Της αγάπης τζιαι του καμού

Σχετικά έγγραφα
ΜΕΡΟΣ 8ο: ΠΑΡΑ ΟΣΙΑΚΑ (4.0008)

Το τραού ιν τ' Άη Γιωρκού και τού δρα κού

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

w w w. s t i x o i. i n f o

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού

Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού Β Περίοδος

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΛΑΪΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ : ΑΓΑΠΗ ΈΡΩΤΑΣ ΟΜΟΡΦΙΑ Α] Η ΡΟΔΑΦΝΟΥΣΑ

PROJECT ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ Β1 ΚΑΙ Β2 ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΕΜΠΑΣ στα πλαίσια της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης

Αφιέρωμα στους Λαϊκούς Ποιητές

ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ 1 28Η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ


ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας

Απόψε μες στο καπηλειό :: Τσιτσάνης Β. - Καβουράκης Θ. :: Αριθμός δίσκου: Kal-301.

Για μια χήρα παιχνιδιάρα :: Τούντας Π. - Ρούκουνας Κ. :: Αριθμός δίσκου: DG

Θεογονία: Πώς ξεκίνησαν όλα.

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

w w w. s t i x o i. i n f o

Στην εργασία όμως αυτή θα περιοριστούμε μόνο σε μια αναφορά σε μερικά παιγνίδια που παίζονταν πιο πολλά στο χωρίο μας, την Άσσια.

Χρήστος Ιωάννου Τσαρούχης. Στάλες. Ποίηση

Στίχοι Μουσικής. for. The Cyprus Volley Club

Το ναυάγιο του χρυσοκάραβου στο νησί του Φερφουρή στη Χλώρακα (Απο το περιοδικό ΚΥΠΡΙΑΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ" έκδοσης 1945)

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Μες το εβδομήντα τέσσερα, τζιαιρόν δευτερογιούνη 1, μιάλον 2 κακόν εγίνηκεν μέσα στην Κύπρον ούλλην 3.

General Music Catalog General Music ΠΥΡΓΑΚΗ ΦΥΛΙΩ. page 1 / 5

ΤΜΗΜΑ ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Η Βίβλος για Παιδιά παρουσιάζει. ΟΟυρανός, το Υπέροχο Σπίτι του Θεού

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΓΚΟΥΝΤΙΝΑΚΗΣ. Ένατος ΚΕΔΡΟΣ

Έκαψα την καλύβα μου :: Μπακάλης Μ. - Μπέλλου Σ. :: Αριθμός δίσκου: GA

ΚΕΝΤΡΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων

Κάτω στα Ιεροσόλυμα εις του Χριστού τον Τάφο, εκεί οι Αγγέλοι λειτουργούν κι οι Αποστόλοι Ψάλλουν. Ψάλλουν το Άγιος ο Θεός και την Τιμιότερα

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας

Συμμετοχή στην έκθεση για τις προσωπικότητες της " Μη βίας"

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Η μάνα σου θα τα πληρώσει (Τί σου λέει η μάνα σου για 'μένα) :: Σκαρβέλης Κ. - Βέζος Σ. :: 1935

Απ' το Μαρόκο η Εσμέ :: Τούντας Π. - Περπινιάδης Σ. :: Αριθμός δίσκου: AO

Ένα βήμα μπροστά στίχοι: Νίκος Φάρφας μουσική: Κωνσταντίνος Πολυχρονίου

Ο Αντζιελής ο καλικάντζαρος

( Ανεβαίνουν στη σκηνή μία-μία οι Σουλιώτισσες αναμαλλιασμένες, φτάνουν στο γκρεμό, τον βλέπουν απότομα κάνουν τρομαγμένες πίσω )

Ιερα Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού

Βεδουΐνα :: Χιώτης Μ. - Λαζαρίδου Θ. :: Αριθμός δίσκου: B

ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΠΟΟΥΠ ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΜΟΝΑΞΙΑ

Η Βίβλος για Παιδιά παρουσιάζει. Η Γέννηση του Ιησού Χριστού

«Η Μάνα του Αγνοούμενου», τα δικά μας ποιήματα

Ευλογημένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ημοτικού

Παραγωγή γραπτού λόγου Ε - Στ τάξη Σύνθεση ποιήµατος

Όταν η τέχνη συναντά τη θεολογία Αντίδωρο στα «Σημάθκια των Τζιαιρών»

Άνοιξε και μετάνιωσα :: Χιώτης Μ. - Καζαντζίδης Σ. :: Αριθμός δίσκου: DG

ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΠΡΩΤΟΙ Αριστοτέλης Νικόλαος Ραψομανίκης

Η Βίβλος για Παιδιά παρουσιάζει. ΟΟυρανός, το Υπέροχο Σπίτι του Θεού

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Χαμπάρι ο Γιαννάκης. Η μάνα χαμηλώνει το στερεοφωνικό... Ο Γιαννάκης επιτέλους, γυρίζει! Βλέπει τη μάνα... θυμώνει... της βάζει τις φωνές...

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: "ΕΛΕΝΗ" ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΗ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ. Α. ΚΕΙΜΕΝΟ: Β ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ στίχοι:

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών Γυµνασίου - Λυκείου

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #11. «Το ριζικόν» (Κύπρος) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις

ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΛΕΗΚ (William Blake)

ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΡΟΛΟΙ: Αφηγητής 1(Όσους θέλει ο κάθε δάσκαλος) Αφηγητής 2 Αφηγητής 3 Παπα-Λάζαρος Παιδί 1 (Όσα θέλει ο κάθε δάσκαλος) Παιδί 2

Η Βίβλος για Παιδιά παρουσιάζει. Η Γέννηση του Ιησού Χριστού

Κεφάλαιο 5. Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη

Βγήκε η Μαριγώ σεργιάνι :: Τζουανάκος Σ. - Καλλέργης Ν. :: Αριθμός δίσκου: DG

ΤΡΙΓΩΝΑ ΚΑΛΑΝΤΑ. Τρίγωνα, κάλαντα σκόρπισαν παντού. κάθε σπίτι μια φωλιά του μικρού Χριστού. ήρθαν τα Χριστούγεννα κι η Πρωτοχρονιά

Ένα και δυο: τη μοίρα μας δεν θα την πει κανένας Ένα και δυο: τη μοίρα του ήλιου θα την πούμ εμείς.

Άνοιξε και μετάνιωσα :: Χιώτης Μ. - Καζαντζίδης Σ. :: Αριθμός δίσκου: DG

Δυο μάτια παιχνιδιάρικα :: Κάνουλας Κ. - Παγιουμτζής Σ. :: Αριθμός δίσκου: DT-142.

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

Το μαγικό βιβλίο. Σαν διαβάζω ένα βιβλίο λες και είμαι μια νεράιδα που πετώ στον ουρανό.

Λόγοι για την παιδαγωγική της οικογένειας (Γέρων Εφραίμ Κατουνακιώτης)

Playlist με τίτλο: Κώστας Κανούλας. Δημιουργήθηκε από georgina.levitikou στις 25 Ιανουαρίου 2016

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

ΓΙΟΡΤΗ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΤΡΑΓΟΥ ΙΑ

εν θέλω να µου δέσετε τα µάτια Αδερφέ Ισραηλίτη τον ήλιο π' ανατέλλει να χαρώ κι αν κάνετε τα στήθια µου

Modern Greek Beginners

ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Η ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

...Μια αληθινή ιστορία...

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

ΚΩΔΙΚΟΣ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: 1-VA-PR

Θα φύγω :: Παπαϊωάννου Ι. - Ευγενικός Α. :: Αριθμός δίσκου: GA

ΓΚΑΜΠΡΙΕΛΑ ΜΙΣΤΡΑΛ 3 ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Αν δεν με θέλεις χήρα μου :: Δραγάτσης (Ογδοντάκης) Ι. - Παγιουμτζής Σ. :: Αριθμός δίσκου: AO-2500

ΓΙΟΡΤΗ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Α ΜΕΡΟΣ ΤΙΤΑ ΑΡΗΣ ΤΙΤΑ ΑΡΗΣ ΤΙΤΑ

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Βίδα είναι αυτή και χαλάει.

Transcript:

ΧΡΥΣΤΑΛΛΑ ΜΑΓΓΑΝΗ Της αγάπης τζιαι του καμού ISBN 978-9963-8938-2-9 ΛΕΥΚΩΣΙΑ 2008

Σαν πρόλογος. Η συλλογή «της αγάπης τζαι του καμού», περιέχει ποιήματα στην κυπριακή τοπολαλιά,, γραμμένα από το καλοκαίρι του 2007 μέχρι σήμερα. Μας μιλούν για την αγάπη, αλλά όχι μόνο. Οι στίχοι είναι ποτισμένοι με τον ατέρμονο πόθο της ανθρώπινης ψυχής να εκφράσει τους καμούς της, που εξωτερικεύονται με οιμωγές και αναστεναγμούς, εξιδανικευμένους με το ερωτικό πάθος. Σε κάποια απ αυτά κάνω χρήση θεμάτων ή στίχων παρμένων από δημοτικά τραγούδια της Κύπρου, ή από ποιήματα επώνυμων ποιητών. Αυτό είναι μια εκούσια επιλογή μου, γιατί πιστεύω πως έτσι κρατιέται ζωντανή η μνήμη και η παράδοση του λαού μας, μέσω της γλώσσας μας, που κινδυνεύει με εξαφάνιση, εφόσον τείνουμε ν αφομοιωθούμε γλωσσικά από τον ευρύτερο ελλαδικό κορμό. Πιστεύοντας πως το να μείνουμε πιστοί στην κυπριακή παράδοση, διατηρώντας ζωντανή τη διάλεκτο, αλλά και τις παραδόσεις μας είναι το σημαντικότερο πράγμα που πρέπει να κάνουμε, για να διασώσουμε την ελληνικότητα μας, οδηγήθηκα στη σκέψη να εκδώσω τα ποιήματα αυτά, για τους γνωστούς και τους φίλους μου, όπως έγινε και με τις προηγούμενες δύο συλλογές. Η συλλογή είναι στη διάθεση τους. Είναι καλοδεχούμενες οποιεσδήποτε παρατηρήσεις τους. Εγώ θα είμαι ευτυχισμένη αν τους μιλήσει έστω και ένας στίχος, που είναι γραμμένος με αίμα απ την ψυχή μου. Χρυστάλλα Μαγγανή Προηγούμενες συλλογές: «Πήλινα χέρια, 2004» «Η φωνή, 2007»

Λαλούν πως όποιος έντζισεν αγάπη στο πλευρόν του, έχασεν που την αστραπήν το φως των αμμαθκιών του. Όμως καρκιά πόν ένωσεν τον πόνον τον κρυφόν της, εν σαν την μέραν πόν έδειξεν κανενού το φως της.

Αν σου μηνύσω μάνα μου Αν σου μηνύσω μάνα μου έλα μ έναν βαπόριν, ξεκίνα με τον άνεμον τζαι το γλυτζύν ξηφώτιν. Αν σου μηνύσω μάνα μου έλα μ έναν καράβιν, κάμε την θάλασσαν στρατίν, το τζύμμα μονοπάτιν. Εγιώ αγάπην έδωκα, αλλά την πίκραν πήρα ήταν γραφτόν μου να γενεί απού την μαύρην μοίραν, αμμά που τζειν τα σσείλη μου, που σ όντζισα τζι εχάθης, εμείναν τζείνα τα φιλιά, αθθύμιον να τά σιεις. Τ αγιόκλημαν στην πόρταν μου εμάρανεν καλή μου, που το μαράζιν το πολλύν, πο κρουσεν την ψυσιήν μου. Τζαι το δεντρόν εξέρανεν τζι έχασεν τον αθθόν του, γοιον να λαλεί πως εθ θελει να μείνει μανιχόν του. Τζι εξημερώθηκα ξανά πόξω, μες τη αυλήν σου, πέρκι φανείς τζι αννοίξεις μου τζαι πάρω το φιλίν σου. Τζαι δω τα μαύρ αμμάθκια σου τζαι τζείν την ελιτζιάν σου, που μες τον κόσμον στράφτουσιν τζαι θκιουν την μυρωθκιάν σου.

Άννοιξεν τζείν το στόμαν του τζι είπεν να τραουδήσει, να πει για τζείνους π αγαπούν, ως πό σσει φως η χτίση. Τζι εξέβην αναστεναμός, που μέσα στην ψυσιήν του, παντές τζι εράισεν η γη, πριχού να πει το πειν του.

Ξηφώτιν Έλα ψυσιή μου, μεν αρκείς τζαι ζιω με τον καμόν σου, είμαι φωθκιά π άψες εσού τζαι κρούζει το λαμπρόν σου. Αντάν να φκει που πανωθκιόν ο ήλιος τζαι φωτίσει, τζείν η καρκιά μου μάσιεται, ώστι να πει να δύσει, να πιάσω τζείνον το στρατίν, τζείνον το μονοπάτιν, να φκω κρυφά στην πόρταν σου, πον π όξω τ αλακάτιν. Το γιασεμίν στην πόρταν σου, μουσκολοούν οι τόποι, τζαι μες τ αμμάθκια σου το φως, τζαι λάμπει το ξηφώτιν. Ξηφώτιν εγεννήθηκες, τζι αθθίσαν τα στενά σου, τζι εζευκαρώνναν τα πουλιά, π ακούαν την λαλιάν σου. Τα δέντρα αννοίαν τους αθθούς τζι εδήνναν τον καρπόν τους, τζι ούλλα μουσκομυρίζασιν στους κάμπους τζαι στους όχτους. Ξηφώτιν σ είδ αγάπη μου τζι αγγέλοι ήταν κοντά σου, τζι εφτερατζίζασιν γυρόν, τζι εφέγγαν τα μαλλιά σου. Ξηφώτιν έφτασα ξανά κοντά στην γειτονιάν σου, πέρκι φανείς τζαι δώκεις μου φιλιά που τα φιλιά σου.

Η πέρτικα Εξέβην πάνω στο βουνόν να γλυκοτραουδήσει τζι αντάμωσεν το ταίριν της, να νυχτοπαρπατήσει. Αντάμα εθκιαβήκασιν το όρος της αγάπης τζαι να στραφούν νομίζασιν δεν είσιεν μονοπάτιν. Ορμάνια, κάμπους, ποταμούς αφήκαν τ απισών τους, μα δεν εκάνεν το νερόν να σβήσει το λαμπρόν τους. Τα δέντρα εδήννασιν καρπόν, γιατ ήτουν καλοτζαίριν τζι ήτουν τα σύκα ολόγλυκα τζι εστάσσαν ούλλα μέλιν. Τζι ήτουν γοιον να ξημέρωννεν, στους όχτους τζαι στ αυλάτζια, τζι ο ουρανός εγρούσιζεν, στου ήλιου τα κονάτζια. Τα σιηλιόνια σμίασιν τζαι στα ψηλά πετούσαν, τζι ύστερα πάλε χαμηλά, τζαι γλυκοτζιελαδούσαν Η πίκρα εγένετουν χαρά τζαι γλύκα το μαράζιν, τζι όσσον τζι αρκίναν ο Θεός το φως του να χαράσσει. Τζι άξιππα εσκοτείνιασεν τζι εμαύρισεν ο κόσμος τζι εφάνην ήτουν η στιμή, πο ννα τους εύρει ο πόνος. Λαλεί του «μείνε δίχα μου» τζι ελούθην του κλαμάτου τζι ετρέχασιν τ αμμάθκια του τζι εβρέχαν την καρκιάν του. «Αν θέλεις», είπεν, «χάννουμαι που τον δικόν σου δρόμον, αμμά που μέσα εννα πονώ άμα ννα μείνω μόνος». Τζι αννοίει τες αλάτες της τζαι π ομπροστά του εχάθην τζι έμεινεν τζείνος ξηστικός να κρούζει τζαι ν ανάφτει.

Μιαν μασιαιρκάν μου χάρισες Μιαν μασιαιρκάν μου χάρισες, με τζείνην την θωρκάν σου, τζι εθάρρεια τζι εγι ο φτωχός, πως θκιας μου την καρκιάν σου. Μ αντάν τζι είδα τ αμμάθκια σου να κλώθουν τζαι να φεύκουν, εννόησα τα ψέματα, πως σβήννουν τζαι τελεύκουν. Μάγκου μου τζι αν εκρώννεσουν τζι έρκεσουν ταπισών μου; ήτουν να κάμω το βουνόν στράταν να ρέξεις φως μου. Μα σου πουλλίν περατικόν φτεροκοπάς τζαι φεύκεις, τζι εμέν τ αμμάθκια μου να δεις, με θέλεις, με γυρεύκεις. Λαλούν μου «πάρε πομονήν, τζι εννά ρτει στο πλευρόν σου, τζι ώστι να μπούμεν του Μαρτιού, εν θα σαι μανιχός σου». Μα σούνη γοιον το γιόκλημαν π αθκεί τζαι φκάλλει κλώνους, κρατείς κρυφούς τους μούσκους σου τζαι τους γλυτζιούς σου γρόνους. Είσαι το τριαντάφυλλον, που τον σιειμώναν σβήννει, τζαι μόνον το αθθύμιον μέσα στον νουν αφήνει. Τον Νιόβρην μες την παωνιάν πέφτει τζαι μαρανίσκει, τον Μάρτην θκιει τζαι πορουβά, τον κόσμον πελλανίσκει. Κανεί σε πκιον αππώματα, κλώσματα τζαι γινάθκια, δίκλα τζαι δε τα δάρκα μου, μέσα στα θκυο μ αμμάθκια. Σφόγγα το κλάμαν της καρκιάς με το γρουσόν σου σιέριν, πέτησε τζι έλα μάνα μου, για να σε κάμω ταίριν.

Η Ελενού. Τρέμ η ψυσσιή μου γοιαν έναν πουλλίν, αντάν να φκεις χαρά μου μες την στράταν, λαμνοκοπά τζαι σσειέται τζαι πονεί, μεν φανιστείς τζιαι δεις με μες τ αμμάθκια. Γιατί που την θωρκάν σου Ελενού, φοούμαι μεν με κάψει το λαμπρόν σου, τζι αντάν ξεβεί η ψυσσιή μου του φτωχού, να κρούσω μονομιάς που τον καμόν σου. Τα κάλλη σου εσσιάστην ξενικός, τζι έμεινεν ξηστικός τζι εποθαμμάστην. Έπλασεν σε με χάρην ο Θεός, τζι εφύσησεν σου πνεύμαν τζι εποσπάστην. Το κλήμαν των σιειλιών σου πορουβά, κάμνει σταφύλιν βέρικον, τζι εν μέλιν, τζαι το κρασίν μοσχάτον τζαι μεθκιά, γέρους τζαι νιους, που θάλασσες τζαι ξέρη. Αν θέλεις Ελενού να μ αψηφάς, τζι όσσον με δεις να κλώθεις που την άλλην, να ξέρεις πως μου κρούζεις την καρκιάν, τζι εννα γινεί που το λαμπρόν ποζαύλιν. Μα όσσον τζαι να μεν θέλεις εσού, που μέσα μου φουντώνει η αγάπη, τζι εννα πεθάνω πιον μονογρονού, τζι εννα σου μείνει μόνον το γινάτιν. Γι αυτόν λαλώ σου, κρώστου τζι έλα δα, τζαι άεις τα στην πάνταν τα γινάθκια, να χτίσουμεν φουλιάν, σαν τα πουλιά, πας το βουνόν, τζαι μεν θέλεις παλάθκια.

Αντάν να δύσει η ζωή Αντάν να δύσει η ζωή τζαι γείρω πκιον στο χώμαν, πριχού να σβήσει το τζερίν, πριχού σε δω ακόμα, πριχού η ψυσιή μου να ξεβεί στον ουρανόν κοντά σου, άφησ τα να τζιυλήσουσιν στην γην τα δάκρυά σου. Να βρέξουν κάμπους τζαι βουνά τζαι τζειν τα μονοπάθκια, που θκιάβαιννα παρπατητός τζι είχα τα θκυο σ αμμάθκια, να μου φωτίζουν τα στενά, ν αμπλέπω για να ρέσσω άμπα τζαι χάσω το στρατίν τζι έν ιστραφώ πκιον έσσω. Τζι αντάν ο ήλιος να χαθεί που πίσω που τα όρη, έβκα πκιον τζαι καρτέρα με τζαι σου στην πόρταν κόρη, δώκε τζαι στον αρκάντζελον γρουσόν που τα μαλλιά σου, πέρκι μ αφήκει φυλαχτόν να πάρω την καρκιάν σου.

Τ αμμάθκια σου Εσέν όσσον τζαι ντζίζει σου, σγοιαν τον αβρόν τζυμμάτου, εμέν αννοίει μου πληγήν τζαι προχωρά του βάθου. Εσού γελάς ολογρονού, με ήλιον τζαι με σιόνια, εγιώνη φκιόρον του Μαρτιού, π αθθίζει μες τ αλώνια. Εσού στρουφούδιν τζαι πετάς, λαώννεσαι τζαι φεύκεις, τζι εγιώνη γοιον πιστόν σιυλλίν, π όπου τζι αν πα κονεύκει. Εσού μετράς τα θκυο φορές, πίκρες, χαρές τζαι πόνους, εγι όμως καταπίννω τα τζι έν λοαρκάζω γρόνους. Εσού αγαπάς με τα φιλιά τζαι θέλεις με τ αμμάθκια, τζι εγιώνη για τ αμμάθκια σου, θκιω κάμπους τζαι παλάθκια.

Τ αμμάθκια τα περίλυπα. Στον αγνοούμενο Τ αμμάθκια τα περίλυπα, όποιος τα δει δακρύζει τζαι η καρκιά του γένεται ποζαύλιν τζαι ραΐζει.. Τζείνα τ αμμάθκια τα θολά, που κλαίσιν, μα δεν τρέχουν πως εν του κόσμου ποταμοί, κάποιοι να πούσιν έχουν, ότι τζυλούσιν μέσα τους, του κόσμου τα μαράζια τζαι σμίουν με της θάλασσας τα τζύμματα, τα μαύρα τζι ότι τη λύπην έχουσιν σημάδιν του θανάτου, τζαι πα στην νιότην έρκεται το τέλος του νημάτου. Το φως τους ένι παστρικόν, ήλιος πον εγεννήθην, μ αντάν ξεβεί που το πουρνόν, τον κόσμον να φωτίσει, ενν άψει μες τα σπλάχνα μου λαμπρόν πον καταλυέται, να κρούζει το κορμάτζιν μου, τζι αν ζιει, να τυραννιέται. Περίλυπ εν τ αμμάθκια σου τζι άβυσσος η καρκιά σου, μασιαίριν που με κάρφωσεν στο στήθος η θωρκά σου. Περίλυπ εν τ αμμάθκια σου, τζι εγιώ φωθκιά π αφταίννει, τζι ορμάνια, κάμπους τζαι βραμούς, ο πόνος μου θκιαβαίννει.

Άξιππα όπως έπαιζεν, σηκώννει το πιθκιάβλιν τζι αρκίνησεν να το φυσά με τέγνην τζαι με χάρην. Τζι έτσι όπως εξέβαινεν που μέσα ο καμός του, ήτουν σαν νά τουν ο Θεός τζαι τζείνος μανιχός του.

Ορκίζουμαι στον πλάστην μου. Ήτουν οι στράτες ποταμοί τζι οι σκάλες ήτουν όρη, τζαι οι θκιαβάτες τα πουλιά τζαι οι λαοί τζι οι πόλοι, αντάν εχαμογέλασες τζι εχάρινες με κόρη. Είδα σε τζι εσπαγιάστηκα τζι εφάνην μου ήτουν μέρα, τζι ας ήτουν νύχτα, σκοτεινιά τζι ας ήτουν μαύρη ξέρα, τζαι θκυο πουλιά τζιηλαδηστά, τα στέφανα μας φέραν. Όσσον κρατεί το φως ψηλά τζαι φέγγει ο ήλιος πέρα τζι όσον αθκιούσιν τα δεντρά τζαι ξημερών η μέρα, ορκίζουμαι στον πλάστην μου, εννά σου βάλω βέραν

Μες το κονάτζιν της ψυσσιής θα βκει να τραουδήσει, ατός που έσιει κρεμμιστεί τζαι τα φτερά τσακκίσει. Ν ακούσουσιν οι άγγελοι, που στα ψηλά κρατούσιν, ν αννοίξουν τον παράδεισον, να τον καλοδεχτούσιν.

Ο ήλιος. Εδύσασιν τ αμμάθκια σου βαθκιά μες την καρκιάν μου τζι εκλέψασιν τα σιέρκα σου την λλίην την χαράν μου. Χαρά μ ήσουν τζι αγάπη μου, γλυτζιά παρηορκά μου, π άφταιννες τ άστρα τ ουρανού τζι εφέγγαν τα στενά μου. Εδίκλησα τζαι είδα σε μες τον χορόν να σσειέσαι τζι εφάνην μου τζι ανάβλεψα τον ήλιον να γεννιέται. Εδίκλησα τζαι είδα σε τζι εκράες τα μαντήλια τζαι στην καρκιάν μου κάρφωσες εμέν μασιαίρκα σιίλια.. Τζαι εφανίστης τζι είπες μου, «φεύκω μ έναν καράβιν» τζι ετρέχασιν τ αμμάθκια μου, σγοιαν τρέσει το ροάνιν. Τζαι εφανίστης τζι είπες μου, «φεύκω πιον που κοντά σου» τζι έμεινα γιώνη ξηστικός, ν ακούω την λαλιάν σου. Τζι έκοψες την ζωούλλαν μου εμέναν που την μέσην τζαι ττακκουρά η καρτούλλα μου τζι αναπαμόν εν έσιει. Τζι έκοψες τα φτεράτζια μου τζι ετζύλισεν το γαίμαν τζι ο ήλιος εβασίλεψεν, τζι εμαύρισεν η μέρα.

Δίσεχτος. Αν έρτει χρόνος δίσεχτος γρουσή μου τζι αρρωστήσω, πριχού η ψυσιή μου να ξεβεί, τ αμμάθκια μου να κλείσω, έλα κοντά μου μάνα μου, θέλω να σ αρωτήσω αν που τ αλήθκεια μ αγαπάς, λλίον πριχού να σβήσω. Μεν φοηθείς την μάναν σου μήτε τον αδελφόν σου, μήτε τον κόσμον ν αντραπείς ποννα βρεθεί ομπρός σου, σσιύψε τζαι δως μου έναν φιλίν με το στομόσιειλον σου Τζι αντάν να με σηκώσουσιν τζαι βάλουν με στο μνήμαν, σύρε φωνήν αγάπη μου τζαι πε του χάρου ποίμαν, πόκοψεν τζι εν εσκέφτηκεν του βίου μου το νήμαν. Τζι αντάν να ππέσ η σκοτεινιά, το φως των αμμαθκιών σου άψε ν αμπλέπω να στραφώ για λλίον στο πλευρόν σου, τα βάσανα μου τα πικρά, που μ όδωκεν η ζήση, άψε φωθκιάν τζαι κάψε τα, λαμπρόν για να τα σβήσει.

Κάτι τις Έμεινεν πίσω κάτι τις, πο σούνη έν το είπες, μέσα στο δειν σου λαμπρατζιά, ν αφταίνει κάτι νύχτες, που εν κρυφές τζαι χώνουνται που του Θεού την κρίσην τζαι σβήννει η Ανατολή το φως της μες την Δύσην. Τζι ένι το δειν σου αστραπή, το φρύδιν σου δημμένον, τζαι μες την στράταν σε θωρώ πάντα κλαμουρισμένον, τζι απού τους ξένους τζαι δικούς γοιαν να σαι παραπάνω τζαι στέκεις μόνον τζαι θωρείς τον ουρανόν που πάνω. Εκρώστης πε μου, ποιας Θεάς τζι επήες τ απισών της τζαι έκαψεν την στράταν σου το φως των αμμαθκιών της; τζι εξέβην που τα σπλάχνα σου μουγκαρητόν τζαι δάκρυν τζι εγίνην η χαρά καμός τζαι πίκρα τζαι μαράζιν. Τζαι κρούζει μέσα στην ψυσιήν τζαι παίρνει το λαμπρόν σου, παντές τζι εννά σιει τελειωμόν το κρίμαν το δικόν σου τζι ακούεται το κλάμαν σου μέσα στα μονοπάθκια, κάμνει το τζύμμαν αρμυρόν τζαι πνίει τα καράβκια.

Εξέβην που την εκκλησιάν Εξέβην που την εκκλησιάν με τ Άγιον Φως στο σιέριν τζι έγλεπεν μεν τζαι σβήσει του τζείνον το φτωχοτζέριν. Τζαι κάτι εψουψούρισεν τζι έβαλεν τον σταυρόν του, τζι εφάνηκεν ο σταυρωθείς στες κόρες των μμαθκιών του. Θεέ μου που σαι στα ψηλα τζι έπλασες τους αθρώπους. τον κόσμον, τα πετούμενα, την θάλασσαν, τους τόπους, σσιύψε τζαι δε τα βάσανα που τρώσιν την ψυσιήν του, τζαι τα λαμπρά π αφταίννουσιν τζαι κρούζουν το κορμίν του. Τζαι κρολοήθου τζι άκουσε τον αναστεναμόν του, πό μεινεν δίχα την χαράν τζαι ζιει με τον καμόν του, πέψε τζαι τον Αρκάντζελον να πάρει την ψυσιήν του, ν άψει τζαι την καντήλαν του, να σβήσει την ζωήν του.

Η Ανατολή Είπουν να πιάσω το στρατίν να πάω σ άλλα μέρη, μά χω κομμένα τα φτερά τζαι την καρκιάν καμένην. Τζι έχω τζαι μέσα στην ψυσιήν λαμπρόν που κρούζει τζι άφτει τζαι που τες λύπες τες πολλές τζαι τους καμούς εν παύκει. Εξέβηκα που το πουρνόν τον ήλιον ν αντικρίσω, τζαι μες το φως του το γλυτζύν, το κλάμαν μου να σβήσω, τζι αντίκρισα τον ουρανόν τζαι τζείνον να δακρύζει τζι ένωσα την καρτούλλαν μου, να λυει τζαι να ραΐζει. Τζι αρκίνησεν το χάραμαν την πίκραν να ραντίζει, τζι εμαύρισεν η ανατολή, τζι εδάρκωσεν η δύση.

Το βκιος σου Θαρκούμαι το λλιόττερον π οφείλω να σου δώσω εν πέντε στίχους που καρκιάς να σου αφιερώσω. Όπου τζι αν πάεις τζαι σταθείς τούτον να αθθυμάσαι, ότι εφάνης άθρωπος τζαι να παρηορκάσαι. Στην σταδιοδρομίαν σου, πού σιες χαρές τζαι πόνους, αφέντην είσσιες τον Θεόν τζαι όι τους αθρώπους. Εν τους θωρείς που μάχουνται τ αρμάρκα να γεμώσουν, παντές τζι εννα τα έχουσιν τζαι ποννα τους λουκκώσουν; Θαρκούνται πως τους έκαμεν Θεά, για καμι Αγία, τζι έν το χωνεύκουσιν ποττέ, πως μια εν η Παναϊα, θωρεί τον κόσμον που ψηλά τζαι σσιέπει τον που τ άψη, μα τζείνος εις τη χάρην Της, ούτε τζερίν ν ανάψει. Μα σου σσιες πάντα σεβασμόν εις το προσκυνητάριν τζαι επροσκύνας πάντα σου την μιάλην Της την χάρην Γι αυτόν θωρώ εκέρτισες τζαι έκαμες δικόν σου, κομμάτιν που τον ουρανόν τζαι τούτον εν το βκιος σου.