κριση και μεταρρυθμιση του πολιτικου συστηματοσ 1 Οι πολιτικές και οι κοινωνικές συνιστώσες της αμφισβήτησης Σε ένα ευρύ τμήμα της κοινής γνώμης έχει σχηματιστεί η πεποίθηση ότι ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία αποτελούν όψεις του ίδιου νομίσματος, ότι είναι δυνάμεις του κατεστημένου, ότι οι διαφορές μεταξύ τους είναι διαφορές έντασης, που αφορούν την ίδια κατά βάση πολιτική, και όχι διαφορές ποιότητας και στρατηγικής. Δύο γεγονότα συνέτειναν στη σταδιακή διαμόρφωση αυτής της πεποίθησης: ο συνεχής προπαγανδιστικός καταιγισμός για την ομοιότητα των δύο πολιτικών κομμάτων τον οποίο επιτυχώς χρησιμοποίησαν τα κόμματα της Αριστεράς και διάφορα επικοινωνιακά μέσα και η πολιτική μετατόπιση, με χρονική αλληλουχία, ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας προς τον λεγόμενο μεσαίο χώρο. Την κυβερνητική δεκαετία 1994-2004 το ΠΑΣΟΚ, πι- 11
χαρησ καστανιδησ εζόμενο από τις παγκόσμιες οικονομικές αναδιαρθρώσεις και από τον στόχο της ένταξης στην ΟΝΕ, ενσωμάτωσε στην κυβερνητική πολιτική του μονεταριστικές ιδέες, μετακινούμενο έτσι λίγο δεξιότερα και προς το κέντρο της παραδοσιακής κλίμακας Αριστεράς - Δεξιάς. Στο τέλος της ίδιας περιόδου ο Κώστας Καραμανλής ενσωμάτωσε επιτυχώς στην πολιτική ρητορεία του ιδίου και της Νέας Δημοκρατίας συνθήματα και απόψεις που προνομιακά διαχειρίζεται το ΠΑΣΟΚ και η Κεντροαριστερά ευρύτερα, ωθώντας έτσι το κόμμα του πιο κοντά στον μεσαίο χώρο. Το σημείο συνάντησης των δύο μεγάλων πολιτικών κομμάτων στο κέντρο της παραδοσιακής κλίμακας Αριστεράς - Δεξιάς είναι και το σημείο «τήξης», το σημείο «εξάτμισης» των πολιτικών ταυτοτήτων τους. Οι διαφορές που όριζαν με σαφήνεια τις δύο αντιθετικές πολιτικές ταυτότητες φαίνεται να υποχωρούν και να γίνονται δυσδιάκριτες. Η ήττα της πολιτικής του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 2004 είχε ως συνέχεια την παρατεταμένη αδυναμία του να συγκροτήσει μια νέα πολιτική και να επαγγελθεί ένα νέο εθνικό σχέδιο για τη χώρα και την κοινωνία, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε δεύτερη ήττα τον Σεπτέμβριο του 2007. Την ίδια ώρα από το 2004 μέχρι σήμερα η Δεξιά αποκάλυψε το πραγματικό πρόσωπό της και η πολιτι- 12
κριση και μεταρρυθμιση του πολιτικου συστηματοσ κή της διέψευσε παταγωδώς τις προσδοκίες που είχαν γεννήσει η ρητορεία και οι υποσχέσεις του Κώστα Καραμανλή. Το χειρότερο απ όλα είναι ότι η θρυλούμενη μετακίνηση της ΝΔ στον μεσαίο χώρο αποδείχτηκε φενάκη σε ελάχιστο πολιτικό χρόνο. Η διαδοχική απόρριψη των κυβερνητικών πολιτικών των δύο κομμάτων ενίσχυσε τη σχηματιζόμενη πεποίθηση σε ευρύ τμήμα της κοινής γνώμης ότι τα δύο μεγάλα κόμματα συγκλίνουν στην πολιτική τους και ότι αποτελούν τους πυλώνες ενός καθεστωτικού δικομματισμού. Σε συνθήκες οικονομικής κρίσης και γενικευμένης κοινωνικής ανασφάλειας η προσλαμβανόμενη από μερίδα των πολιτών ταύτιση των δύο μεγάλων κομμάτων μειώνει τις προσδοκίες και τις αναμονές τους για λύση των οξυμένων προβλημάτων τους από τον δικομματισμό και μεταβάλλει την εκλογική συμπεριφορά τους, ωθώντας τους να ενισχύσουν την αντισυστημική ψήφο και να αποστασιοποιηθούν από την πολιτική. Τα δεδομένα αυτά αποτελούν στοιχεία κρίσης στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος, όπως το γνωρίζουμε μέχρι σήμερα. Στον ιστορικό κύκλο της Μεταπολίτευσης η πολιτική ταυτότητα του ΠΑΣΟΚ ήταν ριζικά διαφορετική από την πολιτική ταυτότητα της ΝΔ. Στον προγραμματικό λόγο των δύο κομμάτων υπήρχε μια διχοτομική γραμμή. Στη σύγκρουση του ΠΑΣΟΚ με τη ΝΔ ενσω- 13
χαρησ καστανιδησ ματώνονταν ριζικά αντίπαλες ιδεολογικές θέσεις, ιστορικές καταβολές, κοινωνικές στρατηγικές και πολιτικές προοπτικές. Γι αυτό και γύρω από τη θεμελιώδη σύγκρουση των δύο πολιτικών κομμάτων οργανωνόταν και στοιχιζόταν το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του εκλογικού σώματος. Στο τέλος της Μεταπολίτευσης, και αφού η χώρα εισήλθε σε έναν νέο ιστορικό κύκλο της δημοκρατίας, παρατηρούμε την απάμβλυνση των ιδεολογικών εντάσεων, τη σύγχυση σχετικά με τις πολιτικές ταυτότητες των μεγάλων κομμάτων, την ανυπαρξία αξιακών συστημάτων, την έκπτωση της ηθικής της ευθύνης και την αποπολιτικοποίηση της πολιτικής. Η αμφισβήτηση του δικομματισμού είναι παρούσα. Οι πολιτικοί μετασχηματισμοί και οι κραδασμοί που συντελούνται στο πολιτικό σύστημα τα τελευταία χρόνια αποτυπώνονται με ευκρίνεια στις κοινωνικές συμμαχίες που στήριξαν ή αναθεωρούν τη στήριξή τους στο ΠΑΣΟΚ και στη ΝΔ. Η εισαγωγή ορισμένων μονεταριστικών ή νεοφιλελεύθερων στοιχείων στην κυβερνητική πολιτική του ΠΑΣΟΚ και η διεκδίκηση του μεσαίου χώρου κατά τη δεκαετία 1994-2004 είχαν ως αποτέλεσμα να αποσχιστούν από το ΠΑΣΟΚ τμήματα από τους παραδοσιακά κοινωνικούς συμμάχους του (φτωχά λαϊκά στρώματα, αγρότες κτλ.) και να εισρεύσουν στην κοινωνική 14
κριση και μεταρρυθμιση του πολιτικου συστηματοσ δεξαμενή της υποστήριξής του κυρίως δυναμικά και ανώτερα μεσοστρώματα, που έχουν χαλαρούς ιδεολογικούς δεσμούς με την πολιτική. Παράλληλα η προσπάθεια του Κώστα Καραμανλή να βγάλει το κόμμα του από την απομόνωση της Δεξιάς και να το μετακινήσει προς τον μεσαίο χώρο, με πιο μετριοπαθείς διακηρύξεις και δάνειες προοδευτικές αξίες, κατέστησε εφικτή την υποδοχή ενός μέρους των κοινωνικών δυνάμεων που αποδεσμεύονταν από το ΠΑΣΟΚ, παρότι ήταν παραδοσιακοί συνομιλητές του. Όταν το 2004 τα ανώτερα μεσοστρώματα που είχε κερδίσει το ΠΑΣΟΚ την προηγούμενη δεκαετία προεξόφλησαν την εκλογική του ήττα και δεν είχαν να αναμένουν τίποτε πλέον από την πολιτική του, μετακινήθηκαν και αυτά προς τη Νέα Δημοκρατία. Κατά το χρονικό διάστημα από το 2004 και ύστερα η κατάρρευση της δεξιάς κυβερνητικής πολιτικής επέφερε και πάλι αναδιατάξεις στις κοινωνικές συμμαχίες στήριξης των πολιτικών κομμάτων. Η οικονομική κρίση, η αναδιανομή του πλούτου υπέρ των ισχυρών οικονομικά τάξεων, η προκλητική ενίσχυση μεγάλων συμφερόντων, η αύξηση της φτώχειας και των κοινωνικών αποκλεισμών, η καταθλιπτική κυριαρχία της αγοράς σε βάρος της κοινωνικής συνοχής, η απουσία εθνικών στρατηγικών και η έκπτωση της «δεξιάς ηθι- 15
χαρησ καστανιδησ κής» προκαλούν συνεχείς μετατοπίσεις και διαρκή κινητικότητα των κοινωνικών δυνάμεων. Υπό τις συνθήκες αυτές δεν πιέζονται μόνο τα λαϊκά στρώματα, αλλά και ευρύτερες κατηγορίες των μεσοστρωμάτων. Το γενικευμένο αίσθημα ανασφάλειας φέρνει προ των οφθαλμών σε άλλους μεν το φάσμα του κοινωνικού περιθωρίου, σε άλλους δε την πιθανότητα απόρριψής τους από το οικονομικό σύστημα. Κοινό χαρακτηριστικό όλων είναι ότι αναζητούν ριζοσπαστικές μορφές έκφρασης της αγωνίας και του αδιεξόδου τους. Ένας πρόσθετος σημαντικός λόγος που οδήγησε στην αμφισβήτηση του δικομματισμού είναι η κρίση των αντιπροσωπευτικών σχέσεων. Το κομματικό σύστημα αδυνατεί να εκφράσει ένα σημαντικό μέρος των κοινωνικών δυνάμεων και των πολιτών, αδυνατεί να κατανοήσει και να ερμηνεύσει σύγχρονες κοινωνικές δυναμικές και ευαισθησίες. Μεγάλες κοινωνικές κατηγορίες υποεκπροσωπούνται στον δημόσιο πολιτικό λόγο, δεν αναγνωρίζουν τον εαυτό τους και τις ανησυχίες τους στην προγραμματική σύλληψη των κομμάτων. Ποια είναι η «γενιά των 400 ή των 700 ευρώ»; Από τι οικογένειες προέρχονται όσοι αποτελούν τη γενιά αυτή, ποια είναι τα καταναλωτικά πρότυπά τους, ποια είναι η κοινωνική συνείδηση που σχηματίζουν, ποιες είναι οι προσδοκίες τους, οι προοπτικές τους ή οι 16
κριση και μεταρρυθμιση του πολιτικου συστηματοσ απορρίψεις που υφίστανται; Τι λένε τα κόμματα γι αυτούς, τι επαγγέλλονται, πώς οργανώνουν το μέλλον τους; Παρατηρείται μια ατελής προγραμματική επαγγελία, με αποτέλεσμα η γενιά αυτή να μην αναγνωρίζει το πρόβλημα, τον κόσμο της και την προοπτική της στον ιδεόκοσμο του δικομματισμού. Η νέα εργατική τάξη άλλο παράδειγμα κατά ένα μεγάλο μέρος της αποτελείται πλέον και στον τόπο μας από οικονομικούς μετανάστες. Η αντίφαση βρίσκεται στο ότι μια υπαρκτή κοινωνική δύναμη είναι αποκλεισμένη από το πολιτικό και το κοινωνικό πλαίσιο, αδυνατεί να επηρεάσει τον κοινωνικό και τον πολιτικό ανταγωνισμό, αφού στερείται του εκλογικού δικαιώματος. Αυτού του είδους οι αντιφάσεις απαιτούν διαφορετική κοινωνική ανάγνωση, θαρραλέες προγραμματικές πρωτοβουλίες και μεταρρυθμιστική πνοή στην πολιτική πράξη προκειμένου να αποκατασταθεί η λειτουργία του αντιπροσωπευτικού συστήματος. Η αποδυνάμωση του δικομματισμού σχετίζεται και με τη σταδιακή μεταβολή του χαρακτήρα της ατομικής ψήφου. Για μακρά περίοδο η κομματική επιλογή του ψηφοφόρου προσδιοριζόταν κυρίως από την κοινωνική ή την επαγγελματική ένταξή του, την οικογενειακή πολιτική παράδοση και τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του. 17
χαρησ καστανιδησ Ουσιαστικά καθ όλη τη διάρκεια του βιομηχανικού και του πρώιμου μεταβιομηχανικού καπιταλισμού η ψήφος καθοριζόταν από τις τρεις αυτές βασικές παραμέτρους. Η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, η ενίσχυση των διαδικασιών και των μηχανισμών παγκοσμιοποίησης, η αποδυνάμωση των ιδεολογικών διαφορών, η ενοποίηση των καταναλωτικών προτύπων και η δια μόρφωση μιας κοινής και διεθνούς επικράτειας των πληροφοριών άλλαξαν τα δεδομένα και τα κριτήρια που σχηματίζουν την κομματική-εκλογική επιλογή των ψηφοφόρων. Από τα μέσα της δεκαετίας του 90 και έπειτα η ψήφος των εκλογέων γίνεται περισσότερο θεματική, δηλαδή οι ψηφοφόροι διαμορφώνουν την τελική ε- κλογική στάση τους κρίνοντας τις προτάσεις των κομμάτων για τα συγκεκριμένα θέματα που τους ενδιαφέρουν ή για καθημερινά προβλήματα που τους ευαισθητοποιούν. Η σκοπιά από την οποία παρατηρούν δεν είναι η σκοπιά του ιδεολόγου, ο οποίος προσεγγίζει την πολιτική και τα κόμματα με κριτήριο την εκ των προτέρων προσδιορισμένη ιδεολογική ένταξή του, αλλά οι σχετικές λύσεις που τους προτείνουν τα κόμματα. Σε σημαντικό βαθμό η ψήφος μεταμορφώνεται σταδιακά από παράγωγο ιδεολογικών, ταξικών και οικογενεια- 18
κριση και μεταρρυθμιση του πολιτικου συστηματοσ κών συντεταγμένων σε παράγωγο επιμέρους, αποσπασματικών και θεματικών προσεγγίσεων. Είναι προφανές ότι πρόκειται για μια διαδικασία μετάπτωσης, η οποία αφορά όχι μόνο την Ελλάδα αλλά και πολλές άλλες χώρες. Αν πρέπει να δοθεί ένα εγχώριο παράδειγμα, ας υπομνησθεί η περίπτωση της νεολαίας. Παλαιότερα η κομματική ένταξη και η κομματική κινητοποίηση της νεολαίας προέκυπταν από την ιδεολογικά φορτισμένη ατμόσφαιρα, από την προσήλωση στις μεγάλες ιδεολογικές και πολιτικές αφηγήσεις στις οποίες συνήθως αντιστοιχούσαν μάλλον εμφανείς ταξικές συσχετίσεις, καθώς και από το βάρος της οικογενειακής παράδοσης στην πολιτική. Στην Ελλάδα κατά τη δεκαετία του 70 η κομματική στράτευση και οι εν γένει πολιτικές επιλογές των νέων καθορίζονταν σε μεγάλο βαθμό από την ακτινοβολία των ιδεών της Αριστεράς, από την απήχηση της μαρξιστικής και της νεομαρξιστικής ιδεολογίας, καθώς και από τη γοητεία που ασκούσε η δράση εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων. Οι φοιτητικές εξεγέρσεις του 68, οι αντιδικτατορικές εξεγέρσεις της νεολαίας, με αποκορύφωμα τη «Νομική» και το «Πολυτεχνείο», καθώς και η ισχυρή ανάμνηση των δημοκρατικών αγώνων του 1-1-4 και του 15% για την παιδεία αποτελούσαν ισχυρά ιδεολογικά 19
χαρησ καστανιδησ και αγωνιστικά σύμβολα, συμπύκνωναν διαθέσεις, ροπές και αιτήματα και έπαιζαν τον ρόλο καταλύτη στις αναζητήσεις και στις αποφάσεις της νέας γενιάς. Κατά τον ίδιο τρόπο οι διαιρέσεις που επέφεραν ο εμφύλιος και η οικοδόμηση του μετεμφυλιακού κράτους αναπαράγονταν στα νεότερα μέλη μιας οικογένειας μέσα από τους ισχυρούς δεσμούς της. Σήμερα το φαινόμενο της υπερπολιτικοποίησης των νέων τείνει να εξαφανιστεί. Η σχέση των περισσοτέρων με τη συλλογική κομματική ζωή είναι ανύπαρκτη περιορίζεται στη σχέση μιας εξαιρετικά μικρής μειοψηφίας με τα κόμματα. Η εξ αποστάσεως τελικά διαμορφούμενη κομματική επιλογή καθορίζεται κυρίως από τις απαντήσεις που τα κομματικά επιτελεία δίνουν ή όχι σε βιοτικά προβλήματα των νέων. Η ανασφάλεια που δημιουργεί μια εξαιρετικά δύσκολη αγορά εργασίας, οι βεβαιότητες για το μέλλον που καταρρέουν, οι τρομακτικές αβεβαιότητες που αναδύονται από την ελαστικότητα των εργασιακών σχέσεων, οι χαμηλές οικονομικές δυνατότητες από την επέκταση της μερικής απασχόλησης, ο ανταγωνισμός, που συντρίβει τη συλλογικότητα και εξατομικεύει την αγριότητα, είναι μερικά από τα προβλήματα που ορίζουν τη ζωή της νέας γενιάς και για τα οποία αυτή η γενιά ζητά συγκεκριμένες απαντήσεις. Η ιδεολογική διακήρυξη πλέον συγκινεί πολύ λιγό- 20