La Parola quotidiana del Signore

Σχετικά έγγραφα
οἱ ἀρχιερεῖς μετὰ τῶν πρεσβυτέρων καὶ γραμματέων καὶ ὅλον τὸ συνέδριον

μετὰ τῶν πρεσβυτέρων καὶ γραμματέων καὶ ὅλον τὸ συνέδριον A [[P δήσαντες C τὸν Ἰησοῦν ]] P ἀπήνεγκαν

La Parola quotidiana del Signore

PREGHIERE LITURGICHE. del SANTO E GRANDE VENERDÌ VESPRO. greco- italiano UFFICI DELLA SANTA E GRANDE SETTIMANA -11

Στὴν ἀρχὴ ἦταν ὁ Λόγος. Ὁ Λόγος ἦταν μαζὶ μὲ

ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΟΝΟ ΕΝΑΣ ΘΕΟΣ!

La Parola quotidiana del Signore

Πάρε τον, πάρε τον (απ εδώ. Δεν θέλουμε ούτε να τον βλέπουμε) σταύρωσέ τον!

Ακαδημαϊκός Λόγος Εισαγωγή

1 Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λόγος, καὶ ὁ λόγος ἦν πρὸς τὸν θεόν, καὶ θεὸς ἦν ὁ λόγος. 2 οὗτος

31 Ιουλίου 6 Αυγούστου 2017 Πνεύμα

G. Parmeggiani, 15/1/2019 Algebra Lineare, a.a. 2018/2019, numero di MATRICOLA PARI. Svolgimento degli Esercizi per casa 12

αὐτόν φέρω αὐτόν τὸ φῶς τὸ φῶς αὐτόν τὸ φῶς ὁ λόγος ὁ κόσμος δι αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω αὐτόν

«Αν είσαι συ ο βασιλιάς των Ιουδαίων, σώσε τον εαυτό σου». Υπήρχε και μια επιγραφή από επάνω του: «Αυτός είναι ο βασιλιάς των Ιουδαίων».

«ΕΝ ΑΡΧΗ ΗΝ Ο ΛΟΓΟΣ»

GRANDE E SANTO VENERDÌ

Και θα γίνει κατά τις έσχατες μέρες να εκχύσω ( αποστείλω ) το Πνεύμα σε κάθε άνθρωπο.

GRANDE E SANTO VENERDÌ


Ολόκληρη η ανθρωπότητα σήμερα ελπίζει σε μια εποχή ειρήνης και ευημερίας, όπως οι άνθρωποι όλων των εποχών ήλπιζαν στην καλυτέρευση των συνθηκών της

Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν

Τῌ ΑΓΙᾼ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛῌ ΠΑΡΑΣΚΕΥῌ ΕΙΣ ΤΟΝ ΕΣΠΕΡΙΝΟΝ. Ψαλμὸς ργ (103)

Κυριακή 23 Ἰουνίου 2019.

EDU IT i Ny Testamente på Teologi. Adjunkt, ph.d. Jacob P.B. Mortensen

ΑΡΧΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. ΕΝΟΤΗΤΑ 4η

Η Παύλεια Θεολογία. Χριστολογία. Αικατερίνη Τσαλαμπούνη Επίκουρη Καθηγήτρια Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογία

Ιταλική Γλώσσα Β1. 11 η ενότητα: Appuntamenti nel tempo libero. Ελένη Κασάπη Τμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ

GRANDE E SANTO GIOVEDÌ

Stato di tensione triassiale Stato di tensione piano Cerchio di Mohr

GRANDE E SANTO GIOVEDÌ

!Stato di tensione triassiale!stato di tensione piano!cerchio di Mohr

Τῌ ΑΓΙᾼ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛῌ ΠΑΡΑΣΚΕΥῌ ΕΙΣ ΤΟΝ ΕΣΠΕΡΙΝΟΝ

1 1 παυλος και σιλουανος και τιμοθεος

πανέτοιμος για να έλθει είναι πολύ πρόθυμος και έτοιμος κάθε στιγμή με ευχαρίστηση, με χαρά, με καλή διάθεση, να έλθει να επισκιάσει και να βοηθήσει

ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΝΑΦΟΡΑ. Γι αυτό και εμείς, ενωμένοι με τους Αγγέλους και τους αγίους, διακηρύττουμε τη δόξα σου αναφωνώντας και λέγοντας (ψάλλοντας):

Ιταλική Γλώσσα Β1. 3 η ενότητα: Οrientarsi in città. Ελένη Κασάπη Τμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ

Vangelo secondo Giovanni ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΙΕΖΕΚΙΗΛ. ΜΑΘΗΤΗΣ: ΝΤΑΓΚΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: ΒΑΧΤΣΙΑΒΑΝΟΥ ΜΑΛΑΜΑΤΗ 3 ο Γυμνάσιο Κοζάνης ΤΑΞΗ:Α

Ο πύργος της Βαβέλ Πως «εξηγεί» η ιουδαιοχριστιανική θρησκεία την ποικιλία γλωσσών στον κόσμο

Κυριακή 19 Μαΐου 2019.

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ

Εν αρχή ήτο ο Λόγος, και ο Λόγος ήτο παρά τω Θεώ, και Θεός ήτο ο Λόγος.

Η Βίβλος για Παιδιά παρουσιάζει. Η Γέννηση του Ιησού Χριστού

10 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2015 ΕΙΣ ΤΟΝ ΕΣΠΕΡΙΝΟΝ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΘΗΛΩΣΕΩΣ. Ἱερεύς: Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν, πάντοτε, νῦν, καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

Ερμηνεία του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου Ενότητα: 2

Το παραμύθι της αγάπης

Εἰς τήν Κυριακήν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. (Β Κυριακή τῶν Νηστειῶν).

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΠΑΡΑΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΨΕΥΔΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ

ΤΡΙΤΗ ΑΝΑΦΟΡΑ. Ας υψώσουμε τις καρδιές μας. Είναι στραμμένες προς τον Κύριο. Ας ευχαριστήσουμε τον Κύριο τον Θεό μας. Άξιο και δίκαιο.

18 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2014 ΕΙΣ ΤΟΝ ΕΣΠΕΡΙΝΟΝ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΘΗΛΩΣΕΩΣ. Ἱερεύς: Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν, πάντοτε, νῦν, καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

PREGHIERE LITURGICHE

TRIGONOMETRIA: ANGOLI ASSOCIATI

Κυριακή 3 Μαρτίου 2019.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΔΩΔΕΚΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΘΩΝ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

1. Ποιος μαθητής πήγε στους Αρχιερείς; Τι του έδωσαν; (Μτ 26,14-16) Βαθ. 1,0 2. Πόσες μέρες έμεινε στην έρημο; (Μκ 1,12)

IMPARA LE LINGUE CON I FILM AL CLA

27 Φεβρουαρίου 5 Μαρτίου 2017 Ο άνθρωπος

Un calcolo deduttivo per la teoria ingenua degli insiemi. Giuseppe Rosolini da un università ligure

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

GRANDE E SANTO GIOVEDÌ

Θεία Λειτουργία. Ο λαός προσφέρει τα δώρα Συμμετέχει ενεργητικά Αντιφωνική ψαλμωδία. Δρώμενο: Η αναπαράσταση της ζωής του Χριστού

Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΕΚ ΓΕΝΕΤΗΣ ΤΥΦΛΟΥ (Ιω. 9, 1-38)

Ιταλική Γλώσσα Β1. 6 η ενότητα: La famiglia italiana e la televisione. Ελένη Κασάπη Τμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ Ο ΝΑΖΩΡΑΙΟΣ

Ο πρώτος διωγμός των χριστιανών

GRANDE E SANTO GIOVEDÌ

ΘΕΜΑ 1o Λυσία, Ἐν βουλῇ Μαντιθέῳ δοκιμαζομένῳ ἀπολογία, 1-3

28 Αυγούστου 3 Σεπτεμβρίου 2017 Άνθρωπος

Η Βίβλος για Παιδιά παρουσιάζει. Η Γέννηση του Ιησού Χριστού

Τῌ ΑΓΙᾼ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛῌ ΠΑΡΑΣΚΕΥῌ ΕΙΣ ΤΟΝ ΕΣΠΕΡΙΝΟΝ

Τῌ ΑΓΙᾼ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛῌ ΠΑΡΑΣΚΕΥῌ ΕΙΣ ΤΟΝ ΕΣΠΕΡΙΝΟΝ

CONFIGURAZIONE DELLA CASELLA DI POSTA ELETTRONICA CERTIFICATA (P.E.C.)

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Πράξ. ιγ 25-32)

Κ Υ Ρ Ι Α Κ Η Μ Ε Τ Α Τ Η Ν Υ Ψ Ω Σ Ι Ν. Η ηθική προσταγή Μητροπολίτου Αττικής και Μεγαρίδος Νικοδήμου

Passato Prossimo = ΠΡΚ-ΑΟΡΙΣΤΟΣ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ

Αποτελέσματα έρευνας σε συνδικαλιστές

Εὐλογημένη ἡ ἐπιθυμία τοῦ πλούσιου νέου σήμερα νά

Εἰς τήν Κυριακήν μετά τά Φῶτα.

LIVELLO A1 & A2 (secondo il Consiglio d Europa)

Εδώ αποκεφάλισαν τον Άγιο Φιλούμενο (αποκλειστικό)

bab.la Φράσεις: Προσωπική Αλληλογραφία Ευχές ελληνικά-ιταλικά

ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ. (Β Κορ. δ 6 15)

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ:

La Parola quotidiana del Signore

ΙΑΤΑΞΗ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ

Sarò signor io sol. α α. œ œ. œ œ œ œ µ œ œ. > Bass 2. Domenico Micheli. Canzon, ottava stanza. Soprano 1. Soprano 2. Alto 1

Giuseppe Guarino - CORSO DI GRECO BIBLICO. Lezione 11. L imperfetto del verbo essere. ἐν - ἀπό. ἡ ἀρχὴ - ἀρχὴ

ΤΕΛΟΣ 1ης ΑΠΟ 5 ΣΕΛΙΔΕΣ

IL PRINCIPIO DEI SEGNI DI GESU. A Giuseppe Russo di Salerno

Τῌ ΑΓΙᾼ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛῌ ΠΑΡΑΣΚΕΥῌ ΕΙΣ ΤΟΝ ΕΣΠΕΡΙΝΟΝ. Ψαλμὸς ργ (103)

Numbers / Αριθμοι - According to 4Q121 Septuagint Numbers (4QLXXNum) - Verse Order

ΑΠΌΚΡΥΦΑ Bel και το Δράκος ΤΗΣ η Αγία ΓΡΑΦΉ ΒΑΣΙΛΈΩΣ Ιακώβου Μπελ και ο δράκος

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΑ Α ΓΥΜΝΑΙΟΥ

«Προσκυνοῦμεν σου τά πάθη Χριστέ» Οδοιπορικό στη Μεγάλη Εβδομάδα. Διδ. Εν. 10

Athanasius Alexandrinus - Magnus - Epistula ad Palladium

IL LEGAME COVALENTE. Teoria degli orbitali molecolari

Κυριακή 28 Ἰουλίου 2019.

ΔΕ 5. Ο Ευαγγελισμός της Μαρίας για τη γέννηση του Μεσσία

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΑΛΛΟΘΡΗΣΚΟΙ ΚΑΙ ΑΛΛΟΔΟΞΟΙ ΟΜΑΔΑ Β : Νεκταρία Πρωτόπαππα Λουκία Κουτρομάνου Κωνσταντίνα Κούλια Αλέξης Κραβαρίτης

Transcript:

La Parola quotidiana del Signore Patriarcato Ecumenico- Sacra Arcidiocesi Ortodossa di Italia e Malta Vicariato arcivescovile della Campania TESTO MULTILINGUE Santo e Grande Venerdì Vespro del Santo e Grande Venerdì (Vespro della Deposizione) I Lettura del libro dell Esodo (33,11-23). l Signore parlava con Mosè faccia a faccia, come uno parla al proprio amico; poi egli se ne tornava all accampamento, mentre il suo servo, il giovane Gesù figlio di Nave, non usciva dalla tenda. Mosè disse al Signore: Ecco, tu mi dici: Fa salire questo popolo, ma non mi hai manifestato chi manderai con me. Tu mi hai detto: Mi sei noto al di sopra di tutti e hai trovato grazia presso di me. Se dunque ho trovato grazia al tuo cospetto, mostrami te stesso, che io ti veda in modo da conoscerti, affinché realmente io abbia trovato grazia presso di te e affinché io sappia che è tuo popolo questa grande nazione. Ed egli: Io stesso camminerò davanti a te e ti darò riposo. E Mosè a lui: Se tu stesso non vieni con me, non farmi partire da qui. E come si potrebbe realmente sapere che ho trovato grazia presso di te, io e questo tuo popolo, se non per il fatto che tu vieni con noi. Allora avremo gloria, io e il tuo popolo, al di sopra di tutte le nazioni che sono sulla terra. E il Signore disse a Mosè: Farò anche questo che hai detto, perché hai trovato grazia al mio cospetto e mi sei noto al di sopra di tutti. Ed egli: Manifestami te stesso. Gli disse: Io passerò davanti a te con la mia gloria e pronuncerò davanti a te il mio nome Signore e avrò misericordia di chi avrò misericordia, avrò pietà di chi avrò pietà. E disse: Tu non potrai vedere il mio volto, perché nessun uomo vedrà il mio volto e resterà in vita. E disse il Signore: Ecco un luogo vicino a me: tu starai sulla roccia; quando la mia gloria passerà io ti porrò nel cavo della roccia e ti proteggerò ponendo su di te la mia mano, finché io sia passato: poi toglierò la mano e allora mi vedrai di spalle, ma il mio volto non ti verrà mostrato. I Lettura del libro di Giobbe (42,12-17). l Signore benedisse la condizione finale di Giobbe più della precedente. Aveva quattordicimila pecore, seimila cammelli, mille paia di buoi e mille asine al pascolo. Gli nacquero sette figli e tre figlie: egli chiamò la prima Giorno, la seconda Cassia, la terza Corno di Amaltea e non era possibile trovare figlie migliori di quelle di Giobbe sotto il cielo: e il padre le fece eredi insieme ai loro fratelli. Dopo la sua sofferenza, Giobbe visse centosettanta anni: l insieme degli anni della sua vita fu di duecentoquaranta e Giobbe vide i suoi figli e i figli dei suoi figli fino alla quarta generazione, poi Giobbe morì vecchio e colmo di giorni. Di lui è scritto che risorgerà di nuovo assieme a quelli che il Signore fa risorgere. 4.I Corinti 1,18-2,2 5.Matteo (Mt 27,1-38; Lc 23,39-43; Mt 27,39-54; Gv 19,31-37; Mt 27,55-61) 1

Costui, come è spiegato nel libro siriaco, abitava nella regione dell Ausitide, ai confini dell Idumea e dell Arabia e prima il suo nome era Iobab. Avendo preso una moglie araba, generò un figlio di nome Ennon. Egli poi era figlio di suo padre Zare, uno dei figli di Esaù e di sua madre Bosorra: sicché egli era il quinto da Abramo. C Lettura della profezia di Isaia (52,13-54,1). osì dice il Signore: Ecco il mio servo comprenderà e sarà grandemente esaltato e glorificato. Molti per te rimarranno sbigottiti, perché proprio così sarà privato di gloria il tuo aspetto di fronte agli uomini e ti sarà tolta ogni gloria tra i figli degli uomini. Così stupiranno di lui molte genti e i re chiuderanno la bocca, perché vedranno ciò che di lui non era stato loro annunciato: e quanti non l avevano udito, comprenderanno. Signore, chi ha creduto al nostro annuncio? E il braccio del Signore a chi è stato rivelato? Abbiamo portato un annuncio: come un bambino davanti a lui, come radice in terra assetata. È sfigurato, senza gloria: lo abbiamo visto ed era privo di forma e di bellezza, anzi il suo aspetto era disonorato, non era più quello di qualsiasi altro figlio d uomo. Un uomo colpito, che ha imparato a portare la debolezza; il suo volto ha suscitato disprezzo, è stato disonorato, non è stato tenuto in nessun conto. Costui porta i nostri peccati e per noi è nel dolore: noi lo abbiamo considerato uno nella pena, colpito, nella disgrazia, ma è stato ferito per i nostri peccati, è stato reso debole a causa delle nostre iniquità. È su di lui il castigo che ci ottiene pace: dalle sue piaghe siamo stati guariti. Noi tutti eravamo erranti come pecore, ciascuno andava errante per la sua strada e il Signore ha consegnato lui per i nostri peccati ed egli, maltrattato, non apriva bocca. Come pecora è stato condotto al macello, come agnello muto davanti a chi lo tosa: così egli non apriva bocca. Nella sua umiliazione gli è stato tolto ogni diritto: ma la sua generazione, chi la descriverà? Sì, vien tolta dalla terra la sua vita: per le iniquità del mio popolo è stato condotto a morte. Metterò i malvagi di fronte alla sua tomba e i ricchi di fronte alla sua morte: poiché egli non ha commesso iniquità, né vi è inganno nella sua bocca e il Signore vuole purificarlo dalla piaga. Se fate offerte per il peccato, la vostra anima vedrà una discendenza longeva: e il Signore vuole liberarlo dalla pena della sua anima, mostrargli la luce, plasmarlo nell intelligenza, giustificare un giusto che rende grande servizio a tanti: egli porterà i loro peccati. Per questo farà eredi molti e dividerà le spoglie dei forti: perché ha dato alla morte la sua vita ed è stato annoverato tra gli iniqui, mentre egli ha portato i peccati di molti e per le loro iniquità è stato consegnato. Gioisci, o sterile che non partorisci esplodi in grida, tu che non soffri doglie: perché sono più numerosi i figli dell abbandonata di quelli della maritata. F Lettura della prima epistola ai Corinti (1,18-2,2). ratelli, la parola della croce è stoltezza per quelli che vanno in perdizione, ma per quelli che si salvano, per noi, è potenza di Dio. Sta scritto infatti: Distruggerò la sapienza dei sapienti e annullerò l intelligenza degli intelligenti. Dov è il sapiente? Dov è il dotto? Dove mai il sottile ragionatore di questo mondo? Non ha forse Dio dimostrato stolta la sapienza di questo mondo? Poiché, infatti, nel disegno sapiente di Dio il mondo, con tutta la sua sapienza, non ha conosciuto Dio, è piaciuto a Dio di salvare i credenti con la stoltezza della predicazione. E mentre i giudei chiedono i miracoli e i greci cercano la sapienza, noi 4.I Corinti 1,18-2,2 5.Matteo (Mt 27,1-38; Lc 23,39-43; Mt 27,39-54; Gv 19,31-37; Mt 27,55-61) 2

predichiamo Cristo crocifisso, scandalo per i giudei, stoltezza per i pagani; ma per coloro che sono chiamati, sia giudei che greci, predichiamo Cristo potenza di Dio e sapienza di Dio. Perché ciò che è stoltezza di Dio è più sapiente degli uomini e ciò che è debolezza di Dio è più forte degli uomini. Considerate infatti la vostra chiamata, fratelli: non ci sono tra voi molti sapienti secondo la carne, non molti potenti, non molti nobili. Ma Dio ha scelto ciò che nel mondo è stolto per confondere i sapienti, Dio ha scelto ciò che nel mondo è debole per confondere i forti, Dio ha scelto ciò che nel mondo è ignobile e disprezzato e ciò che è nulla per ridurre a nulla le cose che sono, perché nessun uomo possa gloriarsi davanti a Dio. Ed è per lui che voi siete in Cristo Gesù, il quale per opera di Dio è diventato per noi sapienza, giustizia, santificazione e redenzione, perché, come sta scritto: Chi si vanta si vanti nel Signore. Vangelo secondo Matteo. (Mt 27,1-38; Lc 23,39-43; Mt 27,39-54 Gv 19,31-37; Mt 27,55-61). n quel tempo, tutti i sommi sacerdoti e gli anziani del popolo tennero consiglio contro I Gesù, per farlo morire. Poi, messolo in catene, lo condussero e consegnarono al governatore Pilato. Allora Giuda, il traditore, vedendo che Gesù era stato condannato, si pentì e riportò le trenta monete d argento ai sommi sacerdoti e agli anziani dicendo: Ho peccato, perché ho tradito sangue innocente. Ma quelli dissero: Che ci riguarda? Veditela tu. Ed egli, gettate le monete d argento nel tempio, si allontanò e andò ad impiccarsi. Ma i sommi sacerdoti, raccolto quel denaro, dissero: Non è lecito metterlo nel tesoro, perché è prezzo di sangue. E tenuto consiglio, comprarono con esso il Campo del vasaio per la sepoltura degli stranieri. Perciò quel campo fu denominato Campo di sangue fino al giorno d oggi. Allora si adempì quanto era stato detto dal profeta Geremia: E presero trenta denari d argento, il prezzo del venduto, che i figli di Israele avevano mercanteggiato e li diedero per il campo del vasaio, come mi aveva ordinato il Signore. Gesù intanto comparve davanti al governatore e il governatore l interrogò dicendo: Sei tu il re dei giudei? Gesù rispose: Tu lo dici. E mentre lo accusavano i sommi sacerdoti e gli anziani, non rispondeva nulla. Allora Pilato gli disse: Non senti quante cose attestano contro di te? Ma Gesù non gli rispose neanche una parola, con grande meraviglia del governatore. Il governatore era solito, per ciascuna festa di pasqua, rilasciare al popolo un prigioniero, a loro scelta. Avevano in quel tempo un prigioniero famoso, detto Barabba. Mentre quindi si trovavano riuniti, Pilato disse loro: Chi volete che vi rilasci: Barabba o Gesù chiamato il Cristo? Sapeva bene infatti che glielo avevano consegnato per invidia. Mentre egli sedeva in tribunale, sua moglie gli mandò a dire: Non avere a che fare con quel giusto; perché oggi fui molto turbata in sogno, per causa sua. Ma i sommi sacerdoti e gli anziani persuasero la folla a richiedere Barabba e a far morire Gesù. Allora il governatore domandò: Chi dei due volete che vi rilasci? Quelli risposero: Barabba! Disse loro Pilato: Che farò dunque di Gesù chiamato il Cristo? Tutti gli risposero: Sia crocifisso! Ed egli aggiunse: Ma che male ha fatto? Essi allora urlarono: Sia crocifisso! Pilato, visto che non otteneva nulla, anzi che il tumulto cresceva sempre più, presa dell acqua, si lavò le mani davanti alla folla: Non sono responsabile, disse, di questo sangue; vedetevela voi. E tutto il popolo rispose: Il suo sangue ricada sopra di noi e sopra i nostri figli. Allora rilasciò loro Barabba e, dopo aver fatto flagellare Gesù, lo consegnò ai 4.I Corinti 1,18-2,2 5.Matteo (Mt 27,1-38; Lc 23,39-43; Mt 27,39-54; Gv 19,31-37; Mt 27,55-61) 3

soldati perché fosse crocifisso. Allora i soldati del governatore condussero Gesù nel pretorio e gli radunarono attorno tutta la coorte. Spogliatolo, gli misero addosso un manto scarlatto e, intrecciata una corona di spine, gliela posero sul capo, con una canna nella destra; poi mentre gli si inginocchiavano davanti, lo schernivano: Salve, re dei giudei! E sputandogli addosso, gli tolsero di mano la canna e lo percuotevano sul capo. Dopo averlo così schernito, lo spogliarono del mantello, gli fecero indossare i suoi vestiti e lo portarono via per crocifiggerlo. Mentre uscivano, incontrarono un uomo di Cirene, chiamato Simone e lo costrinsero a prender su la croce di lui. Giunti a un luogo detto Golgota, che significa luogo del cranio, gli diedero da bere vino mescolato con fiele; ma egli, assaggiatolo, non ne volle bere. Dopo averlo quindi crocifisso, si spartirono le sue vesti tirandole a sorte. E sedutisi, gli facevano la guardia. Al di sopra del suo capo, posero la motivazione scritta della sua condanna: Questi è Gesù, il re dei giudei. Insieme con lui furono crocifissi due ladroni, uno a destra e uno a sinistra. (secondo Luca, 23,39-43) Uno dei malfattori appesi alla croce lo insultava: Non sei tu il Cristo? Salva te stesso e anche noi! Ma l altro lo rimproverava: Neanche tu hai timore di Dio e sei dannato alla stessa pena? Noi giustamente, perché riceviamo il giusto per le nostre azioni egli invece non ha fatto nulla di male. E aggiunse: Gesù, ricòrdati di me quando entrerai nel tuo regno. Gli rispose: In verità ti dico, oggi sarai con me nel paradiso. (secondo Matteo, 27,39-54) Quelli che passavano di là lo insultavano scuotendo il capo e dicendo: Tu che distruggi il tempio e lo ricostruisci in tre giorni, salva te stesso! Se tu sei Figlio di Dio, scendi dalla croce! Anche i sommi sacerdoti con gli scribi e gli anziani lo schernivano: Ha salvato gli altri, non può salvare se stesso. È il re d Israele, scenda ora dalla croce e gli crederemo. Ha confidato in Dio; lo liberi lui ora, se gli vuol bene. Ha detto infatti: Sono Figlio di Dio. Anche i ladroni crocifissi con lui lo oltraggiavano allo stesso modo. Da mezzogiorno fino alle tre del pomeriggio si fece buio su tutta la terra. Verso le tre, Gesù gridò a gran voce: Elí elí, lemà sabactàni?, che significa Dio mio, Dio mio, perché mi hai abbandonato? Udendo questo, alcuni dei presenti dicevano: Costui chiama Elia. E subito uno di loro corse a prendere una spugna e, imbevutala di aceto, la fissò su una canna e così gli dava da bere. Gli altri dicevano: Lascia, vediamo se viene Elia a salvarlo. E Gesù emesso un alto grido, spirò. Ed ecco il velo del tempio si squarciò in due da cima a fondo, la terra si scosse, le rocce si spezzarono, i sepolcri si aprirono e molti corpi di santi morti risuscitarono. E uscendo dai sepolcri, dopo la sua risurrezione entrarono nella città santa e apparvero a molti. Il centurione e quelli che con lui facevano la guardia a Gesù, sentito il terremoto e visto quel che succedeva, furono presi da grande timore e dicevano: Davvero costui era Figlio di Dio. (secondo Giovanni, 19,31-37). Era il giorno della Para-sceve e i giudei, perché i corpi non rimanessero in croce durante il sabato (era infatti un giorno solenne quel sabato), chiesero a Pilato che fossero loro spezzate le gambe e fossero portati via. Vennero dunque i soldati e spezzarono le gambe al primo e poi all altro che era stato crocifisso insieme con lui. Venuti però da Gesù e vedendo che era già morto, non gli spezzarono le gambe, ma uno dei soldati gli colpì il fianco con la lancia e subito ne uscì sangue e acqua. Chi ha visto ne dà testimonianza e la sua testimonianza è vera e egli sa che dice il vero, perché anche voi crediate. Questo infatti avvenne perché si adempisse la Scrittura: Non gli sarà spezzato alcun osso. E un altro passo della Scrittura dice ancora: Volgeranno lo sguardo 4.I Corinti 1,18-2,2 5.Matteo (Mt 27,1-38; Lc 23,39-43; Mt 27,39-54; Gv 19,31-37; Mt 27,55-61) 4

a colui che hanno trafitto. (secondo Matteo, 27,55-61) C erano anche là molte donne che stavano a osservare da lontano; esse avevano seguito Gesù dalla Galilea per servirlo. Tra costoro Maria di Magdala, Maria madre di Giacomo e di Giuseppe e la madre dei figli di Zebedeo. Venuta la sera giunse un uomo ricco di Arimatea, chiamato Giuseppe, il quale era diventato anche lui discepolo di Gesù. Egli andò da Pilato e gli chiese il corpo di Gesù. Allora Pilato ordinò che gli fosse consegnato. Giuseppe, preso il corpo di Gesù, lo avvolse in un candido lenzuolo e lo depose nella sua tomba nuova, che si era fatta scavare nella roccia; rotolata poi una gran pietra sulla porta del sepolcro, se ne andò. Erano lì, davanti al sepolcro, Maria di Magdala e l altra Maria. ΤΗ ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΕΙΣ ΤΟΝ ΕΣΠΕΡΙΝΟΝ Τῆς Ἐξόδου τὸ Ἀνάγνωσμα. (Κέφ. ΛΓ' 11-23) Ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωϋσήν, ἐνώπιος ἐνωπίω, ὡς εἶ τὶς λαλήσει πρὸς τὸν ἑαυτοῦ φίλον, καὶ ἀπελύετο εἰς τὴν παρεμβολήν. Ὁ δὲ θεράπων Ἰησοῦς, υἱὸς Ναυὴ νέος, οὐκ ἐξεπορεύετο ἐκ τῆς σκηνῆς. Καὶ εἶπε Μωϋσῆς πρὸς Κύριον. Ἰδοὺ σὺ μοὶ λέγεις, Ἀνάγαγε τὸν λαὸν τοῦτον, σὺ δὲ οὐκ ἐδήλωσάς μοί, ὃν συναποστελεῖς μὲτ ἐμοῦ. Σὺ δὲ μοὶ εἴπας. Οἴδά σε παρὰ πάντας, καὶ χάριν ἔχεις παρ' ἐμοί. Εἰ οὖν εὕρηκα χάριν ἐναντίον σου, ἐμφάνισόν μοὶ σεαυτόν, ἵνα γνωστῶς ἴδω σε, ὅπως ἂν ὧ εὐρηκῶς χάριν ἐνώπιόν σου, καὶ ἵνα γνῷ, ὅτι λαός σου τὸ ἔθνος τὸ μέγα τοῦτο. Καὶ λέγει. Αὐτὸς προπορεύσομαί σου, καὶ καταπαύσω σε, καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν. Εἰ μὴ σὺ αὐτὸς συμπορεύση μεθ' ἡμῶν, μὴ μὲ ἀναγάγης ἐντεῦθεν. Καὶ πῶς γνωστὸν ἔσται ἀληθῶς, ὅτι εὕρηκα χάριν παρὰ σοί, ἐγώ τε καὶ ὁ λαός σου, ἀλλ' ἢ συμπορευομένου σου μεθ' ἡμῶν; καὶ ἐνδοξασθήσομαι ἐγώ τε, καὶ ὁ λαός σου παρὰ πάντα τὰ ἔθνη, ὅσα ἐπὶ τῆς γῆς ἐστιν. Εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωϋσήν. Καὶ τούτόν σοὶ τὸν λόγον, ὃν εἴρηκας, ποιήσω, εὕρηκας γὰρ χάριν ἐνώπιον ἐμοῦ, καὶ οἴδά σε παρὰ πάντας. Καὶ λέγει Μωϋσῆς. Δείξόν μοὶ τὴν σεαυτοῦ δόξαν. Καὶ εἶπεν. Ἐγὼ παρελεύσομαι πρότερός σου τὴ δόξη μου, καὶ καλέσω τῶ ὀνόματί μου. Κύριος ἐναντίον σου, καὶ ἐλεήσω, ὃν ἂν ἐλεῶ, καὶ οἰκτειρήσω, ὃν ἂν οἰκτείρω. Καὶ εἶπεν, οὐ δυνήση ἰδεῖν τὸ πρόσωπόν μου, οὐ γὰρ μὴ ἴδη ἄνθρωπος τὸ πρόσωπόν μου, καὶ ζήσεται. Καὶ εἶπε Κύριος, ἰδοὺ τόπος παρ' ἐμοί, καὶ στήθι ἐπὶ τῆς πέτρας, ἡνίκα δ' ἂν παρέλθη ἡ δόξα μου, καὶ θήσω σὲ εἰς ὀπὴν τῆς πέτρας, καὶ σκεπάσω τὴ χειρί μου ἐπὶ σέ, ἕως ἂν παρέλθω, καὶ ἀφελῶ τὴν χείρά μου, καὶ τότε ὄψει τὰ ὀπίσω μου, τὸ δὲ πρόσωπόν μου οὐκ ὀφθήσεταί σοί. Ἰὼβ τὸ Ἀνάγνωσμα. (Κέφ. ΜΒ', 12-17) Εὐλόγησε Κύριος τὰ ἔσχατα τοῦ Ἰὼβ μᾶλλον, ἢ τὰ ἔμπροσθεν, ἣν δὲ τὰ κτήνη αὐτοῦ, πρόβατα μύρια τετρακισχίλια, κάμηλοι ἑξακισχίλιαι, ζεύγη βοῶν χίλια, ὄνοι θήλειαι 4.I Corinti 1,18-2,2 5.Matteo (Mt 27,1-38; Lc 23,39-43; Mt 27,39-54; Gv 19,31-37; Mt 27,55-61) 5

νομάδες χίλιαι. Γεννῶνται δὲ αὐτῷ υἱοὶ ἑπτά, καὶ θυγατέρες τρεῖς. Καὶ ἐκάλεσε τὴν μὲν πρώτην, Ἡμέραν, τὴν δὲ δευτέραν, Κασσίαν, τὴν δὲ τρίτην, Ἀμαλθαίας κέρας. Καὶ οὐχ εὑρέθησαν κατὰ τὰς θυγατέρας Ἰώβ, βελτίους αὐτῶν ἐν τῇ ὑπ' οὐρανόν, ἔδωκε δὲ αὐταῖς ὁ πατὴρ κληρονομίαν ἐν τοῖς ἀδελφοίς. Ἔζησε δὲ Ἰώβ, μετὰ τὴν πληγήν, ἔτη ἑκατὸν ἑβδομήκοντα, τὰ δὲ πάντα ἔτη ἔζησε διακόσια τεσσαράκοντα. Καὶ εἶδεν ἰωβ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ, καὶ τοὺς υἱοὺς τῶν υἱῶν αὐτοῦ, τετάρτην γενεάν, καὶ ἐτελεύτησεν Ἰὼβ πρεσβύτερος, καὶ πλήρης ἡμερῶν. Γέγραπται δέ, αὐτὸν πάλιν ἀναστήσεσθαι μεθ' ὧν ὁ Κύριος ἀνίστησιν. Οὗτος ἑρμηνεύεται ἐκ τῆς Συριακῆς βίβλου, ἐν μὲν γῆ κατοικῶν τὴ Αὐσίτιδι, ἐπὶ τοῖς Ὁρίοις τῆς Ἰδουμαίας, καὶ Ἀραβίας, προϋπῆρχε δὲ αὐτῷ ὄνομα, Ἰωβάβ, λαβὼν δὲ γυναίκα Ἀράβισσαν, γεννᾷ υἱόν, ὧ ὄνομα Ἑνῶν. 'Ἣν δὲ αὐτὸς πατρὸς μὲν Ζαρέ, ἐκ τῶν Ἡσαὺ υἱῶν υἱός, μητρὸς δὲ Βοσόρρας, ὥστε εἶναι αὐτὸν πέμπτον ἀπὸ Ἀβραάμ. Προφητείας Ἡσαϊου τὸ Ἀνάγνωσμα (Κέφ. ΝΒ', 13 - ΝΔ', 1) Τάδε λέγει Κύριος. Ἰδοὺ συνήσει ὁ παίς μου, καὶ ὑψωθήσεται, καὶ δοξασθήσεται, καὶ μετεωρισθήσεται σφόδρα. Ὃν τρόπον ἐκστήσονται ἐπὶ σὲ πολλοί, οὕτως ἀδοξήσει ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων τὸ εἴδός σου, καὶ ἡ δόξα σου ἀπὸ υἱῶν ἀνθρώπων. Οὕτω θαυμάσονται ἔθνη πολλὰ ἐπ' αὐτῷ, καὶ συνέξουσι βασιλεῖς τὸ στόμα αὐτῶν, ὅτι οἷς οὐκ ἀνηγγέλη περὶ αὐτοῦ, ὄψονται, καὶ οἳ οὐκ ἀκηκόασι συνήσουσι. Κύριε, τὶς ἐπίστευσε τὴ ἀκοὴ ἡμῶν, καὶ ὁ βραχίων Κυρίου τίνι ἀπεκαλύφθη; Ἀνηγγείλαμεν, ὡς παιδίον ἐναντίον αὐτοῦ, ὡς ῥίζα ἐν γῆ δι' ψώσῃ, οὐκ ἔστιν εἶδος αὐτῷ, οὐδὲ δόξα, καὶ εἴδομεν αὐτόν, καὶ οὐκ εἶχεν εἶδος, οὐδὲ κάλλος, ἀλλὰ τὸ εἶδος αὐτοῦ ἄτιμον καὶ ἐκλεῖπον παρὰ πάντας τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων. Ἄνθρωπος ἐν πληγῇ ὧν, καὶ εἰδὼς φέρειν μαλακίαν, ὅτι ἀπέστραπται τὸ πρόσωπον αὐτοῦ, ἠτιμάσθη, καὶ οὐκ ἑλογίσθη. Οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει, καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται, καὶ ἡμεῖς ἑλογισάμεθα αὐτὸν εἶναι ἐν πόνῳ, καὶ ἐν πληγῇ ὑπὸ Θεοῦ, καὶ ἐν κακώσει. Αὐτός δὲ ἐτραυματίσθη διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν, καὶ μεμαλάκισται, διὰ τὰς ἀνομίας ἡμῶν, παιδεία εἰρήνης ἡμῶν ἐπ' αὐτόν, τῶ μώλωπι αὐτοῦ ἡμεῖς ἰάθημεν, πάντες ὡς πρόβατα ἐπλανήθημεν, ἄνθρωπος τὴ ὁδῷ αὐτοῦ ἐπλανήθη. Καὶ Κύριος παρέδωκεν αὐτὸν ταὶς ἁμαρτίαις ἡμῶν, καὶ αὐτός, διὰ τῶ κεκακῶσθαι, οὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα αὐτοῦ. Ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγὴν ἤχθη, καὶ ὡς ἀμνὸς ἐναντίον τοῦ κείροντος ἄφωνος, οὕτως οὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα αὐτοῦ. Ἐν τῇ ταπεινώσει αὐτοῦ, ἡ κρίσις αὐτοῦ ἤρθη, τὴν δὲ γενεὰν αὐτοῦ, τὶς διηγήσεται; ὅτι αἵρεται ἀπὸ τῆς γῆς ἡ ζωὴ αὐτοῦ, ἀπὸ τῶν ἀνομιῶν τοῦ λαοῦ μου ἤχθη εἰς θάνατον. Καὶ δώσω τοὺς πονηρούς, ἀντὶ τῆς ταφῆς αὐτοῦ, καὶ τοὺς πλουσίους, ἀντὶ τοῦ θανάτου αὐτοῦ, ὅτι ἀνομίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ, καὶ Κύριος βούλεται καθαρίσαι αὐτὸν τῆς πληγῆς. Ἐὰν δῶτε περι ἁμαρτίας, ἡ ψυχὴ ὑμῶν ὄψεται σπέρμα μακρόβιον, καὶ βούλεται Κύριος ἐν χειρὶ αὐτοῦ ἀφελεῖν ἀπὸ τοῦ πόνου τῆς ψυχῆς αὐτοῦ, δεῖξαι αὐτῷ φῶς, καὶ πλάσαι τὴ συνέσει, δικαιῶσαι δίκαιον, εὒ δουλεύοντα πολλοίς, καὶ τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν αὐτὸς ἀνοίσει, Διὰ τοῦτο αὐτὸς κληρονομήσει πολλούς, καὶ τῶν ἰσχυρῶν μεριεῖ σκύλα, ἀνθ' ὧν παρεδόθη εἰς θάνατον ἡ ψυχὴ αὐτοῦ, 4.I Corinti 1,18-2,2 5.Matteo (Mt 27,1-38; Lc 23,39-43; Mt 27,39-54; Gv 19,31-37; Mt 27,55-61) 6

καὶ ἐν τοῖς ἀνόμοις ἑλογίσθη, καὶ αὐτὸς ἁμαρτίας πολλῶν ἀνήνεγκε, καὶ διὰ τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν παρεδόθη. Εὐφράνθητι στεῖρα, ἡ οὐ τίκτουσα, ῥῆξον καὶ βόησον ἡ οὐκ ὠδίνουσα, ὅτι πολλὰ τὰ τέκνα τῆς ἐρήμου μᾶλλον, ἢ τῆς ἐχούσης τὸν ἄνδρα. Πρὸς Κορινθίους Α' Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα Κέφ. Α' 18 - Β', 2) Ἀδελφοί, ὁ λόγος ὁ τοῦ Σταυροῦ τοὶς μὲν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστί, τοὶς δὲ σωζομένοις ἡμῖν δύναμις Θεοῦ ἐστι. Γέγραπται γάρ. Ἀπολῶ τὴν σοφίαν τῶν σοφῶν, καὶ τὴν σύνεσιν τῶν συνετῶν ἀθετήσω. Ποῦ σοφός; ποῦ γραμματεύς; ποῦ συζητητὴς τοῦ αἰῶνος τούτου; οὐχὶ ἐμώρανεν ὁ Θεὸς τὴν σοφίαν τοῦ Κόσμου τούτου; Ἐπειδὴ γάρ ἐν τῇ σοφία τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔγνω ὁ Κόσμος διὰ τῆς σοφίας τὸν Θεόν, εὐδόκησεν ὁ Θεὸς διὰ τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τοὺς πιστεύοντας. Ἐπειδὴ καὶ Ἰουδαῖοι σημεῖον αἰτοῦσι, καὶ Ἕλληνες σοφίαν ζητοῦσιν, ἡμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, Ἕλλησι δὲ μωρίαν, αὐτοῖς δὲ τοὶς κλητοίς Ἰουδαίοις τε καὶ Ἕλλησι, Χριστὸν Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν, ὅτι τὸ μωρὸν τοῦ Θεοῦ, σοφώτερον τῶν ἀνθρώπων ἐστί, καὶ τὸ ἀσθενὲς τοῦ Θεοῦ, ἰσχυρότερον τῶν ἀνθρώπων ἐστί. Βλέπετε γὰρ τὴν κλήσιν ὑμῶν, ἀδελφοί, ὅτι οὐ πολλοὶ σοφοὶ κατὰ σάρκα, οὐ πολλοὶ δυνατοί, οὐ πολλοὶ εὐγενεῖς, ἀλλὰ τὰ μωρὰ τοῦ Κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός, ἵνα τοὺς σοφοὺς καταισχύνη, καὶ τὰ ἀσθενῆ τοῦ Κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός, ἵνα καταισχύνῃ τὰ ἰσχυρά, καὶ τὰ ἀγενῆ τοῦ Κόσμου καὶ τὰ ἐξουθενημένα ἐξελέξατο ὁ Θεός, καὶ τὰ μὴ ὄντα, ἵνα τᾷ ὄντα καταργήση, ὅπως μὴ καυχήσηται πᾶσα σάρξ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἐξ αὐτοῦ δὲ ὑμεῖς ἐστε ἐν Χριστω Ἰησοῦ, ὃς ἐγενήθη ἡμῖν σοφία ἀπὸ Θεοῦ, δικαιοσύνη τε καὶ ἁγιασμὸς καὶ ἀπολύτρωσις, ἵνα, καθὼς γέγραπται. ὁ καυχώμενος, ἐν Κυρίῳ καυχάσθω, καγῶ δέ, ἐλθὼν πρὸς ὑμᾶς, ἀδελφοί, ἦλθον, οὐ καθ' ὑπεροχὴν λόγου, ἢ σοφίας, καταγγέλλων ὑμῖν τὸ μαρτύριον τοῦ Θεοῦ, οὐ γὰρ ἔκρινα τοῦ εἰδέναι τὶ ἐν ὑμῖν, εἰμῇ Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τοῦτον ἐσταυρωμένον. Κατὰ Ματθαῖον ἁγίου Εὐαγγελίου το ἀνάγνωσμα. (Ματθ. 27: 1-38, Λουκ. 23: 39-43, Ματθ. 27: 39-54, Ἰωάν. 19: 31-37, Ματθ. 27: 55-61) Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, συμβούλιον ἔλαβον πάντες οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ κατὰ τοῦ Ιησοῦ, ὥστε θανατῶσαι αὐτόν καὶ δήσαντες αὐτὸν, ἀπήγαγον, καὶ παρέδωκαν αὐτὸν Ποντίῳ Πιλάτῳ, τῷ ἡγεμόνι. Τότε ἰδὼν Ιούδας ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν, ὅτι κατεκρίθη, μεταμεληθεὶς, ἀπέστρεψε τὰ τριάκοντα ἀργύρια τοῖς Ἀρχιερεῦσι καὶ τοῖς Πρεσβυτέροις, λέγων Ἥμαρτον παραδοὺς αἷμα ἀθῷον. Οἱ δὲ εἶπον Τί πρὸς ἡμᾶς; σὺ ὄψει. Καὶ ῥίψας τὰ ἀργύρια ἐν τῷ ναῷ, ἀνεχώρησε, καὶ ἀπελθὼν, ἀπήγξατο. Οἱ δὲ Ἀρχιερεῖς, λαβόντες τὰ ἀργύρια, εἶπον Οὐκ ἔξεστι βαλεῖν αὐτὰ εἰς τὸν κορβανᾶν, ἐπεὶ τιμὴ αἵματός ἐστι. Συμβούλιον δὲ λαβόντες, ἠγόρασαν ἐξ αὐτῶν τὸν ἀγρὸν τοῦ Κεραμέως, εἰς ταφὴν τοῖς ξένοις διὸ ἐκλήθη ὁ ἀγρὸς ἐκεῖνος, ἀγρὸς αἵματος ἕως τῆς σήμερον. Τότε ἐπληρώθη τὸ ῥηθὲν διὰ Ιερεμίου τοῦ προφήτου λέγοντος «Καὶ ἔλαβον τὰ τριάκοντα ἀργύρια, τὴν τιμὴν τοῦ τετιμημένου, ὃν ἐτιμήσαντο ἀπὸ υἱῶν Ισραήλ, καὶ 4.I Corinti 1,18-2,2 5.Matteo (Mt 27,1-38; Lc 23,39-43; Mt 27,39-54; Gv 19,31-37; Mt 27,55-61) 7

ἔδωκαν αὐτὰ εἰς τὸν ἀγρὸν τοῦ Κεραμέως, καθὰ συνέταξέ μοι Κύριος.» Ο δὲ Ιησοῦς ἔστη ἔμπροσθεν τοῦ Ἡγεμόνος, καὶ ἐπηρώτησεν αὐτὸν ὁ Ἡγεμὼν, λέγων Σὺ εἶ ὁ Βασιλεὺς τῶν Ιουδαίων; ὁ δὲ Ιησοῦς ἔφη αὐτῷ Σὺ λέγεις Καὶ ἐν τῷ κατηγορεῖσθαι αὐτὸν ὑπὸ τῶν Ἀρχιερέων καὶ τῶν Πρεσβυτέρων, οὐδὲν ἀπεκρίνατο. Τότε λέγει αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος Οὐκ ἀκούεις πόσα σου καταμαρτυροῦσι; Καὶ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῷ πρὸς οὐδὲ ἓν ῥῆμα ὥστε θαυμάζειν τὸν Ἡγεμόνα λίαν. Κατὰ δὲ ἑορτὴν, εἰώθει ὁ Ἡγεμὼν ἀπολύειν ἕνα τῷ ὄχλῳ δέσμιον, ὃν ἤθελον. Εἶχον δὲ τότε δέσμιον ἐπίσημον, λεγόμενον Βαραββᾶν. Συνηγμένων οὖν αὐτῶν, εἶπεν αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος Τίνα θέλετε ἀπολύσω ὑμῖν; Βαραββᾶν, ἢ Ιησοῦν τὸν λεγόμενον Χριστόν; ᾔδει γὰρ, ὅτι διὰ φθόνον, παρέδωκαν αὐτόν. Καθημένου δὲ αὐτοῦ ἐπὶ τοῦ βήματος, ἀπέστειλε πρὸς αὐτὸν ἡ γυνὴ αὐτοῦ λέγουσα Μηδὲν σοὶ καὶ τῷ δικαίω ἐκείνῳ πολλὰ γὰρ ἔπαθον σήμερον κατ ὄναρ δι αὐτόν. Οἱ δὲ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Πρεσβύτεροι ἔπεισαν τοὺς ὄχλους, ἵνα αἰτήσωνται τὸν Βαραββᾶν, τὸν δὲ Ιησοῦν ἀπολέσωσιν. Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἡγεμὼν, εἶπεν αὐτοῖς Τίνα θέλετε ἀπὸ τῶν δύο ἀπολύσω ὑμῖν; Οἱ δὲ εἶπον Βαραββᾶν. Λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος τί οὖν ποιήσω Ιησοῦν, τὸν λεγόμενον Χριστόν; Λέγουσιν αὐτῷ πάντες Σταυρωθήτω. Ὁ δὲ Ἡγεμὼν ἔφη Τί γὰρ κακὸν ἐποίησεν; Οἱ δὲ περισσῶς ἔκραζον, λέγοντες Σταυρωθήτω. Ἰδὼν δὲ ὁ Πιλᾶτος, ὅτι οὐδὲν ὠφελεῖ, ἀλλὰ μᾶλλον θόρυβος γίνεται, λαβὼν ὕδωρ, ἀπενίψατο τὰς χεῖρας ἀπέναντι τοῦ ὄχλου, λέγων Ἀθῷός εἰμι ἀπὸ τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου ὑμεῖς ὄψεσθε. Καὶ ἀποκριθεὶς πᾶς ὁ λαὸς, εἶπε Τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ ἡμᾶς, καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν. Τότε ἀπέλυσεν αὐτοῖς τὸνβαραββᾶν, τὸν δὲ Ιησοῦν φραγελλώσας, παρέδωκεν ἵνα σταυρωθῇ. Τότε οἱ στρατιῶται τοῦ Ἡγεμόνος παραλαβόντες τὸν Ιησοῦν εἰς τὸ Πραιτώριον, συνήγαγον ἐπ αὐτὸν ὅλην τὴν σπεῖραν καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν, περιέθηκαν αὐτῷ χλαμύδα κοκκίνην, καὶ πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν, ἐπέθηκαν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ, καὶ κάλαμον ἐπὶ τὴν δεξιὰν αὐτοῦ, καὶ γονυπετήσαντες ἔμπροσθεν αὐτοῦ, ἐνέπαιζον αὐτῷ, λέγοντες Χαῖρε ὁ Βασιλεὺς τῶν Ιουδαίων Καὶ ἐμπτύσαντες εἰς αὐτὸν, ἔλαβον τὸν κάλαμον καὶ ἔτυπτον εἰς τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ. Καὶ ὅτε ἐνέπαιξαν αὐτῷ, ἐξέδυσαν αὐτὸν τὴν χλαμύδα καὶ ἐνέδυσαν αὐτὸν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, καὶ ἀπήγαγον αὐτὸν εἰς τὸ σταυρῶσαι. Εξερχόμενοι δὲ, εὗρον ἄνθρωπον Κυρηναῖον, ὀνόματι Σίμωνα τοῦτον ἠγγάρευσαν, ἵνα ἄρῃ τὸν Σταυρὸν αὐτοῦ. Καὶ ἐλθόντες εἰς τόπον λεγόμενον Γολγοθᾶ, ὅς ἐστι λεγόμενος Κρανίου τόπος, ἔδωκαν αὐτῷ πιεῖν ὄξος μετὰ χολῆς μεμιγμένον καὶ γευσάμενος, οὐκ ἤθελε πιεῖν. Σταυρώσαντες δὲ αὐτὸν, διεμερίσαντο τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, βαλόντες κλῆρον, ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ τοῦ Προφήτου «Διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά μου ἑαυτοῖς, καὶ ἐπὶ τὸν ἱματισμόν μου ἔβαλον κλῆρον» καὶ καθήμενοι, ἐτήρουν αὐτὸν ἐκεῖ. Καὶ ἐπέθηκαν ἐπάνω τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ τὴν αἰτίαν αὐτοῦ γεγραμμένην Οὗτός ἐστιν Ιησοῦς ὁ Βασιλεὺς τῶν Ιουδαίων. Τότε σταυροῦνται σὺν αὐτῷ δύο λῃσταί, εἷς ἐκ δεξιῶν καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων. Εἷς δὲ τῶν κρεμασθέντων κακούργων ἐβλασφήμει αὐτὸν, λέγων Εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστός, σῶσον σεαυτὸν καὶ ἡμᾶς. Ἀποκριθεὶς δὲ ἕτερος ἐπετίμα αὐτῷ, λέγων Οὐδὲ φοβῇ σὺ τὸν Θεόν, ὅτι ἐν τῷ αὐτῷ κρίματι εἶ; Καὶ ἡμεῖς μὲνδικαίως ἄξια γὰρ ὧν ἐπράξαμεν ἀπολαμβάνομεν οὗτος δὲ οὐδὲν ἄτοπον ἔπραξε. Καὶ ἔλεγε τῷ Ιησοῦ Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου. Καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ Ιησοῦς Ἀμὴν λέγω σοι σήμερον μετ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ Παραδείσῳ. Οἱ δὲ παραπορευόμενοι 4.I Corinti 1,18-2,2 5.Matteo (Mt 27,1-38; Lc 23,39-43; Mt 27,39-54; Gv 19,31-37; Mt 27,55-61) 8

ἐβλασφήμουν αὐτὸν, κινοῦντες τὰς κεφαλὰς αὐτῶν, καὶ λέγοντες Ὁ καταλύων τὸν ναὸν, καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις οἰκοδομῶν! σῶσον σεαυτόν εἰ Υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, κατάβηθι ἀπὸ τοῦ Σταυροῦ. Ὁμοίως δὲ καὶ οἱ Ἀρχιερεῖς, ἐμπαίζοντες μετὰ τῶν Γραμματέων καὶ Πρεσβυτέρων, καὶ Φαρισαίων, ἔλεγον ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι εἰ Βασιλεὺς Ισραήλ ἐστι, καταβάτω νῦν ἀπὸ τοῦ Σταυροῦ, καὶ πιστεύσωμεν αὐτῷ Πέποιθεν ἐπὶ τὸν Θεόν, ῥυσάσθω νῦν αὐτόν, εἰ θέλει αὐτόν εἶπε γὰρ, ὅτι Θεοῦ εἰμι Υἱός. Τὸ δ αὐτὸ καὶ οἱ λῃσταὶ, οἱ συσταυρωθέντες αὐτῷ, ὠνείδιζον αὐτόν. Απὸ δὲ ἕκτης ὥρας σκότος ἐγένετο ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν, ἕως ὥρας ἐνάτης. Περὶ δὲ τὴν ἐνάτην ὥραν ἀνεβόησεν ὁ Ιησοῦς φωνῇ μεγάλῃ, λέγων Ἠλὶ, Ἠλί, λαμὰ σαβαχθανί, τοῦτ ἔστι, Θεέ μου, Θεέ μου, ἱνα τί με ἐγκατέλιπες; Τινὲς δὲ τῶν ἐκεῖ ἑστώτων ἀκούσαντες, ἔλεγον ὅτι Ηλίαν φωνεῖ οὗτος. Καὶ εὐθέως δραμὼν εἷς ἐξ αὐτῶν, καὶ λαβὼν σπόγγον, πλήσας τε ὄξους, καὶ περιθεὶς καλάμῳ, ἐπότιζεν αὐτόν. Οἱ δὲ λοιποὶ ἔλεγον Ἄφες, ἴδωμεν εἰ ἔρχεται Ηλίας σώσων αὐτόν. Ὁ δὲ Ιησοῦς, πάλιν κράξας φωνῇ μεγάλῃ, ἀφῆκε τὸ πνεῦμα. Καὶ ἰδοὺ, τὸ καταπέτασμα τοῦ Ναοῦ ἐσχίσθη εἰς δύο, ἀπὸ ἄνωθεν ἕως κάτω καὶ ἡ γῆ ἐσείσθη καὶ αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν καὶ τὰ μνημεῖα ἀνεῴχθησαν καὶ πολλὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων ἠγέρθη, καὶ ἐξελθόντες ἐκ τῶνμνημείων, μετὰ τὴν ἔγερσιν αὐτοῦ, εἰσῆλθον εἰς τὴν ἁγίαν Πόλιν, καὶ ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς. Ο δὲ Ἑκατόνταρχος, καὶ οἱ μετ αὐτοῦ, τηροῦντες τὸν Ιησοῦν, ἰδόντες τὸν σεισμὸν καὶ τὰ γενόμενα, ἐφοβήθησαν σφόδρα, λέγοντες Ἀληθῶς Θεοῦ Υἱὸς ἦν οὗτος. Οἱ οὖν Ιουδαῖοι, ἵνα μὴ μείνῃ ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ τὰ σώματα ἐν τῷ Σαββάτῳ, ἐπεὶ Παρασκευὴ ἦν ἦν γὰρ μεγάλη ἡ ἡμέρα ἐκείνη τοῦ Σαββάτου ἠρώτησαν τὸν Πιλᾶτον, ἵνα κατεαγῶσιν αὐτῶν τὰ σκέλη, καὶ ἀρθῶσιν. Ἦλθον οὖν οἱ στρατιῶται, καὶ τοῦ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη, καὶ τοῦ ἄλλου τοῦ συσταυρωθέντος αὐτῷ ἐπὶ δὲ τὸν Ιησοῦν ἐλθόντες, ὡς εἶδον αὐτὸν ἤδη τεθνηκότα, οὐ κατέαξαν αὐτοῦ τὰ σκέλη, ἀλλ εἷς τῶν στρατιωτῶν λόγχῃ αὐτοῦ τὴν πλευρὰν ἔνυξε, καὶ εὐθέως ἐξῆλθεν αἷμα καὶ ὕδωρ. Καὶ ὁ ἑωρακὼς μεμαρτύρηκε, καὶ ἀληθινὴ ἐστιν ἡ μαρτυρία αὐτοῦ κἀκεῖνος οἶδεν ὅτι ἀληθῆ λέγει, ἵνα καὶ ὑμεῖς πιστεύσητε. Ἐγένετο γὰρ ταῦτα, ἵνα ἡ Γραφὴ πληρωθῇ Ὀστοῦν οὐ συντριβήσεται αὐτοῦ. Καὶ πάλιν ἑτέρα Γραφὴ λέγει Ὄψονται εἰς ὃν ἐξεκέντησαν. Ησαν δὲ ἐκεῖ καὶ γυναῖκες πολλαὶ ἀπὸ μακρόθεν θεωροῦσαι, αἵτινες ἠκολούθησαν τῷ Ιησοῦ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας, διακονοῦσαι αὐτῷ ἐν αἷς ἦν Μαρία ἡ Μαγδαληνή, καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ιακώβου καὶ Ιωσῆ μήτηρ, καὶ ἡ μήτηρ τῶν Υἱῶν Ζεβεδαίου. Οψίας δὲ γενομένης, ἦλθεν ἄνθρωπος πλούσιος ἀπὸ Αριμαθαίας, τοὔνομα Ιωσήφ, ὃς καὶ αὐτὸς ἐμαθήτευσε τῷ Ιησοῦ Οὗτος προσελθὼν τῷ Πιλάτῳ, ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ιησοῦ. Τότε ὁ Πιλᾶτος ἐκέλευσεν ἀποδοθῆναι τὸ σῶμα. Καὶ λαβὼν τὸ σῶμα ὁ Ιωσὴφ, ἐνετύλιξεν αὐτὸ σινδόνι καθαρᾷ, καὶ ἔθηκεν αὐτὸ ἐν τῷ καινῷ αὐτοῦ μνημείῳ, ὃ ἐλατόμησεν ἐν τῇ πέτρᾳ, καὶ προσκυλίσας λίθον μέγαν τῇ θύρᾳ τοῦ μνημείου, ἀπῆλθεν. Ην δὲ ἐκεῖ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ, καὶ ἡ ἄλλη Μαρία, καθήμεναι ἀπέναντι τοῦ τάφου. Νεοελληνική γλώσσα 1. Ωμίληοεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν κατά τρόπον προσωπικόν και οικείον, όπως ομιλεί κανείς προς τον φίλον του. Οταν ο Μωϋσής, αναχωρών από την σκηνήν του, επεσκέπτετο 4.I Corinti 1,18-2,2 5.Matteo (Mt 27,1-38; Lc 23,39-43; Mt 27,39-54; Gv 19,31-37; Mt 27,55-61) 9

το στρατόπεδον, ο Ιησούς, ο υιός του Ναυή, νέος που τον υπηρέτει, δεν εξήρχετο από την σκηνήν, αλλά έμενε μέσα εις αυτήν. Είπε δε ο Μωϋσής προς τον Κυριον ιδού, συ μου λέγεις Οδήγησε τον λαόν αυτόν. Αλλά συ δεν μου εφανέρωσες, ποίος είναι εκείνος, τον οποίον θα αποστείλης μαζή μου. Συ μου είπες Γνωρίζω ότι συ είσαι από όλους τους ανθρώπους ο πλέον εκλεκτός και δι' αυτό έχεις την αγάπην μου και την εύνοιάν Εάν λοιπόν ευρήκα χάριν ενώπιόν σου, φανέρωσε εις εμέ τον εαυτόν σου κατά ένα τρόπον αισθητόν, δια να σε ίδω με τα ίδια μου τα μάτια και έτσι να πεισθώ ότι έχω εύρει χάριν ενώπιόν σου και ότι το μέγα τούτο έθνος είναι λαός ιδικός σου. Ο Κυριος του απήντησεν εγώ θα προπορευθώ ως οδηγός, θα σε οδηγήσω και θα σε αναπαύσω εις την γην της επαγγελίας. Είπεν ο Μωϋσής προς τον Θεόν εάν συ ο ίδιος δεν συμπορευθής μαζή μου, μη με μετακινήσης από εδώ. Πως δε θα μάθω και θα πεισθώ απολύτως ότι εγώ και ο λαός σου έχομεν εύρει χάριν ενώπιόν σου, παρά μόνον όταν συ συμπορεύεσαι μαζή μας; Τοτε θα δοξασθώ εγώ και ο λαός σου περισσότερον από όλα τα έθνη, που υπάρχουν επί της γης. Είπεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν και αυτό το αίτημά σου, το οποίον μου είπες, θα το πραγματοποιήσω. Θα συμπορευθώ μαζή σας, διότι έχεις εύρει χάριν ενώπιόν μου και σε γνωρίζω ως εκλεκτόν και άξιον της αγάπης μου περισσότερον από κάθε άλλον. Τοτε ο Μωϋσής του είπε δείξε εις εμέ τον εαυτόν σου. Ο Κυριος απήντησεν εγώ θα διέλθω και θα προχωρήσω εμπρός από σε με την θείαν δόξαν μου, θα αναγγείλω και θα ακούσης το όνομά μου Κυριος είναι ενώπιόν σου. Εγώ ελεώ εκείνον τον οποίον θέλω να ελεήσω, λυπούμαι και συμπαθώ εκείνον που θέλω να συμπαθήσω, χωρίς κανείς να με υποχρεώνη προς τούτο. Και ο Θεός εξηκολούθησε δεν θα ημπορέσης να ίδης το πρόσωπόν μου διότι κανείς άνθρωπος δεν ημπορεί να με αντικρύση εις όλην μου την δόξαν και να ζήση. Και συνέχισεν ο Κυριος ιδού τόπος εδώ πλησίον. Στάσου όρθιος επάνω εις αυτόν τον βράχον. Οταν διέρχεται η θεία μου δόξα, θα σε θέσω εις την οπήν του βράχου, θα σκεπάσω με το χέρι μου το πρόσωπόν σου, έως ότου περάσω.θα αφαιρέσω το χέρι μου από το πρόσωπόν σου και θα με ίδης εκ των όπισθεν, αλλά το πρόσωπόν μου δεν θα το ίδης. 2. Ο Κυριος ευλόγησε τα μετά ταύτα έτη του Ιώβ πλουσιώτερον και περισσότερον από τα προηγηθέντα χρόνια του. Ανήλθον δε τα κτήνη του, τα πρόβατά του εις δεκατέσσαρες χιλιάδες, αι κάμηλοί του εις εξ χιλιάδες, τα ζεύγη των βοϊδιών του εις χίλια, αι θηλυκαί όνοι, που έβοσκαν εις κοπάδια, ανήλθον εις χιλίας. Απέκτησε δε αυτός επτά υιούς και τρεις θυγατέρας. Και εκάλεσε την μεν πρώτην Ημέραν, εις συμβολισμόν της νέας χαρμοσύνου περιόδου που ανέτειλε δια τον Ιώβ. Την δευτέραν Κασίαν, ευάρεστον ως το αρωματώδες φυτόν, την τρίτην εκάλεσεν Αμαλθαίας κέρας, εις δήλωσιν της νέας υπεραφθονίας των αγαθών του. Καθ' όλην δε την υπό τον ουρανόν οικουμένην δεν ευρέθησαν ωσάν τας θυγατέρας του Ιώβ καλύτεραι και ωραιότεροι. Απέκτησε δε τόσα πολλά ο Ιώβ, ώστε έδωκε και εις τας τρεις αυτάς θυγατέρας του κληρονομίαν μεγάλην μεταξύ των αδελφών των. Εζησε δε ο Ιώβ μετά την θλίψιν της ασθενείας του εκατόν εδδομήκοντα έτη. Ολα δε τα έτη της ζωής του Ιώβ ανήλθον εις διακόσια τεσσαράκοντα. Και είδεν ο Ιώβ τα παιδιά του και τα παιδιά των παιδιών του μέχρι τετάρτης γενεάς. Εξεδήμησε δε ο Ιώβ γέρων και πλήρης ημερών. Εχει δε γραφή ότι θα αναστήση πάλιν αυτόν ο Κυριος μαζή με όλους εκείνους, τους οποίους θα αναστήση κατά την μέλλουσαν ζωήν. Δια τον Ιώβ πληροφορούμεθα από την εις την Συριακήν γλώσσαν μετάφρασιν της Βιβλου, ότι κατοικούσε εις την χώραν Αυσίτιδα, η οποία ευρίσκετο εις τα σύνορα Ιδουμαίας και Αραβίας. Το δε προηγούμενον όνομα του ήτο Ιώβαδ. Επῇρε δε και μίαν γυναίκα εξ Αραβίας, από την οποίαν απέκτησεν υιόν, ονομασθέντα Εννών. Ο πατήρ του Ιώβ ήτο ο Ζαρέ, απόγονος της πατριαρχικής οικογενείας του Ησαύ. Η μητέρα του ωνομάζετο Βοσόρρα, ώστε αυτός ως εγγονός του Ησαύ ήτο πέμπτος απόγονος από τον Αβραάμ. Οι βασιλείς, οι οποίοι εβασίλευσαν εις την χώραν της Ιδουμαίας, της οποίας άρχων και βασιλεύς υπήρξεν και ο Ιώβ, ήσαν οι εξής Πρώτος ο Βαλάκ 4.I Corinti 1,18-2,2 5.Matteo (Mt 27,1-38; Lc 23,39-43; Mt 27,39-54; Gv 19,31-37; Mt 27,55-61) 10

υιός του Βεώρ. Το δε όνομα της πόλεώς του ήτο Δενναβά. Μετά τον Βαλάκ εβασίλευσεν ο Ιώβάβ, δηλαδή ο Ιώβ. Επειτα από αυτόν ο Ασώμ, ο ηγεμών που κατήγετο από την Θαιμανίτιδα χώραν. Επειτα από αυτόν εβασίλευσεν ο Αδάδ, ο υιός του Βαράδ, ο οποίος εξωλόθρευσε τους Μαδιανίτας εις την πεδιάδα της Μωάβ. Η δε πόλις του ωνομάζετο Γεθθαίμ. Οι φίλοι του Ιώβ, που είχαν ελθει εις επίσκεψίν του ήσαν Ελιφάζ από τους απογόνους του Ησαύ, βασιλεύς των Θαιμανών, ο Βαλδάδ αρχών των Σαυχαίων και ο Σωφάρ ο βασιλεύς των Μιναίων. 3. Αυτά λέγει Κύριος Ιδού, ο παις μου, ο Μεσσίας, θα γεμίση από σοφίαν και σύνεσιν, δια να εννοήση πλήρως και εκπληρώση την αποστολήν του. Θα υψωθή, θα δοξασθή, θα μεγαλυνθή στον υπέρτατον βαθμόν. Οπως θα μείνουν κατάπληκτοι πολλοί εμπρός εις τα φοβερά παθήματά σου, τόσον πολύ θα χάση η μορφή σου την λάμψιν της ωραιότητάς σου μεταξύ των ανθρώπων και τόσον πολύ θα διασυρθή και θα πέση η υπόληψίς σου από τους υιούς των ανθρώπων. Ετσι πολλά έθνη κατόπιν θα πλημμυρίσουν από θαυμασμόν και σεβασμόν προς αυτόν. Και αυτοί ακόμη οι βασιλείς θα κλείσουν με ευλάδειαν το στόμα των απέναντί του. Θα γίνη δε το θαυμαστόν τούτο γεγονός μεταξύ των εθνικών, διότι αυτοί στους οποίους δεν είχεν εκ των προτέρων αναγγελθή από τους προφήτας τίποτε δι' αυτόν, θα τον ίδουν. Και εκείνοι οι οποίοι έως τότε δεν είχαν ακούσει τίποτε, θα ακούσουν και θα πιστεύσουν εις την διδασκαλίαν και το κήρυγμα της λυτρώσεως. Κυριε, ποιός επίστευσεν εις αυτά, που ημείς ηκούσαμεν από σε και εκηρύξαμεν στους ανθρώπους; Η δύναμις του Κυρίου εις ποίον εφανερώθη και έγινεν πιστευτή και παραδεκτή; Ανηγγείλαμεν αυτόν ωσάν μικρόν και άσημον παιδίον ενώπιον του λαού, σαν ρίζαν εις γην διψασμένην και ξηράν. Δεν είχεν ωραίαν, ένδοξον και ελκυστικήν την εμφάνισιν. Δεν είχεν ωραιότητα και λαμπρότητα προσώπου. Τον είδομεν και δεν είχε πρόσωπον εμφανίσιμον, ούτε κάλλος. Αλλα το πρόσωπόν του ήτο καταφρονημένον, χωρίς τιμήν και δόξαν. Υπελείπετο ως προς την ωραιότητα και την ευπρεπή εμφάνισιν μεταξύ όλων των ανθρώπων. Αυτός ήτο άνθρωπος πληγωμένος, άνθρωπος ο οποίος γνωρίζει να βαστάζη και να υπομέντη ταλαιπωρίας και πόνους. Αντικείμενον αποστροφής έγινε το πρόσωπον του, εδέχθη εξευτελισμούς και ταπεινώσεις εκ μέρους των ανθρώπων. Τον ελογάριασαν σαν να μη υπήρχεν. Αυτός όμως φέρει επάνω του το βαρύ φορτίον των αμαρτιών μας. Εβυθίσθη στον πόνον και την οδύνην, και ημείς εν τη πλάνη μας ενομίσαμεν, ότι αυτός ευρίσκετο εις την οδυνηράν αυτήν πληγήν και συμφοράν, επειδή ετιμωρείτο εκ μέρους του Θεού δι' ίδικάς του αμαρτίας. Αυτός όμώς ετραυματίσθη δια τας ιδικάς μας αμαρτίας, εταλαιπωρήθη και υπέφερε δια τας ανομίας μας. Παιδευτική τιμωρία έπεσεν επάνω του δια την ιδικήν μας ειρήνην και σωτηρίαν. Χαρις δε εις την πληγήν εκείνου ημείς εθεραπεύθημεν. Ολοι ωσάν πρόβατα είχαμεν πλανηθή. Καθε άνθρωπος στον δρόμον και τον τρόπον της ζωής του επλανήθη. Δια τας ιδικάς μας αμαρτίας ο Κυριος παρέδωκεν αυτόν εις παθήματα και θάνατον. Και αυτός, παρ' όλας τας κακώσεις που υπέστη, δεν ήνοιξε τα στόμα αυτού ώσαν άφωνον πρόβατον ωδηγήθη προς σφαγήν. Ως αμνός άφωνος ενώπιον εκείνου, ο οποίος τον κουρεύει, έτσι πορεύεται χωρίς να ανοίγη το στόμα του. Μέσα εις την ταπείνωσιν και τον εξευτελισμόν, που εβυθίσθη, παρεγνωρίσθη και κατεπατήθη το δίκαιόν του εν τη κρίσει. Υστέρα δε από τα παθήματά του και τον άδικον θάνατον του, ποιός θα υπάρξη και ποιός θα τολμήση να διηγηθή την γενεάν αυτού; Διότι αφηρέθη βιαίως και αδίκως αυτό την γην η ζωή αυτού. Αλλα ωδηγήθη εις θάνατον ένεκα των αμαρτιών του λαού μου. Εγώ δε εις εκδίκησιν του αδίκου θανάτου και της ταφής του, θα τιμωρήσω και θα παραδώσω εις θάνατον τους κακούς ανθρώπους και δια τον θάνατον αυτού θα παραδώσω τους πονηρούς πλουσίους και άρχοντας. Διότι ο παις μου αυτός δεν διέπραξε καμμίαν παρανομίαν, ούτε ευρέθη ποτέ δόλος και ψεύδος στο στόμα του. Και ο Κυριος θέλει να τον καθαρίση πλήρως από τον εξευτελισμόν και την ταπείνωσιν, εις την οποίαν τον υπέβαλαν οι άνθρωποι, από τας πληγάς τας οποίας κατέφεραν εις αυτόν. Εάν 4.I Corinti 1,18-2,2 5.Matteo (Mt 27,1-38; Lc 23,39-43; Mt 27,39-54; Gv 19,31-37; Mt 27,55-61) 11

προσφέρετε αυτόν ως εξιλαστήριον θυσίαν δια τας αμαρτίας σας, η ψυχή σας λυτρωμένη θα ίδη την ατελεύτητον γενεάν του. Ο Κυριος θέλει να αφαίρεση τον πόνον της ψυχής του, να δείξη αυτόν και δι' αυτού εις όλον τον κόσμον φως, ικανόν να αναπλάση και αναγεννήση με την σύνεσιν το ανθρώπινον γένος. Θέλει να αποδείξη αθώον αυτόν τον δίκαιον, ο οποίος υπηρετεί εύσυνειδήτως και με αγάπην τους πολλούς. Αυτών δε των πολλών τας αμαρτίας αυτός θα αναλάβη. Δια τούτο αυτός θα πάρη ως ιδικήν του πνευματικήν κληρονομίαν πολλούς και από τους ισχυρούς θα πάρη και θα διαμοιράση λάφυρα, διότι εκουσίως παρεδόθη στον λυτρωτικόν δι' ημάς θάνατον η ζωή του. Κατετάχθη δε μεταξύ των παρανόμων και ως τοιούτος εθεωρήθη. Αυτός όμως δια της σταυρικής του θυσίας επήρεν επάνω του τας αμαρτίας πολλών και παρεδόθη στον σταυρικόν θάνατον δια τας αμαρτίας των. Ευφράνθητι, λοιπόν, συ η εκκλησία των εθνών, η μέχρι σήμερον στερα, η οποία δεν εγεννοσες παιδιά. Βγάλε μεγάλην φωνήν, βόησε με χαράν συ, η οποία δεν εγνώρισες τας ωδίνας του τοκετου. Διότι σήμερον περισσότερα είναι τα τέκνα σου, της ερήμου και χήρας, παρά της Ιουδαϊκής συναγωγής, η οποία είχεν ως πνευματικόν νυμφίον της τον Κυριον. Διότι εις σε είπεν ο Κυριος 4. Αδελφοί, ο λόγος του σταυρού αφενός γι αυτούς που χάνονται είναι μωρία, αφετέρου για εμάς που σωζόμαστε είναι δύναμη Θεού. Γιατί είναι γραμμένο: Θα καταστρέψω τη σοφία των σοφών και τη σύνεση των συνετών θα απορρίψω. Πού είναι ο σοφός; Πού ο γραμματέας; Πού ο συζητητής του αιώνα τούτου; Δε μώρανε ο Θεός τη σοφία του κόσμου; Επειδή, λοιπόν, με τη σοφία του Θεού, δε γνώρισε ο κόσμος διαμέσου της σοφίας του το Θεό, ευδόκησε ο Θεός διαμέσου της μωρίας του κηρύγματος να σώσει εκείνους που πιστεύουν. Επειδή, πράγματι, οι Ιουδαίοι απαιτούν σημεία και οι Έλληνες ζητούν σοφία, εμείς όμως κηρύττουμε Χριστό σταυρωμένο, αφενός στους Ιουδαίους είναι σκάνδαλο, αφετέρου στα έθνη μωρία. Σ αυτούς όμως τους κλητούς, Ιουδαίους και Έλληνες, ο Χριστός είναι Θεού δύναμη και Θεού σοφία. Γιατί το μωρό του Θεού είναι σοφότερο των ανθρώπων και το ασθενές του Θεού είναι ισχυρότερο των ανθρώπων. Βλέπετε πράγματι την κλήση σας, αδελφοί, γιατί δεν είστε πολλοί σοφοί κατά σάρκα, δεν είστε πολλοί δυνατοί, δεν είστε πολλοί ευγενείς. Αλλά τα μωρά του κόσμου εξέλεξε ο Θεός, για να καταντροπιάσει τους σοφούς, και τα ασθενή του κόσμου εξέλεξε ο Θεός, για να καταντροπιάσει τα ισχυρά, και τα αγενή του κόσμου στην καταγωγή και τα εξουθενωμένα εξέλεξε ο Θεός, αυτά που δεν είναι, για να καταργήσει αυτά που είναι, με σκοπό να μην καυχηθεί καμιά σάρκα μπροστά στο Θεό. Από Αυτόν λοιπόν εσείς είστε μέσα στο Χριστό Ιησού, ο οποίος έγινε σοφία για μας από το Θεό και δικαιοσύνη και αγιασμός και απολύτρωση, ώστε, καθώς είναι γραμμένο, αυτός που καυχιέται, στον Κύριο ας καυχιέται. Κι εγώ, όταν ήρθα προς εσάς, αδελφοί, ήρθα όχι με υπεροχή λόγου ή σοφίας, για να αναγγέλλω σ εσάς το μυστήριο του Θεού. Γιατί αποφάσισα να μην ξέρω τίποτα μεταξύ σας παρά μόνο τον Ιησού Χριστό και αυτόν σταυρωμένο. 5. Εκείνο τον καιρό, έκαναν συμβούλιο αποφασίζοντας όλοι οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι του λαού κατά του Ιησού, ώστε να τον θανατώσουν. Και αφού τον έδεσαν, τον οδήγησαν και τον παράδωσαν στον Πιλάτο, τον ηγεμόνα. Τότε, όταν είδε ο Ιούδας, που τον παράδωσε, ότι καταδικάστηκε, μεταμελήθηκε και επέστρεψε τα τριάντα αργύρια στους αρχιερείς και στους πρεσβυτέρους, λέγοντας: «Αμάρτησα, γιατί παράδωσα αίμα αθώο». Εκείνοι του είπαν: «Τι σχέση έχει αυτό μ εμάς; Εσένα θα αφορά». Και αφού έριξε τα αργύρια στο ναό, αναχώρησε και πήγε και κρεμάστηκε. Οι αρχιερείς, τότε, έλαβαν τα αργύρια και είπαν: «Δεν επιτρέπεται να τα βάλουμε στο θησαυροφυλάκιο του ναού, επειδή είναι τιμή αίματος». Και 4.I Corinti 1,18-2,2 5.Matteo (Mt 27,1-38; Lc 23,39-43; Mt 27,39-54; Gv 19,31-37; Mt 27,55-61) 12

αφού έκαναν συμβούλιο, αποφάσισαν και αγόρασαν από αυτά τον αγρό του κεραμέα για ταφή των ξένων. Γι αυτό καλέστηκε ο αγρός εκείνος, Αγρός Αίματος, ως τη σημερινή ημέρα. Τότε εκπληρώθηκε εκείνο που ειπώθηκε μέσω του Ιερεμία του προφήτη, όταν έλεγε: Και έλαβαν τα τριάντα αργύρια, την τιμή εκείνου που είχαν εκτιμήσει, του οποίου την τιμή καθόρισαν μερικοί από τους γιους Ισραήλ, αι τα έδωσαν στον αγρό του κεραμέα, καθώς με πρόσταξε ο Κύριος. Τότε ο Ιησούς στάθηκε μπροστά στον ηγεμόνα. Και τον επερώτησε ο ηγεμόνας λέγοντας: «Εσύ είσαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων;» Και ο Ιησούς είπε: «Εσύ το λες». Και ενώ τον κατηγορούσαν οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι, τίποτα δεν αποκρίθηκε. Τότε του λέει ο Πιλάτος: «Δεν ακούς πόσα μαρτυρούν εναντίον σου;» Και δεν του αποκρίθηκε ούτε σε ένα λόγο, ώστε θαύμαζε ο ηγεμόνας πολύ. Κατά την εορτή, λοιπόν, συνήθιζε ο ηγεμόνας να απολύει ένα φυλακισμένο για το πλήθος, όποιον ήθελαν. Και είχαν τότε ένα διαβόητο φυλακισμένο, που τον έλεγαν Ιησού Βαραβά. Ενώ, λοιπόν, αυτοί ήταν συναγμένοι, τους είπε ο Πιλάτος: «Ποιον θέλετε να σας απολύσω, τον Ιησού το Βαραβά ή τον Ιησού το λεγόμενο Χριστό;» Γιατί ήξερε ότι τον παράδωσαν από φθόνο. Και ενώ αυτός καθόταν πάνω στο βήμα, απέστειλε μήνυμα προς αυτόν η γυναίκα του λέγοντας: «Τίποτε να μην υπάρχει ανάμεσα σ εσένα και στον δίκαιο εκείνο. γιατί πολλά έπαθα σήμερα στο όνειρό μου εξαιτίας του». Αλλά οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι έπεισαν τους όχλους να ζητήσουν το Βαραβά, ενώ τον Ιησού να τον θανατώσουν. Έλαβε τότε το λόγο ο ηγεμόνας και τους είπε: «Ποιον από τους δύο θέλετε να σας απολύσω;» Εκείνοι είπαν: «Το Βαραβά». Τους λέει ο Πιλάτος: «Τι λοιπόν να κάνω τον Ιησού, το λεγόμενο Χριστό;» Λένε όλοι: «Να σταυρωθεί». Εκείνος είπε: «Γιατί, τι κακό έκανε;» Εκείνοι περισσότερο έκραζαν λέγοντας: «Να σταυρωθεί». Όταν είδε λοιπόν ο Πιλάτος ότι τίποτα δεν ωφελεί, αλλά μάλλον θόρυβος γίνεται, αφού έλαβε νερό, ένιψε τα χέρια του απέναντι στον όχλο λέγοντας: «Αθώος είμαι από το αίμα τούτου. εσάς θα αφορά». Και αποκρίθηκε όλος ο λαός και είπε: «Το αίμα αυτού πάνω σ εμάς και πάνω στα παιδιά μας». Τότε τους απόλυσε το Βαραβά, ενώ τον Ιησού, αφού τον μαστίγωσε, τον παράδωσε για να σταυρωθεί. Τότε οι στρατιώτες του ηγεμόνα παραλάβανε τον Ιησού στο πραιτόριο και σύναξαν γύρω του όλη τη στρατιωτική μονάδα. Και αφού τον έγδυσαν, τον περιέβαλαν με κόκκινη χλαμύδα. Και έπλεξαν στεφάνι από αγκάθια και το έθεσαν πάνω στο κεφάλι του και του έδωσαν καλάμι στο δεξί του χέρι. Και γονάτισαν μπροστά του και τον ενέπαιξαν λέγοντας: «Χαίρε, βασιλιά των Ιουδαίων». Και αφού έφτυσαν σ αυτόν, έλαβαν το καλάμι και χτυπούσαν στο κεφάλι του. Και όταν τον ενέπαιξαν, τον έγδυσαν από τη χλαμύδα και τον έντυσαν τα ρούχα του και τον οδήγησαν για να τον σταυρώσουν. Καθώς εξέρχονταν, τότε, βρήκαν έναν άνθρωπο Κυρηναίο με το όνομα Σίμωνας. Τούτον αγγάρεψαν, για να σηκώσει το σταυρό του. Και όταν ήρθαν σ έναν τόπο λεγόμενο Γολγοθά, που σημαίνει Κρανίου Τόπος, του έδωσαν να πιει κρασί ανακατεμένο με χολή. Και όταν γεύτηκε, δε θέλησε να πιει. Τον σταύρωσαν, τότε, και διαμοιράστηκαν τα ιμάτιά του ρίχνοντας κλήρο, και καθισμένοι τον φύλαγαν εκεί. Και έθεσαν πάνω από το κεφάλι του την αιτία της καταδίκης του γραμμένη: Αυτός είναι ο Ιησούς, ο βασιλιάς των Ιουδαίων. Τότε σταυρώνονται μαζί του δύο ληστές, ένας από τα δεξιά και ένας από τα αριστερά του. Ένας τότε από τους κακούργους που κρεμάστηκαν τον βλαστημούσε, λέγοντας: «Δεν είσαι εσύ ο Χριστός; Σώσε τον εαυτό σου κι εμάς». Αποκρίθηκε όμως ο άλλος, επιτιμώντας αυτόν, και είπε: «Ούτε το Θεό δε φοβάσαι εσύ, αφού είσαι στην ίδια καταδίκη; Και εμείς, βέβαια, δίκαια, γιατί απολαμβάνουμε άξια αυτών που πράξαμε. Αυτός, όμως, τίποτα το άτοπο δεν έπραξε». Και έλεγε: «Ιησού, θυμήσου με, όταν έρθεις στη βασιλεία σου». Και του είπε: «Αλήθεια σου λέω, σήμερα μαζί μου θα είσαι μέσα στον Παράδεισο». Εκείνοι που πορεύονταν δίπλα του τον βλαστημούσαν κουνώντας τα κεφάλια τους και λέγοντας: «Εσύ που καταστρέφεις το ναό και σε τρεις ημέρες τον οικοδομείς, σώσε 4.I Corinti 1,18-2,2 5.Matteo (Mt 27,1-38; Lc 23,39-43; Mt 27,39-54; Gv 19,31-37; Mt 27,55-61) 13

τον εαυτό σου, αν είσαι Υιός του Θεού, και κατέβα από το σταυρό». Όμοια και οι αρχιερείς τον ενέπαιζαν μαζί με τους γραμματείς και τους πρεσβυτέρους και έλεγαν: «Άλλους έσωσε, τον εαυτό του δε δύναται να σώσει. Είναι βασιλιάς του Ισραήλ, ας κατεβεί τώρα από το σταυρό και θα πιστέψουμε σ αυτόν. Έχει πεποίθηση στο Θεό. ας τον σώσει τώρα αν τον θέλει. Γιατί είπε: Είμαι Υιός του Θεού». Το ίδιο μάλιστα τον έβριζαν και οι ληστές που σταυρώθηκαν μαζί του. Από τις δώδεκα η ώρα το μεσημέρι έγινε λοιπόν σκοτάδι πάνω σε όλη τη γη ως τις τρεις η ώρα το απόγευμα. Και γύρω στις τρεις η ώρα αναβόησε ο Ιησούς με φωνή μεγάλη λέγοντας: «Ηλι Ηλι λεμα σαβαχθανι;», τουτέστι: «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;» Τότε μερικοί από εκείνους που είχαν σταθεί εκεί, όταν άκουσαν, έλεγαν: «Αυτός φωνάζει τον Ηλία». Και αμέσως έτρεξε ένας από αυτούς και έλαβε ένα σφουγγάρι και το γέμισε με ξίδι και το έθεσε γύρω από ένα καλάμι και του έδινε να πιει. Αλλά οι υπόλοιποι έλεγαν: «Άφησε, ας δούμε αν έρχεται ο Ηλίας να τον σώσει». Και ο Ιησούς, αφού πάλι έκραξε με φωνή μεγάλη, άφησε το πνεύμα. Και ιδού, το καταπέτασμα του ναού σχίστηκε από πάνω ως κάτω στα δύο, και η γη σείστηκε και οι βράχοι σχίστηκαν, και τα μνήματα ανοίχτηκαν και πολλά σώματα κοιμισμένων αγίων εγέρθηκαν και, αφού εξήλθαν από τα μνήματα, μετά την έγερσή του εισήλθαν στην άγια πόλη και εμφανίστηκαν σε πολλούς. Ο εκατόνταρχος τότε και αυτοί που φύλαγαν μαζί του τον Ιησού, όταν είδαν το σεισμό και όσα έγιναν, φοβήθηκαν πάρα πολύ, λέγοντας: «Αλήθεια, Υιός Θεού ήταν αυτός». Τότε οι Ιουδαίοι, επειδή ήταν ημέρα προπαρασκευής του Πάσχα, για να μη μείνουν πάνω στο σταυρό τα σώματα το Σάββατο, επειδή ήταν μεγάλη η ημέρα εκείνου του Σαββάτου, παρακάλεσαν τον Πιλάτο να τους σπάσουν τα σκέλη και να τους πάρουν από εκεί. Ήρθαν λοιπόν οι στρατιώτες, και αφενός του πρώτου έσπασαν τα σκέλη όπως και του άλλου που σταυρώθηκε μαζί του. Στον Ιησού, όμως, όταν ήρθαν, μόλις είδαν ότι αυτός είχε ήδη πεθάνει, δεν έσπασαν τα σκέλη του, αλλά ένας από τους στρατιώτες τρύπησε με λόγχη την πλευρά του, και εξήλθε ευθύς αίμα και νερό. Και εκείνος που το έχει δει έχει μαρτυρήσει, και αληθινή είναι η μαρτυρία του, και εκείνος ξέρει ότι λέει αληθινά πράγματα, για να πιστέψετε κι εσείς. Επειδή έγιναν αυτά, για να εκπληρωθεί η Γραφή: Οστό του δε θα συντριφτεί. Και πάλι άλλο μέρος της Γραφής λέει: Θα δουν αυτόν που κέντησαν. Και ήταν εκεί πολλές γυναίκες από μακριά που έβλεπαν, οι οποίες ακολούθησαν τον Ιησού από τη Γαλιλαία και τον διακονούσαν. Μεταξύ των οποίων ήταν η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία, η μητέρα του Ιακώβου και του Ιωσήφ, και η μητέρα των γιων του Ζεβεδαίου. Όταν λοιπόν βράδιασε, ήρθε ένας άνθρωπος πλούσιος από την Αριμαθαία με το όνομα Ιωσήφ, που και αυτός μαθήτεψε στον Ιησού. Αυτός πλησίασε τον Πιλάτο και του ζήτησε το σώμα του Ιησού. Τότε ο Πιλάτος διέταξε να του αποδοθεί. Και όταν έλαβε το σώμα ο Ιωσήφ, το τύλιξε μέσα σ ένα σεντόνι καθαρό 60 και το έθεσε μέσα στο καινούργιο μνήμα του που λατόμησε στο βράχο. Και αφού κύλησε ένα λίθο μεγάλο στη θύρα του μνήματος, έφυγε. Ήταν τότε εκεί η Μαριάμ η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία καθισμένες απέναντι στον τάφο. Limba română 1. Domnul grăia cu Moise faţă către faţă, cum ar grăi cineva cu prietenul său. După aceea Moise se întorcea în tabără; iar tânărul său slujitor Iosua, fiul lui Navi, nu părăsea cortul. Atunci a zis Moise către Domnul: "Iată, Tu îmi spui: Du pe poporul acesta, dar nu mi-ai descoperit pe cine ai să trimiţi cu mine, deşi mi-ai spus: Te cunosc pe nume şi ai aflat bunăvoinţă înaintea ochilor Mei. Deci, de am aflat bunăvoinţă în ochii Tăi, arată-te să Te văd, ca să cunosc şi să aflu bunăvoinţă în ochii Tăi şi că 4.I Corinti 1,18-2,2 5.Matteo (Mt 27,1-38; Lc 23,39-43; Mt 27,39-54; Gv 19,31-37; Mt 27,55-61) 14

acest neam e poporul Tău". Şi a zis Domnul către el: "Eu Însumi voi merge înaintea Ta şi Te voi duce la odihnă!" Zis-a Moise către Domnul: "Dacă nu mergi Tu Însuţi cu noi, atunci să nu ne scoţi de aici; căci prin ce se va cunoaşte cu adevărat că eu şi poporul Tău am aflat bunăvoinţă înaintea Ta? Au nu prin aceea ca Tu să fii însoţitorul nostru? Atunci eu şi poporul Tău vom fi cei mai slăviţi dintre toate popoarele de pe pământ". Şi a zis Domnul către Moise: "Voi face şi ceea ce zici tu, pentru că tu ai aflat bunăvoinţă înaintea Mea şi te cunosc pe tine mai mult decât pe toţi". Şi Moise a zis: "Arată-mi slava Ta! " Zis-a Domnul către Moise: "Eu voi trece pe dinaintea ta toată slava Mea, voi rosti numele lui Iahve înaintea ta şi pe cel ce va fi de miluit îl voi milui şi cine va fi vrednic de îndurare, de acela Mă voi îndura". Apoi a adăugat: "Faţa Mea însă nu vei putea s-o vezi, că nu poate vedea omul faţa Mea şi să trăiască". Şi iarăşi a zis Domnul: "Iată aici la Mine un loc: şezi pe stânca aceasta; când va trece slava Mea, te voi ascunde în scobitura stâncii şi voi pune mâna Mea peste tine până voi trece; iar când voi ridica mâna Mea, tu vei vedea spatele Meu, iar faţa Mea nu o vei vedea!" 2. Dumnezeu a binecuvântat sfârşitul vieţii lui Iov mai bogat decât începutul ei, şi el a strâns paisprezece mii de oi, şase mii de cămile, o mie de perechi de boi şi o mie de asine. Şi a avut şapte fii şi trei fiice. Celei dintâi i-a pus numele Iemima, celei de a doua, Cheţia şi celei de a treia, Cheren- Hapuc. Iar în toată ţara nu se găseau femei atât de frumoase ca fetele lui Iov, şi tatăl lor le-a făcut părtaşe la moştenire, lângă fraţii lor. Şi Iov a mai trăit după aceea o sută patruzeci de ani şi a văzut pe fiii săi şi pe fiii fiilor săi, până la al patrulea neam. Şi Iov a murit bătrân şi încărcat de zile. 3. Aşa grăieşte Domnul: Iată că Sluga Mea va propăşi, Se va sui, mare Se va face şi Se va înălţa pe culmile slavei! Precum mulţi s-au spăimântat de El - aşa de schimonosită li era înfăţişarea Lui, şi chipul Lui atât de fără asemănare cu oamenii, - Tot aşa va fi pricină de uimire pentru multe popoare; înaintea Lui regii vor închide gura, că acum văd ceea ce nu li s-a spus, şi înţeleg ceea ce n-au auzit. Cine va crede ceea ce noi am auzit şi braţul Domnului cui se va descoperi? Crescut-a înaintea Lui ca o odraslă, şi ca o rădăcină în pământ uscat; nu avea nici chip, nici frumuseţe, ca să ne uităm la El, şi nici o înfăţişare, ca să ne fie drag. Dispreţuit era şi cel din urmă dintre oameni; om al durerilor şi cunoscător al suferinţei, unul înaintea căruia să-ţi acoperi faţa; dispreţuit şi nebăgat în seamă. Dar El a luat asupră-şi durerile noastre şi cu suferinţele noastre S-a împovărat. Şi noi Îl socoteam pedepsit, bătut şi chinuit de Dumnezeu, dar El fusese străpuns pentru păcatele noastre şi zdrobit pentru fărădelegile noastre. El a fost pedepsit pentru mântuirea noastră şi prin rănile Lui noi toţi ne-am vindecat. Toţi umblam rătăciţi ca nişte oi, fiecare pe calea noastră, şi Domnul a făcut să cadă asupra Lui fărădelegile noastre ale tuturor. Chinuit a fost, dar S-a supus şi nu şi-a deschis gura Sa; ca un miel spre junghiere s-a adus şi ca o oaie fără de glas înaintea celor ce o tund, aşa nu Şi-a deschis gura Sa. Întru smerenia Lui judecata Lui s-a ridicat şi neamul Lui cine îl va spune? Că s-a luat de pe pământ viaţa Lui! Pentru fărădelegile poporului Meu a fost adus spre moarte. Mormântul Lui a fost pus lângă cei fără de lege şi cu cei făcători de rele, după moartea Lui, cu toate că nu săvârşise nici o nedreptate şi nici înşelăciune nu fusese în gura Lui. Dar a fost voia Domnului să-l zdrobească prin suferinţă. Şi fiindcă Şi-a dat viaţa ca jertfă pentru păcat, va vedea pe urmaşii Săi, îşi va lungi viaţa şi lucrul Domnului în mâna Lui va propăşi. Scăpat de chinurile sufletului Său, va vedea rodul ostenelilor Sale şi de mulţumire Se va sătura. Prin suferinţele Lui, Dreptul, Sluga Mea, va îndrepta pe mulţi, şi fărădelegile lor le va lua asupra Sa. Pentru aceasta Îi voi da partea Sa printre cei mari şi cu cei puternici va împărţi prada, ca răsplată că Şi-a dat sufletul Său spre moarte şi cu cei făcători de rele a fost numărat. Că El a purtat fărădelegile multora şi pentru cei păcătoşi Şi-a dat viaţa. Veseleşte-te, cea stearpă, care nu năşteai, dă glas şi strigă tu care nu te-ai zvârcolit în dureri de naştere, căci mai mulţi sunt fiii celei părăsite, decât ai celei cu bărbat, zice Domnul. 4.I Corinti 1,18-2,2 5.Matteo (Mt 27,1-38; Lc 23,39-43; Mt 27,39-54; Gv 19,31-37; Mt 27,55-61) 15