Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν άνδρα που τον έλεγαν Ιωσήφ. Οι γονείς της, ο Ιωακείμ και η Άννα, είχαν πεθάνει. Η κοπέλα έμενε μόνη της και ζούσε με το νόμο του Θεού.
Κάποια μέρα παρουσιάστηκε μπροστά της ο Αρχάγγελος Γαβριήλ και της είπε: -Χαίρε εσύ, που είσαι προικισμένη από το Θεό με όλες τις αρετές. Είσαι ευλογημένη ανάμεσα στις γυναίκες. Η Μαρία ταράχτηκε αλλά ο άγγελος συνέχισε: Μη φοβάσαι Μαρία. Ο Θεός σε έκρινε άξια για μια μεγάλη ευλογία: Θα γεννήσεις γιο και θα τον ονομάσεις Ιησού! Αυτός θα είναι πολύ μεγάλος! Θα ονομαστεί Υιός του Θεού και η Βασιλεία Του θα είναι αιώνια!
-Και πώς θα γίνει αυτό, αφού δεν είμαι παντρεμένη; ρώτησε η Μαρία και ο άγγελος της απάντησε: -Θα σε επισκεφθεί Πνεύμα Άγιο και η δύναμη του Θεού θα σε σκεπάσει και θα σε προστατεύσει.το παιδί αυτό θα είναι άγιο και θ αναγνωριστεί απ όλους ως Υιός του Θεού. Τότε η Μαρία είπε: Ας γίνει αυτό που θέλει ο Κύριος!
Όταν πλησίαζαν οι μέρες που η Μαρία θα γεννούσε το Χριστό, ο Καίσαρας Αύγουστος έβγαλε μια διαταγή που έλεγε ότι όλοι οι υπήκοοί του έπρεπε να πάνε να γραφτούν στους καταλόγους, στον τόπο της καταγωγής τους. Η Μαρία και ο Ιωσήφ, έπρεπε να πάνε στη Βηθλεέμ που ήταν μια μικρή πόλη στην επαρχία της Ιουδαίας. Η απόσταση ήταν μεγάλη.φτάνοντας στη Βηθλεέμ, αναζήτησαν ένα μέρος για να περάσουν τη νύχτα τους. Όμως, το πανδοχείο ήταν γεμάτο από κόσμο. Έτσι, βρήκαν στέγη μέσα σε μια σπηλιά, που χρησίμευε ως σταύλος για τα ζώα.
Εκείνη τη νύχτα η Παρθένος Μαρία γέννησε τον Υιό του Θεού, τον Χριστό, το πρώτο και μοναδικό της παιδί. Το σπαργάνωσε, το τύλιξε δηλαδή με πάνες, και το έβαλε στη φάτνη που έβαζαν το χόρτο για τα ζώα, για να το κρατήσει ζεστό.
Έξω από τη Βηθλεέμ, στα βοσκοτόπια, ήταν μερικοί βοσκοί που έμεναν και τη νύχτα στα χωράφια και ξαγρυπνούσαν με τη σειρά για να φυλάνε τα κοπάδια τους. Ξαφνικά, παρουσιάστηκε μπροστά τους ένας άγγελος του Θεού, κι ένα λαμπρό υπερφυσικό φως έλαμψε γύρω τους. Τότε η καρδιά τους πάγωσε από το μεγάλο φόβο, αλλά ο άγγελος τους είπε: Μη φοβάστε! Σας φέρνω μια πολύ χαρούμενη είδηση, που θα σας γεμίσει χαρά κι εσάς και όλο τον κόσμο! Σήμερα γεννήθηκε για σας σωτήρας1 Είναι ο Χριστός, ο Κύριος στην πόλη του Δαβίδ. Να πώς θα τον αναγνωρίσετε. Θα βρείτε ένα βρέφος σπαργανωμένο και τοποθετημένο μέσα σε μια φάτνη.
Ξαφνικά, άρχισε να κατεβαίνει από τον ουρανό ένα πλήθος αγγέλων, που δοξολογούσαν το Θεό και έλεγα: Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῶ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρὠποις εὐδοκία.
Όταν οι άγγελοι έφυγαν και πέταξαν στον ουρανό, οι βοσκοί είπαν μεταξύ τους: -Ας πάμε ως τη Βηθλεέμ, να δούμε αυτό που μας είπε ο άγγελος, αυτό που μας φανέρωσε ο Κύριος. Έφτασαν γρήγορα στη σπηλιά και βρήκαν τον Ιωσήφ, τη Μαρία και το βρέφος. Τότε κατάλαβαν ότι βρήκαν ότι τους είπε ο άγγελος κι άρχισαν να λένε παντού για το παιδί που γεννήθηκε. Όσοι άκουσαν το γεγονός θαύμαζαν και απορούσαν.
Την εποχή εκείνη βασιλιάς της Ιουδαίας ήταν ο Ηρώδης. Σοφοί άνθρωποι που μελετούσαν τα άστρα έφτασαν εκείνες τις μέρες στην Ιερουσαλήμ και ρωτούσαν να μάθουν που γεννήθηκε ο βασιλιάς των Ιουδαίων. Έρχονταν οδηγημένοι από ένα μεγάλο λαμπρό άστέρι και ήθελαν να πάνε να τον δουν και να τον προσκυνήσουν.
Όταν ο βασιλιάς Ηρώδης άκουσε τα λόγια των μάγων φοβήθηκε μήπως γεννήθηκε κάποιος που επρόκειτο να του πάρει το θρόνο! Μάζεψε λοιπόν τους αρχιερείς και τους γραμματείς του λαού και ζητούσε να μάθει από αυτούς σε ποιο μέρος, σύμφωνα με τις Άγιες Γραφές, έλεγαν οι προφήτες ότι θα γεννηθεί ο Χριστός. Τότε οι αρχιερείς του απάντησαν: -Στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας! Έτσι είχε γράψει ο προφήτης Μιχαίας. Ο Ηρώδης τότε κάλεσε κρυφά τους μάγους κι εξακρίβωσε πότε είχε φανεί το αστέρι στον ουρανό. -Πηγαίνετε στη Βηθλεέμ κι εξετάστε τα γεγονότα με ακρίβεια, τους είπε. Αν βρείτε το παι ελάτε να μου το πείτε, για να πάω κι εγώ να το προσκυνήσω!
Οι μάγοι ξεκίνησαν πάλι και με το αστέρι για οδηγό έφτασαν κάποτε στο σημείο που βρισκόταν το παιδί. Όταν οι μάγοι είδαν ότι στάθηκε το αστέρι, χάρηκαν πάρα πολύ! Μπήκαν στο μέρος που φιλοξενούσε το παιδί και τη Μαρία, έπεσαν στη γη και το προσκύνησαν.
Ύστερα άνοιξαν τους θησαυρύς του και του πρόσφεραν σμύρνα, χρυσάφι και λιβάνι. Πριν αναχωρήσουν όμως οι μάγοι είδαν στον ύπνο τους ένα όνειρο σταλμένο από το Θεό, που τους ζητούσε να μην περάσουν ξανα από τον Ηρώδη. Έτσι, ξεκίνησαν για την πατρίδα τους από άλλο δρόμο.
Στο μεταξύ, άγγελος Κυρίου φάνηκε στον Ιωσήφ και του είπε: -Ιωσήφ, πάρε το παιδί και τη ητέρα του και φύγε για την Αίγυπτο! Θα μείνεις εκεί ώσπου να σου πω! Φύγε, γιατί ο Ηρώδης θα αναζητήσει το παιδί για να το σκοτώσει!
Τότε ο Ιωσήφ σηκώθηκε, πήρε το παιδί και τη μητέρα του κι έφυγε νύχτα για την Άίγυπτο. Εκεί έμεινε ώσοου πέθανε ό Ηρώδης και το παιδί δεν κινδύνευε πια!