ΧΡΗΣΤΟΥ Ν. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΓΙΑΝΝΙΝΑ 1981



Σχετικά έγγραφα
Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΤΗΣ Ε ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ (Ε1) ΣΤΗΝ ΕΥΕΛΙΚΤΗ ΖΩΝΗ

Σχολικές αναμνήσεις. Η γιαγιά του Χάρη θυμάται

Κατανόηση προφορικού λόγου

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»


Εικόνες: Eύα Καραντινού

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Μια μεγάλη γιορτή πλησιάζει

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΩΝ. Αλεξανδρος Δημήτρης

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

«Η νίκη... πλησιάζει»

ΟΝΟΜΑ: 7 ο ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας

Θαύματα Αγίας Ζώνης (μέρος 4ο)

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ. Όμορφος κόσμος

ΞΕΝΙΑ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ. Το Σκλαβί. ή πώς ένα κορίτσι με τρεις φίλους και έναν παπαγάλο ναυλώνει ένα καράβι για να βρει τον καλό της

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

qwφιertyuiopasdfghjklzxερυυξnmηq

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

Συγγραφέας. Ραφαέλα Ρουσσάκη. Εικονογράφηση. Αμαλία Βεργετάκη. Γεωργία Καμπιτάκη. Γωγώ Μουλιανάκη. Ζαίρα Γαραζανάκη. Κατερίνα Τσατσαράκη

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Αυτήν εκεί την κοπελιά την ξέρεις; Πού είναι τα παιδιά; Γιατί δεν είναι μέσα στις τάξεις τους;

Ο ΓΑΜΟΣ ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΩΣ. Διασκευή ενός κεφαλαίου του λογοτεχνικού βιβλίου. (Δημιουργική γραφή)

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν

Η πορεία προς την Ανάσταση...

Αϊνστάιν. Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ. Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης

Modern Greek Beginners

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία

ΘΕΑΤΡΙΚΟ:ΤΟ ΚΟΥΡΔΙΣΤΟ ΑΥΓΟ

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

Πόλεμος για το νερό. Συγγραφική ομάδα. Καραγκούνης Τριαντάφυλλος Κρουσταλάκη Μαρία Λαμπριανίδης Χάρης Μυστακίδου Βασιλική

Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

ΒΙΒΛΙΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Γράφουν τα παιδιά της Β 1 Δημοτικό Σχολείο Αγίου Δημητρίου

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES.

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού

Η ιστορία του χωριού μου μέσα από φωτογραφίες

The G C School of Careers

γεφύρια, τα οποία φέρνουν στην μνήμη από την χώρα καταγωγής τους, βρίσκοντας κοινούς τόπους στην διαπραγμάτευση του θέματος.


Το παραμύθι της αγάπης

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

Lekce 23 Společenské kontakty svatba, křest v Řecku Κοινωνικές επαφές γάμος, βαφτίσια

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: Να λες στη γυναίκα. σου ότι την αγαπάς και να της το δείχνεις.

Κωνσταντινίδου Αγγελίνα του Χρήστου, 8 ετών

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Βούλα Μάστορη. Ένα γεμάτο μέλια χεράκι

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

ΤΟ ΓΙΟΡΝΑΝΙ ΜΕ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΓΑΡΟΥΦΑΛΛΑ

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

Το κοιμητήριο του Γέροντα Παΐσιου μέσα από τα μάτια του AmfLife

Η Βίβλος για Παιδιά παρουσιάζει. Η Γέννηση του Ιησού Χριστού

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ. Η χαρά της αγάπης

ΖΑΧΡΑ ΙΜΠΡΑΧΗΜ ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΖΑΣ

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Αδαμοπούλου Μαρία του Δημητρίου, 9 ετών

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Ο χαρούμενος βυθός. Αφηγητής : Ένας όμορφος βυθός. που ήταν γαλαζοπράσινος χρυσός υπήρχε κάπου εδώ κοντά και ήταν γεμάτος όλος με χρυσόψαρα.

ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ: ΠΑΠΑΝΙΚΟΥ ΣΩΤΗΡΙΑ

Χριστούγεννα. Ελάτε να ζήσουμε τα. όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

T: Έλενα Περικλέους

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΙΣΙΩΝ

ΣΟΦΟΚΛΈΟΥΣ ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΕΠΙ ΚΟΛΩΝΩ. Μετάφραση ΔΉΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ 2017

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

Έρωτας στην Κασπία θάλασσα

Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

Λόγοι για την παιδαγωγική της οικογένειας (Γέρων Εφραίμ Κατουνακιώτης)

Transcript:

ΧΡΗΣΤΟΥ Ν. ΘΕΟΔΩΡΟΥ 1 ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ ΚΟΥΚΟΥΛΙΑ ΤΖΟΥΜΕΡΚΩΝ ΓΙΑΝΝΙΝΑ 1981

2 ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Ψήλωμα ψυχής. σελ. 4 Πρόλογος.» 5 Θέση - χώρος - περιγραφή του χωρίου» 8 Ιστορία..» 8 Γλώσσα.,.» 9 Η ζωή του Ραγιά..» 12 Ενδυμασία» 14 Οικογένεια» 15 Πατριές Κουκουλιωτών...» 15 Οικιακά σκεύη» 16 Το εργαστήρι (αργαλειός).» 16 Γάμος..» 18 Η ζωή του χωριού επί Τουρκοκρατίας...» 21 Τα Βακούφια» 22 Το Πανηγύρι..» 22 Θρησκοληψία.» 24 Ευχολόγιο..» 24 Κατάρες θυμοί» 25 Καλικάντζαροι.» 26 Ξόρκια.» 27 Ο λόγος - Συμβόλαιο.» 28 Λύση διαφορών» 29 Εγκλήματα.» 29 Ελονοσία Ψείρα.» 29 Ψυχαγωγία» 30 Το Παραμύθι.» 31 Σχολείο.» 32 Αποκλεισμός - Πείνα 1916-1917» 36 Τ' ασημένια χλιάρια.» 38 1941 1945» 39 Σεισμός.» 40

Μάστορας.» 41 Λασποπαίδι..» 42 Μπλαροπαίδι.» 43 Εργάτης υλικών» 43 Βοηθός χτίστη.» 44 Χτίστης..» 44 Πολιτικοί και Κουκουλιώτες» 46 Μόρφωση» 48 Τα Κουκούλια και οι Χαρτοπαίκτες του..» 53 Κοινή αγορά» 55 Ο Μυλωνάς» 57 Χωροφύλακας Εξουσία.» 58 Ο καπετάνιος.» 58 Το χτες και το σήμερα» 60 3

4 ΨΗΛΩΜΑ ΨΥΧΗΣ Μια αναδρομή στα περασμένα είναι πάντα πολύτιμη γιατί συγκινεί και διδάσκει. Κάτι που απόλυτα πετυχαίνει ο Χρήστος Θεοδώρου με τα «Κουκούλια» του. Ο λόγος του απλός και η σκέψη του λαγαρή. Έτσι η ανάμνηση γίνεται μνήμη εθνική. Για να βρούμε στον πρώτο διασκελισμό τη φορά της επιστροφής. Στον προγονικό τόπο που γίνεται στις μέρες μας η πιο ανθρώπινη κοινωνία. Με λευτερωμένο το νου κατανοούμε καλύτερα το συνάνθρωπο και τη μητέρα φύση ευλογούμε για την απλοχεριά των δώρων της. Κοντά της νοιώθουμε παιδιά της, και αδέλφια όλοι οι συγχωριανοί. Αυτή είναι η ευχή της ορφανευμένης Ελληνικής επαρχίας. Η γραφή του Χ. Θεοδώρου γίνεται ο αντίλαλός της. Γι' αυτό όσοι εύθηνοι και ευαίσθητοι ας την ακούσουν, θα είναι ένα ψήλωμα της ψυχής!... Νίκος Α. Τέντας

5 ΠΡΟΛΟΓΟΣ Γράφοντας για το χωριό ένας είναι ο σκοπός μου, να γνωρίσουν οι νεώτεροι λίγα από την ιστορία του, τα σπουδαιότερα ήθη και έθιμα, καθώς τον τρόπο ζωής των παλιότερων συγχωριανών τους. Πιστεύω πως κάθε άνθρωπος πρέπει να έχει κάποια φωνή, όσο αδύνατη και να ναι. Μια φωνή για ν' ακουστεί στο νεώτερο, γιατί μεταξύ των γενιών που φεύγουν και εκείνης που έρχεται υπάρχει μια αντιδικία. Ο ένας από τους δυο διαδίκους παίρνει αυθαίρετα τη θέση του δικαστή. Κατηγορούμε τους νέους τελείως άδικα - γιατί κάποιος μικρός αριθμός από αυτούς στρέφεται εναντίον μας, προκλητικά, αδίστακτα και συχνά βίαια και δεν καταλαβαίνουμε πως αυτό είναι μια πράξη έμπρακτης διαμαρτυρίας, που θυμίζει την έμπρακτη προπαγάνδα των αναρχικών. Έτσι στις νεκρές ψυχές του Γκόγκολ ο εγωιστής πατέρας Κίφα Μακίγιεβιτς αγανακτεί, γιατί ο γιος του, έγινε κτήνος, ενώ ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε γι' αυτόν. Η κάθε γενιά που φεύγει, παραδίνει σ' εκείνη που έρχεται μια μάζα υλικών αγαθών, μα συγχρόνως κι ένα συγκρότημα ιδεών και τάσεων, μία εικόνα της ηθικής της τοποθέτησης απέναντι στην κοινωνία και στον άνθρωπο, Με βάση τα αγαθά αυτά, υλικά και ψυχικά ή πνευματικά, η νεολαία οικοδομεί τα δικά της αντίστοιχα. Τα αγαθά της ζωής δεν μεταβιβάζονται από γενιά σε γενιά έτοιμα σαν ένα χαπάκι κινίνο. Χρειάζονται άλλα μεν να αναταραχτούν, άλλα δε να μεταπλαστούν, για να γίνουν αφομοιώσιμα. Εκείνο που δεν παραδίνει η γενιά που φεύγει στη γενιά που έρχεται, είναι η ιστορία της, το παρόν γι' αυτή που φεύγει και το χτες για αυτή που έρχεται. Ο Καθηγητής Φιλοσοφίας Θεοδωρακόπουλος γράφει: «Λαός που δεν έγραψε ιστορία δεν ξέρει να τη διαβάσει». Ο Μέγας Αλέξανδρος έλεγε: «Για να συνεχίσεις μία ιστορία πρέπει να την γνωρίζεις». Εγώ τώρα αυτό κάνω, παραδίνω στο νέο όσα από τα προηγούμενα γνωρίζω, για να γίνει εκείνος συνεχιστής, και ακόμα τον προσκαλώ να ζήσει στο παραδοσιακό χωριό του, γιατί εδώ με πείσμα και ευλάβεια κρατιέται η εθνική κληρονομιά, το ανόθευτο έθιμο, το γνήσιο γιορτάσι με το κλαρίνο και το ντέφι, το δημοτικό τραγούδι και το τσάμικο, για να απολαύσει τη γνήσια τζουμερκιώτικη λεβεντιά του χωρίου μας. Το δημοτικό τραγούδι το νοιώθουμε ότι κυλάει μέσα στις φλέβες του κορμιού μας μαζί με το αίμα μας. Το έχουν συνθέσει άγνωστοι λαϊκοί ποιητές και συγκινεί τώρα τις κουκουλιώτισες. Γνώρισμα του δημοτικού μας τραγουδιού είναι η στιχουργική του

6 τέχνη και ένα μέτρο παρομοίωσης ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση, τα δε βιώματά του είναι τόσο παλιά, όσο και η Ελληνική Ιστορία. Νέε του χωρίου μου, θέλω να κεντρίσω τη φιλοτιμία σου, για να συντάξεις ύστερα καλύτερη και πληρέστερη πραγματεία για το χωριό μας. Διαβάζοντας για το χωριό μας και τα έθιμά του, μπαίνουμε βαθύτερα στην ανθρώπινη ψυχή, που τη συγκινούν η απλότητα και οι αυθόρμητες εκδηλώσεις του και έτσι γίνεται περισσότερο αγαπητό. Διαπιστώνουμε επίσης τις ανάγκες και τα απλά μέσα ζωής του χωριού, εκτιμούμε τις πρακτικές λύσεις του και το προσέχουμε στοργικότερα. Εμείς οι ίδιοι ξεκουραζόμαστε από τα αστικά άγχη και την κακία με το να πλησιάζουμε ο ένας τον άλλο περισσότερο. Είναι απαραίτητη η λαογραφική εξιστόρηση του χωριού γιατί μελετάται ο παλιότερος βίος, διασώζονται οι ποικίλες μορφές του και έτσι καλλιεργείται και ενθαρρύνεται η παραδοσιακή του συνέχεια. Μας φέρνει κοντά στους ανθρώπους της «ευάνδρου» γης των Κουκουλιωτών, για να μας μεταδώσει τους παλμούς και τις σκέψεις τους και μας κάνει να τους αγαπήσουμε περισσότερο. Όλοι εκείνοι που αποτελούν τους μικρούς ιδρυτές της πεζής καθημερινότητας του χωριού μας επάνω στην απλή σκηνή του χωριάτικου οράματος, παρουσιάζονται στις λίγες αυτές γραμμές απλά, για να παίζουν το ρόλο τους με τη μικρή ή μεγάλη προσωπικότητά τους, μέχρις ότου οι ικανότεροι φύγουν για τα αστικά κέντρα και οι άλλοι κλείσουν ήσυχα τα μάτια τους λιπαίνοντας δυο μέτρα γης στην «Λαγκάδα» (τοποθεσία του Νεκροταφείου). Μόνο στα φυσικά φαινόμενα δέχονται όλοι οι σοφοί του κόσμου ότι υπάρχουν νόμοι, που τα ρυθμίζουν νομοτελειακά. Για την ανθρώπινη ζωή, που δεν είναι μόνον ύλη, αλλά και πνεύμα και ιδέα και πίστη, πιστεύουμε, ότι δεν τη ρυθμίζουν νόμοι, αλλά οι ανθρώπινες συνειδήσεις και οι κάθε φορά συγκυρίες και περιστάσεις της ζωής, που δρούνε αντάμα με κύριο ρυθμιστή τον άνθρωπο - άτομο. Υπάρχει επομένως ιστορική αλήθεια, αλλά αν δεν μπορέσει κάποιος ν' αναλύσει τις ανθρώπινες συνειδήσεις και τις περιστάσεις, που συνεργάστηκαν στη διαμόρφωσή της, τότε δε θα φτάσει ποτέ σ' αυτή. Αλλά κι ούτε κανένας ιστορικός, κι ο πιο μεγάλος, μπόρεσε ποτέ να φτάσει και να καταγράψει την ιστορική αλήθεια. Όμως κι αν κάποτε κάποιος το κατόρθωνε (πράγμα αδύνατο, γατί ο άνθρωπος ποτέ δεν έφτασε, ούτε θα φτάσει στο απόλυτο, στην αλήθεια, στο τέλειο), δε θα βρισκε εκείνους που θα την παραδέχονταν. Με όσα λοιπόν παρακάτω γράφω, για τα χωρίο μου Κουκούλια, έγινα θέλοντας και μη, από υπέρμετρη αγάπη στη γενέτειρά μου, ένας αναζητητής της αλήθειας.

7 Προσπάθησα, γι' αυτή όσο, μπόρεσα, με μέσα τα βιώματα, τις αφηγήσεις γερόντων και τη μικρή μου μέχρι τώρα εμπειρία από τη γνώση της Ελληνικής Ιστορίας και της ανθρώπινης ψυχής. Αν δεν πέτυχα να προσεγγίσω την αλήθεια, όσο έπρεπε κι όσο θα θέλατε, παρακαλώ οι κρίσεις σας να είναι επιεικείς, γιατί αλλιώς μαζί με μένα θα δικάσετε κι όσους στη ζωή τους έχουν σκοπό μοναδικό ν' αναζητούν την αλήθεια. Λοιπόν, ύστερα από τα παραπάνω, καιρός είναι να σας πω, ότι έχω να σας πω, για το χωριό μου ΚΟΥΚΟΥΛΙΑ Τζουμέρκων.

8 ΘΕΣΗ - ΧΩΡΟΣ - ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ Στους πρόποδες των δυτικών Τζουμέρκων βρίσκεται το χαμηλό βουνό της Τζούμας, που το σχήμα του μοιάζει μ' αυγό. Η Τζούμα τούτη στα ριζώματά της, φιλοξενεί δύο χωριά, τα Τζουμοχώρια. Νοτιοανατολικά της το Γραικικό και Βορειοδυτικά της τα Κουκούλια ή Κουκουλίστα. Ανεπαίσθητα σ' αυτό το βουνό, της Τζούμας σμίγουν ο καθαρός γαλανός ουρανός και η πράσινη βλάστηση. Οι κάτοικοι των δύο παραπάνω χωριών της Τζούμας πιστεύουν ότι η όμορφη τούτη σύνθεση είναι δωρεά του Υψίστου. Στα σπλάχνα της κρύβει πέτρινους όγκους, άλλα στη πρανή της επιφάνεια, δάση και θαμνώδη καταπράσινη βλάστηση. Βογκάει όμορφα ο αέρας, καθώς μπαινοβγαίνει ανάμεσά τους. Τα τελευταία μεταπολεμικά χρόνια οι άνθρωποι πάψανε να τα επισκέπτονται κι έτσι δεν διαταράζουν την ησυχία των άλογων όντων που ζουν σ' αυτά. Κι εκείνα έχουν τόσο εξοικειωθεί με την ηρεμία, ώστε δεν ξεχωρίζουν τη μέρα από τη νύχτα. Γι αυτό άλλαξαν συνήθειες κι όλα εκεί τη νύχτα κοιμούνται ήσυχα. Της Τζούμας οι αποχρώσεις αλλάζουν στις ώρες της μέρας. Με την ανατολή του ήλιου και το σιγανό ανέβασμα του στο θόλο τ' ουρανού, η αρχικά γκρι σκούρα απόχρωσή της σιγά - σιγά γίνεται ανοιχτή, ξασπρίζει. Κι όταν θα ρθει το απόγευμα, γίνεται μενεξεδένια, στη δε ώρα του σούρουπου κατασταλάζει σε κοκκινόμαυρη, όμοια μ' εκείνη του ξεραμένου ανθρώπινου αίματος. Τα Κουκούλια έχουν υψόμετρο 700 περίπου μέτρα. Στους πρόποδες της Τζούμας προς την πλευρά του χωριού μας σέρνει ορμητικά και με θόρυβο τα νερά του ο Άραχθος. Η φιδίσια κοίτη του, οι άσπρες ξέρες του, τα θολά χειμωνιάτικα νερά του κι οι βαθύσκιες όχθες του, μαζί με το βουητό των νερών του, συμπληρώνουν τη γραφικότητα του ορίζοντά του. Ο ζωτικός χώρος του χωρίου φτάνει περίπου τα 5 τ. χιλ/τρα και το 1971 (χρονιά τελευταίας απογραφής) βρέθηκαν να κατοικούν σ' αυτό 390 άνθρωποι. ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ Σύμφωνα με κάποια παράδοση το χωριό Κουκούλια ή Κουκουλίστα το χτισαν στοιχειωμένοι άνθρωποι. Από εκεί που πρώτα ζούσαν, πριν στοιχειώσουν, ο Θεός τους έδιωξε, με τα τσιμπήματα μεγάλων κουνουπιών. Όσοι γλύτωσαν ήταν οι στοιχειωμένοι. Έφυγαν και σταμάτησαν εδώ στην Τζούμα κι έχτισαν το χωριό Κουκούλια.

9 Μία άλλη παράδοση μιλάει σχετικά για τα ερειπωμένα κοντινά Κάστρα του Κουκουλιού και του Γεροβουνίου: Ο Πρωτομάστορας του δεύτερου δέχτηκε να παντρέψει την κόρη του με το γιό, του Πρωτομάστορα του Κάστρου των Κουκουλίων. Ο γαμπρός όμως πριν από το γάμο μετάνιωσε, κι ο Πρωτομάστορας του Γεροβουνίου, μέσα στην αγανάκτησή του πέταξε το μαστορικό του σφυρί και γκρέμισε το Κουκουλιώτικο Κάστρο. Ύστερα οι Κουκουλιώτες, μαθήτευσαν κοντά σ' έμπειρους ξένους οικοδόμους, απ όπου έμαθαν τόσο καλά την οικοδομική τέχνη, ώστε έβγαλαν τους καλύτερους μαστόρους της πέτρας (πελεκάνους) και ξανάχτισαν σίγουρο το Κάστρο τους. Κατά μία άλλη εκδοχή το χωριό μας είχε χτιστεί στη θέση, που φέρει σήμερα το όνομα «Παλιοχώρι». Οι κάτοικοί του ύστερα από μια θανατηφόρα επιδημία εξαφανίστηκαν. Κατόρθωσε να γλυτώσει μόνο μία γυναίκα με τα παιδιά της, η οποία κατέφυγε σε μία σπηλιά που βρίσκεται στην τοποθεσία «Δύο λιθάρια», όπου και απομονώθηκε. Η σπηλιά αυτή είναι γνωστή σήμερα με το όνομα «Μπιστούρα της Αθάνως». Ο μακαρίτης δάσκαλος Απόστολος Σταύρου, από τα Γουριανά, έγραψε για ένα Κάστρο, που ήταν ανάμεσα από τα χωριά Ρωμανό και το δικό του, στον ορεινό όγκο, που 'χε εσωτερικά του κι Ακρόπολη. Τα χειρόγραφά του δεν είδαν ακόμα το φως. Ασφαλώς και τούτο είναι παράδοση, αφού στη θέση εκείνη τίποτα δε διακρίνεται επιφανειακά. Κατά την παράδοση οι πρώτοι άνθρωποι που έχτισαν τα Κουκούλια ήταν μελαχρινοί, συγγενής φυλή προς τους Σημίτες, κι ύστερα από 200 χρόνια έφυγαν. Γύρω στα 1350 ορεινοί Αλβανοί «Γκέγκηδες», με επικεφαλής τους Πέτρο Λιόση και Μπούνα Σπάτα, παίρνοντας μαζί τους τις οικογένειές τους εγκαταστάθηκαν στην περιοχή Τζουμέρκων σαν κτηνοτρόφοι. Οι Αλβανοί αυτοί δεν έχουν καμία σχέση με τους μισθοφόρους Τουρκαλβανούς, που εγκαταστάθηκαν σε διάφορα μέρη της Ελλάδος μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Γενικά πρέπει να γίνει παραδεκτό ότι, μετά την κατάκτηση της Αλβανίας από τη Σερβική αυτοκρατορία, ένα ρεύμα μεταναστευτικό Αλβανών ορεσιβίων με τα ζώα τους, συναντάτε στον Ηπειρωτικό χώρο. Όταν έγιναν Καθολικοί, οι ηγεμόνες του Δεσποτάτου της Ηπείρου ύστερα από χρόνια τους έδιωξαν, επειδή έκαναν επαναστάσεις και επιδρομές σε βάρος τους, για λόγους θρησκευτικής, κυρίως, αντιδικίας. Ήταν τούτοι Ορθόδοξοι και εκείνοι Καθολικοί. Φαίνεται όμως ότι κάποτε, λίγο πριν φτάσουν οι Τούρκοι στην Ήπειρο (μεταξύ 1431 και 1449) το χωριό μας Σλαβοκρατήθηκε. Από εκείνους, τ' όνομά του, πήρε Σλαβική

10 κατάληξη (-ίστα), δηλαδή ονομάστηκε Κουκουλίστα. Ύστερα οι Βυζαντινοί ή οι Δεσποτάδες της Ηπείρου ξανακυριάρχησαν στο χωριό, άλλα το όνομα Κουκουλίστα παράμεινε στο στόμα του λαού. Δεν άργησαν όμως να φτάσουν οι Τούρκοι και μ' αυτούς να σταματήσουν οι ανταγωνισμοί για την κυριαρχία και τούτης της Ηπειρωτικής γωνιάς. Ύστερα τα Κουκούλια, ως ορεινά, με δάση, νερά και φυσικές οχυρές θέσεις, έγιναν ενδιαίτημα των Κλεφτών, που αγωνίζονταν κατά της Τουρκικής τυραννίας, και ζούσαν εδώ λεύτεροι. Κάποτε μάλιστα ήρθαν στο γειτονικό χωριό Γραικικό πολλές οικογένειες από το Σουλιοτοχώρι Ρωμανό κι έχτισαν ομώνυμο μαχαλά (συνοικία), που ακόμα φέρει το ίδιο όνομα. Διάβασα κάπου ότι στα 1612 μετά την επανάσταση του Διονυσίου Σκυλόσοφου στην Ήπειρο, η περιοχή των Τζουμέρκων δοκιμάστηκε πολύ από τις επιδρομές των Τούρκων. Τι έκαμαν στα Κουκούλια δεν ξέρουμε τίποτε. Στην Κουκουλίστα, όπως και στις άλλες περιοχές, οι Τούρκοι διατήρησαν την Κοινότητα με τους λεγόμενους «Άρχοντες», που τους εξέλεγαν οι κάτοικοι κι εκείνοι τους επικύρωναν την εκλογή. Οι Κοινοτικοί άρχοντες ονομάζονταν και Προύχοντες ή Προεστοί ή Δημογέροντες, αλλά και Κοτζαμπάσηδες, γιατί συνεργάζονταν με τους Τούρκους. Οι Κοινοτικές Αρχές είχαν πλήρη Διοικητική, Εκτελεστική, Δικαστική και Φορολογική εξουσία. Όλους τους φόρους, που έπρεπε να πάρουν οι Τούρκοι από τα εισοδήματα των κατοίκων, συγκέντρωναν οι Κοινοτικές Αρχές. Ένα από τα πιο επικερδή τότε επαγγέλματα ήταν του μυλωνά. Γι αυτό ο μυλωνάς πλήρωνε φόρο πέντε τουρκικές λίρες, ενώ ο γιατρός τρεις. Όλες οι παραβάσεις, τα παραπτώματα και γενικά οι μηνύσεις εκδικάζονταν από τους Δημογέροντες, των οποίων ένας ήταν πρόεδρος της Κοινότητας, που τούρκικα τον έλεγαν «Μουχτάρη»,οι δε άλλοι ήταν Σύμβουλοι και λέγονταν Τούρκικα «Αγάδες». Η εκδίκαση των διαφορών των κατοίκων γινόταν σε ανοιχτό χώρο, συνήθως στην πλατεία του χωριού ή στο χαγιάτι της εκκλησιάς. Για να γίνει κάποιος Μουχτάρης ή Αγάς του χωριού, δεν χρειάζονταν να γνωρίζει πολλά γράμματα. Αρκούσε μόνο να ήταν οικονομικά ανεξάρτητος και κυρίως να είχε πολλά κτήματα, ώστε, αν δεν μάζευε τους φόρους, οι Τούρκοι να τους έπαιρναν από την εκποίηση της περιουσίας του. Φορολογικά προνόμια είχαν ορισμένοι χώροι, που τους ονόμαζαν Βακούφικους. Μόνο οι χώροι αυτοί δεν πλήρωναν, τη «Δεκάτη» του Σουλτανικού Ταμείου (Μάλ Σεντούκ).

11 Χαρά θεού στο χωριό μας την Άνοιξη όλα τα σκεπάζει το πράσινο. ΓΛΩΣΣΑ Οι έσχατοι Αθαμάνες μιλούσαν την Ελληνική γλώσσα με δική τους προφορά. Μετά την εισβολή των Δωριέων χρησιμοποίησαν τη Δωρική Διάλεκτο, η οποία, μόλο που διέφερε από την Αθαμανική, ήταν καταληπτή από τους άλλους Έλληνες. Αφού πέρασε αρκετός χρόνος, όπως σε όλα τα Ελληνικά διαμερίσματα, έτσι και εδώ, οι Αθαμάνες τον 4 ο π.χ. αιώνα ταύτισαν τη γλώσσα τους με την κοινή Ελληνική την Πανελλήνια πλέον λαλουμένη Αττική διάλεκτο. Από τους Βυζαντινούς χρόνους και μετέπειτα, βαθμηδόν, άρχισε να απλοποιείται για να φτάσουμε σ' αυτή που μιλάμε και γράφουμε σήμερα. Αξίζει να σημειωθεί ότι η γλώσσα μας, δέχτηκε ορισμένες επιδράσεις από ξένες γλώσσες, από την επί πολλούς αιώνες Ρωμαϊκή κατοχή και αργότερα από την Φραγκοκρατία, την κατά περιόδους Σλαβοκρατία και την Τουρκοκρατία. Παραθέτω λίγες ξένες λέξεις που ακούγονται και σήμερα ακόμα: Λατινο-ιταλικές: Πόρτα - αντί θύρα, φλάμπουρο - αντί σημαία, στράτα - αντί δρόμος. Τουρκικές: Μαχαλάς - αντί συνοικία, μεράκι - αντί πόθος. Σλαβικές: Τσομπάνος, βιδούρα, μπούτινα. Χρώματα ζώων: γκόρμπα, γκέσα, κανούτα, μούργκα κ.ά. Τοπωνυμίες: Νιζερό, Σκτέλα, Κουκουλίστα κ.α. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι κανένας ξενόφωνος ή αλλόφυλος (Σλάβος, Φράγκος, Αρβανίτης κ.λ.π.) δεν είχε εγκατασταθεί ποτέ μόνιμα στα Κουκούλια. Αυτό το μαρτυρούν τα τραγούδια, ηρωικά, κοινωνικά, τραπεζιού, χορού κ.α., καθώς

τα νανουρίσματα των μικρών παιδιών και τα μοιρολόγια, που είναι σε καθαρή Ελληνική γλώσσα. 12 Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΡΑΓΙΑ Την απονομή της δικαιοσύνης είχαν οι Δημογέροντες. Αν μια υπόθεση ήταν πολύ δύσκολη, τότε δικαζόταν από τον Μητροπολίτη με βάση τις διατάζεις της Νομοθεσίας του Αρμενόπουλου κι αργότερα του Νομοκανόνα του Έμμ. Μαλαξού. Σε απόλυτη ανάγκη μόνο, από το Τουρκικό Δικαστήριο (Ινταρέ Μενζηλίσι), που είχε την έδρα του στην Άρτα. Μετά την απελευθέρωση του 1881 όλες οι μικροδιαφορές και τα πταίσματα δικάζονταν από το Πταισματοδικείο Τζουμέρκων, που είχε έδρα του την Άγναντα, στο οποίο χρησιμοποιούνταν, αντί δικηγόρων, δικολάβοι, δηλαδή εγγράμματοι Έλληνες, που δεν διέθεταν δίπλωμα δικηγόρου. Οι υπόδουλοι εκείνοι πρόγονοι μας ήταν τολμηροί, αποφασιστικοί, φιλότιμοι, μπεσαλήδες και φιλόξενοι. Στα μαύρα χρόνια της δουλείας τίποτα δεν είχαν δικό τους, ούτε περιουσία, ούτε εργασία, ούτε και αυτή την τιμή ακόμα. Οι τακτικοί φόροι στον Τούρκο δυνάστη δεν είχαν όρια. Τους έβαζαν όμως κι έκτακτους. Πρώτα ήταν το δέκατο 10% και το όμορο (33%) της κάθε σοδιάς και ο κεφαλικός για κάθε σίγουρο άντρα. Μετά το 1850 έγινε πετέλ ή νιζάμ, δηλαδή φόρος στρατεύσεως. Τον πλήρωναν τ' αγόρια, αρχικά όταν έφταναν σε ηλικία 21 χρόνων, δύο μετζίτια το χρόνο, και σιγά, σιγά το έφτασαν να πληρώνουν απ' τη γέννησή τους κι ύστερα. Γενικά τους έκλεβαν στο ζύγι και στους λογαριασμούς, κάποτε δε τους έκαναν με το έτσι θέλω μεγαλύτερους. Οι φόροι της σοδιάς συγκεντρώνονταν από όλους τους κατοίκους στη θέση «Κοτσέκι», πάνω από τα σπίτια των Ζαχαραίων και δίπλα από το σπίτι του γιατρού Τζίμα. Τις περισσότερες χρονιές, όταν έφτανε ο Γενάρης, οι χωριανοί αγόραζαν, (30) παράδες την οκά, από το αποθηκευμένο στο «Κοτσέκι», καλαμπόκι, γιατί τελείωνε το δικό τους. Υπήρχαν δύο γέροντες από το σόι των Λιτσαίων (Ζαχαραίων), για το οποίο θα γράψουμε παρακάτω, που χρησιμοποιούνταν σαν γραμματείς και τους οποίους ονόμαζαν καλαμαράδες, γιατί είχαν μαζί τους πάντοτε τα καλαμάρια.

13 Αυτά είχαν σχήμα μελανοδοχείου με ένα σωλήνα στο πίσω μέρος τους μήκους (15) εκατοστά περίπου, όπου έχωναν τα πενόξυλα, τα οποία, αφού βουτούσαν στο ποτισμένο με μελάνι βαμβάκι του μελανοδοχείου έγραφαν όταν ήθελαν. Οι δύο αυτοί καλαμαράδες χρησιμοποιούσαν έναν πρωτόερο (κλητήρα) για ότι ντεσκερέ ήθελαν να ανακοινώσουν ή να στείλουν στις τουρκικές αρχές. Για να κρύψουν από άρπαγες όσα σοδήματα έμειναν τελικά δικά τους, έσκαβαν μέσα στο σπίτι και έφτιαχναν κρύπτες και έβαζαν απάνω τους μια γκλαβανή. Τις κρύπτες αυτές τις ονόμαζαν «μπίμτσες», και οι οποίες σώθηκαν μέχρι τις μέρες μας σε πολλά παλιά σπίτια. Η μεγαλύτερη πληγή για το χωριό μας άνοιγε μια φορά κάθε μήνα, όταν πέρναγε η «κοστάδα», δηλαδή τουρκικό αποσπάσιμα εφίππων αποτελούμενο από (25) άνδρες με επικεφαλής έναν λοχία, τον Τσαούση. Το πέρασμα του αποσπάσματος είχε σκοπό να πληροφορηθεί για την τάξη που επικρατούσε στο χωριό. Στο πέρασμά του, κανένας νόμος δεν ήταν σε θέση να λειτουργήσει. Τα πάντα ήταν στη διάθεσή τους. Επειδή ήταν υποχρεωμένοι να τους φιλοξενούν οι χριστιανοί στα σπίτια τους, τους έλεγαν Σοφαρίδες. Όταν κανένα παιδί έκλαιγε, του έλεγε η μάνα «σώπα, έρχεται ο Σοφαρής». Προτού φύγει από το χωριό το απόσπασμα, έπρεπε να του παραθέσουν πλούσιο τραπέζι, αποτελούμενο από αρνιά, κότες, πίτες, καλό κρασί και ένα καλό φιλοδώρημα (Μπαξίς) στον αρχηγό (Τσαούση). Αν τυχόν δεν τους φιλοξενούσαν καλά ή δεν έπαιρναν φιλοδώρημα ήταν ικανοί να κάνουν ζημιές, χύνοντας τα κρασιά από τα βαρέλια ή το αλεύρι από τ' αμπάρια. Παρακάτω παραθέτω μια γενική εικόνα των τιμών και του ημερομισθίου της εποχής εκείνης: Καλαμπόκι. 10 γρόσια, ένα ταγάρι (20) οκάδες Γίδινο κρέας 2 γρόσια η οκά Πρόβειο κρέας. 2 γρόσια η οκά Μία γίδα. 20 γρόσια Μία προβατίνα... 2 γρόσια Κρασί 1 γρόσι η οκά Το εργατικό ημερομίσθιο. 2 γρόσια Του μάστορα το ημερομίσθιο.. 3 γρόσια Το μεροκάματο των γυναικών.. 30 παράδες

14 Η γυναίκα δεν είχε κανένα δικαίωμα στη ζωή. Ήταν παρακατιανή. Από τα δέκα της χρόνια πήγαινε στο χωράφι ή στο λόγγο για ξύλα ή στο μύλο. Έμπαινε στον αργαλειό και γενικά ήταν κλεισμένη μέσα στο σπίτι σαν καλογριά σε μοναστήρι. Όταν παντρευόταν η κοπέλα έκανε όλες τις δουλειές, στα χωράφια, στα γίδια και στο σπίτι. Πολύ λίγοι είχαν ζώα για μεταφορές, Γι' αυτό συνήθως τις μεταφορές έκαναν οι γυναίκες. Πήγαινε (40) οκάδες καλαμπόκι φορτωμένη στο μύλο, ένα «βάσταμα», κλαρί για γίδες, περίπου (60) οκάδες καυσόξυλα, στην κάθε διαδρομή. Και όμως ήταν η σύζυγος, η μάνα, η νοικοκυρά. Στη γέννα δεν υπήρχαν γιατροί. Φώναζαν συνήθως κάτι γριές ψευτομαμές (πρακτικές) περιμένοντας απ αυτές ιατρική βοήθεια. Μην σας φανεί παράξενο ότι αυτό συνεχίστηκε και στις μέρες μας. Αρκεί να σας πω ότι η Βαγγέλινα του Ντουχανιάρη, όταν έμενε πάνω ακριβώς από το σπίτι του Γιάννη Παπαδιά (εκεί ο Βαγγέλης έκανε το γανωτή), πήγε στην «Σπαρτιάη» να πάρει νερό και γυρίζοντας, φορτωμένη τη βαρέλα γεμάτη, ένοιωσε πόνους, ακούμπησε σε μία πέτρα κάτω από το σπίτι του Αναγνώστη Παπαδημητρίου, όπου και γέννησε το τρίτο παιδί της, Το έβαλε μέσα στην ποδιά της και το 'φερε στο σπίτι. Πριν προλάβει, όμως, να ξεφορτώσει τη βαρέλα, τη ρώτησε η Θανάσαινα του Παπαδιά, η γειτόνισσά της: «Τι καλά μας φέρνεις στην ποδιά;» και κείνη της είπε: «Γέννησα στο δρόμο και έχω το παιδί μου». ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ Ανδρική Σιγκούνι με μανίκια πίσω ή φουστανέλα, πουκάμισο μακρύ, ανοιχτό μπροστά, για να φαίνεται το στήθος, κάλτσες μακριές, κάπα καθώς και βρακί. (Όταν φορούσαν κοντό πουκάμισο, είχε πλατιά μανίκια). Ακόμα τσαρούχια με πολύχρωμη φούντα. Γυναικεία Σιγκούνι, σακάκι, φουστάνι, βρακί όχι, πουκάμισο που σκέπαζε την φούστα και ένα μαντήλι μαύρο με λουλούδια στο κεφάλι, δαχτυλίδια στα χέρια και σκουλαρίκια στ' αυτιά. Παπούτσια ένα μόνο ζευγάρι, από τότε που γίνονταν νυφάδες. Οι περισσότερες φορούσαν συνήθως τσαρούχια με κόκκινη φούντα. Παιδική Τα παιδιά, μέχρι και την ηλικία των εφτά χρόνων, φορούσαν φουστάνι, όπως και τα κορίτσια, χωρίς βρακί και παπούτσια. Αξίζει τον κόπο να σας εξιστορήσω το πάθημα του γράφοντος. Ήμουν έξι χρονών και στα μαγαζί του μπάρμπα μου, του Μήτσου Παπαδημητρίου, γινόταν μία συζήτηση

15 γύρω από το τηλέφωνο που είχε εγκριθεί να μπει στο χωριό. Συγκεκριμένα έλεγε ο γιατρός Βασίλης Ζαχαρής: «Μεγάλη δουλειά το τηλέφωνο, ότι θέλεις το έχεις αμέσως». Γύρω από αυτή την αμεσότητα του τηλεφώνου, εγώ το πήγα αλλού, στον καημό μου, που ήταν να αποκτήσω ένα παντελόνι, γιατί φορούσα φουστανάκι. Τότε, αφού νόμισα ότι ενημερώθηκα γύρα από το θέμα του τηλεφώνου, πήγα στο σπίτι και είπα στην μακαρίτισσα τώρα μάνα μου: «Μάνα τώρα που θα μπει το τηλέφωνο, να γράψεις στον πατέρα (που δούλευε μάστορας στο Καρπενήσι), να μου στείλει με το τηλέφωνο ένα παντελόνι». Τα παρακάτω τ' αφήνω σε σας να τα κρίνετε, γύρω από την νοημοσύνη των παιδιών των έξι χρόνων της εποχής εκείνης. ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ Αποτελούνταν πάνω Από 6-7 άτομα και καμιά φορά έφτανε τα δέκα. Κάθε καλοκαίρι ο αρχηγός της οικογένειας μεριμνούσε να πάρει λίγο πανί, για να βολευτούν τα παιδιά από εσώρουχα και εφόσον περίσσευε, έφτιαχνε και η μάνα. Μην σας φανεί παράξενο ότι πολλές φορές, για να πάει κάποιος σε γάμο ή σε πανηγύρι, δανειζόταν ξένο παντελόνι. Λέγεται μάλιστα ότι ο δανειστής κάποτε σ ένα πανηγύρι φώναζε: «Ορέ συ Μήτρο, μην κάνεις πολλές κολοκαθιές, γιατί θα μου σχίσεις το παντελόνι». Και ο Μήτρος διέκοψε το χορό, γιατί ντροπιάστηκε και έφυγε. Στις μέρες μας, ο άκακος, ο καλοκάγαθος, ο γλεντζές, ο αγέραστος Γιάννης Παπαδιάς, που τον είχε πάρει η φαμίλια σβάρα, δέκα παιδιά, ζούνε τα εννέα, από την Αθανασία που είναι το Γκεσέμι, ως την Μάχη που είναι το «π'σμάδ'» (έτσι λένε το τελευταίο παιδί), ζήτησε ένα δανεικό παντελόνι από το μπάρμπα του, Νίκο Θεοδώρου. Με καμάρι το φόρεσε και σεργιάνισε επιδεικτικά στο μαγαζί του Μήτσου Παπαδημητρίου. Εκεί τον είδε ο δανειστής του, που πικρόχολα τον κεραύνωσε: «Νομίζω Γιάννη πως το παντελόνι πέφτει στενό για σένα». Και ο Γιάννης χαμήλωσε το βλέμμα ίσα στο ποδονάρι και ακολούθησε, σχεδόν γερτός, το δρόμο που πήρε ο παραπάνω Μήτρος. ΠΑΤΡΙΕΣ ΚΟΥΚΟΥΛΙΩΤΩΝ Πρώτη πατριά, που γνωρίσαμε στα Κουκούλια, είναι το σόι των Λιτσαίων, το οποίο, με τα λιγοστά του κτήματα και την πολλή δουλειά, έβγαλε ανθρώπους, που δεν ασχολήθηκαν με τη γη, άλλα με το εμπόριο και τα γράμματα. Γι αυτό και οι καλαμαράδες επί τουρκοκρατίας ήταν από τα σόι αυτό.

16 Αργότερα συναντάμε τις παρακάτω πατριές: Κωσταγιανναίους, Ντουχανιαραίους, Καραμπαλαίους, Κιτσανταίους και Πολυζαίους. Απόγονοι των Λιτσαίων πρέπει να είναι οι: Κωσταγιανναίοι, Ζαχαραίοι και Κοκκιναίοι. Από την πατριά των Ντουχανιαραίων οι: Παπαδαίοι και Μητσαίοι. Από την πατριά των Καραμπαλαίων ξεπετάχτηκαν οι: Γεωργακαίοι, Τζανελαίοι και Παπαδημητραίοι. Από την πατριά των Κιτσανταίων οι: Σταυραίοι, Χατζαίοι, Παπαγιανναίοι, Βλαχαίοι, Θεοδωραίοι και Κοτσιναίοι. Από την πατριά των Πολυζαίων οι: Κοντουλαίοι (πήραν το επώνυμο αυτό επειδή κάποιος Πολύζος ήταν πολύ κοντός στο ανάστημα και τον έλεγαν «κοντούλη» στο παρατσούκλι, αργότερα έγινε και το επώνυμο του). Συναντάμε ακόμα τα συγγενολόια των: Τσουβαλαίων, Γαβραίων, Κοτκαίων, Παναίων, Τζαφεραίων, Τσαραίων, Βαρελαίων, Καραβασιλαίων και Γκαναίων. Το κάθε σόι φρόντιζε να φτιάξει σπίτι στο δικό του μαχαλά (συνοικία). Έτσι σήμερα συναντάμε τους μαχαλάδες: Γκανέικα, Τσουβαλέικα, Παπαδέικα, Ζαχαρέικα, Γαβρέικα, Κιτσαντέικα, Καραμπαλέικα, Πολυζέικα κοκ. Όσες οι πατριές, τόσες και οι συνοικίες, που και αυτές λιγοστεύουν, καθώς ξεκληρίζονται από τον ξενιτεμό. Εξακολουθούν όμως να παραμένουν οι ονομασίες, για να θυμίζουν σε όλους κάτι που τους περιμένει: Ένας τόπος με το δικό τους όνομα. ΟΙΚΙΑΚΑ ΣΚΕΥΗ Ένας γάστρος, τα απαραίτητα χαλκώματα, δύο σκαφίδια (συχνά σκαμμένοι κορμοί δέντρων), ένα για ζύμωμα και ένα για πλύσιμο, ένα καζάνι, ανάλογα ταλάρια, δύο ταψιά και χλιάρια (ξύλινα αρχικά κι αργότερα μπρούτζινα) όσα τα άτομα της οικογένειας. ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ (ΑΡΓΑΛΕΙΟΣ) Από κανένα σπίτι του χωρίου μας, δεν έλειπε ο αργαλειός, ο οποίος στα παλιά χρόνια θεωρήθηκε σαν μέσο που αντικατέστησε την χειροτεχνία (πλέξιμο). Η γυναίκα της παλιάς εποχής, στην ελεύθερη ώρα της, μέσα στο σπίτι είχε για απασχόληση, το πλέξιμο, το κέντημα και την ύφανση. Από τον αργαλειό της θα βγαιναν τα μάλλινα και τα βαμβακερά, που θα στόλιζαν τα κρεβάτια, τους τοίχους και

17 τα έπιπλα. Θα βγαινε ακόμα η προίκα του κοριτσιού, η φλοκιαστή βελέντζα, η μαντανία, η στρώση, το μαξιλάρι, η κουρελού, το σάσμα (από κατσικίσιο μαλλί - τραγόμαλλο), τα υφαντά σεντόνια και τόσα άλλα, που με την ομορφιά των χρωμάτων τους, έδιναν στο κάθε σπιτικό την ψυχική ευφορία και την αξιοπρέπεια. Αξίζει να σημειωθεί πως και το τραγούδι ακόμα της υφάντρας, ακολουθούσε το ρυθμό των χτυπημάτων του χτενιού και της αλλαγής των ποδιών, για να περαστεί η σαΐτα από την μία μεριά στην άλλη. Πέτα σαΐτα μου γοργή με το χρυσό μετάξι, να ρθει ο καλός μου την αυγή να βρει χρυσά ν' αλλάξει. Τάκου - τάκου ο αργαλειός μου τάκου κι έρχεται ο καλός μου τάκου - τάκου στην αυλή μου ώσπου να ρθει το πουλί μου. Χτύπα σαΐτα μου γοργή Χτύπα χρυσό μου χτένι κι η ατέλειωτη σαρακοστή μερόνυχτο να γένει. Τάκου - τάκου ο αργαλειός μου τάκου κι έρχεται ο καλός μου τάκου και σε λίγο φτάνει για φιλί και για στεφάνι. Εγώ το υφάδι θα γενώ κι εκείνος το στημόνι που να μπλεχτεί με την κλωστή και πια να μη γλυτώνει. Τάκου - τάκου ο αργαλειός μου τάκου κι έρχεται ο καλός μου

τάκου - τάκου στην αυλή μου ώσπου να ρθει το πουλί μου. 18 Μαντήλι από τα δάκρυα δεν του μενε στα ξένα αρχοντοπούλες τον ζητούν μ' αυτός πονεί για μένα. Τάκου - τάκου ο αργαλειός μου τάκου κι έρχεται ο καλός μου τάκου και σε λίγο φτάνει για φιλί και για στεφάνι. ΓΑΜΟΣ Η χαρά αυτή του γάμου κρατούσε (8) ολόκληρες μέρες. Τα συνοικέσια έκαναν οι προξενητάδες. Ο γαμπρός έβλεπε τη νύφη, όταν ο Νουνός σήκωνε την «τσίπα», με την οποία ήταν σκεπασμένο το πρόσωπό της. Τους αρραβώνες έκαναν οι γονείς ή οι στενοί συγγενείς. Ύστερα καμιά επαφή γαμπρός και νύφη. Σαν ξένοι μέχρι τα στέφανα. Στο γάμο ο γαμπρός ήταν υποχρεωτικό να έχει ένα βλάμη (εξάδελφό του ή φίλο του) συνοδό του. Την Τετάρτη βράδυ πιάναν τα προζύμια, βάζαν στη μέση απ' το σπίτι το σκαφίδι και δίπλα ένα τσουβάλι με αλεύρι και μία σίτα. Ο βλάμης έριχνε αλεύρι στη σίτα και τότε όσα χέρια μπορούσαν να πιάσουν τη σίτα την κουνούσαν (κοσκίναγαν) λέγοντας ευχές στο γαμπρό: Να ζήσεις και καλά στέφανα. Μετά, αφού ανάπιαναν τα προζύμια, Το ριχναν στο γλέντι όλη τη νύχτα. Την Παρασκευή ετοίμαζαν τα κλούρια με τα δώρα, τα οποία ο βλάμης του γαμπρού θα πήγαινε στη νύφη για το κάλεσμα. Όταν έφτανε στην πόρτα της νύφης έριχνε με κουμπούρα ή το γκρα του, τρία ντουφέκια ή πέντε, όσα ήθελε, αρκεί να ήταν μονά. Έπειτα γύριζε στο σπίτι του γαμπρού φέροντας τα δώρα που έστελνε στη νύφη. Μετά ο βλάμης θα πήγαινε και τα κλούρια του Νουνού. Γυρίζοντας στο σπίτι του γαμπρού αναλάμβανε να σταλούν όλα τα καλέσματα στους συγγενείς και φίλους του γαμπρού. Το ίδιο έκανε και κάποιος συγγενής της νύφης. Μετά όλοι οι καλεσμένοι, τόσο του γαμπρού όσο και της νύφης, έπρεπε να στείλουν στο σπίτι των νεόνυμφων «πρεβέντα» μία μπουγάτσα, μία πίττα και κρέας.

19 Το Σάββατο ο πατέρας του γαμπρού έστελνε ένα δικό του γέροντα στο σπίτι της νύφης, για να καταγράψει την προίκα, που απαρτιζόταν συνήθως, εκτός από τα κεντήματα και τα πανικά προικιά της και τα ατομικά ρούχα της νύφης, που θα ήταν μέσα σ' ένα μπαούλο, απαραιτήτως από σιγκούνια για φόρτωμα, ένα τσαπί, ένα δρεπάνι, μία τσεκούρα, μία τριχιά πολύχρωμη (νυφιάτικη) για να φέρει το κρύο νερό από τη βρύση με τη βαρέλα, μερικά χαλκώματα και τον γιούκο με τα σκεπάσματα. Το βράδυ του Σαββάτου έρχονταν οι πλησιέστεροι συγγενείς, του γαμπρού, ετοίμαζαν κλούρες και σφαχτά, έφταναν τότε και τα βιολιά και γινόταν γλέντι, το λεγόμενο ζιαφέτι, που κρατούσε όλη τη νύχτα. Την Κυριακή το πρωί ο γαμπρός με (10) περίπου νέους πήγαινε να πάρει το Νουνό. Όταν γύριζαν στο σπίτι, έβαζαν ένα τραπέζι στη μέση του σπιτιού, όπου ο κουρέας του χωριού ξυράφιζε το γαμπρό. Τα όργανα παίζαν, οι γυναίκες τραγουδούσαν και όλοι οι καλεσμένοι ασήμωναν το γαμπρό με γρόσια, λέγοντας την ευχή «Καλά στέφανα». Το τραγούδι που λέγαν ήταν σ' όλα τα χωριά το ίδιο «Ξουράφια από τα Γιάννινα και ακόνια από την Πόλη κ.λ.π.». Το μεσημέρι έστρωναν τραπέζι, έτρωγαν πάντα με την συνοδεία των οργάνων (βιολί, κλαρίνο και ντέφι) και μετά το γεύμα ξεκίναγαν για την νύφη, με ντουφεκιές και τραγούδια. Όταν έφταναν κοντά στο σπίτι της νύφης τραγουδούσαν το παρακάτω τραγούδι: Ξύπνα περδικομάτα μου κι ήρθα στο μαχαλά σου χρυσά πλεξίδια σούφερα να πλέξεις τα μαλλιά σου. Σαν ήρθες καλωσόρισες και ας έκαμες και κόπο ήρθες και μας ομόρφηνες τον άσχημο τον τόπο. Στην αυλή του σπιτιού της νύφης, ο πεθερός «ξεπέζευε» τον γαμπρό, τον φιλούσε και τον έζωνε με ένα ζωνάρι, ο δε γαμπρός, του φιλούσε το χέρι. Η πεθερά περίμενε τον γαμπρό στην πόρτα και τον ασπάζονταν. Όταν μπαίνουν μέσα στο σπίτι, ο βλάμης του γαμπρού φόραγε τα παπούτσια της νύφης και στη συνέχεια γινόταν τα στέφανα. Η νύφη συνοδευόμενη από δύο δικούς της έβγαινε από το σπίτι, γύριζε προς το σπίτι της και προσκύναγε τρεις φορές. Όλοι οι καλεσμένοι τραγουδούσαν το παρακάτω τραγούδι, που το συνόδευαν οι οργανοπαίκτες: Σ' αφήνω γεια μανούλα μου Σ' αφήνω γεια πατέρα μου.

20 Σας αφήνω γεια αδέλφια μου. Σας αφήνω γεια. Ο γαμπρός έπρεπε να είχε δύο άλογα παραπανίσια, στα οποία φορτώνονταν τα προικιά. Με τραγούδια και ντουφεκιές φτάναν στο σπίτι του γαμπρού. Εκεί ο πεθερός ξεπέζευε τη νύφη και ένα μικρό αρσενικό παιδί το περνούσαν τρεις φορές στο σαμάρι και από την κοιλιά του αλόγου, τα δε όργανα και οι τραγουδιστές έλεγαν το παρακάτω τραγούδι: Εβγα κυρά και πεθερά για να δεχθείς την πέρδικα το ξεφτεράκι πούστειλες, την πέρδικα που σούφερε για δέστε την πως περπατεί, σαν άγγελος με το σπαθί. Η νύφη προσκυνούσε τρεις φορές και η πεθερά της, έχυνε κρασί με το τσουκάλι, οι δε συμπέθεροι φώναζαν: «Χύσε πεθερά κρασί μην το λυπάσαι». Οπότε η πεθερά φιλούσε τη νύφη και όλοι μπαίνανε στο σπίτι, όπου συνεχιζόταν το γλέντι. Την τάξη του γάμου αναλάμβανε ένας γέροντας, ο ίδιος καθόριζε και την σειρά των καλεσμένων, που θα χόρευαν. Όταν τελείωνε η σειρά του χορού των καλεσμένων, έβαζαν στο χορό τα νιόγαμπρα και ήταν η στιγμή που οι οργανοπαίκτες μάζευαν τα περισσότερα γρόσια, γιατί κέρναγαν για το χορό αυτό, όλοι οι καλεσμένοι. Όταν τελείωνε ο χορός των νιόγαμπρων, ο γέρος που είχε αναλάβει την τάξη του γάμου, σηκωνόταν κρατώντας ένα γεμάτο ποτήρι κρασί και έλεγε την παρακάτω ευχή: Ετούτο το ποτηράκι έχει δυο λογιών κρασάκι και στη κορφή στο ποτηράκι κάθεται ένα πουλάκι και κελαηδεί και λέει: Ετούτο το κρασάκι το πίνουμε στην υγεία και ευτυχία των νεόνυμφων. Γεια σας και χαρά σας και καλή καρδιά σας να ζήσουν εκατό χρόνια και να κάνουν προκοπή ν' ασπρίσουν και να γεράσουν κ.τ,λ. Σ' αυτό το σημείο εύρισκε καιρό η πεθερά να πάρει την νύφη σε άλλο δωμάτιο, που της είχε ετοιμάσει τηγανίτες με βούτυρο, ζαχαρωμένες. Η νύφη προσκύναγε τρεις φορές και καθόταν στο σκαμνί, χωρίς να τρώει από ντροπή. Κοντά στα ξημερώματα, όταν το γλέντι βρισκόταν στο αποκορύφωμα, λέγαν και τις ευχές του Νουνού: Να σου ζήσουν νουνέ, Όπως κόπιασες με στεφάνια,

21 να κοπιάσεις και με λάδι. Το γλέντι συνεχιζόταν μέχρι το πρωί και πριν φύγουν οι καλεσμένοι, έπρεπε να τους κεράσει η νύφη. Επειδή αυτό συνεχιζόταν μέχρι τις μέρες μας, θα κάνω μια διακοπή για να αφηγηθώ μια πραγματικότητα, που έγινε στο πρωινό κέρασμα της νύφης. Είχε γίνει προξενιό για το γάμο του Νίκου Παπαγιάννη με την Αλεξάνδρα (μακαρίτες και οι δυο τους). Ο Νίκος τότε ήταν 16 χρονών και η Αλεξάνδρα 19. Όταν τελείωσε ο γάμος, η Αλεξάνδρα πήγε στο διπλανό χαγιάτι να πάρει το δίσκο με τα κεράσματα. Τότε ο γαμπρός, που από μικρό παιδί ήταν στο βουνό με τα γίδια και φαίνεται πως δεν παρακολούθησε γάμο, σηκώθηκε, πήγε πίσω από την πόρτα και από τη χαραμάδα της παρακολουθούσε. Οι καλεσμένοι δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί πήγε εκεί. Αλλά αμέσως τους το εξήγησε ο ίδιος, γιατί, μπαίνοντας η νύφη, φώναξε δυνατά ο γαμπρός «κούκου», με αποτέλεσμα να πέσει ο δίσκος από τα χέρια της Αλεξάνδρας. Έπαιζε κρυφτούλι ο μακαρίτης. Μετά το κέρασμα της νύφης όλοι αποχωρούσαν, αλλά ο γαμπρός Δευτέρα και Τρίτη δεν έβλεπε τη νύφη, την Τετάρτη τους καλούσε ο πατέρας της νύφης για τα «πιστρόφια» όπως τα λέγανε και όλο το βράδυ της Τετάρτης γλένταγαν στο σπίτι του. Έτσι συμπληρώνονται οι (8) μέρες του γάμου Τετάρτη σε Τετάρτη, από τα προζύμια μέχρι τα πιστρόφια. Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΕΠΙ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ Γυρίζοντας πάλι στη ζωή του χωριού μας είναι αξιοσημείωτο να πούμε για την ντροπή μιας οικογένειας. Ντροπή λεγόταν η ατίμωση μιας γυναίκας από Τούρκο, στην οποία απαγόρευαν να εκκλησιαστεί και να κοινωνήσει. Γ αυτό οι γυναίκες, όπου και αν πήγαιναν για δουλειές, πήγαιναν πολλές μαζί, κοπαδιαστά, από το φόβο της ντροπής. Το παρακάτω τραγούδι αυτή την έννοια είχε: Δεν τόπραξες καλά κυρ' Αναγνώσταινα τέτοια κόρη πούχες σκύλα και την έστειλες για ξύλα Φαίνεται ότι η κόρη της κυρά Αναγνώσταινας την είχε πάθει την ντροπή, γιατί πήγε για ξύλα χωρίς συντροφιά. Μια και ο λόγος για δουλειές και χωράφια, αξίζει τον κόπο να περιγράψουμε και για το ξέφραγο αμπέλι.

22 Στον μαχαλά του χωρίου μας «Μεγαμπέλι» ήταν το μεγαλύτερο αμπέλι της περιοχής Τζουμέρκων. Απ' αυτό πήρε και την ονομασία του. Ένας Χότζας από τα Γιάννενα μ' έναν Αρμένιο πέρασαν απ' το χωριό μας, για να το γνωρίσουν και κάποιος Κουκουλιώτης προσφέρθηκε να τους ξεναγήσει. Πήγαν στο Νιζερό και θα γύριζαν από το Μεγαμπέλι. Πριν όμως φθάσουν, ξελιγώθηκαν της πείνας. Τότε τους είπε ο Κουκουλιώτης! «Εδώ που πάμε έχω ένα αμπέλι». Και σαν φτάσαν, όπως ήταν ξέφραγο, μπήκαν μέσα και έτρωγαν με την ψυχή τους. Για κακή τους όμως τύχη εκείνη τη στιγμή πέρασε ένας δραγάτης αρματωμένος. «Τι κάνετε αυτού;» τους ρώτησε, «μπροστά στα μάτια μου;» Τους πήρε συνοδεία και τους ανέβασε στο χωριό. Εκεί τους πήγε στον Αγά λέγοντάς του: «Αφέντη, κλέφτες είναι και οι τρεις». Τότε ο Αγάς άρχισε να ρωτά; «Τι είσαι συ βρε;». «Ρωμιός είμαι και το αμπέλι είναι δικό μου, το έχω κληρονομήσει από τον πατέρα μου». «Ποιος σου είπε ότι είναι κτήμα σου; Άλλος το διαφεντεύει το αμπέλι» απαντά ο Αγάς. Τον έδειρε και τον έστειλε στη φυλακή. Μετά ρώτησε τον Αρμένιο: «Τι είσαι συ βρε;» «Αρμένιος είμαι», του απαντά. «Εσείς οι Αρμένιοι δεν είστε καλοί άνθρωποι». Τον έστειλε και αυτόν φυλακή. «Εσύ τι είσαι;» ρώτησε τον Χότζα «Χότζας είμαι, αφέντη και το κοράνι μ έστειλε εδώ να προσευχηθώ μαζί σας». «Τι λες βρε;» του απαντάει ο Αγάς. «Βρήκες το ξέφραγο αμπέλι και χωρίς να ρωτήσεις μπήκες μέσα;». Και επειδή η μαρτυρία του δραγάτη ήταν πως και οι τρεις είναι κλέφτες, ακολούθησε και αυτός την τύχη των άλλων δύο. ΤΑ ΒΑΚΟΥΦΙΑ Οι Τούρκοι ήθελαν τους ραγιάδες αγράμματους και γ αυτό δεν τους επέτρεπαν να λειτουργούν Σχολεία. Αυτός ήταν ο λόγος που είχαν μετατραπεί τα μοναστήρια σε σχολεία («κρυφά σχολειά» όπως τα λεγαν). Για να βρεθούν όμως οι πόροι λειτουργίας αυτών των σχολείων, οι κάτοικοι του χωριού γράφαν μερικά κτήματά τους στο βακούφι. Γι αυτό και βρέθηκαν μεγάλες εκτάσεις γύρω από τα μοναστήρια, όπως αυτό των Γουργιανών, που λειτουργούσε σαν σχολείο. Κάθε χρόνο και μετά τη σοδειά τους πλήρωναν για τα δικά τους χωράφια 10% στο βακούφι. Αυτά τα εισέπραττε ο επίτροπος του Μοναστηριού και αγόραζε τα απαραίτητα για την λειτουργία του Σχολείου (αλφαβητάρια, πλάκες και κονδύλια) που μοίραζαν στους μαθητές. ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ Το πανηγύρι γινόταν όπως και σήμερα στις 15 Αυγούστου. Κρατούσε δύο μέρες και είχε παλιότερα εθνικό χαρακτήρα, αργότερα δε, έγινε σωστό νυφοπάζαρο. Εθνικό

23 χαρακτήρα, γιατί από χορό, ο πρώτος έλεγε στο δεύτερο κάποιο επαναστατικό μήνυμα, το οποίο έφτανε στον τελευταίο, χωρίς να το πάρουν είδηση (χαμπάρι) οι Τούρκοι, που παρακολουθούσαν το γλέντι. Νυφοπάζαρο, γιατί στην πλατεία, που γινόταν το πανηγύρι, έβλεπαν τ' αγόρια τα κορίτσια και μέσα στο πρώτο δεκαήμερο, μετά το πανηγύρι, γινόταν πολλά αρραβωνιάσματα. Δεκαπενταύγουστος 1957 Το καγγελάρι για το τελείωμα του πανηγυριού σέρνει ο μπάρμπας μου Παπαδημητρίου, τον κρατάει ο πατέρας μου και ακολουθούν: Κώστας Τζίμας (Παπανικολάου) Στρατηγός, Νίκος Παπαδιάς Εμπειροτέχνης, Χρήστος Ζαχαρής Οδοντίατρος, Δυο δεν διακρίνονται, Νίκος Τζαφέρης, Νίκος Τσάρας και η αφεντιά μου με στολή δεξιά. Δημ. Ο χορός στο πανηγύρι γινόταν διπλός (δύο κύκλοι), εξωτερικά οι άνδρες και εσωτερικά οι γυναίκες. Πολλές φορές, μάλιστα, συνέβαινε να γίνουν και παρεξηγήσεις, γιατί επίδοξοι μνηστήρες επιδίωκαν να συμπέσει η σειρά τους με κάποια κοπέλα, που ήθελαν να παντρευτούν.

24 Από αριστερά: Κώστας Κοντούλης Εργολάβος Δημ. Έργων, Κώστας Τζίμας (Παπανικολάου) Στρατηγός, Γεώργ. Λεβέντης Στρατηγός Δ/τής VIII Μεραρχίας, Διογένης Γούλας Λοχαγός Πεζικού, Χρήστος Θεοδώρου Λοχαγός Διαβιβάσεων (15-8 - 1963) μαζί με τον Λοχαγό Γούλα υπηρετούσα στο επιτελείο Της VIII ης Μεραρχίας και σαν συγχωριανοί πήραμε το Στρατηγό μας στο πανηγύρι. Αυτό γινόταν αντιληπτό και κάποιος συγγενής της κοπέλας άλλαζε τη σειρά δυναμικά, με αποτέλεσμα τον καυγά. Όσοι δεν χόρευαν, κατά την τοπική ορολογία «χάζευαν», γι αυτό και οι γυναίκες λέγαν: «τι ώρα θα πάμε για χάζι;». ΘΡΗΣΚΟΛΗΨΙΑ Οι κάτοικοι του χωριού μας πίστευαν πως τα πάντα ήταν θεϊκά. Όλα γίνονταν με τη θεία θέληση και δύναμη. Όταν μια γυναίκα δεν τεκνοποιούσε έλεγαν: Δεν μας έδωσε ο Θεός παιδί. Όταν δεν έβρεχε, κάτι κακό έχει γίνει και ο Θεός μας τιμωρεί. Γι αυτό έκαναν προσευχές και λιτανείες για να βρέξει. Όταν κάποιος αρρώσταινε φώναζαν τον παπά να τον διαβάσει. Έκαναν παρακλήσεις και ευχέλαια και ακόμα έταζαν στο βακούφι λάδι, πολλές φορές έταζαν σφαχτό, μία γίδα, την οποία πήγαιναν το βράδυ και την έδεναν στην πόρτα της εκκλησίας. Πίστευαν ακόμα ότι τα περισσότερα κακά έρχονταν από σκέλισμα, μάγια, βάσκανο και μάτιασμα. Στο χωριό μας πέρναγαν ψευτογιατροί (κομπογιαννίτες), χαρτορίχτρες και μαντολόγοι. Πολλές φορές έκανε και ο παπάς του χωριού το γιατρό, όταν καλούνταν

25 να λύσει τα μάγια όχι με διάβασμα, άλλα με τα αναμμένα κάρβουνα που ριχνε να σβήσουν μέσα στο ποτήρι με το νερό. Οι παπάδες τότε δεν έπαιρναν μισθό, όπως σήμερα. Όλοι οι ενορίτες του έδιναν από ένα ταγάρι καλαμπόκι (20 οκάδες) το χρόνο. Είχε και τα τυχερά του, από βαφτίσια, γάμους, λειτουργίες, διαβάσματα, κηδείες κ.τ.λ., για τα οποία πληρωνόταν ξέχωρα. Οι γυναίκες Τετάρτη και Παρασκευή δεν πιάναν ρόκα για γνέσιμο, ούτε έμπαιναν στον αργαλειό. Οι άνδρες δεν έβγαζαν σανίδια, γιατί πίστευαν ότι θα τα έτρωγε σαράκι (σκουλήκι). Αν κανένα παιδί γεννιόταν ανάπηρο, έλεγαν ότι κάποια αμαρτία έκαναν οι γονείς του και έδωσε οργή ο Θεός για να τους τιμωρήσει. Πολλά κατάλοιπα από τα παραπάνω βρίσκονται ακόμα και σήμερα ριζωμένα σε πολλούς κατοίκους. ΕΥΧΟΛΟΓΙΟ Αν μια γυναίκα ήταν έγκυος, της ευχόταν:«καλή λευτεριά». Αν η γυναίκα ήταν έγκυος για πρώτη φορά: «Μ' έναν γιό». Αν είχε κι άλλα παιδιά, μόνο αγόρια: «Με μια τσιούπρα (κορίτσι)». Αν είχε μόνο κορίτσια: «Μ' έναν γιό». Σε βαφτίσια στους γονείς «Να σας ζήσει και γαμπρός ή και νύφη». Σε βαφτίσια στον κουμπάρο: «Πάντα άξιος, όπως κόπιασες με λάδι να κοπιάσεις και με στέφανα». Στα αρραβωνιάσματα: «Η ώρα η καλή και καλά στέφανα». Στα γάμο: «Να ζήσουν και με καλούς απογόνους». Όταν έκαναν χωράφι, ο περαστικός τους έλεγε: «Καλημέρα, καλώς τα κάνεις». Και αποτεινόμενος στα βόδια: «φτου να μην βασκαθείτε». Όταν κάποιος κλάδευε τις περγουλιές του, ο περαστικός του έλεγε: «Καλά μπερικέτια». Γλυκόλογα της μάνας στο μικρό παιδί: «Έλα δω μανάρι μου, ζυγούρι μου, θέλεις τρούτ (νερό); Μήπως θέλεις μέμι (βύζαγμα); Μήπως θέλεις πάπα (ψωμί); ΚΑΤΑΡΕΣ - ΘΥΜΟΙ Στις κότες: «Κακή αλεπού να σας γδάρει», «Κακό γεράκι να σας πάρει», «Κακό καρκαλέτσι να σας πιάσει». Στα ζώα: «Λυκοσκισμένο, λυκογδαρμένο, κακή παρμάρα να σε πιάσει».

26 Γυναικείος καυγάς: «Μωρή διακονιάρα, μωρή σοκακιάρα, μωρή χτικιάρα, μωρή εσύ έκανες μπαστί, σκρόφα, ζαγάρα, βρώμα, ρουφιάνα, χολέρα κ.τ.λ.». Αν ο άνδρας της μιας ήταν ταξιδεμένος: «Κακά μαντάτα να σου ρθουν», «Μαύρα γράμματα να λάβεις». Βρισιές γυναικών για τους άνδρες, δεν υπήρχαν. Λέγανε μόνο: «Δεν ντρέπεσαι μωρέ»; Ανδρικός καυγάς: Συνήθως γινόταν σε γλέντια, σε γάμους και την Πασχαλιά, χωρίς πολλές βρισιές. Ακολουθούσε το ξυλοφόρτωμα ο ένας στον άλλον και πάντα πάνω στο τσακίρ κέφι. Στο πανηγύρι μας, 15 Αυγούστου δεν γίνονταν καυγάδες, γιατί το παρακολουθούσαν και τα γύρω χωριά και πρόσεχαν να μην τους κατηγορήσουν για γκρινιάρηδες. Γ ε ν ι κ ά : Υπήρχε από πολύ παλιά και ακόμα σήμερα η παραδοχή, ότι των γερόντων οι ευχές, οι κατάρες ήταν πιο αποτελεσματικές, ίσως επειδή βρίσκονται πολύ κοντά στο θάνατο (στο Θεό), ή ακόμα επειδή έχουν πείρα δικαιοσύνης. Η ευχή του γονιού ή η κατάρα και στις μέρες μας θεωρείται δυνατότερη και για λόγους συναισθηματικούς. Κανείς μας βέβαια δεν ξεχνά, πως οι ευχές - κατάρες έχουν τις ρίζες τους στους αρχαίους Έλληνες π.χ. τον Οιδίποδα Τύραννο του Σοφοκλή. ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ Όλο το «δωδεκαήμερο», απ' την παραμονή των Χριστουγέννων ως τα Θεοφάνεια, όταν κατά τη λαϊκή πίστη «τα νερά είναι αβάπτιστα» έρχονται οι Καλικάντζαροι και πειράζουν τους ανθρώπους, προφανώς γιατί ο Χριστός είναι ακόμα αβάφτιστος. Οι Καλικάντζαροι είναι ειδικά δαιμόνια, που εμφανίζονται μόνον το «δωδεκαήμερο». Σύμφωνα με τη λαϊκή πίστη «έρχονται από τη γη αποκάτω». Όλο το χρόνο πελεκούν με τσεκούρια να κόψουν το δέντρο που βαστάει τη γη, αλλά όταν κοντεύουν να το κόψουν έρχεται ο Χριστός και μονομιάς ξαναγίνεται το δέντρο. Τότε τα δαιμόνια χιμούν στη γη επάνω και πειράζουν τους ανθρώπους. Ο λαός φαντάζεται τους Καλικάντζαρους με διάφορες μορφές (μαύρους με σιδερομπάστουνα, με χέρια μαϊμούς, με τριχωτό σώμα, με κόκκινα μάτια και τραγίσια πόδια, κουτσούς, στραβούς, μονόματους, μονοπόδαρους κ.α.). Όλες αποκρουστικές φυσιογνωμίες, απαίσιες, βρώμικες, που προκαλούν φόβο και αηδία.

27 Τους Καλικάντζαρους ο Ν. Πολίτης θεωρεί πλάσματα της νεοελληνικής μυθολογίας με αφορμή τις μεταμφιέσεις του δωδεκαημέρου, επειδή οι μεταμφιεσμένοι πείραζαν και ενοχλούσαν τους ανθρώπους. Με βάση τα σχετικά για τους Καλικάντζαρους στοιχεία, οδηγούμαστε και σε άλλη ερμηνεία, ότι δηλαδή, τα δαιμόνια αυτά έχουν σχέση με τους νεκρούς, οι οποίοι κατά τη λαϊκή πίστη μια ορισμένη εποχή, επιστρέφουν για λίγο καιρό μεταξύ των ζώντων και πειράζουν τους ανθρώπους. Οι Αρχαίοι Αθηναίοι πίστευαν ότι στη γιορτή των Ανθηστηρίων, όταν ο Άδης ήταν ανοιχτός, «οι Κήρες», δηλ. οι ψυχές των νεκρών επανέρχονταν στον κόσμο και ενοχλούσαν τους ανθρώπους. Για την αντιμετώπιση των Καλικάντζαρων αναφέρονται πάρα πολλά, μέσα και τρόποι (λιβάνι, φωτιά, σκόρδα, προσφορές από γλυκά και τηγανίτες, γουρουνίσιο κατωσάγονο κ.α.). Οπωσδήποτε ο φόβος και η προκατάληψη των αμόρφωτων προγόνων μας, γεννούσε τις οπτασίες και τις φαντασίες των δαιμονικών. Όπως ο Ορέστης έβλεπε τις Ερινύες από τις τύψεις για το φόνο της μητέρας του, έτσι κι οι παππούδες μας με τις προκαταλήψεις τους, έπλαθαν τα ανύπαρκτα και τους έδιναν ψυχή, από τη δική τους ψυχή. Έτσι τα δαιμόνια έγιναν γι' αυτούς πάθος και όπως έγραψε ο Ψελλός, «το πάθος τούτο δαίμων εκείνοις ενομίσθη και ονομάσθη». ΞΟΡΚΙΑ Σε εποχές που η επιστημονική αλήθεια δεν είχε ακόμα αποκαλυφθεί ή δεν είχε διαδοθεί σε όλους τους ανθρώπους, το κακό - φυσικό ή ηθικό - θεωρούνταν έργο κακοποιών πνευμάτων. Για την αντιμετώπιση αυτού του κακού, ή μάλλον για την κάθαρση, οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν τον ξορκισμό, μια πρακτική δηλ. εξαγνισμού πολύ διαδεδομένη στην αρχαιότητα άλλα και σήμερα μεταξύ πρωτογόνων και αμόρφωτων κυρίως ανθρώπων. Για τον ξορκισμό χρησιμοποιούνταν τα ξόρκια, λόγια δηλ. μαγικά, χωρίς καμιά συνοχή, που όπως πίστευαν, έδιωχναν το κακό και τα πονηρά πνεύματα. Έτσι από τον Όμηρο ακόμα αναφέρεται ότι με ξόρκια επιδίωξαν να σταματήσουν το αίμα από την πληγή του Οδυσσέα.

28 Και δεν πιστεύουμε βέβαια ότι οι παλιότεροι στο χωριό μας είχαν διαβάσει Όμηρο, γνωρίζουμε όμως ότι πάνω από έναν άρρωστο έκαναν ξόρκια για να τον θεραπεύσουν. Στο χωριό μας το ξόρκι χρησιμοποιήθηκε ακόμα και για την εξασφάλιση της σοδιάς, για το κακό του άλλου και για τον ερωτικό δεσμό. Τα ξόρκια γίνονταν από γυναίκες, τις ξορκίστρες, οι οποίες χρησιμοποιούσαν το λόγο και μερικές κινήσεις, που θύμιζαν θρησκευτική λατρεία και εκμεταλλεύονταν τη δεισιδαιμονία των αγαθών. Η ξορκιστική τέχνη ήταν ένα μεγάλο μυστικό, που ζηλότυπα τα κρατούσαν οι ξορκίστρες και δεν το μαρτυρούσαν εύκολα. Να μερικές περιπτώσεις ξορκισμού: Κάποτε οι συγγενείς ενός αρρώστου κάλεσαν την ξορκίστρα να κάνει τα θεραπευτικά της ξόρκια. Η ξορκίστρα μπαίνει στο δωμάτιο του άρρωστου, τον βλέπει κατακίτρινο και αποφαίνεται: «Δαιμονικό μπήκε». Και αρχίζει τα ξόρκια της χαμηλόφωνα. «Όπως σκορπά ο ήλιος τις αχτίδες του η θάλασσα τα κύματά της κι όπως σκορπάνε οι κότες από το κουτέτσι τους, έτσι να σκορπίσει κι από τούτον τον άνθρωπο ο κίτρινος (δηλ. ο ίκτερος). Να πάει στα όρη στα βουνά κει που κοκόρια δε λαλούν, αρνάκια δε βελάζουν άνθρωπος δεν κουβεντιάζει άλογο δε χλιμιντράει βόδι δε μουγκρίζει σκυλί δε γαυγίζει». Όταν πάλι ο άρρωστος είχε στο μάτι κριθαράκι, την ξορκίστρα θα φώναζαν. Εκείνη τότε έβαζε νερό σ' ένα ποτήρι, το σταύρωνε τρεις φορές μ' ένα δαχτυλίδι και φυσούσε τρεις φορές στο μάτι με το κριθαράκι λέγοντας: «Να πας στη γη την πομπισμένη που μπορεί και τα υπομένει». ή «Αμ αμ κριθαράκι φεύγα να μη σε φάω». Αν ο άρρωστος είχε θέρμη (πυρετό), έλεγαν ότι είναι ματιασμένος και φώναζαν την ξορκίστρα, που ακολουθούσε την παρακάτω θεραπευτική αγωγή: Έβαζε σ' ένα

29 ποτήρι νερό και αφού το σταύρωνε τρεις φορές με το χέρι της, έπαιρνε το ιστορικό με την εξής ερώτηση: «Ποιά μάτια είδαν τον άρρωστο προτού αρρωστήσει; π.χ. η Βασιλική, η Αλέξω, η Γιαννούλα, η Δέσπω, ο μπάρμπα - Γιώργης, ο Μητρός, ο Κίτσος;» (όλοι αυτοί ήταν εφτά). Μετά η ξορκίστρα έπαιρνε από τη φωτιά εφτά κάρβουνα και τα έριχνε ένα - ένα στο ποτήρι με το νερό, λέγοντας κάθε φορά κι ένα από τα ονόματα αυτά. Αν το τέταρτο π.χ. κάρβουνο δε στεκόταν στην επιφάνεια του νερού, αλλά βούλιαζε, η ξορκίστρα εύρισκε ότι το κακό μάτι προέρχονταν από τη Δέσπω. Αυτή ήταν, ας πούμε, η διάγνωση και ακολουθούσε η θεραπευτική αγωγή: Ένας συγγενής του άρρωστου έπαιρνε εντολή από την ξορκίστρα να πάει στη Δέσπω και να της ζητήσει μια τρίχα απ' τα μαλλιά της. Την τρίχα αυτήν την τοποθετούσαν στο μαξιλάρι του άρρωστου, περιμένοντας το ξεμάτιασμα και τη θεραπεία. Το «μάτι» είναι παραδεκτό και σήμερα, λένε μάλιστα ότι το μάτι σπάει πέτρα, για να δείξουν έτσι τη δύναμή του. Οι ξορκίστρες καλούνταν και σε πολλές άλλες περιπτώσεις. Σημαντικές, ή ασήμαντες, όπως εξανθήματα, πονοκέφαλοι, χρυσή, πονόδοντοι, βασκανία, ζάλη κ.ά. Χρησιμοποιούσαν για κάθε περίπτωση ειδικά λόγια έχοντας ως βοηθητικά όργανα δαχτυλίδι, κάρβουνα, μαλλιά, αλάτι κ.ά. Ο ΛΟΓΟΣ - ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ Η λέξη συμβολαιογράφος ήταν άγνωστη. Για οποιαδήποτε αγοραπωλησία ούτε συμβόλαια συντάσσονταν, ούτε συμφωνητικά. Υπήρχε μόνο ο λόγος, δηλαδή, η υπόσχεση. Όταν οι διαπραγματευόμενοι συμφωνούσαν, έδιναν το λόγο τους και επισφράγιζαν τη συμφωνία τους με μια χειραψία. Ο λόγος δεν είχε τη δύναμη του συμβολαίου για τις αγοραπωλησίες μόνο, αλλά και για τα δανεικά, που έπαιρνε κάποιος και όταν λέμε δανεικά, δεν εννοούμε μόνο χρήματα, αλλά και είδη, όπως καλαμπόκι, σιτάρι, σπόρους, τα οποία επέστρεφαν με την καινούργια σοδειά. Οι γυναίκες δανείζονταν λάδι, αλεύρι, αλάτι, μαλλί, το χτένι του αργαλειού και οτιδήποτε άλλο, που είχε σχέση με το αλισβερίσι των γυναικών. Παραθέτω και την φρασεολογία: «Ωρ' Μήτραινα, μου δίνεις ένα φλιτζάνι λάδι - μια κούπα αλάτι - δύο λίτρες αλεύρι;». Η συναλλαγή μεταξύ των ανθρώπων εκτεινόταν και στην εργασία. Ένας πήγαινε και δούλευε στον άλλον, που βιάζονταν να τελειώσει κάποια δουλειά, και μετά πήγαινε και αυτός και εργαζόταν όσα μεροκάματα εργάστηκε εκείνος σ' αυτόν.

30 ΛΥΣΗ ΔΙΑΦΟΡΩΝ Ο κατακτητής, τους είχε μονοιάσει και δεν υπήρχαν σοβαρά αδικήματα. Ένα απ' όλα ήταν οι «αγροζημιές». Από κάποια απροσεξία του τσοπάνου, έμπαιναν τα ζώα στα ξένα χωράφια και έτρωγαν τα σπαρτά. Για την παράβαση αυτή στο χωριό μας δύο άνθρωποι, που τους έλεγαν «εκτιμητάς», πήγαιναν επί τόπου και εκτιμούσαν την ζημιά. Η απόφαση των εκτιμητών ήταν σεβαστή απόλυτα και από τις δύο πλευρές. Το ίδιο γινόταν και όταν τα παιδιά μιας οικογένειας μεγάλωναν και ήθελαν να χωρίσουν, κάνοντας το καθένα δική του οικογένεια. Φώναζαν τους εκτιμητάς, οι οποίοι αποτιμούσαν την αξία κάθε χωραφιού, έκαναν το χωρισμό της περιουσίας, σε ίσα με τους δικαιούχους μέρη και στην συνέχεια τα κλήρωναν. Το αποτέλεσμα της κληρώσεως ήταν σεβαστό απ' όλους τους δικαιούχους. ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ Για να πούμε και του στραβού το δίκιο, στο χωριό μας δεν έγιναν εγκλήματα, εκτός από δύο και αυτά κοντά στις μέρες μας. ΕΛΟΝΟΣΙΑ - ΨΕΙΡΑ Τους περισσότερους ανθρώπους τους έπιανε κάθε καλοκαίρι η θέρμη (πυρετός) και τους έκανε κίτρινους κι άχρηστους για εργασία. Και μόνο τα Χριστούγεννα συνέρχονταν. Πολλά παιδιά πέθαιναν, το ένα κοντά στο άλλο και τότε άκουγες: «ο Θεός το 'δωσε, ο Θεός το πήρε», για παρηγοριά στους γονείς και συγγενείς του. Μία άλλη μάστιγα ήταν τότε η ψείρα, λόγιο της απλυσιάς και της βρωμιάς που κυριαρχούσε σε κάθε σπιτικό. Το σαπούνι ήταν είδος πολυτέλειας. Το μπάνιο σ' ολόκληρο το σώμα ήταν άγνωστο. Μετά τα βαφτίσια, που το μωρό γυμνό έμπαινε στην κολυμπήθρα, το σώμα του δεν ξανάβλεπε νερό, εκτός από το κεφάλι, τα χέρια και τα πόδια, που γίνονταν μια φορά τη βδομάδα το πλύσιμό τους, χωρίς πολλές φορές να υπάρχει σαπούνι «μαύρο», με μόνη την αλισίβα, που γινόταν με βραστό νερό και στάχτη της γωνιάς. Και τα σκεπάσματα δεν πλένονταν, εκτός και αν μάζευαν πολλές ψείρες, οπότε τα έβαζαν στο καζάνι και τα ζεμάταγαν, για να ψοφήσουν οι ψείρες. Η ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ Η διασκέδαση των μικρών παιδιών ήταν οι παροιμίες και τα παθήματα που έλεγαν οι παππούδες. Τα έλεγαν δε με τόση πειστικότητα, που έκαναν σχεδόν όλα τα παιδάκια

31 να φοβούνται το σκοτάδι της νύχτας, γιατί έλεγαν, ότι βγαίνουν οι διάβολοι, τα φαντάσματα, ο κακός αέρας, το περπάτημα των νεκρών και οι νεράιδες. Το αναμόχλευμα αυτό με τα κακά πνεύματα γινόταν πιστευτό περισσότερο από την αδυναμία των νεύρων, από τη φτώχεια και τον υποσιτισμό, από τη φαντασμαγορία της φύσης τη νύχτα, ίσως, επειδή οι γνώσεις των κατοίκων ήταν πολύ περιορισμένες και ακόμα γιατί είχε γίνει παράδοση ότι μέσα στη νύχτα κυκλοφορούν ξωτικά, βρικόλακες και νεράιδες. Κανένας στο χωριό δεν υστερούσε, όλο και κάτι είχε να πει ότι είδε, άκουσε και έπαθε. Έλεγαν ακόμη ότι αν κανένας σκοτωθεί πέφτοντας από δέντρο, το αίμα κλαίει τη νύχτα, ότι στο μέρος εκείνο στήνουν χορό οι νεράιδες και άλλα πολλά. Επηρεασμένος και εγώ από τις αφηγήσεις αυτές κάποτε γυρίζοντας από την Άγναντα, που πήγαινα στο Σχολαρχείο, στα «Τσαρτσώνια» άρχισε να σουρουπώνει και μόλις έφτασα στο «βρωμονέρι», θυμήθηκα ότι λίγο πιο πάνω είχε πέσει από ένα δέντρο ο Γιώργο - Θύμος (Τσουβάλας) και σκοτώθηκε. Πριν όμως ολοκληρώσω τη σκέψη μου αυτή, άκουσα ακριβώς στο σημείο εκείνο γλέντια και τραγούδια. Τα χασα. Δεν θυμάμαι ποιο δρομολόγιο ακολούθησα, πάντως βρέθηκα στο Νιζερό, στο σπίτι του Μήτσου Ντούλα. Του είπα ότι άκουσα τις νεράιδες, που χόρευαν εκεί στο δένδρο, και τον παρακάλεσα να με πάει στο χωριό. Ο άνθρωπος δέχτηκε και ξεκινήσαμε μαζί για το χωριό. Όταν φτάσαμε στη «ράχη της Κοτσίνου» που είναι στην κορυφή από τα «παλιοπλατάνια», άκουσα πάλι τα όργανα οπότε του είπα: «Ακούς; Δεν σου είπα ψέματα. Οι νεράιδες χορεύουν ακόμα». Αλλά εκείνος, που ήταν καλεσμένος στο γάμο, που είχε αρχίσει στη Ζγάρα, μου είπε ότι άρχισε ο γάμος και τα όργανα που άκουγα είναι εκεί. Ανάφερα το περιστατικό, γιατί και εγώ, αν έμενα στο χωριό και δεν είχε μεσολαβήσει ο Μήτσο Ντούλας, με πειστικότητα θα διηγούμουν στους νεότερους, ότι άκουσα τις νεράιδες να γλεντούν με όργανα και να τραγουδούν. ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ Το παραμύθι παλιότερα, σε χώρους όπως το χωριό μας, όπου δεν έφταναν τα παράγωγα της Λογοτεχνίας αντικαθιστούσε το μυθιστόρημα, που κι αυτό είχε καθαρά ψυχαγωγικό σκοπό. Τη σύνθεση και αφήγηση του παραμυθιού την αναλάβαιναν ειδικοί, τεχνίτες του λόγου, οι παραμυθάδες. Το παραμύθι είναι φανταστική διήγηση με διδακτικό περιεχόμενο, γι' αυτό και δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένο τόπο ή χρόνο. «Μια φορά κι έναν καιροί είναι η

32 στερεότυπη αρχή του, τα δε πρόσωπά του είναι φανταστικά και αόριστα (μια γυναίκα, ένας δράκος, ένας αράπης, μία μάγισσα, ένας βασιλιάς κ.λ.π.). Η πλοκή του παραμυθιού δε γνωρίζει αδυναμίες ούτε μέτριες λύσεις, γιατί χρησιμοποιεί τη μαγική δύναμη και το θαύμα. Έτσι το παραμύθι δε συμφωνεί με την κοινή λογική και δεν υπακούει σε κανένα ηθικό κανόνα, μολονότι έχει σχεδόν πάντοτε ευχάριστο τέλος (συνήθως τελειώνει με τη φράση «έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα». Το παραμύθι καλλιεργήθηκε απ' τα πολύ παλιά χρόνια στις χώρες της Μ. Ανατολής, την Ινδία, την Αρχαία Ελλάδα και την Ευρώπη. Τα θέματα του σε γενικές γραμμές είναι εθνολογικά, μυθολογικά, μαγικά, ονειρικά και εξωηθικά. Σήμερα η τεχνολογική ανάπτυξη και η αστικοποιημένη ζωή έχουν επιβάλει άλλους τρόπους ψυχαγωγίας και αμφιβάλλουμε αν κάποια γιαγιά θυμάται κανένα παραμύθι. Αλλά κι αν ακόμα βρεθεί κανένας παραμυθάς, του λείπει ο τόπος κι ο χρόνος για αφήγηση, γιατί απ' τη μια μεριά τα «Μίκυ - Μάους» κι απ' την άλλη το γεροντοκούτι, η τηλεόραση, του αφαιρούν τη δυνατότητα να πει και να ακουστεί το παραμύθι του. Την ψυχαγωγία του παραμυθιού την αντικατέστησαν σήμερα οι εφημερίδες, η τηλεόραση και τα λογής - λογής έντυπα, με την παγκόσμια ειδησεογραφία και την ανάλυση γύρω από δράματα, εγκλήματα, δυστυχήματα πολιτικά γεγονότα και άλλα. Το φορητό ραδιόφωνο και το κασετόφωνο έγιναν σήμερα ο απαραίτητος σύντροφος του ανθρώπου, με αποτέλεσμα κι αν κανένας γέρος θέλει να πει ένα παραμύθι, η νεολαία να τον αποπαίρνει. Στα παλιά χρόνια, αλλά και στις μέρες μας ακόμα, τα πολλά και καλά παραμύθια ακούγονταν στα ξεφλουδίσματα. Το κάθε σπίτι, όταν τελείωνε το μάζεμα του καλαμποκιού, όριζε και τη βραδιά του ξεφλουδίσματος. Σ' αυτή καλούσαν συγγενείς, φίλους και οπωσδήποτε τους γείτονες. Το ξεφλούδισμα του καλαμποκιού πολλές φορές τελείωνε το πρωί της άλλης μέρας. Στα ξεφλουδίσματα αυτά κάθε καλεσμένος έλεγε τα παραμύθι του, κάθε φορά που γινόταν διακοπή του τραγουδιού. Αξέχαστη θα μείνει μια τέτοια βραδιά του Οκτώβρη του 1943 στο σπίτι του Γιωργοβαγγέλη (Γεωργίου Καράμπαλη, πατέρα του σημερινού παππά), στην οποία παραβρέθηκαν οι καλύτεροι παραμυθάδες, όπως ο Δημοσθένης Παπαδημητρίου, ο Βαγγέλης Ντουχανιάρης, η Παπαγιώργαινα και πολλοί άλλοι. Σήμερα το παραμύθι μπήκε στο χρονοντούλαπο, χωρίς να ξέρουμε αν θα ρθη εποχή, που ο άνθρωπος θα το αναζητήσει, σα λογοτεχνικό είδος όμως θα παραδίνεται στους μεταγενέστερους γραμμένο από τους: Φαίδωνα Κουκουλέ,

Αδαμάντιο Αδαμαντίου, Νίκο Πολίτη, Στίλπωνα Κυριακίδη, Γεώργιο Μέγα, Ευαγγελία Φραγκάκη και πολλούς άλλους. 33 ΣΧΟΛΕΙΟ Οι χωριανοί μου λάτρευαν τις θεωρίες και αγνοούσαν την πράξη. Έλεγαν πολλά λόγια και το θεωρούσαν αυτό ανάγκη τους, όπως το νερό και το οξυγόνο. Μερικοί μάλιστα είχαν μια παθολογική πολυλογία. Τους άρεσε να φλυαρούν συνέχεια, από τ ένα στ' άλλο, τα πιο πολλά άσχετα και αναληθή. Υπόσχονταν, φιλοσοφούσαν, μπερδεύονταν, γίνονταν πρωθυπουργοί, γιατροί, θεολόγοι, δικαστές, έλυναν παγκόσμια πολιτικά προβλήματα, πιτσίλιζαν υπολήψεις, κακολογούσαν οικογένειες, διαλύανε φιλίες και γενικά η γλώσσα τους, μετατρέπονταν σε ηλεκτρονικό εγκέφαλο, λες και οι αφιλότιμοι τα ξεραν όλα. Το «πιθανό», το «ίσως», το «μπορεί», το «δεν ξέρω» ήταν λέξεις άγνωστες. Ότι έλεγε η γλώσσα τους τελεσίδικο. Αντίρρηση δεν σήκωναν. Τόλμησε κάποτε ο μακαρίτης Χριστόφορος Παπαδιάς, καθισμένος στο πεζούλι του μαγαζιού του Μήτσου Παπαδημητρίου, και πήρε την απάντηση: «Αφού δε βλέπεις μπροστά σου είναι δυνατό να ξέρεις τι σου γίνεται;». Του το είπαν αυτό, γιατί ο μακαρίτης είχε πάθει ψυχικό τραύμα από τον χαμό του αδελφού του, που εργαζόταν στην Αμερική και γι αυτό φορούσε την τραγιάσκα του πολύ χαμηλά, πάνω από τα ματοτσίνορα, για να μη βλέπονται τα μάτια του από κανένα. Πάντως ο ίδιος, αντί άλλης απαντήσεως, κάθισε και έγραψε με το ψευδώνυμο «Αρέθας» το παρακάτω ποίημα, το οποίο αντιπροσωπεύει τον άνθρωπο ή τους ανθρώπους που τραβούσαν μπροστά για να επιλύσουν τα θέματα του χωριού, ένα από τα οποία ήταν το Σχολείο, που είχε καταντήσει σαν το τάμα του Ελληνικού Έθνους, που δεν πρόλαβε να πραγματοποιήσει ο ευσεβέστατος τρόφιμος του Κορυδαλλού: «Πολιτεία μεγάλων ανδρών Μίστερ Καράμπαλην, Ιατρόν» Εσένα σου τα λέω εν πρώτοις που περνάς για εξοχότης, πώχεις το Σκολειό πλησίον, αλλά το νου σου στο χρυσίον και στον πολύ παρά και μας κανείς το Χαλίφη.

Τα λέω όμως στην πεθερά για να τ' ακούει κι η νύφη. Για το Σχολειό πολύ γκρινιάζετε κι όλο σοφές ιδέες κατεβάζετε, αλλά όπως φαίνεται κανείς γι αυτό δεν νοιάζεται και η συζήτηση που κάνετε τώρα είναι για να περνάτε την ώρα, σαν να βρήκατε κάποιο χαζό μαγκούφη και του παίζετε το κλοτσοσκούφι. Όλοι εσείς οι αφεντάδες, χρόνια τώρα κάνετε καυγάδες και απόφαση καμιά δεν βγαίνει, που πρέπει το Σκολειό να γένει και μ' αυτή τη φασαρία και τας ασκόπους συζητήσεις, χάθηκε κι ευκαιρία απ' τον έρανο της Βασιλίσσης, από κάτι ταπεινά ελατήρια χάθηκαν ογδόντα εκατομμύρια. Γιατί άλλοι θέλουνε να γίνει το Σκολειό εκεί που είναι τώρα το πολιό, στην αυτή περίπου θέση, σ' άλλους όμως αυτό δεν αρέσει, γιατί έχουν μεγάλο μεράκι να γίνει το Σκολειό στο Βασιλάκι, για να χει θέα καλή και αεράκι. Άλλοι όμως δεν θέλουν εκεί αλλά στο Παρασπόρι για να μη φαίνεται το χωριό σκορποχώρι. Κάποιος με μυαλό πολύ βαρύ το θέλει στη ράχη του Ζαχαρή, άλλοι το θέλουνε παρέκει δηλαδή στο παλιό Κουτσέκι. Ένας με μια ιδέα πιο χονδρή το θέλει να γίνει στο Τσουγκρί. Άλλος πάλι πεντάρα λέει δεν δίνω, 34

ας γίνει και στον Κωνσταντίνο, που βγαίνουν τα γερά κοτρώνια κι άλλος λέει να γίνει στ' Αλώνια, Και ο Μπότας, για να κάνει χάζι, κάθεται πιο πέρα και δώστου, σουβλάκια βάζει. Παιδιά, λέει πρέπει να γίνει στον αέρα να ναι, δηλαδή, πηδαλιοχούμενον και προς παν μέρος κινούμενον, ώστε όλοι να ικανοποιηθείτε και καθίστε τώρα να φωτογραφηθείτε, ως άξιοι, στην ιστορία να περάσετε, προτού απ' την υπόθεση αυτή γεράσετε και ο καθένας ότι θέλει λέει κι είναι να γελάει κανείς και να κλαίει γιατί ήρθαν άτυχες ημέρες, που του χωρίου σεις οι πατέρες και τα τρανά κεφάλια, φτάσατε σ' αυτά τα χάλια να μη μπορείτε ένα μικρό Σκολειό να φκιάσετε κι άχυρο σε δυο γαϊδάρους να μοιράσετε. Αλλ έπρεπε η επιτροπή εκείνη που φέρ' εν προκειμένω την ευθύνη, ευθύς, την σπάθην να τανύσει και τον γόρδιον δεσμόν να λύσει. Αφού όμως το θέμα συζητείται ακόμη και ζητάτε την δική μου γνώμη, σπεύδω να σας απαντήσω: Ως μεγάλη αυθεντία, θα τοποθετήσω το Σκολειό, στην πλατεία και τους λόγους, περιττό να εξηγήσω, γιατί, όσο το κεφάλι μου να σκίσω, εσάς δεν πρόκειται να πείσω, για την αίγλη και το μεγαλείο 35

που θα χει στην πλατεία το Σκολείο. Πάντως, περισσότερα θα χει αγαθά και χάρες, απ' τις δικές σας κουταμάρες. Που δεν ενδιαφέρεσθε για το Σχολειό σας γιατί, αλλού πλανάται το μυαλό σας: Πως να τρικλοποδίσετε τον Δάσκαλό σας με αστήρικτες μηνύσεις και κάτι άλλες ανακρίσεις, για τα βασιλικά της βρύσης. Κι ένα μπράβο σας ανήκει, που, ως βάρβαροι κι αγροίκοι, κάνατε μια τέτοια δίκη, θίξαντες, Δάσκαλο και Υπαλληλία. για μια υπόθεση σχεδόν γελοία. Αλλά αυτή ειν' άλλη ιστορία που πρέπει να χω ευκαιρία, να σας κάμω, με τα φαρμακερά μου βέλη, να θέσετε την ουράν υπό τα σκέλη και να τρέξετε στις ζούγκλες ή όπου θέλετε άλλου, να κάμητε παρέα, με τους φίλους σας Ζουλού. Να σας μάθω εγώ για άνθη και για βρύσες και για μοντέρνες Μίσες. Άνθη, βάζα και τα άλλα, νέα γούστα της Αργύρως, θα τα κάμω γυάλα, να γίνω κι εγώ Ηρως. Γιατί μύλος, σάτυραν αλέθων, είναι ο ποιητής. «Αρέθων» 36 Τα Κουκούλια δεν είχαν ανάγκη από ποιήματα και φραστικά σχήματα, αλλά από Σχολείο. Ευτυχώς όμως το απέκτησαν. Έχουμε ένα Σχολείο που το ζηλεύουν και εκείνα των Γυμνασίων. Ας είναι καλά ο συγχωριανός μας, Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, Κωστάκης Ζαχαρής.

37 Από αριστερά: Βασίλειος Καράμπαλης ή Θανασιάς Δάσκαλος Κώστας Παπανικολάου ή Τζίμας Στρατηγός Διμιήτριος Ζαχαρής (όρθιος) Δάσκαλος Μάνθος Γαβούρας Εμπειροτέχνης Χρήστος Καράμπαλης ή Κωσταμήτρος Ξυλουργός Κωνσταντίνος Ζαχαρής Παντοπώλης Λάμπρος Πολύζος ή Τασιούλας (όρθιος) Μυλωνάς Νικόλαος Θεοδώρου ή Νικολαφώτος Εργολάβος Δ.Ε. (πατέρας του γράφοντος) Νικόλαος Γκατζόγιας ή Κουμπούρας από το Ρωμανό Και ο μικρός με το ψαθάκι και την ομπρέλα είμαι εγώ. Για το άλλο παιδί δεν ξέρω. ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ - ΠΕΙΝΑ (1916-1917) Η προσπάθεια μας δεν είναι να γράψουμε ιστορία του Ελληνικού Έθνους, αλλά να παραθέσουμε μερικά γεγονότα, που έγιναν αφορμή να φθάσουμε στον αποκλεισμό και την πείνα του 1916-1917. Οι άνθρωποι ποτέ δεν ρωτήθηκαν τι τρώνε, τι πίνουν, πώς κοιμούνται και ούτε αν θέλουν να χύσουν αίμα. Στο Σεράγεβο της Σερβίας σκότωσαν τους διαδόχους της Αυστροουγγαρίας. Η Αυστροουγγαρία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Σερβίας. Ήταν μια αφορμή για να κλιμακωθεί ο πόλεμος. Η μία κοντά στην άλλη οι μεγάλες δυνάμεις έκαναν τον Α' παγκόσμιο πόλεμο.