Executive Summary. 4 Νοεμβρίου 2009



Σχετικά έγγραφα
1. Οι διατάξεις του παρόντος νόµου ρυθµίζουν τις προϋποθέσεις ρύθµισης και απαλλαγής των φυσικών

Ρύθμιση χρεών και διέξοδος από την υπερχρέωση: Δεύτερη ευκαιρία στους υπερχρεωμένους;

Οδηγίες για την υποβολή αίτησης ρύθµισης των οφειλών υπερχρεωµένων φυσικών προσώπων στο Ειρηνοδικείο

ΠΡΟΛΟΓΟΣ V ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το προς επίλυση πρόβλημα Η διαχρονική νομοθετική προσπάθεια αντιμετώπισής του... 6 ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο ΝΟΜΟΣ

ΔΙΑΓΡΑΦΗ ΟΦΕΙΛΩΝ ΣΕ ΕΦΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΤΑΜΕΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΕΟ ΝΟΜΟ

Η μεγαλύτερη αναδιάρθρωση ιδιωτικού χρέους που έγινε ποτέ

ΣΧΕ ΙΟ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΩΝ ΟΦΕΙΛΩΝ ΥΠΕΡΧΡΕΩΜΕΝΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟΥ (τόπος έδρας) (Διαδικασία Εκουσίας Δικαιοδοσίας) ΑΙΤΗΣΗ (άρθρου 4 παρ. 1 ν. 3869/2010)

Με την παρ. 1 του άρθρου 1 με την οποία αντικαθίσταται το άρθρο 1 του ν. 3869/2010.:

Εφαρμογή του νόμου 3869/2010 για τη ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων Ερωτήσεις και Απαντήσεις

χέδιο Νόμου για ηη Ρύθμιζη Οθειλών Υπερχρεωμένων Φυζικών Προζώπων Δεφτερη ευκαιρία για τουσ υπερχρεωμζνουσ πολίτεσ

(2015) 1 PRO JUSTITIA. «Αρχή Υπεύθυνου Δανεισμού» Άννα Οβσεπιάν, Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια

Πρόταση Νόμου του ΠΑΣΟΚ για δημόσια διαβούλευση

TΡΟΠΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΘΗΚΗ. Στο σ.ν.

Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Οικονομίας και

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΕΚΘΕΣΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΣΥΝΕΠΕΙΩΝ ΡΥΘΜΙΣΕΩΝ

Αριθμ /661/2017 (Β 1403) Υπουργική Απόφαση όπως αυτή έχει τροποποιηθεί και ισχύει» 1. ΝΟΜΟΣ 3869/2010 ή άλλου είδους ρυθμίσεις

Αθήνα, 20/8/2015. Γραφείο Υπουργού Αριθ. πρωτ.: Πληροφορίες: Ν. Μπιτούνη. Τηλ Ταχ. Δ/νση: Νίκης 5-7 Πλ.

ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ ΑΔΑ: 65Γ1Η-ΕΚΒ Αθήνα, 9 Ιουνίου 2017

ΟΔΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΟΦΕΙΛΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Αρθρο 51. Ρύθμιση οφειλών προς τη Φορολογική Διοίκηση

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ. β. Του Π.Δ. 111/14 (ΦΕΚ Α 178) «Οργανισμός του Υπουργείου Οικονομικών».

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

«Εγκύκλιος σχετικά με «Ρυθμίσεις Αποπληρωμής οφειλών δανειοληπτών που χορηγήθηκαν από ίδια κεφάλαια του καταργηθέντος ΟΕΚ»

Συχνές Ερωτήσεις για τον Κώδικα Δεοντολογίας του ν.4224/2013

Υπεύθυνος δανεισμός και υπερχρέωση των καταναλωτών

ε) βεβαιωμένες και ληξιπρόθεσμες έως και την οφειλές πτωχών οφειλετών.

Προς. Τον Υπουργό Περιφερειακής Ανάπτυξης. και Ανταγωνιστικότητας. Κ. Μ. Χρυσοχοΐδη. Κοινοποίηση. Υπουργό Εργασίας & Κοινωνικής Ασφάλισης

Η ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΙΣΧΥΟΣ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ/ΚΦΔ (ν. 4174/2013, όπως ισχύει μετά τον ν. 4223/2013 ΦΕΚ 287Α )

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ Α ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ Ν.Δ. 356/1974, Ν. 2238/1994, Ν. 2859/2000 ΥΠΟΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ Α.1.: ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΛΗΞΙΠΡΟΘΕΣΜΩΝ ΟΦΕΙΛΩΝ

- οφειλές που αφορούν συμπληρωματικές χρεώσεις εκ των υστέρων επί τελωνειακών παραστατικών

Οδηγίες για την προσπάθεια επίτευξης εξωδικαστικού συμβιβασμού

4. Δεν επιτρέπεται η παροχή του προγράμματος διευκόλυνσης σε οφειλέτες των οποίων οι συμβάσεις έχουν καταγγελθεί.

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 4ης Απριλίου 2011

ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΝ ΑΜΕΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΝΑ ΣΤΑΛΕΙ ΚΑΙ ΜΕ Ε-ΜΑIL - ΤΗΛΕΟΜΟΙΟΤΥΠΙΑ

ΠΕΡΙΕΦΟΜΕΝΑ. Α. υστηματική ερμηνεία Ι. ΕΙΑΓΩΓΗ

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΔΑΝΕΙΟΛΗΠΤΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ»

ΡΥΘΜΙΣΗ ΛΗΞΙΠΡΟΘΕΣΜΩΝ ΟΦΕΙΛΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΠΟΛΥΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ

2. ΠΟΙΕΣ ΟΦΕΙΛΕΣ ΡΥΘΜΙΖΟΝΤΑΙ

Υπεύθυνος δανεισµός: άµυνα στην υπερχρέωση των καταναλωτών

ΠΟΛ /06/2009 Published on TaxExperts (

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

L 351/40 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

κατάσταση, τροποποίηση, κατάργηση, επαναφορά σε ισχύ, νέα αρίθμηση κ.λπ.), σε αντίστροφη χρονολογική σειρά.

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

α) Παρέχει πλήρη και επικαιροποιημένα στοιχεία επικοινωνίας στους δανειστές ή σε όποιον ενεργεί νομίμως για λογαριασμό τους.

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΝΕΑ Ρύθμιση Παλαιών Ληξιπρόθεσμων Οφειλών που δημιουργήθηκαν μέχρι τις 31/12/2012 (μέχρι ).

ΝΟΜΟΣ 4305/14 - ΦΕΚ Α 237 ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΤΑΜΕΙΩΝ)

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣΧΕΔΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΟΙΚ. ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ Δ/ΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Τ.Α. ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝ. Δ/ΣΗΣ & Π/Υ. Αθήνα 12 Νοεμβρίου 2013

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

ΠΑΓΙΑ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΩΝ ΟΦΕΙΛΟΜΕΝΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΣΤΟΥΣ ΦΟΡΕΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ (μέχρι )

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 8 ο ΜΑΘΗΜΑ

Η ΡΥΘΜΙΣΗ ΟΦΕΙΛΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ ΠΡΟΣ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΚΑΙ ΤΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΤΑΜΕΙΑ ΒΑΣΕΙ ΤΟΥ Ν. 4469/2017

* ΛΟΙΠΕΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΕΣ * Νο. 77

ΕΤΟΣ 2013 / ΤΕΥΧΟΣ 10

ΟΔΗΓΙΑ 93/109/EK ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΑΓΩΓΗ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΠΑΓΙΑ ΡΥΘΜΙΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΡΥΘΜΙΣΗ ΝΕΑΣ ΑΡΧΗΣ

Κατευθυντήριες γραμμές της ΕΑΤ

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΑΔΕΙΩΝ - Μέρος Α ΑΔΕΙΑ ΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΑΣ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα,

Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ΕΚΤΕΛΕΣΉΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΠΛΩΜΑ ΕΥΡΕΣΙΤΕΧΝΙΑΣ ΓΙΑ 1ΉN ΚΟΙΝΗ ΑΓΟΡΑ

ΠΟΛ /10/2007 Published on TaxExperts (

Θέμα: «Δημόσια Διαβούλευση Κώδικα Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας».

Προκειμένου να επιτευχθεί η επιθυμητή δόση, το Ταμείο ακολουθεί διαδοχικά τα κατωτέρω στάδια ρύθμισης:

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ: 27. ΘΕΜΑ: «Νέα Ρύθμιση ληξιπρόθεσμων οφειλών» - Η αρ.πρωτ. Β7/οικ.39703/2829/ , ερμηνευτική οδηγία του Υ.Ε.Κ.Α.Π.

11917/1/12 REV 1 IKS+ROD+GA/ag,alf DG C1

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΜΠρΑθ 10689/2008 [Διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον ΠτΚ - Προληπτικά μέτρα*] (παρατ. Ι. Σπυριδάκης)

Παράταση προθεσμίας ρύθμισης φορολογικών υποθέσεων.

ΣΧΕ ΙΟ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΩΝ ΟΦΕΙΛΩΝ ΥΠΕΡΧΡΕΩΜΕΝΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

άρθρο 1 Πεδίο εφαρμογής

ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ ΑΔΑ: Αθήνα, 9 Ιουνίου 2017 ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Β

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ & ΠΡΟΝΟΙΑΣ

Αθήνα, ΑΠ: Γ/ΕΞ/4478-1/

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

ΠΟΛ.1112/2013 Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ Η ECON ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΗ. Σας ενημερώνει και σας υπενθυμίζει Η ΓΝΩΣΗ ΕΙΝΑΙ ΕΠΕΝΔΥΣΗ. Στις 12 δόσεις και οι μη ληξιπρόθεσμες οφειλές

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

Γνώμη 7/2018. σχετικά με το σχέδιο καταλόγου της αρμόδιας εποπτικής αρχής της Ελλάδας. για

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

O.A.E.E ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ :62 ΑΔΑ: 45ΒΝ4691Ω3-ΧΦΤ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ & ΚΟΙΝΩΝ. ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΘΗΝΑ, 07 / 11 /2011

ιατάξεις της παρ. 3 & 4 του άρθρου 18 του Ν.3522/2006

Η Οδηγία 2007/64/ΕΚ για τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά Συνολική θεώρηση

Το πλαίσιο των ρυθμίσεων για δάνεια των μικρο-μεσαίων

ΕΙΔΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΧΡΕΟΥΣ Υποχρεωτικοί Κανόνες Σύμβασης Αναδιάρθρωσης Οφειλών (άρθ. 9 Ν.4469/2017)

Οι εξουσίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για επιβολή κυρώσεων. Σχέδιο κανονισμού (10896/2014 C8-0090/ /0807(CNS))

ΚΕΝΤΡΟ ΕΙΣΠΡΑΞΗΣ ΑΣΦΑΛ/ΚΩΝ ΟΦΕΙΛΩΝ ΠΕΡΙΦ/ΚΟ ΥΠΟΚ/ΜΑ ΙΚΑ ΕΤΑΜ - ΤΜΗΜΑ ΚΕΑΟ Ταχ. Δ/νση : Ταχ. Κώδ.: Τηλέφ.: Πληροφορ.: FAX:

Α. Πεδίο εφαρμογής ΠΟΛ. 1213

Transcript:

Παρατηρήσεις της ΕΕΤ επί της πρότασης σχεδίου νόμου που τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση από το Υπουργείο Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας & Ναυτιλίας: «Ρύθμιση των χρεών υπερχρεωμένων καταναλωτών» 4 Νοεμβρίου 2009 Executive Summary Με κύριους γνώμονες: την αποφυγή τυχόν καταχρηστικής άσκησης των δικαιωμάτων που παρέχονται σύμφωνα με το σχέδιο νόμου εκ μέρους καταναλωτών, τη διασφάλιση της ομαλότητας των συναλλαγών, και την επίτευξη, στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, ασφάλειας δικαίου, κρίνονται αναγκαίες κατά κύριο λόγο οι ακόλουθες τροποποιήσεις/προσθήκες επί του σχεδίου νόμου για τη ρύθμιση χρεών υπερχρεωμένων καταναλωτών από τα χρέη τους: 1. εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής του σχεδίου νόμου των στεγαστικών δανείων, καθώς, σε διαφορετική περίπτωση, πλήττεται σοβαρά η ενυπόθηκη πίστη, ενώ δεν θα είναι δυνατή επίσης η αναχρηματοδότηση των τραπεζών από τις διεθνείς αγορές, 2. προσδιορισμός, με αναφορά ενδεικτικών κριτηρίων, της έννοιας της «οριστικής μόνιμης μη δόλιας αδυναμίας», που αποτελεί προϋπόθεση για την υπαγωγή ενός φυσικού προσώπου στο πεδίο εφαρμογής του νόμου, 3. απάλειψη των εννοιών «περιορισμένη σε έκταση επαγγελματική δραστηριότητα» και «επαπειλούμενη αδυναμία», οι οποίες είναι ιδιαιτέρως δυσχερές να προσδιοριστούν, 4. απάλειψη της εξαίρεσης από το πεδίο εφαρμογής του σχεδίου νόμου των προστίμων, των χρηματικών ποινών και των εισφορών προς ασφαλιστικούς οργανισμούς (οι λόγοι εισαγωγής της διάκρισης αυτής δεν είναι κατανοητοί, ενώ η ίδια η διάκριση αντιβαίνει στην αρχή της ισότητας, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 4 του Συντάγματος), 1

5. μη υπαγωγή στο πεδίο εφαρμογής του σχεδίου νόμου δανείων και πιστώσεων που χορηγήθηκαν εντός ενός ευλόγου χρονικού διαστήματος (κατ ελάχιστον δώδεκα μηνών) που προηγείται του χρονικού σημείου που ο οφειλέτης εκδηλώνει την πρόθεσή του να υπαχθεί στις διατάξεις του νόμου, ώστε οι παρεχόμενες εκ του νόμου δυνατότητες να μην γίνονται εφαλτήριο για καταστρατηγήσεις, 6. ορισμός ενός χρονικού διαστήματος πριν από την πάροδο του οποίου, ο οφειλέτης δεν θα μπορεί να υποβάλει νέα αίτηση ρύθμισης οφειλών, σε περίπτωση απόρριψης προγενέστερης αίτησης λόγω καταχρηστικής υποβολής της ή λόγω παραβίασης των υποχρεώσεών του οφειλόμενης σε δόλο ή βαρεία αμέλεια, 7. καθορισμός ως αρμόδιου δικαστηρίου (αντί του Ειρηνοδικείου στην περιφέρεια του οποίου ο οφειλέτης έχει την κύρια κατοικία του) του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, το οποίο διαθέτει την εμπειρία εφαρμογής του πτωχευτικού κώδικα (για τους εμπόρους), 8. αποφυγή του ενδεχομένου, τόσο η διαδικασία εξωδικαστικού συμβιβασμού όσο και η βεβαίωση για την προσπάθεια επίτευξής της να αποβεί μια «τυπική» προϋπόθεση στην όλη διαδικασία που δεν θα πληροί τα εχέγγυα ορθής εκπλήρωσής της, 9. ειδικότερα, καθορισμός των ελάχιστων προϋποθέσεων που θα πρέπει να πληρούν οι φορείς που θα μπορούν να χορηγούν βεβαίωση αποτυχίας της προσπάθειας εξωδικαστικού συμβιβασμού (1 ο στάδιο), με κύριο γνώμονα την αποφυγή της σύγκρουσης συμφερόντων, 10. καθιέρωση συγκεκριμένων διατάξεων με στόχο τη διασφάλιση της ακρίβειας των παρεχόμενων από τον οφειλέτη στοιχείων αναφορικά με την περιουσιακή του κατάσταση και τα εισοδήματά του, λαμβανόμενης υπόψη, δυστυχώς, και της έκτασης της φοροδιαφυγής, 11. θέσπιση ρύθμισης βάσει της οποίας στην περίπτωση που τελικά δεν ευοδωθεί η απαλλαγή από τα χρέη του καταναλωτή, αυτά θα εκτοκίζονται αναδρομικά, 12. καθορισμός ως ελάχιστου ποσοστού των ρυθμιζόμενων οφειλών του 20% της συνολικής οφειλής (3 ο στάδιο), 2

13. θέσπιση ρύθμισης σε ό,τι αφορά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο οφειλέτης θα πρέπει να καταβάλλει κάθε μήνα ορισμένο ποσό για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών του (και το οποίο ορίζεται ότι θα διαρκεί από τρία έως πέντε έτη), βάσει της οποίας θα μπορεί το δικαστήριο να μειώσει ή να παρατείνει το εν λόγω χρονικό διάστημα εφόσον συντρέχουν ειδικές περιστάσεις, 14. για λόγους αποφυγής επανάληψης ασύνετων ή δόλιων συμπεριφορών, καθορισμός της δεκαετίας ως χρόνου τήρησης των σχετικών δεδομένων σε αρχεία δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς. Κρίνεται επίσης σκόπιμο το εν λόγω νομοσχέδιο (συνοδευόμενο πιθανόν και από τις παρατηρήσεις που θα υποβληθούν στο πλαίσιο της παρούσας διαβούλευσης) να υποβληθεί για γνωμοδότηση στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 105 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Απόφασης 98/415/ΕΚ του Συμβουλίου που τις εξειδικεύει. Οι διατάξεις του νομοσχεδίου αφορούν μεν κατά βάση την προστασία των καταναλωτών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, θα έχουν όμως ουσιώδη επίδραση στη σταθερότητα του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος (ιδίως αν γίνει καταχρηστική χρήση τους και δεν υπάρξουν οι κατάλληλες ασφαλιστικές δικλείδες περί του αντιθέτου σύμφωνα με τις υποβαλλόμενες προτάσεις), η παρακολούθηση της οποίας εμπίπτει στα καθήκοντα της ΕΚΤ. 3

Α. Γενικές παρατηρήσεις 1. Παροχή κινήτρων στον καταναλωτή για υπεύθυνη συμπεριφορά Ως γενική παρατήρηση, κρίνεται αναγκαίο να επισημανθεί ότι, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερα δυσμενών επιπτώσεων που θα έχει για τους πιστωτές και την ομαλή λειτουργία των συναλλαγών η απαλλαγή από τα χρέη καταναλωτών, θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να διασφαλιστεί: αφενός μεν ο εξαιρετικός χαρακτήρας του θεσμού της πτώχευσης ιδιωτών, και αφετέρου η αποφυγή της παροχής κινήτρων στους οφειλέτες για την καταχρηστική επίκληση ή τυχόν καταδολιευτικές ενέργειες εκ μέρους τους σε βάρος των υπολοίπων οφειλετών και της κοινωνίας εν γένει. Προς αυτή την κατεύθυνση θα μπορούσαν να καθιερωθούν αυστηρότερες προϋποθέσεις αποδοχής τυχόν διακανονισμού και ρύθμισης χρεών. Στο ίδιο πλαίσιο, θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη, κατά το μέρος που το σχέδιο νόμου αφορά τις οφειλές προς τα πιστωτικά ιδρύματα ότι, με βάση τα διεθνή λογιστικά πρότυπα, τα πιστωτικά ιδρύματα, σε περίπτωση καθυστερήσεως πληρωμής ληξιπροθέσμων οφειλών, οφείλουν, μετά την πάροδο ενενήντα (90) ημερών καθυστερήσεως, να προβαίνουν σε έλεγχο για τυχόν απομείωση της αξίας των δανείων και απαιτήσεων και να αποτυπώνουν τα σχετικά δεδομένα στις οικονομικές τους καταστάσεις. Επομένως, οποιαδήποτε εκδήλωση κρατικής μέριμνας προς τους οφειλέτες θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα ανωτέρω δεδομένα, ώστε η πολιτική αυτή να μην αποβαίνει σε βάρος των πιστωτικών ιδρυμάτων, των μετόχων τους, των καταθετών και της οικονομίας εν γένει. Οι αξιολογικές έννοιες που περιλαμβάνονται σε πληθώρα διατάξεων του σχεδίου νόμου, όπως καταδεικνύεται διεξοδικά από την κατ άρθρο ανάλυση που ακολουθεί, χρήζουν συγκεκριμενοποίησης. Το στοιχείο αυτό σε συνδυασμό με ορισμένα ειδικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας, όπως η υψηλή φοροδιαφυγή, στην οποία επίσης γίνεται αναφορά κατωτέρω, κατά την εκτίμησή μας καθιστούν δυνατή την καταστρατήγηση και καταχρηστική εφαρμογή των διατάξεων του σχεδίου νόμου σε βάρος των πιστωτών, αλλά και των συνεπών οφειλετών που αποτελούν και τη συντριπτική πλειοψηφία. 2. Στάθμιση διακυβευόμενων αγαθών Περαιτέρω, για την αποτελεσματική κατασταλτική ρύθμιση του φαινομένου της υπερχρέωσης εκτιμούμε ότι θα πρέπει να εξισορροπηθεί το όφελος που θα επιφέρει η εισαγωγή του θεσμού της πτώχευσης των ιδιωτών (με την παροχή δυνατότητας επανένταξης σε καταναλωτές που αντικειμενικά και χωρίς υπαιτιότητά τους δεν είναι μακροπρόθεσμα σε θέση να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους) με τη ζημία που θα επιφέρει η εισαγωγή του, εφόσον δεν διασφαλιστούν τα απαραίτητα εχέγγυα ορθής εφαρμογής του, στην ομαλότητα των συναλλαγών και την κοινωνικά ανεκτή συμπεριφορά. 4

Ειδικότερα, θα πρέπει να διασφαλιστεί και πρακτικά ότι ο προστατευτέος καταναλωτής εν προκειμένω θα βρίσκεται αποδεδειγμένα και χωρίς υπαιτιότητά του σε μόνιμη αδυναμία αποπληρωμής των χρεών του. 3. Έμφαση στην πρόληψη της υπερχρέωσης Σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του σχεδίου νόμου, με τις προτεινόμενες διατάξεις επιδιώκεται ο περιορισμός της υπερχρέωσης των νοικοκυριών, για την οποία σημαντικό μέρος ευθύνης έχουν οι επιθετικές πρακτικές προώθησης των πιστώσεων και η απουσία θεσμών συμβουλευτικής υποστήριξης των καταναλωτών. Πράγματι, η υπερχρέωση των καταναλωτών, όπου υπάρχει, δεν έχει μόνο δυσμενείς οικονομικές επιπτώσεις σε πιστωτές και οφειλέτες, αλλά και σοβαρές κοινωνικές επιπτώσεις. Είναι συνεπώς ορθό να λαμβάνονται μέτρα για την αποτροπή και τον περιορισμό του φαινομένου αυτού. Προς την κατεύθυνση αυτή, εκτιμούμε ότι θα πρέπει να δίδεται έμφαση στη λήψη μέτρων που αφενός μεν αποθαρρύνουν τους πιστωτές από τη χορήγηση δανείων χωρίς αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας του υποψήφιου δανειολήπτη, αφετέρου όμως θα επιφέρουν συνέπειες για τους οφειλέτες που με τη συμπεριφορά τους αποστερούν τους πιστωτές τους από τη δυνατότητα να εκτιμήσουν ορθά την πιστοληπτική τους ικανότητα και συνεπώς να τους προστατέψουν από τον υπερδανεισμό. Υπό την έννοια αυτή, η καθιέρωση, προληπτικά, της υποχρέωσης υπεύθυνου δανεισμού είναι ιδιαίτερα σημαντικό μέτρο. Ωστόσο, η υπευθυνότητα είναι υποχρέωση και των δύο μερών, δηλαδή και του πιστωτή και του οφειλέτη, και η αναζήτηση ευθύνης από τον ένα προϋποθέτει ότι ο άλλος ενήργησε υπεύθυνα και δεν συνέβαλε στην επέλευση του ζημιογόνου αποτελέσματος. Συνεπώς, αναγκαία προϋπόθεση για την αντιμετώπιση του προβλήματος του υπερδανεισμού είναι όχι μόνον ο έλεγχος της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή από τον πιστωτή, αλλά και η υποχρέωση του πρώτου να παρέχει στον πιστωτή ή στους πιστωτές του πλήρη και ακριβή στοιχεία για τον έλεγχο αυτό. Στο πλαίσιο αυτό, κρίνεται αναγκαίο να επισημανθεί ότι έχει ήδη ληφθεί μέριμνα για την πρόληψη και την αποφυγή της υπερχρέωσης και μάλιστα σε κοινοτικό επίπεδο ειδικά σε σχέση με την καταναλωτική πίστη μέσω της νέας Οδηγίας 2008/48/ΕΚ, η οποία τελεί υπό ενσωμάτωση στο ελληνικό δίκαιο. Ειδικότερα, με την Οδηγία αυτή καθιερώνεται η υποχρέωση του καλούμενου «υπεύθυνου δανεισμού», η οποία αποσκοπεί ακριβώς στην πρόληψη της υπερχρέωσης με την αποφυγή δανεισμού καταναλωτών που δεν θα μπορούν εκ των υστέρων να αποπληρώσουν τις οφειλές τους. Στο υπό συζήτηση όμως σχέδιο νόμου το θέμα το οποίο επιχειρείται να αντιμετωπιστεί είναι η κατασταλτική δράση έναντι της υπερχρέωσης και μόνο, δηλαδή η επίλυση του προβλήματος, αφού αυτό δημιουργηθεί. Από την άποψη αυτή λοιπόν πρόκειται για ένα σχέδιο νόμου κυρίως για τη ρύθμιση υφιστάμενων οφειλών, και όχι για την αντιμετώπιση μελλοντικά και σε προληπτική βάση του προβλήματος του υπερδανεισμού. 5

4. Αναμενόμενες επιπτώσεις από την εφαρμογή του σχεδίου νόμου εφόσον δεν διασφαλιστεί η απουσία δυνατότητας καταχρηστικής εφαρμογής των ρυθμίσεών του Ως γενική παρατήρηση κρίνεται επίσης αναγκαίο να επισημανθεί ότι: τόσο η ασφάλεια δικαίου, όσο και η καθιέρωση «αυστηρών» προϋποθέσεων για τη δυνατότητα υπαγωγής στις ευνοϊκές ρυθμίσεις του νόμου με την έννοια της αποφυγής παροχής κινήτρων σε όσους καταναλωτές δεν έχουν πράγματι ανάγκη των εν λόγω ρυθμίσεων, έχουν καθοριστική σημασία για την αποφυγή δυσμενών επιπτώσεων από την εφαρμογή των διατάξεων του σχεδίου νόμου στο τραπεζικό σύστημα και την αγορά εν γένει. Σε διαφορετική περίπτωση: (α) Πρώτον, υπάρχει ο κίνδυνος όσο πιο χαλαρά είναι τα κριτήρια και η διαδικασία βάσει των οποίων θα μπορεί να υπαχθεί ένας καταναλωτής στο καθεστώς αυτό είτε σε ό,τι αφορά το πρώτο στάδιο (του εξωδικαστικού συμβιβασμού) είτε και στα επόμενα στάδια, τόσο περισσότεροι καταναλωτές να υποβάλλουν αιτήσεις με την προσδοκία ότι είτε θα απαλλαγούν είτε θα υπάρξει ρύθμιση των χρεών τους ή ακόμη και προκειμένου να «κερδίσουν» απλώς χρόνο. Κάτι τέτοιο όμως είναι σαφές ότι θα δημιουργήσει ιδιαίτερα σημαντική αναστάτωση στην αγορά, γεγονός το οποίο ενδέχεται να έχει σοβαρές επιπτώσεις και στην αξιολόγηση (rating) από τους διεθνείς οίκους του τραπεζικού συστήματος, με απρόβλεπτα αποτελέσματα, όπως άλλωστε έχει συμβεί σε άλλες χώρες (χαρακτηριστικό είναι το πρόσφατο παράδειγμα της Λετονίας στην οποία η λήψη μέτρων για τα στεγαστικά δάνεια θορύβησε πάρα πολύ τη διεθνή επενδυτική κοινότητα με αποτέλεσμα να ασκηθούν έντονες πιέσεις στο νόμισμα της χώρας). (β) Δεύτερον, θα επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο θα αξιολογούνται από τα πιστωτικά ιδρύματα οι επιμέρους αιτήσεις χορήγησης πιστώσεων. Υπάρχει δηλαδή ο κίνδυνος η καθιέρωση του θεσμού να έχει ως αποτέλεσμα την υιοθέτηση από τα πιστωτικά ιδρύματα ιδιαίτερα αυστηρών προϋποθέσεων δανεισμού, κάτι το οποίο θα καταλήξει ενδεχομένως στο δανεισμό μόνον οικονομικά εύρωστων καταναλωτών. Μια τέτοια εξέλιξη θα λειτουργήσει όμως σε βάρος των καταναλωτών εκείνων που πράγματι έχουν ανάγκη του δανεισμού για την αντιμετώπιση για παράδειγμα έκτακτων συνθηκών (π.χ. ασθένεια, προσωρινή δυσχέρεια). 6

Β. Κατ άρθρο παρατηρήσεις 1. Άρθρο 1, παρ. 1 - Περιορισμένη σε έκταση επαγγελματική δραστηριότητα που δεν προσδίδει στον οφειλέτη την εμπορική ιδιότητα και εξαίρεση Στο πεδίο εφαρμογής του σχεδίου νόμου υπάγονται τα «χρέη που δεν προέρχονται από την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας», εκτός εάν αυτή είναι «περιορισμένη σε έκταση επαγγελματική δραστηριότητα που δεν προσδίδει στον οφειλέτη την εμπορική ιδιότητα». Σχετικά τίθενται δύο θέματα: (α) Ποια δραστηριότητα μπορεί να θεωρηθεί «περιορισμένη σε έκταση επαγγελματική» και με ποια κριτήρια; Μια δραστηριότητα μπορεί να είναι περιορισμένη σε σύγκριση με κάποια άλλη, που το ίδιο φυσικό πρόσωπο ασκεί ή και σε σχέση με τον χρόνο που διατίθεται για εργασία. Στο πλαίσιο αυτό, τα κριτήρια που θα μπορούσαν, ενδεικτικά, να χρησιμοποιηθούν είναι ο χρόνος απασχόλησης, το απασχολούμενο στην περιορισμένη δραστηριότητα κεφάλαιο, ο κύκλος εργασιών, τα καθαρά κέρδη, προ ή μετά φόρων, ή συνδυασμός αυτών. Είναι προφανές ότι η χρησιμοποίηση σε διατάξεις νόμου απροσδιόριστων ή έστω δυσχερώς προσδιορίσιμων εννοιών καθιστά τις διατάξεις αόριστες, δυσχεραίνει την εφαρμογή τους, δημιουργεί ανασφάλεια δικαίου και τελικά επιβαρύνει αδικαιολόγητα τη δικαιοσύνη, η οποία θα κληθεί να τις προσδιορίσει και εφαρμόσει. (β) Σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 1, δεν υπάγονται στις διατάξεις του σχεδίου νόμου χρέη που δημιουργήθηκαν στο πλαίσιο της άσκησης «επαγγελματικής δραστηριότητας», που προφανώς θα μπορούσε να ήταν εμπορική, αλλά και οποιαδήποτε άλλη επαγγελματική δραστηριότητα, όπως αυτή του οδοντιάτρου, του συμβολαιογράφου ή του δικηγόρου. Σύμφωνα όμως με το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του ίδιου άρθρου, στην «περιορισμένη επαγγελματική δραστηριότητα» κρίσιμο στοιχείο είναι η από την άσκησή της απόκτηση ή μη της εμπορικής ιδιότητας. Συνεπώς, στην περίπτωση αυτή, η έννοια της περιορισμένης επαγγελματικής δραστηριότητας -η σαφής οριοθέτηση της οποίας είναι καθοριστικής σημασίας για την υπαγωγή ή όχι ενός φυσικού προσώπου στο πεδίο εφαρμογής του σχεδίου νόμου- καθίσταται ακόμη πιο αόριστη, περιπλέκοντας περισσότερο τα πράγματα. Για τους λόγους αυτούς, το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 1 κρίνεται αναγκαίο να απαλειφθεί και η διάταξη να τροποποιηθεί ως εξής: «Οι διατάξεις του παρόντος νόμου ρυθμίζουν τις προϋποθέσεις ρύθμισης και απαλλαγής των φυσικών προσώπων από χρέη που δεν προέρχονται από την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας. Χρέη που προέρχονται από περιορισμένη σε έκταση επαγγελματική δραστηριότητα που δεν προδίδει στον οφειλέτη την εμπορική ιδιότητα μπορούν ομοίως να υπαχθούν στη διαδικασία του παρόντος νόμου.». 7

Εναλλακτικά, θα πρέπει κατ ελάχιστον να προσδιοριστεί η έννοια αυτή καθώς και τα κριτήρια βάσει των οποίων θα γίνεται ο προσδιορισμός της (π.χ. χρόνος απασχόλησης, διατιθέμενα για την απασχόληση κεφάλαια, κύκλος εργασιών, κέρδη). Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι τέτοιου είδους διάταξη, όπως αυτή του δεύτερου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 1 δεν προβλέπεται ούτε στη γερμανική ούτε στη γαλλική σχετική νομοθεσία. (γ) Σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο της παρ.1 του άρθρου 1, εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του σχεδίου νόμου «τα πρόστιμα, οι χρηματικές ποινές και οι εισφορές προς ασφαλιστικούς οργανισμούς». Οι λόγοι εισαγωγής της διάκρισης αυτής δεν είναι κατανοητοί, ενώ η ίδια η διάκριση αντιβαίνει στη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας. Καταβολές που γίνονται για την εξόφληση αυτών των οφειλών βαίνουν σε βάρος των πιστωτών, καθώς μειώνεται το ύψος της υπέγγυας περιουσίας και περιορίζεται αντιστοίχως το ύψος της μηνιαίας καταβολής που δύναται να καταβάλει ο οφειλέτης. Άλλωστε, από τη διατύπωση των προϋποθέσεων για την υπαγωγή στις διατάξεις του σχεδίου νόμου απαιτείται οριστική ή επαπειλούμενη μη δόλια μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών, χωρίς να γίνεται διάκριση αυτών. Περαιτέρω, κρίσιμο είναι να διευκρινιστεί η έννοια «των χρεών» εκτός εκείνων προς πιστωτικά ιδρύματα. Περιλαμβάνονται δηλαδή και οφειλές προς εμπόρους, προς την εφορία, οφειλές από μισθώματα και οφειλές που απορρέουν από ιδιωτικά συμφωνητικά; Σε καταφατική περίπτωση, θα πρέπει να καθοριστεί πως θα αποδεικνύεται η ύπαρξη και το ληξιπρόθεσμο αυτών, ενώ σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να απαιτείται πιστοποιητικό βεβαίας χρονολογίας. Εάν, αντίθετα, πάλι τα χρέη αυτά δεν καταλαμβάνονται από τη ρύθμιση του σχεδίου νόμου, συνυπολογίζονται για τους σκοπούς των άρθρων 5 και 6 του ιδίου σχεδίου νόμου; Για τους ανωτέρω λόγους προτείνεται συνεπώς η απάλειψη του τρίτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 1 του σχεδίου νόμου. 2. Άρθρο 1, παρ. 2 Οριστική ή επαπειλούμενη αδυναμία Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 1, προϋπόθεση για την υπαγωγή του οφειλέτη στις διατάξεις του σχεδίου νόμου αποτελεί «η οριστική ή επαπειλούμενη μη δόλια μόνιμη αδυναμία πληρωμής» ληξιπρόθεσμων οφειλών. Σχετικά ανακύπτουν τα ακόλουθα μείζονος σημασίας ζητήματα: (α) Πώς προσδιορίζεται η έννοια της οριστικής αδυναμίας και με ποια κριτήρια; Είναι χαρακτηριστικό ότι στη γαλλική νομοθεσία (άρθρο 330-1 Code de la consommation) γίνεται αναφορά σε προφανή αδυναμία του καλόπιστου οφειλέτη να αντιμετωπίσει τα χρέη του που προέρχονται από μη επαγγελματική δραστηριότητα ( La situation de surendettement des personnes physiques est caractérisée par l impossibilité manifeste pour le débiteur de bonne foi de faire face à l ensemble de ses dettes non professionnelles ). Είναι συνεπώς σαφές ότι η γαλλική διάταξη αναφέρεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις πραγματικής 8

αδυναμίας του οφειλέτη να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις του, δίνοντας ταυτόχρονα έμφαση στο ότι ο οφειλέτης λειτουργεί καλόπιστα τόσο κατά τη σύναψη των σχέσεών του με τους πιστωτές του όσο και κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Θα πρέπει συνεπώς να καθοριστούν ορισμένα έστω ενδεικτικά- κριτήρια βάσει των οποίων θα κρίνεται το κατά πόσο υπάρχει ή μπορεί να συναχθεί οριστική αδυναμία του οφειλέτη με την αξιολόγηση τόσο των τρεχουσών όσο και των αναμενόμενων μελλοντικών δυνατοτήτων του. Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται ότι η ανεργία για παράδειγμα του οφειλέτη δεν θα μπορεί υπό κανονικές συνθήκες να θεωρείται «οριστική» αδυναμία. Ενδεικτικά, θα μπορούσαν να συνεκτιμώνται το ύψος των χρεών του οφειλέτη (ιδιαίτερα υψηλό ή ιδιαίτερα χαμηλό αντίστοιχα), η ηλικία του, το μορφωτικό του επίπεδο, ή η διάθεση συνεργασίας του με τους πιστωτές του ήδη πριν υποβάλει αίτηση υπαγωγής του στο πεδίο εφαρμογής του σχεδίου νόμου. Πολύ μεγάλη σημασία έχει, επίσης, εν προκειμένω το κριτήριο της καλής πίστης του οφειλέτη, το οποίο εισήχθη πλέον ως προϋπόθεση (μη δόλια αδυναμία) και το οποίο θα πρέπει να αξιολογείται τόσο ως προς την υπευθυνότητα που επέδειξε ο οφειλέτης κατά τη σύναψη των συμβατικών του σχέσεων με τους πιστωτές του όσο και ως προς το κατά πόσο με τη συμπεριφορά του οδηγήθηκε σε κατάσταση που δεν του επιτρέπει την αποπληρωμή των χρεών του (π.χ. ηθελημένα έμεινε ή παραμένει άνεργος για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα). Οι ανωτέρω προβληματισμοί καθιστούν σαφές κατά την εκτίμησή μας ότι η ανάγκη προσδιορισμού -έστω ενδεικτικά- της έννοιας της «οριστικής αδυναμίας» του οφειλέτη είναι επιτακτική σε ό,τι αφορά την ορθή και όχι καταχρηστική εφαρμογή των δυνατοτήτων που παρέχονται με το σχέδιο νόμου. Είναι επίσης προφανές ότι ακόμη περισσότερο η έννοια της «επαπειλούμενης μόνιμης αδυναμίας πληρωμής» είναι αόριστη και ακόμη πιο δυσχερές να προσδιοριστεί με αντικειμενικά κριτήρια, παρέχοντας πολύ ισχυρά κίνητρα στον καταναλωτή για την καταχρηστική υπαγωγή του στις ρυθμίσεις του νόμου και την απαλλαγή από τα χρέη του. Κρίνεται συνεπώς αναγκαίο η προϋπόθεση της «επαπειλούμενης» αδυναμίας να απαλειφθεί. Θα πρέπει τέλος, με την επιφύλαξη της παρ. 3 του άρθρου 6, να εξαιρούνται ρητά από το πεδίο εφαρμογής του νόμου πιστωτές που διαθέτουν εμπράγματη ασφάλεια, οι εν λόγω πιστωτές να μην υπάγονται δηλαδή στην πτωχευτική διαδικασία. Η εξαίρεση αυτή καθιερώνεται και στο γερμανικό δίκαιο, αλλά και εν γένει εξ όσων γνωρίζουμε στις σχετικές αλλοδαπές νομοθεσίες. Σε κάθε περίπτωση όμως θα πρέπει να εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του σχεδίου νόμου τα στεγαστικά δάνεια, καθώς, διαφορετικά, πλήττεται σοβαρά η ενυπόθηκη πίστη, ενώ δεν θα είναι δυνατή επίσης η αναχρηματοδότηση των τραπεζών από τις διεθνείς αγορές (ιδίως μέσω της τιτλοποίησης). Εφόσον υιοθετηθεί η πρόταση αυτή, θα πρέπει αντίστοιχα να απαλειφθεί η παρ. 2 του άρθρου 6 του σχεδίου νόμου. Αν όμως βρεθεί τυχόν άλλο ακίνητο του οφειλέτη θα μπορούσε να τυγχάνει αναλογικής εφαρμογής η 9

παρ. 3 του άρθρου 6 για την ικανοποίηση των πιστωτών μέχρι συνολικό ποσό που ανέρχεται στο ογδόντα πέντε επί τοις εκατό της εμπορικής αξίας του ακινήτου. (β) Αναγκαία είναι επίσης η προσθήκη ρύθμισης με την οποία θα λαμβάνεται μέριμνα για την αποφυγή της καταχρηστικής επίκλησης των διατάξεων του νόμου για συγκεκριμένα χρέη που δημιουργήθηκαν κατά το διάστημα της «ύποπτης περιόδου», δηλαδή σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα πριν από την υποβολή της αίτησης. Η καταχρηστικότητα των αιτήσεων πτώχευσης αποτέλεσε αντικείμενο προβληματισμού του νομοθέτη κατά την αναμόρφωση του Ελληνικού Πτωχευτικού Κώδικα και προς το σκοπό περιορισμού του φαινομένου ορίστηκε με την παρ. 3 του άρθρου 6 του ν. 3588/2007 ότι υφίσταται καταχρηστική υποβολή αίτησης πτώχευσης, εφόσον ο οφειλέτης επιδιώκει δολίως την αποφυγή της πληρωμής των χρεών του. Για λόγους ίσης μεταχείρισης, αντίστοιχη πρόβλεψη θα πρέπει να γίνει και για την απαλλαγή των ιδιωτών από τα χρέη τους. Στο γαλλικό δίκαιο, όπως προαναφέρθηκε, όπως επίσης και στο γερμανικό και το αμερικανικό δίκαιο η καλή πίστη απαιτεί αναγκαίο στοιχείο για την απαλλαγή από τα χρέη, ενώ ο δόλος και η βαρεία αμέλεια οδηγούν σε έκπτωση από τα ευεργετήματα της οικείας κατά περίπτωση νομοθεσίας. Ειδικότερα, στο γερμανικό δίκαιο προβλέπεται ( 290 (1) no. 4 Insolvenzordnung) η απόρριψη της αίτησης απαλλαγής από χρέη εφόσον ο οφειλέτης κατά το τελευταίο έτος πριν από την υποβολή της αίτησης για την έναρξη της διαδικασίας απαλλαγής από τα χρέη ή μετά την υποβολή της, δολίως ή από βαρεία αμέλεια δυσχέρανε την ικανοποίηση των δανειστών του: με την ανάληψη υπερβολικών υποχρεώσεων, ή με την εκποίηση της περιουσίας του, ή με καθυστέρηση της υποβολής αίτησης ρύθμισης οφειλών χωρίς ταυτόχρονα να λαμβάνει μέτρα για την βελτίωση της οικονομικής του κατάστασης. Στο αμερικανικό δίκαιο, επίσης μετά την αναθεώρηση του νομοθετικού πλαισίου το 2005 (Bankruptcy Abuse Prevention and Consumer Protection Act), τέθηκαν αυστηρότερες προϋποθέσεις για τη διαπίστωση της καταχρηστικής υποβολής αιτήσεων (π.χ. means test). Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, και με γνώμονα οι προτεινόμενες ρυθμίσεις να μην γίνονται εφαλτήριο για καταστρατηγήσεις των παρεχομένων δυνατοτήτων, προτείνεται η προσθήκη της ακόλουθης διάταξης: «Η αίτηση του οφειλέτη για την έναρξη διαδικασίας απαλλαγής από τα χρέη απορρίπτεται εφόσον ο οφειλέτης κατά το τελευταίο έτος πριν από την υποβολή της ή μετά την υποβολή αυτή, δολίως ή από βαρεία αμέλεια δυσχέρανε την ικανοποίηση των δανειστών του: με την ανάληψη υπερβολικών υποχρεώσεων, ή με την εκποίηση της περιουσίας του, ή 10

με καθυστέρηση της υποβολής αίτησης ρύθμισης οφειλών χωρίς ταυτόχρονα να λαμβάνει μέτρα για τη βελτίωση της οικονομικής του κατάστασης». Εναλλακτικά, θα μπορούσε να προβλεφθεί ότι: «Τα χρέη που γεννήθηκαν ένα [τουλάχιστον] έτος πριν από την υποβολή της αίτησης του οφειλέτη για απαλλαγή του από τα χρέη δεν συνυπολογίζονται για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, ενώ οι εντός του έτους αυτού μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων από τον οφειλέτη ανατρέπονται και εφαρμόζονται αναλόγως και οι διατάξεις περί καταδολίευσης δανειστών». (γ) Κρίνεται επίσης αναγκαίο να προβλεφθεί ρητά ότι εάν υπάρχει κύριος οφειλέτης και εγγυητής ή περισσότεροι υπόχρεοι οφειλέτες, η διαδικασία πτώχευσης του ενός δεν απαλλάσσει τους λοιπούς. Προτείνεται συνεπώς η προσθήκη διάταξης ως εξής: «Η εφαρμογή της διαδικασίας του παρόντος νόμου στον πρωτοφειλέτη ενεργεί υποκειμενικά και δεν απαλλάσσει τον εγγυητή ούτε τους τυχόν εις ολόκληρον υποχρέους». (δ) Λαμβανομένου υπόψη ότι οι προτεινόμενες ρυθμίσεις αναμφίβολα αφορούν καταναλωτές, οι οποίοι είτε για λόγους αστοχίας αναφορικά με τις πραγματικές οικονομικές δυνατότητές τους, είτε λόγω απρόβλεπτων δυσμενών καταστάσεων (π.χ. θάνατος μέλους της οικογένειας, απώλεια θέσεως εργασίας και μη δυνατότητα ευρέσεως άλλης) έχουν περιέλθει σε δεινή οικονομική θέση ή ακόμη και σε πλήρη αδυναμία εξυπηρετήσεως των ληξιπροθέσμων οφειλών τους, εκτιμούμε ότι στους σκοπούς του σχεδίου νόμου δεν μπορεί να περιλαμβάνεται η προστασία καταναλωτών με πολύ μεγάλη δανειακή επιβάρυνση η οποία κείται εκτός κάθε λογικής «συνετού» και υπεύθυνου εκ μέρους του δανειολήπτη δανεισμού. Προτείνεται συνεπώς, η προσθήκη διάταξης σύμφωνα με την οποία θα εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του νόμου καταναλωτές με πολύ μεγάλη δανειακή επιβάρυνση λόγω μη συνετού και υπεύθυνου εκ μέρους τους δανεισμού. 3. Άρθρο 2 Διαδικασία εξωδικαστικού συμβιβασμού Προτείνεται η αναδιατύπωση της διάταξης ως εξής: «Προϋπόθεση για την υποβολή αίτησης ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου ρύθμισης και απαλλαγής από τα χρέη αποτελεί η πραγματοποίηση η οποία να αποδεικνύεται με έγγραφο βεβαίας χρονολογίας κατά την περ. α της πρώτης παραγράφου». 11

4. Άρθρο 1, παρ. 3 Ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του Πτωχευτικού Κώδικα Για λόγους ασφάλειας δικαίου και αποφυγής ανάγκης επίλυσης δυσχερών ερμηνευτικών ζητημάτων που θα ανακύψουν στην πράξη, κρίνεται αναγκαίο να διευκρινιστεί συγκεκριμένα ποιες διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα θα εφαρμόζονται αναλόγως. 5. Άρθρο 1, παρ. 4 Απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη του μόνο μία φορά Ορθώς και προς αποφυγή καταχρήσεων ορίστηκε με προσθήκη που έγινε μετά την πρώτη διαβούλευση ότι «απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη του σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος μπορεί να γίνει μόνο μία φορά». Για τον ίδιο λόγο κρίνεται επίσης αναγκαίο να οριστεί και ένα χρονικό διάστημα πριν από το οποίο, ο οφειλέτης δεν θα μπορεί να υποβάλει νέα αίτηση ρύθμισης οφειλών, σε περίπτωση απόρριψης προγενέστερης αίτησης λόγω καταχρηστικής υποβολής της ή λόγω παραβίασης των υποχρεώσεών του οφειλόμενη σε δόλο ή βαρεία αμέλεια, καθώς επίσης και στην περίπτωση που η αίτησή του απορρίπτεται για ουσιαστικούς λόγους. Η αδυναμία εκ νέου υποβολής αίτησης για ορισμένο χρονικό διάστημα, θα πρέπει να επιβάλλεται ως «κύρωση» για την κακόπιστη συμπεριφορά του οφειλέτη, όπως έκρινε το γερμανικό Ακυρωτικό. Προς το σκοπό αυτό, προτείνεται η προσθήκη της ακόλουθης διάταξης: «Οφειλέτης η αίτηση του οποίου για την έναρξη της διαδικασίας απαλλαγής από τα χρέη ασκήθηκε καταχρηστικά ή ο οποίος παραβίασε τις υποχρεώσεις που υπέχει εκ του παρόντος νόμου από δόλο ή βαρεία αμέλεια δεν δύναται να υποβάλει εκ νέου τέτοια αίτηση πριν την πάροδο δύο τουλάχιστον χρόνων από τότε που κρίθηκε η καταχρηστικότητα της προηγούμενης ή η παραβίαση των υποχρεώσεων που υπέχει εκ του παρόντος νόμου από δόλο ή βαρεία αμέλεια. Σε περίπτωση που απορριφθεί η αίτησή του για ουσιαστικούς λόγους ο οφειλέτης δικαιούται σε υποβολή εκ νέου αίτησης μόνον εφόσον άλλαξαν ουσιωδώς οι συνθήκες που αφορούν την προσωπική του κατάσταση». 6. Άρθρο 3 Αρμόδιο δικαστήριο Στο σχέδιο νόμου ως αρμόδιο δικαστήριο προτείνεται το Ειρηνοδικείο στην περιφέρεια του οποίου ο οφειλέτης έχει την κύρια κατοικία του άλλως τη διαμονή του, το οποίο δικάζει κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας. Εκτιμούμε ότι είναι απολύτως αναγκαίο να οριστεί ως αρμόδιο δικαστήριο το Πολυμελές Πρωτοδικείο, το οποίο έχει την εμπειρία εφαρμογής του Πτωχευτικού Κώδικα (άρθρο 4, παρ. 1 ν. 3588/2007), ενώ θα πρέπει επίσης να ληφθεί σοβαρά υπόψη ο ήδη ιδιαίτερα μεγάλος φόρτος εργασίας των ειρηνοδικείων. Ο ορισμός ως αρμόδιου δικαστηρίου του Πολυμελούς Πρωτοδικείου συμβαδίζει άλλωστε απόλυτα με την προαναφερθείσα διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1 του σχεδίου νόμου περί ανάλογης εφαρμογής των διατάξεων του Πτωχευτικού Κώδικα. 12

Επισημαίνεται ότι στη γερμανική νομοθεσία δεν προβλέπεται διαφορετική καθ ύλην αρμοδιότητα με κριτήριο τη φύση της διαδικασίας πτωχεύσεως (εμπόρου ή καταναλωτή). Περαιτέρω, θα πρέπει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με το άρθρο 2 του Γερμανικού Πτωχευτικού Κώδικα ορίζεται το Ειρηνοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου έχει την έδρα του Πρωτοδικείο, ως το αρμόδιο καθ ύλην δικαστήριο για την περιφέρεια του συγκεκριμένου Πρωτοδικείου. Μόνο για αντικειμενικούς λόγους ή για ταχύτερη διεκπεραίωση των υποθέσεων είναι δυνατή με νομοθετική πράξη η ανάθεση και σε απομακρυσμένα από την περιφέρεια του Πρωτοδικείου Ειρηνοδικεία, να λειτουργούν ως πτωχευτικά δικαστήρια. Από την ανάγνωση της ανωτέρω διάταξης του Γερμανικού Πτωχευτικού Κώδικα προκύπτει αβίαστα η ανάγκη ελέγχου και παρακολούθησης και στήριξης της διαδικασίας από τα Πρωτοδικεία, που παρέχουν εχέγγυα τεχνογνωσίας και εξοικείωσης με τα πολύπλοκα και δυσχερή νομικά ζητήματα που ενδεχομένως ανακύψουν κατά την εκδίκαση μίας αίτησης πτώχευσης, όπως είναι για παράδειγμα το ζήτημα της καταδολίευσης δανειστών, για τα οποία τα Ειρηνοδικεία δεν έχουν αρμοδιότητα και επομένως την εμπειρία χειρισμού αυτών. 7. Άρθρο 4, παρ. 1 (α) Φορείς που παρέχουν βεβαίωση της πραγματοποίησης προσπάθειας εξωδικαστικού συμβιβασμού η οποία απέτυχε Σύμφωνα με την παρ. 1α) του άρθρου αυτού, ο Συνήγορος του Καταναλωτή, που διέπεται από τις διατάξεις του ν. 3297/2004 και είναι μια ανεξάρτητη Αρχή, τοποθετείται στο ίδιο επίπεδο με κάθε ένωση καταναλωτών, ακόμη και εάν αυτή δεν πληροί τα κριτήρια του ν. 2251/1994 (άρθρο 10), στον οποίο άλλωστε ουδεμία αναφορά γίνεται, αλλά και με κάθε «ιδιωτικό φορέα που συντρέχει τους καταναλωτές σε ζητήματα υπερχρέωσης». Ποιος μπορεί να είναι ο νομικός μανδύας του φορέα αυτού και ποιος μπορεί να είναι ο τρόπος της συνδρομής του δεν προσδιορίζεται, όπως δεν προσδιορίζονται και τα κριτήρια με βάση τα οποία ο Υπουργός Ανάπτυξης θα «εγκρίνει», σύμφωνα με την παρεχόμενη στην ίδια διάταξη νομοθετική εξουσιοδότηση, τους φορείς που θα παρέχουν βεβαίωση από την οποία να προκύπτει η πραγματοποίηση της προσπάθειας εξωδικαστικού συμβιβασμού, η αποτυχία αυτής και οι λόγοι της αποτυχίας της. Το εύρος των «φορέων» που μπορούν να ενταχθούν στη συγκεκριμένη διάταξη είναι τόσο μεγάλο που την καθιστούν αόριστη, ενώ η απουσία κριτηρίων για την «έγκριση» των φορέων την καθιστούν αδιαφανή. Είναι δε σαφές ότι οι ενώσεις καταναλωτών, ακόμη και εκείνες που πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζει ο ν. 2251/1994, δεν διαθέτουν την τεχνογνωσία, και ενδεχομένως τις αναγκαίες υποδομές, αλλά κυρίως (εύλογα, λόγω της ίδιας της αποστολής τους) την αμεροληψία που απαιτείται για το ρόλο που καλούνται να επιτελέσουν μέσω της εν λόγω διάταξης. 13

Διαφορετικό είναι το θέμα της καθιέρωσης ενδεχόμενης συμμετοχής σε μια τέτοια «επιτροπή» εκπροσώπων των καταναλωτών, των ενώσεων τραπεζών και άλλων φορέων, όπως προβλέπεται σχετικά στη γαλλική νομοθεσία. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να αποφευχθεί το ενδεχόμενο, τόσο η διαδικασία εξωδικαστικού συμβιβασμού όσο και η βεβαίωση για την προσπάθεια επίτευξής της να αποβεί μια «τυπική» προϋπόθεση στην όλη διαδικασία που δεν θα πληροί τα εχέγγυα ορθής εκπλήρωσής της. Συνεπώς, για τους προαναφερθέντες λόγους είναι αναγκαία η επανεξέταση συνολικά της διάταξης με: τη συγκεκριμενοποίηση περιοριστικά των φορέων που θα είναι αρμόδιοι για τη χορήγηση της βεβαίωσης (και την απάλειψη σχετικά των ενώσεων καταναλωτών και των δημόσιων ή ιδιωτικών φορέων «που συντρέχουν τους καταναλωτές σε ζητήματα υπερχρέωσης»), και την προσθήκη στην παρεχόμενη εξουσιοδότηση των κριτηρίων βάσει των οποίων θα εγκρίνονται οι φορείς που θα μπορούν να χορηγήσουν την προβλεπόμενη ως άνω βεβαίωση. (β) Προσκόμιση στοιχείων από τον οφειλέτη Σύμφωνα με την παρ. 1β) του άρθρου 4, πρέπει, για την ενεργοποίηση της διαδικασίας, με την υποβολή της αίτησης ή εντός 15 ημερών από την υποβολή της ο οφειλέτης να προσκομίσει στο δικαστήριο, μεταξύ άλλων, κατάσταση της υπάρχουσας περιουσίας και των εισοδημάτων από την εργασία του. Σύμφωνα με το πνεύμα του νόμου, αλλά και τις διατυπώσεις που ακολουθούνται σε άλλες διατάξεις του σχεδίου νόμου, προκύπτει ότι δεν ενδιαφέρουν μόνον τα εισοδήματα από την εργασία του οφειλέτη, αλλά και εκείνα που προέρχονται από οποιαδήποτε άλλη πηγή. Θα πρέπει συνεπώς να απαλειφθούν από το εν λόγω εδάφιο οι λέξεις «από την εργασία του» και να προστεθούν για λόγους σαφήνειας, οι λέξεις «πάσης φύσεως» πριν από τη λέξη «εισοδημάτων του». Ομοίως δεν είναι σκόπιμο να λαμβάνονται υπόψιν για όλες τις διαδικασίες που προβλέπονται στο σχέδιο νόμου μόνον η περιουσία και τα εισοδήματα του οφειλέτη και όχι του/της συζύγου αυτού και των προστατευόμενων μελών της οικογενείας του. Είναι γνωστό από τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της χώρας ότι πολύ συχνά περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται στην πραγματικότητα από τον έναν από τους δύο συζύγους εμφανίζονται να ανήκουν και στον δεύτερο ή μόνον στον δεύτερο ή και στα παιδιά τους, ανήλικα ή μη. Επομένως, θα ήταν σκόπιμο για την αποτροπή καταδολιευτικών συμπεριφορών, για τον υπολογισμό της οικονομικής κατάστασης του οφειλέτη να λαμβάνονται υπόψιν τα συνολικά εισοδήματα και περιουσιακά στοιχεία του ιδίου, του συζύγου αυτού και των προστατευόμενων μελών της οικογενείας του, εξαιρουμένων των περιουσιακών στοιχείων που περιήλθαν στον σύζυγο και τους κατειόντες από χαριστικές συμβάσεις από συγγενικά τους πρόσωπα πλην βεβαίως του οφειλέτη. Η ρύθμιση αυτή είναι δίκαιη ιδίως επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 5, παρ. 3 του σχεδίου νόμου, για τη στάθμιση της ικανότητας του οφειλέτη να αποπληρώνει τα χρέη λαμβάνονται υπόψιν οι «βιοτικές ανάγκες του ιδίου και των προστατευόμενων μελών της οικογενείας του». 14

Περαιτέρω, αυτό το οποίο προβληματίζει ιδιαίτερα είναι η δυσχέρεια που θα υπάρχει για την εξακρίβωση της ακρίβειας των στοιχείων που θα παρέχει ο οφειλέτης στο μέτρο που, όπως είναι γνωστό, τα ποσοστά φοροδιαφυγής στη χώρα μας είναι ιδιαίτερα υψηλά. Η αδυναμία δε αυτή δεν καλύπτεται από την προτεινόμενη καθιέρωση της υποχρέωσης του οφειλέτη να καταθέτει υπεύθυνη δήλωση για την ακρίβεια των παρεχόμενων στοιχείων, καθώς το αληθές της υπεύθυνης δήλωσης επίσης δεν μπορεί να ελεγχθεί. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει εκτός από τον κατάλογο των περιουσιακών του στοιχείων, ο οφειλέτης να προσκομίζει και κατάλογο των περιουσιακών στοιχείων που μεταβίβασε την τελευταία πενταετία δίνοντας ταυτόχρονα βεβαιωτικό όρκο κατ άρθρο 861 ΚΠολΔ ότι ο κατάλογος αυτός είναι ακριβής και περιέχει όλα τα περιουσιακά στοιχεία, τον τόπο στον οποίο ευρίσκονται, καθώς και ότι δεν παραλείπει κανένα από αυτά και ότι κατέβαλε κάθε προσπάθεια για την εξακρίβωσή τους. Προς επαλήθευση δε του ανωτέρω καταλόγου θα μπορούσε να εφαρμοστεί το άρθρο 1445, β εδάφιο του ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο: «ο εργοδότης, η αρμόδια υπηρεσία και ο αρμόδιος οικονομικός έφορος είναι υποχρεωμένοι να δίνουν κάθε χρήσιμη πληροφορία για την περιουσιακή κατάσταση». (γ) Κατάσταση πιστωτών Περαιτέρω, σύμφωνα με την παρ. 1β) του ίδιου άρθρου, πρέπει, για την ενεργοποίηση της διαδικασίας να υποβληθεί επίσης κατάσταση, στην οποία θα περιλαμβάνονται οι προς ρύθμιση οφειλές και οι αντίστοιχοι πιστωτές. Κατά την εκτίμησή μας, στην ως άνω κατάσταση θα πρέπει επίσης να επισυνάπτονται και τα αντίγραφα των αιτήσεων που είχε υποβάλει ο καταναλωτής στους πιστωτές του για τη χορήγηση του κάθε δανείου, ώστε να διαπιστώνεται εάν αυτός υπήρξε ειλικρινής στις προς τον πιστωτή δηλώσεις του. Με βάση δε αυτή τη διαπίστωση θα πρέπει να αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του σχεδίου νόμου τα δάνεια για τα οποία ο οφειλέτης δεν παρείχε στους αντίστοιχους δανειστές του πλήρη και ακριβή στοιχεία για τον έλεγχο της πιστοληπτικής του ικανότητας με αποτέλεσμα να τους παραπλανήσει και συνεπώς να μην επέδειξε καλή πίστη κατά τη σύναψη σχέσεων μαζί τους, προϋπόθεση που είναι ορθό, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, να αξιολογείται. (δ) Πιστωτής που δεν έχει περιληφθεί στην κατάσταση Σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1β) του ίδιου ως άνω άρθρου, «σε περίπτωση που δεν περιληφθεί στην παραπάνω κατάσταση πιστωτής και αυτός δεν ενημερωθεί», η απαίτησή του βρίσκεται εκτός πεδίου εφαρμογής του νόμου. Επισημαίνεται σχετικά ότι θα πρέπει να διευκρινιστεί είτε στο νόμο είτε στην εισηγητική έκθεση ότι δεν θα είναι δυνατόν να υποβληθεί νέα αίτηση για τις απαιτήσεις που δεν περιελήφθησαν αρχικά στην κατάσταση. Περαιτέρω, κατ αντιστοιχία με το άρθρο 7, παρ. 1 εδ. β του σχεδίου νόμου που προβλέπει έκπτωση από τη ρύθμιση και απαλλαγή των χρεών σε περίπτωση μη ειλικρινούς αναφοράς των περιουσιακών στοιχείων και 15

εισοδημάτων του οφειλέτη, οφειλόμενη σε δόλο ή βαριά αμέλεια, θα πρέπει να ρυθμιστεί με τον ίδιο τρόπο η υπαίτια παράλειψη πιστωτή ή απαίτησης πιστωτή. Αντίστοιχη ρύθμιση περιέχει ο Γερμανικός Πτωχευτικός Κώδικας ( 290 (1) no. 6 Insolvenzordnung). 8. Άρθρο 4, παρ. 2 Υποβολή στοιχείων από τον οφειλέτη Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 4, ο αιτών την έναρξη της διαδικασίας απαλλαγής από τα χρέη έχει τη δυνατότητα να μην υποβάλει στο δικαστήριο τα δικαιολογητικά που ορίζονται στην προηγούμενη παράγραφο του ίδιου άρθρου, ούτε κατά την ημερομηνία συζήτησης της αίτησής του στο αρμόδιο δικαστήριο, χωρίς να κινδυνεύει η αίτησή του να κριθεί αόριστη και να απορριφθεί. Αντ αυτού το δικαστήριο θα του χορηγήσει υποχρεωτικά πρόσθετο χρόνο τριάντα (30) ημερών για να τα προσκομίσει. Είναι προφανές ότι η διάταξη αυτή υπερβαίνει τα οριζόμενα στα άρθρα 118, 119, 216 και 747 ΚΠολΔ για την πληρότητα των δικογράφων και επιφυλάσσει στο συγκεκριμένο διάδικο μια εξαιρετική μεταχείριση, ενώ συγχρόνως παρατείνει αδικαιολόγητα τη διαδικασία και τη συνακόλουθη εκκρεμότητα. Για τους λόγους αυτούς πρέπει η συγκεκριμένη διάταξη να καταργηθεί και αντ αυτής να προβλεφθεί ότι ο αιτών πρέπει να καταθέσει στο αρμόδιο δικαστήριο τα έγγραφα της παρ. 1 του άρθρου 4 το αργότερο κατά τη συζήτηση της αίτησής του. Άλλωστε τα έγγραφα αυτά είναι γνωστά από το νόμο και δεν δικαιολογείται καθυστέρηση στην υποβολή τους. Αντίθετα μάλιστα, διατάξεις σαν την προαναφερόμενη παρέχουν δυνατότητες για αδικαιολόγητες καθυστερήσεις και παρελκυστικές τακτικές. Σε συνέχεια των προαναφερθέντων, η παρ. 2 του άρθρου 4 προτείνεται να αναδιατυπωθεί ως εξής: «Σε περίπτωση μη υποβολής των απαιτούμενων στοιχείων, το δικαστήριο διατάσσει την υποβολή τους εντός ενός μηνός, μετά την άπρακτη πάροδο του οποίου η αίτηση θεωρείται ανακληθείσα. Ο οφειλέτης υποχρεούται να προσκομίσει στο αρμόδιο δικαστήριο τα απαιτούμενα σύμφωνα με την παρ. 1 του παρόντος άρθρου στοιχεία το αργότερο κατά τη συζήτηση της αίτησής του. Σε διαφορετική περίπτωση, η αίτησή του θεωρείται ανακληθείσα». 9. Άρθρο 4, παρ. 3 Κρίση περί της συνέχισης ή μη της διαδικασίας Σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 4, η συνέχιση ή μη της διαδικασίας εξαρτάται από το εάν το δικαστήριο κρίνει, μετά από ακρόαση του οφειλέτη, ότι το σχέδιο διευθέτησης οφειλών δεν πρόκειται να γίνει δεκτό [από τους πιστωτές]. Με τον τρόπο όμως αυτό ο αιτών οφειλέτης καθίσταται «υπερδιάδικος» και οι πιστωτές, που κατονομάζονται στην κατάσταση της παρ. 2β) του ίδιου άρθρου και συνεπώς είναι γνωστοί, αποστερούνται από κάθε δικαίωμα ακρόασης κατά παράβαση της αρχής της δίκαιης δίκης και της υποχρέωσης του νομοθέτη να εξασφαλίζει ισότητα όπλων για τους αντιδίκους. Συνεπώς, θα πρέπει να δίδεται η δυνατότητα και στους πιστωτές εντός προθεσμίας που θα τάσσεται από το δικαστήριο να υποβάλλουν τις απόψεις 16

τους ώστε το δικαστήριο να μπορεί να κρίνει αντικειμενικώς για την πιθανότητα επιτυχίας ή μη του σχεδίου διευθέτησης οφειλών. 10. Άρθρο 4, παρ. 4 (α) Κοινοποίηση της αίτησης και των λοιπών εγγράφων στους πιστωτές Σύμφωνα με την τροποποιημένη διάταξη του α εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 4 ο οφειλέτης αναλαμβάνει την κοινοποίηση της αίτησης και των λοιπών εγγράφων στους πιστωτές. Ωστόσο, δεν ορίζεται προθεσμία για την κοινοποίηση αυτή. Υφίσταται συνεπώς κίνδυνος καθυστερημένης ενημέρωσης των πιστωτών και αδυναμίας συγκέντρωσης των αναγκαίων στοιχείων και υποβολής παρατηρήσεων. Σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της ίδιας παρ. 4, τα ως άνω αντίγραφα του σχεδίου κοινοποιούνται, εφόσον συντρέχουν στο πρόσωπο του οφειλέτη οι προϋποθέσεις της παρ. 1 του άρθρου 194 ΚΠολΔ από τη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή στους πιστωτές, οι οποίοι πρέπει να τα αξιολογήσουν εντός ενός μήνα. Και σε αυτή την περίπτωση και με δεδομένο το φόρτο εργασίας των δημόσιων υπηρεσιών θα πρέπει να τίθεται ορισμένη προθεσμία για την κοινοποίηση, προκειμένου να υφίσταται η δυνατότητα απάντησης και άμυνας των πιστωτών. Σε συνέχεια των προαναφερθέντων και με γνώμονα τη διασφάλιση προϋποθέσεων δίκαιης δίκης και ίσης μεταχείρισης αιτούντων-οφειλετών και πιστωτών, προτείνεται η ακόλουθη διαδικασία: η αίτηση πρέπει να έχει την πληρότητα που προβλέπεται από τα άρθρα 118, 119, 216 και 747 ΚΠολΔ, η αίτηση μετά τον επ αυτής ορισμό δικασίμου κοινοποιείται στον αρμόδιο εισαγγελέα κατά τη διάταξη του άρθρου 748, παρ. 2 ΚΠολΔ και σε όλους ανεξαιρέτως τους πιστωτές του αιτούντος οφειλέτη, ο αιτών πρέπει να καταθέσει στο δικαστήριο τα έγγραφα της παρ. 1 του άρθρου 4 του σχεδίου νόμου το αργότερο μέχρι την ενώπιον του δικαστηρίου συζήτησή της, άλλως η αίτηση κηρύσσεται απαράδεκτη, αναβολή της συζήτησης της αίτησης μπορεί να δοθεί από το δικαστήριο μόνο μία φορά και μόνο για σπουδαίο λόγο που αφορά τον αιτούντα οφειλέτη, οι πιστωτές που δεν θα παρασταθούν κατά τη συζήτηση της αίτησης θεωρούνται σαν να ήταν παρόντες (αρ. 754, παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως και ότι αποδέχονται το σχέδιο ρύθμισης, όπως αυτό περιγράφεται στην αίτηση, το δικαστήριο μετά από αίτηση οποιουδήποτε πιστωτή μπορεί να χορηγήσει προθεσμία που δεν μπορεί να υπερβαίνει τις δεκαπέντε (15) ημέρες για την αντίκρουση της αίτησης, την προσκόμιση σχετικών αποδεικτικών εγγράφων και ενδεχομένως την υποβολή αντιπρότασης για τη ρύθμιση των οφειλών, 17

η απόφαση του δικαστηρίου εκδίδεται εντός ανωτάτου χρονικού διαστήματος έξι (6) μηνών από την ημερομηνία συζήτησης της αίτησης. Εφόσον τα ως άνω προτεινόμενα γίνουν δεκτά οι λοιπές διατάξεις του άρθρου 4 θα πρέπει να προσαρμοσθούν ανάλογα ή να καταργηθούν. (β) Αναστολή ατομικών μέτρων εκτέλεσης Σύμφωνα με την ίδια διάταξη (άρθρο 4, παρ. 4), η κοινοποίηση της αίτησης επιφέρει αναστολή όλων των ατομικών μέτρων εκτέλεσης. Ωστόσο, η ρύθμιση αυτή είναι ιδιαίτερα επαχθής για τους πιστωτές, δεδομένου ότι αποκλείει ακόμα και τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, όπως προβλέπεται στο γερμανικό δίκαιο. Άλλωστε, σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν. 3588/2007, με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων μετά από αίτηση προσώπου που έχει έννομο συμφέρον, μπορεί να διατάξει οποιοδήποτε μέτρο κρίνει αναγκαίο για να αποτραπεί κάθε επιζήμια για τους πιστωτές μεταβολή της περιουσίας του οφειλέτη ή μείωση της αξίας της, μέχρι να δημοσιευθεί η απόφαση επί της αίτησης για κήρυξη της πτώχευσης. Ορθότερο θα ήταν να επιτρέπεται η λήψη όλων των ασφαλιστικών μέτρων και η επιβολή κατασχέσεων μέχρις ότου εκδοθεί η απόφαση. Προτείνεται συνεπώς η κατάργηση του εν λόγω εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 4. 11. Άρθρο 4, παρ. 5 Μεταβολές στο αρχικό σχέδιο από τον οφειλέτη Σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 4, ο οφειλέτης μπορεί εντός αποκλειστικής προθεσμίας που τάσσει το δικαστήριο, να επιφέρει μεταβολές στο αρχικό σχέδιο, προκειμένου να επιτευχθεί ομοφωνία όλων των πιστωτών. Η ίδια διάταξη προβλέπει την αναλογική εφαρμογή της παρ. 4 του ίδιου άρθρου, χωρίς να εξειδικεύει αν αφορά και τις κοινοποιήσεις ή μόνο το ζήτημα της προθεσμίας για τη λήψη θέσης επί του τροποποιημένου σχεδίου διευθέτησης των οφειλών. Για λόγους ασφάλειας δικαίου και προς αποφυγή καταστρατηγήσεων και αδικαιολόγητης επιμήκυνσης της διαδικασίας, θα πρέπει να οριστεί ότι ο οφειλέτης έχει μόνο μία φορά τη δυνατότητα να τροποποιεί το αρχικώς υποβληθέν και εγκριθέν σχέδιο διευθέτησης οφειλών και ότι οι πιστωτές καλούνται εγγράφως να λάβουν θέση επί του σχεδίου διευθέτησης των οφειλών. 18

12. Άρθρο 4, παρ. 9 και 10 Υποκατάσταση της συγκατάθεσης του πιστωτή Εκτιμούμε ότι η γερμανική νομοθεσία σχετικά με τις περιπτώσεις στις οποίες δεν χωρεί υποκατάσταση της συγκατάθεσης ενός πιστωτή (άρθρο 309 Insolvenzordnung), στην οποία άλλωστε βασίζεται σαφώς και το σχέδιο νόμου, είναι πιο πλήρεις. Ειδικότερα, προβλέπεται ότι δεν χωρεί υποκατάσταση όταν: ο πιστωτής τίθεται ενδεχομένως και όχι με βεβαιότητα, όπως απαιτείται σύμφωνα με το σχέδιο νόμου, σε δυσμενέστερη οικονομικά θέση από αυτή στην οποία θα περιερχόταν σε περίπτωση έναρξης της διαδικασίας απαλλαγής από τα χρέη, ο πιστωτής δεν συμμετείχε επαρκώς στη διαδικασία σε σχέση με τους άλλους πιστωτές, ή όταν ο πιστωτής προσκομίζει αξιόπιστα στοιχεία από τα οποία προκύπτουν σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με την απαίτησή του έναντι αυτής που επικαλείται ο οφειλέτης. Η παρ. 10 του άρθρου 4 κρίνεται σκόπιμο να αναδιατυπωθεί ως εξής: «Την απόφαση υποκατάστασης μπορούν να προσβάλουν ο οφειλέτης και ο πιστωτής του οποίου η συγκατάθεση υποκαθίσταται με τα προβλεπόμενα τακτικά και έκτακτα ένδικα μέσα». 13. Άρθρο 4, παρ. 12 Εξουσιοδότηση για την έκδοση υποδειγμάτων Θεωρούμε ότι η παροχή της προβλεπόμενης εξουσιοδότησης είναι ιδιαίτερα σημαντική για τη διασφάλιση της απλοποίησης της διαδικασίας και την ασφάλεια δικαίου. Στο πλαίσιο αυτό, εκτιμούμε ότι η έκδοση των σχετικών υποδειγμάτων θα πρέπει να είναι υποχρεωτική και όχι δυνητική. Προτείνεται συνεπώς η αναδιατύπωση της εν λόγω διάταξης ως εξής: «12. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως δύναται να εκδίδονται υποδείγματα των απαιτούμενων πιστοποιητικών, καταλόγων και σχεδίων διευθέτησης των οφειλών με σκοπό την απλοποίηση της διαδικασίας και τη διευκόλυνση της αξιοποίησής της». Θα πρέπει επίσης να διευκρινιστεί ότι στο πλαίσιο επίτευξης εξωδικαστικού συμβιβασμού με τους πιστωτές θα προσκομίζονται στους πιστωτές κατάσταση της υπάρχουσας περιουσίας και αναλυτικών εισοδημάτων του οφειλέτη, καθώς και κατάσταση των πιστωτών κατά τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 4. Δεν θα πρέπει να αρκεί δηλαδή ένα εξώδικο με αίτηση διακανονισμού. Κατά τον τρόπο αυτό, επιδιώκεται η διαδικασία να καταστεί κατά το δυνατόν αποτελεσματική ήδη από το πρώτο στάδιο. 19

14. Άρθρο 5 Διαδικασία ρύθμισης και απαλλαγής από τα χρέη (α) Με την παρ. 1 του άρθρου αυτού τίθενται οι όροι και οι προϋποθέσεις για την επέλευση των αποτελεσμάτων της ρύθμισης. Το ορθό όμως είναι τα αποτελέσματα της απόφασης που θα εκδοθεί να επέρχονται από την επίδοση της αίτησης στους πιστωτές, εκτός εάν άλλως ορίσει το δικαστήριο. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται η απαραίτητη σαφήνεια και οι πιστωτές μπορούν με ευχέρεια να υπολογίσουν τις συνέπειες της αίτησης και να τις συνυπολογίσουν για την κατάρτιση των επ αυτής τυχόν αντιρρήσεων ή και αντιπροτάσεων τους, ενώ συγχρόνως αφήνεται περιθώριο στο δικαστήριο αφού εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά της κάθε υπόθεσης να αποφασίσει διαφορετικά. Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 5, η διαδικασία ρύθμισης και απαλλαγής από τα χρέη ξεκινά από την ημερομηνία της αίτησης, ημερομηνία από την οποία παύουν να εκτοκίζονται τα χρέη του οφειλέτη, δηλαδή περίπου, κατ ελάχιστον περίπου οκτώ (8) μήνες μετά. Με τη διάταξη αυτή καθίσταται σαφές ότι είναι επιτακτική ανάγκη η συντόμευση, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, των προβλεπόμενων προθεσμιών και διαδικασιών, καθώς η εκκρεμότητα που δημιουργείται και για όσο διαρκεί είναι βέβαιο ότι θα επιδρά ιδιαίτερα επιβαρυντικά σε ό,τι αφορά την ομαλή λειτουργία των πιστωτικών ιδρυμάτων, με απρόβλεπτες συνέπειες. Επιπλέον, πρέπει να προσδιοριστεί ότι στην περίπτωση που τελικά δεν ευοδωθεί η απαλλαγή από τα χρέη του καταναλωτή, αυτά θα εκτοκίζονται αναδρομικά. (β) Το ποσοστό 10% ως ελάχιστο ποσοστό των ρυθμιζόμενων οφειλών (της παρ. 3) που «πρέπει να έχει εξοφληθεί» εκτιμούμε ότι είναι ιδιαίτερα χαμηλό και θα πρέπει να ανέλθει στο 20% λαμβανομένου υπόψη ότι η είσπραξη μακροπρόθεσμα από τα πιστωτικά ιδρύματα των επί μακρό χρόνο ληξιπρόθεσμων απαιτήσεών τους ανέρχεται σε ποσοστό 20%-30% αυτών. Εάν το ποσοστό του 10% παραμείνει, θα συνεπάγεται όχι μόνον απώλεια εσόδων για τα πιστωτικά ιδρύματα αλλά και συνακόλουθη ενδεχομένως υποβάθμιση της αξιολόγησής τους από τους διεθνείς οίκους. Περαιτέρω επισημαίνεται ότι αφενός μεν για ευπαθείς ομάδες υπάρχει ειδική πρόβλεψη (άρθρο 5, παρ. 5) και αφετέρου το ποσοστό 20% είναι και το μικρότερο που προβλέπεται βάσει του άρθρου 110 του Πτωχευτικού Κώδικα. Ορθότερο θα ήταν δε να καθοριστεί μια κλίμακα ανάλογα με το, κατά περίπτωση, ποσό των χρεών. Αντίστοιχα, σε ό,τι αφορά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο οφειλέτης θα πρέπει να καταβάλλει κάθε μήνα ορισμένο ποσό για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών του και το οποίο ορίζεται ότι θα διαρκεί από τρία έως πέντε έτη, κρίνεται αναγκαίο να ανέλθει σε κατ ελάχιστον δέκα (10) έτη. Περαιτέρω, δεν προσδιορίζεται βάσει ποιων ελάχιστων κριτηρίων, τα εισοδήματα του καταναλωτή θα θεωρούνται ή όχι επαρκή περιουσιακά στοιχεία ή πώς θα προσδιορίζονται οι βιοτικές ανάγκες του ιδίου και των προστατευόμενων μελών της οικογένειάς του, ώστε να καθοριστεί το ποσό που θα υποχρεωθεί τελικά να καταβάλει στους πιστωτές του. Λόγω όμως του ότι οι αξιολογήσεις αυτές ενέχουν σαφώς υποκειμενικά στοιχεία που μπορεί να οδηγήσουν σε διαφοροποιημένες και, συνεπώς, άνισες προσεγγίσεις σε βάρος 20

τόσο των οφειλετών όσο και των πιστωτών, κρίνεται απολύτως αναγκαίο να προσδιοριστούν έστω και ενδεικτικά κάποια ελάχιστα κριτήρια προς το σκοπό αυτό. Προτείνεται συνεπώς η παροχή σχετικής νομοθετικής εξουσιοδότησης. Επίσης, θα πρέπει να προβλεφθεί ρητώς ότι σε περίπτωση μη εξυπηρέτησης των ανωτέρω καταβολών λόγω δόλου ή βαρείας αμέλειας, το δικαστήριο μετά από αίτηση πιστωτή θα δύναται να ανακαλεί την απόφαση υπαγωγής στη διαδικασία ρύθμισης οφειλών και απαλλαγής από τα χρέη. Στο ίδιο πλαίσιο θα πρέπει να προβλεφθεί ρητά ότι η δυνατότητα του οφειλέτη να αιτείται περαιτέρω μείωση των καταβολών προς τους πιστωτές του, σε περίπτωση δυσμενούς μεταβολής της περιουσιακής κατάστασης και των εισοδημάτων του, θα πρέπει να αποκλείεται σε περίπτωση που η μεταβολή αυτή οφείλεται σε δόλο του. Τέλος, προβλέπεται ότι με την πάροδο του ανωτέρω διαστήματος και κατόπιν αίτησης του πιστωτή, το δικαστήριο κηρύσσει την απαλλαγή του από τα χρέη του, με την επιφύλαξη της ρύθμισης για τα δάνεια αγοράς ακινήτου ως κύριας κατοικίας. Από τη διατύπωση, ωστόσο, της διάταξης αυτής προκύπτει ότι η απαλλαγή επέρχεται αυτόματα με την πάροδο του ανωτέρω διαστήματος. Ωστόσο, δεν αποκλείεται στο χρονικό αυτό διάστημα να έχει βελτιωθεί η κατάσταση του οφειλέτη και αυτός να δύναται να ρυθμίσει τις οφειλές του, σύμφωνα με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου. Ορθότερο θα ήταν το δικαστήριο να επανεκτιμά την οικονομική κατάσταση του οφειλέτη και κατόπιν ακρόασης των πιστωτών να αποφασίζει την απαλλαγή μόνο σε εκείνες τις περιπτώσεις, όπου πράγματι δεν έχει επέλθει βελτίωση της οικονομικής κατάστασης του οφειλέτη στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα. Προς αποφυγή καταχρήσεων, ο Γερμανικός Πτωχευτικός Κώδικας ( 295 (1) no. 1) απαιτεί την ανεύρεση εργασίας από τον οφειλέτη κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ρύθμισης και απαλλαγής και καθιερώνει την απαγόρευση άρνησης απασχόλησης σε θέση εργασίας. Είναι προφανές, ότι με τον τρόπο αυτό προωθεί την επίδειξη καλόπιστης συμπεριφοράς εκ μέρους του οφειλέτη, προκειμένου να μην αντιμετωπίζεται η διαδικασία ρύθμισης και απαλλαγής από τις οφειλές ως μια διαδικασία χαριστικής «διαγραφής» χρεών. 15. Άρθρο 6 Ορισμός συνδίκου, προστασία εμπράγματης ασφάλειας και προστασία κύριας κατοικίας (α) Σύμφωνα με το άρθρο 6 του σχεδίου νόμου, ο σύνδικος ορίζεται με το άρθρο 63 του Πτωχευτικού Κώδικα για τις περιπτώσεις που υπάρχει ρευστοποιήσιμη περιουσία, η εκποίηση της οποίας κρίνεται απαραίτητη για την ικανοποίηση των πιστωτών. Λαμβάνοντας υπόψη την εξαίρεση των εμπραγμάτως εξασφαλισμένων πιστωτών (σύμφωνα με την παρατήρησή μας, υπό Β. 2), θα ήταν ορθότερο να γίνεται διαχωρισμός των πιστωτών και των απαιτήσεων, κατ αρχάς, στις ακόλουθες νομικές κατηγορίες: πιστωτές των οποίων η απαίτηση δεν διασφαλίζεται με προνόμιο ή εμπράγματη ασφάλεια (ανέγγυοι πιστωτές), 21