έσποινα Μακροπούλου - Σταύρος Μπάζας - Γιώργος Ευφραιµίδης - Τζούλια Καλπακλή Καλές ιδυµοτείχου 2007 Ισχυρό οχυρό, ανάχωµα στο δρόµο προς τη Βασιλεύουσα, κέντρο εξουσίας την περίοδο των εµφυλίων πολέµων του 14 ου αι. και πρώτη πρωτεύουσα των Οθωµανών σε ευρωπαϊκό έδαφος είναι στιγµές µόνον από την ιστορία του ιδυµοτείχου 1. Σκαρφαλωµένο σε απόκρηµνο λόφο, τον επονοµαζόµενο από τους ντόπιους Καλέ 2, προστατεύεται επιπλέον από τον Ερυθροπόταµο, που κυλάει στα δυτικά και νότια καθώς ρέει προς τον Έβρο, για να συναντηθεί µαζί του λίγο παρακάτω. Το βυζαντινό κάστρο του ιδυµοτείχου δεσπόζει και σήµερα πάνω από τη σύγχρονη πόλη. Ο λόφος οχυρώθηκε από τον Ιουστινιανό Α 3και µε βάση αυτή την οχύρωση πραγµατοποιήθηκαν όλες οι µεταγενέστερες επιδιορθώσεις και προσθήκες από βυζαντινούς, λατίνους και οθωµανούς 4. Η περίοδος της µέγιστης ακµής και δύναµης του κάστρου είναι οι 13 ος 14 ος αιώνες. Με την οθωµανική επικράτηση σε όλα τα εδάφη του Βυζαντίου, δηλ. µετά το 15 ο αι., το κάστρο αρχίζει να χάνει τη σηµασία του και υποβαθµίζεται σε επαρχιακή πόλη στο εσωτερικό της αχανούς αυτοκρατορίας. 1 Σχετικά µε την ιστορία του ιδυµοτείχου βλ. Φ. Γιαννόπουλος, ιδυµότειχο, ιστορία ενός βυζαντινού οχυρού, Αθήνα 1989 και Αθ. Γουρίδης, ιδυµότειχο, µία αγνωστη πρωτεύουσα, Κοµοτηνή 2006. 2 Με την ονοµασία Καλές αποκαλούν οι ντόπιοι σήµερα το λόφο αλλά και το βυζαντινό κάστρο. Είναι ένα προσωνύµιο συνηθισµένο και για άλλα οχυρωµένα υψώµατα σε όλη τη βόρεια Ελλάδα. 3 Χ. Μπακιρτζής. Τριαντάφυλλος, Θράκη, Κοινωφελές Ίδρυµα ΕΤΒΑ Ελληνικός Οργανισµός Τουρισµού ΕΟΜΜΕΧ, Αθήνα 1988, 70, Κ. Τσουρής, Νέα ευρήµατα από το ιδυµότειχο, ΑΑΑ 23 (1989), 92, Γιαννόπουλος, ό.π., 27-29. 4 Τσουρής, ό.π., 91-98, Γιαννόπουλος, 117-123, R. Ousterhout Ch. Bakirtzis, The Byzantine Monuments of the Evros/Meric River Valley, Thessaloniki 2007, 94-98. 1
Ο λόφος του Καλέ κατοικείται και σήµερα, τόσο στην εσωτερική πλευρά των τειχών, όσο και γύρω από αυτά, όπου αυτό επιτρέπεται από τη γεωµορφολογία του εδάφους. Στους πρόποδες του λόφου νοτιοανατολικά, κάτω ακριβώς από τον πύργο της Βασιλοπούλας 5 (Π1), που φέρει το µονόγραµµα του Ταρχανειώτη 6, υπάρχει συνοικία αθιγγάνων που κατοικούν επί το πλείστον σε παραπήγµατα 7. Η περιοχή είχε µετατραπεί σε σκουπιδότοπο προσβάλλοντας την εικόνα του αρχαιολογικού χώρου και επισείοντας κινδύνους για τη δηµόσια υγεία. Ο ήµος ιδυµοτείχου υλοποιώντας πρόγραµµα µετεγκατάστασης των αθιγγάνων σε σπίτια που βρίσκονται µακριά από τον αρχαιολογικό χώρο και προκειµένου να µην υπάρξει επανακατοίκηση των παραπηγµάτων που εκκενώνονται, ζήτησε από τη 15 η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων την άδεια να προχωρήσει στη διάλυση των παραπηγµάτων και στον καθαρισµό του χώρου. Η άδεια εδόθη και ξεκίνησαν οι εργασίες µε αρχαιολογική επίβλεψη, οι οποίες ακόµη δεν έχουν ολοκληρωθεί επειδή εξαντλήθηκαν οι σχετικές πιστώσεις. Αποµακρύνθηκαν σκουπίδια και µπάζα, καθαιρέθηκαν πολλά παραπήγµατα και η περιοχή αποψιλώθηκε από την οργιώδη βλάστηση. Το µεγαλύτερο µέρος των εργασιών έγινε χειρωνακτικά, ενώ για την καθαίρεση τµηµάτων των παραπηγµάτων και αποµάκρυνση των µπάζων χρησιµοποιήθηκαν και µηχανικά µέσα. Με την καθαίρεση των παραπηγµάτων αποκαλύφθηκαν πολλά υπόσκαφα, δηλαδή χώροι λαξευµένοι µέσα στο βράχο 8, που είχαν χρησιµοποιηθεί σαν 5 Η ονοµασία αυτή οφείλεται στη λαϊκή παράδοση που θέλει την άλωση του ιδυµοτείχου να οφείλεται σε λάθος βυζαντινής πριγκίπισσας, η οποία και αυτοκτόνησε στην συνέχεια πέφτοντας από το συγκεκριµένο πύργο. Σχετικά βλ.. Μανάκα, Ιστορία ιδυµοτείχου, Θρακικά 37, 1963, 26-27. 6 C. Asdracha Ch. Bakirtzis, Inscriptions Byzantines de Thrace (VIIIe XVe siécles). Edition et commentaire historique, Α 35 (1980): Μελέτες, 263 271. 7 Οι αθίγγανοι αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία των µουσουλµάνων της πόλης κι η παρουσία τους ανάγεται ήδη στο 16 ο αι. Για την προέλευσή τους έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις, χωρίς ωστόσο να υπάρχει κάποιο γενικά αποδεκτό συµπέρασµα. Σχετικά βλ. Γουρίδης, ό.π., 146-147. 8 Στη βιβλιογραφία παρατηρείται προβληµατισµός σχετικα µε τον όρο υπόσκαφα. Ο Γιαννόπουλος (σ. 133) χρησιµοποιεί τον υπότιτλο Υπόγειες 2
δωµάτια των σπιτιών. Τα υπόσκαφα ήταν αναµενόµενα, καθώς πολλά υπάρχουν µέσα και έξω από το περίγραµµα των τειχών. Ο καθαρισµός τους έγινε χειρωνακτικά, δεν πραγµατοποιήθηκε καµία περαιτέρω εκσκαφή και το δάπεδό τους, στρωµένο από τους κατοίκους των µε τσιµέντο, διατηρήθηκε σε πολλά από αυτά. Σχεδόν όλα τα τοιχώµατα τους και οι οροφές είναι καλυµµένα από επάλληλα πολύχρωµα στρώµατα λαδοµπογιάς. Για διευκόλυνση της περιγραφής και των αναφορών µας σε αυτά διαιρέσαµε την περιοχή έρευνας σε δύο τµήµατα, δυτικό και ανατολικό, µε σηµείο αναφοράς τον πύργο της Βασιλοπούλας. Τα υπόσκαφα ονοµάστηκαν µε βάση τη θέση τους δυτικά ή ανατολικά του πύργου σε ΥΑ (φωτ. 1, 2, 3) και ΥΒ (φωτ. 4) αντίστοιχα και φέρουν αρίθµηση µε αύξουσα τάξη. Συνολικά αποκαλύφθηκαν 13 υπόσκαφα (ΥΑ1-ΥΑ9 και ΥΒ1-ΥΒ4). Οι διαστάσεις και οι κατόψεις τους ποικίλουν (σχ. 1). Όλα έχουν τις εισόδους τους νότια, µε εξαίρεση το ΥΒ4, που την έχει ανατολικά. Το µήκος της προσόψεώς τους κυµαίνεται από 3,00 µ. έως και 12,00 µ. Αυτό που εντυπωσιάζει είναι το βάθος τους, που κυµαίνεται από 1,50 µ. έως και 11,50 µ. Στην πλειονότητά τους οι εσωτερικοί χώροι έχουν ύψος από 1,60 µ. έως και 2,00 µ., χωρίς να υπολογίσουµε το βάθος της επίχωσής των. Τα κινητά ευρήµατα που προήλθαν από τους καθαρισµούς είναι όστρακα εφυαλωµένα και αβαφή. Βρέθηκαν µέσα στα µπάζα που προέρχονταν από καθαιρέσεις πρόσθετων τοίχων ή από καθαρισµό κοιλοτήτων στα τοιχώµατα του βράχου. Σε κάποιες περιπτώσεις τα όστρακα συνελέγησαν από το δάπεδο µερικών υπόσκαφων στα οποία δεν υπήρχε τσιµέντο, καθώς και από υπαίθριους χώρους στο άµεσο περιβάλλον. Σύµφωνα µε τη µέχρι σήµερα ευρεθείσα κεραµική, η αρχαιότερη χρήση της περιοχής έρευνας τοποθετείται στους ύστερους ρωµαϊκούς και παλαιοχριστιανικούς χρόνους, ενώ υπάρχουν και όστρακα υστεροβυζαντινά και µεταβυζαντινά. Τα περισσότερα από τα αποκαλυφθέντα υπόσκαφα παρουσιάζουν οµοιότητες ως προς την µορφή και, πιθανώς, ως προς τη χρήση, µε άλλα, που σπηλιές και τρώγλες, ενώ στο κείµενό του χρησιµοποιεί µόνο τον όρο τρώγλες. Ο Χ. Μπακιρτζής χρησιµοποιεί τον όρο σπήλαια (Α 32 (1977), 284-286). Οι Μπακιρτζής και Ousterhout χρησιµοποιούν τον όρο rock-cut (ό.π., 99-102). Τέλος, ο Τσουρής χρησιµοποιεί τον όρο υπόσκαφο (Α 40 (1985), 287). Προτιµούµε τον όρο υπόσκαφο, ο οποίος αποδίδει την έννοια της ανθρώπινης επέµβασης για τη δηµιουργία χώρου σε φυσικό έδαφος βράχο. 3
βρίσκονται εντός των τειχών. Φέρουν λαξευµένες βαθύνσεις, που προορίζονταν για τη στήριξη πιθαριών, και κογχόσχηµες κοιλότητες για την τοποθέτηση διαφόρων αντικειµένων. Σε µερικά υπάρχουν λαξευµένες οπές δοκοθήκες για την υποδοχή των δοκαριών του πατώµατος του πάνω ορόφου, πράγµα κοινό σε πλήθος υπόσκαφων στον Καλέ. ύο όµως υπόσκαφα ξεχωρίζουν ως προς την µορφή από την πρώτη κιόλας µατιά. Πρόκειται για τα ΥΒ1 και ΥΒ4. Το πρώτο (ΥΒ1) βρίσκεται κάτω και ανατολικά του πύργου της Βασιλοπούλας (φωτ. 5). Αποτελείται από ένα χώρο µε µέσο µήκος 7,50 µ. και µέσο βάθος 8,00 µ. Η είσοδος ανοίγεται στα νότια, ενώ στο µέσο του τοιχώµατος της βόρειας πλευράς υπάρχει µεγάλη αβαθής κόγχη, η οποία είναι και το σηµείο αναφοράς του χώρου (φωτ. 6). Στα ανατολικά, αµέσως µετά την είσοδο, έχει λαξευτεί στο βράχο άλλη µία στενοµέτωπη αβαθής κόγχη, ενώ στα δυτικά υπάρχουν ακόµα δύο (φωτ. 7). Περίπου 5,00 µ. από την είσοδο σχηµατίζεται τετράπλευρη εσοχή στο τοίχωµα βάθους 1,00 µ. περίπου (φωτ. 8). Στην ανατολική πλευρά αντίστοιχα υπάρχει άλλη µία παρόµοια αλλά βαθύτερη εσοχή. Σχ. 1 4
Το δεύτερο υπόσκαφο (ΥΒ4) βρίσκεται ανατολικά του πύργου της Βασιλοπούλας και πάνω από τα ΥΒ1, ΥΒ2 και ΥΒ3 (φωτ. 9). Είναι προσεγγίσιµο µε κλίµακα λαξευµένη στο βράχο, η οποία βρίσκεται ανατολικά του ΥΒ3. Η κλίµακα οδηγεί σε πλάτωµα του βράχου, όπου ανοίγονται οι χώροι του ΥΒ4. Ουσιαστικά πρόκειται για ευρύχωρο λάξευµα στα δυτικά, µοιρασµένο σε τρεις µικρούς επιµέρους χώρους στη δυτική και βόρεια πλευρά του (φωτ. 10, 11). Ο ευρύς αυτός χώρος µε βάθος 9,20 µ. έχει είσοδο ανατολικά µε διαµορφωµένους λαξευτούς κίονες δεξιά και αριστερά της εισόδου (φωτ. 12). Στη νότια πλευρά του έχουν σκαλιστεί παράθυρα και µία θύρα (φωτ. 13). Βόρεια, ακριβώς απέναντι από την κλίµακα, υπάρχει άλλος ένας µικρός χώρος µε µήκος 3,90 µ. και βάθος 3,00 µ., στο ανατολικό τοίχωµα του οποίου και στο ύψος ανθρώπου ανοίγονται τρεις µικρές κόγχες, η µία δίπλα στην άλλη, µε τη µεσαία να είναι διακριτά µεγαλύτερη από τις άλλες δύο (φωτ. 14). Πολλά έχουν ειπωθεί για τη χρονολόγηση των υπόσκαφων του ιδυµοτείχου, τίποτε όµως δεν είναι βέβαιο. Άλλοι ερευνητές τα θεωρούν προϊστορικά λαξεύµατα 9, σχετιζόµενα µε λατρευτικές πρακτικές και ιερούς χώρους των αρχαίων Θρακών, ενώ άλλοι τα θεωρούν βυζαντινές κατασκευές 10, προορισµένες να αποτελέσουν κελλάρια ή δεξαµενές νερού των σπιτιών της εποχής. Η δυσκολία χρονολόγησής τους ερµηνεύεται µε την εύστοχη παρατήρηση του Κ. Τσουρή, που έχει ανασκάψει, µεταξύ άλλων, µερικά υπόσκαφα στο νοτιοδυτικό άκρο του λόφου 11, πίσω από την αυλή του ναού του Αγίου Γεωργίου Παλαιοκαστρίτη, του Σουρπ Κεβόρκ των Αρµενίων 12. Κατ αυτόν «κάθε φορά που επρόκειτο να κτισθεί στο Κάστρο κάποιο κτίριο, ο βράχος καθαριζόταν, η παλαιότερη επίχωση αποµακρυνόταν, το νέο κτίριο 9 C. Asdracha, La region des Rhodopes aux XIIIe et XIVe siécles, Αθήνα 1976, 131, Χ. Μπακιρτζής, Α 32 (1977): Χρονικά, 284, Γουρίδης, ό.π., 24-26. 10 Κ. Τσουρής, Νέα ευρήµατα από το ιδυµότειχο, ΑΑΑ 23 (1989), 108, Γιαννόπουλος, 134-135. 11 Κ. Τσουρής, Α 40 (1985): Χρονικά, 287 και Α 41 (1986): Χρονικά, 193-194. 12 Στο ιδυµότειχο υπάρχει ακόµα και σήµερα ενεργή αρµενική κοινότητα. Σχετικά βλ. Ν. Βαφείδης, Ιστορία της αρµενικής κοινότητος ιδυµοτείχου και ο βυζαντινός ναός του Αγίου Γεωργίου του Παλαιοκαστρίτου, Θρακικά 8 (1937), 318-329. 5
θεµελιωνόταν στο βράχο, οι, πολύτιµες για την αρχαιολογική έρευνα, επιχώσεις πετιούνταν και όταν τα απορρίµµατα εντοπισθούν πράγµα σπάνιο τα κινητά ευρήµατα παρέχουν περιορισµένες πληροφορίες» 13. Ευτυχώς, σε αρκετά από τα υπόσκαφα που αποκαλύφθηκαν το 2007 κάτω από το πάτωµα των τελευταίων ενοίκων διατηρείται η επίχωση, που θα ανασκαφεί µελλοντικά. Σχετικά µε τη χρήση των υπόσκαφων, µέχρι σήµερα, τα περισσότερα από αυτά έχουν εµφανή σηµάδια που δεν αφήνουν αµφιβολίες για τη χρήση τους ως αποθηκευτικοί χώροι. Επίσης, κανένα υπόσκαφο εντός ή εκτός των τειχών δεν παρουσιάζει µορφολογία που να του επιτρέπει να συνδεθεί µε λατρευτική χρήση 14. Το ίδιο συµβαίνει και µε τα περισσότερα από τα υπόσκαφα που αποκαλύφθηκαν το 2007, όπως αναφέραµε και παραπάνω. Όµως οι δύο χώροι, ΥΒ1 και ΥΒ4, ξεχωρίζουν για την ιδιαίτερη µορφολογία τους. Ειδικά ο ΥΒ1 που προσοµοιάζει εµφανώς µε χριστιανικό χώρο λατρείας. Ο µη δόκιµος προσανατολισµός δεν είναι ικανός από µόνος του να ανατρέψει την υπόθεση αυτή, καθόσον είναι σύνηθες να µην τηρείται ακριβής προσανατολισµός σε λατρευτικούς χώρους λαξευµένους στο βράχο (π.χ. Καππαδοκία). Το υπόσκαφο ΥΒ4 πάλι, µε το βόρειο χώρο του να έχει τρεις µικρές κόγχες στο ανατολικό τοίχωµά του, τη µία δίπλα στην άλλη και µε τη µεσαία λίγο µεγαλύτερη από τις δύο ακριανές, παραπέµπει επίσης στη χριστιανική λατρεία. Ο προβληµατισµός µας οδήγησε να κάνουµε έρευνα σχετικά µε την παρουσία θρησκευτικών χώρων στο ιδυµότειχο. Από αυτήν προέκυψε ότι οι Καντακουζηνός και Γρηγοράς στον 14 ο αιώνα πράγµατι αναφέρουν µοναστήρια στην περιοχή. Μεταξύ άλλων κατονοµάζονται δύο, η µονή της Οδηγητρίας κοντά στο ιδυµότειχο και η µονή του Σωτήρος Παντοκράτορος µέσα στο κάστρο 15. Αυτό φυσικά δε σηµαίνει ότι ήταν και τα µόνα. Μετά την επικράτηση του Ανδρονίκου Γ στον εµφύλιο πόλεµο (1321-1328) µε τον παππού του Ανδρόνικο Β, ο πρώτος εκτοπίζει τον Θεόδωρο Μετοχίτη σε µία από τις µονές του ιδυµοτείχου 16. Ο Θεόδωρος Μετοχίτης είναι και ο συγγραφέας του βίου 13 Τσουρής, ΑΑΑ 23 (1989), 90. 14 Γιαννόπουλος, 134. Τη σχέση µερικών υπόσκαφων µε τη θρησκεία λατρεία των Θρακών υποθέτει ο Γουρίδης (ό.π., 24-26). 15 Η σκέψη ότι κάποια υπόσκαφα αποτελούν µέρος των χώρων µιας µονής έχει εκφραστεί παλαιότερα µε πειστικό τρόπο από τον Γιαννόπουλο (ό.π., 134-135). 16 Γιαννόπουλος, 75, 85, 111. 6
του µοναχού και µετέπειτα αγίου Ιωάννη του Νεώτερου 17, ο οποίος έζησε και έδρασε στο ιδυµότειχο την εποχή του Βασιλείου Β του Βουλγαροκτόνου (976-1025). Τέλος, ο οσιοµάρτυς Ιάκωβος και οι δύο µαθητές του διάκονος Ιάκωβος και µοναχός ιονύσιος µαρτύρησαν το 1520 στο ιδυµότειχο 18. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο µοναχισµός έχει µακρά παράδοση και παρουσία στην περιοχή του ιδυµοτείχου. Φυσικά είναι πολύ πρώιµο να υποστηρίξει κανείς ότι το σύµπλεγµα των υπόσκαφων που γειτνιάζουν ή συνδέονται µε τα ΥΒ1 και ΥΒ4 αποτελούν, µαζί µε αυτά, χώρους µοναστικής ζωής, περισσότερο ή λιγότερο οργανωµένης. Ωστόσο, η όλη εικόνα του συµπλέγµατος, καθώς και τα µοναδικά έως τώρα υπόσκαφα µε λατρευτική µορφολογία, προκαλούν. Το πλήθος των επιφανειακών κινητών ευρηµάτων που περισυλλέγονται τα τελευταία χρόνια στον Καλέ 19 και η απουσία έως σήµερα εκτεταµένων ανασκαφικών ερευνών δηµιουργούν βάσιµες ελπίδες ότι διατηρούνται ακόµη πολλές πληροφορίες για την ιστορία του τόπου που θα συµπληρώσουν τις γνώσεις µας για το ιδυµότειχο. Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Θράκης Κοµοτηνή, 2008 έσποινα Μακροπούλου Σταύρος Μπάζας Γιώργος Ευφραιµίδης Τζούλια Καλπακλή 17 Γιαννόπουλος, σηµ. 236 και 422. 18 Κ. Βακαλόπουλος, Η Θρακη κατα την Οθωµανική περίοδο (1354-1922), Θράκη, εκδ. Γ. Γ. Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας Θράκης, 2000 2, 216. 19 Ένα αξιόλογο κινητό εύρηµα είναι ένα σιντέφι µε παράσταση Κοιµήσεως Χριστού που περισυνελέγη εντός των τειχών (φωτ. 15). 7
Φωτ. 1 Φωτ. 2 Φωτ. 3 Φωτ. 4 Φωτ. 5 8
Φωτ. 6 Φωτ. 7 Φωτ. 8 Φωτ. 9 9
Φωτ. 10 Φωτ. 13 Φωτ. 11 Φωτ. 12 Φωτ. 14 Φωτ. 15 10