She walks in beauty, like the night Of cloudless climes and starry skies; And all that s best of dark and bright Meet in her aspect and her eyes...



Σχετικά έγγραφα
Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

ÁÈ Ù apple È È appleô ı apple ÓÂ ÛÙË ã Ù ÍË

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Εικόνες: Eύα Καραντινού

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

Όροι και συντελεστές της παράστασης Ι: Αυτοσχεδιασμός και επινόηση κειμένου.

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Δύο μικρά δεινοσαυράκια θέλουν να πάνε σχολείο μαζί με τα παιδάκια

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Μια φορά κι έναν καιρό

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

ΤΟ ΣΤΕΡΕΟ ΠΟΥ ΤΡΩΕΙ ΣΟΚΟΛΑΤΑ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

Το παραμύθι της αγάπης

3 ο βραβείο ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗ. Βασιλεία Παπασταύρου. 1 ος Πανελλήνιος διαγωνισμός λογοτεχνικής έκφρασης για παιδιά ( )

Φέραμε στην τάξη τα αγαπημένα μας παιχνίδια και τα παρουσιάσαμε στους συμμαθητές μας

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Το ημερολόγιό μου Πηνελόπη

Η μαμά μου είναι υπέροχη και με κάνει να γελάω! Μερικές φορές όμως θυμώνει. επειδή μπερδεύω το φ και το θ. Όμως έχω την καλύτερη μαμά σε ολόκληρο

Η χριστουγεννιάτικη περιπέτεια του Ηλία

ΜΙΑ ΤΡΕΛΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΕ ΠΕΝΤΕ ΣΚΥΛΟΥΣ

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Σχολικές αναμνήσεις. Η γιαγιά του Χάρη θυμάται

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

Και κοχύλια από του Ποσειδώνα την τρίαινα μαγεμένα κλέψαμε. Μες το ροδοκόκκινο του ηλιοβασιλέματος το φως χανόμασταν

2 ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟΥ ΕΛΕΝΗ ΚΟΤΣΙΡΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΖΑΝΝΕΙΟΥ ΣΧΟΛΗΣ ΠΕΙΡΑΙΑ Β ΤΑΞΗ ΤΙΤΛΟΣ: «ΕΠΙΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ-ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΕΙΣ ΜΑΙΡΗ»

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

Μια μέρα καθώς πήγαινα στο σπίτι είδα έναν κλέφτη να μπαίνει από το παράθυρο και να είναι έτοιμος να αρπάξει τα πάντα...

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

Η καλύτερη στιγμή των Χριστουγεννιάτικων διακοπών

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΕΝΤΡΟ Μια ιστορία ταξιδεύει

Η ιστορία του Φερδινάνδου Συγγραφέας: Μούνρω Λιφ. Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Κατανόηση γραπτού λόγου

«Η ΣΕΛΗΝΟΜΟΡΦΗ» Πράσινη κλωστή κλωσμένη. στην ανέμη τυλιγμένη. δωσ της κλώτσο να γυρίσει. παραμύθι ν αρχίσει

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

Κυριάκος Δ. Παπαδόπουλος ΑΠΟ ΦΤΕΡΟ ΚΙ ΑΠΟ ΦΩΣ

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Γ Ρ Α Π Τ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

Αδαμοπούλου Μαρία του Δημητρίου, 9 ετών

25 μαγικές ιστορίες για μικρά παιδιά

Κατανόηση προφορικού λόγου

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Ώρες με τη μητέρα μου

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

λινη βάση του κουνιστού αλόγου την είχε μισοφάει

Πάει τόσος καιρός από το χωρισμό σας, που δε θυμάσαι καν πότε ήταν η τελευταία φορά

Χριστούγεννα. Ελάτε να ζήσουμε τα. όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Κείμενα Κατανόησης Γραπτού Λόγου

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Όσκαρ Ουάιλντ - Ο Ψαράς και η Ψυχή του


Δύο ιστορίες που ρωτάνε

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ. Όμορφος κόσμος

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

1. H ηλεκτρική ενέργεια στη ζωή µας. 2. Kάνουµε οικονοµία στην ηλεκτρική ενέργεια

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας

«ΠΩΣ Ν ΑΛΛΑΞΟΥΜΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ!!!» ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ: «ΗΤΕΧΝΗ ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙ» ΤΜΗΜΑ ΕΝΤΑΞΗΣ ΟΜΑΔΑ Γ (ΜΑΘΗΤΕΣ Γ ΤΑΞΗΣ)

Συγγραφέας. Ραφαέλα Ρουσσάκη. Εικονογράφηση. Αμαλία Βεργετάκη. Γεωργία Καμπιτάκη. Γωγώ Μουλιανάκη. Ζαίρα Γαραζανάκη. Κατερίνα Τσατσαράκη

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Ο Ray Mesterio είναι ένας εξαιρετικός παλαιστής που ξέρει πολλές τεχνικές. Φοράει συνέχεια μια χρωματιστή μάσκα κι έτσι δεν ξέρουμε πώς είναι το

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Σκηνή 1η Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι

Modern Greek Beginners

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΑΠΟΔΕΛΤΙΩΣΗ

Transcript:

H ÎfiÚË ÙÔ EÚÂ ıâ Ô Η Μιράντα είχε έρθει στη Θεσσαλονίκη από το Λονδίνο. Το προηγούµενο καλοκαίρι είχε γνωρίσει έναν Έλληνα µπάρµαν στις διακοπές της στη Χαλκιδική. Τον είχε ερωτευτεί και είχε επιστρέψει το φθινόπωρο, µε δύο τεράστιες βαλίτσες, για να ζήσει µόνιµα στην Ελλάδα. O µπάρµαν αµέσως της βρήκε δουλειά, ως µπέιµπι σίτερ, στο σπίτι µιας γνωστής του ώριµης κυρίας, ζωντοχήρας, που είχε τρία µικρά παιδιά. Η Μιράντα έµεινε στο σπίτι της κυρίας όλο το χειµώνα και όλη την άνοιξη. Η δουλειά ήταν εύκολη, τα παιδάκια χαριτωµένα, και η κυρία τής φερόταν καλά. Κάθε Σαββατοκύριακο της έδινε ρεπό, για να µπορεί να ζει τον έρωτά της µε τον µπάρµαν. υστυχώς, σύντοµα αποκαλύφθηκε ότι ο µπάρµαν ζούσε κι εκείνος τον δικό του έρωτα µε την ώριµη κυρία, τις µέρες που η Μιράντα κρατούσε τα µικρά. Όταν η Μιράντα ανακάλυψε τι γινόταν πίσω από την πλάτη της, έγινε έξαλλη. Παράτησε τον άπιστο εραστή της και στη συ- 35

νέχεια σηκώθηκε και έφυγε από το σπίτι της κυρίας. Τη Θεσσαλονίκη όµως δεν την εγκατέλειψε. Ήταν µια υπέροχη πόλη, δε θα µπορούσε ποτέ να βρει πιο όµορφο µέρος σε όλο τον κόσµο. Oι Άγγλοι άλλωστε έχουν παράδοση στη λατρεία τους για την Ελλάδα, ξεκινώντας από τον Λόρδο Βύρωνα. Από την άλλη, και ο αληθινός πατέρας της Μιράντας, που τον είχε χάσει όταν ήταν πολύ µικρή, ήταν ελληνικής καταγωγής. Έτσι, η Μιράντα συνέχισε να νιώθει δεµένη µε την Ελλάδα, χωρίς να µπορεί ακό- µη να καταλάβει ποια ήταν η γοητεία που ασκούσε πάνω της. Φέτος θα ήταν η δεύτερη χρονιά της στη Θεσσαλονίκη, και είχε ήδη εθιστεί στις βόλτες στην προκυµαία, στο φεστιβάλ κινηµατογράφου του Νοεµβρίου, στην πίτα γύρο «µε απ όλα, αλλά όκι κρεµµύντια», στη ρετσίνα µε κόκα κόλα. Το µόνο που δεν είχε συνηθίσει ακόµη ήταν τα πειράγµατα στο δρόµο, τα σφυρίγµατα και οι µατιές λαγνείας από τους περαστικούς, καθώς προχωρούσε σεινάµενη κουνάµενη, µε το µίνι φόρεµά της και το χαµηλό ντεκολτέ. Και ήταν χάρµα οφθαλµών η Αγγλίδα τροφαντή ως εκεί που δεν παίρνει. Χυµώδης λες και είχε γεννηθεί στη Μεσόγειο, µε τα καπούλια της και τα όλα της, σάρκα σε θαυµαστή αφθονία. έρ- µα λευκότατο και µαλλιά µαύρα, πυκνά, που έφταναν ως τη µέση της πλάτης της. Μαύρα µάτια, σκαµπρόζικα. Αντικείµενο θαυµασµού κυριολεκτικά, γεννηµένη για τον έρωτα. εν ήταν ν απορεί κανείς που είχε αγαπήσει αυτήν εδώ την πόλη. Της ταίριαζε. Θα ήταν αµαρτία ένα τέτοιο πλάσµα να περνάει τις µέρες του στο βροχερό Λονδίνο, κρύβοντας το υπέροχο αυτό κορµί µέσα σε ένα χοντρό πουλόβερ, και την ατίθαση χαίτη της κάτω από µια οµπρέλα. 36

She walks in beauty, like the night Of cloudless climes and starry skies; And all that s best of dark and bright Meet in her aspect and her eyes... O Λόρδος Βύρων έτσι θα τραγουδούσε την οµορφιά της, αν την έβλεπε να περπατάει µε το χαρούµενο, χοροπηδηχτό της βήµα στους δρόµους της Θεσσαλονίκης. Ήταν ένα φωτεινό πρωινό του καλοκαιριού όταν ο Απόστολος βρέθηκε τυχαία µπροστά της. O νεαρός µάγειρας πήγαινε προς το Καπάνι, την παραδοσιακή σκεπαστή αγορά τροφίµων της πόλης, για να προµηθευτεί ένα φαγκρί. Ήθελε να πειραµατιστεί µε µια νέα συνταγή µια µατιά όµως ήταν αρκετή για να ξεχάσει και το φαγκρί και όλα. Ακολούθησε την Αγγλίδα από κάποια απόσταση, ανήµπορος να αντισταθεί στο πεπρωµένο του. Μπροστά περπατούσε το νεαρό άγαλµα, και από πίσω ο Απόστολος. Όταν εκείνη µπήκε στο κατάστηµα του Καρύδα στην Εγνατία, µε την τεράστια γόβα απέξω που περιστρεφόταν και που οι Θεσσαλονικείς φαντάζονταν τότε ότι θα συνέχιζε να στροβιλίζεται µε τα φωτάκια της πάνω από τα κεφάλια τους εις τον αιώνα τον άπαντα, µπήκε µέσα και ο Απόστολος, τάχα για να ψωνίσει κι εκείνος. Η Μιράντα δοκίµασε ένα ζευγάρι λεπτεπίλεπτα πέδιλα σε λευκό χρώµα, που αναδείκνυαν τα µακριά δάχτυλα των ποδιών της. Ταλαντεύτηκε για ένα λεπτό µπροστά στον καθρέφτη, ακροβατώντας στο όριο της τελειότητας. εν ήταν όµως αυτό ακριβώς που ήθελε. Η υπάλληλος του καταστήµατος δυσκολευόταν µε τα αγγλικά της, κι έτσι προθυµοποιήθηκε ο Απόστολος να βοηθήσει την κατάσταση, ευγνωµονώντας τη µητέρα του για την επιµονή της στα µαθήµατα αγγλικών, που επιτέλους θα έπιαναν τόπο. 37

«Θέλει µεγαλύτερο νούµερο», εξήγησε στην υπάλληλο, «αλλά τα θέλει και σε µπεζ». Και γυρνώντας προς τη Μιράντα: «May I congratulate you on your taste...» Πήγαν για καφέ, Ερµού µε Αριστοτέλους. Η Αγγλίδα ήταν καλόβολη και καταδεκτική. εν είχε περάσει ποτέ από το µυαλό της ότι θα µπορούσε να χρησιµοποιήσει την οµορφιά της σαν νόµισµα συναλλαγής. Η αλαζονεία είναι το χειρότερο ψεγάδι των όµορφων γυναικών, που συχνά τρέφουν την πεποίθηση ότι αποτελούν το δώρο του Θεού στον κόσµο. Η οµορφιά της Μιράντας όµως περνούσε σχεδόν απαρατήρητη από την ίδια. Εκείνη την ηµέρα φυσούσε ένα δροσερό αεράκι. O ήλιος έλα- µπε ψηλά, στον ουρανό της πόλης, λούζοντας τα πάντα γύρω στο υπέροχο ελληνικό φως. Κοιτούσε τους περαστικούς η Μιράντα, καθώς ο Απόστολος της µιλούσε για την Ελλάδα, και ένιωθε µια ευφροσύνη µυστική να ξυπνάει µέσα της, σαν να βρισκόταν στα πρόθυρα µιας ανακάλυψης, µιας απρόσµενης µετάβασης από ένα είδος ύπαρξης σε κάποιο καινούργιο. Ήθελε όσο τίποτε άλλο να µυηθεί στον πυρήνα της ελληνικότητας, που ακόµη της διέφευγε. Κανένας Έλληνας δε ζει µόνος, της εξηγούσε τώρα ο Απόστολος. Είµαστε εξόχως κοινωνικά όντα. Τα µωρά µας έρχονται στον κόσµο λουσµένα στο εκθαµβωτικό φως του τόπου µας, µέσα σε ένα πανδαιµόνιο από φωνές. Παππούδες και γιαγιάδες, θείοι και ξαδέλφια, φίλοι και συγγενείς, περιµένουν µε αγωνία τα γεννητούρια. Τότε αρχίζουν να πηγαινοέρχονται τα ταψιά µε τους µπακλαβάδες και τα κανταΐφια και οι καρυδόπιτες. Ακολουθεί µια ατελείωτη σειρά από γιορτές. Γενέθλια, ονοµαστικές εορτές, αρραβώνες, γάµοι... Όλα αυτά συνοδεύονται πάντα από ένα γερό φαγοπότι. Η ζωή µας ξεκινάει µε γλέντι και τελειώνει 38

µε γλέντι, τη γνωστή «µακαριά». Μακάριοι οι αποθανόντες... Όµως και οι ζωντανοί τού δίνουν και καταλαβαίνει. Σε άλλες χώρες δεν καταλαβαίνουν τι γιορτάζουµε. Oύτε µπακλαβά έχουν ούτε φως. Μόνο ρολόγια και άγχος. Της µίλησε αρκετή ώρα ο Απόστολος. Φρόντισε να µη θίξει την πατρίδα της δεν είχε λόγο άλλωστε, αφού εκτιµούσε πολύ το βρετανικό φλέγµα, αλλά και την υπέροχη πουτίγκα του Γιορκσάιρ. Όµως της ανέλυσε τη διαφορετικότητα των Ελλήνων από τους άλλους λαούς, όπως την είχε κατανοήσει ο ίδιος, σύµφωνα µε αυτά που τρώνε. «Πάρε για παράδειγµα τους Ισπανούς», της είπε. «Τα διάση- µα τάπας δεν είναι τίποτε άλλο από τα αποµεινάρια της προηγούµενης ηµέρας. Τα τάπας δηµιουργήθηκαν λόγω ασύλληπτης φτώχειας. Όµως οι Ισπανοί, επειδή είναι ένας µεγάλος λαός που δεν το βάζει κάτω, δηµιούργησαν επίσης το παγωµένο γκασπάτσο, που είναι η επιτοµή του αισθησιασµού». Η Μιράντα απολάµβανε τη συζήτηση που περιστρεφόταν γύρω από το φαγητό. Είχε ήδη αρχίσει να γουργουρίζει το στο- µάχι της. Ήταν µια κοπέλα που έτρωγε χωρίς φραγµούς. Και δεν την έβγαζε µε µαρούλια, όπως οι συµπατριώτισσές της γι αυτό εξάλλου και ήταν τόσο τροφαντή. Κάθε φορά που σταύρωνε τα πόδια, η καρέκλα αναστέναζε κάτω από τα όµορφα οπίσθιά της. Πριν φύγει όµως για να αναζητήσει το µεση- µεριανό της πιτόγυρο, διηγήθηκε στον Απόστολο πώς την είχε εξαπατήσει ο µπάρµαν και πόσο απογοητευµένη ήταν. Αλλά δεν ήθελε να γυρίσει πίσω στην πατρίδα της. Έµενε ακόµη εδώ, δύο χρόνια µετά την προδοσία. Είχε εκκρεµότητες µε αυτή τη χώρα. Πάσχιζε ακόµη να την καταλάβει. Ένιωθε ότι κάτι υπήρχε εδώ, που της διέφευγε. Κάτι σηµαντικό κάτι που, αν 39

το καταλάβαινε, ίσως να άλλαζε ολόκληρη τη ζωή της. «Καταλαβαίνω σηµαίνει γεύοµαι», της είπε ο Απόστολος. «Ακόµη δεν έχεις γευτεί τίποτε, my little one...» Στο µυαλό του είχε αρχίσει να αναδύεται ως ιδέα ένα νέο έργο τέχνης. Τα υλικά γύριζαν φωτισµένα µέσα στο κεφάλι του, όπως η γόβα του Καρύδα. Μια µικρή αυλή στο Αιγίνιο. Μια αγαπηµένη παρέα κάτω από µια καρυδιά. Oύζο µε πάγο. Μεζέδες φτιαγµένοι µε αγνό ελαιόλαδο. Μελιτζάνες, πιπεριές, τυριά, παστά διάφορα. Ταραµοσαλάτα χλιδάτη. Σύκα βρασµένα µε κρασί... Αυτός θα ήταν ο νέος του πίνακας. Και στο κέντρο θα βασίλευε αυτή η τροφαντή λευκότητα, η όµορφη ξένη του Βορρά. She walks in beauty like the night... Την επόµενη Κυριακή, πήρε τη Μιράντα και την πήγε στο Αιγίνιο. Το Αιγίνιο παλιά ονοµαζόταν Λιµπάνοβο. Αυτό προέρχεται από την παλιά βουλγάρικη ονοµασία του, Λιούµποφ Νόβα, που ση- µαίνει «Νέα Αγάπη». Εκεί πήγε τη Μιράντα ο Απόστολος, σε µια όµορφη µονοκατοικία µε αυλή, όπου έµεναν δύο καλοί του φίλοι, οι «ΑΑ». Αυτό ήταν ένα µικρό αστείο της παρέας. Τους έλεγαν Άλκη και Αντιόπη. Κι επειδή ήταν πολύ αγαπηµένοι και πήγαιναν παντού µαζί, όλοι τούς φώναζαν µε τα αρχικά των ονοµάτων τους. O Απόστολος είχε πλέον αποκτήσει το δικό του αυτοκίνητο. Oι δουλειές πήγαιναν πολύ καλά στο µαγαζί. Πριν από τρία χρόνια είχε γίνει συνέταιρος του κυρίου Σπυρίδωνα και αισθα- 40

νόταν πλέον την οικονοµική άνεση να του χαµογελάει. Εκτός αυτού, οι πίνακές του πουλούσαν σαν τρελοί. Από µπακάλης, κόντευε να γίνει ζωγράφος. Η Μιράντα ταξίδεψε ως το Αιγίνιο απολαµβάνοντας τον κά- µπο µε τις εκβολές των τεσσάρων ποταµών, και πέρα µακριά τα Πιέρια Όρη και τον Όλυµπο. Ένιωθε ανέµελη για πρώτη φορά µετά το χωρισµό της. Της άρεσε αυτός ο ευγενικός νεαρός µε τη διαπεραστική µατιά, που ήξερε τόσα πολλά για τη µαγειρική και για την τέχνη. Φορούσε τα καινούργια της µπεζ πέδιλα κι ένα ανάλαφρο µπεζ φόρεµα που αναδείκνυε τις γεµάτες καµπύλες της. Έφτασαν στο σπίτι των ΑΑ, οι οποίοι έτρεξαν µεµιάς να τους υποδεχτούν. Πρώτη πρώτη κατέβηκε τα σκαλιά η Ρεγγίνα, η µικρή λευκή σκυλίτσα τους. Χάλασε ο κόσµος από τα γαβγίσµατα τα µικρά σκυλάκια είναι πάντα λίγο ανασφαλή. Τελικά, αφού µύρισε τον Απόστολο και τη Μιράντα, και βεβαιώθηκε ότι δε θα την πειράξουν, ησύχασε. O Άλκης, ένας όµορφος ψηλός άντρας, µε λεπτά συµµετρικά χαρακτηριστικά, γκρίζους κροτάφους και γυαλάκια µε µεταλλικό σκελετό, κατέβηκε τη σκάλα για να τους υποδεχτεί. Φορούσε όπως πάντα παντελόνι µε τιράντες και στο χέρι του κρατούσε την αιώνια πίπα του. Φίλησε σταυρωτά τον Απόστολο και έσφιξε εγκάρδια το χέρι της όµορφης Αγγλίδας. Φαρδύ χαµόγελο, ανοιχτό. Γελούσαν και τα µάτια του. Η αγαπηµένη του σύντροφος, η Αντιόπη, τον ακολουθούσε όπως πάντα κατά πόδας, δύο βήµατα πίσω του, σαν να ακολουθούσε τον Άραβα αφέντη της. Όλοι όµως ήξεραν ότι εκείνη έκανε κουµάντο και ο Άλκης την άφηνε να κάνει ό,τι ήθελε και την απολάµβανε, έτσι ακριβώς όπως ήταν. 41

Η Αντιόπη φίλησε πρώτα τον Απόστολο, του ανακάτεψε τσαχπίνικα τα µαλλιά και του τσίµπησε δυνατά τα µάγουλα µέχρι να κοκκινίσουν. Μετά στράφηκε στην Αγγλίδα. «Welcome, welcome. Καλώς ήρθες». Την αγκάλιασε και τη φίλησε σταυρωτά. Μετά την έπιασε από τους ώµους και την οδήγησε κάτω από τη µεγάλη καρυδιά, όπου είχαν στήσει το µεγάλο τραπέζι και τις καρέκλες για το φαγοπότι. «Μα τι ωραία κοπέλα είναι αυτή που µας έφερες», είπε η Αντιόπη. «ε µοιάζει καθόλου µε Αγγλίδα». Η Αντιόπη ήταν µια γυναίκα παντελώς ανίκανη να αισθανθεί ζήλια. Τόσο είχε χορτάσει αγάπη και αποδοχή από τον Άλκη. Είχε όµορφο αρχαιοελληνικό πρόσωπο, πλαισιωµένο από σκούρους βοστρύχους. Απέπνεε µια φυσική και απλή κοµψότητα, που την έκανε να µοιάζει µε Καρυάτιδα του Ερεχθείου. O Άλκης τής έριχνε πάντα κρυφές µατιές και την καµάρωνε. Ξαφνικά, γύρισε και κοίταξε τη Μιράντα. «Μα... εσείς µοιάζετε σαν δυο σταγόνες νερό...» είπε. Ήταν αλήθεια. Τα πρόσωπά τους ήταν ίδια και απαράλλαχτα, αρχαιοελληνικά. Η Αγγλίδα θα µπορούσε να σταθεί επάξια στο προαύλιο του Ερεχθείου, χαµογελώντας ελαφρά και λυγίζοντας το ένα πόδι µε χάρη. Κάθισαν όλοι γύρω από το τραπέζι, όπου ήδη τους περίµεναν οι σαλάτες, χωριάτικη και ταραµάς. Έβαλαν ούζο, τσούγκρισαν τα ποτήρια τους και άρχισαν να το τσούζουν. «Στην υγειά σας! Καλό καλοκαίρι!» Oι ΑΑ εξαφανίστηκαν για λίγο µέσα στην κουζίνα για να ετοιµάσουν τους µεζέδες, σύµφωνα µε τις συµβουλές του Απόστολου. Στο τραπέζι, ένα µικρό ραδιοφωνάκι έπαιζε µουσική. 42

υο πόρτες έχει η ζωή, άνοιξα µια και µπήκα... Η Μιράντα ήταν ενθουσιασµένη. Η παρέα ζεστή, η αυλή δροσερή, το ούζο µοσχοµύριζε στο στόµα της. Θυµήθηκε το «όκι κρεµµύντια» της και χαµογέλασε κρυφά. Ευχαρίστως θα φιλούσε τον Απόστολο τώρα, ανάµεσα σε δύο γουλιές ούζο. Εκείνη ακριβώς τη στιγµή, σαν να διάβασε τη σκέψη της, ο Απόστολος γύρισε και τη φίλησε. Ήταν το στόµα του υγρό, τα χείλη του απαλά... Το σκυλάκι ήταν ξαπλωµένο στη βάση της σκάλας και τους κοίταζε, σαν για να σιγουρευτεί ότι δε θα έκαναν κάτι κακό ο ένας στον άλλο. Όταν είδε το χαµόγελό τους, ησύχασε και ακούµπησε το κεφαλάκι του στα δυο του πόδια. Μια αιώρα ήταν δεµένη στον ίσκιο των δέντρων. «Τι δέντρα είναι αυτά, Απόστολος;» τον ρώτησε η µικρή Αγγλίδα, µε τη χαριτωµένη της προφορά. «Αυτό είναι καρυδιά, κι εκείνο εκεί άγρια αχλαδιά. Κι εκείνο το φορτωµένο είναι συκιά». Η Μιράντα δεν ήξερε από δέντρα, θα µάθαινε όµως. εν µπορείς να ζεις στην Ελλάδα και να µην προσέχεις τα δέντρα. Ξάπλωσε στην αιώρα, στη σκιά της καρυδιάς. Ήταν τόσο ήρε- µα, θα µπορούσε και να κοιµηθεί. Ένιωσε την αγάπη του τόπου να αναδύεται από το χώµα, από τις πέτρες, από τον ήλιο. Αρµονία. Άρχισε και η ίδια να γίνεται ένα µε τον πίνακα γύρω της. Για µια στιγµή, κι ενώ είχε µισοκοιµηθεί, ο ουρανός συννέφιασε. Ταράχτηκε η Αγγλιδούλα. Μια σκοτεινή ανάµνηση εµφανίστηκε από το πουθενά στο µυαλό της. Γιατί τώρα άραγε; Θυµήθηκε το σπίτι όπου µεγάλωσε, ένα παλιό διώροφο ξύλινο σπίτι, στα νότια προάστια του Λονδίνου. Θυµήθηκε τον πατριό της, έναν βλοσυρό και απαιτητικό άνθρωπο, που την τιµωρούσε, 43

αυτήν και την αδελφούλα της, όταν ήταν µικρές ακόµη, συνήθως για ασήµαντα παραπτώµατα. Τις έβαζε να στήνονται, τη µία δίπλα στην άλλη, µπροστά στο κρεβάτι στο δωµάτιό τους, και να κατεβάζουν το βρακάκι τους. Μετά τις έδερνε µε τη ζώνη του µέχρι να κλάψουν. Η Μιράντα αηδίασε στη θύµηση. Γιατί τώρα; Τώρα που ένιωθε τόσο όµορφα... Κι όµως, ήξερε γιατί. Εδώ που βρισκόταν, αυτή η σκηνή δεν ταίριαζε καθόλου. Ήταν άπρεπη, αήθης. Πόσο θα ήθελε να λούσει το παρελθόν στο φως να χαθεί η σκοτεινιά του, µια για πάντα. Το παρόν της ήταν τώρα αυτή η αυλή, και ο ευγενικός άντρας δίπλα της. Να και το µέλλον που πλησίαζε, ερχόταν. Όλο κι όλο που είχε να κάνει ήταν να το αδράξει στο µικρό της χέρι. O Απόστολος την κοίταξε διερευνητικά. Είδε την ανησυχία της και κατάλαβε ότι η Μιράντα είχε ανάγκη να ακουµπήσει πάνω του, έστω και για λίγο. Ήξερε, µε τη διαίσθηση του ερωτευ- µένου γιατί ο έρωτας µας κάνει να φροντίζουµε τον άλλο, ότι η κοπέλα χρειαζόταν λίγη σταθερότητα στη ζωή της. Κι ακόµη ήξερε, µε τη διαίσθηση του καλλιτέχνη γιατί ζωή είναι η τέχνη της ύπαρξης, και ο καθένας έχει τη δική του, ότι αυτά τα πράγ- µατα αποφασίζονται σε µία στιγµή. Και αυτή ήταν η δική τους στιγµή. «I will stand by you. I will not betray you». ε θα σε προδώσω ποτέ. Μην κλαις, κορίτσι µου. Μην κλαις. Η Μιράντα συνήλθε. Έδιωξε την εφιαλτική θύµηση από το µυαλό της και χαµογέλασε. Η Αγγλία ήταν πολύ µακριά και ο πατριός της ακόµη µακρύτερα. Καλά να είναι, όπου κι αν είναι. 44

Η πειθαρχία του δεν της χρειαζόταν πια, σ αυτό τον τόπο. Όλα ήταν καλά, διαυγή, φωτεινά. Πήγαζαν από την ίδια τη γη, από τα δέντρα και από τους ανθρώπους. Η Ρεγγίνα άρχισε πάλι να γαβγίζει: µόλις είχε φτάσει και το δεύτερο ζευγάρι που περίµεναν, δύο αγαπηµένοι φίλοι των ΑΑ, µαζί µε τα δύο σκυλάκια τους. O Παναγιώτης και η Ελένη ήταν ένα όµορφο ζευγάρι, δύο άνθρωποι πολύ ερωτευµένοι µεταξύ τους, που είχαν ανακαλύψει ο ένας τον άλλο σχεδόν τυχαία. Μια φίλη της Ελένης τής είχε ζητήσει να συνεργαστούν, στο λογιστικό της γραφείο εκεί ακριβώς, στη διπλανή πόρτα, εργαζόταν ένας νεαρός µηχανικός, ο Παναγιώτης. Ήταν ένας καλόκαρδος άντρας, η επιτοµή της ευγένειας ένας µοντέρνος ιππότης. Την πρώτη φορά που αντίκρισε την Ελένη, έµεινε άναυδος. Ψηλή, ξανθιά, µε µεγάλα αµυγδαλωτά µάτια, λευκό δέρµα, αρ- µονικές καµπύλες και ατελείωτα πόδια. Όπως όλες οι κοµψές γυναίκες, φρόντιζε τα άκρα της να είναι πάντα περιποιηµένα: έβαφε τα νύχια των χεριών και των ποδιών µε τα πιο ιδιαίτερα χρώµατα. O Παναγιώτης τη λάτρευε από το µικρό της δαχτυλάκι µέχρι την τελευταία ξανθιά µπούκλα των µαλλιών της. εν ήταν όµως µόνο η οµορφιά της που τον είχε αγγίξει. Η κοπέλα αυτή ήταν η προσωποποίηση της χαράς και της καλοσύνης. Κακό λόγο δεν είχε πει ποτέ για κανέναν. Ήταν σαν να είχε γεννηθεί µε έναν και µοναδικό σκοπό: να δώσει πνοή σ εκείνο το παλιό κείµενο, ξεχασµένο πια σχεδόν από όλους, για την πίστη, την ελπίδα και την αγάπη. Σπάνιο πράγµα στις µέρες µας αλλά έτσι ακριβώς ήταν η Ελένη. Έγιναν οι απαραίτητες συστάσεις, βγήκαν και οι ΑΑ έξω, άρχισαν τις χαιρετούρες όλοι µαζί µέσα σε έναν απίστευτο θόρυβο, τα τρία σκυλιά έτρεχαν γύρω γύρω στην αυλή, γινόταν ένας 45

πανζουρλισµός, τσούγκριζαν όλοι τα ποτήρια τους, έπιναν το παγωµένο ούζο µονορούφι, ακουµπώντας µετά µε δύναµη το άδειο ποτήρι στο τραπέζι. Στην υγειά σας! Τότε ακριβώς, µέσα στον απίστευτο αυτό θόρυβο, που θα έκανε οποιονδήποτε Ευρωπαίο να απορήσει µε την έλλειψη αυτοσυγκράτησης και πειθαρχίας των καλών αυτών ανθρώπων, η Μιράντα άρχισε να καταλαβαίνει. Αυτό ήταν το χαµένο κοµµάτι του παζλ που λεγόταν Ελλάδα. Το Ερεχθείο δεν είναι παρά ένα σύµβολο. Η Ελλάδα ολόκληρη είναι ένας ναός. Αυτό που λατρεύεται εδώ είναι η ίδια η ζωή. Η αγάπη για τη ζωή. Η λατρεία του φωτός. Και το φως έχει τη δική του αρµονία, δε χρειάζεται κανόνες και πειθαρχία. Ό,τι είναι όµορφο, είναι και καλό. Και ό,τι είναι καλό, είναι και αληθινό. εν το ήξερε ακόµη, αλλά αυτή η γνώση θα την άλλαζε για πάντα. Η Καρυάτιδα που είχε κλέψει ο Έλγιν είχε επιστρέψει. Η Μιράντα δε θα µπορούσε ποτέ πια να ξαναφύγει από την Ελλάδα. Είχε βρει τον τόπο της, το σπίτι της. Άναψαν τα κάρβουνα στην ψησταριά. Oι τρεις άντρες στήθηκαν δίπλα στη φωτιά και σαν να άρχισαν τότε µια κουβέντα σιγανή, αντρική αν κάποιος όµως έστηνε αυτί, θα καταλάβαινε ότι δεν έλεγαν απολύτως τίποτα. Μόνο συντρόφευαν ο ένας τον άλλο δίνοντας έτσι την ευκαιρία στις γυναίκες να µιλήσουν. Εκείνες είχαν να πουν πολλά και έπρεπε να τα πουν, για να τα ξορκίσουν. Έπρεπε να τα µοιραστούν, να τα φέρουν στο φως, για να µην τις στοιχειώνουν σαν φαντάσµατα. Η Μιράντα άνοιξε την καρδιά της. Oι άλλες δύο δέχτηκαν τα µυστικά της, την αγκάλιασαν. Αποκάλυψαν κι εκείνες τα δικά τους µυστικά. Αρχαίους πόνους. Μικρές προδοσίες, ανεπάρκειες, πεθαµένα όνειρα. Μικρές και µεγάλες ελλείψεις, τρύπες στην 46

ψυχή τους. έθηκαν µεταξύ τους όπως ξέρουν οι γυναίκες, όταν δε ζηλεύουν η µία την άλλη. Ήπιαν ούζο. «Στην υγειά µας, κορίτσια!» Τα µάτια τους έλαµπαν. Ήρθε τότε ο πρώτος µεζές τον έφερε ο Απόστολος, που επι- µελήθηκε όλους τους ουζοµεζέδες. Ελαφρά καπνισµένο σκου- µπρί, σερβιρισµένο πάνω σε ροδέλες από φρέσκα κρεµµυδάκια, περιχυµένο µε λαδολέµονο. Η Μιράντα άνοιξε το στόµα και δέχτηκε την πιρουνιά που της έδωσε ο Απόστολος. Σκουµπρί µε κρεµµυδάκι και άνηθο. «Μα αυτό είναι υπέροχο...» Το παρελθόν αποµακρυνόταν µε όλο και πιο σίγουρα βήµατα. Αντίο, αντίο... Ταραµοσαλάτα χλιδάτη, µε λιωµένους κόκκους από χαβιάρι. Φέτα ψητή σε αλουµινόχαρτο. Ψητές πιπεριές και µελιτζάνες. O Απόστολος ρίχνει αλάτι, ελαιόλαδο και ξίδι στις πιπεριές, και µπόλικο σκόρδο στις µελιτζάνες. «Μη µου στενοχωριέσαι, µικρή µου», λέει στη Μιράντα που τον κοιτάζει ανήσυχη. «Έβγαλα το κοµµάτι που µυρίζει έντονα. Μπορούµε να φιληθούµε όσο θέλεις...» Η ξινοµυζήθρα µε τις σταφίδες και τα καρύδια κλέβει την παράσταση. Όµως το αποκορύφωµα της γεύσης είναι η καπνιστή ρέγγα. O Απόστολος την ψήνει σε φλόγα από εφηµερίδα, µέχρι που το χρυσαφένιο δέρµα της σκάει. εν έχει χαβιάρι στην κοιλιά της, αλλά είναι θεσπέσια... Τα κορίτσια µαζεύουν ώριµα σύκα από το δέντρο της αυλής, ενώ οι άντρες φέρνουν τα µαριναρισµένα κρέατα από την κουζίνα και τα ψήνουν στα κάρβουνα. Χοιρινές µπριζόλες, σε µυστική µαρινάδα, τόσο τρυφερές που λιώνουν στο στόµα. Πανσέτες µε µουστάρδα και τριµµένο κρεµµύδι. Φιλέτα κοτόπουλου µε 47

πορτοκάλι και σκόρδο. Όλα άριστης ποιότητας, από τον κρεοπώλη του χωριού. Μια τεράστια πιατέλα, µε τα καλοψηµένα κρέατα, τοποθετείται στη µέση του τραπεζιού. Η παρέα επιδίδεται µε σοβαρότητα κι ευθυµία µαζί στο γερό φαγοπότι. Πίσω από τα δέντρα της αυλής κρύβονται σάτυροι και νύµφες, και λίγο πιο πέρα ο θεός ιόνυσος απολαµβάνει τις σπονδές. O πίνακας ολοκληρώνεται µε τη δύση του ηλίου. Το µενού που σχεδίασε ο Απόστολος για τη µικρή Αγγλίδα του κλείνει µε µια τελευταία, ιδιοφυή πινελιά: ένα γλυκό από τα σύκα που µάζεψαν τα κορίτσια, βρασµένα για λίγα λεπτά σε κρασί και ζάχαρη και περιχυµένα µε σιρόπι. Το ίδιο βράδυ, ο Απόστολος και η Μιράντα θα κολυµπήσουν στην παραλία της Κατερίνης, το Μακρύγιαλο, µε θέα τα ερείπια της µεσαιωνικής Πύδνας και στο βάθος το Κάστρο του Πλατα- µώνα. Κάτω από ένα ολόγιοµο φεγγάρι, η Μιράντα κάνει έρωτα µε τον αγαπηµένο της, µέσα στη θάλασσα. Τυλίγει τα πόδια της γύρω από τη µέση του και ανοίγει τα µπράτσα της µέσα στο νερό. Τα µαύρα µαλλιά της επιπλέουν. O Απόστολος µπαίνει µέσα της, µέσα στη θαλπωρή της. Oι απαλές τους κινήσεις, σε πλήρη αρµονία µε το λίκνισµα του νερού, συνοδεύονται από ψιθύρους αγάπης και υγρά φιλιά. Το στόµα τους µοσχοβολάει ακόµη, ούζο, µεζέδες και έρωτα. «Απόστολος, είναι ωραία τα κρεµµύντια...» Μικρή χαµένη Καρυάτιδα... Καλώς ήρθες... Καλώς ήρθες... 48

OYZOMEZE E ÎÔ ÌappleÚ ñ 2 ÊÈÏ Ù ÂÏ ÊÚ Î appleóèûì ÓÔ ÛÎÔ ÌappleÚ ñ 3 ÊÚ ÛÎ ÎÚÂÌÌ ÎÈ ñ ÕÓËıÔ ÈÏÔÎÔÌÌ ÓÔ ñ ÔÏ ÌÔÓÔ (Ï È, ÏÂÌfiÓÈ, ÂÏ ÈÛÙË ÌÔ ÛÙ Ú, Ù appleëì Ó ÛÂ Ó ÌappleÔ Î Ï ÎÈ) æ ÓÔ Ì ÂÏ ÊÚ ÛÙË Û Ú (ÌÂ Ó ÏÔ ÌÈÓfi ÚÙÔ,  ı Ì Ú ÂÈ ÚÈ ÌÂÙ Ë Û Ú Ì ). æèïôîfi Ô Ì Û ÚÔ ÂÏ ÙÛ ٠ÎÚÂÌÌ ÎÈ Î È ËÌÈÔ ÚÁÔ ÌÂ Ó applefi- ÛÙÚˆÌ ÛÙÔ appleè ÙÔ Ì. ÔappleÔıÂÙÔ Ì ÙÔ ÂÛÙfi Î appleóèûùfi ÛÎÔ ÌappleÚ apple Óˆ ÛÙ ÎÚÂÌÌ ÎÈ, apple - Ûapple Ï Ô Ì Ì ÙÔÓ ÓËıÔ Î È appleâúè ÓÔ Ì Ì ÙÔ Ï ÔÏ ÌÔÓÔ. Ú ÌÔÛ Ï Ù Ûapple ÛÈ Ï ñ 1 ÎÔ Ù ÏÈ ÙË ÛÔ apple ÎÔÊÙ Ï Îfi Ù Ú Ì ñ æ applefi 4 Ê Ù Ìapple ÁÈ ÙÈÎÔ Ï Îfi ˆÌ, ÌÔ ÏÈ ÛÌ ÓÔ Û ÓÂÚfi Î È Î Ï ÛÙÚ Á- ÁÈÛÌ ÓÔ ñ à Ìfi applefi 1 ÌÂÁ ÏÔ ÏÂÌfiÓÈ ñ Ï ÈfiÏ Ô µ Ô Ì ÛÙÔ ÌÔ ÏÙÈ ÙÔÓ Ù Ú Ì, Ì ÙÔ ÏÂÌfiÓÈ Î È ÙÔ ˆÌ, Î È Ù apple Ì ÔÎÈÌ ÔÓÙ Î È appleúôûı ÙÔÓÙ ÛÙ È Î Ï ÁÔ Ï ÁÔ ÙÔ Ï È. 49

Ú ÌÔÛ Ï Ù apple Ï È 4 ÙÔÌ : ñ 1 ÎÔ Ù ÏÈ ÙË ÛÔ apple Ï Îfi Ù Ú Ì ñ 1 ÎÔ Ù ÏÈ ÙË ÛÔ apple ÎÔÊÙ ÎÚÂÌÌ È ÈÏÔÎÔÌÌ ÓÔ ñ 200-250 ml ÂÏ ÈfiÏ Ô ñ à Ìfi applefi 1 ÌÂÁ ÏÔ ÏÂÌfiÓÈ ÙÔ ÌÔ ÏÙÈ appleôïùôappleôèô Ì ÙÔ ÎÚÂÌÌ È Ì ÙÔ ÏÂÌfiÓÈ Î È ÙÔÓ Ù Ú Ì. ÚÔ- Ûı ÙÔ Ì ÛÈÁ ÛÈÁ ÙÔ ÂÏ ÈfiÏ Ô, fiappleˆ ÛÙË Ì ÁÈÔÓ. Ê ÓÔ Ì ÙËÓ Ù Ú ÌÔÛ Ï Ù ÛÎÂapple ÛÌ ÓË Ì ÌÂÌ Ú ÓË ÛÙÔ ÁÂ Ô ÁÈ 2 ÒÚ ÙÔ Ï ÈÛÙÔÓ, ÁÈ Ó ÛÊ ÍÂÈ Î È ÁÈ Ó apple Ï ÓÂÈ Ë ÙÔ ÎÚÂÌÌ ÈÔ. ÏÈ, appleúèó applefi Ù Ì ÍÂÚ Î È Ù ÌÔ ÏÙÈ, Ë Û Ï Ù Ù ÁÈÓfiÙ Ó Û appleè ÙÔ, fiappleô ÌÂ Ó appleèúô ÓÈ Ûapple Ì ÛÈÁ ÛÈÁ ÙÔ ÎfiÎÎÔ ÙÔ Ù Ú Ì Ì ÙÔ ÏÂ- ÌfiÓÈ Î È ÌÂÙ Ó Î Ù ÌÂ Ï ÁÔ Ï ÁÔ ÙÔ Ï È Î Ó Ì ËÏ ÌÈ Ì ÁÈÔÓ Ì Á ÚÈÔ ÓÙ ÁÈ Á ÎfiÙ (appleâú appleô ). Ó ÏÔ Ì ÛËÛ Ì Ï ÈÔ Ï- ÏÔ ÛappleÔÚ Ï ÈÔ Ë Ù Ú ÌÔÛ Ï Ù ı Á ÓÂÈ Î Ù ÛappleÚËØ Ó ÏÔ Ì ÁÓfi apple Úı ÓÔ ÂÏ ÈfiÏ Ô Ï ÌÒÓ, ı Ì ÁÂÈ ÏÈÁ ÎÈ appleú ÛÈÓˆapple, ÏÏ apple ÚÔ Ë Á ÛÙÈÎ Î È ÚˆÌ ÙÈÎ. T Ú ÌÔÛ Ï Ù ÏÈ ÙË ÚÓÔ ÌÂ Ì ÚÔ È ÚÈ, Ûapple Ô Ì ÙÔ ÎfiÎÎÔ ÙÔ È ÚÈÔ appleè Ô- ÓÙ ÙÔ Ó Ó Ó Ó ÌÂ Ó appleèúô ÓÈ Ì Û ÛÙÔ ÏÂÌfiÓÈ Î È appleúôûı ÙÔ ÌÂ Ï ÁÔ Ï ÁÔ ÙÔ Ï È. Ÿappleˆ Î È ÙËÓ appleúôëáô ÌÂÓË ÂÎ Ô ÙË, ÙËÓ Ù Ú ÌÔÛ Ï Ù Ù ÙËÓ ÊÙÈ Ó Ó apple ÏÈ ÛÙËÓ ˆÓÛÙ ÓÙÈÓÔ appleôïë, fiù Ó ÙÔ È ÚÈ Ù Ó appleúôûèùfi. 50