ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΑΣΤΙΚΟΥ, ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ «Η ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ- ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΑ» ΝΑΤΣΙΚΟΥ ΕΙΡΗΝΗ (Α.Ε.Μ. 100550) ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΖΕΡΔΕΛΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2014
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ Α.Κ. Α.Ν. ανωτ. ΑΠ αρ. άρθρ. Αρμ. ΑρχΝ ΑχΝομ Β.Δ. Βλ. Γνμδ Αστικός Κώδικας Αναγκαστικός Νόμος ανωτέρω Άρειος Πάγος αριθμός άρθρο Αρμενόπουλος Αρχείο Νομολογίας Αχαϊκή Νομολογία Βασιλικό Διάταγμα Βλέπετε Γνωμοδότηση Δ. Δίκη (περιοδικό) ΔΕΕ ΔΕΝ Δ/νη εδ. ΕΕργΔ ΕλλΔ/νη επ. Εφ κ.ά. κ.λπ. Κ.Πο.Δ. Δίκαιο Επιχειρήσεων και Εταιριών Δελτίο Εργατικής Νομοθεσίας Δικαιοσύνη εδάφιο Επιθεώρηση Εργατικού Δικαίου Ελληνική Δικαιοσύνη επόμενα Εφετείο και άλλα και λοιπά Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας - 1 -
λ.χ. ΜονΕφ ΜονΠρ λόγου χάριν Μονομελές Εφετείο Μονομελές Πρωτοδικείο Ν. Νόμος ΝοΒ ΟλΑΠ ΟλΣτΕ ό.π. παρ. Π.Δ. περ. Πρωτ. Π.Υ.Σ. Νομικό Βήμα Ολομέλεια Αρείου Πάγου Ολομέλεια Συμβουλίου Επικρατείας όπως παραπάνω παράγραφος Προεδρικό Διάταγμα περίπτωση Πρωτοδικείο Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου Σ. Σύνταγμα σ.σ.εργ. Συνηγ. τελευτ. ΤΝΠ ΔΣΑ Συλλόγου Αθηνών ΤΝΠ nomos ΤοΣ υποσημ. ΧρΙΔ συλλογική σύμβαση εργασίας Συνήγορος τελευταίο Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Δικηγορικού Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών nomos Το Σύνταγμα υποσημείωση Χρονικά Ιδιωτικού Δικαίου - 2 -
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ.........1 Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ...... 7 ΙΙ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ 1) Η καταγγελία ως τρόπος λύσης της σύμβασης εργασίας..9 Α) Έννοια και νομική φύση...9 Β) Διακρίσεις της καταγγελίας...11 α) Τακτική και έκτακτη καταγγελία...11 β) Καταγγελία «με προθεσμία» και «άμεση ή απρόθεσμη» καταγγελία 13 2) Περιορισμοί στην ελευθερία της τακτικής καταγγελίας.....14 Α) Εισαγωγικές παρατηρήσεις 14 Β) Τυπικοί περιορισμοί..15 Γ) Ουσιαστικοί περιορισμοί.20 α) επιβαλλόμενοι περιορισμοί εκ του νόμου και απαγορεύσεις 20 αα) προστασία νόμιμης συνδικαλιστικής δράση.20 ββ) προστασία μητρότητας 22 γγ) προστασία από την απόλυση κατά τη διάρκεια της άδειας αναψυχής.26 β) προβλεπόμενοι σε κανονισμούς εργασίας και σ.σ.εργ.- μεταβολές που επήλθαν στο προϊσχύσαν καθεστώς δυνάμει της ΠΥΣ 6/2012....27 γ) με βάση το άρθρο 281 Α.Κ 30-3 -
ΙΙΙ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ 1) Η καταχρηστική απόλυση βάσει του άρθρου 281 Α.Κ.... 31 Α) Εισαγωγή...31 Β) Η καταγγελία που οφείλεται σε επιλήψιμα κίνητρα του εργοδότη... 32 α) λόγω άσκησης από το μισθωτό αναγνωριζόμενων από το νόμο ή τη σύμβαση δικαιωμάτων 32 β) λόγω άσκησης παρεχόμενων από το Σύνταγμα δικαιωμάτων...37 αα) το δικαίωμα νόμιμης συνδικαλιστικής δράσης... 37 ββ) το δικαίωμα ανάπτυξης πολιτικής δραστηριότητας 40 Γ) Η αντικειμενικά αδικαιολόγητη καταγγελία 43 Δ) Η απόλυση ως ultima ratio 47 α) Εισαγωγή: η αρχή της αναλογικότητας ως κριτήριο περιορισμού του δικαιώματος της εργοδοτικής καταγγελίας... 47 β) Νόμιμοι λόγοι λύσης της σύμβασης εργασίας με καταγγελία........52 αα) Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας εξαιτίας λόγων που οφείλονται στη συμπεριφορά ή στο πρόσωπο του μισθωτού 52 i) η αντισυμβατική συμπεριφορά του μισθωτού..52 ii) η εξαναγκασμένη καταγγελία... 60 iii) η ασθένεια του μισθωτού ως λόγος καταγγελίας....63 iv) η καταγγελία για την αντικατάσταση του μισθωτού...65 ββ) Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας εξαιτίας οικονομικοτεχνικών - 4 -
λόγων...67 i) Έννοια οικονομικοτεχνικών λόγων 67 ii) Τα όρια του δικαστικού ελέγχου στις επιχειρηματικές αποφάσεις του εργοδότη 68 iii) Η καταγγελία ως συνέπεια της επιχειρηματικής απόφασης και ο δικαστικός έλεγχος αυτής... 71 iv) Η υποχρέωση του εργοδότη για λήψη ηπιότερων της απόλυσης μέτρων 73 - η εναλλακτική πρόταση της μετάθεσης αντί της απόλυσης.....73 - η τροποποιητική καταγγελία ως μέσο μεταβολής των όρων εργασίας- όρια και κριτήρια του δικαστικού ελέγχου...74 - η κατάργηση της υπερωριακής απασχόλησης... 79 - η διαθεσιμότητα.... 80 v) Η επιλογή του απολυτέου με κριτήρια αντικειμενικά...81 - ο κύκλος των επιλεγέντων μισθωτών...... 82 - τα κριτήρια επιλογής των μισθωτών και η βαρύτητά τους...85 E) Οι θέσεις της νομολογίας για την καταχρηστική απόλυση. 90 2) Συνέπειες άκυρης απόλυσης... 94 Α) Η αξίωση του μισθωτού για μισθούς υπερημερίας.. 94 Β) Η αξίωση για επαναπασχόληση του μισθωτού.. 99 Γ) Η αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης..103-5 -
IV. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ- Δικονομικά ζητήματα 1) Τρόπος προβολής της ακυρότητας της καταγγελίας ως καταχρηστικής και προθεσμία για την προσβολή του κύρους της.......104 2) Το βάρος απόδειξης της καταχρηστικότητας της καταγγελίας...108 3) Η παραίτηση από το δικαίωμα προσβολής του κύρους της απόλυσης.....111 V. ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ...114 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ...117 ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ- ΜΕΛΕΤΕΣ..119-6 -
Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ Η θέση εργασίας αποτελεί τη βάση της οικονομικής και κοινωνικής ύπαρξης του ανθρώπου. Για το λόγο τούτο, στόχος κάθε οργανωμένης κοινωνίας πρέπει να αποτελεί η εξασφάλιση ενός κλίματος ασφάλειας και σταθερότητας στον τομέα της απασχόλησης. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η ανάπτυξη συνθηκών υγιούς ανταγωνισμού και προαγωγής των συμφερόντων της ολότητας. Στο παρελθόν, για μεγάλο χρονικό διάστημα, στα πλαίσια επικράτησης των αρχών του απόλυτου οικονομικού φιλελευθερισμού και του ατομικισμού κυριαρχούσε έντονα η αντίληψη ότι ο εργοδότης έχει το δικαίωμα να διαμορφώνει την πολιτική της επιχείρησής του και στα πλαίσια αυτής να προβαίνει σε απολύσεις ελεύθερα, χωρίς οποιουσδήποτε περιορισμούς. Γρήγορα, ωστόσο, έγινε αντιληπτό ότι στα συμφέροντα του εργοδότη αντιπαρατίθενται άξια προστασίας συμφέροντα του εργαζομένου, που εντοπίζονται κυρίως στην προσπάθειά του να εξασφαλίσει την σταθερότητα και την ασφάλεια της θέσης εργασίας του. Την σταθερότητα αυτή θα εξασφάλιζε η πρόβλεψη ορίων και περιορισμών στο δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης εργασίας εκ μέρους του εργοδότη. Τους περιορισμούς αυτούς προέβλεψε ο νομοθέτης, αναιρώντας εν μέρει με τον τρόπο αυτό τον απόλυτο χαρακτήρα του δικαιώματος της καταγγελίας. Η παρέμβαση του νομοθέτη, εντούτοις, λόγω της ιδιαίτερης έντασης που χαρακτηρίζει τα αντιτιθέμενα συμφέροντα εργοδότηεργαζομένου καθίσταται προβληματική, με αποτέλεσμα να παρίσταται εντόνως η ανάγκη προσφυγής στην καλή πίστη των συμβαλλομένων και στη νομολογιακή διάπλαση του δικαίου 1. Ο έλληνας νομοθέτης, προκειμένου να εξασφαλίσει μια μείζονα προστασία στον εργαζόμενο εισήγαγε για την έγκυρη προσφυγή του εργοδότη στο δικαίωμα καταγγελίας τυπικούς (προβλέπονται στους Ν. 2112/1920, Ν. 3198/1955 για τους υπαλλήλους και Β.Δ. 16 ης /18 ης.7.1920 για τους εργάτες) και ουσιαστικούς περιορισμούς. Οι τελευταίοι μπορεί να προβλέπονται σε νόμους ή να αποτυπώνονται σε κανονισμούς εργασίας καθώς και να αποτελούν μεταχείριση, 40 1 Βλ. Βλαστό, Η κατάχρηση δικαιώματος στις εργασιακές σχέσεις και η δικονομική της - 7 -
περιεχόμενο συλλογικών και ατομικών συμβάσεων εργασίας. Στόχος τους δεν είναι άλλος παρά η εξασφάλιση μιας αποτελεσματικής προστασίας στον εργαζόμενο απέναντι στην απόφαση του εργοδότη να προβεί σε απολύσεις. Η προστασία αυτή περιλαμβάνει τη λήψη μέτρων είτε για την ανακούφιση του εργαζομένου από την απώλεια της θέσης εργασίας είτε για την αποφυγή της απόλυσης. Ωστόσο, η μη ρύθμιση από το νομοθέτη όλων των θεμάτων που σχετίζονται με την εργασιακή σχέση ώθησε τη νομολογία στη διάπλαση δικαίου. Αυτή με οδηγό τη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ., η οποία απαγορεύει την καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος, έθεσε τα όρια δράσης στον εργοδότη, όταν αυτός ασκεί το δικαίωμα της καταγγελίας. Τα κριτήρια της διάταξης του 281 Α.Κ. είναι αντικειμενικά και χρησιμοποιούνται προκειμένου να διαπιστωθεί αν ο εργοδότης προβαίνοντας στην καταγγελία ενήργησε εντός των τιθέμενων από τη διάταξη αυτή ορίων. Ωστόσο, τόσο ο τρόπος συμπεριφοράς όσο και τα κίνητρα του εργοδότη δεν κρίνονται αδιάφορα, προκειμένου να διαπιστωθεί από την εξέταση αυτών, αν η προσφυγή στην καταγγελία κρίνεται δικαιολογημένη ή όχι. Η νομολογία, με γνώμονα την ελάχιστη προστασία που πρέπει να εξασφαλίζεται στον εργαζόμενο από αυθαίρετες εργοδοτικές επιλογές προχώρησε ένα βήμα πιο πέρα. Δεχόμενη ότι οι επιταγές της καλής πίστης σε συνδυασμό με το έντονο προσωπικό στοιχείο που χαρακτηρίζει τη σύμβαση εργασίας, επιβάλλουν στον εργοδότη- τον κατά γενική ομολογία ισχυρότερο συμβαλλόμενο στην εργασιακή σχέση- την υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη τα συμφέροντα που ο εργαζόμενος συνδέει με τη θέση εργασίας του, αποφαίνεται ότι είναι καταχρηστική η καταγγελία στην οποία προσφεύγει ο εργοδότης ενώ έχει στη διάθεσή του άλλα ηπιότερα της απόλυσης μέτρα. Η καταγγελία πρέπει να αποτελεί την ultima ratio στις εργοδοτικές επιλογές. Ως εκ τούτου, όταν ο σκοπός, που επιδιώκεται από τον εργοδότη, μπορεί να επιτευχθεί εξίσου αποτελεσματικά και με άλλα μέσα, λιγότερο επώδυνα από την απώλεια της θέσης εργασίας, η προσφυγή στο επαχθέστερο όλων, την απόλυση, αντίκειται στην καλή πίστη. Η προσφυγή στην καταγγελία καθ υπέρβαση των ορίων που θέτει η διάταξη του 281 Α.Κ. αποτελεί το βασικό θέμα, το οποίο πραγματεύεται η παρούσα εργασία. - 8 -
ΙΙ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ 1) Η καταγγελία ως τρόπος λύσης της σύμβασης εργασίας Α) Έννοια και νομική φύση Η καταγγελία αποτελεί έναν από τους τρόπους λύσης 2 της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου (άρθρ. 669 παρ. 2 εδ. α Α.Κ.). Όταν, λοιπόν, κάποιο από τα συμβαλλόμενα μέρη, είτε ο εργοδότης είτε ο μισθωτός, αποφασίσει ότι επιθυμεί να αποδεσμευθεί από τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση, προσφεύγει στην καταγγελία για τη λύση της. Το δικαίωμα αυτό των μερών απορρέει από τη συμβατική ελευθερία (άρθρο 361 Α.Κ.), η οποία δίνει τη δυνατότητα στα συμβαλλόμενα μέρη να δεσμευθούν με την κατάρτιση μιας σύμβασης, επιτρέπει όμως και τη λύση της όταν το ένα εξ αυτών το αποφασίσει. Ως καταγγελία γενικά, θα μπορούσαμε να ορίσουμε, το δικαίωμα που αναγνωρίζεται σε καθένα από τους συμβαλλομένους μιας σχέσης με διαρκή χαρακτήρα να επιφέρει τη λύση της για το μέλλον 3 με μονομερή απευθυντέα δήλωση βουλήσεως 4,5. Η δε λύση της σύμβασης αυτής επέρχεται αμέσως είτε από τη στιγμή της περιέλευσης της καταγγελίας στο άλλο μέρος είτε με την πάροδο της ορισμένης διάρκειας που έχει τεθεί σ αυτή. Συνεπώς, με την καταγγελία καταργείται μια σύμβαση εργασίας για το μέλλον με τη διαμόρφωση παράλληλα μιας νέας κατάστασης. Για το λόγο τούτο το δικαίωμα 2 Τη λύση της σύμβασης εργασίας επιφέρει και ο θάνατος του εργαζομένου (άρθρ. 675 παρ. 1 Α.Κ.). Ο θάνατος του εργοδότη επιφέρει τη λύση της εργασιακής σύμβασης, όταν τα μέρη απέβλεψαν κυρίως στο πρόσωπό του. 3 Η κατάργηση της σχέσης για το μέλλον με την καταγγελία αποτελεί ένα από τα στοιχεία που διαφοροποιεί την τελευταία από την υπαναχώρηση, με την οποία επέρχεται αναδρομικά κατάργηση μιας έννομης σχέσης, λειτουργεί δηλαδή ex tunc βλ. Ζερδελή, Εργατικό Δίκαιο, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις (2011), 971, Καποδίστρια, Περί καταγγελίας Συμβάσεως Εργασίας ωρισμένου και αορίστου χρόνου (1933), 47. 4 Βλ. Ζερδελή, ό.π. υποσημ. 3, 970, Κουκιάδη, Εργατικό Δίκαιο, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις και το Δίκαιο της Ευελιξίας της Εργασίας (ΣΤ έκδοση), 844, Ληξουριώτη, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις (2013), 659, Λεβέντη Γ.- Παπαδημητρίου Κ., Ατομικό Εργατικό Δίκαιο (2011), 826, Καρακατσάνη- Γαρδίκα, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο (5 η έκδοση), 521, 533, Αγραφιώτη, Η καταγγελία της Σχέσεως Εξηρτημένης Εργασίας Αορίστου Χρόνου, 39, Καποδίστρια, ό.π. υποσημ. 3, 43. 5 ΑΠ 13/2014, ΤΝΠ nomos, ΑΠ 601/2013, ΔΕΕ 2013, 717, ΑΠ 13/2013, ΔΕΕ 2013, 409, ΜονΕφΛαμ 14/2013, ΤΝΠ nomos. - 9 -
της καταγγελίας ανήκει στην κατηγορία των διαπλαστικών δικαιωμάτων 6,7. Ο χαρακτήρας δε αυτός αποδίδεται εξαιτίας του γεγονότος ότι με την άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας επέρχεται άμεσα και μονομερώς μεταβολή στην έννομη σχέση που προϋπήρχε, χωρίς, και, πολλές φορές, παρά την αντίθετη βούληση του αντισυμβαλλομένου. Αποτέλεσμα της ανωτέρω παρέμβασης είναι η διαμόρφωση μιας νέας κατάστασης, όπου γεννώνται δικαιώματα και υποχρεώσεις. Τη βούληση για λύση της σύμβασης εργασίας καλείται να εκφράσει το μέρος που επιθυμεί να αποδεσμευθεί από αυτήν σαφώς και αναμφιβόλως. Η δημιουργία οποιασδήποτε αμφιβολίας στο άλλο μέρος σχετικά με τη λύση ή μη της σύμβασης δεν είναι επιτρεπτή. Τέτοια αβεβαιότητα δημιουργεί η ύπαρξη αιρέσεων 8, η προσθήκη των οποίων στην καταγγελία απαγορεύεται. Από τη στιγμή που η καταγγελία περιέρχεται στο πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται 9, επέρχεται και η λύση της εργασιακής σχέσης. Δυνατότητα 6 Βλ. για διαπλαστικά δικαιώματα σε Γεωργιάδη Απ., Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 196-197, Παπαστερίου, Γενικές Αρχές του Αστικού Δικαίου Ι/α, 156-158, Παπαντωνίου, Γενικές Αρχές του αστικού δικαίου, 193-194. 7 Βλ. Ζερδελή, ό.π. υποσημ. 3, 698, Κουκιάδη, ό.π. υποσημ. 4, 846, Λεβέντη Γ.- Παπαδημητρίου Κ., ό.π. υποσημ. 4, 826, Καρακατσάνη- Γαρδίκα, ό.π. υποσημ. 4, 533, Αγραφιώτη σε Αστικός Κώδιξ (κατ άρθρο ερμηνεία) Γεωργιάδη- Σταθόπουλου, ΙΙΙ Ειδικό Ενοχικό (άρθρα 496-740) 541, τον ίδιο, ό.π. υποσημ.4, 41. 8 Βλ. Ζερδελή, ό.π. υποσημ. 3, 973, Κουκιάδη, ό.π. υποσημ. 4, 848, Ληξουριώτη, ό.π. υποσημ. 4, 659, Καρακατσάνη- Γαρδίκα, ό.π. υποσημ. 4, 534, Αγραφιώτη, ό.π. υποσημ. 4, 42, Καποδίστρια, ό.π. υποσημ. 2, 43 εξαίρεση αποτελεί α) η τροποποιητική καταγγελία- για την οποία θα γίνει λόγος στη συνέχεια- η ύπαρξη της οποίας επιτρέπεται καθότι περιέχει εξουσιαστική αίρεση, η πλήρωση της οποίας εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούληση αυτού προς τον οποίο απευθύνεται η καταγγελία και β) η επικουρική καταγγελία, ήτοι η καταγγελία η οποία γίνεται για την περίπτωση που κριθεί άκυρη η πρώτη. Και η επικουρική καταγγελία είναι έγκυρη καθότι περιέχει αίρεση δικαίου. Με την προσφυγή σε αυτήν, ο εργοδότης ναι μεν εξακολουθεί να επιθυμεί τη λύση της εργασιακής σχέσης, προβαίνει, όμως, σε μια δεύτερη καταγγελία προκειμένου να άρει την υπερημερία του σε περίπτωση που κριθεί άκυρη η πρώτη καταγγελία. 9 Βλ. Ζερδελή, ό.π. υποσημ. 3, 975-977 ο οποίος σημειώνει ότι ο Α.Κ. (άρθρο 167) υιοθετώντας τη «θεωρία της λήψης» δέχεται ότι η καταγγελία πρέπει να περιέλθει στη σφαίρα επιρροής του λήπτη, δηλαδή κάτω από συνθήκες όπου είναι δυνατή η γνώση από πλευράς του λήπτη του περιεχομένου της καταγγελίας, ανεξάρτητα αν ο τελευταίος έχει λάβει πράγματι γνώση, Κουκιάδη, ό.π. υποσημ. 4, 847, Λεβέντη Γ.- Παπαδημητρίου Κ., ό.π. υποσημ. 4, 844, Καρακατσάνη- Γαρδίκα, ό.π. υποσημ. 4, 533, Αγραφιώτη, ό.π. υποσημ. 4, 49, Καποδίστρια, ό.π. υποσημ. 3, 44, 48 ΑΠ 182/2008, ΤΝΠ nomos, ΑΠ 450/1999, ΤΝΠ nomos «Αν η καταγγελία γίνεται εγγράφως και απευθύνεται σε νομικό πρόσωπο, η ενέργεια της αρχίζει, όταν περιέλθει στη κατοχή του νομικού προσώπου, ώστε οι εκπρόσωποι αυτού να ηδύναντο και έπρεπε να λάβουν γνώση του περιεχομένου της, δηλαδή αφότου παραλάβει αυτήν ο αρμόδιος επί του πρωτοκόλλου υπάλληλος του νομικού προσώπου, χωρίς να είναι απαραίτητο να έχει λάβει γνώση αυτής ο εκπρόσωπος του νομικού προσώπου, αφού διά της πρωτοκολλήσεως του εγγράφου της καταγγελίας έχει περιέλθει στην κατοχή του. Εξάλλου η καταγγελία τότε μόνον δεν παράγει - 10 -
μονομερούς ανάκλησης υπάρχει μέχρι τη στιγμή που ο λήπτης της δεν την έχει λάβει ή συγχρόνως με την περιέλευση σ αυτόν. Αφ ης στιγμής αυτή περιέλθει σε αυτόν προς τον οποίο απευθύνεται, δυνατή είναι μόνο η συμβατική ανάκληση, ήτοι η ανάκληση κατόπιν συναίνεσης του λήπτη της καταγγελίας 10. Β) Διακρίσεις της καταγγελίας α) Τακτική και έκτακτη καταγγελία Σε μια σύμβαση εργασίας τα μέρη ενδέχεται να έχουν προσδιορίσει τη διάρκεια παροχής της εργασίας για ορισμένο χρονικό διάστημα (άρθρ. 669 παρ. 1 Α.Κ.) ή η διάρκεια αυτής να συνάγεται από το σκοπό ή τη φύση της (σύμβαση ορισμένου χρόνου) 11. Ακόμη, στην ορισμένη διάρκεια της σύμβασης θεωρείται ότι αποβλέπουν τα μέρη κι όταν εξαρτούν την ισχύ της από γεγονός μελλοντικό, το οποίο όμως δε γνωρίζουν επακριβώς πότε θα επέλθει 12. Ενδέχεται, όμως, οι συμβαλλόμενοι να μην έχουν ορίσει καθόλου πόσο θα διαρκέσει μια σύμβαση, ούτε η διάρκεια αυτής να συνάγεται από το είδος και ενέργεια, αν πριν αυτή περιέλθει σε εκείνον που απευθύνεται ή συγχρόνως, γίνει ανάκληση αυτής», ΑΠ 1792/1987, ΕΕργΔ 1989, 211, ΑΠ 162/1983, ΝοΒ 1983, 1547 «καταγγελία, ούσα μονομερής δικαιοπραξία γνωστοποιητέα εις τον προς ον απευθύνεται και μη χρήζουσα αποδοχής εκ μέρους αυτού, παράγει τα έννομα αποτελέσματα της, κατά την υπό του άρθρου 167 ΑΚ καθιερουμένην θεωρίαν της λήψεως, αφ ης περιέλθει συννόμως εις τούτον, ανεξαρτήτως γνώσεως αυτού, αρκεί μόνον να ήτο δυνατόν υπό κανονικός συνθήκες να λαβή γνώσιν αυτής», ΕφΛαρ 688/2004, ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΑθ 8869/2000, ΤΝΠ nomos, ΜονΠρΘεσσαλ 5329/2000, ΕΕργΔ 2000, 1116, ΜονΠρΘεσσαλ 13310/1997, Αρμ 1997, 801. 10 Βλ. Κουκιάδη, ό.π. υποσημ. 4, 847, Ζερδελή, ό.π. υποσημ. 3, 981-983, Λεβέντη Γ.- Παπαδημητρίου Κ., ό.π. υποσημ. 4, 844-845, Καρακατσάνη- Γαρδίκα, ό.π. υποσημ. 4, 534, Αγραφιώτη, ό.π. υποσημ. 4, 49-50. Στη νομολογία και τη θεωρία υπάρχει διάσταση απόψεων αναφορικά με την αναδρομική ή μη ισχύ της συμβατικής ανάκλησης της καταγγελίας. Η θεωρία (Κουκιάδη, Ζερδελή, Καρακατσάνη- Γαρδίκα ό.π.) δέχεται ότι η συμβατική ανάκληση της καταγγελίας έχει αναδρομική ισχύ οπότε τα έννομα αποτελέσματα της καταγγελίας αίρονται αναδρομικά και η εργασιακή σχέση εξακολουθεί, σαν να μην έγινε η καταγγελία. Αντίθετη θέση διατυπώνει η νομολογία (ΑΠ 162/1983, ΝοΒ 1983, 1547, ΑΠ 948/1979, ΝοΒ 1980, 284) η οποία αποφαίνεται ότι εφόσον ο λήπτης της καταγγελίας συναινέσει στην ανάκληση της τελευταίας συνάπτεται νέα σύμβαση, χωρίς η ανάκληση να έχει αναδρομικά αποτελέσματα άλλως η ΜονΠρΘεσσαλ 5329/2000, ΕΕργΔ 2000, 1116 «Αν υπάρξει συναίνεση στην ανάκληση της καταγγελίας, τότε, κατά την άποψη που το Δικαστήριο θεωρεί ορθότερη, συνεχίζεται η καταγγελθείσα σύμβαση, αφού με την ανάκληση αίρεται αναδρομικά η δήλωση της καταγγελίας και θεωρείται ότι ουδέποτε υπήρξε πρόθεση λύσης της ήδη λειτουργούσας εργασιακής σχέσης, η δε ανάκληση επέχει θέση σιωπηρής ανανέωσης». Ο Αγραφιώτης, ό.π. υποσημ. 6, 541 υποστηρίζει τη θέση περί σύναψης νέας σύμβασης με διατήρηση όμως αμετάβλητων των όρων της προηγουμένως συναφθείσας και λυθείσας και συνυπολογισμό του χρόνου εργασίας που διανύθηκε βάσει της προηγούμενης. 11 Βλ. Ζερδελή, ό.π. υποσημ. 3, 401 επ., Καρακατσάνη- Γαρδίκα, ό.π. υποσημ. 4, 119 επ. 12 Βλ. Ζερδελή, ό.π. υποσημ. 3, 411. - 11 -
το σκοπό της εργασίας. Τούτη λογίζεται ότι θα ισχύει για αόριστο χρονικό διάστημα. Λόγω της διαπραγματευτικής ανισότητας και της μειονεκτικής θέσης στην οποία περιέρχεται ο εργαζόμενος καθ όλη τη διάρκεια λειτουργίας της εργασιακής σχέσης, εν αμφιβολία η σύμβαση εργασίας θα χαρακτηρίζεται ως αορίστου χρόνου 13. Στην περίπτωση της σύμβασης εργασίας που δεν προβλέπεται ορισμένο διάστημα ισχύος, συνήθης είναι η προσφυγή των μερών στην τακτική καταγγελία. Δοθέντος του γεγονότος ότι με την τακτική καταγγελία αποφασίζεται η λύση της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, τίθεται εκ των υστέρων ένα χρονικό όριο στη διάρκεια της σύμβασης, που έχει συμφωνηθεί από τα μέρη να είναι αόριστη 14. Συνηθισμένη στην πράξη είναι η τήρηση κάποιας προθεσμίας, νόμιμης ή συμβατικής, μετά την παρέλευση της οποίας επέρχεται η λύση της σύμβασης. Η προθεσμία αυτή χορηγείται προκειμένου να μην αιφνιδιάζονται τα μέρη και να έχουν τη δυνατότητα αντιμετώπισης της κατάστασης που θα διαμορφωθεί. Εντούτοις, η τήρηση της προθεσμίας δεν αποτελεί στοιχείο που προσδιορίζει την έννοια της τακτικής καταγγελίας, καθώς τα αποτελέσματά της μπορούν να επέλθουν και άμεσα, χωρίς την τήρηση κάποιας προθεσμίας (απρόθεσμη τακτική καταγγελία) 15. Μια διάκριση της καταγγελίας, που προκαλεί έντονο ενδιαφέρον, διαφορετική από την ανωτέρω, είναι αυτή της τακτικής και έκτακτης καταγγελίας. Στοιχείο εννοιολογικό της διάκρισης είναι η ύπαρξη του σπουδαίου λόγου 16. Με την έκτακτη καταγγελία επέρχεται το τέλος μια 13 Βλ. Μπακόπουλο, Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας, Ζητήματα ισορροπίας αναγκαστικού δικαίου και ιδιωτικής βούλησης, 25-26. 853. 14 Βλ. Ζερδελή, ό.π. υποσημ. 3, 983, τον ίδιο, ΔΕΝ 2013, 1, Κουκιάδη, ό.π. υποσημ. 4, 15 Βλ. Ζερδελή, ΔΕΝ 2013, 2. 16 Βλ. Ζερδελή, ό.π. υποσημ. 2, 984, 986, τον ίδιο, ΔΕΝ 2013, 3, Κουκιάδη, ό.π. υποσημ. 3, 853, Μπακόπουλο,ό.π. υποσημ. 12, 31, Λεβέντη Γ.- Παπαδημητρίου Κ., ό.π. υποσημ. 3, 828 ο Καποδίστριας, ό.π. υποσημ. 2, 44 δέχεται ως εννοιολογικό στοιχείο διάκρισης της τακτικής από την έκτακτη καταγγελία την τήρηση ή μη προθεσμίας, αφού σημειώνει ότι «Συνήθως η καταγγελία γίνεται υπό προθεσμίαν. Ούτω διακρίνομεν την καταγγελίαν εις τακτικήν ή υπό προθεσμίαν και έκτακτον ή άτακτον ή άνευ προθεσμίας» ΟλΑΠ 10/1995, ΕΕργΔ 1996, 374: ως σπουδαίος λόγος θεωρείται ότι «αποτελεί κυρίως η ουσιώδης παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων, αλλά και άλλα περιστατικά που κατ αντικειμενική κρίση καθιστούν στην συγκεκριμένη περίπτωση μη ανεκτή για τον εργοδότη την παραπέρα συνέχιση της συμβάσεως». - 12 -
σύμβασης αορίστου 17 ή ορισμένου 18 χρόνου λόγω της συνδρομής ενός περιστατικού που καθιστά αδύνατη την εξακολούθηση της εργασιακής σχέσης 19. Και στην περίπτωση της έκτακτης καταγγελίας επιτρέπεται η τήρηση κάποιας προθεσμίας. Τα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν ότι η σύμβαση παρά την ύπαρξη του σπουδαίου λόγου δε θα λυθεί άμεσα αλλά αφότου παρέλθει η συμφωνηθείσα προθεσμία 20. β) Καταγγελία «με προθεσμία» και «άμεση ή απρόθεσμη» καταγγελία Η καταγγελία, τακτική ή έκτακτη, ανάλογα με το χρόνο επέλευσης των αποτελεσμάτων της διακρίνεται σε καταγγελία «με προθεσμία» και «απρόθεσμη ή άμεση» καταγγελία. Το κριτήριο διάκρισης είναι ο τρόπος ενέργειας της 17 Η έκτακτη καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προβλέπεται από τα άρθρα 5 1 και 6 2 του Ν. 2112/1920 (και άρθρο 6 του β.δ. της 16 ης /18 ης.7.1920 για τους εργάτες) σε συνδυασμό με το άρθρο 7 του Ν. 3198/1955. Πρόκειται για περιστατικά που αναφέρονται στο νόμο περιοριστικά. Ο νομοθέτης θέλησε να περιορίσει την προσφυγή του εργοδότη στην έκτακτη καταγγελία μόνο σε ακραίες περιπτώσεις. Τέτοιες δε συνιστούν η τέλεση αξιόποινης πράξης από το μισθωτό και τα περιστατικά ανώτερης βίας. Η νομολογία διέπλασε και έναν τρίτο λόγο την πρόκληση σκόπιμα της απόλυσης από πλευράς μισθωτού. Τα ανωτέρω γεγονότα, όταν λαμβάνουν χώρα απαλλάσσουν τον εργοδότη από την υποχρέωση καταβολής της αποζημίωσης και την τήρηση της προθεσμίας προειδοποίησης ενώ την τήρηση του έγγραφου τύπου στην περίπτωση της διάπραξης αξιόποινης πράξης υποστηρίζει μερίδα της θεωρίας (Ζερδελής, ό.π. υποσημ. 2, 1036 και Καρακατσάνης- Γαρδίκας, ό.π. υποσημ. 3, 545) βλ. Ζερδελή, ό.π. υποσημ. 2, 1033 επ., Κουκιάδη, ό.π. υποσημ. 3, 887 επ., Καρακατσάνη- Γαρδίκα, ό.π. υποσημ. 3, 545 επ., Μπακόπουλο, ΔΕΝ 2011, 854. 18 Την έκτακτη καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου ρυθμίζει το άρθρο 672 Α.Κ. «Καθένα από τα μέρη έχει δικαίωμα σε κάθε περίπτωση να καταγγείλει οποτεδήποτε τη σύμβαση για σπουδαίο λόγο, χωρίς να τηρήσει προθεσμία. Το δικαίωμα αυτό δεν μπορεί να αποκλειστεί με συμφωνία.». Η διάταξη αυτή εισάγει ένα μη φυσιολογικό τρόπο λύσης της σύμβασης ορισμένου χρόνου, δεδομένου ότι αυτή προβλέπεται να λυθεί κανονικά με την πάροδο της συμφωνημένης προθεσμίας. Η ύπαρξη σπουδαίου λόγου, η οποία καθιστά μη ανεκτή τη συνέχιση της εργασιακής σχέσης, δικαιολογεί την παρέκκλιση από την αρχή pacta sunt servanda βλ. Ζερδελή, ό.π. υποσημ. 2, 1247 επ., τον ίδιο, ΔΕΝ 1994, 497 επ., τον ίδιο, ΔΕΝ 2013, 2-3, Μπακόπουλο, ΔΕΝ 2011, 855 ο οποίος αναφέρει ότι «η βαρύτητα του λόγου πρέπει να είναι αποχρώσα» ΑΠ 77/2010, ΧρΙΔ 2011, 66 (ως σπουδαίος λόγος θεωρήθηκε η κατάργηση του ρόλου ηθοποιού), ΑΠ 652/2009, ΤΝΠ nomos, ΑΠ 627/2008, ΤΝΠ nomos (ο σπουδαίος λόγος συνίστατο στην υπαίτια παράβαση των εργασιακών υποχρεώσεων της αναιρεσείουσας που επέφερε και κλονισμό της εμπιστοσύνης της εργοδότριας). 19 ΑΠ 1511/2008, ΕλλΔ/νη 3011, 1619, ΑΠ 38/2004, ΕΕργΔ 2004, 793 (σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου- σκόπιμη πρόκληση της καταγγελίας), ΑΠ 1214/2004, ΤΝΠ nomos (καταγγελία κατόπιν υποβολής μήνυσης), ΑΠ 1237/2003, ΔΕΕ 2004, 1188. 20 Βλ. Ζερδελή, ό.π. υποσημ. 3, 985, τον ίδιο, ΔΕΝ 2013, 3, αντίθετος ο Κουκιάδης, ό.π. υποσημ. 3, 853 ο οποίος ορίζει την έκτακτη καταγγελία ως εξής «είναι η μονομερής λύση της σύμβασης εργασίας, που οφείλεται σε εξαιρετικούς λόγους και γίνεται χωρίς προθεσμία». - 13 -
καταγγελίας, αν δηλαδή αυτή επιφέρει τα έννομα αποτελέσματά της κατά τρόπο άμεσο ή μετά την τήρηση της προθεσμίας, νόμιμης ή συμβατικής 21. Συνεπώς, όταν τα μέρη αποφασίζουν να θέσουν στην καταγγελία προθεσμία ή αυτή προβλέπεται εκ του νόμου, σημαίνει ότι η λύση της εργασιακής σχέσης θα επέλθει μετά την παρέλευση της συμφωνηθείσας ή νόμιμης προθεσμίας. Αντιθέτως, στην άμεση ή απρόθεσμη καταγγελία, όπως και η ίδια δηλώνει, τα αποτελέσματα επέρχονται αμέσως, μολονότι τα μέρη ή ο νόμος μπορεί να έχουν προβλέψει προθεσμία, η οποία δεν τηρήθηκε. Η μη τήρηση της νόμιμης ή συμφωνηθείσας προθεσμίας επισύρει την καταβολή αποζημίωσης στο λήπτη της καταγγελίας εξαιτίας της μη χορήγησης του απαιτούμενου χρόνου για την προσαρμογή του στη νέα διαμορφωθείσα κατάσταση 22. 2) Περιορισμοί στην ελευθερία της τακτικής καταγγελίας Α) Εισαγωγικές παρατηρήσεις Η επιχειρηματική ελευθερία (άρθρ. 5 1 και 17 1 του Σ.) που διέπει τη δράση του εργοδότη του επιτρέπει να λαμβάνει αποφάσεις σχετικές με την πρόσληψη, την προαγωγή και την απόλυση των προσώπων που απασχολεί στην επιχείρησή του. Στις αποφάσεις του αυτές, οι οποίες επηρεάζουν σημαντικά το καθεστώς της παρεχόμενης από το μισθωτό εργασίας τίθενται ορισμένοι περιορισμοί. Οι περιορισμοί αυτοί παρίσταται ανάγκη να είναι εντονότεροι, όταν ο εργοδότης αποφασίζει να αποδεσμευθεί από εργαζομένους με τους οποίους έχει συνάψει συμβάσεις εργασίας για αόριστο χρονικό διάστημα. Στην περίπτωση αυτή η ανάγκη να προστατευτεί η εμπιστοσύνη του εργαζομένου για σταθερότητα και διάρκεια στην απασχόλησή του είναι επιτακτική. Και τούτο γιατί η εργασία αποτελεί για τον εργαζόμενο τη βάση της οικονομικής και κοινωνικής του υπόστασης. Οποιαδήποτε απομάκρυνση του εργαζομένου από 21 Βλ. Ζερδελή, ό.π. υποσημ. 3, 986 άλλως Λεβέντης Γ.- Παπαδημητρίου Κ, ό.π. υποσημ. 4, 827, 831 οι οποίοι δέχονται τη διάκριση της καταγγελίας σε τακτική, που είναι η καταγγελία με προειδοποίηση μόνο και σε απρόθεσμη ή άτακτη καταγγελία, ομοίως Ληξουριώτης, ό.π. υποσημ. 4, 665. 22 Βλ. Κουκιάδη, ό.π. υποσημ. 4, 854, όπως λ.χ. είναι η καταγγελία με προθεσμία των υπαλλήλων, οπότε η μη τήρησή της προβλέπει την καταβολή μεγαλύτερου ποσού αποζημίωσης. - 14 -
τον «ζωτικό» γι αυτόν χώρο, τον εργασιακό, θα πρέπει να συνοδεύεται από «αντισταθμιστικά» μέτρα. Τα μέτρα αυτά φέρουν τη μορφή «τυπικών» και «ουσιαστικών» περιορισμών. Β) Τυπικοί περιορισμοί Ο Ν. 2112/1920 «Περί υποχρεωτικής καταγγελίας συμβάσεως εργασίας ιδιωτικών υπαλλήλων» 23 και το Β.Δ. της 16 ης /18 ης Ιουλίου 1920 «Περί επεκτάσεως του ν.2112 και επί εργατών, τεχνιτών και υπηρετών» αποτελούν μαζί με το Ν. 3198/1955 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί καταγγελίας της σχέσεως εργασίας διατάξεων» τα βασικά νομοθετήματα που διέπουν την καταγγελία τη σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου 24. Με τον πρώτο ο νομοθέτης έθεσε τις προϋποθέσεις προκειμένου να αποδεσμεύεται νομίμως ο εργοδότης από τους υπαλλήλους ενώ το Β.Δ. της 16 ης /18 ης Ιουλίου 1920 διέπει τη λύση εργασίας των εργατών. Οι τυπικοί αυτοί περιορισμοί 25 προβλέπονται στα άρθρα 1 και 3 του Ν. 2112/1920 και άρθρα 4 και 5 παρ. 3 του Ν. 3198/1955 και είναι: α) η τήρηση του έγγραφου τύπου 26, β) η 23 Όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 4558/1930. 24 Για τις κατηγορίες εργαζομένων που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής των ανωτέρω νομοθετημάτων βλ. Ζερδελή, ό.π. υποσημ. 3, 995-996. Για την καταγγελία της εργασιακής σχέσης των κατηγοριών εργαζομένων που εξαιρούνται από το Ν. 2112/1920, το Β.Δ. 16 ης /18 ης Ιουλίου 1920 και το Ν. 3198/1955 ή η απόλυση αυτών δε ρυθμίζεται από ειδικότερα νομοθετήματα, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας τους διέπεται από τα άρθρα 669 επ. Α.Κ. 25 Βλ. Ζερδελή, ό.π. υποσημ. 3, 1000 επ., Κουκιάδη, ό.π. υποσημ. 4, 855 επ., Λεβέντη Γ.- Παπαδημητρίου Κ., ό.π. υποσημ. 4, 832 επ., Ληξουριώτη, ό.π. υποσημ. 4, 668 επ., Καρακατσάνη- Γαρδίκα, ό.π. υποσημ. 4, 536 επ. 26 Ο έγγραφος τύπος προβλέφθηκε προκειμένου να άρει οποιεσδήποτε αμφιβολίες σχετικά με το βέβαιο του γεγονότος της απόλυσης. Ωστόσο, στο έγγραφο της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου ναι μεν δεν απαιτείται η αναγραφή του λόγου της απόλυσης, εντούτοις πρέπει να συνάγεται σαφώς η βούληση για λύση της εργασιακής σχέσης βλ. Κουκιάδη, ό.π. υποσημ. 4, 864, Ζερδελή, ό.π. υποσημ. 3, 1002, Λεβέντη Γ.- Παπαδημητρίου Κ, ό.π. υποσημ. 4, 833, Καποδίστρια, ό.π. υποσημ. 3, 47, τον ίδιο, Μίσθωσις εργασίας (άρθρα 648-680 Α.Κ.), Εισαγ. Άρθρ. 669-678, αρ. 77 ΑΠ 182/2008, ΤΝΠ nomos, ΑΠ 1305/2008, ΧρΙΔ 2009, 363, ΑΠ 876/2004, ΕΕργΔ 2004, 1498, με παρατηρήσεις Βλαστού, ΕΕργΔ 2005, 945 επ., ΑΠ 1448/2003, ΤΝΠ nomos, ΑΠ 850/1999, ΔΕΝ 1999, 1044 η οποία απεφάνθη ότι «Αν δεν υπάρχει έγγραφο, η καταγγελία είναι άκυρη και δεν παράγει κανένα αποτέλεσμα (ΑΚ 174, 980), ακόμη και αν καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση. Η έλλειψη του εγγράφου της καταγγελίας δεν καλύπτεται από την απόδειξη εισπράξεως της αποζημίωσης απολύσεως, ακόμη και αν η σχετική απόδειξη, που προέρχεται από το μισθωτό, φέρει την ένδειξη λόγω καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας», ΕφΛαρ 9/2002, ΤΝΠ nomos, ΕφΘεσσ 1384/1999, ΕΕργΔ 2000, 819 «Η καταγγελία στο αστικό δίκαιο, είναι άτυπη δικαιοπραξία. Ο άτυπος αυτός χαρακτήρας της, όμως, έχει σοβαρά μειονεκτήματα, κυρίως γιατί δίνει αφορμή σε αμφισβητήσεις τόσο για την πραγματοποίησή της, όσο και ως προς το πρόσωπο που είχε την πρωτοβουλία να την επιχειρήσει - 15 -
τήρηση ορισμένης προθεσμίας προειδοποίησης 27 και γ) η καταβολή αποζημίωσης 28,29. Η μη τήρηση κάποιας εκ των υπό στοιχεία α και γ ή ακόμη και ως προς τον ακριβή χρόνο της επιχειρήσεώς της. Από τα μειονεκτήματα αυτά, περιφρουρεί την καταγγελία ο έγγραφος τύπος, ο οποίος περιορίζει σε αισθητό βαθμό, ειδικότερα στον τομέα των σχέσεων εξηρτημένης εργασίας, τις βιαστικές απολύσεις κατά τη διάρκεια της εκτελέσεως της εργασίας, με αποτέλεσμα την προστασία των εργαζομένων από τους αιφνιδιασμούς», ΜονΠρΑθ 15/2010, ΤΝΠ nomos, ΜονΠρΑθ 1544/2009, ΔΕΕ 2010, 215. 27 Η πρόβλεψη της προθεσμίας από το νομοθέτη σκοπό έχει την αποτροπή αιφνιδιασμού του εργαζομένου από την απώλεια της θέσης εργασίας. Η προθεσμία προβλέπεται στο άρθρο 1 του Ν. 2112/1920 για τους υπαλλήλους μόνο. Με το Β.Δ. της 16 ης /18 ης Ιουλίου 1920 υπήρχε ρύθμιση και για τους εργάτες, λόγω όμως της σύντομης προθεσμίας που προβλεπόταν κρίθηκε σκόπιμο με το Ν. 3198/1955 κατά την απόλυση εργάτη να μην τηρείται προθεσμία και να καταβάλλεται ολόκληρο το ποσό της αποζημιώσεως. Τούτο διότι σε περίπτωση μη τήρησης της προθεσμίας από τον εργοδότη, ήτοι άμεσης καταγγελίας ο εργοδότης έχει υποχρέωση καταβολής ολόκληρου του ποσού της αποζημίωσης, το οποίο αντιστοιχεί στο σύνολο των τακτικών αποδοχών, που θα ελάμβανε ο εργαζόμενος κατά το χρόνο της προειδοποίησης αν είχε τηρηθεί η προθεσμία βλ. Ζερδελή, ό.π. υποσημ. 3, 1004, Κουκιάδη, ό.π. υποσημ. 4, 856, Ληξουριώτη, ό.π. υποσημ. 4, 665. Με το άρθρο 74 παρ. 2 του Ν. 3863/2010 «Νέο Ασφαλιστικό Σύστημα και συναφείς διατάξεις, ρυθμίσεις στις εργασιακές σχέσεις» όπως η περ. α, εδ. Β παρ. 2 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 17 παρ. του Ν. 3899/2010 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του προγράμματος στήριξης της ελληνικής οικονομίας» προβλέπονται πλέον σύντομες προθεσμίες προειδοποίησης ενώ δε θίγονται τα ποσά της αποζημίωσης (άρθρ. 74 παρ. 2 εδ. τελευτ. Ν. 3863/2010). Σκοπός του νομοθέτη ήταν η αξιοποίηση από πλευράς εργοδοτών της δυνατότητας καταγγελίας κατόπιν προειδοποίησης με καταβολή σημαντικά μικρότερης αποζημίωσης σε συνδυασμό με τις σύντομες προθεσμίες προειδοποίησης που προβλέπονται πλέον. Τούτο σαφώς συνάγεται και από την αιτιολογική έκθεση του Ν. 3863//2010 «Μέχρι σήμερα, η διάταξη καταγγελίας σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου υπαλλήλων κατόπιν έγγραφης προειδοποίησης του εργοδότη ήταν σχεδόν ανενεργός, σπάνια έκαναν χρήση της οι εργοδότες γιατί ήταν μεγάλος ο χρόνος προειδοποίησης. Με την παρούσα διάταξη γίνεται ένας εξορθολογισμός του χρόνου προειδοποίησης». Με την υποπαράγραφο ΙΑ.12. «Αποζημίωση απόλυσης ιδιωτικών υπαλλήλων με σχέση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου» του Ν. 4093/2012 επήλθε εκ νέου τροποποίηση στις προθεσμίες προειδοποίησης, επήλθε όμως σημαντική μείωση και στις αποζημιώσεις απόλυσης βλ. Ζερδελή, ό.π. υποσημ. 3, 1005, τον ίδιο, Εργατικό Δίκαιο- Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις (Γ Έκδοση), 723, 725, Κουκιάδη, ό.π. υποσημ. 4, 857, Λεβέντη Γ.- Παπαδημητρίου Κ., ό.π. υποσημ. 4, 831, Λεβέντη, ΔΕΝ 2012, 1329 επ. Η αποζημίωση λόγω καταγγελίας μετά το Ν. 3863/2010 Γνμδ- στην εργασία τούτη ο συγγραφέας τονίζει την πρόθεση του νομοθέτη με το Ν. 3863/2010 να μειώσει μόνο την προθεσμία προειδοποίησης. Ακολούθησε, όμως, αργότερα ο Ν. 4093/2012 με τον οποίο προβλέφθηκαν μειώσεις και στα ποσά των αποζημίωσεων. Βλ. γνμδ Λεβέντη, «Η αποζημίωση λόγω καταγγελίας μετά το Ν. 4093/12», ΔΕΝ 2013, 99-100. 28 Βλ. Ζερδελή, ό.π. υποσημ. 3, 1006 επ., Κουκιάδη, ό.π. υποσημ. 4, 865 επ., Λεβέντη Γ.- Παπαδημητρίου Κ., ό.π. υποσημ. 4, 840 επ. Καρακατσάνη- Γαρδίκα, ό.π. υποσημ. 4, 539 επ. Η καταβολή της αποζημίωσης αποτελεί προϋπόθεση για την έγκυρη καταγγελία. Προκειμένου να αμβλύνει τις δυσμενείς συνέπειες από την απώλεια της θέσης εργασίας ο νομοθέτης προέβλεψε ήδη στο άρθρ. 3 του Ν. 2112/1920 την αποζημίωση σε περίπτωση που ο εργοδότης προβεί σε άμεση καταγγελία. Πρόκειται για μια χρηματοποίηση- «εξαγορά» του χρόνου προμήνυσης όπως τη χαρακτηρίζει ο Μπακόπουλος, ό.π. υποσημ. 13, 41 ΑΠ 1281/2010, ΤΝΠ nomos «Με τις διατάξεις των άρθρ. 1 του Ν. 2112/1920 και 3 παρ. 1 του ΒΔ της 16/18-7-1920 έχει θεσμοθετηθεί η καταβολή αποζημιώσεως σε υπαλλήλους και εργατοτεχνίτες λόγω απροειδοποίητης καταγγελίας, ως "μέτρο προνοίας", που αποσκοπεί στην αντιμετώπιση των αναγκών συντήρησης των μισθωτών που αιφνιδίως έμειναν χωρίς εργασία, ώστε να δυνηθούν να αντιμετωπίσουν προσωρινά τις βιοποριστικές τους ανάγκες μέχρι την ανεύρεση νέας εργασίας». Με το Ν. 3198/1955 ο νομοθέτης όμως συγχώνευσε κατά τρόπο παράδοξο την αποζημίωση της απρόθεσμης καταγγελίας με την αποζημίωση απόλυσης βλ. κριτική Ζερδελή, ό.π. υποσημ. 3, 1007. Τούτη δε η τελευταία (αποζημίωση απόλυσης) προσφέρεται στον απολυόμενο ως αντιστάθμισμα των όσων προσέφερε στην υπηρεσία του εργοδότη και του οφέλους που ο - 16 -
προϋποθέσεων επιφέρει την ακυρότητα της καταγγελίας 30. Η πρόβλεψη των περιορισμών αυτών δεν έχει σκοπό την αποφυγή των απολύσεων αλλά την ανακούφιση του εργαζομένου από τα δυσμενή επακόλουθα της απώλειας της θέσης εργασίας του 31. Για την εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 2112/1920 και του Β.Δ. της 16 ης /18 ης Ιουλίου 1920, απαραίτητη είναι η συνδρομή κάποιων προϋποθέσεων. Αυτές συνίστανται: α) στην ύπαρξη σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, χωρίς ο νόμος να διακρίνει για την εφαρμογή των διατάξεων, την εγκυρότητα ή μη της συμβάσεως, β) η παροχή της εξαρτημένης εργασίας από τον εργαζόμενο όχι ευκαιριακά αλλά κατά κύριο επάγγελμα και γ) ένας ελάχιστος χρόνος δοκιμαστικής περιόδου στον εργοδότη. Σχετικά με τον ελάχιστο χρόνο που θα πρέπει ο μισθωτός να έχει παράσχει την εργασία του, προκειμένου να τύχουν εφαρμογής οι διατάξεις του, το άρθρο 1 του Ν. 2112/1920 ορίζει ότι «Απόλυσις ιδιωτικού υπαλλήλου, όστις προσελήφθη επί χρόνω μη ωρισμένω εφ όσον διήρκεσεν υπέρ τους δύο μήνας» ενώ και το Β.Δ. της 16 ης /18 ης Ιουλίου 1920 περιέχει ρύθμιση ανάλογου τελευταίος αποκόμισε. Για το λόγο αυτό υπολογίζεται σε συνάρτηση με το χρόνο υπηρεσίας του εργαζομένου στην επιχείρηση του εργοδότη, βλ. Μπακόπουλο, ό.π. υποσημ. 13, 51 ΟλΑΠ 30/2005, ΕΕργΔ 2005, 1405 «και η αποζημίωση του απολυομένου μισθωτού, αποτελούσα εν ευρεία εννοία αντάλλαγμα παρασχεθείσας εργασίας», ΑΠ 1450/2003, ΤΝΠ nomos «η αποζημίωση που δίδεται κατά την απόλυση ή απομάκρυνση του μισθωτού λόγω συνταξιοδοτήσεως αποτελεί αμοιβή, δηλαδή αντάλλαγμα για την παρασχεθείσα επί σειρά ετών εργασία του, από την οποία και με τη συνδρομή και άλλων παραγόντων ο εργοδότης κατά τεκμήριο απεκόμισε κέρδη και επαύξησε την περιουσία του». 29 Με το άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 2556/1997 αντικαταστάθηκε το άρθρο 5 παρ. 3 του Ν. 3198/1955 και προβλέφθηκε μια ακόμη προϋπόθεση για την έγκυρη καταγγελία της εργασιακής σχέσης: «Η καταγγελία της εργασιακής σχέσης θεωρείται έγκυρη, εφόσον έχει γίνει εγγράφως, έχει καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση και έχει καταχωρηθεί η απασχόληση του απολυόμενου στα τηρούμενα για το Ι.Κ.Α. μισθολόγια ή έχει ασφαλιστεί ο απολυόμενος». Ως προϋπόθεση, η μη τήρηση της οποίας δεν επιφέρει την ακυρότητα της καταγγελίας είναι και η αναγγελία της απόλυσης εντός 8 ημερών στον ΟΑΕΔ (άρθρο 9 του Ν. 3198/1955) βλ. Ζερδελή, ό.π. υποσημ. 3, 1050-1051, Κουκιάδη, ό.π. υποσημ. 4, 876-877, Λεβέντη Γ.- Παπαδημητρίου Κ., ό.π. υποσημ. 4, 892-893, Μπακόπουλο, ό.π. υποσημ. 13, 35 (υποσημ. 74), Καρακατσάνη- Γαρδίκα, ό.π. υποσημ. 4, 537. 30 ΕφΘεσσ 97/2002, ΔΕΝ 2002 «οπότε απολύθηκε χωρίς να τηρηθεί ο έγγραφος τύπος και χωρίς να του καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση, ενώ επίσης συνομολογείται ότι δεν είχε γίνει καταχώρηση της απσχόλησής του στα τηρούμενα για το ΙΚΑ μισθολόγια και δεν είχε ασφαλιστεί ο απολυθείς..η καταγγελία της συμβάσεώς του επομένως είναι άκυρη». 31 Βλ. Ζερδελή, ό.π. υποσημ. 3, 989, τον ίδιο, Η απόλυση ως ultima ratio (1991), 14, Μπακόπουλο, ΔΕΝ 2011, 854-17 -
περιεχομένου (άρθρ. 2 παρ. 3) 32. Πρόκειται για μια δοκιμαστική περίοδο, κατά τη διάρκεια της οποίας, όταν ο εργοδότης αποφασίζει να προβεί σε καταγγελία δεν υποχρεούται, σύμφωνα με τη θέση της νομολογίας, να τηρήσει τις τυπικές προϋποθέσεις κύρους της καταγγελίας, ήτοι τον έγγραφο τύπο, τις προθεσμίες προειδοποίησης και να καταβάλει αποζημίωση 33. Φραγμό, ωστόσο, στο δικαίωμα καταγγελίας του εργοδότη κατά τη διάρκεια ισχύος του δωδεκάμηνου θέτει τόσο το άρθρο 281 Α.Κ. για την κατάχρηση δικαιώματος 34 όσο και η εφαρμογή των διατάξεων για την προστασία συγκεκριμένων κατηγοριών εργαζομένων 35. Στα πλαίσια των νέων ρυθμίσεων που διέπουν το δίκαιο της καταγγελίας, και με σκοπό δήθεν τη διευκόλυνση της πρόσβασης στην αγορά εργασίας αλλά επί της ουσίας την ευκολότερη προσφυγή στις απολύσεις χωρίς την τήρηση των προβλεπόμενων τυπικών περιορισμών, ο έλληνας νομοθέτης προέβη στην επέκταση της δοκιμαστικής περιόδου από το δίμηνο στο δωδεκάμηνο. Η ρύθμιση αυτή όμως που εισήχθη στο άρθρο 74 παρ. 1, εδ. 32 «Η υποχρέωσις της καταγγελίας γενικώς άρχεται μετά παρέλευσιν διμήνου από της ενάρξεως της εργασίας, συνυπολογιζομένου του τυχόν συμφωνηθέντος χρόνου δοκιμασίας». 33 ΑΠ 1731/1990, ΕΕργΔ 1991, 416. 34 Βλ. Ζερδελή, ό.π. υποσημ. 3, 999, Ληξουριώτη, ό.π. υποσημ. 4, 670 (υποσημ. 102) ΑΠ 1585/2009, ΔΕΕ 2011, 229 «Καταχρηστική απόλυση εργαζομένου μπορεί να υπάρξει και στην περίπτωση, που δεν έχει συμπληρωθεί ακόμη δίμηνο, από την πρόσληψη του εργαζομένου, εφόσον συντρέχουν οι από το άρθρο 281 Α.Κ. τιθέμενες προϋποθέσεις, εφόσον, ναι μεν δεν υποχρεούται, όπως αναφέρθηκε, να τηρήσει ο εργοδότης τις διατάξεις των Ν. 2112/1920 και 3198/1955, για το νόμιμο της καταγγελίας, ήτοι έγγραφη καταγγελία και καταβολή αποζημιώσεως. πλην η απόλυση του εργαζομένου και στο στάδιο ακόμη της δοκιμασίας, συνιστά άσκηση δικαιώματος», ΑΠ 1731/1990, ΕΕργΔ 1991, 416, ΑΠ 843/1976, ΔΕΝ 1976, 951, ΕφΑθ 4164/2006, ΔΕΕ 2007, 1106, ΕφΘεσσ 7187/2001, ΕλλΔ/νη 2002, 488. 35 Βλ. Ζερδελή, ό.π. υποσημ. 3, 999, 1205, Καρακατσάνη- Γαρδίκα, ό.π. υποσημ. 4, 586, Γαβαλά, ΕΕργΔ 1994, 487 επ. την έντονη κριτική που ασκεί κατά της ΕφΘεσσ 252/1994 η οποία δέχθηκε ότι η δίμηνη δοκιμαστική περίοδος που καθιερώθηκε υπέρ του εργοδότη ισχύει και για τα συνδικαλιστικά στελέχη, οπότε ο εργοδότης μπορεί να τους απολύει χωρίς τήρηση των τυπικών προϋποθέσεων κατά τη δίμηνη δοκιμαστική περίοδο, Ντάσιο, ΕΕργΔ 1995, 47 ΕφΑθ 1417/1996, ΤΝΠ ΔΣΑ «Εφ' όσον, λοιπόν, ο νόμος (άρθρ. 14 παραγρ. 5 Ν. 1264/82) ορίζει χωρίς καμμία διάκριση ή εξαίρεση ότι η προστασία του συνδικαλιστικού στελέχους διαρκεί όσο και η θητεία του και ένα χρόνο μετά, παρέπεται ότι για την καταγγελία της συμβάσεώς του πρέπει να ακολουθείται πάντοτε η ειδική διαδικασία του άρθρου 15 του Ν. 1264/82, δηλαδή η προηγουμένη της καταγγελίας διαπίστωση από την επιτροπή του άρθρου αυτού ενός από τους αναφερομένους στην παράγρ. 10 του άρθρου 14 λόγους, έστω και αν κατά το χρόνο της καταγγελίας δεν έχει συμπληρώσει δίμηνο στην επιχείρηση». - 18 -
2.Α. 36 του Ν. 3863/2010 με το άρθρο 17 παρ. 5α του Ν. 3899/2010 δημιούργησε ορισμένα ερμηνευτικά ζητήματα. Ένας από τους προβληματισμούς που γεννήθηκε είναι αν η τήρηση του έγγραφου τύπου αποτελεί προϋπόθεση κύρους της καταγγελίας, όταν αυτή λαμβάνει χώρα πριν την παρέλευση του δωδεκάμηνου (υπό το προϊσχύσαν δίκαιο διμήνου). Η νομολογία του Αρείου Πάγου 37, την οποία ακολουθούν και τα δικαστήρια της ουσίας 38, αποφαίνεται αρνητικά, μη αποδεχόμενη, όμως με τη στάση της αυτή το διαφορετικό σκοπό που εξυπηρετεί η τήρηση του έγγραφου τύπου σε σχέση με τις άλλες προϋποθέσεις κύρους της καταγγελίας, ο οποίος συνίσταται στη βεβαιότητα της επέλευσης του γεγονότος της λύσης της σύμβασης εργασίας 39. Αντίθετη, ωστόσο, είναι η άποψη της θεωρίας 40 υποστηρίζοντας, ορθώς, ότι η αποτύπωση γραπτώς της βούλησης για λύση της σύμβασης εργασίας αποτελεί αυτοτελή, σε σχέση με τις άλλες, προϋπόθεση κύρους της καταγγελίας και απαιτείται η τήρησή του προκειμένου να μη δημιουργούνται αμφιβολίες περί της λύσης της εργασιακής σχέσης. Διάσταση απόψεων παρατηρήθηκε και ως προς το ζήτημα αν η δωδεκάμηνη δοκιμαστική περίοδος αφορά και στην καταγγελία των εργατοτεχνιτών, για τους οποίους ίσχυε βάσει του άρθρ. 2 παρ. 3 του Β.Δ. της 16 ης /18 ης Ιουλίου 1920 δοκιμαστική περίοδος δύο μηνών. 36 «Η απασχόληση με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου λογίζεται ως απασχόληση δοκιμαστικής περιόδου για τους πρώτους δώδεκα (12) μήνες από την ημέρα ισχύος της και η οποία μπορεί να καταγγελθεί χωρίς προειδοποίηση και χωρίς αποζημίωση απόλυσης, εκτός κι αν άλλο συμφωνήσουν τα μέρη». 37 ΑΠ 1585/2009, ΤΝΠ nomos, ΑΠ 778/1999, ΤΝΠ nomos. 38, ΕΦΘεσσ 7187/2001, ΕλλΔ/νη 2002, 488, ΕφΠατρ 71/1997, ΔΕΕ 1997, 1001, ΕφΠειρ 364/1996, ΤΝΠ nomos, ΕφΑθ 1417/1996, ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΘεσσ 252/1994, ΕΕργΔ 1994, 484, ΕφΠειρ 1681/1989, ΕΕργΔ 1990, 543. 39 Βλ. Ζερδελή, ό.π. υποσημ. 3, 1001, Μπακόπουλο, ό.π. υποσημ. 13, 56, Καρακατσάνη- Γαρδίκα, ό.π. υποσημ. 4, 533 αντίθετος ο Αγραφιώτης, ό.π. υποσημ. 7, 543. 40 Βλ. Ζερδελή, ό.π. υποσημ. 3, 1001, Κουκιάδη, ό.π. υποσημ. 4, 865, Μπακόπουλο, ό.π. υποσημ. 13, 56, Καρακατσάνη- Γαρδίκα, ό.π. υποσημ. 4, 533, Ντάσιο, ΕΕργΔ 1995, 47, Καρακατσάνη, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο (1987), 331. Από τη νομολογία αντίθετες με την ακολουθούμενη τάση οι ΑΠ 1106/2000, ΤΝΠ ΔΣΑ, ΜονΠρΘεσσ 21178/2009, ΤΝΠ nomos «Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 648 και 669 ΑΚ, 1 και 3 ν. 2112/1920 και 5 παρ. 3 ν. 3198/1955, η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία πρέπει να είναι έγγραφη και, εφόσον η απασχόληση του εργαζομένου είχε υπερβεί τους δύο μήνες, να συνοδεύεται από την ανάλογη αποζημίωση απολύσεως», ΜονΠρΧαλκιδ 27/2009, ΤΝΠ nomos, ΜονΠρΑθ 2442/2002, ΕΕργΔ 2003, 602. - 19 -
Μερίδα της θεωρίας 41 υποστηρίζει ότι η τροποποίηση της εν λόγω ρύθμισης αφορά μόνο στους υπαλλήλους. Η άποψη αυτή αντλεί τα επιχειρήματά της κατ αρχήν από το σκοπό του νομοθέτη, που συνίσταται στη διευκόλυνση των απολύσεων των υπαλλήλων με τον περιορισμό παράλληλα του μεγάλου κόστους των απολύσεων για τις επιχειρήσεις, που συνεπάγεται η καταβολή μεγάλων αποζημιώσεων. Ο στόχος αυτός θα επιτευχθεί με την προσφυγή των εργοδοτών στις καταγγελίες των εργασιακών συμβάσεων με προειδοποίηση. Εξάλλου, δέχεται η άποψη αυτή ότι η διάταξη του άρθρου 17 παρ. 5 του Ν. 3899/2010 προστέθηκε στο άρθρο 74 παρ. 2 του Ν. 3863/2010 που ρυθμίζει την καταγγελία των συμβάσεων εργασίας με προειδοποίηση, η οποία ισχύει μόνο για τους υπαλλήλους. Στον αντίποδα της ανωτέρω εκφράζεται η θέση 42, ότι εφόσον ο ίδιος ο νομοθέτης κατά τη θέσπιση της διάταξης δεν προέβη σε ένα διαχωρισμό, δεν είναι δυνατό αυτός να γίνει από τους εφαρμοστές και τους ερμηνευτές της διάταξης. Συνεπώς, λόγω της διατύπωσης της διάταξης που δε διακρίνει, η δωδεκάμηνη δοκιμαστική περίοδος έχει ισχύ τόσο για τους υπαλλήλους όσο και για τους εργατοτεχνίτες. Γ) Ουσιαστικοί περιορισμοί α) επιβαλλόμενοι περιορισμοί εκ του νόμου και απαγορεύσεις αα) προστασία νόμιμης συνδικαλιστικής δράσης Στο άρθρο 23 παρ. 1 του Συντάγματος 43 κατοχυρώνεται η συνδικαλιστική ελευθερία. Στα πλαίσια της συνταγματικής αυτής πρόβλεψης εντάσσεται και η προστασία της νόμιμης συνδικαλιστικής δράσης, καθώς και η 13, 57. 41 Βλ. Ζερδελή, ό.π. υποσημ. 3, 999, Κουκιάδη, ό.π. υποσημ. 4, 857-858. 42 Βλ. Λεβέντη Γ.- Παπαδημητρίου Κ., ό.π. υποσημ. 4, 836, Μπακόπουλο, ό.π. υποσημ. 43 «Το κράτος λαμβάνει τα προσήκοντα μέτρα για τη διασφάλιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας και την ανεμπόδιστη άσκηση των συναφών μ αυτή δικαιωμάτων εναντίον κάθε προσβολής τους, μέσα στα όρια του νόμου» για τη συνδικαλιστική ελευθερία βλ. Χρυσόγονο, Ατομικά και κοινωνικά Δικαιώματα, 510 επ., Κουκιάδη, Εργατικό Δίκαιο, Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις (τόμος 1 ος ), 41 επ. - 20 -
ειδική προστασία που απολαμβάνουν τα συνδικαλιστικά στελέχη 44. Η προστασία αυτή παρίσταται αναγκαία δεδομένης της σύγκρουσης συμφερόντων και της όξυνσης που υφίσταται στις σχέσεις εργαζομένων- και δη αυτών που αναπτύσσουν έντονη συνδικαλιστική δράση- και εργοδότη 45. Στο άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 1264/1982 ορίζεται ότι «Είναι άκυρη η καταγγελία της σχέσης εργασίας 46 για νόμιμη συνδικαλιστική δράση» 47. Με τη νομοθετική αυτή πρόβλεψη τέθηκε ευθέως στο νόμο η ακυρότητα της καταγγελίας, όταν σε αυτή ωθείται ο εργοδότης εξαιτίας της νόμιμης συνδικαλιστικής δράσης του εργαζομένου. Πρόθεση του νομοθέτη με τη θέσπισθείσα διάταξη δεν ήταν άλλη από την απρόσκοπτη και ενεργό συμμετοχή των εργαζομένων, προκειμένου να ασκούν τα συναφή με τη συνδικαλιστική ελευθερία δικαιώματα. Αναμφίβολα, ο εργαζόμενος δεν μπορεί να συμμετέχει ενεργά σε αγώνες διεκδίκησης των δίκαιων αιτημάτων του, όταν γνωρίζει ότι η δράση του αυτή μπορεί να αποτελέσει για τον εργοδότη λόγο για να προβεί στην καταγγελία της σύμβασής του. Για να ασκεί κάθε εργαζόμενος ελεύθερα τα δικαίωματά του, ο νομοθέτης εντάσσει στο πεδίο εφαρμογής της ανωτέρω διάταξης οποιοδήποτε εργαζόμενο, ο οποίος απώλεσε τη θέση εργασίας του επειδή συμμετείχε ενεργά σε αγώνες διεκδίκησης των δίκαιων αιτημάτων του 48. Νόμιμη δε συνδικαλιστική δράση αποτελεί κατά τη νομολογία «η συμμετοχή του εργαζομένου σε νόμιμη απεργία, καθώς και κάθε νόμιμη δραστηριότητα που λαμβάνει χώρα και σκοπό έχει τη διαφύλαξη και προαγωγή εργασιακών, 44 Άρθρο 14 παρ. 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11 Ν. 1264/1982 βλ. για την ειδική προστασία που παρέχεται στα συνδικαλιστικά στελέχη Κουκιάδη, Εργατικό Δίκαιο Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις (2013), 352 επ., Λεβέντη Γ.- Παπαδημητρίου Κ., ό.π. υποσημ. 4, 998 επ., Ληξουριώτη, ό.π. υποσημ. 4, 694 επ., Καρακατσάνη- Γαρδίκα, ό.π. υποσημ. 4, 581 επ., Ζερδελή, ό.π. υποσημ. 3, 1197. 45 Βλ. Κουκιάδη, ό.π.υποσημ. 44, 346, Αγραφιώτη, ό.π. υποσημ. 4, 197. 46 Βλ. Κουκιάδη, ό.π. υποσημ. 44, 351-352 ο οποίος χαρακτηρίζει εντυπωσιακή την επιλογή του νομοθέτη να παράσχει την προστασία του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν. 1264/1982 σε οποιονδήποτε εργαζόμενο που ασκεί νόμιμη συνδικαλιστική δραστηριότητα ανεξάρτητα από το κύρος της σύμβασης εργασίας του. 47 Πριν τη θέσπιση του άρθρ. 14 παρ.4 του Ν. 1264/1982 η νομολογία προσέφευγε στη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. προκειμένου να κρίνει την καταχρηστικότητα της καταγγελίας για νόμιμη συνδικαλιστική δράση του μισθωτού. διάταξης. 48 Βλ. Ζερδελή, ό.π. υποσημ. 3, 1130 ο οποίος κάνει λόγο για τη γενική εφαρμογή της - 21 -
οικονομικών, ασφαλιστικών, κοινωνικών και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων» 49 μην επηρεάζοντας αυτή κατά τρόπο άμεσο ή έμμεσο το ρυθμό της εκτελούμενης εργασίας 50. Προκειμένου ο εργαζόμενος να τύχει της παρεχόμενης προστασίας, απαιτείται να συμμετείχε σε δράσεις που προάγουν τους συνδικαλιστικούς σκοπούς, οι οποίες και αποτέλεσαν την αιτία προσφυγής του εργοδότη στην καταγγελία. Εν ολίγοις, απαιτείται η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της νόμιμης συνδικαλιστικής δράσης και της καταγγελίας 51. Κατά την έρευνα της τελευταίας, σταθμίζεται και η βαρύτητα των προτεινόμενων από τα διάδικα μέρη λόγων. Τούτο συνάγεται από το γεγονός ότι η νομολογία 52 δέχεται ότι για την ακυρότητα της καταγγελίας δεν απαιτείται αποκλειστική ή κύρια αιτία της καταγγελίας να αποτέλεσε η συνδικαλιστική δράση του μισθωτού. Μπορεί, δηλαδή να συνέτρεχαν και άλλοι λόγοι, οι οποίοι από κοινού με τη συνδικαλιστική δράση του εργαζομένου ώθησαν τον εργοδότη στην καταγγελία. ββ) προστασία μητρότητας 49 ΑΠ 713/2010, ΕΕργΔ 2011, 111 «Η προεκτεθείσα συνδικαλιστική δράση που ανέπτυξε ο ενάγων ήταν η αιτία για την οποία αυτή προέβη στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, προσχηματικώς δε η εναγόμενη επικαλείται ότι προέβη στην καταγγελία λόγω πλημμελούς άσκησης των καθηκόντων του ενάγοντος», ΑΠ 1083/2010, ΝοΒ 2011, 346 «η εναγομένη, καταγγέλλοντας την επίδικη σύμβαση εργασίας, εξαιτίας της προεκτεθείσας νόμιμης συνδικαλιστικής δράσης που ανέπτυξε ο ενάγων ως εργαζόμενος, για την προάσπιση των εργασιακών και οικονομικών συμφερόντων όλων των εργαζομένων στην επιχείρηση αυτής, ενήργησε κατά κατάχρηση δικαιώματος η γενόμενη καταγγελία είναι άκυρη», ΕφΑθ 642/2010, ΔΕΕ 2011, 232 «Κατά το χρόνο αυτής της καταγγελίας η εναγομένη γνώριζε την συνδικαλιστική δραστηριότητα του ενάγοντος, ο οποίος είχε πρωτοστατήσει στη διοργάνωση της ως άνω συγκέντρωσης και είχε διαμαρτυρηθεί προφορικά ο` αυτή (εναγομένη) για την καταγγελία της εργασιακής σύμβασης άλλου εργαζομένου στην επιχείρηση της, η εν λόγω καταγγελία έγινε από λόγους εκδίκησης προς το πρόσωπο του ενάγοντος λόγω της προαναφερόμενης συνδικαλιστικής του δραστηριότητας και είναι άκυρη», ΕφΝαυπλ 350/2010, ΤΝΠ nomos, ΕφΘεσσ 1774/2007, Αρμ. 2007, 1748, ΕφΑθ 454/2003, ΕλλΔ/νη 2004, 231, ΜονΠρΛαρ 5/2004, ΤΝΠ nomos. 50 ΑΠ 713/2010, ΕΕργΔ 2011, 111, ΕφΝαυπλ 350/2010, ΤΝΠ nomos, ΕφΘεσσ 1774/2007, Αρμ. 2007, 1748, ΕφΑθ 454/2003, ΕλλΔ/νη 2004, 231. 51 Βλ. Ζερδελή, ό.π. υποσημ. 3, 1130, Κουκιάδη, ό.π. υποσημ. 44, 349 ΕφΝαυπλ 350/2010, ΤΝΠ nomos, ΕφΘεσσ 1774/2007, Αρμ. 2007, 1748, ΕφΑθ 454/2003, ΕλλΔ/νη 2004, 231. 52 ΑΠ 713/2010, ΕΕργΔ 2011, 111, ΑΠ 282/2009, ΤΝΠ nomos, ΕφΑθ 642/2010, ΔΕΕ 2011, 232, ΕφΑθ 4401/2006, ΔΕΕ 2007, 239 «Επίσης για την ακυρότητα της προαναφερόμενης καταγγελίας, δεν απαιτείται η συνδικαλιστική δράση του μισθωτού να υπήρξε αποκλειστική ή κύρια αιτία της καταγγελίας, αλλά αρκεί να συνέτεινε αιτιωδώς, ως απλή συντρέχουσα αιτία, σ` αυτή, με την έννοια ότι ο εργοδότης δεν θα έφθανε στην απόλυση του μισθωτού, χωρίς τη συνδικαλιστική δράση του τελευταίου», ΕφΑθ 454/2003, ΕλλΔ/νη 2004, 231. - 22 -