Η στοά της Πον Νεφ δεν είναι μέρος για περίπατο. Την παίρνει κανείς για να αποφύγει ένα γύρο, να κερδίσει λίγα λεπτά.



Σχετικά έγγραφα
Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Όπου η Μαριόν μεγαλώνει αλλά όχι πολύ σε μια βόρεια πόλη

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Ποια είναι η ερώτηση αν η απάντηση είναι: Τι έχει τέσσερις τοίχους;

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Ιωάννα Κυρίτση. Η μπουγάδα. του Αι-Βασίλη. Εικονογράφηση Ελίζα Βαβούρη ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΕΤΑΞΑ. Μαύρα, σαν τον έβενο, μαλλιά


ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ 1 ΠΟΙΗΜΑ από κάθε συλλογή του Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945)

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων

Μπουν τού υποσχόταν πως δε θα τα πήγαινε να δουλέψουν στις λιμνοθάλασσες του νότου ή στα ανθρακωρυχεία

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

Τα αγαπημένα μας παιχνίδια

Δημοτικό Σχολείο Σκανδάλου-Γαρδικίου. Τάξη Α Σχ. Έτος

Μια φορά και ένα καιρό, σε μια μουντή και άχρωμη πόλη κάπου στο μέλλον, ζούσαν τρία γουρουνάκια με τον παππού τους. Ο Ανδρόγεως, το Θρασάκι και ο

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Φέραμε στην τάξη τα αγαπημένα μας παιχνίδια και τα παρουσιάσαμε στους συμμαθητές μας

06/05/2017 Όνομα και Επώνυμο:.. Όνομα Πατέρα: Όνομα Μητέρας: Δημοτικό Σχολείο: Τάξη/Τμήμα:.

Δύο ιστορίες που ρωτάνε

Α. ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΕΛΟΣ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ

Από τα παιδιά της Α 2 τάξης

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

Ερωτηματολόγιο Προγράμματος "Ασφαλώς Κυκλοφορώ" (αρχικό ερωτηματολόγιο) Για μαθητές Β - Γ Δημοτικού

Το αγαπημένο μας παιχνίδι

- Γιατρέ, πριν την εγχείρηση δεν είχατε μούσι... - Δεν είμαι γιατρός. Ο Αγιος Πέτρος είμαι...

Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα

Κείμενα σε διασκευή από το βιβλίο Micrographia του Robert Hooke (1665)

Ποιο από τα δύο κάθετα τµήµατα είναι µεγαλύτερο; Σίγουρα η κόκκινη γραµµή στα δεξιά σας φαίνεται διπλάσια από την αριστερή κι όµως είναι ίσες.

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

ΛΙΟΝΤΑΡΙ. O βασιλιάς των ζώων. Η οικογένεια των λιονταριών. Λιοντάρια

Αϊνστάιν. Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ. Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης

ΤΡΑΚΑΡΑΜΕ! ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΚΑΙ ΖΩΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ. Β ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου

Το παραμύθι της αγάπης

Εκμυστηρεύσεις. Πετρίδης Σωτήρης.

2 ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟΥ ΕΛΕΝΗ ΚΟΤΣΙΡΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΖΑΝΝΕΙΟΥ ΣΧΟΛΗΣ ΠΕΙΡΑΙΑ Β ΤΑΞΗ ΤΙΤΛΟΣ: «ΕΠΙΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ-ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΕΙΣ ΜΑΙΡΗ»

ο ροταϊός και ο βασιλιάς της Κάρμεν Ρουγγέρη εικονογράφηση Λαυρέντης Χωραΐτης

Ερωτηματολόγιο Προγράμματος "Ασφαλώς Κυκλοφορώ" (αρχικό ερωτηματολόγιο) Για μαθητές Δ - Ε - ΣΤ Δημοτικού

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

ΟΔΗΓΊΕΣ Μακρυά τα παιδιά από τέτοιες εργασίες!!!!!.

Φανταστικά ταξίδια στο διάστημα

Η ιστορία του Φερδινάνδου Συγγραφέας: Μούνρω Λιφ. Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

21 ΜΑΡΤΙΟΥ 2016 ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΆ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΥΛΕΤΙΚΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Δύο μικρά δεινοσαυράκια θέλουν να πάνε σχολείο μαζί με τα παιδάκια

Το σπίτι μου. Ένα σπίτι θα χτίσω. στο βουνό στην μοναξιά και στη σιωπή. στα δέντρα και την πρασινάδα με μεγάλη αυλή. Μάλλον δε θα το χτίσω εκεί.

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Παιχνίδια. 2. Το σπίτι

Σχολικές αναμνήσεις. Η γιαγιά του Χάρη θυμάται

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

Ώρες με τη μητέρα μου

Μετεωρολογία. Αν σήμερα στις 12 τα μεσάνυχτα βρέχει, ποια είναι η πιθανότητα να έχει λιακάδα μετά από 72 ώρες;

ΤΑ ΤΡΙΑ ΜΙΚΡΑ ΧΑΜΑΙΛΕΟΝΤΑΚΙΑ. Εικόνες: Λίζα Ηλιού

Χρήστος Ιωάννου Τσαρούχης. Στάλες. Ποίηση

Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΣΚΕΥΗ (ΠΑΛΑΤΙ-ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ- ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ) 5 η ομάδα

Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

Η τέχνη της συνέντευξης Martes, 26 de Noviembre de :56 - Actualizado Lunes, 17 de Agosto de :06

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

Πόσες µαύρες τελείες βλέπετε ; Οι οριζόντιες γραµµές δείχνουν να είναι παράλληλες ;

Κεφάλαιο 6 : Η μάχη της Ουάσιγκτον (Μέρος ΙΙI) Η μυστηριώδης γυναίκα! Το κόκκινο του θανάτου;

Πάνος Τσίρος Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΩΝ ΣΚΥΛΩΝ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

Η λεοπάρδαλη, η νυχτερίδα ή η κουκουβάγια βλέπουν πιο καλά μέσα στο απόλυτο σκοτάδι;

Μια φορά κι έναν καιρό

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Όροι και συντελεστές της παράστασης Ι: Αυτοσχεδιασμός και επινόηση κειμένου.

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

Μήνυμα από τους μαθητές του Ε1. Σ αυτούς θέλουμε να αφιερώσουμε τα έργα μας. Τους έχουν πάρει τα πάντα. Ας τους δώσουμε, λοιπόν, λίγη ελπίδα»

[Ο Τομ Σόγιερ και οι δύο φίλοι του έχουν φύγει κρυφά από τα σπίτια τους και έχουν κατασκηνώσει δίπλα στο ποτάμι. Ο Τομ ξυπνά πρώτος το πρωί.

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΟΡΝΗΛΙΕ ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ΑΠΟ ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΔΙΑΒΑΣΕΙ. Β ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου

Την επομένη ήρθε προς το μέρος μου και μου είπε καλημέρα.

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

ΤΟ ΓΙΟΡΝΑΝΙ ΜΕ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΓΑΡΟΥΦΑΛΛΑ

Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία

Transcript:

ΤΕΡΕΖΑ ΡΑΚΕΝ 11 1 ΣΤΟ ΤΕΡΜΑ ΤΗΣ ΟΔΟΥ ΓΚΕΝΕΓΚΟ, αν έρχεται κανείς από τις αποβάθρες, βρίσκει τη στοά της Πον Νεφ, ένα στενό και σκοτεινό διάδρομο που συνδέει την οδό Μαζαρέν με την οδό Σηκουάνα. Αυτή η στοά έχει μήκος τριάντα βήματα και πλάτος δύο, το πολύ, κι είναι στρωμένη με κιτρινωπές πλάκες, φθαρμένες, ξεχαρβαλωμένες, που αναδίδουν συνεχώς μια αψιά υγρασία. Η γυάλινη οξυκόρυφη στέγη που την καλύπτει είναι μαύρη από τη βρόμα. Τις όμορφες καλοκαιρινές μέρες, όταν ο αδυσώπητος ήλιος πυρώνει τους δρόμους, ένα υπόλευκο φως πέφτει από τα ρυπαρά τζάμια και σέρνεται θλιβερά μες στη στοά. Τις άσχημες χειμωνιάτικες μέρες, τα πρωινά με καταχνιά, τα τζάμια ρίχνουν μονάχα μουντάδα στις γλιτσιασμένες πλάκες, μια μουντάδα λερή κι ελεεινή. Στην αριστερή πλευρά ανοίγονται σκοτεινά μαγαζιά, χαμηλοτάβανα, πνιγηρά, απ όπου διαφεύγουν ψυχρές ανάσες τάφου. Ανάμεσά τους υπάρχουν παλαιοβιβλιοπωλεία, παιχνιδάδικα, χαρτοπωλεία, που οι προθήκες τους, γκρίζες από τη σκόνη, κοιμούνται δυσδιάκριτες μες στο σκοτάδι. Οι τζαμαρίες, φτιαγμένες από μικρά τετράγωνα τζάμια, ρίχνουν αλλόκοτες

12 ΕΜΙΛ ΖΟΛΑ σκιές στα εμπορεύματα, με πρασινωπές αντανακλάσεις. Παραμέσα, πίσω από τις προθήκες, τα σκοτεινά μαγαζιά είναι σαν ζοφερές τρύπες που μέσα τους σαλεύουν παράξενες φιγούρες. Στη δεξιά πλευρά, σε όλο το μήκος της στοάς, εκτείνεται ένας τοίχος που πάνω του οι μαγαζάτορες από απέναντι έχουν στήσει στενά ντουλάπια. Αντικείμενα χωρίς όνομα, πραμάτειες λησμονημένες από εικοσαετίας απλώνονται στις λεπτές σανίδες που είναι βαμμένες μ ένα απαίσιο καφετί χρώμα. Μια πωλήτρια φο μπιζού έχει εγκατασταθεί μέσα σ ένα από αυτά τα ντουλάπια. Πουλάει κάτι δαχτυλίδια για δεκαπέντε δεκάρες, που τα έχει τοποθετήσει κομψά πάνω σ ένα γαλάζιο βελούδινο ύφασμα, στον πάτο ενός μαονένιου κουτιού. Πάνω από τη γυάλινη στέγη, ο τοίχος ανεβαίνει μαύρος, χοντροσοβατισμένος, σαν να καλύπτεται από λέπρα, γεμάτος ουλές. Η στοά της Πον Νεφ δεν είναι μέρος για περίπατο. Την παίρνει κανείς για να αποφύγει ένα γύρο, να κερδίσει λίγα λεπτά. Τη διασχίζει ένα πλήθος πολυάσχολων ανθρώπων, που μοναδική τους έγνοια είναι να πάνε γρήγορα και κατευθείαν στον προορισμό τους. Παραγιοί με τις ποδιές της δουλειάς, εργάτριες που έχουν μαζί το εργόχειρό τους, άντρες και γυναίκες με πακέτα ανά χείρας βλέπει κανείς, ακόμα, γέρους να περπατούν με κόπο μες στο μουντό λυκόφως που πέφτει από τα τζάμια και παρέες μικρών παιδιών που έρχονται εδώ μετά το σχολείο και κάνουν φασαρία τρέχοντας και χτυπώντας τις πλάκες με τα ξυλοπάπουτσά τους. Ολημερίς ακούγεται ένας ξερός θόρυβος από βιαστικά βήματα που αντηχούν ακανόνιστα και εκνευριστικά. Κανείς δε

ΤΕΡΕΖΑ ΡΑΚΕΝ 13 μιλάει, κανείς δε σταματάει. Όλοι σπεύδουν στις ασχολίες τους με το κεφάλι σκυφτό, χωρίς να ρίχνουν ούτε μία ματιά στα μαγαζιά. Οι μαγαζάτορες κοιτάζουν με βλέμμα ανήσυχο τους περαστικούς, που ως εκ θαύματος μόνο κοντοστέκονται μπροστά στις βιτρίνες τους. Το βράδυ, η στοά φωτίζεται από τρία ακροφύσια γκαζιού, κλεισμένα μέσα σε βαριά, τετράγωνα φανάρια. Αυτά τα ακροφύσια, που κρέμονται από τη γυάλινη στέγη, ρίχνουν πάνω της κηλίδες κοκκινωπού φωτός και ολόγυρά τους διαχέουν κύκλους αμυδρής λάμψης, που τρεμοσβήνουν και, στιγμές στιγμές, μοιάζουν να χάνονται. Η στοά παίρνει τότε την απειλητική όψη επικίνδυνου μέρους. Μακριές σκιές απλώνονται στις πλάκες, υγρές πνοές αέρα έρχονται από το δρόμο. Θα έλεγε κανείς πως πρόκειται για μια υπόγεια γαλαρία που τη φωτίζουν αχνά τρεις νεκρικές λαμπάδες. Οι έμποροι αρκούνται, από άποψη φωτισμού, σε αυτές τις αδύναμες αχτίδες που στέλνουν τα ακροφύσια του γκαζιού στις βιτρίνες τους ανάβουν μόνο μες στα μαγαζιά τους μια λάμπα με αμπαζούρ, που τη βάζουν σε μια γωνιά του πάγκου τους, κι έτσι οι περαστικοί μπορούν να διακρίνουν τι έχουν στο βάθος τους αυτές οι τρύπες, όπου η νύχτα κατοικο εδρεύει στη διάρκεια της μέρας. Πάνω στη μαυριδερή γραμμή των προσόψεων, τα τζάμια ενός χαρτοπωλείου φεγγοβολούν: δύο λάμπες πετρελαίου τρυπούν το σκοτάδι με τις κίτρινες φλόγες τους. Και, από την άλλη πλευρά, ένα κερί τοποθετημένο στο κέντρο μιας γυάλινης λυχνίας κάνει να λάμπουν σαν αστέρια τα φο μπιζού στο μαονένιο κουτί τους. Η πωλήτρια λαγοκοιμάται μες στο ντουλάπι της, με τα χέρια κρυμμένα κάτω από το σάλι της. Πριν από κάποια χρόνια, αντίκρυ σε αυτή την πωλήτρια

14 ΕΜΙΛ ΖΟΛΑ ήταν ένα μαγαζί που η ξύλινη, σκουροπράσινη επένδυσή του ξερνούσε υγρασία απ όλες τις χαραμάδες της. Η ταμπέλα του, φτιαγμένη από μια μακρόστενη σανίδα, είχε με μαύρα γράμματα τη λέξη Ψιλικά και πάνω σ ένα από τα τζάμια της πόρτας αναγραφόταν με κόκκινους χαρακτήρες ένα γυναικείο όνομα: Τερέζα Ρακέν. Δεξιά και αριστερά ήταν χωμένες δύο βαθιές προθήκες στρωμένες με μπλε χαρτί. Τη μέρα, το βλέμμα δεν μπορούσε να διακρίνει παρά μόνο την πραμάτεια τους, μέσα σ ένα απαλό ημίφως. Από τη μια μεριά υπήρχαν λίγα ασπρόρουχα: πλισαρισμένα σκουφάκια από τούλι, δύο με τρία φράγκα το κομμάτι, μανσέτες και γιακάδες από μουσελίνα έπειτα φανέλες, κάλτσες, σοσόνια, μπρετέλες. Κάθε πράγμα, κιτρινισμένο και τσαλακωμένο, κρεμόταν θλιβερά από ένα συρμάτινο άγκιστρο. Από πάνω μέχρι κάτω, η προθήκη ήταν γεμάτη από ασπριδερά ράκη, που φάνταζαν καταθλιπτικά μες στη διάφανη σκοτεινιά. Τα καινούρια σκουφάκια, με πιο αστραφτερό λευκό χρώμα, έμοιαζαν με λεκέδες πάνω στο μπλε χαρτί που κάλυπτε τις σανίδες. Και κρεμασμένα στη σειρά πάνω σε μια σιδερένια ράβδο, τα χρωματιστά σοσόνια έβαζαν σκούρους τόνους στο θαμποσβήσιμο της μουσελίνας. Από την άλλη μεριά, μες στην πιο στενή προθήκη, ήταν αραδιασμένα χοντρά κουβάρια από πράσινο μαλλί, μαύρα κουμπιά ραμμένα πάνω σε άσπρα χαρτόνια, κουτιά σε διάφορα χρώματα και διαστάσεις, φιλέδες με μεταλλικές πέρλες απλωμένοι πάνω σε κύκλους από γαλαζωπό χαρτί, βελόνες για πλέξιμο, δείγματα κεντημάτων, μπομπίνες με κορδέλες ένας κυκέωνας μουντών και ξεθωριασμένων πραγμάτων, που χωρίς αμφιβολία αναπαύονταν εκεί πέρα πέντε με έξι χρόνια. Όλοι

ΤΕΡΕΖΑ ΡΑΚΕΝ 15 οι χρωματισμοί είχαν μετατραπεί σ ένα βρόμικο γκρι μέσα σε αυτή την προθήκη που τη σάπιζαν η υγρασία και η σκόνη. Τα καλοκαίρια, κατά το μεσημέρι, όταν ο ήλιος κατέκαιγε τις πλατείες και τους δρόμους με τις φλογερές αχτίδες του, διέκρινε κανείς πίσω από τα σκουφάκια της άλλης προθήκης το ωχρό και σοβαρό προφίλ μιας νέας γυναίκας. Αυτό το προφίλ πρόβαλλε αμυδρά από το έρεβος που βασίλευε στο μαγαζί. Κάτω από το χαμηλό, καθαρό μέτωπο βρισκόταν προσκολλημένη μια μακριά, ίσια, λεπτοκαμωμένη μύτη. Τα χείλη ήταν δύο λεπτά ρόδινα ίχνη, και το πιγούνι, βραχύ και νευρικό, κρατιόταν στο λαιμό με μια απαλή, παχουλή γραμμή. Δε φαινόταν το κορμί, γιατί χανόταν μες στα σκοτάδια. Μονάχα το προφίλ ξεχώριζε, με μια θαμπωμένη λευκότητα, τρυπημένο από ένα ορθάνοιχτο μαύρο μάτι, που έμοιαζε να συνθλίβεται κάτω από την πυκνή, σκουρόχρωμη κόμη. Ήταν εκεί, ώρες ολόκληρες, ακίνητο και γαλήνιο, ανάμεσα σε δύο σκουφάκια, που πάνω τους οι υγρές σιδερένιες ράβδοι είχαν αφήσει σημάδια σκουριάς. Όταν άναβε η λάμπα το βράδυ, μπορούσε να δει κανείς το εσωτερικό του μαγαζιού. Ήταν πιο πολύ μακρύ παρά φαρδύ. Στη μια άκρη του υπήρχε ένας μικρός πάγκος στην άλλη, μια ελικοειδής σκάλα οδηγούσε στα δωμάτια του πρώτου ορόφου. Στους τοίχους ακουμπούσαν ερμάρια, ράφια, σειρές από πράσινα χαρτόκουτα. Τέσσερις καρέκλες κι ένα τραπέζι συμπλήρωναν την επίπλωση. Ο χώρος έδειχνε γυμνός, ψυχρός. Τα εμπορεύματα, πακεταρισμένα, στριμωγμένα στις γωνίες, δε σέρνονταν εδώ κι εκεί με το χαρούμενο πανδαιμόνιο των χρωμάτων τους. Πίσω από τον πάγκο, συνήθως, κάθονταν δύο γυναίκες: η νέα με το σοβαρό προφίλ και μια ηλικιωμένη κυρία που χαμο

16 ΕΜΙΛ ΖΟΛΑ γελούσε στον ύπνο της. Αυτή ήταν περίπου εξήντα χρόνων. Το παχουλό και ήρεμο πρόσωπό της λεύκαζε κάτω από το φως της λάμπας. Ένας χοντρός τιγρέ γάτος, στρογγυλοκαθισμένος σε μια γωνιά του πάγκου, την κοίταζε που κοιμόταν. Πιο χαμηλά, ένας άντρας καμιά τριανταριά χρόνων καθόταν σε μια καρέκλα και διάβαζε ή σιγοκουβέντιαζε με τη νέα γυναίκα. Ήταν μικρόσωμος, καχεκτικός, με νωθρούς τρόπους, άτονα ξανθά μαλλιά, αραιό γένι, πρόσωπο γεμάτο κοκκινίλες. Έμοιαζε με άρρωστο και παραχαϊδεμένο παιδί. Λίγο πριν τις δέκα, η ηλικιωμένη κυρία ξυπνούσε. Έκλειναν το μαγαζί, και όλη η οικογένεια ανέβαινε πάνω να πλαγιάσει. Ο τιγρέ γάτος ακολουθούσε τα αφεντικά του νιαουρίζοντας και τρίβοντας το κεφάλι σε κάθε κάγκελο της σκάλας. Το διαμέρισμα από πάνω αποτελούνταν από τρία δωμάτια. Η σκάλα έβγαζε σε μια τραπεζαρία που χρησίμευε και σαν σαλόνι. Στα αριστερά ήταν μια πορσελάνινη θερμάστρα, μέσα σε μια κόχη. Απέναντι ορθωνόταν ένας μπουφές. Έπειτα υπήρχαν αραδιασμένες καρέκλες κατά μήκος των τοίχων κι ένα στρογγυλό τραπέζι, όλο ανοιχτό, που καταλάμβανε το κέντρο του χώρου. Στο βάθος, πίσω από ένα διαχωριστικό με τετράγωνα τζάμια, βρισκόταν μια σκοτεινή κουζίνα. Από κάθε πλευρά της τραπεζαρίας ήταν μια κρεβατοκάμαρα. Η ηλικιωμένη κυρία, αφού φιλούσε το γιο της και τη νύφη της, αποσυρόταν στη δική της. Ο γάτος κοιμόταν πάνω σε μια καρέκλα της κουζίνας. Οι σύζυγοι έμπαιναν στο δωμάτιό τους. Αυτό το δωμάτιο είχε μια δεύτερη πόρτα, η οποία άνοιγε σε μια σκάλα που έβγαζε στη στοά μέσ από ένα σκοτεινό σοκάκι.

ΤΕΡΕΖΑ ΡΑΚΕΝ 17 Ο άντρας, που έτρεμε πάντα από τον πυρετό, έπεφτε κατευθείαν στο κρεβάτι. Στο μεταξύ, η γυναίκα του έκλεινε τα παντζούρια. Στεκόταν εκεί για λίγα λεπτά, μπροστά στο μεγάλο, χοντροσοβατισμένο μαύρο τοίχο που ανέβαινε και απλωνόταν πάνω από τη στοά. Περιδιάβαζε μ ένα απροσδιόριστο βλέμμα αυτό τον τοίχο και μετά, βουβή, πήγαινε κι εκείνη με τη σειρά της να πλαγιάσει, με μια περιφρονητική αδιαφορία.

18 ΕΜΙΛ ΖΟΛΑ 2 Η ΚΥΡΙΑ ΡΑΚΕΝ ήταν μια ηλικιωμένη εμπόρισσα ψιλικών από τη Βερνόν. Είχε ζήσει κοντά είκοσι πέντε χρόνια σ ένα μικρομάγαζο αυτής της πόλης, αλλά μερικά χρόνια μετά το θάνατο του συζύγου της κουράστηκε και πούλησε το μαγαζί της. Έτσι, με τα λεφτά που πήρε από την πώληση και κάποιες οικονο μίες που είχε στην άκρη, βρέθηκε μ ένα κεφάλαιο περίπου σαράντα χιλιάδων φράγκων στα χέρια, που το κατέθεσε και της απέφερε δύο χιλιάδες φράγκα ετήσιο εισόδημα από τους τόκους. Της έφτανε και της περίσσευε αυτό το ποσό. Ζούσε σαν ερημίτισσα, μακριά από τις χαρές και τις οδυνηρές έγνοιες του κόσμου τούτου, μ έναν τρόπο ζωής ειρηνικό, αδιατάρακτης ευτυχίας. Πληρώνοντας τετρακόσια φράγκα, νοίκιασε ένα μικρό σπίτι που ο κήπος του κατέβαινε μέχρι το Σηκουάνα. Ήταν ένα σπιτάκι ήσυχο και απομονωμένο, που δεν τραβούσε την προσοχή και μύριζε αμυδρά σαν μοναστήρι. Ένα στενό μονοπάτι οδηγούσε σε αυτό το ησυχαστήριο, που το περιτριγύριζαν απέραντα λιβάδια. Τα παράθυρά του έβλεπαν στον ποταμό και στις έρημες λοφοπλαγιές της απέναντι όχθης. Η καλή κυρία, που είχε περάσει πια τα πενήντα, περιχαρακώθηκε σε αυτή τη μοναξιά και γευόταν γαλήνιες χαρές ανάμεσα στο γιο της, τον Καμίγ, και την ανιψιά της, την Τερέζα.

ΤΕΡΕΖΑ ΡΑΚΕΝ 19 Ο Καμίγ ήταν τότε είκοσι χρόνων. Αλλά η μητέρα του τον παραχάιδευε ακόμα σαν μικρό παιδί. Τον λάτρευε γιατί τον είχε γλιτώσει από του Χάρου τα δόντια καθ όλη την ταλαίπωρη νιότη του. Εκείνος είχε περάσει διαδοχικά κάθε είδους πυρετό και κάθε είδους αρρώστια που μπορεί να φανταστεί κανείς. Η κυρία Ρακέν πάλεψε δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια ενάντια σε αυτά τα τρομερά δεινά, που έρχονταν το ένα πίσω από το άλλο για να της αρπάξουν το γιο της. Και νίκησε χάρη στην υπομονή, τις φροντίδες και τη λατρεία της. Όταν μεγάλωσε ο Καμίγ και ξέφυγε από το θάνατο, έτρεμε μονίμως από τα επανειλημμένα ταρακουνήματα που είχε υποστεί το κορμί του. Η ανάπτυξή του είχε σταματήσει κι έμεινε μικροκαμωμένος και ασθενικός. Με τα λεπτά μέλη του έκανε αργές και κοπιώδεις κινήσεις. Η μητέρα του τον αγαπούσε ακόμα περισσότερο γι αυτή την αδυναμία που τον δίπλωνε στα δύο. Κοίταζε την κακόμοιρη, χλομή μορφή του με θριαμβευτική τρυφερότητα και αναλογιζόταν ότι του είχε δώσει τη ζωή πάνω από δέκα φορές. Στις σπάνιες στιγμές ανάπαυλας από την ταλαιπωρία, ο Καμίγ είχε παρακολουθήσει μαθήματα σ ένα ιδιωτικό σχολείο της Βερνόν. Εκεί έμαθε ορθογραφία και αριθμητική. Η μάθησή του περιορίστηκε στις τέσσερις πράξεις και σε κάποιες επιφανειακές γνώσεις γραμματικής. Αργότερα πήρε μαθήματα γραφής και λογιστικής. Η κυρία Ρακέν άρχιζε να τρέμει όταν τη συμβούλευαν να στείλει το γιο της στο κολέγιο. Ήξερε ότι εκείνος θα πέθαινε μακριά της, έλεγε ότι τα βιβλία θα τον σκότωναν. Έτσι, ο Καμίγ έμεινε αγράμματος, και η αγραμματοσύνη του ήρθε και προστέθηκε σαν μία ακόμα αδυναμία πάνω του. Στα δεκαοχτώ του, άνεργος και πλήττοντας μέχρι θανάτου μες στη γλυκύτητα με την οποία τον περιέβαλλε η μητέρα του,

20 ΕΜΙΛ ΖΟΛΑ πήγε υπάλληλος σ έναν υφασματέμπορο. Κέρδιζε εξήντα φράγκα το μήνα. Ήταν ανήσυχο πνεύμα και δεν άντεχε το καθισιό. Ένιωθε πιο ήρεμος, πιο γερός σε αυτή την επίπονη δουλειά, σε αυτή την υπαλληλική θέση, όπου έσκυβε ολημερίς πάνω από λογαριασμούς, πάνω από τεράστιες προσθέσεις, γράφοντας με υπομονή τα νούμερα. Το βράδυ, διαλυμένος, με το κεφάλι άδειο, βίωνε ατέλειωτη ηδονή στην αποβλάκωση που τον έπιανε. Έπρεπε να τσακωθεί με τη μάνα του για να πιάσει δουλειά στον υφασματέμπορο. Εκείνη ήθελε να τον έχει συνέχεια κοντά της, γύρω από τα φουστάνια της, μακριά από τις συμφορές της ζωής. Ο νεαρός έδειξε πυγμή. Ζήτησε να πιάσει δουλειά όπως άλλα παιδιά ζητούν παιχνίδια, όχι από αίσθημα καθήκοντος, αλλά από ένστικτο, από μια φυσική ανάγκη. Η τρυφερότητα και η αφοσίωση της μητέρας του είχαν φουσκώσει τον εγωισμό του. Πίστευε πως αγαπούσε εκείνους που τον σπλαχνίζονταν και τον χαϊδολογούσαν, αλλά στην πραγματικότητα ζούσε αποτραβηγμένος στον εαυτό του και ήθελε μόνο την καλοπέρασή του, επιζητώντας με όλα τα δυνατά μέσα να έχει περισσότερες απολαύσεις. Όταν μπούχτισε από την τρυφερή στοργή της κυρίας Ρακέν, ρίχτηκε με ευχαρίστηση σε μια ηλίθια απασχόληση για να γλιτώσει από τα τσάγια και τα γιατροσόφια. Έπειτα, το βράδυ, σαν γύριζε από το γραφείο, έτρεχε στην όχθη του Σηκουάνα με την ξαδέρφη του, την Τερέζα. Ήταν δεν ήταν δεκαοχτώ χρόνων η Τερέζα. Μια μέρα, πριν από δεκάξι χρόνια, όταν η κυρία Ρακέν είχε ακόμα το ψιλικατζίδικό της, ο αδερφός της, λοχαγός Ντεγκάν, της έφερε ένα κοριτσάκι στην αγκαλιά του. Είχε έρθει από το Αλγέρι. Αυτό το παιδί σ έχει θεία, της είπε χαμογελαστός. Η μητέρα του πέθανε... Εγώ δεν ξέρω τι να το κάνω. Γι αυτό σου το δίνω.