ΠΟΛ.1254/20.6.1996 Κοινοποίηση γνωμοδότησης - Χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας Αθήνα 20 Ιουνίου 1996 Αριθ.Πρωτ.: 1031879/2510-11/0016 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Η.Π. 12/09/1996/ΑΧ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ 16η (Εισ.Δημ.Εσόδων) - ΤΜΗΜΑ Α' ΠΟΛ.: 1254 ΘΕΜΑ: Κοινοποίηση γνωμοδότησης. Σας κοινοποιούμε, ως έχει, την αριθ. 150/1996 γνωμοδότηση του Δ' Τμήματος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους που έγινε δεκτή από τον Υφυπουργό Οικονομικών, για να λάβετε γνώση και να ενεργείτε σύμφωνα με αυτή. Με τη γνωμοδότηση αυτή γίνονται δεκτά τα παρακάτω. 1. Στην περίπτωση που έχει χορηγηθεί μετά από άσκηση ανακοπής σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 73 του ΚΕΔΕ από αρμόδιο δικαστήριο αναστολή εκτέλεσης ατομικής ειδοποίησης σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του ιδίου άρθρου και νόμου δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας. Και τούτο επειδή η χορηγηθείσα αναστολή εκτέλεσης υποχρεώνει τον προϊστάμενο της αρμόδιας ΔΟΥ να μην επιδιώξει την είσπραξη των συγκεκριμένων οφειλών με τα οριζόμενα από τις διατάξεις του ΚΕΔΕ αναγκαστικά μέτρα είσπραξης, χωρίς να αναστέλλει την είσπραξη των οφειλών αυτών, στοιχείο απαραίτητο κατά τις διατάξεις του άρθρου 26 του Ν.1882/90 για τη χορήγηση του αποδεικτικού ενημερότητας. 2. Στην περίπτωση που υπάρχουν ληξιπρόθεσμα χρέη από κατάπτωση εγγυητικής επιστολής και ο πρωτοφειλέτης παρεμβάλλεται, προκειμένου να παρακωλύσει την πληρωμή του χρέους, προβάλλοντας τη μη συνδρομή των λόγων κατάπτωσης λόγω χορήγησης από το αρμόδιο δικαστήριο προσωρινής αναστολής εκτέλεσης της ατομικής ειδοποίησης, οι αντιρρήσεις του δεν λαμβάνονται υπόψη εφόσον στην εγγυητική επιστολή ορίζεται ότι η εγγυήτρια Τράπεζα παραιτείται ανεπιφύλακτα του ευεργετήματος της διηζήσεως και της διαιρέσεως, η ισχύ της είναι αορίστου χρόνου θα καταπίπτει υπέρ του Δημοσίου εφόσον τούτο ζητηθεί από την αρμόδια ΔΟΥ, η δε ΔΟΥ, δηλώνει ότι επήλθε η κατάπτωσή της. 3. Στην περίπτωση που με απόφαση Προέδρου Διοικητικού Εφετείου έχει χορηγηθεί αναστολή εκτέλεσης απόφασης Διοικητικού Πρωτοδικείου, με την οποία μεταρρυθμίζεται φύλλο ελέγχου φόρου μεταβίβασης ακινήτου και προσδιορίζεται η αγοραία αξία σε ποσό μικρότερο αυτού του φύλλου ελέγχου, ο Προϊστάμενος της αρμόδιας ΔΟΥ δεν δύναται να συντάξει τίτλους είσπραξης για τη βεβαίωση του αναλογούντος ποσού φόρου. Και τούτο διότι η χορηγούμενη κατ' άρθρο 159 Κ.Φορ.Δικ. από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου αναστολή εκτέλεσης πρωτόδικης απόφασης, η οποία απεφάνθη επί της προσφυγής κατά φύλλου ελέγχου Φ.Μ.Α. αδρανοποιεί αναδρομικά τη δικαστική απόφαση του Πρωτοδικείου Διοικητικού Δικαστηρίου, ως νόμιμο τίτλο, μέχρι να αρθεί η αναστολή αυτή αρμοδίως, είτε με δικαστική επικύρωση εν όλω ή εν μέρει του προσβληθέντα Φ. Ελέγχου ΦΜΑ είτε κατ' άλλο νόμιμο τρόπο. Η απόφαση όμως, του Προέδρου του Διοικητικού Εφετείου με την οποία αναστέλλεται σύμφωνα με το άρθρο 159 Κ.Φορ. Δικ. η εκτέλεση της Πρωτόδικης απόφασης δεν αναστέλλει και την είσπραξη του 25% της προβεβαίωσης η οποία (είσπραξη) μπορεί να ανασταλεί μόνο με απόφαση του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου σύμφωνα με το άρθρο 2 Ν.820/78. Επομένως κωλύεται η χορήγηση αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας λόγω της οφειλής από την προβεβαίωση του 25%. 4. Στην περίπτωση που με απόφαση του Διοικητικού Εφετείου εν συμβουλίω ανεστάλη η εκτέλεση απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου η οποία απέρριψε εν όλω ανακοπή του άρθρου 73 του ΚΕΔΕ κατά ατομικής ειδοποίησης της οποίας είχε ανασταλεί η εκτέλεση κατ' άρθρου 73 παρ. 3 ΚΕΔΕ, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας. Και τούτο επειδή η χορηγηθείσα αναστολή δεν αναστέλει και την είσπραξη του συγκεκριμένου βεβαιωμένου και ληξιπροθέσμου χρέους.
Αρ. Γνωμ.: 150/1996 Περίληψη Ερωτήματος: Διάφορα ζητήματα σχετικά με την Διοικητική εκτέλεση. Επί των κατωτέρω ερωτημάτων το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους γνωμοδότησε ως ακολούθως: Ερώτημα 1ον: Εάν η χορηγηθείσα με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 73 του ΚΕΔΕ από το Διοικητικό Πρωτοδικείο (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων) αναστολή εκτέλεσης ατομικής ειδοποίησης εμποδίζει την είσπραξη των συγκεκριμένων ληξιπροθέσμων χρεών από το προϊόν εγγυητικής επιστολής, που είχε δοθεί από Τράπεζα για το χρέος αυτό, για την κατάπτωση της οποίας συντρέχουν οι απαραίτητες προϋποθέσεις. Ι. Στο Ν.356/74 "Περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων" ορίσθηκε στο άρθρο 73 παρ. 3 ότι: "Η ασκηθείσα ανακοπή εν ουδεμία περιπτώσει αναστέλει την εκτέλεσιν. Ασκηθείσης όμως ανακοπής κατά της διοικητικής εκτελέσεως ο οφειλέτης δύναται δι' αιτήσεως του απευθυνομένης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου και εκδικαζόμενης κατά την διαδικασίαν των ασφαλιστικών μέτρων να αιτήσηται την αναστολήν...". ΙΙα. Από την διάταξη του άρθρ. 73 παρ. 3 ΚΕΔΕ προκύπτει ότι: Η αναστολή εκτέλεσης, που διατάσσεται ως άνω κατ' άρθρο 73 παρ. 3 ΚΕΔΕ αποτρέπει την είσπραξη των απαιτήσεων του Δημοσίου με μέτρα διοικητικής εκτέλεσης, δεν αναιρεί όμως την υποχρέωση του οφειλέτου προς καταβολή, αφού οι έννομες συνέπειες του νομίμου τίτλου, που είναι η βάση των απαιτήσεων του Δημοσίου, (άρθρ. 2 παρ. 2 ΚΕΔΕ), δεν θίγονται. Αλλωστε από τις διατάξεις του ΚΕΔΕ δεν προβλέπεται " αίτηση αναστολής πληρωμής του χρέους", παρά μόνο αίτηση αναστολής της διοικητικής εκτελέσεως. Κατά την κρατούσα στη νομολογία άποψη, με την έκδοση της εγγυητικής επιστολής καταρτίζεται, στο πλαίσιο της ελευθερίας των συμβάσεων, ιδιόμορφη σύμβαση (βλ. ΑΠ 990/1973 Ε ΕμπΔ 1974.215, ΕφΑθ 4533/1987 ΕΕμπΔ ΛΘ' 44, και ως προς την φύση της εγγυητικής επιστολής, βλ. Κριμπά. Η εγγύησις εις τας Τραπεζικάς συναλλαγάς, 1956, σελ. 57, 65, 66 104, Κ. Τριανταφυλλόπουλου. Η εγγυητική επιστολή, εις ΕΕΝ 20.1 επ., Βρέλλη, εις Γεωργιάδη - Σταθόπουλου ΑΚ υπ' άρθρ. 847 αρ. 40, Ζήση, εις Αρμ. 28.710), με την οποία ο εγγυητής αναλαμβάνει έναντι του δανειστή την υποχρέωση να πληρώσει οφειλή τρίτου, πηγάζουσα από έγκυρη έννομη σχέση, στην οποία (σχέση) ο τρίτος αυτός (οφειλέτης) παραμένει νομικά ξένος (Καυκάς, Ενοχ. Δικ., 847 ΑΚ, ΕφΑθ 3425/1986, Αρμ.ΜΑ 578). Ο δανειστής, εφόσον επικαλείται περίπτωση κατάπτωσης της εγγύησης, μπορεί να επιδιώξει την είσπραξη του ποσού από την εγγυήτρια Τράπεζα, χωρίς η Τράπεζα να μπορεί να ελέγξει ούτε αν είναι νόμιμη η απαίτηση, ούτε τον λόγο της κατάπτωσης και χωρίς ο πρωτοφειλέτης να μπορεί στην περίπτωση αυτή να παρεμβληθεί και να παρακωλύσει την πληρωμή, προβάλλοντας τη μη συνδρομή των λόγων κατάπτωσης (βλ. ΕφΑθ 4533/1987, ο.π.). ΙΙΙ. Από το διδόμενο ιστορικό προκύπτει ότι στην ΔΟΥ Αμαρουσίου βεβαιώθηκε εν στενή εννοία δυνάμει του υπ' αριθμ. 1841/30.6.95, τριπλοτύπου βεβαίωσης δρχ. 20.000.000 από το Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιά σε βάρος του Γ. Γλυνού ως πρόστιμο για ρύπανση θάλασσας. Για το ποσό αυτό η Κεντρική Τράπεζα Ελλάδος εξέδωσε την υπ' αριθμ. 4285/95 εγγυητική επιστολή της δρχ. 20.000.000 προς Κ.Λ.Πειραιά όπου ορίζεται ότι η εγγυήτρια Τράπεζα παραιτείται ανεπιφυλάκτως του ευεργετήματος της διζήσεως και της διαιρέσεως και ότι η ισχύς της εγγυητικής επιστολής είναι αορίστου χρόνου και θα καταπίπτει υπέρ του Δημοσίου, εφόσον τούτο ζητηθεί από την ΔΟΥ Αμαρουσίου μετά την νομότυπη επίδοση της απόφασης επιβολής προστίμου ή εφόσον εκλείψουν οι λόγοι για τους οποίους εκδόθηκε. Λόγω μη εξόφλησης της ως άνω οφειλής η ανωτέρω Τράπεζα σε εξόφληση της ως άνω εγγύησης παρέδωσε στην ΔΟΥ Αμαρουσίου την υπ' αριθμ. 177294/95 επιταγή της. Εν τω μεταξύ ο οφειλέτης επέδωσε στην ως άνω ΔΟΥ το από 23.10.1995 " Σημείωμα χορήγησης προσωρινής αναστολής εκτελέσεως", που εκδόθηκε κατ' άρθρο 73 παρ. 3 ΚΕΔΕ, με το οποίο χορηγείτο στον οφειλέτη προσωρινή αναστολή εκτέλεσης της υπ' αριθμ. 22087/95 ατομικής ειδοποίησης της ΔΟΥ Αμαρουσίου για το ως άνω ποσό. Ακολούθως την 24.11.95 η ως άνω ΔΟΥ συνέστησε με το υπ' αριθμ. 4160/95 Γραμμάτιο,. παρακαταθήκη δρχ. 20.000.000 υπέρ του δικαιούχου, που θα υποδειχθεί από τον Προϊστάμενο της ΔΟΥ, ο δε ως άνω οφειλέτης δια του πληρεξουσίου Δικηγόρου του απέστειλε την ίδια μέρα στην ΔΟΥ fax καλών την ΔΟΥ να μην εισπράξει την επιταγή αυτή και να την επιστρέψει στην εκδότρια Τράπεζα, επισείων, άλλως, ευθύνην παράβασης καθήκοντος. IV. Υπό τ' ανωτέρω δεδομένα: 1) ότι η είσπραξη της εγγύησης δεν κωλύεται από την αναστολή εκτέλεσης της ατομικής ειδοποίησης της ΔΟΥ Αμαρουσίου, η οποία χορηγήθηκε στον ανωτέρω οφειλέτη σύμφωνα με το άρθρο 73 παρ. 3 ΚΕΔΕ εν όψει του ότι η αναστολή εκτέλεσης ως άνω δεν επιφέρει και αναστολη πληρωμής του χρέους, παρά μόνο αναστολή λήψης μέτρων διοικητικής εκτέλεσης προς είσπραξή του, 2) ότι η ως άνω ΔΟΥ Αμαρουσίου εδήλωσε στην ως άνω Τράπεζα ότι επήλθε κατάπτωση της εν λόγω εγγυητικής επιστολής, συνάγεται ότι δεν λαμβάνονται υπόψη οι αντιρρήσεις του πρωτοφειλέτη, υπέρ του οποίου εκδόθηκε η εγγυητική επιστολή, της οποίας επομένως δεν εμποδίζεται η είσπραξη. Ερώτημα 2ον: Εάν 1) Εάν η χορηγηθείσα με απόφαση Προέδρου Διοικητικού Εφετείου αναστολή εκτέλεσης απόφασης
Διοικητικού Πρωτοδικείου, με την οποία μεταρρυθμίζεται φύλλο ελέγχου φόρου μεταβίβασης ακινήτου και προσδιορίζεται η αγοραία αξία του μεταβιβαζομένου ακινήτου σε ποσό μικρότερο αυτού του φύλλου ελέγχου χωρίς να θίγεται το ποσοστό του πρόσθετου φόρου που αναλογεί στο φόρο, εμποδίζει τον προϊστάμενο της αρμόδιας ΔΟΥ να συντάξει τίτλους είσπραξης για τη βεβαίωση του αναλογούντος ποσού φόρου; 2) Εάν με την απόφαση αυτή του Προέδρου Διοικητικού Εφετείου αναστέλλεται και η είσπραξη του 25% του φόρου, που βεβαιώθηκε λόγω της προσφυγής, και κατά συνέπεια (επειδή τα χρέη δεν θα είναι απαιτητά) αν μπορεί να χορηγηθεί στους ενδιαφερόμενους αποδεικτικό ενημερότητας; Ι.α. Στον Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας ορίσθηκε στο άρθρο 159 ότι " η προθεσμία των ενδίκων μέσω και η άσκησις αυτών δεν αναστέλλουσι την εκτέλεσιν της αποφάσεως εκτός εάν επί τη αιτήσει του ενδιαφερομένου διαταχθή αύτη δι' αποφάσεως του Δικαστηρίου, πριν ή τούτο αποφανθή επί της ουσίας". β. Στον Ν.820/78 ορίσθηκε στο άρθρο 2 παρ. 1 ότι: "Η είσπραξη του ποσοστού 20% του αμφισβητούμενου φόρου, που βεβαιώθηκε σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, μπορεί να ανασταλεί μερικά ή ολικά με απόφαση του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου, στο οποίο εκκρεμεί η προσφυγή, εάν, εξαιτίας έκδηλων σφαλμάτων της προσβαλλόμενης πράξης, πιθανολογείται η μερική ή ολική ευδοκίμηση της προσφυγής ή διαπιστώνεται, από συγκεκριμένα στοιχεία, αδυναμία καταβολής από τον αιτούντα. Η αναστολή χορηγείται κατόπιν αιτήσεως υποβαλλομένης υπό του εις φόρον υποχρέου ενώπιον του Προέδρου του αρμοδίου Διοικητικού Πρωτοδικείου. Δεύτερα αίτησις του ενδιαφερομένου δια την αυτήν υπόθεσιν δεν συγχωρείται, επιφυλασσομένης της περιπτώσεως καθ' ην ο αιτών επικαλείται νεώτερα νομικά ή πραγματικά περιστατικά μη κριθέντα προηγουμένως. Η χορηγούμενη αναστολή δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη των έξι μηνών (6)". γ. Δια του Ν.1882/1990 " Μέτρα για την περιστολή της φοροδιαφυγής, διαρρυθμίσεις στην άμεση και έμμεση φορολογία και άλλες διατάξεις" (ΦΕΚ Α' 43), ορίσθηκε στο άρθρο 26 στην παρ. 1 ότι: "Με αποφάσεις του Υπουργού των Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, επιτρέπεται να επιβάλλονται κατά των οφειλετών, που δεν έχουν εκπληρώσει τις από οποιαδήποτε αιτία οφειλές τους προς το Δημόσιο, περιορισμοί και απαγορεύσεις, που ανάγονται στις κάθε φύσεως συναλλαγές...", στην παρ. 3 ότι: "Η εκπλήρωση των οφειλών προς το Δημόσιο, κατά τις διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος, αποδεικνύεται με αποδεικτικό ενημερότητας, που εκδίδεται από τον αρμόδιο προϊστάμενο της ΔΟΥ και το οποίο χορηγείται εφόσον ο αιτών έχει καταβάλει ή τακτοποιήσει κατά νόμιμο τρόπο (αναστολή πληρωμής ή διευκόλυνση τμηματικής καταβολής που χορηγούνται από τα κατά νόμο αρμόδια όργανα) τις μέχρι τη χρονολογία έκδοσης του αποδεικτικού βεβαιωμένες και ληξιπρόθεσμες οφειλές του προς το Δημόσιο". δ. Δια του ΝΔ 356/74 "Περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων" (ΦΕΚ Α' 90) ορίσθηκε στο άρθρο 3 παρ. 3 ότι: "Η διαδικασία, τα όργανα και η αρμοδιότης τούτων δια την πέραν των νομίμων προθεσμιών τμηματικήν καταβολήν ή αναστολήν πληρωμής των παρά τοις Δημοσίοις Ταμείοις και Τελωνείοις βεβαιωουμένων χρεών προς το Δημόσιον και την αναστολήν της επισκευδομένης αναγκαστικής εκτελέσεως, διέπονται υπό των διατάξεων του Ν.Δ.532/70 και των κατ' εξουσιοδότησιν τούτου εκδοθέντων ή εκδοθησομένων Π. Διαταγμάτων". ΙΙ. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι ως προϋπόθεση χορήγησης αποδεικτικού ενημερότητας χρεών προς το Δημόσιο στον οφειλέτη, που δεν έχει ακόμη καταβάλει τα βεβαιωμένα και ληξιπρόθεσμα χρέη του, ορίσθηκε η τακτοποίηση κατά νόμιμο τρόπο των μέχρι τη χρονολογία έκδοσης του αποδεικτικού βεβαιωμένων και ληξιπροθέσμων προς το Δημόσιο οφειλών του. Ως τακτοποίηση θεωρείται κατά την παρ. 3 του άρθρου 26 Ν.1882/90 η αναστολή πληρωμής ή διευκόλυνση τμηματικής καταβολής, που χορηγούνται από τα κατά Νόμο αρμόδια όργανα, που είναι βάσει του 2198/94 άρθρο 15 παρ. 15, οι προϊστάμενοι των ΔΟΥ, η Επιτροπή του άρθρου 15 του Ν.3200/1955 και η Επιτροπή του άρθρου 17 του Ν.5940/1933. Η χορηγουμένη κατ' άρθρο 159 ΚΦορΔικ από τον Πρόεδρον του Δικαστηρίου (βλ. άρθρ. 2 παρ. 2 ΝΔ 4600/66) αναστολή εκτέλεσης πρωτόδικης απόφασης, η οποία απεφάνθη επί προσφυγής κατά ΦΕ ΦΜΑ, αδρανοποιεί αναδρομικά την ως άνω δικαστική απόφαση του Πρωτοδικού Διοικητικού δικαστηρίου ως νόμιμο τίτλο κατ' άρθρ. 74 παρ. 1 περ. γ' Ν.2238/94 " Κύρωση του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος εν συνδυασμώ με το άρθρο 12 παρ. 1 Α.Ν.1521/56 που αφορά την φορολογία μεταβίβασης ακινήτων και επιβάλλει την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 59 παρ. 1 του ΝΔ 3323/55 και ήδη άρθρο 74 παρ. 1 περ. γ' Ν.2238/94 και στην Φορολογία μεταβίβασης ακινήτων, με αποτέλεσμα να μην μπορεί η δικαστική αυτή απόφαση της οποίας ανεστάλη η εκτέλεση ν' αποτελέσει νόμιμο τίτλο ενεργοποίησης της διαδικασίας εν γένει είσπραξης του οικείου δημοσίου εσόδου, μέχρις άρθει η αναστολή αυτή αρμοδίως, είτε με δικαστική επικύρωση εν όλω ή εν μέρει του προσβληθέντος Φ.Ε. ΦΜΑ είτε κατ' άλλο νόμιμο τρόπο (Πρ.βλ. ΝΣΚ 279/94). Ειδικώς όμως ως προς την βεβαίωση του 20% κατ' άρθρο 74 παρ. 6 Ν.2238/94, που εφαρμόζεται και επί της Φορολογίας μεταβίβασης ακινήτων, του αμφισβητουμένου κυρίου φόρου, προσθέτου φόρου και λοιπών συμβεβαιουμένων με αυτό φόρων και τίτλων, και η οποία είναι άμεση, μη αναστελλόμενη με την άσκηση της προσφυγής, δέον να αναφερθεί ότι για την αναστολή είσπραξης της απαιτείται κατ' άρθρο 2 παρ. 1 Ν.820/78 απόφαση του προέδρου του αρμοδίου Διοικητικού
Πρωτοδικείου, η οποία δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα, έφεση, ανακοπή, αναίρεση (βλ. Δ. Ράϊκος, Η προσωρινή δικαστική προστασία στις φορολογικές διαφορές σελ. 173). Η ρύθμιση αυτή του άρθρου 2 παρ. 1 Ν.820/78 αποκλείει αρμοδιότητα του Προέδρου του Δικαστηρίου ενώπιον του οποίου εκκρεμεί το ένδικο μέσο προς αναστολή της είσπραξης της προβεβαίωσης και καθιερώνει αποκλειστική αρμοδιότητα του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου. Η χορηγουμένη κατ' άρθρον 159 ΚΦορΔικ αναστολή εκτέλεσης δεν καταλαμβάνει την προβεβαίωση του 20%, αλλά αναστέλλει την εκτελεστότητα της εκδοθείσης δικαστικής απόφασης ως νομίμου τίτλου και όχι την άμεση εκτελεστότητα της βεβαίωσης του 20% άμα τη ασκήσει προσφυγής, για την οποία καθιερούται ειδική διαδικασία αναστολής κατ' άρθρον 2 παρ. 1 Ν.820/78. ΙΙ. Από το διδόμενο ιστορικό προκύπτει ότι με το υπ' αριθμ. ΦΜΑ Φ.Ελέγχου 32/92 της ΔΟΥ Αμαρουσίου εκτιμήθηκε η αξία αγορασθέντος απ' τους ανωτέρω ακινήτου σε δρχ. 44.849.700 και ο επ' αυτού φόρος σε 9.775.048, λόγω δε στη συνέχεια άσκησης προσφυγής βεβαιώθηκε το 25% αυτού, δηλ. δρχ. 1.001.005. Επί της προσφυγής εκδόθηκε η απόφαση 1334/95 Δ. Πρωτοδικείου Αθηνών, που προσδιόρισε την αξία σε δρχ. 40.578.300 και το ποσό χρέους που προέκυψε με την αξία αυτή ανήλθε σε δρχ. 8.786.646, έγινε δε η σχετική " εν στενή εννοία" βεβαίωση και στάλθηκαν οι προβλεπόμενες από τον ΚΕΔΕ ειδοποιήσεις. Επακολούθησε έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης που εκκρεμεί ακόμη και αίτηση αναστολής για την οποία εκδόθηκε προεδρική απόφαση 105/95 του Δ. Εφετείου Αθηνών, που ανέστειλε την εκτέλεση της πρωτόδικης απόφασης. ΙΙΙ. Από τ' ανωτέρω προκύπτει σε περίπτωση αναστολής εκτέλεσης κατ' άρθρον 159 ΚΦορ.Δικ απόφασης Διοικητικού Πρωτοδικείου, με την οποία μεταρρυθμίστηκε φύλλο ελέγχου ΦΜΑ, αδρανοποιείται αναδρομικά ως νόμιμος τίτλος η απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου, πράγμα που εμποδίζει τον Προϊστάμενο της ΔΟΥ να προβεί σε εν ευρεία εννοία βεβαίωση της οφειλής. Η απόφαση, όμως, του Προέδρου του Διοικητικού Εφετείου με την οποία αναστέλλεται σύμφωνα με το άρθρο 159 Κ.Φορ.Δικ. η εκτέλεση της πρωτόδικης απόφασης δεν αναστέλλει και την είσπραξη του 25% της προβεβαίωσης, η οποία (είσπραξη) μπορεί ν' ανασταλεί μόνο με απόφαση του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου σύμφωνα με το άρθρο 2 Ν.820/78. Επομένως κωλύεται η χορήγηση αποδεικτικού φορολογικού ενημερότητος λόγω της οφειλής από την προβεβαίωση του 25%. Ερώτημα 3ον: Εάν σε περίπτωση, που με απόφαση του Διοικητικού Εφετείου εν συμβουλίω ανεστάλη η εκτέλεση απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου, η οποία απέρριψε εν όλω ανακοπή του άρθρου 73 του ΚΕΔΕ κατά ατομικής ειδοποίησης της οποία είχε ανασταλεί η εκτέλεση κατ' άρθρ. 73 παρ. 3 ΚΕΔΕ, αναστέλλεται η είσπραξη του βεβαιωμένου και ληξιπροθέσμου χρέους και κατά συνέπεια, αν ο προϊστάμενος της αρμόδιας ΔΟΥ μπορεί να χορηγήσει στον ενδιαφερόμενο αποδεικτικό ενημερότητας. Ια. Στο Ν.702/77 ορίσθηκε στο άρθρο 7 παρ. 1 ότι: " Εις την αρμοδιότητα του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου υπάγονται αι διοικητικαί διαφοραί ουσίας, αι αναφυόμεναι εκ της αναγνωρίσεως, παραχωρήσεως ή απονομής δικαιώματος, ή ευεργετήματος ή οιασδήποτε άλλης παροχής, της αρνήσεως ικανοποιήσεως, εν όλω ή εν μέρει, τοιούτου αιτήματος, ως και της μεταβολής δημιουργηθείσης, δια διοικητικής πράξεως καταστάσεως κατά την εφαρμογήν της νομοθεσίας: α) Περί κοινωνικής ασφαλίσεως, καθ' όσον αφορά εις τας εν γένει ασφαλιστικάς σχέσεις μεταξύ των φορέων και των ησφαλισμένων ή των εργοδοτών των, ιδία δε αι διαφοραί περί την υπαγωγήν εις την ασφάλισιν και την διάρκειαν ταύτης, τας καταβλητέας εισφοράς υπό εργοδοτών και ησφαλισμένων και τας πάσης φύσεως παροχάς υπό του φορέως, β) Περί προστασίας εν γένει αναπήρων και θυμάτων πολέμου, πολεμοπαθών, αγωνιστών εθνικής αντιστάσεως, εφέδρων παλαιών και νέων πολεμιστών, αστών προσφύγων παραπηγματούχων, σεισμοπαθών και πληγέντων εκ θεομηνιών, γ) Περί λαϊκής στέγης, εργατικής κατοικίας και αναταλλαξίμων ακινήτων, δ) Περί αποκαταστάσεως γεωργών και κτηνοτρόφων", στο άρθρο 8 παρ. 1 ότι: "1. Οι αποφάσεις για τις κατά το προηγούμενο άρθρο διαφορές υπόκεινται σε έφεση ενώπιον του κατά τόπον αρμόδιου τριμελούς διοικητικού εφετείου". β. Στο Ν.1868/89 ορίσθηκε στο άρθρο 20 ότι "Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 8 του Ν.702/1977 αντικαθίστανται ως εξής". "1...2...3...4. Το εφετείο συγκροτούμενο ως συμβούλιο, με τις προϋποθέσεις της παραγράφου 5 του άρθρου 31 του Π.Δ.341/1978, μπορεί, ύστερα από αίτηση του εκκαλούντος, να αναστείλει με αιτιολογημένη απόφασή του ολικά ή μερικά την εκτέλεση της πράξης κατά της οποίας ασκήθηκε προσφυγή, όπως τυχόν διαμορφώθηκε με την απόφαση του Πρωτοδικείου μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση για την έφεση.
ΙΙ.α. Οπως έχει γίνει δεκτό από τη νομολογία (βλ. Διοικ.Εφετ.Πάτρας 9/91 εν Συμβουλίω Δ.Δικ.3.1085), από τις διατάξεις των παρ. 1, εδάφιο πρώτο και 3 του άρθρου 73 του Ν.Δ.356/74 (ΦΕΚ 90/ ΚΕΔΕ, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 4 και 8 του Ν.1406/1983, σύμφωνα με τις οποίες στις διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων κατά Ν.Δ.356/74 (περίπτ. ια' της παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν.1406/1983), εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του Ν.Δ.356/1974, συνάγεται ότι, σε περίπτωση άσκησης ανακοπής πριν την έναρξη της εκτέλεσης και κατά της εκδοθείσας ατομικής ειδοποίησης κ.λπ. χωρεί νόμιμα αίτηση αναστολής της εκτέλεσης, την οποία πρέπει ν' απευθύνει ο ασκήσας την ανακοπή ενώπιον του αρμοδίου κατά τόπον Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου. Η ειδική αυτή νομική προστασία του ανακόπτοντος οφειλέτη του Δημοσίου είναι αποκλειστική και δεν έχει αυτός το δικαίωμα και την δυνατότητα ν' ασκήσει, στην περίπτωση αυτή, αίτηση αναστολής της πρωτόδικης απόφασης, που εκδόθηκε επί ανακοπής και αφορά διαφορά περί την είσπραξη δημοσίων εσόδων. Εάν ασκηθεί τέτοια αίτηση αναστολής της πρωτοδίκου αποφάσεως, είναι απαράδεκτη και για τούτο απορριπτέα. Εξ ετέρου η αναστολή εκτέλεσης, κατ' άρθρο 8 του Ν.702/77, προβλέπεται κατά νόμο για τις διαφορές που αναφέρονται στο άρθρο 7 του Ν.702/77 και όχι για τις διαφορές του ΚΕΔΕ. ΙΙ. Σύμφωνα με το διδόμενο ιστορικό με την υπ' αριθμ. 2885/94 απόφαση του Τριμ. Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσ/νίκης απερρίφθη εν όλω η από 5.1.93 ανακοπή της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία " Ανέστης Καρυπίδης ΑΕΒΕ" κατά ατομικής ειδοποίησης και πράξης ταμειακής βεβαίωσης. Επίσης με την 20/93 απόφαση του Μον. Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσ/νίκης διατάχθηκε η αναστολή των μέτρων διοικητικής εκτέλεσης, που απειλήθησαν σε βάρος της ανακοπτούσης βάσει της ως άνω ατομικής ειδοποίησης μέχρις ότου εκδοθεί οριστική απόφαση επί της ανωτέρω ανακοπής. Ακολούθως το Διοικητικό Εφετείο Θεσ/νίκης με την υπ' αριθμ. 7/95 απόφαση του εν συμβουλίω και κατ' άρθρο 8 παρ. 4 Ν.702/77, ως η παράγραφος αυτή αντικατεστάθη από το άρθρο 20 Ν.1862/89, ως και κατ' άρθρον 31 παρ. 3 ΠΔ 341/78, διέταξε την αναστολή εκτέλεσης της 2885/94 ως άνω απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσ/νίκης μέχρις ότου εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της ασκηθείσας έφεσης κατά της 2885/94 ανωτέρω απόφασης. Εν συνεχεία εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 1/95 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσ/νίκης εν συμβουλίω, η οποία ερμήνευσε την ανωτέρω 7/94 απόφασή του και δέχθηκε ότι το νόημα του διατακτικού της απόφασης αυτής 7/94 είναι ότι " η αναστολή αναφέρεται σ' όλες τις συνέπειες εκτέλεσης και αυτής της μη δυνατότητας είσπραξης του αναφερομένου σ' αυτήν χρέους μέχρι λήξεως του χρόνου αναστολής και ως εκ τούτου δεν τίθεται θέμα ερμηνείας της" και ότι "το αυτοτελώς προβαλλόμενο αίτημα περί αναστολής πληρωμής του χρέους που αναφέρεται στην παραπάνω απόφαση 12885/94, είναι απαράδεκτο και απορριπτέο". ΙΙΙ. Από τ' ανωτέρω εκτιθέμενα προκύπτει ότι το Διοικητικό Εφετείο Θεσ/νίκης εν συμβουλίω δεν είχε εκ του νόμου αρμοδιότητα να αναστείλει την εκτέλεση της υπ' αριθμ. 2885/94 απόφασης του Διοικ. Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία απέρριψε ανακοπή του άρθρου 73 παρ. 1 ΚΕΔΕ της Α.Ε. " Ανέστης Καρυπίδης". Παρά την έλλειψη αρμοδιότητας η απόφαση του Δ/κου Εφετείου Θεσσαλονίκης 7/95 παράγει έννομες συνέπειες, οι οποίες, ως διευκρινίστηκαν από την υπ' αριθμ. 1/95 ως άνω απόφαση συνίσταται στην έλλειψη πλέον δυνατότητας του Δημοσίου προς είσπραξη της απαίτησης, που αφορά η ατομική ειδοποίηση, δια μέτρων διοικητικής εκτέλεσης. Η τοιαύτη, έστω και παρά τις κείμενες διατάξεις, χορηγηθείσα αναστολή εκτέλεσης, δεν αναιρεί την υποχρέωση του οφειλέτου προς πληρωμή, διότι η αναστολή της διοικητικής εκτέλεσης δεν αδρανοποιεί το νόμιμο τίτλο στον οποίο στηρίζεται η οφειλή ούτε αποτελεί κατ' άρθρο 26 Ν.1882/90 " Τακτοποίηση κατά νόμιμο τρόπο", δηλ. αναστολή πληρωμής ή διευκόλυνση τμηματικής καταβολής, που χορηγείται μόνο από τα κατά νόμον αρμόδια όργανα, που είναι βάσει του Ν.2198/94 άρθρ. 15 παρ. 15,οι Προϊστάμενοι των ΔΟΥ η Επιτροπή του άρθρου 15 του Ν.3200/1955 και η Επιτροπή του άρθρου 17 του Ν.5940/1933. Επομένως, για τους ανωτέρω λόγους, κωλύεται η χορήγηση κατ' άρθρον 26 παρ. 3 Ν.1882/90 πιστοποιητικού φορολογικής ενημερότητας. https://www.taxheaven.gr