Κωνσταντίνα-Μαρία Ηλία Κρίκα Α.Μ. 1508

Σχετικά έγγραφα
ΘΕΜΑ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: ΣΧΕΣΗ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗ ΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ...2 ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗΣ;...5 ΠΟΙΑ Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΟΥ ΤΗΡΕΙΤΑΙ;...5

Εργασιακά Θέματα «Το νέο καθεστώς της Μεσολάβησης Διαιτησίας μετά τον Ν. 4303/2014»

«Για τους όρους αμοιβής και εργασίας των μηχανικών τριτοβάθμιας. εκπαίδευσης που εργάζονται σε βιομηχανικές επιχειρήσεις όλης της χώρας.

Έως 12/2010 (Ν. 3871/2010 και Ν.3899/2010)

ΚΕΙΜΕΝΟ ΘΕΣΕΩΝ ΓΣΕΕ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ

Π.Κ. 7/ ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ 5/2000

ΜΕΡΟΣ 1 Ο ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ... 2 ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ... 5 ΦΥΣΗ ΣΣΕ...

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 Ο ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ-ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

«ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ Ο.Σ.Π.Α.»

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

Γ.Σ.Ε.Ε. ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΥΠ. ΑΡΙΘ.: 5 Αθήνα, 24 Μαΐου 2013 ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΚ/ ΠΡΟΣ Τα Εργατικά Κέντρα και τις Ομοσπονδίες δύναμης ΓΣΕΕ

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ & ΙΑΙΤΗΣΙΑΣ

ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΣΕΒ ΚΑΙ ΣΕΤΕ ΓΙΑ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΜΟΝΟΜΕΡΟΥΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ ΣΤΗ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ

ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΥΠ. ΑΡΙΘ.: 5 Αθήνα, 24 Μαΐου 2013 ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΚ/ ΠΡΟΣ Τα Εργατικά Κέντρα και τις Οµοσπονδίες δύναµης ΓΣΕΕ

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ & ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ

«Για τους όρους αμοιβής και εργασίας του προσωπικού των Συμβολαιογραφείων όλης της χώρας»

Διαδικασία επίλυσης συλλογικών διαφορών

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

ΗΜΕΡΙ Α. ΟΜΙΛΙΑ Προέδρου Ο.ΜΕ.. Άγγελου Ζησιµόπουλου


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντάκτης ομάδας

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ & ΙΑΙΤΗΣΙΑΣ

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΤΟΣ:

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ & ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ

ίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής εργαζομένων

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

Περιεχόμενα. Μέρος Ι Συνταγματικό Δίκαιο... 17

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12

Ημερ: Αρ. Πρωτ.:1571 Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων Λεωφ. Κηφισίας 60, Μαρούσι Αθήνα, ΤΚ 15125

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

συνδυασμό των συνταγματικών αυτών διατάξεων συνάγεται, ότι σε περίπτωση παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, ο κοινός νομοθέτης δύναται να θεσπίσει

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Αλεξάνδρα Ν. Κοψίνη Δικηγόρος - Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Νομικής Αθηνών

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 9 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ. Επιβλέπων καθηγητής: κ. Άρις Καζάκος. Εισηγήτρια: Μαρία Φιλλιακούδη (Α.Μ. 556)

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

ΘΕΜΑ : Γνωμοδότηση της Νομικού Συμβούλου της Δ.Ο.Ε. για την απεργία αποχή από τις διαδικασίες της αξιολόγησης

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

Δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

Κων/νος Τσουμάνης, Δικηγόρος, Νομικός Σύμβουλος ΣΠΕΔΕΘ & ΚΜ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1382/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 24/2014

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

Ο κοινωνικός διάλογος στη Ρουμανία. Άρπαντ Σούμπα Ομοσπονδία των μεταλλουργών «Μετάλ»

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4010, 8/7/2005.Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΘΕΣΠΙΣΗΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΕΡΓΟΔΟΤΟΥΜΕΝΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2005

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8150/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2013

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ. Μου ζητήθηκε από την Εκτελεστική Επιτροπή της Α.Δ.Ε.Δ.Υ. να γνωμοδοτήσω επί των κάτωθι ερωτημάτων:

Εργασιακά Θέματα «ιευθέτηση Χρόνου Εργασίας»

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων και Ανέργων

ΕΘΝΙΚΗ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΤΩΝ

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

ΙΙΙ. (Προπαρασκευαστικές πράξεις) ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΤΜΗΜΑ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΥΡΙΖΑ

Στρατιωτικό προσωπικό και Ανθρώπινα Δικαιώματα. Πρόσφατες Εξελίξεις στην Ελλάδα

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/ 2656/ ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΗ 2/2016

Ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ένωση

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Θεσμοθέτηση κατώτατων ορίων εργασίας 1 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΙΑΙΤΗΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ 17/2000

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΜΑΡΙΑΣ ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ &ΣΥΝΕΡΓΑΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

ΕΙΔΙΚΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ "ΠΡΟΣΒΑΣΗ"

Σελίδα 1 από 5. Τ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 11 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ & ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ. 9 Απριλίου 2013

Ενημερωτικό Σημείωμα Νομικού Συμβούλου ΚΕΔΕ Γ. Ζυγούρη

Κοινοποίηση: 1. Ειδικό Γραμματέα Σ.ΕΠ.Ε. 2. Κοινωνικές Επιθεωρήσεις Εργασίας όλης της χώρας

Κύρωση της 149/77 Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας «για την απασχόληση και τους όρους εργασίας και ζωής του νοσηλευτικού προσωπικού» (ΦΕΚ 203/Α/ )

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η :

ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Το έγγραφο αυτό συνιστά βοήθηµα τεκµηρίωσης και δεν δεσµεύει τα κοινοτικά όργανα

Αρχή της αναλογικότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Αριθμός 73(Ι) του 2018 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ & ΙΑΙΤΗΣΙΑΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ

ΠΟΡΙΣΜΑ. ΘΕΜΑ: ιακοπή κρατήσεων της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) στους συνταξιούχους του ηµοσίου

ECB-PUBLIC ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 15ης Φεβρουαρίου σχετικά με τους λογαριασμούς πληρωμών (CON/2017/2)

Αριθµός 111/2013 ΤΟ ΠΕΝΤΑΜΕΛΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την άσκηση των Δικαιωμάτων των Παιδιών

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ (ΕΛΛΑΔΑ)

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Δημόσια νομικά πρόσωπα

Οι περιπτώσεις στις οποίες εφαρμόζεται η διαδικασία έγκρισης περιγράφεται εξαντλητικά στις Συνθήκες. Κατά βάση είναι οι εξής:

ΕΘΝΙΚΗ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 2018

Βουλή είναι εξοπλισμένη με αναθεωρητική αρμοδιότητα. Το ερώτημα συνεπώς που τίθεται αφορά την κατά χρόνον αρμοδιότητα αυτού τούτου του αναθεωρητικού

-Να καταργεί διατάξεις που δεν ανταποκρίνονται στη σημερινή πραγματικότητα

Transcript:

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Εθνικόν και Καποδιστριακόν Πανεπιστήμιον Αθηνών ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΟΜΕΑΣ Β ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ ΕΤΟΣ: 2014-2016 Δ Ι Π Λ Ω Μ Α Τ Ι Κ Η Ε Ρ Γ Α Σ Ι Α Κωνσταντίνα-Μαρία Ηλία Κρίκα Α.Μ. 1508 ΤΙΤΛΟΣ: «Η ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΚΑΙ ΤΙΣ Δ.Σ.Ε.» Επιβλέπων Καθηγητής: Γεώργιος Λεβέντης Αθήνα 2016 i

Copyright 2016 Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος. All rights reserved. Απαγορεύεται η αντιγραφή, αποθήκευση και διανομή της παρούσας εργασίας, εξ ολοκλήρου ή τμήματος αυτής, για εμπορικό σκοπό. Επιτρέπεται η ανατύπωση, αποθήκευση και διανομή για σκοπό μη κερδοσκοπικό, εκπαιδευτικής ή ερευνητικής φύσης, υπό την προϋπόθεση να αναφέρεται η πηγή προέλευσης και να διατηρείται το παρόν μήνυμα. Οι απόψεις και θέσεις που περιέχονται σε αυτήν την εργασία εκφράζουν τον συγγραφέα και δεν πρέπει να ερμηνευθεί ότι αντιπροσωπεύουν τις επίσημες θέσεις του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. ii

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ...1 Β. ΚΥΡΙΑ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ...4 1. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΤΗΣ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ...4 2. Ο ΝΟΜΟΣ 1876/1990...7 2.1 H Μεσολάβηση...8 2.1.α. Κίνηση διαδικασίας και επιλογή Μεσολαβητή...8 2.2 Η προσφυγή στη Διαιτησία...10 2.2.α Η προσφυγή με συμφωνία των μερών...11 2.2.β H μονομερής προσφυγή...11 2.2.γ Η επιλογή του διαιτητή και η διαιτητική διαδικασία...12 3.ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΤΗΣ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ ΤΟΥ Ν. 1876/1991, ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΤΟΥ Ή ΟΧΙ ΜΕ ΤΙΣ ΔΣΕ ΥΠ ΑΡΙΘΜΟ 98 ΚΑΙ 154...14 3.1 Η αμφισβήτηση σε εγχώρια κλίμακα...14 -Η μειοψηφούσα άποψη...14 -Η κρατούσα άποψη...17 4. Η ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ ΤΟΥ Ν. 1876/1990 ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ...23 4.1 Η αντιμετώπιση του προβλήματος από τη νομολογία...27 5. Η ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ ΥΠΟ ΤΟ ΦΩΣ ΤΩΝ ΜΝΗΜΟΝΙΩΝ...31 iii

5.1 Ν. 3899/2010...31 5.2 Ν.4046/2012- Μνημόνιο ΙΙ...32 5.3 Η περιστολής της συλλογικής αυτονομίας...37 5.4 Ο χρονικός χαρακτήρας εφαρμογής των περιοριστικών μέτρων...38 5.5 H υποχώρηση του «δημοσιονομικού» δημοσίου συμφέροντος...41 5.6 Η στροφή του Δικαστηρίου...43 5.7 Οι πλημμέλειες της απόφασης...44 6. Η ΑΚΥΡΩΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 3 ΠΑΡ. 1,2 ΚΑΙ 4 ΤΗΣ ΠΥΣ 6/2012...48 6.1 Η επαναφορά σε ισχύ του καταργηθέντος με το άρθρο 3 παρ. 1 εδ. ν' Π.Υ.Σ. 6/2012 άρθρου 16 παρ. 2 ν. 1876/1990 και οι προϋποθέσεις για τη γέννηση του - δικαιώματος μονομερούς προσφυγής στη Διαιτησία μετά την Ολ.ΣτΕ 2307/2014...50 6.2 Οι μεταβατικές ρυθμίσεις της Π.Υ.Σ. 6/2012 και του ν. 4303/2014 για τις εκκρεμείς στη Διαιτησία συλλογικές διαφορές μετά την ακυρωτική απόφαση της Ολ.ΣτΕ 2307/2014 Η νομική κατάσταση μετά τη δημοσίευση της Ολ.ΣτΕ 2307/2014...53 7. Η ΝΕΑ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ (Ν. 4303/2014)...57 7.1 Tα κριτήρια για τις προτάσεις των μεσολαβητών και τις αποφάσεις των διαιτητών και το νέο σχέδιο νόμου....60 8. ΕΚΤΕΤΑΜΕΝΟΣ Ή ΠΕΡΙΟΡΣΜΕΝΟΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ...63 Γ. ΕΠΙΛΟΓΟΣ...66 Δ. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ...67 Ε. ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ...68 iv

ΣΤ. ΣΥΝΤΟΜΕΥΣΕΙΣ...69 v

Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το εργατικό δίκαιο υπάρχει και λειτουργεί λόγω της επίγνωσης ότι η ιδιωτική αυτονομία στην ατομική της μορφή δεν επαρκεί, ώστε να εκπληρώσει την αποστολή της στη σχέση εργασίας, λόγω της εγγενούς ανισότητας των μερών. Αναγνωρίζοντας ο συντακτικός νομοθέτης αυτή ακριβώς την ανισότητα θέλησε να ενισχύσει την εργατική πλευρά, παρέχοντάς της το δικαίωμα να ιδρύει και να συμμετέχει σε συνδικαλιστικές οργανώσεις και να διεκδικεί καλύτερες συνθήκες εργασίας αφενός μέσω της κατάρτισης σ.σ.ε. και αφετέρου μέσω του αγωνιστικού μέσου της απεργίας. Ο κρατικός νομοθέτης θέτει τα ελάχιστα όρια προστασίας, τα οποία συμπληρώνονται από την αυτόνομη κανονιστική δράση (συλλογική αυτονομία) 1, που αποτελεί την προβολή της ιδιωτικής αυτονομίας (άρθρο 5 παρ. 1 Σ) σε συλλογικό επίπεδο. Η συλλογική αυτονομία συνιστά δικαίωμα 2 με πολλαπλή έννοια 3. Είναι το δικαίωμα των εκπροσώπων των εργαζομένων και των εργοδοτών ή και ατομικά των εργοδοτών να προβαίνουν σε συλλογική αυτόνομη ρύθμιση όλων των θεμάτων που άπτονται της διαχείρισης εν γένει των συμφερόντων της εργασίας 4. Συμπεριλαμβάνονται τόσο το δικαίωμα για ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις όσο και το δικαίωμα μετατροπής τους σε συλλογικές διαφορές συμφερόντων 5. Με αυτή την έννοια κατοχυρώνεται η συλλογική αυτονομία από το Σύνταγμα και τις Δ.Σ.Ε υπ αριθ. 98 και 154. Κύριο σκοπό του δικαιώματος της συλλογικής αυτονομίας συνιστά η κατάρτιση σ.σ.ε. και η επίτευξη μέσω αυτής ευνοϊκότερων ρυθμίσεων σε σχέση με τις νομοθετικές ρυθμίσεις ή τους όρους των ατομικών εργασιακών συμβάσεων. Προς εκπλήρωση του σκοπού αυτού ο νομοθέτης κατοχύρωσε στο άρθρο 4 παρ.1 του ν. 1876/1990 όχι μόνο το 1 Καζάκος, Η Διαιτησία Συλλογικών Διαφορών Συμφερόντων κατά το Ν. 1876/1990, 1998, σελ. 35, ο ίδιος, Τα θεμέλια του Συλλογικού Εργατικού Δικαίου, ΕΕργΔ 1997, σελ. 52. 2 Βλ. και Μανιτάκη, Η συλλογική αυτονομία ως ατομικό δικαίωμα και συνταγματικός θεσμός σε Σύνταγμα και εργασιακές σχέσεις, ΕΕργΔ 1987, σελ. 201 επ.. 3 Κουκιάδης, Εργατικό Δίκαιο, Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, Τόμος 2, 1999, σελ. 3. 4 Κουκιάδης, ο.π., σελ. 3. 5 Κουκιάδης, ο.π., σελ 1-3. 1

δικαίωμα για ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις, αλλά και την υποχρέωση για καλόπιστη συμμετοχή σε αυτές. Παρόλα αυτά, οι συλλογικές διαπραγματεύσεις δεν καταλήγουν πάντα σε υπογραφή σ.σ.ε., με αποτέλεσμα να αναφύονται συλλογικές διαφορές συμφερόντων 6, προς επίλυση των οποίων και με σκοπό πάντα την αυτόνομη ρύθμιση των εργασιακών θεμάτων, χωρίς την παρέμβαση τρίτων, ο ν. 1876/1990 προέβη στην ίδρυση του ΟΜΕΔ, ο οποίος μέσω των διαδικασιών της μεσολάβησης και της διαιτησίας συνδράμει στην επίλυση των συλλογικών διαφορών εργασίας. Τα εργασιακά ζητήματα που ρυθμίζονται από μια σ.σ.ε. είναι αυτά που, μετατρεπόμενα σε συλλογικές διαφορές συμφερόντων, επιλύονται με τη μεσολάβηση και τη διαιτησία. Συλλογική διαφορά συμφερόντων μπορεί να υπάρχει ακόμη και όταν το αντικείμενό της δεν έχει μόνο σχέση με τη δημιουργία νέου δικαίου, αλλά και με την ερμηνεία και εφαρμογή θεσπισμένων ήδη κανόνων δικαίου, συνιστά δηλαδή νομική διαφορά 7 που επιλύεται από τα δικαστήρια. Προτεραιότητα δίνεται πάντα στις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις που γίνονται στο πλαίσιο της συλλογικής αυτονομίας των μερών να ρυθμίζουν τους όρους εργασίας με σ.σ.ε.. Οι μηχανισμοί μεσολάβησης και διαιτησίας έχουν επικουρικό χαρακτήρα και ενεργοποιούνται όταν οι ελεύθερες διαπραγματεύσεις αποτυγχάνουν. Η προτεραιότητα που δίνει ο νομοθέτης στις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις φαίνεται αφενός από το συνδυασμό των άρθρων 14 παρ. 2 και 2 αρ. 8 του ν. 1876/1990 που αναγνωρίζουν στα μέρη την εξουσία να ρυθμίσουν με σ.σ.ε. ή απλή συμφωνία τους 6 Πρόκειται για διαφορές που προκύπτουν από την ανάγκη πρωτογενούς ρύθμισης των συμφερόντων για το μέλλον. Προκύπτουν από διεκδικήσεις για επαναπροσδιορισμό των γενικότερων συμφερόντων των εργαζομένων είτε αυτά έχουν να κάνουν με την αναμόρφωση του περιεχόμενου δικαιωμάτων, την απόκτηση νέων δικαιωμάτων ή την κατάργηση υφισταμένων δικαιωμάτων. Αναγνωρίζονται μόνο στις εργασιακές σχέσεις, όπου έχουν αυτοτελή νομική υπόσταση. Επιλύονται ή προλαμβάνονται με τη συμφωνία (σ.σ.ε.), τα αγωνιστικά μέσα (απεργία), τους μηχανισμούς παρέμβασης τρίτων (συμφιλίωση, μεσολάβηση, διαιτησία). Βλ. για περισσότερες πληροφορίες Κουκιάδη, Εργατικό, ο.π., σελ. 35-41. 7 Πρόκειται για διαφορές που προκύπτουν από την αμφισβήτηση για την ύπαρξη, το περιεχόμενο ή το υποκείμενο ιδιωτικού δικαιώματος και επιλύονται μετά από άσκηση δικονομικού μέσου (αγωγές, ένδικα μέσα), το οποίο οδηγεί στην έκδοση δικαστικής απόφασης με την οποία αίρεται επισήμως η αμφισβήτηση. Πρόκειται για δευτερογενή απονομή δικαιοσύνης με βάση προϋφιστάμενη στάθμιση συμφερόντων, γι αυτό και δεν χωρούν εν προκειμένω αγωνιστικά μέσα. Βλ. σχετικά Κουκιάδη, ο.π., σελ. 37-38. 2

όρους προσφυγής στη μεσολάβηση και τη διαιτησία 8 και αφετέρου από το γεγονός ότι η διαιτησία αποτελεί την έσχατη λύση επίλυσης των συλλογικών διαφορών εργασίας, αφού παρέχονται και οι μηχανισμοί της συμφιλίωσης και της μεσολάβησης. Μάλιστα η μονομερής προσφυγή στη διαιτησία που αναγνωρίζεται κατά τρόπο περιοριστικό από το νομοθέτη (άρθρο 16 παρ. 1, περ. β', γ' και δ') χαρακτηρίζεται ως εύλογη κύρωση για τις περιπτώσεις άρνησης της μεσολάβησης ή των αποτελεσμάτων της 9. Αποτέλεσμα της διαδικασίας της Διαιτησίας είναι η έκδοση της δ.α., η οποία κατά το άρθρο 16 παρ. 3 του ν. 1876/1990 εξομοιώνεται με σ.σ.ε. 8 Βλ. για τη σχετική προβληματική της υπεροχής της συλλογικής αυτονομίας έναντι της κρατικής ρύθμισης Καρακατσάνη, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, 3 η Έκδοση, 1992, σελ. 335, Λεβέντη, Συλλογικό Εργατικό δίκαιο, 1996, σελ. 429, Καζάκο, Η Διαιτησία Συλλογικών Διαφορών Συμφερόντων κατά το Ν. 1876/1990, ο.π., σελ. 37-39. 9 Λεβέντης, ο.π., σελ. 443, Καζάκος, Συλλογική αυτονομία, δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία και Δ.Ο.Ε., Ζητήματα ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου, ΕΕργΔ 2004, σελ. 456. 3

Β. ΚΥΡΙΑ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ 1. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΤΗΣ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ Ο θεσμός της διαιτησίας καθιερώθηκε για πρώτη φορά με το ν. 3239/1955. Ο νόμος αυτός προέβλεπε ένα αυστηρό σύστημα υποχρεωτικής διαιτησίας μέσω διαιτητικών δικαστηρίων (αρ. 9, 10-19 ν. 3239/1955). Χωρίς να είναι αναγκαία η συναίνεση των δύο μερών, με μία απλή αίτηση στο Υπουργείο Εργασίας, μετά από την αποτυχία των διαπραγματεύσεων, οποιοδήποτε από τα δύο μέρη, μπορούσε να πάρει την πρωτοβουλία για την παραπομπή της συλλογικής διαφοράς στη διαιτησία. Εκτός των δύο μερών της διαφοράς, δυνατότητα για να κινήσει τη διαδικασία είχε και ο Υπουργός Εργασίας, όταν κατά την κρίση του κινδύνευε από τη συλλογική διαφορά η δημόσια τάξη και η εθνική οικονομία (αρ 17 παρ. 1 ν. 3239/1955). Έτσι ο νόμος δεν αρκέστηκε στη δυνατότητα μονομερούς από οποιαδήποτε από τα μέρη παραπομπής, αλλά θέλησε να επιβάλλει και τη σκιά της παραπομπής με κρατική επιταγή 10. Προτού γίνει η παραπομπή στη διαιτησία, προβλεπόταν ένα στάδιο συνδιαλλαγής που αποτελούσε από νομική άποψη τη φάση της προδικασίας. Η συνδιαλλαγή επιχειρείτο από υπάλληλο του Υπουργείου Εργασίας, ο οποίος οριζόταν ως Εισηγητής. Ρόλος του η καταβολή προσπάθειας προκειμένου να επιτευχθεί συμφωνία, πολλές φορές δε και η επιβολή εκ μέρους του εναλλακτικών λύσεων. Ωστόσο ο ρόλος του είχε καταστεί μάλλον τυπικός, γεγονός που είχε καταστήσει το πρώτο μέρος του μηχανισμού της υποχρεωτικής διαιτησίας, που ήταν και το κύριο, άχρηστο. Το δεύτερο μέρος της διαδικασίας σύμφωνα με το ν. 3239/1955, ήταν αυτό ενώπιον των πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων «διαιτητικών δικαστηρίων», τα οποία ήταν στην ουσία συλλογικά όργανα. Στα διαιτητικά δικαστήρια συμμετείχαν πέραν των εκπροσώπων των δύο πλευρών και εκπρόσωπος του Υπουργείου Εργασίας καθώς και δικαστικός λειτουργός, ως Πρόεδρος. 10 Βλ. Εταιρεία Νομικών Βορείου Ελλάδος, Οι νέοι τρόποι επίλυσης των συλλογικών διαφορών εργασίας :η σημασία της θεσμικής αλλαγής-η διαδικασία της Μεσολάβησης και Διαιτησίας, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1992, σελ 19. 4

Αξιοσημείωτο είναι ότι ο νόμος (αρ. 15 παρ.3) έθετε ρητώς κριτήρια τα οποία όφειλαν να λαμβάνουν υπόψη τα «διαιτητικά δικαστήρια» για την επίλυση των διαφορών και την έκδοση απόφασης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής οι αποφάσεις των «διαιτητικών δικαστηρίων» έπρεπε να είναι ειδικώς αιτιολογημένες. Ο νόμος 3239/1955 επιβλήθηκε σε εποχές πολιτικής ανωμαλίας και σε περιόδους που η οικονομία μας διέτρεχε τη φάση της υπανάπτυξης και δέχτηκε εντονότατη κριτική, που αφορούσε κυρίως την επέμβαση της κρατικής εξουσίας στις διαδικασίες του θεσμού. Η κρατική αυτή επέμβαση λάμβανε χώρα στον καθορισμό των προσώπων που θα εκπροσωπούσαν τα συλλογικά συμφέροντα, στερώντας το δικαίωμα αυτό από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, καθώς και στην κατάλυση του δικαιώματος της απεργίας. Έτσι, οι διαιτητικές αποφάσεις κατά ένα μεγάλο μέρος, εξέφραζαν την οικονομική πολιτική των εκάστοτε κυβερνήσεων. Ο νόμος 3239/1955 διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την κύρωση της 98/1949 ΔΣΕ (ν.δ. 4205/1961) και επαναφέρθηκε σε ισχύ μετά την μεταπολίτευση του 1974, με ελάχιστες τροποποιήσεις, που δεν έθιγαν το καθεστώς της υποχρεωτικής διαιτησίας. Η αντικατάσταση του ν. 3239/1955 ήταν πάγιο αίτημα των εργατικών συνδικαλιστικών οργανώσεων. Το 1988, ο τότε Υπουργός Γεώργιος Γεννηματάς με απόφαση του, συνέστησε 11μελή συντακτική επιτροπή για την κατάρτιση του προσχεδίου νόμου. Τα μέλη της Επιτροπής επιλέχθηκαν κατά τρόπο ώστε να εκπροσωπούνται σε αυτή όλες οι ιδεολογικές πεποιθήσεις και τάσεις στα θέματα του Εργατικού Δικαίου. Για τον συγκερασμό δε των απόψεων και στην τελική διαμόρφωση του προσχεδίου χρειάστηκαν πάνω από 15 πολύωρες συνεδριάσεις της Επιτροπής. Ειδικά για τα άρθρα 15 και 16 που αφορούν τη μεσολάβηση και διαιτησία χρειάσθηκαν 5 συνεδριάσεις στις οποίες εξετάστηκε εξονυχιστικά η συνταγματικότητα της μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία σε ακραίες περιπτώσεις κακοπιστίας του ενός μέρους, λαμβάνοντας υπόψη και τη ΔΣΕ 98, καθώς και τη μη κυρωθείσα ως τότε 154 ΔΣΕ. Τελικά, η συντακτική Επιτροπή ομόφωνα κατέληξε στην άποψη ότι στη μεν περίπτωση της άρνησης της μίας πλευράς να δεχθεί τη μεσολάβηση, το άλλο μέρος να 5

έχει δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία. Στη δε περίπτωση της άρνησης του εργοδοτικού μέρους να δεχτεί την πρόταση του Μεσολαβητή το εργατικό μέρος, το δικαίωμα της μονομερούς προσφυγής να το έχει η εργατική πλευρά. Με τις δυο αυτές εξαιρέσεις η Επιτροπή αποσκόπησε στην αντιμετώπιση της κακοπιστίας για την προώθηση των ελεύθερων διαπραγματεύσεων και την εξισορρόπηση των άνισων δυνάμεων μεταξύ των μερών. Το προσχέδιο παραδόθηκε στον Υπουργό Εργασίας στα τέλη του 1988. Αλλά δεν προωθήθηκε στη Βουλή λόγω των πεισματικών αντιδράσεων του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων, μέχρι που η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ εξαναγκάστηκε σε παραίτηση υπό το βάρος των οικονομικών σκανδάλων. Επανήλθε στη συνέχεια στην επιφάνεια επί Οικουμενικής κυβέρνησης Ξ. Ζολώτα, στο πρόγραμμα της οποίας συμπεριλήφθηκε και η ψήφιση του νομοσχεδίου για τις ελεύθερες διαπραγματεύσεις. Εν τέλει προστέθηκε στο άρθρο 16 παρ.1 εδ. Δ που αφορά τις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, στις οποίες παραχωρήθηκε το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στη Διαιτησία σε περίπτωση μη αποδοχής της πρότασης του Μεσολαβητή εκ μέρους της εργατικής πλευράς, καθώς και η αναστολή της απεργίας σε περίπτωση μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία από μέρους της εργατικής πλευράς 11. Έτσι ψηφίστηκε ο νόμος 1876/1990, ο οποίος και εφαρμόστηκε με επιτυχία επί 6 ολόκληρα χρόνια, χωρίς αμφισβητήσεις για τη συνταγματικότητα του και την εναρμόνιση του με τη 98ΔΣΕ, η οποία αφορούσε τις αρχές του δικαιώματος Οργανώσεως και Συλλογικής διαπραγμάτευσης. Θέμα αντισυνταγματικότητας τέθηκε αρχικά με το Ν. 2403/1996 και πολύ αργότερα κατόπιν της υπογραφής των δύο Μνημονίων και της κύρωσης τους με τους νόμους 3845/2010 και 4046/2012, όπου ο θεσμός της διαιτησίας μεταβλήθηκε άρδην, αφενός μέσω του περιορισμού του αντικειμένου της διαιτητικής διαδικασίας αφετέρου του αποκλεισμού της δυνατότητας μονομερούς προσφυγής. Θέματα τα οποία αποτελούν και αντικείμενο της παρούσας μελέτης και θα εξεταστούν εκτενώς στην συνέχεια. 11 Λ. Ντάσιος «Η συνταγματικότητα του Ν.1876/1990 για μονομερή προσφυγή στη διαιτησία και η ΔΣΕ 154» ΕΕρργΔ 56.1 6

2. Ο ΝΟΜΟΣ 1876/1990 Ο ν. 1876/1990 αντικατέστησε τις κρατικίστικες διατάξεις του ν. 3239/1955, που περιόριζε ασφυκτικά τόσο τη συλλογική αυτονομία όσο και το δικαίωμα απεργίας. Το σύστημα της Μεσολάβησης /Διαιτησίας που καθιέρωσε ο νόμος 1876/1990 αποτέλεσε μια θεμελιώδη επιλογή της ελληνικής Πολιτείας. Η ψήφιση του αποτέλεσε ένα σπάνιο φαινόμενο στην ιστορία του κοινοβουλευτικού μας βίου, αφού έγινε με την ομόφωνη στήριξη όλων των κομμάτων της Βουλής. Το προγενέστερο δίκαιο προέβλεπε ένα αυστηρό σύστημα υποχρεωτικής διαιτησίας, το οποίο περιείχε στοιχεία εξαναγκασμού τόσο ως προς την έναρξη της διαιτητικής διαδικασίας όσο και ως προς τη σύνθεση του διαιτητικού οργάνου και τη δεσμευτικότητα των διαιτητικών αποφάσεων. Η υποχρεωτική διαιτησία που προέβλεπε ο ν. 3239/1955 δεν είχε εξαιρετικό χαρακτήρα. Η κίνηση της διαιτητικής διαδικασίας δεν υπόκειται σε περιορισμούς. Μετά την αποτυχία των συλλογικών διαπραγματεύσεων, κάθε πλευρά είχε το δικαίωμα να θέσει σε λειτουργία την υποχρεωτική διαιτησία, καθώς δεν απαιτείτο η συναίνεση και των δύο πλευρών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η προσφυγή στην διαιτησία να είναι φαινόμενο καθημερινό, πράγμα που περιόριζε τον ρόλο των ΣΣΕ και υποβάθμιζε τις συλλογικές διαπραγματεύσεις. Εξ άλλου η διαιτησία του ν. 3239/55 είχε έντονο το στοιχείο του εξαναγκασμού και ως προς τη σύνθεση του διαιτητικού οργάνου στο οποίο δεν συμμετείχαν μόνο εκπρόσωποι των δύο πλευρών αλλά και εκπρόσωπος του Υπ. Εργασίας και δικαστικός λειτουργός. Τέλος το υποχρεωτικό στοιχείο ήταν έντονο και κατά τη διάρκεια και κατά τη λήξη της διαδικασίας, με την μη επιτρεπτή άσκηση πιέσεως μέσω του εργατικού αγώνα και τη δεσμευτικότητα των αποφάσεων για τα μέρη. Το σύστημα διαιτησίας του ν 1876/90 διαφέρει ουσιαστικά από τη διαιτησία του προγενέστερου δικαίου και περιλαμβάνει πολλά προαιρετικά στοιχεία. Κατά πρώτον θεσπίζει για τους κοινωνικούς εταίρους την υποχρέωση να διαπραγματεύονται για την κατάρτιση ΣΣΕ, δηλαδή προτεραιότητα δίδεται στις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις. Κατόπιν ο νόμος παρέχει στους κοινωνικούς ετέρους την ευχέρεια να ρυθμίζουν οι ίδιοι με ΣΣΕ ή συμφωνίες τους όρους προσφυγής στη διαιτησία καθώς και τη διαιτητική διαδικασία. Η διαιτησία του νόμου ισχύει μόνο αν δεν υπάρχουν τέτοιες 7

ΣΣΕ ή συμφωνίες. Εξάλλου το σύστημα διαιτησίας του Ν.1876/90 αποτελείται από δύο στάδια: το στάδιο της μεσολάβησης και το στάδιο της διαιτησίας. Ειδικότερα: 2.1 H Μεσολάβηση Μετά την αποτυχία των διαπραγματεύσεων των μερών απομένει στη διάθεση τους για ειρηνική επίλυση της διαφοράς η Μεσολάβηση-διαιτησία. Η Μεσολάβηση- Διαιτησία είναι μια διαδικασία ειρηνικής επίλυσης διαφορών με την παρέμβαση ενός τρίτου προσώπου, του μεσολαβητή στην πρώτη περίπτωση και του διαιτητή στη δεύτερη. Το ελληνικό σύστημα μεσολάβησης-διαιτησίας αποδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα στη διαδικασία της μεσολάβησης. Η μεσολάβηση αποτελεί κατ ουσία προέκταση των διαπραγματεύσεων μεταξύ των μερών, αυτή τη φορά όμως με τη συνδρομή του Μεσολαβητή. Τα μέρη ελέγχουν από κάθε άποψη τη διαδικασία της μεσολάβησης αφού μπορούν να καθορίσουν α) τους όρους προσφυγής και όλη τη διαδικασία με τη συνομολόγηση ρητρών σε ΣΣΕ και σύναψη συμφωνιών, β)να επιλέγουν τον μεσολαβητή, γ)να θέτουν τέλος στη διαδικασία με κοινή συμφωνία δ) να αποδέχονται ή να απορρίπτουν την πρόταση του μεσολαβητή και ε) να ασκούν το δικαίωμα της απεργίας κατά τη διάρκεια της μεσολάβησης. Είναι προφανές πως καθ όλη τη διαδικασία, προτεραιότητα δίδεται στα προαιρετικά στοιχεία. Πρωταρχική αποστολή της μεσολάβησης η προώθηση των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων και η ενίσχυση των κοινωνικών εταίρων να αποφασίζουν οι ίδιοι τους όρους εργασίας. 2.1.α. Κίνηση διαδικασίας και επιλογή Μεσολαβητή 8

Η έναρξη της μεσολάβησης πραγματοποιείται με τη σύμφωνη γνώμη των μερών ή και μονομερώς. Η προσφυγή του ενός μέρους δεν υποχρεώνει το άλλο να λάβει μέρος στη διαδικασία. Η άρνηση ωστόσο, του ενός μέρους να συμμετάσχει στη διαδικασία μεσολάβησης, παρέχει στο άλλο μέρος το δικαίωμα να προσφύγει μονομερώς στη διαιτησία. Άρνηση συμμετοχής μπορεί να προκύψει τόσο κατά την έναρξη όσο κα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Αντικείμενο της μεσολάβησης είναι κατά κανόνα 12, συλλογικές διαφορές εργασίας που επιλύονται με την κατάρτιση ΣΣΕ. Τα ζητήματα αυτά ρυθμίζονται, κατ αρχήν με το άρθρο 2 ν. 1876/1990, καθώς και με διατάξεις ειδικών νόμων. Τα πρόσωπα που μπορούν να προσφύγουν στη μεσολάβηση είναι από μεν την εργατική πλευρά οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζομένων, από δε την εργοδοτική πλευρά οι ενώσεις-συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργοδοτών ή και μεμονωμένοι εργοδότες, αρκεί τα πρόσωπα αυτά να έχουν την ικανότητα και αρμοδιότητα για τη κατάρτιση της συγκεκριμένης συλλογικής σύμβασης εργασίας. Στη διαδικασία της μεσολάβησης μπορούν βέβαια να παρέμβουν 13 και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, οι οποίες έχουν δικαίωμα να παρέμβουν στις αντίστοιχες συλλογικές διαπραγματεύσεις που προηγήθηκαν της μεσολάβησης. Τα μέρη έχουν δικαίωμα να επιλέγουν ελεύθερα με συμφωνία το μεσολαβητή ή τον διαιτητή και να καθορίζουν τη σύνθεση του οργάνου. Αν τα μέρη έχουν προσφύγει για τη σύνθεση του οργάνου στον ΟΜΕΔ, τότε πρέπει να επιλέξουν το μεσολαβητή από το Ειδικό Σώμα μεσολαβητών-διαιτητών του ΟΜΕΔ. Εφόσον τα μέρη δεν έχουν επιλέξει με συμφωνία το μεσολαβητή-διαιτητή, που είναι και η συνηθέστερη περίπτωση, πρέπει αυτός να ορίζεται με άλλο τρόπο. Ο Έλληνας νομοθέτης έκρινε ότι ο πλέον αδιάβλητος και αντικειμενικός τρόπος επιλογής είναι η κλήρωση από ειδικό κατάλογο διαιτητών (αρ. 15 παρ. 3 και 16 παρ. 4του ν. 1876/90). Ο μεσολαβητής πρέπει να αναλάβει αμέσως το έργο του χωρίς καθυστερήσεις. Η όλη διαδικασία πρέπει να τελειώσει σε 20 μέρες, εκτός και αν τα μέρη συμφωνήσουν σε 12 Το αντικείμενο της μεσολάβησης έχει διευρυνθεί και περιλαμβάνει και άλλες δραστηριότητες, όπως πχ τη διεξαγωγή δημοσίου διαλόγου πριν την έναρξη της απεργίας ή τον ορισμό προσωπικού ασφαλείας. 13 Πρβλ. Παπαδημητρίου, Η επίλυση των συλλογικών διαφορών εργασίας, σελ. 89 9

παράταση. Ο μεσολαβητής καλεί τα μέρη σε συζητήσεις, διεξάγει έρευνες και συλλέγει τα αναγκαία στοιχεία για την επίλυση της διαφοράς (αρ 15 παρ. 4 ν. 1987/90), ενώ τόσο ο εργοδότης όσο και κάθε αρμόδια υπηρεσία είναι υποχρεωμένοι να του παρέχουν κάθε πληροφορία και να υποβοηθούν το έργο του (αρ 15 παρ.5 ). Ο μεσολαβητής μετά την πάροδο άπρακτης της 20ήμερης, μη αποκλειστικής προθεσμίας, που τάσσεται στα μέρη για την κατάρτιση ΣΣΕ και αρχίζει από την ανάληψη των καθηκόντων του, έχει δικαίωμα αλλά όχι υποχρέωση να υποβάλλει τη δική του πρόταση, την οποία κοινοποιεί στον Οργανισμό και με επιμέλεια του τελευταίου κοινοποιείται στη συνέχεια η πρόταση του μεσολαβητή στα μέρη (αρ.7 παρ.3 εδ. ά του Κανονισμού). Η πρόταση αυτή θα πρέπει να είναι σαφής, να μην περιέχει επιφυλάξεις και να προσανατολίζεται στα αιτήματα και τις επιθυμίες των μερών, ενώ ο νόμος δεν επιβάλλει να είναι αιτιολογημένη. Η διαδικασία της μεσολάβησης μπορεί να λήξει κατά περισσότερους τρόπους: Α) με την άρνηση της μίας πλευράς να λάβει μέρος στη μεσολάβηση Β) με την υποβολή προτάσεως από τον μεσολαβητή Γ) με την απόρριψη της προτάσεως του μεσολαβητή από όλα τα μέρη Δ) με την αποδοχή της προτάσεως από όλα τα μέρη Ε) με την αποδοχή της προτάσεως από ένα ή περισσότερα μέρη από εκείνα που συμμετείχαν στη διαδικασία. 2.2 Η προσφυγή στη Διαιτησία Η διαιτησία είναι το δεύτερο και τελευταίο στάδιο της διαδικασίας επίλυσης της συλλογικής διαφοράς με παρέμβαση τρίτου. Στη διαιτησία, σε αντίθεση με τη μεσολάβηση, προέχουν τα υποχρεωτικά στοιχεία. Η προσφυγή στη διαιτησία για την επίλυση της διαφοράς με την έκδοση της διαιτητικής απόφασης, αποτελεί για το σύστημα του ν. 1876/1990, την εξαίρεση. Τον κανόνα αποτελεί η συμφωνία των μερών. Οι όροι προσφυγής στη διαιτησία καθώς και η επιλογή του προσώπου του διαιτητή είναι τα δυσχερέστερα και πλέον κρίσιμα ζητήματος κάθε συστήματος 10

διαιτησίας. Κατά πρώτο λόγο η κίνηση του συστήματος της διαιτησίας από τη μία μόνο πλευρά πρέπει να εξαρτάται από τη συνδρομή κάποιων προϋποθέσεων. Αν η μία πλευρά έχει τη δυνατότητα να κινεί τη διαιτησία οποτεδήποτε και να προκαλεί έτσι την έκδοση διαιτητικής απόφασης, η οποία είναι δεσμευτική, τότε υποβαθμίζονται οι διαπραγματεύσεις. Από την άλλη πλευρά στα συστήματα εκείνα που η επίλυση της διαφοράς διενεργείται σε δύο φάσεις, δηλαδή μεσολάβηση και διαιτησία, πρέπει η προώθηση της διαφοράς στο τελικό στάδιο της διαιτησίας να γίνεται αφού προηγουμένως η διαδικασία της μεσολάβησης έχει αποδώσει καρπούς. Η προσφυγή στη διαιτησία σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο γίνεται ως ακολούθως: 2.2.α Η προσφυγή με συμφωνία των μερών Η προσφυγή στη διαιτησία είναι δυνατή σε οποιοδήποτε στάδιο των διαπραγματεύσεων με κοινή συμφωνία των μερών, όπως ορίζει το άρθρο 16 παρ. 1 στ. α σε συνδυασμό με το άρθρο 14 παρ.1 ν. 1876/90. Η προσφυγή στην περίπτωση αυτή μπορεί να γίνει και πριν την μεσολάβηση, ή ακόμα και μετά την υποβολή πρότασης εκ μέρους του μεσολαβητή, την οποία επέρριψαν τα μέρη. 14 Η συμφωνία προσφυγής μπορεί να περιέχεται σε ΣΣΕ ή να είναι μια απλή συμφωνία που γίνεται λόγω του αδιεξόδου στις διαπραγματεύσεις, λίγο πριν τη προσφυγή στη διαιτησία (αρ 14 παρ.2 ). 2.2.β H μονομερής προσφυγή Δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία χορηγείται σε τρείς περιπτώσεις: α) σε οποιαδήποτε πλευρά, λόγω της άρνησης του άλλου μέρους να δεχτεί τη μεσολάβηση ( αρ. 16 παρ.1). Άρνηση της μεσολάβησης υπάρχει κατά το πνεύμα του νόμου, όταν η μια πλευρά δηλώνει ρητά ή με την συμπεριφορά της ότι απορρίπτει την μεσολάβηση. Ο όρος άρνηση της μεσολάβησης πρέπει να ερμηνεύεται στενά εξαιτίας 14 Βλ. Κ. Παπαδημητρίου ο.π., σελ 125-126. 11

του ότι η μονομερής προσφυγή στη διαιτησία αποτελεί εξαιρετική σύλληψη στο σύστημα διαιτησίας 15. β) στις συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζομένων, εφόσον αποδέχονται την πρόταση του μεσολαβητή που απορρίπτει ο εργοδότης (αρ.16 παρ.1). Έτσι σε κάθε περίπτωση που η εργοδοτική πλευρά, δηλαδή είτε ο μεμονωμένος εργοδότης είτε η εργοδοτική οργάνωση, απορρίπτει την πρόταση του μεσολαβητή, παρέχεται δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στην συνδικαλιστική οργάνωση των εργαζομένων 16. Απόρριψη της πρότασης του Μεσολαβητή υπάρχει και όταν η αποδοχή είναι μερική ή γίνεται με επιφυλάξεις ή υπό αίρεση 17. Η διάταξη αναφέρεται σε όλα τα επίπεδα διαπραγμάτευσης, σε όλα τα είδη ΣΣΕ. γ) ειδικά για την περίπτωση των επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων εργασίας και των συμβάσεων των επιχειρήσεων και οργανισμών κοινής ωφέλειας, δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία χορηγείται σε οποιοδήποτε μέρος της συλλογικής διαφοράς αποδέχεται τη πρόταση του μεσολαβητή που απορρίπτει το άλλο μέρος (αρ. 16 παρ 1 δ ). Περιττή εμφανίζεται η ξεχωριστή αναφορά των οργανισμών κοινής ωφέλειας, αφού και αυτές είναι επιχειρησιακές σσε 18. Η χορήγηση δικαιώματος μονομερούς προσφυγής μόνο στην εργασιακή πλευρά δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας με την ουσιαστική της έννοια λόγω της δομικής ουσιαστικής ανισότητας εργαζομένων εργοδοτών. 2.2.γ Η επιλογή του διαιτητή και η διαιτητική διαδικασία Η επιλογή του διαιτητή γίνεται με τον ίδιο τρόπο, κατά τον οποίο γίνεται και η επιλογή του μεσολαβητή. Προτεραιότητα έχει η συμβατική ρύθμιση. Αν δεν υπάρχει συμβατική ρύθμιση επιλαμβάνονται οι διατάξεις του νόμου. Τα μέρη μπορούν να 15 Βλ. Λεβέντη ο.π., σελ 443, 561 16 Έτσι και Ντάσιος, ο.π. σελ 245-246 με πρόσθετα επιχειρήματα από το ιστορικό κατάρτισης του προσχεδίου του ν. 1876/1990 και τη συζήτηση στη Βουλή. Παπαδημητρίου, ο.π., σελ 248. 17 Λεβέντης, ο.π., σελ 447. 18 Λεβέντης σελ 446. 12

επιλέξουν ως διαιτητή οποιονδήποτε αλλά μπορούν να επιλέξουν και διαιτητή από τον κατάλογο του ΟΜΕΔ. Εάν όμως δεν καταστεί δυνατόν να συμφωνήσουν, ο διαιτητής επιλέγεται με κλήρωση. Η διαδικασία της διαιτησίας είναι όμοια με εκείνη της μεσολάβησης, ο διαιτητής μελετά όλα τα στοιχεία του σταδίου της μεσολάβησης και έχει όλα τα δικαιώματα με τον μεσολαβητή. Δύναται επομένως να καλέσει τα μέρη σε συζητήσεις να εξετάσει πρόσωπα και να κάνει οποιαδήποτε έρευνα σχετική με τους όρους εργασίας. Η διαδικασία ολοκληρώνεται με την έκδοση της διαιτητικής απόφασης, εκτός κ αν τα μέρη συμφωνήσουν ακόμα και τώρα, οπότε θα καταρτιστεί ΣΣΕ. 13

3.ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΤΗΣ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ ΤΟΥ Ν. 1876/1991, ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΤΟΥ Ή ΟΧΙ ΜΕ ΤΙΣ ΔΣΕ ΥΠ ΑΡΙΘΜΟ 98 ΚΑΙ 154 3.1 Η αμφισβήτηση σε εγχώρια κλίμακα -Η μειοψηφούσα άποψη Η όλη επιστημονική συζήτηση γύρω από το θέμα της αντι/συνταγματικότητας της υποχρεωτικής, όπως αποκαλείται από ένα μέρος της επιστημονικής κοινότητας 19, διαιτησίας και της αντίθεσής της στις ΔΣΕ 98 και 154 έχει ξεκινήσει ήδη υπό το καθεστώς του προγενέστερου νόμου 3239/1955, ο οποίος διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά τη ΔΣΕ 98/1949 «περί εφαρμογής των αρχών του δικαιώματος οργανώσεως και συλλογικής διαπραγματεύσεως», που ψηφίστηκε στη Γενεύη το 1949 από τη Γενική Συνδιάσκεψη της Δ.Ο.Ε., κατά τη 32 η Σύνοδο αυτής και κυρώθηκε με το ν.δ. 4205/1961. Ο ν. 3239/1955, λοιπόν, όριζε στην 4 η παράγραφο του άρθρου 2 ότι οποιοδήποτε από τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούσε να ζητήσει τη μεσολάβηση της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Εργασίας σε περίπτωση αποτυχίας των απευθείας διαπραγματεύσεων. Στη συνέχεια, και εφόσον η μεσολάβηση απέβαινε άκαρπη, γινόταν παραπομπή της υποθέσεως στο αρμόδιο διοικητικό διαιτητικό δικαστήριο από την υπηρεσία του Υπουργείου Εργασίας που είχε επιχειρήσει τη μεσολάβηση (άρθρο 11 παρ. 1 ). 19 Βλ. Βάγια, Τέλος εποχής, Εξεμέτρησε το ζην η υποχρεωτική διαιτησία, ΕΕργΔ 1996, σελ. 805-815, τον ίδιο, Αρχή μιας νέας εποχής για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, ΕΕργΔ 2004, σελ 65-75, Παπασταύρου, Συλλογικές Συμβάσεις και Διαιτησία (μετά την κύρωση της ΔΣΕ 154), Σχόλια στα άρθρα του Ν. 1876/1990 μετά την εισαγωγή του ν. 2403/1996, 1997, τον ίδιο, Η τύχη της υποχρεωτικής διαιτησίας μετά το ν. 2403/1996, ΕΕργΔ 1996, σελ. 949-952, τον ίδιο, Η διαιτησία του ΟΜΕΔ υπό το βλέμμα του διεθνούς γραφείου εργασίας, ΔΕΝ 2004, σελ. 1-4, οι οποίοι αποτελούν τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της άποψης που χαρακτηρίζει τη διαιτησία του ν. 1876/1990 υποχρεωτική και συγχρόνως αντίθετη στο Σύνταγμα και τις ΔΣΕ 98 και 154. 14

Τότε, λοιπόν η νομολογία είχε κρίνει ότι, η «υποχρεωτική» διαιτησία δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και στη ΔΣΕ 98, καθώς η τελευταία δίνει μόνο κατευθυντήριες οδηγίες προς την εσωτερική νομοθεσία και αφήνει τον εκάστοτε εγχώριο νομοθέτη να λάβει τα μέτρα που κρίνει απαραίτητα για την ενίσχυση και προώθηση των διαδικασιών, με τις οποίες θα ρυθμίζονται οι όροι απασχόλησης των μισθωτών με συλλογικές συμβάσεις κατόπιν διαπραγματεύσεων. Μάλιστα το Συμβούλιο της Επικρατείας προχώρησε ακόμη παραπέρα, κρίνοντας ότι η υπόδειξη της ΔΣΕ 98 έχει υλοποιηθεί με το Σύνταγμα του 1975, συγκεκριμένα με το άρθρο 22 παρ. 2, με το οποίο έχουν κατοχυρωθεί οι σ.σ.ε. και ότι η ΔΣΕ 98 έχει καταστεί ήδη μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος έχει ανώτερη τυπική ισχύ από τον κοινό νόμο 20. Επομένως όσο δεν γεννάται θέμα αντίθεσης των ρυθμίσεων της ελληνικής νομοθεσίας προς το Σύνταγμα, δεν γεννάται και θέμα αντίθεσης προς τις διατάξεις των ΔΣΕ 21. Η ως άνω θεωρητική αμφισβήτηση συνεχίστηκε και μετά την έκδοση του νέου νόμου 1876/1990, τίτλος του οποίου είναι «οι ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις», ενώ ένας από τους βασικούς του άξονες είναι η κατάργηση της υποχρεωτικής διαιτησίας. Το έναυσμα για την αναζωπύρωση της αμφισβήτησης αυτής έδωσε το άρθρο 16 του ν. 1876/1990, το οποίο προβλέπει τρεις περιοριστικές περιπτώσεις μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία. Υπήρξαν, λοιπόν, θεωρητικοί που θεώρησαν ότι η μονομερής προσφυγή στη διαιτησία συνιστά «υποχρεωτική» διαιτησία, η οποία «υποκαθιστά τη συλλογική αυτονομία και τον εργασιακό αγώνα, αφού ο διαιτητής αποφασίζει κυριαρχικά και ανεξέλεγκτα» 22. Ειπώθηκε περαιτέρω ότι «πρόκειται για περιορισμό της ελευθερίας των διαπραγματεύσεων, καθώς ελεύθερες διαπραγματεύσεις χωρίς το δικαίωμα διαφωνίας δεν είναι νοητές» 23. Επίσης, ότι ναι μεν κρίθηκε νομολογιακά ότι ακόμη και υπό το καθεστώς του ν. 3239/1955 η διαιτησία δεν αντέκειτο στο άρθρο 4 της ΔΣΕ 98, αφού η 20 ΟλΣ.τ.Ε. 2289/1987 ΕΕργΔ 1987, σελ. 1039. Τη νομολογία αυτή επιβεβαίωσε η ολομέλεια του Σ.τ.Ε με τις ακόλουθες πρόσφατες αποφάσεις της: ΟλΣ.τ.Ε 4555/1996, 4556/1996, 4561-4569/1996, ΕΕργΔ 1997, σελ. 197 επ., με σύμφωνο σχόλιο Στ. Βλαστού. 21 Βλ. ειδικότερα ΟλΣ.τ.Ε. 4555/1996, ΕΕργΔ 1997, σελ. 200-201. 22 Παπασταύρου, Η τύχη της υποχρεωτικής διαιτησίας μετά το ν. 2403/1996, ο.π., σελ. 950-951. 23 Βάγιας, Τέλος εποχής, Εξεμέτρησε το ζην η υποχρεωτική διαιτησία, ο.π, σελ. 807. 15

τελευταία περιέχει μόνο υπόδειξη προς το νομοθέτη, πρέπει ωστόσο, να δεχτούμε ότι περιέχει συγχρόνως και στοιχειώδη απαγορευτικό κανόνα προς τη νομοθετική εξουσία, σύμφωνα με τον οποίο δεν είναι ανεκτή η θέσπιση μεταγενέστερων αντίθετων με την υπόδειξη διατάξεων 24. Η ως άνω επιστημονική διαμάχη έγινε εντονότερη με την κύρωση της ΔΣΕ 154 με το ν. 2403/1996 «για την προώθηση της συλλογικής διαπραγμάτευσης», που ψηφίστηκε στη Γενεύη το 1981 κατά την 67 η Σύνοδο της Γενικής Συνδιάσκεψης της Δ.Ο.Ε.. Η ΔΣΕ 154 αποβλέπει ειδικότερα στην ενίσχυση των προσπαθειών για την υλοποίηση των αρχών του δικαιώματος οργανώσεως και συλλογικής διαπραγμάτευσης, γεγονός που ρητά αναφέρεται στο προοίμιο της ΔΣΕ 154. Στο άρθρο 5 παρ. 1 της ΔΣΕ 154 ορίζεται ότι «πρέπει να λαμβάνονται μέτρα που να συμβιβάζονται με τις εθνικές συνθήκες με σκοπό την προώθηση της συλλογικής διαπραγμάτευσης» και εν συνεχεία στη δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου εξειδικεύονται οι σκοποί, οι οποίοι πρέπει να υπηρετούνται με τα ανωτέρω μέτρα ως ακολούθως: α) να είναι δυνατή η συλλογική διαπραγμάτευση για όλους τους εργοδότες και για όλες τις κατηγορίες εργαζομένων, β) να επεκτείνεται προοδευτικά η συλλογική διαπραγμάτευση σε όλους τους όρους εργασίας, γ) να μην εμποδίζεται η συλλογική διαπραγμάτευση εξαιτίας της ανυπαρξίας κανόνων σχετικά με τον τρόπο διεξαγωγής της συλλογικής διαπραγμάτευσης ή εξαιτίας της ανεπάρκειας ή του ακατάλληλου χαρακτήρα των κανόνων αυτών και δ) να θεσπίζονται τα όργανα και οι διαδικασίες ρύθμισης των εργατικών διαφορών κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να συμβάλουν στην προώθηση της συλλογικής διαπραγμάτευσης. Στο επόμενο άρθρο 6 της ΔΣΕ 154 ορίζεται ότι: «οι διατάξεις της Σύμβασης αυτής δεν παρεμποδίζουν τη λειτουργία συστημάτων επαγγελματικών σχέσεων στα οποία η συλλογική διαπραγμάτευση λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο μηχανισμών ή θεσμών συμφιλίωσης και/ή διαιτησίας, στους οποίους μετέχουν εκούσια τα μέρη της συλλογικής διαπραγμάτευσης». Και εδώ η ίδια μερίδα της επιστημονικής κοινότητας υποστήριξε ότι το σύστημα διαιτησίας του ν. 1876/1990 δεν συμβιβάζεται με το άρθρο 6 της ΔΣΕ 154. Μάλιστα 24 Βάγιας, Τέλος εποχής, Εξεμέτρησε το ζην η υποχρεωτική διαιτησία, ο.π., σελ. 808-809, ο οποίος αντλεί το επιχείρημά του αυτό από την υπ αριθμ. 3886/1983 απόφαση του Σ.τ.Ε, η οποία έκρινε ότι μια συνταγματική υπόδειξη προς το νομοθέτη για τη λήψη κατάλληλων μέτρων υπέρ προστατευόμενων θεσμών περιέχει συγχρόνως και στοιχειώδη απαγορευτικό κανόνα προς τη νομοθετική εξουσία συμφώνως προς τον οποίο δεν είναι ανεκτή συνταγματικώς η λήψη μέτρων εναντίον αυτών των θεσμών. 16

μετά την έναρξη ισχύος του ν. 2403/96 που κύρωσε τη ΔΣΕ 154 «η υποχρεωτική μεσολάβηση και η υποχρεωτική διαιτησία είναι πλέον αντίθετες με τη διάταξη του άρθρου 6 της ΔΣΕ 154 και έχουν παύσει να ισχύουν lex posterior derogate legi priori» 25. «To άρθρο 6 δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι η ΔΣΕ 154 αποκλείει κάθε είδος υποχρεωτικής διαιτησίας» 26. Σύμφωνα με τους υποστηρικτές της άποψης αυτής, από την έναρξη ισχύος του ν. 2403/96 έχουν καταργηθεί και έχουν παύσει πλέον να ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 15 του ν. 1876/1990 στο μέτρο που αφορούν την προσφυγή στη μεσολάβηση από το ένα μέρος της διαφοράς και την επιλογή του μεσολαβητή χωρίς τη συναίνεση και των δύο μερών και προ παντός έχουν καταργηθεί οι διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 1, περ. β, γ, δ του ν. 1876/1990 που αφορούν την προσφυγή στη διαιτησία από το ένα μόνο μέρος της συλλογικής διαφοράς 27. -Η κρατούσα άποψη Κρατούσα στη θεωρία είναι η αντίθετη άποψη, η οποία υποστηρίζεται στην παρούσα μελέτη 28. Πρωταρχικός σκοπός των ΔΣΕ 98 και 154 είναι η προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, σκοπός ο οποίος εξαίρεται στο άρθρο 4 της ΔΣΕ 98 καις στο άρθρο 5 της ΔΣΕ 154. Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να αναφερθούμε σε ορισμένες ρυθμίσεις του ν. 1876/1990, από τις οποίες προκύπτει η εναρμόνισή του τόσο με το Σύνταγμα όσο και με τις ΔΣΕ 98 και 154. Πρώτα-πρώτα ο ίδιος ο τίτλος του νόμου 25 Βάγιας, Τέλος εποχής, Εξεμέτρησε το ζην η υποχρεωτική διαιτησία, ο.π., σελ. 810. 26 Παπασταύρου, Συλλογικές Συμβάσεις και Διαιτησία (μετά την κύρωση της ΔΣΕ 154), ο.π., σελ. 271, ο ίδιος, Η τύχη της υποχρεωτικής διαιτησίας μετά το ν. 2403/1996, ο.π., σελ. 949, ο ίδιος, Η Διαιτησία του ΟΜΕΔ υπό το βλέμμα του Διεθνούς Γ ραφείου Εργασίας, ο.π., σελ. 1. 27 Βάγιας, Τέλος εποχής, Εξεμέτρησε το ζην η υποχρεωτική διαιτησία, ο.π., σελ. 813-814, Παπασταύρου, Συλλογικές Συμβάσεις και Διαιτησία (μετά την κύρωση της ΔΣΕ 154), ο.π., σελ. 271 επ.. 28 Κουκιάδης, ο.π., σελ. 376 επ., ο ίδιος, Η αμφισβήτηση της συνταγματικότητας του συστήματος διαιτησίας (ν. 1876/1990), ΕΕργΔ 1998, σελ. 529-538, Καζάκος, Η Διαιτησία Συλλογικών Διαφορών Συμφερόντων κατά το Ν. 1876/90, ο.π., σελ. 105 επ., ο ίδιος, «Υποχρεωτική» Διαιτησία και συλλογική αυτονομία, Η διαιτησία του ν. 1876/1990 και η Διεθνής Σύμβαση Εργασίας 154, ΕΕργΔ 1997, σελ. 626-658, Καρακατσάνης, ο.π., σελ. 196, Λεβέντης, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, ο.π., σελ. 416, 455, Ντάσιος, Η συνταγματικότητα του ν. 1876/1990 για μονομερή προσφυγή στη διαιτησία και η 154 ΔΣΕ, ΕΕργΔ 1997, σελ. 1-7, Ληξουριώτης, Παρατηρήσεις στη Σ.τ.Ε. 2620/1991, ΕΕργΔ 1991, σελ. 919-924, Παπαδημητρίου, Συλλογικές εργασιακές σχέσεις και επίλυση διαφορών εργασίας, Η επίλυση συλλογικών διαφορών εργασίας (συμφιλίωση, μεσολάβηση, διαιτησία), Τόμος Α', 1992, σελ. 128, 131, Δωρής-Μπρεδήμας, Γνωμοδότηση, «Σύμφωνη με το Σύνταγμα και τις ΔΣΕ η διαδικασία μεσολάβησης και διατησίας», ΕΕργΔ 2007, σελ. 1201-1207, 1265-1279. 17

μαρτυρά την πρόθεση του νομοθέτη να προωθήσει τις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις κατ εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας με τις ΔΣΕ 98 και 154. Μάλιστα, όπως έχει δεχτεί και η νομολογία 29, ο ν. 1876/1990 βρίσκεται ιστορικά στον αντίποδα του προϊσχύσαντος ν. 3239/1955. Ο ν. 1876/1990 επεξέτεινε τις συλλογικές διαπραγματεύσεις στην πλειονότητα των εργασιακών όρων, δίνοντας τη δυνατότητα στους κοινωνικούς εταίρους να ρυθμίζουν αυτόνομα πλειάδα εργασιακών θεμάτων (άρθρο 2) στο πλαίσιο της συνταγματικά προστατευόμενης συλλογικής αυτονομίας. Η έμφαση που δίνεται στον αυτοκαθορισμό των μερών έχει οδηγήσει το νομοθέτη να αναγορεύσει στο άρθρο 4 παρ. 1 την καλόπιστη διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων όχι μόνο σε δικαίωμα, αλλά ρητά και σε υποχρέωση του κάθε μέρους 30, η οποία καλή πίστη εξειδικεύεται στις επόμενες παραγράφους του ίδιου άρθρου και αναλύεται στην υποχρέωση της εργοδοτικής πλευράς να πληροφορήσει τους εργαζομένους για όλα εκείνα τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για τη διευκόλυνση των διαπραγματεύσεων (υποχρέωση πληροφόρησης, άρθρο 4 παρ. 4), στην υποχρέωση των μερών να αιτιολογούν τις προτάσεις και αντιπροτάσεις τους κατά τις διαπραγματεύσεις (άρθρο 4 παρ. 3, εδ. β'), στην υποχρέωση προσέλευσης προς διαπραγμάτευση εντός ορισμένης προθεσμίας (άρθρο 4 παρ. 2, εδ. δ' και ε'), στην υποχρέωση τήρησης πρακτικών (άρθρο 4 παρ. 7). Η καλή πίστη επιτάσσει κατά το άρθρο 4 παρ. 3 εδ α' πρόθεση κάθε μέρους να επιλυθεί η συλλογική διαφορά 31, αποκλείοντας τη χρησιμοποίηση του μηχανισμού της συλλογικής διαπραγμάτευσης ως μέσου παρέλκυσης και δημιουργίας αδιεξόδου 32. 29 Α.Π. 223/2001, ΕΕργΔ 2001, σελ. 1198. Στο σημείο αυτό πρέπει να ειπωθεί η άποψη της Κραβαρίτου, κατά την οποία η ΔΣΕ 98 επιβάλλει τη λύση των συλλογικών διαπραγματεύσεων μέσω της προαιρετικής διαιτησίας, γεγονός που υποχρεώνει τον κοινό νομοθέτη να θεσπίσει προαιρετική διαιτησία. Ο νομοθέτης, όμως, μπορεί σωρευτικά να προβλέψει και υποχρεωτική διαιτησία, αρκεί να δίνεται προτεραιότητα στην προαιρετική διαιτησία, η υποχρεωτική διαιτησία να είναι ένα εξαιρετικό μέτρο και να μη θυμίζει σε τίποτα τη διαιτησία του ν. 3239/1955, ΕΕργΔ 1985, σελ. 4. 30 Για το δικαίωμα-υποχρέωση προς διαπραγμάτευση που καθιερώνεται στο άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 1876/1990, βλ. Καρδάρα, Δικαίωμα και υποχρέωση προς διαπραγμάτευση, ΕΕργΔ 2001, σελ. 1-9. 31 Βλ. Κουκιάδη, Η αμφισβήτηση της συνταγματικότητας του συστήματος διαιτησίας (ν. 1876/1990), ο.π., σελ. 536, υπό 2: «Ο νόμος μεριμνά για την αποτελεσματική επιτυχία της διαδικασίας [υποχρέωση για διαπραγμάτευση, υποβολή αιτιολογημένων προτάσεων, υποχρέωση πληροφόρησης, υποχρέωση καλόπιστης διαπραγμάτευσης]», επίσης στη συνέχεια στη σελ. 537 ο Κουκιάδης επισημαίνει στην υποσημείωση υπ αριθ. 30 ότι αυτή ακριβώς την υποχρέωση καλόπιστης διαπραγμάτευσης θεωρεί ως βασική αρχή που πρέπει να διέπει τις διαπραγματεύσεις, η Επιτροπή Συνδικαλιστικής Ελευθερίας. 32 Καζάκος, Η Διαιτησία Συλλογικών Διαφορών Συμφερόντων κατά το ν. 1876/90, ο.π., σελ. 181, όπου ο 18

Έπειτα, η όλη διαδικασία της μεσολάβησης-διαιτησίας που ρυθμίζεται από τα άρθρα 14-16 δομείται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να προωθεί τις συλλογικές διαπραγματεύσεις. Η προσφυγή στη μεσολάβηση-διαιτησία γίνεται μόνο σε περίπτωση αποτυχίας των διαπραγματεύσεων (άρθρο 14 παρ. 1), ενώ κατά το άρθρο 14 παρ. 2, ο μηχανισμός μεσολάβησης και διαιτησίας του ΟΜΕΔ ενεργοποιείται μόνο όταν τα μέρη δεν έχουν συμφωνήσει άλλως είτε με ειδική σ.σ.ε. είτε με κοινή συμφωνία που λαμβάνει χώρα κατά τις διαπραγματεύσεις, με αποτέλεσμα να δίνεται προτεραιότητα στη συμφωνία των μερών έναντι της νομοθετικής ρύθμισης 33. Απολύτως αντίστοιχο πνεύμα προς αυτό των διατάξεων του άρθρου 14 εμφανίζει και η ρύθμιση του άρθρου 15. Η ρύθμιση αυτή αφορά στη μεσολάβηση, η οποία αποτελεί την «κύρια επιλογή του νομοθέτη, ενώ η διαιτησία έχει πλέον επικουρικό ρόλο» 34. Η διαδικασία της μεσολάβησης ελέγχεται από τα μέρη της συλλογικής διαφοράς, αφού ο νόμος τους παρέχει το δικαίωμα επιλογής του μεσολαβητή από ειδικό κατάλογο και μόνο σε περίπτωση ασυμφωνίας, ο μεσολαβητής ορίζεται με κλήρωση (άρθρο 15 παρ. 3 εδ. α' και β'). Επίσης, κατά τη διάρκεια της μεσολάβησης, τα μέρη μπορούν να καταλήξουν σε συμφωνία και να θέσουν τέρμα στην όλη διαδικασία, με το μεσολαβητή να υποβάλει δική του πρόταση μόνο σε αντίθετη περίπτωση (άρθρο 15 παρ. 6, εδ. α') 35. Ομοίως και κατά το στάδιο της διαιτησίας τα μέρη διατηρούν τον έλεγχο της όλης διαδικασίας. Κατά το άρθρο 16 παρ. 4 ο διαιτητής επιλέγεται με κοινή συμφωνία των μερών από ειδικό κατάλογο και μόνο σε περίπτωση ασυμφωνίας ο διαιτητής ορίζεται με κλήρωση. Τα μέρη μπορούν να προσφύγουν στη διαιτησία είτε με κοινή συμφωνία (άρθρο 16 παρ. 1. συγγραφέας τονίζει ότι η καλή πίστη επιβάλλει στα μέρη να καταβάλουν σοβαρές προσπάθειες για την επίλυση της διαφοράς. 33 Για την επικουρικότητα της νομοθετικής ρύθμισης σε σχέση με τη συμφωνία των μερών κατά την άσκηση της συλλογικής αυτονομίας βλ. Καζάκο, Η Διαιτησία Συλλογικών Διαφορών Συμφερόντων κατά το Ν. 1876/90, ο.π., σελ. 135. 34 Καζάκος, Η Διαιτησία Συλλογικών Διαφορών Συμφερόντων κατά το ν. 1876/90, ο.π., σελ. 132, ο ίδιος, «Υποχρεωτική» Διαιτησία και συλλογική αυτονομία, Η διαιτησία του ν. 1876/1990 και η Διεθνής Σύμβαση Εργασίας 154, ο.π., σελ. 642, ο ίδιος, Συλλογική αυτονομία, δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία και Δ.Ο.Ε., Ζητήματα ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου, ο.π., σελ. 449466, όπου ειδικότερα στη σελ. 456. 35 Όπως παρατηρεί και ο Κουκιάδης, Η αμφισβήτηση της συνταγματικότητας του συστήματος διαιτησίας (ν. 1876/1990), ο.π., σελ. 536 «Ο νόμος δεν αποκλείει από τα μέρη, ακόμη και κατά τη διάρκεια της μεσολάβησης, να συνεχίσουν τις απ ευθείας διαπραγματεύσεις. Αυτά μπορούν ακόμη να ζητήσουν παράταση της διαδικασίας της μεσολάβησης και να συνάψουν σ.σ.ε.». 19

περ. α') είτε μονομερώς 36, υπό τις προϋποθέσεις των περ. β', γ' και δ' του άρθρου 16 παρ. 1, δυνάμενα πάντα να καταλήξουν σε συμφωνία και να ματαιώσουν την έκδοση δ.α.. Η μονομερής προσφυγή στη διαιτησία ήταν αυτή που προκάλεσε αντιδράσεις, όπως είδαμε ανωτέρω, καθώς οι ΔΣΕ 98 και 154, στα άρθρα 4 και 6 αντίστοιχα κάνουν λόγο για «εκούσια» συμμετοχή στους μηχανισμούς αυτούς. Ο όρος «εκούσια» συμμετοχή, αποτελών μέρος μιας ΔΣΕ, πρέπει να ερμηνεύεται με ελαστικότητα 37. «Εκούσια» συμμετοχή λοιπόν δεν σημαίνει κατ ανάγκη συμμετοχή με κοινή συμφωνία στη συγκεκριμένη διαιτητική επίλυση, αλλά συνδρομή στη διαμόρφωση του μηχανισμού διαιτησίας 38, ο οποίος δεν είναι δυνατό να τεθεί σε λειτουργία χωρίς την προηγούμενη κοινή βούληση των εργοδοτών και των εργαζομένων. Η ρύθμιση του άρθρου 16 παρ. 1 περ. β', η οποία δίνει το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στο μέρος που δέχεται τη μεσολάβηση, σκοπό έχει να αποτρέψει το δύστροπο μέρος να παρεμποδίσει με την κακοπιστία του την επίλυση της συλλογικής διαφοράς και τη συνακόλουθη σύναψη της σκοπούμενης σ.σ.ε. 39. Η ρύθμιση του άρθρου 16 παρ. 1 περ. γ', είναι αυτή που προκάλεσε και τις μεγαλύτερες αντιδράσεις, αφού δίνει το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία αποκλειστικά στην εργατική πλευρά που δέχεται την πρόταση του μεσολαβητή, την οποία απορρίπτει η εργοδοτική πλευρά. Εν προκειμένω πρέπει να ειπωθεί ότι η ρύθμιση αυτή είναι προσαρμοσμένη στις εθνικές συνθήκες και είναι σε αρμονία με τις ΔΣΕ 98 και 154 και τα άρθρα 22 παρ. 2 και 23 του Συντάγματος, αφού κατά το άρθρο 4 της ΔΣΕ 98 και το άρθρο 5 παρ. 1 της ΔΣΕ 154 πρέπει να λαμβάνονται 36 Κατά τον Κουκιάδη, Η αμφισβήτηση της συνταγματικότητας του συστήματος διαιτησίας (ν. 1876/1990), ο.π., σελ. 537, «το γεγονός ότι πρόκειται για μονομερή προσφυγή δεν είναι απόλυτα ακριβές. Πρόκειται για προσφυγή με συνδυασμό βούλησης του ενός μέρους και ενός τρίτου ανεξάρτητου προσώπου (του μεσολαβητή)». 37 Για το νομικό χαρακτήρα και την κανονιστική ποιότητα των ΔΣΕ, βλ. Καζάκο, Η Διαιτησία Συλλογικών Διαφορών Συμφερόντων κατά το Ν. 1876/90, ο.π., σελ. 107-109, τον ίδιο, «Υποχρεωτική» Διαιτησία και συλλογική αυτονομία, Η διαιτησία του ν. 1876/1990 και η Διεθνής Σύμβαση Εργασίας 154, ο.π., σελ. 627-629. 38 Κουκιάδης, Η αμφισβήτηση της συνταγματικότητας του συστήματος διαιτησίας (ν. 1876/1990), ο.π., σελ. 534, Καζάκος, Η Διαιτησία Συλλογικών Διαφορών Συμφερόντων κατά το Ν. 1876/90, ο.π., σελ. 142. 39 Βλ. την Α.Π. 223/2001, ΕΕργΔ 2001, σελ. 1198, στην οποία με αναφορά στο άρθρο 16 του ν, 1876/1990 γίνεται λόγος για νομοθετικό σκοπό που έγκειται στο να αποτρέψει ενέργειες ή συμπεριφορές, ιδιαίτερα της εργοδοτικής πλευράς, που θα οδηγούσαν σε παρέλκυση, με τελικό στόχο την αποτυχία των διαπραγματεύσεων και τις μεταγενέστερες αυτής που κινούνται στο ίδιο πνεύμα: ΕφΑθ 3373/2002, ΔΕΕ 2002, σελ. 1031, ΜΠΗρ 284/6762/152/2002, ΔΕΕ 2003, σελ. 322. Από θεωρία βλ. Κουκιάδη, Η αμφισβήτηση της συνταγματικότητας του συστήματος διαιτησίας (ν. /1876/1990), ο.π., σελ. 537. 20

υπόψη οι εκάστοτε κρατούσες εθνικές συνθήκες 40. Η συγκεκριμένη ρύθμιση καθιστά τα διαπραγματευόμενα μέρη ισοδύναμα 41 και δεν επιτρέπει στην εργοδοτική πλευρά να παραβιάζει με τρόπο κατάφωρα αντίθετο στην καλή πίστη την επιβαλλόμενη από τις ΔΣΕ 98 και 154 υποχρέωση προώθησης των διαπραγματεύσεων 42. Μάλιστα η προαναφερόμενη νομοθετική αναγνώριση δικαιώματος μονομερούς προσφυγής στην εργατική πλευρά του άρθρου 16 παρ. 1 περ. γ' γίνεται με τρόπο που οδηγεί σε εύλογο συγκερασμό των συγκρουόμενων συμφερόντων και διασφαλίζει την ειρήνη μεταξύ των κοινωνών 43, αφού στην περίπτωση αυτή αναστέλλεται κατά την παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου κάθε απεργιακή κίνηση για 10 ημέρες 44. Τέλος, η ρύθμιση του άρθρου 16 παρ. 1 περ. δ' αποσκοπεί ομοίως με την περίπτωση β' στην αντιμετώπιση της κακοπιστίας για την προώθηση των ελεύθερων διαπραγματεύσεων και την εξισορρόπηση των άνισων δυνάμεων μεταξύ των δύο μερών 45. Η μονομερής προσφυγή των περ. β', γ' και δ', έχει, δηλαδή, το χαρακτήρα εύλογης κύρωσης 46 σε βάρος του μέρους που αρνείται τη μεσολάβηση ή τα αποτελέσματά της, γεγονός το οποίο εναρμονίζεται και με την κεντρική θέση της μεσολάβησης στο σύστημα συλλογικής διαπραγμάτευσης. Δεν πρέπει, όμως, να παροράται το γεγονός ότι κανόνας παραμένει η 40 Καζάκος, Η Διαιτησία Συλλογικών Διαφορών Συμφερόντων κατά το Ν. 1876/90, ο.π., σελ. 133138, Ντάσιος, ο.π., σελ. 4. 41 Καζάκος, Η Διαιτησία Συλλογικών Διαφορών Συμφερόντων κατά το Ν. 1876/90, ο.π., σελ. 139 επ., ο οποίος επισημαίνει ότι «η χορήγηση δικαιώματος μονομερούς προσφυγής μόνο στην εργατική πλευρά δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας λόγω της δομικής ανισότητας εργαζομένων- εργοδοτών», Ντάσιος, ο.π., σελ.5, ο οποίος παρατηρεί ότι: «για να ευοδώσουν οι ελεύθερες διαπραγματεύσεις πρέπει τα διαπραγματευόμενα μέρη να είναι ισοδύναμα. Διαφορετικά το οικονομικά ισχυρότερο μέρος θα επιβάλλει τους δικούς του όρους ή παραμένοντας αδιάλλακτο στις αρνητικές θέσεις του θα ματαιώσει τις διαπραγματεύσεις και στη συνέχεια θα αρνηθεί τη μεσολάβηση και τη διαιτησία». Βλ. επίσης Παπαδημητρίου, ο.π., σελ. 128 επ. και Λεβέντη, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, ο.π., σελ. 455. 42 Βλ. Δωρή-Μπρεδήμα, ο.π., σελ. 1272-1275, οι οποίοι κάνουν λόγο για δικαίωμα απεμπλοκής από το αδιέξοδο που προκαλείται. 43 Βλ. Δωρή-Μπρεδήμα, ο.π., σελ. 1275. 44 Βλ. Καζάκο, Η Διαιτησία Συλλογικών Διαφορών Συμφερόντων κατά το Ν. 1876/90, ο.π., σελ. 137, τον ίδιο, «Υποχρεωτική» Διαιτησία και συλλογική αυτονομία, Η διαιτησία του ν. 1876/1990 και η Διεθνής Σύμβαση Εργασίας 154, ο.π., σελ. 645, ο οποίος χαρακτηρίζει την αναστολή της άσκησης του δικαιώματος απεργίας ως αντιστάθμισμα της αναγνώρισης μονομερούς προσφυγής αποκλειστικά στην εργατική πλευρά, Μάλιστα κατά τον Κουκιάδη, Η αμφισβήτηση της συνταγματικότητας του συστήματος διαιτησίας (ν. 1876/1990), ο.π., σελ. 537: «αναστολή αυτή είναι στην πράξη διαρκής, αφού δεν υπάρχει ποτέ απεργία μετά το δεκαήμερο». 45 Ντάσιος, ο.π., σελ. 3. 46 Λεβέντης, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, ο.π., σελ. 443, Καζάκος, Συλλογική αυτονομία, δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στη δαιτησία και Δ.Ο.Ε., Ζητήματα ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου, ο.π., σελ. 456. 21

προσφυγή στη διαιτησία με κοινή συμφωνία των μερών και ότι η μονομερής προσφυγή αποτελεί εξαιρετικό μέτρο που λειτουργεί ως μηχανισμός στήριξης και συμπλήρωσης της συλλογικής αυτονομίας, καθώς στην ελληνική πραγματικότητα υπάρχουν ελλείμματα διαπραγματευτικής ισχύος των εργατικών οργανώσεων 47. Τέλος, το κράτος δεν κινεί ούτε παρεμβαίνει στη μεσολάβηση-διαιτησία. Ο ΟΜΕΔ είναι ν.π.ι.δ., πλήρως αυτοδιοικούμενο, στη διοίκηση του οποίου πρωταρχικό ρόλο παίζουν οι κοινωνικοί εταίροι. Από τα 11 μέλη του ΔΣ του ΟΜΕΔ, 3 είναι εκπρόσωποι των εργαζομένων (της ΓΣΕΕ) και 3 εκπρόσωποι των κορυφαίων εργοδοτικών οργανώσεων (του ΣΕΒ, της ΓΣΕΒΕ και της Ένωσης Εμπορικών Συλλόγων Ελλάδας). Καθίσταται σαφές ότι η πλειοψηφία των μελών του ΔΣ του ΟΜΕΔ είναι εκπρόσωποι των κοινωνικών εταίρων, με αποτέλεσμα ο ΟΜΕΔ να μη μπορεί να λειτουργήσει χωρίς τη συναίνεση και τη συμμετοχή αυτών 48. Οι μεσολαβητές-διαιτητές απολαμβάνουν πλήρους ανεξαρτησίας και οφείλουν να εκτελούν τα καθήκοντά τους με αντικειμενικότητα (άρθρο 17 παρ. 2, εδ. β'). Προσλαμβάνονται από τον ΟΜΕΔ με δημόσια προκήρυξη (άρθρο 17 παρ. 2), ενώ η θητεία τους είναι τριετής και ανανεώσιμη. Απ όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι ο ν. 1876/1990 υπήρξε αποτέλεσμα προσπάθειας για την εναρμόνιση με τις διεθνείς συμβάσεις και συστάσεις, καθώς και για την προσέγγιση στις νομοθεσίες των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, χωρίς όμως να παραβλέπεται η ελληνική πραγματικότητα 49, στην οποία επικρατεί διαπραγματευτική ανισότητα μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών, με τον εργαζόμενο να αποτελεί το αδύναμο μέρος. Το τελευταίο ανταποκρίνεται άλλωστε και στη ρητή υπόδειξη που εμπεριέχεται αφενός μεν στη ΔΣΕ 98, στο άρθρο 4 «...μέτρα ανταποκρινόμενα εις τας εθνικάς συνθήκας...», αφετέρου δε στην ΔΣΕ 154, άρθρο 5 παρ. 1 «.μέτρα που συμβιβάζονται με τις εθνικές συνθήκες.». Οι περιπτώσεις μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία που αναγνωρίζονται από το νόμο αποβλέπουν αμιγώς στην αντιμετώπιση της 47 Καζάκος, Συλλογική αυτονομία, δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία και Δ.Ο.Ε., Ζητήματα ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου, ο.π., σελ. 460-462. 48 Βλ. Κουκιάδη, Η αμφισβήτηση της συνταγματικότητας του συστήματος διαιτησίας (ν. 1876/1990), ο.π., σελ. 537, ο οποίος εύστοχα παρατηρεί ότι οι μεσολαβητές-διαιτητές δεν ορίζονται από κάποιο τρίτο, δεν επιβάλλονται από το κράτος, αλλά επιλέγονται από τους ίδιους εκπροσώπους των ενδιαφερομένων, που έχουν πλειοψηφία στο ΔΣ. 49 Καρδάρας, Ο ν. 1876/1990 για τις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις, ΝοΒ 1990, σελ. 546. 22