ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΑΣΤΙΚΟΥ, ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Το εννοιολογικό περιεχόμενο του όρου «μεταβίβαση επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή τμήματος εκμετάλλευσης», στα πλαίσια της προστασίας των εργαζομένων, σε περίπτωση μεταβολής του προσώπου του εργοδότη. Εισηγήτρια: Κωστούλα Ι. Μαζαράκη, δικηγόρος ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2007
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ I. Εισαγωγή. 4 II. Μεταβολή στο πρόσωπο του εργοδότη και προστασία της θέσης εργασίας. 5 III. Μεταβολή στο πρόσωπο του εργοδότη και μεταβίβαση επιχείρησης. 7 IV. Εθνικό και Κοινοτικό νομοθετικό πλαίσιο (ισχύον και προγενέστερο) και προϋποθέσεις εφαρμογής του. 8 V. Έννοια επιχείρησης, εκμετάλλευσης και τμήματος εκμετάλλευσης. 15 VI. Έννοια του όρου «μεταβίβαση». Διατήρηση της ταυτότητας της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης. 20 α) το εννοιολογικό περιεχόμενο του όρου «μεταβίβαση» β) διατήρηση της ταυτότητας της επιχείρησης ή της εκμετάλλευσης 25 1. Γενικά 2. Η μεταβίβαση μερικών στοιχείων της επιχείρησης επηρεάζει την ταυτότητα της επιχείρησης; 29 3. Επηρεάζει τη διατήρηση της ταυτότητας της επιχείρησης η διακοπή της λειτουργίας της; 31 2
4. Επηρεάζουν την ταυτότητα της επιχείρησης οι μεταβολές που επιφέρει ο νέος φορέας στα στοιχεία που αποκτά; 32 5. Η ανάληψη του προσωπικού ως στοιχείο «μεταβίβασης» 34 6. Για τη διαπίστωση της μεταβίβασης είναι απαραίτητη η μεταβίβαση στοιχείων εκμετάλλευσης, με σκοπό την ίδια οικονομική διαχείριση; 36 VII. Μεταβίβαση ορισμένης δραστηριότητας ή λειτουργίας της επιχείρησης (outsourcing). 37 α) Έννοια και διακρίσεις 37 β) Νομική φύση της σύμβασης ανάθεσης λειτουργιών σε τρίτους 42 γ) Εξομοίωση outsourcing με μεταβίβαση τμήματος επιχείρησης 44 VIII. Τα έννομα αποτελέσματα της μεταβίβασης επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή τμήματος εκμετάλλευσης 57 α) Έννομες συνέπειες στο επίπεδο της ατομικής σύμβασης εργασίας 59 β) Έννομες συνέπειες στο επίπεδο των συλλογικών ρυθμίσεων 63 IX. Επίλογος 65 3
Ι. Εισαγωγή Το σύνολο των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας χαρακτηρίζεται από έναν έντονα προστατευτικό χαρακτήρα, τόσο της υπόστασης της σχέσης εργασίας, όσο και των πάσης φύσεως αξιώσεων που απορρέουν από αυτήν, με στόχο την προστασία του ασθενέστερου εργαζομένου έναντι του ισχυρότερου εργοδότη. Οι επιχειρηματικές αποφάσεις του εργοδότη για τη δράση της επιχείρησής του και τα οικονομικά αποτελέσματα που αυτές επιφέρουν επηρεάζουν άμεσα τα ατομικά και συλλογικά συμφέροντα των εργαζομένων που παρέχουν τις υπηρεσίες τους στην επιχείρηση. Οι επιπτώσεις αυτές που διαφέρουν κατά περίπτωση και η ανάγκη προστασίας των μισθωτών από την αφερεγγυότητα 1 του εργοδότη, προκάλεσαν την επέμβαση του νομοθέτη, τόσο σε εθνικό, όσο και σε κοινοτικό επίπεδο. Οι ρυθμίσεις για την προνομιακή κατάταξη των απαιτήσεων των εργαζομένων, όταν ο εργοδότης κηρύσσεται σε πτώχευση ή ορισμένο περιουσιακό στοιχείο του εκπλειστηριάζεται, για τις ομαδικές απολύσεις και τις απολύσεις για οικονομοτεχνικούς λόγους, για τη διατήρηση των εργασιακών δικαιωμάτων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων αποτελούν εκφάνσεις αυτής της νομοθετικής παρέμβασης. Αντικείμενο της παρούσας εργασίας αποτελεί η τελευταία από τις παραπάνω νομοθετικές παρεμβάσεις και συγκεκριμένα οι προϋποθέσεις υπαγωγής των προστατευτικών για τους μισθωτούς κανόνων δικαίου σε περίπτωση μεταβίβασης επιχείρησης ή εκμετάλλευσης ή τμήματος 1 Βλ. περισσότερα σε Δ. Σιδέρη, Επιπτώσεις της αφερεγγυότητας του εργοδότη στις εργασιακές σχέσεις, ΔΕΝ 2004/1841 επ. 4
εκμετάλλευσης, όπως οι κανόνες αυτοί εξελίχθηκαν στο πέρασμα του χρόνου και των νομοθετικών αλλαγών, κυρίως λόγω της ανάγκης ερμηνείας των όρων «μεταβίβαση επιχείρησης» και «ταυτότητα επιχείρησης» από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. ΙΙ. Μεταβολή στο πρόσωπο του εργοδότη και προστασία της θέσης εργασίας. Σύμφωνα με το άρθρο 651 ΑΚ «εάν δεν προκύπτει κάτι άλλο από τη συμφωνία ή από τις περιστάσεις, ο εργαζόμενος οφείλει να εκτελέσει αυτοπροσώπως την υποχρέωσή του και η αξίωση του εργοδότη στην εργασία είναι αμεταβίβαστη». Τούτο σημαίνει ότι ο εργαζόμενος είναι υποχρεωμένος να παρέχει τις υπηρεσίες του μόνο στον εργοδότη με τον οποίο έχει συνάψει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, ενώ ο εργοδότης δεν μπορεί να υποχρεώσει τον εργαζόμενο να προσφέρει την εργασία του σε τρίτο πρόσωπο. Η παραπάνω ρύθμιση, η οποία αποτελεί έκφανση της βασικής αρχής του ενοχικού δικαίου, σύμφωνα με την οποία για τη μεταβίβαση κάθε ενοχικής σχέσης απαιτείται η συμφωνία των μερών και εκδήλωση του προσωποπαγούς χαρακτήρα της σύμβασης εργασίας, δεν αποτελεί, στους κόλπους του εργατικού δικαίου τον κανόνα και τούτο γιατί αποτέλεσε δικαιοπολιτική επιλογή να μην επηρεάζονται οι εργασιακές σχέσεις από τις αλλαγές στο πρόσωπο του εργοδότη, εφόσον η επιχείρηση, στην οποία υφίστανται, συνεχίζει να λειτουργεί. Η δικαιοπολιτική αυτή επιλογή εκφράσθηκε αρχικά με τα άρθρα 6 παρ. 1 του ν. 2112/1920 και 9 παρ. 1 του β.δ. 16/18.07.1920, τα οποία ορίζουν ότι η μεταβολή του προσώπου του εργοδότη, με οποιονδήποτε τρόπο 5
και εάν γίνεται, δεν επηρεάζει την εφαρμογή των διατάξεων για τη καταγγελία της σύμβασης εργασίας. Επίσης, το άρθρο 6 παρ. 2 του ν. 3239/1955 προέβλεπε ότι οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα που προκύπτουν από τη συλλογική σύμβαση εργασίας μεταβιβάζονται αυτοδικαίως στους διαδόχους του εργοδότη που δεσμεύονται από αυτήν. Όλες οι παραπάνω νομοθετικές διατάξεις στοχεύουν στην προστασία της θέσης εργασίας, η οποία νοείται, είτε ως προστασία της υπόστασης της εργασιακής σχέσης (διατήρηση της θέσης εργασίας), είτε ως προστασία του περιεχομένου της (προστασία από την μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας). Η νομολογία 2 βασίσθηκε στις παραπάνω νομοθετικές διατάξεις για να διαπλάσει ένα γενικό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο όποιος με οποιονδήποτε τρόπο και με οποιαδήποτε νομική μορφή διαδέχεται ή υποκαθιστά ορισμένο εργοδότη στην ασκούμενη από αυτόν επιχείρηση ή δραστηριότητα υπεισέρχεται αυτοδικαίως στη θέση του αρχικού εργοδότη σε ότι αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις υφιστάμενες συμβάσεις εργασίας, χωρίς να απαιτείται η συναίνεση του εργαζομένου και χωρίς να ενδιαφέρει η βούληση του μεταβιβάζοντος και του διαδόχου, υπό τον όρο ότι ο νέος φορέας συνεχίζει την ίδια δραστηριότητα ή επιχείρηση του προκατόχου του και, κατά συνέπεια, διατηρείται η ταυτότητά της, χωρίς να ενδιαφέρει εάν διατηρείται ο τίτλος ή η νομική μορφή της. Με τον τρόπο αυτό, η μεταβολή του προσώπου του εργοδότη αφήνει ανεπηρέαστες την υπόσταση και το περιεχόμενο των σχέσεων εργασίας, με αποτέλεσμα ο εργαζόμενος να διατηρεί έναντι του νέου εργοδότη 2 Βλ. Δ. Ζερδελή, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, σελ. 573 και εκεί παραπομπές στη νομολογία. 6
όλα τα δικαιώματα από τη σύμβαση εργασίας του, η οποία εξακολουθεί να λειτουργεί με τους ίδιους όρους και συνθήκες. Ο παραπάνω κανόνας της αυτοδίκαιης μεταβίβασης των εργασιακών σχέσεων βασίσθηκε στην παραδοχή ότι ο εργαζόμενος συνδέεται κατά κανόνα με την επιχείρηση στην οποία εντάσσεται και παρέχει την εργασία του και όχι με το φορέα της επιχείρησης, με τον οποίο συνήψε τη σύμβαση εργασίας του. Οι σχέσεις εργασίας, επομένως, δεν υφίστανται μόνο μέσα στην επιχείρηση, αλλά με την επιχείρηση και αποτελούν παρακολούθημα των θέσεων εργασίας 3. Οι εργασιακές σχέσεις αποτελούν για τον εργοδότη ένα είδος «βάρους» για την επιχείρηση, εφόσον ο υποψήφιος αγοραστής της θα πρέπει να υπολογίσει ότι με την εξαγορά της θα καταστεί απεριόριστα υπεύθυνος για όλες τις υφιστάμενες και μέλλουσες απαιτήσεις από τις υφιστάμενες συμβάσεις εργασίας. Μάλιστα, οι εν λόγω προστατευτικές νομοθετικές ρυθμίσεις αποτελούν αναγκαστικό δίκαιο και είναι άκυρες ως προς το μισθωτό αντίθετες συμφωνίες, όπως και η παραίτησή του από τα δικαιώματα που του αναγνωρίζει το δίκαιο. ΙΙΙ. Μεταβολή στο πρόσωπο του εργοδότη και μεταβίβαση επιχείρησης. Η μεταβίβαση των επιχειρήσεων αποτελεί τη συνηθέστερη περίπτωση μεταβολής του προσώπου του εργοδότη. Οι όροι «εξαγορά», «απορρόφηση», «διάσπαση», οι οποίοι ανήκουν στον κλάδο του εμπορικού δικαίου, είναι μερικοί από αυτούς που προσδιορίζουν τις 3 Κ. Μπακόπουλος, Εξαγορά επιχείρησης και εργασιακές σχέσεις, ΔΕΕ 2000/1191 επ. 7
πιο συνηθισμένες μορφές μεταβίβασης επιχειρήσεων. Οι διατάξεις των άρθρων 75, 79, 80, 81, 82, 85, 88 και 89 του ν. 2190/1920, 4 ν. 2292/1953 και 51, 53 και 55 του ν. 3190/1955 αποτελούν ειδικούς κανόνες εμπορικού δικαίου, οι οποίοι θεσπίζουν τη συνέχιση των εργασιακών σχέσεων στο πρόσωπο του νέου εργοδότη, όταν ο αρχικός εργοδότης είναι εταιρία του εμπορικού δικαίου και η μεταβολή στο πρόσωπο του εργοδότη επέρχεται με μεταβολή που επέρχεται στην εταιρία. Η μεταβίβαση, όμως, μιας επιχείρησης, η οποία επιφέρει την εφαρμογή των προστατευτικών για τους εργαζομένους διατάξεων, είναι δυνατό να περιλάβει διάφορες μορφές, οι οποίες δεν είναι απαραίτητο να εντάσσονται στα πλαίσια του εμπορικού δικαίου και να αποτελούν τις «κλασικές» μορφές μεταβίβασης εταιρίας. Όλες αυτές οι μορφές μεταβίβασης επιχείρησης θα αναλυθούν εκτενώς σε ακόλουθα κεφάλαιο της παρούσας εργασίας. ΙV. Εθνικό και Κοινοτικό νομοθετικό πλαίσιο (ισχύον και προγενέστερο) και προϋποθέσεις εφαρμογής του. Ο προαναφερόμενος κανόνας της αυτοδίκαιης μεταβίβασης των εργασιακών σχέσεων και της διατήρησης αμετάβλητων των όρων εργασίας των μισθωτών που απασχολούνται στη μεταβιβαζόμενη επιχείρηση κατοχυρώθηκε και νομοθετικά με το π.δ. 572/1988, το οποίο εκδόθηκε προκειμένου να εναρμονισθεί η ελληνική νομοθεσία με το κοινοτικό δίκαιο και συγκεκριμένα με την Οδηγία του Συμβουλίου της ΕΟΚ 77/187/14.02.1977 «περί προσεγγίσεως της νομοθεσίας των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων». 8
Πιο συγκεκριμένα, το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εκτιμώντας «ότι η οικονομική εξέλιξη επιφέρει επί εθνικού και κοινοτικού επιπέδου μεταβολές στη διάρθρωση των επιχειρήσεων, που πραγματοποιούνται, μεταξύ άλλων, δια μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, βιομηχανικών ή εμπορικών εγκαταστάσεων ή τμημάτων παρόμοιων εγκαταστάσεων σε άλλους επιχειρηματίες που προκύπτουν από εκχωρήσεις ή συγχωνεύσεις και ότι είναι απαραίτητη η θέσπιση διατάξεων για την προστασία των εργαζομένων σε περίπτωση αλλαγής του επιχειρηματικού φορέα και ιδιαίτερα προς εξασφάλιση της διατήρησης των δικαιωμάτων τους», εξέδωσε την παραπάνω Οδηγία, προβλέποντας ότι: α) εφαρμόζεται επί μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων σε άλλο επιχειρηματία, οι οποίες προκύπτουν από συμβατική εκχώρηση ή συγχώνευση, β) τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που δημιουργούνται για τον εκχωρητή από σύμβαση εργασίας ή από εργασιακή σχέση που υφίσταται κατά την ημερομηνία της μεταβίβασης, μεταβιβάζονται, εξαιτίας της μεταβίβασης αυτής, στον εκδοχέα, γ) μετά τη μεταβίβαση, ο εκδοχέας διατηρεί τους όρους εργασίας που έχουν συμφωνηθεί από συλλογική σύμβαση, κατά το ίδιο μέτρο που αυτοί έχουν προβλεφθεί για τον εκχωρητή, μέχρι την ημερομηνία καταγγελίας ή λήξης της συλλογικής σύμβασης ή της έναρξης ισχύος ή εφαρμογής άλλης συλλογικής σύμβασης εργασίας, δ) η μεταβίβαση επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων σε άλλο επιχειρηματία δεν συνιστά αυτή καθ εαυτή λόγο απόλυσης για τον εκχωρητή ή τον εκδοχέα, δεν εμποδίζονται, όμως, οι απολύσεις για λόγους οικονομικούς, τεχνικούς ή οργάνωσης που προϋποθέτουν μεταβολές στο επίπεδο της απασχόλησης και ε) εάν η σύμβαση εργασίας ή η εργασιακή σχέση καταγγελθεί λόγω του ότι η μεταβίβαση συνεπάγεται ουσιαστική μεταβολή των όρων εργασίας σε 9
βάρος του εργαζομένου, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας ή της εργασιακής σχέσης θεωρείται ότι επήλθε εξαιτίας του εργοδότη. Το π.δ. 572/1988 υιοθέτησε πλήρως τις ρυθμίσεις της παραπάνω Οδηγίας, με τη μόνη διαφορά ότι επέκτεινε το πεδίο εφαρμογής του και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η μεταβίβαση δεν στηρίζεται σε συμβατική εκποίηση ή συγχώνευση, αλλά επέρχεται εκ του νόμου. Επιπλέον, κάνοντας χρήση της δυνατότητας που παρείχε στον εθνικό νομοθέτη το άρθρο 7 της Οδηγίας 77/187/ΕΟΚ να εφαρμόζει ή να θεσπίζει διατάξεις ευνοϊκότερες για τους μισθωτούς, προέβλεψε στο άρθρο 8 αυτού, ότι «το διάταγμα αυτό δεν θίγει τυχόν υφιστάμενες ευνοϊκότερες για τους εργαζομένους ρυθμίσεις». Ως «ρύθμιση» νοείται κάθε διάταξη που προέρχεται από την κρατική εξουσία και ως «ευνοϊκότερη» νοείται κάθε ρύθμιση που διασφαλίζει στο μισθωτό αυξημένη προστασία σε σχέση με αυτήν που του παρέχουν οι διατάξεις του προεδρικού διατάγματος. Η ως άνω Οδηγία 77/187/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε από την Οδηγία 98/50 του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κωδικοποιήθηκε από την Οδηγία 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου «περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων. Στο προοίμιο της ως άνω Οδηγίας αναφέρεται ότι η κωδικοποίηση θεωρήθηκε απαραίτητη, κατόπιν της διευκρίνισης της έννοιας της μεταβίβασης από τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών 10
Κοινοτήτων. Στα ακόλουθα κεφάλαια της παρούσας εργασίας θα γίνει εκτενής αναφορά στη εν λόγω νομολογία. Πιο συγκεκριμένα, η Οδηγία 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων και τις ακόλουθες νέες, σε σχέση με το προγενέστερο καθεστώς, ρυθμίσεις: 1. η Οδηγία εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος εγκατάστασης ή επιχείρησης σε άλλον εργοδότη ως αποτέλεσμα νομικής μεταβολής ή συγχώνευσης. 2. Μεταβίβαση θεωρείται η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, είτε κυρίας, είτε δευτερεύουσας. 3. Η Οδηγία εφαρμόζεται σε ιδιωτικές ή δημόσιες επιχειρήσεις, οι οποίες ασκούν κερδοσκοπικές ή μη οικονομικές δραστηριότητες. Η διοικητική αναδιοργάνωση δημόσιων διοικητικών αρχών ή η μεταβίβαση διοικητικών καθηκόντων μεταξύ δημοσίων διοικητικών αρχών δεν θεωρείται μεταβίβαση. 4. Ως εργαζόμενος θεωρείται το πρόσωπο, το οποίο προστατεύεται στο οικείο κράτος μέλος ως εργαζόμενος δυνάμει της εθνικής εργατικής νομοθεσίας. 11
5. Δεν αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας οι συμβάσεις εργασίας ή οι εργασιακές σχέσεις με μοναδική αιτία τον αριθμό των ωρών εργασίας και το χαρακτήρα του ως συμβάσεις ορισμένου χρόνου ή πρόσκαιρου χαρακτήρα. 6. Οι διατάξεις της Οδηγίας δεν εφαρμόζονται στη μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος εγκατάστασης ή επιχείρηση, όταν ο εκχωρητής υπόκειται στη διαδικασία πτώχευσης ή σε οποιαδήποτε άλλη διαδικασία αφερεγγυότητας, η οποία κινήθηκε με σκοπό την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του εκχωρητή και η διαδικασία αυτή κινήθηκε υπό την εποπτεία της δημόσιας αρχής. Η παραπάνω κωδικοποιητική Οδηγία δεν έθιξε την υποχρέωση των κρατών μελών όσον αφορά στην προθεσμία μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο της Οδηγίας 98/50/ΕΚ, με την οποία ο εθνικός νομοθέτης συμμορφώθηκε με το ισχύον σήμερα π.δ. 178/2002 «μέτρα για την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβίβασης επιχείρησης επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων, σε συμμόρφωση με την Οδηγία 98/50/ΕΚ του Συμβουλίου». Με τις διατάξεις του π.δ. 178/2002 διατηρήθηκαν σε ισχύ 4 οι περισσότερες από τις προβλέψεις του προισχύοντος π.δ. 572/1988 και προστέθηκαν και οι παρακάτω νέες προβλέψεις: 4 Βλ. περισσότερα σε Β. Δούκα, Μεταβίβαση επιχειρήσεων και εργασιακές σχέσεις», ΕΕργΔ 2001/997 επ. 12
1. Η προστασία των εργαζομένων παρέχεται σε κάθε περίπτωση που επέρχεται μεταβολή στο πρόσωπο του εργοδότη στον ιδιωτικό τομέα, ανεξάρτητα από το εάν ο εργοδότης είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου και ανεξάρτητα από το εάν το αποτέλεσμα για την επίτευξη του οποίου δραστηριοποιείται είναι η επίτευξη του κέρδους. 2. Μεταβίβαση θεωρείται η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, είτε κυρίας, είτε δευτερεύουσας. 3. Επανακαθορίζονται οι όροι «μεταβιβάζων», «διάδοχος», «εκπρόσωποι των εργαζομένων» και «εργαζόμενος». 4. Τροποποιούνται οι ρυθμίσεις για τα συστήματα ασφάλισης του προσωπικού. 5. Οι διατάξεις του π.δ. δεν εφαρμόζονται στη μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος εγκατάστασης ή επιχείρηση, όταν ο μεταβιβάζων υπόκειται στη διαδικασία πτώχευσης ή σε οποιαδήποτε άλλη διαδικασία αφερεγγυότητας, η οποία κινήθηκε με σκοπό την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του και η διαδικασία αυτή κινήθηκε υπό την εποπτεία της δημόσιας αρχής. 6. Τροποποιείται η προστασία των εκπροσώπων των εργαζομένων κατά το χρόνο της μεταβίβασης της επιχείρησης. 13
7. Συμπληρώνονται τα θέματα τα σχετικά με την πληροφόρηση των εργαζομένων. Με τις παραπάνω τροποποιήσεις του νομοθετικού πλαισίου για τη μεταβίβαση των επιχειρήσεων, αποσαφηνίσθηκαν πολλά από τα ζητήματα που καλούνταν να αντιμετωπίσει, τόσο η εθνική, όσο η κοινοτική νομολογία σχετικά με το πεδίο εφαρμογής των κειμένων ρυθμίσεων, κυρίως όσον αφορά στην έννοια της μεταβίβασης. Τούτο διαπιστώνει κανείς, αναγιγνώσκοντας την έκθεση της Επιτροπής σχετικά με την Οδηγία 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου, η οποία συντάχθηκε την 18.06.2007 και αναφέρει ότι «μέχρι τις 31 Αυγούστου, το Δικαστήριο είχε εκδώσει βάση της οδηγίας 44 αποφάσεις, εκ των οποίων οι 40 αφορούσαν προδικαστικά ερωτήματα. Τριάντα από τις αποφάσεις είχαν σχέση με το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας και, κυρίως με την έννοια της μεταβίβασης. Η Οδηγία 98/50 προσδιορίζει την έννοια αυτή με βάση την πλούσια νομολογία του δικαστηρίου. Φαίνεται ότι αυτό εξηγεί για ποιο λόγο υπήρξε μόνο μια απόφαση για τις μεταβιβάσεις που πραγματοποιήθηκαν μετά την 17 η Ιουλίου του 2001 (προθεσμία για τη μεταφορά της Οδηγίας).». Η παρούσα εργασία θα αναλύσει, ακολούθως, τα στοιχεία του πραγματικού των κανόνων δικαίου που αναφέρθηκαν παραπάνω. Τα στοιχεία αυτά είναι δύο και συγκεκριμένα α) η ύπαρξη επιχείρησης ή εκμετάλλευσης ή τμήματος εκμετάλλευσης και β) η μεταβίβαση επιχείρησης ή εκμετάλλευσης ή τμήματος εκμετάλλευσης. 14
V. Έννοια επιχείρησης, εκμετάλλευσης και τμήματος εκμετάλλευσης Σύμφωνα με το άρθρο 2 του π.δ. 178/2002, οι διατάξεις αυτού εφαρμόζονται σε κάθε συμβατική ή εκ του νόμου μεταβίβαση ή συγχώνευση επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων σε άλλο εργοδότη. Το πρώτο ερώτημα που τίθεται, επομένως, είναι τι αποτελεί «επιχείρηση», «εγκατάσταση» και «τμήμα εγκατάστασης». Η επιχείρηση αποτελεί αντικείμενο μελέτης περισσότερων επιστημών, αλλά και κλάδων του δικαίου. Σύμφωνα με τον ορισμό που έχει επικρατήσει στο εμπορικό και φορολογικό δίκαιο, επιχείρηση 5 αποτελεί ένα σύνολο ποικίλων ανομοιογενών στοιχείων, όπως πραγμάτων, δικαιωμάτων, άυλων αγαθών, πραγματικών καταστάσεων και σχέσεων, το οποίο σύνολο αποτελεί οργανωμένη οικονομική οντότητα γύρω από το φορέα της (φυσικό ή νομικό πρόσωπο) και τείνει στην επίτευξη ενός κερδοσκοπικού σκοπού. Η επιχείρηση, επομένως, είναι οργανωμένη στη βάση μιας συγκεκριμένης επιχειρηματικής ιδέας και δραστηριότητας, οι οποίες αποτελούν προϊόν της διάνοιας του επιχειρηματία. Η επιχείρηση αποτελεί αυτή καθ εαυτή ένα ασώματο αντικείμενο άυλο αγαθό, η οποία διακρίνεται από τα επιμέρους άυλα αγαθά που εμπεριέχει, όπως για παράδειγμα η εμπορική επωνυμία, το σήμα, τα διακριτικά γνωρίσματα και τα τυχόν υφιστάμενα διπλώματα ευρεσιτεχνίας. Ο ορισμός του όρου «επιχείρηση», που γίνεται δεκτός στο εργατικό δίκαιο δεν είναι ταυτόσημος με τον ορισμό που δέχεται η οικονομική επιστήμη, αλλά έχει διευρυνθεί με τη νομολογία και τη θεωρία του 5 Βλ. Τ. Λιζάρδος, Ο διαχωρισμός συγκεκριμένων λειτουργιών ενός κλάδου ή τμήματος επιχείρησης από τον κύριο κορμό της οι φορολογικές και εργασιακές συνέπειες, ΔΕΕ 2002/958 επ. 15
εργατικού δικαίου. Ως επιχείρηση 6 στους κόλπους του εργατικού δικαίου, νοείται ένα σύνολο πραγμάτων, δικαιωμάτων, άυλων αγαθών και πραγματικών καταστάσεων (ακίνητα, κινητά, απαιτήσεις, πελατεία, καλή φήμη, απόρρητα, εμπορική πίστη κ.α.), τα οποία είναι οργανωμένα από το φορέα τους, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, σε οικονομική ενότητα για την επιδίωξη κερδοσκοπικού ή εν γένει οικονομικού σκοπού. Η εκμετάλλευση αποτελεί την οργανική ενότητα υλικών και άυλων μέσων, στο πλαίσιο της οποίας ο επιχειρηματίας, μόνος του ή με τους εργαζομένους που απασχολούνται σε αυτήν, επιδιώκει ορισμένους εργασιακούς, τεχνικούς παραγωγικούς σκοπούς. Η επιχείρηση και η εκμετάλλευση 7 απαρτίζονται από τα ίδια στοιχεία, με έναν επιπλέον απώτερο σκοπό, κατά κανόνα οικονομικό, τον οποίο και εξυπηρετεί η επιχείρηση. Η εκμετάλλευση εξυπηρετεί έναν εργασιακό τεχνικό σκοπό και η επιχείρηση έναν κερδοσκοπικό και εν γένει οικονομικό σκοπό. Η επιχείρηση εξυπηρετείται από περισσότερες εκμεταλλεύσεις, οι οποίες εξυπηρετούν με τη σειρά τους περισσότερους εργασιακούς τεχνικούς σκοπούς. Κάθε εκμετάλλευση διατηρεί την αυτοτέλειά της, τόσο έναντι της επιχείρησης, όσο και έναντι των υπολοίπων εκμεταλλεύσεων, πράγμα που συνεπάγεται τη δυνατότητα της εκμετάλλευσης να καταργηθεί ή να μεταβιβασθεί, χωρίς να θιγεί η υπόσταση της επιχείρησης. Τμήμα της εκμετάλλευσης αποτελεί μια οργανική ενότητα υλικών ή άυλων μέσων, η οποία είναι ενταγμένη στη γενικότερη οργανική 6 ΑΠ 650/1982 ΕΕργΔ 1982/648 επ., ΕφΑθ 5706/1985 ΕλΔ 1986/1252 7 Δ. Ζερδελής, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, σελ. 586. 16
ενότητα που αποτελεί η εκμετάλλευση και επιδιώκει εξακολουθητικά ένας επιμέρους εργατικό τεχνικό σκοπό. Το τμήμα της εκμετάλλευσης συνθέτει ένα οργανωτικό υποσύνολο μέσα στην εκμετάλλευση/ εγκατάσταση, το οποίο υλοποιεί ένα μέρος του παραγωγικού αποτελέσματος που επιδιώκεται εκεί, τελώντας σε τοπική, οργανωτική και λειτουργική ενότητα και εξάρτηση από αυτήν και δύναται να αποσπαστεί από αυτήν, χωρίς να διαταραχθεί η λειτουργία της εκμετάλλευσης κατά τις λοιπές δραστηριότητές της. Η απόσπαση του τμήματος δεν παρεμποδίζει τη συνέχιση της λειτουργίας της εκμετάλλευσης, έχοντας τη δυνατότητα να οδηγήσει, είτε στη δημιουργία μιας νέας αυτοτελούς εκμετάλλευσης, είτε στην ενσωμάτωσή του σε άλλη υφιστάμενη επιχείρηση. Τα τμήματα μιας εκμετάλλευσης εξαρτώνται από το μέγεθός της, οπότε και ανάλογα με την οργάνωσή της είναι δυνατό να υπάρχουν διάφορά τμήματα, όπως τμήμα προμηθειών, νομική υπηρεσία, τμήμα λογιστηρίου, τμήμα καθαριότητας, φύλαξης κ.α.. Έτσι, λ.χ., σε μια επιχείρηση που διατηρεί καταστήματα πώλησης, αποτελεί τμήμα εκμετάλλευσης το τμήμα παροχής τεχνικών υπηρεσιών στους πελάτες της που διατηρούν ορισμένα από τα καταστήματα. Ο όρος «εγκατάσταση» και «τμήμα εγκατάστασης» που χρησιμοποιείται στο π.δ. 187/2002 ταυτίζεται εννοιολογικά με τους όρους «εκμετάλλευση» και «τμήμα εκμετάλλευσης», όπως αναλύθηκαν παραπάνω. Μέχρι και την εφαρμογή του π.δ. 178/2002, είχε τεθεί το ερώτημα εάν στην έννοια της επιχείρησης υπάγονται οι δημόσιες υπηρεσίες, οι οποίες ασκούν δημόσια διοίκηση, όσον αφορά στο προσωπικό τους, το οποίο απασχολείται με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου. 17
Ειδικότερα, είχε απασχολήσει τη νομολογία 8, τόσο των εθνικών δικαστηρίων, όσο και του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εάν η Οδηγία 77/187/ΕΟΚ είχε εφαρμογή στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) εάν οι αρμοδιότητες μιας υπηρεσίας μεταφερθούν σε άλλη υπηρεσία ή ανατεθούν σε νέα ή υφιστάμενα νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή φυσικά πρόσωπα και β) εάν δραστηριότητα που ασκούνταν από φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ανατεθεί στο δημόσιο. Είχε κριθεί σχετικά ότι οι οργανωτικές αλλαγές στη δημόσια διοίκηση είναι δυνατό να προκαλέσουν για τους εργαζομένους τους ίδιους κινδύνους με αυτούς που προκαλούνται στη μεταβίβαση επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα, εφόσον και στις περιπτώσεις αυτές διακυβεύονται οι θέσεις και οι όροι εργασίας των μισθωτών και, κατά συνέπεια, οι δημόσιες επιχειρήσεις υπάγονται στην έννοια της επιχείρησης. Δεν αποτελούν, όμως, μεταβίβαση επιχείρησης η διαρθρωτική αναδιοργάνωση της δημόσιας διοίκησης ή η μεταβίβαση διοικητικών αρμοδιοτήτων από μια δημόσια αρχή σε άλλη και τούτο γιατί στις περιπτώσεις αυτές η μεταβίβαση αφορά δραστηριότητες, οι οποίες ανάγονται στην άσκηση δημόσιας εξουσίας 9. 8 ΑΠ 187/1979 ΕΕργΔ 1979/540, ΕφΑθ 2029/1970 ΔΕΝ 1970/909, απόφαση 15.10.1996, c 289/94 Henke, Συλλογή 1996, σελ. Ι 4849, σκέψεις 14 και 17, απόφαση 10.12.1998, C 173/96 C 247 96, Hidalgo κλπ., Συλλογή 1998, σ. Ι 8237, απόφαση 19.05.1992, C 29/91, Redmond Stichting, Συλλογή 1992, σ. Ι 5833, απόφαση 14.09.2000 (και προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα, Renato Collino κ.α.), υπόθεση c 348/98, Συλλογή 2000, σελ. Ι 06659, απόφαση 26.09.2000, Didier Mayeur, Υπόθεση C 175 /99, Συλλογή 2000, σελ. Ι 07755. 9 απόφαση 15.10.1996, c 289/94 Henke, Συλλογή 1996, σελ. Ι 4849, σκέψεις 14 και 17, απόφαση 14.09.2000 και προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα, Renato Collino κ.α., υπόθεση c 348/98, Συλλογή 2000, σελ. Ι 06659, με την οποία κρίθηκε ότι υφίσταται μεταβίβαση επιχείρησης όταν μια μονάδα, που εξασφαλίζει την εκμετάλλευση υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών προς χρήση του κοινού, την οποία διαχειρίζεται δημόσιος οργανισμός ενταγμένος στην κρατική διοίκηση αποτελεί το αντικείμενο, κατόπιν αποφάσεων των δημοσίων αρχών, μεταβίβασης, υπό τη μορφή διοικητικής παραχώρησης, σε εταιρία ιδιωτικού δικαίου που έχει συσταθεί από άλλο δημόσιο οργανισμό, ο οποίος κατέχει το σύνολο του κεφαλαίου της. 18
Η οριστική διασάφηση του εν λόγω θέματος έλαβε χώρα με την απόφαση Henke (15.10.1996, C 289/94, Συλλογή 1996, σελ. Ι 4849). Η παραπάνω υπόθεση έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων το ερώτημα εάν συνιστά μεταβίβαση επιχείρησης η μεταβίβαση διοικητικών αρμοδιοτήτων από ένα Δήμο ή μια Κοινότητα σε μια ένωση δήμων ή κοινοτήτων. Η Ολομέλεια του ΔΕΚ δέχθηκε ότι δεν συνιστά μεταβίβαση επιχείρησης η μεταβίβαση αδιοικητικών αρμοδιοτήτων από ένα νομικό πρόσωπο σε άλλο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και τούτο γιατί «όπως προκύπτει από το προοίμιο της Οδηγίας και συγκεκριμένα από την πρώτη αιτιολογική σκέψη, σκοπός της Οδηγίας είναι η προστασία των εργαζομένων από τις αρνητικές συνέπειες που ενδέχεται να έχουν για αυτούς οι διαρθρωτικές αλλαγές των επιχειρήσεων που επέρχονται λόγω της οικονομικής εξέλιξης επί εθνικού και κοινοτικού επιπέδου και οι οποίες πραγματοποιούνται, μεταξύ άλλων, με μεταβιβάσεις επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων σε άλλους επιχειρηματίες, κατόπιν εκχώρησης ή συγχώνευσης. Κατά συνέπεια, δεν συνιστά μεταβίβαση επιχείρησης.η διαρθρωτική αναδιοργάνωση της δημόσιας διοίκησης ή η μεταβίβαση διοικητικών αρμοδιοτήτων από μια δημόσια διοικητική αρχή σε άλλη.». Το ΔΕΚ στηρίχθηκε στο κριτήριο του κατά πόσο η δραστηριότητα που ασκείται στα πλαίσια του δημοσίου τομέα αποτελεί άσκηση δημόσιας εξουσίας ή όχι και έκρινε ότι οι δραστηριότητες που αποτελούν άσκηση δημόσιας εξουσίας δεν εμπίπτουν, εκ προοιμίου, στο προστατευτικό πεδίο της Οδηγίας, ακόμη και εάν οι δραστηριότητες αυτές ενέχουν οικονομικά στοιχεία. Η απόφαση Henke έθεσε ως κριτήριο για την εφαρμογή της Οδηγίας 77/187 στο δημόσιο τομέα: α) την άσκηση 19
δημόσιας εξουσίας από μια διοικητική μονάδα και β) η άσκηση δημόσιας εξουσίας να αποτελεί την κύρια δραστηριότητα της διοικητικής μονάδας και να μη γίνεται ευκαιριακά. Μετά την εφαρμογή του π.δ. 178/2002, προβλέπεται στο άρθρο 2 παρ. β αυτού ότι οι διατάξεις του εφαρμόζονται σε δημόσιες και ιδιωτικές επιχειρήσεις, οι οποίες ασκούν κερδοσκοπικές ή μη οικονομικές δραστηριότητες. Η διοικητική αναδιοργάνωση δημοσίων διοικητικών αρχών ή η μεταβίβαση διοικητικών αρμοδιοτήτων μεταξύ δημοσίων διοικητικών αρχών δεν θεωρείται ως μεταβίβαση κατά την έννοια του παρόντος διατάγματος. Η παραπάνω διάταξη αποτελεί αντιγραφή του άρθρου 1 παρ. γ της Οδηγίας 2001/23/ΕΚ, η οποία περιλαμβάνει ακριβώς όμοια ρύθμιση. VI. Έννοια του όρου «μεταβίβαση». Διατήρηση της ταυτότητας της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης. α) το εννοιολογικό περιεχόμενο του όρου «μεταβίβαση» Σύμφωνα με το άρθρο 2 του π.δ. 178/2002, οι διατάξεις αυτού εφαρμόζονται σε κάθε συμβατική ή εκ του νόμου μεταβίβαση ή συγχώνευση επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων σε άλλον εργοδότη. Το πρώτο ερώτημα που τίθεται, επομένως, είναι τι ακριβώς σημαίνει συμβατική μεταβίβαση και τι μεταβίβαση εκ του νόμου. Μεταβιβάζων, σύμφωνα με το άρθρο 2 του παραπάνω π.δ., νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο λόγω της μεταβίβασης χάνει την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, την εγκατάσταση ή το τμήμα 20
εγκατάστασης ή επιχείρησης, ενώ διάδοχος είναι το πρόσωπο, το οποίο λόγω της μεταβίβασης αποκτά την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, την εγκατάσταση ή το τμήμα εγκατάστασης ή επιχείρησης. Η μεταβολή του φορέα της επιχείρησης εκδηλώνεται με την ανάληψη της επιχείρησης από ένα νέο πρόσωπο, το οποίο είναι δυνατό, λαμβάνοντας νέα μέτρα για την αναδιοργάνωση της νεοαποκτηθείσας επιχείρησης να «απειλήσει» τους μισθωτούς. Η μεταβολή του προσώπου του εργοδότη μπορεί να επέλθει ως αποτέλεσμα μιας συμβατικής ή εκ του νόμου έννομης σχέσης. Οι νομικοί τρόποι που μπορεί να επέλθει η μεταβολή είναι ποικίλοι 10. Η μεταβίβαση είναι δυνατό να συμβεί με πώληση, με κληρονομική διαδοχή, με εκμίσθωση, συγχώνευση ή διάσπαση εταιριών, εισφορά σε εταιρία, δωρεά, γονική παροχή, κατακύρωση σε πλειστηριασμό, διάλυση κοινοπραξίας, μετατροπή ατομικής επιχείρησης σε εταιρία. Η μεταβίβαση επιχείρησης αποτελεί ένα πραγματικό γεγονός 11 και αυτό είναι το μόνο που ενδιαφέρει κατά την κρίση για το εάν υφίσταται ή όχι μεταβίβαση. Οι κίνδυνοι που γεννώνται για τους μισθωτούς δεν απορρέουν από τη νομική αιτία που προκάλεσε τη μεταβολή στο πρόσωπο του εργοδότη. Τούτο σημαίνει ότι είναι παντελώς αδιάφορα τα ακόλουθα στοιχεία: 10 Εφ Αθ 2398/2006 ΔΕΕ 2006/1183, ΑΠ 1478/2006, Νόμος, ΑΠ 1850/2006, ΧΡΙΔ 2007/258, ΑΠ 647/2003, ΝοΒ 2004/37, ΕΦΔ 1/2002, ΔΩΔΝΟΜ 2003/177, ΑΠ 988/1996, ΔΕΝ 1997/112, Εφ Αθ 4719/1992, ΕλΔ 1993/384, Β. Δούκα, Μεταβίβαση επιχείρησης και ατομικές εργασιακές σχέσεις, σελ. 71 επ. και πλούσια νομολογία. 11 Β. Δούκα, Μεταβίβαση επιχείρησης και ατομικές εργασιακές σχέσεις, σελ. 71 επ. και πλούσια νομολογία. 21
1. η νομική αιτία που προκάλεσε τη μεταβολή στο πρόσωπο του εργοδότη, η νομική μορφή της αιτίας και η ακυρότητα των πράξεων με τις οποίες συντελείται 12, 13. 2. ο νομικός τρόπος με τον οποίο επέρχεται η μεταβολή στο πρόσωπο του νέου εργοδότη, εάν, δηλαδή, η μεταβίβαση συντελείται με σύμβαση, με μονομερή δικαιοπραξία, με δικαστική απόφαση, με νομοθετική διάταξη ή με άλλον τρόπο 14. 3. η νομική σχέση του φορέα της επιχείρησης με τα υλικά και άυλα μέσα που συνθέτουν την επιχείρηση, όπως εάν είναι κύριος, μισθωτής ή χρησάμενος αυτών. 4. ο χρόνος παραμονής του διαδόχου στην επιχείρηση που μεταβιβάστηκε και τούτο γιατί ακόμη και ο ελάχιστος χρόνος παραμονής αρκεί για την εφαρμογή των παραπάνω προστατευτικών για τους εργαζομένους διατάξεων. 5. εάν έγιναν ή όχι διαδοχικές μεταβιβάσεις της επιχείρησης και τούτο γιατί κάθε νέος φορέας της επιχείρησης καθίσταται διάδοχος όλων των προηγούμενων. 12 Εάν και υπήρξαν αποφάσεις (ΠΠρΑθ 1612/1951 ΕΕργΔ 1951/458, Ειρ Αθ 323/1972 ΕΕργΔ 1973/216) που απαιτούσαν την ύπαρξη νομικής σχέσης ανάμεσα στον παλαιό και νέο φορέα της επιχείρησης. 13 Εφ ΑΘ 2398/2006, ΔΕΕ 2006/1183, ΑΠ 647/2003, ΝοΒ 2004/37, Εφ Θες 2549/2002, ΔΕΕ 2003/455, ΑΠ 988/1996, ΔΕΝ 1997/1121, 14 Εχει υποστηριχθεί (ΕφΑΘ 10421/1986 ΕΕργΔ 1987/341, απ 530/1990 ΕΕργΔ 1990/724) ότι η λύση του νομικού προσώπου εξομοιώνεται με το θάνατο του φυσικού προσώπου και επιφέρει λύση της σύμβασης εργασίας, θέση, όμως, που δεν μπορεί να θεωρηθεί σωστή (Β. Δούκα, Μεταβίβαση επιχείρησης και ατομικές εργασιακές σχέσεις, σελ. 75 και 76), και τούτο γιατί θα πρέπει να εξετάζεται η τύχη της επιχείρησης μετά τα λύση του. Εάν η επιχείρηση διακόπτεται, τότε δεν τίθεται ζήτημα προστασίας των μισθωτών, εάν, όμως, μετά τη λύση υπεισέρχεται ένα νέο πρόσωπο στη θέση του φορέα της επιχείρησης, τότε υφίσταται μεταβίβαση επιχείρησης και οι συμβάσεις εργασίας συνεχίζονται με εργοδότη το νέο φορέα της επιχείρησης. 22
6. εάν η μεταβίβαση έχει οριστικό ή παροδικό χαρακτήρα ή εάν έγινε για ορισμένο ή αόριστο χρόνο. Ενόψει των παραπάνω, επομένως, η αυτοδίκαιη μεταβίβαση των εργασιακών σχέσεων επέρχεται με μόνο το πραγματικό γεγονός της μεταβολής στο πρόσωπο του φορέα της επιχείρησης. Δεν υφίσταται μεταβίβαση επιχείρησης όταν το μεταβαλλόμενο στοιχείο δεν είναι ο εργοδότης, αλλά άλλα στοιχεία που συνθέτουν την επιχείρηση. Πιο συγκεκριμένα: 1. όταν ο εργοδότης είναι νομικό πρόσωπο και μεταβάλλονται στοιχεία που συνδέονται με την εσωτερική δομή και λειτουργία του, χωρίς να μεταβάλλεται το νομικό πρόσωπο, όπως στις περιπτώσεις αλλαγής των μετόχων της εταιρίας ή των προσώπων που αποτελούν το διοικητικό συμβούλιο αυτής ή εξαγοράς του πλειοψηφικού πακέτου των μετοχών της εταιρίας 15. Στις περιπτώσεις που ασκείται υπό εταιρικό φορέα, ο εργοδότης είναι το νομικό πρόσωπο, ενώ ο μέτοχος είναι τρίτο πρόσωπο, όσον αφορά στη σύμβαση εργασίας. Σε κάθε περίπτωση, επομένως, εξαγοράς και γενικότερα εταιρικού μετασχηματισμού, πρέπει να εξετάζεται εάν με την εξαγορά ή το μετασχηματισμό επήλθε αλλαγή στο νομικό πρόσωπο που είναι ο αντισυμβαλλόμενος του εργαζομένου 16. Η μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης υπάγεται στην έννοια της πώλησης πράγματος και επιφέρει αλλαγή στο πρόσωπο του εργοδότη, ενώ η μεταβίβαση συμμετοχής επί του νομικού προσώπου (απόκτηση μετοχικού 15 ΑΠ 647/2003, ΝοΒ 2005/107. 16 Κ. Μπακόπουλος, Εξαγορά επιχείρησης και εργασιακές σχέσεις, ΔΕΕ 12/2000. 23
κεφαλαίου share deal) συνιστά μεταβίβαση δικαιώματος και δεν επιφέρει μεταβολή του φορέα της επιχείρησης. Επίσης, δεν συνιστούν μεταβίβαση επιχείρησης, η μετατροπή εταιρίας ορισμένου είδους σε εταιρία άλλου τύπου, αφού ο εταιρικός τύπος δεν επηρεάζει την ταυτότητα του φορέα της επιχείρησης και η δημιουργία εταιρίας συμμετοχών (holding), χωρίς να μεταβιβαστούν σε αυτήν λειτουργικές αρμοδιότητες των αρχικών εταιριών. Η συγχώνευση εταιρίας με απορρόφηση, η συγχώνευση 17 με την ίδρυση νέας εταιρίας και η διάσπαση εταιρίας αποτελούν περιπτώσεις μεταβίβασης επιχείρησης. Διάδοχοι είναι η απορροφούσα εταιρία και οι νέες εταιρίες αντίστοιχα, οι οποίες υπεισέρχονται στις υφιστάμενες συμβάσεις εργασίας. 2. στη σύμβαση management 18 (η σύμβαση με την οποία μια επιχείρηση αναλαμβάνει έναντι ανταλλάγματος να διοικήσει την επιχείρηση του άλλου συμβαλλόμενου για λογαριασμό και με κίνδυνο του τελευταίου), στην οποία έχουμε μεταβίβαση της εξουσίας διοίκησης της επιχείρησης σε τρίτο πρόσωπο, ωστόσο ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης παραμένει ο ίδιος. 3. όταν αναδιοργανώνεται η επιχείρηση ή μεταβάλλεται το αντικείμενο της δραστηριότητας. 17 Χ. Τσιμπούκης, Η συσχέτιση των πηγών του εργατικού δικαίου σε περίπτωση συγχώνευσης επιχειρήσεων, ΕΕργΔ 2002/1457 επ. 18 Σ. Γεωργιάδης, Η σύμβαση δικαιόχρησης και διαχείρισης επιχείρησης, ΧρΙδ Γ/2003. 24
4. η μετακίνηση του μισθωτού μεταξύ περισσότερων επιχειρήσεων του ίδιου εργοδότη, με την πρόβλεψη σχετικού όρου στη σύμβαση εργασίας του 19. 5. ο δανεισμός του εργαζομένου και η λύση της σύμβασης εργασίας που τον συνέδεε με ένα εργοδότη και η σύναψη νέας σύμβασης εργασίας με άλλο πρόσωπο. 6. η μεταβίβαση της δραστηριότητας μιας επιχείρησης σε νέα επιχείρηση, με σχετική νομοθετική πρόβλεψη για τη μεταφορά του προσωπικού της παλαιάς επιχείρησης στη νέα, με υποχρεωτική διατήρηση των υφιστάμενων όρων εργασίας 20. β) διατήρηση της ταυτότητας της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης. 1. Γενικά Βασική προϋπόθεση για την αυτοδίκαιη μεταβίβαση των εργασιακών σχέσεων στο διάδοχο της επιχείρησης είναι η διατήρηση της ταυτότητας της επιχείρησης. Η διατήρηση της ταυτότητας της επιχείρησης συνεπάγεται τη διατήρηση των όρων των σχέσεων εργασίας. Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από το άρθρο 1 του π.δ. 178/2002 και της Οδηγίας 2001/23/ΕΚ, μεταβίβαση θεωρείται η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων, με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, είτε κύριας, είτε δευτερεύουσας. 19 Βλ. διάφορους προβληματισμούς σε σχέση με τη συγκεκριμένη περίπτωση σε Β. Δούκα, Μεταβίβαση επιχείρησης και ατομικές εργασιακές σχέσεις, σελ. 100. 20 Ν. 2338/1995 και 2638/1999. 25
Επομένως, για να υφίσταται μεταβίβαση επιχείρησης είναι απαραίτητο: α) να υφίσταται οικονομική μονάδα, που ασκεί οικονομική δραστηριότητα, β) η επιχείρηση να διατηρεί την ταυτότητά της υπό το νέο φορέα και γ) να συνεχίζει τη λειτουργία της. Σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΚ 21, η μεταβίβαση πρέπει να αφορά οικονομική μονάδα, οργανωμένη επί μονίμου βάσεως, η δραστηριότητα της οποίας δεν περιορίζεται στην εκτέλεση συγκεκριμένου έργου. Η έννοια της μονάδας, επομένως, αναφέρεται σε ένα οργανωμένο σύνολο προσώπων και στοιχείων που καθιστά δυνατή την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας και επιδιώκει ίδιο σκοπό. Η μονάδα αυτή, παρά το γεγονός ότι πρέπει να είναι επαρκώς οργανωμένη και αυτοτελής, δεν περιλαμβάνει απαραίτητα ενσώματα ή αύλα στοιχεία ενεργητικού. Σε ορισμένους, τομείς, μάλιστα, όπως θα αναλυθεί εκτενώς παρακάτω, τα στοιχεία του ενεργητικού είναι μειωμένα και η δραστηριότητα στηρίζεται κατά κύριο λόγο στο εργατικό δυναμικό. Με τον τρόπο αυτό, ένα οργανωμένο σύνολο εργαζομένων, οι οποίοι έχουν ενταχθεί ειδικά και σταθερά σε μια κοινή δραστηριότητα είναι δυνατό, ελλείψει άλλων συντελεστών παραγωγής, να αντιστοιχεί σε μια οικονομική μονάδα. 21 Απόφαση 19.09.1995, C 48/94, Rygaard, Συλλογή 1995, σ. Ι 2745, Απόφαση 11.03.1997, C 13/95,Suzen, Συλλογή 1997, σ. Ι 1259, Απόφαση 24.01.2002, C 51/00, Temco Service Industries k.a., Συλλογή 2002, σ. Ι 00969, Απόφαση 15.12.2005, C 233/04, Nurten Gney Grees, Απόφαση 02.12.1999, Υπόθεση C 234/98, Allen, Συλλογή 1999, σ. I 08643, Απόφαση 10.12.1998, Υποθέσεις C 173/96 και C 247/96, Hidalgo, Συλλογή, 1998, σ. Ι 08237, απόφαση 10.12.1998, υποθέσεις C 127/96, C 229/ 96 και C 74/97, Vidal sa κ.α. Συλλογή, 1998, Ι 08179. 26
Η κρίση για τη διατήρηση ή όχι της ταυτότητας της οικονομικής μονάδας εξαρτάται από τη συνολική εκτίμηση των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης. Σύμφωνα με τη νομολογία 22 του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των ελληνικών δικαστηρίων κρίσιμα στοιχεία είναι τα ακόλουθα: i. το είδος της επιχείρησης ή της εγκατάστασης για την οποία πρόκειται, ii. η μεταβίβαση ή μη των υλικών στοιχείων (κτίρια, μηχανήματα κ.α.) iii. η μεταβίβαση ή μη άυλων στοιχείων και η αξία τους, iv. η πρόσληψη ή μη ενός μεγάλου μέρους του εργατικού δυναμικού από το νέο φορέα της επιχείρησης, v. η μεταβίβαση ή μη της πελατείας, vi. ο βαθμός ομοιότητας των δραστηριοτήτων που ασκούνταν πριν και μετά τη μεταβίβαση της επιχείρησης ή της εκμετάλλευσης και η διάρκεια της ενδεχόμενης διακοπής των δραστηριοτήτων αυτών. 22 Απόφαση 19.09.1995, C 48/94, Rygaard, Συλλογή 1995, σ. Ι 2745, Απόφαση 11.03.1997, C 13/95,Suzen, Συλλογή 1997, σ. Ι 1259, Απόφαση 24.01.2002, C 51/00, Temco Service Industries k.a., Συλλογή 2002, σ. Ι 00969, Απόφαση 15.12.2005, C 233/04, Nurten Gney Grees, Απόφαση 02.12.1999, Υπόθεση C 234/98, Allen, Συλλογή 1999, σ. I 08643, Απόφαση 10.12.1998, Υποθέσεις C 173/96 και C 247/96, Hidalgo, Συλλογή, 1998, σ. Ι 08237, απόφαση 10.12.1998, υποθέσεις C 127/96, C 229/ 96 και C 74/97, Vidal sa κ.α. Συλλογή, 1998, Ι 08179, ΑΠ 1850/2006 ΧρΙΔ 2007/258, ΜΠρΘες 10700/2006 Αρμ 2006/735, Εφ Αθ 3669/2005, ΔΕΕ 2006/93, ΑΠ 1673/2002 Νόμος, 27
Τα παραπάνω στοιχεία αποτελούν τις επιμέρους πτυχές της συνολικής εκτίμησης που επιβάλλεται να πραγματοποιείται για να κριθεί εάν διατηρείται η ταυτότητα της επιχείρησης και, κατά συνέπεια, δεν μπορούν να εκτιμηθούν μεμονωμένα. Η σημασία που πρέπει να δοθεί στα παραπάνω κριτήρια ποικίλλει ανάλογα με την ασκούμενη δραστηριότητα και, μάλιστα, τη μέθοδο παραγωγής και εκμετάλλευσης που χρησιμοποιούνταν στην επιχείρηση, στην εγκατάσταση ή στο τμήμα της εγκατάστασης περί των οποίων πρόκειται 23. Εφόσον μια οικονομική μονάδα είναι δυνατό να λειτουργεί χωρίς σημαντικά ενσώματα ή άυλα περιουσιακά στοιχεία, η διατήρηση της ταυτότητας μιας τέτοιας μονάδας, πέρα από τα όρια των εργασιών που αποτελούν το αντικείμενο της δραστηριότητάς της, δεν μπορεί να εξαρτάται από την εκχώρηση τέτοιων στοιχείων. Η ταυτότητα της οικονομικής μονάδας είναι δυνατό να προκύπτει από το προσωπικό της, τη στελέχωσή της, την οργάνωση των εργασιών της, τις μεθόδους λειτουργίας της ή ενδεχομένως και τα μέσα λειτουργίας της. Ενόψει των παραπάνω βασικών κριτηρίων, ανέκυψαν τρία ερωτήματα, τα οποία απασχόλησαν τη νομολογία. Ειδικότερα, τα ζητήματα που τέθηκαν είναι: α) εάν διατηρείται η ταυτότητα της επιχείρησης, όταν ο νέος ο φορέας δεν αναλαμβάνει το σύνολο των στοιχείων που την απαρτίζουν, β) εάν επηρεάζει τη διατήρηση της ταυτότητας της επιχείρησης η διακοπή της λειτουργίας της και γ) εάν επηρεάζουν την ταυτότητα της επιχείρησης οι μεταβολές που επιφέρει ο νέος φορέας στα στοιχεία που αποκτά; 23 Suzen, Συλλογή 1997, σ. Ι 1259, Απόφαση 24.01.2002, C 51/00, Υποθέσεις C 173/96 και C 247/96, Hidalgo, Συλλογή, 1998, σ. Ι 08237. 28
2. Η μεταβίβαση μερικών στοιχείων της επιχείρησης επηρεάζει την ταυτότητα της επιχείρησης; Η ταυτότητα της επιχείρησης προσδιορίζεται από το σύνολο των στοιχείων που την απαρτίζουν, όπως οι εγκαταστάσεις, ο τεχνικός και τεχνολογικός εξοπλισμός, η εσωτερική οργάνωση, τα απόρρητα, τα δικαιώματα ευρεσιτεχνίας, η πελατεία, η επωνυμία, ο διακριτικός τίτλος, η φήμη. Τίθεται, επομένως, το ερώτημα εάν η μεταβίβαση μερικών μόνο από τα στοιχεία αυτά συνιστά μεταβίβαση επιχείρησης και όχι μεταβίβαση κάποιων μεμονωμένων περιουσιακών στοιχείων. Ενόψει του σκοπού του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου έχει γίνει δεκτό ότι η μεταβίβαση επιχείρησης ή εγκατάστασης ή τμήματος εγκατάστασης δεν συνεπάγεται τη μεταβίβαση του συνόλου των στοιχείων της μεταβιβαζόμενης μονάδας. Κρίσιμο, συνεπώς, είναι να κριθεί εάν ο νέος φορέας της επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος εγκατάστασης αποκτά τόσα και τέτοια στοιχεία από την επιχείρηση, έτσι ώστε να καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι στο νέο φορέα περιέρχεται η επιχείρηση, εγκατάσταση ή τμήμα εγκατάστασης που κατείχε ο προηγούμενος φορέας και με τον τρόπο αυτό ο διάδοχος δύναται να συνεχίσει τη λειτουργία της μεταβιβαζόμενης μονάδας για την πραγμάτωση συγκεκριμένων εργατοτεχνικών σκοπών 24. Η κρίση για το εάν υφίσταται μεταβίβαση επιχείρησης σε αυτές τις περιπτώσεις πρέπει να διέρχεται δύο στάδια, το πρώτο στάδιο κατά το οποίο θα αξιολογείται η συμβολή καθενός από τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία στην ανάπτυξη της δραστηριότητας της επιχείρησης και το 24 Αναλυτικά σε Β. Δούκα, Μεταβίβαση επιχείρησης και ατομικές εργασιακές σχέσεις, σελ. 117 επ και Δ. Ζερδελή, Ατομικές Εργασιακές σχέσεις, σελ. 592 επ. 29
δεύτερο στάδιο, κατά το οποίο θα εκτιμάται το σύνολο των στοιχείων που μεταβιβάζονται. Στη γερμανική νομολογία 25 γίνεται κατά την παραπάνω αξιολόγηση διάκριση μεταξύ των επιχειρήσεων ή των εκμεταλλεύσεων παραγωγής προϊόντων και των εμπορικών επιχειρήσεων ή εκμεταλλεύσεων, που παρέχουν υπηρεσίες. Στην περίπτωση των επιχειρήσεων ή εκμεταλλεύσεων παραγωγής προϊόντων, τα υλικά περιουσιακά στοιχεία, όπως τα ακίνητο, τα μηχανήματα, ο τεχνικό εξοπλισμός αποτελούν ουσιώδη στοιχεία και, χωρίς τη μεταβίβασή τους είναι δυνατή η συνέχιση της λειτουργίας της επιχείρησης. Αντίθετα, στις εμπορικές επιχειρήσεις, ουσιώδη στοιχεία αποτελούν τα άυλα περιουσιακά στοιχεία, όπως είναι η επωνυμία, η τεχνογνωσία, η σταθερή πελατεία. Και σε αυτές τις περιπτώσεις, όμως, είναι απαραίτητο να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, καθώς και εάν τα μεταβιβαζόμενα ουσιώδη στοιχεία διατηρούν τη μεταξύ τους λειτουργική και οργανική σύνδεση που είναι αναγκαία για την πραγμάτωση των σκοπών επιχείρησης. Έτσι, δεν υφίσταται μεταβίβαση επιχείρησης: α) όταν ο διάδοχος αποκτά στοιχεία της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης μετά τη διακοπή της δραστηριότητας της και τούτο γιατί δεν αποκτά ζωντανό οργανισμό αλλά μεμονωμένα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία είναι δυνατό να αποτελέσουν μια νέα επιχείρηση ή εκμετάλλευση, β) όταν τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία ενσωματώνονται σε μία ήδη υφιστάμενη επιχείρηση, γ) όταν κάποιος μισθώνει έναν επαγγελματικό χώρο για 25 Δ. Ζερδελή, Ατομικές Εργασιακές σχέσεις, σελ. 596 επ. 30
την άσκηση δραστηριότητας, όμοιας με εκείνη που ασκούνταν προηγουμένως 26. 3. Επηρεάζει τη διατήρηση της ταυτότητας της επιχείρησης η διακοπή της λειτουργίας της; Εφόσον αποφασιστικό κριτήριο για τη μεταβίβαση επιχείρησης είναι η διατήρηση της ταυτότητας της επιχείρησης υπό το νέο φορέα της. Η διακοπή της δραστηριότητας της επιχείρησης είναι κρίσιμη γιατί μπορεί να οδηγήσει στην απώλεια της ταυτότητάς της. Τα στοιχεία που συνθέτουν την επιχείρηση είναι πιθανό να απωλέσουν τη μεταξύ τους ενότητα και με τον τρόπο αυτό να πάψουν να αποτελούν «σύνθεση» στο χώρο των συναλλαγών και να εμφανίζονται πλέον ως μεμονωμένα στοιχεία. Η διακοπή της επιχείρησης είναι πιθανό να δημιουργήσει την εντύπωση στους συναλλασσόμενους ότι η επιχείρηση έπαψε να υφίσταται, με αποτέλεσμα να χαθεί η πελατεία και η φήμη της. Η επέλευση των παραπάνω συνεπειών κρίνεται στη συγκεκριμένη κάθε φορά περίπτωση, σε συνάρτηση με τη διάρκεια του χρόνου της διακοπής, την αιτία της διακοπής, το είδος της επιχείρησης, τη φήμη της, τον κύκλο των πελατών της, τη συμπεριφορά του φορέα της στο διάστημα της διακοπής, η οποία είναι πιθανό να δημιουργήσει την εντύπωση ότι η επιχείρηση εξακολουθεί να υφίσταται. Δεν αποτελούν διακοπή της επιχείρησης και δεν υπάγονται στην παραπάνω περίπτωση η αναστολή των εργασιών μιας εποχιακής επιχείρησης, η συντήρηση ή η αντικατάσταση του εξοπλισμού της 26 ΑΠ 18/1991, ΕΕργΔ 1992/125. 31
επιχείρησης, η αναδιοργάνωση της επιχείρησης, η μεταφορά των εγκαταστάσεων της σε άλλο τόπο. Η νομολογία 27 έχει κρίνει ότι υφίσταται μεταβίβαση επιχείρησης και, κατά συνέπεια, εφαρμόζονται οι προστατευτικές για τους εργαζομένους διατάξεις εφόσον ο νέος φορέας της επιχείρησης συνεχίζει τη δραστηριότητα της παλαιάς επιχείρησης, εμφανιζόμενος ως διάδοχός του παλαιού εργοδότη και επαναλειτουργώντας την επιχείρηση ως «αυτή οικονομική ενότητα» και κατά τρόπο ανεξάρτητο από εκείνον του προηγούμενου φορέα. Η επιλογή του νέου φορέα να λειτουργήσει μια επιχείρηση, διατηρώντας τους δεσμούς της με την παλιά, συνεπάγεται την επιλογή του να αποκτήσει στοιχεία της παλαιάς επιχείρησης και να καταστεί διάδοχός της. 4. Επηρεάζουν την ταυτότητα της επιχείρησης οι μεταβολές που επιφέρει ο νέος φορέας στα στοιχεία που αποκτά; Όπως εκτενώς αναλύθηκε παραπάνω, η διατήρηση της ταυτότητας της μεταβιβαζόμενης μονάδας εξαρτάται από το εάν ο νέος φορέας της συνεχίζει την ίδια ή παρόμοια δραστηριότητα με εκείνη του προκατόχου του. Ένα ζήτημα που απασχόλησε, επομένως, ήταν εάν η προσθήκη νέων στοιχείων στην επιχείρηση από το νέο φορέα της επιφέρουν την απώλεια της ταυτότητάς της. Η επιχείρηση, ως παραγωγική μονάδα, μεταβάλλεται διαρκώς, ούτως ώστε να προσαρμόζεται στα νέα οικονομικά και τεχνικά δεδομένα. Η προσαρμογή αυτή επιφέρει αλλαγές στα υλικά και άυλα στοιχεία της 27 ΑΠ 3669/2005 ΔΕΕ 2006/93, ΕφΑΘ 7002/2004, ΕλΔ 2005/551, ΑΠ 1673/2002 Νόμος, ΑΠ 889/1992, ΕΕργΔ 1993/456, απ 891 891/1992, ΔΕΝ 1992/1291 32
επιχείρησης, με αποτέλεσμα, εάν η έκταση των μεταβολών είναι τέτοια, να προκύψει μια νέα επιχείρηση, που ουδεμία σχέση έχει με την προηγούμενη. Όταν η επιχείρηση μεταβιβάζεται, η μεταβολή κάποιων στοιχείων, όπως η μεταφορά των εγκαταστάσεων, η αλλαγή της επωνυμίας και του διακριτικού τίτλου, η αγορά νέου εξοπλισμού, είναι αναπόφευκτη. Τούτο σημαίνει ότι εάν η διατήρηση της ταυτότητας της επιχείρησης απαιτούσε να διατηρήσει ο νέος φορέας της αναλλοίωτα τα στοιχεία που περιέρχονται σε αυτόν, η καταστρατήγηση των προστατευτικών για τους εργαζομένους διατάξεων θα ήταν ευχερέστατη. Ο κρίσιμος χρόνος για να κριθεί η ταυτότητα της επιχείρησης είναι εκείνος κατά τον οποίο επέρχεται η μεταβίβαση της επιχείρησης. Δεν επιφέρει κάθε μεταβολή στα στοιχεία της επιχείρησης μεταβολή στην ταυτότητά της. Μεταβολή της ταυτότητας της οικονομικής μονάδας επέρχεται μόνο όταν υπό τις συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης δημιουργείται η εντύπωση ότι η νέα επιχείρηση δεν ομοιάζει με την παλαιά. Μεταβολές, επομένως, στο φορέα της επιχείρησης, όπως είναι η επωνυμία του και η μορφή του, το σήμα του, η φήμη του δεν συνεπάγονται αλλαγή στην ταυτότητα της επιχείρησης. Ενόψει των παραπάνω, επομένως, δεν μεταβάλουν την ταυτότητα της επιχείρησης τα ακόλουθα 28 : α) προσθήκη νέων περιουσιακών στοιχείων, όπως κτίρια ή μηχανήματα, 28 Αναλυτικά σε Β. Δούκα, Μεταβίβαση επιχείρησης και ατομικές εργασιακές σχέσεις, σελ. 131 επ και Δ. Ζερδελή, Ατομικές Εργασιακές σχέσεις, σελ. 600 επ. 33
β) η μερική τροποποίηση του σκοπού της επιχείρησης, όπως η επέκταση των εργασιών, παραγωγή και διάθεση νέων προϊόντων, γ) η αλλαγή της επωνυμίας ή η μεταβολή της νομικής μορφής της επιχείρησης. 5. Η ανάληψη του προσωπικού ως στοιχείο «μεταβίβασης» Η ανάληψη από το νέο φορέα της επιχείρησης ενός μεγάλου μέρους του προσωπικού που απασχολούνταν μέχρι πρότινος σε αυτήν αποτελεί σοβαρή ένδειξη για την ύπαρξη μεταβίβασης επιχείρησης και τούτο γιατί ένα από τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητα της επιχείρησης αποτελούν και οι εργαζόμενοι που απασχολούνται σε αυτήν. Ορισμένες δραστηριότητες, μάλιστα, όπως η παροχή υπηρεσιών καθαριότητας ή φύλαξης, στηρίζονται στο εργατικό δυναμικό, ενώ ελλείπουν πλήρως τα υλικά ή άυλα περιουσιακά στοιχεία, από τα οποία θα μπορούσε να κριθεί η διατήρηση της ταυτότητας της μεταβιβαζόμενης μονάδας. Στις περιπτώσεις αυτές, η συνέχιση της απασχόλησης του εξειδικευμένου προσωπικού στην νέα επιχείρηση, συνηγορεί υπέρ της ύπαρξης μεταβίβασης επιχείρησης. Μεγάλος αριθμός αποφάσεων του ΔΕΚ 29 έχει κρίνει ότι «στο μέτρο που σε ορισμένους τομείς, η δραστηριότητα στηρίζεται, κυρίως, στο εργατικό δυναμικό, δηλαδή σε ένα σύνολο εργαζομένων, τους οποίους ενώνει σταθερά μια κοινή δραστηριότητα, το εργατικό δυναμικό μπορεί να αντιστοιχεί σε οικονομική μονάδα, η οποία διατηρεί την 29 Απόφαση 11.03.1997, C 13/95,Suzen, Συλλογή 1997, σ. Ι 1259, Απόφαση 24.01.2002, C 51/00, Temco Service Industries k.a., Συλλογή 2002, σ. Ι 00969, Απόφαση 15.12.2005, C 233/04, Nurten Gney Grees, Απόφαση 02.12.1999, Υπόθεση C 234/98, Allen, Συλλογή 1999, σ. I 08643, Απόφαση 10.12.1998, Υποθέσεις C 173/96 και C 247/96, Hidalgo, Συλλογή, 1998, σ. Ι 08237, απόφαση 10.12.1998, υποθέσεις C 127/96, C 229/ 96 και C 74/97, Vidal sa κ.α. Συλλογή, 1998, Ι 08179. 34
ταυτότητά της και μετά τη μεταβίβασή της, όταν ο νέος επιχειρηματίας δεν αρκείται στη συνέχιση της εν λόγω δραστηριότητας, αλλά προσλαμβάνει σημαντικό τμήμα, από άποψη αριθμού και ικανοτήτων, του προσωπικού, στο οποίο ο προκάτοχος του είχε αναθέσει ειδικά το έργο αυτό. Στην περίπτωση αυτή ο νέος επιχειρηματίας αποκτά το οργανωμένο σύνολο των στοιχείων, το οποίο θα του παράσχει τη δυνατότητα να συνεχίσει επί μονίμου βάσεως τις δραστηριότητες ή ορισμένες δραστηριότητες της εκχωρούσας επιχείρησης». Με βάση την παραπάνω παραδοχή, κρίθηκε ότι υφίσταται μεταβίβαση επιχείρησης, όταν: α) εταιρία ανήκουσα σε όμιλο εταιριών αποφασίζει να αναθέσει με υπεργολαβία σε άλλη εταιρία του ίδιου ομίλου συμβάσεις έργων, εφόσον η πράξη αυτή συνοδεύεται από μεταβίβαση του εργατικού δυναμικού 30, β) δημόσιος οργανισμός, ο οποίος είχε αναθέσει την υπηρεσία του για την κατ οίκον αρωγή προσώπων τελούντων σε κατάσταση ανάγκης ή είχε κατακυρώσει τη σύμβαση φύλαξης ή επιτήρησης ορισμένων εγκαταστάσεων του σε μια επιχείρηση, αποφασίζει, με τη λήξη ή μετά την καταγγελία της σύμβασης που τον συνέδεε με την επιχείρηση αυτή, να αναθέσει την υπηρεσία ή να κατακυρώσει τη σύμβαση αυτή σε άλλη επιχείρηση, εφόσον μεταβιβάζεται το υφιστάμενο εργατικό δυναμικό 31, γ) επιχείρηση, η οποία ανέθετε τον καθαρισμό των εγκαταστάσεων της σε άλλη επιχείρηση, αποφασίζει να μην ανανεώσει τη σύμβαση που τη 30 Απόφαση 02.12.1999, Υπόθεση C 234/98, Allen, Συλλογή 1999, σ. I 08643 31 Υποθέσεις C 173/96 και C 247/96, Hidalgo, Συλλογή, 1998, σ. Ι 08237 35