Προεκτίµηση των αναγκαίων εµφατνωµένων σε πλαίσια ή και ανεξαρτήτων τοιχωµάτων για την ενίσχυση υφιστάµενης οικοδοµής Ι. Τέγος, Καθηγητής. Τµήµα Πολιτικών Μηχανικών, ΑΠΘ. Γ. Χ. Ρουπακιάς, Υποψήφιος ιδάκτορας Πολιτικός Μηχανικός. Τµήµα Πολιτικών Μηχανικών ΑΠΘ Λέξεις κλειδιά:ενίσχυση, επιτελεστικότητα, εµφατνωµένο τοίχωµα, µετακινήσεις ασφαλείας. ΠΕΡΙΛΗΨΗ: Η εµφάτνωση τοιχωµάτων εντός των πλαισίων του φέροντος οργανισµού µιας οικοδοµής αποβλέπει: (α) στην παραλαβή µέσω αυτών µεγάλου τµήµατος των σεισµικών φορτίων και (β) στην δραστική µείωση των σεισµικών µετακινήσεων του χωρικού συστήµατος. Αµφότερα συντελούν εµµέσως στην αποτελεσµατική προστασία του υφιστάµενου φέροντος οργανισµού µε τον οικονοµικότερο κατά κανόνα τρόπο. Στα πλαίσια της επιδίωξης µιας προεκτίµησης διατοµών τοιχωµάτων προτείνεται µια µεθοδολογία ενίσχυσης ερειδόµενη στις µετακινήσεις του υπάρχοντος χωρικού συστήµατος. Σύµφωνα µε αυτήν προσδιορίζονται, µέσω γραµµικής αναλύσεως και µε την µέθοδο της φασµατικής αποκρίσεως, οι αντιστοιχούσες στην προκριθείσα επιτελεστικότητα σεισµικές καταπονήσεις των κατακορύφων δοµικών στοιχείων του υφιστάµενου φέροντος οργανισµού και κατόπιν βάσει αυτών και των οµολόγων αντοχών τους µε συγκεκριµένη διαδικασία, καθορίζονται τα φορτία και οι µετακινήσεις ασφαλείας του. Στην περίπτωση που οι µετακινήσεις του υπάρχοντος φέροντος οργανισµού για τα ως ανωτέρω φορτία, όπως κατά κανόνα συµβαίνει, είναι µεγαλύτερες των µετακινήσεων ασφαλείας του δοµήµατος, επιδιώκεται ο υποβιβασµός των δευτέρων µέσω εµφατνώσεως τοιχωµάτων εντός πλαισίων σε θέσεις καθοριζόµενες µε οικονοµοτεχνικά κριτήρια και σε ποσότητα ανάλογη µε το εύρος ψαλίδας µεταξύ των µετακινήσεων ασφαλείας και των οµολόγων µετακινήσεων σχεδιασµού. Η µεθοδολογία εφαρµόζεται στην περίπτωση οικοδοµής που µελετήθηκε αντισεισµικώς µε τον κανονισµό του 1959 και για δύο προσδοκώµενα, κατά ΚΑΝΕΠΕ, επίπεδα επιτελεστικότητας. 1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ένα µεγάλο ποσοστό κτιρίων της χώρας έχει κτισθεί πριν τον αντισεισµικό κανονισµό του 1985 ο οποίος αποτελεί το ορόσηµο και τον πρόδροµο των κανονισµών νέας γενεάς και ένα σηµαντικό ποσοστό νωρίτερα από τον πρώτον ισχύσαντα αντισεισµικό κανονισµό του 1959. Με βάση την πιο πρόσφατη απογραφή της Εθνικής στατιστικής Υπηρεσίας το 33% των οικοδοµών της χώρας έχει ανεγερθεί πριν το 1959 και ένα άλλο 47% µεταξύ των 1959 και 1985. Συνεπώς το πλείστον των ελληνικών οικοδοµών έχει σχεδιασθεί είτε χωρίς αντισεισµικούς κανονισµούς είτε βάσει υποτυπωδών αντισεισµικών κανονισµών, οι οποίοι αφενός υποτιµούσαν το µέγεθος των σεισµικών δράσεων και αφετέρου προσδιόριζαν τα σεισµικά εντατικά µεγέθη πληµµελώς, εξαιτίας των, συγκριτικώς µε τα σηµερινά, πολύ αδυνάτων υπολογιστικών µέσων, µε αποτέλεσµα την µειωµένη αντοχή τους. Επίσης αγνοούσαν την σηµασία της πλαστιµότητος, η οποία σήµερα θεωρείται ως η βασικότερη αντισεισµική µηχανική ιδιότητα των κατασκευών εν συνδυασµώ, βεβαίως, µε τον ικανοτικό σχεδιασµό, ο οποίος περιλαµβάνει τη ορθολογική, αντισεισµικώς, ιεράρχηση µεταξύ των αντοχών των δοµικών στοιχείων, καθώς και των διαφόρων ειδών αντοχών στο ίδιο δοµικό στοιχείο. Ωστόσο η αντισεισµική ασφάλεια των παλαιών οικοδοµών απειλείται, ίσως πολύ περισσότερο, από τους οιονεί διάσπαρτους αδύνατους κρίκους, του χωρικού φέροντος οργανισµού οι οποίοι σχετίζονται είτε µε παρεκκλίσεις από την κανονικότητα («µαλακοί» όροφοι, βραχέα 15ο Συνέδριο Σκυροδέματος, ΤΕΕ, ΕΤΕΚ, Αλεξανδρούπολη, 25-27 Οκτωβρίου., 6 1
υποστυλώµατα), είτε οφείλονται στο ανθρώπινο παράγοντα (άγνοια, ανευθυνότητα καλυπτόµενη από τον µανδύα του αδέσποτου δόγµατος περί «φιλοτιµίας του σκυροδέµατος») είτε, τέλος, στον εργοταξιακό τρόπο κατασκευής του φέροντος οργανισµού (κόµβοι, ελλιπή µήκη παραθέσεως, αγκυρώσεις). Και δεν θα αποτελούσε µεγάλη υπερβολή εάν οι εν λόγω αδύνατοι κρίκοι της αλυσίδας των επιµέρους αντοχών σε κάποιες περιπτώσεις χαρακτηρίζονταν βραδυφλεγείς βόµβες απειλούσες µε καταστροφικά αποτελέσµατα εάν πυροδοτηθούν από έναν ισχυρό σεισµό, οπότε η αντισεισµική ασφάλεια επαφίεται στις υπάρχουσες εφεδρείες µε προεξάρχοντα τον αγνοούµενο, υπολογιστικώς, οργανισµό πληρώσεως. Η τελευταία παρατήρηση θίγει το ευαίσθητο θέµα των αβεβαιοτήτων, το οποίον στην περίπτωση των ενισχύσεων υφισταµένων κατασκευών είναι για ευνόητους λόγους πολύ µεγαλυτέρας κλίµακας συγκριτικά µε εκείνο των νέων κατασκευών. Η παρατήρηση αυτή δίνει ιδιαίτερη αξία στην Αριστοτέλεια αρχή σύµφωνα προς την οποία «ο λογικός άνθρωπος δεν επιδιώκει µεγαλύτερη ακρίβεια από εκείνη που επιτρέπει η φύση του προβλήµατος που µελετά». Μια άλλη παρατήρηση, η οποία θα πρέπει να λαµβάνεται υπόψιν κατά τον σχεδιασµό των ενισχύσεων είναι ότι σύµφωνα µε στατιστικές αποτιµήσεις, οι σεισµικής προελεύσεως βλάβες των ισογείων των πολυωρόφων κατασκευών έχουν λεόντειο συµµετοχή επί του συνόλου των βλαβών. Το φαινόµενο δεν είναι δύσκολο να ερµηνευτεί καθόσον η υποτίµηση της υπολογιστικής σεισµικής καταπονήσεως ήταν µεγαλύτερη στον κατώτατο από τους ενεργούς σεισµικώς ορόφους. Επίσης όσον αφορά την σπουδαιότητα στην συµβολή στην ασφάλεια του κτιρίου, προκύπτει και µε βάση το πνεύµα των ικανοτικών κριτηρίων των σύγχρονων κανονισµών, µια αδιαφιλονίκητη υπεροχής της σηµασίας των κατακορύφων µελών, ήτοι των υποστυλωµάτων και των τοιχωµάτων έναντι των οριζοντίων. Και πάλι τα στατιστικά αποτελέσµατα επί των σεισµικών αστοχιών δείχνουν ότι τα µεν τοιχώµατα αστοχούν κατά κανόνα από τέµνουσα, τα δε υποστυλώµατα, αναλόγως της τάξεως του ανοίγµατος διατµήσεως που λειτουργούν κατά την σεισµική δράση, άλλοτε αστοχούν από κάµψη και άλλοτε από τέµνουσα. Κατά την διάρκεια ενός ακραίου σεισµού λαµβάνουν χώρα διαδοχικές αστοχίες διατοµών, γεγονός που σηµαίνει στην καλύτερη περίπτωση, διακοπή της συµβολής αυτών στην ανάληψη της σεισµικής καταπονήσεως. Εάν, ωστόσο, το δοµικό στοιχείο µετά την εµφανισθείσα σεισµική βλάβη αδυνατεί να αντεπεξέλθει στην ανάληψη των φορτίων βαρύτητας το χωρικό σύστηµα παρουσιάζει τοπική κατάρρευση και αν τα γειτονικά του δεν µπορούν µέσω τυχών διαθεσίµων υπεραντοχών να το αναπληρώσουν στην ανάληψη των φορτίων βαρύτητας τότε παρατηρείται γενική κατάρρευση του κτιρίου. Το ζήτηµα της τοπικής ή της γενικής καταρρεύσεως παραπέµπει στις στάθµες επιτελεστικότητας των σύγχρονων κανονισµών και ειδικότερα στις θεµελιώδεις επιδιώξεις των, µεταξύ των οποίων είναι και η αποφυγή καταρρεύσεως, το επιδιορθώσιµο των βλαβών, η προστασία της ανθρώπινης ζωής και η σχεδόν πλήρης λειτουργικότητα µετά τον σεισµό σχεδιασµού, Πίνακας 1, (2 ο Σχέδιο ΚΑΝΕΠΕ, 5) Πίνακας 1. Στάθµες επιτελεστικότητας ανηγµένες στο επίπεδο των σηµερινών Κανονισµών Πιθανότητα υπέρβασης σεισµικής δράσης εντός του συµβατικού χρόνου ζωής των 5% Στάθµη Επιτελεστικότητας Φέροντος Οργανισµού Σχεδόν πλήρης Λειτουργικότητα κατά τον σεισµό Προστασία ζωής και περιουσίας των Ενοίκων Οιονεί Κατάρρευση 1% Α1 [2.] Β1 [1.] Γ1 [.7] 5% Α2 [1.] Β2 [.55] Γ2 [.] 15ο Συνέδριο Σκυροδέματος, ΤΕΕ, ΕΤΕΚ, Αλεξανδρούπολη, 25-27 Οκτωβρίου., 6 2
2 ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗΣ ΜΕΘΟ ΟΛΟΓΙΑΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΣ Ως γνωστόν τα σεισµικά αδρανειακά φορτία οι σεισµικές µετακινήσεις και οι σεισµικές καταπονήσεις ευρίσκονται σε σχέση αλληλεπίδρασης µεταξύ των, και το ένα επηρεάζεται και τροφοδοτείται από το άλλο. Εποµένως εάν το υφιστάµενο χωρικό σύστηµα φορτιστεί σύµφωνα µε τις προβλέψεις του Ε.Α.Κ., είναι δυνατόν να προσδιοριστούν τα φορτία και οι µετακινήσεις που αντιστοιχούν στην οριακή από άποψη ασφαλείας κατάσταση των κρισίµων, σύµφωνα µε τις προηγηθείσες επισηµάνσεις κατακορύφων µελών του ισογείου. Επειδή µάλιστα η εξάντληση των αντοχών των εν λόγω δοµικών στοιχείων οπωσδήποτε δεν είναι ταυτόχρονη απαιτείται µια διαδικασία όπως αυτή που περιγράφεται στο Σχ.1 για τον καθορισµό της σεισµικής φορτίσεως αστοχίας του ισογείου. Στο σύστηµα συντεταγµένων του σχήµατος κάθε κατακόρυφο στοιχείο του ισογείου απεικονίζεται µε ένα σηµείο του οποίου η τετµηµένη παριστάνει την καταπόνηση του από την οµάδα δράσεων µε τον σεισµό και η τεταγµένη του την οµόλογη αντοχή του. Στην περίπτωση που, για την φόρτιση σχεδιασµού της προκριθείσας επιτελεστικότητας ενισχύσεως, όλα τα κατακόρυφα στοιχεία είχαν εξαντλήσει ταυτοχρόνως την αντοχή τους τότε τα αντίστοιχα σηµεία τους θα έκειντο επί ευθείας διερχοµένης από την αρχή του συστήµατος συντεταγµένων, ενώ εάν οι σεισµικές καταπονήσεις τους ήταν ίσες µε τις αντοχές τους τότε η ληφθείσα φόρτιση, θα αποτελούσε την οριακή φόρτιση ασφαλείας. Επειδή αυτό δεν συµβαίνει όσα σηµεία είναι πάνω από την διχοτόµο του συστήµατος των αξόνων αντιστοιχούν σε στοιχεία τα οποία διαθέτουν, έναντι των σεισµικών δράσεων που αντιστοιχούν στην επιδιωκόµενη επιτελεστικότητα περιθώρια ασφαλείας, ενώ τα σηµεία που είναι κάτω από την διχοτόµο αντιστοιχούν σε στοιχεία που, θεωρητικώς, έχουν αστοχήσει για την υπόψιν φόρτιση σχεδιασµού. Κατόπιν των ανωτέρω απαιτείται κάποιος βαθµός προσωπικής κρίσεως για να αχθεί µια ευθεία συσχετίσεως που αντιστοιχεί στην γενικευµένη αστοχία των στοιχείων του ισογείου, της οποίας µάλιστα η κλίση, συντελεστής διευθύνσεως, εκπροσωπεί τον διορθωτικό, µειωτικό κατά κανόνα, συντελεστή των σεισµικών δράσεων που έχουν ληφθεί, υπό την έννοια ότι τα διορθωµένα φορτία αποτελούν την φόρτιση αστοχίας του φέροντος οργανισµού. Αντοχή Σi, Ti Υπολογιστική Καταπόνηση Σχήµα 1: ιαδικασία προσδιορισµού δράσεων και µετακινήσεων ασφαλείας. Τυχόν επιφυλάξεις για το εάν πράγµατι το ισόγειο αποτελεί τον κρίσιµο όροφο είναι δυνατόν να διευκρινηθούν µε την επανάληψη της διαδικασίας για οποιονδήποτε ύποπτο όροφο. Σηµειωτέον ότι η απόφαση για το ποια στοιχεία θα πρέπει ενδεχοµένως να ενισχυθούν είναι δυνατόν να προκύψει για εκείνα των οποίων οι απεικονίσεις προκύπτουν κάτω και πολύ µακριά από την καθορισθείσα θέση της χαραχθείσας ευθείας, ή εκείνα των οποίων η ενίσχυση θα έχει ως αποτέλεσµα την δραστική βελτίωση της τιµής του συντελεστή διευθύνσεώς της µε κριτήριο την οικονοµικότητα της ενισχύσεως. 15ο Συνέδριο Σκυροδέματος, ΤΕΕ, ΕΤΕΚ, Αλεξανδρούπολη, 25-27 Οκτωβρίου., 6 3
Όσον αφορά την φόρτιση - αφετηρία αυτή θα µπορούσε να είναι, όπως προαναφέρθη, η αντιστοιχούσα στην επιδιωκόµενη επιτελεστικότητα της ενισχύσεως. Ο συντελεστής συµπεριφοράς για τις παλιές οικοδοµές είναι εύλογο να εκτιµάται κατά περίπτωση q=1.5 ή q=1.. Οι µετακινήσεις που προκύπτουν για την σεισµική φόρτιση αστοχίας εν συνδυασµώ µε την τιµή q που κρίθηκε ως κατάλληλη για την εξεταζόµενη περίπτωση, χαρακτηρίζονται ως «µετακινήσεις ασφαλείας» του υφισταµένου φέροντος οργανισµού. Υπό την έννοια ότι αυτές αποτελούν τις µέγιστες µετακινήσεις που µπορούν να παραλειφθούν µε ασφάλεια από αυτόν. Κατόπιν τούτου το είδος και το µέγεθος της ενισχύσεως επιδιώκεται στα πλαίσια µιας στρατηγικής ενισχύσεως που στηρίζεται στην έµµεση προσπέλαση, καθόσον στην στρατηγική είναι γνωστό ότι πολλές φορές η τεθλασµένη είναι συντοµοτέρα της ευθείας. Τίθεται ως βασικό κριτήριο συµµορφώσεως ο περιορισµός των µετακινήσεων του ενισχυµένου συστήµατος για τις σεισµικές δράσεις, της προκριθείσας επιτελεστικότητας στο ίδιο επίπεδο µε εκείνο των µετακινήσεων ασφαλείας που έχουν προσδιοριστεί για το υφιστάµενο φέρον σύστηµα. 3 ΕΦΑΡΜΟΓΗ Η προτεινόµενη µεθοδολογία εφαρµόζεται στην περίπτωση οικοδοµής η οποία µελετήθηκε µε βάση τον κανονισµό του 1959 και περιλαµβάνεται µεταξύ των διδακτικών παραδειγµάτων στον ΙΙΙ τόµο του εγχειριδίου µε τον τίτλο «Μαθήµατα Σιδηροπαγούς Σκυροδέµατος» του καθηγητού του ΑΠΘ Γ. Πενέλη, Θεσσαλονίκη 1973. Ο ξυλότυπος της πλάκας του ισογείου µε την απαραίτητη κατακόρυφη τοµή του κτιρίου δίδεται στο Σχ.2. Στο παράδειγµα του βιβλίου µελετώνται τα υποστυλώµατα του πρώτου ορόφου ωστόσο µε βάση την ισχύουσα τότε πρακτική για τις ανάγκες της παρούσας εργασίας οι υπολογισµοί επεκτάθηκαν και στα κατακόρυφα στοιχεία του ισογείου. Κατόπιν επιχειρήθηκε ο καθορισµός της αναγκαίας ενισχύσεως του φέροντος οργανισµού για σεισµικότητα Ι και δύο στάθµες επιτελεστικότητας, µε βάση τον Πίνακα 1: (α) την προστασία ζωής και περιουσίας των ενοίκων και (β) την σχεδόν πλήρη µετά τον σεισµό λειτουργικότητα, µε πιθανότητα υπερβάσεως του σεισµού σχεδιασµού 1% για ένα προσδόκιµο χρόνο ζωής της οικοδοµής µετά την ενίσχυση, τα πενήντα έτη. Το υφιστάµενο χωρικό σύστηµα εξετάζεται υπό την φόρτιση της ως άνω (α) περιπτώσεως επιτελεστικότητας (α=,16 και q=1.5) και προσδιορίζονται για τις δυο οριζόντιες κύριες διευθύνσεις της κατόψεως τα φορτία διατοµής, ροπές κάµψεως για τα υποστυλώµατα και τέµνουσες για τα τοιχώµατα του ισογείου. Εν συνεχεία προσδιορίζονται οι οµόλογες αντοχές αυτών των δοµικών στοιχείων και τα σηµεία τους τοποθετούνται στα συστήµατα αξόνων του Σχ.3 και Σχ.4. Με βάση την διασπορά των σηµείων προκύπτουν τα εξής συµπεράσµατα: (α) Για την περίπτωση της συνήθους επιτελεστικότητας απαιτούνται ενισχύσεις ορισµένων στύλων των Σ5, Σ15, Σ18, Σ19, όπως φαίνεται στο Σχ.3(α) και (β), καθώς και των τοιχωµάτων του πυρήνα του κλιµακοστασίου, µε γνώµονα τα σηµεία απεικονίσεως τους, ώστε αυτά να ευρεθούν επί ή άνω της διχοτόµου του συστήµατος των αξόνων. Βεβαίως η ενίσχυση του πυρήνα, εφόσον αυτή είναι εφικτή, συνεπάγεται περαιτέρω ανακούφιση του συνόλου των στύλων και µεταξύ αυτών και των τεσσάρων που χρειάζονται ενίσχυση. Στο Σχ.4 δίνεται η νέα κατάσταση του φέροντος οργανισµού και στο Σχ.5 (α) και (β) οι τροποποιηθείσες απεικονίσεις των κατακορύφων στοιχειών. 15ο Συνέδριο Σκυροδέματος, ΤΕΕ, ΕΤΕΚ, Αλεξανδρούπολη, 25-27 Οκτωβρίου., 6 4
14.8 Κατακόρυφη τοµή του Κτιρίου 4. 3. 3. 18.5 4. 4.5 4.9 Σχήµα 2 : Ξυλότυπος οροφής Ισογείου και κατακόρυφη τοµή της οικοδοµής που ενισχύθηκε. 15ο Συνέδριο Σκυροδέματος, ΤΕΕ, ΕΤΕΚ, Αλεξανδρούπολη, 25-27 Οκτωβρίου., 6 5
Mrdy (KNm), Vrd (KN) 1-1 1 8 3 1 17 4 14 15 2 6 7 9 12 16 8 19 18 1y 13 2y 8 1 Msdy(KNm), Vsd (KN) 1-1 (α) 5 Mrdx(KNm), Vrd(KN)x,5x1-1 1 8 6 19 18 7 13 1 5 9 12 16 4 8 15 14 17 8 1 1x Msdx(KNm), Vsd(KN)x,5x1-1 Σχήµα 3: ιαγράµµατα συσχέτισης, (α) για την διεύθυνση x-x, (β) για την διεύθυνση y-y. (β) 3 2 Σχήµα 4: Ξυλότυπος ενισχυµένου φέροντος οργανισµού (α) περιπτώσεως επιτελεστικότητας. 15ο Συνέδριο Σκυροδέματος, ΤΕΕ, ΕΤΕΚ, Αλεξανδρούπολη, 25-27 Οκτωβρίου., 6 6
Mrdy-y(ΚΝm), Vrd(KN)x.5x1-1 7 5 3 1 Mrdx-x(KNm), Vrd(KN)x1-1 7 5 3 1 Τοιχ ώµατα 1 3 5 7 Msdy-y(KNm), Vsd(KN)x1-1 (α) 1 3 5 7 Msdx-x(KNm ),Vsd(KN)x1-1 Σχήµα 5: ιαγράµµατα συσχέτισης, (α) για την διεύθυνση x-x, (β) για την διεύθυνση y-y για την ενίσχυση του Σχ.4. (β)για την δεύτερη περίπτωση υψηλοτέρου βαθµού επιτελεστικότητας χαράσσονται οι ευθείες συσχετίσεως, καθορισµού των σεισµικών δράσεων ασφαλείας, στα αρχικά διαγράµµατα του Σχ.3(α) και (4) και µε βάση αυτές αποφασίζεται η ενίσχυση των τοιχωµάτων του πυρήνα του κλιµακοστασίου και επειδή τα φορτία του υψηλότερου βαθµού επιτελεστικότητας είναι διπλάσια της (α) περίπτωσης που εξετάστηκε προηγουµένως απαιτείται περαιτέρω ενίσχυση του συστήµατος και επιλέγεται προς τούτο η λύση της εµφατνώσεως σε πλαίσια τοιχωµάτων κατά το Σχ.6. Οι ζητούµενες σεισµικές δράσεις ασφαλείας προσδιορίζονται µε την βοήθεια των κλίσεων αυτών των ευθειών συσχετίσεως, οι οποίες έχουν την τιµή λ=.83 συµπτωµατικά και για τις δύο κύριες διευθύνσεις. Κατόπιν οι υπολογιστικές σεισµικές µετακινήσεις ασφαλείας de λαµβάνονται από τις µετακινήσεις de από την γενόµενη µε τη µέθοδο της φασµατικής αποκρίσεως, γραµµική ανάλυση µε πολλαπλασιασµό επί τον συντελεστή συµπεριφοράς q=1.5 και επί την προκύψασα τιµή του λ για την κάθε διεύθυνση. d =λ q (1) E d E Το προκύπτον ενισχυµένο σύστηµα εξετάζεται κατόπιν υπό τις αντίστοιχες σεισµικές δράσεις (α=,24 και 1.5 q 3.5 κατά την κρίση του µελετητή) και οι προκύπτουσες µετακινήσεις του συγκρίνονται µε τις µετακινήσεις ασφαλείας που προέκυψαν προηγουµένως. Η λύση χαρακτηρίζεται επαρκής όταν πληρούται το κριτήριο συµµορφώσεως που έχει τεθεί σύµφωνα προς το οποίον θα πρέπει οι µετακινήσεις του ενισχυµένου συστήµατος να είναι ίσες ή µικρότερες από τις µετακινήσεις ασφαλείας του υφισταµένου. Με βάση την συντηρητική τιµή q=2.5 προκύπτουν τα αποτελέσµατα συσχετίσεως που παρατίθενται στο Σχ.7(α) και (β) (β) 15ο Συνέδριο Σκυροδέματος, ΤΕΕ, ΕΤΕΚ, Αλεξανδρούπολη, 25-27 Οκτωβρίου., 6 7
Σχήµα 6. Ξυλότυπος ενισχυµένου φέροντος οργανισµού (β) περιπτώσεως επιτελεστικότητας. 11 11 Mrdx(KNm), Vrd(KN)x.5x1-1 1 9 8 7 5 3 1 1 3 5 7 8 9 1 11 Msdx(KNm), Vsd(KN)x.5x1-1 Mrdy(KNm),Vrd(KN)x,25x1-1 1 9 8 7 5 3 1 1 3 5 7 8 9 1 11 Msdy, Vrd(KN)x.25x1-1 (α) (β) Σχήµα 7. ιαγράµµατα συσχέτισης, (α) για την διεύθυνση x-x, (β) για την διεύθυνση y-y για την ενίσχυση του Σχ. 6. 15ο Συνέδριο Σκυροδέματος, ΤΕΕ, ΕΤΕΚ, Αλεξανδρούπολη, 25-27 Οκτωβρίου., 6 8
4 ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Προτείνεται στην παρούσα µια εποπτική µεθοδολογία έµµεσης προσπέλασης στο πρόβληµα του καθορισµού των στοιχείων ενίσχυσης φέροντος οργανισµού οικοδοµής από οπλισµένο σκυρόδεµα. Η µεθοδολογία είναι απλοποιηµένη εξαιτίας της πληθύος των αβεβαιοτήτων του προβλήµατος. Συνίσταται στον, για δεδοµένο βαθµό επιτελεστικότητας, ελεγχόµενο περιορισµό των µετακινήσεων του ενισχυµένου συστήµατος µε κριτήριο συµµορφώσεως την προστασία του υφιστάµενου συστήµατος του οποίου προσδιορίζονται αρχικώς, οι µετακινήσεις ασφαλείας. Η µεθοδολογία εφαρµόστηκε για δύο προσδοκώµενα επίπεδα επιτελεστικότητος στη περίπτωση µιας οικοδοµής που µελετήθηκε αντισεισµικώς µε βάση τον κανονισµό του 1959. Τα αποτελέσµατα που προέκυψαν χαρακτηρίζονται ικανοποιητικά. 5 ΑΝΑΦΟΡΕΣ Ο.Α.Σ.Π., «ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΕΠΕΜΒΑΣΕΩΝ ΣΕ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΑ ΟΜΗΜΑΤΑ» (ΚΑΝΕΠΕ), 2 ο Σχέδιο Κανονισµού 5. Πενέλης, Γ., «Μαθήµατα Σιδηροπαγούς Σκυροδέµατος» Τόµος ΙΙΙ, Θεσσαλονίκη 1973. 15ο Συνέδριο Σκυροδέματος, ΤΕΕ, ΕΤΕΚ, Αλεξανδρούπολη, 25-27 Οκτωβρίου., 6 9