Υ ύβρις: (βλ. βρισιά). υβριστικός (α) (επίθ.):

Σχετικά έγγραφα
νεκροταφείο: λιµόρα, ε (= νεκρότητα: (βλ. νέκρα). νέκρωµα: µουνταριπέ, ο

ζαβάδα: ζαβολιά: ζάρωµα: ζαβολιάρης (επίθ.): ζαρωµένος (µτχ.): ζαρωµένος (άκλ. επίθ.): ζακέτα: ζαλάδα

ξεγελάστηκες; πφιρνό = έξυπνος, πονηρός) οδηγούµαι (β) (αµετβ. ρ.):

ψαγµένος (µτχ.): ψάθα: ψάθινος (επίθ.): ψαλιδάκι: ψαλίδι: ψαλιδίζω (µετβ. ρ.): ψαρίλα: ψαρίσιος (επίθ.): ψαλίδισµα: ψαλιδισµένος (µτχ.

ραβανί και ρεβανί: ραβδάκι: ραβδί: ραβδίζω (µετβ. ρ.): ράθυµος: ρακοσυλλέκτης: ράβδισµα: ραβδισµένος (µτχ.): ράβοµαι (α) (αµετβ. ρ.

θαµπώνω (αµετβ. ρ.): τονούκικερντιάβ Αντίθ. σσϋρλάκι-κεράβ = γυαλίζω

βαθαίνω (αµετβ. ρ.): ντερίνικερντιάβ (= βαθύ κάνω).

δάγκωµα: δαιµονισµένος (µτχ.): δαγκωµατιά: δαγκωµένος (µτχ.): δάκρυ: δαγκώνοµαι (αµετβ. ρ.): (υποκ.) δαγκώνω (µετβ. ρ.): δακρύζω (αµετβ. ρ.

γαλάζιος (άκλ. επίθ.): µαβί π.χ. µαβί γιακχά = γαλάζια µάτια. γαλακτόπιτα: σουτέσκιπλιτσί(ν)τα,

παγάκι (α): παγωµένος (β) (άκλ. επίθ.): παγάκι (β): παγερός (α) (επίθ.): παγερός (β) (άκλ. επίθ.): παγωνιά: παγίδα (για πουλιά, για ποντίκια):

Κάποια μέρα, όπως όλοι παντρεύονται, έτσι παντρεύτηκε και ο Σοτός. Σον ρωτάει η γυναίκα του:

Λόγοι για την παιδαγωγική της οικογένειας (Γέρων Εφραίμ Κατουνακιώτης)

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

ταβάνι: τάκος: (υποκ.) ταγάρι: τακουνάκι: τακούνι: (υποκ.) ταγκό: τακτοποιηµένος (µτχ.): ταΐζοµαι (αµετβ. ρ.): ταΐζω (µετβ. ρ.

λάβα: λαβίδα: λαβωµένος: λαβώνω: λαγάνα: λαγίσιος (επίθ.): λαθεµένος: λάθος (α): λαγός: λάθος (β): λαγοτόµαρο:

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

ξαναβρίσκω (µετβ. ρ.): πάλεαρακχάβ ξαναβγάζω (µετβ. ρ.): πάλεικαλάβ. και πάλε-ρακχαβάβ. ξαναβλέπω (µετβ. ρ.): πάλεντικχάβ.

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #20. «Δεκαοχτώ ψωμιά» Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Γεννηθήκαμε και υπήρξαμε μωρά. Κλαίγαμε, τρώγαμε, γελάγαμε, κοιμόμασταν, ξυπνάγαμε, λερωνόμασταν.

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Αξιοποιώντας τους γλωσσικούς πόρους

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Χαμπάρι ο Γιαννάκης. Η μάνα χαμηλώνει το στερεοφωνικό... Ο Γιαννάκης επιτέλους, γυρίζει! Βλέπει τη μάνα... θυμώνει... της βάζει τις φωνές...

Κα λόν ύπ νο και όνειρ α γλυκά

«Πούλα τα όσο θες... πούλα ας πούµε το καλάµι από 200 ευρώ, 100. Κατάλαβες;»

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: Να λες στη γυναίκα. σου ότι την αγαπάς και να της το δείχνεις.

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 2 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Modern Greek Beginners

Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΥΜΝΑΖΕΤΑΙ (Κωµικό σκετς)

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

Βεδουΐνα :: Χιώτης Μ. - Λαζαρίδου Θ. :: Αριθμός δίσκου: B

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

Τριγωνοψαρούλη, μην εμπιστεύεσαι ΠΟΤΕ... αχινό! Εκπαιδευτικός σχεδιασμός παιχνιδιού: Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Βασιλική Νίκα.

LET S DO IT BETTER improving quality of education for adults among various social groups

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Το παραμύθι της αγάπης

17.Α.ΜΕΓΑΛΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 1 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Μαρία Κωνσταντινοπούλου Ψυχολόγος - ειδική παιδαγωγός

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

μονόλογος. του γιώργου αθανασίου.

Γιατί πρέπει να κάνω εμβόλια;

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Γλωσσικές πράξεις στη διαγλώσσα των μαθητών της Ελληνικής ως Γ2

ΜΕΡΟΣ Ι. Τυμπανιστής:

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ. ΑΡΗΣ (Συναντώνται μπροστά στη σκηνή ο Άρης με τον Χρηστάκη.) Γεια σου Χρηστάκη, τι κάνεις;

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

ΝΗΦΟΣ: Ένα λεπτό µόνο, να ξεµουδιάσω. Χαίροµαι που σε βλέπω. Μέρες τώρα θέλω κάτι να σου πω.

Αρχαίο Θέατρο και Δημοκρατία

Σαράντα από τις φράσεις που αποθησαυρίστηκαν μέσα από το έργο του Καζαντζάκη επίκαιρες κάθε φορά που τις διαβάζουμε:

ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ. Σκηνή 1 η


17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Διάλογος 4: Βοήθεια στο φαγητό, σερβίρισμα

...Μια αληθινή ιστορία...

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ. ΝΑΤΑΣΑ (Μέσα στην τάξη προς το τέλος του μαθήματος) ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ Η Γη, κυρία Νατάσα, έχει το σχήμα μιας σφαίρας.

Γαμπρός 14 ετών του Α.Ζ.Τσαγιούπι. (διασκευή αμετάφραστου έργουεικόνες. κλασικού συγγραφέα και...πολλές μνήμες Φλώρινας)

καβουρντιστός: (βλ. καβουρντισµένος). κάγκελο: κάνγκελο, ο π.χ. µακχάβ ε κάνγκελα = βάφω τα κάγκελα. καδένα (λαιµού): κοράκο-σιντζίρι,

Κείμενα Κατανόησης Γραπτού Λόγου

ΦΥΛΑΚΗ ΥΨΙΣΤΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

17.Δ. ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 2 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

Κατανόηση προφορικού λόγου

Από τα παιδιά της Α 2 τάξης

Modern Greek Stage 6 Part 2 Transcript

Ο Τόμπυ και οι Μέλισσες

Έτσι, αν το αγόρι σου κάνει τα παρακάτω, αυτό σημαίνει ότι είναι αρκετά ανασφαλής. #1 Αμφιβάλλει για τα κίνητρα σου

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το Α' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη Σμπώκου

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Κατερίνα Ανωγιαννάκη Ο ΧΟΡΟΣ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ. Εικόνες: Πετρούλα Κρίγκου

ΓΙΑ ΕΦΗΒΟΥΣ ΚΑΙ ΕΝΗΛΙΚΟΥΣ Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΕΙΡΑ

Σκηνή 1η Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

ΕΚΕΙΝΗ ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥ Ι ΓΙΑ ΤΟΝ Γ

Δυο μάτια παιχνιδιάρικα :: Κάνουλας Κ. - Παγιουμτζής Σ. :: Αριθμός δίσκου: DT-142.

Τοποθεσία: Σπίτι του κυρίου Μάριου

ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Η ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

Μετανάστευση και Οικογένεια

Απόψε (ξανα)ονειρεύτηκα

Playlist με τίτλο: Κώστας Κανούλας. Δημιουργήθηκε από georgina.levitikou στις 25 Ιανουαρίου 2016

ΚΕΝΤΡΟ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΩΝ

ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Παναγιώτα Βλαχάκου-Χαλούλου. ΤΙΤΛΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ: Γηρατειά, πανάθεμάτα! Παναγιώτα Βλαχάκου-Χαλούλου, 2017 ISBN

Έρωτας στην Κασπία θάλασσα

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

21 ΜΑΡΤΙΟΥ 2016 ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΆ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΥΛΕΤΙΚΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ

Μέσα από τη ζωγραφική, την κατασκευή ιστοριών και παραμυθιών βρήκαν από αρκετά έως πολύ τον τρόπο να εκφραστούν και να δημιουργήσουν.

ΕΠΙΓΛΩΣΣΙΚΗ ΕΠΙΓΝΩΣΗ

Transcript:

441 Υ ύβρις: (βλ. βρισιά). υβριστικός (α) (επίθ.): ακουσσιµάσκο,-ι π.χ. ακουσσιµάσκε όρµπε = υβριστικά λόγια. υβριστικός (β) (επίθ.): κουσσιµάσκο, -ι. υγεία: σαστιπέ, ο π.χ. (ευχή) ο Ντελ σαστιπέ, ζουραλιπέ τε ντελ τουτ = ο Θεός υγεία, δύναµη να σου δώσει, σαστιπέ τε αβέλ ντα σάορε κερντόν = υγεία να υπάρχει κι όλα γίνονται, ρακχαντόµ µο σαστιπέ, και τσχι(ν)ντόµ η τζιγκάρα = βρήκα την υγεία µου, που κοψα το τσιγάρο. υγιαίνω (αµετβ. ρ): σαστιάβ Αντίθ. νασφάβαβ = (αµετβ.) αρρωσταίνω, ασθενώ. υγιεινός (επίθ.): σαστικανό, -ι π.χ. σαστικανέ χαµάτα σι καλά = υγιεινές τροφές είναι αυτές. υγιής (επίθ.): σαστό,-ί π.χ. σαστό τε αβάβ ντα αβέρ κχάντσικ νι µανγκάβ = υγιής να είµαι κι άλλο τίποτε δε θέλω. (σαστό σ.α. ολόκληρος). (βλ. και ολόκληρος). Αντίθ. νασφαλό = άρρωστος. υγραίνω (αµετβ. ρ.): γιαλιάβ π.χ. γιαλιλέ ε σσέα = ύγραναν τα ρούχα. Συνών. κινγκιάβ = βρέχοµαι. υγραίνω (µετβ. ρ.): γιαλαράβ π.χ. γιαλαράβ µε ουσστά = υγραίνω τα χείλη µου. Συνών. κινγκαράβ = βρέχω, µουσκεύω µετβ. Αντίθ. σσουκιαράβ = στεγνώνω (µετβ.ρ.), ξεραίνω. ύγρανση: γιαλαριπέ, ο. υγρασία: ιγρασία, η π.χ. ιγρασία σι α(ν)ντό κχερ = το σπίτι έχει υγρασία. υγρός (επίθ.): γιαλό,-ί π.χ. γιαλέ σι ε κασστά, ο(ν)ντάν νι πφαµπόν = υγρά είναι τα ξύλα, γι αυτό δεν ανάβουν. Συνών. κινγκό = βρεγµένος. Αντίθ. σσουκό = στεγνός, ξερός. υγρότητα: γιαλιπέ, ο Αντίθ. σσουκιπέ = στεγνότητα, ξηρασία. υδραυλικός: τσεσσµετζίο, ο (τσεσσµάβα = βρύση) π.χ. αβιλό ο τσεσσµετζίο; = ήρθε ο υδραυλικός; ύπαιθρο: (βλ. απλωσιά, ανοιχτοσύνη). υπακοή: ασσουνιπέ και πακιαηπέ, ο (ασσουνιπέ κυριολ. = ακοή). (πακιαηπέ κυριολ. = πίστη). υπακούω (αµετβ. και µετβ. ρ.): ασσουνάβ (= ακούω) και πακιάβ (= πιστεύω) π.χ. τε ασσουνές κε νταντέ = να υπακούς τον πατέρα σου, ιτσ νι πακιάλ µαν καβά χουρντό = καθόλου δεν µε υπακούει αυτό το παιδί. υπαρκτός (επίθ.): σιντό,-ί Αντίθ. µπισιντό = ανύπαρκτος. ύπαρξη: σιιπέ, ο π.χ. πακιάς νταά κάι ο σιιπέ ε τζοχανένγκο; = πιστεύεις ακόµα στην ύπαρξη των φαντασµάτων; υπάρχοντα: µανγκινά, ε (µανγκίν, ο = εµπόρευµα, περιουσία, προϊόν, πραµάτεια) π.χ. καλά σι σα µε µανγκινά = αυτά είναι όλα τα υπάρχοντά µου. υπάρχω: σοµ και σεµ (βλ. και είµαι)

442 π.χ. ντελ σι; = Θεός υπάρχει;, [στίχοι από ποίηµα Γ. Αλεξίου «ο µπαχταλιπέ ε Ροµένγκο» (= η ευτυχία των Τσιγγάνων)] η µουσικί, η γκιλί, ο κχελιπέ, σι α(ν)ντέ Ροµένγκο ρατ = η µουσική, το τραγούδι, ο χορός, υπάρχουν µέσα στο αίµα (τα κύτταρα) των Τσιγγάνων. υπενθυµίζω (µετβ. ρ.): σερανταράβ (σεράβ = θυµάµαι) π.χ. σερανταρντόµ λεσκέ τε πελ πο ιλάτσι = του υπενθύµισα να πιει το φάρµακό του. Συνών. σεραράβ = θυµίζω. υπενθύµιση: σερανταριπέ, ο. υπέρ (συνθετικό λέξεων): γκαέτ π.χ. πφενέν λακέ τε µουκέλ πε ροµέ, αµά βόι νι µουκέλ λε, γκαέτ- µανγκέλ λε = της λένε να αφήσει τον άντρα της, αλλά αυτή δεν τον αφήνει, τον υπερ-αγαπά. υπερασπίζοµαι (µετβ. ρ.): αρκάβαικλάβ (= υπεράσπιση βγαίνω) π.χ. σόσταρ ικλές λεσκέ αρκάβα; µπισταρντάν σο κερντά τουκέ; = γιατί τον υπερασπίζεσαι; ξέχασες τι σου έκανε; υπεράσπιση: αρκάβα, η π.χ. νάι µαν αρκάβα κχάνικάσταρ = δεν έχω υπεράσπιση από κανέναν. υπερβάλλω (αµετβ. και µετβ.ρ.): γκαετισαράβ π.χ. γκαετισαρές καλένσα κάι πφενές = υπερβάλλεις µ αυτά που λες. υπερβολή: γκαετιπέ, ο. υπερβολικά (επίρρ.): γκαέτ-µπουτ (= υπέρ πολύ) και γκαέτ-φαζλά (= υπέρ παραπάνω) π.χ. γκαέτ-µπουτ σσουκάρ σι λεσκί τσχέι = υπερβολικά όµορφη είναι η κόρη του, γκαέτ-φαζλά µπεε(ν)ντίµ λεσκό κχερ = υπερβολικά άρεσα το σπίτι του, γκαέτ-φαζλά κερντάν, µπεςς σσουκάρ πφενάβ τουκέ = υπερβολικά έκανες (το παράκανες), κάτσε ωραία (καλά) σου λέω. υπερβολικός (επίθ.): γκαεκουτνό,-ί και γκαετουνό, -ί π.χ. γκαεκουτνό σι ο φιάτο κάι κερές µανγκέ = υπερβολική είναι η τιµή που µου κάνεις. Αντίθ. ορτά και ορτάς = µέτριος. υπέργεια (επίρρ.): οπραπφού (= πάνω από τη γη) Αντίθ. ταλαπφού = υπόγεια. υπεργεµάτος (επίθ.): γκαέτπφερντό-ί. υπερήφανα (επίρρ.): µπαρικανιµάσα. υπερηφάνεια: µπαρικανιπέ, ο (σ.α. καύχηση, µεγαλοµανία, αλαζονεία). π.χ. εµπούκα παρέ ντικχλά, µπαρικανιπέ µπικινέλ = λίγα λεφτά είδε, υπερηφάνεια πουλάει. Αντίθ. µπιµπαρικανιπέ = µετριοφροσύνη. υπερηφανεύοµαι (αµετβ. ρ.): µπαρικανισάβαβ και µπαρικανισάαβ π.χ. µπαρικανισάολ πε τσχεένγκε = υπερηφανεύεται για τις κόρες του. (σ.α καυχιέµαι). Αντίθ. λατζάβ = ντρέποµαι. Συνών. ασσαράµαν = παινεύοµαι. υπερήφανος (επίθ.): µπαρικανό, -ί (σ.α. καυχησιάρης, µεγαλοµανής, αλαζόνας). π.χ. νά κερ τουτ γκαντικίν µπουτ µπαρικανό, τε ντέλα τουτ ο Ντελ γεκ πάλµα, κα λελ λεν σα κατάρ κε βαστά = µην παριστάνεις τόσο πολύ τον υπερήφανο, αν σου δώσει ο Θεός µια σφαλιάρα, θα τα πάρει όλα από τα χέρια σου (δηλ. ό,τι έχεις και δεν έχεις), µπαρικανό κερέλπες, ιν ορµπισαρέλ αµένσα = παριστάνει τον υπερήφανο, δεν µιλάει µε µας.

443 Αντίθ. µπιµπαρικανό = µετριόφρονας. υπερκόπωση (α): γκαέττσχι(ν)ντιπέ, ο (= υπερκούραση). υπερκόπωση (β): µπουττσχι(ν)ντιπέ, ο (= πολλή κούραση) π.χ. νασφάιλο κατάρ ο µπουττσχι(ν)ντιπέ = αρρώστησε από την υπερκόπωση. υπέρµαχος: (βλ. σωµατοφύλακας). υπερόπτης(α): γκαέτ-µπαρικανό, ο (= υπέρ υπερήφανος). υπερόπτης (β): µπουτ-µπαρικανό, ο (= πολύ υπερήφανος) Αντίθ. µπιµπαρικανό = µετριόφρονας. υπερόπτισσα (α): γκαέτ-µπαρικανί, η (= υπέρ υπερήφανη). υπερόπτισσα (β): µπουτ- µπαρικανί, η (= πολύ υπερήφανη). υπέροχα (επίρρ.): µπούσσουκαρ π.χ. µπούσσουκαρ νακχανταµούς = υπέροχα περάσαµε. (βλ. και υπέροχος). Αντίθ. µπέτι = άσχηµα, άσχηµος. υπέροχος (άκλ.επιθ.): µπούσσουκαρ π.χ. σίλε µπούσσουκαρ σέζι = έχει υπέροχη φωνή. (µπουτ = πολύ, πολύς, σσουκάρ = ωραίος, ωραία, όµορφος, όµορφα). (βλ. και υπέροχα). Αντίθ. µπέτι = άσχηµος, άσχηµα. υπεροψία (α): γκαέτ-µπαρικανιπέ, ο (= υπέρ υπερηφάνεια). Αντίθ. µπιµπαρικανιπέ = µετριοφροσύνη. υπεροψία (β): µπουτ-µπαρικανιπέ, ο (= πολλή υπερηφάνεια) π.χ. ο µπουτ-µπαρικανιπέ σι νάι λατσχό σσέι = η υπεροψία δεν είναι καλό πράγµα. Αντίθ. µπιµπαρικανιπέ = µετριοφροσύνη. υπερτυχερός (επίθ.): γκαέτ- µπαχταλό,-ί Αντίθ. µπιµπαχταλό και µπιµπαχτάκο = άτυχος. υπηρέτης: ιπιρέτι, ο και θηλ. ιπιρέτρια, η π.χ. σα µορµισαρές κατάρ κχερέσκι µπουκί νά χα µπουτ ντα λε τουκέ εκ ιπιρέτρια α(ν)ντό κχερ = όλο γκρινιάζεις από του σπιτιού τη δουλειά µην τρως πολύ και πάρε για σένα µια υπηρέτρια µες στο σπίτι. Συνών. τσιράκο = τσιράκι. υπηρετώ (αµετβ.καιµετβ.ρ.): ιπιρετισαράβ π.χ. κάι ιπιρετισαρέλ κο τσχαβό; = πού υπηρετεί ο γιος σου (φαντάρος); υπναράς: λι(ν)ντράκο, ο (σ.α. υπνωτικός), θηλ. λι(ν)ντράκι, η π.χ. µπουτ λι(ν)ντράκο σαν = πολύ υπναράς είσαι. (βλ. και υπνωτικός). υπνοδωµάτιο: πασστιµάσκι-οντάια (προφ. µε συνίζηση ια), πασστιµάσκι-ονταήν και πασσλιµάσκι-οντάια, η (προφ. µε συνίζηση ια). ύπνος: λί(ν)ντρα, η (= νύστα), πασστιπέ, ο (= κοίµηση, πασστιάβ (= κοιµάµαι), πασσλιπέ, ο (= κοίµηση, πασσλιάβ = κοιµάµαι) π.χ. µουκ µαν τε τσαϊλιάβ µε λι(ν)ντράκε = άσε µε να χορτάσω τον ύπνο µου, τζαβ πασστιµάσκε = πάω για ύπνο. (υποκ.) λι(ν)ντρίσα, η. υπνωτικός (επίθ.): λι(ν)ντράκο, -ι και πασσταριµάσκο, -ι π.χ. τε να λάβα µε λι(ν)ντράκε άπορα, νασστί κα πασστιάβ = αν δεν πάρω τα υπνωτικά µου χάπια, δε θα µπορέσω να κοιµηθώ (λι(ν)ντράκο κυριολ. νύστας, σ.α. υπναράς, πασσταριµάσκο κυριολ. κοιµιστικός).

444 υπόγεια (επίρρ.): ταλαπφού (= κάτω από τη γη) Αντίθ. οπραπφού = υπέργεια. υπόγειο: ιπόγιο, ο π.χ. σαό µπαρό ιπόγιο σίλε ταλάλ λεσκό κχερ = τι µεγάλο υπόγειο έχει κάτω από το σπίτι του. υπογραφή: εµζάβα, η π.χ. κα κίντας εµζάβε ντα κα τσχάστουτ κατάρ = θα µαζέψουµε υπογραφές και θα σε ρίξουµε (διώξουµε) από εδώ. υπογράφω (µετβ. ρ.): εµζάβατσχαβ (= υπογραφή ρίχνω) π.χ. ντε ο λιλ τε τσχαβ-εµζάβα = δώσε το χαρτί να υπογράψω. υποδεικνύω (µετβ. ρ.): σικαβάβ (= δείχνω) π.χ. σικαντά µανγκέ σαρ τε κεράβ λε = µου υπέδειξε πώς να το κάνω. Συνών. γκογκιαράβ = συµβουλεύω, δασκαλεύω, νουθετώ. υπόδειξη: σικαηπέ, ο (= δείξιµο). υποδύοµαι (µετβ.ρ): κεράµαν (= κάνω τον εαυτό µου, κεράβ = κάνω, µαν = εµένα, παριστάνω, καµώνοµαι, υποκρίνοµαι, προσποιούµαι) π.χ. καβά τερνό αρτίζι κάι καβά φίλιµι κερέλπες πφουρό = αυτός ο νεαρός ηθοποιός σ αυτή την ταινία υποδύεται το γέρο. (βλ. και καµώνοµαι, παριστάνω, προσποιούµαι). υποζύγιο: νταβάρι, ο. υπόθεση: µεσελάβα, η π.χ. σο κερντιλό κολέ µεσελαβάσα; = τι έγινε µ εκείνη την υπόθεση; υποκρίνοµαι: (βλ. προσποιούµαι, καµώνοµαι, παριστάνω). υποκύπτω: (βλ. υποτάσσοµαι). υπολογίζω: (βλ. λογαριάζω). υπολογισµός: (βλ. µέτρηµα). υπόλοιπο: ιπόλιπο, ο π.χ. σο ιπόλιπο ατσχιλό, τε ποκινάβ; = τι υπόλοιπο έµεινε, να πληρώσω; υποµάλης: (βλ. παραµάσχαλα). υποµονετικός (επίθ.): σάµπουρλίο, -ούκα π.χ. µπουτ σάµπουρλίο σι λεσκό ντατ = πολύ υποµονετικός είναι ο πατέρας του. υποµονή (α): ιποµονί, η π.χ. κερ ιποµονί, κα νακχέλ = κάνε υποµονή, θα περάσει, µπουτ ιποµονι κεράβ τουκέ, µπεςς σσουκάρ πφενάβ = πολύ υποµονή σου κάνω, κάτσε καλά σου λέω, τζι κάνα κα κεράβ ιποµονί; = µέχρι πότε θα κάνω υποµονή; υποµονή (β): σάµπουρι, ο π.χ. κερ εµπούκα σάµπουρι νταά = κάνε λίγη υποµονή ακόµα. υπόσταση: (βλ. ύπαρξη). υποστηρίζω (µετβ. ρ.): παλάλτσαλαβάβ (= από πίσω χτυπώ) π.χ. έρκεςς παλάλ πο µανούςς τσαλαβέλ = ο καθένας τον άνθρωπο (συγγενή) του υποστηρίζει, πφεν µανγκέ, σαΐ σασούι σι καγιά κάι νι τσαλαβέλ παλάλ πο τσχαβό; = πέσµου, ποια πεθερά είναι αυτή που δεν υποστηρίζει τον γιο της; υποστηρικτής: (βλ. σωµατοφύλακας). υπόσχοµαι (µετβ. ρ.): µο-πφεράςνταβ και µι-όρµπα-νταβ (= το λόγο µου δίνω) π.χ. µε κάνα νταβ µο πφεράς εκχέ σσεέσκε, κεράβ λε = εγώ όταν υπόσχοµαι κάτι, το κάνω. υποταγή: τελέ-ατσχιπέ, ο (τελέ = κάτω, ατσχιπέ = παύση, στάση, σταµατηµός). υποτάσσοµαι (αµετβ. ρ.): τελέατσχάβ (= κάτω µένω) π.χ. σο τε κεράβ, σίµαν ζόρι ντα ατσχάβ λεσκέ τελέ = τι να κάνω,

445 έχω ανάγκη και υποτάσσοµαι σ αυτόν, µπουτ τσχιπ νι κα ικαλές κε ροµέσκε, του τζουβλί σαν, τελέ κα ατσχές λέσκε = πολλή γλώσσα δε θα βγάζεις για τον άνδρα σου, εσύ είσαι γυναίκα, θα υποτάσσεσαι σ αυτόν, τε πφενέλ ντα τούκε εκ πφεράς φαζλά του νι κα χολάος, βο νταάµπαρο σι τούταρ, τελέ κα ατσχές λεσκέ = κι αν σου πει µια κουβέντα παραπάνω εσύ δε θα θυµώσεις, αυτός είναι µεγαλύτερος από σένα, θα υποτάσσεσαι σ αυτόν (δηλ. θα τον σέβεσαι, θα υποχωρείς), (φράση) η λατσχί ροµνί τελέ-ατσχέλ πε ροµέσκε = η καλή γυναίκα υποτάσσεται στον άνδρα της. υποτιµηµένος (µτχ.): τελέπεραντό, -ί (τελέ = κάτω, περαντό = πεσµένος, γκρεµισµένος, κατεδαφισµένος) (σ.α. ισοπεδωµένος, µειωµένος). υποτίµηση: τελέ-περιπέ,ο (= κάτω πέσιµο) (σ.α. ισοπέδωση, µείωση). υποτιµούµαι (αµετβ. ρ.): τελέπεράβ (= κάτω πέφτω) π.χ. τελέ-πελέ ε χοραχανέ παρέ = υποτιµήθηκαν τα τουρκικά χρήµατα (νοµίσµατα), τελέ-πελό κο ναµούζι ντα αγκαντάλ κερές; = υποτιµήθηκε η τιµιότητα σου και κάνεις έτσι; (σ.α. µειώνοµαι, ισοπεδώνοµαι, π.χ. τελέ-πελέ ε τοµαφιλένγκε φιάτορα = µειώθηκαν οι τιµές των αυτοκινήτων). (βλ. και ισοπεδώνοµαι). υποτιµώ (µετβ. ρ.): τελέ-περαβάβ (τελέ = κάτω, περαβάβ = γκρεµίζω, κατεδαφίζω) π.χ. κε µπορά τελέ-περαβές λα, κε τσχαβέ παλέ ασσαρές = τη νύφη σου την υποτιµάς, τον γιο σου πάλι τον παινεύεις (σ.α. µειώνω, ισοπεδώνω, συντρίβω, π.χ. τε περαβέσα-τελέ νταά εµπούκα ο φιάτο, κα κινάβ λε = αν µειώσεις ακόµα λίγο την τιµή, θα το αγοράσω). (βλ. και ισοπεδώνω). υπουλία: (βλ. υπουλότητα). ύπουλος (επίθ.): τζουνγκαλό, -ί (σ.α. δόλιος) π.χ. τε τρασσάς καλέσταρ, τζουνγκαλό σι = να φοβάσαι από αυτόν, ύπουλος είναι. Συνών. µπενγκαλό = διαβολεµένος, πφιρνό = πονηρός. υπουλότητα: τζουνγκαλιπέ, ο (σ.α. δολιότητα) Συνών. µπενγκαλιπέ = διαβολικότητα. υπουργός (η): ιπουργόσκα, η. υπουργός (ο): ιπουργόζι, ο. υποφέροµαι: (βλ. τραβιέµαι). υποφερτός: (βλ. τραβηγµένος). υποφέρω (αµετβ. και µετβ.ρ.): σίρνταβ (= τραβώ) π.χ. νασστί σίρνταβ κι µούρµα, χαλάν µαν = δεν µπορώ να υποφέρω την µουρµούρα (γκρίνια) σου, µ έφαγες, κάνα πφενάβας λέσκε µε νι ασσουνέλας µαν, µούκλε ακανά κοτέ τε σίρντελ = όταν του έλεγα εγώ δεν µε άκουγε, άστον τώρα εκεί να υποφέρει. (βλ. και τραβώ). υποχρέωση: (βλ. καθήκον). υποχωρώ (αµετβ. ρ.): παπαλέ-τζαβ (= πίσω πηγαίνω, οπισθοδροµώ, οπισθοχωρώ) και τελέ-ατσχάβ (= κάτω µένω, υποκύπτω, υποτάσσοµαι) (βλ. και υποτάσσοµαι). Αντίθ. ανγκλέ-τζαβ = προχωρώ αµετβ., προοδεύω. υποψία: εσσκίλι, ο. υποψιάζοµαι (µετβ. ρ.): εσσκίλικεράβ (= υποψία κάνω) π.χ. κερντέ λεστάρ εσσκίλι ε σσεραλέ ντα λιέ λε α(ν)ντρέ = τον

446 υποψιάστηκαν οι αστυνοµικοί και τον πήραν µέσα. ύστερα (επίρρ.): σονά, σορά και σοβνά π.χ. σορά σο κερντιλό; = ύστερα τι έγινε; Αντίθ. πριν = πριν, ακανά = τώρα. υστερία: σάρα, η π.χ. σάρα ασταρντά τουτ ντα µούιτχος αγκαντάλ; = υστερία σε έπιασε και φωνάζεις έτσι; (βλ. οµόηχο σάρα = αντίσκηνο). υστερικός (επίθ.): σάραλιο,-ουκα. ύφασµα: κοτόρ, ο (σ.α. πανί) π.χ. κα κεράβ µανγκέ ρόκλια κατάρ καβά κοτόρ = θα φτιάξω για µένα φόρεµα απ αυτό το ύφασµα, σαό σσουκάρ σι καβά λουλουγκιαλό κοτόρ! = τι όµορφο είναι αυτό το λουλουδάτο ύφασµα!, µπουτ σανό σι ο κοτόρ = πολύ λεπτό είναι το ύφασµα (η λέξη κοτόρ αρχικά σήµαινε κοµµάτι π.χ. γεκ κοτόρ µαρνό = ένα κοµµάτι ψωµί) (υποκ.) κοτορορό, ο. υφασµάτινος (επίθ.): κοτοραλό, -ί π.χ. κοτοραλί ντορί = υφασµάτινη λωρίδα. υφασµατοπώλης: µπασµατζίο, ο θηλ. µπασµατζΰκα, η (µπασµάβα, η = ύφασµα). ύψη (στα): ουτσιµάστε π.χ. ουτσιµάστε ικλιλό = στα ύψη ανέβηκε. υψηλότητα: ουπρουνιπέ, ο. Ύψιστος (επίθ.): ουπρουνό,-ί π.χ. ο ουπρουνό Ντελ τζανέλ σο κερέλ = ο Ύψιστος Θεός ξέρει τι κάνει. ύψος: ουτσιπέ, ο π.χ. γκάντικιν σι ο ουτσιπέ ε ταβανέσκο; = πόσο είναι το ύψος του ταβανιού; (ουτσιπέ σ.α. ύψωµα). π.χ. σι εκ µπαρό ουτσιπέ ανγκλά λεσκό κχερ = υπάρχει ένα µεγάλο ύψωµα µπροστά στο σπίτι του. ύψωµα (α): (βλ. ύψος). ύψωµα (β): µπαήρι, ο (σ.α. ανηφόρα). υψωµένος (µτχ.): οπρέ-βαζντό, -ί και οπρέ-βαζντι(ν)ντό, -ί (σ.α. ανυψωµένος). υψώνοµαι (αµετβ.ρ): οπρέβαζντιάβ (= επάνω σηκώνοµαι) π.χ. βαζντιλό-οπρέ λεσκό αλάβ κατάρ καγιά µπουκί κάι κερντά = υψώθηκε το όνοµά του από αυτή τη δουλειά (από αυτό το έργο) που έκαµε. υψώνω (µετβ. ρ.): οπρέ-βάζνταβ (= επάνω σηκώνω) (σ.α. ανυψώνω) π.χ. βάζνταβ-οπρέ ο µπαϊράκο = υψώνω την σηµαία. Αντίθ. φουλαράβ = κατεβάζω, ξεφορτώνω, ξεφουσκώνω µετβ. ύψωση: οπρέ-βαζντιπέ, ο (= επάνω σήκωµα, σ.α. ανύψωση).