ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ Ο.Π. ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ - ΘΕΡΙΝΑ 7-1 - 2018 ΜΑΚΡΗ ΓΕΩΡΓΙΑ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑΤΟΣ ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Α. Από το κείμενο που σας δίνεται να μεταφράσετε το απόσπασμα: «ἔστι γὰρ ἴσως καὶ τοῦτο πολὺ τοῦ μέσου ἂν εἴη στοχαστική». «γιατί και αυτή η ποσότητα ίσως είναι μεγάλη γι αυτόν που θα την πάρει ή μικρή δηλαδή για ένα Μίλωνα είναι μικρή, ενώ γι αυτόν που αρχίζει τις γυμναστικές ασκήσεις, μεγάλη. Το ίδιο ισχύει και στο τρέξιμο και στην πάλη. Έτσι λοιπόν κάθε ειδικός αποφεύγει την υπερβολή και την έλλειψη, και επιζητεί το μέσον και αυτό επιλέγει και το μέσον όχι σε σχέση με το πράγμα αλλά με εμάς. Αν λοιπόν κάθε επιστήμη μ αυτό τον τρόπο εκπληρώνει σωστά το έργο της, στο μέσον δηλαδή αποβλέποντας και προς αυτό κατευθύνοντας τα έργα της (γι αυτό συνηθίζουν να προσθέτουν στο τέλος για τα ολοκληρωμένα έργα ότι δεν είναι δυνατόν ούτε να αφαιρέσει ούτε να προσθέσει (κανείς κάτι), επειδή η υπερβολή και η έλλειψη φθείρει την ολοκλήρωση, ενώ η μεσότητα τη διασώζει, και οι καλοί τεχνίτες όπως λέμε, προς αυτό αποβλέποντας εργάζονται), και (αν) η αρετή από κάθε τέχνη είναι ακριβέστερη και ανώτερη όπως ακριβώς και η φύση, (τότε) θα μπορούσε να έχει για στόχο της το μέσον». Β1. Ἐν παντὶ δὴ συνεχεῖ καὶ διαιρετῷ μέσον δὲ οὐ τὸ τοῦ πράγματος ἀλλὰ τὸ πρὸς ἡμᾶς»: στο συγκεκριμένο απόσπασμα παρουσιάζονται νέα στοιχεία που συμπληρώνουν τον ορισμό της αρετής. Αφού βρείτε ποια είναι αυτά, στη συνέχεια να αιτιολογήσετε την άποψη ότι η ηθική αρετή δεν είναι έμφυτη, αλλά αποτέλεσμα αυτογνωσίας. Στις προηγούμενες ενότητες ο Αριστοτέλης διατύπωσε την άποψη ότι οι ηθικές αρετές είναι «έξεις» που αποκτούνται με επίπονη και μακροχρόνια άσκηση στις ηθικές πράξεις. Μάλιστα αυτές ολοκληρώνουν τον άνθρωπο καθώς και το έργο για το οποίο είναι προορισμένος από τη φύση. Στην παρούσα ενότητα, απαντώντας στο ερώτημα «τίς ἐστιν ἡ φύσις τῆς ἀρετῆς», δηλαδή, ποια είναι η φυσική υπόσταση της αρετής, θα εισάγει μια καινούρια έννοια της φιλοσοφίας 1
του, την έννοια της μεσότητας («μέσον»). Αρχικά καθορίζει ποιο είναι το μέσο ενός πράγματος με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια «κατ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα» και στη συνέχεια καθορίζει ποιο είναι το μέσο του πράγματος με βάση τα υποκειμενικά κριτήρια «τὸ πρὸς ἡμᾶς». Όταν το μέσο αυτό εντοπίζεται με κριτήριο το ίδιο το πράγμα, τότε είναι το ίδιο για όλα τα πράγματα και δεν υφίσταται καμία αλλαγή. Αυτή είναι η αντικειμενική μεσότητα, η οποία έχει ως σημείο αναφοράς τα ίδια τα πράγματα και απορρέει από αυτά, ύστερα από επισημάνσεις οι οποίες είναι αναμφισβήτητες και έχουν μια καθολική ισχύ στην καθημερινότητα του ανθρώπου. Αντίθετα, όταν το μέσο εντοπίζεται με κριτήριο εμάς, δεν είναι ίδιο για όλους, προσδιορίζεται από τον άνθρωπο, τις ανάγκες του, το ήθος του και την ιδεολογία του και εντοπίζεται στο σημείο εκείνο που δεν υπάρχει ούτε κάποια υπερβολή «μήτε πλεονάζει», ούτε κάποια έλλειψη «μήτε ἐλλείπει». Ο Σταγειρίτης φιλόσοφος, λοιπόν, συνδέει τις ηθικές αρετές με τη μεσότητα με υποκειμενικά κριτήρια, η οποία βρίσκεται στο μέσο μεταξύ δύο ακροτήτων, της υπερβολής και της έλλειψης και καθορίζεται με βάση τον άνθρωπο και τις ιδιαιτερότητές του. Αξίζει να τονιστεί πως η σχετική αυτή θεώρηση των πραγμάτων θυμίζει τη διδασκαλία των Σοφιστών για το υποκειμενικό στοιχείο στην εξέταση των πραγμάτων και στην ύπαρξη διαφορετικών ειδών αλήθειας, μια διδασκαλία που βρίσκει ύπαρξη στη ρήση του Πρωταγόρα: «πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος, τῶν μὲν ὄντων ὡς ἐστίν, τῶν δὲ οὐκ ὄντων ὡς οὐκ ἐστίν», δηλαδή ο άνθρωπος είναι το μέτρο για όλα τα πράγματα, ο άνθρωπος είναι το μέτρο της αλήθειας και της γνώσης. Ο Αριστοτέλης βέβαια διαφοροποιείται από αυτή τη σχετικοποίηση, θέτοντας το κριτήριο του ορθού λόγου που διασφαλίζει την αντικειμενικότητα στον προσδιορισμό του μέσου (θέμα που αναπτύσσεται σε επόμενη ενότητα). Στη συνέχεια, τονίζει ότι η αρετή είναι επιλογή, αποτέλεσμα ελεύθερης, συνειδητής βούλησης και προαίρεσης του ανθρώπου, «τοῦθ αἱρεῖται» οπότε ο καθένας στρέφεται στην κάθε επιλογή του χωρίς να υποστεί καμία μορφή καταναγκασμού. Παράλληλα, η αρετή είναι συνυφασμένη με τον ορθό λόγο, κάτι που εννοείται από το νόημα όλου του αποσπάσματος. Αυτό επιβεβαιώνεται με την αναφορά του φιλόσοφου στον ειδικό («ἐπιστήμων»), ο οποίος ξεκινά μια διαδικασία διερεύνησης και αναζήτησης ως την τελική επιλογή της μεσότητας. Φυσικά, η διαδικασία αυτή προϋποθέτει επιμονή και σκληρή διεργασία με κύριο χαρακτηριστικό τον ορθό λόγο, την εκλογικευμένη επιλογή. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η αναζήτηση και η τήρηση της υποκειμενικής μεσότητας είναι μια διαδικασία δύσκολη και επίπονη. Ο ειδικός είναι επιφορτισμένος με το έργο του εντοπισμού της ορθής συμπεριφοράς μέσα από μια ποικιλία επιλογών. Η αναφορά στον ειδικό είναι το σκαλοπάτι που οδηγεί στην παραδοχή ότι ο άνθρωπος αναζητά για τον εαυτό του το δικό του «μέσον», που αρμόζει στις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητές του. Για να αποκτήσει μάλιστα ένα μόνιμο και σταθερό τρόπο συμπεριφοράς, να αποκτήσει δηλαδή την «έξιν», που είναι η δεύτερη φύση του, προϋποτίθεται η ελευθερία της επιλογής, η προαίρεση του ανθρώπου, η δυνατότητα να επιλέγει ανάμεσα στο καλό και το κακό. Τα παραπάνω αποδεικνύουν ότι η αρετή δεν είναι δώρο της φύσης στον άνθρωπο αλλά είναι απόκτημα της αυτόβουλης προαίρεσής του, μετά από μια διαδικασία διερεύνησης που προηγήθηκε με τη συνδρομή του ορθού λόγου. Όχι απλά δεν είναι έμφυτη, αλλά από την στιγμή που αποτελεί προσωπική υπόθεση του κάθε ανθρώπου να εντοπίσει την μεσότητα 2
που του ταιριάζει και τη μέθοδο μέσω της οποίας θα κατακτήσει την αρετή, η συμβολή της αυτογνωσίας κρίνεται απαραίτητη. Μόνο αν ο άνθρωπος γνωρίζει καλά τον εαυτό του, τις δυνάμεις του και μπορεί να εκτιμήσει τα όριά του, τα θετικά και αρνητικά χαρακτηριστικά του, μπορεί να προσεγγίσει την αρετή και να προσδιορίσει το μέσο της. Β2. Εἰ δὴ πᾶσα ἐπιστήμη ἂν εἴη στοχαστική»: να καταγράψετε το συλλογισμό του Αριστοτέλη στο παραπάνω απόσπασμα και να σχολιάσετε σ αυτόν το ύφος του φιλοσόφου. Ο Αριστοτέλης συνεχίζει την επιστημονική του αναζήτηση προκειμένου να διατυπώσει έναν πλήρη ορισμό της ηθικής αρετής. Εφαρμόζοντας, λοιπόν, τη μέθοδο ορισμού, που ο ίδιος είχε υποδείξει στο έργο του Τοπικά, έχει προσδιορίσει το προσεχές γένος της οριστέας έννοιας αποδεικνύοντας ότι ανήκει στις ἕξεις και τώρα προχωρά στον εντοπισμό της ειδοποιούς διαφοράς που θα διαφοροποιήσει την ηθική αρετή από τις υπόλοιπες ἕξεις. Αυτή είναι η υποκειμενική μεσότητα, που στο προηγούμενο απόσπασμα διαφοροποιήθηκε από την αντικειμενική. Ο Νοῦς, λοιπόν, - κατά τον Πλάτωνα - επιχειρεί να αποδείξει μέσω ενός υποθετικού συλλογισμού ότι η αναζήτηση της υποκειμενικής, της «πρὸς ἡμᾶς» μεσότητας, αποτελεί επιδίωξη όχι μόνο των επιστημών ή τεχνών αλλά και της ηθικής αρετής. Ο συλλογισμός αυτός αποτελείται από δύο προκείμενες προτάσεις και ένα συμπέρασμα που συνάγεται με βάση αυτές. Κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα (επιστήμη, τέχνη ή επάγγελμα, άθλημα ή αγώνισμα) δημιουργεί άρτια έργα και κατακτά ή έστω προσεγγίζει - την τελειότητα στοχεύοντας στη μεσότητα και κατευθύνοντας προς αυτή τα δημιουργήματά της («Εἰ δὴ πᾶσα ἐπιστήμη οὕτω τὸ ἔργον εὖ ἐπιτελεῖ, πρὸς τὸ μέσον βλέπουσα καὶ εἰς τοῦτο ἄγουσα τὰ ἔργα»). Η αρετή είναι, όπως και η φύση, αξιολογικά ανώτερη και ακριβέστερη από οποιαδήποτε ανθρώπινη δραστηριότητα ή δημιουργία - κάτι που σημαίνει ότι και τα δικά της έργα είναι άρτια και μάλιστα σε μεγαλύτερο βαθμό απ ό,τι τα αντίστοιχα κάθε τέχνης ή επιστήμης («ἡ δ ἀρετὴ πάσης τέχνης ἀκριβεστέρα καὶ ἀμείνων ἐστὶν ὥσπερ καὶ ἡ φύσις»). Επομένως, η αρετή θα πρέπει να στοχεύει και αυτή στο μέσον, να επιδιώκει τη μεσότητα και φυσικά να την πραγματώνει σε μεγαλύτερο βαθμό απ ό,τι κάθε τέχνη ή επιστήμη («τοῦ μέσου ἂν εἴη στοχαστική»). Η χρήση της δυνητικής ευκτικής στο συμπέρασμα οφείλεται κυρίως στην πρόθεση του Αριστοτέλη να μην παρουσιάσει την άποψή του ως τη μόνη σωστή ή ως κατ ανάγκη σωστή, αλλά ως ενδεχόμενα ορθή, αναγνωρίζοντας πως μπορεί να υπάρξουν και άλλες που θα διαθέτουν ανάλογα τεκμήρια εγκυρότητας. Εξάλλου, δεν έχει ακόμα αποδείξει πλήρως την ορθότητα της συγκεκριμένης θέσης του, για να την υποστηρίξει ανεπιφύλακτα. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε μια άλλη πραγματεία του ο Αριστοτέλης, τα Ηθικά Ευδήμεια, παραθέτει έναν πλήρη κατάλογο ανθρώπινων ιδιοτήτων ὑπογραφὴν τον αποκαλεί ο ίδιος- που συνιστούν είτε υπερβολές και ελλείψεις (κακίες) είτε (αρετές). Ενδεικτικά αναφέρει ότι μεσότητα αποτελεί το δίκαιον ενώ έλλειψη είναι η ζημία και υπερβολή το κέρδος, μεσότητα είναι επίσης η καρτερία ενώ έλλειψη συνιστά η κακοπάθεια και υπερβολή η τρυφερότητα. 3
Προκειμένου να στηρίξει τον παραπάνω συλλογισμό ο δάσκαλος του Αλέξανδρου παραθέτει μάλιστα και μια πρόσθετη τεκμηρίωση για κάθε προκείμενη. Αποδεικνύει λοιπόν ότι η μεσότητα είναι ο στόχος κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας με το επιλογικό σχόλιο που προβαίνει κανείς για τα άρτια έργα. Υποστηρίζει, δηλαδή, ότι αν από ένα ολοκληρωμένο έργο επιχειρήσει κανείς να αφαιρέσει ή να προσθέσει κάτι, τότε θα διαταραχθεί ή θα υπονομευθεί η τελειότητα της κατασκευής. Άρα το έργο θα καταστραφεί λόγω ή έλλειψης ή υπερβολής, ενώ με τη μεσότητα διασφαλίζεται η τελειότητά του («ὅθεν μεσότητος σῳζούσης»). Μάλιστα εμποτισμένος και από την θεωρία των Πυθαγορείων και από τη βασική αρχή του αρχαίου ελληνικού τρόπου ζωής θεωρεί πως η επιδίωξη κάθε αξιόλογου δημιουργού ή τεχνίτη είναι η μεσότητα, δηλαδή το μέτρο, η αρμονία («οἱ δ ἀγαθοὶ τεχνῖται, ὡς λέγομεν, πρὸς τοῦτο βλέποντες ἐργάζονται»). Όσο για την αξιολογική υπεροχή της αρετής από τη φύση και την τέχνη, ο Σταγειρίτης φιλόσοφος θεωρεί ότι τα δημιουργήματα της φύσεως φέρουν μέσα τους την ἀρχὴν κινήσεως τους, δηλαδή μεταβάλλονται και εξελίσσονται από μόνα τους μέχρι να οδηγηθούν στην τελείωσή τους ή, αλλιώς, μέχρι να προσλάβουν την τελική και ολοκληρωμένη μορφή τους. Αντίθετα, τα έργα κάθε τέχνης ή επιστήμης παραμένουν στατικά και αμετάβλητα, ενώ την τελική μορφή που θα πάρουν τη δίνει ο εκάστοτε τεχνίτης. Επιπροσθέτως, ό,τι δημιουργεί ο άνθρωπος αποτελεί απομίμηση της φυσικής δημιουργίας και κατά συνέπεια, είναι ατελέστερο από το πρότυπό του. Ο Αριστοτέλης θεωρεί επίσης ότι και η αρετή είναι ανώτερη από την τέχνη, αφού διαπλάθει, διαμορφώνει τον χαρακτήρα του ανθρώπου, που αποτελεί το ανώτερο ποιοτικά δημιούργημα της φύσεως. Πάντως, τόσο η τέχνη όσο και η αρετή και η φύση έχουν, κατά τον Αριστοτέλη, ένα κοινό χαρακτηριστικό, το οποίο είναι η μορφοπλαστική ή μορφοποιητική τους δύναμη, δηλαδή η δυνατότητά τους να δημιουργούν μορφές. Χαρακτηριστική μάλιστα στο συλλογισμό του είναι η χρήση δυνητικής ευκτικής και όχι οριστικής για να εκφράσει τη θέση ότι η αρετή θα μπορούσε να στοχεύει στο μέσον («τοῦ μέσου ἂν εἴη στοχαστική»). Η συγκεκριμένη έγκλιση φανερώνει κάτι πιθανό ή δυνατό να συμβεί ή να ισχύει στο παρόν και στο μέλλον. Γίνεται λοιπόν φανερό ότι η χρήση της στο συμπέρασμα οφείλεται κυρίως στην πρόθεση του Αριστοτέλη να μην παρουσιάσει την άποψή του ως τη μόνη σωστή ή ως κατ ανάγκη σωστή, αλλά ως ενδεχόμενα ορθή, αναγνωρίζοντας πως μπορεί να υπάρξουν και άλλες που θα διαθέτουν ανάλογα τεκμήρια εγκυρότητας. Εξάλλου, δεν έχει ακόμα αποδείξει πλήρως την ορθότητα της συγκεκριμένης θέσης του, για να την υποστηρίξει ανεπιφύλακτα. Η έκφραση αυτή μαρτυρά την ποιότητα του χαρακτήρα του Αριστοτέλη, την αντιδογματική και απροκατάληπτη σκέψη του, τη μετριοπάθεια και τη διαλλακτικότητά του ως ανθρώπου, στοχαστή και επιστήμονα. Φανερώνει ακόμη, την ωριμότητα και την ηρεμία που τον χαρακτηρίζουν σε αυτήν την πολύ γόνιμη περίοδο της πνευματικής και συγγραφικής του δραστηριότητας σε αυτά τα δώδεκα χρόνια πριν εγκαταλείψει οριστικά την Αθήνα. Η επιστημονική και θετική του ψυχοσύνθεση, η οποία γονιμοποιήθηκε από τον Εύδοξο από την Κνίδο αποτυπώνεται και σε άλλα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του λόγου του. Δεν είναι τυχαίο ότι θεωρείται ο δημιουργός του επιστημονικού λόγου. Εκφράζεται λιτά, με σαφήνεια και απόλυτη διαύγεια, εύστοχα, καίρια και απέριττα, με φράσεις σύντομες και σφιχτοδεμένες που στοχεύουν στην ακριβολογία. Αποφεύγει τις σπάνιες εξεζητημένες 4
φράσεις ή τις ποιητικές εκφράσεις που αντίκεινται στη λογοκρατούμενη ιδιοσυγκρασία του και με σχεδόν απλοϊκό λεξιλόγιο καθιστά αντιληπτές σύνθετες φιλοσοφικές έννοιες ακόμα και σε άτομα που δε διαθέτουν ανώτερη μόρφωση («Λέγω δέ μήτε ἐλλείπει»). Αναπτύσσει κοφτές προτάσεις και τις συνδέει παρατακτικά, ενώ φροντίζει να παραλείπει τις ευκόλως εννοούμενες από τα συμφραζόμενα λέξεις. Ο ελλειπτικός λόγος, η επαγωγική ή και παραγωγική συλλογιστική πορεία, η διαρκής ανακεφαλαίωση πριν την εισαγωγή νέων θέσεων και τα απλά παραδείγματα συμβάλλουν στην πλήρη κατανόηση των θεωριών του από τους μαθητές και τους αναγνώστες του. Αν λοιπόν «το ύφος είναι ο άνθρωπος», τότε τα υφολογικά στοιχεία του λόγου του παραπέμπουν σε ένα στοχαστή εμπειρικό, που αφορμά και αναζητά το ρεαλιστικό και πρακτικό, που λογικοποιεί το περιβάλλον του και που διαπνέεται από την ιδέα πως η ηθική αρετή όχι μόνο δεν ανήκει στη σφαίρα του υπερβατικού και του εξωκοσμικού, αλλά είναι εφικτή από όλους τους ανθρώπους, εφόσον συνιστά απλώς αυτοπροαίρετη τέλεση αγαθών πράξεων. Β3. Πώς ορίζει ο Ηράκλειτος και ο Δημόκριτος την εὐδαιμονία, ποιος είναι ο αριστοτελικός ορισμός και ποιες οι προϋποθέσεις για την κατάκτησή της; Βλ. εισαγωγή σχολικού βιβλίου, σελ. 138 : «Ήδη ο Ηράκλειτος του ενδιαφέροντος αυτού θέματος.» Β4α). Να βρείτε με ποιες λέξεις του πρωτότυπου κειμένου παρουσιάζουν ετυμολογική συγγένεια οι παρακάτω (γράψτε τουλάχιστον μία): ανυπότακτος, σχεδόν, τοκετός, συντελεστής, άξονας. ανυπότακτος: προστάξει, σχεδόν: ἀπέχον, συντελεστής: ἐπιτελεῖ, τοκετός:τεχνῖται άξονας: ἄγουσα β). Να γράψετε από ένα ομόρριζο στα νέα ελληνικά (απλό ή σύνθετο) για καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις: ληπτέον, ἀλείπτης, πᾶς, εἰώθασιν, προσθεῖναι. ληπτέον: δοσοληψία ἀλείπτης: επάλειψη πᾶς: πασίγνωστος εἰώθασιν: έθιμο προσθεῖναι: εκθέτης 5
ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Γ1. Να μεταφράσετε το κείμενο που σας δίνεται. Τέτοια περίπου αφού είπε έθετε σε ψηφοφορία το ζήτημα ο ίδιος (ο Σθενελαΐδας), επειδή ήταν έφορος στη συνέλευση των Λακεδαιμονίων. Και αυτός έλεγε (γιατί αποφασίζουν με βοή και όχι με ψήφο) ότι δεν μπορεί να διακρίνει τη βοή, ποια δηλαδή είναι μεγαλύτερη, αλλά επειδή ήθελε να τους εξωθήσει περισσότερο στον πόλεμο, αφού παρουσιάσουν φανερά τη γνώμη τους, είπε: «σε όποιον από εσάς, Λακεδαιμόνιοι, φαίνονται ότι έχουν παραβιαστεί οι συνθήκες ειρήνης και ότι οι Αθηναίοι αδικούν, να μετακινηθεί σε εκείνο το σημείο», αφού έδειξε σε αυτούς κάποιο μέρος, «και σε όποιον φαίνονται ότι δεν έχουν παραβιαστεί (να μετακινηθεί) στο απέναντι μέρος». Σηκώθηκαν και χωρίστηκαν στα δύο, και ήταν πολύ περισσότεροι εκείνοι οι οποίοι νόμιζαν ότι οι συνθήκες έχουν παραβιαστεί. Αφού προσκάλεσαν και τους συμμάχους είπαν ότι οι Αθηναίοι φαίνονταν σ αυτούς ότι αδικούν, και ότι θέλουν, αφού προσκαλέσουν και όλους τους συμμάχους, να θέσουν σε ψηφοφορία (το θέμα), για να κάνουν τον πόλεμο, αφού αποφασίσουν από κοινού, αν φανεί καλό (να πολεμήσουν). Γ2. Για καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις του κειμένου να γράψετε τον τύπο που σας ζητείται: ψήφῳ: την κλητική του ίδιου αριθμού: (ὦ) ψῆφε μείζων: τον ίδιο τύπο στον υπερθετικό βαθμό: μεγίστη ὅτῳ: την ονομαστική πληθυντικού αριθμού του ουδετέρου γένους: ἅτινα, ἅττα θάτερα: τον ίδιο τύπο στον άλλο αριθμό: θάτερον ἐπαγαγεῖν: τη δοτική ενικού αριθμού θηλυκού γένους της μετοχής στον ίδιο χρόνο: τῇ ἐπαγαγούσῃ κρίνουσι: το γ ενικό πρόσωπο οριστικής μέλλοντα στην ίδια φωνή: κρινεῖ διαγιγνώσκειν: το β ενικό πρόσωπο προστακτικής αορίστου β στην ίδια φωνή: διάγνωθι ὁρμῆσαι: τον ίδιο τύπο στον ενεστώτα: ὁρμᾶν βούλεσθαι: το α πληθυντικό πρόσωπο υποτακτικής παθητικού αορίστου: βουληθῶμεν ἀναστάντες: το β πληθυντικό πρόσωπο οριστικής παρατατικού στην ενεργητική φωνή: ἀνίστατε Γ3α. Να χαρακτηριστούν συντακτικά οι παρακάτω όροι και να αναφέρετε ποιον όρο προσδιορίζουν: βοῇ, ὑμῶν, αὐτοῖς, σφίσι. βοῇ: δοτική ως επιρρηματικός προσδιορισμός του τρόπου στο κρίνουσι 6
ὑμῶν: γενική διαιρετική στο ὃτῳ αὐτοῖς: έμμεσο αντικείμενο στη μετοχή δείξας σφίσι: δοτική προσωπική του κρίνοντος προσώπου από το ρήμα δοκοῖεν Γ3β. ὅπως κοινῇ βουλευσάμενοι τὸν πόλεμον ποιῶνται: αφού χαρακτηρίσετε πλήρως συντακτικά τη δευτερεύουσα πρόταση, να μετατραπεί σε αντίστοιχη μετοχή. Δευτερεύουσα επιρρηματική τελική πρόταση. Εισάγεται με τον τελικό σύνδεσμο ὅπως, εκφέρεται με υποτακτική (ποιῶνται), γιατί δηλώνει σκοπό προσδοκώμενο και συντακτικά λειτουργεί ως επιρρηματικός προσδιορισμός του τελικού αιτίου (σκοπού) στην περίφραση ψῆφον ἐπαγαγεῖν. Μετατρέπεται σε τελική μετοχή ως εξής: (κοινῇ βουλευσάμενοι τὸν πόλεμον) ποιησόμενοι (συνημμένη στο ενν. υποκείμενο του ρήματος οὗτοι). Γ3γ. «ὅτῳ μὲν ὑμῶν, ὦ Λακεδαιμόνιοι, δοκοῦσι λελύσθαι αἱ σπονδαὶ καὶ οἱ Ἀθηναῖοι ἀδικεῖν, ἀναστήτω ἐς ἐκεῖνο τὸ χωρίον»: να μετατρέψετε τον ευθύ λόγο σε πλάγιο με εξάρτηση από τη φράση «Οὗτος ἐκέλευσεν» Οὗτος ἐκέλευσεν ὅτῳ μὲν τῶν Λακεδαιμονίων δοκοῖεν λελύσθαι αἱ σπονδαὶ καὶ οἱ Ἀθηναῖοι ἀδικεῖν, ἀναστῆναι ἐς ἐκεῖνο τὸ χωρίον. Η Οὗτος ἐκέλευσεν τοὺς Λακεδαιμονίους ὅτῳ μὲν σφῶν δοκοῖεν λελύσθαι αἱ σπονδαὶ καὶ οἱ Ἀθηναῖοι ἀδικεῖν, ἀναστῆναι ἐς ἐκεῖνο τὸ χωρίον. 7