Ορνιθοπανίδα Πρεσπών

Σχετικά έγγραφα
ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΑΓΡΙΑΣ ΠΑΝΙΔΑΣ 5. ΜΕΓΑΛΑ ΠΑΡΥΔΑΤΙΑ ΠΤΗΝΑ

Τάξη: Ciconiiformes (Πελαργόµορφα) Οικογένεια: Ardeidae (Ερωδιοί) Είδος: Ardea cinerea (Σταχτοτσικνιάς)

Αποδημητικά πουλιά της Κύπρου. Όνομα: Κωνσταντίνος Χριστοφή Τμήμα: Γ 4 Μάθημα: Βιολογία

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΑΓΡΙΑΣ ΠΑΝΙΔΑΣ 6. ΧΗΝΕΣ ΠΑΠΙΕΣ

Τάξη: Passeriformes (Στρουθιόµορφα) Οικογένεια: Motacillidae (Κελάδες-Σουσουράδες) Είδος: Motacilla alba (Λευκοσουσουράδα)

Τάξη: Gaviiformes (Κολυµβόµορφα) Οικογένεια: Gaviidae (Θαλασσοβούτια) Είδος: Gavia arctica (Λαµπροβούτι)

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΑΓΡΙΑΣ ΠΑΝΙΔΑΣ 10. ΔΡΥΟΚΟΛΑΠΤΕΣ ΤΣΙΧΛΕΣ - ΚΟΡΑΚΟΕΙΔΗ

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΑΓΡΙΑΣ ΠΑΝΙΔΑΣ 7. ΑΡΠΑΚΤΙΚΑ

Τάξη: Passeriformes (Στρουθιόµορφα) Οικογένεια: Muscicapidae (Μυγοθήρες) Είδος: Muscicapa striata (Μυγοχάφτης)

Προστατευόμενα Ζώα της Κύπρου!

Τάξη: Anseriformes (Χηνόµορφα) Οικογένεια : Anatidae (Ανατίδες) Είδος: Anas clypeata (Χουλιαρόπαπια)

Τροφή: Τρέφεται µε µικρά καρκινοειδή και µαλάκια τα οποία εντοπίζει κουνώντας το ράµφος της οριζόντια πάνω από τον πυθµένα σαν να τον σκουπίζει.

ΙΙ. Συµπεριλαµβάνεται στα είδη του Παραρτήµατος ΙΙ της Σύµβασης της Βέρνης για τη διατήρηση της ευρωπαϊκής άγριας ζωής και των φυσικών βιοτόπων.

Όταν η ζωή στο νηπιαγωγείο γίνεται παιχνίδι! Το Site για γονείς και νηπιαγωγούς

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΑΓΡΙΑΣ ΠΑΝΙΔΑΣ 9. ΕΔΑΦΟΒΙΑ - ΠΕΡΙΣΤΕΡΟΜΟΡΦΑ

Το μαγικό ταξίδι της νανόχηνας

«Εθνικό Πάρκο Δέλτα Αξιού: 12 χρόνια δράσεις για τη φύση και τον άνθρωπο»

Η ΧΛΩΡΙΔΑ ΚΑΙ Η ΠΑΝΙΔΑ ΣΤΗΝ ΧΩΡΑ ΜΑΣ. ΟΜΑΔΑ 1 Κορμπάκη Δέσποινα Κολακλίδη Ναταλία Ζαχαροπούλου Φιλιππούλα Θανοπούλου Ιωαννά

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΑΓΡΙΑΣ ΠΑΝΙΔΑΣ 8. ΑΡΠΑΚΤΙΚΑ - ΝΥΚΤΟΒΙΑ

Πες μου για τα ζώα που κάνουν αυγά μεγάλα και μικρά

Πτηνά ΙΙ: Μηχανική πτήσης, βιολογικός κύκλος, συμπεριφορά, μετανάστευση

Τάξη: Passeriformes (Στρουθιόµορφα) Οικογένεια: Sturnidae (Ψαρόνια) Είδος: Sturnus vulgaris (Ψαρόνι)

Οι φίλοι μας, τα ζώα Σχ. έτος

ΛΙΟΝΤΑΡΙ. O βασιλιάς των ζώων. Η οικογένεια των λιονταριών. Λιοντάρια

Επιμέλεια: Χριστίνα Τσώτα

ΑΝ ΘΕΛΕΤΕ ΝΑ ΕΚΦΡΑΣΕΤΕ: ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ -> ΚΟΚΚΙΝΟ ΧΡΥΣΑΝΘΕΜΟ

Εργασίες παιδιών 3 ης τάξης µε θέµα «Ένα σπίτι στην πόλη»

ΜΕΛΕΤΗ ΠΕΡΙΒΑΛΟΝΤΟΣ. «Ζώα του τόπου μας». Ελένη Μοσχοβάκου Βασιλεία Χαρίτου Στέλιος Κάνο

Η αρκούδα είναι το πιο μεγάλο χερσαίο θηλαστικό της Ευρώπης. Σε φυσιολογικές συνθήκες ζει περίπου 20 με 25 χρόνια. Ζει σε ορεινές δασικές περιοχές

Περιεχόμενα. Εισαγωγή Λίγα λόγια για την παρατήρηση πουλιών Πελαργός Γερακίνα Δεκαοχτούρα Τσαλαπετεινός...

ΕΤΗΣΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΥΓΡΟΤΟΠΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΥΔΡΟΒΙΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ ΣΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΠΑΡΚΟ ΠΡΕΣΠΩΝ 2014

Καφέ αρκούδα (Ursus arctos), ο εκτοπισμένος συγκάτοικός μας

Φορέας ιαχείρισης Υγροτόπων Κοτυχίου Στροφυλιάς Καραµπέρου Γεωργία, ασολόγος-συντονίστρια έργου Αρετή Ζαχαροπούλου, Περιβαλλοντολόγος Βασιλική

Χαρακτηριστικά είδη πουλιών. της Σκύρου. Εθελοντική Ομάδα Διατήρησης της Βιοποικιλότητας Σκύρου

Ελληνικοί Βιότοποι. Τάξη Οδηγίες Μάθημα Ε Δημοτικού Πώς συμπληρώνουμε τα φύλλα εργασίας Γεωγραφία

Τα Ζώα και οι Φωλιές τους. Μια εργασία των μαθητών και των μαθητριών του Β2 με τη δασκάλα τους Λαζοπούλου Ελένη 1 ο Δημοτικό Σχολείο Θεσσαλονίκης

Έργο ΠΛΕΙΑΔΕΣ/ Νηρηίδες, Γ ΚΠΣ 21 ΕΑ.ΙΤΥ / Υπ.Ε.Π.Θ.

AND014 - Εκβολή όρμου Λεύκα

ΑΠΟΔΗΜΗΤΙΚΑ ΠΟΥΛΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗ ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΜΑΘΗΤΗΣ: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΙΤΤΟΣ ΤΜΗΜΑ Γ 3 ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ: ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: ΖΑΧΑΡΟΥΛΑ ΚΙΡΓΙΑ

Πύθωνας των βράχων από. το Βιβλίο της Ζούγκλας, μεγαλόσωμο φίδι, μεγάλη. μυϊκή δύναμη, μικρό κεφάλι. κάνοντας πλάγια βήματα, τα

41o Γυμνάσιο Αθήνας Σχ. Έτος Τμήμα Β1

ΕΤΗΣΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΥΓΡΟΤΟΠΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΥΔΡΟΒΙΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ ΣΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΠΑΡΚΟ ΠΡΕΣΠΩΝ

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΛΙΜΝΗΣ ΠΑΡΑΛΙΜΝΙΟΥ

ΤΟ ΔΕΛΤΑ ΚΑΛΑΜΑ ΥΠΟΨΗΦΙΟ ΓΙΑ ΕΝΤΑΞΗ ΣΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΤΥΟ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΩΝ ΥΓΡΟΤΟΠΩΝ (ΣΥΜΒΑΣΗ RAMSAR)

AND019 - Έλος Κρεμμύδες

Θέμα μας το κλίμα. Και οι παράγοντες που το επηρεάζουν.

Λύκος - Canis lupus. Είδος Τρωτό - στην Ελλάδα ζουν περίπου 700 Λύκοι. Από το 1969 απαγορεύεται δια νόμου η κατοχή του από ιδιώτες.

Η ΖΩΗ ΣΤΑ ΤΡΟΠΙΚΑ ΔΑΣΗ

ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΗ ΦΩΚΙΑ. (Monachus monachus)

Passeriformes Στρουθιόµορφα πουλιά

Ζωική Ποικιλότητα. Ενότητα 5. Ορνιθοπαγίδα Μεσογείου. Ρόζα Μαρία Τζαννετάτου Πολυμένη, Επίκουρη Καθηγήτρια Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Βιολογίας

ΤΟ ΜΕΛΙ. Αναστασία Κεραμιτσή Εύχαρις Κουγιάμη Ουρανία Γεροντοπούλου Μαρία Βασδραγιάννη

ΔΕΛΤΙΟ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ. ΟΝΟΜΑ: Στεγόσαυρος. ΣΗΜΑΣΙΑ ΟΝΟΜΑΤΟΣ: Σαύρα με οροφή. ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ:

Ο λύκος των παραμυθιών και ο λύκος της φύσης

ΔΡΑΣΗ D4: ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΣΧΕΔΙΟΥ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ ΤΟΥ ΥΓΡΟΤΟΠΟΥ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΟΡΝΙΘΟΠΑΝΙΔΑΣ

ΓΕΩΛΟΓΙΑ - ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΠΟΛΛΑΠΛΗΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ

ΟΙ ΥΔΡΟΒΙΟΤΟΠΟΙ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ

Θεμιστοκλέους 80, Αθήνα, Tηλ. Fax: , Κομνηνών 23, Θεσσαλονίκη, Τηλ.

Περιβαλλοντικά Συστήματα


ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΕΣ. 1.4 Αλληλεπιδράσεις και προσαρμογές

AND008 - Εκβολή Ζόρκου (Μεγάλου Ρέματος)

SAM002 - Έλος Μεσοκάμπου

Ας προσπαθήσουμε όλοι να μη χαθεί κανένα είδος ζώου από την Κύπρο

Τι είναι η Ορνιθόπολις; Ποιος είναι ο στόχος; Η Ορνιθόπολις έχει δύο βασικούς στόχους: Γιατί να παρατηρώ τα πουλιά;

Οι φίλοι μας οι ΠΕΛΑΡΓΟΙ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΟΥΝ ΡΑ (ΣΕΛ. 3) 2. ΠΟΣΟΙ ΤΥΠΟΙ ΤΟΥΝ ΡΑΣ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΚΑΙ 3. ΖΩΑ ΚΑΙ ΦΥΤΑ ΠΟΥ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ 4. ΜΕΙΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ (ΣΕΛ.

Κλείδα αναγνώρισης για τα κυριότερα είδη πουλιών της λίμνης της Ορόκλινης

Καλωσήρθατε στο Μεγάλο Ζωολογικό Πάρκο PLAYMOBIL!

Ερώτηση 1 Πώς ονομάζεται το πουλί που φαίνεται στο σκίτσο του έργου για την προστασία της λίμνης της Ορόκλινης;

Για να περιγράψουμε την ατμοσφαιρική κατάσταση, χρησιμοποιούμε τις έννοιες: ΚΑΙΡΟΣ. και ΚΛΙΜΑ

ΤΟ KANAΡΙΝΙ FIFE FANCY

ΚΑΡΧΑΡΙΑΣ Κωνσταντίνος Κροκίδης

Θ Δημοτικό Σχολείο Πάφου. «Κουπάτειο» Τάξη : Δ

Προκαταρκτικά αποτελέσματα για την αναπαραγωγική βιολογία του Θαλασσοκόρακα (Phalacrocorax aristotelis desmarestii)στο Β. Αιγαίο

Γνωρίστε τα πουλιά της Μεσαορίας

PAR011 - Αλυκές Λάγκερη (Πλατιά Άμμος)

4. γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο

ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΤΕΣ ΛΙΜΝΕΣ ΤΗΣ ΔΕΗ

AND016 - Εκβολή Πλούσκα (Γίδες)

AND018 - Εκβολή ρύακα Άμπουλου (όρμος Μεγάλη Πέζα)

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,


Η Κ+Ν ΕΥΘΥΜΙΑΔΗ αβεε σας ενημερώνει. Έντομα εδάφους καλαμποκιού

Το αλφαβητάρι των ζώων

Τα πουλιά της Άνδρου και οι δράσεις για τη μελέτη και προστασία τους

Ο ΦΑΛΑΙΝΟΚΑΡΧΑΡΙΑΣ ΑΝΤΡΕΑΣ ΣΕΡΓΙΔΗΣ, Γ 3

Οι υγρότοποι της Θεσπρωτίας στο διεθνές προσκήνιο Δρ. Τσιακίρης Ρήγας

Οι μόνιμοι κάτοικοι των ελληνικών θαλασσών

ΜΑΘΗΜΑ 16 ΤΑ ΒΟΥΝΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΕΔΙΑΔΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

Η ΖΩΗ ΣΤΙΣ ΠΟΛΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ

dasarxeio.com ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ, ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ EΙΔΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΑΣΩΝ ΤΜΗΜΑ ΔΑΣΙΚΩΝ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ ΚΥΝΗΓΕΤΙΚΟΣ ΟΔΗΓΟΣ

Θαλάσσια οικοσυστήματα Απειλούμενα είδη. Περιβαλλοντική ομάδα Γ Γυμνασίου Κερατέας

Μικρά ζώα, μικρές δράσεις

22 Ιανουαρίου ΖΩΝΗ ΕΙΔΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ «ΠΕΡΙΟΧΗ ΑΤΣΑ- ΑΓ.ΘΕΟΔΩΡΟΥ» ΟΡΝΙΘΟΠΑΝΙΔΑ ΚΑΙ ΒΙΟΤΟΠΟΙ

Σέσσι, Γραμματικό. κείμενο-φωτό: Κώστας Λαδάς

MIL006 - Εκβολή Αγκάθια

Α1.5 «Aνακρίνοντας» τους χάρτες

αμφίβια (Triturus cristatus) (Bufo viridis)

Kεφάλαιο 11 (σελ ) Ζώνες βλάστησης

Transcript:

Ορνιθοπανίδα Πρεσπών

ΑΣΠΡΟΜΕΤΩΠΗ ΧΗΝΑ Η ασπρομετωπόχηνα είναι από τις πιο κοινές χήνες που επισκέπτονται την Ελλάδα κατά τους χειμερινούς μήνες. Είναι σχετικά μεγάλη χήνα, με καφέ και γκρι αποχρώσεις, άσπρη κοιλιά, μαύρες ραβδώσεις στο στήθος και χαρακτηριστικό άσπρο "μπάλωμα" στο μέτωπο, από το οποίο πήρε το όνομά της. Στη χώρα μας τη συναντάμε σε λιβάδια κοντά στα έλη. Ο βιότοπος της Ασπρομετωπόχηνας κατά τους καλοκαιρινούς μήνες αναπαραγωγής της είναι σε διάφορες περιοχές κοντά σε λίμνες ή έλη της τούντρας. Απαντώνται συνήθως σε σμήνη με κομψότητα και είναι σε εντυπωσιακούς σχηματισμούς V. Η διατροφή της Ασπρομετωπόχηνας είναι κυρίως φυτικής προέλευσης και αποτελείται από βρύα, σπόρους, διάφορα έντομα και μαλάκια. Η Ασπρομετωπόχηνα συνήθως δεν αναπαράγεται μέχρι να φτάσει την ηλικία των 3 ετών. Οι νεοσσοί είναι ικανοί να περπατήσουν και να κολυμπήσουν σχεδόν αμέσως μετά από την εκκόλαψή τους. Βιολογικοί εχθροί της είναι κυρίως τα διάφορα μεγάλα αρπακτικά, τα οποία κάνουν μεγάλη ζημία στα αυγά της. Τέλος, οι καιρικές συνθήκες παίζουν μεγάλο ρόλο στον πληθυσμό τους, ειδικά κατά την περίοδο αναπαραγωγής τους. ΧΕΙΜΩΝΟΚΙΡΚΟΣ

Ο χειμωνόκιρκος (Circus cyaneus) ανήκει στο Βασίλειο των Ζώων, στη συνομοταξία των Χορδωτών, στην ομοταξία των Aves, στην τάξη των Accipitriformes, στην οικογένεια Accipitridae και στο γένος Circus. Το μήκος των φτερών είναι 44-52 εκατοστά ενώ το άνοιγμά τους έχει μήκος 100-120 εκατοστά. Ζυγίζει 298-6Ι7 γραμμάρια. Κάνει 4-6 αυγά, τα οποία επωάζονται στις 29-31 ημέρες, ενώ το μέγεθος των αυγών του είναι 46χ36 χιλιοστά. Εμφανίζεται σε ομάδες 1-2 ατόμων. Επίσης παρατηρείται και κατά την περίοδο της μετανάστευσης. ΣΚΟΥΦΟΒΟΥΤΗΧΤΑΡΙ Το σκουφοβουτηχτάρι ανήκει σε μία τάξη πτηνών (Πυγοποδόμορφα) που κολυμπάνε και καταδύονται με χαρακτηριστική επιδεξιότητα, Τα φύλα είναι όμοια, αλλά το πτέρωμα εμφανίζεται σε δύο διαφορετικές μορφές, της αναπαραγωγικής και της μη αναπαραγωγικής εποχής (εποχικός διμορφισμός), με το πρώτο να είναι εντυπωσιακό σε εμφάνιση. Είναι μετρίου μεγέθους πουλί, αλλά το μεγαλύτερο από το βουτηχτάρια που απαντούν στον ευρωπαϊκό χώρο. Εκείνο που εντυπωσιάζει στο σκουφοβουτηχτάρι είναι το κεφάλι του και συγκεκριμένα η παρουσία στο αναπαραγωγικό πτέρωμα πάντοτε διαφοροποιημένων καλυπτηρίων πτερών, που εμφανίζονται στο πάνω μέρος ως ωτικά λοφία και στην περιοχή γύρω από τον λαιμό ως χαίτη. Τα δύο αυτά διακριτά σημεία δίνουν ένα σύνολο «σκούφου», εξού και η λαϊκή ονομασία του πουλιού. Ο «σκούφος» αυτός έχει καθαρά διακοσμητικό ρόλο και χρησιμεύει στα δύο φύλα ως μέσο επίδειξης κατά τους «χορούς» ερωτοτροπίας, όταν επιλέγουν ταίρι. Το λοφίο ανοίγεται προς τα πάνω και η χαίτη προς τα πλάγια και εμπρός.

ΑΡΓΥΡΟΠΕΛΕΚΑΝΟΣ Ο αργυροπελεκάνος είναι ένα από τα μεγαλύτερα σε μέγεθος είδη πουλιών στον κόσμο, με ύψος που φτάνει το 1,20 μ., άνοιγμα φτερών έως 3,20 μ, και βάρος από 6 έως 10 κιλά. Το χρώμα του φτερώματός του είναι σταχτί, το ράμφος του φέρει διαστελλόμενο σάκο κίτρινου χρώματος στο κάτω μέρος και τα δάχτυλά του είναι συνενωμένα μεταξύ τους με μεμβράνη. Οι πρώτοι αργυροπελεκάνοι εμφανίστηκαν στη Γη πριν από 30.000.000 χρόνια, όπως έχουν εξακριβώσει οι επιστήμονες από απολιθώματα. Ο αργυροπελεκάνος αποτελεί υπόλειμμα πανίδας που ονομάζεται Σαρματική και απλωνόταν πριν από 1.000.000 χρόνια σε ολόκληρη την Ευρώπη. Σιγά-σιγά όμως, οι παγετώνες εκτόπισαν τον αργυροπελεκάνο στα νοτιοανατολικά. Ευρύτατα εξαπλωμένος στην Ευρώπη και την Ασία μέχρι και τον 19ο αιώνα, ο πληθυσμός των αργυροπελεκάνων περιορίστηκε σε ορισμένους υγρότοπους των Βαλκανίων. ΡΟΔΟΠΕΛΕΚΑΝΟΣ Ο ροδοπελεκάνος είναι υδρόβιο πτηνό της οικογενείας των Πελεκανιδών, που απαντάται και στον ελλαδικό χώρο. Είναι πολύ μεγάλο πτηνό, εύκολα αναγνωρίσιμο εκεί όπου συχνάζει, ανάμεσα στα άλλα υδρόβια πτηνά. Είναι το δεύτερο σε μέγεθος είδος πελεκάνου. Το διαιτολόγιό του αποτελείται σε υψηλότατο ποσοστό από ψάρια. Πετάει με τον χαρακτηριστικό τρόπο των πελεκάνων, δηλαδή σε ευθείες γραμμές, χωρίς συχνές αλλαγές κατεύθυνσης, με λίγα και δυνατά φτεροκοπήματα. Το είδος αυτό συνδέεται με σχετικά μεγάλα, ζεστά και ρηχά, γλυκά, υφάλμυρα, αλκαλικά ή αλατούχα ύδατα σε λίμνες, λιμνοθάλασσες, έλη, ευρείς ποταμούς, δέλτα, εκβολές και ακτές περίκλειστων θαλασσών.

Για το φώλιασμά του απαιτεί ασφαλείς περιοχές εκτεταμένων καλαμώνων, βάλτους, λασπώδεις περιοχές και αμμώδεις όχθες ή χαλικώδη και βραχώδη υποστρώματα. Φωλιάζει πάντοτε κατά αποικίες που, σε πολλές περιπτώσεις, αναμιγνύονται με εκείνες των συγγενικών αργυροπελεκάνων. Οι αποικίες αναπαραγωγής είναι εξαιρετικά ευαίσθητες σε οποιαδήποτε ενόχληση και, σε ακραίες περιπτώσεις, μπορεί να διαλυθούν ολόκληρες! Απειλείται από την καταστροφή των ενδιαιτημάτων του μέσω της αποστράγγισης, της εκτροπής των ποταμών για άρδευση, την ανάπτυξη της γεωργίας και της βιομηχανίας. Τέλος, στην Ευρώπη και ειδικά στη Ελλάδα οι πληθυσμοί υφίστανται μείωση, ενώ σε άλλες περιοχές κατανομής, οι εκεί πληθυσμοί παραμένουν σταθεροί ή εμφανίζουν ελαφρά αύξηση. ΝΕΡΟΚΕΛΑΔΑ Έχει μέγεθος 17εκ. με σκουρόχρωμο μακρύ ράμφος και σκουρόχρωμα πόδια. Ανήκει στα είδη που παρουσιάζουν άλλο φτέρωμα το χειμώνα και άλλο την άνοιξη και το καλοκαίρι (εποχικός διμορφισμός). Συγκεκριμένα το χειμώνα το πάνω μέρος του φτερώματος είναι σκούρο καστανό ενώ το κάτω είναι υπόλευκο με σκούρες καστανές ραβδώσεις. Επίσης οι φτερούγες παρουσιάζουν δύο λεπτές άσπρες ρίγες. Την άνοιξη το πάνω μέρος του φτερώματος γίνεται σταχτοκάστανο, το κεφάλι παίρνει σταχτί χρώμα και εμφανίζεται λευκό φρύδι. Οι ραβδώσεις του στήθους χάνονται αποκτώντας μια ρόδινη απόχρωση. Είναι αποδημητικό είδος. Στην Ελλάδα εμφανίζεται τη χειμερινή περίοδο για να διαχειμάσει. Δεν αναπαράγεται στην Ελλάδα αλλά σε μεγαλύτερα γεωγραφικά πλάτη. Τρέφεται με μικρά έντομα και ασπόνδυλα που βρίσκει ψάχνοντας σε υγρά κυρίως εδάφη. ΠΥΡΡΟΥΛΑΣ

Ο πύρρουλας είναι πτηνό της οικογενείας των Σπιζιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Pyrrhula pyrrhula και περιλαμβάνει 12 υποείδη. Ο πύρρουλας είναι αποκλειστικά ευρασιατικό είδος με εξάπλωση, σε γενικές γραμμές, όλη σχεδόν την Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή, την ανατολική Ασία, συμπεριλαμβανομένης της Ιαπωνίας, της Σιβηρίας και της χερσονήσου Καμτσάτκα. Τα νότια όρια της επικρατείας είναι περίπου στο ύψος της βόρειας Ισπανίας, τα Απέννινα, την βόρεια Ελλάδα και, μέσω της βόρειας Μικράς Ασίας μέχρι περιοχές στο βόρειο Ιράν και το Καζακστάν. Οι πύρρουλες έχουν ως κύριο ενδιαίτημα το δάσος κωνοφόρων, ιδιαίτερα εκείνο της ερυθρελάτης, αλλά και περιοχές με αραιά κωνοφόρα ή μικτά δάση με λίγη βλάστηση. Μπορεί επίσης να βρεθεί στις άκρες ξέφωτων και, κατά μήκος δασικών δρόμων και μονοπατιών. Συχνάζει επίσης σε πάρκα, κήπους και νεκροταφεία, ιδιαίτερα στις πόλεις, αρκεί να υπάρχουν κοντά κωνοφόρα σε περίπτωση ανάγκης, ενώ την άνοιξη, απαντά ακόμη και σε οπωρώνες ή περιβόλια. Στην Ελλάδα, παρομοίως, απαντά σε ανάλογα ενδιαιτήματα (δασωμένες περιοχές και κωνοφόρα) της βόρειας χώρας. ΦΑΛΑΡΙΔΑ Η φαλαρίδα, Fulica atra (αγγλ.: Eurasian Coot), γνωστή και με άλλα ονόματα στην Ελλάδα όπως: αγριοπουλάδα, καρακούσι, λούφα, μαυρόκοτα, μαυροκοτί, μαυρόπουλο, μπάλιζα, μπάλιτζα, νερόκοτα, φαλαρίδα, φόλεγα, είναι πτηνό, μέλος της οικογένειας των Ραλλίδων (Rallidae). Η φαλαρίδα έχει μήκος 36 42cm, και είναι κυρίως μαύρη εκτός μίας μετωπιαίας λευκής ασπίδας. Τα μάτια της έχουν χαρακτηριστικό κόκκινο χρώμα. Ως κολυμβητικό είδος, η φαλαρίδα διαθέτει μερική ενίσχυση στα μακριά δυνατά δάχτυλα των ποδιών. Το ανήλικο είναι πιο ανοιχτόχρωμο από το ενήλικο, με υπόλευκο στήθος και δεν έχει την μετωπιαία ασπίδα. Το μαύρο φτέρωμα των ενήλικων αναπτύσσεται όταν είναι 3-4 μηνών, αλλά η ασπίδα εμφανίζεται στην πλήρη ανάπτυξη, μετά από έναν χρόνο ή και κάποιες φορές αργότερα. Είναι θορυβώδες πτηνό με ευρύ ρεπερτόριο από ήχους παράγοντας τριξίματα ή κρώζοντας κυρίως τις νύχτες. Η φαλαρίδα είναι παμφάγο πτηνό και τρέφεται με ποικιλία τροφών, όπως αυγά από άλλα πουλιά του νερού, καθώς και με φύκη, βλάστηση, σπόρους και φρούτα. Δείχνει μεγάλη διαφοροποίηση στις διατροφικές του τεχνικές

βοσκώντας σε γη ή στο νερό. Στο νερό μπορεί να καταλήξει να τρέφεται όπως η αγριόπαπια ή να βουτά αναζητώντας φαγητό. ΘΑΜΝΟΨΑΛΤΗΣ Ο θαμνοψάλτης είναι ένα μικρό στρουθιόμορφο πουλί, το οποίο απαντάται στις εύκρατες περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας (Prunella modularis). Η κατηγορία modularis είναι υποείδος του κοινού κούκου. Παραμένει καλά κρυμμένος και συχνά τον προδίδει μόνο η φωνή του. Μήκους μόλις 15 εκατοστών, στο μέγεθος του σπουργιτιού, ο θαμνοψάλτης ξεχωρίζει για το κουδουνιστό του κελάηδημα αλλά και για τον τρόπο που περπατάει, σέρνοντας αργά τα βήματά του στο έδαφος και τινάζοντας τις φτερούγες. Οι γήινοι χρωματισμοί του φτερώματός του δεν έχουν κάτι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό. Η ράχη του θαμνοψάλτη είναι σκουροκάστανη με μαύρες ραβδώσεις αλλά το κάτω μέρος σκοτεινό γκρίζο. Ο λαιμός και το κεφάλι έχουν σκούρο γκρίζο χρώμα με το στέμμα και την περιοχή των αυτιών καφετιά. Μοναχικό πουλί, απαντάται όλο το χρόνο στη βόρεια Ελλάδα ενώ επισκέπτεται την κεντρική και νότια χώρα το χειμώνα, από τον Οκτώβριο μέχρι τον Απρίλιο. Τον βρίσκουμε στους κήπους, τους θάμνους, σε δάση με κωνοφόρα να ψάχνει για έντομα και σπόρους στο έδαφος, με συρτό βάδισμα. Τραγουδάει όλο το χρόνο, αφήνοντας ένα ευχάριστο κουδούνισμα το οποίο ανεβοκατεβαίνει σε ένταση. Φωλιάζει σε θάμνους και γεννάει συνήθως δύο φορές το χρόνο, από 4-5 γαλαζοπράσινα αβγά τα οποία κλωσά το θηλυκό επί 12 μέρες. Οι νεοσσοί δέχονται τη φροντίδα και των δύο γονιών και κάνουν τα πρώτα τους πετάγματα μετά από 12 μέρες. ΣΤΑΧΤΟΤΣΙΚΝΙΑΣ

Ο σταχτοτσικνιάς είναι ηπειρωτικό είδος του Παλαιού Κόσμου, δηλαδή ζει, αναπαράγεται και μετακινείται σε Ευρώπη, Ασία και Αφρική. Ο σταχτοτσικνιάς είναι ο μεγαλύτερος και κοινότερος ευρωπαϊκός ερωδιός (είναι πουλιά με μακριά πόδια και ράμφος που τους βοηθούν πολύ αφού ζουν, με ελάχιστες εξαιρέσεις, σε περιοχές με ρηχά νερά), που χαρακτηρίζεται από το γκρίζο χρώμα του πτερώματός του γκριζόλευκο το κάτω μέρος. Το μέτωπο και το στέμμα είναι λευκά, ενώ τα πλαϊνά του κεφαλιού πάνω από τα μάτια έχουν μαύρο χρώμα. Η διατροφή του σταχτοτσικνιά αποτελείται από ψάρια (κυρίως χέλια), καθώς και από αμφίβια, καβούρια, μαλάκια, υδρόβια έντομα, φίδια, μικρά τρωκτικά και μικρά πουλιά Στον ελλαδικό χώρο υπάρχει με τις ονομασίες: Σταχτοερωδιός, Τρυγονοκράχτης, Τρυγονοσούρτης, Ψαροφάγος και Ψαροφάς. Πετάει με αργά, ακανόνιστα φτεροκοπήματα και εντελώς ανοιγμένες πτέρυγες, που φαίνονται στρογγυλεμένες και, συνήθως τις διατηρεί υψηλότερα από το οριζόντιο επίπεδο, σε σχήμα τόξου, ενώ τα πόδια εξέχουν πολύ από το πίσω μέρος του σώματος. Επίσης, κρατάει τον μακρύ του λαιμό κυρτωμένο ανάμεσα στους ώμους. Αυτό το στοιχείο είναι χαρακτηριστικό των ερωδιών και τους διακρίνει από τους πελαργούς, τους γερανούς, και άλλα συγγενικά γένη, κατά την πτήση. ΚΑΛΑΜΟΤΣΙΧΛΟΝΟ Τσιχλόνι μήκους 15 εκατοστών που προτιμάει τα υγρά εδάφη, τους καλαμιώνες, τους βάλτους και τα έλη και απαντά στην πατρίδα μας κυρίως το χειμώνα. Το αρσενικό έχει μαύρο χρώμα στο κεφάλι και το λάρυγγα, μια λευκή λουρίδα που ξεκινάει από τη βάση του ράμφους και απλώνεται σε όλο τον αυχένα και σκουροκάστανο πάνω μέρος με μαύρες ραβδώσεις. Το κάτω μέρος είναι σχεδόν λευκό, με καστανές ραβδώσεις στα δύο πλευρά. Το ουροπύγιο είναι γκριζωπό και οι φτερούγες γκριζοκάστανες, όπως και η ουρά, που έχει τα δύο εξωτερικά φτερά λευκά. Τα μαύρα χρώματα του κεφαλιού γίνονται το χειμώνα τεφροκάστανα. Το θηλυκό έχει καστανωπό κεφάλι και αυχένα, ένα φαρδύ μουστάκι που αποτελείται από μια υπόλευκη και μια μαύρη λωρίδα, υπόλευκο λάρυγγα, σκοτεινότερο κάτω μέρος με πιο έντονες ραβδώσεις και καστανωπό ουροπύγιο. Πάνω μέρος, φτερούγες και ουρά, όπως στο αρσενικό.

Από τις φωνές του Καλαμοτσίχλονου ακούγεται συχνότερα ένα αδύναμο «τσιπ» αλλά κι ένα κελάηδημα δυνατό «τσιεκ-τσιεκ», με επίσης δυνατό «τιτιτικ» στο τέλος. Τρώει μικρούς σπόρους και έντομα. Γεννάει δύο φορές το χρόνο, από 4-5 αβγά, σε φωλιά καλά κρυμμένη, χτισμένη στο έδαφος ή λίγο πιο πάνω. Κλωσά μόνο του το uηλυκό για 11-14 μέρες αλλά τους νεοσσούς ταΐζουν και οι δύο γονείς. ΚΑΛΗΜΑΝΑ Η καλημάνα είναι καλοβατικό πτηνό της οικογένειας των Χαραδριιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Οι καλημάνες είναι πουλιά που αναζητούν την τροφή τους κατά τη διάρκεια της ημέρας, αλλά δεν είναι ασυνήθιστο να το κάνουν και κατά τη διάρκεια της νύχτας, ιδίως όταν έχει πανσέληνο. Η διατροφή τους αποτελείται από έντομα και τις προνύμφες τους. Η καλημάνα είναι ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα καλοβατικά πτηνά που, με το χαρακτηριστικό λοφίο, το πέταγμα και τη θορυβώδη παρουσία της, δύσκολα συγχέεται με άλλο είδος. Από μακριά, δίνει την εντύπωση ότι διαθέτει ασπρόμαυρο φτέρωμα, αυτό όμως δεν ισχύει στην πραγματικότητα. Το φτέρωμα αναπαραγωγής των ενηλίκων έχει ένα ιριδίζον μεταλλικό γκριπρασινωπό χρώμα, ιδιαίτερα στη ράχη, με μία μπλε-ιώδη κηλίδα στην περιοχή του ώμου. Η κοιλιά είναι λευκού χρώματος, ενώ στην περιοχή του λαιμού και του στήθους υπάρχει ευδιάκριτη μεγάλη μαύρη ζώνη. Το κεφάλι είναι λευκό και το πρόσωπο μαυριδερό και, από το ράμφος ξεκινάει μια αχνή μαύρη ταινία που διατρέχει την περιοχή κάτω από το μάτι, μέχρι το πίσω μέρος του κεφαλιού. Το κάτω μέρος της κοιλιάς, κοντά στα πόδια έχει το χρώμα της άμμου έως κοκκινωπό πυρόξανθο χρώμα.

ΠΟΡΦΥΡΟΤΣΙΚΝΙΑΣ Ο πορφυροτσικνιάς (Ardea purpurea - Ερωδιός ο πορφυρός) είναι ένα κοσμοπολίτικο υδρόβιο σαρκοφάγο πτηνό που ανήκει στην οικογένεια των Ερωδιίδων. Ο πορφυροτσικνιάς ανήκει στην τάξη των Πελαργόμορφων. Σε αυτό το είδος ανήκουν 4 υποείδη. Πρόκειται για έναν αρκετά μεγαλόσωμο ερωδιό. ο λαιμός του είναι ιδιαιτέρα μακρύς και συχνά των κρατάει στην θέση S, ιδιαίτερα όταν πετάει. Τα θηλυκά είναι λίγο μικρότερα από τα αρσενικά. Το μεγαλύτερο μέρος της διατροφής του αποτελείται από μικρά ψάρια. Ο πορφυροτσικνιάς είναι ένα καθαρά υδρόβιο πτηνό. Προτιμάει βιοτόπους γλυκού νερού σε χαμηλό υψόμετρο αλλά, κυρίως στις τροπικές περιοχές, μπορούμε να τον βρούμε και σε μεγαλύτερα υψόμετρα. ΧΕΙΜΩΝΟΣΠΙΝΟΣ Λίγο μικρότερος από τον σπίνο, γύρω στα 14,5-15 εκατοστά, ξεχωρίζει από αυτόν από το λευκό ουροπύγιο και το λιγότερο λευκό στις φτερούγες, που λείπει εντελώς από την ουρά. Ο χειμωνόσπινος, αντίθετα με τον σπίνο, στην Ελλάδα έρχεται το χειμώνα και προτιμάει τα δάση με τα κωνοφόρα και τις καλλιεργημένες εκτάσεις. Το αρσενικό την άνοιξη έχει μαύρο κεφάλι, σβέρκο και ράχη, που το χειμώνα γίνονται καστανωπά. Έχει μια έντονη πορτοκαλί κηλίδα στους ώμους ενώ το κάτω μέρος είναι πορτοκαλόχρωμο στη θέση του λάρυγγα και λευκό στη θέση της κοιλιάς. Ο θηλυκός χειμωνόσπινος μοιάζει με το θηλυκό σπίνο, είναι όμως πιο καστανωπός στο κεφάλι και στη ράχη και έχει λευκό ουροπύγιο. Η φωνή του περιλαμβάνει ένα «ντζγούι» που θυμίζει φλώρο, ένα πιο συχνό «τσγουικ» ενώ όταν πετάει ένα «τσακτσακ». Πετάει κυματιστά, συνήθως σε κοπάδι, συχνά μαζί με το σπίνο. Τρέφεται με σπόρους, το καλοκαίρι όμως και με έντομα. Το ζευγάρωμα, συνήθως στα

μέσα Μαΐου, δεν γίνεται στην πατρίδα μας. Γεννάει 57 αβγά σε καλά προφυλαγμένη φωλιά συνήθως πάνω σε κωνοφόρα δέντρα η οποία έχει σχήμα κούπας. Το θηλυκό κλωσάει μόνο του για 13-14 μέρες αλλά την περιποίηση των νεοσσών, που πετούν από τη φωλιά μετά από δυο εβδομάδες, αναλαμβάνουν και οι δύο γονείς. ΛΑΓΓΟΝΑ Η λαγγόνα είναι υδρόβιο πτηνό της οικογένειας των Φαλακροκορακιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Microcarbo pygmaeus και δεν περιλαμβάνει υποείδη. Η λαγγόνα είναι ο μικρότερος κορμοράνος στον κόσμο και η Ελλάδα είναι από τις ελάχιστες ευρωπαϊκές χώρες που φιλοξενεί σημαντικότατους διαχειμάζοντες πληθυσμούς. Κατά τα τελευταία χρόνια καταβάλλονται συστηματικές προσπάθειες για την διατήρηση του είδους, δεδομένου ότι η, ανά τον κόσμο, κατανομή του είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Η ονομασία της λαγγόνας παραμένει προβληματική όπως και η συστηματική ταξινομική της. Μέχρι σήμερα, υπάρχουν σημαντικές διαφωνίες και είναι πιθανόν να μεταβάλλονται συνεχώς τα κατά καιρούς δεδομένα. Η επιστημονική ονομασία του γένους Microcarbo είναι (νεο-)λατινικός όρος που απαρτίζεται από τα συνθετικά micro «ελάσσων, < μικρός + κάρβων-ονος «κάρβουνο» < carbo, με προφανή σημασία η οποία παραπέμπει, αφ ενός στο -μικρόμέγεθος του πτηνού, αφ ετέρου στο σκούρο χρώμα του πτερώματός του. Η άμεση απόδοση στην ελληνική γλώσσα Μικροκάρβων (μικρός+κάρβων-ονος «κάρβουνο» carbo, παραπέμπει στην ίδια ετυμολογία και σημασία. Ο όρος pygmeus στην επιστημονική ονομασία του είδους είναι άμεση λατινική απόδοση της ελληνικής λέξης πυγμαίος <πυγμή «ο έχων μέγεθος πυγμής, ο μικρόσωμος», που παραπέμπει στο μέγεθος του πτηνού. Ωστόσο, η ορθή γραφή της λέξης στα λατινικά είναι pygmaeus και, η γραφή χωρίς a προήλθε, πιθανόν, εκ παραδρομής και απαιτείται διόρθωση. Την ίδια ετυμολογία και προέλευση έχει η αγγλική λαϊκή ονομασία του πτηνού pygmy cormorant «πυγμαίος κορμοράνος». Για την προέλευση της ελληνικής λαϊκής ονομασίας λαγγόνα, δεν υπάρχουν αναφορές και, η περαιτέρω ετυμολογία και σημασία της παραμένουν άγνωστες. Τα ζευγάρια αναπαραγωγής αρχίζουν να δημιουργούνται, ήδη, από τα εδάφη διαχείμασης, ενώ η περίοδος φωλιάσματος είναι, συνήθως, από τα τέλη

Απριλίου μέχρι τα τέλη Μαΐου. Το φώλιασμα πραγματοποιείται κατά αποικίες, συχνά μαζί με άλλους κορμοράνους, αν και φωλιάζει αργότερα εάν συμπίπτει η περίοδος αναπαραγωγής με αυτούς. Επίσης, μαζί με ερωδιούς, χαλκόκοτες και πλαταλέες. Στους βιοτόπους αναπαραγωγής, οι λαγγόνες κατασκευάζουν τη φωλιά τους σε δένδρα ή θάμνους, πάνω σε κλαδιά που απέχουν λίγο (1-1,5 μ.) από την επιφάνεια του νερού, ή μέσα σε πυκνούς καλαμιώνες. Τα προτιμώμενα ενδιαιτήματα ωοτοκίας περιλαμβάνουν κυρίως ιτιές, αλλά στο Αζερμπαϊτζάν τα πουλιά αναπαράγονται κυρίως σε ενδιαιτήματα με αλμυρίκια. Η φωλιά, βαθιά κυπελλοειδής δομή, αποτελείται από καλάμια εάν είναι κατασκευασμένη σε καλαμιώνες, ενώ πάνω στα δένδρα κατασκευάζεται από μικρά κλαδάκια και επιστρώνεται με λεπτό υλικό. Οι φωλιές επαναχρησιμοποιούνται κάθε χρόνο και, επειδή προστίθεται νέο υλικό, μπορεί να αποκτήσουν πολύ μεγάλες διαστάσεις, ειδικά εκείνες πάνω στα δένδρα. Τα υλικά κατασκευής μεταφέρονται και από τα δύο φύλα που φτιάχνουν μαζί τη φωλιά. Η γέννα πραγματοποιείται άπαξ σε κάθε περίοδο φωλιάσματος και αποτελείται από (3-) 4 έως 6 (-7), έντονα ελλειπτικά αβγά, διαστάσεων 46,9 Χ 30,5 χιλιοστών. Η επώαση αρχίζει από το 1ο αβγό, πραγματοποιείται και από τους δύο εταίρους και διαρκεί 27-30 ημέρες. Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι, γεννιούνται γυμνοί, αλλά γρήγορα αποκτούν υποτυπώδες καφετί χνούδι. Σιτίζονται από τους γονείς με μικρά ψάρια και άλλα υδρόβια ζώα. Στις 2 εβδομάδες εμφανίζονται τα φτερά των πτερύγων, ενώ η τελική πτέρωση (fledging) είναι στις 6 εβδομάδες. Οι νεαρές λαγγόνες ανεξαρτητοποιούνται στις 70 ημέρες, περίπου. Η αναπαραγωγική επιτυχία φθάνει το 77,1%, με το ποσοστό βιωσιμότητας των νεοσσών στην ηλικία των 3 εβδομάδων, να φθάνει το 69,1%. ΜΠΕΚΑΤΣΑ Η μπεκάτσα είναι καλοβατικό πτηνό της οικογένειας των Σκολοπακιδών, που απαντάται και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Scolopax rusticola. Πρόκειται για πτηνό με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που, σε συνδυασμό με τη δυσκολία εντοπισμού της στο φυσικό της περιβάλλον, έχουν δημιουργήσει ένα «θρύλο» γύρω από το όνομά της. Η Ευρώπη καλύπτεται σχεδόν ολόκληρη, εκτός από την Ισλανδία, την ηπειρωτική Ισπανία και κάποιες κεντροευρωπαϊκές πεδιάδες. Για την αναπαραγωγή του είδους απαιτούνται εκτεταμένες περιοχές από πλατύφυλλα φυλλοβόλα δάση, που διαθέτουν

πυκνή βλάστηση από θάμνους για κάλυψη του εδάφους. Εύκολα ξεχωρίζει από τα συγγενικά της είδη, λόγω του μεγάλου μεγέθους και του εξαιρετικά μακρού ράμφους της. Ωστόσο, είναι εξαιρετικά δύσκολο να την δει κάποιος, ιδιαίτερα στις μέσες ώρες της ημέρας, διότι διαθέτει πτέρωμα «παραλλαγής» για να κρύβεται από τους διώκτες της. Συγκεκριμένα, έχει την άνω επιφάνεια του σώματός της στα χρώματα «της γης», συνήθως σκούρο ή κόκκινο-καφέ, με σκουρόχρωμες ραβδώσεις και μπεζ-καφέ κάτω επιφάνεια με εγκάρσιες γραμμώσεις, που της παρέχουν εξασφαλισμένη προστασία ακόμη και από εγγύτατη απόσταση. Η βασική τροφή τους είναι οι γαιοσκώληκες. Η μπεκάτσα, λόγω της κρυπτικής της φύσης και των μηχανισμών άμυνας που διαθέτει, έχει καταφέρει να διατηρεί τους πληθυσμούς της σε σταθερό επίπεδο. ΜΠΕΚΑΤΣΙΝΙ Είναι καλοβατικό πτηνό της οικογένειας των Σκολοπακιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Tο είδος εμφανίζει ευρεία κατανομή σε όλο τον Παλαιό Κόσμο. Στην Ευρώπη, η ζώνη κατανομής είναι αρκετά πυκνή, ιδιαίτερα στις βόρειες χώρες (Ηνωμένο Βασίλειο, Ισλανδία και Σκανδιναβία) εκτεινόμενη από τις ακτές του Ατλαντικού στα δυτικά μέχρι την ευρωπαϊκή Ρωσία στα ανατολικά, και από τον Αρκτικό Κύκλο στα βόρεια, μέχρι τις μεσογειακές χώρες στα νότια. Πιο αραιή είναι η κατανομή σε περιοχές της Ιβηρικής και της Ν. Γαλλίας, στις Άλπεις, την Κ. και Ν. Ιταλία και στα Βαλκάνια. Σε όλη την ήπειρο, το είδος απαντά σε όλες τις μορφές μετακίνησης. Αναπαράγεται σε ανοικτές ελώδεις περιοχές με γλυκά ή υφάλμυρα νερά και με πλούσια βλάστηση, ή σε ελώδεις παρυφές λιμνών και ποταμών, υγρά λιβάδια με αποξηραμένα αγρωστώδη, βαλτώδη λιβάδια, στα έλη και δάση της τούνδρας, ακόμη και στις βορειότερες παρυφές της τάιγκας. Σε γενικές γραμμές, χρειάζεται ενδιαιτήματα που παρέχουν συνδυασμό κάλυψης από γρασίδι και υγρών εδαφών πλούσιων σε οργανική ύλη.

ΛΕΥΚΟΤΣΙΚΝΙΑΣ Ο λευκοτσικνιάς είναι παρυδάτιο πτηνό της οικογένειας των Αρδεϊδών. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Egretta garzetta και περιλαμβάνει 2 υποείδη. Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος Egretta garzetta garzetta. Κύριο χαρακτηριστικό του είδους αυτού είναι τα μακριά φτερά του. Στην Ευρώπη, αν και αρκετά διαδεδομένος, δεν είναι τόσο κοινό είδος όσο στην Ασία και στην Αφρική, ερχόμενος μόνο τα καλοκαίρι για να αναπαραχθεί σε διάσπαρτους θυλάκους στα δυτικά και κεντρικά της ηπείρου, κυρίως όμως στην περιοχή της Μεσογείου. Μικροψαροφάγος (μία από τις ονομασίες που του έχει δοθεί στον ελλαδικό χώρο), ζει σε όλες τις κατηγορίες εσωτερικών και παράκτιων υγροτόπων, με φρέσκο, υφάλμυρο ή αλατούχο νερό. Ο λευκοτσικνιάς τρέφεται με μικρά ψάρια, κάτω από 20 γραμ. σε βάρος και κάτω από 10 εκ. σε μήκος. Επιπλέον, τρέφεται και με υδρόβια και επίγεια έντομα, αμφίβια, σαλιγκάρια κα ερπετά. Ο τρόπος σύλληψης του θηράματος είναι ο «κλασσικός» των ερωδιών, δηλαδή το πουλί περιμένει εντελώς ακίνητο πάνω από ένα πιθανό πέρασμα στο νερό και, την κατάλληλη στιγμή, καμακώνει το θύμα με το οξύτατο ράμφος του. ΚΕΔΡΟΤΣΙΧΛΑ Η κεδρότσιχλα (Turdus pilaris) είναι μεταναστευτικό είδος με μήκος σώματος 25,5 cm, άνοιγμα φτερών 39-42 cm, βάρος αρσενικού 80 120 gr και βάρος θηλυκού 76 128 gr. Έχει σταχτί κεφάλι, στήθος με σκοτεινές κηλίδες. Αναπαράγεται στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη και βόρεια Ασία. Αναζητά καλύτερες συνθήκες το χειμώνα στη νότια Ευρώπη και στη νοτιοδυτική Ασία. Οι βόρειοι πληθυσμοί μεταναστεύουν ενώ οι νότιοι είναι μόνιμοι. Αναπαράγεται σε

δάση κωνοφόρων και πλατύφυλλων, συχνά στις παρυφές των δασών ή σε διάκενα. Φωλιάζει κατά μικρές αποικίες σε δέντρα, συνήθως στο σημείο που ενώνεται ο κορμός με τα κλαδιά. Η φωλιά αποτελείται από κλαδάκια και χόρτα και το εσωτερικό της στρώνεται με λάσπη. Κατασκευάζεται εξ ολοκλήρου από το θηλυκό το οποίο γεννάει 1 2 φορές το χρόνο από 5-6 αβγά χρώματος ελαφρού γαλάζιου με μικρές καφέ κηλίδες. Επωάζει για 10 13 ημέρες και τα αβγά εκκολάπτονται σε διαφορετικές ημέρες. Οι νεοσσοί τρέφονται και από τους δύο γονείς και είναι ικανοί να πετάξουν σε ηλικία 11 15 ημερών. Τρέφεται με ασπόνδυλα (σκουλήκια, σαλιγκάρια κ.λπ.) και έντομα που συλλέγει από την επιφάνεια του εδάφους, πολλές φορές αναποδογυρίζοντας πέτρες, αλλά και με καρπούς κυρίως το φθινόπωρο και τον χειμώνα. ΚΟΡΜΟΡΑΝΟΣ Μεγάλο υδρόβιο πτηνό (91εκ.) με μαύρο φτέρωμα. Το μέγεθος του σώματος, ο λευκός χρωματισμός στο πηγούνι και στα μάγουλα είναι στοιχεία που τον διαφοροποιούν από τη λαγγόνα. Επίσης είναι χαρακτηριστικά το πράσινο χρώμα των οφθαλμών και οι κίτρινες και λαδί αποχρώσεις στην βάση του ράμφους. Όταν κολυμπά, το σώμα του είναι βυθισμένο μέσα στο νερό και το μόνο που προεξέχει από την επιφάνεια του νερού είναι ο μακρύς λαιμός με το κεφάλι. Ο κορμοράνος κάθεται στους βράχους και τα δέντρα, συνήθως όρθιος με τα φτερά μισάνοιχτα. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι κορμοράνοι κουρνιάζουν όλοι μαζί σε επιλεγμένες θέσεις πάνω σε συγκεκριμένα δέντρα. Είναι ψαροφάγα πουλιά που έρχονται κατά τον Οκτώβριο και παραμένουν μέχρι τον Φεβρουάριο, όταν επίσης γυρνάνε προς τα βόρεια για να φωλιάδουν. Οι κορμοράνοι γεννούν την περίοδο Απριλίου-Μαΐου, 3-4 αυγά. Την περίοδο της αναπαραγωγής το κεφάλι και ο λαιμός αποκτούν ασημόλευκο χρωματισμό ενώ στους μηρούς αναπτύσσονται δύο χαρακτηριστικές άσπρες κηλίδες. Στην Ελλάδα φωλιάζουν στη λίμνη Κερκίνη, Πρέσπα, στο Δέλτα του Έβρου και στον Αξιό ποταμό. Οι κορμοράνοι είναι επιδέξιοι ψαράδες και σε αυτό τους βοηθάει το δυνατό και γαμψό στην άκρη ράμφος!

ΝΥΧΤΟΚΟΡΑΚΑΣ Ο νυχτοκόρακας είναι ένας κοινός ερωδιός με κοσμοπολίτικη εξάπλωση. Ανήκει στην τάξη των Πελαργόμορφων, στην οικογένεια των Ερωδιίδων και το γένος Νυχτοκόρακας. Είναι μερικώς μεταναστευτικό είδος, στις περιοχές φωλιάσματος όπου συμβαίνει αυτό φτάνει τον Μάρτιο και αναχωρεί γύρω στον Σεπτέμβριο. Ο νυχτοκόρακας είναι ένας ερωδιός που ζει σε μικρές αποικίες. Είναι το μοναδικό νυχτόβιο είδος, της οικογένειας του, στην Ευρώπη. Είναι εδαφικό όσον αφορά την περιοχή κυνηγιού του, όπου και πιάνει τα ψάρια, που είναι και η κύρια τροφή του, και σπανιότερα έντομα, σκουλήκια, τρωκτικά και σαύρες. Του αρέσουν οι περιοχές που έχουν γλυκά νερά με μικρό βάθος και πλούσια βλάστηση στις όχθες. Μπορούμε να τον συναντήσουμε στους καλαμιώνες που βρίσκονται στις όχθες λιμνών, ποταμών, ελών και σπανιότερα σε λιμνοθάλασσες. Είναι ένα κοσμοπολίτικο είδος που βρίσκεται σχεδόν σε όλο τον κόσμο εκτός από την Αυστραλία και την Ινδοκίνα. Στις πιο βόρειες και τις πιο νότιες περιοχές της εξάπλωσής του είναι μεταναστευτικό ενώ στις υπόλοιπες είναι μόνιμο. Στην Ευρώπη και την Ελλάδα είναι καλοκαιρινός επισκέπτης. Στην Ελλάδα μπορούμε να τον δούμε στη λίμνη της Καστοριάς, στις Πρέσπες, στον Αμβρακικό κόλπο, στη λίμνη Κερκίνη, στο δέλτα Αξιού, στο δέλτα Έβρου και στη λίμνη Βιστονίδα. ΧΡΥΣΟΒΑΣΙΛΙΣΚΟΣ O χρυσοβασιλίσκος είναι στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Βασιλισκιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Regulus regulus και περιλαμβάνει 14 υποείδη. Το συνθετικό regulus στην επιστημονική ονομασία του πτηνού, σημαίνει «μικρός βασιλιάς, βασιλίσκος» και παραπέμπει στο στενό, αλλά φωτεινό λοφίο στο στέμμα του κεφαλιού, που μοιάζει με μικρό βασιλικό διάδημα (κορώνα). Το είδος

περιγράφηκε για πρώτη φορά στη Σουηδία από τον Λινναίο ως Motacilla regulus. Το είδος εμφανίζει ευρύτατο φάσμα κατανομής στην Ευρασία, από την Μακαρονησία στα δυτικά μέχρι την Ιαπωνία στα ανατολικά. Είναι κοινό στα μέσα και βόρεια, εύκρατα και μεγάλα γεωγραφικά πλάτη της Ευρώπης, μεταξύ των 13-24 C ισοθερμικών του Ιουλίου και, ως εκ τούτου, απαντά σε ψυχρότερα κλίματα από τον συγγενικό πυροβασιλίσκο. Οι βασιλίσκοι είναι μια μικρή ομάδα πτηνών που, μερικές φορές, περιλαμβάνονται στις συλβίες του Παλαιού Κόσμου, αλλά η φυλογενετική του κατάσταση που συχνά περιγράφεται, ιδίως όσον αφορά σε πρόσφατες έρευνες - και παρά τις επιφανειακές ομοιότητες -, δείχνει να είναι «απομακρυσμένη» από αυτές. ΠΥΡΟΒΑΣΙΛΙΣΚΟΣ Οι βασιλίσκοι είναι ένα μικρό γένος πουλιών, το οποίο σήμερα θεωρείται ως ξεχωριστή οικογένεια Regulidae και περιλαμβάνει επτά είδη. Παλιότερα ήταν ταξινομημένο λόγω εξωτερικής ομοιότητας με το γένος Φυλλοσκόποι (Phylloscopus) στην οικογένεια (Sylviidae). Η ονομασία Regulus είναι λατινική και σημαίνει μικρός βασιλιάς ή πρίγκιπας και προέρχεται από τη χαρακτηριστική χρωματιστή κορώνα στα ενήλικα πτηνά. Οι βασιλίσκοι συγκαταλέγονται στα μικρότερα στρουθιόμορφα, το μήκος κυμαίνεται από 8 11 εκατοστά και ζυγίζει από 6 8 γραμμάρια. Τα δύο φύλα έχουν το ίδιο μέγεθος. Το κύριο φτέρωμα είναι ανοιχτό λαδοπράσινο. Ζουν στη Βόρεια Αμερική και στην Ευρασία. Είναι ευκίνητα πουλιά που μετακινούνται συνεχώς στα φυλλώματα των δέντρων και των θάμνων αναζητώντας την τροφή τους. Η διατροφή τους περιλαμβάνει κυρίως ποικιλίες εντόμων και αράχνες. ΚΑΣΤΑΝΟΚΕΦΑΛΟΣ ΓΛΑΡΟΣ

Έχει μήκος 35-38 εκατοστά και παρουσιάζει εποχικό διμορφισμό. Το χρώμα των φτερούγων είναι σταθερά σταχτί με σκούρο περιθώριο. Επίσης σταθερό όλες τις εποχές παραμένει το λευκό χρώμα που έχει στο υπόλοιπο φτέρωμα. Το κεφάλι του, το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα του έτους, είναι λευκό με μια σκούρα βούλα πίσω από το μάτι. Κατά την αναπαραγωγική όμως περίοδο γίνεται ολόκληρο σκούρο καστανό. Το ράμφος του είναι κοκκινωπό αλλά την εποχή του ζευγαρώματος παίρνει ένα σκούρο κερασί χρώμα. Είναι το κοινότερο είδος γλάρου που απαντά τον χειμώνα σε ολόκληρη την Ελλάδα. Εμφανίζεται σε πολύ μεγάλους αριθμούς όλες τις εποχές του χρόνου, πλην του καλοκαιριού, γιατί την περίοδο εκείνη μεταναστεύει στις βορειότερες χώρες της Ευρώπης για να αναπαραχθεί. Παρατηρείται στις λίμνες αλλά και γύρω απ αυτές, σε αυλές σχολείων, σε οργωμένα χωράφια καθώς και σε σκουπιδότοπους. Δεν αναπαράγεται στην περιοχή αλλά σε χώρες βορειότερα της Ελλάδας. Τρέφεται με έντομα,σπόρους, ψάρια αλλά και με υπολείμματα ανθρώπινης τροφής που βρίσκει σε αφθονία σε σκουπιδότοπους. ΑΡΓΥΡΟΤΣΙΚΝΙΑΣ Ο αργυροτσικνιάς είναι κοσμοπολιτικό ηπειρωτικό είδος, δηλαδή ζει, αναπαράγεται και μετακινείται σε όλες τις ηπείρους, εκτός από τις ακραίες περιοχές των δύο ημισφαιρίων. Στην Ευρώπη, ωστόσο, δεν είναι τόσο κοινό είδος όσο στις άλλες ηπείρους, ερχόμενος μόνο τα καλοκαίρι για να αναπαραχθεί. Το είδος απαντά σε όλες τις κατηγορίες εσωτερικών και παράκτιων υγροτόπων, αν και προτιμάει να βρίσκεται κυρίως κατά μήκος των ακτών, είτε κατά τη διάρκεια του χειμώνα (π.χ. στην περιοχή της Ευρασίας), είτε κατά τη διάρκεια της ξηρασίας (π.χ. στην Αυστραλία). Ο αργυροτσικνιάς είναι είδος που ξεχωρίζει εύκολα από τους άλλους ερωδιούς λόγω του μεγάλου μεγέθους. Στα παρυδάτια ενδιαιτήματα, η τροφή του αργυροτσικνιά αποτελείται από ψάρια, αμφίβια, φίδια, υδρόβια έντομα και καρκινοειδή, ενώ στα ξηρότερα ενδιαιτήματα από επίγεια έντομα, σαύρες, μικρά πουλιά ακόμη και μικρά θηλαστικά. Ο αργυροτσικνιάς πετάει με χαρακτηριστικά, αργά φτεροκοπήματα, πιο αργά από εκείνα του συγγενικού λευκοτσικνιά, ενώ τα πόδια εξέχουν πολύ από το πίσω μέρος του σώματος. Ο αργυροτσικνιάς είναι, γενικά, πολύ επιτυχημένο είδος με μεγάλη και διευρυνόμενη επικράτεια. Παρ 'όλα αυτά, προσαρμόζεται

καλά στην ανθρώπινη κατοίκηση και μπορεί να απαντηθεί εύκολα κοντά σε υγρότοπους και λεκάνες νερού σε αστικές και περιαστικές περιοχές. ΔΙΠΛΟΚΕΦΑΛΑΣ Το όνομα της οικογένειας (Lanius) έχει λατινική ρίζα και σημαίνει χασάπης, για αυτό και σε αρκετές χώρες οι κεφαλάδες είναι γνωστά επίσης ως "πουλιά χασάπηδες" λόγω των συνηθειών διατροφής τους. Τα περισσότερα είδη από τους κεφαλάδες Lanius τα βρίσκουμε στην Ευρώπη και στην Αφρική εκτός από τον διπλοκεφαλά (Lanius excubitor) που έχει διηπειρωτική εξάπλωση. Οι κεφαλάδες είναι πουλιά των ανοικτών βιοτόπων που τα συναντάμε συνήθως να κάθονται στις κορυφές μικρών δέντρων και θάμνων ή στα καλώδια της ΔΕΗ. Πιάνουν τα θύματά τους και στο έδαφος και στον αέρα. Είναι είδη που κυρίως τρέφονται με έντομα αλλά μπορούν να τραφούν και με μικρά πουλιά, ερπετά και θηλαστικά. Ο διπλοκεφαλάς τρέφεται κυρίως με σπονδυλόζωα ιδιαίτερα τον χειμώνα. Παρά τη διατροφή τους, δεν είναι αληθινά αρπακτικά πουλιά μιας και στερούνται τα ισχυρά νύχια των αρπακτικών πουλιών. Χρησιμοποιούν τα πόδια τους για να κρατήσουν τα μικρότερα έντομα για να τα φάνε, τα μεγαλύτερα θηράματα καρφώνονται επάνω σε ένα αιχμηρό σημείο, όπως ένα αγκάθι ενός αγκαθωτού θάμνου ή ακόμα και σε αγκάθια συρματοπλεγμάτων, με αποτέλεσμα έτσι όπως είναι αγκιστρωμένο το θήραμά τους να είναι εύκολο να το κόψουν κομμάτια και να το φάνε. Οι περισσότεροι κεφαλάδες ζουν μοναχικά εκτός από την περίοδο της αναπαραγωγής, που υπερασπίζουν σθεναρά την επικράτειά τους. Στην Ελλάδα έχουν καταγραφεί 7 είδη, από τα οποία τα τέσσερα έρχονται την άνοιξη για να φωλιάσουν, ένα διαχειμάζει στην βόρεια Ελλάδα, ενώ έχουν καταγραφεί και δύο περιστασιακοί επισκέπτες. Ο διπλοκεφαλάς είναι ο μεγαλύτερος σε μέγεθος κεφαλάς που μπορούμε να δούμε στην ελληνική ύπαιθρο. Ο διπλοκεφαλάς, σε αντίθεση με τους άλλους που έρχονται να γεννήσουν στα μέρη μας, αυτός έρχεται να ξεχειμωνιάσει. Τον συναντάμε κυρίως στην βόρεια Ελλάδα, σε καλλιεργούμενες εκτάσεις, βοσκοτόπια, και δασολίβαδα. Έχει καταγραφεί και νοτιότερα να ξεχειμωνιάζει.

ΛΙΒΑΔΟΚΕΛΑΔΑ Η λιβαδοκελάδα είναι ένα μικρό στρουθιόμορφο πτηνό το οποίο αναπαράγεται σε ένα μεγάλο κομμάτι της Ευρασίας, της Γροιλανδίας και Ισλανδίας, αλλά και σε άλλες περιοχές όπως Γαλλία και η Ρουμανία. Είναι αποδημητικό πτηνό και τρέφεται κυρίως με ζωύφια και έντομα περίπου 5mm μεγάλα. Επίσης τρώει και χορτάρια. Εμφανίζεται επίσης και σε χαμηλούς αριθμούς στις αροτραίες καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Το χειμώνα χρησιμοποιεί αλμυρόβαλτους και μερικές φορές δάση. Χρησιμοποιεί θάμνους, γραμμές φραχτών ή σύρματα ηλεκτρικής ενέργειες ως σημεία πλεονεκτικής θέσης για να παρακολουθεί τα αρπακτικά ζώα. ΓΕΡΑΚΙΝΑ Η γερακίνα κατοικεί κυρίως σε μικρά δάση με παρακείμενα ανοικτά τοπία όπως λιβάδια, θαμνότοπους και καλλιέργειες, για να μπορεί να αναζητά την τροφή της. Η κύρια τροφή της γερακίνας είναι τα μικρά θηλαστικά και, στην Ευρώπη, κυρίως ποντίκια (εξ ου και το κυριότερο παρωνύμιό της στην Ελλάδα). Η γερακίνα δεν θεωρείται, γενικότερα, ένα «κομψό» στο πέταγμά της πτηνό. Είναι αρκετά δυσκίνητη και μόνο όταν γυροπετάει (soaring), δείχνει κάποια ελαφράδα στην κίνησή της. Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος Buteo buteo buteo (Linnaeus, 1758), αλλά υπάρχει πιθανή ανάμιξη πληθυσμών με τα υποείδη B. b. menetriesi (Bogdanov, 1879) και B. b. vulpinus (Gloger, 1833), ιδιαίτερα κατά τις μεταναστευτικές περιόδους. Το είδος σύμφωνα με τους

περισσότερους ορνιθολόγους, διακρίνεται σε τρεις χρωματικές φάσεις (colour phases). ΚΡΥΠΤΟΤΣΙΚΝΙΑΣ Το πουλί αυτό συχνάζει σε περιοχές που έχουν γλυκά νερά με μικρό βάθος και πλούσια βλάστηση στις όχθες. Μπορούμε να το συναντήσουμε στις όχθες λιμνών, ποταμών, έλη, κανάλια, στα δέλτα των ποταμών, σε ρυζοχώραφα και υγρά λιβάδια. Είναι ένα είδος που το βρίσκουμε στην νότια Ευρώπη, τη βόρειο Αφρική και στην κεντρική Ασία κατά τους θερινούς μήνες. Εξαίρεση αποτελεί το Δέλτα του Νείλου που τον βρίσκουμε όλο το χρόνο όπως και στην Αφρική νότια της Σαχάρας και στη νότια Ασία. Στην Ελλάδα έρχεται τον Μάρτιο και αναπαράγεται στη λίμνη της Καστοριάς, στις Πρέσπες, στον Αμβρακικό κόλπο, στην Λίμνη Κερκίνη, στο δέλτα Αξιού και στη λίμνη Μητρικού. Κατά τη μετανάστευση μπορούμε να τον συναντήσουμε σε όλη τη χώρα.