ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΚΑΛΩΝ ΤΕΧΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΜΟΥΣΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ. Ευθυμίου Λάμπρος

Σχετικά έγγραφα
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΚΑΛΩΝ ΤΕΧΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΜΟΥΣΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ. Ευθυμίου Λάμπρος

Τάξη Δ2 Υπεύθυνη : Τριαντάρη Φωτεινή Πληροφορικός

ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΑΝΑΤ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ-ΘΡΑΚΗΣ

ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΑΝΑΤ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΘΡΑΚΗΣ

Του γιοφυριού της Άρτας- Ανάλυση. Επιμέλεια: Κατερίνα Κάζηρα

airetos.gr Άρθρο 129 Α του ν.3852/2010: Με το σταυρό προτίμησης ο εκλογέας εκφράζει την προτίμησή του Αριθμός εδρών εκλογικής περιφέρειας

Το γεφύρι της Άρτας. Αφού παρακολουθήσετε το βίντεο, προσπαθήστε να συμπληρώσετε το σχήμα που ακολουθεί:

ΠΙΝΑΚΑΣ Α1 ΣΥΝΟΛΟ ΔΙΑΒΙΒΑΣΕΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΗΣΗΣ ΣΤΟ ΥΠ.ΕΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΕΤΟΣ 2018 (ΑΛΛΟΓΕΝΕΙΣ/ΟΜΟΓΕΝΕΙΣ )

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ στις 31/12/2014 ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΑΚΗΣ

ΚΑΜΠΙΝΓΚ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΑΝΑΤ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ-ΘΡΑΚΗΣ

ΚΑΜΠΙΝΓΚ στις 31/12/2014 ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΑΚΗΣ

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ «ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ» ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

«ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ»

Λογιστικό έτος: 2011 Οργανική Μονάδα Έδρα Τοπική Αρμοδιότητα ΔΙΓΕΑΠ Εκμεταλλεύσεις Δαπάνη (1) (2) = (1) X 140 Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας κat

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΑΞΗ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗΣ ΕΚ ΗΛΩΣΗΣ ΕΝ ΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΡΑΣΗΣ «ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ» ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ

ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΑΝΑΤ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ-ΘΡΑΚΗΣ

ΔΡΑΣΗ "ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ"

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΑΞΗ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗΣ ΕΚ ΗΛΩΣΗΣ ΕΝ ΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΡΑΣΗΣ «ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ» ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ

ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΑΝΑΤ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΘΡΑΚΗΣ

ΕΙΔΙΚΑ ΕΚΛΟΓΙΚΑ ΤΜΗΜΑΤΑ ΕΤΕΡΟΔΗΜΟΤΩΝ ΚΑΤΑ ΕΦΕΤΕΙΑΚΗ ΚΑΙ ΝΟΜΟ

ΔΡΑΣΗ "ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ"

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ «ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ» ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

Πίνακας 1 Εξέταση αιτημάτων 1Α και 1Β ανά υπηρεσία 1

Μέσες Τιμές Λιανικής ανά Νομό για την 25/1/2016

Μέσες Τιμές Λιανικής ανά Νομό για την 31/8/2015

Αθήνα, 22 Φεβρουαρίου 2010 Αριθ. Πρωτ.: 3397/Δ1.1155

«ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ»

Εκατοντάδες χρόνια πριν, έξω από την Άρτα, οι άνθρωποι θέλησαν να γεφυρώσουν τον Άραχθο ποταμό. Ήταν μεγάλο και δύσκολο σε εκτέλεση έργο, αλλά

ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕΤΑΘΕΣΗΣ ΚΛΑΔΟΣ ΕΛΛΕΙΜΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ. Α Αθήνας (Π.Ε.) ΑΓΓΛΙΚΗΣ - 68 Α Αθήνας (Π.Ε.) ΦΥΣΙΚΗΣ

Περιφερειακές εκλογές. 26 ης Μαΐου Μορφή και περιεχόμενο ψηφοδελτίων. περιφερειακών εκλογών. Σύντομος οδηγός- Υπόδειγμα ψηφοδελτίου

«ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ»

«ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ»

Μέσες Τιμές Λιανικής ανά Νομό για την 17/12/2015

Μέσες Τιμές Λιανικής ανά Νομό για την 17/9/2015

Διευθύνσεις εμβέλειας των Κέντρων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης

ΔΡΑΣΗ "ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ"

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

«ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ»

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ

ΔΡΑΣΗ "ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ"

Εικόνες: Eύα Καραντινού

«ΑΡΤΕΜΙΣ» ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ & ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΣΩΜΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ I ΝΕΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΤΡΟΠΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟ Α' ΔΙΜΗΝΟ ΤΩΝ ΕΤΩΝ

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

«Η νίκη... πλησιάζει»

ΒΑΘΜΙΔΑ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑ ΚΕΝΑ

General Music Catalog General Music ΠΥΡΓΑΚΗ ΦΥΛΙΩ. page 1 / 5

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΑΞΗ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗΣ ΕΚ ΗΛΩΣΗΣ ΕΝ ΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΡΑΣΗΣ «ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ» ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

«ΔΛΑΡΚΟΛΗΖ ΟΗΘΟΓΔΛΔΗΑΘΖ & ΔΠΑΓΓΔΙΚΑΣΗΘΖ ΕΩΖ»

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΑΞΗ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗΣ ΕΚ ΗΛΩΣΗΣ ΕΝ ΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΡΑΣΗΣ «ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ» ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΑΞΗ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗΣ ΕΚ ΗΛΩΣΗΣ ΕΝ ΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΡΑΣΗΣ «ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ» ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ

Ελάχιστη μοναδιαία αξία

ΘΕΜΑ: «Καθορισμός ανώτατου ορίου εκλογικών δαπανών ανά υποψήφιο περιφερειακό σύμβουλο και ανά συνδυασμό για τις περιφερειακές εκλογές».

Πίνακας1: Πλήθος εκκρεμοτήτων ανά υπηρεσία (κατάσταση διαδικασία καταχώρησης+δικαιολογητικά) 1. Άρθρο 1Β ΚΕΙ

Ταχ. Διεύθυνση : Ευαγγελιστρίας 2 Ταχ. Κώδικας : Πληροφορίες : Θ. Φλώρος Τηλέφωνα : Φαξ : te.ekloges@ypes.

ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕΤΑΘΕΣΗΣ ΚΛΑΔΟΣ ΕΛΛΕΙΜΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Στοιχεία από το Survey: Β5: Εκτεταμένα Στοιχεία Σχολικών Μονάδων Στη συγκεκριμένη «ενότητα» δίνονται στοιχεία για τον αριθμό των Τμημάτων, τους

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΑΞΗ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗΣ ΕΚ ΗΛΩΣΗΣ ΕΝ ΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΡΑΣΗΣ «ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ» ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ

Δ Ε Λ Τ Ι Ο Τ Υ Π Ο Υ

ΟΡΓΑΝΙΚΑ ΚΕΝΑ ΕΕΠ-ΕΒΠ ΑΝΑ ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑ 2016

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΑΞΗ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗΣ ΕΚ ΗΛΩΣΗΣ ΕΝ ΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΡΑΣΗΣ «ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ» ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΑΞΗ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗΣ ΕΚ ΗΛΩΣΗΣ ΕΝ ΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΡΑΣΗΣ «ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ» ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ

Δ2/4728/ Απόφαση Υπ. Παιδείας

ΟΡΓΑΝΙΚΑ ΚΕΝΑ ΕΕΠ-ΕΒΠ ΑΝΑ ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑ 2015

ΟΡΓΑΝΙΚΑ ΚΕΝΑ ΕΕΠ-ΕΒΠ ΑΝΑ ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑ 2016

ΑΠΟΦΑΣΙΖΟΥΜΕ. Μαρούσι, 27/7/2018 Αρ. Πρωτ /ΓΔ5 Α Π Ο Φ Α Σ Η. Δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ: 3233 Β /

ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΑΞΗ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗΣ ΕΚ ΗΛΩΣΗΣ ΕΝ ΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΡΑΣΗΣ «ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ» ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ

ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ Ε.Υ.ΖΗ.Ν

ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ «ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ» ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

ΟΡΓΑΝΙΚΑ ΚΕΝΑ ΕΕΠ-ΕΒΠ ΑΝΑ ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑ 2014

ΟΡΓΑΝΙΚΑ ΚΕΝΑ ΕΕΠ-ΕΒΠ ΑΝΑ ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑ 2014

ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΕΝΩΝ ΟΡΓΑΝΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ Σ.Μ.Ε.Α.Ε. & ΚΕ.Δ.Δ.Υ. (ΜΕΤΑΘΕΣΕΙΣ Ε.Ε.Π. & Ε.Β.Π. 2012)

14PROC

Α. ΠΑΠΑΝ ΡΕΟΥ 37 ΚΟΙΝ: 15122, ΜΑΡΟΥΣΙ M. Σωτηράκου M. Κούβελου

Να διατηρηθεί μέχρι Βαθμός ασφαλείας. Μαρούσι, Αριθ.Πρωτ /Γ7. Βαθμός Προτερ. ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΝ

Δ Ε Λ Τ Ι Ο Τ Υ Π Ο Υ

«ΔΛΑΡΚΟΛΗΖ ΟΗΘΟΓΔΛΔΗΑΘΖ & ΔΠΑΓΓΔΙΚΑΣΗΘΖ ΕΩΖ»

ΕΚΛΟΓΙΚΑ ΤΜΗΜΑΤΑ ΕΤΕΡΟΔΗΜΟΤΩΝ

Μετεκπαιδεύτηκαν Κατέχουν

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ & ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΙΚΑ - ΣΕΠΕ - ΟΑΕΔ ΡΟΕΣ ΜΙΣΘΩΤΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΙΟΥΝΙΟΣ 2013

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

:20/06/2007 sed01pin10 : 10:16:52 10: )- IT0688

«ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΜΕΝΕΣ ΠΡΟΜΗΘΕΙΕΣ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΚΑΙ ΒΑΣΙΚΗΣ ΥΛΙΚΗΣ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ, ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΔΑΠΑΝΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΟΧΗ ΣΥΝΟΔΕΥΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ »

ΕΚΛΟΓΙΚΑ ΤΜΗΜΑΤΑ ΕΤΕΡΟΔΗΜΟΤΩΝ ΕΦΕΤΕΙΑΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΑΘΗΝΩΝ ΝΟΜΟΥ ΑΤΤΙΚΗΣ

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Απόψε μες στο καπηλειό :: Τσιτσάνης Β. - Καβουράκης Θ. :: Αριθμός δίσκου: Kal-301.

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ «ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ» ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

ΘΕΜΑ : «Καθορισμός αριθμού θέσεων για μετάταξη εκπαιδευτικών Δ.Ε. στην Π.Ε. και σε Διοικητικές θέσεις φορέων του Υ.ΠΑΙ.Θ»

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

1 13Η EBA (Π.Ε. ΛΑΣΙΘΙΟΥ) - ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 13Η EBA (Π.Ε. ΛΑΣΙΘΙΟΥ) ΚΡΗΤΗΣ ΛΑΣΙΘΙΟΥ 2 ΔΕ

ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΜΕΝΩΝ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΩΝ & ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΩΝ. 1 ης & 2 ης ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ - ΝΟΤΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΘΗΝΑ - 21 ΙΟΥΛΙΟΥ 2015

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ. Μαρούσι, 17/06/2015 Αρ. πρωτ. : 4559

(Ηλεκτρονική αποστολή) Δ/ΝΣΗ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΒΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΩΝ ΕΝΔΕΙΞΕΩΝ Πληροφορίες: Αθανάσιος Γκαγιωγιάκης


Βαθμός Ασφαλείας: Να διατηρηθεί μέχρι: Μαρούσι, 7/3/2013 Αρ. Πρωτ / Γ6 Βαθμός Προτερ. ΠΡΟΣ :

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΚΑΛΩΝ ΤΕΧΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΜΟΥΣΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Ευθυμίου Λάμπρος Ο κύκλος τραγουδιών Της Άρτας το γεφύρι. Θεματικός και συστηματικός κατάλογος. Καταγραφές και παραλλαγές. Διδακτορική διατριβή Τομέας Εθνομουσικολογίας ΤΟΜΟΣ Β Τριμελής Συμβουλευτική Επιτροπή Καϊμάκης Ιωάννης, Αναπληρωτής Καθηγητής, Επιβλέπων Νίκα Σαμψών, Εύη, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Μαλιάρας Νικόλαος, Καθηγητής Θεσσαλονίκη 2014

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΚΑΛΩΝ ΤΕΧΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΜΟΥΣΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Ευθυμίου Λάμπρος Ο κύκλος τραγουδιών Της Άρτας το γεφύρι. Θεματικός και συστηματικός κατάλογος. Καταγραφές και παραλλαγές. Διδακτορική διατριβή ΤΟΜΟΣ Β Καταγραφή των κειμένων - Μεταγραφή των τραγουδιών - Παράρτημα Τριμελής Συμβουλευτική Επιτροπή Καϊμάκης Ιωάννης, Αναπληρωτής Καθηγητής, Επιβλέπων Νίκα Σαμψών, Εύη, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Μαλιάρας Νικόλαος, Καθηγητής Θεσσαλονίκη 2014 ii

iii

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΤΟΜΟΣ Β. «Προσόμοια» Μελωδικός τύπος Α Γεωγραφικό διαμέρισμα Μακεδονίας Παρ. 01: Σαράντα μαστορόπουλα κι εξήντα δυο μάστοροι, Αηδονοχώρι Σερρών...01 Παρ. 02: Σαράντα μαστορόπουλα κι εξήντα δυο μάστοροι, Νικόκλεια Σερρών 06 Παρ. 03: Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες, Λιτόχωρο Πιερίας.09 Παρ. 04: Σαράντα μαστορόπουλα κι εξήντα δυο μάστοροι, Σιάτιστα Κοζάνης.13 Παρ. 05: Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες, Νεστόριο Καστοριάς 17 Γεωγραφικό διαμέρισμα Ηπείρου Παρ. 06: Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες, Άρτα.19 Παρ. 07: Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες, Κομμένο Άρτας...22 Παρ. 08: Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες, Αστροχώρι Άρτας.26 Παρ. 09: Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες, Καστανιά Άρτας...30 Παρ. 10: Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες, Κυψέλη Θεσπρωτίας 32 Γεωγραφικό διαμέρισμα Στερεάς Ελλάδας Παρ. 11: Σαράντα μαστορόπουλα κι ξήντα δυο μάστοροι, Μικρό Χωριό Ευρυτανίας...35 Παρ. 12: Σαράντα μαστορόπουλα κι ξήντα δυο μάστοροι, Μικρό Χωριό Ευρυτανίας...37 Γεωγραφικό διαμέρισμα Πελοποννήσου Παρ. 13: Γεφύρι εστεριώνανε στης Άρτας το ποτάμι, Νεοχώρι Ηλείας..41 Παρ. 14: Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες, Νεοχώρι Ηλείας 47 Παρ. 15: Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες, Χιλιομόδι Κορίνθου.50 Μελωδικός τύπος Β Γεωγραφικό διαμέρισμα Θεσσαλίας (νήσος Σκιάθος) Παρ. 16: Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθετάδες, Σκιάθος...51 Παρ. 17: Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθετάδες, Σκιάθος.66 Γεωγραφικό διαμέρισμα Αιγαίου (νήσος Χίου) Παρ. 18: Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθετάδες, Βολισσός Χίου...69 iv

Γεωγραφικό διαμέρισμα Στερεάς Ελλάδας (νήσος Εύβοιας) Παρ. 19: Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες, Λίμνη Εύβοιας..71 Παρ. 20: Σαράντα πέντε μάστορες κι εξήντα μαθητάδες, Αυλωνάρι Εύβοιας...76 Γεωγραφικό διαμέρισμα Πελοποννήσου Παρ. 21: Σαράντα μαστορόπουλα κι εξήντα δυο μάστοροι, Κυβέρι Αργολίδας 81 Παρ. 22: Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες, Πραστός Αρκαδίας...84 Παρ. 23: Σαράντα πέντε μάστορες κι εξήντα μαθητάδες, Κορακοβούνι Αρκαδίας...86 Παρ. 24: Σαράντα μαστορόπουλα κι εξήντα δυο μάστοροι, Άγιος Πέτρος Αρκαδίας..88 Γεωγραφικό διαμέρισμα Μακεδονίας Παρ. 25: Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες, Μάλγαρα Θεσσαλονίκης..93 Γεωγραφικό διαμέρισμα Κρήτης Παρ. 26: Σαράντα μαστορόπουλα κι εξήντα δυο μάστοροι, Ζαρός Ηρακλείου.97 Μελωδικός τύπος Γ Γεωγραφικό διαμέρισμα Μακεδονίας Παρ. 27: Στην γέφυραν, στης Τρίχας το γεφύρι, Δασκτό - Νευροκόπι Δράμας...101 Παρ. 28: Στην γέφυραν, στης Τρίχας το γεφύρι, Αργυρούπολη Δράμας..108 Παρ. 29: Όλον την μέραν έχτιζαν της Τρίχας το γεφύρι, Μαυροπόταμος Δράμας...115 Παρ. 30: Χίλιοι μαστόροι έχτιζαν της Τρίχας το Γεφύρι, Κεχρόκαμπος Καβάλας...117 Παρ. 31: Στη γέφυραν, στη γέφυραν, στης Τρίχας το γεφύρι, Χοτροκόη Καβάλας..122 Μελωδικός τύπος Δ Γεωγραφικό διαμέρισμα Θράκης Παρ. 32: Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδις, Πεντάλοφος Έβρου.127 Παρ. 33: Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδις, Πεντάλοφος Έβρου.127 Παρ. 34: Παυλής γιοφύρι έφτιανε, γιουφύρι δε στεριώνει, Ελληνοχώρι Έβρου...131 Παρ. 35: Σαράντα πέντε μάστοροι κι ως χίλια μαθητούδια, Στέρνα Έβρου 137 Παρ. 36: Σαράντα πέντε μάστοροι κι ως χίλια μαθητούδια, Καρωτή Έβρου..141 Παρ. 37: Σαράντα πέντε μάστοροι κι ως χίλια μαθητούδια, Ποιμενικό Έβρου...144 Παρ. 38: Σαράντα πέντε μάστοροι κι ως χίλια μαθητούδια, Ποιμενικό Παταγή Έβρου.144 Παρ. 39: Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθετάδες, Γρατινή Ροδόπης.149 Γεωγραφικό διαμέρισμα Μακεδονίας Παρ. 40: Ανάθεμα το βασιλιά, τον πρώτο το βεζύρη, Νεροφράκτης Δράμας..153 Γεωγραφικό διαμέρισμα νήσων Αιγαίου Παρ. 41: Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθετάδες, Βολισσός Χίου 155 v

Μελωδικός τύπος Ε Γεωγραφικό διαμέρισμα Θράκης Παρ. 42: Σαράντα πέντε μάστοροι κι ως ξήντα μαθετάδις, Αμπελάκια Έβρου..159 Παρ. 43: Σαράντα πέντε μάστοροι κι ως χίλια μαθητούδια, Ποιμενικό Έβρου...162 Μελωδικός τύπος Στ Γεωγραφικό διαμέρισμα Ιονίων νήσων Παρ. 44: Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα δυο μάστοροι, Λιθακιά Ζακύνθου.169 Παρ. 45: Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες, Κερί Ζακύνθου...172 Παρ. 46: Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες, Κερί Ζακύνθου...176 Μελωδικός τύπος Ζ Γεωγραφικό διαμέρισμα Θράκης Παρ. 47: Trimína brátye, Διάσπαρτο Ξάνθης...179 Παρ. 48: Trimína brátye, Σμίνθη Ξάνθης...182 Παρ. 49: Trimína brátye, Πάχνη Ξάνθης...187 Παρ. 50: Trimína brátye, Γλαύκη Ξάνθης.. 189 Μελωδικός τύπος Η Γεωγραφικό διαμέρισμα Θράκης Παρ. 51: Kırk tane dülger köprü tuturdular, Οινόη Ορεστιάδας Έβρου 197 Παρ. 52: Kırk tane dülger köprü tuturdular, Οινόη Ορεστιάδας Έβρου 203 Μελωδικός τύπος Θ Γεωγραφικό διαμέρισμα Μακεδονίας Παρ. 53: Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα δυο καλφάδες, Μελενικίτσι Σερρών..209 Παρ. 54: Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα δυο καλφάδες, Μελενικίτσι Σερρών..213 Μελωδικός τύπος Ι Γεωγραφικό διαμέρισμα Μακεδονίας Παρ. 55: Κυρά Βδοκιά, κυρά Βδοκιά, κυρά θεμελιωμένη, Αγία Ελένη Σερρών..215 Παρ. 56: Κυρά Βδοκιά, κυρά καλή, κυρά θεμελιωμένη, Αγία Ελένη Σερρών...219 vi

Μελωδικός τύπος ΙΑ Γεωγραφικό διαμέρισμα Μακεδονίας Παρ. 57: Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες, Εμμανουήλ Παπάς Σερρών...223 Παρ. 58: Σαράντα πέντι μάστοροι, βδομήντα μαθητάδες, Εμμανουήλ Παπάς Σερρών...227 Μελωδικός τύπος ΙΒ Γεωγραφικό διαμέρισμα Μακεδονίας Παρ. 59: Μι τετρακόσιοι μάστοροι κι εξήντα μαθητούδια, Ιερισσός Χαλκιδικής 231 Παρ. 60: Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες, Μάλγαρα Θεσσαλονίκης 234 Μελωδικός τύπος ΙΓ Γεωγραφικό διαμέρισμα Ηπείρου Παρ. 61: Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητούδια, Καλέτζι Ιωαννίνων...235 Παρ. 62: Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες, Καλέτζι Ιωαννίνων.237 Γεωγραφικό διαμέρισμα Μακεδονίας Παρ. 63: Χίλιοι μάστοροι δούλευαν και χίλια μαστορούλια, Παλιόκαστρο Κοζάνης...239 Μελωδικός τύπος ΙΔ Γεωγραφικό διαμέρισμα Στερεάς Ελλάδας Παρ. 64: Χίλιοι μάστοροι δούλευαν στης Άρτας του διουφύρι, Άμπλιανη Ευρυτανίας.241 Παρ. 65: Χίλιοι μάστοροι δούλευαν στης Άρτας του διουφύρι, Άμπλιανη Ευρυτανίας.245 «Ιδιόμελα» Γεωγραφικό διαμέρισμα Θράκης Παρ. 66: Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες, Μάνδρα Ξάνθης...251 Παρ. 67: Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες, Μάνδρα Ξάνθης...254 Παρ. 68: Μάστοροι αρχινήσανε της Τρίχας το γιουφύρι, Μαρώνεια Ροδόπης...257 Παρ. 69: Παυλής γιοφύρι έφτιανε, γιοφύρι δε στεριώνει, Ελληνοχώρι Έβρου...261 Παρ. 70: Σαράντα πέντε μάστοροι κι ως χίλια μαθητούδια, Καρωτή Έβρου...265 vii

Γεωγραφικό διαμέρισμα Μακεδονίας Παρ. 71: Τρεις αδερφούλες ήμασταν κι οι τρεις κακογραμμένες, Χωριστή Δράμας...269 Παρ. 72: Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαστορόπ λα, Καλή Βρύση Δράμας...273 Παρ. 73: Ο Δήμος απεφάσισε γεφύρι για να στήσει, Τερπνή Σερρών...277 Παρ. 74: Ο Δήμος απεφάσισε γεφύρι για να στήσει, Τερπνή Σερρών...279 Παρ. 75: Οι τετρακόσιοι μάστοροι τα χίλια μαστορούδια, Σησαμιά Σερρών...284 Παρ. 76: Χίλιοι μάστοροι δούλευαν κι εξήντα δυο καλφάδες, Λευκοθέα Σερρών...288 Παρ. 77: Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες, Κίτρος Πιερίας...292 Παρ. 78: Χίλιοι μάστοροι δούλευαν στης Άρτας του γιουφύρι, Σισάνιο Κοζάνης...297 Παρ. 79: Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδις, Αιανή Κοζάνης...300 Παρ. 80: Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδις, Αιανή Κοζάνης...306 Παρ. 81: Τρεις αδερφούλες ήμασταν κι οι τρεις κακογραμμένες, Σιάτιστα Κοζάνης...309 Παρ. 82: Most mi Sidale, Νάουσα Ημαθίας...310 Παρ. 83: Mostot pravilo na Struma reka, Νεστόριο Καστοριάς...313 Παρ. 84: Mitre Majstorće, Φτελιά Καστοριάς...315 Γεωγραφικό διαμέρισμα Ηπείρου Παρ. 85: Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες, Παρακάλαμος Ιωαννίνων...317 Παρ. 86: Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες, Παπαδάτες Πρέβεζας...323 Παρ. 87: Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες, Παπαδάτες Πρέβεζας...326 Παρ. 88: Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα δυο μάστοροι, Λυγιά Πρέβεζας...330 Παρ. 89: Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες, Λυγιά Πρέβεζας... 333 Παρ. 90: Σαράντα πέντε μάστοροι κι ξήντα μαθητάδες, Τετράκωμο Άρτας... 335 Γεωγραφικό διαμέρισμα Θεσσαλίας Παρ. 91: Σαράντα πέντε μάστορις κι εξήντα μαθητάδες, Μεσοχώρα Τρικάλων...339 Παρ. 92: Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες, Στουρναραίϊκα Τρικάλων...340 Παρ. 93: Σαράντα μάστοροι δούλευαν, σαράντα μαθητούδια, Λοξάδα Καρδίτσας...341 Παρ. 94: Χίλιοι μάστοροι δούλιυαν στης Άρτας του γκιουφύρι, Πεδινό Καρδίτσας...344 Παρ. 95: Χίλιοι μάστοροι δούλιυαν στης Άρτας του γιοφύρι, Παλαμάς Καρδίτσας.356 Παρ. 96: Εννιά μάστοροι το χτιναν σ ην Άδανα γιοφύρι, Ομορφοχώρι Λάρισας...358 Παρ. 97: Εννιά μάστοροι το χτιναν τ ς Άτανας γιοφύρι, Ομορφοχώρι Λάρισας...362 Παρ. 98: Χίλιοι μάστοροι δούλιυαν στου Τρίχινου γιουφύρι, Μεγαλόβρυσο Λάρισας...369 Παρ. 99: Ολημερίς το χτίζανε το βράδυ γκρεμιζόταν, Μεταξοχώρι Λάρισας...372 Γεωγραφικό διαμέρισμα Στερεάς Ελλάδας Παρ. 100: Εξήντα μαστορόπουλα κι εξήντα δυο μάστοροι, Μέγαρα Αττικής...375 Παρ. 101: Σαράντα μαστορόπουλα κι εξήντα δυο μάστοροι, Αιδηψός Εύβοιας...378 Παρ. 102: Καμάρα χτίζουν στο γιαλό, καμάρα δε στεριώνει, Λίμνη Εύβοιας...381 Παρ. 103: Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες, Αλιβέρι Εύβοιας...385 viii

Γεωγραφικό διαμέρισμα Πελοποννήσου Παρ. 104: Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες, Πλατανίτσα Αχαΐας...389 Παρ. 105: Ήσαν σαράντα μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες, Παλαιό Σούλι Αχαΐας...391 Παρ. 106: Ήσαν σαράντα μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες, Παλαιό Σούλι Αχαΐας...399 Παρ. 107: Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες, Λεβίδι Αρκαδίας...405 Γεωγραφικό διαμέρισμα Ιονίων νήσων Παρ. 108: Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες, Κερί Ζακύνθου...407 Παρ. 109: Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες, Φράτσια Κυθήρων...415 Γεωγραφικό διαμέρισμα νήσων Αιγαίου Παρ. 110: Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα δυο καλφάδες, Πορτιανό Λήμνου...419 Παρ. 111: Γιοφύρι θεμελιώνουσι στης Άρτας το μποδάσι, Όλυμπος Καρπάθου...423 Γεωγραφικό διαμέρισμα Κρήτης Παρ. 112: Πέρα στην πέρα γειτονιά, πέρα στην πέρα ρούγα, Ζαρός Ηρακλείου...437 Περιεχόμενα CD.441 Παράρτημα Ι: Πίνακας μοτίβων του Μέγα...443 Παράρτημα ΙΙ: Πίνακες πληροφορητών...447 ix

1

2

Σαράντα μαστορόπουλα κι εξήντα δυο μάστοροι γεφύρι πα- [γεφύρι πά-]εισαν κι έστησαν (μα) [κι έστησαν] γεφύρι πάησαν κι έστησαν στης Άρτας το πουτάμι ολημερί- [ολημερί-]τσα δούλευαν (μα) [δούλευαν] ολημερίτσα δούλευαν του βράδυ εχαλούσι. Κλαίγουν τα μα- [κλαίγουν τα μα-]στουρόπουλα [στουρόπουλα] κλαίγουν τα μαστουρόπουλα, κλαίγουν για το μισθό τους και οι μάστο- [και οι μάστο-]ροι χαίρονταν (μα) [χαίρονταν] και οι μάστοροι χαίρονταν γιατ ανεβαίν η ρούγα. Χαμπέρ ήρθι [χαμπέρ ήρθι] π το βασιλιά (μα) [τον βασιλιά] χαμπέρ ήρθι π τον βασιλιά να διώξουν τους μαστόρους. Πουλούδι πά- [πουλούδι πά-]εισε κι έκατσε (μα) [κι έκατσε] Πουλούδι πάεισε κι έκατσε στης Άρτας το γεφύρι δεν κελαηδού- [δεν κηλαηδού-]σε σαν πουλί (μα) [σαν πουλί] δεν κελαηδούσε σαν πουλί ουδέ σαν χελιδόνι μόν κελαηδού- [μόν κηλαηδού-]σε κι έλεγε (μα) [κι έλεγε] μόν κελαηδούσε κι έλεγε ανθρώπινες κουβέντες. Αν δε στοιχειώ- [αν δε στοιχειώ-]σετε άνθρωπο (μα) [άνθρωπο] αν δε στοιχειώσετε άνθρωπο γεφύρι δε στεριώνει ουδέ Τούρκο [ουδέ Τούρκο] ν ουδέ Ρωμιό [ουδέ Ρωμιό] 3

ουδέ Τούρκο ν ουδέ Ρωμιό, ουδέ κανέ στρατιώτη μόνο του πρω- [μόνο του πρω-]τομάστορα [τομάστορα] μόνο του πρωτομάστορα του Γιώργη τη γυναίκα. Σαν τ άκουσε [σαν τ άκουσε] και Γιώργης (μα) [και Γιώργης] σαν τ άκουσε και Γιώργης μες στο σπίτι του πηγαίνει. Καλή μέρα [καλή μέρα] Ελένη μου [Ελένη μου] καλή μέρα Ελένη μου - Καλώς τον Γιώργη που ρθε. Σήκω Ελένη [σήκω Ελένη] μ κι άλλαξε (μα) κι άλλαξε σήκω Ελένη μ κι άλλαξε και βάλε τα λαμπρά σου γιατί θα πας [γιατί θα πας] να στοιχειωθείς [να στοιχειωθείς] γιατί θα πας να στοιχειωθείς στης Άρτας το γιοφύρι. Τι να αλλά- [τι να αλλά-]ξω Γιώργη μου (μα) [Γιώργη μου] τι να αλλάξω Γιώργη μου να βάλω τα λαμπρά μου τι εγώ θα πά [ τι εγώ θα πά ] να στοιχειωθώ [να στοιχειωθώ] τι εγώ θα πά να στοιχειωθώ στης Άρτας το γεφύρι. Τρείς αδερφί- [τρεις αδερφί-]τσες ήμασταν (μα) [ήμασταν] τρείς αδερφίτσες ήμασταν σαν την Αγιά Τριάδα η μια στοιχειώ- [η μια στοιχειώ-]θ κε στα νησιά (μα) [στα νησιά] η μια στοιχειώθ κε στα νησιά κ η γιάλλ στη Σαλλονίκη κι εγώ Ελέν [κι εγώ Ελέν ] η πιο καλή [η πιο καλή] κι εγώ Ελέν η πιο καλή στης Άρτας το γεφύρι. Ως τρέχουν τα [ως τρέχουν τα] ματάκια μου [ματάκια μου] ως τρέχουν τα ματάκια μου να τρέχουν ε στρατιώτες ως τρέμει το [ως τρέμει το] κουρμούδι μου [κορμούδι μου] ως τρέμει το κουρμούδι μου να τρέμει το γεφύρι. 4

Οργανικός στίχος Σαράντα μαστορόπουλα κι εξήντα δυο μάστοροι γεφύρι πάησαν κι έστησαν, στης Άρτας το γεφύρι. Ολημερίς εδούλευαν το βράδυ εχαλνούσε. Κλαίγουν τα μαστουρόπουλα, κλαίγουν για το μισθό τους και οι μάστοροι χαίρονταν γιατ ανεβαίν η ρούγα. Χαμπέρ ήρθι π το βασιλιά να διώξουν τους μαστόρους. Πουλούδι πάεισε κι έκατσε στης Άρτας το γεφύρι, δεν κελαηδούσε σαν πουλί ουδέ σαν χελιδόνι μόν κελαηδούσε κι έλεγε ανθρώπινες κουβέντες: - «Αν δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γεφύρι δε στεριώνει, ουδέ Τούρκο ν ουδέ Ρωμιό, ουδέ κανέ στρατιώτη μόνο του πρωτομάστορα του Γιώργη τη γυναίκα». Σαν τ άκουσε και Γιώργης μες στο σπίτι του πηγαίνει: - «Καλή μέρα Ελένη μου» - «Καλώς τον Γιώργη που ρθε» - «Σήκω Ελένη μ κι άλλαξε και βάλε τα λαμπρά σου γιατί θα πας να στοιχειωθείς στης Άρτας το γιοφύρι» - «Τι να αλλάξω Γιώργη μου να βάλω τα λαμπρά μου, τι εγώ θα πά να στοιχειωθώ στης Άρτας το γεφύρι. Τρείς αδερφίτσες ήμασταν σαν την Αγιά Τριάδα. Η μια στοιχειώθ κε στα νησιά κ η γιάλλ στη Σαλλονίκη κι εγώ Ελέν η πιο καλή στης Άρτας το γεφύρι. Ως τρέχουν τα ματάκια μου να τρέχουν ε στρατιώτες ως τρεμει το κουρμούδι μου να τρέμει το γεφύρι». 5

6

Σαράντα μα- [σαράντα μα-]στορόπουλα κι εξήντα δυο μάστοροι γεφύρι ε- [γεφύρι ε-]στοιχειώνανε στης Άρτας το ποτάμι Ολημερίς [ολημερίς] το χτίζανε [ολημερίς το χτίζανε] το βράδυ γκρεμιζόταν. Οργανικός στίχος Σαράντα μαστορόπουλα κι εξήντα δυο μάστοροι γεφύρι εστοιχειώνανε στης Άρτας το ποτάμι. Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ γκρεμιζόταν. 1 Μοιρολογούν οι μάστοροι, κλαίνε κι οι μαθητάδες: - «Αλίμονο στους κόπους μας, κρίμα στη δούλεψή μας, ολημερίς να χτίζουμε, το βράδυ να γκρεμιέται». Πουλάκι πάεισε λάλησε, στην άκρη στο ποτάμι δεν κηλαηδούσι σαν πουλί, μηδέ σαν χιλιδόνι, μόν κηλαηδούσι κι έλιγε ανθρώπινη κουβέντα: - «Αν δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γεφύρι δε στεριώνει. ούτε μικρό, ούτ ικανό, ούτε ξένο διαβάτη, μόνο του πρωτομάστορα, του Δήμου τη γυναίκα». Κι ο Δήμος σαν το άκουσε, πολύ του βαρυφάνη. Στέλνει τα μαστορόπουλα να παν να τη φωνάξουν: - «Αργά να ντυθεί, αργά να λουστεί, αργά να πάει το γιόμα». Την Αρετή την έβρισκαν στο φούρνο να φουρνίζει. 1 Η πληροφορήτρια απήγγελε τους επόμενους στίχους του οργανικού κειμένου. 7

- «Τι έχεις Δήμο μ κι όλο κλαίς και βαριαναστενάζεις;» - «Το δαχτυλίδι μ έπεσε στη μέση στο γεφύρι και ποιός θα μπει και ποιός θα βγει το δαχτυλίδι να βρεις;» - «Εγώ θα μπω κι εγώ θα βγω το δαχτυλίδι να βρω». Μηδέ καλά κατέβηκε, μηδέ στη μέση πήγε. - «Τράβα Δήμο μ τις άλυσες, τράβα τις αλυσίδες, όλο το γεφύρι γύρισα, το δαχτυλίδ δε βρήκα». - «Εκεί που μπήκες Αρετή, ξανά δεν έχ να έβγεις». - «Το κρίμα μ να χεις Δήμο μου, το κρίμα απ το παιδιά μου, άφηκα το παιδάκι μου στην κούνια να κοιμάται, άφηκα το ψωμάκι μου στο φούρνο φουρνισμένο. Τρεις αδερφούλες ήμασταν, κι οι τρεις αγαπημένες: Η μια φυλάει το Δούναβη κι η άλλ το Βελιγράντι, κι η τρίτη η μικρότερη της Άρτας το ποτάμι. πως τρέμει η καρδούλα μου να τρέμει το γεφύρι, πως πέφτουν τα μαλλάκια μου, να πέφτουν οι διαβάτες». - «Κόρη το λόγο σ άλλαξι, κι άλλη κατάρα δώσε, έχεις μονάκριβο αδερφό, μην τύχει και περάσει». - «πως τρέμει η καρδούλα μου, να τρέμει το γεφύρι, πως πέφτουν τ άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες». 8

9

10

11

Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες, γεφύρι θεμελιώνανε στης Άρτας το ποτάμι. Ολημερίς το κτίζανε το βραδυ γκρεμιζόταν. Μοιρολογούν οι μάστοροι και κλαίν οι μαθητάδες: - «Αλίμονο στους κόπους μας κρίμα στις δουλεψιές μας, ολημερίς να κτίζουμε το βράδυ να γκρεμιέται». Πουλάκι εθεάθη κι έκατσε αντίκρυ στο ποτάμι. δεν εκελάηδε σαν πουλί μηδέ σαν χελιδόνι. παρά εκελάηδε κι έλεγε μ ανθρώπινη λαλίτσα: - «Αν δε στεριώσετ άνθρωπο γεφύρι δε στεριώνει και μη στοιχειώσετ ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη, παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα». 12

13

14

15

Σαράντα μαστορόπουλα κι εξήντα δυο μάστοροι γιοφύρι ν ε- [γιοφύριν ε-]στεριώνανε γιοφύρι ν εστεριώνανε στης Άρτας το γεφύρι. Όλη μέρα σ [όλη μέρα σ ] εχτίζουνε όλη μέρα σ εχτίζουνε το βράδυ γκριμιζόταν. Μοιριολογούν [μοιριολογούν] οι μάστοροι μοιριολογούν οι μάστοροι και κλαίν οι μαθητάδες. Αλίμονο [αλίμονο] στους κόπους μας αλίμονο στους κόπους μας κρίμα στις δουλεψιές μας. Πουλάκι πάει [πουλάκι πάει] και διάβηκε. Οργανικός στίχος Σαράντα μαστορόπουλα κι εξήντα δυο μάστοροι, γιοφύρι ν εστεριώνανε στης Άρτας το γεφύρι. Όλη μέρα σ εχτίζουνε το βράδυ γκριμιζόταν. Μοιριολογούν οι μάστοροι και κλαίν οι μαθητάδες: - «Αλίμονο στους κόπους μας κρίμα στις δουλεψιές μας». Πουλάκι πάει και διάβηκε. 16

17

Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες γεφύρι ε- [γεφύρι ε-]στεριώνανε στης Άρτας το ποτάμι. Ολημερίς [ολημερίς ολημερίς] το κτίζανε το βράδυ γκρεμιζόταν. Αν δε στεριώ- [αν δε στεριώ-]σ τε άνθρωπο. Οργανικός στίχος Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες γεφύρι εστεριώνανε στης Άρτας το ποτάμι. Ολημερίς το κτίζανε το βράδυ γκρεμιζόταν. - «Αν δε στεριώσ τε άνθρωπο». 18

19

20

Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες γεφύρι ν- ε- [γεφύρι ν ε-]στεριώνανε γεφύρι ν- εστεριώνανε στης Άρτας το ποτάμι. Ολημερίς [ολημερίς] εκτίζανε ολημερίς το κτίζανε το βράδυ γκρεμιζόταν. Μοιρολογούν [μοιρολογούν] οι μάστοροι μοιρολογούν οι μάστοροι και κλαίν οι μαθητάδες. Αλίμονο [αλίμονο] στους κόπους μας. Οργανικός στίχος Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες γεφύρι ν εστεριώνανε στης Άρτας το ποτάμι. Ολημερίς το κτίζανε το βράδυ γκρεμιζόταν. Μοιρολογούν οι μάστοροι και κλαίν οι μαθητάδες: - «Αλίμονο στους κόπους μας 2 κρίμα στη δούλεψή μας ολημερίς να χτίζουμε το βράδυ να γκρεμιέται». Πουλάκι πήγε κι έκατσε αντίκρυ στο ποτάμι δεν εκηλάηδε σαν πουλί μηδέ σαν χελιδόνι μον εκηλάηδε κι έλεγε ανθρώπινη λαλίτσα: - «Αν δε στοιχειώστε άνθρωπο γεφύρι δε στεριώνει». 2 Ο πληροφορητής απήγγειλε τους επόμενους στίχους του οργανικού κειμένου. 21

22

23

24

Σαράντα πέντι μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες γεφύρι ν- ε- [γεφύρι ν ε-]στεριώνανε γεφύρι εστεριώνανε στης Άρτας το πουτάμι [στης Άρτας το πουτάμι]. Ολημερίς [ολημερίς] εκτίζανε ολημερίς το κτίζανε το βράδυ γκρεμιζόταν [το βράδυ γκρεμιζόταν]. Πουλάκι ήρθε κι έκατσε πουλάκι ήρθε κι έκατσε αντίκρυ στο ποτάμι δεν κηλαηδού- [δεν κηλαηδού-]σε σαν πουλί δεν κηλαηδούσε σαν πουλί μήτε σα χελιδόνι μόν κηλαηδού- [μον κηλαηδού-]σε κι έλεγε ανθρώπινη λαλίτσα [ανθρώπινη λαλίτσα]. Αν δε θεμελιώ- [αν δε θεμελιώ-]σετ άνθρωπο γεφύρι δε στεριώνει [γεφύρι δε στεριώνει] μη θεμελιώ- [μη θεμελιώ-]σετ άνθρωπο, μη ξένο, μη διαβάτη παρά του πρω [παρά του πρω-]τομάστορα την όμορφη γυναίκα. Οργανικός στίχος Σαράντα πέντι μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες γεφύρι ν εστεριώνανε στης Άρτας το ποτάμι Ολημερίς το κτίζανε το βράδυ γκρεμιζόταν. Πουλάκι ήρθε κι έκατσε αντίκρυ στο ποτάμι. Δεν κηλαηδούσε σαν πουλί μήτε σα χελιδόνι μόν κηλαηδούσε κι έλεγε ανθρώπινη λαλίτσα: - «Αν δε θεμελιώσετ άνθρωπο γεφύρι δε στεριώνει, μη θεμελιώσετ άνθρωπο, μη ξένο, μη διαβάτη παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα». 3 Ο μάστορας σαν τ άκουσε πολύ του βαρυφάνη. - «Πως πέφτουν τα μαλλάκια μου να πέφτουν οι διαβάτες». 3 Ο πληροφορητής απήγγειλε τους επόμενους στίχους του οργανικού κειμένου. 25

26

27

Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες, γεφύρι θεμελιώνανε στης Άρτας το ποτάμι. Ολημερίς εκτίζανε το βράδυ γκρεμιζόταν. - «Αλίμονο στη μοίρα μας κρίμα στις δούλεψές μας, ολημερίς να κτίζουμε το βράδυ να γκρεμιέται». Πουλάκι εδιάβη κι έκατσε στη μεσιανή καμάρα. Μηδέ κηλάηδε σαν πουλί μηδέ σα χελιδόνι, παρά κηλάηδε κι έλεγε ανθρώπινη ομιλία: - «Αν δε στοιχείσετ άνθρωπο γεφύρι δε στεριώνει. Να μη στοιχιώσετ ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη, παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα, πο ρχετ αργά τ αποταχύ κι ερχετ αργά το γιόμα». Και το πουλί παράκουσε κι αλλιώς επήγε κι είπε: - «Γοργά ντυθείς, γοργά αλλαχτείς, γοργά να πας το γιόμα, γοργά να πας και να διαβείς της Άρτας το γεφύρι». Γοργά εντύθη κι άλλαξε γοργά πήγε το γιόμα Από μακριά τους χαιρετά, από κοντά τους λέγει: - «Γεια σας χαρά σας μάστοροι κι εσείς οι μαθητάδες, τι έχει ο πρωτομάστορας κι είναι στεναχωρημένος»; - «Το δαχτυλίδι του πεσε στη μεσιανή καμάρα και ποιος να μπει και ποιός να βγει το δαχτυλίδι να βρει;» - «Μάστορα μην πικραίνεσαι και μη στενοχωριέσαι, εγώ θα μπω κι εγώ θα βγω το δαχτυλίδι να βρω». Μηδέ καλά κατέβηκε μηδέ στη μέση πήγε. - «Τράβα καλέ τον άλυσο, τράβα την αλυσίδα, 28

όλον τον κόσμο άγειρα και τίποτα δε βρήκα». Ένας πηχάει με το μυστρί κι άλλος με τον ασβέστη, παίρνει κι ο πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθο. - «Αλίμονο στη μοίρα μας κρίμα στο ριζικό μας. Τρεις αδερφούλες ήμασταν κι οι τρεις κακογραμμένες: Η μια έχτ σι το Δούναβη η άλλη τον Ευφράτη, κι εγώ η πιο μικρότερη της Άρτας το γεφύρι. Ως τρέμει η καρδούλα μου να τρέμει το γεφύρι, ως πέφτουν τα μαλλάκια μου να πέφτουν οι διαβάτες». - «Κόρη τον λόγο άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε, έχεις μονάκριβο αδερφό μην τύχει και περάσει». Κι αυτή το λόγο άλλαξε κι άλλη κατάρα δίνει: - «Αν τρέμουν τ άγρια βουνά να τρέμει το γεφύρι κι αν πέφτουν τ άγρια πουλιά να πέφτουν οι διαβάτες». 29

Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες γεφύριν ε- [γεφύριν ε-]στεριώνανε γεφύρι εστεριώνανε στης Άρτας το ποτάμι. Ολημερίς [ολημερίς] το χτίζανε. 30

Οργανικός στίχος Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες γεφύρι εστεριώνανε στης Άρτας το ποτάμι. 4 Μοιρολογούν οι μάστοροι και κλαιν οι μαθητάδες: - «Αλίμονο στους κόπους μας κρίμα στις δουλεψιές μας ολημερίς να χτίζουμε το βράδυ να γκρεμιέται». Πουλάκι εδιάβη κι έκατσε στην άκρη στο γεφύρι δεν κελαηδούσε σαν πουλί ούτε σα χελιδόνι μον κελαηδούσε κι έλεγε ανθρώπινη κουβέντα: - «Αν δε στεριώσ τε άνθρωπο γεφύρι δε στεριώνει και μη στεοιχειώσετ ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα». Τ ακούει ο πρωτομάστορας και του θανάτου πέφτει, πιάνει μηνά της λυγερής με το πουλί τ αηδόνι: - «Αργά ντυθείς αργά αλλαχτείς αργά να ρθεις το γιόμα αργά να ρθεις και να διαβείς της Άρτας το γεφύρι». Και το πουλί παράκουσε, αλλιώς επήγε κι είπε: - «Γοργά ντυθείς γοργα αλλαχτείς γοργά να πας το γιόμα, γοργά να πας και να διαβείς της Άρτας το γεφύρι». Και να την ξανά φάνηκε από την άσπρη στράτα. Από μακριά τους χαιρετά κι από κοντά τους λέει: - «Γεια σας χαρά σας μάστοροι κι εσείς οι μαθητάδες. Τι έχει ο πρωτομάστορας και είναι χολιασμένος;» - «Το δαχτυλίδι του πεσε στην πρώτη την καμάρα και ποιος θα μπει και ποιος να βγει το δαχτυλίδι να βρει;» - «Μάστορα μην πικραίνεσαι, εγώ θα σου το φέρω, εγώ θα μπω κι εγώ θα βγω το δαχτυλίδι να βρω». ούτε καλά κατέβηκε, ούτε στη μέση πήγε. Ένας πηχάει με το μυστρί κι ο άλλος τον ασβέστη, παίρνει κι ο πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθο. - «Τρεις αδερφούλες ήμασταν κι οι τρεις κακογραμμένες: η μια έχτισε το Δούναβη κι η άλλη τον Αυλώνα κι εγώ η ομορφότερη της Άρτας το γεφύρι. πως τρέμουν τα ματάκια μου να τρέμει το γεφύρι κι ως πέφτουν τα μαλλάκι μου να πέφτουν οι διαβάτες». - «Κόρη το λόγο άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε, έχεις μονάκριβο αδερφό μη λάχει και περάσει». Κι αυτή το λόγο άλλαξε κι άλλη κατάρα δίνει: - «Αν τρέμουν τ άγρια βουνά να τρέμει το γεφύρι κι αν πέφτουν τ άγρια πουλιά να πέφτουν οι διαβάτες». 4 Η πληροφορήτρια απήγγειλε τους επόμενους στίχους. 31

32

Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες γεφύ- [γεφύ-]ρι εστερέωναν στης Άρτας το ποτάμι. Ολη- [ολη-]μερίς το κτίζανε το βράδυ γκρεμιζόταν. Οργανικός στίχος Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες γεφύρι εστεριώνανε στης Άρτας το ποτάμι. Ολημερίς το κτίζανε το βράδυ γκρεμιζόταν. 5 Βλέπω τον πρωτομάστορα κι είναι στεναχωρημένος. - «Αν δε στοιχειώστε άνθρωπο γεφύρι δε στεριώνει». 5 Ο πληροφορητής απήγγειλε τους επόμενους στίχους του οργανικού κειμένου. 33

34

35

Σαράντα μαστορόπουλα κι ξήντα δυο μάστοροι διοφύριν ε- [διοφύριν ε-]στεριώνανε διοφύρι ν- εστεριώνανε στης Άρτας το ποτάμι. Ολημερί- [ολημερί-]τσα δούλευαν ολημερίτσα δούλευαν το βράδυ γκρεμιζόταν. Φιρμάνι πού [φιρμάνι πού] το βασιλιά. Οργανικός στίχος Σαράντα μαστορόπουλα κι ξήντα δυο μάστοροι διοφύρι εστεριώνανε στης Άρτας το ποτάμι. Ολημερίτσα δούλευαν το βράδυ γκρεμιζόταν. Φιρμάνι πού το βασιλιά. 36

37

Αν ήρθις Γιώργη μ για καλό να βάλω τα καλά μου κι αν ήρθις πάλι για κακό να ρθω μ ετούτα που είμι. (Άιντι) Λενιώ [άιντι Λενιώ μ ] να πάγουμι κι ας είσι καθώς είσι. Τα χέρια του [τα χέρια του] ν- εσταύρωσι στη γέφυρα παγαίνει. (Άιντι) να πά- [άιντι να πά-]μι Λένη μου. Τρεις αδερφούλις ήμασταν κι οι τρεις Στοιχειό βαστούμι. 38

Οργανικός στίχος 6 Σαράντα μαστορόπουλα κι εξήντα δυο μαστόροι, γιοφύριν εστεριώνανε στης Άρτας το ποτάμι. Ολη μερίτσα δούλευαν το βράδυ γκρεμιζόταν. Φερμάνι από το βασιλιά να κόψουν τους μαστόρους, κλαίνε τα μαστορόπουλα, κλαίνε για τους μαστόρους Πουλάκι πήγε κι έκατσε στην άκρη στο γιοφύρι. Δεν ελαλούσε σαν πουλί, σαν τ άλλα τα πουλάκια, μόν ελαλούσε κι έλεγε ανθρώπινη λαλίτσα: -«Μάστοροι μην παιδεύεστε και μην χασομεράτε, αν δε στοιχειώσετ άνθρωπο διοφύρι δε στεριώνει. Ουϊδ άνθρωπο, καθ άνθρωπο, ουδί απ την αράδα, παρά να θεμελιώσετε την πρώτη μαστορίνα». Κι ο μάστορας σαν τ άκουσι πολύ του κακοφάνη, τα χέρια του ν εσταύρωσε στη Λενιώ πηγαίνει. - «Άιντι Λενιώ να πάγουμι στης Άρτας το διοφύρι». - «Αν είναι Γιώργη μ για καλό να ρθώ μ ετούτα που είμαι αν ήρθες Γιώργη μ να βάλω τα καλά μου κι αν ήρθες πάλι για κακό να ρθω με τούτα που είμι». - «Άιντι Λενιώ να πάγουμι κι ας είσι καθώς είσι». Τα χέρια του ν εσταύρωσε, στη γέφυρα πηγαίνει. - «Τρεις αδερφούλες ήμασταν κι οι τρεις κακογραμμένες, η μια βαστά τον Τούρναβο κι η άλλη το Μανόλη, ιγώ η Λενη η έμορφη, της Άρτας το γιοφύρι». 6 Παραθέτω το οργανικό κείμενο όπως το κατέγραψε ο Περιστέρης στο χ/φο 2452 του Κ.Ε.Ε.Λ. 39

40

41

42

43

44

45

Γεφύρι ν- εστεριώνανε στης Άρτας το ποτάμι [στης Άρτας το ποτάμι] σαράντα μα- [σαράντα μα-]στορόπουλα κι εξήντα δυο μάστοροι [κι εξήντα δυο μάστοροι] ν- ολημερίς εχτίνανε [ν- ολημερίς εχτίνανε] το βράδυ γκριμιζόταν. Κλαίνε τα μα- [κλαίνε τα μα-]στορόπουλα κλαίνε τα μαστορόπουλα που κουβαλούν τις πέτρες [που κουβαλούν τις πέτρες] κλαίει κι ο πρω- [κλαιει κι ο πρω-]τομάστορας Κλαίει κι ο πρωτομάστορας που φτιαχνει τα γωνάρια [που φτιαχνει τα γωνάρια]. Πουλάκι επή- [πουλάκι επή-]γε κι έκατσι στην άκρη το ποτάμι [στην άκρη το ποτάμι] δεν εκελά- [δεν εκελά-]ηδε σαν πουλί [δεν εκελάηδε σαν πουλί] μα ιδέ σα χιλιδόνι [μα ιδέ σα χιλιδόνι] παρά κελά- [παρά κελά-]ηδε κι έλεγε ανθρώπινη φωνίτσα [ανθρώπινη φωνίτσα]. Αν δεν καρφώ- [αν δεν καρφώ-]σ τε άνθρωπο [αν δεν καρφώσ τε άνθρωπο] γεφύρι δε στεριώνει [γεφύρι δε στεριώνει]. Οργανικός στίχος Γεφύρι εστεριώνανε στης Άρτας το ποτάμι, σαράντα μαστορόπουλα κι εξήντα δυο μάστοροι. Ολημερίς εχτίνανε το βράδυ γκριμιζόταν. Κλαίνε τα μαστορόπουλα που κουβαλούν τις πέτρες, κλαιει κι ο πρωτομάστορας που φτιαχνει τα γωνάρια. Πουλάκι επήγε κι έκατσι στην άκρη το ποτάμι δεν εκελάηδε σαν πουλί μα ιδέ σα χιλιδόνι παρά κελάηδε κι έλεγε ανθρώπινη φωνίτσα: - «Αν δεν καρφώσ τε άνθρωπο γεφύρι δε στεριώνει». 46

47

48

Σαράντα πέ- [σαράντα πέ-]ντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες γεφύρι ν- ε- [γεφύρι ν ε-]στεριώνανε στης Άρτας το ποτάμι ολημερίς [ολημερίς] το χτίζανε το βράδυ γκρεμιζόταν [το βράδυ γκρεμιζόταν]. Πουλάκι επή- [πουλάκι επή-]γε κι έκατσε στη μεσιανή καμάρα [στη μεσιανή καμάρα] δεν ελαλού- [δεν ελαλού-]σε σαν πουλί μα ιδέ σα χελιδόνι παρά λαλού- [παρά λαλού-] σε κι έλεγε ανθρώπινη λαλίτσα. Οργανικός στίχος Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες, γεφύρι ν εστεριώνανε στης Άρτας το ποτάμι. Ολημερίς εκτίζανε το βράδυ γκρεμιζόταν. Πουλάκι πήγε κι έκατσε στη μεσιανή καμάρα. Δεν ελαλούσε σαν πουλί μα ιδέ σα χελιδόνι, παρά λαλούσε κι έλεγε ανθρώπινη λαλίτσα: - «Αν δε στεριώσετ άνθρωπο γεφύρι δε στεριώνει. Και μη στεριώσετ ορφανό, μη ξένο ουδέ διαβάτη, παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα». 49

Σαράντα πέ- [σαράντα πέ-]ντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες γεφύρι ν- ε- [γεφύρι ν- ε-]στεριώνανε [γεφύρι ν- εστεριώνανε] στης Άρτας το ποτάμι. Οργανικός στίχος Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες γεφύρι εστεριώνανε στης Άρτας το ποτάμι. 7 Δεν κελαηδούσε σαν πουλί μήτε σαν χελιδόνι μον κελαηδούσε κι έλεγε ανθρωπινή κουβέντα: - «Αν δε στεριώστε άνθρωπο γεφύρι δε στεριώνει. Να μη στεριώστε ορφανό μήτε περαστικό, μόν να στεριώσετε του μάστορα τη γυναίκα». 7 Ο πληροφορητής απήγγειλε τους επόμενους στίχους του οργανικού κειμένου. 50

51

52

53

54

55

56

57

58

59

60

61

62

63

64

Σαράντα πέ- [σαράντα πέ-, σαράντα πέ-]ντε μάστοροι κι εξήντα μαθετάδες [κι εξήντα μαθετάδες] (έλα να μαστε πουλάκια να πετούμε στα κλαδάκια) γεφύρι ε- [γεφύρι ε-, γεφύρι ε-]στεριώνανε στης Άρτας το ποτάμι [στης Άρτας το ποτάμι]. Οργανικός στίχος Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθετάδες, γεφύρι εστεριώνανε στης Άρτας το ποτάμι. 65

66

67

Σαράντα πέ- [σαράντα πέ-, σαράντα πέ-]ντε μάστοροι κι εξήντα μαθετάδες [κι εξήντα μαθετάδες] γεφύρι ε- [γεφύρι ε-, γεφύρι ε-]στεριώνανε στης Άρτας το ποτάμι [στης Άρτας το ποτάμι]. Ολημερίς [ολημερίς, ολημερίς] το κτίζανε το βράδυ γκρεμιζόταν [το βράδυ γκρεμιζόταν]. Μοιρολογούν [μοιρολογούν, μοιρολογούν] οι μάστοροι και κλαίν οι μαθητάδες [και κλαίν οι μαθητάδες]. Οργανικός στίχος Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθετάδες, γεφύρι εστεριώνανε στης Άρτας το ποτάμι. Ολημερίς το κτίζανε το βράδυ γκρεμιζόταν. Μοιρολογούν οι μάστοροι και κλαίν οι μαθητάδες. 68

69

Σαράντα πέ- [σαράντα πέ-, σαράντα πέ-]ντε μάστοροι κι εξήντα μαθητά ες [κι εξήντα μαθητά ες] γιοφύρι ν ε- [γιοφύρι ν ε-, γιοφύρι ν ε-]στεριώνασι εις της Άρτας το ποτάμι (σ αγαπώ μα δε μου φτάνει έλα, έλα κοπελιά μου άδεια είν η αγκαλιά μου) Οργανικός στίχος Σαράντα πέντε μάστοροι και εξήντα μαθητά ες γιοφύρι ν εστεριώνασιν εις της Άρτας το ποτάμι. Τρεις χρόνους εστεριώνασι και ολόνυχτα γκρεμιέται. 70

71

72

73

74

Σαράντα πέ- [σαράντα πέ-, σαράντα πέ-]ντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες (χρυσοπράσινο μ αηδόνι, και πετροχελιδόνι) [κι εξήντα μαθητάδες] καμάρα ν- ε- [καμάρα ν- ε-, καμάρα ν- ε-]στεριώνανε στης Άρτας το ποτάμι (μαύρα μου γλυκά μου μάτια με κάνατε κομμάτια) [στης Άρτας το ποτάμι]. Ολημερίς [ολημερίς, ολημερίς] εχτίζανε το βράδυ γκρεμιζόταν (χρυσοκίτρινο μ αηδόνι και πετροχελιδόνι) [τοβράδυ γκρεμιζόταν]. Μοιρολογούν [μοιρολογούν, μοιρολογούν] οι μάστοροι και κλαίν οι μαθητάδες (έλα το πουλί μου έλα, μοσχοκάρφια και κανέλα) [και κλαίν οι μαθητάδες]. Αλίμονο [αλίμονο, αλίμονο] στους κόπους μας κρίμα στη δούλεψη μας (έλα το πουλί μου έλα, μοσχοκάρφια και κανέλα) [κρίμα στη δούλεψη μας]. Οργανικός στίχος Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες, καμάρα ν εστεριώνανε στης Άρτας το ποτάμι. Ολημερίς εχτίζανε το βράδυ γκρεμιζόταν. Μοιρολογούν οι μάστοροι και κλαίν οι μαθητάδες: - «Αλίμονο στους κόπους μας κρίμα στη δούλεψη μας». 75

76

77

Σαράντα πέ- [σαράντα πέ-, σαράντα πέ-]ντε μάστορες κι εξήντα μαθητάδες (έλα το πουλί μου, έλα, μοσχοκάρφι και κανέλα) ολημερίς [ολημερίς, ολημερίς] το χτίζανε της Άρτας το γεφύρι (έλα το πουλί μου, έλα, μοσχοκάρφι και κανέλα). Ολημερίς [ολημερίς, ολημερίς] το χτίζανε το βράδυ γκρεμιζόταν (έλα το πουλί μου έλα, μοσχοκάρφι και κανέλα). Πουλάκι πή- [πουλάκι πή-, πουλάκι πή-]γε κι έκατσε στην όχθη στο ποτάμι (έλα το πουλί μου, έλα, μοσχοκάρφι και κανέλα) δεν εκελά- [ δεν εκελά-, δεν εκελά-]ηδε σαν πουλί ούτε σαν χελιδόνι (έλα το πουλί μου, έλα) [ούτε σαν χελιδόνι] (μοσχοκάρφι και κανέλα). μόν εκελά- [μόν εκελά-, μόν εκελά-]ηδε κι έλεγε ανθρώπινη λαλίτσα (έλα το πουλί μου, έλα, μοσχοκάρφι και κανέλα). 78

Οργανικός στίχος Σαράντα πέντε μάστορες κι εξήντα μαθητάδες, ολημερίς το χτίζανε της Άρτας το γεφύρι. Ολημερίς το χτίζανε το βράδυ γκρεμιζόταν. Πουλάκι πήγε κι έκατσε στην όχθη στο ποτάμι. Δεν εκελάηδε σαν πουλί ούτε σαν χελιδόνι, μον εκελάηδε κι έλεγε ανθρώπινη λαλίτσα: 8 - «Αν δε στοιχειώσει άνθρωπο γεφύρι δε στεριώνει. Να μη δε ρίξετε φτωχό ούτε κι από διαβάτη, μόνο του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα». Πουλάκι μου που το λεγες άντε πες της να έρθει. - «Έλα κυρά, ο μάστορας σε θέλει». - «Πες μου αν είναι για καλό να βάλω τα καλά μου, πες μου αν είναι για κακό να βάλω μαύρ μαντίλα». - «Έλα κυρά μου κι όπως είσαι». - «Φούρνε μου ψήσε το ψωμί ώσπου να πάω και να ρθω, κούνια μου κούνα το παιδί ώσπου να πάω και να ρθω». - «Έλα κυρά μ». - «Χρυσή αραβώνα μου πεσε στον πάτο της καμάρας». - «Εγώ θα μπω εγώ θα βγω το δαχτυλίδι να βρω». - «Τράβα την άλυσο, τράβα την αλυσίδα, δυο βόλτες την έφερα και τίποτα δε βρήκα». Ο πρώτος παίρνει το μιστρί και ο μεγαλομάστορας μεγάλο λίθο αρπάζει. - «Δε σε κατεβάσαμε το δαχτυλίδι να βρεις, μόνο σε κατεβάσαμε γεφύρι να στεριώνει». - «Πως τρέμει η καρδούλα μου να τρέμει το γεφύρι, πως πέφτουν τα πλατανόφυλλα να πέφτουν οι διαβάτες». - «Σώπα κυρά μ και μη μας καταριέσαι». - «Πως τρέμει η καρδούλα μου να στέκ και να μην πέφτει. Τρεις αδερφάδες ήμαστε και οι τρεις κακογραμμένες: Η μια χτισε το Δούναβη κι η άλλη τον Αυφράτη, κι εγώ η τρίτη η μικρότερη, της Άρτας το γεφύρι». 8 Η πληροφορήτρια απήγγειλε τους επόμενους στίχους του οργανικού κειμένου. 79

80

81

82

Σαράντα μα- (κι αμάν, αμάν) [σαράντα μα-]στορόπουλα κι εξήντα δυο μαστόροι (έλα το πουλί μου, έλα) ολημερίς (βρ αμάν, αμάν) [ολημερίς] εχτίζανε τη νύχτα γκρεμιζόταν (έλα το πουλί μου, έλα). Ένα πουλά- (βρ αμάν, αμάν) [ένα πουλά-]κι πέρασε στέκει και το ρωτάνε (έλα το πουλί μου, έλα). Αν δε στεριώ- (βρ αμάν, αμάν) [αν δε στεριώ-]σ τε άνθρωπο γεφύρι δε στεριώνει (έλα το πουλί μου, έλα). Κλαίνε τα μα- (κι αμάν, αμάν) [κλαίνε τα μα-]στορόπουλα κλαίνε και οι μαστόροι (έλα το πουλί μου, έλα) φέρνει κι ο α- (κι αμάν, αμάν) [φέρνει κι ο α-]ρχιμάστορας την πρώτη του γυναίκα (έλα το πουλί μου, έλα). Οργανικό στίχος Σαράντα μαστορόπουλα κι εξήντα δυο μαστόροι, ολημερίς εχτίζανε τη νύχτα γκρεμιζόταν. Ένα πουλάκι πέρασε, στέκει και το ρωτάνε: - «Αν δε στεριώστε άνθρωπο γεφύρι δε στεριώνει». Κλαίνε τα μαστορόπουλα, κλαίνε και οι μαστόροι, φέρνει κι ο αρχιμάστορας την πρώτη του γυναίκα. 9 Τη βάζει να θεμελιά κι εκεί τη ρίχνει κάτω και τα μπετά ερίξανε και το γεφύρι εσώθη. 9 Η πληροφορήτρια απήγγειλε τους επόμενους στίχους του οργανικού κειμένου. 83

84

Σαράντα πέντε [σαράντα πέ-, σαράντα πέ-]ντε μάστοροι (έλα το πουλί μου, έλα) εξήντα μαθητάδες γεφύρι ν- ε- [γεφύρι ν- ε-, γεφύρι ν- ε-]στεριώνανε (έλα το πουλί μου, έλα) της Άρτας το γεφύρι. Οργανικός στίχος Σαράντα πέντε μάστοροι, εξήντα μαθητάδες γεφύρι εστεριώνανε, της Άρτας το γεφύρι. 85

86

Σαράντα πέ- [σαράντα πέ-, σαράντα πέ-]ντε μάστοροι (έλα το πουλί μου, έλα) εξήντα μαθητάδες γεφύρι ν- ε- [γεφύρι ν- ε-, γεφύρι ν- ε-]στεριώνανε (έλα το πουλάκι μ, έλα) στης Άρτας το γεφύρι. Οργανικό στίχος Σαράντα πέντε μάστοροι, εξήντα μαθητάδες, γεφύρι εστεριώνανε στης Άρτας το γεφύρι. 87

88

89

90

Σαράντα μα- (κι αμάν, αμάν, αμάν) [σαράντα μα-]στορόπουλα (έλα πουλί μου, έλα) κι εξήντα δυο μάστοροι γεφύρι ν- ε- (κι αμάν, αμάν, αμάν) [γεφύρι ν- ε-]στεριώνανε (έλα πουλί μου, έλα) το βράδυ γκρεμιζόταν. Αν δε σκοτώ- (κι αμάν, αμάν, αμάν) [αν δε σκοτώ-]σ τε άνθρωπο (έλα πουλί μου, έλα) γεφύρι δε στεριώνει να μη σκοτώ- (κι αμάν, αμάν, αμάν) [και μη σκοτώ-]σ τε ορφανό (έλα πουλί μου, έλα) μα ιδέ ξένο διαβάτη παρά του πρω- (κι αμάν, αμάν, αμάν) [παρά του πρω-]τομάστορα (έλα πουλί μου, έλα) την όμορφη γυναίκα. Οργανικός στίχος Σαράντα μαστορόπουλα κι εξήντα δυο μαστόροι, γεφύρι εστεριώνανε το βράδυ γκρεμιζόταν. - «Αν δε σκοτώστε άνθρωπο γεφύρι δε στεριώνει, να μη σκοτώσ τε ορφανό μαϊδέ ξένο διαβάτη, παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα». 91

92

93

94

Σαράντα πέ- [σαράντα πέ-, σαράντα πέ-]ντε μάστοροι [σαράντα πέ-, σαράντα πέ-, σαράντα πέντε μάστοροι] κι εξήντα μαθητάδες (έλα το πουλί μου έλα) [κι εξήντα μαθητάδες] (μοσχοκάρδια και κανέλα) γιοφύρι ν- ε- [γιοφύρι ν- ε-, γιοφύρι ν- ε-]στεριώνανε [γιοφύρι ν- ε-, γιοφύρι ν- ε-, γιοφύρι ν- εστεριώνανε] στης Άρτας το ποτάμι (έλα το πουλί μου έλα) [στης Άρτας το ποτάμι] (μοσχοκάρδια και κανέλα). Οργανικός στίχος Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες γιοφύρι εστεριώνανε στης Άρτας το ποτάμι. 95

96

97

98

Σαράντα πέ- [σαράντα πέ-, σαράντα πέ-]ντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες γεφύρι ν- ε- [γεφύρι ν- ε-, γεφύρι ν- ε-]θεμέλιωναν στης Άρτας το ποτάμι. Ολημερνίς [ολημερνίς, ολημερνίς] το χτίζανε το βράδυ εγκρεμιζόνταν. Μοιρολογούν [μοιρολογούν, μοιρολογούν] οι μάστορες και κλαιν οι μαθητάδες: Αλίμονο [αλίμονο, αλίμονο] στους κόπους μας κρίμα στις δουλεψιές μας ολημερίς [ολημερνίς, ολημερνίς] να χτίζουμε το βράδυ να γκρεμιέται. 99

Οργανικό στίχος Σαράντα πέντε μάστοροι, κι εξήντα μαθητάδες, γεφύρι εστεριώνανε στης Άρτας το ποτάμι. Ολημερνίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόνταν. Μοιρολογούν οι μάστορες και κλαιν οι μαθητάδες: - «Αλίμονο στους κόπους μας, κρίμα στις δουλεψιές μας, ολημερίς να χτίζουμε το βράδυ να γκρεμιέται». 100

101

102

103

104

105

106

Στην γέφυραν, στην γέφυραν (έλα Δάφνε ποταμέ μ ) [στην γέφυραν, στην γέφυραν, έλα Δάφνε ποταμέ μ ] στης Τρίχας το γεφύρι (ε Δάφνε μ και μυριγμένε μ ) [στης Τρίχας το γεφύρι αει Δάφνε μ και μυριγμένε μ ] σαράντα πέντε μάστοροι (κόραν αμνόν, κόραν αμνόν) [σαράντα πέντε μάστοροι, κόραν αμνόν, κόραν αμνόν] κι εξήντα μαθητάδες (επαρ υπνο κορ κι ας πάμε) όλη την μέραν έχτιζαν (κόραν αμνόν, κόραν αμνόν) [όλη την μέραν έχτιζαν κόραν αμνόν, κόραν αμνόν] κι αποβραδίς χαλάουτον (επαρ υπνο κορ κι ας πάμε). Οργανικός στίχος Στην γέφυραν, στης Τρίχας το γεφύρι, σαράντα πέντε μαστοροι κι εξήντα μαθητάδες, όλη την μέραν έχτιζαν κι αποβραδίς χαλάουτον. 107

108

109

110

111

112

Σ ση γέφυρα, σ ση γέφυρα (έλα Δάφνε μ ποταμέ) σ ση Τρίχας το γεφύρι (και Δάφνε μ και μυριγμένε) [σ ση Τρίχας το γεφύρι και Δάφνε μ και μυριγμένε] χίλιοι μαστόροι έχτιζαν (έλα Δάφνε μ ποταμέ) και μύροι μαθητάδες (και Δάφνε μ και μυριγμένε) [και μύροι μαθητάδες και Δάφνε μ και μυριγμένε]. Όλεν τη μέραν έχτιζαν (έλα Δάφνε μ ποταμέ) το βράδον εθαλάουτον (και Δάφνε μ και μυριγμένε) [το βράδον εθαλάουτον και Δάφνε μ και μυριγμένε]. Ντο δί εις με πρωτομάστορα (έλα Δάφνε μ ποταμέ) να στένω το γεφύρι (και Δάφνε μ και μυριγμένε) [να στένω το γεφύρι και Δάφνε μ και μυριγμένε]. 113

Να δίγω σεν την μάνα μου (έλα Δάφνε μ ποταμέ) άλλον μανίτσαν κι έχω (και Δάφνε μ και μυριγμένε) [άλλον μανίτσαν κι έχω και Δάφνε μ και μυριγμένε] να δίγω σε τον κύρη μου (έλα Δάφνε μ ποταμέ) άλλον κύρη μα κι έχω (και Δάφνε μ και μυριγμένε) [άλλον κύρη μα κι έχω και Δάφνε μ και μυριγμένε] να δίγω σε τ αδέρφια μου (έλα Δάφνε μ ποταμέ) άλλον αδέρφια κι έχω (και Δάφνε μ και μυριγμένε) [άλλον αδέρφια κι έχω και Δάφνε μ και μυριγμένε] να δίγω σε την καλή μου (κορ ανάμ νον, κόρ ανάμ νον) άλλην καλήν εβρίκω (κόρε μ πάρ ύπνο κι ας πάμε) [άλλην καλήν εβρίκω, κόρε μ πάρ ύπνο κι ας πάμε]. Οργανικός στίχος Σ ση γέφυρα σ ση Τρίχας το γεφύρι. Χίλιοι μαστόροι έχτιζαν και μύροι μαθητάδες. Όλεν τη μέραν έχτιζαν το βράδον εθαλάουτον. - «Ντο δί εις με Πρωτομάστορα να στένω το γεφύρι;» - «Να δίγω σε την μάνα μου άλλον μανίτσαν κι έχω, να δίγω σε τον κύρη μου άλλον κύρη μα κι έχω, να δίγω σε τ αδέρφια μου άλλον αδέρφια κι έχω, να δίγω σε την καλή μου άλλην καλήν εβρίκω». 114

115

(Και ν-) όλον την μέραν έκτιζαν (κόραν αμνόν, κόραν αμνόν) (και) της Τρίχας το γεφύρι ( έπαρ ύπνου χάιντ ας πάμε) (και ν-) από βραδύς χαλάουτον (κόραν αμνόν, κόραν άμνόν) (και) της Τρίχας το γεφύρι (κόρ σουλτάν ντο μάτια σ μαύρα). (Και ν ) ντο δί εις με πρωτομάστορα (κόραν αμνόν, κόραν αμνόν) (και) να στένω το γεφύρι (κόρ σουλτάν ντο μάτια σ μαύρα). Οργανικός στίχος Όλον την μέραν έκτιζαν και ν της Τρίχας το γεφύρι, από βραδύς χαλάου τον και ν της Τρίχας το γεφύρι. - «Ντο δι εις με πρωτομάστορα και να στένω το γεφύρι». 116

117

118

119

(Ε) χίλιοι μαστόροι έχτιζαν (έλα Δάφνε μ ποταμέ) [χίλιοι μαστόροι έχτιζαν, έλα Δάφνε μ ποταμέ] της Τρίχας το γεφύρι (κορ επάρ ύπνο κι ας πάμε) [της Τρίχας το γεφύρι, κορ επάρ ύπνο κι ας πάμε) (ε) όλη την μέραν έχτιζαν (έλα Δάφνε μ ποταμέ) [και όλη την μέραν έχτιζαν, έλα Δάφνε μ ποταμέ] και το βράδυ γκρεμιζόταν (κόρ επάρ ύπνο κι ας πάμε) (αχ) [το βράδυ γκρεμιζόταν, κόρ σουλτάν ντο μάτια σ μαύρα]. 120

Οργανικός στίχος Χίλιοι μαστόροι έχτιζαν της Τρίχας το γεφύρι όλη την μέραν έχτιζαν και το βράδυ κρεμιζόταν. - «Ντο δί εις με πρωτομάστορα και στεραίνω σ το γεφύρι σ ;» - «Ντο δείξω σε τον κύρην μου άλλον κύρην πα κι έχω». - «Ντο δί εις με πρωτομάστορα σαν στεραίνω το γεφύρι σ ;» - «Να δίγω σε και την μάνα μου, άλλο μανίτσα κι έχω». - «Ντο δί εις με πρωτομάστορα σαν στεραίνω το γεφύρι σ ;». - «Αν δείλω σε τ αδέλφι μου, άλλο αδελφό κι έχω». - «Ντο δί εις με πρωτομάστορα σαν στεραίνω το γεφύρι σ ;» - «Αν δείλω σε την καλή μου, άλλην καλήν ευρίσκω». 121

122

123

124

Στην γέφυραν, στην γέφυραν (έλα Δάφνο ποταμέ μ ) [στην γέφυραν, στην γέφυραν, έλα Δάφνο ποταμέ μ ] στης Τρίχας το γεφύρι (Δάφνε μ και μυριγμένε μ ) [στης Τρίχας το γεφύρι, Δάφνε μ και μυριγμένε μ ] χίλιοι μάστοροι έχτιζαν (έλα Δάφνο ποταμέ μ ) και μύριοι μαθητάδες (Δάφνε μ και μυριγμένε μ ) [χίλιοι μαστόροι ν- έχτιζαν, έλα Δάφνο ποταμέ μ, και μύριοι μαθητάδες, Δάφνε μ και μυριγμένε μ ]. Όλον την μέραν έχτιζαν (έλα Δάφνο ποταμέ μ ) αποβραδί χαλάουτον (Δάφνε μ και μυριγμένε μ ) [όλον την μέραν έχτιζαν, έλα Δάφνο ποταμέ μ αποβραδί χαλάουτον, ε Δάφνε μ και μυριγμένε μ ]. 125

Οργανικός στίχος Στην γέφυραν, στης Τρίχας το γεφύρι, χίλιοι μάστοροι έχτιζαν και μύριοι μαθητάδες Όλον την μέραν έχτιζαν κι αποβραδί χαλάουτον. Οι μάστοροι εχαίρουνταν θε να πλεθόν η ρούγα οι μαθητάδες έκλαιγαν τσι κουβαλές λιθάρια. 126

127

128

129

Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδις, γεφύρι θεμελιώνανε στης Άρτας το πουτάμι γεφύρι θεμελιώνανε της Άρτας το πουτάμι. 10 Ολημερίς το χτίζανε το βράδυ γκρεμιζότανε ολημερίς το χτίζανε το βράδυ γκρεμιζότανε. Πουλάκι πήγε κι έκατσε στη πρώτη την καμάρα πουλάκι πήγε κι έκατσε στη πρώτη την καμάρα δεν κελαηδούσι σαν πουλί μα δέ σα χελιδόνι δεν κελαηδούσι σαν πουλί μα δέ σα χελιδόνι μόν κηλαηδούσι κι έλιγι ανθρώπινη μ λαλίτσα μόν κηλαηδούσι κι έλιγι ανθρώπινη μ λαλίτσα. Αν δε στοιχείστι άνθρωπο γιοφύρι δε στεριώνει. Οργανικός στίχος Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδις, γεφύρι θεμελιώνανε στης Άρτας το πουτάμι. Ολημερίς το χτίζανε το βράδυ γκρεμιζότανε. Πουλάκι πήγε κι έκατσε στη πρώτη την καμάρα, δεν κελαηδούσι σαν πουλί μα δέ σα χελιδόνι μόν κηλαηδούσι κι έλιγι ανθρώπινη μ λαλίτσα: - «Αν δε στοιχείστι άνθρωπο γιοφύρι δε στεριώνει. Να μη στοιχιώστι ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη, παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα». 10 Ο δεύτερος στίχος της πρώτης στροφής επαναλαμβάνεται κι αποτελεί τον πρώτο στίχο της επόμενης (δεύτερης) στροφής. Στην περίπτωση αυτή, η επανάληψη του στίχου δεν τοποθετείται σε αγκύλες, βλ. αναλυτικά: Τόμος Α, Μέρος Β, Κεφ. VII.1.δ. Μελωδικός Τύπος Δ, παραλλαγή 32, 33. 130

131

132

133

134

Παυλής γιοφύρι έφτιανε, γιουφύρι δε στεριώνει, ολημερίτσα το φτιάνι, τ άλλο το βράδ χαλνούσι ολημερίτσα το φτιάνι, τ άλλο το βράδ χαλνούσι. Πάει πουλί κι κόνιψι στη δεξιά την καμάρα: υτό το γιοφύρι θιμέλιο θέλ του Παύλου τη γυναίκα. (Αχ) το μαθητούδ προβνόλησε τ μαστόρισσα φωνάζει. Καλημέρα μαστόρισσα. Καλώς το μάστορ πο ρ τι. (αχ) κι τι μι θέλεις μάστορη που μι φουνάζ να έρθω κι αν μι φουνάζει για καλό, ν αλλάξω κι να έρθω. Κι για καλό κι για κακό, καθώς είσ έτσ να έρθεις. Καλημέρα συ μάστορα, καλώς τον βόρεια που ρθι. Κι τι με θέλεις μάστορα που μι φουνάζ να έρθω. Του δαχτυλίδι μ έπισι στη δέξα την καμάρα. (Αχ) το νιουσα Παύλο μ [το νιουσα] θεμέλιο θα με βάλεις το νιωσα Παύλο μ θεμέλιο θα με βάλεις. Τρεις αδερφούλες ήμασταν και οι τρεις θεμέλιο γιν καν: Η μια βαστάει το Ντούναβου κι η άλλ το Περιστέρι (αχ) κι η τρίτη η μικρότερη του Παύλου το γιοφύρι. Άκουσε Παύλε μ τι θα σι πω και τι θα σε απ αφήσω. Πως τρέμει το κορμάκι μου να τρέμ κι το γιοφύρι. 135

Οργανικός στίχος Παυλής γιοφύρι έφτιανε, γιουφύρι δε στεριώνει, ολημερίτσα το φτιάνι, τ άλλο το βράδ χαλνούσι. Πάει πουλί κι κόνιψι στη δεξιά την καμάρα: - «υτό το γιοφύρι θεμέλιο θέλ του Παύλου τη γυναίκα». Το μαθητούδ προβνόλησε τ μαστόρισσα φωνάζει: - «Καλημέρα μαστόρισσα», - «Καλώς το μάστορ πο ρ τι». - «Κι τι μι θέλεις μάστορη που μι φουνάζ να έρθω; Κι αν μι φουνάζει για καλό, ν αλλάξω κι να έρθω». - «Κι για καλό κι για κακό, καθώς είσ έτσ να έρθεις». - «Καλημέρα συ μάστορα, καλώς τον βόρεια που ρθι. κι τι με θέλεις μάστορα που μι φουνάζ να έρθω»; - «Του δαχτυλίδι μ έπισι στη δέξα την καμάρα». - «Το νιωσα Παύλο μ θεμέλιο θα με βάλεις. Τρεις αδερφούλες ήμασταν και οι τρεις θεμέλιο γιν καν: Η μια βαστάει το Ντούναβου κι η άλλ το Περιστέρι Κι η τρίτη η μικρότερη του Παύλου το γιοφύρι. Άκουσε Παύλε μ τι θα σι πω και τι θα σε απ αφήσω: Πως τρέμει το κορμάκι μου να τρέμ και το γεφύρι Πως τρέχ το γαλατάκι μου να τρέχουν κι οι διαβάτες». - «Κόρη μ το λόγο άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε, έχεις αδερφό στην ξενιτειά, μη λάχει και περάσει». - «Αν πέφτουν τ άγρια πουλιά, να πέφτουν κι οι διαβάτες, αν πέφτουν τ άγρια βουνά, να πέφτ και το γεφύρι». 136

137

138

Σαράντα πέντε μάστοροι κι ως χίλια μαθητούδια ολημερίτσα δούλιυαν του Παύλου το γιοφύρι, ολημερίτσα δούλιυαν του βράδ αργά ξιγέρνει. Πάει πουλί κι λάλισι στη δέξα την καμάρα. Δεν κηλαηδούσι σαν πουλί μηδέ σαν χιλιδόνι, μον κηλαηδούσι κι έλιγι ανθρώπινη λαλίτσα μόν κηλαηδούσι κι έλιγι ανθρώπινη λαλίτσα. Όσ δε στεριώσει άνθρωπος γεφύρι δε στεριώνει, όσ δε στεριώσει άνθρωπος γεφύρι δε στεριώνει μην είν ξένος, μη είν ορφανός, του μάστορα γυναίκα. 139

Οργανικός στίχος Σαράντα πέντε μάστοροι κι ως χίλια μαθητούδια ολημερίτσα δούλιυαν του Παύλου το γιοφύρι, ολημερίτσα δούλιυαν του βράδ αργά ξιγέρνει. Πάει πουλί κι λάλισι στη δέξα την καμάρα. Δεν κηλαηδούσι σαν πουλί μηδέ σαν χιλιδόνι, μόν κηλαηδούσι κι έλιγι ανθρώπινη λαλίτσα: - «Όσ δε στεριώσει άνθρωπος γεφύρι δε στεριώνει, μην είν ξένος, μη είν ορφανός, του μάστορα γυναίκα». Το μαθητούδι τ έστειλνι την Παύλου να φουνάξει, κι ου μάστορας σαν τ άκουσε αρχίνησι να κλαίνει. και κίνησε και πάεινι, στ μαστόρισσα πα αίνει, πο μακριά τη χαιρετάει κι από κοντά τη λέει: - «Άιντι μαστόρισσα, μάστορας σε γυρεύει». - «Και τι μι θέλ η μάστουρας, κι τι μι κράζ η αφέντης; Αν με γυρεύει για καλό ν αλλάξω κι να έρθω κι αν μι γυρεύει για κακό να βάλω μαύρα να ρθω». - «Ούτι καλό, ούτι κακό, καθώς είσι να έρθεις, άιντι μαστόρισσα μ καθώς πως είσι έλα». πο μακριά τον χαιρετάει κι από κοντά του λέει: - «Το δαχτυλίδι μ ξέγειρα στην πρώτη την καμάρα. Εσύ ψηλή μ, εσύ λιγνή μ, να σέβεις να το βγάλεις». - «Πούλνα την άγκυρα στορα, το δαχτυλίδ δε βρήκα». Τηράει σα δω, τηράει σα κει, κι δαχτυλίδ δε βρίσκει. - «Τράβα Παύλο μ την άλυσο σ κι δαχτυλίδ δε βρίσκου». - «Ισύ ψηλή μ κι σύ λιγνή μ, κι σύ βγαλμό δεν έχεις». - «Πως τρίχ το γαλατάκι μου να τρέχουν οι διαβάτες, πως τρέμει το κορμάκι μου να τρέμ κι του γιοφύρι, πως πέφτουν τα μαλλάκια μου να πέφτουν κι οι διαβάτες». -Κόρη μ το λόγο σ άλλαξι κι άλλη κατάρα δώσ μι, έχ ς αδερφό μονάκριβον μη λάχει κι α περάσει». Κόρη τον λόγο άλλαξε κι άλλη κατάρα λέει: - «Πώς τρέμει το κορμάκι μου να τρέμει το γεφύρι, κι όλον υγειά σας φίλοι μου κι όλο χαρά στον Παύλο». 140

141

142

Σαράντα πέντε μάστοροι κι ως χίλια μαθητούδια, ολημερίτσα δούλευαν το βράδ αργά χαλνούσι. Πουλάκι πάει κι κόνιψι στη δεξιά την καμάρα, μηδέ λαλούσι σαν πουλί μηδέ σαν χιλιδόνι, μόν κελαηδούσι κι λεγε με ανθρώπινη λαλίτσα: - «Μάστοροι μην πιδεύιστι και μη χασομερνάτε, όσο δε θιμιλιώσατε του μάστορη γυναίκα, γιοφύρι δε στεριώνεται, της Άρτας το γιοφύρι». 143

144

145

146

Σαράντα πέντι μάστοροι κι ως χίλια μαθητούδια ολημερίτσα δούλευαν στου Παύλου το γιουφύρι ολημερίτσα δούλιυαν του βράδυ αργά ξιγέρνει. Πάει πουλί κι κόνιψι στη δέξα την καμάρα. Οσο δε βάνιτ άνθρωπο, γιουφύρι δε στεριώνει, ούτι ξένος, ούτι δικός, του μάστορα γυναίκα. (Άιντι ν- άιντι) κυρά Βδοκιά, μάστορας σε γυρεύει. Και τι μι θέλ η μάστουρας, κι τι μι θελ η αφέντης αν μου φουνάζει για καλό ν αλλάξω και να έρθω. Ούτι καλό, ούτι κακό, καθώς είσι να έρθεις. 147

Πήρε κι εκεί κι πάεινε σα μήλο μαραμένο σα μήλο, σα τριαντάφυλλο, σα τ ς άνοιξης λουλούδι. Το δαχτυλίδι μ ξέγειρα την πρώτ την αρραβώνα, ποιος είνι άξιος κι κακός ας έρθει να το βγάλει». Οργανικός στίχος Σαράντα πέντε μάστοροι κι ως χίλια μαθητούδια ολημερίτσα δούλευαν στου Παύλου το γιουφύρι, ολημερίτσα δούλιυαν του βράδυ αργά ξιγέρνει. Πάει πουλί κι κόνιψι στη δέξα την καμάρα: - «Οσο δε βάνιτ άνθρωπο, γιουφύρι δε στεριώνει, ούτι ξένος, ούτι δικός, του μάστορα γυναίκα». Το μαθητούδι τ έστειλε να πάει να τη φουνάξει. - «Άιντι κυρά Βδοκιά, μάστορας σε γυρεύει». - «Και τι μι θέλ η μάστουρας, κι τι μι θελ η αφέντης; Μη μου φουνάζει για καλό ν αλλάξω και να έρθω». - «Ούτι καλό, ούτι κακό, καθώς είσι να έρθεις». Πήρε κι εκεί κι πάεινε σα μήλο μαραμένο σα μήλο, σα τριαντάφυλλο, σα τ ς άνοιξης λουλούδι. - «Το δαχτυλίδι μ ξέγειρα την πρώτ την αρραβώνα, ποιος είνι άξιος κι κακός ας έρθει να το βγάλει». - «Εγώ είμι άξια κι κακιά, θα σέβου να του βγάλου. Διαίρεψα κι δαχτυλίδ δεν ήβρα. Πιάστι αδέρφια βγάλτι μι στου Παύλου του γιουφύρι». - «Κι εσύ κυρά Βδοκιά μ δε α βγεις, αυτού θα θιμιλιώσεις». - «πως τρέμει το κορμάκι μου να τρέμ κι του γιοφύρι, πως πέφτουν τα μαλλάκια μου να πέφτουν κι οι διαβάτες, πως τρέχ το γαλατάκι μου να τρέχουν κι οι διαβάτες». 148

149

150

Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες, ολημερίς εχτίζανε της Άρτας το γιοφύρι [ολημερίς εχτίζανε της Άρτας το γιοφύρι]. Μοιριολογούν οι μάστοροι και κλαίν οι μαθητάδες. Ολημερίς να χτίζουμε το βράδυ να γκρεμιέται. Πουλί εδιάβη κι έκατσι αντίκρυ στη γιοφύρα, δεν κηλαηδούσε σαν πουλί, ούτε σαν χελιδόνι, μόν ελαλούσε κι έλεγε ανθρώπινη κουβέντα. Άνθρωπος αν δε θεμελιώσ γιοφύρα δε στεριώνει. 151

Οργανικός στίχος Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες, ολημερίς εχτίζανε της Άρτας το γιοφύρι. Μοιριολογούν οι μάστοροικαι και κλαίν οι μαθητάδες: - «Ολημερίς να χτίζουμε το βράδυ γκρεμιζόταν». Πουλί εδιάβη κι έκατσι αντίκρυ στη γιοφύρα, δεν κηλαηδούσε σαν πουλί, ούτε σαν χελιδόνι, μόν ελαλούσε κι έλεγε ανθρώπινη κουβέντα: - «Άνθρωπος αν δε θεμελιώσ, γιοφύρα δε στεριώνει». 152

153

Ανάθεμα το βασιλιά τον πρώτο το βεζύρη που πρόσταξε να χτίσουνε του Παύλου το γεφύρι. Χίλιοι μαστόροι δούλευαν και πεντακόσ καλφάδες, όλη ν- ημέρα δούλευαν, το βράδυ πέφτει. Κατέβηκε ένα πουλάκι, ούτε σαν χελιδόνι μόν κηλαηδούσι κι έλεγε ανθρώπινη λαλίτσου: - «Όσο δεν έρ τ κυρά Αρετή, καμάρα δε στεριώνει». 154

155

156

157

Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες γιοφύριν εστεριώνασιν στης Άρτας το ποτάμι. Όλη τη μέρα χτίζουσι και λόνυχτα γκρεμιέται. Θρηνολογούν οι μάστοροι, κλαίουν οι μαθητάδες. (Αχ, αλί) κρίμα στους κόπους, κρίμα στες δούλεψες μας, τρεις χρόνους να στεριώνουμε κι εκείνο να γκρεμιέται. Οργανικός στίχος Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες γιοφύριν εστεριώνασιν στης Άρτας το ποτάμι. Όλη τη μέρα χτίζουσι και λόνυχτα γκρεμιέται. Θρηνολογούν οι μάστοροι, κλαίουν οι μαθητάδες. Κρίμα στους κόπους, κρίμα στες δούλεψες μας τρεις χρόνους να στεριώνουμε κι εκείνο να γκρεμιέται. 158

159

160

Σαράντα πέντε μάστοροι (Θρακιωτοπούλα μ λυγερή) κι ως ξήντα μαθητάδις (κι ω καλή μ Θρακιωτοπούλα) γεφύρι εθεμέλιωναν (Θρακιωτοπούλα μ λυγερή) στης Άρτας το ποτάμι (κι ω καλή μ Θρακιωτοπούλα). Ολημερίς το χτίζανε (Θρακιωτοπούλα μ λυγερή) το βράδυ εγκρεμιζόταν (κι ω καλή μ Θρακιωτοπούλα) μοιρι λογούν οι μάστοροι (Θρακιωτοπούλα μ λυγερή) και κλαιν οι μαθητάδες (κι ω καλή μ Θρακιωτοπούλα). Οργανικός στίχος Σαράντα πέντε μάστοροι κι ως ξήντα μαθητάδις, γεφύρι εθεμελιώναν στης Άρτας το πουτάμι. Ολημερίς το χτίζανε το βράδυ εγκρεμιζόταν. Μοιρι λογούν οι μάστοροι και κλαιν οι μαθητάδες. 161

162

163

164

165

166

167

{Σαράντα πέντε μάστοροι} 11 (νερ) κι ως χίλια μαθητούδια (κόρ Βουλγαρινή μ κι αγάπη) [νερ, κι ως χίλια μαθητούδια, κόρ Βουλγαρινή μ κι αγάπη] ολημερίτσα δούλευαν (Θρακιωτοπούλα μ λυγερή) του βράδ αργά ξιγέρνει (κι ω καλή Θρακιωτοπούλα) [του βράδ αργά ξιγέρνει, κι ω καλή Θρακιωτοπούλα]. Πάει πουλί κι κόνιψι (Θρακιωτοπούλα μ λυγερή) στη δεξιά την καμάρα (κι ω καλή Θρακιωτοπούλα) [στη δεξιά την καμάρα, κι ω καλή Θρακιωτοπούλα] Οργανικός στίχος Σαράντα πέντε μάστοροι κι ως χίλια μαθητούδια, ολημερίτσα δούλιυαν του βράδ αργά ξιγέρνει. Πάει πουλί κι κόνιψι στη δεξιά την καμάρα. 11 Το πρώτο ημιστίχιο τη στιγμή της ηχογράφησης δεν καταγράφηκε. Το συμπλήρωσα έπειτα από σχετική ερώτηση προς στον τραγουδιστή, προκειμένου να γίνεται κατανοητή η νοηματική συνέχεια του κειμένου. 168

169

Σαράντα πέ- [σαράντα πέ-]ντε μάστοροι [σαράντα πέντε μάστοροι] κι εξήντα δυο μάστοροι γεφύρι ν- ε- [γεφύρι ν ε-]στεριώσανε γεφύρι ν- στεριώσανε τση Άρτας το γιοφύρι. Ολημερίς [ολημερις] το χτίζανε 170

ολημερίς το χτίζανε το βράδυ εγκρεμιζόταν. Μοιρολογούν- [μοιρολογούν-]ε οι μάστοροι μοιρολογούνε οι μάστοροι και κλαίν οι μαθητάδες. Πουλάκι ν- ή- [πουλακι ν ή-]ρθε κι έκατσε πουλάκι ν- ήρθε κι έκατσε στην όχθη στο ποτάμι δεν εκελά- [δεν εκελά-]ηδη σαν πουλί δεν εκελάηδη σαν πουλί μήτε σαν περιστέρι παρά εκελάη- [παρά εκελάη-]δη κι έλεγε. Οργανικός στίχος Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα δυο μάστοροι γεφύρι εστεριώσανε τσι Άρτας το γιοφύρι. Ολημερίς το χτίζανε το βράδυ εγκρεμιζόταν. Μοιρολογούν οι μάστοροι και κλαίν οι μαθητάδες. Πουλάκι ήρτι κι έκατσε στην όχθη στο ποτάμι, δεν εκελάηδη σαν πουλί, ούτε σαν χελιδόνι, παρ εκελάηδη κι έλεγε 12 μ ανθρώπινη λαλίτσα. Τ ακούει ο πρωτομάστορας και του θανάτου πέφτει, πιάνει μηνάει της λυγερής με το πουλί τ αηδόνι: - «Αργά ντυθεί, αργά αλλαχθεί, αργά να πάει το γιόμα, αργά να πάει και να διαβεί της Άρτας το γιοφύρι». Και το πουλί παράκουσε κι αλλιώς επήγε κ είπε: - «Γοργά ντύσου, γοργά άλλαξε, γοργά να πας το γιόμα, γοργά να πας και να διαβείς της Άρτας το γιοφύρι». Από μακριά της ξάνοιξε κι από κοντά τους λέει: - «Γεια σας χαρά σας μάστοροι κι εσείς οι μαθητάδες, μα τι έχει ο πρωτομάστορας κι είν βαρειοργισμένος;» - «Το δαχτυλίδι του πεσε στην πρώτη την καμάρα, μα ποιός να μπει, μα ποιός να βρει το δαχτυλίδι να βρει;» - «Μάστορα μην πικραίνεσαι κι εγώ θα σου το φέρω, εγώ να μπω, εγώ να βγω, το δαχτυλίδι φέρω». Τράβα καλέ την άλυσο, τράβα την αλυσίδα κι όλο τον κόσμο άγυρα και τίποτες δεν ήβρα». Ο ένας χτυπάει με το μυστρί κι άλλος με το σκερπάνι και παίρν ο πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθο. 12 Παραθέτω τη συνέχεια του οργανικού κειμένου όπως την κατέργαψε ο Καρακάσης στο χ/φο 2958 του Κ.Ε.Ε.Λ. 171

172

173

Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες [αντιφ. Α1 ]. [σαράντα πέ-, σαράντα πέντε μάστοροι] [σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες] [αντιφ. Α] [ σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες] γεφύρι ν- ε- [γεφύρι ν- ε- ]στεριώνανε, [αντιφ. Β1 ]. [γεφύρι ν- ε, γεφύρι ν- στεριώνανε] γεφύριν εστεριώνανε στης Άρτας το ποτάμι [αντιφ. Β] [γεφύριν εστεριώνανε στης Άρτας το ποτάμι]. Ν- ολημερίς [ν- ολημερίς] το χτίζανε [αντιφ. Γ1 ]. [ν- ολημερίς, ν- ολημερίς το χτίζανε] 174

ν- ολημερίς το χτίζανε το βράδυ γκρεμιζόταν [αντιφ. Γ]. [ν- ολημερίς το χτίζανε το βράδυ εγκρεμιζόταν]. Μοιρολογούν [μοιρολογουν] οι μάστοροι [αντιφ. Δ1 ]. [μοιρολογούν, μοιρολογούν οι μάστοροι] μοιρολογούνε οι μάστοροι και κλαίνε οι μαθητάδες [αντιφ. Δ.] [μοιρολογούνε οι μάστοροι και κλαίνε οι μαθητάδες]. Αλίμονο [αλίμονο] τσου κόπους μας [αντιφ. Ε1 ]. [αλίμονο, αλίμονο τσου κόπους μας] αλίμονο τσου κόπους μας κρίμα τση δούλεψή μας [αντιφ. Ε]. [αλίμονο τσου κόπους μας κρίμα τση δούλεψή μας] ν- ολημερίς [ν- ολημερίς ] να χτίζουμε [αντιφ. ΣΤ1 ]. [ν- ολημερίς, ν- ολημερίς να χτίζουμε]. Οργανικός στίχος Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες Γεφύριν εστεριώνανε στης Άρτας το ποτάμι. Ολημερίς εχτίζανε το βράδυ γκρεμιζόταν Μοιριολογούνε οι μάστορες και κλαίνε οι μαθητάδες Αλίμονο τσου κόπους μας, κρίμα τση δούλεψή μας, Ολημερίς να χτίζουμε 13 το βράδυ να γκρεμιέται. Πουλάκι εδιάβη κι έκατσε αντίκρυ στο ποτάμι Δεν κηλαηδούσε σαν πουλί, μήτε σαν χελιδόνι Παρ εκηλάηδε κι έλεγε ν ανθρώπινη λαλίτσα: Ν αν δε στεριώσετ άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει. Μα μη στεριώσετ ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη Παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα. 13 Παραθέτω τη συνέχεια του οργανικού κειμένου όπως την κατέργαψε ο Καρακάσης στο χ/φο 2958 του Κ.Ε.Ε.Λ. 175

Σαρά- (καλέ) [σαρά-]ντα πέντε μάστοροι σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες γεφύρι θε- [γεφύρι θε-]μελιώνανε 176

γεφύρι θεμελιώνανε στης Άρτας το ποτάμι. Αποβραδίς [αποβραδίς] το χτίζανε αποβραδίς το χτίζανε το βράδυ γκρεμιζόταν. Μοιρολογούν [μοιρολογούν] οι μάστοροι μοιρολογούν οι μάστοροι και κλαίν οι μαθητάδες. Αλίμονο [αλίμονο] στους κόπους μας αλίμονο στους κόπους μας, κρίμα στις δουλεψιές μας ολημερίς [ολημερίς] να χτίζουμε ολημερίς να χτίζουμε το βράδυ να γκρεμιέται. Πουλάκι πή- [πουλάκι πή-]γε κι έκατσε πουλάκι πήγε κι έκατσε στην άκρη στο ποτάμι δεν κελαηδού- [δεν κελαηδού-]σε σαν πουλί δεν κελαηδούσε σαν πουλί ούτε σαν χελιδόνι μα κελαηδού- [μα κελαηδού-]σε κι έβγαζε μα κελαηδούσε κι έβγαζε ανθρώπινη λαλίτσα. Αν δε στοιχειώ- [αν δε στοιχειώ-]σετε άνθρωπο αν δε στοιχειώσετ άνθρωπο γεφύρι δε στεριώνει και μη στοιχειώ- [και μη στοιχειώ-]σετ ορφανό και μη στοιχειώσετ ορφανό μη ξένο μη διαβάτη αλλά του πρω- [αλλά του πρω-]τομάστορα αλλά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα. 177

Οργανικό κείμενο Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες γεφύρι θεμελιώνανε στης Άρτας το ποτάμι. Αποβραδίς το χτίζανε το βράδυ γκρεμιζόταν. Μοιρολογούν οι μάστοροι και κλαίν οι μαθητάδες: - «Αλίμονο στους κόπους μας κρίμα στις δουλεψιές μας, ολημερίς να χτίζουμε το βράδυ να γκρεμιέται». Πουλάκι πήγε κι έκατσε στην άκρη στο ποτάμι, δεν κελαηδούσε σαν πουλί ούτε σαν χελιδόνι, μα κελαηδούσε κι έβγαζε ανθρώπινη λαλίτσα: - «Αν δε στοιχειώσετ άνθρωπο, γεφύρι δε στεριώνει, και μη στοιχειώσετ ορφανό, μη ξένο μη διαβάτη, αλλά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα». 178

179

180

Trimína brátye grádo gradâho pres den ye gradôt vécher so sîpe. Sennaha brátye da so zdumóvat Da so zdumóvot, da se spîtavat. Com to si doyde prvato lube Néye she f gradíme f sredé gradóno. Che so ye padála nay málkumune Náy málkumune, Yürkâ Kadóna. S yóchi yi máhna nadzát so vórni S róko yi máhna ne moi dohada. 181

182

183

184

Trimína brátye grádo gradâho Trimína brátye grádo gradâho Pres den ye gradôt vécher so sîpe Pres den ye gradôt vécher so sîpe Vécher so sîpe, kurbáne íshte. Vécher so sîpe, kurbáne íshte. Che si sônnaho trimína brátye Da so zdumóvot, da so spîtavot. Da so zdumóvot, da so spîtavot - Βrátye le, brátye, trimína brátye Dö shem da stórim náshoso vâro déno mi dóyde yútreno ráno Néye she f gradíme f sredé gradóno. Néye she f gradíme f sredé gradóno. Che so ye padála nay málkumune Náy málkumune, Yürkâ Kadóna Náy málkumune, Yürkâ Kadóna -Βrátye le, brátye, trimína brátye Koláy gelâ vu, trimína brátye -Alláh razóla, Yürkâ Kadóna. 185

- Óti mi pláchesh, pórvo le lûbe? - Κak da na pláchem, Yürkâ Kadóna? Pórsten mi pánna f sredé gradóno. - Νamóy mi plaká pórvo le lube. 186

187

Trimína brátya grádo gradâlje Po den ye gradat vécher sa sîpe Trimína brátya kail sta nale Pemone ide na presna voda. 188

189

190

191

192

193

194

Trimino brátye grádá gradého présden go gradöt véçer sa stúrvo. Déna mi dóyde yod naşo na preş tíyo şe vgrádim fsredé gradána. Zadálasóyo, podálasóyo nay malkınémi Yürke Kadóna. Flévana róko málkono déte fdésnana róko tópla proygima. Zróko hi máhna, ponabarzéyso zyóçi hi klépno nat tzat sa vórni. adálasóyo, podálasóyo nay malkınémi Yürke Kadóna. Koláygelévu trimino brátye Alláh razóla Yürke Kadóna. Yóti mi pláçiç pórviçko libe kak da ne plákom Güzel Hasáne. Zagubilsisom srébaran pórsten srébaran pórsten sgümüşen kámen. Vassúkalsósom vazméntalsósom 195

da siti vlázem fsredé grodáne. Da siti náydom srébaran pórsten sasípalsóyo merméryi kámen. Sasípalsóyo merméryi kámen pattisnalóyo Yürke Kadóna. Yürke Kadóna na bálna rúkna pat kámen sedi le si li pláço Μετάφραση Τρία αδέρφια γεφύρι χτίζανε, μέρα το χτίζανε, το βράδυ γκρεμιζόταν. Όποιου έρθει αύριο πρώτη, αυτή θα χτίσουμε στη μέση του γεφυριού. Να την πετιέται, να την έρχεται του πιο μικρού, η Γιούρκε Καντόνα. Στο αριστερό χέρι το μικρό παιδί, στο δεξί της χέρι ζεστό πρόγευμα. Χέρι της κουνάει, νόημα της κάνει, «βιάσου», το μάτι της κλείνει, «πίσω γύρισε». Να την πετιέται, να την έρχεται του πιο μικρού, η Γιούρκε Καντόνα. Καλή ευκολία, τρία αδέρφια, Θεός να το δεχτεί, Γιούρκε Καντόνα. Γιατί μου κλαις, πρώτη μου αγάπη; Πώς να μην κλαίω, όμορφέ μου Χασάν; Έχασα ασημένιο δαχτυλίδι, ασημένιο δαχτυλίδι με μαλαματένια πέτρα. Σήκωσα τα μανίκια, πέταξα τα ρούχα να μπω στη μέση του γεφυριού, να σου βρω το ασημένιο δαχτυλίδι. Γκρεμίστηκε μάρμαρο και πέτρα, πλάκωσε τη Γιούρκε Καντόνα. Η Γιούρκε Καντόνα λυπηρά φωνάζει, κάτω απ την πέτρα μένει κι όλο κλαίει. 196

197

198

199

200

Kırk tane dülger oturdular meclise Köprü başlattılar kırk de gün işlediler Kırk gün ya kırk gece işlediler Köprü temel tutmadı Köprü yıkıldı oturdular meclise Pavlis söylüyor bu köprü temel tutmuyor Bu köprü kan istiyor Yarın sabah hepımız işleyeceğiz Hangımızın karısı gelecek Bunu da temel koyaacağız Başladılar sabah oldu Başladılar dülgerler işlemeye Bir araba akıyor pahavıyorlar Pavli`nin karısı geliyor Başladı Pavli ağlamaya Geldi da Pavli`nin karısı soruyor Pavli`ye Yalayom Pavlim, yalayom, yala mayim, yala mayim Antında yüzüğümü düşürdü Onu da arıyorum Ağlama Pavlim ağlama Denizin komunu birer birer eğleyeceğim Yeni de senin yüzüğünü bulacağım İniyor Pavli`nin karısı Pavli`nin yüzüğünü aramaya Temel dağa taşırır atıyorlar üstüne Başladı Pavli karısı söylemeye Kaldır Pavlim taşı kaldır Kızhanıma beşikte bıraktım yetmem yeter bıraktım Kızhanım ne olacak kaldır Pavlim taşı Kızhanımı yandı ağlıyor ekmeğimi teknede döküldü. 201

Μετάφραση Σαράντα μαθητάδες κάθονταν στη «βουλή». Ξεκίνησε να φτιάχνεται η γέφυρα, σαράντα νέοι τη δούλευαν. Σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες εργάζονταν. Το θεμέλιο της γέφυρας δε στέκονταν και η γέφυρα ισοπεδώθηκε. Ο Παυλής λέει: Σε αυτή τη γέφυρα δε στέκεται θεμέλιο, αυτή η γέφυρα θέλει αίμα. Την επόμενη μέρα το πρωί ήρθαν οι εργάτες. Όποιος έρθει απέναντί μας, αυτόν θα φτιάξουμε θεμέλιο. Ξεκίνησαν. Ήρθε το πρωί, ξεκίνησαν να δουλεύουν. Έρχεται η γυναίκα του Παυλή, ξεκίνησε ο Παυλής να κλαίει. Ήρθε η γυναίκα του Παυλή, ρωτάει τον Παυλή: Yalayom Παύλε μ yalayom, Mayim.. Από κάτω μου έπεσε το δαχτυλίδι μου. Και αυτό ψάχνει. Μην κλαις Παυλή μου, μην κλαις, στη άμμο της θάλασσας θα σκύψω Και πάλι εγώ θα βρω το δαχτυλίδι σου. Κατέβηκε να βρει το δαχτυλίδι του Παυλή. μεταφέρει θεμέλιο και το ρίχνει από πάνω. Ξεκίνησε ο Παυλής τη γυναίκα του να θάβει. Σήκω Παυλή μου, μετακίνησέ το, σήκω. Η γυναίκα μου χάθηκε. Κλαίει (ο Παυλής). 202

203

204

205

206

Kırk tane dülger köprü tuturdular Yıldız işlediler gece köprü yıkılıyor Kırk gün köprü yaptılar Kırk ta gece yıkıldı Oturdular meclise [oturdular meclise] Yedi dülger ve Pavli Söyluyor bu köprü temel tutmuyor Bu köprü kan istiyor Yarın sabah hangimizin karısı gelecek Onu da temele koyacağız Onu da temele koyacağız Sabah oldu sabah oldu Başladılar dülgerler işlemeye Bir anlatıyor Pavli`ye Pavli`nin karısı geliyor Başladı Pavli ağlamaya Geldi da Pavli`nin karısı soruyor Pavli`ye Yalayom Pavlim, yalayom, yala mayim, yala mayim Antında yüzüğümü düşürdü Ağlama Pavlim ağlama Denizin komunu birer birer eğleyeceğim Yeni de senin yüzüğünü bulacağım İniyor Pavli`nin karısı Pavli`nin yüzüğünü aramaya Temel dağa taşırır atıyorlar üstüne Pavli`nin karısı yakıla söylüyor Kaldır Pavli taşı kaldır iki çocuk mahzunumu bıraktım beşikte Yeşil de ekmeğimi bıraktım Pavlim teknede Kaldır Pavlim kaldır taşı Kızhanımı yandı ağlıyor ekmegim teknede döküldü. Μετάφραση Σαράντα μαθητάδες φτιάχνανε γέφυρα. Τη μέρα τη δουλεύανε, το βράδυ γκρεμιζόταν η γέφυρα. Σαράντα μέρες φτιάχνανε τη γέφυρα και σαράντα μέρες γκρεμιζόταν. Καθίσανε και κάνανε συμβούλιο. Έλα σπουργιτάκι. Έλα Παυλή. Λέει (ο Παυλής): Σε αυτή τη γέφυρα δε στέκεται θεμέλιο, αυτή η γέφυρα θέλει αίμα. Αύριο το πρωί θα βάλουμε θεμέλιο αυτόν που θα έρθει απέναντι. Ξημέρωσε. Ξεκίνησαν τα μαστορόπουλα να δουλεύουν. Ο ένας λέει στον Παυλή: Έρχεται η γυναίκα σου Παυλή. Ήρθε η γυμαίκα του Παυλή και ρωτάει τον Παυλή. Yalayom Παύλε μ yalayom, Mayim.. 207

Από κάτω μου έπεσε το δαχτυλίδι μου. Και αυτό ψάχνει. Μην κλαις Παυλή μου, μην κλαις, θα γονατίσω εγώ σιγά σιγά στην άμμο της θάλασσας θα σκύψω Και πάλι εγώ θα βρω το δαχτυλίδι σου. Κατέβηκε να βρει το δαχτυλίδι του Παυλή. μεταφέρει θεμέλιο και το ρίχνει από πάνω. Ξεκίνησε ο Παυλής τη γυναίκα του να θάβει. Σήκω Παυλή μου, μετακίνησέ το, σήκω. Η γυναίκα μου χάθηκε. Κλαίει (ο Παυλής). 208

209

210

Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα δυο καλφάδες [σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα δυο καλφάδες] γεφύρι εστεριώνανε στης Άρτας το ποτάμι. Μέρα το εστεριώνανε και βράδυ γκρεμιζόταν [μέρα το εστεριώνανε και βράδυ γκρεμιζόταν]. Μοιρολογούν οι μάστοροι και κλαιν οι μαθητάδες. Κρίμα παιδιά μ στον κόπο μας κρίμα στη μαστοριά μας [κρίμα παιδιά μ στον κόπο μας κρίμα στη μαστοριά μας] ολημερίς να χτίζουμε και βράδυ να γκρεμιέται. Οργανικός στίχος 211

Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα δυο καλφάδες γεφύρι εστεριώνανε στης Άρτας το ποτάμι, μέρα το εστεριώνανε και βράδυ γκρεμιζόταν. Μοιρολογούν οι μάστοροι και κλαιν οι μαθητάδες: - «Κρίμα παιδιά μ στον κόπο μας κρίμα στη μαστοριά μας ολημερίς να χτίζουμε και βράδυ να γκρεμιέται». 14 Ένα καλό χρυσό πουλί εστάθη στο γεφύρι - «Αν δεν στεριώσετε κουρμπάν γεφύρι δε στεριώνει να μη στεριώσετε φτωχό ούτε παιδί του δρόμου μόνο του μεγαλομάστορα την έμορφη γυναίκα». - «Σύρε να πεις στην Παύλαινα ο Παύλος σε γυρεύει». - «Πες μου αν είναι για καλό να βάλω τα χρυσά μου, πες μου αν είναι για κακό να ντυθώ μεσ όλα μαύρα. Μήτε καλό μήτε κακό ας βάλω τα χρυσά μου». Έβαλε Παύλαινα τα χρυσά και πήγε εις τον Παύλο. - «Καλή μέρα βρε Παύλε μου τι σαι συλλογισμένος;» - «Έχασα το δαχτυλίδι μου της πρώτης αρραβώνας». - «Εγώ θα μπω μες στο νερό τα ψάρια να ρωτήσω». Εμπήκε Παύλαινα στο νερό και ρώτησε τα ψάρια: - «Μην είδατε δαχτυλιδί της πρώτης αρραβώνας;» Έπεσε Παύλαινα στα βαθιά έχασε τη ζωή της - «Βγάλε με Παύλε βγάλε με το ψωμί μ να ζυμώσω». - «Άλλοι το εζυμώσανε μ εσύ βγαλμό δεν έχεις». - «Βγάλε με Παύλε βγάλε με το παιδί μου να βυζάξω». - «Άλλοι στο εβυζάξανε μ εσύ βγαλμό δεν έχεις». - «Βγάλε με Παύλε βγάλε με το φαγητό να βράσω». - «Άλλοι σου το εβράσανε μ εσύ βγαλμό δεν έχεις». - «Ως τρέμει η καρδούλα μου να τρέμει το γεφύρι, ως πέφτουν τα μαλλάκια μου να πέφτει κάτω κόσμος». - «Φτάνει βρε Παύλαινα εσύ μη δίνεις τις κατάρες, τον αδερφό έχεις στη ξενιτιά μη τύχει και περάσει». 14 Το οργανικό κείμενο από τον επόμενο στίχο συμπληρώνεται βάση του χ/φου αρ. 2779 του Κ.Ε.Ε.Λ. 212

213

Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα δυο καλφάδες, γεφύρι εστεριώνανε στης Άρτας στο ποτάμι. Ολημερίς να χτίζανε το βράδυ να γκρεμιζόταν. 214

215

216

Κυρά Βδοκιά, κυρά Βδοκιά (αχ) κυρά θεμελιωμένη ο άντρας σου μου έστειλε να ρθω να σε γυρέψω [ο άντρας σου μου έστειλε να ρθω να σε γυρέψω]. Πες μου αν είναι για καλό (αχ) να στολισθώ ν αλλάξω (αχ) πες μου κι αν είναι για κακό να βάλω τα λερά μου. Και τα καλά σου βάλε τα και τα λερά σου πάρ τα. (Αχ) κι άρχισε να στολίζεται τρεις μέρες και τρεις νύχτες. Οργανικός στίχος Κυρά Βδοκιά, κυρά θεμελιωμένη ο άντρας σου μου έστειλε να ρθω να σε γυρέψω - «Πες μου αν είναι για καλό να στολισθώ ν αλλάξω, πες μου αν είναι για κακό να βάλω τα λερά μου». - «Και τα καλά σου βάλε τα και τα λερά σου πάρ τα». Κι άρχισε να στολίζεται, τρεις μέρες και τρεις νύχτες. 15 Βάζει τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθος και του κοράκου τα φτερά είναι η φορεσιά της. Πήρε το δρόμο, το δρομί, το μονοπάτι, το μονοπάτι μ έβγαλε στης Τρίχας το γεφύρι. Καλημερνάει τον άντρα της κι όλη τη δωδεκάδα: - «Το τι μου θέλεις άντρα μου, το τι μου θέλεις Ρήγα»; - «Το δαχτυλίδι μ μου πεσε, της πρώτης μας αρραβώνας. Ποιος είναι άξιος και δυνατός να μπει να μου το βγάλει»; - «Εγώ είμαι άξια και δυνατή να μπώ να σου το βγάλω». Ρίχνουν σχοινιά δεκαοχτώ κι ακόμη κάτ δεν πήγε, ρίχνουν και άλλα τέσσερα και τότε κάτω πήγε. Ψάχνει εδώ, ψάχνει εκεί, το δαχτυλίδ δε βρίσκει, 15 Το οργανικό κείμενο από τον επόμενο στίχο συμπληρώνεται βάση του χ/φου αρ. 2761 του Κ.Ε.Ε.Λ. 217

μόν βρίσκει ανθρώπου κόκκαλα, κορμιά χορταριασμένα, βρίσκει τις όχεντρες πλεγμένες. - «Τράβα με Ρήγα πάνω για να με βγάλεις». - «Αυτού που μπήκες κυρά-βδοκιά δεν είναι για να ξέρνεις». - «πως τρέμει η καρδούλα μου να τρέμει το γεφύρι, πως τρέχει το γαλατάκι μου να τρέχει το ποτάμι, πως πέφτουν τα μαλλάκια μου να πέφτουν οι διαβάτες». - «Για σώπασε κυρά-βδοκιά, σώπα και μη π λέγεις, έχεις αδερφό στη ξενιτιά μη λάχει και περάσει». 218

219

Κυρά Βδοκιά, κυρά καλή (αχ) κυρά θεμελιωμένη ο άντρας σου μου έστειλε να ρθω να σε φωνάξω. Πες μου αν είναι για καλό (αχ) να βάλω τα καλά μου πες μου κι αν είναι για κακό να βάλω τα λερά μου. Και τα καλά σου βάλε τα (αχ) και τα λερά σου πάρτα κι άρχισε να στολίζεται τρεις μέρες και τρεις νύχτες. 220

Οργανικός στίχος Κυρά Βδοκιά, κυρά καλή, κυρά θεμελιωμένη ο άντρας σου μου έστειλε να ρθω να σε φωνάξω. - «Πες μου αν είναι για καλό να βάλω τα καλά μου, πες μου κι αν είναι για κακό να βάλω τα λερά μου». - «Και τα καλά σου βάλε τα και τα λερά σου πάρ τα». Κι άρχισε να στολίζεται τρεις μέρες και τρεις νύχτες. 221

222

223

224

Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες μέρα και νύχτα φκιάνανε μέρα και νύχτα φκιάνανε της Άρτας το γεφύρι. Ολημερίτσα το κτιζαν ολημερίτσα το κτιζαν κι το βράδυ γκριμνούσε. Μοιρολογιούνται οι μάστορες μοιρολογιούνται οι μάστορες και κλαιν οι μαθητάδες. Και το στοιχειό π λογήθηκε και το στοιχειό π λογήθηκε απ τη δεξιά καμάρα. Αν δε στοιχειώσετ άνθρουπου αν δε στοιχειώστι άνθρουπου γιουφύρ δε θιμιλιώνει. 225

Οργανικός στίχος Σαράντα πέντε μάστοροι εξήντα μαθητάδες μέρα και νύχτα φκιάνανε της Άρτας το γεφύρι. Ολημερίτσα το κτιζαν και το βράδυ κριμνούσε, μοιρολογιούν οι μάστορες και κλαιν οι μαθητάδες. Και το στοιχειό π λογήθηκε απ τη δεξιά καμάρα: - «Αν δε στοιχειώσετ άνθρωπο γιουφύρ δε θεμελιώνει». 16 Γράφει γράμμα και αροβοδά στη δόλια τη γυναίκα: Όπως και αν κάνεις θε να ρθεις, μαζί μου να πεθάνεις, το δακτυλίδι μ έπισε και ποιός θα μπει για να το βγάλει»; - «Εγώ θα μπω εγώ θα βγω το δακτυλίδ να φέρω». Μέχρι τη μέσ πήγε καλά, με γέλια με τραγούδια, από τη μέση κι ύστερα αρχίνησε να κλαίγει: - «Κάθι μέρα να δουλεύετε γιοφύρ δεν θα στοιχειώσει». 16 Το οργανικό κείμενο από τον επόμενο στίχο συμπληρώνεται βάση του Χ/φου αρ. 2761 του Κ.Ε.Ε.Λ. 226

227

Σαράντα πέντι μάστοροι βδουμήντα μαθητάδες ολημερίτσα χτίζανε ολημερίς εχτίζανε το βράδυ εσκορπούσι. Και το Στοιχειό πλουγήθηκε και το Στοιχειό πλουγήθηκε απ τη ζερβή καμάρα. Αν δε στοιχειώστε άνθρωπο αν δε στοιχειώσ τε άνθρωπο γεφύρι δε στεριώνει, να μή στοιχειώσ τε ορφανό να μη στοιχειώσ τε ορφανό ούτε κάνε διαβάτη μόνο του πρωτομάστορα μόνο του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα. Γράφει γράμμα, προβοϊδά. Ας έρθ, ας ερθ καλούδα μου αυτή την εβδομάδα. 228

Οργανικός στίχος Σαράντα πέντι μάστουρις, βδουμήντα μαθητάδες, ολημερίς εχτίζανε το βράδυ εσκορπούσι και το Στοιχειό πλουγήθηκε απ τη ζερβή καμάρα: - «Αν δε στοιχειώσ τε άνθρωπο γεφύρι δε στεριώνει, να μη στοιχειώσ τε ορφανό ούτε κανέ διαβάτη, μόνο του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα». - «Ας έρθ καλούδα μου, αυτή την εβδομάδα». 229

230

231

Μι τετρακόσιοι μάστοροι (ματάκια μου) κι εξήντα μαθητούδια (που πας καρδιά καημέν ) ολημερίτσα-ν- έκτιζαν (ματάκια μου) καμάρα θεμελιώνουν (που πας καρδιά καημέν ). Ν- ολημερίτσα έχτιζαν (ματάκια μου) κι απουβραδίς χαλνούσαν (καμάρα δε στιριών ). Πουλάκι πάεισι κι έκατσι (ματάκια μου) διξιά απ την καμάρα (καμάρα δε στιριών ) 232

δεν κελαηδούσι σαν πουλί (ματάκια μου) σαν αγριοπούλι απου ταν (που πας καρδιά καημέν ) μόν κηλαηδούσι κι έλιγι (ματάκια μου) μ ανθρώπινη λαλίτσα (που πας καρδιά καημέν ). Σαν δε στοιχειώσεις άνθρωπο (ματάκια μου) καμάρα δε στιριώνει (που πας καρδιά καημέν ) ουδέ φτωχό, ουδέ ορφανό (ματάκια μου) ούτε ξένου διαβάτη (που πας καρδιά καημέν ) μόνο του πρωτομάστορα (ματάκια μου) του Κάλφα τη γυναίκα (που πας καρδιά καημέν ). Τουν Κάλφα ξιπροβόδισαν (ματάκια μου) να πάει να τη φέρει (που πας καρδιά καημέν ). Αν ήρθις Κάλφα μ για καλό (ματάκια μου) να πα να βγάλου τούτα (που πας καρδιά καημέν ) αν ήρθις Κάλφα μ για κακό (ματάκια μου) να πα να βάλου τ άλλα (που πας καρδιά καημέν ). Πως τρέμει η καρδούλα μου (ματάκια μου) να τρέμει το γιοφύρι (που πας καρδιά καημέν ) πως πέφτουν τα μαλλάκια μου (ματάκια μου) να πέφτουν οι διαβάτες (που πας καρδιά καημέν ). Οργανικός στίχος Μι τετρακόσιοι μάστοροι κι εξήντα μαθητούδια ολημερίτσα έκτιζαν καμάρα θεμελιώνουν. Ολημερίτσα έχτιζαν κι απουβραδίς χαλνούσαν. Πουλάκι πάεισι κι έκατσι διξιά απ την καμάρα, δεν κελαηδούσι σαν πουλί, σαν αγριοπούλι απου ταν, μόν κηλαηδούσι κι έλιγι μ ανθρώπινη λαλίτσα: - «Σαν δε στοιχειώσεις άνθρωπο, καμάρα δε στιριώνει, ουδέ φτωχό, ουδέ ορφανό ούτε ξένου διαβάτη, μόνο του πρωτομάστορα, του κάλφα τη γυναίκα». Τουν κάλφα ξιπροβόδισαν να πάει να τη φέρει. - «Αν ήρθις κάλφα μ για καλό, να πα να βγάλου τούτα, αν ήρθις κάλφα μ για κακό, να πα να βάλου τ άλλα». - «πως τρέμει η καρδούλα μου, να τρέμει το γιοφύρι πως πέφτουν τα μαλλάκια μου, να πέφτουν οι διαβάτες». 233

Σαράντα πέντε μάστοροι (ματάκια μου) κι εξήντα μαθητάδες (που πας καρδιά καημέν ). Οργανικός στίχος Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες. 234

Σαράντα πέντε μάστοροι (ματάκια) κι εξήντα μαθητούδια (μα το Χριστός Ανέστη) ν- ολημερίς εδούλευαν (ματάκια) κι από βραδιού γκρεμιούταν (μα το Χριστός Ανέστη). 235

Μοιρολογούν οι μάστοροι (ματάκια) και κλαιν τα μαθητούδια (μα το Χριστός Ανέστη). Οργανικός στίχος Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητούδια ολημερίς εδούλευαν κι από βραδιού γκρεμιούταν μοιρολογούν οι μάστοροι και κλαίν τα μαθητούδια. 17 Πουλάκι πάεισι κι έκατσε στου μάστορη το γόνα και δε λαλούσι σαν πουλί, σα χελιδόνι όπου ταν, μόν ελαλούσε κι έλεγε ανθρώπινη κουβέντα: - «Αν δε στεριώσεις άνθρωπο, διοφύρι δε στεριώνει, να μη στεριώσεις ορφανό, ουδέ και κάνα Διαβάτη μόν ε του πρωτομάστορα, του πρώτου τη γυναίκα». Τ άκουσε ο πρωτομάστορας και του θανάτου πέφτει, το καλιφούδι έφερε μα πάει να του τη φέρει: - «Αργά να ντυθεί κι αργά να ρθει κι αργά να πάει το γιόμα». Το καλιφούδι παράκουσε κι αλλιώς πάνει της λέει: - «Γρήγορα ντύσου κι άλλαξε, γρήγορα να πάμε το γιόμα, σε θέλ ο πρωτομάστορας να πάμε εκεί». Από μακριά το φώναξε κι από μακριά το λέει: - «Τ εχει ο πρωτομάστορας, βαριά ναι πικραμένος»; - «Το πεσε η αρραβώνα του στην πρώτη την καμάρα, το ποιός θα μπει, το ποιός θα βγει το δαχτυλίδι να βρει»; - «Εγώ θα μπω κι εγώ θα βγω, το δαχτυλίδι να βρω. Ένας πηχάει με το μιστρί κι άλλος με τον ασβέστη κι αυτός ο πρωτομάστορας βάνει το μέγα λίθο. - «πως τρέμει η καρδούλα μου, να τρέμει το διοφύρι, πως πέφτουν τα μαλλάκια μου, να πέφτουν οι διαβάτες». - «Κόρη τον λόγο άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε». Έχω αδερφό στην ξενιτειά, μη λάχει κι απεράσει. - «Τρεις αδερφούλες ήμασταν κι οι τρεις κακογραμμένες: Μία κρατά το Δούναβο και η άλλη την Αυλώνα κι η τρίτη η μικρότερη, της Άρτας το διοφύρι». 17 Το οργανικό κείμενο από τον επόμενο στίχο συμπληρώνεται βάση του χ/φου αρ. 2382 του Κ.Ε.Ε.Λ. 236

Σαράντα πέντε μάστοροι (ματάκια) κι εξήντα μαθητάδες (μα το Χριστός Ανέστη) ολημερίς εκτίζανε (ματάκια) το βράδυ γκρεμιζόταν (μα το Χριστός Ανέστη). Μετά το πέρας των ημερών του Πάσχα τα τσακίσματα αλλάζουν ως εξής: Σαράντα πέντε μάστοροι (ματάκια) κι εξήντα μαθητάδες (κόρη παπαδοπούλα) ολημερίς εκτίζανε (ματάκια) το βράδυ γκρεμιζόταν (κόρη παπαδοπούλα). 237

Οργανικός στίχος Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες, ολημερίς εκτίζανε το βράδυ γκρεμιζόταν. 18 Λέει ο πρωτομάστορας: - «Άδικα τα κόπια μας, άδικα η δουλειά μας». Αναστενάζει ο μάστορας και κλαίνε οι μαθητάδες. Πουλάκι πάει κι έκατσε στου Κωσταντή το γόνα, δεν κελαηδούσε σαν πουλί μήτε σαν χελιδόνι, μόν κελαηδούσε κι έλεγε μ ανθρώπινη κουβέντα: - «Αν δεν στεριώσετ άνθρωπο γεφύρι δε στεριώνει, ούτε Τούρκο, ούτε Ρωμιό, κι ούτε κάνα διαβάτη μόναν του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα». - «Τρεις αδερφούλες ήμασταν κι οι τρεις κακογραμμένες: Η μία επί του Δούναβη κι η άλλη τον Ακράτη και τρίτη, η καλύτερη, της Άρτας το γεφύρι». 18 Η πληροφορήτρια αφηγήθηκε τους επόμενους στίχους. 238

239

Χίλιοι μάστοροι δούλευαν (ματάκια) και χίλια μαστορούλια (κόρη παπαδοπούλα) ολημερίτσα δούλιυαν (ματάκια) κοντά τ αργά χαλνούσαν (κόρη παπαδοπούλα). Πουλάκι πάεισεν κι έκατσε (ματάκια) στη δεξιά καμάρα (κόρη παπαδοπούλα) μόν και λαλούσε κι έλεγε (ματάκια) μόν κελαλάει και λέει (κόρη παπαδοπούλα). δίχως να στήσεις άνθρωπο (ματάκια) γκιοφύρι δε στεριώνει (κόρη παπαδοπούλα) όχι άνθρωπο προς άνθρωπο (ματάκια) του Κάλφα τη γυναίκα (κόρη παπαδοπούλα). Οργανικός στίχος Χίλιοι μάστοροι δούλευαν και χίλια μαστορούλια ολημερίτσα δούλιυαν κοντά τ αργά χαλνούσαν. Πουλάκι πάεισεν κι έκατσε στη δεξιά καμάρα, μόν και λαλούσε κι έλεγε μον κελαλάει και λέει: - «Δίχως να στήσεις άνθρωπο γκιοφύρι δε στεριώνει, όχι άνθρωπο προς άνθρωπο, του κάλφα τη γυναίκα». 240

241

242

Χίλιοι μάστοροι δούλευαν (μάτια ματά-) [χίλιοι μάστοροι δούλευαν, μάτια ματά-ι-κια] στης Άρτας του διουφύρι (ματάκια λιγουμέ-). όλη μερίτσα δούλευαν (μάτια ματά-ι-κια) του βράδυ γκριμιζέταν (ματάκια λιγουμέ-). Πουλάκι πήγι κ έκατσι (μάτια ματά-ι-κια) διξιά πο τη καμάρα (ματάκια λιγουμέ-) δεν ηλαλούσι σαν πουλί (μάτια ματάκια) ιδέ σα χελιδόνι (ματάκια λιγουμέ-) παρά λαλούσι κι έλεγι (μάτια ματά-ι-κια) μ ανθρώπινη κουβέντα (ματάκια λιγουμέ-). Μάστοροι μ τι πιδεύιστι (μάτια ματά-ι-κια) και τι χασομεράτε (ματάκια λιγουμέ-) αν δε στοιχειώσει άνθρωπο (μάτια ματά-ι-κια) καμάρα δε στεριώνει (ματάκια λιγουμέ-) 243

όχι άνθρωπο και τ άνθρωπο (μάτια ματά-ι-κια) μα ιδί κι από την αράδα (ματάκια λιγουμέ-) παρά του πρωτομάστορα (μάτια ματά-ι-κια) την πρώτη μαστορίνα (ματάκια λίγουμε). Οργανικός στίχος Χίλιοι μάστοροι δούλευαν στης Άρτας το γιοφύρι όλη μερίτσα δούλευαν το βράδυ γκρεμιζόταν. Πουλάκι πήγι κ έκατσι διξιά πο τη καμάρα, δεν ηλαλούσι σαν πουλί ιδέ σα χελιδόνι, παρά λαλούσι κι έλεγι μ ανθρώπινη κουβέντα: - «Μάστοροι μ τι πιδεύιστι και τι χασομεράτε αν δε στοιχειώσει άνθρωπο καμάρα δε στεριώνει, όχι άνθρωπο και τ άνθρωπο μα ιδί κι από την αράδα παρά του πρωτομάστορα την πρώτη μαστορίνα». 244

245

246

247

Χίλιοι μάστοροι δούλευαν (μάτια ι- ματά-) [αντιφ Α1 ]. [χίλιοι μάστοροι δούλευαν, μάτια ματά-] (-άκια) στης Άρτας του διουφύρι (ματάκια λιγουμέ-) [αντιφ. Α2 ]. (-ένα) [στης Άρτας το γεφύρι, ματάκια λιγουμέ-] [-ένα στης Άρτας το γεφύρι, ματάκια λιγουμε-] [αντιφ. Α2 ]. [-ένα στης Άρτας το γεφύρι, ματάκια λιγουμέ-] όλη μερούλα δούλευαν (μάτια ι- ματά-) [αντιφ. Β1 ]. [όλη μερούλα δούλευαν, μάτια ματά-] (-άκια) του βράδυ γκρεμιζόταν (ματάκια λίγουμέ-) [αντιφ. Β2 ]. (-ένα) [του βράδυ γκρεμιζόταν, ματάκια λιγουμέ-] [-ένα του βράδυ γκρεμιζόταν, ματάκια λίγουμέ-] [αντιφ. Β2 ]. [-ένα του βράδυ γκρεμιζόταν, ματάκια λιγουμένα]. Πουλάκι πήγε κι έκατσε (μάτια ι- ματά-) [αντιφ. Γ1 ]. [πουλάκι πήγε κι έκατσε, μάτια ι- ματά-] (-άκια) δεξιά πο τη καμάρα (ματάκια λιγουμέ-) [αντιφ. Γ2 ]. (-ένα) [δεξιά πο τη καμάρα, ματάκια λιγουμέ-] [-ένα, δεξιά πο τη καμάρα, ματάκια λίγουμέ-] [αντιφ. Γ2 ]. [-ένα δεξιά πο τη καμάρα, ματάκια λιγουμένα] δεν ελαλούσι σαν πουλί (μάτια ι- ματά-) [αντιφ. Δ1 ]. [δεν ελαλούσι σαν πουλί, μάτια ι- ματά-] (-ακια) σαν τ άλλα τα πουλάκια (ματάκια λιγουμέ-) [αντιφ Δ2 ]. (-ένα) [σαν τ άλλα τα πουλάκια, ματάκια λιγουμέ-)] [-ένα σαν τ άλλα τα πουλάκια, ματάκια λιγουμέ-] [αντιφ Δ2 ]. [-ένα σαν τ άλλα τα πουλάκια, ματάκια λιγουμένα] παρά λαλούσε κι έλεγε (μάτια ι- ματά-) [αντιφ. Ε1 ]. [παρά λαλούσε κι έλεγε, μάτια ι- ματά-] (-ακια) μ ανθρώπινη κουβέντα (ματάκια λιγουμέ-) [αντιφ. Ε2 ]. (-ένα) [μ ανθρώπινη κουβέντα, ματάκια λιγουμέ-] [-ένα μ ανθρώπινη κουβέντα ματάκια λιγουμέ-] [αντιφ. Ε2 ]. [-ένα μ ανθρώπινη κουβέντα, ματάκια λιγουμένα]. Αν δε στεριώσετ άνθρωπο (μάτια ι- ματά) [αντιφ. ΣΤ1 ]. [αν δε στεριώσετ άνθρωπο, μάτια ι- ματά-] (-άκια) γεφύρι δε στεριώνει (ματάκια λιγουμέ-) 248

[αντιφ. ΣΤ2 ]. (-ένα) [γεφύρι δε στεριώνει, ματάκια λιγουμέ-] [ένα γεφύρι δε στεριώνει ματάκια λιγουμέ-] [αντιφ. ΣΤ2 ]. [ένα γεφύρι δε στεριώνει ματάκια λιγουμένα] κι όχι άνθρωπο, ούτ άνθρωπο (μάτια ι- ματά-) [αντιφ. Η1 ]. [κι όχι άνθρωπο ούτ άνθρωπο, μάτια ι- ματά-] (-άκια) ούτε κι απ την αράδα (ματάκια λιγουμέ-) [αντιφ. Η2 ]. (-ένα) [ούτε κι απ την αράδα, ματάκια λιγουμέ-] [-ένα ούτε κι απ την αράδα, ματάκια λιγουμέ-] [αντιφ. Η2 ]. [-ένα ούτε κι απ την αράδα, ματάκια λιγουμένα] παρά του πρωτομάστορα (μάτια ι- ματά-) [αντιφ Θ1 ]. [παρά του πρωτομάστορα, μάτια ι- ματά-] (-άκια) την όμορφη γυναίκα (ματάκια λιγουμέ-) [αντιφ. Θ2 ]. (-ένα) [την όμορφη γυναίκα, ματάκια λιγουμέ-] [-ένα την όμορφη γυναίκα, ματάκια λιγουμέ-] [αντιφ. Θ2 ]. [-ένα την όμορφη γυναίκα, ματάκια λιγουμένα]. Οργανικός στίχος Χίλιοι μάστοροι δούλευαν στης Άρτας το γιοφύρι, όλη μερίτσα δούλευαν το βράδυ γκρεμιζόταν. Πουλάκι πήγι κ έκατσι διξιά πο τη καμάρα, δεν ηλαλούσι σαν πουλί ιδέ σα χελιδόνι, παρά λαλούσι κι έλεγι μ ανθρώπινη κουβέντα: - «Μάστοροι μ τι πιδεύιστι και τι χασομεράτε, αν δε στοιχειώσει άνθρωπο καμάρα δε στεριώνει, όχι άνθρωπο και τ άνθρωπο μ αιδι κι από την αράδα παρά του πρωτομάστορα την πρώτη μαστορίνα». 249

250

251

Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες 19 τρεις χρόνους εδουλεύανε στης Άρτας το γεφύρι. Ολημερίς εκτιζουνε και το βραδυ γκρεμιέται. Μοιρολογούν οι μάστοροι και κλαιν οι μαθητάδες: - «Αλίμονο στους κόπους μας, κρίμα στη δούλεψή μας ολημερίς να χτίζουμε τα βράδια να γκρεμιέται». Και το Στοιχειό απεκρίθηκε πο τη δεξιά καμάρα: - «Αν δε στοιχειώσετ άνθρωπο τοίχος δε θεμελιώνει και μη στοιχειώσετ ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη παρά του πρώτου μάστορα την ωραία τη γυναίκα». Τ άκουσε ο πρωτομάστορας κι έμεινε χολιασμένος κάμνει γραφή και στέλνει την, με το πουλί τ αηδόνι: - «Αργά ντυθεί, αργ αλλαχθεί, αργά να ρθεί το γιόμα, αργά να ρθεί και να διαβεί της Άρτας το γεφύρι». Μα το πουλί παράκουσε κι αλλιώς επήγε κ είπε: - «Γοργά ντυθείς, γοργ αλλαχθείς, γοργά να πας το γιόμα, γοργά να πας και να διαβείς της Άρτας το γεφύρι». 19 Το οργανικό κείμενο από τον επόμενο στίχο συμπληρώνεται βάση του χ/φου αρ. 2932 του Κ.Ε.Ε.Λ. 252

Από μακρυά τους χαιρετά κι από κοντά τους λέγει: - «Καλή μέρα σας μάστοροι κι εσείς οι μαθητάδες, μα τ έχει ο πρωτομάστορας και είναι χολιασμένος;» - «Το δαχτυλίδι του πεσε στην πρώτη την καμάρα. Ποιός να μπεί και ποιός να βγεί το δαχτυλίδι να βρει;» - «Μάστορα μην πικραίνεσαι, εγώ θα σου το φέρω εγώ να μπω εγώ να βγω το δαχτυλίδι να βρω». Μηδέ καλά κατέβηκε μηδέ στη μέση πήγε. - «Τράβα καλέ την άλυσο, τράβα την αλυσίδα, ολο τον κόσμο γύρισα και τίποτες δεν ήβρα». - «Ένας πηχάει με το μυστρί κι άλλος με τ ασβέστι, παίρνει κι ο πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθος». - «Αλίμονο στη μοίρα μας κρίμα στο ριζικό μας, τρεις αδερφούλες ήμασταν και τρεις κακογραμμένες: Η μια φυλάει το Δούναβη κι η άλλη τον Αυλώνα κι εγώ η πιο μικρότερη της Άρτας το γεφύρι. Ως τρέμει η καρδούλα μου να τρέμ και το γεφύρι κι ως πέφτουν τα μαλλάκια μου να πέφτουν κι οι διαβάτοι». - Κόρη τον λόγο άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε, έχεις μονάκριβο αδερφό μην τύχει και περάσει. κείνη τον λόγο άλλαξε κι άλλη κατάρα δίνει: - «Σίδερο η καρδούλα μου, σίδερο το γεφύρι, σίδερο τα μαλλάκια μου, σίδερο κι οι διαβάτοι, έχω μονάκριβ αδερφό μην τύχει και περάσει». 253

254

Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες 20 τρεις χρόνους εδουλεύανε στης Άρτας το γεφύρι. Ολημερίς εκτιζουνε και το βραδυ γκρεμιέται. Μοιρολογούν οι μάστοροι και κλαιν οι μαθητάδες: - «Αλίμονο στους κόπους μας, κρίμα στη δούλεψή μας ολημερίς να χτίζουμε τα βράδια να γκρεμιέται». Και το Στοιχειό απεκρίθηκε πο τη δεξιά καμάρα: - «Αν δε στοιχειώσετ άνθρωπο τοίχος δε θεμελιώνει και μη στοιχειώσετ ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη παρά του πρώτου μάστορα την ωραία τη γυναίκα». Τ άκουσε ο πρωτομάστορας κι έμεινε χολιασμένος κάμνει γραφή και στέλνει την, με το πουλί τ αηδόνι: - «Αργά ντυθεί, αργ αλλαχθεί, αργά να ρθεί το γιόμα, αργά να ρθεί και να διαβεί της Άρτας το γεφύρι». Μα το πουλί παράκουσε κι αλλιώς επήγε κ είπε: - «Γοργά ντυθείς, γοργ αλλαχθείς, γοργά να πας το γιόμα, γοργά να πας και να διαβείς της Άρτας το γεφύρι». Από μακρυά τους χαιρετά κι από κοντά τους λέγει: - «Καλή μέρα σας μάστοροι κι εσείς οι μαθητάδες, μα τ έχει ο πρωτομάστορας και είναι χολιασμένος;» - «Το δαχτυλίδι του πεσε στην πρώτη την καμάρα. Ποιός να μπεί και ποιός να βγεί το δαχτυλίδι να βρει;» - «Μάστορα μην πικραίνεσαι, εγώ θα σου το φέρω εγώ να μπω εγώ να βγω το δαχτυλίδι να βρω». Μηδέ καλά κατέβηκε μηδέ στη μέση πήγε. - «Τράβα καλέ την άλυσο, τράβα την αλυσίδα, ολο τον κόσμο γύρισα και τίποτες δεν ήβρα». - «Ένας πηχάει με το μυστρί κι άλλος με τ ασβέστι, παίρνει κι ο πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθος». 20 Το οργανικό κείμενο από τον επόμενο στίχο συμπληρώνεται βάση του χ/φου αρ. 2932 του Κ.Ε.Ε.Λ.. Το ίδιο κείμενο παρέθεσε ο ερευνητής του Κ.Ε.Ε.Λ. Σ. Ήμελος και για την παραλλαγή 66. 255

- «Αλίμονο στη μοίρα μας κρίμα στο ριζικό μας, τρεις αδερφούλες ήμασταν και τρεις κακογραμμένες: Η μια φυλάει το Δούναβη κι η άλλη τον Αυλώνα κι εγώ η πιο μικρότερη της Άρτας το γεφύρι. Ως τρέμει η καρδούλα μου να τρέμ και το γεφύρι κι ως πέφτουν τα μαλλάκια μου να πέφτουν κι οι διαβάτοι». - Κόρη τον λόγο άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε, έχεις μονάκριβο αδερφό μην τύχει και περάσει. κείνη τον λόγο άλλαξε κι άλλη κατάρα δίνει: - «Σίδερο η καρδούλα μου, σίδερο το γεφύρι, σίδερο τα μαλλάκια μου, σίδερο κι οι διαβάτοι, έχω μονάκριβ αδερφό μην τύχει και περάσει». 256

257

258

259

Μάστοροι αρχινήσανε της Τρίχας του γιουφύρι όλη μέρα το χτίζανε όλη μέρα το χτίζανε και το βράδυ χαλνούσε. Μάστοροι ν ερωτιώντανι μάστοροι -ν- ερωτιώντανι ένας απί τον άλλον (αχ) ποιός είναι αυτός που το χαλνά ποιός είναι αυτός που το χαλνά, ποιός είναι που το ρίχνει. (Αχ) κι ου Δράκους απ λογήθηκι κι ου Δράκους απ λογήθηκι που τη δεξιά καμάρα. Ιγώ μινα που το χαλνού Ιγώ μινα που το χαλνού, ιγώ είμι που το ρίχνω. (Αχ) θέλεις ασήμι, πάρε μας θέλεις ασήμι, πάρε μας, θέλεις μαργαριτάρι. (αχ) ου Δίας είμι θέλου ιγώ ου Δίας είμι θέλου ιγώ ουδί μαργαριτάρι μόν θέλω την κυρά Βδουκιά. Οργανικός στίχος Μάστοροι αρχινίσανε της Τρίχας το γιουφύρι όλη μέρα το χτίζανε και το βράδυ χαλνούσε. Μάστοροι ν ερωτιώντανι ένας απί τον άλλον: - «Ποιός είναι αυτός που το χαλνά, ποιός είναι που το ρίχνει;» Κι ου Δράκους απ λογήθηκι που τη δεξιά καμάρα: - «Ιγώ μινα που το χαλνού, ιγώ είμι που το ρίχνω». - «Θέλεις ασήμι, πάρε μας, θέλεις μαργαριτάρι;» - «Ου Δίας είμι θέλου ιγώ ουδί μαργαριτάρι, μόν θέλω την κυρά Βδουκιά». 260

261

262

Παυλή- (νι-)ς γιουφύρι έφτιανε (τι λαλεί ντελμπέ-νε-ρι μ, τι λαλεί) (νελ) γιουφύ- [γιουφύ-]ρι δε στεριώνει (τι καλές, καλές οι μαυρομάτες) ολημερίτσα το φτιάναν (τι λαλεί ντελμπέ-νε-ρι μ, τι λαλεί) (νελ) τ άλλο [τ άλλο] το βράδ χαλνούσι (τι καλές, καλές οι μαυρομάτες). Πάει πουλί κι κόνιψι (τι λαλεί ντελμπέ-νε-ρι μ, τι λαλεί) (νελ) στη δε- [στη δε-]ξιά την καμάρα (τι καλές, καλές οι μαυρομάτες) υτό το γιοφιρι θεμέ- (νε-)λιο θέλ (τι λαλεί ντελμπέ-νε-ρι μ, τι λαλεί) (νελ) του Παύ- [του Παύ-]λου τη γυναίκα (τι καλές, καλές οι μαυρομάτες). Του μάθητούδ προβνόλησε (τι λαλεί ντελμπέ-νε-ρι μ, τι λαλεί) (νελ) τ μαστό- [τ μαστό-]ρισσα φωνάζει (τι καλές, καλές οι μαυρομάτες). Καλημέρα μαστό- (νο-)ρισσα (τι λαλεί ντελμπέ-νε-ρι μ, τι λαλεί). (Νελ) καλώς [καλώς] το μάστορ πο ρ τι (τι καλές, καλές οι μαυρομάτες). Κι τι μι θέλει η μάστορις (τι λαλεί ντελμπέ-νε-ρι μ, τι λαλεί) (νελ) που μι [που μι] φουνάζ να έρθω (τι καλές, καλές οι μαυρομάτες). Κι αν μι φουνάζει για καλό (τι λαλεί ντελμπέ-νε-ρι μ, τι λαλεί) (νελ) ν αλλά- [ν αλλά-]ξω κι να έρθω (τι καλές, καλές οι μαυρομάτες). Κι για καλό κι για κακό (τι λαλεί ντελμπέ-νε-ρι μ, τι λαλεί) (νελ) καθώς [καθώς] είσ έτσ να έρθεις (τι καλές, καλές οι μαυρομάτες). Καλημέρα συ μάστορα (τι λαλεί ντελμπέ-νε-ρι μ, τι λαλεί) (νελ) καλώς [καλώς] τον βόρεια που ρθι (τι καλές, καλές οι μαυρομάτες) Κι τι με θέλεις μάστορα (τι λαλεί ντελμπέ-νε-ρι μ, τι λαλεί) (νελ) που μι [που μι] φουνάζ να έρθω (τι καλές, καλές οι μαυρομάτες). Του δαχτυλίδι μ έπισι (τι λαλεί ντελμπέ-νε-ρι μ, τι λαλεί) (νελ) στη δε- [στη δε-]ξ ά την καμάρα (τι καλές, καλές οι μαυρομάτες). 263

Οργανικός στίχος Παυλής γιοφύρι έφτιανε, γιουφύρι δε στεριώνει ολημερίς το φτιάναν, τ άλλο το βράδ χαλνούσι. Πάει πουλί κι κίνιψι στη δεξιά την καμάρα: - «υτό το γιοφιρι θεμέλιο θέλ του Παύλου τη γυναίκα». Το μάθητούδ προβνόλησε τ μαστόρισσα φωνάζει. - «Καλημέρα μαστόρισσα» - «Καλώς το μάστορ πο ρ τι». - «Κι τι μι θέλει η μάστορις που μι φουνάζ να έρθω; Κι αν μι φουνάζει για καλό, ν αλλάξω κι να έρθω». - «Κι για καλό κι για κακό καθώς είσ έτσ να έρθεις». - «Καλημέρα συ μάστορα, καλώς τον βόρεια που ρθι, κι τι με θέλεις μάστορα που μι φουνάζ να έρθω;» - «Του δαχτυλίδι μ έπισι στη δεξ ά την καμάρα». 264

265

266

Σαράντα πέντε μάστοροι (Βέργω, μωρ Βέργω μ λυγερή) (νερ) κι ως χίλια μαθητούδια (Βέργω μ κι ωχ καμαρωμένη) ν- ολημερίτσα δούλευαν (Βέργω, μωρ Βέργω μ λυγερή) (νερ) το βράδ αργά χαλούσι (Βέργω μ κι ωχ καμαρωμένη). Πουλάκι πάει κι κόνιψι (Βέργω, μωρ Βέργω μ λυγερή) (νερ) στη δεξιά την καμάρα (Βέργω μ κι ωχ καμαρωμένη) δεν ελαλούσι σαν πουλί (Βέργω, μωρ Βέργω μ λυγερή) (νερ) μ ανθρώπινη λαλίτσα (Βέργω μ κι ωχ καμαρωμένη). Μάστοροι μήν πιδεύιστι (Βέργω, μωρ Βέργω μ λυγερή) (νερ) κι μη χασομεράτι (Βέργω μ κι ωχ καμαρωμένη) οσάν δε θιμιλιώσατι (Βέργω, μωρ Βέργω μ λυγερή) (νερ) γιοφύρι δε στεριώνει (Βέργω μ κι ωχ καμαρωμένη). 267

Οργανικός στίχος Σαράντα πέντε μάστοροι κι ως χίλια μαθητούδια, ολημερίτσα δούλευαν το βράδ αργά χαλούσι. Πουλάκι πάει κι κόνιψι στη δέξα την καμάρα, δεν ελαλούσι σαν πουλί μ ανθρώπινη λαλίτσα: - «Μάστοροι μήν πιδεύιστι κι μη χασομεράτι οσάν δε θιμιλιώσατι γιοφύρι δε στεριώνει». 268

269

270

Τρεις αδελφούλες ήμασταν και οι τρεις κακογραμμένες η μια παίρνει το Ντούναβα η μια παίρνει το Ντούναβα και η άλλη το Σαράι η τρίτη η μικρότερη η τρίτη η μικρότερη της Λάρ σας το γεφύρι. Χίλιοι μαστόρ το δούλευαν Χίλιοι μαστόρ το δούλευαν, τριακόσια μαστορούδια. Χρυσό πουλί ακόνεψε. 271

Οργανικός στίχος - «Τρεις αδερφούλες ήμασταν και οι τρεις κακογραμμένες: η μια παίρνει το Ντούναβη και η άλλη το Σαράι, η τρίτη η μικρότερη της Λάρ σας το γεφύρι». Χίλιοι μαστόρ το δούλευαν, τριακόσια μαστορούδια. Χρυσό πουλί ακόνεψε 21 σ ένα ψηλό δεντράκι, έκατσε και κηλάηδησε, έκατσε και της είπε: - «Εδώ γεφύρι δεν γίνεται, γεφύρι δε στεριώνει, εδώ θέλει το τάμα του, την πρώτη μαστορέσσα». 21 Το οργανικό κείμενο από τον επόμενο στίχο συμπληρώνεται βάση του χ/φου αρ. 2895 του Κ.Ε.Ε.Λ. 272

273

274

Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μα- [κι εξήντα μα-]στορόπ λα γεφύρι εστεριώνανε γεφύρι εστεριώνανε στης Άρτας το [στης Άρτας το] ποτάμι. Ολημερίς εχτίζανε ολημερίς εχτίζανε το βράδυ γκρε- [το βράδυ γκρε-]μιζόταν. Όλ οι μαστόροι κλαίγανε όλ οι μαστόροι κλαίγανε κι όλα τα μα- [κι όλα τα μα-]στορόπ λα κι από τη θλίψη την πολλή κι από τη θλίψη την πολλή κι απ τον πολύ [κι απ τον πολύ] το θρήνο πουλάκι διάβη κι έκατσε 275

πουλάκι διάβη κι έκατσε στη μεσιανή [στη μεσιανή] καμάρα μα δεν κηλάηδη σαν πουλί μα δεν κηλάηδη σαν πουλί μηδέ σαν χε- [μηδέ σαν χε-]λιδόνι παρά κηλάηδη κι έλεγε παρά κηλάηδη κι έλεγε μ ανθρώπινη λαλίτσα. Οργανικός στίχος Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαστορόπ λα γεφύρι εστεριώνανε στης Άρτας το ποτάμι. Ολημερίς εχτίζανε το βράδυ γκρεμιζόταν. Όλ οι μαστόροι κλαίγανε κι όλα τα μαστορόπ λα κι από τη θλίψη την πολλή κι απ τον πολύ το θρήνο, πουλάκι διάβη κι έκατσε στη μεσιανή καμάρα, μα δεν κηλάηδη σαν πουλί μηδέ σαν χελιδόνι παρά κηλάηδη κι έλεγε μ ανθρώπινη λαλίτσα. 276

277

(Μωρέ) ο Δήμος απεφάσισε γεφύρι για να στήσει, δούλευαν πεντακόσιοι μάστοροι και χίλια μαστορούδια. Ολημερούλα δούλευαν, το βράδυ γκρεμιζόταν. 22 - «Αν δε θεμελιώστε άνθρωπο, γεφύρι δε θα γίνει». Ο Δήμος απεφάσισε να πάει στη γυναίκα: - «Έλα κυρά Βδοκιά, έλα, να βρεις το δαχτυλίδι. το δαχτυλίδι μ έπεσε, βαθειά εις τα θεμέλια». - «Εγώ να ρθω βρε άντρε μου, να έρθω να το βγάλω». Στο δρόμο που επήγαινε, πουλάκια κελαηδούσαν. - «Γύρνα κυρά Βδοκιά πίσω, στον άντρα σ μην πηγαίνεις». 22 Ο πληροφορητής αφηγήθηκε τους επόμενους στίχους. 278

279

280

281

282

Ο Δήμος απεφάσισε γεφύρι για να χτίσει με τιτρακόσιους μάστορις με χίλια μαστορούδια. Όλην ημέρα δούλιυαν το βράδυ ροβολούσι. Στοιχειό ξιφανερώθηκε στη δεξιά καμάρα: - «Αν δε θαφτεί, Δήμου, άνθρωπος, γεφύρι δε θα γίνει, ούτι Τούρκους, ούτι Ρουμιός, του Δήμου τη γυναίκα». Κι κίνησι κι πάεινι, στου σπίτι του να πάει, κι την καλούδα τ έλιγι, κι την καλούδα τ λέει: - «Του δαχτυλίδι μ έχασα, την πρώτη μ αρραβώνα». - «Το δαχτυλίδ κι αν το χασες εγώ θα σι το βγάλω». Ρίχνουν σκοινάκια δώδικα κι πάτους δεν ηβρέθη, ρίχνουν κι άλλα τέσσιρα κι πάτους τότε βρέθ κι. - «Βγάλισ μι Δήμο, βγάλισ μι γιατί θα βλαστημήσου, πως τρέμει το κορμάκι μου να τρέμει το γεφύρι, πως τρέχ το γαλατάκι μου να πέφτουν οι διαβάτις». - «Σώπα καλή μου μην του λες και μην του τιφτιρώνεις, έχεις αδιρφό στην ξενιτειά και θέλει να περάσει». 283

284

285

Οι τετρακόσιοι (μάνα μου) μάστοροι τα χίλια μαστορούδια γεφύρ (μάνα μου) έφτιαναν (ερ) γιοφύρ (μάνα, μάνα μου) έφτιαναν της Άρτας το γεφύρι. Ολημερίτσα δούλευαν (ερ) ολημερί- [μερί-]τσα δούλευαν το βράδυ εγκρεμνώσι. Τα μαστορούδια έκλιγαν (ερ) τα μαστορούδια (μάνα μου) έκλιγαν απ την πολλή τυράννια κι οι μάστοροι εχαίρουνταν. 286

Οργανικός στίχος Οι τετρακόσιοι μάστοροι τα χίλια μαστορούδια γεφύρι έφτιαναν, της Άρτας το γεφύρι. Ολημερίτσα δούλευαν, το βράδυ εγκρεμώσι. Τα μαστορούδια έκλιγαν απ την πολλή τυράννια κι οι μάστοροι εχαίρουνταν απ την πολλή τη ρούγα. 23 πρωτουμάστορ ς νειρεύτηκε το βράδυ που κοιμόνταν, άνθρωπο θέλει το γιοφύρ κι έτσι να θεμελιώσει, ουδέ ξένο, ουδέ φτωχό, ουδέ κανά στρατιώτη, μόν θέλει του Γιάννη την καλή κι έτσι να θεμελιώσει. - «Σύρε Κώστα μου στην καλή μ γλήγουρα να προφτάσει». Εκίνησε και πήγαινε εις την κυρά τ πηγαίνει. - «Καλή μέρα κορίτσια μου». - «Καλώς τον, τον Κωστάκη». - «Κυρά μου Γιάννης σε γυρεύ γρήγορα να προφτάσεις». Αφήνει τα ρουχάκια της γοργά σαπουνιασμένα κι αφήνει το παιδάκι της στην κούνια να κεμάται κι αφήνει τις γειτόνισσες στη σκάλα να κουβεντιάζουν. Εκίνησε κ επήγαινε στο Γιάννη τ ς πηγαίνει. Σαν είδε που μακρά αρχίνησε να κλαίγει. - «Τι έχεις Γιάννη μ κι όλο κλαίς και χύνεις μαύρα δάκρυα;» - «Την αρραβώνα μ έχασα πό κάτω στο γεφύρι». - «Μην κλαις Γιάννη μου, μη θρηνείς, γώ θα μπω να την βγάλω» Σαράντα οργίτσες την άπλωνε πό κάτω στο γεφύρι, βρίσκει τα φίδια ζωντανά τις όχιντρες πλεγμένες. - «Τράβα με, Γιάννη μ, τράβα με να δω τον κόσμο άσπρο». - «Καλή είσαι κεί καρδούλα μου εκεί θα θιμιλιώσεις». - «Το κρίμα να χεις Γιάννη μου, το κρίμα στο λαιμό σου. πως τρέμει - Γιάννη μ - το κορμάκι μου να τρέμει το γεφύρι πως τρέχουν τα στηθάκια μου να τρέχ κι όλος ο κόσμος. Καλιά γλωσσίτσα μ να σπαζε παρά το λόγο που πα Έχω έν αδερφό που λείπει μακριά στα ξένα κι αν τύχει και πρωτοπεράσει εκείνος θα πιθάνει». 23 Το οργανικό κείμενο από τον επόμενο στίχο συμπληρώνεται βάση του χ/φου αρ. 2779 του Κ.Ε.Ε.Λ. 287

288

289

Χίλιοι μαστόροι δούλευαν κι εξήντα δυο καλφάδες όλη τη μέρα δούλευαν το βράδυ εγκρεμνούσε. Ένα μικρό πουλί μοιρολογεί και λέει: - «Εδώ γεφύρι δε στεριών, εδώ θεμέλιο θέλει, θέλει θεμέλιο ανθρώπινο, του Παύλου τη γυναίκα». Στέλνει κι ο Παύλος τον Κάλφα να πάει να τη φωνάξει: - «Άντε Βδοκιά, κυρά-βδοκιά ο Παύλος σε γυρεύει». - «Κι αν με γυρεύει για καλό ν αλλάξω και να έρθω, κι αν με γυρεύει για κακό, το σάβανο να πάρω». 290

- «Και για καλό και για κακό ν αλλάξεις και να έρθεις». Σαν άρχισε και άλλαζε τρεις μέρες και τρεις νύχτες. 291

292

293

294

295

Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες, τρεις χρόνους εδουλεύανε της Άρτας το γεφύρι. Ολημερίς το χτίζανε το βράδυ γκρεμιζόταν. Μοιρολογούν οι μάστοροι και κλαιν οι μαθητάδες: - «Αλίμονο στους κόπους μας, κρίμα στη δούλεψή μας, ολημερίς να χτίζουμε το βράδυ να γκρεμιέται». Απολιγήθη το Στοιχειό απ τη δεξιά καμάρα: - «Αν δε στοιχειώσ τε άνθρωπο, γεφύρ δε θα στεριώσει και για του πρωτομάστορα την πρώτη τη μαστόρ σα». Σαν τ άκουσε ο μάστορας, πέφτει λιγοθυμάει, στέλνει και παραγγέλνει τη, με το πουλί τ αηδόνι. - «Γοργά να πας, γοργά να ρθεις, γοργά να ρθει το γιόμα». Μα το πουλί παράκουσε και άλλα πήγε κι είπε: - «Γρήγορα μαστόρισσα, μάστορας σε φωνάζει». - «Πες μου αν είναι για καλό ν αλλάξω για να έρθω, πες μου αν είναι για κακό, καθώς είμαι να έρθω». - «Γρήγορα μαστόρισσα, καθώς είσαι να έρθεις». Από μακρυά τους χαιρετά κι από κοντά τους λέγει: - «Τι έχει ο πρωτομάστορας και είναι χολιασμένος»; - «Το δαχτυλίδ κατσίρδιξε, στου γιοφυριού τον πάτο». - «Μάστορα μην πικραίνεσαι, εγώ θα σου το βγάλω». Σαράντα μίλια πήγαινε με γέλια με τραγούδια κι άλλα σαράντα τέσσερα, με κλάμα με μοιρολόγια. - «Τράβα, τράβα με μάστορα, τράβα για να με βγάλεις, από τα φιδοκόκκαλα, δεν μπορώ να πατήσω, κι από τα φιδοτόμαρα, δε μπορώ να περάσω». 296

297

298

Χίλιοι μάστοροι δούλευαν (πουλί μου) [χίλιοι μάστοροι δούλευαν] στης Άρτας του γιουφύρι (κόρη παπαδοπούλα) [στης Άρτας του γιουφύρι] (γκιουζέλ αρχοντοπούλα) κι όλη μερούλα δούλευαν (πουλί μου) [κι όλη μερούλα δούλευαν] κι αυτό τ αργά χαλνούσι (κόρη παπαδοπούλα) [κι αυτό τ αργά χαλνούσι] (γκιουζέλ αρχοντοπούλα). Μοιριολογούν οι μάστοροι (πουλί μου) [μοιριολογούν οι μάστοροι] και κλαιν οι μαθητάδες (μωρή παπαδοπούλα) [και κλαιν οι μαθητάδες] (γκιουζέλ αρχοντοπούλα) Οργανικός στίχος Χίλιοι μάστοροι δούλευαν στης Άρτας του γιουφύρι κι όλη μερούλα δούλευαν κι αυτό τ αργά χαλνούσι. Μοιριολογούν οι μάστοροι και κλαιν οι μαθητάδες. 299

300

301

Σαράντα πέντι μάστουροι κι εξήντα μαθητάδις [κι ξήντα μαθητά-] γιοφύρι θι- (νι-)μιλιώνανε γιοφύρι θιμιλιώνανε στης Άρτας του πουτάμι [στης Άρτας το πουτάμ ]. Ολημερί- (νι-)ς το χτίζανε 302

ολημερίς το χτίζανε το βράδυ γκριμιζόταν [το βράδυ γκριμιζό-] παρακαλούν οι μάστοροι παρακαλούν οι μάστοροι κι κλαιν οι μαθητάδις [κι κλαίν οι μαθητά-]. Πουλάκι πή- (νι-)γι κι έκατσι πουλάκι πήγι κι έκατσι στην άκρη στο ποτάμι [στην άκρη στο ποτάμ ] Δεν κηλαηδού- (νου-)σι σαν πουλί δεν κηλαηδούσε σαν πουλί κι ουδέ σαν χελιδόνι [κι ουδέ σα χελιδόν ] μόν κηλαηδού- (νού-)σι κι έλιγι μόν κηλαηδούσι κι έλιγι ν- ανθρώπινη λαλίτσα [ν ανθρώπινη λαλί-]. Αν δε στιριώ- (νώ-)σ τι άνθρωπο αν δε στιριώσ τι άνθρωπο γιοφύρι δε στιριώνει [γιοφύρι δε στιριών ] κι μη στιριώ- (νώ-)σ τι ουρφανό κι μη στιριώσ τι ουρφανό ν- ούτε κάνα διαβάτη [ν- ουδί κάνα διαβάτη] παρά του πρωτο- (νο-)μάστορα παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα [την όμορφη γυναίκ ] πο ρχιτι αργά του ταχύ πο ρχιτι αργά του ταχύ παράωρα του γιόμα [παράωρα του γιόμ ]. Σύρι να πει- (νι-)ς τη γυναίκα μου Αργά ντυθεί αργά στολ στεί ν- αργά να φέρ το γιόμα [ν- αργά να φέρ του γιό -]. Κι το πουλί (νι) παράκουσε και το πουλί παράκουσε ν- αλλιώς πήγε κι είπε [ν- αλλιώς πήγε κι εί -]. Γοργά ντυθεί- (νι-)ς γοργά στολ στείς γοργά ντυθείς γοργά ντυθείςγοργά να πας το γιόμα [γοργά να πας του γιο ]. Να τη να πο περπάτησε να τη να που περπάτησε από την άσπρη στράτα [από την άσπρη στράτ ] την είδε ο πρω- (νω-)τομάστορας την είδε ο πρωτομάστορας κι ράγισ η καρδιά του. Ν- απού μακριά τους χιριτάει ν- απού μακριά τους χιριτάει κι απού κουντά τους λέει [κι απου κουντά τους λέ ]. Τι έχει ο πρω- (νω-)τομάστορας τι έχει ο πρωτομάστορας κι είναι λυπημένος [κι είνι λυπημένος] Του δαχτυλί- (νι-)δι τ έχασι του δαχτυλίδι έχασι στην πρώτη την καμάρα [στην πρώτη την καμάρ ] κι ποιός θα μπεί (νι) κι ποιός θα βγεί 303

κι ποιός θα μπεί κι ποιός θα βγεί του δαχτυλίδ για να βρει [του δαχτυλίδ για να βρ ]. Μάστορα μη (νι) πικραίνισι μάστορα μην πικραίνισι κι μή στεναχουριέσι [κι μή στιναχουριέσ ] ιγώ θα μπω (νω) ιγώ θα βγώ ιγώ θα μπω, ιγώ θα βγω του δαχτυλίδ για να βρου [του δαχτυλίδ για να βρ ]. Κι σαν την κα- (να-)τιβάσαν κι σαν την κατιβάσανεστην πρώτη την καμάρα [στην πρώτη την καμάρ ]. Ψάζει διξιά, ψάζει ζιρβά ψάζει διξιά, ψάζει ζιρβά του δαχτυλίδ δε βρήκι [του δαχτυλίδ δε βρηκ ]. Τράβα καλέ (νε-) τουν άλυσο τράβα καλέ τον άλυσο, τράβα την αλυσίδα [τράβα την αλυσίδ ] ν- όλου τουν κόσμου γύρισα ν- όλου τουν κόσμου γύρισα κι τίπουτα δε βρήκα [κι τίπουτα δε βρήκ ]. Ένας πηγαί- (ναι-)νει του μιστρί ένας πηγαίνει του μιστρί κι ου άλλους τουν ασβέστη [κι ου άλλους τουν ασβέστ ] παίρνει κι ου πρω- (νω-)τομάστορας παίρνει κι ου πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθος [και ρίχνει μέγα λίθος]. πως τρέμει ν- το (νο) κορμάκι μου πως τρέμει το κορμάκι μου να τρέμει το γιοφύρι [να τρέμει το γιοφύρ ] πως πέφτουν τα (να) μαλλάκια μου πως πέφτουν τα μαλλάκια μου να πέφτουν οι διαβάτις [να πέφτουν οι διαβάτις]. Κόρη μ το λό- (νο) γο άλλαξε κόρη μ του λόγου άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσι [κι άλλη κατάρα δώσ ] τι έχεις διρφό (νο) στην ξινιτειά τι έχεις διρφό στην ξινιτειά μη λάχει και περάσει [ν- μη λάχει και περάσ ]. Κι αυτήν το λό- (νο-)γο άλλαξε κι αυτήν το λόγο άλλαξε κι άλλη κατάρα δίνει [κι άλλη κατάρα δίν ] πως τρέμουν τα (να) ψηλά βουνά πως τρέμουν τα ψηλά βουνά να τρέμει το γιοφύρι [να τρέμει-ν- το γιοφύρ ] πως πέφτουν τ ά- (να-)γρια πουλιά πως πέφτουν τ άγρια πουλιά να πέφτουν οι διαβάτις [να πέφτουν οι διαβάτ ] 304

Οργανικός στίχος Σαράντα πέντι μάστοροι κι εξήντα μαθητάδις, γιοφύρι θιμιλιώνανε στης Άρτας το ποτάμι. Ολημερίς το χτίζανε το βράδυ γκριμιζόταν. Παρακαλούν οι μάστοροι κι κλαιν οι μαθητάδις. Πουλάκι πήγι κι έκατσι στην άκρη στο ποτάμι. Δεν κηλαηδούσι σαν πουλί κι ουδέ σαν χελιδόνι μόν κηλαηδούσι κι έλιγι, ανθρώπινη λαλίτσα: - «Αν δε στιριώσ τι άνθρωπο γιοφύρι δε στιριώνει κι μη στιριώστι ουρφανό ούτε κανα διαβάτη, παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα, πο ρχιτι αργά του ταχύ παράωρα του γιόμα». - «Σύρι να πεις τη γυναίκα μου, αργά ντυθεί, αργά στολ στεί, αργά να φέρ το γιόμα». Κι το πουλί παράκουσε αλλιώς πήγε κι είπε: - «Γοργά ντυθείς, γοργά στολ στείς, γοργά να πας το γιόμα». Να την πο περπάτησε από την άσπρη στράτα, την είδε ο πρωτομάστορας κι ράγισ η καρδιά του. Απού μακριά τους χιριτάει κι απού κουντά τους λέει: - «Τι έχει ο πρωτομάστορας κι είναι λυπημένος»; - «Του δαχτυλίδι τ έχασι στην πρώτη την καμάρα, κι ποιος θα μπεί, κι ποιός θαβγεί του δαχτυλίδ για να βρει»; - «Μάστορα μη πικραίνισι κι μή στεναχουριέσι, ιγώ θα μπω, ιγώ θα βγώ του δαχτυλίδ για να βρου». Κι σαν την κατιβάσανε στην πρώτη την καμάρα, ψάζει διξιά, ψάζει ζιρβά του δαχτυλίδ δε βρήκι. - «Τράβα καλέ τουν άλυσο, τράβα την αλυσίδα, όλου τουν κόσμου γύρισα κι τίπουτα δε βρήκα». Ένας πηγαίνει του μιστρί κι ου άλλους τουν ασβέστη, παίρνει κι ου πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθος». - «πως τρέμει το κορμάκι μου να τρέμει το γιοφύρι, πως πέφτουν τα μαλλάκια μου να πέφτουν οι διαβάτις». - «Κόρη μ το λόγο άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσι, τι έχεις διρφό στην ξινιτειά, μη λάχει και περάσει». Κι αυτήν το λόγο άλλαξε κι άλλη κατάρα δίνει: - «πως τρέμουν τα ψηλά βουνά να τρέμει το γιοφύρι, πως πέφτουν τ άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτις». 305

306

Σαράντα πέντι μάστουροι κι εξήντα μαθητάδις [κι ξήντα μαθητά-] [αντιφ Α ]. [σαράντα πέντι μάστουροι κι εξήντα μαθητάδις, κι ξήντα μαθητά-] γιοφύρι θι- (νι) μιλιώνανε [αντιφ. Β1 ]. Γιοφύρι θι- (νι-)μιλιώνανε γιοφύρι θιμιλιώνανε στης Άρτας το ποτάμι [στης Άρτας το ποτάμ ] [αντιφ. B ]. Γιοφύρι θιμιλιώνανε στης Άρτας το ποτάμι, στης Άρτας το ποτάμ ]. Ολημερί- (νι-)ς το χτίζανε [αντιφ. Γ1 ]. Ολημερί- (νι-)ς το χτίζανε ολημερίς το χτίζανε το βράδυ γκριμιζόταν [το βράδυ γκριμιζό-]. 307

Οργανικός στίχος Σαράντα πέντι μάστουροι κι εξήντα μαθητάδις, γιοφύρι θιμιλιώνανε στης Άρτας το ποτάμι. Ολημερίς το χτίζανε το βράδυ γκριμιζόταν. 308

- «Τρεις αδερφούλες ήμασταν κι οι τρεις κακογραμμένες: Η μια έχτισε το Δούναβη κι η άλλη τον Ευφράτη κι η τρίτη η μικρότερη της Άρτας το γεφύρι». Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ γκρεμιζόταν. 24 Κι ένα πουλάκι λάλησε, μόν κελαηδεί και λέει, δεν κελαηδούσε σαν πουλί μήτε σαν χελιδόνι μόν κελαηδούσε κι έλεγε, μ ανθρώπινη λαλίτσα: - «Να χτίσει ο πρωτομάστορας, να χτίσει τη γυναίκα του». 24 Η πληροφορήτρια απαγγέλει τους επόμενους στίχους. 309

310

MOCT MИ SИДAЛE ДEΒΕΤ ΜAJCTOΡИ ДEΒΕΤ ΜAJCTOΡИ ДO ДEΒET БΡΑKJΑ MOCT MИ SИДAΑ BO KΡATOBO BO KΡATOBO ИΑ ΡΕΚΑ ΜΑCEBA ДEЊE ΓΟ SИДAT HOKE MOCT ИM ΠΑΓΑ CE OΠKЛAДИЛE ДEΒΕΤΤΕ БΡΑKJΑ ΚΟJA ΚΕ CNAA УTΡΕ ДΟJДE ΡУЧΕΚ ДΑ ДΟΝΕCE HA MAJCTOΡИTE HEJЗE И KE JA ΒΤΕΜΕЛ ЗΑSИДΑЛΕ ДA ИM ЗATΡΑΕ ΜΟCT HA ΡΕΚΑΤΑ ΒΕЧΕΡΤΑ ДΟΜΑ ΚΟΓΑ ДΟJДOA CHTE ИM KAЖAЛE HA HEBECTИTE CAMO NE И KAЖA HAJMAЛOTO БΡΑTЧE OH HC И KAЖA HA ΡΑДA HCBECTA ΡAДA HEBECTA CTANAЛA ΡAДA ΡУЧΕΚ ИΜ ΟДΗΕЛΑ ΗΑ MAJCTOΡИTE ΚΟΓΑ JA ΒИДΕ ΡΑДИΗΟ ΜΟΜЧΕ ΒИΚΗΑЛΟ ΟДΜΑ ΗΑ ΓЛAC ДA ΠЛAЧE KOΓΑ JA ΦΑΗΑΑ ΡΑДΑ ДΕΒΕΡИ И JA ЗASИДAA BO TEMEЛИ ΡΑДΑ ΗΑ ДΕΒΕΡИ ΜИЛΗΟ CE MOЛИ БAPEM OCTAJ TE MИ ДECHATA MИ ΓΡΑДΑ ЗΑ ДΑ CИ HAДOJAM MAШKOTO ДETE И JA OCTABИЛE ДECHATA ΓΡΑДΑ ЗΑ ДΑ CИ HAДOИ PAДA EДИHЧE. 311

Μετάφραση Γέφυρα κτίζανε εννέα μαστόροι, εννέα μαστόροι, εννέα αδέρφια. Γέφυρα χτίζανε στο Κράτοβο, στο Κράτοβο, στον ποταμό Μάσεβα. Ενώ την έκτιζαν, τη νύχτα η γέφυρα έπεφτε. Αποφάσισαν τα εννέα αδέρφια όποια νύφη θα έρθει αύριο να φέρει φαγητό στους μαστόρους αυτή θα κτίσουμε στα θεμέλια, ώστε να θεμελιωθεί η γέφυρα του ποταμού. Το βράδυ όταν πήγαν στο σπίτι όλοι είπαν στις γυναίκες τους εκτός από το μικρότερο αδελφό ο οποίος δεν αποκάλυψε το μυστικό. Η νύφη Ράντα σηκώθηκε. Έφτιαξε φαγητό για τους μαστόρους. Όταν την είδε ο άντρας της τη Ράντα έβαλε τα κλάματα με λιγμούς. Μόλις την έπιασαν οι κουνιάδοι και την βάζουν να τη θεμελιώσουν με αγάπη τους παρακάλεσε: - «Τουλάχιστο αφήστε μου το δεξί στήθος για να θηλάσω το μικρό μου γιό». Και αφήσανε το δεξί της στήθος για να θηλάζει το παιδί. 312

Мостот правило на струма река На струма река на елветија Денот го праве ноќе са рони Ноќе са рони на Митрето му веле Пукне клади жената ти за да строрил прекупија 313

А да не кладиш твојта жена Кажи стана баш Митровича Кажи на сило девет пугаче Девет пугаче девет пите Кажи киниса баш Митровича Да оди на Пири мостот Кае виде баш Митровича Кае виде Митре мајсторче Кае виде нич купана. Μετάφραση Γέφυρα κάνανε στο ποταμό Στρυμόνα, στο ποταμό Στρυμόνα στην Ελετία. Την μέρα το κάνανε την νύχτα θρυμματίζονταν. Την νύχτα θρυμματίζονταν στον Μιτρε του λένε: - «Σκότωσε και βάλε την γυναικά σου για να γίνει και να στερεώσει. Αν δεν βάλεις την δικιά σου γυναίκα λένε δεν θα γίνει χωρίς την Μιτροβιτσα. πες να φτιάξει εννιά μπουγάτσες εννιά μπουγάτσες εννιά πίτες, πες να κινήσει η Μιτροβίτσα να πάνε στην γέφυρα Πιρι». Είδε με λύπη του την Μιτροβιτσα, είδε τον Μίτρε μάστορα. 314

Митре мајсторче Денот го стизеше вечер раш се ронише Вечер раш се ронише курба жена да клади Жената да ти клади курба за да стролил мостот Му посака мостот курба Митре мајстрорче на струма река правише Денјата го правише вечер раш се ронише Митре мајсторчето курба жената кладе 315

316

317

318