ΧΑΡΗΣ Τ. ΠΟΛΙΤΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΣΕ Α.Π., Σ.τ.Ε., Δρ. ΙΑΤΡΙΚΗΣ Ε.Κ.Π.Α. ΕΠΙΣΚ. ΚΑΘ. ΙΑΤΡ. ΔΙΚΑΙΟΥ ΕΥΡ. ΠΑΝ. ΚΥΠΡΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ 15, 15451 Ν. ΨΥΧΙΚΟ, ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ.: (210) 6756732, FAX: (210) 6729207, e-mail: chpolitis@gmail.com Αθήνα, 15.12.2012 Προς Κύριο Μιχάλη Βλασταράκο Πρόεδρο Π.Ι.Σ. Πλουτάρχου 3 10675 Αθήνα Μέλη Δ.Σ. Π.Ι.Σ. ΓΝΜΔ 1181/15.12.2012 ΣΧΕΤ. Το με αρ. πρωτ. 2301/22.11.2012 έγγραφο ΠΙΣ. Το με αρ. πρωτ. 465/9.11.2012 έγγραφο Ιατρικού Συλλόγου Δράμας ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ Μας γνωστοποιούνται από τον Ιατρικό Σύλλογο Σερρών τα εξής (η απάντηση δίδεται ξεχωριστά σε κάθε ερώτημα): «Στο Διοικητικό Συμβούλιο του Ιατρικού Συλλόγου και κατόπιν στην έκτακτη Γεν. συνέλευση στις 7/11/2012 τα συζητήσαμε διεξοδικά, αλλά προέκυψαν μερικά νέα που θέλουν διευκρίνιση: 1.Ένας Ιατρός που γράφεται π.χ. σε έξι διαφορετικούς
Συλλόγους μπορεί να ψηφίζει και στους έξι; 2. Εκτός από την δαπάνη των 200 για το άνοιγμα του Ιατρείου του, τι συνδρομή θα πληρώνει στον Σύλλογο; Αυτός που θα είναι εγγεγραμμένος στο "ειδικό μητρώο" μπορεί ο Ιατρικός Σύλλογος να τον υποχρεώσει να πληρώνει διπλάσια ή πολλαπλάσια συνδρομή μέλους προκειμένου να δυσχεραίνονται οι επεκτατικές σκέψεις συναδέλφων του κέντρου προς την περιφέρεια; Με Ν. 3919/2011 (ΦΕΚ Α 32/02.03.2011) υπήρξε προσπάθεια απελευθέρωσης των επαγγελμάτων (βλ. και Οδηγία 2006/123/ΕΚ Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου η οποία κατέστη εσωτερικό δίκαιο σύμφωνα με Συντ 28 παρ. 1, βλ. Ν. 3844/2010 και Ν. 3919/2011). Ερωτάται αν έχει ισχύ όσον αφορά στην άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος και τις Μονάδες Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας. Ι. Το νομοθετικό πλαίσιο. Σύμφωνα με άρθρο 1 Ν. 3919/2011 ΦΕΚ Α 32/02.03.2011, «Αρχή της επαγγελματικής ελευθερίας. 1. Για την πρόσβαση σε επαγγέλματα και την άσκηση τους ισχύει η αρχή της επαγγελματικής ελευθερίας (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος). 2. Οι διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας που αφορούν στην πρόσβαση και την άσκηση επαγγελμάτων επιβάλλεται να ερμηνεύονται σε αρμονία προς την αρχή της επαγγελματικής ελευθερίας και της προστασίας του ανταγωνισμού. «β. Διατάξεις νόμων, κανονιστικές πράξεις και ερμηνευτικές εγκύκλιοι που αντιβαίνουν στα προβλεπόμενα
στα άρθρα 2 και 3 του νόμου αυτού καταργούνται.» [ΣΗΜ. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.16 άρθρου 14 Ν.4038/2012,ΦΕΚ Α 14/2.2.2012]. Σύμφωνα με άρθρο 2 Ν. 3919/2011 ΦΕΚ Α 32/02.03.2011 «Κατάργηση αδικαιολόγητων περιορισμών στην πρόσβαση και την άσκηση επαγγελμάτων. 1. Οι προβλεπόμενοι στην ισχύουσα νομοθεσία περιορισμοί που αφορούν στην πρόσβαση και την άσκηση επαγγελμάτων, πέραν εκείνων των επαγγελμάτων για τα οποία διαλαμβάνεται ρύθμιση στο κεφάλαιο Β` του παρόντος, καταργούνται μετά την πάροδο τεσσάρων (4) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος». 2. Ως περιορισμοί, κατά την έννοια της προηγούμενης παραγράφου, νοούνται οι εξής: α) Η ύπαρξη, δυνάμει προβλέψεως νόμου, περιορισμένου αριθμού προσώπων τα οποία δικαιούνται να ασκήσουν το επάγγελμα σε όλη την επικράτεια ή σε ορισμένο γεωγραφικό διαμέρισμα, είτε ο αριθμός αυτός ορίζεται ευθέως είτε προσδιορίζεται εμμέσως βάσει πληθυσμιακών ή άλλων κριτηρίων και χορήγηση διοικητικής αδείας για την άσκηση του επαγγέλματος μόνο προς συμπλήρωση του αριθμού τούτου. β) Η εξάρτηση της χορηγήσεως διοικητικής αδείας για την άσκηση επαγγέλματος από την εκτίμηση της διοικητικής αρχής ως προς την ύπαρξη πραγματικής ανάγκης προς τούτο, που θεωρείται συντρέχουσα όταν η προσφορά υπηρεσιών εκ μέρους των προσώπων που έχουν ήδη αδειοδοτηθεί για την άσκηση του επαγγέλματος δεν είναι ικανοποιητική για το κοινωνικό σύνολο, είτε καθ όλη την επικράτεια είτε σε ορισμένο γεωγραφικό διαμέρισμα, εν όψει αφ` ενός του αριθμού των προσώπων που ασκούν το
επάγγελμα και αφ` ετέρου των προς ικανοποίηση αναγκών του κοινωνικού συνόλου, ως αποδέκτη των υπηρεσιών αυτών. γ) Η απαγόρευση για ένα πρόσωπο της ασκήσεως επαγγέλματος έξω από ορισμένο γεωγραφικό διαμέρισμα, εντός του οποίου και μόνο είναι αυτή επιτρεπτή. δ) Η επιβολή της υπάρξεως ελάχιστων αποστάσεων μεταξύ των εγκαταστάσεων προσώπων που ασκούν το επάγγελμα. ε) Η απαγόρευση για ένα πρόσωπο της δημιουργίας περισσότερων εγκαταστάσεων ή επαγγελματικής δραστηριοποιήσεως σε περισσότερες εγκαταστάσεις, σε ένα ή περισσότερα γεωγραφικά διαμερίσματα. στ) Η πρόβλεψη αποκλειστικής δυνατότητας ή απαγόρευσης διάθεσης είδους αγαθών από ορισμένη κατηγορία επαγγελματικών εγκαταστάσεων ζ) Η επιβολή της ασκήσεως επαγγέλματος ή η απαγόρευση της ασκήσεως του υπό ορισμένη ή ορισμένες εταιρικές μορφές ή ο αποκλεισμός της ασκήσεως του υπό εταιρική μορφή, επιτρεπομένης μόνο της ατομικής ασκήσεως αυτού. η) Η επιβολή περιορισμών σχετιζομένων με τη συμμετοχή στη σύνθεση του μετοχικού ή εταιρικού κεφαλαίου, συναπτομένων προς την ύπαρξη ή την έλλειψη ορισμένης επαγγελματικής ιδιότητας. θ) Η επιβολή υποχρεωτικών κατώτατων τιμών ή αμοιβών για τη διάθεση αγαθών ή την προσφορά υπηρεσιών είτε αυτές ορίζονται ευθέως είτε προσδιορίζονται εμμέσως με την εφαρμογή συντελεστή κέρδους ή με άλλο ποσοστιαίο υπολογισμό. ι) Η επιβολή υποχρέωσης στον ασκούντα το επάγγελμα να προσφέρει μαζί με τη δική του υπηρεσία, άλλες συγκεκριμένες υπηρεσίες. 3. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση
του Υπουργικού Συμβουλίου εντός τεσσάρων (4) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, μπορεί να αρθούν και άλλοι περιορισμοί πέραν εκείνων που ορίζονται στην προηγούμενη παράγραφο. 4. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του καθ` ύλην αρμόδιου Υπουργού και του Υπουργού Οικονομικών εντός τεσσάρων (4) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, είναι δυνατή η θέσπιση εξαιρέσεως σε σχέση προς ορισμένο επάγγελμα από τη ρύθμιση της παραγράφου 1 και η διατήρηση σε ισχύ περιορισμού αναφερομένου στην παράγραφο 2 ή θεσπιζόμενου δυνάμει της παραγράφου 3, ως έχει ή με ηπιότερη μορφή, εάν: Ι. Με τον περιορισμό αυτόν επιδιώκεται η εξυπηρέτηση επιτακτικού λόγου δημοσίου συμφέροντος και II. Ο περιορισμός αυτός είναι πρόσφορο και αναγκαίο μέσο για την εξυπηρέτηση του και, από απόψεως εντάσεως της επεμβάσεως στη σφαίρα της οικονομικής ελευθερίας, τελεί σε εύλογη αναλογία προς τη σπουδαιότητα του επιδιωκομένου να εξυπηρετηθεί επιτακτικού λόγου δημοσίου συμφέροντος, και III. Ο περιορισμός αυτός δεν εισάγει άμεσα ή έμμεσα διακρίσεις ανάλογα με την ιθαγένεια ή όσον αφορά τις επιχειρήσεις ανάλογα με την έδρα τους. [Ας σημειωθεί, όσον αφορά στα χρονικά πλαίσια, ότι η παρ. 21 άρθρου 66 Ν. 3984/2011 ΦΕΚ Α 150/27.6.2011, με την οποία παρατείνονταν οι προβλεπόμενες από τα άρθρα 2 και 3 του παρόντος νόμου προθεσμίες μέχρι 15.9.2011, για τα επαγγέλματα αρμοδιότητας του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, καταργήθηκε από της ισχύος τους με παρ. 10 εδ. άρθρου 24 Ν. 4002/2011, ΦΕΚ Α 180/22.8.2011].
Σύμφωνα με άρθρο 3 Ν. 3919/2011 ΦΕΚ Α 32/02.03.2011 «Κατάργηση αδικαιολόγητων απαιτήσεων προηγούμενης διοικητικής άδειας για την άσκηση επαγγελμάτων 1. Η απαίτηση προηγούμενης διοικητικής άδειας για την άσκηση επαγγέλματος, πέραν εκείνων για τα οποία διαλαμβάνεται ρύθμιση στο Κεφάλαιο Β` του παρόντος, όταν η χορήγηση της άδειας αυτής συναρτάται προς την αντικειμενικώς διαπιστούμενη κατά δεσμία αρμοδιότητα, συνδρομή νόμιμων προϋποθέσεων, παύει να ισχύει μετά πάροδο τεσσάρων (4) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος. Από το χρονικό εκείνο σημείο και με την επιφύλαξη των οριζομένων στο επόμενο εδάφιο, το επάγγελμα ασκείται ελευθέρως μετά πάροδο τριμήνου από την αναγγελία ενάρξεως ασκήσεως του, συνοδευόμενη από τα νόμιμα δικαιολογητικά για την πιστοποίηση της συνδρομής των νόμιμων προϋποθέσεων, στην κατά τις ισχύουσες στο χρονικό εκείνο σημείο διατάξεις αρμόδια προς αδειοδότηση διοικητική αρχή. Η αρχή αυτή δύναται, εντός τριών (3) μηνών από τη λήψη της αναγγελίας, να απαγορεύσει την άσκηση του επαγγέλματος, στην περίπτωση που δεν συγκεντρώνονται οι νόμιμες προϋποθέσεις προς τούτο ή δεν προκύπτει η συνδρομή τους από τα υποβληθέντα στοιχεία. Έννομες συνέπειες που προβλέπονται στο νόμο επερχόμενες ή επιβαλλόμενες με διοικητική πράξη ή δικαστική απόφαση, στην περίπτωση ασκήσεως επαγγέλματος χωρίς τη λήψη της απαιτούμενης προς τούτο διοικητικής άδειας, νοούνται μετά πάροδο τεσσάρων (4) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος, συναπτόμενες προς την έναρξη ασκήσεως επαγγέλματος χωρίς προηγούμενη αναγγελία περί τούτου στην αρμόδια
διοικητική αρχή και επακόλουθη αναμονή επί τρίμηνο, καθώς και προς την άσκηση του επαγγέλματος παρά τη διατύπωση προς τούτο απαγορεύσεως από την αρμόδια διοικητική αρχή». Σύμφωνα με άρθρα 14, 15 και 17 Α.Ν. 1565/1939 ΦΕΚ Α 16 «Κώδικας ασκήσεως ιατρικού επαγγέλματος» «Άρθρον 14 Απαγορεύεται η πλανοδιακή άσκησις της Ιατρικής. Τακτικαί περιηγήσεις προς παροχήν ιατρικής συνδρομής επιτρέπονται τη εγκρίσει του οικείου Ιατρικού Συλλόγου, όταν συνηγορούν προς τούτο ιδιαίτεραι τοπικαί συνθήκαι». «Άρθρον 15 Απαγορεύεται εις τους Ιατρούς να δέχωνται συστηματικώς καθ'ωρισμένας ημέρας και ώρας αρρώστους προς εξέτασιν ή θεραπείαν εν πόλει ή χωρίω, ένθα δεν είναι εγκατεστημένοι επαγγελματικώς, όταν εν τη πόλει ή τω χωρίω τούτω υπάρχη εγκατεστημένος άλλος Ιατρός. Εάν η πόλις ή το χωρίον ευρίσκεται εκτός της περιφερείας του Ιατρικού Συλλόγου, απαιτείται άδεια του Ιατρικού Συλλόγου, εις τον οποίον τούτο υπάγεται. Κατ' αναλογίαν τα αυτά ισχύουν και προκειμένου περί ειδικού ιατρού. Η απαγόρευσις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζεται εις τας υφισταμένας κατά την ισχύν του παρόντος Νόμου καταστάσεις». «Άρθρον 17 1. Ο Ιατρός δεν δύναται να διατηρή πλειότερα του ενός Ιατρεία. Εξαιρούνται τα εξωτερικά ιατρεία των κλινικών. Δύο ή πλειότεροι ιατροί διαφόρου ειδικεύσεως δύνανται να διατηρώσιν εν κοινόν ιατρείον, οφείλουσιν όμως τους οικονομικούς όρους, υφ' ούς θα γίνεται η συνεργασία αύτη
να υποβάλωσι προηγουμένως εις τον οικείον Ιατρικόν Σύλλογον, όστις δι' ητιολογημένης αποφάσεως του Δ.Σ. αυτού δύναται ν'απορρίψη εν μέρει ή εν όλω ή να τροποποιήση τούτους. Κατά της αποφάσεως ταύτης επιτρέπεται προσφυγή εις το Υπουργείον Κρατικής Υγιεινής και Αντιλήψεως, όπερ αποφαίνεται τελικώς μετά γνωμάτευσιν του Ανωτάτου Υγειονομικού Συμβουλίου». Σύμφωνα με άρθρο 7 Ν. 3418/2005 ΦΕΚ Α 287/28.11.2005. «1. Ο ιατρός ασκεί τα καθήκοντά του στην περιφέρεια του Ιατρικού Συλλόγου στον οποίο έχει εγγραφεί και στη διεύθυνση που έχει δηλώσει. Απαγορεύεται στον ιατρό να διατηρεί περισσότερα του ενός ιατρεία ή εργαστήρια είτε ατομικά είτε σε συνεργασία με άλλον συνάδελφό του ή με τη μορφή ιατρικής εταιρείας. 2. Επιτρέπεται η προσφορά ιατρικών υπηρεσιών στην περιφέρεια άλλου Ιατρικού Συλλόγου, όταν υπάρχει άμεσος κίνδυνος της ζωής ή της υγείας ασθενή ή όταν ο ιατρός καλείται να συμμετάσχει σε ιατρικό συμβούλιο, μετά από πρόσκληση του θεράποντος ιατρού ή του ίδιου του ασθενή ή, σε περίπτωση αδυναμίας αυτού, των οικείων του, σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 22. 3. Απαγορεύεται η πλανοδιακή άσκηση της ιατρικής. Επιτρέπονται οι τακτικές επισκέψεις για την παροχή ιατρικής συνδρομής μετά από άδεια του Διοικητικού Συμβουλίου του κατά τόπο αρμόδιου Ιατρικού Συλλόγου. 4. Επιτρέπεται η παροχή ιατρικής φροντίδας ή η συγκέντρωση επιστημονικών στοιχείων, καθώς και η υλοποίηση προγραμμάτων προληπτικής ιατρικής ή άλλων προγραμμάτων κοινωνικού ή φιλανθρωπικού χαρακτήρα από ιατρικούς ή άλλους φορείς του δημόσιου ή του ιδιωτικού τομέα, μετά από έγγραφη έγκριση του οικείου τοπικού
Ιατρικού Συλλόγου, στην οποία ορίζεται ο χώρος, ο χρόνος και ο τρόπος παροχής αυτών των υπηρεσιών». Σύμφωνα με άρθρο 29 Ν. 3996/2011 ΦΕΚ Α 170/5.8.2011 1. Στο άρθρο 7 του ν. 3418/2005 (Α` 287) προστίθεται παράγραφος 5 ως εξής: «5. Επιτρέπεται η προσφορά ιατρικών υπηρεσιών από ιατρούς με την ειδικότητα της Ιατρικής της Εργασίας, στην περιφέρεια άλλων ιατρικών συλλόγων χωρίς άδεια των συλλόγων αυτών». Σύμφωνα με Συντ 4 παρ. 1 «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου». Σύμφωνα με Συντ 5 παρ. 1 «1. Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη». Εφόσον επομένως έχει επιτραπεί (με την επιφύλαξη του αν με απόφαση του ΣτΕ καταργηθεί ο νόμος) σε καθένα γιατρό να μετέχει περισσότερων Ιατρικών Συλλόγων, τότε αυτός, κατά το δυνατόν και τηρουμένων των αναλογιών θα έχει δικαίωμα να ψηφίζει σε όλους τους Ιατρικούς Συλλόγους που είναι εγγεγραμμένος στις αρχαιρεσίες για εκλογή μελών Δ.Σ. και βεβαίως να συμμετέχει και με δικαίωμα ψήφου στις Γενικές Συνελεύσεις του Συλλόγου. Εκείνο που δεν μπορεί όμως να πράττει είναι να ψηφίζει για εκλέκτορες του Π.Ι.Σ., γιατί θα χρειαστεί να ψηφίσει το ίδιο ή άλλα πρόσωπα περισσότερες της μιας φορές, νοθεύοντας έτσι, δυνητικά, το εκλογικό αποτέλεσμα. Ο γιατρός επομένως, με υπεύθυνη δήλωση θα πρέπει να αναγράφει ότι ψηφίζει για εκπροσώπους του ΠΙΣ σε συγκεκριμένο Ιατρικό Σύλλογο, και
μάλιστα, ορθότερο είναι, για να διασφαλιστεί το αδιάβλητο της ψηφοφορίας, να ψηφίζει για υποψηφίους στον ΠΙΣ στον πρώτο Ιατρικό Σύλλογο στον οποίο είναι εγγεγραμμένος. Για λόγους ισότητας (Συντ 4 παρ. 1) θα πρέπει και αυτοί να καταβάλουν ποσόν ίσον με το ποσόν που καταβάλλει ο εγγεγραμμένος γιατρός σε έναν Ιατρικό Σύλλογο, με το παλαιότερο καθεστώς (βλ. άρθρα 14 επ. Α.Ν. 1565/1939, 6 Ν. 3418/2005). Το να καταβάλλουν ποσό μεγαλύτερο μπορεί να κριθεί αντισυνταγματικό. 3) Γνωρίζουμε ότι η Κ.Υ.Α. της 16 Δεκεμβρίου του 2011 ορίζει ως ελάχιστη αμοιβή Ιατρικής επισκέψεις τα 10 και ότι έκαστος Ιατρός μπορεί να αμείβεται το ελάχιστο με 10 ή να μην παίρνει αμοιβή (δωρεάν). Επειδή παρατηρείται το φαινόμενο μερικοί να παίρνουν αμοιβή 5 ή και 2 για αντιγραφή φαρμάκων κ.τ.λ., αυτό δεν αντίκειται στον κανόνα της Ιατρικής δεοντολογίας περί αθέμιτου ανταγωνισμού; ή μήπως συμβαίνει το αντίθετο; Έχει ή δεν έχει αρμοδιότητα ο Ιατρικός Σύλλογος να ζητήσει από αυτά τα μέλη του να προσκομίσουν τα μπλοκ Α.Π.Υ. για έλεγχο και παραπομπή στο πειθαρχικό συμβούλιο για παράβαση του άρθρου περί αθέμιτου ανταγωνισμού; Σύμφωνα με άρθρο 5 παρ. 12 Ν. 4047/2011 ΦΕΚ Α 31/23.2.2012 «Κύρωση της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου «Κατεπείγοντα μέτρα εφαρμογής του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012-2015 και του Κρατικού Προϋπολογισμού έτους 2011» και της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου «Ρυθμίσεις κατεπειγόντων θεμάτων εφαρμογής του ν. 4024/2011 «Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, ενιαίο μισθολόγιο -
βαθμολόγιο, εργασιακή εφεδρεία και άλλες διατάξεις εφαρμογής του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012-2015» και των Υπουργείων Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Εσωτερικών, Οικονομικών, Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων που αφορούν την εφαρμογή του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012-2015» και άλλες διατάξεις». «Συμβάσεις οι οποίες έχουν συναφθεί μεταξύ του ΟΠΑΔ ή του ΟΑΕΕ και θεραπευτών ιατρών λύονται αζημίως στις 31/12/2011, ακόμη και αν έχουν συμφωνηθεί για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Οι προαναφερόμενοι ιατροί δύνανται να παρέχουν τις υπηρεσίες τους στον ΕΟΠΥΥ σύμφωνα με τον Ενιαίο Κανονισμό Παροχών Υγείας αυτού μέχρι την ολοκλήρωση των διαδικασιών σύναψης νέων συμβάσεων μίσθωσης έργου, εφόσον υποβάλουν δήλωση στον οργανισμό εντός προθεσμίας δέκα (10) ημερών από την έναρξη ισχύος της διάταξης αυτής. Η αμοιβή των ιατρών ορίζεται σε δέκα (10) ευρώ ανά επίσκεψη και μέχρι διακόσιες (200) επισκέψεις μηνιαία. Για την αποζημίωση αυτή δεν επιβαρύνεται ο ΕΟΠΥΥ με εισφορές υπέρ ΤΣΑΥ». Σύμφωνα με άρθρο 46 παρ. 77 Ν. Ν. 4075/1975 ΦΕΚ Α 89/11.4.2012 «Θέματα Κανονισμού Ασφάλισης ΙΚΑ - ΕΤΑΜ, Ασφαλιστικών Φορέων, προσαρμογή της νομοθεσίας στην Οδηγία 2010/18/ΕΕ και λοιπές διατάξεις» «Συμβάσεις οι οποίες έχουν συναφθεί μεταξύ του Οίκου Ναύτου και ιατρών και οδοντιάτρων κατά πράξη και περίπτωση λύονται αζημίως, με τη δημοσίευση του παρόντος. Οι προαναφερόμενοι ιατροί δύνανται να παρέχουν τις υπηρεσίες τους στον ΕΟΠΥΥ, σύμφωνα με την υπ αριθμ. Φ90380/25916/3294/2011 κοινή υπουργική απόφαση «Ενιαίος Κανονισμός Παροχών Υγείας
του ΕΟΠΥΥ» (Β 2456), όπως ισχύει, μέχρι δύο χρόνια, εφόσον υποβάλουν δήλωση στον Οργανισμό εντός προθεσμίας δέκα (10) ημερών από την έναρξη ισχύος της διάταξης αυτής. Η αμοιβή τους ορίζεται σε δέκα (10) ευρώ ανά επίσκεψη και μέχρι διακόσιες (200) επισκέψεις μηνιαία. Για την αποζημίωση αυτή δεν επιβαρύνεται ο ΕΟΠΥΥ με εισφορές υπέρ ΤΣΑΥ». Εφόσον ο ΕΟΠΥΥ έχει ορίσει ποσόν δέκα (10) ευρώ ανά επίσκεψη το ερώτημα είναι αν αποτελεί αθέμιτο ανταγωνισμό η λήψη 2 ή 5 ευρώ ανά επίσκεψη. Σύμφωνα με άρθρο 21 παρ. 2 Ν. 3418/2005 «Ο ιατρός αποφεύγει οποιαδήποτε πράξη αθέμιτου ανταγωνισμού με τους συναδέλφους του. Ως τέτοια πράξη θεωρείται ιδίως: α) η χρήση επιστημονικών, επαγγελματικών ή ακαδημαϊκών τίτλων που δεν κατέχει ή δεν έχουν αποκτηθεί νόμιμα ή δεν έχουν αναγνωρισθεί στην Ελλάδα, β) η επαγγελία θεραπείας με μεθόδους, φάρμακα και άλλα θεραπευτικά μέσα που δεν έχουν αναγνωρισθεί και καθιερωθεί επιστημονικά ή και νομότυπα, καθώς και η χρήση οργάνων, μηχανημάτων ή πειραμάτων, όταν εφαρμόζονται με σκοπό την προσέλκυση πελατείας ή τη διαφήμιση, γ) η εκχώρηση μέρους της ιατρικής αμοιβής ή η παροχή ποσοστών αυτής σε πρόσωπα που μεσολαβούν για την προσέλκυση πελατείας». Σύμφωνα με άρθρο 9 παρ. 5 Ν. 3418/2005 «Ο ιατρός οφείλει, σε κάθε περίπτωση επέλευσης έκτακτης ανάγκης ή μαζικής καταστροφής, ανεξαρτήτως της ένταξής του σε σχέδιο αντιμετώπισης εκτάκτων αναγκών, να προσφέρει τις ιατρικές υπηρεσίες του, έστω και χωρίς αμοιβή ή αποζημίωση». Σύμφωνα με άρθρο 19 Ν. 3418/2005 «1. Ο ιατρός παρέχει τις υπηρεσίες του με αμοιβή και χειρίζεται το θέμα αυτό με λεπτότητα, διακριτικότητα και χωρίς πρόθεση
εκμετάλλευσης του ασθενή. Η διεκδίκηση της νόμιμης αμοιβής ή κάθε άλλο θέμα σχετικό με αυτήν πρέπει να διενεργείται με τρόπο ο οποίος να μην απάδει προς την αξιοπρέπεια και τον κατεξοχήν ανθρωπιστικό χαρακτήρα του ιατρικού επαγγέλματος. 2. Ο ιατρός μπορεί να παρέχει τις υπηρεσίες του χωρίς αμοιβή ή με μειωμένη αμοιβή σε ειδικές κατηγορίες ασθενών, με βάση κριτήρια, που είναι κοινωνικώς πρόσφορα, παραδεκτά και σύμφωνα με το βαθύτερο ανθρωπιστικό χαρακτήρα του ιατρικού επαγγέλματος. 3. Ο ιατρός παρέχει τις υπηρεσίες του χωρίς αμοιβή στους συναδέλφους του και στους συγγενείς προς τους οποίους αυτοί έχουν νόμιμη υποχρέωση, καθώς και στους φοιτητές της ιατρικής. 4. Ο ιατρός έχει δικαίωμα να απαιτήσει την αμοιβή του είτε από τον εργοδότη, ως εργαζόμενος, είτε από τον ασθενή, ως ελεύθερος επαγγελματίας, με την απαιτούμενη όμως ευπρέπεια. Παρέχει τα νόμιμα παραστατικά τα οποία αφορούν στην κατάσταση υγείας του ασθενή και στις οικονομικές συναλλαγές σχετικά με τις παρασχεθείσες ιατρικές υπηρεσίες, ανεξάρτητα από το αν αυτό του ζητηθεί ή όχι από τον ασθενή. Κάθε ιατρός ως εξωνοσοκομειακός - ελεύθερος επαγγελματίας έχει δικαίωμα να καθορίσει, εκτός εάν υπόκειται σε ειδικό καθεστώς, το επίπεδο αμοιβής του, ανάλογα με τις ικανότητές του. Σε επείγουσες περιπτώσεις, η αμοιβή από τους ασθενείς αναζητείται αφού παρασχεθεί η ενδεικνυόμενη ιατρική συνδρομή. 5. Ο ιατρός που προσφέρει τις υπηρεσίες του στο δημόσιο τομέα ή σε οργανισμό κοινωνικής ασφάλισης απαγορεύεται να αξιώνει, να συμφωνεί ή να εισπράττει από τον ασθενή οποιοδήποτε οικονομικό αντάλλαγμα ή άλλο ωφέλημα οποιασδήποτε φύσης ή να δέχεται υπόσχεση
τούτου πέρα από τη μηνιαία ή άλλη αποζημίωση ή αμοιβή του, όπως ορίζονται στο νόμο ή στη σύμβασή του. 6. Οποιαδήποτε συναλλαγή που αφορά στη λήψη αμοιβής από ασθενή μεταξύ ιατρών και οποιουδήποτε άλλου λειτουργού υγείας απαγορεύεται. 7. Απαγορεύεται στον ιατρό να χρησιμοποιεί εικονικούς μεσάζοντες πελάτες ή άλλους με σκοπό την προμήθεια πελατών με ποσοστά, καθώς και να λαμβάνει ποσοστά επί της ιατρικής αμοιβής». Σύμφωνα με τη νομολογία που έχει διαμορφωθεί (βλ. ΕφΘεσ 743/2009 ΔΕΕ 2009,1339, ΕφΘεσ 1465/2009 ΔΕΕ 2010,162, ΕΕμπΔ 2010,755) με τη διάταξη του άρθρου 1 Ν 146/1914 εισάγεται παροχή αστικής προστασίας κατά πράξεων αθεμίτου ανταγωνισμού, με την καθίδρυση ενός ειδικού αστικού αδικήματος προς προστασία των ανταγωνιστών, της ολότητας και του καταναλωτή, με την έννοια ότι όποιος διενεργήσει με σκοπό ανταγωνισμού, στις εμπορικές, βιομηχανικές ή γεωργικές συναλλαγές, πράξη που αντίκειται στα χρηστά ήθη, μπορεί να εναχθεί προς παράλειψη και ανόρθωση της προσγενόμενης ζημίας. Και ως πράξη μεν ανταγωνισμού θεωρείται η αντικειμενικώς ικανή να διευρύνει ή διατηρήσει τον κύκλο πελατών, ως στάση δε ανταγωνισμού νοείται δράση δύο ή περισσοτέρων επιχειρήσεων σε μία κοινή αγορά με κοινό στόχο τη σύναψη συναλλακτικών σχέσεων με τρίτους. Υπάρχει δε ενέργεια ανταγωνισμού όταν μία συμπεριφορά είναι ικανή να προωθήσει προϊόντα ή υπηρεσίες ενός προσώπου σε βάρος άλλου προσώπου δίνοντας στο πρώτο ανταγωνιστικό προβάδισμα (ΕφΛαρ 743/2005 ΕπισκΕΔ 2007, 722 με εισαγ. σημ. Κ. Παμπούκη). Ουσιώδες στοιχείο προς θεμελίωση της αξίωσης επί παραλείψει της πράξης, η οποία φέρεται ως συνιστώσα αθέμιτο ανταγωνισμό και ως εκ τούτου
απαγορευμένη, είναι και να εκτελείται η πράξη αυτή με σκοπό ανταγωνισμού προς το ασκούμενο από άλλον εμπόριο ή βιομηχανία και να αντίκειται στα χρηστά ήθη, δηλαδή να προσκρούει στο αίσθημα κάθε δικαίως και ορθώς σκεπτόμενου ανθρώπου, εντός του συναλλακτικού κύκλου που γίνεται η πράξη ή να γίνεται χρήση μεθόδων και μέσων αντίθετων προς την ομαλή ηθικότητα των συναλλαγών, έστω και αν η πράξη, κατ επιφάνεια ή μεμονωμένους θεωρούμενη, φαίνεται θετική και νομικώς άψογη (ΑΠ 11/1972 ΝοΒ 20, 490, ΕφΑθ 8221/2000 ΔΕΕ 2001, 280, ΕφΘεσ 632/1982 Αρμ 37, 973, ΕφΠατρ 230/2006 ΔΕΕ 2007, 52). Για την αξιολόγηση δε της πράξης ως αθέμιτα ανταγωνιστικής δεν απαιτείται να είναι αποκλειστικός της σκοπός η πρόθεση ανταγωνισμού, αλλά λαμβάνεται υπόψη ο όλος χαρακτήρας της, μετά από εκτίμηση των περιστατικών της συγκεκριμένης περίπτωσης και στάθμιση των συμφερόντων που διακυβεύονται κάθε φορά και συνεπώς πράξη ανταγωνισμού που προσβάλλει άξια προστασίας συμφέροντα, μπορεί να μην είναι αθέμιτη όταν δικαιολογείται από υπέρτερο συμφέρον, ενώ η παράβαση κάθε κανόνα δικαίου δεν συνιστά και ανήθικη κατά την έννοια του άρθρου 1 Ν. 146/1914 ενέργεια, αλλά θα πρέπει, επί πλέον, η διάταξη που παραβιάστηκε να έχει επιπτώσεις στον ανταγωνισμό, να έχει δηλαδή ανταγωνιστικό ενδιαφέρον (ΕφΛαρ 743/2005, ό.π.). Τέτοια πράξη που εμπίπτει στη γενική περί απαγορεύσεως αθεμίτου ανταγωνισμού ρήτρα αποτελεί και η απόσπαση ή και η προσέλκυση πελατών, με μέσα όμως ή μεθόδους που αντίκεινται στα χρηστά ήθη, όπως με παραπλάνηση του πελάτη ή με αθέμιτη διαφήμιση ή με πρόκληση σύγχυσης στην αγορά [Μ.-Θ. Mαρίνος, Αθέμιτος Ανταγωνισμός. Επιμ. Ν. Ρόκας, 1996, σελ. 78, 79, Λιακόπουλος, Βιομηχανική ιδιοκτησία, II σελ. 239], καθόσον καθ εαυτή η απόσπαση ή
η προσέλκυση πελατών είναι σύμφωνη με την υγιή λειτουργία του ανταγωνισμού. Επίσης, υπό την έννοια αυτή του αθεμίτου ανταγωνισμού περιλαμβάνεται και η χορήγηση από τις επιχειρήσεις προς προώθηση των πωλήσεων ενός προϊόντος ή μίας υπηρεσίας, δωρεάν μιας πρόσθετης παροχής διαφορετικής από την κύρια παροχή, όταν η αξία της πρόσθετης παροχής είναι δυσανάλογα μεγάλη [υπέρμετρη] σε σχέση με την κύρια και έτσι είναι ικανή να επηρεάσει τον καταναλωτή για την αγορά της κύριας παροχής ή να οδηγεί σε παραπλάνηση αυτού σχετικά με την αξία της παροχής [Λιακόπουλος, ό.π., σελ. 153, Kοτσίρης, Δίκαιο Ανταγωνισμού, έκδ. 2001, Ν. Pόκας, ό.π., σελ. 57, Κ. Σημίτης, Η πρόσθετη παροχή ερευνώμενη κατά τον νόμον περί αθεμίτου ανταγωνισμού, ΕΕΝ 1960, γνωμοδότηση Αργυριάδη, ΝοΒ 35, 18, Μ.-Θ. Mαρίνος, ό.π., σελ. 92-93]. Ακόμη, υπό την έννοια του αθεμίτου ανταγωνισμού περιλαμβάνεται και η υποτίμηση της κύριας παροχής στην περίπτωση που δεν προσφέρεται διαφορετικό προϊόν ή υπηρεσία, εφόσον συντρέχουν πρόσθετα περιστατικά, όπως η πρόθεση εκτόπισης ορισμένου ανταγωνιστή από την αγορά, η διακινδύνευση της οικονομικής υπόστασης του καταναλωτή ή του σχετικού κλάδου, ο κίνδυνος σύγχυσης του καταναλωτή ως προς την αξία της παροχής Ομοίως δε αντιμετωπίζεται και το ζήτημα αν η πώληση από μία επιχείρηση των προϊόντων ή υπηρεσιών της σε τιμή ίση με το κόστος, ή κάτω από το δικό της πραγματικό κόστος ή έστω ακόμη και το οριακό κόστος είναι αθέμιτη. Στην περίπτωση αυτή, μάλιστα, ο θιγόμενος δεν απαιτείται να αποδείξει περιστατικά που είναι εντός της δικής του σφαίρας επιρροής, όπως τα ελατήρια της βουλήσεως του ανταγωνιστή του, αλλά αρκεί μόνον να αποδείξει, κατά τη συζήτηση της σχετικής αγωγής του, ότι η τιμή του ανταγωνιστή του βρίσκεται κάτω από το
συνηθισμένο για το συγκεκριμένο κλάδο αρχικό κόστος των πωλουμένων, γεγονός που λειτουργεί ως τεκμήριο της παραπλάνησης των αγοραστών, με ανταπόδειξη του πραγματικού κόστους ή των αιτίων που μπορεί να δικαιολογούν την υποτίμηση, καθόσον η υποτιμημένη τιμή πώλησης δεν είναι αθέμιτη, όταν η ανούσια στέρηση του κέρδους έχει μια οικονομική λογική και μία εύλογη εμπορική εξήγηση [ΕφΘεσ 2174/2006 Αρμ 2007, 73, ΕπισκΕΔ 2007, 737, με παρατ. Χ. Χρυσάνθη). Ο κίνδυνος σύγχυσης στη σχετική αγορά με πρόκληση παραπλανητικών εντυπώσεων ως προς τα στοιχεία της παροχής αποτελεί απαγορευμένη πρακτική ως αντίθετη με τη συναλλακτική ηθική, διότι ακριβώς αντιστρατεύεται αυτή τις αρχές της αλήθειας και διαφάνειας, απαραίτητες προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση από τον καταναλωτή μιας αντικειμενικής αγοραστικής βούλησης και συνακόλουθα σταθμισμένης επιλογής των υπό προσφορά αγαθών [Αλεξανδρίδου, Αθέμιτος Ανταγωνισμός και προστασία καταναλωτή, έκδ. 1992, σελ. 160 επ., Γεωργακόπουλος 5.1993, Λιακόπουλος, ό.π., 232-233]. Επίσης, υπό την έννοια αυτή του αθεμίτου ανταγωνισμού περιλαμβάνεται και η άσκηση επαγγέλματος κατά παράβαση των κειμένων διατάξεων περί των όρων και των προϋποθέσεων ασκήσεως αυτού, ιδίως όταν οι διατάξεις αυτές έχουν ηθικό υπόβαθρο, που αφορούν την υγεία και την ασφάλεια του κοινού, όπως εκείνες περί παροχής οδικής βοήθειας, εφόσον, όμως, ο παραβάτης ανταγωνιστής απέκτησε από την παράβαση αυτή πλεονεκτικότερη θέση ή πρόκειται με βεβαιότητα να αποκτήσει τέτοια στην αγορά σε βάρος των εμπορευομένων νόμιμα από τους οποίους αφαιρεί πελατεία και έτσι τους προξενεί αθέμιτα ζημία. Τέλος, υπό την έννοια αυτή, του αθεμίτου ανταγωνισμού, περιλαμβάνεται και η παράβαση κανόνων δικαίου, που έχουν επίπτωση στον ανταγωνισμό και είναι ηθικά
φορτισμένα (έχουν δηλαδή έντονα ηθικό υπόβαθρο) ή αφορούν την προστασία κοινωνικών αγαθών, ιδιαίτερης σημασίας (υγείας και ασφάλειας των καταναλωτών σχετ. Κοτσίρης, Αρμ 1986, 488 επ.). Εξάλλου, ειδικότερα κατά τη διάταξη του άρθρου 3 του Ν. 146/1914 απαγορεύεται σε δημόσια γενόμενες γνωστοποιήσεις ή ανακοινώσεις, που προορίζονται για ευρύ κύκλο προσώπων, κάθε ανακριβής δήλωση περί σχέσεων αναφερομένων στις συναλλαγές του άρθρου 1 του ιδίου νόμου αφορώσα, μεταξύ άλλων, και την τιμολόγηση των προσφερομένων υπηρεσιών, ικανή να δημιουργήσει την εντύπωση ιδιαιτέρως ευνοϊκής προσφοράς. Ο παραβάτης μπορεί να εναχθεί για παράλειψη των ανακριβών δηλώσεων και ανόρθωση της ζημίας. Προϋπόθεση εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως, είναι, μεταξύ άλλων, η ανακριβής δήλωση να είναι ικανή- πρόσφορη να προκαλέσει στο καταναλωτικό κοινό την εντύπωση ιδιαίτερα ευνοϊκής προσφοράς, χωρίς να απαιτείται να δημιουργηθεί πράγματι μία τέτοια εντύπωση, εκτός αν είναι πομπώδεις υπερβολές, οπότε δεν εκλαμβάνονται ως σοβαρές (ΕφΑθ 1489/2007 ΔΕΕ 2007, 575). β) Κατά τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 12 του Ν. 146/1914, ως αντικείμενη στα χρηστά ήθη και τις συνθήκες συναλλαγής θεωρείται η πώληση με ειδική έκπτωση τιμών για ένα ή περιορισμένο αριθμό ειδών με σκοπό συγκεντρώσεως του κοινού και εκμεταλλεύσεως αυτού με τις τιμές των άλλων ειδών, γ) Κατά τη διάταξη του άρθρου 4 του Ν 146/1914 όποιος, με σκοπό να παράγει την εντύπωση ιδιαιτέρως ευνοϊκής προσφοράς, κάνει, κατά τους όρους του άρθρου 3, εν γνώσει του, αναληθείς δηλώσεις, ικανές να παραπλανήσουν το κοινό, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι 6 μηνών και με χρηματική ποινή, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 8, όποιος παραβαίνει τις διατάξεις του άρθρου 7, ιδίως ο ποιούμενος
εν γνώσει ανακριβή δήλωση τιμωρείται κατά τη διάταξη του άρθρου 458 ΠΚ. (ΕφΘεσ 743/2009, ΔΕΕ 2009, 1339). Τηρουμένων των αναλογιών, ισχύουν τα ανωτέρω και για τις ιατρικές πράξεις. Έτσι καταρχήν, εφόσον το κατώτερο ποσό αμοιβής που όρισε ο ΕΟΠΥΥ είναι των δέκα (10) ευρώ ανά επίσκεψη, ο γιατρός θα πρέπει να λαμβάνει αυτό το ποσόν και μόνο, άλλως προκαλεί στους συναδέλφους αθέμιτο ανταγωνισμό. Εξαίρεση αποτελεί το να παρέχει δωρεάν υπηρεσίες ο γιατρός σε στενούς συγγενείς και σε γιατρούς συναδέλφους. Έχει δικαίωμα ο γιατρός να λάβει χαμηλότερη αμοιβή (ας ξαναθυμηθούμε τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 2 Ν. 3418/2005 «Ο ιατρός μπορεί να παρέχει τις υπηρεσίες του χωρίς αμοιβή ή με μειωμένη αμοιβή σε ειδικές κατηγορίες ασθενών, με βάση κριτήρια, που είναι κοινωνικώς πρόσφορα, παραδεκτά και σύμφωνα με το βαθύτερο ανθρωπιστικό χαρακτήρα του ιατρικού επαγγέλματος». Αυτό σημαίνει ότι αντί υπηρεσίας δωρεάν μπορεί ο γιατρός σε μεμονωμένες περιπτώσεις απορίας ή οικονομικής αδυναμίας του ασθενούς ή επειδή είναι άνεργος, άτομο με αναπηρία κλπ. να λαμβάνει αμοιβή μικρότερη (όχι αναγκαστικά δωρεάν). Αυτό όμως θα πρέπει να αναγράφεται στην Α.Π.Υ. ως έκπτωση. Ας σημειωθεί δε ότι δεν επιτρέπεται ενγένει η δικαιολογία για την έκπτωση ότι δήθεν ο γιατρός συνταγογράφησε επαναλαμβανόμενη συνταγή. Η επαναλαμβανόμενη συνταγή χωρίς εξέταση και έλεγχο του ασθενούς δεν είναι επιτρεπτή, λ.χ. για σακχαρώδη διαβήτη, χοληστερίνη, τριγλυκερίδια, υπέρταση, χρειάζεται κάθε φορά εκ νέου αξιολόγηση και όχι «τυφλή» ή «εν λευκώ» αντιγραφή προηγούμενης συνταγής, που εξοικονομεί χρόνο στον ασθενή. Αυτή είναι μη επιτρεπόμενη, «κακή» ιατρική και πολύ περισσότερο δεν δικαιολογεί την έκπτωση προς τον ασθενή.
Ο Ιατρικός Σύλλογος έχει δικαίωμα να ζητήσει την προσκόμιση των Α.Π.Υ. των γιατρών στα πλαίσια προανακριτικής διαδικασίας, με μία επιφύλαξη για την προσφυγή του γιατρού προς την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, η οποία όμως πιστεύουμε ότι θα χορηγήσει την άδεια, όπως τη χορηγεί και σε περιπτώσεις της ποινικής προανακριτικής διαδικασίας. 4) Σας αποστέλλω έγγραφο του ΣΕΓΑΣ προς τις ομοσπονδίες του στην περιφέρεια όπου πράγματι δημιουργείται σύγχυση όσον αφορά την υπογραφή των πιστοποιητικών αυτών. Παράκληση να γνωμοδοτήσει ο Νομικός Σύμβουλος και εάν δύναται ένας ιδιώτης παιδίατρος -καρδιολόγος- παθολόγος κ.τ.λ. που δεν έχει καμιά σχέση με τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. να υπογράφει τα πιστοποιητικά αυτά. Διότι πιστεύουμε ότι βάσει του άρθρου 5 1 της Ιατρικής δεοντολογίας ότι δύνανται. Επειδή όμως στο τέλος της παραγράφου υπάρχει η φράση «Τυχόν ειδικότερες ρυθμίσεις εξακολουθούν να ισχύουν», ζητούμε περαιτέρω εξηγήσεις»; Σύμφωνα με άρθρο 5 Ν. 3418/2005 «Ιατρικά πιστοποιητικά και ιατρικές γνωματεύσεις 1.Τα ιατρικά πιστοποιητικά και οι ιατρικές γνωματεύσεις, καθώς και οι ιατρικές συνταγές που εκδίδονται κατά τους νόμιμους τύπους, έχουν το ίδιο κύρος και την ίδια νομική ισχύ ως προς τις νόμιμες χρήσεις και ενώπιον όλων των αρχών και υπηρεσιών, ανεξάρτητα από το αν εκδίδονται από ιατρούς που υπηρετούν σε Ν.Π.Δ.Δ. ή Ν.Π.Ι.Δ. ή ιδιώτες ιατρούς. Σε κάθε περίπτωση, τα εκδιδόμενα πιστοποιητικά και οι εκδιδόμενες γνωματεύσεις αφορούν αποκλειστικά στο γνωστικό αντικείμενο της ειδικότητας κάθε ιατρού».
Ας σημειωθεί ότι υπήρχε πράγματι τελευταίο εδάφιο «Τυχόν ειδικότερες ρυθμίσεις εξακολουθούν να ισχύουν», το οποίο αναιρούσε ουσιαστικά το σκοπό του νόμου. Διαγράφηκε όμως με παρ. 2 άρθρ. 6 Ν. 3627/2007, ΦΕΚ Α 292/24.12.2007 (και έτσι το παράθυρο έκλεισε). Επομένως πρέπει να γίνονται δεκτά τα ιατρικά πιστοποιητικά και οι ιατρικές γνωματεύσεις των ελεύθερων επαγγελματιών γιατρών. Στη διάθεσή σας για κάθε περαιτέρω διευκρίνιση. Με τιμή, Χάρης Πολίτης