νεκροταφείο: λιµόρα, ε (= νεκρότητα: (βλ. νέκρα). νέκρωµα: µουνταριπέ, ο

Σχετικά έγγραφα
Υ ύβρις: (βλ. βρισιά). υβριστικός (α) (επίθ.):

ξεγελάστηκες; πφιρνό = έξυπνος, πονηρός) οδηγούµαι (β) (αµετβ. ρ.):

θαµπώνω (αµετβ. ρ.): τονούκικερντιάβ Αντίθ. σσϋρλάκι-κεράβ = γυαλίζω

γαλάζιος (άκλ. επίθ.): µαβί π.χ. µαβί γιακχά = γαλάζια µάτια. γαλακτόπιτα: σουτέσκιπλιτσί(ν)τα,

βαθαίνω (αµετβ. ρ.): ντερίνικερντιάβ (= βαθύ κάνω).

ψαγµένος (µτχ.): ψάθα: ψάθινος (επίθ.): ψαλιδάκι: ψαλίδι: ψαλιδίζω (µετβ. ρ.): ψαρίλα: ψαρίσιος (επίθ.): ψαλίδισµα: ψαλιδισµένος (µτχ.

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

ραβανί και ρεβανί: ραβδάκι: ραβδί: ραβδίζω (µετβ. ρ.): ράθυµος: ρακοσυλλέκτης: ράβδισµα: ραβδισµένος (µτχ.): ράβοµαι (α) (αµετβ. ρ.

ζαβάδα: ζαβολιά: ζάρωµα: ζαβολιάρης (επίθ.): ζαρωµένος (µτχ.): ζαρωµένος (άκλ. επίθ.): ζακέτα: ζαλάδα

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

ταβάνι: τάκος: (υποκ.) ταγάρι: τακουνάκι: τακούνι: (υποκ.) ταγκό: τακτοποιηµένος (µτχ.): ταΐζοµαι (αµετβ. ρ.): ταΐζω (µετβ. ρ.

Modern Greek Stage 6 Part 2 Transcript

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Από τα παιδιά της Α 2 τάξης

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

δάγκωµα: δαιµονισµένος (µτχ.): δαγκωµατιά: δαγκωµένος (µτχ.): δάκρυ: δαγκώνοµαι (αµετβ. ρ.): (υποκ.) δαγκώνω (µετβ. ρ.): δακρύζω (αµετβ. ρ.

Modern Greek Beginners

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ


Εικόνες: Eύα Καραντινού

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

Modern Greek Beginners

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 2 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

ξαναβρίσκω (µετβ. ρ.): πάλεαρακχάβ ξαναβγάζω (µετβ. ρ.): πάλεικαλάβ. και πάλε-ρακχαβάβ. ξαναβλέπω (µετβ. ρ.): πάλεντικχάβ.

Γλωσσικές πράξεις στη διαγλώσσα των μαθητών της Ελληνικής ως Γ2

παγάκι (α): παγωµένος (β) (άκλ. επίθ.): παγάκι (β): παγερός (α) (επίθ.): παγερός (β) (άκλ. επίθ.): παγωνιά: παγίδα (για πουλιά, για ποντίκια):

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Το παραμύθι της αγάπης

Προτεινόμενα κείμενα για προσκλητήρια

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Κείμενα Κατανόησης Γραπτού Λόγου

λάβα: λαβίδα: λαβωµένος: λαβώνω: λαγάνα: λαγίσιος (επίθ.): λαθεµένος: λάθος (α): λαγός: λάθος (β): λαγοτόµαρο:

Γεννηθήκαμε και υπήρξαμε μωρά. Κλαίγαμε, τρώγαμε, γελάγαμε, κοιμόμασταν, ξυπνάγαμε, λερωνόμασταν.

Δουλεύει, τοποθετώντας τούβλα το ένα πάνω στο άλλο.

«Η νίκη... πλησιάζει»

Βεδουΐνα :: Χιώτης Μ. - Λαζαρίδου Θ. :: Αριθμός δίσκου: B

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ. Σκηνή 1 η

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Συγγραφή: Αλεξίου Θωμαή ΕΠΙΠΕΔΟ: A1 ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ - ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΓΡΑΠΤΟΥ ΛΟΓΟΥ. ΑΠΟ:

ΜΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ του Κάρολου Ντίκενς. Διασκευή - Διάλογοι: Αμάντα Ηλιοπούλου

Ένα βήμα μπροστά στίχοι: Νίκος Φάρφας μουσική: Κωνσταντίνος Πολυχρονίου

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Χαμπάρι ο Γιαννάκης. Η μάνα χαμηλώνει το στερεοφωνικό... Ο Γιαννάκης επιτέλους, γυρίζει! Βλέπει τη μάνα... θυμώνει... της βάζει τις φωνές...

Εκμυστηρεύσεις. Πετρίδης Σωτήρης.

Θα κάνω δίαιτα! Τι κάνει η Χριστίνα; Τι σκέφτεται;

Απλές ασκήσεις για αρχάριους μαθητές 5

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Α ΜΕΡΟΣ ΤΙΤΑ ΑΡΗΣ ΤΙΤΑ ΑΡΗΣ ΤΙΤΑ

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΕΙΡΑ Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν 02

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Λόγοι για την παιδαγωγική της οικογένειας (Γέρων Εφραίμ Κατουνακιώτης)

Έρωτας στην Κασπία θάλασσα

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

SAFER INTERNET DAY 2018

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΕΣ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ. Β ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου

O ΣΚΡΟΥΤΖ ΚΑΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΩΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας

ΦΡΟΥΤΟΠΙΑ. «Η ιπτάμενη σκάφη φτάνει στη Γεωργούπολη»

Άνοιξε και μετάνιωσα :: Χιώτης Μ. - Καζαντζίδης Σ. :: Αριθμός δίσκου: DG

μονόλογος. του γιώργου αθανασίου.

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

6. '' Καταλαβαίνεις οτι κάτι έχει αξία, όταν το έχεις στερηθεί και το αναζητάς. ''

Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα

2016 Εκδόσεις Vakxikon.gr & Κατερίνα Λουκίδου

General Music Catalog General Music ΚΑΨΑΛΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. page 1 / 6

ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΤΗΣ Ε ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ (Ε1) ΣΤΗΝ ΕΥΕΛΙΚΤΗ ΖΩΝΗ

ΜΙΑ ΤΡΕΛΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΕ ΠΕΝΤΕ ΣΚΥΛΟΥΣ

LET S DO IT BETTER improving quality of education for adults among various social groups

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

ΜΕΡΟΣ Α : ΕΚΘΕΣΗ (30 ΜΟΝΑΔΕΣ)

Δυο μάτια παιχνιδιάρικα :: Κάνουλας Κ. - Παγιουμτζής Σ. :: Αριθμός δίσκου: DT-142.

Κατερίνα Χριστόγερου. Είμαι 3 και μπορώ. Δραστηριότητες για παιδιά από 3 ετών

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Playlist με τίτλο: Κώστας Κανούλας. Δημιουργήθηκε από georgina.levitikou στις 25 Ιανουαρίου 2016

Γλωσσικό τεστ για παιδιά ηλικίας μηνών

Άνοιξε και μετάνιωσα :: Χιώτης Μ. - Καζαντζίδης Σ. :: Αριθμός δίσκου: DG

THE G C SCHOOL OF CAREERS ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ Δ ΤΑΞΗ

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

Σκηνή 1η Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

Ποια είναι η ερώτηση αν η απάντηση είναι: Τι έχει τέσσερις τοίχους;

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

8 Μέσα μεταφοράς. Δείτε, πείτε και δείξτε. το αεροπλάνο το λεωφορείο το πλοίο. το ταξί το ποδήλατο το τρόλεϊ. το μετρό. το τρένο

Η καλύτερη στιγμή των Χριστουγεννιάτικων διακοπών

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Μέσα από τη ζωγραφική, την κατασκευή ιστοριών και παραμυθιών βρήκαν από αρκετά έως πολύ τον τρόπο να εκφραστούν και να δημιουργήσουν.

Κείμενα για Προσκλητήρια Γάμου-Βάπτισης

( Ανεβαίνουν στη σκηνή μία-μία οι Σουλιώτισσες αναμαλλιασμένες, φτάνουν στο γκρεμό, τον βλέπουν απότομα κάνουν τρομαγμένες πίσω )

Transcript:

289 Ν να (µορ.): ακ π.χ. ακ καβά σι = να, αυτός είναι, ακ, ο κχερ κάι πφενάβας τούκε = να, το σπίτι που σου έλεγα. να (σύνδ.): τε π.χ. µανγκάβ τε τζάβταρ = θέλω να φύγω, τε τζας τούντα = να πας κι εσύ, ασσουγκιαράβ τουτ τε αβές = σε περιµένω να έρθεις. (βλ. και αν). νάζι: νάζι, ο (πληθ. νάζορα, ε) π.χ. νάζορα κερέλ τουκέ = νάζια σου κάνει. ναζιάρης (επίθ.): ναζλίο, -ούκα π.χ. µπουτ ναζλίο σι κο τσχαβό, εµπουκάκε ροβέλ = πολύ ναζιάρης είναι ο γιος σου, µε το παραµικρό κλαίει. ναι (µορ.): βα π.χ. -κα αβές τούντα αµένσα; -βα, κα αβάβ = -θα ρθεις κι εσύ µαζί µας; -ναι, θα ρθω, βα αγκαντάλ σι = ναι, έτσι είναι. Αντίθ. νάα, άηρ, άερ = όχι. νάνι (επίρρ.): νάνι π.χ. τζα κερ νάνι = πάνε να κάνεις νάνι (να κοιµηθείς), (νανούρισµα) νάνι µε χουρντέσκε νάνι = νάνι για το παιδί µου νάνι. νανούρισµα: (βλ. νάνι). ναός: (βλ. εκκλησία). ναργιλές: ναργκιλάβα και ναργκουλάβα, η. νάρκη (πολεµική συσκευή): νάρκα, η π.χ. (κατάρα) νάρκα τε ντελ τουτ α(ν)ντό κο σσορό = νάρκη να σε χτυπήσει στο κεφάλι. ναρκωµένος (µτχ.): ναρκοσαρντό,- ί. ναρκώνοµαι (αµετβ. ρ.): ναρκοσάαβ. ναρκώνω (µετβ. ρ.): ναρκοσαράβ π.χ. ναρκοσαρντέ λες ε ντοκτόρα = τον νάρκωσαν οι γιατροί. νάρκωση: ναρκοσαριπέ, ο. ναυτικός (ο): βαπορτζίο, ο π.χ. κάι βοπόρα κερέλ-µπουκί λακό ροµ, βαπορτζίο σι = στα καράβια δουλεύει ο άνδρας της, ναυτικός είναι. νεανικός (επίθ.): τερνικανό,-ί π.χ. τερνικανό βουραηπέ = νεανικό ντύσιµο, τερνικανέ µπροσσά = νεανικά χρόνια. Αντίθ. πφουρικανό = γεροντίστικος. νεανίσκος: τερνορό, ο. νεαρός (επίθ.): τερνό, -ί. π.χ. τερνό τσχαβό = νεαρό αγόρι, τερνί τσχορί = νεαρή κοπέλα. Αντίθ. πφουρό = γέρος. νεαρούλης (επίθ.): τερνορό,-ί νέκρα: µουλιπέ, ο Αντίθ. τζου(ν)ντιπέ = ζωντάνια. νεκρικός (επίθ.): µουλικανό,-ί π.χ. µουλικανέ µενία = νεκρικά παπούτσια. νεκροειδής: (βλ. νεκρικός). νεκροθάφτης: µεζαρτζίο, ο νεκροκεφαλή: µουλικανό-σσορό, ο. νεκρός (επίθ.): µουλό,-ί π.χ. (στίχοι από ποίηµα Γ. Αλεξίου «ο ασαηπέ» = το γέλιο), τζου(ν)ντό µουλό σι ο µανούςς κάι χασαρντάς πε γκέσκο ασαηπέ = ζωντανός νεκρός είναι ο άνθρωπος που έχει χάσει το γέλιο της ψυχής του. Αντίθ. τζου(ν)ντό = ζωντανός. νεκροσέντονο: µουλικανότσαρσσάφι, ο και µουλικανότσαρσσάφο, ο. νεκροταφείο: λιµόρα, ε (= µνήµατα, λιµόρι = µνήµα). νεκρότητα: (βλ. νέκρα). νέκρωµα: µουνταριπέ, ο

290 (σ.α. σκότωµα, σβήσιµο) Αντίθ. τζου(ν)νταριπέ = ζωντάνεµα. νεκρωµένος (µτχ.): µουνταρντό,-ί (σ.α. σβησµένος, σκοτωµένος). νεκρώνω (αµετβ. ρ.): µεράβ (σ.α. αµετβ. πεθαίνω, αµετβ. σβήνω π.χ. µουλί η γιακ = έσβησε η φωτιά, µεράβ κατάρ η ντουκ = πεθαίνω από τον πόνο). Αντίθ. τζου(ν)ντιάβ = ζωντανεύω αµετβ. νεκρώνω (µετβ. ρ.): µουνταράβ (σ.α. σκοτώνω, µετβ. σβήνω, µετβ. πεθαίνω) π.χ. µουντάρ η τιλεόρασι = σβήσε την τηλεόραση, µουνταρντέ λες τσχουράσα = τον σκότωσαν µε µαχαίρι). Αντίθ. τζου(ν)νταράβ = ζωντανεύω µετβ. νεολαία: τερνιµάτα, ε. νέο (το): αµπέρι, ο (= είδηση) π.χ. α(ν)ταντόµ τουκέ αµπέρα = σου έφερα νέα. (βλ. και είδηση, µήνυµα). νεογνό: (βλ. νεοσσός). νεολαιίστικος (επίθ.): τερνιµατένγκο, -ι. νέος (επίθ. για προσ.): τερνό,-ί π.χ. (φράση) τε κερές-µπουκί ακανά κάι σαν τερνό, ε µπροσσά νακχέν σίγο = να δουλέψεις τώρα που είσαι νέος, τα χρόνια περνάνε γρήγορα. (βλ. και νεαρός). Αντίθ. πφουρό = γέρος. νέος (επίθ.): νεβό,-ί (= καινούριος) π.χ. νεβί µόδα = νέα µόδα. Αντίθ. πουρανό = παλιός. νεοσσός (α): πούγιο, ο και πούϊκα, η. νεοσσός (β): (βλ. γιαβρί). νεότητα: τερνιπέ, ο π.χ. (στίχοι από ποίηµα Γ.Αλεξίου «ο τερνιπέ» = τα νιάτα), ο τερνιπέ σι λουλουγκί κάι σίγο µορσισάολ = τα νιάτα είναι λουλούδι που γρήγορα µαραίνεται. Αντίθ. πφουριπέ = γήρας. νεοφερµένος (επίθ.): νεβοα(ν)ταντό, -ί και νεβοαταντό, - ι. νεράκι: παϊορό, ο (προφ. µε συνίζηση ιο ) π.χ. ε Ντεβλέσκο παϊορό = το νεράκι του Θεού. νερό: πάι (προφ. µε συνίζηση άι) και παΐ, ο π.χ. τσχου µανγκέ εµπούκα παΐ τε παβ = ρίξε µου λίγο νερό να πιω, µπι παϊέσκο, κχάντσικ ιν κερντόλ = χωρίς νερό τίποτε δεν γίνεται. νεροβάρελο: παέσκι-φουτσία, η. νεροβράζω (µετβ. ρ.): παέσακιραβάβ (= µε νερό βράζω). νερόβρασµα: παέσα-κιραηπέ (= µε νερό βράσιµο). νεροβρασµένος (µτχ.): παέσακιραντό,-ί. (= µε νερό βρασµένος). νερόβραστος: (βλ. νεροβρασµένος). νεροκανάτα: παέσκι-κανάτα, η. νερόµυλος: παέσκο-ντιρµένο (= νερού µύλος). νεροπίστολο: παέσκι-πούσσκα, η (= νερού όπλο). νεροπότηρο: παέσκο-ποτίρι, ο. νερουλιάζω (µετβ. ρ.): παϊαράβ (προφ. µε συνίζηση ια). π.χ. παϊαρντάν η ζουµί = το νερούλιασες το φαγητό. νερούλιασµα: παϊαριπέ, ο (προφ. µε συνίζηση ια). νερουλός (επίθ.): παϊαλό-ί (προφ. µε συνίζηση ια). π.χ. µπουτ παϊαλί κερντιλί η ζουµί = πολύ νερουλό έγινε το φαγητό. νερόφιδο: παϊέσκο-σαπ, ο (προφ. µε συνίζηση ιε). νεύρα (τα): σινίρα, σϋνΰρα και νέβρα, ε

291 π.χ. πφαγκιλέ µε σινίρα = έσπασαν τα νεύρα µου, νά κερ νέβρα = µην κάνεις νεύρα. (βλ. οµόηχο σινίρα = σύνορα). νευρασθένεια: σινίρι, ο (κυριολ. νεύρο, οµόηχο σινίρι = σύνορο) π.χ. σινίρι σι λεσκέ ροµνά = νευρασθένεια έχει η γυναίκα του. νευριάζω (µετβ. ρ.): χολιναράβ και χολαράβ π.χ. εκχόλ, να χολάρµαν αβέρ = φτάνει, µη µε νευριάζεις κι άλλο. (βλ. και µετβ. θυµώνω). νευριάζω (αµετβ. ρ.): χολάβαβ π.χ. χολάβαβ, κάνα ασσουνάβ γκασαβέ όρµπε = νευριάζω, όταν ακούω τέτοια λόγια. (βλ. και αµετβ. θυµώνω). νευρίασµα: χολιναριπέ και χολαηπέ, ο. νευριασµένος (µτχ.): χολιναλό,-ί π.χ. αβιλό χολιναλό κατάρ µπουκί = ήρθε νευριασµένος από τη δουλειά. (βλ. και εκνευρισµένος). νευρικός (επίθ.): σινιρλίο, -ίκα, σϋνϋρλίο, -ΰκα και νεβρικός, -ί π.χ. µπουτ νεβρικός σι λακό τσχαό = πολύ νευρικός είναι ο γιος της, τζανές σο σινιρλίο σι καβά; = ξέρεις τι νευρικός είναι αυτός;, µπουτ σινιρλίο σαν, εµπουκάκε χολάος = πολύ νευρικός είσαι, µε το παραµικρό θυµώνεις. νεύρο: σινίρι, ο (οµόηχο σινίρι = σύνορο) και σϋνΰρι, ο π.χ. νά βάζντε µε σινίρα. τζανές σο κα κεράβ τουτ; = µη σηκώνεις τα νεύρα µου. ξέρεις τι θα σε κάνω; (σ.α. νευρασθένεια). νεφελοειδής: (βλ. νεφελώδης). νεφελώδης (άκλ. επίθ.): µπουλουτλού π.χ. µπουλουτλού αβάβα = νεφελώδης καιρός Αντίθ. µπιµπουλουτένγκο = ασυννέφιαστος, ανέφελος. νέφτι: νέφτι, ο π.χ. µπισταρντόµ τε κινάβ νέφτι = ξέχασα να αγοράσω νέφτι. νεφώδης: (βλ. νεφελώδης). νηπιαγωγείο: νιπιαγογίο, ο π.χ. κοβά µπροςς κα µπιτσχαλάβ µε τσχαβέ κάι νιπιαγογίο = του χρόνου θα στείλω τον γιο µου στο νηπιαγωγείο. νησάκι: ανταβίσα, η. νησί: αντάβα, η και νισί, ο π.χ. η Ρόδο σι µπουτ σσουκάρ αντάβα = η Ρόδος είναι πολύ όµορφο νησί, κάι σαό νισί γκελάν; = σε ποιο νησί πήγες; νηστεία: νιστία, η π.χ. γεκ τσχον νιστία κερντάς = ένα µήνα νηστεία έκανε. νηστεύω (αµετβ. ρ.): νιστίαασταράβ (= νηστεία πιάνω) π.χ. νιστία-ασταρέλ, ο(ν)ντάν νι χαλ µας = νηστεύει γι αυτό δεν τρώει κρέας. νηστικοµάτης*: µποκχαλέγιακχάκο, ο π.χ. µποκχαλέ-γιακχάκο σαν, νι τσαϊλός = νηστικοµάτης είσαι, δε χορταίνεις (θηλ. µποκχαλέγιακχάκι, η) Αντίθ. τσαϊλέ-γιακχάκο = χορτατοµάτης* νηστικός: (βλ. πεινασµένος). νηστίσιµος (επίθ.): νιστιάκο, -ι π.χ. νιστιάκε χαµάτα = νηστίσιµα φαγητά. νηφάλιος (άκλ. επίθ.): αήκι π.χ. κάνα κ αβές αήκι οζοµάν τε πφενές µανγκέ καλέν, άηρ ακανά κάι σαν µατό = όταν θα είσαι νηφάλιος να µου τα πεις αυτά, όχι τώρα που είσαι µεθυσµένος. Συνών. µπιµατό = αµέθυστος, µπιπι(ν)ντό = άπιωτος.

292 Αντίθ. µατό = µεθυσµένος, µέθυσος, πι(ν)ντό = πιωµένος. νιάτα: τερνιπέ, ο (= νεότητα) π.χ. κάι πο τερνιπέ σας µπουτ σσουκάρ καγιά = στα νιάτα της ήταν πολύ όµορφη αυτή. νίκη: ενµέκο, ο Αντίθ. ενιλµέκο = ήττα. νικηµένος (άκλ. επίθ.): ενίκι και ενιλµίσσι π.χ. ενίκι σαν, σο ντα τε κερές = νικηµένος είσαι, ό,τι και να κάνεις. νικιέµαι (αµετβ. ρ.): ενιλίαβ π.χ. νι ενιλίορ κχάντσικέσα = δεν νικιέται µε τίποτα. Αντίθ. ενίαβ = νικώ. νικώ (α) (µετβ. ρ.): ενίαβ και νικισαράβ π.χ. σο τε κχελάβ τούσα, έπντα ενίαβ τουτ = τι να παίξω µαζί σου, συνέχεια σε νικάω. Αντίθ. ενιλίαβ = νικιέµαι. νικώ (β) (µετβ. ρ.): τσχοράβ (σ.α. χύνω, διαλύω, ρηµάζω µετβ.) π.χ. κχελ σσουκάρ, τε τσχορές λε = παίξε ωραία (καλά), να τον νικήσεις, κον τσχορντά κάι τόπα; = ποιος νίκησε στην µπάλα; νιόγαµπρος: νεβό-τζαµουτρό, ο (= καινούριος γαµπρός) π.χ. νεβό-τζαµουτρό σι νταά, ο(ν)ντάν λεσκί σασούι ασταρέλ λε σσουκάρ = νιόγαµπρος είναι ακόµα, γι αυτό η πεθερά τον πιάνει (του φέρεται) καλά. νιόνυµφη: νεβί-µπορί, η (= καινούρια νύφη). νιότη: (βλ. νεότητα, νιάτα). νισαντίρι (του γανωτή): σαπαρίκος, ο. νισεστές: νεσσεστάβα, η. νόηµα (α): ακχιαριπέ, ο (κυριολ. κατανόηση, αντίληψη, από το ρ. ακχιαράβ = καταλαβαίνω, κατανοώ, αντιλαµβάνοµαι) π.χ. νάι ακχιαριπέ κάι κε πφερασά = δεν έχουν νόηµα τα λόγια σου. νόηµα (β): ισσαρέτι, ο (κυριολ. σινιάλο, σηµάδι) π.χ. κερντά µανγκέ ισσαρέτι πε βαστέσα για τε τζάβταρ = µου κανε νόηµα µε το χέρι του για να φύγω. νοηµοσύνη: γκογκιπέ, ο (γκογκί = µυαλό). νόηση: γκου(ν)ντιπέ, ο (γκού(ν)ντο = νους). νοητός (επίθ.): γκου(ν)ντικανό,-ί Συνών. ακχιαρντό = κατανοητός. Αντίθ. µπιακχιαρντό = ακατανόητος. νοιάζει (δε µε): µάνγκε-σο-σι (= για µένα τι είναι). π.χ. µάνγκε-σο-σι, σο µανγκέσα κερ = δεν µε νοιάζει, ότι θέλεις κάνε. νοιάζοµαι: (βλ. ενδιαφέροµαι). νοιάσιµο: (βλ. ενδιαφέρον). νοικάρης: κιρατζίο, ο. νοικάρισσα: κιρατζίκα, η. νοίκι: κιράβα, η π.χ. ποκινάβ κιράβα = πληρώνω νοίκι. νοικιάζω (µετβ. ρ.): κιραλάιαβ (προφ. µε συνίζηση ια) π.χ. κα κιραλάιαβ κχερ, κα τζάβταρ κατάρ = θα νοικιάσω σπίτι, θα φύγω από δω. νοίκιασµα: κιραλαµάκο, ο. νοικιασµένος (άκλ.επίθ.): κιραλαµούσσι π.χ. κιραλαµούσσι σι καβά κχερ = νοικιασµένο είναι αυτό το σπίτι. Αντίθ. µπικιραβάκο = ανοίκιαστος νοικοκυρά: νικοκίρκα, η π.χ. µπουτ νικοκίρκα σι λεσκί ροµνί = πολλή νοικοκυρά είναι η γυναίκα του. νοικοκύρεµα: (βλ. νοικοκυριό).

293 νοικοκυρεύοµαι (α) (αµετβ. ρ.): νικοκίρι-κερντιάβ (= νοικοκύρης γίνοµαι). νοικοκυρεύοµαι (β) (αµετβ. ρ.): νικοκίρκα-κερντιάβ (= νοικοκυρά γίνοµαι). νοικοκύρης: νοικοκίρι, ο π.χ. κον σι καλέ κχερέσκο νικοκίρι; = ποιος είναι αυτού του σπιτιού ο νοικοκύρης;, κερντιλό νικοκίρι κο τσχαβό = έγινε νοικοκύρης ο γιος σου, ο νικοκίρι µανούςς αγκαντάλ ιν κερέλ = ο νοικοκύρης άνθρωπος έτσι δεν πράττει. νοικοκυριό: νικοκιρλίκο, ο π.χ. γκαντικίν µπροσσά ζζενιµέ σαν, κάι σι κο νικοκιρλίκο; = τόσα χρόνια παντρεµένη είσαι, πού είναι το νοικοκυριό σου;, ιτσ νικοκιρλίκο ιν τζανέλ κι τσχέι = καθόλου νοικοκυριό δεν ξέρει η κόρη σου (σ.α. νοικοκυροσύνη). νοικοκυροσύνη: (βλ. νοικοκυριό). νοµάρχης: νοµάρχι, ο. νοµαρχία: νοµαρχία, η. νοµίζω (α) (αµετβ. και µετβ. ρ.): σανε(ν)τιρίαβ π.χ. σανε(ν)τιρίαβας κάι κα τζάσταρ = νόµιζα ότι θα φύγεις, αγκαντάλ σανε(ν)τιρίαβ = έτσι νοµίζω, σανε(ν)τιρίαβ κάι πφενέλ χοχαηπέ = νοµίζω ότι λέει ψέµα (ψέµατα). νοµίζω (β) (µετβ. ρ.): τζανάβ (κυριολ. ξέρω) και ακχιαράβ (κυριολ. καταλαβαίνω, αντιλαµβάνοµαι, κατανοώ) π.χ. µε τζανάβας κάι σι κχερέ µαρνό, ο(ν)ντάν νι λιόµ = εγώ νόµιζα ότι έχει στο σπίτι ψωµί, γι αυτό δεν πήρα, βόι ακχιαρντά κάι κα τζάσταρ του, ο(ν)ντάν νι αβιλί = αυτή νόµισε ότι θα φύγεις εσύ, γι αυτό δεν ήρθε. νόµος (α): νόµο και νόµος, ο π.χ. ο νόµο τζανές σο πφενέλ; = ο νόµος ξέρεις τι λέει; νόµος (β): νιζάµο, ο. νοσοκοµείο: αστενάβα, η και νοσοκοµίο, ο. π.χ. ινγκάρ λε κάι αστενάβα = πήγαινέ τον στο νοσοκοµείο, νταά α(ν)ντό νοσοκοµίο σι κα ντατ; = ακόµα µες στο νοσοκοµείο είναι ο πατέρας σου; νοστιµάδα: (βλ. νοστιµιά). νοστιµιά (α): νταντία, η και ντάντι, ο (σ.α. γεύση, γευστικότητα, ουσία) π.χ. µπούσσουκαρ κερντιλί η ζουµί, µπουτ νταντία σίλα = υπέροχο έγινε το φαγητό, πολλή νοστιµιά έχει (βλ. και γεύση, ουσία). νοστιµιά (β): γκουγκλιπέ, ο (κυριολ. γλύκα, γλυκύτητα). νόστιµος (επίθ.): γκουγκλό, -ί (κυριολ. γλυκός). νοστιµούλης (επίθ.): γκουγκλορό, -ί (κυριολ. γλυκούλης, γλυκούτσικος). νουθεσία: γκογκιαριπέ, ο (σ.α. συµβουλή, δασκάλεµα). νουθετηµένος (µτχ.): γκογκιαρντό,-ί (σ.α. δασκαλεµένος, συµβουλευµένος). νουθετώ (µετβ. ρ.): γκογκιαράβ (βλ. και συµβουλεύω). νούµερο: νούµερα, η και νούµερο, ο π.χ. σαβί νούµερα µενία βουραβές; = τι νούµερο παπούτσια φοράς; µάνγκε νι νακχέν καλά νούµερε κάι κερές = σε µένα δεν περνάνε αυτά τα νούµερα (αυτές οι εξυπνάδες) που κάνεις. νουνός: (βλ. κουµπάρος). νους: γκού(ν)ντο, ο π.χ. (φράση που λένε συνήθως οι γονείς στα παιδιά τους) κάι κο γκού(ν)ντο τε µαρντόλ η µπουκί = στο νου σου να παιδεύεται η

294 δουλειά, (δηλ. να χεις το νου σου πρώτα στη δουλειά και µετά σε άλλα πράγµατα). (υποκ.) γκου(ν)ντορό, ο. Συνών. γκογκί = µυαλό. νταηλίκι: νταηλίκο, ο π.χ. κο νταηλίκο σικαβές µάνγκε; = το νταηλίκι σου µου δείχνεις; Συνών. τσαµπουκαλούκο = τσαµπουκαλίκι, µάνγκαλουκο = µαγκιά. νταής: (βλ. µάγκας, τσαµπουκάς). νταλίκα: ταλίγκα και νταλίγκα, η π.χ. (κατάρα) ταλίγκα τε τσαλαβέλ τουτ = νταλίγκα να σε χτυπήσει. νταλικιέρης: ταλίγκατζίο, ο. ντάµα (των τραπουλόχαρτων): ρακλί, η (κυριολ. νεαρή µη Τσιγγάνα) π.χ. τσχου µανγκέ η ρακλί = ρίξε µου την ντάµα. (υποκ.) ρακλορί, η (βλ. αλλόφυλος). νταµιτζάνα: ντραµιτζάνα, η π.χ. εκ ντραµιτζάνα ρακία = µία νταµιτζάνα ούζο. ντάνα: ντάνα, η π.χ. κεράβ ντάνα ε µπά(λ)λε = κάνω ντάνα τα αχυροδέµατα. νταούλι: νταβούλι, ο π.χ. ε πουρανέ µπροσσέ(ν)ντε νταβουλένσα ντα ζουρναβένσα κεράσας αµαρέ µπιαβά = τα παλιά χρόνια µε νταούλια και ζουρνάδες κάναµε (τελούσαµε) τους γάµους µας. ντε (µορ.): ντε π.χ. µπεςς τελέ ντε = κάτσε κάτω ντε (οµόηχο ντε = δώσε). ντεπόζιτο: ντεπόζιτο, ο π.χ. ε τοµαφιλέσκο ντεπόζιτο = το ντεπόζιτο του αυτοκινήτου, σίτουτ κάι εκ ντεπόζιτο τε ντες µαν; = έχεις κανένα ντεπόζιτο να µου δώσεις; ντέφι: νταϊαράβα, η (προφ. µε συνίζηση ια). ντιβάνι : ντιβάνο, ο. ντολµαδάκι: ντολµαβίσα, η. ντολµάς: ντολµάβα, η π.χ. κερ αµένγκε ντολµάβε αβγκιέ, τε χας = φτάξε µας ντολµάδες σήµερα, να φάµε. ντοµάτα: ντοµάτα, η π.χ. τε κινές ντοµάτε = να αγοράσεις ντοµάτες. ντοµατόζουµο: ντοµατάκο-παΐ, ο (= ντοµάτας νερό). ντοµατοµαζευτής*: ντοµάτατζίο, ο (σ.α. ντοµατοπαραγωγός), θηλ. ντοµάτατζίκα, η. ντοµατοπαραγωγός: (βλ ντοµατοµαζευτής*). ντοµατοσαλάτα: σάλαταλούκο, ο π.χ. νι µανγκάβ ρακιάσα τε χαβ πφαρό χαπέ, κερ µανγκέ εκ σάλαταλούκο = δε θέλω βραδιάτικα να φάω βαρύ φαγητό, φτιάξε µου µια ντοµατοσαλάτα. ντόµπρος: (βλ. ευθύς). ντοµπροσύνη: (βλ. ευθύτητα). ντόπιος (επίθ.): γερλίο-ίκα και γερλίς (άκλ.επιθ.) π.χ. γερλία σι καλά, κατέ µπιά(ν)ντιλε = ντόπιοι είναι αυτοί, εδώ γεννήθηκαν, γερλία χουρµουζέ = ντόπια καρπούζια. ντουζ: ντουζ, ο π.χ. τζαβ τε κεράβ εκ ντουζ = πάω να κάνω ένα ντουζ. ντουζιέρα: ντουζιέρα, η. ντουζίνα: ντιζία, η π.χ. κι(ν)ντά εκ ντιζία τσαρέ = αγόρασε µια ντουζίνα πιάτα. ντούκου (επίρρ.): ντούκου π.χ. ντούκου µανγκάβ ε παρέ = ντούκου θέλω τα λεφτά (δηλ. όχι µε δόσεις). ντουλάπα: ντολάπο, ο και ντουλάπα, η

295 π.χ. α(ν)ντό ντολάπο σι κο πα(ν)τόλι = µες στην ντουλάπα είναι το παντελόνι σου, σαΐ σσουκάρ σι κι ντουλάπα! = τι ωραία είναι η ντουλάπα σου! (βλ. και ντουλάπι). ντουλάπι: ντολάπο, ο π.χ. α(ν)ντό ντολάπο σι ο σσεκέρι = µες στο ντουλάπι είναι η ζάχαρη. ντρέποµαι (αµετβ. ρ.): λατζάβ π.χ. λατζάλ τε ορµπισαρέλ λεσκέ = ντρέπεται να του µιλήσει, σαβέ όρµπε σι καλά κάι πφενές; ιν λατζάς εµπούκα; = τι λόγια είναι αυτά που λες; δεν ντρέπεσαι λίγο;, λατζάβ τε ικλάβ ανγκλά λεσκό µούι = ντρέποµαι να βγω µπροστά στο πρόσωπό του. ντροπαλός (επίθ.): λατζανό,-ί π.χ. µπουτ λατζανό σι = είναι πολύ ντροπαλός. Αντίθ. µπιλατζανό = αδιάντροπος. ντροπαλοσύνη: λατζαηπέ, ο (βλ. και ντροπή). Αντίθ. µπιλατζαηπέ = αδιαντροπιά. ντροπαλότητα: (βλ. ντροπαλοσύνη). ντροπαλούλης (επίθ.): λατζανορό, -ί π.χ. σι εµπούκα λατζανορό = είναι λίγο ντροπαλούλης. ντροπή: λατζ, η και λατζαηπέ, ο π.χ. (φράση) η µπουκί νάι λατζαηπέ = η δουλειά δεν είναι ντροπή, λολιλό λεσκό µούι ε λατζάταρ = κοκκίνισε το πρόσωπό του από τη ντροπή, µπαρί λάτζ = µεγάλη ντροπή. Συνών. ρεζι(λ)λίκο = ρεζιλίκι. (βλ. λατζαηπέ στο λήµµα ντροπαλοσύνη). ντροπιάζοµαι (αµετβ. ρ.): λατζανταράµαν π.χ. λατζανταρντάµ αµέν κάι ντουνιάβα καλένσα κάι κερντάµ = ντροπιαστήκαµε στον κόσµο µ αυτά που κάναµε, µε νι µανγκάβ τε λατζανταράµαν α(ν)ντέ µανουσσά = εγώ δεν θέλω να ντροπιαστώ µες στους ανθρώπους. Συνών. ρεζίλι-κερντιάβ = ρεζιλεύοµαι ντροπιάζω (µετβ. ρ.): λατζανταράβ π.χ. λατζανταρντά λε ανγκλά λεσκέ αµαλά = τον ντρόπιασε µπροστά στους φίλους του, ντικ τε να λατζανταρές αµέν = κοίτα (πρόσεχε) να µη µας ντροπιάσεις. Συνών. ρεζίλι-κεράβ = ρεζιλεύω (βλ. και προσβάλλω, εξευτελίζω, ταπεινώνω). ντροπιάρης: (βλ. ντροπαλός). ντρόπιασµα: λατζανταριπέ, ο. ντροπιασµένος (µτχ.): λατζανταρντό,-ί π.χ. λατζανταρντέ µόσα σαρ τε ικλάβ ανγκλά ντουνιάβα; = µε ντροπιασµένο πρόσωπο πώς να βγω µπροστά στον κόσµο; Αντίθ. µπιλατζανταρντό = αντρόπιαστος. ντυµένος (µτχ.): βουραντό,-ί π.χ. βουραντό σι ο χουρντό = ντυµένο είναι το παιδί. (βλ. και φορεµένος). Αντίθ. µπιβουραντό = άντυτος. ντύνοµαι (αµετβ. ρ.): βουραβάµαν π.χ. βουραβάµαν, τε τζαβ κάι µπιάβ = ντύνοµαι, να πάω στο γάµο, νταά ιν βουραντάν-τουτ; = ακόµα δεν ντύθηκες; ιν τζανές τε βουραβές τουτ = δεν ξέρεις να ντύνεσαι. Αντίθ. νανγκιαράµαν = γδύνοµαι. ντύνω (µετβ. ρ.): βουραβάβ και (επιτατ. µετβ. ρ.) βουρανταράβ π.χ. βουραβάβ ε χουρντέ = ντύνω το µωρό, ιν µπεσσέλ καβά χουρντό, για τε βουρανταράβ λε = δεν κάθεται αυτό το παιδί, για να το ντύσω. (βλ. βουραβάβ στο λήµµα φορώ).

296 Αντίθ. νανγκιαράβ = γδύνω, γυµνώνω. ντύσιµο: βουραηπέ, ο π.χ. τζαλ τουκέ καβά βουραηπέ = σου πάει αυτό το ντύσιµο. Αντίθ. νανγκιαριπέ = γδύσιµο, γύµνωµα. νυµφεύοµαι: (βλ. παντρεύοµαι). νυµφεύω: (βλ. παντρεύω). νύστα: λί(ν)ντρα, η π.χ. πφα(ν)ντόν µε γιακχά κατάρ η λί(ν)ντρα = κλείνουν τα µάτια µου από τη νύστα. (σ.α. ύπνος). (υποκ.) λι(ν)ντρίσα, η. Συνών. λι(ν)ντραηπέ = νύσταγµα. νύσταγµα: λι(ν)ντραηπέ, ο. νυσταγµένος (µτχ.): λι(ν)ντραλό,-ί π.χ. λι(ν)ντραλό σι ο χουρντό = νυσταγµένο είναι το µωρό. Αντίθ. µπιλι(ν)ντραλό = ανύστακτος. νυστάζω (αµετβ. ρ.): λι(ν)ντράβαβ π.χ. λι(ν)ντράιλοµ, µανγκάβ τε πασστιάβ = νύσταξα, θέλω να κοιµηθώ. νυστάζω (α) (µετβ. ρ.): λι(ν)ντραράβ π.χ. λι(ν)ντραρντά µαν καγιά µουσική! = αυτή η µουσική µε νύσταξε! νυστάζω (β) (επιτατ. µετβ. ρ.): λι(ν)ντρανταράβ π.χ. λι(ν)ντρανταρντέ µαν καλά γκιλά κάι τχοντάν = µε νύσταξαν αυτά τα τραγούδια που έβαλες. νυστέρι: τσχουρί, η (κυριολ. µαχαίρι). νύφη: µπορί, η π.χ. αβιλί η µπορί ε τζαµουτρέσα = ήρθε η νύφη µε τον γαµπρό, κάνα κα µπαρός, τε ντικχάβ τουτ µπορί! = πότε θα µεγαλώσεις, να σε δω νύφη! Αντίθ. τζαµουτρό = γαµπρός. νυφιά*: µποριπέ, ο π.χ. (όρκος) µε τσχάκο µποριπέ τε να ντικχάβ! = της κόρης µου τη νυφιά να µη δω! (δηλ. να µη δω την κόρη µου νύφη). (βλ. και γαµπριά). Αντίθ. τζαµουτριπέ = γαµπριά*. νυφικό (το): µπορικανό, ο π.χ. γκελό λακέ µπουτ ο µπορικανό = της πήγε πολύ το νυφικό. νυφικός (επίθ.): µπορικανό,-ί. νυφούλα: µπορορί, η π.χ. αβιλί µι µπορορί = ήρθε η νυφούλα µου. Αντίθ. τζαµουτρορό = γαµπρούλης. νυχάκι: βουνγκορί και βουνγκίσα, η π.χ. (φράση) νασστί ρεσές λε ούτε κάι λεσκί βουνγκίσα = δεν µπορείς να τον φτάσεις ούτε στο νυχάκι του. νύχι: βούνγκα και βίνγκα, η π.χ. τσχινάβ µε βούνγκε = κόβω τα νύχια µου. νύχτα: ρατ και ρακί, η π.χ. σαστί ρακί νασστί πασσλιλέµ κατάρ ντα(ν)ντέσκι ντουκ = όλη τη νύχτα δεν µπόρεσα να κοιµηθώ απ τον πονόδοντο, η ρατ γκελάµταρ = νύχτα φύγαµε, κάι σάνας σα η ρατ; = πού ήσουν όλη τη νύχτα;, σαρ κα νακχέλ καϊά ρατ! = πώς θα περάσει αυτή η νύχτα! (βλ. οµόηχο ρατ = αίµα). (υποκ.) ρακιορί, η και ρατορί, η Αντίθ. γκιές και γκιβέ = µέρα. νυχτερίδα: ρακιάκι-τσιρικλί, η (= νύχτας πουλί). νυχτερινός (επίθ.): ρακιάκο,-ι και ρατάκο,-ι π.χ. ρακιάκι µπουκί = νυχτερινή δουλειά. Αντίθ. γκιβεσέσκο = ηµερήσιος. νυχτιάτικα (επίρρ.): α(ν)ντιράτ π.χ. κάι πφιρές α(ν)ντιράτ κάι ντροµά; = πού περπατάς νυχτιάτικα στους δρόµους; νύχτωµα: ρακιπέ, ο

Αντίθ. γκιβεσαριπέ = ξηµέρωµα. νυχτώνοµαι (αµετβ. ρ.): ρακιάβαβ π.χ. ρακιάιλαµ οπρά ντροµά = νυχτωθήκαµε στους δρόµους. Αντίθ. γκιβεσάαβ = ξηµερώνοµαι. νυχτώνω (αµετβ. ρ.): ρακιβάβ π.χ. ρακιλάµ τζι τε αβάς κχερέ = νυχτώσαµε µέχρι να έρθουµε σπίτι. Αντίθ. γκιβεσαράβ = ξηµερώνω. νυχτώνει (απροσ.): ρακιόλ π.χ. ρακιλό ντα ταά τε αβέλ = νύχτωσε κι ακόµα να έρθει. Αντίθ. γκιβεσάολ = ξηµερώνει. νωπός (άκλ. επίθ.): ταζέ (= φρέσκος) και (επίθ.) γιαλό, -ί (= υγρός). νωρίς (επίρρ.): ερκέν π.χ. τζαλ ερκέν κάι πι µπουκί = πάει νωρίς στη δουλειά του, πάσστο, τχάρα κα ουσστές ερκέν = κοιµήσου, αύριο θα σηκωθείς νωρίς. Αντίθ. γκέτσι = αργά. νωρίτερα (επίρρ.): νταάερκεν (= πιο νωρίς) π.χ. νταάερκεν, τε αβέσας, κατέ κα ρακχαβέσας λε = νωρίτερα, αν ερχόσουν, εδώ θα τον έβρισκες. Αντίθ. νταάγκετσι = αργότερα. 297