο νόμος 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων» (Κωδ.Δικ.) και ιδίως τα άρθρα 37 και 41 αυτού. 6. Η εισηγητική έκθεση των αρμοδίων Υπουργών επί του ανωτέρω νόμου 7. Ο Κώδικας Δεοντολογίας του Δικηγορικού Λειτουργήματος που εγκρίθηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο του Δ.Σ.Α. την 4.1.1980 και ιδίως το άρθρο 6 αυτού, στον οποίον παραπέμπει ο ανωτέρω νόμος. 8. Ο Καταστατικός Χάρτης των Θεμελιωδών Αρχών του Ευρωπαικού Νομικού Επαγγέλματος και Κώδικας Δεοντολογίας για τους Ευρωπαίους Δικηγόρους του Συμβουλίου των Δικηγορικών Συλλόγων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (CCBE), στον οποίον παραπέμπει ο ανωτέρω νόμος (4194/2013) στο μέτρο που δεν έρχεται σε αντίθεση με αυτόν. 9. Το άρθρο 22 παρ. 4 του Συντάγματος περί αναγκαστικής εργασίας. 10. Η απόφαση 185/2014 του Ειρηνοδικείου Πύργου/Διαδικασίας Ασφαλιστικών Μέτρων, δημοσιευμένη στο www.diavgeia.gr. 11. Το αρθ. 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνδυασμό με το αρθ. 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα και με το άρθ. 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών. Εισήγηση: Ι. Με την ανωτέρω έγγραφη αίτηση του συναδέλφου (σχετ.2), ερωτάται, ποια είναι η γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του Δ.Σ.Κ. επί της δυνατότητας αρνήσεως αναλήψεως και εκτέλεσης εντολής παροχής νομικής βοήθειας κατά το ν. 3226/2004, τόσο εάν ο διορισθείς δικηγόρος έχει υποβάλει αίτηση συμπερίληψής του στον σχετικά συντασσόμενο από τον Δ.Σ.Κ. κατάλογο (βλ. αρθ. 3 ν. 3226/2004), όσο και αν δεν έχει συμπεριληφθεί στον ανωτέρω πίνακα και παρόλα αυτά διορισθεί και αν, επί θετικής δυνατότητας, πρέπει να συντρέχει και επίκληση σπουδαίου λόγου άρνησης. ΙΙ. Όπως προκύπτει από τη νομολογία του ΣτΕ το δικαίωμα υπεράσπισης του πολίτη ενώπιον των δικαστικών και διοικητικών αρχών (αρθ. 20 Σ. αλλά και το αρθ. 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαικής Ένωσης, σε συνδυασμό με το αρθ. 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα και με το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών) περιλαμβάνει και το δικαίωμα να ορίζει δικηγόρο της δικής του επιλογής (βλ. ΣτΕ 640/1993, ΔΔικ 1994.75, ΣτΕ 213/1992 Πρακτ. Ολομ., ΝοΒ 1992.1096). Επειδή λοιπόν η παροχή υπηρεσιών από τον δικηγόρο είναι αναγκαία για την αποτελεσματική άσκηση του Συνταγματικού δικαιώματος της πρόσβασης στην Δικαιοσύνη (βλ. Κ.Χρυσόγονο, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2006.435-437), εκ τούτου συνάγεται και η συνταγματική επιταγή της παροχής δωρεάν νομικής υποστήριξης στους απόρους. 2 / 6
Κατά συνέπεια, για την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών με τον θεσμό της νομικής βοήθειας δεν μπορεί να εφαρμοσθεί η διάταξη του άρθρου 22 4 του Συντάγματος, όπως ισχύει (παρ. 4.: Οποιαδήποτε μορφή αναγκαστικής εργασίας απαγορεύεται) καθώς δεν εμπίπτει στα όρια της απαγόρευσης της αναγκαστικής εργασίας η εκτέλεση υποχρεώσεων που προβλέπονται από άλλες διατάξεις του Συντάγματος -βλ. Κ.Χρυσόγονος, ο.π., σελ. 207). Ειδικότερα και συναφώς το αρθ. 37 παρ. 1 του νέου Κωδ.Δικ. (Αποδοχή εντολής τήρηση επιμέλειας και ευπρέπειας) προβλέπει, σε συνέχεια του άρθρου 47 παρ. 1 του παλαιότερου Κωδ.Δικ. (ν.δ. 3026/1954), ότι ο δικηγόρος (ως δημόσιος λειτουργός, που ασκεί ελεύθερο επάγγελμα, βλ. και αρθ. 1-3 νέου ΚωδΔικ) έχει υποχρέωση να αναλαμβάνει κάθε υπόθεση, εκτός εάν αυτή είναι προδήλως αβάσιμη, δεν είναι δεκτική υπεράσπισης, έρχεται σε σύγκρουση με τα συμφέροντα άλλων εντολέων του ή αντιβαίνει στις αρχές του. Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου ο δικηγόρος οφείλει να αναλαμβάνει την υπεράσπιση οποιουδήποτε κατηγορουμένου εφόσον αυτό ζητηθεί από τις δικαστικές αρχές με την επιφύλαξη της παραγράφου 1. Τέλος στην παρ. 3 προβλέπεται ότι ο δικηγόρος οφείλει: α) να εκτελεί τα καθήκοντά του με ευσυνειδησία και επιμέλεια, β) να επιχειρεί το συμβιβασμό υποθέσεων που είναι δεκτικές συμβιβασμού και γ) να μην παρελκύει τις δίκες. Προκύπτει δηλ. από όλα τα ανωτέρω η υποχρέωση του δικηγόρου να αναλαμβάνει την εντολή που του ανατίθεται, προς αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας του προφεύγοντος στην Δικαιοσύνη εκτός αν αυτός (ο δικηγόρος) κρίνει ότι συντρέχει μία από τις περιπτώσεις που ο νόμος προβλέπει ειδικά. Και για τον αυτεπάγγελτο δικαστικό διορισμό δικηγόρου, σε ποινικές υποθέσεις (βλ. αναφορά σε υπεράσπιση κατηγορουμένου), ο νόμος προβλέπει κατ όμοιο τρόπο. Ενώ τέλος τονίζονται κάποιες υποχρεωτικές αρχές κατά την άσκηση των υπηρεσιών του δικηγόρου. Σημειωτέον ότι ο Κώδικας Δεοντολογίας του Δικηγορικού Λειτουργήματος προβλέπει ότι (αρθ. 6) : «Ο Δικηγόρος έχει υποχρέωση να αναλαμβάνει κάθε υπόθεση που του ανατίθεται, αν υπάρχει τρόπος υπερασπίσεώς της. Έχει όμως το δικαίωμα να αρνηθεί την υπεράσπιση υποθέσεως: α) αν κατά τη γνώμη του είναι παράνομη ή ολοφάνερα άδικη. β) Αν με τα στοιχεία που του παρέχει ο πελάτης είναι βέβαιο ότι η δίκη θα χαθεί. γ) Αν στρέφεται κατά συγγενικού ή πολύ φιλικού του προσώπου. δ) αν σε παρόμοια υπόθεση που χειρίστηκε πριν από αυτήν, είχε υποστηρίξει αντίθετες απόψεις, οι οποίες έγιναν δεκτές με αμετάκλητες αποφάσεις Δικαστηρίων ή Διοικητικών Αρχών. ε) Αν για την υπεράσπιση της υποθέσεως πρόκειται να έλθει σε αντίθεση με δημοσιευμένες γνώμες, θεωρίες, ερμηνείες ή απόψεις του για το ίδιο νομικό ζήτημα, στ) αν δεν έχει αρκετό χρόνο για την καλή προετοιμασία και υπεράσπιση της υποθέσεως». 3 / 6
Ο δε Κώδικας Δεοντολογίας για τους Ευρωπαίους Δικηγόρους αναφέρεται ομοίως στο λειτούργημα του δικηγόρου στην κοινωνία και αναφέρει ειδικότερα (σημεία 3.1.2-3.1.4) ότι o δικηγόρος δεν θα δέχεται εντολές εκτός κι αν είναι σε θέση να εκπληρώσει αυτές εγκαίρως λαμβάνοντας υπόψη τον φόρτο του αλλά και ότι δεν δικαιούται να ασκήσει το δικαίωμά του να αποσυρθεί από μια υπόθεση κατά τρόπο ή περιστάσεις που δεν επιτρέπουν στον εντολέα του να αναζητήσει αλλού νομική αρωγή εγκαίρως ώστε να αποτρέπεται το ενδεχόμενο βλάβης του τελευταίου. ΙΙΙ. Κατά την ειδικότερη διάταξη του άρθρου 3 παρ.1 του ν. 3226/2004 για τη νομική βοήθεια σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος: «Σε περίπτωση διορισμού δικηγόρου, η επιλογή γίνεται βάσει καταστάσεως που καταρτίζει ο οικείος Δικηγορικός Σύλλογος. Κάθε Δικηγορικός Σύλλογος συντάσσει μηναία κατάσταση των δικηγόρων υπηρεσίας του επόμενου μήνα, ξεχωριστά για ποινικές υποθέσεις και για υποθέσεις αστικού και εμπορικού χαρακτήρα και την αποστέλλει στο οικείο Δικαστήριο. Παράλληλα, συντάσσει και αποστέλλει ημερήσια κατάσταση με ικανό αριθμό δικηγόρων για την παροχή νομικής βοήθειας στην ανάκριση και στην εκδίκαση κακουργημάτων και αυτόφωρων πλημμελημάτων. Διαγράφεται από τον πίνακα και δεν μπορεί να γραφεί στο μέλλον δικηγόρος που αρνήθηκε να αναλάβει ή εγκατέλειψε το έργο της υπεράσπισης χωρίς σπουδαίο λόγο, κατά την κρίση του δικαστηρίου ή του προέδρου που διευθύνει το δικαστήριο. Οι τελευταίοι συντάσσουν έκθεση που αποστέλλεται στο Δικηγορικό Σύλλογο. Στις ανωτέρω καταστάσεις δεν περιλαμβάνονται δικηγόροι, η αμοιβή των οποίων κατά το τρέχον ημερολογιακό έτος έχει υπερβεί το ποσό που ορίζεται στην παράγραφο 3.». Επίσης στην παρ. 2 ορίζεται ότι «Οι συνήγοροι υπεράσπισης ορίζονται κατ αλφαβητική σειρά από την αντίστοιχη κατάσταση του Δικηγορικού Συλλόγου. Σε περίπτωση παράλειψης αποστολής της ημερήσιας κατάστασης, η επιλογή γίνεται από μηνιαία κατάσταση. Σε περίπτωση παράλειψης αποστολής της μηνιαίας κατάστασης, η επιλογή γίνεται από όλους τους δικηγόρους του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου. Κατ εξαίρεση, εάν ζητηθεί, μπορεί να οριστεί ο δικηγόρος που έχει χειριστεί, στο πλαίσιο του συστήματος νομικής βοήθειας, την ίδια υπόθεση σε προηγούμενο στάδιο. Στις ανωτέρω περιπτώσεις μη αποστολής των καταστάσεων, ο οριζόμενος συνήγορος δηλώνει υπευθύνως ότι η αμοιβή, την οποία δικαιούται για την παροχή νομικής βοήθειας κατά το τρέχον δικαστικό έτος, δεν υπερβαίνει το οριζόμενο στην επόμενη παράγραφο ποσό.» Τέλος στην παρ. 4 του ίδιου άρθρου του προαναφερθέντος νόμου ορίζεται ότι «ο διοριζόμενος δικηγόρος έχει υποχρέωση να δεχθεί και εκτελέσει την εντολή δίχως αξίωση προκαταβολής αμοιβής ή δικαιωμάτων» ΙV. Από τα ανωτέρω, κατά την γνώμη μου, προκύπτει ότι, κατ αρχάς, υπάρχει υποχρέωση ανάληψης καθηκόντων δικηγόρου (ως δημόσιου λειτουργού δια του οποίου μπορεί να ασκηθεί αποτελεσματικά το δικαίωμα πρόσβασης στην Δικαιοσύνη), μετά από διορισμό του για υποθέσεις νομικής βοήθειας, μόνο όμως, σε περίπτωση συμπερίληψης του συναδέλφου στον σχετικά συντασσόμενο από τον Δικηγορικό Σύλλογο κατάλογο. Μόνο, δε, στην περίπτωση μη σύνταξης του ανωτέρω καταλόγου από τον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο μπορεί να υποχρεωθεί δικηγόρος να αναλάβει τέτοια υπόθεση. 4 / 6
Η διάταξη δε της 4 του άρθρου 3 του Ν. 3226/2004 αναφέρεται, ειδικά και περιοριστικά, στην υποχρέωση του διορισθέντος Δικηγόρου να εκτελέσει την σχετική εντολή χωρίς να προβάλει αξίωση προκαταβολικής είσπραξης της αμοιβής ή των δικαιωμάτων του και, σε κάθε περίπτωση, δεν θέτει κανόνα υποχρεωτικής ανάληψης και εκτέλεσης της σχετικής εντολής από τον διορισθέντα Δικηγόρο. Για τον λόγο αυτόν, εξάλλου, η διάταξη της 6 του άρθρου 3 του Ν. 3226/2004 προβλέπει, ρητά, την δυνατότητα διορισμού πληρεξουσίου Δικηγόρου, η αμοιβή του οποίου κατά το τρέχον ημερολογιακό έτος υπερβαίνει το ποσό που ορίζεται στην 3 του ίδιου άρθρου, αν δεν καθίσταται δυνατός ο διορισμός άλλου Δικηγόρου. Ο διορισθείς σύμφωνα με τις παραπάνω προϋποθέσεις Δικηγόρος δύναται να αρνηθεί να αναλάβει και να εκτελέσει την εντολή που του ανατέθηκε, αφού, όμως, επικαλεσθεί κάποιον λόγο, όπως και ο Κωδ.Δικ. και οι Κώδικες Δεοντολογίας του Δικηγορικού Λειτουργήματος προβλέπουν, που θα κριθεί ως σπουδαίος ή μη από τον δικαστή που τον διόρισε (δηλ. αιτιολογημένη άρνηση) και συγχρόνως κάνει τις τυχόν αναγκαίες άμεσες ενέργειες για να διασφαλίσει τα έννομα συμφέροντα του προσώπου, που, η υπεράσπιση των συμφερόντων του, του ανατέθηκε, μέχρι και την εξέταση της άρνησής του, αρμοδίως. Στην περίπτωση επίκλησης λόγου, που κρίνεται ως μη σπουδαίος, ο δικαστής πέραν από την αναγκαστική αντικατάσταση του διορισθέντος δικηγόρου, οφείλει να αποστείλει σχετικό πρακτικό στον Δικηγορικό Σύλλογο, ώστε να αποκλεισθεί ο δικηγόρος αυτός από τον σχετικό πίνακα στο μέλλον (βλ. έτσι και την απόφαση 185/2014 του Ειρηνοδικείου Πύργου, που με την σειρά της ακολουθεί τα κριθέντα με την 1156/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Ισοκράτης). Προφανώς αν ο διορισμός γίνεται εκτός του καταρτισθέντα πίνακα δικηγόρων, που επιθυμούν τον διορισμό τους, δεν μπορεί να υπάρξει για το μέλλον η ανωτέρω προβλεπόμενη από το νόμο κύρωση. Αν δεν προβληθεί, όμως, από τον διορισθέντα Δικηγόρο, που διορίσθηκε, μετά από αίτηση συμπερίληψής του στον ανωτέρω κατάλογο ή (στην ειδική περίπτωση μη καταρτίσεως καταλόγου από τον Δικηγορικό Σύλλογο) από το σύνολο των μελών του Δικηγορικού Συλλόγου, έστω εν σπέρματι, κάποιος λόγος ενώπιον του αρμοδίου δικαστικού οργάνου, τότε, κατά την γνώμη μου, δεν μπορεί να υπάρξει απαλλαγή του από την ανωτέρω υποχρέωσή του, ενόψει και του ρόλου του ως δημόσιου λειτουργού και του συναρτόμενου με αυτόν θεραπευόμενου, δημοσίας ωφέλειας, σκοπού της αποτελεσματικής πρόσβασης στη Δικαιοσύνη και σε άτομα με χαμηλά εισοδήματα. 5 / 6
Καβάλα, 1/2/2015 Ο γνωμοδοτών σύμβουλος 6 / 6