Anthony Horowitz, 2004. Ðñþôç Ýêäïóç: Μάιος 2010 ÉSBN 978-960-453-790-7



Σχετικά έγγραφα
ÅéêïíïãñÜöçóç: Μάρω Αλεξάνδρου

Εικονογράφηση: Κατερίνα Χρυσοχόου ΠΡΩΤΗ ΕΚ ΟΣΗ. Αθηνά Ανδρουτσοπούλου, Ðñþôç Ýêäïóç: Μάιος 2011 ÉSBN

Θεολόγος Τερζιάδης Χρυσή Πίκουλα, Ðñþôç Ýêäïóç: Απρίλιος 2010 ÉSBN

Εικονογράφηση: Γιώργος Σγουρός ΠΡΩΤΗ ΕΚ ΟΣΗ. Μαρία Ρουσάκη, 2010 EÊÄÏÓÅÉÓ ØÕ ÏÃÉÏÓ Á.Å., ÁèÞíá Ðñþôç Ýêäïóç: Οκτώβριος 2010, 2.

Γιώτα Φώτου, Ðñþôç Ýêäïóç: Οκτώβριος 2010, αντίτυπα ÉSBN

Γιώτα Φώτου, Ðñþôç Ýêäïóç: Μάρτιος 2009, αντίτυπα

Ράνια Μπουµπουρή, Ðñþôç Ýêäïóç: Ιανουάριος 2011 ÉSBN

Ðñþôç Ýêäïóç: Ιανουάριος 2012 ÉSBN

Σταυρούλα Κάτσου-Καντάνη, Ðñþôç Ýêäïóç: Μάρτιος 2009, αντίτυπα ÉSBN

Ðñþôç Ýêäïóç: Σεπτέμβριος 2008, αντίτυπα ÉSBN

Ðñþôç Ýêäïóç: Ιανουάριος 2012 ÉSBN

Εικονογράφηση: Ελίζα Βαβούρη ΠΡΩΤΗ ΕΚ ΟΣΗ. Ρένα Ρώσση-Ζα ρη, Ðñþôç Ýêäïóç: Μάρτιος 2012 ÉSBN

Εικονογράφηση: Λήδα Βαρβαρούση ΠΡΩΤΗ ΕΚ ΟΣΗ. Μερκούριος Αυτζής, Ðñþôç Ýêäïóç: Οκτώβριος 2011 ÉSBN

Μπίλλι Ρόζεν Μάκης Τσίτας, Ðñþôç Ýêäïóç: Ιανουάριος 2009, αντίτυπα ÉSBN

Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου, Ðñþôç Ýêäïóç: Μάρτιος 2010, αντίτυπα ÉSBN

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Anthony Horowitz, 1985, Ðñþôç Ýêäïóç: Μάρτιος 2009 ÉSBN

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Ράνια Μπουµπουρή, Ðñþôç Ýêäïóç: Ιανουάριος 2012 ÉSBN

Ειρήνη Καµαράτου-Γιαλλούση, Ðñþôç Ýêäïóç: Σεπτέµβριος 2009 ÉSBN

Βούλα Μάστορη, Ðñþôç Ýêäïóç: Μάιος 2013 ÉSBN

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Άγγελος Αγγέλου και Έµη Σίνη, Ðñþôç Ýêäïóç: Νοέµβριος 2011 ÉSBN

Έλενα Χ. Στάνιου, Ðñþôç Ýêäïóç: Μάιος 2011 ÉSBN

Δύο ιστορίες που ρωτάνε

ΑΚ ΑΚ πρρρ! ΝΤΟΪΝ- ΟΪΝ- ΟΪΝ!

Modern Greek Beginners

Ρένα Ρώσση-Ζα ρη, Ðñþôç Ýêäïóç: Σεπτέµβριος 2013 ÉSBN

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Ðñþôç Ýêäïóç: Απρίλιος 2012 ÉSBN

Από τις Εκδόσεις Penguin Books, Λονδίνο 2009

Σοφία Παράσχου, Ðñþôç Ýêäïóç: Φεβρουάριος 2011 ÉSBN

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Εικονογράφηση: Πωλίνα Παπανικολάου ΠΡΩΤΗ ΕΚ ΟΣΗ. Ελένη ασκαλάκη, Ðñþôç Ýêäïóç: Μάρτιος 2014 ÉSBN

Εικονογράφηση: Ελίζα Βαβούρη ΠΡΩΤΗ ΕΚ ΟΣΗ. Ρένα Ρώσση-Ζα ρη, Ðñþôç Ýêäïóç: Μάρτιος 2012 ÉSBN

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Μετάφραση: οµινίκη Σάνδη

Γιώτα Φώτου, Ðñþôç Ýêäïóç: Μάιος 2011 ÉSBN

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

Μετάφραση: οµινίκη Σάνδη ΠΡΩΤΗ ΕΚ ΟΣΗ. Loewe Verlag GmbH, Bindlach 2013 EÊÄÏÓÅÉÓ ØÕ ÏÃÉÏÓ Á.Å., ÁèÞíá Ðñþôç Ýêäïóç: Μάρτιος 2014

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Μάνια ούκα, Ðñþôç Ýêäïóç: Ιούνιος 2012 ÉSBN

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

Αντιγόνη Τσίτσιλα, Ðñþôç Ýêäïóç: Μάρτιος 2012 ÉSBN

Χρυσάνθη Τσιαµπαλή-Κελεπούρη, Ðñþôç Ýêäïóç: Ιανουάριος 2012 ÉSBN

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Μια μέρα καθώς πήγαινα στο σπίτι είδα έναν κλέφτη να μπαίνει από το παράθυρο και να είναι έτοιμος να αρπάξει τα πάντα...

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Γιώργος Κατσέλης, Ðñþôç Ýêäïóç: Οκτώβριος 2013 ÉSBN

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι.

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Ðñþôç Ýêäïóç: Σεπτέμβριος 2008, αντίτυπα ÉSBN

Εικονογράφηση: Φωτεινή Τίκκου ΠΡΩΤΗ ΕΚ ΟΣΗ. Ιωάννα Μπαµπέτα, Ðñþôç Ýêäïóç: Μάρτιος 2013 ÉSBN

Το παραμύθι της αγάπης

Εικονογράφηση: Mark Weinstein ΠΡΩΤΗ ΕΚ ΟΣΗ. Αθηνά Ρε ζάκη, Ðñþôç Ýêäïóç: Σεπτέµβριος 2012 ÉSBN

Συγγραφή: Αλεξίου Θωμαή ΕΠΙΠΕΔΟ: A1 ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ - ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΓΡΑΠΤΟΥ ΛΟΓΟΥ. ΑΠΟ:

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Εικονογράφηση: Λήδα Βαρβαρούση ΠΡΩΤΗ ΕΚ ΟΣΗ. Μερκούριος Αυτζής, Ðñþôç Ýêäïóç: Μάιος 2011 ÉSBN

ÅéêïíïãñÜöçóç: Μαργαρίτα Τζαννέτου

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

ΓΙΑΤΙ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Μάκης Τσίτας, Ðñþôç Ýêäïóç: Οκτώβριος 2014 ÉSBN

Modern Greek Stage 6 Part 2 Transcript

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

Modern Greek Beginners

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Τάξη: Γ. Τμήμα: 2ο. Υπεύθυνη τμήματος : ΑΝΕΣΤΗ ΑΣΗΜΙΝΑ. Εκθέσεις μαθητών.. ΜΑΘΗΤΗΣ: ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΠΟΥΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ.

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Πώς γράφεις αυτές τις φράσεις;

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

Κάποια μέρα, όπως όλοι παντρεύονται, έτσι παντρεύτηκε και ο Σοτός. Σον ρωτάει η γυναίκα του:

Μάνος Κοντολέων, Ðñþôç Ýêäïóç: Μάρτιος 2014 ÉSBN

Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

Τζένη Θεοφανοπούλου, Ðñþôç Ýêäïóç: Μάρτιος 2012 ÉSBN

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

Νηπιαγωγείο Νέα Δημιουργία Ιούνιος, 2014

Μαθαίνω να κυκλοφορώ ΜΕ ΑΣΦΑΛΕΙΑ. Σεμινάρια Κυκλοφοριακής Αγωγής για παιδιά Δημοτικού 6-8 ετών. Ινστιτούτο Βιώσιμης Κινητικότητας & Δικτύων Μεταφορών

Κατανόηση προφορικού λόγου

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

Παναγιώτα Πλησή, Ðñþôç Ýêäïóç: Ιανουάριος Έντυπη έκδοση ÉSBN Ηλεκτρονική έκδοση ÉSBN

Transcript:

ÓÅÉÑÁ: ÌÉÊÑÇ ÐÕÎÉÄÁ TIÔËÏÓ ÐÑÙÔÏÔÕÐÏÕ: SCORPIA Aðü ôéò Åêäüóåéò Walker Books, Ëïíäßíï 2004 TÉÔËÏÓ ÂÉÂËÉÏÕ: Το Δάγκωμα του Σκορπιού ÓÕÃÃÑÁÖÅÁÓ: Anthony Horowitz ÌÅÔÁÖÑÁÓÇ: Ρένια Τουρκολιά-Κυδωνιέως ÅÐÉÌÅËÅÉÁ ÄÉÏÑÈÙÓÇ ÊÅÉÌÅÍÏÕ: Ζωή Γραμματοπούλου ÓÕÍÈÅÓÇ ÅÎÙÖÕËËÏÕ: Ηλίας Μασούρης ÇËÅÊÔÑÏÍÉÊÇ ÓÅËÉÄÏÐÏÉÇÓÇ: Ελένη Σταυροπούλου EÊÔÕÐÙÓÇ: Άγγελος Ελεύθερος & ÓÉÁ Ï.Å. ÂÉÂËÉÏÄÅÓÉÁ: Κωνσταντίνα Παναγιώτου & ÓÉÁ Ï.Å. Anthony Horowitz, 2004 EÊÄÏÓÅÉÓ ØÕ ÏÃÉÏÓ Á.Å., ÁèÞíá 2010 Ðñþôç Ýêäïóç: Μάιος 2010 ÉSBN 978-960-453-790-7 Ôõðþèçêå óå áñôß åëåýèåñï çìéêþí ïõóéþí, προερχόμενο αποκλειστικά και μόνο από δάση που καλλιεργούνται για την παραγωγή χαρτιού. To ðáñüí Ýñãï ðíåõìáôéêþò éäéïêôçóßáò ðñïóôáôåýåôáé êáôü ôéò äéáôüîåéò ôïõ Åëëçíéêïý Íüìïõ (Í. 2121/1993 üðùò Ý åé ôñïðïðïéçèåß êáé éó ýåé óþìåñá) êáé ôéò äéåèíåßò óõìâüóåéò ðåñß ðíåõìáôéêþò éäéïêôçóßáò. Áðáãïñåýåôáé áðïëýôùò ç Üíåõ ãñáðôþò Üäåéáò ôïõ åêäüôç êáôü ïðïéïäþðïôå ôñüðï Þ ìýóï áíôéãñáöþ, öùôïáíáôýðùóç êáé åí ãýíåé áíáðáñáãùãþ, åêìßóèùóç Þ äáíåéóìüò, ìåôüöñáóç, äéáóêåõþ, áíáìåôüäïóç óôï êïéíü óå ïðïéáäþðïôå ìïñöþ (çëåêôñïíéêþ, ìç áíéêþ Þ Üëëç) êáé ç åí ãýíåé åêìåôüëëåõóç ôïõ óõíüëïõ Þ ìýñïõò ôïõ Ýñãïõ. ÅÊÄÏÓÅÉÓ ØÕ ÏÃÉÏÓ Á.Å. PSICHOGIOS PUBLICATIONS S.A. äñá: ÔáôïÀïõ 121 Head office: 121, Tatoiou Str. 144 52 Ìåôáìüñöùóç 144 52 Metamorfossi, Greece Âéâëéïðùëåßï: Ìáõñïìé Üëç 1 Bookstore: 1, Mavromichali Str. 106 79 ÁèÞíá 106 79 Áthens, Greece Ôçë.: 2102804800 Tel.: 2102804800 Telefax: 2102819550 Telefax: 2102819550 www.psichogios.gr www.psichogios.gr e-mail: info@psichogios.gr e-mail: info@psichogios.gr

ÌåôÜöñáóç: Ρένια Τουρκολιά-Κυδωνιέως

ÁËËÁ ÅÑÃÁ ÔÏÕ ÁÍÔÏÍÉ ÏÑÏÏÕÉÔÓ The Killing Joke Granny The Switch Groosham Grange Return to Groosham Grange Horowitz Horror More Horowitz Horror Myths and Legends The Sinister Secret of Frederick K. Bower Misha, the Magician and the Mysterious Amulet The Devil s Doorbell The Night of the Scorpion The Silver Citadel The Day of the Dragon The Falcon s Malteser Public Enemy Number Two South by South East The French Confection The Blurred Man I Know What You Did Last Wednesday Three of Diamonds Από τις Εκδόσεις ØÕ ÏÃÉÏÓ κυκλοφορούν επίσης: Ôï ìõóôéêü ôïõ ãíùóôïõ Éððüôç, 2002, ìôöñ. Ìáñßá ËÜôóá ëåî ÑÜéíôåñ: ÌõóôéêÞ ÁðïóôïëÞ, 2003, ìôöñ. ÑÝíéá ÔïõñêïëéÜ-ÊõäùíéÝùò Oé ðåñéðýôåéåò ôïõ ëåî ÑÜéíôåñ: ÁðïóôïëÞ óôç ËåõêÞ ÊïñöÞ, 2006, ìôöñ. ÑÝíéá ÔïõñêïëéÜ-ÊõäùíéÝùò Oé ðåñéðýôåéåò ôïõ ëåî ÑÜéíôåñ: ÁðïóôïëÞ óôçí ÊáñáúâéêÞ, 2006, ìôöñ. ÑÝíéá ÔïõñêïëéÜ-ÊõäùíéÝùò Oé ðåñéðýôåéåò ôïõ ëåî ÑÜéíôåñ: To Χτύπημα του Αετού, 2007, ìôöñ. ÑÝíéá ÔïõñêïëéÜ-ÊõäùíéÝùò Ç Äýíáìç ôùí ÐÝíôå: Η Πύλη του Γερακιού, 2008, ìôöñ. Φωτεινή Μοσχή Ç Äýíáìç ôùí ÐÝíôå: Το Αστέρι του Κακού, 2009, ìôöñ. Φωτεινή Μοσχή Από τις Εκδόσεις ØÕ ÏÃÉÏÓ ετοιμάζεται: Ç Äýíáìç ôùí ÐÝíôå: Night rise

ΤΟ ΔΑΓΚΩΜΑ ΤΟΥ ΣΚΟΡΠΙΟΥ Είναι το πέμπτο βιβλίο του Άλεξ Ράιντερ, που το περιμένουν με ανυπομονησία οι αναγνώστες σε όλο τον κόσμο, που τώρα περιλαμβάνει τη Ρωσία, την Κίνα, την Αμερική και την Ιαπωνία. Ο Άντονι Χόροουιτς λέει: «Αυτό το βιβλίο συμπληρώνει όλες τις λεπτομέρειες για το παρελθόν του Άλεξ, αποκαλύπτει την αλήθεια για τον πατέρα του κι επιφυλάσσει κάποιες μεγάλες εκπλήξεις» Η έρευνα του Άντονι είναι σχολαστική, όπως πάντα. «Στο Δάγκωμα του Σκορπιού υπάρχει ένα μυστικό όπλο, που ονομάζεται Αόρατο Ξίφος. Αν και μπορεί να φαίνεται φανταστικό, απ όσο ξέρω, η τεχνολογία υπάρχει και μπορεί να χρησιμοποιηθεί οποιαδήποτε στιγμή. Δεν το έβγαλα απ το μυαλό μου. Γι αυτό είναι τόσο τρομακτικό». Ο Άντονι είναι δημοφιλής και πολυγραφότατος συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας. Το 2003 τιμήθηκε με το Red House Children s Book Award, για το οποίο ψηφίζουν αποκλειστικά παιδιά. Το Stormbreaker (Μυστική Αποστολή) είχε περιληφθεί στην τελική λίστα για το ίδιο βραβείο, το 2000, και ομοίως το Point Blanc (Αποστολή στη Λευκή

ΑΝΤΟΝΙ ΧΟΡΟΟΥΙΤΣ Κορφή) το 2001. Το συγγραφικό του έργο για την τηλεόραση είναι μεγάλο, με προγράμματα που περιλαμβάνουν τα Midsomer Murders, Murder in Mind και Poirot. Η δημοφιλής δραματική σειρά του σαββατόβραδου Foyle s War κέρδισε το Lew Grade Audience Award το 2003. Το πρώτο του μυθιστόρημα για ενηλίκους, The Killing Joke, κυκλοφόρησε το 2004 και το φιλμ τρόμου, The Gathering, είχε προγραμματιστεί για κυκλοφορία την ίδια περίοδο. Ο Άντονι εργάζεται τώρα πάνω σε μια σειρά πέντε μυθιστορημάτων φαντασίας για τη Walter Books. Την περιγράφει σαν «Ο Άλεξ Ράιντερ με δαίμονες και μάγισσες». Έχει επίσης γράψει το σενάριο της ταινίας του Stormbreaker (Μυστική Αποστολή), που πλησιάζει στη φάση παραγωγής και μετά την επιτυχημένη του περιοδεία στην Αυστραλία, το 2003 σχεδιάζει μια καινούρια περιπέτεια, που διαδραματίζεται εκεί, για τους αδελφούς Ντάιαμοντ, το The Radius of the Lost Shark. Είναι ακόμα παντρεμένος με την παραγωγό τηλεόρασης Τζιλ Γκριν και ζει στο βόρειο Λονδίνο με τους δυο του γιους, Νίκολας και Κάσιαν, και το σκύλο τους, Γιάκι.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Καλοκαιρινό φροντιστήριο....................... 11 Το Παλάτι της Χήρας............................ 24 Το Αόρατο Ξίφος............................... 39 Ο Χορός των Μεταμφιεσμένων................... 53 Παλίρροια.................................... 69 Στο τρένο για τη Νάπολη........................ 85 Consanto Enterprises............................ 101 Πρόσκληση σε γεύμα............................ 124 Φόνος στη Γέφυρα του Αλβέρτου.................. 141 Σχολή για δολοφόνους.......................... 158 Το καμπαναριό................................ 176 «Αγαπητέ πρωθυπουργέ»...................... 195 Διανομή πίτσας................................ 217 Cobra........................................ 239 Τηλεχειρισμός................................. 254 Ώρα για αποφάσεις............................ 271 Η Εκκλησία των Ξεχασμένων Αγίων................ 289 Το χτύπημα................................... 314 Η βιτρίνα..................................... 342 Ένα μητρικό άγγιγμα............................ 361

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΟ Εκείνο το κυριακάτικο πρωινό του Σεπτέμβρη, οι δυο κλέφτες με τη διακοσάρα Vespa διάλεξαν λάθος θύμα, σε λάθος μέρος και σε λάθος ώρα. Λες κι όλος ο κόσμος είχε μαζευτεί στην Πιάτσα Εσμεράλντα, λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Βενετία. Η κυριακάτικη λειτουργία είχε μόλις τελειώσει, και οι οικογένειες έβγαιναν για να περπατήσουν κάτω από τον λαμπρό ήλιο^ γιαγιάδες ντυμένες στα μαύρα, κορίτσια κι αγόρια φορώντας τα καλά τους φορέματα και κοστούμια. Οι καφετέριες και τα ζαχαροπλαστεία είχαν ανοίξει, και η πελατεία τους έφτανε μέχρι τα πεζοδρόμια και το δρόμο. Από ένα τεράστιο σιντριβάνι γεμάτο με γυμνούς θεούς κι ερπετά ξεπηδούσαν πίδακες κρύου νερού. Και εκεί γύρω είχε στηθεί μια μικρή αγορά. Υπήρχαν πάγκοι όπου πουλούσαν αετούς, αποξηραμένα λουλούδια, παλιές καρτ-ποστάλ, κουρδιστά πουλιά και σακούλια με σπόρους για τα εκατοντάδες περιστέρια που περπατούσαν καμαρωτά εδώ κι εκεί. Μέσα σ όλο αυτό το σκηνικό υπήρχαν και καμιά δε-

ΑΝΤΟΝΙ ΧΟΡΟΟΥΙΤΣ καριά μαθητές και μαθήτριες από την Αγγλία. Για κακή τύχη των δυο κακοποιών, ένας από τους μαθητές ήταν ο Άλεξ Ράιντερ. Ήταν αρχές Σεπτεμβρίου. Είχε περάσει λιγότερο από ένας μήνας από την τελική σύγκρουση του Άλεξ με τον Ντέιμιαν Κρέι στο Air Force One το αεροπλάνου του Αμερικανού προέδρου. Ήταν το τέλος μιας περιπέτειας που τον οδήγησε στο Παρίσι και το Άμστερνταμ και, τελικά, στον κεντρικό αεροδιάδρομο του Χίθροου, την ίδια ώρα που είκοσι πέντε κατευθυνόμενα βλήματα με πυρηνικές κεφαλές εκτοξεύονταν εναντίον στόχων σε όλο τον κόσμο. Ο Άλεξ είχε καταφέρει να καταστρέψει τα βλήματα αυτά. Και ήταν εκεί όταν πέθανε ο Κρέι. Έπειτα είχε γυρίσει σπίτι του με τη συνηθισμένη συλλογή από μώλωπες και γρατσουνιές, όπου τον περίμενε μουτρωμένη και αποφασιστική η Τζακ Στάρμπραϊτ. Η Τζακ ήταν οικονόμος αλλά και φίλη του και, όπως πάντα, ανησυχούσε γι αυτόν. «Δεν μπορείς να συνεχίσεις έτσι, Άλεξ», του είπε εκείνη. «Δεν πατάς ποτέ στο σχολείο. Έχασες το μισό τρίμηνο όταν ήσουν στην Καραϊβική και το άλλο μισό τρίμηνο όταν πήγες στην Κορνουάλη και μετά σε εκείνη τη φρικτή ακαδημία στη Λευκή Κορφή. Αν συνεχίσεις έτσι, θα κοπείς σε όλα τα μαθήματα και μετά τι θα κάνεις;» «Δε φταίω εγώ» άρχισε να λέει ο Άλεξ. «Το ξέρω ότι δε φταις εσύ. Είναι όμως δική μου δουλειά να κάνω κάτι γι αυτό, και αποφάσισα να προσλάβω έναν καθηγητή να σου κάνει φροντιστήριο για το υπόλοιπο του καλοκαιριού». «Πλάκα μού κάνεις!»

ΤΟ ΔΑΓΚΩΜΑ ΤΟΥ ΣΚΟΡΠΙΟΥ «Σ το λέω πολύ σοβαρά. Σου μένουν ακόμη αρκετές διακοπές. Και μπορείς ν αρχίσεις αμέσως». «Δε θέλω καθηγητή» άρχισε να διαμαρτύρεται ο Άλεξ. «Δεν έχεις επιλογή, Άλεξ. Δε με νοιάζει τι σύνεργα κουβαλάς ή τι κόλπα μπορεί να σκαρφιστείς Αυτή τη φορά δεν τη γλιτώνεις!» Ο Άλεξ ήθελε να διαμαρτυρηθεί, αλλά καταλάβαινε ότι η Τζακ είχε δίκιο. Η ΜΙ-6 του έδινε πάντα μια ιατρική βεβαίωση για να δικαιολογεί τις πολυήμερες απουσίες του από το σχολείο, αλλά οι καθηγητές είχαν αρχίσει να σηκώνουν τα χέρια ψηλά με την περίπτωσή του. Ο τελευταίος του έλεγχος έγραφε: Ο Άλεξ εξακολουθεί να περνάει περισσότερο χρόνο εκτός σχολείου και, αν αυτό συνεχιστεί, θα πρέπει να ξεχάσει το απολυτήριο. Αν και δεν είναι δυνατό να του αποδοθεί ευθύνη για μια σειρά ιατρικών, καθώς φαίνεται, προβλημάτων, αν μείνει κι άλλο πίσω, φοβάμαι ότι δεν ωφελεί να έρχεται πλέον στο σχολείο. Έτσι ήταν. Ο Άλεξ είχε καταφέρει να σταματήσει έναν παρανοϊκό, πολυεκατομμυριούχο τραγουδιστή της ποπ, που ήθελε να καταστρέψει τον μισό κόσμο, και ποια ήταν η ανταμοιβή του; Του φόρτωναν κι άλλα μαθήματα! Ξεκίνησε τα φροντιστήρια με πολύ κακή διάθεση ειδικά όταν διαπίστωσε ότι ο καθηγητής, που του είχε βρει η Τζακ, δίδασκε στο Μπρούκλαντ, στο σχολείο του. Ο Άλεξ δεν τον είχε, αλλά, ακόμα κι έτσι, ένιωθε αμήχανα και ευχόταν να μην το μάθαινε κανένας. Έπρεπε όμως να πα-

ΑΝΤΟΝΙ ΧΟΡΟΟΥΙΤΣ ραδεχτεί ότι ο κύριος Γκρέι ήταν καλός στη δουλειά του. Ο Τσάρλι Γκρέι ήταν νέος και καλόβολος κι ερχόταν μ ένα ποδήλατο φορτωμένο βιβλία. Δίδασκε φιλολογικά μαθήματα, αλλά έδειχνε να γνωρίζει καλά ολόκληρη την ύλη της χρονιάς. «Έχουμε μόνο λίγες βδομάδες», του δήλωσε. «Μπορεί ο χρόνος να είναι λίγος, αλλά μη σου φανεί περίεργο όταν δεις πόσο γρήγορα θα προχωράς όσο περνούν οι μέρες. Θα κάνουμε μάθημα επτά ώρες την ημέρα και θα σου βάζω κι εργασίες για το σπίτι. Μέχρι το τέλος των διακοπών μπορεί να με έχεις μισήσει. Θα ξεκινήσεις όμως τη νέα σχολική χρονιά έχοντας λίγο-πολύ καλύψει τα κενά σου». Ο Άλεξ δε μίσησε τον Τσάρλι Γκρέι. Δούλευαν ήσυχα και γρήγορα, ξεκινώντας κάθε μέρα με μαθηματικά και συνεχίζοντας με ιστορία και φυσική. Κάθε σαββατοκύριακο ο καθηγητής τού άφηνε φύλλα με ασκήσεις, και σιγά σιγά ο Άλεξ άρχισε να βλέπει τους βαθμούς του να βελτιώνονται. Και, κάποια μέρα, ο κύριος Γκρέι τον ξάφνιασε. «Άλεξ, τα πήγες πολύ καλά, αλήθεια. Δε θα σ το έλεγα, αλλά πώς θα σου φαινόταν να έρθεις μαζί μου στην εκδρομή του σχολείου;» «Πού πάτε;» «Λοιπόν, πέρσι πήγαμε Παρίσι και πρόπερσι στη Ρώμη. Επισκεπτόμαστε μουσεία, εκκλησίες, παλάτια τέτοια πράγματα. Φέτος θα πάμε στη Βενετία. Θέλεις να έρθεις;» Βενετία. Ήταν διαρκώς στο μυαλό του Άλεξ ειδικά τα τελευταία λεπτά στο αεροπλάνο, μετά το θάνατο του Ντέιμιαν Κρέι. Στη Βενετία είχε πάει και ο Γιάσεν Γκρεγκόροβιτς,

ΤΟ ΔΑΓΚΩΜΑ ΤΟΥ ΣΚΟΡΠΙΟΥ ο Ρώσος δολοφόνος, που είχε ρίξει τη σκιά του πάνω από τη ζωή του Άλεξ. Ο Γιάσεν ξεψυχούσε με μια σφαίρα σφηνωμένη στο στήθος. Όμως, πριν πεθάνει, είχε καταφέρει να αποκαλύψει ένα μυστικό, θαμμένο για δεκατέσσερα χρόνια. Οι γονείς του Άλεξ είχαν σκοτωθεί λίγο μετά τη γέννησή του και τον είχε μεγαλώσει ο αδελφός του πατέρα του, ο Ίαν Ράιντερ. Νωρίτερα την ίδια χρονιά, είχε πεθάνει και ο Ίαν Ράιντερ, σε ένα υποτιθέμενο αυτοκινητικό δυστύχημα. Όταν ο Άλεξ ανακάλυψε ότι ο θείος του ήταν, στην πραγματικότητα, κατάσκοπος και είχε σκοτωθεί σε μια αποστολή στην Κορνουάλη, έπαθε το μεγαλύτερο σοκ της ζωής του. Τότε έκανε και την εμφάνισή της η ΜΙ-6. Με κάποιον τρόπο, είχαν κατορθώσει να απορροφήσουν τον Άλεξ στον κόσμο τους, κι από τότε δούλευε γι αυτούς. Ο Άλεξ δεν ήξερε σχεδόν τίποτα για τον πατέρα και τη μητέρα του, τον Τζον και την Έλεν Ράιντερ. Στην κρεβατοκάμαρά του είχε μια φωτογραφία τους: ένας ωραίος άνδρας με παρατηρητικό βλέμμα και κοντά μαλλιά στεκόταν με το χέρι του γύρω απ τη μέση μιας όμορφης, χαμογελαστής γυναίκας. Εκείνος ήταν κάποτε αξιωματικός του στρατού κι έμοιαζε ακόμα με στρατιώτη. Εκείνη ήταν νοσοκόμα κι εργαζόταν σε ένα ακτινολογικό εργαστήριο. Όμως για τον Άλεξ ήταν εντελώς άγνωστοι^ δεν είχε την παραμικρή ανάμνηση από αυτούς. Είχαν πεθάνει όταν εκείνος ήταν ακόμα μωρό. Σ ένα αεροπορικό δυστύχημα. Έτσι του είχαν πει. Τώρα, όμως, ήξερε ότι δεν ήταν αυτή η αλήθεια. Η πτώση του αεροπλάνου ήταν ένα ψέμα, όπως και

ΑΝΤΟΝΙ ΧΟΡΟΟΥΙΤΣ το αυτοκινητικό δυστύχημα του θείου του. Ο Γιάσεν Γκρεγκόροβιτς του είχε πει την αλήθεια επάνω στο αεροπλάνο του Προέδρου των ΗΠΑ. Ο πατέρας του Άλεξ ήταν επαγγελματίας δολοφόνος όπως ακριβώς και ο Γιάσεν. Οι δυο τους είχαν δουλέψει μαζί. Ο Τζον Ράιντερ είχε σώσει κάποτε τη ζωή του Γιάσεν. Ωστόσο, μετά, τον Τζον Ράιντερ τον σκότωσε η ΜΙ-6 οι ίδιοι άνθρωποι που είχαν αναγκάσει τον Άλεξ να δουλέψει γι αυτούς τρεις φορές, που του είχαν πει ψέματα, τον είχαν εκμεταλλευτεί και, στο τέλος, τον είχαν εγκαταλείψει, όταν δεν τον χρειάζονταν πια. Ήταν σχεδόν απίστευτο, αλλά ο Γιάσεν του είχε προτείνει έναν τρόπο για να ανακαλύψει την αλήθεια. Πήγαινε στη Βενετία. Βρες τη Scorpia. Εκεί θα ανακαλύψεις το πεπρωμένο σου Ο Άλεξ ήθελε να μάθει τι είχε συμβεί δεκατέσσερα χρόνια πριν. Ανακαλύπτοντας την αλήθεια για τον Τζον Ράιντερ θα ήταν σαν να μάθαινε για τον ίδιο του τον εαυτό. Και αν πράγματι ο πατέρας του ήταν πληρωμένος δολοφόνος, ο ίδιος τι ήταν; Η σκέψη αυτή εξόργιζε τον Άλεξ, τον έκανε δυστυχισμένο τον μπέρδευε. Έπρεπε να βρει τη Scorpia, ό,τι κι αν σήμαινε αυτό. Η Scorpia θα του έλεγε όσα ήθελε να μάθει. Εκείνη τη στιγμή, μια σχολική εκδρομή στη Βενετία ήταν ό,τι χρειαζόταν. Και η Τζακ δεν τον εμπόδισε να πάει. Αντιθέτως, τον παρακίνησε. «Είναι ακριβώς αυτό που χρειάζεσαι, Άλεξ. Μια ευκαιρία να βρεθείς με τους φίλους σου σαν κανονικός μαθητής. Είμαι σίγουρη ότι θα περάσεις υπέροχα». Ο Άλεξ δεν είπε τίποτα. Δεν του άρεσε που ήταν αναγκασμένος να της πει ψέματα, αλλά σε καμία περίπτωση

ΤΟ ΔΑΓΚΩΜΑ ΤΟΥ ΣΚΟΡΠΙΟΥ δεν μπορούσε να της φανερώσει την αλήθεια. Η Τζακ δε γνώριζε καν τον πατέρα του^ το θέμα δεν την αφορούσε. Την άφησε, λοιπόν, να τον βοηθήσει να φτιάξει τα πράγματά του, ξέροντας ότι, γι αυτόν, το ταξίδι δε θα είχε καμία σχέση με εκκλησίες και μουσεία. Ήταν μια ευκαιρία να εξερευνήσει την πόλη και να ανακαλύψει τα μυστικά που κρύβονταν εκεί. Οι πέντε μέρες δεν ήταν αρκετές. Ήταν, όμως, κάποια αρχή. Πέντε μέρες στη Βενετία. Πέντε μέρες για να βρει τη Scorpia. Και να που βρισκόταν ήδη εκεί. Σε μια βενετσιάνικη πλατεία. Είχαν κιόλας περάσει οι τρεις μέρες της εκδρομής και δεν είχε βρει τίποτα. «Άλεξ θες παγωτό;» «Όχι. Δε θέλω κάτι». «Εγώ ζεσταίνομαι. Πάω να πάρω ένα από εκείνα τα πράγματα που μου είπες. Πώς το είπες; Γρανάδα ή κάπως έτσι» Ο Άλεξ ήταν μαζί με άλλο ένα δεκατετράχρονο αγόρι, που ήταν ο καλύτερός του φίλος στο Μπρούκλαντ. Είχε ξαφνιαστεί όταν έμαθε ότι ο Τομ Χάρις θα ερχόταν στην εκδρομή, μια κι ο Τομ δεν ενδιαφερόταν και τόσο για την Iστορία ή την τέχνη. Για την ακρίβεια, δεν τον ενδιέφερε καθόλου το σχολείο και είχε πατώσει σε όλα τα μαθήματα. Το καλό όμως ήταν ότι δεν του καιγόταν καρφί. Ήταν πάντοτε μέσα στην τρελή χαρά, και ακόμα κι οι καθηγητές παραδέχονταν ότι ήταν πολύ ευχάριστη παρέα. Ο Τομ μπορεί να ήταν ο χειρότερος στην τάξη, ήταν όμως ο καλύτερος στο γήπεδο. Ήταν αρχηγός στη σχολική ομάδα ποδοσφαίρου και ο βασικός αντίπαλος του Άλεξ τη μέρα των αθλητικών επιδείξεων, αφού τον

ΑΝΤΟΝΙ ΧΟΡΟΟΥΙΤΣ νικούσε στο δρόμο μετ εμποδίων, στα τετρακόσια μέτρα και στο άλμα επί κοντώ. Ο Τομ ήταν κοντός για την ηλικία του, με μαύρα μαλλιά καρφάκια και λαμπερά γαλάζια μάτια. Αφού δεν ξετρελαινόταν για μουσεία, όμως, γιατί βρισκόταν εκεί; Ο Άλεξ διαπίστωσε σύντομα το λόγο. Οι γονείς του Τομ βρίσκονταν στη φάση ενός δύσκολου διαζυγίου και τον είχαν διώξει, για να μην τον έχουν στα πόδια τους. «Γρανίτα το λένε», είπε ο Άλεξ. Αυτό παράγγελνε πάντα όταν ήταν στην Ιταλία^ θρυμματισμένο πάγο με φρεσκοστυμμένο χυμό λεμονιού. Ήταν κάτι μεταξύ παγωτού και ποτού και δεν υπήρχε στον κόσμο τίποτα πιο δροσιστικό. «Έλα, παράγγειλέ το μου εσύ. Κάθε φορά που ρωτάω κάποιον κάτι στα ιταλικά, με κοιτάζει λες και είμαι τρελός». Ο Άλεξ δεν ήξερε παρά μόνο λίγες φράσεις στα ιταλικά^ ήταν από τις γλώσσες που δεν του είχε μάθει ο Ίαν Ράιντερ. Παρ όλα αυτά, πήγε μαζί με τον Τομ και παράγγειλε δυο γρανίτες από ένα μαγαζί κοντά στους πάγκους της αγοράς, μία για τον Τομ και μία ο Τομ επέμενε για τον ίδιο. Ο Τομ είχε πολλά λεφτά. Οι γονείς του είχαν φροντίσει να του δώσουν ένα πολύ γερό χαρτζιλίκι προτού φύγει. «Θα έρχεσαι σχολείο αυτό το τρίμηνο;» τον ρώτησε. Ο Άλεξ ανασήκωσε τους ώμους. «Φυσικά». «Πέρσι δεν πάτησες σχεδόν καθόλου ούτε πρόπερσι». «Ήμουν άρρωστος». Ο Τομ κούνησε το κεφάλι. Φορούσε ένα ζευγάρι πολύ σκούρα γυαλιά ηλίου Diesel, που είχε αγοράσει στο αε-

ΤΟ ΔΑΓΚΩΜΑ ΤΟΥ ΣΚΟΡΠΙΟΥ ροδρόμιο του Χίθροου. Ήταν πολύ μεγάλα για το πρόσωπό του και γλιστρούσαν συνέχεια από τη μύτη του. «Το ξέρεις ότι αυτό δεν το πιστεύει κανένας», σχολίασε. «Μπα, γιατί;» «Γιατί κανένας δεν μπορεί να είναι τόσο άρρωστος. Δεν είναι δυνατόν». Ο Τομ χαμήλωσε τη φωνή του. «Ακούγεται ότι είσαι κλέφτης», του εκμυστηρεύτηκε. «Τι;» «Γι αυτό λείπεις τόσο πολύ. Έχεις μπλεξίματα με την αστυνομία». «Αυτό νομίζεις κι εσύ;» «Όχι. Όμως η δεσποινίς Μπέντφορντσαϊρ με ρώτησε για σένα. Ξέρει ότι είμαστε φίλοι. Είπε ότι είχες μπλεξίματα από τότε που έκλεψες ένα γερανό ή κάτι τέτοιο. Αυτό το άκουσε από κάπου και πιστεύει ότι πηγαίνεις σε ψυχολόγο». «Σε ψυχολόγο;» έκανε έκπληκτος ο Άλεξ. «Ναι. Σε λυπάται πολύ. Νομίζει ότι αυτός είναι ο λόγος που λείπεις τόσο πολύ. Νομίζει ότι πηγαίνεις στον τρελογιατρό». Η Τζέιν Μπέντφορντσαϊρ ήταν η γραμματέας του σχολείου, μια όμορφη κοπέλα γύρω στα είκοσι πέντε. Είχε έρθει κι εκείνη στην εκδρομή, όπως κάθε χρόνο. Ο Άλεξ την έβλεπε εκείνη τη στιγμή, στην απέναντι πλευρά της πλατείας, να μιλάει με τον κύριο Γκρέι. Πολλοί έλεγαν ότι κάτι έτρεχε μεταξύ τους, αλλά ο Άλεξ σκεφτόταν ότι κι αυτό ίσχυε τόσο όσο ίσχυαν όλα όσα λέγονταν για τον ίδιο. Ένα ρολόι σήμανε δώδεκα. Σε μισή ώρα θα έπρεπε να γυρίσουν για το μεσημεριανό στο ξενοδοχείο όπου έμεναν. Το σχολείο του Μπρούκλαντ ήταν ένα από τα συ-

ΑΝΤΟΝΙ ΧΟΡΟΟΥΙΤΣ νηθισμένα μονοτάξια σχολεία του δυτικού Λονδίνου και, προκειμένου να ρίξουν το κόστος, είχαν αποφασίσει να μείνουν στα περίχωρα της Βενετίας. Ο κύριος Γκρέι είχε διαλέξει ένα ξενοδοχείο στη μικρή πόλη του Σαν Λορέντζο, μόλις δέκα λεπτά με το τρένο από τη Βενετία. Κάθε πρωί έμπαιναν στο τρένο, έφταναν στο σταθμό κι από κει έπαιρναν το θαλάσσιο λεωφορείο για το κέντρο της πόλης. Αλλά όχι εκείνο το πρωί. Ήταν Κυριακή, και είχαν το πρωινό ελεύθερο. «Είσαι, λοιπόν» άρχισε να λέει ο Τομ. Ξαφνικά, σταμάτησε και η προσοχή του στράφηκε αλλού. Συνέβη πολύ γρήγορα, αλλά πρόλαβαν να το δουν και οι δυο τους. Στην απέναντι πλευρά της πλατείας είχε εμφανιστεί μια μοτοσικλέτα. Ήταν μια Vespa Granturismo, 200 κυβικών, σχεδόν καινούρια, με δύο άνδρες επάνω. Φορούσαν και οι δύο τζιν και φαρδιά μακρυμάνικα πουκάμισα. Εκείνος που καθόταν στην πίσω θέση φορούσε κράνος με κατεβασμένη την προσωπίδα, για να προστατεύει το πρόσωπό του αλλά και για να το κρύβει. Ο οδηγός που φορούσε γυαλιά ηλίου κατευθύνθηκε προς τη δεσποινίδα Μπέντφορντσαϊρ σαν να ήθελε να πέσει πάνω της. Την τελευταία στιγμή, έστριψε και, αυτομάτως, ο άλλος άνδρας, πίσω του, άπλωσε το χέρι και άρπαξε την τσάντα της. Το έκανε με τόση δεξιοτεχνία, που ο Άλεξ κατάλαβε ότι ήταν επαγγελματίες scippatori, όπως τους έλεγαν στην Ιταλία. Τσαντάκηδες. Το περιστατικό το είχαν πάρει είδηση και κάποιοι από τους υπόλοιπους μαθητές. Ένας-δύο έδειχναν προς το μέρος όπου στεκόταν η δεσποινίς Μπέντφορντσαϊρ και φώναζαν, αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι. Η μη-

ΤΟ ΔΑΓΚΩΜΑ ΤΟΥ ΣΚΟΡΠΙΟΥ χανή ήδη είχε απομακρυνθεί αναπτύσσοντας ταχύτητα. Ο οδηγός ήταν σκυμμένος επάνω στο τιμόνι, ενώ ο συνέταιρός του κρατούσε την τσάντα στα γόνατά του. Διέσχισαν την πλατεία διαγώνια, κατευθυνόμενοι προς τον Άλεξ και τον Τομ. Πριν από λίγα λεπτά υπήρχε κόσμος παντού, αλλά, ξαφνικά, το κέντρο της πλατείας είχε αδειάσει και κανένας δεν μπορούσε να τους σταματήσει. «Άλεξ!» φώναξε ο Τομ. «Μείνε εκεί που είσαι», του είπε ο Άλεξ. Για μια στιγμή, σκέφτηκε να προσπαθήσει να σταματήσει τη Vespa μπαίνοντας μπροστά και κόβοντάς της το δρόμο, αλλά δεν είχε καμία ελπίδα. Ο οδηγός θα μπορούσε εύκολα να τον παρακάμψει, ενώ, αν επέλεγε να μην το κάνει, ο Άλεξ θα περνούσε την επόμενη σχολική χρονιά στο νοσοκομείο στα σίγουρα. Η μηχανή έτρεχε ήδη με τριάντα χιλιόμετρα την ώρα και η μονοκύλινδρη τετράχρονη μηχανή της μετέφερε με άνεση τους δύο άνδρες προς το μέρος του. Δεν υπήρχε περίπτωση να καταφέρει ο Άλεξ να τη σταματήσει. Κοίταξε γύρω του ψάχνοντας να βρει κάτι να τους πετάξει. Ένα δίχτυ Έναν κουβά νερό Δίχτυ όμως δεν υπήρχε και το σιντριβάνι ήταν πολύ μακριά, αν και υπήρχαν κουβάδες Η μηχανή βρισκόταν λιγότερο από είκοσι μέτρα μακριά και επιτάχυνε συνέχεια. Ο Άλεξ έτρεξε κι άρπαξε έναν κουβά από τον πάγκο με τα λουλούδια, τον άδειασε, σκορπίζοντας τα αποξηραμένα λουλούδια στο πεζοδρόμιο και τον γέμισε με σπόρους για τα πουλιά από τον διπλανό πάγκο. Οι δυο ιδιοκτήτες των πάγκων τού φώναζαν κάτι, αλλά ο Άλεξ δεν τους έδωσε σημασία. Δί-

ΑΝΤΟΝΙ ΧΟΡΟΟΥΙΤΣ χως να σταματήσει, έστριψε και πέταξε τους σπόρους πάνω στη Vespa, καθώς περνούσε από δίπλα του. Ο Τομ παρακολουθούσε, στην αρχή έκπληκτος, έπειτα απογοητευμένος. Ο Άλεξ νόμιζε ότι, περιλούζοντας τους κλέφτες με τους σπόρους, θα τους έριχνε από τη μηχανή, αλλά έκανε μεγάλο λάθος. Αυτοί συνέχισαν το δρόμο τους σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Ο Άλεξ, όμως, είχε άλλο σχέδιο. Πρέπει να υπήρχαν καμιά εκατοστή περιστέρια στην πλατεία και αμέσως πήραν είδηση τους σπόρους που είχαν σκορπιστεί. Οι δύο αναβάτες είχαν γεμίσει σπόρους τα ρούχα τους, οι γιακάδες και τα παπούτσια τους. Ένας μικρός σωρός είχε μαζευτεί στη σέλα του οδηγού. Μερικοί είχαν πέσει μέσα στην τσάντα της δεσποινίδας Μπέντφορντσαϊρ ενώ άλλοι είχαν μπλεχτεί στα μαλλιά του οδηγού. Οι τσαντάκηδες είχαν γίνει, ξαφνικά, ένα υπέροχο τροχοφόρο γεύμα για τα περιστέρια. Με μια έκρηξη από φτερουγίσματα, όρμησαν επάνω στους δυο άνδρες. Ξαφνικά ο οδηγός ένιωσε ένα περιστέρι να γαντζώνεται στο μάγουλό του και να του τσιμπάει με μανία το κεφάλι. Άλλο ένα περιστέρι χώθηκε στο λαιμό του κι ένα τρίτο ανάμεσα στα πόδια του τσιμπώντας τον στην ευαίσθητη περιοχή. Ο συνεπιβάτης του είχε δυο περιστέρια στο λαιμό του, ένα άλλο κρεμόταν από το πουκάμισό του κι ένα τέταρτο ήταν μισοχωμένο στην κλεμμένη τσάντα. Κι όλο και μαζεύονταν. Κάποια στιγμή, καμιά εικοσαριά περιστέρια φτεροκοπούσαν γύρω τους, ένας στρόβιλος από φτερά, νύχια και κουτσουλιές, που άφηναν μέσα στην έξαψη και την απληστία τους.

ΤΟ ΔΑΓΚΩΜΑ ΤΟΥ ΣΚΟΡΠΙΟΥ Ο οδηγός δεν μπορούσε να δει μπροστά του. Με το ένα του χέρι έσφιγγε το τιμόνι και με το άλλο χτυπούσε το πρόσωπό του. Ο Άλεξ παρακολουθούσε το κατόρθωμά του, όταν η μοτοσικλέτα έκανε στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών και άρχισε να κατευθύνεται καταπάνω τους με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Ο Άλεξ μαζεύτηκε, έτοιμος να πεταχτεί προς τα πίσω. Η σύγκρουση φαινόταν αναπόφευκτη. Όμως η μοτοσικλέτα έκανε άλλη μια στραβοτιμονιά και άρχισε να κατευθύνεται προς το σιντριβάνι, ενώ οι δύο άνδρες μόλις που διακρίνονταν μέσα στο σύννεφο από φτερουγίσματα. Η μπροστινή ρόδα χτύπησε στην άκρη του σιντριβανιού και η μοτοσικλέτα έγινε ένας σωρός από σιδερικά. Οι δύο άνδρες τινάχτηκαν μακριά. Τα πουλιά σκόρπισαν. Καθώς ο συνεπιβάτης έπεφτε μέσα στο σιντριβάνι, έβγαλε μια κραυγή και πέταξε την τσάντα. Σαν σε αργή κίνηση, η τσάντα διέγραψε μια τροχιά στον αέρα, και ο Άλεξ έκανε δυο βήματα και την έπιασε. Έτσι τελείωσαν όλα. Οι δυο κλέφτες είχαν βουλιάξει κουβαριασμένοι στο κρύο νερό. Η Vespa βρισκόταν στραπατσαρισμένη στο χώμα. Δυο αστυνομικοί, που είχαν καταφτάσει όταν ήταν πλέον πολύ αργά, έτρεχαν βιαστικά προς το μέρος τους. Οι ιδιοκτήτες των πάγκων γελούσαν και χειροκροτούσαν. Ο Τομ κοιτούσε ακίνητος. Ο Άλεξ πλησίασε τη δεσποινίδα Μπέντφορντσαϊρ και της έδωσε την τσάντα. «Νομίζω πως είναι δική σας», της είπε. «Άλεξ» έκανε η δεσποινίς Μπέντφορντσαϊρ σαν χαμένη. «Πώς» «Το έμαθα όταν έκανα θεραπεία», της έκανε και απομακρύνθηκε γυρίζοντας στο φίλο του.

ΤΟ ΠΑΛΑΤΙ ΤΗΣ ΧΗΡΑΣ Λοιπόν, το κτίριο αυτό είναι το Παλάτσο Κονταρίνι ντελ Μπόβολο», ανακοίνωσε ο κύριος Γκρέι. «Μπόβολο λένε στα βενετσιάνικα το κέλυφος του σαλιγκαριού και, όπως βλέπετε, το σχήμα αυτού του υπέροχου κλιμακοστασίου μοιάζει λίγο με κέλυφος σαλιγκαριού». Ο Τομ Χάρις έπνιξε ένα χασμουρητό. «Αν δω ακόμα ένα παλάτι, ακόμα ένα μουσείο ή ακόμα ένα κανάλι», μουρμούρισε, «θα πάω να πέσω στις ρόδες κανενός λεωφορείου». «Δεν υπάρχουν λεωφορεία στη Βενετία», του υπενθύμισε ο Άλεξ. «Τότε, θα πέσω στις ρόδες κανενός θαλάσσιου λεωφορείου. Κι αν δε με χτυπήσει, μπορεί να σταθώ τυχερός και να πνιγώ», αναστέναξε ο Τομ. «Ξέρεις ποιο είναι το πρόβλημα μ αυτό το μέρος; Μοιάζει με τεράστιο μουσείο. Νιώθω πως έχω περάσει εδώ πέρα τη μισή μου ζωή». «Αύριο φεύγουμε».

ΤΟ ΔΑΓΚΩΜΑ ΤΟΥ ΣΚΟΡΠΙΟΥ «Καιρός ήτανε, Άλεξ». Ο Άλεξ δεν είχε την ίδια γνώμη. Δεν είχε ξαναδεί πόλη σαν τη Βενετία. Και η αλήθεια ήταν ότι δεν υπήρχε καμιά πόλη στον κόσμο που να μοιάζει με τη Βενετία, με τα στενά δρομάκια και τα σκοτεινά φιδωτά κανάλια, που μπλέκονταν μεταξύ τους φτιάχνοντας ένα περίπλοκο και θαυμαστό κουβάρι. Κάθε κτίριο συναγωνιζόταν το γειτονικό του σε διακόσμηση και μεγαλοπρέπεια. Με ένα σύντομο περίπατο γύριζες τέσσερις αιώνες πίσω στην Ιστορία, ενώ σε κάθε γωνιά παραμόνευε μία ακόμα έκπληξη: μια υπαίθρια αγορά δίπλα στο κανάλι με τεράστια κομμάτια κρέας, ριγμένα πάνω στους πάγκους, και ψάρια που στάζανε αίμα πάνω στις πλάκες του πεζοδρομίου ή μια εκκλησία που έδειχνε να πλέει στο νερό^ ένα μεγαλοπρεπές ξενοδοχείο ή ένα μικροσκοπικό εστιατόριο. Ακόμα και τα καταστήματα ήταν έργα τέχνης, με τα παράθυρά τους στολισμένα με εξωτικές μάσκες, γυάλινα βάζα με αστραφτερά χρώματα, ζυμαρικά και αντίκες. Ίσως ήταν μια πόλη-μουσείο, αλλά ένα μουσείο ζωντανό. Ωστόσο ο Άλεξ καταλάβαινε πώς ένιωθε ο Τομ. Έπειτα από τέσσερις μέρες, ακόμα κι ο ίδιος είχε αρχίσει να βαριέται. Είχε βαρεθεί τα αγάλματα, τις εκκλησίες, τα μωσαϊκά. Και είχε βαρεθεί και τους τουρίστες που στριμώχνονταν κάτω από τον καυτό σεπτεμβριάτικο ήλιο. Είχε αρχίσει να νιώθει μπουχτισμένος, όπως κι ο Τομ. Και τι θα γινόταν με τη Scorpia; Το πρόβλημα ήταν ότι δεν είχε ιδέα τι σήμαιναν τα τελευταία λόγια του Γιάσεν Γκρεγκόροβιτς. Η Scorpia θα μπορούσε να είναι κάποιο πρόσωπο. Ο Άλεξ είχε ψάξει στον τηλεφωνικό κατάλογο και είχε βρει περισσότερους

ΑΝΤΟΝΙ ΧΟΡΟΟΥΙΤΣ από δεκατέσσερις ανθρώπους μ αυτό το όνομα, που ζούσαν μέσα και γύρω από τη Βενετία. Θα μπορούσε να είναι κάποια επιχείρηση. Ή ένα κτίριο. Scuole λέγονταν τα σπίτια που φιλοξενούσαν άπορους. La Scala λεγόταν το κτίριο μιας όπερας στο Μιλάνο. Όμως η Scorpia δε φαινόταν να αντιπροσωπεύει κάτι. Δεν υπήρχαν πινακίδες που να οδηγούν σε κάποιον προορισμό με αυτό το όνομα ούτε και δρόμοι με αυτό το όνομα. Μόνο τώρα, που η εκδρομή πλησίαζε στο τέλος της, ο Άλεξ καταλάβαινε ότι όλα ήταν μάταια. Αν ο Γιάσεν του είχε πει την αλήθεια, τότε οι δυο άνδρες ο Γιάσεν Γκρεγκόροβιτς και ο Τζον Ράιντερ ήταν πληρωμένοι δολοφόνοι. Είχαν δουλέψει, άραγε, για τη Scorpia; Αν ναι, η Scorpia ήταν πολύ καλά κρυμμένη ίσως σε κάποιο από εκείνα τα μεσαιωνικά παλάτια. Ο Άλεξ κοίταξε και πάλι το κλιμακοστάσιο που περιέγραφε ο κύριος Γκρέι. Άραγε εκείνα τα σκαλοπάτια μπορεί να τον οδηγούσαν στη Scorpia; Πώς να το ξέρει; Η Scorpia θα μπορούσε να βρίσκεται οπουδήποτε. Θα μπορούσε να βρίσκεται παντού. Και ο Άλεξ, ύστερα από τέσσερις μέρες στη Βενετία, βρισκόταν ακόμα στο μηδέν. «Θα γυρίσουμε περπατώντας από τη Φρετζέρια προς την κεντρική πλατεία», ανακοίνωσε ο κύριος Γκρέι. «Μπορούμε να φάμε εκεί τα σάντουιτς και, στη συνέχεια, να επισκεφτούμε τη Βασιλική του Αγίου Μάρκου». «Α, υπέροχα!» αναφώνησε ο Τομ. «Κι άλλη εκκλησία!» Ξεκίνησαν, λοιπόν, καμιά δεκαριά Εγγλέζοι μαθητές, με τον κύριο Γκρέι και τη δεσποινίδα Μπέντφορντσαϊρ μπροστά να συζητούν ζωηρά μεταξύ τους. Ο Άλεξ και ο Τομ ακολουθούσαν τελευταίοι, σκυθρωποί και οι δυο. Μία μέ-

ΤΟ ΔΑΓΚΩΜΑ ΤΟΥ ΣΚΟΡΠΙΟΥ ρα είχε μείνει και, όπως έλεγε κι ο Τομ, ήταν καιρός να γυρίσουν πίσω. Είχαν παραμορφωθεί, όπως έλεγε. Ο Τομ, όμως, δε θα γύριζε στο Λονδίνο μαζί με τους υπόλοιπους. Είχε ένα μεγαλύτερο αδελφό, που ζούσε στη Νάπολη, και θα περνούσε μαζί του το υπόλοιπο των καλοκαιρινών διακοπών. Για τον Άλεξ το τέλος της εκδρομής θα σήμαινε αποτυχία. Θα γύριζε σπίτι, θα ξεκινούσε το σχολείο και Και τότε είδε κάτι Μια ασημένια λάμψη καθώς ο ήλιος ανακλούσε πάνω σε κάποιο αντικείμενο που βρισκόταν στο οπτικό του πεδίο. Γύρισε το κεφάλι. Δεν ήταν τίποτα. Ένα κανάλι που οδηγούσε μακριά. Κι άλλο ένα που το διέσχιζε. Ένα ταχύπλοο που περνούσε κάτω από μια γέφυρα γλιστρώντας στο νερό. Οι συνηθισμένες προσόψεις με τους παλιούς καφετιούς τοίχους με τα ξύλινα παντζούρια. Ο τρούλος μιας εκκλησίας που υψωνόταν πάνω από τις στέγες με τα κόκκινα κεραμίδια. Η φαντασία του θα ήταν Εκείνη τη στιγμή, όμως, το ταχύπλοο άρχισε να παίρνει στροφή, και τότε το είδε και πάλι και ήξερε ότι δεν έκανε λάθος^ ένας ασημένιος σκορπιός κοσμούσε τη μια πλευρά του σκάφους, καρφωμένος στην ξύλινη πλώρη. Ο Άλεξ είχε καρφωθεί στο σκάφος, καθώς εκείνο έστριβε μπαίνοντας σε άλλο κανάλι. Δεν ήταν γόνδολα ή ατμοκίνητο βαποράκι, αλλά ένα κομψό ιδιωτικό γιοτ κατασκευασμένο από λουστραρισμένο ξύλο τικ, με φινιστρίνια με κουρτίνες και δερμάτινα καθίσματα. Τα δυο μέλη του πληρώματος φορούσαν κομψά λευκά τζάκετ και κοντά παντελόνια. Ο ένας στεκόταν στο τιμόνι και ο άλλος σέρβιρε ποτό στον μοναδικό επιβάτη^ μια γυναίκα, καθισμένη με στητή πλάτη, που κοιτούσε ίσια μπροστά

ΑΝΤΟΝΙ ΧΟΡΟΟΥΙΤΣ της. Ο Άλεξ μόλις που πρόλαβε να παρατηρήσει τα μαύρα μαλλιά της, την ανασηκωμένη μύτη της και το ανέκφραστο πρόσωπό της. Έπειτα, το ταχύπλοο πήρε στροφή και χάθηκε από το οπτικό του πεδίο. Ένας σκορπιός διακοσμούσε ένα ταχύπλοο. Scorpia. Η συσχέτιση ήταν εξαιρετικά μικρή, αλλά ο Άλεξ ήταν ήδη αποφασισμένος να ακολουθήσει το σκάφος. Λες κι ο ασημένιος σκορπιός είχε εμφανιστεί από το πουθενά για να τον οδηγήσει εκεί όπου ούτε κι ο ίδιος δεν ήξερε τι θα ανακάλυπτε. Υπήρχε κάτι ακόμα που του είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον. Η γυναίκα στεκόταν εντελώς ακίνητη. Πώς ήταν δυνατό να σε περιφέρουν μέσα σ αυτή την εντυπωσιακή πόλη και να μην εκδηλώνεις το παραμικρό συναίσθημα, να μην κοιτάζεις, τουλάχιστον, δεξιά κι αριστερά; Ο Άλεξ αναλογίστηκε τον Γιάσεν Γκρεγκόροβιτς. Έτσι θα ήταν κι εκείνος. Ο Γιάσεν κι αυτή εδώ η γυναίκα ήταν από την ίδια πάστα. Ο Άλεξ γύρισε στον Τομ. «Δικαιολόγησέ με», του είπε βιαστικά. «Τι έγινε πάλι;» ρώτησε ο Τομ. «Πες τους ότι δεν αισθανόμουν καλά. Πες ότι γύρισα στο ξενοδοχείο». «Πού πας;» «Θα σου πω μετά». Και μ αυτά τα λόγια ο Άλεξ χάθηκε σ ένα στενό σοκάκι ανάμεσα σ ένα κατάστημα με αντίκες και μια καφετέρια, προσπαθώντας να ακολουθήσει τη διαδρομή του σκάφους.

ΤΟ ΔΑΓΚΩΜΑ ΤΟΥ ΣΚΟΡΠΙΟΥ Αμέσως όμως κατάλαβε ότι υπήρχε πρόβλημα. Η πόλη της Βενετίας ήταν χτισμένη επάνω σε καμιά εκατοστή νησιά. Τους το είχε εξηγήσει αυτό ο κύριος Γκρέι, από την πρώτη μέρα της εκδρομής. Κατά το Μεσαίωνα, όλη η περιοχή δεν ήταν παρά ένας βάλτος. Γι αυτό και δεν υπήρχαν δρόμοι μόνο κανάλια και κομμάτια στεριάς σε παράξενα σχήματα, που συνδέονταν με γέφυρες. Η γυναίκα βρισκόταν μέσα στο κανάλι, ενώ ο Άλεξ στη στεριά. Αν επιχειρούσε να την ακολουθήσει, θα ήταν σαν να την αναζητούσε μέσα σε έναν απερίγραπτο λαβύρινθο, όπου οι δρόμοι τους δεν έμελλε ποτέ να συναντηθούν. Την είχε χάσει κιόλας. Το στενό δρομάκι, που είχε πάρει ο Άλεξ, αντί να συνεχίζει ευθεία, έστριβε απότομα πίσω από μια ψηλή πολυκατοικία. Έτρεξε μέχρι τη γωνία υπό το βλέμμα δυο μαυροντυμένων Ιταλίδων, που ήταν καθισμένες πάνω σε κάτι ξύλινα σκαμνιά στο πεζοδρόμιο. Μπροστά του εκτεινόταν ένα κανάλι, αλλά δε φαινόταν κανένα σκάφος. Υπήρχαν κάτι χοντρά, πέτρινα σκαλοπάτια, που οδηγούσαν από το δρόμο στο θολό νερό, αλλά δεν υπήρχε τρόπος να πάει παραπέρα εκτός αν ήθελε να κολυμπήσει. Κοίταξε στ αριστερά του και πρόλαβε να δει το ξύλινο σκάφος και τα απόνερα που άφηναν πίσω τους οι προπέλες του, καθώς περνούσε μπροστά από ένα στολίσκο από γόνδολες, δεμένες η μια με την άλλη σε μια σάπια, ξύλινη προβλήτα. Να και η γυναίκα, που καθόταν ακόμα στην πρύμνη, κρατώντας ένα ποτήρι κρασί. Το ταχύπλοο πέρασε κάτω από μια γέφυρα, τόσο μικρή, που μετά βίας χωρούσε να περάσει. Δεν του έμενε άλλη επιλογή. Γύρισε πίσω κι ακολού-

ΑΝΤΟΝΙ ΧΟΡΟΟΥΙΤΣ θησε το δρόμο απ τον οποίον είχε έρθει, τρέχοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Οι δυο γυναίκες τον είδαν ξανά να περνάει από μπροστά τους και κούνησαν τα κεφάλια τους επιτιμητικά. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβε πόση ζέστη είχε. Λες κι ο ήλιος είχε παγιδευτεί ανάμεσα στα στενά σοκάκια, και η ζέστη ήταν ανυπόφορη, ακόμα και κάτω από τη σκιά. Ιδρωμένος, έφτασε στο δρόμο απ όπου είχε ξεκινήσει. Ευτυχώς, δεν έβλεπε πουθενά ούτε τον κύριο Γκρέι ούτε την υπόλοιπη ομάδα. Από πού να πήγαινε; Ξαφνικά, κάθε δρόμος, κάθε γωνία τού φαίνονταν ίδια. Βασίστηκε στη διαίσθησή του και αποφάσισε να κατευθυνθεί προς τα αριστερά. Τρέχοντας, πέρασε μπροστά από ένα μανάβικο, ένα κηροποιείο κι ένα υπαίθριο εστιατόριο, όπου τα γκαρσόνια είχαν ήδη αρχίσει να στρώνουν τα τραπέζια για το μεσημεριανό. Έφτασε σε μια στροφή και βρέθηκε μπροστά στη γέφυρα ήταν τόσο μικρή, που θα μπορούσε να τη διασχίσει με λίγες δρασκελιές. Σταμάτησε στη μέση της γέφυρας κι έσκυψε από την άκρη της κοιτάζοντας το κανάλι. Η μυρωδιά από τα στάσιμα νερά τού χτύπησε τα ρουθούνια. Δεν έβλεπε τίποτα. Το σκάφος είχε χαθεί. Ήξερε όμως προς τα πού είχε πάει. Υπήρχε ακόμα χρόνος, αν εξακολουθούσε να τρέχει. Τινάχτηκε μπροστά. Ένας Γιαπωνέζος τουρίστας ήταν έτοιμος να φωτογραφίσει τη γυναίκα και την κόρη του. Ο Άλεξ άκουσε τον ήχο από το διάφραγμα της κάμερας, καθώς περνούσε σαν σφαίρα ανάμεσά τους. Όταν θα επέστρεφαν στο Τόκιο, θα είχαν τη φωτογραφία ενός αδύνατου αγοριού, με αθλητικό σώμα και ξανθά μαλλιά που έπεφταν στο μέ-

ΤΟ ΔΑΓΚΩΜΑ ΤΟΥ ΣΚΟΡΠΙΟΥ τωπό του, με σορτσάκι και μπλουζάκι, ιδρωμένου αλλά αποφασιστικού. Έτσι, θα τον θυμούνταν για πάντα. Υπήρχε πλήθος από τουρίστες. Ένας πλανόδιος καλλιτέχνης έπαιζε κιθάρα. Σε μια καφετέρια, γκαρσόνια έτρεχαν πάνω-κάτω με τους ασημένιους δίσκους τους. Ο Άλεξ χώθηκε ανάμεσά τους, χωρίς να δίνει σημασία στις φωνές και τις διαμαρτυρίες που ξεσηκώθηκαν πίσω του. Τώρα, όμως, δε φαινόταν πλέον το νερό^ ο δρόμος έδειχνε να συνεχίζει επ άπειρον. Ο Άλεξ, όμως, ήξερε ότι σίγουρα υπήρχε κάποιο κανάλι μπροστά του. Κάποια στιγμή, το βρήκε. Ο δρόμος στένευε και χανόταν στο βάθος. Δίπλα του κυλούσε γκρίζο το νερό. Είχε φτάσει στο Γκραν Κανάλ, το μεγαλύτερο πλωτό κανάλι της Βενετίας. Και εκεί είδε πάλι το ταχύπλοο με τον ασημένιο σκορπιό σε όλο του το μεγαλείο. Ήταν τουλάχιστον τριάντα μέτρα μακριά του, τριγυρισμένο από άλλα σκάφη, και κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε απομακρυνόταν όλο και περισσότερο. Ο Άλεξ ήξερε ότι, αν το έχανε τώρα, δε θα το έβρισκε ξανά. Θα μπορούσε να μπει σε οποιοδήποτε από τα πολλά κανάλια που ανοίγονταν και στις δυο όχθες. Θα μπορούσε να δέσει σε οποιαδήποτε από τις ιδιωτικές προβλήτες των παλάτσο ή να σταματήσει σε οποιοδήποτε αριστοκρατικό ξενοδοχείο. Πρόσεξε μια ξύλινη πλατφόρμα μέσα στο νερό, ακριβώς μπροστά του, και κατάλαβε ότι ήταν ένα από τα σημεία όπου έκαναν στάση τα θαλάσσια λεωφορεία της Βενετίας, τα βαπορέτα. Υπήρχε ένα περίπτερο, που πουλούσε εισιτήρια, κι ένα πλήθος ανθρώπων γύρω του. Σε μια κίτρινη πινακίδα αναγραφόταν το όνομα του σημείου εκείνου: SANTA MARIA

ΑΝΤΟΝΙ ΧΟΡΟΟΥΙΤΣ DEL GIGLIO. Εκείνη τη στιγμή, απομακρυνόταν από την πλατφόρμα ένα μεγάλο σκάφος, γεμάτο κόσμο. Ήταν ένα θαλάσσιο λεωφορείο. Είχαν πάρει ακριβώς το ίδιο πλοίο από τον σιδηροδρομικό σταθμό, την ημέρα που έφτασαν στη Βενετία, και ο Άλεξ ήξερε ότι έκανε δρομολόγιο σε όλο το μήκος του καναλιού. Είχε αρχίσει να κινείται γρήγορα. Τον χώριζαν μόνο δύο μέτρα από την πλατφόρμα. Ο Άλεξ έριξε μια ματιά πίσω του. Δεν υπήρχε περίπτωση να βρει άκρη μέσα στο λαβύρινθο των δρόμων, κυνηγώντας το ταχύπλοο. Το βαπορέτο ήταν η μόνη του ελπίδα. Όμως ήταν πολύ μακριά. Το είχε χάσει, και μπορεί να μην ερχόταν άλλο για δέκα λεπτά τουλάχιστον. Μια γόνδολα περνούσε από μπροστά του με το γονδολιέρη να τραγουδάει ιταλικά τραγούδια στη χαμογελαστή οικογένεια των τουριστών, που καθόταν απέναντί του. Για ένα δευτερόλεπτο, ο Άλεξ σκέφτηκε να αρπάξει τη γόνδολα. Έπειτα, όμως, του ήρθε μια καλύτερη ιδέα. Άπλωσε το χέρι κι άρπαξε το κουπί, παίρνοντάς το από τα χέρια του γονδολιέρη. Ξαφνιασμένος εκείνος, έβγαλε μια κραυγή και γύρισε απότομα χάνοντας την ισορροπία του. Η οικογένεια κοίταζε τρομαγμένη βλέποντάς τον να πέφτει με την πλάτη στο νερό. Στο μεταξύ, ο Άλεξ είχε δοκιμάσει το κουπί. Ήταν βαρύ και είχε μήκος γύρω στα πέντε μέτρα. Ο γονδολιέρης το κρατούσε κατακόρυφα, χρησιμοποιώντας την πλατιά του άκρη σαν τιμόνι, για να οδηγεί το σκάφος στο νερό. Ο Άλεξ έτρεξε. Κάρφωσε την πλατιά άκρη του κουπιού, βυθίζοντάς τη στα νερά του Μεγάλου Καναλιού, με την ελπίδα να μην είναι πολύ βαθιά.

ΤΟ ΔΑΓΚΩΜΑ ΤΟΥ ΣΚΟΡΠΙΟΥ Στάθηκε τυχερός. Δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα της παλίρροιας, και ο βυθός του καναλιού ήταν γεμάτος με κάθε λογής σκουπίδια, από παλιά πλυντήρια μέχρι ποδήλατα και καροτσάκια, που τα είχαν πετάξει οι ανέμελοι κάτοικοι της Βενετίας, χωρίς να σκεφτούν καθόλου τη μόλυνση του περιβάλλοντος. Η άκρη του κουπιού καρφώθηκε στο βυθό του καναλιού, κι έτσι ο Άλεξ μπόρεσε να χρησιμοποιήσει ολόκληρο το μήκος του για να δώσει ώθηση προς τα εμπρός. Ήταν ακριβώς η ίδια τεχνική που είχε χρησιμοποιήσει στο άλμα επί κοντώ, στο Μπρούκλαντ, την ημέρα των αθλητικών επιδείξεων. Για μια στιγμή, βρέθηκε στον αέρα, γέρνοντας προς τα πίσω, αιωρούμενος πάνω από το Μεγάλο Κανάλι. Πετάχτηκε προς τα εμπρός, πέρασε σαν αστραπή μέσα από την ανοιχτή είσοδο του θαλάσσιου λεωφορείου και προσγειώθηκε στο κατάστρωμα. Άφησε το κουπί να πέσει πίσω και κοίταξε γύρω του. Οι άλλοι επιβάτες τον κοίταζαν κατάπληκτοι. Εκείνος, όμως, βρισκόταν επάνω στο πλοίο. Σπάνια υπήρχαν εισπράκτορες στα θαλάσσια λεωφορεία της Βενετίας, κι έτσι δε βρέθηκε κανένας να ελέγξει τον Άλεξ για τον ασυνήθιστο τρόπο άφιξής του ή να του ζητήσει εισιτήριο. Ο Άλεξ έσκυψε πάνω από την κουπαστή και απόλαυσε το θαλασσινό αεράκι. Δεν είχε χάσει το ταχύπλοο. Το έβλεπε ακόμα μπροστά του. Απομακρυνόταν από την κεντρική λιμνοθάλασσα, κατευθυνόμενο προς το κέντρο της πόλης. Μπροστά τους, πάνω απ το κανάλι, εκτεινόταν μια λεπτή ξύλινη γέφυρα, και ο Άλεξ την αναγνώρισε αμέσως. Ήταν η Γέφυρα της Ακαδημίας, που οδηγούσε στη μεγαλύτερη γκαλερί της πόλης. Είχε περάσει εκεί ένα

ΑΝΤΟΝΙ ΧΟΡΟΟΥΙΤΣ ολόκληρο πρωινό, κοιτάζοντας τα έργα του Τιντορέτο, του Λορέντζο Λότο και πολλών άλλων καλλιτεχνών που τα ονόματά τους τελείωναν σε «ο». Για μια στιγμή, αναρωτήθηκε τι γύρευε εκεί πέρα. Είχε εγκαταλείψει την εκδρομή του σχολείου. Ο κύριος Γκρέι και η δεσποινίς Μπέντφορντσαϊρ θα είχαν ήδη πάρει τηλέφωνο στο ξενοδοχείο, αν όχι στην αστυνομία. Και γιατί όλα αυτά; Τι στοιχεία είχε στα χέρια του; Έναν ασημένιο σκορπιό, που διακοσμούσε ένα ιδιωτικό σκάφος. Του είχε στρίψει τελείως. Το βαπορέτο είχε αρχίσει να κόβει ταχύτητα. Πλησίαζε στην επόμενη στάση. Όλες οι αισθήσεις του Άλεξ μπήκαν σε εγρήγορση. Ήξερε πως, αν περίμενε τους επιβάτες να βγουν και να μπουν, δε θα ξανάβλεπε το ταχύπλοο. Βρισκόταν τώρα στην άλλη πλευρά του καναλιού. Εκεί οι δρόμοι είχαν λιγότερη κίνηση. Ο Άλεξ κράτησε την αναπνοή του. Αναρωτήθηκε για πόσο ακόμα θα μπορούσε να τρέχει. Και τότε είδε, με ανακούφιση, ότι και το ταχύπλοο είχε φτάσει στον προορισμό του. Είχε πλησιάσει ένα παλάτι και σταματούσε πίσω από μια σειρά από ξύλινους πασσάλους, που ξεφύτρωναν απ το νερό σαν ακόντια που είχαν καρφωθεί εκεί κατά τύχη. Καθώς ο Άλεξ κοιτούσε προς τα εκεί, απ το παλάτι ξεπρόβαλαν δυο υπηρέτες που φορούσαν στολή. Ο ένας έδεσε το σκάφος κι ο άλλος άπλωσε το γαντοφορεμένο χέρι του. Η γυναίκα άρπαξε το χέρι με το άσπρο γάντι και βγήκε στην προβλήτα. Φορούσε ένα στενό κρεμ φόρεμα κι ένα κοντό σακάκι, που έφτανε μέχρι πάνω απ τη μέση. Μια τσάντα κρεμόταν στον ώμο της. Θα μπορούσε κάλλιστα να πει κανείς ότι ήταν κάποιο μοντέλο που είχε ξεφύγει από εξώφυλ-

ΤΟ ΔΑΓΚΩΜΑ ΤΟΥ ΣΚΟΡΠΙΟΥ λο γυναικείου περιοδικού. Δεν περίμενε καθόλου στην προβλήτα. Ενώ οι υπηρέτες ξεφόρτωναν τις βαλίτσες της, εκείνη ανέβηκε τις σκάλες κι εξαφανίστηκε πίσω από μια πέτρινη κολόνα. Το θαλάσσιο λεωφορείο ήταν έτοιμο να ξεκινήσει και πάλι. Με γρήγορες κινήσεις ο Άλεξ βγήκε στην ξύλινη αποβάθρα. Για μία ακόμα φορά, έπρεπε να κάνει το γύρο των κτιρίων, που έκρυβαν το Μεγάλο Κανάλι. Τώρα όμως ήξερε τι γύρευε. Και μέσα σε λίγα λεπτά, το εντόπισε. Ήταν ένα τυπικό βενετσιάνικο παλάτσο, λευκό και ροζ, με τα στενά του παράθυρα χτισμένα επάνω σ ένα υπέροχο φόντο από κολόνες, αψίδες και κάγκελα, που θύμιζαν Ρωμαίο και Ιουλιέτα. Αυτό όμως που έκανε το κτίριο αξέχαστο ήταν η θέση του. Δεν έβλεπε απλώς στο Μεγάλο Κανάλι. Βυθιζόταν μέσα του, με το νερό να γλείφει τους τούβλινους τοίχους. Η γυναίκα, βγαίνοντας από το σκάφος, είχε περάσει μέσα από κάτι που έμοιαζε με ανασυρόμενη καγκελόπορτα, σαν να έμπαινε σε κάστρο. Σε ένα κάστρο, όμως, που επέπλεε πάνω στο νερό. Ή, καλύτερα, που βυθιζόταν στο νερό. Ήταν αδύνατο να πει κανείς πού τελείωνε το νερό και πού άρχιζε το παλάτι. Υπήρχε, πάντως, μία τουλάχιστον πλευρά απ την οποία μπορούσε κάποιος να φτάσει στο παλάτι μέσω ξηράς. Οδηγούσε σε μια μεγάλη πλατεία με δέντρα και θάμνους, φυτεμένους σε διακοσμητικές ζαρντινιέρες. Υπήρχαν παντού άνδρες υπηρετικό προσωπικό που άπλωναν σχοινιά για την οριοθέτηση του χώρου, τοποθετούσαν πυρσούς και ξετύλιγαν ένα κόκκινο χαλί. Ξυλουργοί είχαν στρωθεί στη δουλειά, φτιάχνοντας κάτι που έμοιαζε με ξύλινο βάθρο για μια μικρή ορχήστρα. Άλλοι άνδρες

ΑΝΤΟΝΙ ΧΟΡΟΟΥΙΤΣ κουβαλούσαν διάφορα καφάσια και κουτιά μέσα στο παλάτι. Ο Άλεξ είδε να μεταφέρουν μπουκάλια σαμπάνιας, πυροτεχνήματα και τρόφιμα κάθε λογής. Ήταν φανερό ότι ετοιμάζονταν για μεγάλο πάρτι. Ο Άλεξ σταμάτησε κάποιον απ τους άνδρες που κουβαλούσαν. «Με συγχωρείτε», είπε. «Μπορείτε να μου πείτε ποιος μένει εδώ;» Ο άνδρας δε μιλούσε αγγλικά. Ούτε έκανε κάποια προσπάθεια να φανεί φιλικός. Ο Άλεξ ρώτησε έναν ακόμη άνδρα, αλλά συνάντησε την ίδια ακριβώς αντίδραση. Κατάλαβε τι άνθρωποι ήταν. Είχε ξανασυναντήσει κάτι τέτοιους τύπους τους φρουρούς στην Ακαδημία της Λευκής Κορφής^ τους τεχνικούς της εταιρείας εφαρμογών λογισμικού του Ντέιμιαν Κρέι. Κι αυτοί οι άνθρωποι δούλευαν για κάποιον που φοβούνταν. Πληρώνονταν για να κάνουν μια συγκεκριμένη δουλειά και δεν έκαναν ποτέ του κεφαλιού τους. Είχαν κάτι να κρύψουν, άραγε; Ίσως. Ο Άλεξ έφυγε από την πλατεία και κατευθύνθηκε στη μια πλευρά του παλατιού. Άλλο ένα κανάλι εκτεινόταν κατά μήκος του κτιρίου, κι αυτή τη φορά στάθηκε πιο τυχερός. Μια ηλικιωμένη γυναίκα, ντυμένη στα μαύρα, με μια λευκή ποδιά, σκούπιζε το δρομάκι δίπλα στο κανάλι. Πήγε προς το μέρος της. «Μιλάτε αγγλικά;» τη ρώτησε. «Μπορείτε να με βοηθήσετε;» «Si, con piacere, mio piccolo amico». Η γυναίκα κούνησε το κεφάλι και άφησε τη σκούπα. «Πέρασα πολύ χρόνια στο Λονδίνο. Μιλάω καλά αγγλικά. Πώς να βοηθήσω εσένα;» Ο Άλεξ έδειξε το κτίριο. «Τι είναι αυτό το μέρος;»

ΤΟ ΔΑΓΚΩΜΑ ΤΟΥ ΣΚΟΡΠΙΟΥ «Είναι η Ca Vedova». Προσπάθησε να εξηγήσει. «Ca ξέρεις λέμε στη Βενετία το casa. Το παλάτι. Και το vedova;» Έψαξε να βρει την κατάλληλη λέξη. «Είναι το Παλάτι της Χήρας. Ca Vedova». «Και τι γίνεται εκεί τώρα;» «Απόψε κάνουν μεγάλο πάρτι. Γενεθλίων. Με μάσκες και κοστούμια. Έρχονται πολλοί σπουδαίοι άνθρωποι». «Ποιος έχει γενέθλια;» Η γυναίκα δίστασε. Ο Άλεξ έκανε πολλές ερωτήσεις, και καταλάβαινε ότι η γυναίκα είχε αρχίσει κάτι να υποψιάζεται. Αλλά, για μία ακόμα φορά, η ηλικία του τον γλίτωσε από μπελάδες. Τι πείραζε που ήταν λίγο περίεργος; Μικρός ήταν. «Η κυρία Ρόθμαν. Είναι πολύ πλούσια κυρία. Δικό της είναι το σπίτι». «Ρόθμαν; Όπως τα τσιγάρα;» Το στόμα της γυναίκας έκλεισε ξαφνικά και τα μάτια της γέμισαν φόβο. Ο Άλεξ γύρισε και κοίταξε πίσω του. Στη γωνία, στεκόταν ένας από τους άνδρες που είχε συναντήσει στην πλατεία και τον κοίταζε. Κατάλαβε ότι είχε μείνει εκεί περισσότερο απ ό,τι έπρεπε άσε που, απ την αρχή, κανένας δεν είχε δείξει να χαίρεται με την παρουσία του. Αποφάσισε να κάνει μια τελευταία προσπάθεια. «Ψάχνω για τη Scorpia», είπε. Η ηλικιωμένη γυναίκα τον κοίταξε λες και την είχαν χαστουκίσει. Έσκυψε να πιάσει τη σκούπα, ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στον άνδρα που τους παρακολουθούσε. Ευτυχώς που δεν είχε ακούσει τι έλεγαν. Ο Άλεξ καταλάβαινε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, αλλά δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Παρ όλα αυτά, ήξερε ότι ήταν ώρα να φύγει.

ΑΝΤΟΝΙ ΧΟΡΟΟΥΙΤΣ «Δεν πειράζει», είπε. «Ευχαριστώ για τη βοήθεια». Απομακρύνθηκε περπατώντας με γρήγορα βήματα κατά μήκος του καναλιού. Πέρασε από άλλη μια γέφυρα, που πρόβαλε μπροστά του. Αν και δεν ήξερε γιατί, ένιωθε ανακούφιση που άφηνε πίσω του το Παλάτι της Χήρας. Όταν είχε πια χαθεί απ τα μάτια του, στάθηκε και σκέφτηκε όσα είχε μάθει. Ένα σκάφος με έναν ασημένιο σκορπιό τον είχε οδηγήσει στο παλάτι, που ανήκε σε μια γυναίκα όμορφη, πλούσια και ανέκφραστη. Το παλάτι το φύλαγαν κάποιοι άνδρες με μοχθηρά πρόσωπα και, τη στιγμή που ανέφερε το όνομα «Scorpia» στην καθαρίστρια, έγινε ανεπιθύμητος σαν την πανούκλα. Δεν είχε μάθει πολλά, ώστε να μπορεί να προχωρήσει, αλλά κι αυτά που είχε μάθει ήταν αρκετά. Εκείνο το βράδυ θα γινόταν χορός μεταμφιεσμένων, ένα πάρτι γενεθλίων. Θα ερχόταν σπουδαίος κόσμος. Ο Άλεξ δεν ήταν στη λίστα των καλεσμένων, αλλά το είχε ήδη αποφασίσει. Θα πήγαινε κι αυτός.